YUSRA #0

Page 1

Y U S R A



δοκιμαστική έκδοση - τεύχος μηδέν Το Yusra (Γιούσρα) είναι αραβικό όνομα και ας πούμε ότι σημαίνει ευδαιμονία. Αλλά στην περίπτωσή μας, δεν υπάρχει κάποια σχετική σημειολογική βαρύτητα. Για μας είναι το παιδί που το Φλεβάρη του ‘16 πέρασε απ’ τη Συρία στην Τουρκία, από κει στην Ελλάδα και πλέον βρίσκεται στη Γαλλία. Μιλάμε το όνομα της, Yusra και ακούμε τα λόγια της kullu wahad, δηλαδή, όλοι ως ένα.


περιεχόμενα

Φθαρμένες Επιφάνειες Η εμπειρία της αισθητικής του τίποτα

→ Γιάν νης - Ορέσ της Παπαδημητρίου Θεσσαλονίκη, πόλη ασφυκτική

→ Χ ρυσόσ τομος Πρε τε ν τέρης

08

ΑΒΚ - Αριθμός Βιβλίου Κρατουμένου

→ K halida

12

Άνοιξη στο Λονδίνο - Μια μικρή ιστορία για την ναυτία της υπερσύνδεσης

→ Ναταλία Δαμίγου Παπώτη

14

Η εργατική τάξη πάει διακοπές

→ Χ ρήσ τος Σύλ λας 20

13 Σημειώσεις πένθους // Αποκάλυψη

→ Βασιλικ ή Λαζαρί δου

22

Διακόσιαεξηνταεφτά γραμμάρια

→ Μαριάν να Ρουμε λιώτη

26

Palo Mayombe*: παρτάροντας με τα πνεύματα

→ Ζαΐρα Κωνσ ταν τοπούλου

28

05


Οδηγία Copyright: Media & χρήστες Τα links ως πεδίο ανταγωνισμών

→ Αγ γε λικ ή Μπούμπουκα

34

Ιστορίες του κάτω κόσμου → Χ ρισ τιάνα Σ. 40 Η γενιά μου; → Ναταλί Φύτρου 44 Αντίρροπες παρατηρήσεις → ToSofoPaidi 48 3 ποιήματα από τη συλλογή "Αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ: βορειοαμερικάνικη ποίηση του 21ου αιώνα" → μετάφραση → Λ ευτέρης Ά λεφ Βασιλόπουλος 53 The whistler & Two Trains Runnin'

→ Tumbleweed

60

Κατασκευές, ταυτότητες, αποκλεισμοί

→ Σπύρος Παπαδόπουλος

62

Muzungu → Αθανασία Γεωργοπούλου 70 Σκίτσα και Φωτογραφίες →

Γιάν νης Νικολόπουλος, Δημήτρης Λάμπ ρης, Μαριάνα Μπίσ τη, Zir lar Mord O megon, Κατερίνα Δέ λτα, Πάνος Λαμπ ράκ ης, Bar ba Dee, αμαλία λάιου, Καθλήν, A lber to Fontenla Pita - Ba amonde Α ρκούδα της Πίνδου, Μαρινίκ η Μπακάλη


Γιάννης Νικολόπουλος → www.johnnikolopoulos.com

“(..) ο Τσβάιχ μιλάει για εκείνες τις εξοργισμένες γυναίκες, τις αφανισμένες από την πείνα και τη δυστυχία, που το 1789 φτάνουν στις Βερσαλλίες για να διαμαρτυρηθούν, αλλά μπροστά στη θέα του μονάρχη, φωνάζουν αυθόρμητα Ζήτω ο βασιλιάς!: τα σώματά τους - παίρνοντας το λόγο αντί για τις ίδιες - να σκίζονται ανάμεσα στην ολοκληρωτική υποταγή στην εξουσία και στη διαρκή εξέγερση.”

Εντουάρ Λουί - Να Τελειώνουμε Με Τον Εντύ Μπελγκέλ (εκδ. Αντίποδες)


Φθαρμένες Επιφάνειες

πόλη

Η εμπειρία της αισθητικής του τίποτα Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου

«Ε

ίναι μια νέα δυναμική για εμάς. Μετακινούμε τα ΙΚΕΑ, εκεί που βρίσκονται όσοι έχουν να ξοδέψουν, αντί να τους ζητάμε να έρθουν αυτοί σε εμάς». Έτσι σχολίασε στο πρακτορείο Bloomberg ο διευθύνων σύμβουλος της μητρικής εταιρείας των ΙΚΕΑ, Τζέσπερ Μπρόντιν, την απόφαση για το άνοιγμα νέων καταστημάτων στα κέντρα των πόλεων, αρχής γενομένης με αυτό του Μανχάταν. Τα παραδοσιακά μεγάλα καταστήματα της αλυσίδας στα προάστια θα αντικατασταθούν σταδιακά από μικρότερα “experience centres”, απευθυνόμενα στην επίπλωση των «μικρών σπιτιών», τα οποία θα έχουν σκοπό να οδηγήσουν την πελατεία στο διαδικτυακό κατάστημα της εταιρείας. 7500 εργαζόμενοι θα μείνουν άνεργοι και η αναπλήρωση -και αύξηση σύμφωνα με την εταιρεία- των χαμένων θέσεων εργασίας είναι προς το παρόν απλά μια υπόσχεση. Είναι μια παράδοξα ταπεινή αρχή για ένα κατά τ’ άλλα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Βάσει των μέχρι τώρα παραστάσεων, το “experience centre” του Μανχάταν θα μοιάζει σίγουρα στριμωγμένο ανάμεσα στα γειτονικά κτίρια του πυκνοκατοικημένου νεοϋορκέζικου κέντρου. Η δε εμπειρία του θα είναι απογυμνωμένη: το κατάστημα θα λειτουργεί σαν ένας τρισδιάστατος κατάλογος για παραγγελίες, τα ταχυφαγεία θα λείπουν από το εσωτερικό του, οι σειρές με τα ανθεκτικά καρότσια θα είναι απούσες. Όπως φυσικά θα λείπουν και τα στρέμματα του πάρκινγκ, οι υπερμεγέθεις αποθήκες, η χωροχρονική «άπλα» του πολύωρου ταξιδιού στο υπερκατάστημα. Άγνωστο τι θα γίνει με τους υπάρχοντες ναούς αυτού του δόγματος του μαζικού εμπορίου· πιθανότατα θα αφεθούν να μαραζώνουν, γειτνιάζοντας με τις θνήσκουσες suburbias του μεταπολεμικού κόσμου. Το τέλος της διευρυμένης μεσαίας τάξης και των θυλάκων στους οποίους αυτή διαβιούσε, είναι πια διεθνής κοινοτοπία και η απόφαση της IKEA είναι αναμφίβολα, μεταξύ άλλων, σύμπτωμά της. Οι πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα έφεραν την επανασυσπείρωση στα κέντρα των πόλεων, συχνά εις βάρος αυτών που εκκινούσαν από μειονεκτική θέση στον φρενιτικό ανταγωνισμό του real estate, στη διπλή επίθεση αυξημένου κόστους ζωής και λιτότητας, στην προσπάθεια να περιοριστεί η ζημιά που επιφέρει η διάλυση γειτονιών και κοινοτήτων στην αίσθηση του ανήκειν, καθώς επίσης και στα νέα δεδομένα της άναρχης και ανηλεούς οικονομίας της βραχυχρόνιας μίσθωσης.

5


6→ Ο στρατηγικός σχεδιασμός της ΙΚΕΑ μοιάζει εκ πρώτης όψεως να χαρακτηρίζεται από μειωμένη αυτοπεποίθηση σε χτυπητή αντίθεση με τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν άφηνε μαζικά τα σύνορα της Σουηδίας και άνοιγε τα πολυκαταστήματά της σε όλο τον κόσμο. Τότε προσκαλούσε τους πιστούς να προσέρχονται οικογενειακώς στον ελεύθερό τους χρόνο, αντί να τους κυνηγάει στις περιοχές που διαμένουν. Ειδικά όμως στην περίπτωση της Αθήνας, το πιθανό κλείσιμο των καταστημάτων της και η δημιουργία “experience centres” στο κέντρο της πόλης, θα είναι απλά το επόμενο προσωπείο μιας διαρκούς προσαρμοστικότητας. Άλλωστε, τα ΙΚΕΑ στα Σπάτα ξεκίνησαν τη λειτουργία τους με τυμπανοκρουσίες μόλις δύο μήνες πριν τους Ολυμπιακούς -στο απόγειο της αισιοδοξίας του «λαϊκού καπιταλισμού» των εκσυγχρονιστών- και δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να επανεφεύρουν τη χρησιμότητά τους λίγα χρόνια μετά, ως μονοπώλιο της επίπλωσης στην οικονομία της κρίσης. Στην Αθήνα, η αλυσίδα δεν χρειάζεται να κυνηγήσει τους πελάτες στο κέντρο: έχει ήδη διαμορφώσει τους όρους της φιλοξενίας της και η απόβασή της είναι απλά τεχνικό ζήτημα. Δεν είναι μόνο οι μαζικές παραγγελίες πλήρους επίπλωσης που ξεφορτώνονται καθημερινά στα ανακαινισμένα σπίτια που καταχωρούνται στο AirBnb. Είναι πρωτίστως το αισθητικό αποτύπωμα. Η ανασύσταση της μικρής επιχειρηματικότητας φιλοξενείται σε χώρους που θα μπορούσαν να φωτογραφηθούν για τους καταλόγους της ΙΚΕΑ. Αυτή η οριζόντια απήχηση των σουηδικών επίπλων είναι ευθέως συνδεδεμένη με τα χαρακτηριστικά τους ή πιο σωστά, με την απουσία αυτών. Είναι μάλλον εμφανές ότι την πρόσμιξη των διαφόρων στυλ που ηγεμόνευσε στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, έχει πια αντικαταστήσει η κατάργηση του στυλ εν γένει. Δεν ήταν το γούστο που καθοδηγούσε κάποιον να αγοράσει ένα έπιπλο του ΙΚΕΑ, αλλά η ευελιξία με την οποία αυτό μπορούσε να προσαρμοστεί σε κάθε γούστο. Όταν οι αγορές επίπλων απ’ το ΙΚΕΑ έγιναν πολλές, το αποτέλεσμα ήταν το σπίτι του οποιουδήποτε, ένας χώρος γυμνός από ταυτότητα. Οι άνθρωποι που κατοίκησαν αυτά τα

περιβάλλοντα δεν άργησαν να ακολουθήσουν το μοτίβο, αφ’ ης στιγμής κλήθηκαν να ξαναδιεκδικήσουν τον ρόλο του μεσαίου επιχειρηματία στην αναδιαρθρωμένη οικονομία. Στη νέα Αθήνα, η λέξη «μικροαστός» δεν περιγράφει πια αυτόν τον μεσαίο επιχειρηματία. Στους τοίχους των μαγαζιών -που ούτε θα τολμούσε κανείς να αποκαλέσει μ’ αυτόν τον όρο- δεν κρέμονται πια εικόνες της Παναγίας, οικογενειακές φωτογραφίες, αφίσες, άτσαλες (έως και απωθητικές) απεικονίσεις των προϊόντων, διαφημιστικά ημερολόγια ή χαϊμαλιά. Οι προσόψεις δεν επεκτείνουν τα εμπορεύσιμα προϊόντα -όταν αυτά υπάρχουν- στον δρόμο, καθώς αυτό προϋποθέτει την αταξία του καλαθιού. Ανάμεσα στον πελάτη και τα υλικά της εργασίας μεσολαβεί πάντα μια καθαρή επιφάνεια: μια προθήκη, ένα κουτί, ένας πάγκος. Οτιδήποτε δεν έχει αρκετό εκτόπισμα για να αναδείξει τη μονοχρωμία του ή αδυνατεί να οργανωθεί σε τέλεια γεωμετρικά σχήματα και προσεγμένες τυπογραφίες, κρύβεται. Το ίδιο συμβαίνει με οτιδήποτε θα αποκάλυπτε το κοινωνικό στάτους του ιδιοκτήτη, οτιδήποτε δηλαδή δεν έχει κατασκευαστεί έξωθεν και εξαρχής με σκοπό να ενταχθεί σε μία ορισμένη αισθητική, χωρίς παραλλαγές και προσαρμογές. Η λέξη «ορισμένη» αποτελεί μία κάποια κατάχρηση γι’ αυτή την αισθητική. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν προσπαθεί να παγιώσει την ταυτότητα, αλλά να την αποβάλλει. Στις νέες «μικρομεσαίες» επιχειρήσεις της Αθήνας κυριαρχούν οι γυμνοί τοίχοι, οι καθαροί όγκοι, η επίδειξη της ύλης που έχει υποστεί κατεργασία μόνο τόσο όσο χρειάζεται, προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να αποτελεί μία κεκαλυμμένη tabula rasa – πολύ αφιλόξενη προς κάθε απόπειρα εγγραφής σημασιών πάνω της. Στο τέλος, οι εμπορικοί χώροι της πόλης θα έμοιαζαν με μικρούς ναούς της ουδετερότητας, αν οι ιδιοκτήτες τους δεν ήθελαν να τις απεκδύσουν και από κάθε παραλληλισμό με κάτι τόσο βαρύ σημασιολογικά όπως το Ιερό. Η διαδικασία με την οποία οι ημι-δημόσιοι χώροι διώχνουν από πάνω τους τα περιττά στοιχεία δεν είναι οριοθετημένη, με αποτέλεσμα να έχει επεκταθεί και στη χρηστική τους


ταυτότητα. Ελάχιστοι απ’ αυτούς τους χώρους ενδιαφέρονται να δείξουν τι είδους υπηρεσίες παρέχουν. Θα μπορούσαν με την ίδια ευκολία να είναι καφετέριες, hub για τεχνολογικές startups, λόμπι ξενοδοχείων, φαγάδικα ή τουριστικά πρακτορεία*. Μετά από μία πολύχρονη διαδικασία αφαιρετικοποίησης της εργασίας, ο νέος μικροαστισμός μοιάζει πια ολοκληρωτικά αποσυνδεδεμένος από οποιαδήποτε συγγένεια με κάποιο ιδιαίτερο επάγγελμα. Οι χώροι αυτοί που ξεφυτρώνουν με ταχύτατους ρυθμούς στους δρόμους του κέντρου, είναι προϊόντα της έπαρσης ενός κατά φαντασίαν venture capitalist και της επιτήδευσης ενός διακοσμητή εσωτερικών χώρων. Ως προκάτ, στατικές οντότητες, σχεδιασμένες στο χαρτί και τυπωμένες στην πραγματικότητα, οφείλουν να επικυρώνουν συνεχώς τη σπουδή τους, πράγμα που καθίσταται εφικτό μόνο με την πλήρη απάλειψη της αναγκαστικά ατελούς προσωπικότητας των ανθρώπων απ’ το εσωτερικό τους. Ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας αυτής της μετάβασης είναι προφανής στην ολοκληρωτική κεφαλαιοποίηση της διαμόρφωσης του χώρου. Αυτονόητο είναι ότι συνοδεύεται και από τα κατάλληλα ιδεολογήματα. Το κατηργημένο αποτύπωμα της ανθρώπινης παρουσίας αναπληρώνεται με μία αφήγηση, συνήθως μία ιστορία τουριστικής ή φοιτητικής διασποράς προς δυσμάς που ενέπνευσε την επιχειρηματική ιδέα, διανθισμένη με τα νεο-οριενταλιστικά στερεότυπα των τριών τελευταίων δεκαετιών, κατάλληλα εκλεπτυσμένων, ώστε να μην προσβάλλουν την γκρίζα διαφήμιση με την οποία βιοπορίζονται τα «εναλλακτικά» μέσα. Το συμβολικό βάρος αυτής της διασποράς, τόσο κομβικής στα ατομικά success stories, επανέρχεται δριμύτερο με την τουριστική έκρηξη που φέρνει χρήμα για τη μεσαία επιχειρηματικότητα, αλλά και τον έξω κόσμο στο εσωτερικό.

Η νέα, γυμνή αισθητική είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτή τη διττή ανάγκη: την απόσχιση από την παλιά μικροαστική οικονομία που επιδείκνυε προσωπικότητα και εντοπιότητα, αλλά και την προστασία απέναντι σε ένα ατέρμονο πλήθος ιδιαίτερων γούστων, με ριζικά διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές. Ο χώρος, χωρίς τις ατέλειες της προσωπικότητας, δημιουργεί μια υγειονομική ζώνη απέναντι στη μέτρια ή κακή αξιολόγηση στο Trip Advisor. Όσο το κέντρο της Αθήνας μετατρέπεται σε μία ζώνη για εύπορα στρώματα και προσωρινούς επισκέπτες, τόσο η νέα αισθητική θα επεκτείνεται. Οι φορείς της, τη συνδυάζουν με τη μετα-εκσυγχρονιστική αισιοδοξία μίας νέας εποχής. Όμως η διαδικασία με την οποία μία επιφάνεια, ένα κατάστημα ή μία πόλη αποδιώχνει όλα τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της, είναι αυτή της φθοράς. * Η επισήμανση είναι του Χρίστου Μάη.

7


8→ πόλη

Θεσσαλονίκη, πόλη ασφυκτική Χρυσόστομος Πρετεντέρης

Τ

α τελευταία δέκα χρόνια που η παρατεταμένη ανεργία μας έγινε αναπόδραστα κοινό βίωμα (τόσα και τόσα άτομα βρεθήκαμε να βολοδέρνουμε από τη μία περιστασιακή εργασία στην άλλη), ή που παγιώθηκε σαν κανονικότητα ότι ακόμα κι όταν έχουμε σταθερή δουλειά, είναι δυνατό να παραμένουμε άφραγκοι, βρεθήκαμε, επιπλέον, στη δυσάρεστη θέση να γνωρίσουμε τις γειτονιές μας και τις πόλεις μας από την αρχή. Ανάμεσα σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα που τέθηκαν σε ακόμα εντονότερη αμφισβήτηση μέσα στα λεγόμενα χρόνια της κρίσης, ίσως αυτό που συζητήθηκε λιγότερο, ήταν το πόσο δραστικά περιορισμένες είναι οι δυνατότητές μας να συναντηθούμε, να αράξουμε, να περάσουμε όμορφα σε κάποιον δημόσιο χώρο, εφόσον δεν έχουμε λεφτά να βρεθούμε σε κάποιο μαγαζί. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη που έχω περάσει το μεγαλύτερο χρόνο της ζωής μου, ενδέχεται να υποφέρει από τη συγκεκριμένη παθογένεια σε μεγαλύτερο βαθμό κι από την Αθήνα. Πρόκειται για μία πόλη που το κέντρο της το διασχίζεις, αλλά δεν κάθεσαι, ούτε καν στα λιγοστά της σημεία που θέλουν να ονομάζονται πλατείες. Είναι επίσης μία πόλη για την οποία αναρωτιέσαι αν η ασφυκτική της φύση μπορεί να οριστεί επαρκώς από το ασύλληπτο νούμερο του 1,6 τετραγωνικού μέτρου πρασίνου ανά κάτοικο. Μπορούμε ίσως (;) να αντιληφθούμε την πραγματική έκταση του εξοβελισμού κάθε ανθρωπιάς από τη φυσιογνωμία της, μόνο αφού μελετήσουμε πόσα είναι π.χ. τα τραπεζοκαθίσματα που καταστρατηγούν ανενόχλητα τα πεζοδρόμια και τους ελάχιστους δημόσιούς της χώρους. Προσπαθώντας να σκεφτώ παραδείγματα, καταλήγω στο ότι ολόκληρη η πόλη ορίζεται από αυτά: Ο κενός τσιμεντένιος χώρος της πλατείας Αριστοτέλους, απομεινάρι των ονειρώξεων για μεγάλες κομματικές συγκεντρώσεις, από αυτές που δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουν, πλαισιωμένος από συστάδες ιδιωτικών κατασκευών φιλοξενίας τραπεζοκαθισμάτων.


Τα παρτέρια που ξηλώνονται εδώ κι εκεί, ώστε να μην αποτελούν, έστω και καταλάθος, χώρους για άραγμα.Τα Λαδάδικα, όπου διαπιστώνουμε ότι ακόμα και μία γειτονιά χωρίς αυτοκίνητα που φιλοξενεί χιλιάδες τραπεζοκαθίσματα, μπορεί να διαθέτει μόλις τέσσερα πέτρινα μαρμάρινα παγκάκια – αλοίμονο, αποκλεισμένα από ορδές τραπεζοκαθισμάτων και αυτά. Τα ελάχιστα τσιμεντένια παγκάκια της πλατείας Χρηματιστηρίου που μετατρέπονται και αυτά σε καθίσματα καφετεριών και μπαρ, χάρη στα μαξιλάρια που διαθέτει ο κάθε μαγαζάτορας της περιοχής: δημόσια παγκάκια που υποτίθεται ότι θα μας καλούσαν να χαρούμε το πολυδιαφημισμένο βιοκλιματικό έργο με τους ανεμιστήρες και τους πίδακες, για να επιβεβαιώσουμε τους διθύραμβους των τοπικών μέσων που δε φαίνονται να έχουν παρατηρήσει ότι δεν έχει την παραμικρή επίδραση στο μικροκλίμα. Διαπλατύνσεις πεζοδρομίων σε διάφορα σημεία του κέντρου, με μοναδικό όμως κριτήριο την αναβάθμιση παρακείμενων ακριβών καταστημάτων και χωρίς καμία προσθήκη πρασίνου, ή χώρων για κάθισμα, μην τύχει και την επαύριο ανοίξει κάποιο μπαρ και αξιώσει την κατάληψή τους. Η πλατεία Ελευθερίας, ένας χώρος μαρτυρίου για τη σβησμένη από τη φυσιογνωμία της πόλης εβραϊκή κοινότητα, ο οποίος παραμένει πάρκινγκ, κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμα. Ο πεζόδρομος της Καλαποθάκη, όπου η κατάληψή του από τραπεζοκαθίσματα φτάνει σε τέτοιο σημείο που όλοι γνωρίζουν ότι είναι ανώφελο να αποπειραθούν να τον διασχίσουν. Η πλατεία Εμπορίου, η χαρακτηριστικότερη ενσάρκωση του οράματος του δημάρχου Μπουτάρη για το δημόσιο χώρο: μία έκταση που διαμορφώθηκε χωρίς το παραμικρό κοινόχρηστο στοιχείο, αποκλειστικά για να αποτελέσει χώρο ανάπτυξης τραπεζοκαθισμάτων. Οι Ικτίνου & Ζεύξιδος, όπου πριν λίγα χρόνια παρακολουθήσαμε σκηνές μπανανίας, με τα ΜΑΤ να προχωρούν σε συλλήψεις κόσμου που άραζε πίνοντας μπύρες στα παρτέρια την ώρα που τα διπλανά μπαρ έμεναν άδεια, μια που κανείς δε φάνηκε να αντιτείνει ότι ο ρόλος των δυνάμεων καταστολής δεν είναι να κάνουν το οποιοδήποτε χατήρι του κάθε στεναχωρημένου μαγαζάτορα: αυτή τη στιγμή ολοκληρώνεται κι η ανάπλαση των δύο οδών,

με ξηλωμένα τα παρτέρια, φυσικά. Η νέα παραλία, ο μοναδικός ελεύθερος από ανάλογες παρεμβάσεις χώρος της πόλης, αποκομμένος από τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, ο οποίος αποτελεί με τη σειρά του έναν τεράστιο όγκο από τσιμέντο που τα καλοκαιρινά βράδια ακτινοβολεί ανελέητα όση θερμότητα απορροφά τη μέρα. Πρόκειται για έναν χώρο που προκαλεί σχεδόν δέος για το πώς, με δεδομένη την τεράστια έκτασή του, δεσπόζει ακόμα και σε αυτόν η ανεπάρκεια πρασίνου και χώρων για άραγμα. Ακόμα κι αυτός, ο εμβληματικός ανοιχτός χώρος της πόλης ουσιαστικά επιφυλάσσει σαν αποκλειστικό όρο χρήσης να τον ανεβοκατεβαίνουμε σα φυλακισμένοι σε προαυλισμό. Και ενίοτε απειλείται ακόμα και αυτός από τις φαντασιώσεις ενός δημάρχου που αδυνατεί να χωνέψει το ενδεχόμενο να υπάρχει ένα σημείο της πόλης που θα γλιτώσει από την εμμονή του για τραπεζοκαθίσματα παντού. Είναι αυτονόητο ότι αναλύοντας μόνο το κέντρο της πόλης και χωρίς να μιλήσουμε καν για περιοχές όπως η Τούμπα και οι δυτικές συνοικείες, δεν έχουμε αγγίξει παρά μόνο την επιφάνεια. Απέναντι στους νεοφιλελεύθερους οδυρμούς για την ανικανότητά μας να γίνουμε Ευρώπη, θα είχε κάποιο νόημα να αντιπαραβάλλουμε ότι οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις χαρακτηρίζονται τουλάχιστον, από κάποια στάνταρ σεβασμού στον πολίτη σχετικά με το δημόσιο χώρο και την ελευθερία ανάπτυξης δραστηριοτήτων σε αυτόν. Αυτά τα στάνταρ στην Ελλάδα είναι όχι μόνο σχεδόν ανύπαρκτα, αλλά οι οπαδοί του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού είναι αυτοί που θα τρέξουν πρώτοι να υπερασπιστούν την άκρατη καταστρατήγηση και εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να εξετάσουμε και τη δική μας ελλειμματική κουλτούρα διεκδίκησης του δημόσιου χώρου: να αναρωτηθούμε πόσα χρόνια μείναμε δέσμιοι μίας μικροαστικής αντίληψης που μας απέτρεπε από τη χρήση του, αφού η έξοδος και η κοινωνικοποίησή μας συνδέθηκε άρρηκτα με τα χρήματα που είμαστε σε θέση να ξοδέψουμε σε κάποιο καφέ, εστιατόριο, μπαρ.

9


10 → Η εντεινόμενη φτώχεια κι η επανανοηματοδότηση του δημόσιου χώρου από κοινωνικές ομάδες όπως πρόσφυγες και μετανάστες, έκαμψαν σε κάποιο βαθμό αυτή την αντίληψη, αλλά έλειψε η ανάλογη συζήτηση που θα μπορούσε να ορίσει ξανά το δημόσιο χώρο σαν πεδίο συστηματικής διεκδίκησης. Όσοι έχουν τριβή με κινηματικούς πολιτικούς χώρους, ασφαλώς μπορούν να θυμηθούν τις λίγες περιπτώσεις όπου κάτοικοι της Αθήνας εξεγέρθηκαν απέναντι σε σχέδια καταστρατήγησης δημόσιων χώρων ή μετέτρεψαν απειλούμενα πάρκα σε αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα. Αλλά παραμένει άξιο απορίας πώς ένα πολιτικό ζήτημα που επηρεάζει τόσο την καθημερινότητά μας όσο ο δημόσιος χώρος, συνεχίζει να είναι τόσο παραγνωρισμένο. Για παράδειγμα, μπορεί να παρακολουθεί κανείς στη Θεσσαλονίκη του 2018, να δρομολογούνται συμφωνίες για την αναβάθμιση των εκθεσιακών χώρων της Helexpo χωρίς να πυροδοτούνται αντιδράσεις στην κοινωνία των πολιτών, οι οποίες να απαιτούν διεξόδους από την ασφυκτική κατάσταση της πόλης. Η δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου - περιπατητικού μετώπου που να ενοποιεί το πεδίο του Άρεως, την (πρώην) Helexpo, τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ένα μέρος της πανεπιστημιούπολης και τον ανοιχτό χώρο που εκτείνεται ως την Άνω Πόλη, θα μπορούσε να αποτελεί μία διεκδίκηση-ανάσα που οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης θα ενστερνίζονταν με ενθουσιασμό. Αντί γι’αυτό, βλέπουμε εμπορικούς παράγοντες να κάνουν τους σχεδιασμούς τους ερήμην μας, καταστηματάρχες που αποθρασύνονται και απλώνουν τα τραπεζοκαθίσματά τους λίγο παραπάνω, μέρα με τη μέρα, έναν δήμαρχο που το μόνο που φαίνεται να τον συγκινεί είναι τα έσοδα από τις άδειες που χορηγεί σε καφέ και μπαρ, αποκαλώντας «ψυχοπαθείς» τους πολίτες που ανησυχούν για το δημόσιο χώρο. Για εμάς όμως, που θέλουμε να ζήσουμε σε περισσότερο ανθρώπινες πόλεις, για εμάς που μας φαίνεται αδιανόητο η δυνατότητα να περάσουμε όμορφα στον ελεύθερο χρόνο μας να εξαρτάται από το αν και πόσα χρήματα έχουμε να ξοδέψουμε, για εμάς που αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για ζωτικό χώρο, όπου η συνάντηση και η ζύμωση μεταξύ μας θα είναι εφικτή, είναι επιτακτικό να αναζητήσουμε τρόπους, να βάλουμε σε εφαρμογή την αντίληψη ότι ο δημόσιος χώρος αποτελεί κατεξοχήν πεδίο διεκδίκησης και πολιτικών αγώνων.


Δημήτρης Λάμπρης → instagram.com/dimlabris/

11


12 →

ΑΒΚ

ιστορίες & καταγραφές

Αριθμός Βιβλίου Κρατουμένου Khalida

Μ

ε το φουσκωτό του θανάτου, λέει η Κ. από την Αλγερία, ότι πέρασε μαζί με τα δυο παιδιά της στην Ελλάδα. Ήταν δασκάλα εκεί, τη χτυπούσε πού και πού ο άντρας της, αλλά άντεχε. Μέχρι που μια μέρα, έσπασε το χέρι του μικρού και σάπισε την ίδια στο ξύλο όταν πήγε να μπει στη μέση. Τον χώρισε, όταν βγήκε απ’ το νοσοκομείο, για να γλιτώσουν τα παιδιά. Δεν ήξερε, κι ακόμη δεν ξέρει, πως εκείνος είχε προλάβει να βιάσει τη 16χρονη κόρη τους. Μια υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ο μόνος άνθρωπος που θα ακούσει ποτέ αυτή τη διήγηση, ορκίστηκε η μικρή στον εαυτό της. Ο Α. περπατά στην Πατησίων και μιλά με τη μάνα του στο τηλέφωνο. Έχει να τη δει περίπου 10 χρόνια κι ήταν 15 χρονών όταν έφυγε απ’ το Αφγανιστάν. Λίγο αργότερα έφυγαν διαδοχικά τα άλλα δυο αδέρφια του, ένας για Ολλανδία, ένας για Γερμανία. Της λέει πως φέτος θα προσπαθήσει να γυρίσει το δίχως άλλο να τη δει, αν και το εισιτήριο είναι πολύ ακριβό, κι απ’ τη δουλειά του ως διερμηνέας δεν καταφέρνει να βάλει και πολλά στην άκρη. Καθώς περπατά, από τον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας ακούει ένα στίχο που τον κάνει να κλείσει βιαστικά το τηλέφωνο: «Αχ, αυτού μακριά που βρίσκεσαι, αυτού, γιε μου, στη Γερμανία, στον Καναδά, στην Αυστραλία/Ωχ, στείλε μου το κορμάκι σου, σε μια, γιε μου, φωτογραφία».

H G. ήταν υποψήφια σε ένα τοπικό ψηφοδέλτιο στο Τόγκο. Έφυγε σε μια νύχτα, όταν επιτέθηκαν πολιτικοί αντίπαλοι στο σπίτι της με μαχαίρια και όπλα. Όταν αρχίζει να μιλάει για το Τόγκο κλαίει. Λόγω ενός νομοθετικού και διοικητικού κενού, η αίτηση ασύλου της εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό για πάνω από δυο χρόνια, μαζί με άλλων 3.000 περίπου ανθρώπων. Κάποια στιγμή, ένας φάκελος με επιπλέον αποδεικτικά έγγραφα από τη χώρα της, έφτασε στο γραφείο. Τον είχε στείλει ένα φίλος της δημοσιογράφος, με τον οποίο κατάφερε να επικοινωνήσει μέσω φέησμπουκ. Ο φάκελος περιείχε ένα περίεργο φυλλάδιο, το οποίο μου πήρε ώρα να καταλάβω ότι ήταν το «πρόγραμμα» της κηδείας του πατέρα της, που είχε εντωμεταξύ πεθάνει «από την καρδιά του και τη στεναχώρια του», όπως έγραφε ο φίλος της. Όμως η G. δεν είχε πληροφορηθεί το θάνατο του πατέρα της κι έπεφτε σε μένα ο κλήρος. Όταν την αναζήτησα στον ξενώνα όπου έμενε επί ένα χρόνο, με πληροφόρησαν ότι αναγκάστηκαν να τη διώξουν γιατί άρχισε να πίνει και να πουλάει τα είδη πρώτης ανάγκης που τους μοίραζαν. Μετά από μέρες κατάφερα να την εντοπίσω. Ήταν στ’ αλήθεια σκιά του παλιού της εαυτού. Ακούμπησα το φάκελο με όλα τα έγγραφα πάνω στο γραφείο και τον έσπρωξα σιγά σιγά προς το μέρος της. Έμεινα εκεί να την κοιτάζω να κλαίει. Σπουδή για το πώς σπάει ένας άνθρωπος.


Δάσκαλος ήθελε να γίνει ο Μ. κι είχε αρχίσει να σπουδάζει στη Δαμασκό. Στο κρατητήριο του Α.Τ Ακρόπολης που τον συνάντησα, μου έκανε εντύπωση το ότι κρατούσε ένα τετράδιο κι ένα στυλό στο χέρι. Ενώ του μιλούσα, κάθε τόσο διέκοπτε τη διερμηνέα και μου ζητούσε να επαναλάβω στα ελληνικά για να γράψει την ηχητική απόδοση της τάδε και της δείνα λέξης. Στο τέλος είπε ευχαριστώ και είπα σούκραν. Όταν πέθανε η μητέρα του Σ, δεν υπήρχε πια κανένα μέλος της οικογένειάς του που να αποδέχεται την ομοφυλοφιλία του.

Ο θείος του τον ξυλοφόρτωσε και τον έδιωξε από το σπίτι που του άφησε η μάνα του στην Αλεξάνδρεια. Άφησε την δουλειά του ως τεχνικός Η/Υ και βρέθηκε να δουλεύει σε εργοστάσιο με παπούτσια στην Τουρκία κι από εκεί στην Αμυγδαλέζα, να τσακώνεται με τον Τσετσένο ιμάμη επειδή είναι άθεος και με τους συμπατριώτες του επειδή βγαίνει από το μπάνιο φορώντας μόνο το βρακί. Έχει το πιο γλυκόπικρο χαμόγελο που έχω δει σε κρατούμενο, ειδικά όταν περιγράφει τα περασμένα και καθόλου ξεχασμένα του.

Γιάννης Νικολόπουλος → www.johnnikolopoulos.com

13


14 →

Άνοιξη στο Λονδίνο

perspectives

Μια μικρή ιστορία για την ναυτία της υπερσύνδεσης Ναταλία Δαμίγου Παπώτη

Η

κομβική στιγμή για την Χιλιανή Μαρία Μπασούρα ήταν όταν, καθηλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου μερικά χρόνια πριν, λόγω ενός σοβαρού χτυπήματος στον ώμο, ανακάλυψε το βιβλίο «Zoologicos Humanos» των Baez και Mason και μαζί με αυτό την φρικώδη ιστορία των ανθρώπινων ζωολογικών κήπων: στα τέλη του 19ου αιώνα, μέλη δεκάδων φυλών που θεωρούνταν «πρωτόγονες» απήχθησαν από ευρωπαίους αποίκους και περιφέρονταν ως αξιοθέατα στην πολιτισμένη ήπειρο. Οι λευκοί τους κοίταζαν με ένα μείγμα απέχθειας και περιέργειας, χωρίς να είναι σίγουροι αν πρόκειται για ανθρώπους ή πιθήκους. Ανάμεσα σε αυτούς, πολλοί από την ιθαγενή φυλή Μαπούτσε που κατοικούσε στην νότια και κεντρική Χιλή. Σοκαρισμένη τόσο από την ίδια την πληροφορία, όσο και από το ότι έως τότε την αγνοούσε, η Μαρία Μπασούρα αποφάσισε να γυρίσει το βίντεο που έκτοτε έγινε το πρώτο της σειράς “Fuck the fascism”. Επισκέφθηκε το άγαλμα του Carl Hagenbeck στο Αμβούργο, του άντρα που εν πολλοίς επινόησε την ιδέα των ζωολογικών κήπων –στην αρχική εκδοχή της οποίας συμπεριλαμβάνονταν και άνθρωποι μαζί με τα ζώα– και το βανδάλισε ποικιλοτρόπως, κατουρώντας το, ξερνώντας στη βάση του, βιάζοντάς το με ένα στραπόν. Το βίντεο είναι το αναρχοπάνκ στα καλύτερά του: διαυγές όπως αναρχικό και

σωματικό όπως πανκ. Ένα σύντομο οπτικοακουστικό μανιφέστο χωρίς τις αγκυλώσεις της σοβαροφάνειας ή την έλλειψη ηδονής της κακής θεωρίας και βαθιά πολιτικό, οργισμένο με όλες τις αφηγήσεις που κληρονομήσαμε, με όλη τη βία που διδαχθήκαμε να αγνοούμε. Το κορμί της Μπασούρα είναι αναπολογητικό· όχι σέξι για το βλέμμα του κοινού, αλλά σεξουαλικό και τιμωρητικό και έκφυλο. Σου θύμισε την επανάσταση όπως την φανταζόσουν αρκετά χρόνια πριν, όταν ανακάλυπτες όλες αυτές τις συνδέσεις που παλιά δεν έβλεπες, όταν η πρώιμη νεότητα σε έκανε να θεωρείς τη σεξουαλικότητα ως κάτι εγγενώς επαναστατικό σε κάθε περίπτωση και την γενικευμένη οργιαστικότητα ως αναπόφευκτη συνιστώσα κάθε ριζοσπαστικής πολιτικής. Τότε που δεν μπορούσες να διανοηθείς ότι οι άνθρωποι με τους οποίους σας ένωναν κοινές απόψεις για τόσα ζητήματα, θα απαιτούσαν από σένα να υπάρχεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο –συμμορφωμένο– αν ήθελες να παρίστασαι στις συνελεύσεις και τις συζητήσεις τους, και δε θα σου συγχωρούσαν ποτέ το να εμφανιστείς ασυνόδευτη –το να είσαι εκεί, απλώς γιατί ήθελες να είσαι εκεί. Οι ριζοσπάστες, που όχι απλώς δεν σε έπαιρναν στα σοβαρά αν δεν τηρούσες το άρρητο και πάντα σεμνό ντρες κόουντ, αλλά που δεν ήξεραν πώς να σχετιστούν με μια γυναίκα που δεν τους γούσταρε και δεν τους θαύμαζε.


Πολύ πριν από όλες αυτές τις μικροματαιώσεις, όμως, κάπως έτσι φανταζόσουν την επανάσταση, ακουμπώντας το κεφάλι σου στα τρεμάμενα τζάμια των λεωφορείων της Θεσσαλονίκης μέσα στα οποία περνούσες άπειρες ώρες· να υπάρχεις με αυτόν τον τρόπο, να είσαι όσα αναγνωρίζεις στο σώμα της Μαρία Μπασούρα. Γι’ αυτό όταν θα την παρακολουθήσεις να παρουσιάζει τα βίντεό της σε ένα φεστιβάλ πορνό, χρόνια μετά και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από κάθε πλαίσιο πολιτικοποίησης στο οποίο έχεις ποτέ βρεθεί, θα πεις ναι χωρίς να το σκεφτείς πολύ, εννοείται πως θα πας στη συνάντηση αμέσως μετά για να κανονίσετε το γύρισμα ενός αντίστοιχου επεισοδίου την επόμενη μέρα στο Λονδίνο, και έτσι θα μαζευτείτε σε ένα πάρκο, μία από τις πρώτες μέρες ανοιξιάτικου ήλιου, όλοι θα κάθονται στο θλιβερό γρασίδι, οικογένειες και έφηβοι με σκέιτμπορντ και μαλακιστήρια αγόρια εικοσιπέντε χρονών χωρίς μπλούζες, και εσύ θα είσαι στην παρέα που πάντα θα ζήλευες –και κάποιες φορές θα κορόϊδευες, ξέρεις πια ότι αυτά είναι συχνά συμπληρωματικά– αν έβλεπες από μακριά. Ένα ακατανόητο μείγμα ανθρώπων με ασυνάρτητα ρούχα που χαμογελάνε πολύ και μιλάνε με ενθουσιασμό και είναι από την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Χιλή, την Ισπανία και εκείνη η κοπέλα που είναι Ιρλανδοβολιβιανή και την κοιτάς συνέχεια σαν σκύλος, που μυρίζει άλλο σκυλί και ούτε ο ίδιος δεν ξέρει τι θέλει να κάνει, κι εσύ θα είσαι πια μια μορφή που θα άρεσε σε κάποιον παλιό εαυτό σου, αν την έβλεπε από μακριά. Θα λέτε για τη Μαριέλε Φράνκο που έπεσε νεκρή ακριβώς ένα μήνα πριν και θα ανατριχιάσεις ολόκληρη και μόνο που θα ακούσεις το όνομά της. Όλα θα σου φαίνονται τόσο κρίσιμα και μεγάλα, όμως πια δεν θα έχεις την υπερβολική αισιοδοξία που είχες στα δεκαεννιά για το τι μπορείς να κάνεις και πόσο θα είναι όντως αυτό πολιτικά σημαντικό (και δεν έχεις και τίποτα που να την έχει στο μεταξύ αντικαταστήσει) αλλά ναι, σκέφτεσαι πως σε κάθε περίπτωση θα συμμετάσχεις στο γύρισμα την επόμενη μέρα, και συζητάτε, καθώς μοιράζεστε απαίσια πατατάκια και ανησυχητικά φτηνά σάντουιτς, ότι ο Τσώρτσιλ ήταν τόσο μεγάλο καθίκι, πρέπει να γυρίσετε ένα βίντεο με τον Τσώρτσιλ και την βρετανική σημαία, το σύμβολο αυτής

της βίας που απλώθηκε σε όλο τον κόσμο, που κατέσφαξε και βίασε και εξαφάνισε ανθρώπους τόσο μακριά από το μέρος που γεννήθηκες, αλλά τόσο αναπόφευκτα συνδεδεμένους με σένα, γιατί ξέρεις -από χρόνια- πόσο όλα είναι συνδεδεμένα, πόσο ποτέ δεν είσαι μόνο αυτό που νομίζεις ότι είσαι, αόρατες κλωστές σε συνδέουν με άλλους τόπους και άλλους χρόνους, συγχρονικά και διαχρονικά που λέγατε και στο πανεπιστήμιο και θα ξέρεις πια ότι είσαι ασήμαντη όπως είναι όλοι, ότι θα εξαφανιστείς πριν το καταλάβεις, άλλοι θα πάρουν σειρά, θα ονειρεύονται επαναστάσεις και θα ανακαλύπτουν απολαύσεις και απωθημένες επιθυμίες κάθε άνοιξη, και το πολύ–πολύ να σε θυμούνται μερικοί άνθρωποι, ίσως –μακάρι– στην καλύτερη των περιπτώσεων να διαβάσει κάποια κοπέλα κάποια στιγμή κάτι που έγραψες και να χαμογελάσει –με το γνωστό χαμόγελο της υπαρξιακής αναγνώρισης που χαρίζουνε τα κείμενα– μέσα σε ένα γεμάτο λεωφορείο καθώς η κούραση θα κυριεύει το σώμα της που είναι τόσο νέο –εκείνη φυσικά δεν θα το ξέρει ακόμα– και μακάρι, μακάρι να ζει σε έναν κόσμο λίγο ελαφρύτερο από αυτόν που μεγάλωσες εσύ, αλλά σε κάθε περίπτωση το μόνο βέβαιο είναι πως όλα θα συνεχίσουνε, δεν θα τελειώσει ο κόσμος επειδή θα τελειώσουμε εμείς. Στο μεταξύ όλα μοιάζουν να χειροτερεύουν κάθε χρόνο, σε όλα τα πιθανά μέτωπα, κι αυτό σε κάνει να νιώθεις ακόμα πιο αδύναμη, οπότε το ίδιο απόγευμα όταν πια είσαι σπίτι θα πεις άει στο διάολο, βανδαλισμός και πορνό, ναι σε όλα, θα πεθάνουμε χωρίς να τολμήσουμε να κάνουμε ούτε τα μισά από αυτά που θέλουμε, γιατί οι αλυσίδες των χωριών, στα οποία μεγάλωσαν οι μισοί παππούδες μας, φτάνουν αναπόφευκτα μέχρι τους αστραγάλους μας, οπότε ναι σε όλα, αύριο στο γύρισμα της περίεργης ομάδας σας θα κάνεις ό,τι χρειαστεί, θα εγγράψεις τον εαυτό σου σε ένα κείμενο –να το πάλι το πανεπιστήμιο– το οποίο θα σε ενθουσίαζε αν το έβλεπες από τη θέση του κοινού, και ίσως η τωρινή εκδοχή του εαυτού σου ζήσει παραπάνω από σένα στα πίξελ ενός βίντεο, ίσως ταξιδέψει πιο πολύ από σένα, ίσως και όχι αλλά δεν έχει σημασία. Όλα αυτά θα σκέφτεσαι το απόγευμα στο μικρό δωμάτιο που νοικιάζεις νιώθοντας όπως κάθε μέρα το

15


16 → βάρος όλου του κόσμου πάνω σου, και ανοίγοντας υπολογιστή θα δεις ότι βομβαρδίστηκε η Συρία, βομβαρδίστηκε από αυτό που αποκαλούμε Δύση, με τη συμμετοχή της χώρας στην οποία βρίσκεσαι, ναι θα σκεφτείς, θα κατουρήσεις την επόμενη μέρα στη μούρη του Τσώρτσιλ και σε όλη την ιστορία που συνεχίζεται, σε όλες τις τραγωδίες που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο κάθε στιγμή, ενώ εμείς κατουράμε στα μπάνια μας μέσα στη γαλήνια ησυχία τους νομίζοντας πως έχουμε ειρήνη, είναι τρομακτικό πως όλα γίνονται ταυτόχρονα και πως τίποτα δεν σταματάει· θα ακούς Coachella όταν θα διαβάσεις για τη Συρία, Coachella live, εκατοντάδες χιλιάδες άτομα νομίζουν πως είναι σε μια έρημο στην Καλιφόρνια, αλλά είναι απλώς σε ένα γιγάντιο πλέγμα κεφαλαίου που τους τρώει τη ζωή εκτός από τα λεφτά, και θα είναι όλοι τους μέσα στο δωμάτιό σου, οι φωνές τους όταν κραυγάζουνε για τη Tash Sultana θα ακούγονται μαζί με το βίντεο των βομβαρδισμών στη Συρία και με τις σταγόνες που πέφτουν στο πάτωμα από το υγρό σφουγγάρι με το οποίο έκανες μπάνιο, όλα μαζί ταυτόχρονα. Η ιστορία δεν σταματάει και αυτό σε παραλύει, οπότε ναι, θα σκεφτείς, επιβάλλεται να ξεπεράσεις όλες τις μικροαναστολές σου και να συμμετάσχεις την επόμενη μέρα στο γύρισμα μαζί με ανθρώπους τους οποίους δεν ξέρεις καλά καλά κι ας εμπιστεύεσαι ήδη, όλοι θα πεθάνουμε αργά ή γρήγορα και δεν θα μείνει τίποτα ούτως ή άλλως, και θα ανοίξεις το τσατ με τη μάνα σου και η φωνή της που έρχεται από τα ηχογραφημένα μηνύματα τα οποία έχει πρόσφατα ανακαλύψει θα μπλεχτεί με της Tash Sultana –τι Θεσσαλονίκη τι Καλιφόρνια, ίδιο χρόνο κάνει να φτάσει ο ήχος– και θα την ακούσεις να σου λέει πως πέθανε ο θείος Γιάννης την Παρασκευή το βράδυ ενώ κοιμόταν και χώνευε την πίτσα που είχε φάει, όχι λοιπόν, δεν είναι ακριβές πως θα πεθάνουμε όλοι αργά ή γρήγορα, κάποιοι πεθαίνουν ήδη, εξαφανίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη, κι εσύ για κάποιο λόγο θα πάρεις εξαιρετικά βαριά το ότι είσαι τόσο μακριά και δεν μπορείς να πας στην κηδεία, θα το πάρεις βαριά μάλλον γιατί δεν μπορείς να πας επειδή δεν έχεις λεφτά και όχι επειδή είσαι μακριά, και ομολογουμένως ποτέ δεν θα πίστευες πως θα έρθει μια μέρα που το αν θα μπορείς ή όχι να πας σε μια

κηδεία – κηδεία – θα εξαρτάται από το αν έχεις λεφτά· αλλά αν εσύ δεν μπορείς να πληρώσεις εισιτήριο Λονδίνο-Αθήνα η γιαγιά σου μπορεί ακόμα να πληρώσει Θεσσαλονίκη-Αθήνα, συνεχίζει η φωνή της μάνας σου, οπότε θα κατέβει αύριο για την κηδεία και θα είναι λέει η πρώτη φορά που θα μπει σε αεροπλάνο μετά από σαράντα χρόνια, και όταν το ακούς αυτό η αίσθηση της κυκλικότητας που κρέμεται συνέχεια παραλυτική πάνω από το κεφάλι σου, στο μικρό δωμάτιο που νοίκιασες μερικούς μήνες πριν, πασχίζοντας να διαχειριστείς τον χρόνο που εξαφανίζεται, σε αποτελειώνει ολοκληρωτικά –ναυτία, το χαλί γίνεται ένα με την ταπετσαρία και δεν υπάρχουν πια ευθείες παρά μόνο καμπυλότητες– πριν καν μάθεις ότι η τελευταία φορά που η γιαγιά σου έκανε αυτό το ίδιο ταξίδι, Θεσσαλονίκη-Αθήνα με αεροπλάνο, ήταν σαράντα χρόνια πριν, για την κηδεία του πατέρα του θείου που πέθανε χτες. Η επόμενη μέρα θα ξημερώσει λαμπρή και ηλιόλουστη σαν την πρώτη μέρα της άνοιξης. Κυριακή. Θα φορέσεις ένα παλτό σχετικά μακρύ, αλλά στο μετρό όλοι θα κοιτάνε το καλσόν και τις μπότες σου και το βάψιμό σου. Απορείς, στο μετρό του Λονδίνου οι άνθρωποι συνήθως δεν κοιτάνε καν ο ένας τον άλλο και αυτό είναι που το κάνει μαγικό σαν όνειρο αλλά είναι Κυριακή, οπότε ο κόσμος είναι γεμάτος οικογένειες με παιδιά, που μοιάζουνε χαρούμενες και ασφαλείς και πιστεύουν πως έχουμε ειρήνη. Εσένα σήμερα είναι πάλι το μυαλό σου σφαιρικό σαν την υδρόγειο, σκέφτεσαι καθώς πλησιάζεις την Parliament Square, όπου έχετε το ραντεβού για το γύρισμα, ενώ οι άνθρωποι συνεχίζουν να σου ρίχνουν περίεργα βλέμματα. Θυμάσαι ξαφνικά το συναίσθημα, να πλησιάζεις σε πορεία που θεωρείς εξαιρετικά σημαντική, εκείνον τον συνδυασμό ασφυξίας και συνενοχής, απέραντο θυμό για τον κόσμο που πώς γίνεται να μην βλέπει και προσποιείται πως όλα συνεχίζουν κανονικά, και άγρια ανυπόμονη χαρά, καθώς διασχίζεις τους δρόμους μιας πόλης που νιώθεις για λίγο πως ανήκει σε σένα μόνο, γιατί εσύ ξέρεις, ξέρεις πολύ καλά, πως αυτό που οι άλλοι θεωρούν ευχάριστο ανοιξιάτικο αεράκι είναι στην πραγματικότητα το χάδι της ιστορίας πάνω στο δέρμα σου, ξέρεις πως δεν υπάρχει εδώ και τώρα, ο κόσμος είναι τεράστιος και συνδεδεμένος και άδικος


και το σώμα σου τρέμει από την υπερένταση, μη μπορώντας να χωρέσει το μέγεθος αυτής της σύνδεσης και την ευθύνη που συνεπάγεται. Ο ζεστός ανοιξιάτικος αέρας μπαίνει στις τρύπες του καλσόν σου με κάθε σου βήμα. Αναρωτιέσαι τι να κάνουν οι άνθρωποι στην Καλιφόρνια, είναι περίπου πέντε το πρωί εκεί· σκέφτεσαι πόσοι να ξερνάνε αυτή τη στιγμή και αν είναι άραγε πιο πολλοί από όσους ξέρασαν μέσα στο μετρό του Λονδίνου το χτεσινό Σαββατόβραδο. Υπολογίζεις ότι η Συρία βομβαρδίστηκε ένα δυωράκι πριν παίξει η St. Vincent στην Coachella, πόσοι άνθρωποι να ντύνονταν και να βάφονταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πόσα κινητά να φωτογράφιζαν το ίδιο δευτερόλεπτο που έπεφταν οι βόμβες. Φτάνεις στην Parliament Square. Συνειδητοποιείς ότι τα δώδεκα αγάλματά της -«πολιτικοί και επιφανείς προσωπικότητες»– συνοψίζουν κατά μία έννοια όλα όσα θεωρείς πως είναι λάθος. Ψάχνεις το άγαλμα του Τσώρτσιλ. Έχεις ακόμα ταχυπαλμία από την πύκνωση του χωροχρόνου καθώς ανοίγεις το δρόμο ανάμεσα σε παιδάκια τουριστών, που ελπίζεις πως δεν θα γίνουν σαν τους γονείς τους. Από μακριά αναγνωρίζεις τα κόκκινα μαλλιά της Μπασούρα και τα τεράστια γένια του Χόρχε και επιταχύνεις χαρούμενη να τους πλησιάσεις, κάτω από τη σκιά του καθάρματος. Πόσο μακριά γεννηθήκατε, σκέφτεσαι, και πόσο δεν έχει σημασία που σχεδόν δεν γνωρίζεστε καν –ακόμα. Σου φτάνει που χαίρεστε και εξοργίζεστε με τα ίδια πράγματα και που η συνύπαρξη με τα σώματά τους κάνει τη ναυτία της υπερσύνδεσης να καταλαγιάζει για λίγο. Τους φτάνεις. Αγκαλιάζεστε και τα μάτια σας λάμπουν και γελάνε συνωμοτικά. Προσγειώνεσαι επιτέλους στο παρόν, για όσο, στο Λονδίνο της Κυριακής 15 Απριλίου του 2018. Στην Coachella λογικά θα παίζει η Cardi B. Για κάποιο λόγο θυμάσαι το Sense8. Δύο από τα παιδάκια των τουριστών σας κοιτάνε σαν υπνωτισμένα.

17


18 →

Μαριάνα Μπίστη → www.marianabisti.com


Μαριάνα Μπίστη → www.marianabisti.com

19


Η εργατική τάξη πάει διακοπές

εργασία

20 →

Χρήστος Σύλλας

Β

εβαίως, η εργατική τάξη αφού αποταμιεύσει τα δυο τρία ψίχουλα που μάζεψε μετά από μπόλικη εντατικοποίηση εργασίας στην μητρόπολη ή αφού ρίξει τα μικροαστικά μουτράκια της για να δεχτεί φίλιες οικονομικές ενέσεις αλληλεγγύης, μπορεί απενοχοποιημένα πια να αναφωνήσει ένα πρωινό του Αυγούστου: «θέλω εκείνη την ομελέτα που τρώνε εκείνοι, γαμάτη φαίνεται, παραγγέλνω ε;». Όσοι δουλεύουμε στον επισιτισμό και την εστίαση, παίρνουμε τους πόνους στα πόδια και τη μέση, στο μυαλό και την ψυχή και με οδηγό την τσακισμένη επιθυμητική μηχανή μας, κοιμόμαστε στη διαδρομή ενός πλοίου, που θα μας βγάλει σ’ ένα νησάκι. Νησάκι ναι, αυτόν τον λατρεμένο χωροχρόνο που μας χαρίζει ο ελληνικός καπιταλισμός -για να προετοιμαστούμε για άλλο ένα ταξικό you only live once- συναντώντας πάλι, εκεί, την κοινωνική σάρκα μας, άλλες σερβιτόρες, -ους που έχουν πάει για «σεζόν». Να γελιέστε, τα αφεντικά σ’ αυτό ή το άλλο διαμάντι του Αιγαίου είναι πιο «ανθρώπινα» από την Αθήνα, είναι «οικογενειακές» επιχειρήσεις με ένα εναλλακτικό, χαλαρο-φιλικό προφίλ απέναντι στους πελάτες. Το ταβερνάκι είναι «της Έφης» ή «του Γιώργου» (αν δεν λέγεται remezzo ας πούμε) και είναι established από παλιά στο νησί, έχει πολύ ωραία πράγματα, τοπικά και φρέσκα, σέβεται την κούραση και την διασκέδαση των πρωτευουσιάνων πελατών μ’ ένα μοναδικό τρόπο θέρμης, χαμόγελου και δουλικότητας - με λίγα λόγια «είμαστε όλοι μια παρέα».

Κι όμως! να μια φιγούρα ενώπιον της οποίας, η ιερή και ενοποιητική λειτουργία αυτού του φρούτου της «παρέας» δεν φτουράει. Ο Α. έχει έναν οικείο κυνισμό στο πρόσωπό του, καθώς τρέχει να προλάβει όλο το customer yolo, που έχει προσαρμοστεί στον εναλλακτισμό του νησιού μαζί με τον αντίστοιχο υπαρξιακό αιθέρα. Ωστόσο, δεν λείπουν οι στιγμές που ξεκλέβει ανάμεσα σε καφέδες, ομελέτες και σπιτικές πιτούλες για να κάνει ένα τσιγάρο, να πει καμιά μαλακία, να πειράξει κανέναν πελάτη και να γκρινιάξει για τον εργοδότη του, που επειδή «καιγόταν», τον έφερε άρον άρον από την Αθήνα να δουλέψει ενάμιση μήνα χωρίς ρεπό και χωρίς ένσημα - πάντα όμως σ’ ένα γλυκό, ανεκτίμητο οικογενειακό context. Δώρο η αξεπέραστη θέα του Αιγαίου που, πως να το κάνουμε, σκλαβώνει τον οπτικοακουστικό συναισθηματισμό του Α., έτσι όπως σφαγιάστηκε στο καυτό, εξωτικό Μεταξουργείο. Είναι ένα από τα εργοδοτικά δώρα της καλοκαιρινής σεζόν, που ακόμη κι οι πελάτες ζηλεύουν: «αχ, ποιος τη χάρη σου με τέτοια θέα, να δούλευα κι εγώ εδώ...». Άτιμη τριτογενοποίηση, που μας έφερες αντιμέτωπους με την ίδια μας την σάρκα και μπερδεύεις τα αμιγώς συναισθηματικά με τα αμιγώς διανοητικά μας εργαλεία. Εμείς βρισκόμαστε εδώ ως πελάτες, με προοπτικές chill & lounge, έχουμε βάλει σε λειτουργία το καταναλωτικό τσιπάκι που ελέγχει την ταχύτητα λήψης παραγγελίας και την συνεπή εκτέλεσή της.


Είμαστε στο κέντρο της σκληρής αλλά πραγματικής ανάλυσης: «οι πελάτες ως αφεντικά» (και τι πελάτες, με σαγιονάρες, μαγιώ και όνειρα). Η γνωριμία μας με τον Α. φέρει αναπόφευκτα την στάμπα από την καπιταλιστική σχέση του τριτογενή τομέα: η κάθε επιθυμία μας ως πελάτες παραθεριστές βρίσκεται σε ζώνη υψηλής διαθεσιμότητας και πραγματοποίησης - αλλά οποιαδήποτε άρνηση εργασίας του «μπορεί να μετατραπεί σε εμφύλιο ενδοεργατικό πόλεμο» μας λένε οι γκουρού. Κοινώς, μπορεί να μας λούσει με μια εντός των «επιτρεπόμενων» ορίων γκρινίτσα. Αλλά τι συμβαίνει όταν αυτο-αναγνωριζόμαστε με τον κάθε Α. σ’ αυτήν την οργανωμένη και διαμεσολαβημένη καπιταλιστική σχέση; Δεν «θολώνει» καμιά φορά το δίπολο πελάτης-σερβιτόρος; Μήπως καμιά φορά νιώθουμε ότι είμαστε μπροστά σε μοριακές στιγμές ταξικής αυτοσυνειδησίας ή, για να αφήσουμε την μαρξιστική παραζάλη, δεν είναι πολύ όμορφη η συν-αίσθηση ότι δεν είμαστε μονάχοι μας στα κάτεργα που μας αποκλείουν και μας αποσυνδέουν;

Δεν απαιτούμε από τον Α. να είναι «σφαίρα», γιατί και σ’ εμάς δεν αρέσει να αισθανόμαστε δουλικά αυτόματα: έχουμε υπομονή, απλώνουμε τα κουλά μας για να σερβιριστούμε και όσο το δυνατόν συγκεντρώνουμε και δίνουμε τις παραγγελίες μας για να μην τον τρέχουμε πάνω-κάτω. Αναγνωρίζουμε ότι η «καλή συμπεριφορά» πάνω στη δουλειά είναι καταρχήν μια προσποίηση στο αφεντικό που παραφυλάει, είτε με τη φυσική του παρουσία, είτε μέσω ενός ιστορικού παραγγελιών που κρατούν διάφοροι ηλεκτρονικοί ρουφιάνοι (pda κλπ). Γνωρίζοντας λοιπόν ότι η διάθεση είναι a priori αρνητική απέναντι στη δουλειά, δεν μας διαφεύγει ότι το υποκειμενικό ή συγκυριακό κέφι «εμφανίζεται», κυρίως για να παλευτεί η βάρδια, για να γλυκάνουν λίγο οι πόνοι στο σώμα και για να φρεναριστεί κάπως η σωματική αποκτήνωση. Αφήστε που, τέτοιες κατανοήσεις και «συνεργασίες» μπορεί κάποτε να οδηγήσουν σε ευπρόσδεκτα «ψαλίδια» στους λογαριασμούς, σε μικρά και χαριτωμένα κερασματάκια που και ανάγκη έχουμε, και μάς δίνουν μια γλυκιά αίσθηση απαλλοτρίωσης των αφεντικίσιων κερδών. Οι παραπάνω θερινές ανησυχίες/διαπιστώσεις έγιναν αμοιβαία κατανοητές τόσο από εμάς όσο και από τον υπέροχο Α. Η ταξική αυτο-αναγνώριση που οδήγησε στο συγκεκριμένο πλαίσιο επικοινωνίας δεν έγινε μόνο από την (χαλαρή και «ασφαλή») πλευρά του πελάτη/καταναλωτή αλλά και από την πλευρά του εργαζόμενου. Υπήρχε δηλαδή μια επιμέρους υποκειμενοποίηση που αρνήθηκε την γενικότερη, κανονιστική σκληρότητα της καπιταλιστικής διαμεσολάβησης: αυτής που οδηγεί (λογικά) την εργατική τάξη να αντικειμενοποιεί την «εξυπηρέτησή» της στον ίδιο της τον εαυτό, με ύφος πολλές φορές επιθετικό, με προσεγγίσεις τύπου «εξυπηρετώ τα σκατά μου», με συμπεριφορές συγκρουσιακές και ανταγωνιστικές, που, τελικά (υπό το βλέμμα των αφεντικών) μόνο «διορθώσεις» και «παρατηρήσεις» μπορεί να προκαλέσει. Κανέναν δεν έβλαψε ο προλεταριακός (αυτο)σεβασμός και αλληλοκατανόηση - αντιθέτως, κάνει την ζωή μας πιο υποφερτή, διόλου αμελητέο ε;.

21


22 →

13 Σημειώσεις πένθους // Αποκάλυψη Βασιλική Λαζαρίδου

Α

υτό το κείμενο έχει την μορφή σημειώσεων και προκύπτει από παρατηρήσεις και σκέψεις κατά την περίοδο των τριάντα ημερών που μεσολάβησαν από την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου έως και το γράψιμό του. Είναι πολύ πιθανό οι συνδέσεις ανάμεσα στις σημειώσεις να μοιάζουν αυθαίρετες και μη-λογικές για το άτομο που διαβάζει, ωστόσο θεωρώ σημαντικό το γεγονός συνύπαρξής τους εντός ενός ενιαίου κειμενικού σώματος, κάτω από έναν τίτλο, μιας και είναι προϊόντα της πολύ συγκεκριμένης συναισθηματικής, σωματικής και διανοητικής κατάστασης που προέκυψε ακολουθώντας το συμβάν. 1. Ζω στην Αθήνα εδώ και περίπου τρία χρόνια. Τρία ή τέσσερα, πάντα ξεχνάω και ρωτάω την φίλη μου την Χαρίνα που θυμάται καλύτερα. Είμαι από την Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, μια περιοχή στις δυτικές συνοικίες της πόλης, γνωστή για το εκατό χρονών Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, την μονή Λαζαριστών, την οδό Λαγκαδά, το πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά, τα καπνομάγαζα και τα ναρκωτικά. Οι δυτικές συνοικίες είναι ένα σύμπλεγμα μεγάλων περιοχών που διαπλέκονται στα σύνορά τους. Η Σταυρούπολη συνδέεται με το Βαρδάρι μέσω της οδού Λαγκαδά που καταλήγει στην Εγνατία. Το Βαρδάρι είχε παλιά πούστηδες, πουτάνες, πρεζάκια, φαντάρους, φοιτητές, έμπορες, ζωγράφους και ποιητές. Τώρα έχει πάλι απ’ όλα αυτά αλλά με περασμένα από πάνω τους σαράντα χρόνια ελληνικότητας και καπιταλισμού. Αυτό πάει να πει, έχει καταρρέουσες πολυκατοικίες με δέκα πατώματα που θέλησαν να μοιάζουν ουρανοξύστες, έχει μεταφραστικά γραφεία για μετανάστες και ξεπεσμένα ινστιτούτα αδυνατίσματος με ρυπαρές μοκέτες και νεαρές κράχτισσες με ταμπεραμέντο, έχει κινέζους που στοιβάζουν χαρτόκουτα σε βανάκια (πόσες κούτες να χωράν σε οχτώ κυβικά;!), έχει φασίστες, έχει τα Δικαστήρια και το TS-14, έχει μια αγέλη ντόπιων σκύλων και πολλές δημόσιες υπηρεσίες.

2. Το Βαρδάρι είναι η Ομόνοια της Θεσσαλονίκης, αν η Ομόνοια δεν ήταν ποτέ το καμάρι του κλεινόντος άστεως κι αν η Αθήνα δεν ήταν φαντασιακά Ευρώπη κι αν η Θεσσαλονίκη είχε αποτινάξει, έστω φαντασιακά, την βαριά οθωμανική κληρονομιά που κουβαλάει ντροπιασμένα. 3. Στην Ομόνοια, στις 21 Σεπτεμβρίου, μέρα μεσημέρι, δολοφονήθηκε βίαια ο Ζακ απ’ τους Δημόπουλο και Χορταριά, με την συνεργία μπάτσων και περαστικών. Ο Ζακ ήταν μόνος του κι αυτοί που τον σκότωσαν ήταν μαζί απέναντί του. Κι αν δεν ήταν μαζί από πριν, έγιναν μαζί, επειδή ήταν απέναντί του. Αυτό το απέναντι το ξέρω καλά, το ‘χω δει να με κοιτάει με αηδία κάθε μέρα στα λεωφορεία, στο μετρό, στην δουλειά, στο σούπερ μάρκετ, στο περίπτερο, στα ΚΕΠ, στα μπαρ ή όταν γυρνάω σκουπίδι από drugs και ξενύχτι. 4. Τις περισσότερες φορές προσπαθούμε να μην είμαστε μόνες μας αλλά φυσικά αυτό δεν πετυχαίνει πάντα. Είναι μια τεράστια σπατάλη ενέργειας να προσέχεις κάθε δευτερόλεπτο. Είναι ένας γιγαντιαίος παραλογισμός να ζητάς από τον εαυτό σου, απ’ την αδερφή σου, απ’ τις φίλες σου κι από άγνωστες που σου θυμίζουν


αφηγήσεις

εσένα να είναι συνεχώς σε επιφυλακή ώστε να προλάβουν να μην πάθουν κάτι. «Δε λέω να φοβάσαι! Απλά να προσέχεις». Μαθαίνουμε να προσέχουμε πριν μάθουμε καλά καλά να ζούμε, και το κάνουμε τόσο εντατικά και με αφοσίωση που όταν αντιλαμβανόμαστε ότι – πέρα από βάναυσο – είναι παντελώς μάταιο, είναι πια και πολύ αργά και πολύ μάταια για να το σταματήσουμε. 5. Όταν αντιλήφθηκα πόσο κανένα νόημα δεν έχει η προσοχή, μου κόπηκαν τα πόδια και τεντώθηκαν τα νεύρα μου με έναν τραγικό τρόπο. Είναι το πιο μεγάλο υπαρξιακό να διαπιστώνεις ότι το ένδοξο κατασκεύασμα από αναπολογητικές νευρώσεις πάνω στο οποίο έχεις χτίσει εσένα και τον μύθο σου, είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου και όχι μόνο δεν σε προστατεύει όπως νόμιζες κι όπως σου διαφημίστηκε, αλλά σε κάνει ακόμα λιγότερο safe, μιας και η παράνοια ριζώνει βαθειά τρώγοντας χώρο από όλα τα υπόλοιπα, τόσο που όλα τα υπόλοιπα σταματάνε να υπάρχουν από μόνα τους. «Ντάξει, μπορούσες να πρόσεχες λίγο παραπάνω, κάνεις λες και δεν ξέρεις, αφού έτσι είναι, προστατεύσου λιγάκι, έχεις την όρεξή τους; Μην τρως τώρα, μην πίνεις τόσο, μην πας με τα πόδια, μην πας καθόλου, μη μιλάς δυνατά, μη μιλάς γενικά, αυτά θα βάλεις; Πρώτη μέρα είναι, παίξ’ το vanilla, υπομονή». Η μαμά μου όταν με πήρε τηλέφωνο εκείνες τις μέρες να δει τι κάνω, είπε ότι τώρα κατάλαβε τι της έλεγα καιρό: όσο και να προσέχεις δεν εξαρτάται από ‘σένα, τελικά, άρα γιατί να προσέχεις εξ αρχής; Ποιον βοηθάει overall να προσέχεις αν όχι εσένα; 6. Ίσως αυτός ο θάνατος μπορεί να συγκριθεί, τουλάχιστον για μένα και για άλλες που ξέρω, με μια εδραιωμένη Αποκάλυψη στην οποία

ήδη επιβιώναμε με τα χίλια ζόρια χωρίς να το έχουμε εντελώς αντιληφθεί - παρ’ όλο που το υποψιαζόμασταν θεωρητικά. Σε μια αποκαλυπτική συνθήκη το άτομο πενθεί όχι μόνο αυτό που έχασε, αλλά κι αυτά που δεν θα αποκτήσει ποτέ. Στην πραγματικότητα η Αποκάλυψη δεν είναι ποτέ απότομη όπως στις ταινίες αλλά πάντα υποχθόνια και προοδευτική. Απότομη και βίαια είναι η συνείδηση του βιώματος εντός της. Με όρους κινημάτων θα έλεγε κανείς πως αυτή η συνείδηση προκύπτει από το γεγονός-αφορμή της κοινωνικής μεταβολής και οδηγεί στην εξέγερση, αφού κάνει πρώτα αδιαχείριστη την μελαγχολία. Οι θεωρίες των Μέσων το λένε υπαρξιακό άλγος εξαιτίας της ραγδαίας εξέλιξης στον τεχνοκαπιταλισμό. Η ψυχανάλυση δεν ξέρω πώς το λέει, έχω χάσει το μέτρημα. 7. Το πένθος είναι μια συνθήκη που εξωτερικεύεται και συλλογικοποιείται στην Αποκάλυψη. Ενώ πριν το πένθος της καθεμιάς νοείται ιδιωτικό και μοιράζεται ως τέτοιο, η συνείδηση της Αποκάλυψης το καθιστά σε φαντασιακό και πρακτικό επίπεδο δημόσιο και συλλογικό, κι έτσι οι μετέχουσες σ’ αυτό ενδυναμώνονται. Θα λέγαμε πως το συλλογικοποιημένο πένθος είναι το σκληρότερο bootcamp για τις εκκολαπτόμενες συντρόφισσες, lol! 8. Μ’ αυτό το αίσθημα του – ανοιγμένου στα κοινά – πένθους, μετά την δολοφονία, πήγα σε μνημόσυνες συγκεντρώσεις, πήγα σε πολιτικά καλέσματα με πολλές δεκάδες κόσμο, πήγα σε σπίτια για κόζι ιντελέξουαλ ατμόσφαιρα και ιστορίες, πήγα σε ξέφρενο πάρτυ με τις αγαπημένες μουσικές του Ζακ και σχεδόν τίποτα δεν ήταν βοηθητικό. Τίποτα εκτός από μια μικρή αιρετική συνέλευση με μερικές που ήξερα από πριν κι άλλες που γνώρισα τώρα. Εκεί, κάπως,

23


24 → κάτι γινόταν ένιωσα. Δεν ξέρω καν γιατί αλλά ανήκα, μου ‘φτασε, δεν το αναλύω παραπάνω μιας και κάπου κάπου χρειάζεται και μια τελεία∙ ας είναι άνω, it’s okay. 9. Δυο βδομάδες μετά από καθημερινή συνεχόμενη κίνηση (το πρωί φυλακή οχτάωρο, το βράδυ πένθος χορικό) τα αναφιλητά που ακόμα μ’ έβρισκαν εκεί που δεν το περίμενα εξακολουθούσαν να μουλιάζουν γλιτσερά τον λαιμό και μαζί τους έπηξε και ο θυμός μου και στερεοποιήθηκε. Αποφάσισα να κάτσω σπίτι μου για λίγο να δω πώς πάει για μένα όλο αυτό. Γιατί μαζί με το σοκ και την καινούρια θλίψη ταρακουνήθηκε έξαλα κι η παλιά και διέδρασαν οι δυο τους ανεξέλεγκτα, όχι μόνο στο μυαλουδάκι αλλά και στο σώμα μου. Να τα ψυχοσωματικά, να και οι εμμονές, να και οι πανικοί, καλησπέρα. Κράτησα μόνο την μικρή αιρετική συνέλευση με τις φίλες, όχι τόσο επειδή πίστεψα πάρα πολύ σ’ ό,τι μπορεί να κάνει αλλά επειδή ένιωσα ότι το υβριδικό μου συναίσθημα που δεν ήξερα από πού να το πρωτοπιάσω, κάπως μοιραζόταν. 10. Όταν οργανώνεσαι σε μια Αποκάλυψη αυτό σε κάνει να ξεχνάς για λίγο το πρώτο αίσθημα που είχες όταν απέκτησες την συνείδησή της. Όταν αρχίζεις να μετράς και να μιλάς για ποσά (τι θα γίνει, από ποιες, με ποιες, πόσες εδώ, ποιες εκεί, γιατί) επικρατεί μια λογική αντιμετώπιση των πραγμάτων που σε καθησυχάζει ακόμα κι αν το ρεζουμέ είναι ότι δεν έχεις κανέναν έλεγχο σε τίποτα εντός της πραγματικότητας. 11. Είναι καλό να οργανώνεσαι στην Αποκάλυψη, αλλά είναι εξίσου καλό και χρήσιμο να μην ξεχνιέσαι με τα logistics και να επιτρέπεις στον εαυτό σου να θυμηθεί την θλίψη και τον πόνο που σ’ έφεραν εκεί. Αν μείνει το πράγμα στο μέτρημα και την στρατηγική κινδυνεύεις να χάσεις κατά πολύ την οργανική ανάγκη από την οποία προέκυψαν τα παραπάνω. Εγώ, ομολογώ είμαι της μεθόδου και στηρίζω πάρα πολύ την εκ προοιμίου ανάλυση ενδεχόμενων, ωστόσο κατάλαβα πάρα πολύ καλά ότι ο πόνος βοηθά εξαιρετικά στο να μετράμε δίκαια. Όχι απαραίτητα σωστά, δίκαια.

12. Τα αποτελέσματα τέτοιας οργάνωσης φαίνονται κατευθείαν σ’ αυτές που χρειάζονται να τα δουν. Οι χώροι δημιουργούνται ανάμεσα, εκεί που δεν υπήρχαν, και οι συνάψεις φωτίζονται χωρίς πολλά πολλά. Ό,τι είχε βουλώσει potential δρόμους ανάμεσα σε άτομα, ζυμώνεται και λιανίζεται, όχι στο όνομα μιας μεγάλης ιδεολογικά επεξεργασμένης ιδέας, αλλά από την ανάγκη για επικοινωνία∙ της θλίψης, της οργής, του πένθους, της φροντίδας και, κυρίως, ενός εναλλακτικού σχεδίου για μια πορεία στο μετά. 13. Έκρηξη στα στομάχια της ελληνικής κανονικότητας ήταν η δολοφονία του Ζακ. Κι άμα αυτό το «ατυχές συμβάν» κλώτσησε στη μούρη σαν ωστικό κύμα όσους δεν έχουν πάρει χαμπάρι ότι αυτό που ήξεραν έχει παρέλθει απ’ όποια μεριά κι αν το κοιτάς, φαντάσου τι έκανε στις υπόλοιπες που ξέρουμε και ζούμε με συνείδηση του τέλους. Εκεί που η σταθερότητα κλονίζεται, η ανωμαλία θριαμβεύει∙ έστω για λίγο, μια κάποια νίκη είναι κι αυτό. Όλες μαζί και η κάθε μια μόνη της κοιτάξαμε, ενώ κλαίγαμε, ό,τι δεν θα αποκτήσουμε ποτέ ανάμεσα στα νεκροζώντανα ερείπια του έθνους-φάντασμα και της αγίας οικογένειας. Ε, κι αυτό που φάνηκε να κείτεται μισοχωμένο σαν μνημείο και σαν πτώμα και σαν άνθρακας, ας πούμε πως, μάλλον μετά χαράς, τ’ αφήνουμε περνώντας από πάνω του για να σαπίσει ως τη λήθη.


Zirlar Mord Omegon

→

25


26 →

Διακόσιαεξηνταεφτά γραμμάρια αφηγήσεις

Μαριάννα Ρουμελιώτη

1η Ιανουαρίου 2007 Η ώρα είναι δώδεκα παρά το βράδυ. Είναι ακόμα πρώτη του χρόνου. Μένω σε κεντρικό δρόμο του Παρισιού, το να κατέβω να φάω μια κρέπα στις δώδεκα παρά, σχεδόν με τις πυτζάμες, είναι μια συνηθισμένη πρακτική. Δεν είναι πολύ αργά για μια κοπέλα να περπατάει στο δρόμο μόνη της, θα έλεγαν. Ο δρόμος είναι τουριστικός, και πάντα γεμάτος με κόσμο. Όμως είναι πρώτη του μηνός, πρώτη του χρόνου και η Σέντ Αντρέ ντεζ Άρτ δεν έχει τον κόσμο που έχει πάντα. Αντιθέτως είναι όλα κλειστά και σκοτεινά. Αποφασίζω παρόλα αυτά να προχωρήσω λίγο παρακάτω, για να είμαι σίγουρη πως το κρεπατζίδικο είναι όντως κλειστό. Και όσο βρίσκομαι στα μισά του δρόμου και βλέπω σκοτεινό το μαγαζί με πλησιάζει ένας μεσήλικας άντρας. Με ρωτάει αν ψάχνω κάτι κι αν θέλω βοήθεια. Του λέω ευγενικά όχι και αποφασίζω να γυρίσω προς τα πίσω. Ο άντρας συνεχίζει τις ερωτήσεις, από που είμαι, πόσο χρονών είμαι, γιατί είμαι στο Παρίσι. Δεν νιώθω πια άνετα. Είναι πολύ κοντά μου, είναι πολύ σκοτεινά, είναι πολύ ερημικά. Επιταχύνω το βήμα μου. Το επιταχύνει κι αυτός. Πιάνω το κινητό μου να καλέσω ένα φίλο. Το κινητό έχει κλείσει από μπαταρία, ούτε το πήρα χαμπάρι φεύγοντας.

Ο δρόμος μοιάζει ατελείωτος ακόμα και σε αυτό το ρυθμό. Νιώθω το σώμα του στο σώμα μου. Θυμάμαι πως στη γωνία είδα την καφετέρια ανοιχτή. Τρέχω προς τα εκεί. Και τρέχει κι αυτός. Μπαίνω μέσα στο μαγαζί. Αυτός μένει έξω και περνάει το δρόμο απέναντι. Δε ξέρω γαλλικά, μιλάω αγγλικά, ζητάω να πάρω ένα τηλέφωνο. «Δεν έχω μπαταρία και με ακολουθεί κάποιος άντρας και έχω τρομάξει». Καταλαβαίνουν τη λέξη τηλέφωνο μάλλον. Μου δίνουν ένα χαρτί να γράψω το νούμερο που θέλω να καλέσω. Το γράφω αλλά ξεχνάω από τον πανικό μου ένα νούμερο. Δεν είμαι αρκετά πειστική. Ή υπεύθυνη, ή καλοντυμένη, ή ψύχραιμη, ή γαλλίδα. Δε μου δίνουν το τηλέφωνο. Ένας από αυτούς στους οποίους μιλάω, βγαίνει από το μπαρ και αρχίζει διακριτικά να με σπρώχνει προς την έξοδο. Εγώ πια κλαίω και επαναλαμβάνω δείχνοντας πια τον άντρα, ο οποιος στέκεται στην απέναντι γωνιά του δρόμου και κοιτάει, και τους λέω «να δείτε με περιμένει, να, για αυτόν σας λέω». Με σπρώχνει προς τα έξω. Έχουμε φτάσει σχεδόν στην είσοδο. Ένα ζευγάρι πίνει καφέ στο διπλανό τραπέζι, μιλάνε αγγλικά, καταλαβαίνουν τι λέω, σηκώνεται ο ένας από τους δύο μου μιλάει, του εξηγώ τι έχει γίνει και αποφασίζει να με συνοδεύσει μέχρι το σπίτι. Ο σωτήρας μου. Δε ξέρω από τι, αλλά αυτός ήταν.


→ 21 Σεπτεμβρίου 2018 Η ώρα είναι δύο το μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Σ’ ένα στενό δρόμο γεμάτο μαγαζιά, καφετέριες, φροντιστήρια είναι σύνηθες να υπάρχει πολύς κόσμος. Και υπάρχει και σήμερα. Πολύς κόσμος που περπατάει, που πίνει καφέ, που εργάζεται. Δεν είναι περίεργο ούτε επικίνδυνο για ένα αγόρι να περπατάει στη Γλάδστωνος, μέρα μεσημέρι, θα έλεγαν. Ίσως είναι βέβαια επικίνδυνο για ένα κουίρ, οροθετικό που κάνει ντράγκ σόου. Και όπως φαίνεται είναι, γιατί αυτή είναι η μέρα που κάποιοι θα αποφάσισουν να τον σκοτώσουν. Προσπαθεί να μπει στον Βενέτη. Αλλά του κλείνουν την είσοδο, τον σπρώχνουν προς τα έξω. Ίσως δεν είναι κι αυτός αρκετά πειστικός. Ή πολύ άντρας, ή πολύ ψύχραιμός, ή πολύ καλοντυμένος. Και τον ξυλοκοπούν μέχρι τελευταίας εκπνοής. Τον εγκλωβίζουν σε ένα μαγαζί. Πολλοί εναντίον ενός. Του πετάνε αντικείμενα, τον κλωτσάνε με μανία στο κεφάλι, τα τζάμια καρφώνονται στο σώμα του. Και κάπου εμφανίζεται ένας σωτήρας. Αλλά δε φτάνει. Εξάλλου είναι η αστυνομία εδώ και αυτό δημιουργεί μια ασφάλεια, κάποιοι θα έλεγαν, αλλά να που τελικά συλλαμβάνει αυτόν, τον Ζακ, και το εκαβ ακολουθεί τις συνηθισμένες πρακτικές που ακολουθούνται για ένα οροθετικό πρεζάκι στο κέντρο. Και να πεθάνει δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Και η δολοφονία του βιντεοσκοπείται. Ολόκληρα λεπτά κυλάνε με εκείνον να πεθαίνει στα βίντεο. Ο νεκρός θα φύγει, οι περαστικοί θα συνεχίσουν τη μέρα τους, οι εργαζόμενοι θα γυρίσουν στις δουλειές τους, οι δολοφόνοι θα καθαρίσουν με σκούπες το δρόμο, να ξεπλύ-

νουν το αίμα και θα κοιμηθούν το βράδυ στα κρεβάτια τους με το νου καθαρό. Ένας κλέφτης λιγότερος, ένα πρεζάκι λιγότερο, θα πουν. Και η βιντεοσκοπημένη δολοφονία του δεν είναι αρκετό πειστήριο. Ο αποθανών θα δικαστεί δημόσια για το αίμα που κυλούσε μέσα του, για τους εραστές του, για τη σεξουαλικότητα του, για τις περούκες και τα τακούνια του, για το αν έπινε, πόσο έπινε, πόσο συχνά, αν είχε φίλους και πόσους, αν ένιωθε μόνος τον τελευταίο καιρό, αν ζούσε μόνος, που ζούσε, αν είχε λεφτά, πόσα λεφτά, πόσα από τα ντραγκ σόου και πόσα από το επίδομα, αν ήταν συμπαθής, αν δεν ήταν, αν ήταν τσουλάρα που πηδιόταν με όλους ή αν ήταν υπεύθυνος, ώριμος, είχε πολύχρονη σχέση. Πώς ήταν ως συνεργάτης, ως φίλος, ως γιος, ως ηθοποιός, ως ένοικος. Αν φοβόταν, πόσο φοβόταν, τι φοβόταν. Κάθε λεπτομέρεια παίζει ρόλο στη δημόσια αυτή δίκη. Θα μάθουν όλοι πως ζούσε, που πήγαινε, ποιοι ήταν φίλοι του και αν ήταν τοπ ή μπότομ, πόσο ζύγιζε η καρδιά του. Διακόσιαεξήνταεφτά γραμμάρια έγραφε το γαμημένο το χαρτί. Διακόσιαεξηνταεφτά γραμμάρια και τέσσερις μήνες. Τέσσερις μήνες μετριόμαστε Ζακ. Και μετράμε τις φωνές μας στα τσιμέντα της Γλάδστωνος που δονούνται. Δίπλα από κει που σε σκότωσαν. Και κοιτάμε τα βλέμματα τους όταν τραγουδάμε «η ελλάδα να πεθάνει, να ζήσουμε εμείς, γαμιέται η οικογένεια, γαμιέται κι η πατρίς».

27


28 →

Palo Mayombe*: παρτάροντας με τα πνεύματα Ζαΐρα Κωνσταντοπούλου

Ζ

έστη και υγρασία. Το Σπίτι των Νεκρών (= La Casa De Los Muertos) ετοιμάζεται να υποδεχτεί τα πνεύματα της θρησκείας του Palo Mayombe. Γυναίκες και άντρες καθαρίζουν το χώρο από τις εξωγενείς ενέργειες, ετοιμάζουν τα μουσικά όργανα (κρουστά) και κλειδώνουν τα δωμάτια στα οποία δε θέλουν να περάσουν τα πνεύματα. Στο σπίτι δεν επιτρέπεται να βρίσκονται άνθρωποι αμύητοι των πεποιθήσεων τους. Στο ισόγειο υπάρχει ένας ιερός βωμός (nganga)- ο χώρος όπου κατοικούν τα πνεύματα- γεμάτος με μαύρα, λευκά και κόκκινα κεριά, μπουκάλια με ρούμι, βότανα, ξύλινα ραβδιά (palos), λάδια, πούρα,

κούκλες ντυμένες με έντονα χρώματα και ζώα που μόλις έχουν θυσιαστεί. Στο πάτωμα έχουν χαραχτεί σύμβολα, κύκλοι και σταυροί, που θυμίζουν απόκρυφα φαινόμενα. Είναι τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Σε όλο το χώρο υπάρχουν διασκορπισμένα ετερόκλητα μεταξύ τους αντικείμενα, τα οποία αναδύουν ενέργειες και βαριές μυρωδιές, ξεχασμένες μέσα στα χρόνια των μύθων και των θρησκειών. Σύντομα, οι Paleros, οι γυναίκες και οι άνδρες που έχουν επιλεχθεί για να εκφράσουν τη δύναμη των πνευμάτων, θα περάσουν το κατώφλι για το επόμενο στάδιο της ζωής τους, για να βρεθούν κάπου ανάμεσα σε ένα πριν και ένα


Φωτογραφίες: Κατερίνα Δέλτα → www.katerinadelta.com

άλλοι τόποι

μετά. Τα κεριά ανάβουν, οι μουσικοί παίρνουν τις θέσεις τους, οι πρώτες μελωδίες μόλις ακούστηκαν. Η τελετουργία ξεκινάει. Μουσικές, τραγούδια, χοροί, ιδρώτες, παραληρήματα, επιθυμίες, φόβοι, ξορκίσματα, θρήνοι, κλάματα, γέλια. Στην κορύφωση ιδανικά μια χειραψία ή μια αγκαλιά με το άγνωστο.

“Contierra na ma, yo compongo un nganga con tierra na ma” Αυτά συμβαίνουν στην πόλη Matanzas στην Κούβα, εκεί που οι πιστοί της πολυθεϊστικής παράδοσης του Palo Mayombe, διατηρούν με τα πνεύματα τους μια ιδιαίτερη σχέση και είναι δύσκολο για κάποιον να περιγράψει τι είναι αυτό που το σώμα νιώθει και καταλαβαίνει. Το Palo Mayombe είναι μια θρησκεία και μια θεραπευτική πρακτική που συνδυάζει τις

σαμανικές παραδόσεις του Κονγκό με στοιχεία μυστικισμού, μαγείας και καθολικισμού. Πολλοί χαρακτηρίζουν το Palo Mayombe ως τσαρλατανισμό, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που το περιγράφουν ως έναν γκροτέσκο ρεαλισμό, που αφηγείται τις κοινωνικές αλήθειες με έναν τρόπο στυλιζαρισμένο και υπερβολικό. Όταν κάποιος αποφασίσει να μυηθεί στην πνευματικότητα του Palo Mayombe και να βαφτιστεί σε Palero, για ένα μεγάλο διάστημα βρίσκεται σε μια εσωτερική, ενδοσκοπική διάβαση ανακαλύπτοντας τον εαυτό του και αποκαλύπτοντας τη γνώση της εν λόγω θρησκείας. Το έργο και το όραμα των Paleros είναι να υπηρετούν και να προστατεύουν την κοινότητα τους. Σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, οι Paleros γεννιούνται από τη φωτιά και πεθαίνουν από την φωτιά, γι αυτό όταν βαφτίζονται μετατρέπονται σε φως μέσα στο σκοτάδι, προσελκύοντας την

29


30 → ευλογία των πνευμάτων. Το να μυηθεί ένας άνθρωπος στα πνεύματα του Palo Mayombe αποτελεί μόνο το πρώτο βήμα, σ ένα μακρύ και όμορφο ταξίδι στον κόσμο των πνευμάτων. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το σύμπαν του Palo Mayombe έχει κατά καιρούς ταυτιστεί με τον κόσμο της μαύρης μαγείας. Φυσικά, σε ένα ανυποψίαστο, ανειδίκευτο αυτί τα σύμβολα, οι τόποι, οι χρόνοι και ό,τι περιγράφει τις τελετές του Palo Mayombe, αναπόδραστα παραπέμπουν σε ό,τι παραδοσιακά έχει φτάσει να σημαίνει ή τουλάχιστον να θυμίζει σκοταδισμό, βουντού, μαύρες μαγείες και βελονάκια πάνω σε κουκλίτσες. Πριν, ωστόσο, καταλήξουμε στο μαύρο ή άσπρο χρώμα του Palo Mayombe ας συμφωνήσουμε ότι ανεξαρτήτως του πως χρησιμοποιείται εν τέλει μια ενεργειακή τελετή δεν παύει - κι αυτό πρεσβεύουν οι Paleros - να αποσκοπεί σε ένα πράγμα: τη μαγεία. Τη μαγεία ως γέφυρα απελευθέρωσης όχι μόνο πνευματικά, από το συνειδητό σε ένα πνευματικό υπερσυνείδητο, αλλά και κυριολεκτικά.

“Contierra na ma, yo compongo un nganga con tierra na ma” Η θρησκεία αυτή γεννήθηκε μέσα σε έναν

κόσμο καταπίεσης, προέρχεται από τους σκλάβους της Αφρικής και δημιουργήθηκε ως ανάγκη, προκειμένου να ανοιχτεί ένας διάλογος μεταξύ ζωής και θανάτου, μια διαλεκτική των νεκρών με θέμα την ίδια τη ζωή. Το Palo Mayombe είναι μια μελέτη πάνω στο θάνατο. Τα πνεύματα εισχωρούν στα σώματα των Paleros, για να τους μάθουν να μη τον φοβούνται. Η οικειοποίηση του φόβου ως αντίδοτο θανάτου. Παίζοντας με το λατινικό ρητό “αν θες ειρήνη να ετοιμάζεσαι για πόλεμο” πιστεύουν ότι “αν θες ζωή [πρέπει] να ετοιμάζεσαι για θάνατο”, δεχόμενοι έτσι το θάνατο ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής και ως πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση της.

“Contierra na ma, yo compongo un nganga con tierra na ma” Οι ανθρωπολόγοι περιγράφουν το Palo Mayombe ως μια γλώσσα κινήσεων υψηλά τυποποιημένη και θεατροποιημένη με βασικό χαρακτηριστικό την επαναληψιμότητα. Σύγχρονο παράδειγμα αποτελεί ένα καρναβάλι ή μια performance χορού. Όπως το καρναβάλι διαθλά τη συμβολική αντιστροφή των ρόλων και


πυροδοτεί την καταστροφή των σχέσεων ισορροπίας έτσι, και το Palo Mayombe σε αυτό το μεθοριακό - βιωματικό locus, δείχνει την έξοδο από τις σταθερές πτυχές της κοινωνικής ζωής. Διαιωνίζει και διασώζει μέσω της τελετουργίας, τη γνώση των εθίμων και των παραδόσεων. Το Palo Mayombe δημιουργεί έναν τόπο κάθετων κανόνων, όπου οι άνθρωποι μπορούν να εξερευνήσουν τελετουργικά τις αλήθειες και τις ταυτότητές τους. Για να φτάσουμε σε κάποια κατανόηση του εν λόγω θρησκευτικού συγκρητισμού, πρέπει πρώτα να αφεθούμε ελεύθεροι στην υπερβατικότητα του περιεχομένου, επιτρέποντας στους εαυτούς μας να συγχυστούν και μέσα από αυτή τη σύγχυση να εξετάσουμε τη δυνατότητα των πνευμάτων. Ο κάθε άνθρωπος, η κάθε κοινωνία, ο κάθε πολιτισμός και φυσικά η κάθε θρησκεία έχουν βρει και εξελίξει τα δικά τους μονοπάτια, τις δικές τους οδούς σύγχυσης. Κάθετους άξονες με προορισμό τα θεία, με μοναδικό όχημα τη μαγεία. Βασική προϋπόθεση το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, καθώς “από τη γη δημιουργώ το δικό μου ιερό βωμό, μόνο με τη γη”. Οι Paleros αυτό το λένε:

“Contierra na ma, yo compongo un nganga con tierra na ma”. * Palo→ ραβδί Mayombe→ τα μυστήρια των πνευμάτων

31


32 →


→

33


34 →

Οδηγία Copyright: Media & χρήστες

αναλύσεις

Τα links ως πεδίο ανταγωνισμών Αγγελική Μπούμπουκα

Ε

ίναι ικανή η ΕΕ να «σκοτώσει το ίντερνετ κατά λάθος» με έναν φόρο και με προληπτικές «μηχανές λογοκρισίας» στα social media; Θα μπορούσε, λένε όσοι προσπαθούν να σταματήσουν την εφαρμογή της νέας Οδηγίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία, την οποία επιδίωξαν και προωθούν κυρίως τα μεγάλα ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Οι εκπρόσωποι των μέσων ενημέρωσης και άλλα παρακλάδια της βιομηχανίας περιεχομένου (π.χ. οι δισκογραφικές εταιρείες) βλέπουν τα διαφυγόντα έσοδά τους να κατευθύνονται με ολοένα και πιο απελπιστικούς ρυθμούς προς τις πολυεθνικές του ίντερνετ. Εταιρείες όπως η Google, το Facebook, η Amazon, η Apple, η Microsoft, το Twitter και το Netflix, απορροφούν την μερίδα του λέοντος από τους διαφημιστικούς πόρους και από συνδρομές σε εφαρμογές και υπηρεσίες που βασίζονται στο περιεχόμενο (ειδήσεις, εικόνες βίντεο, βιβλία, ταινίες, μουσική κ.ο.κ.) που δεν παράγουν οι ίδιες. Πλουτίζουν χωρίς να ανταποδίδουν στους δημιουργούς την αναλογία της συνεισφοράς τους, χωρίς να αποδίδουν φόρους στα κράτη που φροντίζουν να υπάρχουν υποδομές (δίκτυα ίντερνετ, το πιο βασικό), κανιβαλίζοντας τη δουλειά επαγγελματικών κλάδων που διαλύονται κάτω από τις σαρωτικές αλλαγές που υφίστανται λόγω διαδικτύου. Όσο στη διεθνή οικονομία επικρατούσαν οι κανόνες ενός αναλογικού μοντέλου, κάθε κλοπή περιεχομένου αντιμετωπιζόταν με εφαρμογή των νόμων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Από τότε που διαμορφώθηκε η ισχύουσα νομοθεσία περί copyright, πολλά έχουν αλλάξει στον τρόπο που παράγονται και καταναλώνονται τα έργα που αυτοί οι κανονες προστατεύουν.

Ο σημερινός κόσμος «χαρακτηρίζεται από υπερπληθώρα πληροφοριών σε ψηφιακή μορφή (...) η αυτοματοποιημένη διαμεσολάβηση και οργάνωση αυτών των πληροφοριών καταλαμβάνει κεντρική θέση» και οι συσχετισμοί εξουσίας διαταράσσονται «προς όφελος νέων πανίσχυρων τεχνολογικών παραγόντων», εξηγεί ο Νίκος Σμυρναίος στο βιβλίο «Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου» (Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις). Η μηχανή αναζήτησης της Google και το News Feed του Facebook συνιστούν εμβληματικά συστήματα πληροφοριακής διαμεσολάβησης, τονίζει. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά ΜΜΕ πίεσαν πολύ για να περάσει η συγκεκριμένη οδηγία, θεωρώντας ότι θα υπερνικήσουν τα τεχνολογικά μεγαθήρια, επιβάλλοντάς τους αυτοματοποιημένα φίλτρα και φόρους πνευματικής ιδιοκτησίας ενώ παράλληλα θεωρούν δικαίωση την αρχική υπερψήφιση της σχετικής Οδηγίας, στο Ευρωκοινοβούλιο, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Μένει να το εγκρίνουν οριστικά οι ευρωβουλευτές (μέχρι τον Ιανουάριο του 2019), μετά την σχετική διαβούλευση και την έκφραση απόψεων από ακαδημαϊκούς, ειδικούς, κ.α. Αυτό το ρυθμιστικό μοντέλο, όμως, είναι σχεδιασμένο για τις ανάγκες ενός έντυπου, αναλογικού μοντέλου και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μικρών δημιουργών, νεοφυών επιχειρήσεων, επισημαίνουν οι επικριτές της Οδηγίας. Η ευρωβουλευτής Julia Reda (juliareda.eu), του Κόμματος των Πειρατών της Γερμανίας, προειδοποιεί ότι στην προσπάθεια να αλλάξουμε τη νομοθεσία περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί «να σκοτώσουμε το ίντερνετ κατά λάθος». Η ίδια έχει σηκώσει μεγάλο βάρος της καμπάνιας #SaveYourInternet (saveyourinternet. eu), κόντρα στον επίσης Γερμανό εισηγητή της Οδηγίας Axel Voss.


Στο επίκεντρο της κριτικής βρέθηκαν τα άρθρα 11 και 13 της Οδηγίας: • Το Άρθρο 11, γνωστό και ως «φόρος υπερσυνδέσμου» (Link Tax) ορίζει ότι τα links που οδηγούν στο site ενός μέσου ενημέρωσης θα μπορούν να αναρτώνται σε μια πλατφόρμα, μόνο αν αυτή προηγουμένως έχει πληρώσει και έχει λάβει σχετική άδεια (“linking licence”) από το site. Έτσι, π.χ. αν ένας χρήστης θέλει να αναρτήσει στο Facebook ένα λινκ του ΤαδεNews.gr, δεν θα μπορεί να το κάνει, παρά μόνο αν το FB έχει πληρώσει τον σχετικό φόρο στο ΤαδεNews.gr. Η λογική του άρθρου είναι ότι δεν θα μπορούν πλέον εταιρείες όπως η Google να δημιουργούν συναθροιστές (aggregators) ειδήσεων, όπου προβάλλονται τίτλοι και οι πρώτες λέξεις των ειδήσεων, χωρίς οι δημιουργοί τους να εισπράττουν τίποτα γι’αυτές. Όπως εκτιμάται, όμως, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι το κάθε ΤαδεNews.gr θα ορίσει τελικά μια ευτελή συμβολική τιμή ώστε να αποφύγει το φίλτρο, καθώς δεν θα έχει άλλη επιλογή για τη διάδοση των ειδήσεών του. Ή ότι η Google και οι λοιπές μεγάλες πλατφόρμες θα αποκλείσουν πολλά μικρά ειδησεογραφικά sites με τα οποία θα κρίνουν ότι δεν αξίζει να ασχοληθούν. Ο νέος κανονισμός υποστηρίζεται ότι προστατεύει τα ΜΜΕ από την κλοπή περιεχομένου. Ο αντίλογος λέει πως με την προσθήκη ενός φίλτρου δεν αλλάζει κάτι, αυτά ήδη προστατεύονταν. Αν κάτι μπορεί να γίνει κατά της κλοπής ειδησεογραφικού περιεχομένου, είναι να οριστεί μια Αρχή που θα ασκεί σχετικό έλεγχο και διώξεις εφαρμόζοντας την ισχύουσα νομοθεσία. Αντιθέτως, τα νέα φίλτρα θα περιορίσουν τη διάδοση των ειδήσεων, αφού θα απαγορεύονται τα links στις ειδήσεις ενός ΜΜΕ σε πλατφόρμες που δεν πληρώνουν φόρο σε αυτό.

• Το Άρθρο 13, γνωστό ως «Μηχανές Λογοκρισίας», θεωρείται πολύ επικίνδυνο καθώς καθιστά τις διαδικτυακές πλατφόρμες που επιτρέπουν σε χρήστες να αναρτούν περιεχόμενο, ευθέως υπόλογες γι’αυτό, οδηγώντας στην επιβολή φίλτρων που θα τους λογοκρίνουν, ώστε να αποφευχθούν αγωγές για παραβίαση του copyright. Πίσω από αυτή τη ρύθμιση αναγνωρίζεται η πίεση της μουσικής βιομηχανίας που θεωρεί ότι παραβιάζονται κατοχυρωμένα πνευματικά δικαιώματα. Η διατύπωση του Άρθρου, όμως, συμπαρασύρει σχεδόν κάθε είδος πλατφόρμας (αν και μετά από έντονες αντιδράσεις εξαιρέθηκαν λίγες κατηγορίες, που περιλαμβάνουν την Wikipedia, το GitHub κ.α.). Για να συμμορφωθούν, οι πλατφόρμες θα υποχρεωθούν να δημιουργήσουν βάσεις δεδομένων, που θα περιλαμβάνουν κείμενα, εικόνες, βίντεο, παιχνίδια, υπολογιστικό κώδικα και ό,τι άλλο μπορεί να προστατεύεται από copyright και για το οποίο είναι πιθανό να υπάρξει μια προέκταση ή ένα παράγωγο έργο. Αν ένας χρήστης προσπαθήσει να ποστάρει κάτι που θα αναγνωριστεί ως περιεχόμενο που παραβιάζει αυτό το copyright, το σύστημα θα το απορρίπτει αυτόματα. Στην ανησυχία ότι αυτό θα σημαίνει μπλοκάρισμα των memes και λοιπών αναρτήσεων χρηστών που βασίζονται στην επεξεργασία κάποιου πρωτότυπου έργου (φωτογραφίας, βίντεο κλπ που γίνεται viral, ακριβώς γιατί εμπνέει αντιδράσεις όπως η διακωμώδησή του), οι νομοθέτες είναι καθησυχαστικοί: Δεν θα απαγορευτούν τα memes ή οι παρωδίες, καθώς δεν προστατεύονται από το copyright των κρατών μελών της ΕΕ. Ο αντίλογος, εδώ, λέει πως δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα αλγόριθμοι που να μπορούν να διακρίνουν αυτόματα τη διαφορά μεταξύ μιας παρωδίας από ένα άλλο παράγωγο έργο, που απαγορεύεται χωρίς

35


36 →

προηγούμενη άδεια. Άρα, απλώς θα κόβονται όλα, όπως π.χ. συμβαίνει ήδη, με την ίδια λογική, στα Facebook videos που έχουν μουσική υπόκρουση, επειδή η μουσική μπορεί να έχει copyright. Σε αυτή την περίπτωση, μάλιστα, ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί ενός έργου δεν θα μπορούν να αναρτήσουν μια εκδοχή του που θα διαφέρει από την εταιρική. Για παράδειγμα, ένας τραγουδιστής θα κόβεται, αν πάει να ανεβάσει στο Youtube ένα βίντεο στο οποίο ερμηνεύει ένα τραγούδι του επειδή αυτό θα είναι ήδη κατοχυρωμένο εκεί, στην αρχική του εκδοχή, από την δισκογραφική εταιρεία. Επιπλέον, η εφαρμογή του Άρθρου 13 απαιτεί μια επένδυση σε τεχνολογικά φίλτρα που θα ήταν ανέφικτη για μικρές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, (πχ ευρωπαϊκές), κι έτσι θα χάσουν χρήστες, αφού δεν θα τους επιτρέπουν να ανεβάζουν περιεχόμενο. Υπό αυτή την έννοια, το μονοπώλιο των αμερικανικών πολυεθνικών θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, αφού θα είναι οι μόνες που θα μπορούν να πληρώσουν για να έχουν τέτοια φίλτρα. Και το χειρότερο, το συγκεκριμένο άρθρο δεν προβλέπει πρόστιμο για κακή χρήση του

φίλτρου. Οποιοσδήποτε θα μπορεί να καταχωρήσει οτιδήποτε ως δικό του έργο, απαγορεύοντας σε άλλους να το αναπαράξουν. Κι αν τελικά αποδειχθεί ότι έλεγε ψέματα, και αρθεί η απαγόρευση, θα μπορεί να το ξανα-κατοχυρώσει πριν προλάβει άλλος, και να το κάνει αυτό πολλές φορές χωρίς ποινή. Η συγκεκριμένη διαδικασία θα μπορούσε ακόμη και να χρησιμοποιηθεί από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που θα ήθελαν να μπλοκάρουν τη διάδοση συγκεκριμένων πληροφοριών, ειδήσεων, ντοκουμέντων, σε ώρες κρίσιμες για γεγονότα που αμφισβητούνται, και για τα οποία κάποιες μαρτυρίες μπορεί να είναι πολύτιμες. Φανταστείτε το αυτό σε μια περίπτωση όπως ο φόνος του Ζακ Κωστόπουλου και έχετε το μέγεθος της επίπτωσης που μπορεί να έχει το συγκεκριμένο Άρθρο στην διασταύρωση γεγονότων. Η επιβολή λογοκρισίας στα links μπορεί να οδηγήσει στην διάσπαση του ίντερνετ σε κομμάτια, προειδοποιούν οι αντίπαλοι της Οδηγίας, όπως η καμπάνια savethelink.org: «Ένα διαδίκτυο χωρίς συνδέσμους είναι ένας κόσμος χωρίς δρόμους», είναι η μεταφορά που συμπυκνώνει την ουσία του άρθρου 13.


Δημήτρης Λάμπρης → instagram.com/dimlabris/

«Τα links είναι αυτά που μας δίνουν τη δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση στη μεγαλύτερη συλλογή ανθρώπινης γνώσεων και εμπειριών που έχει δει ποτέ ο κόσμος, με το πάτημα ενός κουμπιού». «Τα links είναι ασφαλή», αντιτείνουν οι υπέρμαχοι της Οδηγίας, όπως η «VG Media», η εταιρεία συλλογικής διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων των γερμανικών ΜΜΕ. Ούτε θα διασπαστεί το ίντερνετ, ούτε οι απλοί χρήστες θα διώκονται επειδή μοιράστηκαν ειδήσεις στο διαδίκτυο, διαβεβαιώνει. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι οι εκδότες θα έχουν δικαίωμα να ζητούν χρηματική αποζημίωση από τις εταιρείες που χρειάζονται άδεια για να χρησιμοποιούν το περιεχόμενο των ΜΜΕ, λέει η «VG Media». Όμως, με ποιους όρους θα εκχωρούν τα ΜΜΕ στους συναθροιστές (agggregators) άδειες χρήσης των συνδέσμων που οδηγούν στις ειδήσεις τους; Οι σκεπτικιστές εκτιμούν ότι όσοι δεν εκπροσωπούνται από ισχυρούς φορείς συλλογικής διαχείρισης, δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν άδειες, αφού οι πολυεθνικές του ίντερνετ θα επιδιώξουν συμφωνίες μόνο με μεγάλους μιντιιακούς οργανισμούς. Τα μικρά, ανεξάρτητα ΜΜΕ δεν θα θα μπορούν να εξασφαλίσουν τέτοιες άδειες, εκτός αν εκχωρούν (σχεδόν;) τζάμπα το περιεχόμενό τους στις πολυεθνικές. Όποιο ΜΜΕ δεν καταφέρει να κλείσει μια τέτοια συμφωνία δεν θα μπορεί να προβάλλει τις ειδήσεις του στους δημοφιλείς συναθροιστές, τις μηχανές αναζήτησης και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Και αυτά τα δύο είναι που σήμερα καθορίζουν σχεδόν απόλυτα την επισκεψιμότητα ενός site.

37


38 →

Μια εναλλακτική προσέγγιση στην πνευματική ιδιοκτησία & το «κοινό κτήμα» Οι υπάρχουσες νομοθεσίες περί πνευματικής ιδιοκτησίας στηρίζονται στη βασική ιδέα της ύπαρξης μια οντότητας (ατόμου ή εταιρείας) που παράγει έργα τα οποία χρήζουν προστασίας. Αυτή η μεμονωμένη οντότητα, όμως, είναι όλο και λιγότερο στο επίκεντρο καθώς η τεχνολογία και το διαδίκτυο αλλάζουν τον παγκόσμιο πολιτισμό. Στη θέση της αναδύονται όλο και πιο κομβικά, τα μοντέλα συνεργατικής παραγωγής και συν-δημιουργίας. Ο θεωρητικός Robert Merges (του Berkeley Center for Law & Technology) διακρίνει δύο κατηγορίες έργων που είναι αποτέλεσμα συλλογικής δημιουργικότητας: Τα «αμιγώς πρωτότυπα» (π.χ. ένα λήμμα στην Wikipedia) και τις «προσθήκες» σε προϋπάρχοντα έργα (προεκτάσεις που συνεισφέρουν οι παίκτες σε ένα online παιχνίδι ή οι προγραμματιστές σε ένα software κ.ο.κ.). Σε κάθε περίπτωση, τέτοια έργα έχουν κάτι κοινό: τη συλλογική δουλειά που απαιτεί η δημιουργία τους. Ο νομικός κόσμος καλείται σήμερα να προσαρμόσει τα συστήματα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας ώστε αυτά να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα που προκύπτουν από αυτή τη συλλογική δημιουργικότητα, όπως έκανε ως τώρα κυρίως για κάθε μεμονωμένο δημιουργό. Επιπλέον, καλείται να επαναπροσδιορίσει, με μια νέα οπτική, τι θα προστατεύεται από τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας και τι θα καταχωρηθεί ως «κοινό κτήμα» (public domain) και θα γίνει ελεύθερα διαθέσιμο. Καθώς αυξάνονται διαρκώς οι διαθέσιμες πληροφορίες και η γνώση, οι κοινωνίες πρέπει να ξανασκεφτούν τι είναι αυτό που δεν μπορεί να στερεί ο καθένας μας από τους υπόλοιπους. Πάνω σε αυτά τα ερωτήματα συγκρούονται διαφορετικές θεωρίες και προσεγγίσεις. Η επικρατέστερη θεωρία γύρω από την πνευματική ιδιοκτησία, βασίζεται στο έργο του John Locke, που ορίζει την προσωπική εργασία ως κριτήριο αναγνώρισης της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με αυτή, η γη και ό,τι υπάρχει πάνω της ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Αλλά όποιος επενδύσει τον προσωπικό του μόχθο για να αξιοποιήσει ένα κομμάτι της και να παράξει κάτι, μπορεί να το κάνει κτήμα του, στον βαθμό που δεν στερεί και από τους άλλους το δικαίωμα να πράξουν το ίδιο. Κατ’ επέκταση, αν κάποιος εργαστεί πάνω στην ιδιοκτησία ενός άλλου, αποκτά και ο ίδιος κάποια δικαιώματα ιδιοκτησίας στο προϊόν που θα προκύψει, τα οποία προσδιορίζονται από τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί. Αν στη θέση της γης βάλουμε απλουστευτικά, σήμερα, το ίντερνετ, τα πράγματα είναι πιο δυσδιάκριτα. Οι ίδιες οι υποδομές του ίντερνετ αλλά και πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό από


το περιεχόμενο που είναι ευρέως διαθέσιμο μέσω διαδικτύου, δεν μπορούν να διαχωριστούν πάντα εύκολα και να αποδοθούν στους δημιουργούς - ιδιοκτήτες τους. Σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς να πει ότι του ανήκει ένα κομμάτι προγραμματιστικού κώδικα που συνέγραψε, ένα meme που έφτιαξε και μοιράστηκε με τους φίλους του, μια πρόσμιξη εικόνας / βίντεο / κειμένου / είδησης που συνέθεσε στο Youtube, μια ανάλυση που διατύπωσε βασισμένος σε πληροφορίες που βρήκε από διάφορα sites; Αμέτρητοι χρήστες του διαδικτύου, που πιθανότατα δεν θα συναντηθούν ποτέ, συνεισφέρουν κάθε στιγμή στη δημιουργία, την ανάδειξη και τη διάδοση όλου αυτού του περιεχομένου, που σε διάφορα στάδια είναι εμπορεύσιμο, με διάφορους τρόπους. Και, ναι, δικαιούνται να αναγνωριστεί η συνεισφορά του καθενός τους. Ακόμη κι αν αυτό δεν γίνει με όρους προσδιορισμού ιδιοκτησίας ή αν δεν είναι διαχειριστικά εφικτό να εισπράξουν ευθέως αμοιβή για τον χρόνο και τον κόπο που έχουν συνεισφέρει, σίγουρα δεν είναι δίκαιο να παρακαμφθούν από μεσάζοντες ή τρίτους που μπορεί να οικειοποιηθούν τη δουλειά τους. Κι όμως, δυσανάλογο μέρος αυτού του διαδικτυακού πλούτου καταχωρείται ως ιδιοκτησία τρίτων ή περιχαρακώνεται πίσω από περιορισμούς πρόσβασης. Μια άλλη θεωρία, λιγότερο δημοφιλής και διαδεδομένη από εκείνη που έχει αφετηρία στον Τζον Λοκ, είναι αυτή που θέτει τα όρια της ιδιοκτησίας όχι με βάση τον προσωπικό μόχθο αλλά τον στόχο να επιτευχθεί μια δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία. Οι οπαδοί της δεν θεωρούν αναγκαία τη διατήρηση των περιορισμών που θέτουν τα σημερινά συστήματα περί copyright. Υποστηρίζουν την ιδέα μιας ενεργούς κοινωνίας πολιτών, με υψηλό βαθμό συμμετοχικότητας και ισότιμης πρόσβασης στη γνώση και τα αγαθά. Σε μια τέτοια κοινωνία ο χώρος που προσδιορίζεται ως «κοινό κτήμα» οφείλει να είναι πολύ ευρύς. Ενθαρρύνεται, ωστόσο, και η προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας (για λιγότερα χρόνια από αυτά που προβλέπονται σήμερα) στον βαθμό που δίνει κίνητρο στην προσωπική ή συλλογική δημιουργικότητα, η οποία θα είναι ανεξάρτητη από κρατικές χρηματοδοτήσεις, χορηγίες κλπ.Οι θεωρητικοί αυτής της προσέγγισης αντιμετωπίζουν ως προβληματική την κυρίαρχη αντίληψη περί πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς θεωρούν ότι τα έργα δεν μπορούν να διαχωρίζονται από την πολιτιστική κληρονομιά όπως αυτή περνάει από γενιά σε γενιά ή διαχέεται μέσα σε μια κοινωνία και συνολικά στην ανθρωπότητα. Αναγνωρίζουν μια δυναμική διαδικασία που απαιτεί ανοιχτές προσβάσεις και ελευθερία αναπροσαρμογής έργων που, με την σημερινή ισχύουσα αντίληψη, (μπορούν να) περικλείονται από περιορισμούς χρήσης και αναπαραγωγής, λόγω copyright. Θεωρούν, με λίγα λόγια, ότι η πολιτιστική κληρονομιά ανήκει σε κοινότητες και οι υπερβολικοί κανόνες περί πνευματικής ιδιοκτησίας, εμποδίζουν την διάχυση και την εξέλιξή της. Κι έτσι, η οπτική αλλάζει ανάλογα με το αν σκεφτόμαστε με όρους αγοράς ή, ευρύτερα, κοινωνίας.

39


40 →

Ιστορίες του κάτω κόσμου Χριστιάνα Σ.

Ο

πρώτος ήλιος του Γενάρη καρφωνόταν κατακόρυφα με τις θαμπές γλυκάδες του χειμώνα να ξεγλιστρούν από μια σχάρα στο ταβάνι. Υδρατμοί αγκάλιαζαν, σαν το χάδι κάποιου αγαπημένου, τα οκνηρά σώματα που καταβυθίζονταν κουκουλωμένα στις κουβέρτες. Οι κουκέτες επέπλεαν από τις παρυφές του ύπνου μέχρι τις όχθες του Γάγγη, όπου οι γυναίκες με τα εβένινα μαλλιά από το Μπανγκλαντές, έτριβαν τα ασπρόρουχα με την τρυφεράδα που θωπεύει μια μάνα το παιδί της. Το ευγενικό γέλιο τους, αντηχούσε σαν μια αγέλη από αντιλόπες που διέσχιζε τις Αλλούβιες πεδιάδες ανάμεσα σε βαθυκύανους ουρανούς και αγρούς με ψηλά σιτάρια. Αρώματα από κίτρο και πικραμύγδαλο αναδύονταν από τους κουβάδες και τις σφουγγαρίστρες που πήγαιναν πέρα δώθε σε μια διαβολική χορογραφία. Εγώ, ξαπλωμένη ακόμα, χασμουριόμουν, με το ένα χέρι να σωριαζεται στο πάτωμα σαν ψόφιο ψάρι, και ψηλαφώντας τους αρμούς πάνω στα κρύα μάρμαρα, μουρμούριζα τον ρυθμό από ένα ανατολίτικο τραγούδι που έπαιζε στο ραδιοφωνάκι της Φαρντούς από την Τεχεράνη. Τσιφτετέλι, αλλά πιο αργό και βαρύ, σαν μοιρολόι ή σαν εμβατήριο. Απ’ τον ρυθμό και μόνο, καταλάβαινες πως οι στίχοι ήταν εντελώς διαφορετικοί από την ελληνική μουσική, σα να υμνούσαν την ταπεινότητα, την πρόσκαιρη κι επισφαλή φύση του ατόμου, σε σχέση με την ιστορία και τον κόσμο. Κάπου κάπου, μπέρδευα λίγο τον ρυθμό με το «Ήρωες, άπαρτα βουνά», παρ’ όλ’ αυτά, έδινα ένα τέμπο στο έργο που επιτελούσαν τα υπόλοιπα κορίτσια, σκεπτόμενη πως «ακόμα κι εδώ, αυτός ο γαμημένος καταμερισμός της εργασίας παραμένει ακλόνητος».

H Αν από την Κίνα, περπατούσε στις μύτες των ποδιών αθόρυβα, τεντώνοντας τα δάχτυλα, με την πετσέτα στο κεφάλι σαν σφήκα, και κρατώντας άλλη μία γύρω απ’ το σώμα της, προσεκτικά - προσεκτικά, καθάριζε τις ντουζιέρες. Μετά φορούσε την πράσινη φούστα της, με το επιβλητικό φαραωνικό μακιγιάζ και φτερά παγωνιού στ’ αυτιά. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, σαν μια μικρή μαύρη κουκκίδα έτοιμη να εκραγεί. Η Τσισάνα από την Γεωργία, γύρω στα 50, νταρντάνα με αγέρωχο βλέμμα, έκλεινε πια αρκετούς μήνες εκεί. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά, μιας και ζούσε πολλά χρόνια στο νησί, κάνοντας κυρίως αγροτικές εργασίες. Κατά τη διάρκεια της μέρας αναζητούσε πάντα συμπαίκτη για χαρτιά. Αν και τα υπόλοιπα κορίτσια δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό της, παρόλο δηλαδή που το έβλεπαν σαν αγγαρεία, στο τέλος της έκαναν το χατίρι. Καθώς μοίραζε την τράπουλα, σαν ταχυδακτυλουργός σε επαρχιώτικο πανηγύρι, σε κοίταζε κατάματα με τα πρασινωπά της μάτια, που έμοιαζαν με ξεθωριασμένες ακουαρέλες, λες και ήθελε να σε μεταφέρει στο χωροχρόνο της ιστορίας που επρόκειτο να αφηγηθεί. Ένα ξεδοντιασμένο μειδίαμα άρχιζε να ξεπροβάλλει δειλά δειλά και τα μάτια της έπαιρναν ολοένα και πιο ζωηρό χρώμα με την κορύφωση της ιστορίας της. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό της, βαθιές σαν σκαλιστές πριμιτιβιστικές φιγούρες, άρχιζαν κι αυτές να χορεύουν, μαζί με τον ρυθμό των λέξεων. Περιγράφοντας, με μια ανέμελη ακρίβεια, τη ζωή της στο χωριό, μου μιλούσε ώρες ατελείωτες για τις πατάτες. Τη γεύση, την υφή, το χρώμα και το σχήμα τους. Τις άγριες και τις εξημερωμένες. Έμαθα επίσης ότι οι πατάτες μπορούν να έχουν χρώμα λευκό, κίτρινο, ροζ, κόκκινο, μωβ ή ακόμη και μπλε, αλλά και για την συγκομιδή πατάτας την άνοιξη, όταν οι


ιστορίες & καταγραφές

κόνδυλοι ωριμάσουν και ότι τα χέρια γίνονται κέρινα από την τριβή με το πατατόφτυαρο και ότι το καρπερό πορφυρό κυπριακό χώμα από τους βλαστούς, γίνεται σάρκα απ’ την σάρκα σου. Σε μια άλλη παρτίδα, μου έλεγε για τον αγαπημένο της, και ξαφνικά η φωνή της σαν μεστωμενη με μέλι, ηχούσε στο σκοτεινό δωμάτιο, οι ρυτίδες γίνονταν πιο απαλές σαν υδατογραφίες και η όψη της γαλήνευε σαν την Παναγιά της Γουαδελούπης. Είχαν γνωριστεί τους τελευταίους μήνες, όσο καιρό έμενε εκεί, στην εκκλησία. Μου εξήγησε ενοχικά (μιας και την κατάλαβε τη φάση μου) ότι δεν είναι ιδιαίτερα θρήσκα, αλλά ότι ο εκκλησιασμός αποτελούσε μια κάποια έξοδο, μια αφορμή για κοινωνικότητα. Κάτι να περιμένεις τελοσπάντων. Να βάψει τα μαλλιά, να κόψει τα νύχια των ποδιών, να φορέσει τα καλά της ρούχα και την λεπτή χρυσή της καδένα στο χέρι. Με τον αγαπημένο της δεν είχαν μιλήσει ποτέ από κοντά, παρά μόνο αντάλλασαν βλέμματα και χαμόγελα την ώρα της λειτουργίας. Λίγο καιρό αργότερα, μέσω κοινών γνωστών αντάλλαξαν τηλέφωνα και άρχισαν να τα λένε τηλεφωνικώς σχεδόν κάθε μέρα, για όση ώρα τους επιτρεπόταν. Αποφάσισαν να αρραβωνιαστούν και να ζήσουν μαζί μια μέρα στο χωριό και να πάρουν ένα δικό τους χωράφι, να φυτέψουν πατάτες. Τότε ξαφνικά οι συσπάσεις στα πόδια της και οι δυνατοί πόνοι από την ακινησία, διεκοψαν την παρτίδα μας, μαζί και την ιστορία της. Χλώμιασε και τα πρασινωπά της μάτια ξεθώριασαν και οι ρυτίδες βάθυναν και πάλι. Σήκωσε τη φούστα και μου έδειξε τα πόδια της που ήταν πρησμένα με μια μωβ απόχρωση, σαν μελιτζάνες. Η Ράβι από την Ινδία, καθόταν τις περισσότερες ώρες μόνη σε μια γωνιά και χάζευε περιοδικά. Το γεγονός ότι δεν μιλούσε ούτε

ελληνικά ούτε αγγλικά, πέρα από μερικές λέξεις, δυσχέραινε πολύ την επικοινωνία μας. Φαινόταν πολύ ντροπαλή και γενικά δεν συμμετείχε σε κοινές δραστηριότητες ή συζητήσεις. Πολλές φορές όταν άλλαζε ρούχα στο δωμάτιο, με έβαζε να κλείνω τα μάτια μου με τα χέρια και κρυφογελούσε αμήχανα, καθώς εγώ περίμενα υπομονετικά. Κάποιες μέρες την επισκέπτονταν οι μεγαλύτεροι αδελφοί της, τρεις κομψοί άντρες με λαμπερά πράσινα μάτια και τουρμπάνι στο κεφάλι, που την εφοδίαζαν με γλυκά και περιοδικά, φέρνοντάς μου στο νου τους τρεις μάγους που προσέφεραν δώρα στο θείο βρέφος. Πλημμύριζε από περηφάνεια και χαρά μόλις τους έβλεπε, αλλά όταν έφευγαν, έκλαιγε με λυγμούς, σαν παιδί που το εγκαταλείπει η μητέρα του. Μια μέρα, την πλησίασα και της ζήτησα να μου δείξει το περιοδικό που κρατούσε. Το περιοδικό απεικόνιζε πανέμορφα κορίτσια, και τότε εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία να της πιάσω κουβέντα, ρωτώντας την αν κατάγονταν από τη χώρα της, ερώτηση που συνοδευόταν από μια γκάμα ευφάνταστων χειρονομιών, καθώς ταυτόχρονα, χέρια και πόδια συντονίζονταν με ήχους περίεργους. Μάτια που γούρλωναν, μάτια που μιλούσαν και επεξηγηματικές σιωπές, συνεπικουρούσαν στην επικοινωνιακή μας παλέτα. Γενικά θα πρεπει να φάνταζα λίγο σαν κλόουν στα μάτια της Ράβι. Μ’αυτά και μ’αυτά, μου είπε ότι κάποια από τα μοντέλα ήταν από το Πακιστάν, κι άλλα από την Ινδία. Της είπα ότι είναι πολύ όμορφη και τότε τα μάτια της άστραψαν και χαμογέλασε ανταπόδίδοντάς μου το κομπλιμέντο. Την ίδια στιγμή άρχισε να γυρίζει τις σελίδες με ενθουσιασμό και να μου λέει Ίντιαν, Πακιστάνι, Πακιστάνι, Ίντιαν, Ίντιαν, και τότε μου δείχνει με το δάχτυλό της τα μοντέλα καλώντας με να μαντέψω την καταγωγή τους, κι έτσι επιδοθήκαμε σε ένα αυθόρμητο

41


42 → παιχνίδι φυσιογνωμικής. Εγώ στα περισσότερα έπεφτα μέσα, κι όταν έκανα λάθος η Ράβι με νουθετούσε με έναν χαριτωμένο τρόπο, που θύμιζε κοριτσάκια που μαλώνουν τις κούκλες τους, και γελούσαμε καθώς τρώγαμε σοκολατάκια με νιφάδες καρύδας που μου έφερναν οι επισκέπτες μου (πάλι καλά που δεν μου έφερναν γλάστρες να λες). Η Ελένα πιο δίπλα, έπλεκε πολύχρωμα παπουτσάκια για το νεογέννητο εγγονάκι της. Την προηγούμενη είχε αποπειραθεί να κρεμαστεί με ένα σεντόνι κι από τότε ένας παγωμένος αέρας βαρύς, με την βραχνή υποψία του θανάτου, έκανε το δωμάτιο ολοένα και πιο ασφυκτικό. Όταν επέστρεψε από το νοσοκομείο το πρόσωπό της ήταν ακόμα πρησμένο σαν βατράχι και διακρίνονταν έντονα τα σημάδια στο λαιμό της. Είχα προσέξει ότι από τότε τα κορίτσια την απέφευγαν διακριτικά, μη τυχόν και τους παρασύρει σε σκοτεινές σκέψεις, λες και ήταν μεταδοτικό. Μια μέρα, καθώς ψήναμε καφέ, έβγαλε από έναν πλεκτό φάκελο, φωτογραφίες της κόρης της και μου τις έδειχνε καθώς στο στόμα της σχηματιζόταν ένα ευγενικό χαμόγελο και οι ρώγες των δακτύλων της χάιδευαν τις φωτογραφίες με αγάπη. Κάποια στιγμή με κοίταξε και μου είπε με ύφος απολογητικό, «αγαπάω πολύ την κόρη μου και θέλω να μεγαλώσω το εγγονάκι μου, αλλά κατουριόμουν τόσο πολύ, και χτυπούσα για πολλή ώρα και δεν ερχόταν κανείς να μου ανοίξει να πάω στην τουαλέτα. Δεν ήθελα να με δει κανείς έτσι, κατουρημένη», και ξέσπασε σε λυγμούς. Της είπα ότι καταλαβαίνω, και τότε τα σοκολατάκια έκαναν και πάλι το θαύμα τους, και βάλαμε ν’ ακούσουμε σε επανάληψη το ‘La Vie En Rose’ της Εντίθ Πιάφ, που ήταν το αγαπημένο της, μέχρι που μας πήρε ο ύπνος στις καρέκλες. Ενα κυριακάτικο πρωινό η Τσισάνα δεν μπορούσε να βρει πουθενά τα ρούχα της. Είχε φάει τον κόσμο και έτρεχε σαν τρελή αλαλάζοντας σε όλο το δωμάτιο με την λευκή νυχτικιά της, ανοίγοντας συρτάρια και ντουλάπες. Κάποια στιγμή τρέχει στην κουζίνα, όπου τα υπόλοιπα κορίτσια πήγαιναν να πάρουν το πρωινό τους. Ψωμί με μαρμελάδα πορτοκάλι, βούτυρο, χαλούμι, δύο αυγά, καφέ και τσάι (αν και όλα είχαν τη ίδια γεύση από σίδερο). Εγώ κάθισα στο τραπέζι και, με βλέμμα ατάραχο, μασούλαγα μια φέτα ψωμί και ρουφώντας με θόρυβο τον ζεστό καφέ μου, διάβαζα το ‘Πατέρες και Παιδιά’ του Τουργκένιεφ. Μπαίνοντας, αντικρίζει ένα χάρτινο ομοίωμα, φτιαγμένο από Papier Mache και κρεμάστρες, το οποίο φορούσε τα ρούχα και το σουτιέν της, με δύο πατάτες μέσα για στήριξη, και μια τράπουλα ανοιγμένη στο μανίκι. Ξεράθηκε στα γέλια και τα μάτια της σπινθίριζαν. Απ’ τα δυνατά γέλια, έτρεξαν και τα υπόλοιπα κορίτσια πανικόβλητα. Η Αν, η Φαρντούς, η Ελένα, η Ράβι τα κορίτσια από το Πακιστάν, την Αφρική, τον Ιράν και τις Φιλιππίνες. Στην όψη του χάρτινου ομοιώματος της Τσισάνα να παίζει χαρτιά, ξεκαρδιστήκαμε όλες μαζί στα γέλια, κι εκείνη κλαίγοντας απ’ τα γέλια με κυνηγούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο, με μια τυλιγμένη εφημερίδα στο χέρι.


Τότε ξαφνικά μπαίνει η δεσμοφύλακας να ελέγξει τι συμβαίνει και ερχόμενη αντιμέτωπη με το ομοίωμα, άρχισε να κρυφογελάει. Τότε ευθύς το αποσυναρμολογήσαμε. Επέστρεψα τα ρούχα στην Τσισάνα, τοποθέτησα τις πατάτες στο καλάθι τους, και συνεχίσαμε να τρώμε το πρωινό μας, παίρνοντας ύφος αυστηρά απασχολήμενο. Η Τσισάνα πήγε να ετοιμαστεί για την πρωτοχρονιάτικη θεία λειτουργία. Ξημέρωνε η πρώτη μέρα του χρόνου. Γενάρης 2009, Κρατητήρια Λακατάμιας Λευκωσία

Πάνος Λαμπράκης → www.panoslambrakis.com

*Τα κρατητήρια Λακατάμιας βρίσκονται στην περιοχή της Λακατάμιας που αποτελεί προάστιο της Λευκωσίας στην Κύπρο. Οι πληθυσμός των κρατουμένων αποτελείται κυρίως από μετανάστες που βρίσκονται υπό απέλαση, μερικοί εκ των οποίων παραμένουν έγκλειστοι για πολλούς μήνες (ακόμα και χρόνια) λόγω εκκρεμών υποθέσεων, παρά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα κρατητήρια δεν προσφέρονται για μακροχρόνια κράτηση. Δεν υπάρχει χώρος προαυλισμού και οι κρατούμενοι όλο το εικοσιτετράωρο βρίσκονται κλεισμένοι σε δωμάτια-κελιά, παρουσιάζοντας έντονους πόνους στη μέση, τα γόνατα και τις αρθρώσεις λόγω ακινησίας, ενώ τα πρόσωπά τους είναι άτονα και χλωμά, καθώς δεν τους βλέπει ποτέ το φως του ήλιου. Επίσης δεν υπάρχει ειδικά διαμορφωμένος χώρος επισκέψεων και οι κρατούμενοι υποχρεώνονται να φορούν χειροπέδες όταν δέχονται επισκέψεις. Πέραν τούτου, τα κελιά είναι υπόγεια χωρίς παράθυρα και δημιουργείται αποπνικτική ατμόσφαιρα λόγω καπνίσματος.

43


44 →

blogs

Η γενιά μου; Ναταλί Φύτρου → universo2666.blogspot.com

«Εάν η Επιστημονική φαντασία μοιάζει να έχει κηρύξει πτώχευση, αυτό συμβαίνει γιατί το μέλλον έχει απαχθεί ληστρικά στον Κυβερνοχώρο- κι εμείς είμαστε ακόμη κολλημένοι στον 19ο αιώνα. […] Και το παρελθόν είναι ενδιαφέρον γιατί πάντοτε αλλάζει, ενώ το μέλλον (τουλάχιστον το μέλλον του Ενός Κόσμου του Κεφαλαίου) είναι βαρετό γιατί είναι θνησιγενές, βαρετό, ποτέ δεν αλλάζει. Αυτό το παρελθόν στο οποίο κατοικούμε είναι άγνωστο, αχαρτογράφητο, ανεξερεύνητο. Το καθήκον μας έγκειται σε ένα είδος αποδημίας μες στην υφή του χρόνου, προς αναζήτηση του χώρου που μας αρνήθηκαν.» Peter Laborn Wilson


«Μας έλαχε να είμαστε αυτή η γενιά.» «Η γενιά της κρίσης.» «Δεν μπορείτε να καταλάβετε τη γενιά μας.» «Για τη γενιά μας τα πράγματα είναι διαφορετικά.» «Μας πρήξατε με τη γενιά σας.» «Κι εμείς ήμασταν μια γενιά, δεν κάναμε έτσι όμως.» Από το 2007, όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, ακούω να μιλάνε για τη «γενιά μας». Νωπές ακόμα οι φοιτητικές κινητοποιήσεις της διετίας 2006-07, σύντομα θα έσκαγε η εξέγερση του Δεκέμβρη, ήταν διάχυτο ένα αίσθημα πως εμείς θα ζούσαμε διαφορετικά. Και μετά ήρθε η κρίση: απολύσεις, ανεργία, αφεντικά που δεν πληρώνουν, μετανάστευση για ένα μεγάλο κομμάτι, επιστροφή στους τόπους καταγωγής για ένα μικρότερο, άγχος, κατάθλιψη, αβεβαιότητα. Οι κοινωνικοί αγώνες της περιόδου μάχονται ενάντια σε αυτήν την κατάσταση. Οι πλατείες του ‘11, οι συνελεύσεις γειτονιάς στη συνέχεια, οι μεγάλες απεργίες και καταλήψεις δρουν αντίστροφα από τη γενικότερη μιζέρια. Υπάρχει ακόμα κόσμος -και είναι πολύς- που πιστεύει ότι μπορούμε να νικήσουμε. Γίνονται πράγματα που τα σκεφτόμαστε πια και συνειδητοποιούμε πόσο τρελά ήταν και πόσο αδιανόητα φαίνονται ήδη σήμερα, λίγα χρόνια μετά. Τα τελευταία χρόνια έχουμε επανέλθει στην κανονικότητα και πολύ βίαια μάλιστα. Ομαλότητα με κάθε κόστος· με άνοδο της ακροδεξιάς, με στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την Ελλάδα, με απαξίωση της εργατικής δύναμης, με εμπέδωση της ήττας. Σε κάθε συζήτηση τα τελευταία χρόνια που αναμετράται με όλο αυτό, θα υπάρξει και μια αναφορά στη «γενιά». Άλλοι νοσταλγικά «τι κάναμε τότε», άλλοι με προβληματισμό «Άραγε, τι απέγιναν όλοι αυτοί; Τότε ξέραμε ότι είχαμε δίκιο. Κι επειδή το ξέραμε τρώγαμε και χημικά και ξύλο.» Προς τους μεγαλύτερους είθισται να λέγεται το εξής: «Όσο καλές προθέσεις και αν έχει, η γενιά σας δεν μπορεί να καταλάβει τη δική μας.» Για χρόνια μεγαλώσαμε ακούγοντας τι έκαναν οι προηγούμενοι, συζητώντας για εποχές που δεν ζήσαμε, με θυμάμαι χαρακτηριστικά να λέω ότι θα ήθελα να έχω ζήσει στα 60s ώστε, μέσα στ’ άλλα, να ζήσω το Μάη του ‘68. Με θυμάμαι λίγα χρόνια μετά να διαβάζω το κείμενο του βυτίου που έλεγε «Δεν ήμουν φτιαγμένος γι’ αυτό. […] Ήμουν φτιαγμένος να γνωρίσω τη

δυστυχία του κόσμου ως μυθιστόρημα, κακιά ανάμνηση, μελαγχολική ταινία και δυσπρόφερτο πετίσιον». Μεγαλώσαμε αναρωτώμενοι «Τι απέγινε η γενιά του Πολυτεχνείου/ ο αριστερισμός των ‘70s/ η αναρχία των ‘80s». Βλέπαμε ντοκιμαντέρ για τους χίπηδες και το Γούντστοκ, γι’ αυτούς που διέσχιζαν τον Ατλαντικό για να έρθουν στα Μάταλα ή τον Ειρηνικό για να πάνε στη Γκόα. Αυτούς που έλαβαν μέρος στο «Γερμανικό Φθινόπωρο» ή το πολύμορφο ιταλικό πείραμα της δεκαετίας του ‘70. Πώς επέστρεφαν άραγε στην κανονικότητα αυτοί οι άνθρωποι μετά; Πώς συνέχιζαν να ζουν μετά από όσα είχαν βιώσει; Έτσι κι εμείς, από το «είμαστε εικόνα από το μέλλον», πώς ζούμε πια; Τις προάλλες, πήγα σε μια προβολή ενός ντοκιμαντέρ για τους Εβραίους στον ΕΛΑΣ. Μιλούσαν για τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης με καμάρι, θυμάμαι έναν να λέει «Πάνω απ’ όλα υπήρχε η συντροφικότητα». Όλοι αναδείκνυαν πως στο βουνό εξαλείφονταν οι όποιες διαφορές τους με τους υπόλοιπους και τόνιζαν την ύπαρξη της συλλογικότητας. Επίσης, για τους περισσότερους ήταν τα σημαντικότερά τους χρόνια. Ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός που είχε επιμεληθεί το εν λόγω ντοκιμαντέρ, μας είπε ότι οι πιο πολλοί από αυτούς, δεν είχαν μιλήσει ποτέ κι όταν η ερευνητική ομάδα τους πλησίασε, οι περισσότεροι είπαν το εξής: «Μα καλά, από εμάς θέλετε να πάρετε συνέντευξη; Εμείς δεν ήμασταν στο Άουσβιτς.» Ένας παππούς στο τέλος λέει «ούτε που ξέρω σε ποιο κρεματόριο θα είχα καταλήξει αν δεν είχα βγει στο βουνό». Αναρωτήθηκα αν εν τέλει αυτό είναι που νοσταλγούμε κι εμείς· την έννοια της συλλογικότητας που έκανε ξαφνικά αισθητή την παρουσία της τα προηγούμενα χρόνια και που χάθηκε πια. Σε αντίθεση με τότε, οι μεγάλες οργανώσεις και οι μαζικοί φορείς βρέθηκαν ανέτοιμοι μπροστά σε ό,τι ήρθε. Οι ατομικότητες εμφανίστηκαν στο προσκήνιο, αλλά θεωρώντας εαυτούς σαν κομμάτια μιας μεγαλύτερης οντότητας. Αναρωτιέμαι αν ακουγόμαστε σαν μεγάλοι άνθρωποι που αναπολούν τα χρόνια που ήταν νέοι, ενώ είμαστε γύρω στα τριάντα. Ένα απόγευμα που τα πίναμε με τον Σ. και είχαμε πιάσει μια αντίστοιχη κουβέντα, μου είπε «Δεν μπορεί να κάνει κανείς μονίμως μπάχαλα. Κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να ζήσει με τις αναμνήσεις τους». Για μέρες μετά σκεφτόμουν αν

45


46 → έχουμε ήδη αρχίσει να ζούμε έτσι. Αν δεν είμαστε παρά μοναχικότητες που προσπαθούν να θυμηθούν μια κάποια αναπαράσταση συλλογικότητας. Πριν δύο εβδομάδες, διάβασα αυτό το άρθρο του Γκιγιέμ Μαρτίνες με τίτλο “Σχετικά με τη γενιά μου” και αναφέρεται μάλλον στη γενιά των γονιών μας. Μεταφράζω: Την πρώτη φορά που μας είδα, όλα ήταν σκοτεινά. Μυρίζαμε καραμέλα και καθαρό δέρμα. Στην οθόνη βλέπαμε τη μακρινή Ινδία, ένας κακός μαχαραγιάς και κάποια παιδιά, καταδικασμένα να δουλεύουν σ’ ένα ορυχείο, που έκαναν ανταρσία. Όλα είχαν χαθεί γι’ αυτά αλλά, την τελευταία στιγμή, έρχονταν οι καλοί και τα έσωζαν. Τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή, όλος ο κινηματογράφος, όλοι εμείς, αρχίσαμε να χειροκροτούμε και να φωνάζουμε τη λέξη μπράβο. Ήταν ένα μπράβο με πολλά γράμματα. Ακουγόταν σαν μπράάάάάάάβο. Το φωνάξαμε με όλη μας τη δύναμη. Εκείνο το παράξενο μπράβο δεν έμοιαζε απλά με τη λέξη μπράβο, αλλά με κάτι ακόμα πιο πλατύ και ανησυχητικό. Ήταν το καλό. Το απόλυτο καλό. Τα μικροσκοπικά μας χέρια χειροκροτούσαν. Ήταν τόσο μικρά που ο ήχος καθενός από εμάς ήταν σαν το σπινθήρισμα της βροχής όταν τελειώνει το καλοκαίρι, και παρουσιάζεται με τεράστιες σταγόνες, που ανατινάζονται κόντρα στον ύπνο. Όλοι μαζί σχηματίζαμε, συνεπώς, μια καταιγίδα που ποτέ δεν είχα φανταστεί. Θυμάμαι πως όλο τούτο με συγκίνησε μέχρι ενθουσιασμού. Ακόμα μ’ ενθουσιάζει τόση αγνότητα και καλοσύνη. Υπήρχαμε. Ήμασταν εμείς. Ήμασταν καλοί, σαν τα παιδιά που δραπέτευαν από το ορυχείο. Κατέληγε αδύνατο να μη σκεφτείς ότι, κάποια μέρα, επίσης θα δραπετεύαμε. Δεν τους έχω ξαναδεί. Κατά καιρούς έχω πέσει πάνω σε κάποιον από εμάς, στη δουλειά. Μα κοιταζόμαστε σαν τα παιδιά όταν βρίσκονταν στο ορυχείο. Στα διαλείμματα, κάναμε πλάκα. Ή κάτι παρόμοιο. Κατά καιρούς έχω πέσει πάνω σε κάποια από εμάς. Στη δουλειά, ή σε κάποιο δωμάτιο. Με το που χωρίζαμε, το βλέμμα μας ήταν αυτό του ορυχείου. Ήμασταν εκατοντάδες. Τι να έχουμε απογίνει; Θυμάμαι τις φωνές μας, τα χειροκροτήματά μας με μπράτσα χωρίς μύες. Στο σκοτάδι μάς φαντάζομαι, τα πρόσωπά μας παθιασμένα, να

χειροκροτούν, να φωνάζουν. Πρόκειται για πρόσωπα κι εκφράσεις που, όσα λένε, δεν τα έχω ξαναδεί. Ίσως δεν δραπετεύσαμε από τ’ ορυχείο. Ίσως δεν ήρθαν οι καλοί την τελευταία στιγμή. «Δεν υπάρχει πλέον γλώσσα για την κοινή εμπειρία» λέει η Αόρατη Επιτροπή σ’ένα κείμενο του 2007. Έτσι κι εμείς, βρισκόμαστε τυχαία σε συνεντεύξεις για δουλειά, κοιτιόμαστε δειλά, πάμε για καφέδες μετά, μιλάμε για το τότε, λες και ήταν 100 χρόνια πριν, λέμε για τα τωρινά μας προβλήματα, και για καταστάσεις που ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα αντιμετωπίζαμε, λέμε «ποιος θα το ‘λεγε» και αγχωνόμαστε μήπως έχουμε γίνει οι γονείς μας. Aποχαιρετιζόμαστε και η ζωή συνεχίζεται. «Το μόνο μέλλον μιας γενιάς είναι το να είναι η προηγούμενη, σε ένα δρόμο που πάντα οδηγεί στο νεκροταφείο». Ανεβάζουμε καθημερινά μια παράσταση προσποιούμενοι ότι αποτελούμε μέρος ενός ευρύτερου όλου, ενώ στην πραγματικότητα δυσφορούμε κι απαιτούμε τον πολλαπλασιασμό των μοναχικών Εγώ μας. Η μόνη συλλογικότητα που μας ενέχει είναι αυτή της απουσίας κάθε πραγματικού δεσμού. Όσο περισσότερο δυναμώνουν τα ουρλιαχτά γι’ αυτή τη χαμένη γενιά, τόσο περισσότερο φαίνεται πως κανείς δεν πιστεύει πια σε αυτή. Αλλά είμαστε ακόμα εδώ. Πηγές: 1) Peter Laborn Wilson, O Marx και ο Proudhon δραπετεύουν από τον 19ο αιώνα, μετάφρ. Μαριάνα Λεμπρέν, futura, Αθήνα 2009 2) Αόρατη Επιτροπή, Η εξέγερση που έρχετα ι, μετάφρ. Σωτήρης Γιαννέλης, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 3) Το βυτίο, Δεν ήμουν 4) Guillem Martínez, Sobre mi generación


Barba Dee → instagram.com/barba.dee/

47


48 →

Αντίρροπες παρατηρήσεις ToSofoPaidi → tosofopaidi.weebly.com

/ μετρό Δύο κυρίες, ξεπερασμένα 70 τα χρόνια, από καιρό , γραμμή 2 του μετρό από τα νότια προς κέντρο. Η μία με περιποιημένο μαλλί και γυαλιά ηλίου, σε στυλ μια παλαιότερης εποχής, ελαφρώς νεότερη από τις δύο, αλλά πιο γερασμένη στις κινήσεις και την όψη. Κάθεται, έχοντας τοποθετήσει και τα δυο της χέρια στην κορυφή μιας μαγκούρας και μιλάει δυνατά. Η άλλη είναι πιο φτωχά ντυμένη, με μια κακοβαλμένη μαύρη φούστα, λευκό πουκάμισο, γκρίζο το μαλλί, αλλά συνολικά πιο ζωντανή, πιο τσαχπίνα από την φίλη της. Στέκεται όρθια, ακριβώς πίσω της και κρατιέται με τα δυο της χέρια από την κολώνα, στο πίσω μέρος του καθίσματος, απαντώντας στην φίλη της. Μιλάνε η μία στην άλλη χωρίς να κοιτιούνται, κάτι φαίνεται να κουτσομπολεύουν για κάποιο τρίτο πρόσωπο που δεν βρίσκεται μαζί τους και χασκογελούν. Μερικές στάσεις μετά, το παρεάκι πρέπει να σπάσει. Η τσαχπίνα κυρία κατεβαίνει μια στάση νωρίτερα από την φίλη της και της λέει αντίο, αρκετή ώρα πριν ο συρμός φτάσει στον προορισμό του. Λίγα δευτερόλεπτα μετά και καθώς το μετρό μπαίνει στην πλατφόρμα του σταθμού προορισμού, ένα δεύτερο αντίο ακούγεται από την κυρία-τσαχπίνα, με την απάντηση αυτή την φορά να είναι κάπως πιο βαριεστημένη. Μόλις οι πόρτες του βαγονιού ανοίγουν, ένα τρίτο αντίο και ένα πονηρό χτύπημα στον ώμο για να μην υπάρξει απάντηση, παρά αρκετά δευτερόλεπτα αργότερα, περισσότερο προς τον ίδιο της τον εαυτό, παρά προς την φίλη της που ήδη βρισκόταν μέτρα μακρύτερα.

blogs


/ θέατρο

/ αντί-

Κέντρο Πειραιά, η παράσταση έχει μόλις τελειώσει. Το θέατρο ήταν σχεδόν γεμάτο και ο κόσμος πλημμυρίζει την έξοδο. Άλλοι ανάβουν τσιγάρο με το που βγαίνουν στο πλατύσκαλο, άλλοι διαλέγουν κάποιο χαμηλότερο σκαλοπάτι στα πλάγια της εισόδου και κάθονται με την παρέα τους για να συζητήσουν αυτό που μόλις έχουν δει. Υπάρχουν κι εκείνες κι εκείνοι που προτιμούν την άπλα της πλατείας, που ξανοίγεται μπροστά στο θέατρο, μια μικρή παύση πριν πάρουν τον δρόμο της αναχώρησης. Ανάμεσα τους, μια παρουσία που δεν ταιριάζει στο συγκεντρωμένο σύνολο. Φοράει φόρμα με το έμβλημα ποδοσφαιρικής ομάδας, μια μαύρη αθλητική ζακέτα από πάνω, τζόκεϊ με την στάμπα της ίδιας ομάδας. Στα χέρια κρατάει ένα μάτσο κλειδιά το οποίο παίζει μηχανικά κι αυτό κάνει αρκετό θόρυβο, ώστε να μην αποφύγεις να γυρίσεις το βλέμμα και να τον κοιτάξεις. Μοιάζει να το επιδιώκει με κάποιον τρόπο. Ο ίδιος στέκεται αντίθετα στον κόσμο, με το πρόσωπο στο θέατρο, βλέμμα αόριστο αλλά επιθετικό. Σα να σκανάρει τις φάτσες όσων βγαίνουμε, με ύφος που δεν παραπέμπει σε έναν απλό, αθώο παρατηρητή. Η πλειοψηφία των συνθημάτων στους γύρω τοίχους δίνει την απάντηση: ένας φασίστας που κόβει κίνηση, πρόσωπα και, ποιος ξέρει, ίσως δίνει σήμα σε άλλους που πιθανόν να στήνουν ενέδρα σε κάποιο κοντινό στενό. Ίσως αναζητά γνωστά πρόσωπα, στοχοποιημένα, ίσως κάποιο t-shirt με κανένα αλφάδι, κάποιο αντιφασιστικό σύνθημα ή τον Τσε Γκεβάρα σε στάμπα.

ζωή αντί θανάτου / πονηριά αντί σαπίλας / χαμόγελο αντί μίσους / ένα χτύπημα στην πλάτη γι’ αντίο αντί ενός πιθανού δειλού χτυπήματος σε κάποιο σκοτεινό στενό

/ και μετά; Ποτέ κανείς δεν υποστήριξε πως η ζωή είναι γραμμική, πως ο θάνατος έρχεται με τα χρόνια και η απαξία της ζωής, πριν τα κύτταρα πιάσουν να γερνάνε. Οι ποιητές δεν μας κορόιδεψαν, μας περιέγραψαν όμως μόνο την άνοιξη και το καλοκαίρι και άφησαν σε μας, τους αναγνώστες τους, το δύσκολο έργο να τα βγάλουμε πέρα με τον χειμώνα. Σε κάθε ασχήμια να αντιστοιχεί μια ομορφιά, σε κάθε γκρίζο και λίγο χρώμα. Μόνο έτσι θα βγει. Δεν είπε κανείς ποτέ πως θα ‘ναι εύκολο, μα δεν μας το ‘χαν πάντα σίγουρο πως θα προσπαθούσαμε.

49


50 →

αμαλία λάιου → issuu.com/snolkid

μετωπική σύγκρουση της όρασης περνάει η τροχαία από το μυαλό μας· δεν έχουμε δίπλωμα και τα βρίσκουμε μεταξύ μας.


αμαλία λάιου → issuu.com/snolkid

Η επιθυμία στις ανθρώπινες διαδράσεις Στ’ αλήθεια λειτουργεί όπως στην σχέση μας με το φαΐ στην παιδική ηλικία. * Το λένε όλοι (οι μεγάλοι) και (σοβαρές) μπροσούρες διατροφολογίας: οι φακές σού κάνουν σίγουρα καλό. Μα υπάρχουν μέρες, που μετά το 6ωρο, λαχταράς κοτόπουλο με πατάτες (μια ελάχιστη λιχουδιά, τέλος πάντων)· με τέτοιο ήλιο, φακές; Φακές; * Η επιθυμία στις ανθρώπινες διαδράσεις στ’ αλήθεια οφείλει να εκφράζεται όπως

51


52 →

αμαλία λάιου → issuu.com/snolkid

Α. κύκλος μεταξύ ανθρώπων διαγράφεται στην πληρέστερη εκδοχή του όταν συμβαίνει αυτό που παίρνουμε διαφορετικές στροφές και κάνουμε αστείες γκριμάτσες απ’ τα αμάξια όσο [απομακρυνόμαστε]


3 ποιήματα από τη συλλογή “Αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ: βορειοαμερικάνικη ποίηση του 21ου αιώνα”

ποίηση

μετάφραση: Λευτέρης Άλεφ Βασιλόπουλος, επιμέλεια: ΛΜ, εκδόσεις: Κενότητα

Danez Smith → C.R.E.A.M. για την Morgan Parker, για τους Wu-Tang κάθε πρωί σκέφτομαι τα φράγκα μόλις ξυπνάω τον πράσινο κερασφόρο αφέντη μου το δάσος όπου παραπατώ χωρίς σωτηρία τη φυλακή από σμαράγδια και κέρματα στο πορτοφόλι μου κρατάω άγχος κι ένα προφυλακτικό συνήθιζα να πουλώ το κορμί μου αλλά τώρα το αίμα μου έχει χυθεί Όλα τ’ αγαπημένα μου τραγούδια λένε «βρες φράγκα, βρες φράγκα» Θα λήστευα μια τράπεζα αλλά είμαι ποιητής Είμαι τόσο άφραγκος που είμαι ιδιοφυής Αν ήμουν λευκός θα έπαιρνα φωτογραφίες άλλων φωτογραφιών και θα τις πουλούσα Προέρχομαι από κολίγους που προέρχονται από σκλάβους που δεν προέρχονται από βασιλιάδες κάποιες φορές πληρώνω τη φούντα μου πριν πληρώσω το ρεύμα το κάποιες φορές είναι συνώνυμο του συχνά Θέλω ένα χιλιάρικο ή μια υποτροφία ή έναν πλούσιο λευκό σύζυγο και θα ‘μαι καλά Νιώθω περισσότερο έγχρωμος όταν βλέπω τον τραπεζικό μου λογαριασμό Νιώθω περισσότερο έγχρωμος όταν ουρλιάζω παίζω τόσο σκληρά γαμημένοι που θα ψάχνετε να με βρείτε Πέρασα ένα καλοκαίρι κλέβοντας μεταχειρισμένα ρούχα Αν έμπαινα φυλακή θα ζούσα χωρίς ενοίκιο αλλά δεν υπάρχει τρόπος για να μην κάνεις τους λευκούς ακόμα πιο πλούσιους Η φυλακή είναι μια φυτεία από πέτρα κι ατσάλι Να σε φυλακίζουν επειδή πουλούσες ναρκωτικά ισοδυναμεί με το να σε φυλακίζουν επειδή προσπαθούσες να φας ένα κούρεμα με σβήσιμο κοστίζει 20 δολάρια αυτές τις μέρες

53


54 →

ποιός φόρος είναι πιο μαύρος απ’ το να είσαι μαύρος; τί κοστίζει περισσότερο απ’ το να είσαι φτωχός στην Αμερική; πρέπει να ζητήσω τις αποζημιώσεις απ’ τον καιρό της δουλείας. πρέπει να σε ρωτήσω έχεις 20 δολάρια να δανειστώ; τα φοιτητικά δάνεια είναι όπως η δουλεία αλλά με καλοκαιρινές διακοπές κι αστυνομία τί λέει για μένα όταν τα ιδρύματα των λευκών μου δίνουν χρήματα; —δεν έχω ιδέα πόσα κληρώνει το λόττο αυτή τη βδομάδα; Θα τυπώσω δικά μου φράγκα και δικό μου θεό και θα ζω για πάντα μες σε μια πράσινη κορνίζα η γιαγιά μου ήταν πολύ καλή στην αποταμίευση ο παππούς μου πριν πεθάνει μου έδειξε πού έκρυβε τα λεφτά και το όπλο του η θεία μου δεν μπορεί να κρατήσει ούτε ένα δολάριο, μια δουλειά, τα λογικά της μ’ αρέσει πόσο εύκολο είναι να σκορπάς τα φράγκα μη ρωτάς για τους φόρους μου το ρ στο χρέος είναι ένα σιωπηλό μαύρο αγόρι παγιδευμένο

* O Da n ez S m i th εί να ι μαύρο queer υποκείμενο από τη Μινεσότα, βραβευμένο για την ποιητική συλλογή “[insert] boy”.


Rajiv Mohabir → Γιατί οι φάλαινες επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη Μετά από έναν αιώνα οι μεγάπτερες μεταναστεύουν ξανά στο Κουήνς. Είχαν φύγει λόγω των λυμάτων που γέμιζαν τις ακτές και των λευκών φυσαλίδων απ’ τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια που ξεφορτώνονταν στον ποταμό Χάντσον όσοι δούλευαν εκεί ξεσκαρτάροντας δηλητηριώδη ψάρια. Αλλά τώρα με πόση χάρη τα σκούρα τραγουδιστά σώματα επιστρέφουν. Πήγαινε στην παραλία — Πάρε μια βαθιά αναπνοή και βυθίσου. Μια απρόσμενη τύχη διακρίνεται στον ορίζοντα του Μανχάταν. Τώρα η Υπηρεσία Μετανάστευσης γκρεμίζει πόρτες στη λεωφόρο Λίμπερτυ για να μας απελάσει. Κάθομαι μόνος στο τρένο, στις πορτοκαλί θέσεις της γραμμής Α, το στόμα μου αφρίζει σαν ινδού Σινγκ, όση λευκή κυριαρχία κι αν μαζευτεί στα πεζοδρόμια, όση κι αν κυλήσει στους δρόμους, εμείς θα συνεχίζουμε να χτυπάμε άγρια τα τύμπανά μας. Κοίτα τ’ αγάλματα των ψεύτικων θεών τους πως προσκυνούν τα σκούρα καφετιά χέρια μας. Δεν θα μας κρατήσουν απέξω παρότι μας επαναπροώθησαν. Τα τραγούδια μας θα τρυπήσουν τις σκοτεινές οργιές. Ορίστε το θαύμα: αυτό που κάποτε είχε χαθεί ξεπροβάλλει μπροστά σου.

* Ο Rajiv Mohabir έγραψε ποιήματα που διακρίθηκαν σε διαγωνισμούς gay ποίησης, εξέδωσε τρεις δίγλωσσες μπροσούρες, ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός εκπομπών παναμερικανικής εμβέλειας, ενώ παράλληλα δούλευε ως δάσκαλος σε δημόσιο σχολείο. Τώρα είναι υπεύθυνος μεταφράσεων σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας και βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Auburn. Ο RM συνεχίζει να γράφει ποιήματα.

55


56 →

Morgan Parker → Αυτό που θέλουν είναι τα λεφτά μου το μουνί μου το αίμα μου Είμαι ελεύθερη με τους ακόλουθους όρους. Δώστο μας δώστο μας δώστο. Είμαι μαύρη στην Αμερική εντάξει και μπαίνω λοιπόν σ’ ένα μπαρ. Πίνω πολύ κρασί και φιλώ έναν μαύρο στα γένια. Κάνω ό,τι θέλω γιατί παίζει να πεθάνω. Δεν εννοώ YOLO εννοώ με κυνηγούν. Γνωρίζω ότι το μουνί μου είναι καθωσπρέπει γιατί έτσι είπανε. Είπα στη φίλη μου ότι είμαι άφραγκη ελεεινά. Πεινάω σαν τον Μάρβιν Γκέι. Είμαι τόσο πεινασμένη που θα μπορούσα να γίνω. Παραείναι πολλά αυτά που πεθαίνουν από μένα. Το παρόν δεν είναι τόσο διαφορετικό. Καθένας μοιάζει με καθέναν που έχω δουλέψει. Καθένας μοιάζει με καθέναν που έχω φιλήσει. Οι άντρες συντάσσονται με τους άντρες και τα ζώα. Καθένας θεωρεί ότι είμαι ετοιμοθάνατη. Λέω στο μουσείο για τη μαύρη τέχνη στους επισκέπτες μαθητές. Λέω τη λέξη σύγχρονο. Στη μύτη μου έχω ένα χαλκαδάκι που το ξεχνώ. Έχω κι έναν αδερφό που είναι μαύρος. Είμαι ψιλομοντέρνα με περικεφαλαία. Λέω ότι αυτός ο πίνακας είναι σύγχρονος όπως εσύ κι εγώ. Λένε δουλεία. Λένε Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Στο σχολείο έμαθαν ότι οι μαύροι άνθρωποι συνέβησαν. Το παρόν δεν είναι τόσο διαφορετικό. Βλέπω τα σκοτεινά τους πρόσωπα. Το ότι υπάρχουν δεν το αντιλαμβάνονται. Είμαι μαύρη στην Αμερική και μπαίνω σ’ ένα μπαρ Πίνω πολύ κρασί και φιλώ έναν λευκό στα γένια.


Δεν με κατηγορώ. Μπορεί να πεθάνω όπου να ‘ναι από κατάθλιψη. Θέλω απλώς να κάνω σεξ όλη την ώρα. Θέλω απλώς να εξαφανιστούν τα φοιτητικά μου δάνεια. Θέλω απλώς να δω τι γίνεται με τον τραπεζικό μου λογαριασμό. Τι συμβαίνει με τα πέντε μου δολάρια και το ένα σεντ. Είμαι ελεύθερη με τους ακόλουθους όρους. Τι παίζει με τον αδερφό μου. Τι θα γίνει αν κάνω κάτι λάθος. Το αίμα μου είναι τόσο καυτό και υγρό τώρα. Το θέλουν το ξέρω. Κάνω τα πάντα όπως πρέπει, καλού κακού. Δεν θέλω να σκορπάω τα λεφτά μου αλλά να ‘μαι! Είναι τόσο χαζό να λέω να ‘μαι! Τους αρέσει να είναι από πάνω. Μου την έχουν στημένη. Είμαι ένα δέντρο κι ορισμένα φρούτα είναι καλά και κάποια κακά.

* Η Morgan Parker γράφει τα πιο ωραία ποιήματα, αυτή τη στιγμή, σε όλη την Αμερική.

57


58 →


“The Face of Another” → screenshot: Αρκούδα της Πίνδου

Hiroshi Teshigahara

1966

59


60 →

θα μπορούσε να είναι ο Brian Wilson του spaghetti western.Παράλληλα με τη δουλειά του με τον Morricone, ο Alessandroni έβαλε τη σφραγίδα του σε μεγάλο αριθμό library ηχογραφήσεων. Στο πεδίο της library σύνθεσης ένιωθε ελεύθερος να διαπεράσει τα στεγανά των genres και να πειραματιστεί με τα συνθετικά όρια, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στον κλασικισμό (δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για τους Ρώσους συνθέτες του 18ου αιώνα) και στη ψυχεδέλεια. Τα έργα του, τα οποία αναβιώνουν χάρη στο ενδιαφέρον του κοινού για τον εξωτισμό των κυκλοφοριών του είδους, χαρακτηρίζονται από δυσοίωνα ηχοτοπία, ιμπρεσιονιστικά έγχορδα, απόκοσμα φωνητικά και εμμονικά grooves. Οι μουσικοί μικρόκοσμοι του “il fischio” (προσωνύμιο που του κόλλησε ο Fellini) έχουν επανεκδοθεί, ανθολογηθεί και αποτιμηθεί από τους κριτικούς και τους θιασώτες της pop. Εμείς έχουμε να προσθέσουμε ότι ο Ιταλός υπήρξε ένας αναγεννησιακός συνθέτης, υπό την έννοια που ο George Steiner λογίζεται ως αναγεννησιακός στοχαστής. Άνοιξε τη χρονοκάψουλα του Alessandroni για να βγάλεις άκρη με τον κόσμο, αυτόν που σε περιβάλλει, όχι αυτόν που προβάλλει στην οθόνη ενός έξυπνου κινητού ή στο πρόγραμμα της καλωδιακής τηλεόρασης. http://www.alessandroni.com/Image_Gallery.htm

Tumbleweed www.facebook.com/tumbleweedath/

Μπορεί το όνομά του να μην σου λέει κάτι αλλά σίγουρα έχεις ακούσει το σφύριγμά του. Ο Alessandro Alessandroni (19252017) ήταν ο μουσικός που σφύριξε και έπαιξε κιθάρα στα western soundtracks του Morricone. Δίκαια ή όχι, η συμμετοχή του στην ορχήστρα του μαέστρου προηγείται όποιας άλλης αναφοράς στις προσωπικές δουλειές του συνθέτη και πολυοργανίστα που σκόραρε τουλάχιστον 50 OSTs, στόκαρε αναρίθμητα library έργα και δούλεψε με τους μεγαλύτερους Ιταλούς δημιουργούς. Ο Alessandroni διέγραφε παράλληλες διαδρομές, στη ζωή και την τέχνη, με τον Morricone. Η συνεργασία τους στην περίφημη Trilogia del dollaro καθιέρωσε τον Ennio σαν έναν μοντέρνο auteur και τον Alessandro σαν έναν από τους πλέον περιζήτητους sessionists. Οι ασυνήθιστες ενορχηστρώσεις του Morricone ταίριαξαν απόλυτα με το στοιχειωμένο σφύριγμα και το παλλόμενο παίξιμο του Alessandroni στη κιθάρα, ένα εμφατικό στιλ που οφείλει πολλά στους Duane Eddy και Dick Dale. Οι αναφορές δεν είναι τυχαίες: αν δεχτούμε ότι «ο σπουδαιότερος συγγραφέας western ήταν ο Όμηρος» (Sergio Leone, BBC, 1976) τότε ο Alessandroni

μουσική

Ο φύλακας στη σίκαλη, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ

→ The whistler

Το κωλόπαιδο σφύριζε πιο καλά απ’ όλους όσους έχω ακούσει στη ζωή μου.


Tumbleweed www.facebook.com/tumbleweedath/

Two Trains Runnin’

Τον Ιούνιο του 1964, τρεις νεαροί ακτιβιστές που συμμετείχαν στο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων για την αφύπνιση των αφροαμερικανών ψηφοφόρων του Νότου, απήχθησαν και δολοφονήθηκαν από μέλη της Ku Klux Klan όταν επισκέφτηκαν την επαρχία Neshoba του Mississippi. Τα εγκλήματα φυλετικού μίσους δεν ήταν κάτι νέο για τον αμερικάνικο Νότο, ωστόσο, oι δολοφονίες των Chaney, Goodman και Schwerner, προκάλεσαν το εθνικό ενδιαφέρον (είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το ότι δύο από τα τρία θύματα ήταν λευκοί φοιτητές) και ανάγκασαν τον Lyndon Johnson να υπογράψει την τροπολογία για το δικαίωμα ψήφου των «μειονοτήτων» το 1965. Ο Sam Pollard στο ντοκιμαντέρ του Two Trains Runnin’, δένει την ιστορία των Mississippi Burning Murders με το ταξίδι που, κατά σύμπτωση έκαναν το ίδιο καλοκαίρι δύο άλλες ομάδες νεαρών φοιτητών κατά μήκος του Mississippi, σε αναζήτηση των μουσικών ηρώων τους, Son House & Skip James. Οι δύο θρύλοι των Delta Blues είχαν υποπέσει στην αφάνεια προ πολλού και δεν είχαν ιδέα για τη folk αναβίωση και την εκτίμηση που έτρεφαν τα λευκά κολεγιόπαιδα για τις σποραδικές ηχογραφήσεις που έκαναν τη δεκαετία του ΄30. Το ταξίδι που έκαναν οι blues aficionados, όπως ακριβώς συνέβη και με τη θυσία των δολοφονηθέντων του καλοκαιριού της ελευθερίας, δεν έγινε μάταια. Αυτή η αισιόδοξη διαπίστωση μοιάζει να είναι ο ενοποιητικός παράγοντας της αφήγησης του Pollard: τα blues, χάρη στην ωμότητα και την αυθεντικότητά τους, αντιπροσωπεύουν με πηγαίο τρόπο τη φωνή που αντιστέκεται και δεν φιμώνεται από την καταπίεση και τον φυλετικό διαχωρισμό. Και τα κοινωνικά κινήματα προκαλούν τις κυρίαρχες δομές και προετοιμάζουν το έδαφος για τη μέλλουσα ανανέωση. Καθώς η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται στην Αμερική με τη διακυβέρνηση Trump, το film του Pollard μας θυμίζει ότι ο αγώνας για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη δεν τελειώνει ποτέ. http://www.twotrainsrunnin.com/

μουσική

61


62 →

Κατασκευές, ταυτότητες, αποκλεισμοί βιβλία

Σπύρος Παπαδόπουλος → tovytio.wordpress.com/

Έπαθα ηλίαση, ρίγος και ζαλάδα να ψάχνω την Ελλάδα που δεν υπάρχει πια και τώρα που βραδιάζει το μόνο που με νοιάζει είναι τα δυο σου μάτια στα πράσινα κλαδιά Λένα Πλάτωνος - Μαριανίνα Κριεζή

→ How will i ever fall in love after this

Κ

άπου προς το τέλος του πρώτου επεισοδίου της σειράς the little drummer girl, σειρά βασισμένη στο μυθιστόρημα του John Le Carré και σκηνοθετημένη από τον Park Chan-wook του Old Boy, ο Ισραηλινός κατάσκοπος πηγαίνει την νεαρή Αγγλίδα ηθοποιό στην Ακρόπολη. Είναι νύχτα και ο κατάσκοπος έχει κανονίσει να ανοίξει και να φωταγωγηθεί ο, κανονικά κλειστός, αρχαιολογικός χώρος για τη συνοδό του. Η Τσάρλι ενθουσιάζεται. Μετά από κάποια λεπτά παρακολουθούμε το εκστατικό πρόσωπο της Αγγλίδας σε κοντινό, καθώς αυτή κοιτάζει τα μάρμαρα και λέει: how will i ever fall in love after this. Ιδού λοιπόν η αποκορύφωση της εμπειρίας του φλερτ. Η ολοφώτιστη Ακρόπολη μόνο για μας και την καλή μας. Η αποκλειστική είσοδος στα αρχαία ερείπια ως πρώτο ραντεβού. Ο σκοπός μοιάζει να επιτυγχάνεται απόλυτα. Η Τσάρλι όχι μόνο απολαμβάνει αυτό που ζει, αλλά και κάνει μια μάλλον σκληρή προβολή στο μέλλον - πως να ξαναερωτευτεί μετά απ’ αυτό; τι καλύτερο θα μπορέσει ποτέ κάποιος άλλος να της δείξει; Αν μια Αγγλίδα τοποθετεί σε τέτοιο σημείο το φλερτ ανάμεσα στα αρχαία χαλάσματα, πως άραγε θα έπρεπε να αισθανθεί στην αντίστοι-

χη θέση μια ντόπια; Ποιο ανυπέρβλητο συναίσθημα θα ήταν αρκετό να περιγράψει τέτοια ψυχικά ύψη; Και τι άλλο θα έπρεπε να είμαστε όλοι εμείς οι κάτοικοι αυτού του τόπου, αν όχι διαρκώς μαγεμένοι και έτοιμοι να ερωτευτούμε υπό τη σκιά μιας αρχαίας κολώνας;

Οι αποικιοποιήσεις του κλασικού Ο Δημήτρης Πλάντζος στο βιβλίο του «Το Πρόσφατο Μέλλον - Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο» μας μιλάει για έναν διπλό εποικισμό. Η νεωτερική Ελλάδα, μεταξύ άλλων, κατασκευάστηκε, όταν οι δυτικοί Ευρωπαίοι θέλησαν να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους τη θέση απόγονου αλλά και συνεχιστή του κλασικού παρελθόντος, να συγκροτήσουν δηλαδή ένα είδος πολιτισμικής γενεαλογίας. Επινοήθηκε εν ολίγοις ένα κράτος, που θα συνιστούσε τον τόπο που γεμάτος από πολύτιμα ερείπια, θα έστεκε ως απόδειξη της δυτικοευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας και της αναντίρρητης σύνδεσής της με την κλασική αρχαιότητα. Αυτή η άσκηση πολιτισμικής αυτογνωσίας, όπως την ονομάζει ο Πλάντζος, είχε φυσικά και μια (μάλλον αναμενόμενη) συνέπεια. Οι κάτοικοι της νεωτερικής Ελλάδας, προκειμένου να μην αποκλειστούν από το ένδοξο παρελθόν (ή προκειμένου να μη καταστούν απλοί αρχαιοφύλακες), αποφά-


σισαν να εποικίσουν αυτό το παρελθόν για λογαριασμό τους. Η κλασική Ελλάδα δεν θα ανήκε στη Δύση, αλλά σ’ αυτούς που τώρα μένουν ανάμεσα στα ερείπια, σ’ αυτούς που ξαφνικά θα εμφανίζονταν ως απόγονοι και συνεχιστές του κλασικού. Και αυτοί θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί ως τέτοιοι απ’ τον ίδιο το δυτικό φιλελληνισμό που τους επινόησε. Η νεωτερική Ελλάδα θα έπρεπε να είναι η πνευματική (και μάλλον φυλετική) συνέχεια, η άλλη άκρη της ευθείας γραμμής που ενώνει διαχρονικά το ένδοξο παρελθόν με τη σημερινή εκδοχή του ίδιου πάνω κάτω πολιτισμού. Η διπλή αυτή διαδικασία αποικιοποίησης είχε αναπόφευκτα χαρακτηριστικά αποκλεισμού. Αν οι δυτικοί Ευρωπαίοι ήθελαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως τους μόνους γνήσιους κατόχους του πολιτισμικού, τουλάχιστον, dna του Πλάτωνα και του Περικλή και άρα τους μόνους που δικαιούνται να θεωρούν τη σύγχρονη πολιτισμική τους παραγωγή συνέχεια του κλασικού έργου, τότε αυτό θα σήμαινε ότι οι υπόλοιποι, ο ανατολικός κόσμος για παράδειγμα, δε θα μπορούσαν να εγείρουν καμία αξίωση επί της κλασικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Από την άλλη, αν οι κάτοικοι της νεωτερικής Ελλάδας ήθελαν να είναι οι απευθείας απόγονοι της κλασικής αρχαιότητας, τότε αυτό θα σήμαινε, ότι ο ίδιος λαός κατοικεί στα ίδια χώματα τα τελευταία 3000 χρόνια. Ένας ο λαός, ένας ο πολιτισμός, ένα και το αίμα του. Και να πως συγκροτείται εθνική ταυτότητα (και κατόπιν εθνικιστικός λόγος) γύρω από μια φανταστική σχέση με το ένδοξο κλασικό παρελθόν.

το 1875. Πενήντα περίπου χρόνια αργότερα στο Βρετανικό Μουσείο, τα λεγόμενα ελγίνεια μάρμαρα θα τριφτούν και θα γυαλιστούν μέχρι να γίνουν πάλευκα, όπως ακριβώς τα έχουμε μάθει και τα έχουμε φανταστεί. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι τόσο απλό και αυτονόητο, όσο ίσως μοιάζει σε μια πρώτη ανάγνωση. Η εκκαθάριση των μη κλασικών στοιχείων από τον Παρθενώνα, το σβήσιμο ουσιαστικά ενός μεγάλου κομματιού του παρελθόντος, αποκλείοντας τα ανεπιθύμητα στοιχεία ώστε να απομείνει μια μεγάλη εξαγνισμένη εικόνα, εξυπηρετεί ακριβώς την ιδέα της αδιατάρακτης συνέχειας. Μέσω της ύπαρξης εθνικών

Λευκά, πιο λευκά, ακόμη πιο λευκά Το 1834 ο Leo von Klenze, Βαυαρός αρχιτέκτονας, είναι ο πρώτος που προτείνει τη δημιουργία ενός οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου στην Ακρόπολη. Όπως αναφέρει ο Γιάννη Χαμηλάκης, ο Klenze οραματίζεται τη μετατροπή της Ακρόπολης από ένα πολυπολιτισμικό παλίμψηστο, σε ένα αποκαθαρμένο μνημείο, στο οποίο θα λατρεύεται ο κλασικισμός. Το φρούριο λοιπόν θα γίνει αρχαιολογικό πάρκο. Όντως, το τέμενος και τα οθωμανικά σπίτια κατεδαφίζονται τη δεκαετία του 1840. Ο φράγκικος πύργος κατεδαφίζεται κι αυτός

μνημείων καθαρών και αμιγών, δημιουργείται ένα παρελθόν, πάνω στο οποίο γεννιέται ο λόγος περί εθνικής καθαρότητας, περί πολιτισμικής (αλλά και φυλετικής) συνέχειας. Με άλλα λόγια, σ’ αυτόν τον τόπο έχουν σημασία (και αξίζουν να αποτελέσουν αντικείμενο ιστορικής μελέτης) μόνο τα σώματα και τα δημιουργήματα εκείνα, που μπορούν να χωρέσουν στο ελληνικό εθνικό αφήγημα. Κατά τον ίδιο τρόπο, αξίζει να σκεφτούμε πάνω στο γούστο και την αισθητική μας. Να ξανασκεφτούμε για παράδειγμα το αυταπόδει-

63


64 → κτο της ομορφιάς του μαρμάρου. Ή να αναρωτηθούμε για το «φυσικό» μας δέος μπροστά στα λευκά αγάλματα, που όπως ξέρουμε σήμερα δεν ήταν καθόλου λευκά. Αλλά το λευκό παραμένει σήμερα να δίνει στο έθνος το μέτρο της ομορφιάς και της αξίας. Καθόλου τυχαίο αυτό το λευκό, αφού έρχεται να συνδεθεί με τον διαχρονικό επίσημο αγώνα και την αγωνία του νεοελληνικού κράτους για (εθνική) καθαρότητα. Η επίσημη αφήγηση, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Πλάντζος, έχει μια τάση να εξισώνει τον ελληνικό πολιτισμό με την αισθητική. Μάλιστα πρόκειται για μια συγκεκριμένη αισθητική, που στο βιβλίο αναφέρεται πολύ εύστοχα ως αισθητική της ιθαγένειας και η οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο τρίπτυχο λιτότητα - λεπτότητα - αφαίρεση. Η αισθητική της ιθαγένειας, επιχειρεί να χωρέσει σε μια αδιάσπαστη και άχρονη ενότητα τη λευκότητα των μαρμάρων, το Αιγαίο, τα κυκλαδικά ειδώλια, το αττικό φως κλπ, δημιουργώντας έτσι την ιδέα μιας εθνικής μοναδικότητας, βασισμένη στη μεταφυσική σύνδεση με το ελληνικό τοπίο και με κομμάτια τέχνης, που αυθαίρετα κατατάσσονται στη μία και αδιάκοπη γραμμή παραγωγής ελληνικού πολιτισμού. Όλη αυτή η απίθανη λευκότητα λοιπόν, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κατασκευάζει (περήφανα και νοσταλγικά) εθνική ιδιοπροσωπία και κατά συνέπεια να παράγει αποκλεισμούς.

Τελετές, μουσεία, this is sparta Ο Πλάντζος, κάνει μια σειρά από ενδιαφέροντα σχόλια σχετικά με διάφορες τελετές, αναβιώσεις, performances για κλεμμένα γλυπτά και αναπαραστάσεις αγώνων και μαχών, με αποκορύφωμα την τελετή έναρξης των ολυμπιακών αγώνων του 2004. Γι’ αυτήν γράφει: “(..) καταφεύγ[ει] στα αφόρητα κλισαρισμένα πλέον αφηγήματα περί αυτοχθονίας, συνέχει-

ας, ιερότητας της φύσης και βιοκλιματικής ταυτότητας”. (Στην τελετή του 2004 έχουμε ένα θαυμάσιο δείγμα αυτής της διπλής αποικιοποίησης για την οποία μιλήσαμε στην αρχή. Ο Αρανίτσης, πιθανότατα χωρίς να έχει στο μυαλό του μια τέτοια ερμηνευτική, σχολιάζει τότε «η δουλειά του Παπαϊωάννου ήταν το πανοραμικό έργο ενός φιλέλληνα». Αλλά αυτός ο φιλέλληνας δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι αυτός που πρώτος απαίτησε το ρόλο του πνευματικού απόγονου, αλλά κι αυτός που επινόησε το κράτος που τώρα, διοργανώνοντας την τελετή, διεκδικεί το κλασικό παρελθόν. Πολλαπλά inception). Ο Πλάντζος αναφέρεται αναλυτικά σε χρήσεις του κλασικού από την ακροδεξιά και τους χρυσαυγίτες, αναλύοντας τον τρόπο που η επίσημη εθνική αφήγηση συμπλέκεται με την παρωδία και τις ερασιτεχνικές, αυτοσχέδιες αρχαιολογίες. Έχουμε ξαναδιαβάσει σχόλια και αναλύσεις για ανθρώπους που ντύνονται όπως ντύνεται ο Λεωνίδας στους 300 και κάνουν ομιλίες για την κρυπτεία, σαν το χαμένο έθιμο που οφείλουμε να αναγεννήσουμε, ώστε να ξαναβρούμε την παλιά καλή εθνική μας μαχητικότητα και δόξα, δηλαδή για τη σχέση ακροδεξιάς και παρελθόντος. Το πραγματικά ενδιαφέρον κομμάτι όμως των παρατηρήσεων του συγγραφέα έχει να κάνει με τις χρήσεις του κλασικού και την αριστερά ή τέλος πάντων τον προοδευτικό κόσμο. Είναι οπωσδήποτε εύκολο να μιλήσουμε για τον Αντώνη Σαμαρά και την Αμφίπολη, αλλά είναι πιο ουσιαστικό, κατά τη γνώμη μου, να θυμηθούμε στις σελίδες του βιβλίου τις ανακοινώσεις των κομμάτων της αριστεράς για την εν λόγω ανασκαφή. Ή είναι επίσης σπουδαίο να θυμηθούμε και να ξανακοιτάξουμε υπό το φως των όσων γράφει ο Πλάντζος, τις προγραμματικές δηλώσεις για το υπουργείο πολιτισμού την πρώτη φορά που η αριστερά κερδίζει εκλογές στην Ελλάδα το 2015. Εκεί διαβάζουμε μεταξύ άλλων για αρχαιοελληνική κληρονομιά, βυζάντιο, μεσαιωνικό ελληνισμό, λαϊκό τραγούδι και


αρχιτεκτονική στο ξωκκλήσι και εκεί ακριβώς είναι που ο συγγραφέας εντοπίζει μια αναπαραγωγή της αφήγησης περί συνέχειας και περί αναλλοίωτης και μεταφυσικής ουσίας του ελληνικού πολιτισμού. Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή ο (πολιτισμικός) λόγος που μας συγκροτεί εθνικά, δεν γνωρίζει πολιτικά σύνορα. Ή ίσως, επειδή «δεν πρέπει να χαρίσουμε τον πατριωτισμό στην ακροδεξιά».

Όλα είναι μουσείο Ένα ακόμη στοιχείο που θα πρέπει να προσεχθεί στο «Το Πρόσφατο Μέλλον» είναι η συζήτηση σχετικά με το πως οργανώνεται η αρχαιολογία. Αν ένα πολύ σημαντικό μέρος της συγκρότησης εθνικής ταυτότητας τον 19ο αλλά και τον 20ο αιώνα βασίζεται σε αυτή τη σχέση με το ένδοξο παρελθόν και στην ιδέα της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, γίνεται κατανοητό πόσο σημαντικό και μάλιστα διπλό ρόλο έχει να παίξει εξαρχής η ελληνική αρχαιολογία. Αρχικά η αρχαιολογία πρέπει διαρκώς να εξηγεί και να «αποδεικνύει» την αλήθεια της διαχρονικότητας του ελληνικού πολιτισμού δημιουργώντας «εθνικοποιημένα» μνημεία. Άλλωστε γράφει ο Πλάντζος: «Ο λόγος περί ελληνικής αρχαιολογίας εμφανίζεται μεταπολεμικά ως δεσμοφύλακας της εθνικής ιδεολογίας». Έπειτα, η αρχαιολογία πρέπει να καταστήσει σαφή και αναντίρρητη την ιδέα ότι ολόκληρο το ελληνικό τοπίο είναι πάνω απ’ όλα ένας εν δυνάμει αρχαιολογικός χώρος και ότι κάθε ανασκαφή είναι σημαντική, όχι γιατί μας προσφέρει γνώση σχετικά με το παρελθόν, αλλά γιατί προσφέρει επιχειρήματα για την ύπαρξή (και την αξία) μας σήμερα (βλ. Αμφίπολη και μακεδονικό ζήτημα). Πρέπει δηλαδή να οργανωθεί ο χώρος ως σημείο στο οποίo δε ζούμε, δεν αγγίζουμε, δεν υπάρχουμε κανονικά, αλλά ως λατρευτικός τόπος μνήμης που μπορούμε (αφού βέβαια πρώτα πληρώσουμε) να θαυμάσουμε και να θαυμαστούμε. Με αυτόν τον τρόπο, το ελληνικό συλλογικό φαντασιακό μπορεί να συνεχίσει να αντλεί αξία από τα απροσμέτρητα πνευματικά ύψη των προγόνων, αλλά και να κερδίζει πραγματικό κέρδος, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όσο κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας

είναι το κλασικό ως πατρογονικό δικαίωμα, αλλά τόσο είναι και το κλασικό ως τουριστική βιομηχανία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίπτωση της Αμφίπολης το έθνος ένιωσε ότι έπιασε το τζακ ποτ. Ο τάφος του Αλέξανδρου, η απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας και η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, όλα μαζί σε ένα. Γιατί η Μακεδονική γη είναι ελληνική, είναι ένδοξη και είναι εύφορη για όλων των ειδών τις επενδύσεις. Μουσεία και ξενοδοχεία, μάρμαρα και καφετέριες, μπιμπελό και εθνική μοναδικότητα, ασπίδες και ρατσισμό.

Δημήτρης Πλάντζος Το Πρόσφατο Μέλλον -Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο εκδ. Νεφέλη

→ «θα χωρούσε επιτέλους ο εαυτός μου βρε παιδί μου»

Μ

ετά από μια πορεία για τη δολοφονία Ζακ Κωστόπουλου/Zackie Oh, ένας γνωστός που ανήκει στον αναρχικό χώρο, μου είπε ότι είναι λογικό να μη γίνει ό,τι έγινε μετά τον Γρηγορόπουλο, αφού ο Ζακ «δεν ήταν δικός μας». Προφανώς, εννοούσε ότι δεν ήταν αναρχικός και ότι δεν σκοτώθηκε από σφαίρα μπάτσου στο κέντρο των Εξαρχείων. Ακόμη κυκλοφορούσε άλλωστε ευρέως η αφήγηση που ήθελε ένα πρεζάκι να παραπαίει - όλοι αυτό έβλεπαν «και καθαρά μάλιστα» στο βίντεο. Αυτό το «δεν είναι δικός μας», κάπως άκομψο αλλά ειλικρινές, στην προσπάθειά του να εξηγήσει το γιατί (δεν) υπάρχει η μια ή η άλλη αντίδραση, έχει πολλές προεκτάσεις. Οι πολλές ταυτότητες του/της Ζακ/Zackie Oh μπορεί ίσως κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν βοηθούν τον μέσο Έλληνα (ακόμη και κινηματικό) στην ταύτιση με το θύμα, ενώ η ιστορία περί ναρκωτικών και το σημείο της δολοφονίας κατατάσσει το νεκρό στη μακρά σειρά ανθρώπων που τους έφαγε το τέρας της βάναυσης μητρόπολης, γεγονός που καταγγέλλουμε, αλλά τοποθετούμε σε ένα είδος κανονικότητας του (μη σαφώς πολιτικοποιημένου) περιθωρίου.

65


66 → Σε διάφορες συζητήσεις ακούστηκαν κι άλλες κριτικές που περιελάμβαναν τη χρήση των τραγουδιών της Madonna ή το είδος του μαγαζιού στο οποίο κατευθύνονταν μετά την πορεία διάφορα queer (και μη) υποκείμενα που συμμετείχαν στην πορεία. Τα όσα ζήσαμε μετά το Σεπτέμβρη του 2018 καθιστούν όχι απλά επίκαιρο ή ενδιαφέρον, αλλά σχεδόν επιτακτικό ανάγνωσμα, το βιβλίο της Σούλας Μαρινούδη «η ζωή χωρίς εμένα - έμφυλα υποκείμενα εντός και εκτός των κινηματικών χώρων». Σ’ αυτό μελετάται και σχολιάζεται τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά μέσα από μαρτυρίες, η συμμετοχή έμφυλων υποκειμένων σε συλλογικότητες και οργανώσεις του αντιεξουσιαστικού χώρου και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία λόγω φύλου ή σεξουαλικότητας βιώθηκε με όρους αποκλεισμού. Το βιβλίο είναι απαιτητικό, αποτελεί άλλωστε διπλωματική εργασία μεταπτυχιακών σπουδών, αλλά ο προσεκτικός αναγνώστης θα ανταμειφθεί ακόμη κι αν είναι εντελώς νέος στις έννοιες και τους προβληματισμούς που αναπτύσσει η συγγραφέας. Γράφει η συγγραφέας: «στους πολιτικούς χώρους που κινηθήκαμε, οι νόρμες περιόρισαν, παραβίασαν, υποτίμησαν ή εξάλειψαν απολύτως όσους και όσες δεν χωρούν στο πατριαρχικό φαντασιακό του ετεροσεξισμού και της ομοφοβίας». Η Μαρινούδη μας περιγράφει απομακρύνσεις και επιστροφές σε συλλογικότητες, φυγές σε άλλες πόλεις ή χώρες, (αυτό) αποκλεισμούς, καταναγκασμούς, αποκρύψεις της επιθυμίας, διαχείριση του εαυτού (προκειμένου να υπάρχει, ματαιώνει την επιθυμία) και διαθέσεις για δημιουργίες νέων πολιτικών ομάδων. Εξηγεί τον τρόπο που συγκροτούνται οι ταυτότητες μέσα στις συλλογικότητες, τι είναι ανεκτό και τι περισσεύει, πως συντελείται η παραγωγή των κοινωνικών φύλων και πως ιεραρχούνται αυτά εξουσιαστικά. Μέσα από τις βιογραφίες συνομιλητών και συνομιλητριών της Μαρινούδη, τις οποίες συναντάμε ανάμεσα στις θεωρίες της Μπάτλερ, του Φουκώ και πολλών άλλων, ερχόμαστε αντιμέτωποι με συγκλονιστικές (συγγνώμη για το μπανάλ της λέξης, αλλά τέτοιες είναι) φράσεις. «Έπρεπε να ξαναμάθω να είμαι στρέιτ, όχι με τη σεξουαλική έννοια, αλλά με την έννοια των ρόλων και των ψυχικών δυνατο-

τήτων. Αυτοακρωτηριάστηκα για να χωράω στη νέα μου ζωή», λέει η Δ. Ένας άλλος συνομιλητής περιγράφει πως προσπαθεί να έχει πιο σταθερή φωνή ή να κουνιέται λιγότερο, όταν μιλάει με αναρχικούς, «ώστε να μην προκαλεί τους κώδικες της ηγεμονικής αρρενωπότητας, να δείχνει περισσότερο άνδρας». Μια άλλη συνομιλήτρια θα γίνει αποδέκτρια της ατάκας «γαμώ τα παιδιά αλλά δεν είναι θηλυκή». Σχολιάζει εδώ η Μαρινούδη: «Το βίωμα της δείχνει ότι όσες δεν επιβεβαιώνουν τις νόρμες αντιμετωπίζονται ως εξελικτικές αποτυχίες ή λογικές αδυνατότητες». Μιλώντας γι΄ αυτό το βιβλίο, υπάρχουν τρεις κίνδυνοι ή μάλλον τρεις (αντί)λογοι που πρέπει να αντιμετωπιστούν. 1. Ο λόγος που επικρίνει τα identity politics κυρίως συγχέοντάς τα σκοπίμως με την αμερικάνικη εκδοχή μιας φιλελεύθερης πολιτικής, τύπου Χίλαρι Κλίντον. Γράφει σχετικά η ίδια η συγγραφέας: «Τελευταία έχουν προκύψει διάφορες κριτικές σχετικά με τις πολιτικές ταυτοτήτων, αν και είναι θολό κατά πόσο αυτή η επιφυλακτικότητα είχε ποτέ παραχωρήσει τη θέση της στην αναγνώριση των κοινωνικών αναγκών κάποιων ανθρώπων να διεκδικήσουν τη φωνή τους. Ενδέχεται επίσης η αμφισβήτη-


ση αυτή να μη λάμβανε υπόψη της την πολιτική όψη των ταυτοτήτων, όπως είχε εμπλουτιστεί και με την queer κριτική. Οι στρέιτ για παράδειγμα δεν ήταν εκείνα τα συγκεκριμένα σώματα που ασκούσαν κάποιες σεξουαλικές πρακτικές απλώς, αλλά ένας τρόπος έκφρασης των σωμάτων, μια ψυχική συγκρότηση και διαθεσιμότητα απέναντι στον άλλο, τρόποι να σχετίζεσαι και να επιθυμείς, τρόποι να επιβάλεις τον εαυτό σου ως δημόσια παρουσία». 2. Ο λόγος που αντιμετωπίζει τη συζήτηση σχετικά με τις ταυτότητες και ακόμη περισσότερο την queer πολιτικοποίηση, ως μόδα. Εδώ έχει νόημα να δούμε από ποια πλευρά διαβάζει το κάθε υποκείμενο αυτό το βιβλίο. Δεν έχει μόνο σημασία να αντιληφθεί κανείς τις θεωρίες και την κριτική για την κατασκευή των κοινωνικών φύλων ή τα όσα λέει για τη συγκρότηση του εαυτού ο Λακάν. Ίσως έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία να διαβάσει ο αναγνώστης τις σελίδες ως κομμάτι αυτού του δυναμικού που δημιούργησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποκλεισμούς, ως κομμάτι αυτού του πλήθους που δεν πολιτικοποίησε την κατασκευή του φύλου του και δεν συνειδητοποίησε καν τη θέση που κατέχει η ανδρική στρέιτ αρρενωπότητα. Ίσως έχει νόημα να διαβάσει κανείς, τέλος, αυτές τις σελίδες ως κομμάτι του κινήματος που δεν σκέφτηκε (και δεν συναισθάνθηκε) το τραύμα του άλλου και που δεν αντιλήφθηκε ότι όπως λέει ο Derrida η μόνη θεμιτή και ανιδιοτελής συνθήκη φιλοξενίας, είναι η υποδοχή του Άλλου δίχως όρους. 3. Τέλος υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας εσωστρεφούς γκρίνιας και διαρκούς κριτικής προς το κίνημα, την ώρα που η εθνικιστική και ελληνοπρεπής κόλαση εκεί έξω, φουντώνει και δολοφονεί στη Λευκίμμη, στη Ρόδο, στην Ομόνοια και πάει λέγοντας. Αναγνωρίζω αυτόν τον κίνδυνο και τοποθετώ την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, σ’ εκείνο το σημείο που η αυτοκριτική επιτρέπει να δούμε με μεγαλύτερη διαύγεια τα προτάγματα και τις πρακτικές, που δεν ξεχωρίζουν τα ζητήματα σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα, αλλά περιλαμβάνουν όλους και όλες σε έναν κοινό τόπο. Το υπό συζήτηση βιβλίο προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα. Είναι ένας καθρέφτης που μ’ έναν τρόπο ταυτόχρονα σκληρό και τρυφερό, βοηθάει να δούμε δομικούς αποκλεισμούς, κατασκευασμένες ταυτότητες, καταστατικές ιεραρχήσεις, βιωμένες ευαλωτότητες και το ενδεχόμενο ενός ειλικρινούς και ανοιχτού μέλλοντος. Σούλα Μαρινούδη H ζωή χωρίς εμένα -έμφυλα υποκείμενα εντός και εκτός των κινηματικών χώρωνεκδ. Futura

67


68 →

Οι αισθηματίες Καθλήν


→

69


Υ

άλλοι τόποι

Φωτογραφίες: Alberto Fontenla Pita-Baamonde

Αθανασία Γεωργοπούλου

Muzungu

70 →

πάρχουν πολλοί τρόποι να αντιληφθεί κανείς τη σχετικότητα. Ένας εξ’ αυτών είναι να ξυπνήσεις μισθωτός σε δυάρι στο Παγκράτι, να κοιμηθείς muzungu (δηλαδή λευκός) σε μονοκατοικία στην Kampala της Ουγκάντα και το επόμενο πρωί να ξυπνήσεις μουσαφίρης σε χωριατόσπιτο στο Kabale, στα σύνορα με τη Ρουάντα. Αν δεν ταξιδεύεις για τα αξιοθέατα ή για το ίνσταγκραμ, αλλά για τους ανθρώπους και τη φύση, ο τρόπος που αυτά τα δύο συνδυάζονται στην Αφρική χρειάζεται πολλά λόγια για να περιγραφεί, αλλά το βίωμα πάντα θα διαφεύγει. Όσο υποψιασμένος και να πας, πάντα την πρώτη φορά, η Αφρική σε αρπάζει από τα μούτρα. Ή μάλλον αυτή είναι απλά αυτή που είναι κι εσύ χτυπάς τα μούτρα σου από τον ένα τοίχο στον άλλο, ενώ καταρρέουν ξανά και ξανά θεωρίες και βεβαιότητές. Η Καμπάλα είναι μια μεγάλη πόλη που απλώνεται σε πολλούς γειτονικούς λόφους. Στα υψώματα είναι χτισμένες οι πιο ακριβές συνοικίες, στις γούβες οι παραγκουπόλεις. Απέραντες παραγκουπόλεις χωρίς καμία παροχή ρεύματος, νερού ή αποχέτευσης. Οι ιστορίες για τις τουαλέτες αυτών των παραγκουπόλεων

είναι θρυλικές. Σε ορισμένες περιοχές έως και 100 άνθρωποι μπορεί να μοιράζονται τον ίδιο «καμπινέ», ενώ οι γυναίκες τις επισκέπτονται με συνοδεία, υπό τον φόβο βιασμών. Στους χωμάτινους δρόμους της πόλης τρέχουν παντού αμέτρητα ξυπόλητα παιδιά. Ακόμα και τις σχολικές ώρες. Στην Ουγκάντα το σχολείο είναι ακόμη πολυτέλεια. Φτάνοντας στο σπίτι της Kezia, σ’ έναν από τους λόφους με τις μονοκατοικίες, μια φιγούρα με μαύρα διακρίνεται αχνά. Είναι ο σεκιούριτι της γειτονιάς. Ψηλός, λιγνός και με μαύρη καπαρντίνα, κυκλοφορεί απαρατήρητος στο σκοτάδι. Όταν πλησιάζει το αυτοκίνητο, τόσο που να φωτίζεται αχνά το πρόσωπό του, βλέπω ότι στον ώμο του κρέμεται κάτι σαν όπλο, αλλά τεραστίων διαστάσεων. Όταν σκύβει να επιθεωρήσει τους επιβάτες του αυτοκινήτου, συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για ένα τόξο. Λίγο αργότερα μαθαίνω ότι οι σεκιουριτάδες στην περιοχή είναι εξοπλισμένοι με τόξα, τα οποία είναι πιο φθηνά από τα όπλα και με τα οποία τόξα πετυχαίνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον στόχο τους, καθώς είναι πιο εξοικειωμένοι με αυτά.


Kosma Παρά το γεγονός ότι η τοπική ώρα είναι 3:30 τα ξημερώματα, μόλις ανοίγει η γκαραζόπορτα της αυλής του σπιτιού εμφανίζεται ο Kosma. Είναι μικροκαμωμένος και αδύνατος, γύρω στα 25. Είναι ο νεότερος από τους τρεις οικιακούς βοηθούς του σπιτιού. Πάω να βγάλω τη βαλίτσα από το πορτ μπαγκάζ και πριν το καταλάβω την έχει φορτώσει στο κεφάλι του και ανεβαίνει σχεδόν τρέχοντας την εξωτερική σκάλα προς το υπνοδωμάτιο. Ο Kosma ζει με την οικογένεια της Kezia τα τελευταία 15 χρόνια. Σε αντίθεση με τους άλλους δύο, έχει πάει σχολείο και ξέρει αρκετά καλά αγγλικά. Είναι ο πιο εξωστρεφής από τους τρεις εργαζόμενους του σπιτιού. Είναι αυτός που μπορεί να μιλήσει και με τους καλεσμένους και να διεκπεραιώσει γραφειοκρατικές δουλειές, όπως το να πληρώσει λογαριασμούς. Ασχολείται κατά βάση με το μαγείρεμα εντός σπιτιού. Τα μάτια του είναι πάντα υγρά και χαμογελαστά, και με κοιτάζει με το κεφάλι χαμηλωμένο, σαν η ευθεία του βλέμματος να ξύνει τα φρύδια του. Ίσως επειδή είμαι η δεύτερη λευκή γυναίκα που βλέπει από κοντά, ίσως απλά επειδή είμαι ξένη. Είναι πάντα ξυπόλητος, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του σπιτιού, όταν πατά μέσα στο σπίτι ή στις εξωτερικές σκάλες, τις οποίες καθαρίζει καθημερινά γονατιστός με ένα σφρουγγαρόπανο. Η σκόνη τριγύρω είναι πολλή, άλλωστε μόνο οι κεντρικές αρτηρίες είναι στρωμένες με άσφαλτο. Όλη η υπόλοιπη πόλη πατά πάνω σε κατακόκκινο χώμα. Είναι γρήγορος και αθόρυβος σα γάτα και δε νευριάζει ποτέ. Ούτε όταν τα παιδιά του σπιτιού ρίχνουν το λουκάνικο που δε θέλουν να φάνε, στο σκυλάκι που γυρνά συνεχώς ανάμεσα στα πόδια τους, ενώ εκείνος θα φάει λαχανόρυζο για βραδυνό. Ούτε όταν η Κεζία του φωνάζει επίμονα από το διπλανό δωμάτιο, να της φέρει φρεσκοστιμμένο χυμό ανανά και πάσιον φρουτ. Όταν την προτρέπω να μην του φωνάζει, μου εξηγεί πως αυτή είναι η δουλειά του, γι’ αυτό πληρώνεται και μάλιστα αρκετά καλά σε σχέση με το μέσο μισθό στην πόλη, αν συνυπολογίσω την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, που του καλύπτει η οικογένεια και το κόστος της βασικής του εκπαίδευσης, συν το γεγονός ότι του παρέχουν στέγη και τροφή.

Εξακολουθούσα να προσπαθώ να της εξηγήσω ότι ο σεβασμός απέναντι σε έναν άνθρωπο που δουλεύει για σένα είναι κάτι πέρα απ’ όλα τα παραπάνω, αλλά δε νομίζω ότι με κατάλαβε. Έχω άλλωστε δυο χρόνια να τη δω, από τότε που αποφοιτήσαμε από ένα μεταπτυχιακό στην Ιταλία και νιώθω ότι την ξαναγνωρίζω. Εκεί σπούδαζε με υποτροφία λόγω καταγωγής, ήταν πάντα οικονομικά στριμωγμένη, δεν έτρωγε και δεν έπινε ποτέ έξω, ούτε μας ακολουθούσε στις νυχτερινές εξόδους, ενώ κανένας συγγενής ή φίλος δεν ήρθε ποτέ να την επισκεφθεί. Αναλάμβανε με προθυμία όλες τις δουλειές στο σπίτι, συχνά ακόμη και όταν δεν ήταν η σειρά της. Το να τη βρω λοιπόν περιτριγυρισμένη από οικιακούς βοηθούς να δίνει παραγγελίες, δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Ωστόσο, αργότερα κατάλαβα το περιεχόμενο του σεβασμού, όπως τον αντιλαμβάνεται εκείνη, όταν ήρθε η μέρα που ζήτησα λίγο απορρυπαντικό για να πλύνω μερικά ρούχα. Αντ’ αυτού ο Κόσμα ήρθε και μου πήρε τα ρούχα από τα χέρια, χωρίς να έχω καμία τύχη σ’ αυτή τη διελκυστίνδα, και η Κεζία έσπευσε να με ρωτήσει κρυφά, μήπως είχα κατά λάθος κάποιο εσώρουχο στα άπλυτα (ευτυχώς όχι), γιατί θεωρείται λέει μεγάλη προσβολή να βάλεις τον εργαζόμενο του σπιτιού να πλύνει εσώρουχο γυναίκας. Η ίδια και η μητέρα της πλένουν πάντα μόνες τους τα εσώρουχά τους. Ομοίως η κυρία του σπιτιού πλένει μόνη τα σεντόνια του συζυγικού κρεβατιού, καθώς η υπόνοια ότι επάνω τους μπορεί το ζευγάρι να έχει κάνει σεξ, καθιστά προσβλητικό για τον οικιακό βοηθό το να τα αγγίξει. Και αν δεν έχει γίνει σαφές ως τώρα, πράγματι στο σπίτι δεν υπήρχε πλυντήριο, και πιθανόν σε όλη την πόλη, καθώς η έλλειψη δικτύου υδροδότησης σε συνδυασμό με την εξωφρενικά υψηλή τιμή της «εισαγόμενης» αυτής συσκευής, το απαγορεύουν. Όταν την επόμενη μέρα βρήκα τα φρεσκοπλυμένα ρούχα μου πάνω στο κρεβάτι, ένιωσα μια πρωτόγνωρη, βαθιά ντροπή και στεναχώρια. Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα φορέσει ρούχο που να έπλυνε κάποιος άλλος πέρα από το πλυντήριο ή τα χέρια της μάνας μου.

71


72 →

Gateway Bus Από την Καμπάλα μέχρι το Καμπάλε, το νότιο σύνορο με τη Ρουάντα, η διαδρομή με αυτοκίνητο είναι περίπου 6 ώρες. Ο χρόνος όμως είναι το πιο σχετικό από όλα τα μεγέθη στην αφρικανική ήπειρο. Οι ώρες επεκτείνονται, δρομολόγια καθυστερούν ή χάνονται, αλλά κανείς δεν παραπονιέται γιατί κανενός επιβάτη το πρόγραμμα δεν είναι τόσο αυστηρό, ώστε να μην μπορεί να απορροφήσει μια απόκλιση της τάξης των 5 ωρών στην ώρα άφιξης στον προορισμό του.

Εμείς, ένα παρέακι δύο ευρωπαίων και μια ουγκαντέζας, φτάνουμε στα «ΚΤΕΛ» νωρίς το μεσημέρι για να πληροφορηθούμε ότι τα «εξπρές» λεωφορεία για Καμπάλε έχουν τελειώσει για σήμερα. Αλλά μας παραπέμπουν σε κάποια εναλλακτικά και πιο ευέλικτα παρακείμενα λεωφορεία. GATEWAY BUS λέει πάνω το λεωφορείο με λαμπιόνια μπλε που αναβοσβήνουν. Και γρήγορα αποδεικνύεται ότι πρόκειται περισσότερο για μια πύλη, ένα άνοιγμα των αισθήσεών και των παραισθήσεων, παρά για μεταφορικό μέσο. Αφού η Kezia παζαρεύει για λίγο την τιμή των εισιτηρίων, πετυχαίνει όντως μια έκπτωση


και πληρώνουμε 25.000 σελίνια Ουγκάντας, κάτι λιγότερο από 6€. Ώρα αναχώρησης; Όταν συμπληρωθούν οι θέσεις. Μπαίνουμε στο λεωφορείο. Είναι κατά γενική ομολογία αρκετά βρώμικο και μυρίζει περίεργα. Δεξιά από το μεσαίο διάδρομο οι θέσεις είναι μονές και αριστερά είναι τριάδες. Οι θέσεις είναι τοποθετημένες πολύ κοντά μεταξύ τους και τα πόδια μας χωράνε μετά βίας. Προς μεγάλη μας έκπληξη διαπιστώνουμε ότι μας έχουν κρατήσει, κι όταν λέω κρατήσει, εννοώ ότι έχουν βάλει ερυθρόλευκη κορδέλα σε μια τριάδα θέσεων σχετικά κοντά στον οδηγό. Χωρίς να έχουμε ζητήσει αυτή τη δια-

κριτική μεταχείριση, καθόμαστε εκεί που μας υποδεικνύουν και δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τα αποδοκιμαστικά βλέμματα και σχόλια των λοιπών επιβατών, ανάμεσα στους οποίους δεν υπάρχει κανέναν άλλος λευκός. Αφού επιβιβαστούν όσοι έμελλε να επιβιβαστούν, ξεκινά η επί μισάωρο παρέλαση των μικροπωλητών εντός του λεωφορείου και εκτός αυτού, από τα ανοιχτά παράθυρα. Πράγματα που μπορούσες να αγοράσεις: νερό, πορτοκαλάδα, μπισκότα και γλειφιτζούρια (αυτά ήταν και οι μοναδικές γλυκές λιχουδιές που κυκλοφορούσαν γενικά στην Ουγκάντα), σουβλάκια, ξεσκονόπανα, σκούπες, φανέλες, κάλτσες, μανταλάκια, κοκαλάκια και πολλά άλλα. Περνούσαν όλα από μπροστά μας μέσα σε πανέρια από χαρτόκουτα. Μετά το πέρας του μικρού παζαριού ξεκινάμε. Κάθε τόσο ο εισπράκτορας γυρνούσε μας κοιτούσε, γελούσε και κάτι έλεγε για τους bazungu (δηλαδή οι δυο λευκοί). Περάσαμε το επόμενο δίωρο με συνεχείς στάσεις για επιβίβαση επιβατών, που θα ταξίδευαν όρθιοι, και πολλών ακόμη μικροπωλητών, με αποκορύφωμα την επιβίβαση ενός πλανόδιου πλασιέ φαρμάκων και ενός ιεροκήρυκα. Φτάνοντας στις 4 ώρες ταξίδι, η Κεζία συνειδητοποιεί ότι δεν είμαστε καν στη μέση της διαδρομής, πράγμα που σημαίνει ότι πάμε εξαιρετικά αργά και σίγουρα θα φτάσουμε στο Καμπάλε πολύ μετά από την προγραμματισμένη ώρα, κατά την οποία μας περίμενε ο θείος της. Του τηλεφωνεί και εκείνος επιβεβαιώνει αυτό που διαισθανόμασταν. Ήταν λάθος αυτό το λεωφορείο. Όλοι ξέρουν ότι οι οδηγοί και οι εισπράκτορες σε αυτά τα λεωφορεία είναι πολύ κακοπληρωμένοι και γι’ αυτό κάνουν πολλές στάσεις, ώστε να βάζουν στην τσέπη τα εισιτήρια των ορθίων και μια μίζα από κάθε μικροπωλητή που θέλει να ανέβει να προμοτάρει την πραμάτεια του, έσοδα τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου. Επίσης, τα καθίσματα σε αυτά τα λεωφορεία έχουν συνήθως κοριούς, λέει. Λίγο αργότερα, διασχίζουμε τον Ισημερινό και μια ακόμη στάση ακολουθεί. Εδώ οι περισσότεροι κατεβαίνουν για φαγητό. Στη μεγάλη υπαίθρια αγορά πουλάνε κυρίως μοσχαρίσιο κρέας και συκώτι σε σουβλάκι. Η Κεζία είναι κατηγορηματική: ούτε να το διανοηθούμε να

73


74 →

φάμε από τους μικροπωλητές. Το ωμό κρέας δε συντηρείται σε ψυγεία, αφού δεν υπάρχει ρεύμα, ενώ το ψημένο μένει για ώρες εκτεθειμένο στον ήλιο και τις μύγες. Από τις στομαχικές διαταραχές ως τη δηλητηρίαση, τίποτα από αυτά δε μας έπαιρνε να πάθουμε μέσα στις επόμενες ώρες. Η επόμενη στάση ήταν αναγκαστική. Ένας εκκωφαντικός κρότος ακούγεται από το κάτω μέρος του λεωφορείου. Ο οδηγός σταματάει στην άκρη του δρόμου και μας κατεβάζει όλους κάτω. Κανένας από τους συνεπιβάτες μας δε διαμαρτύρεται, ούτε καν ρωτάει τι συνέβη και τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια. Αντιδρούν λες και ήταν σχεδόν στάση ρουτίνας. Κοιτάζουμε γύρω, υπάρχουν μόνο μερικά πλίθινα σπίτια. Κάνουμε με το μυαλό μας όλα τα πιθανά σενάρια για το που θα χρειαστεί να περάσουμε τη νύχτα. Γρήγορα μαζεύονται πολλά παιδάκια, που περισσότερο από το χαλασμένο λεωφορείο σχολιάζουν τους bazungu. Ο εισπράκτοράς και ένα επιβάτης «πέφτουν» κάτω από το λεωφορείο και μαστορεύουν λογομαχώντας. Είκοσι λεπτά αργότερα επιβιβαζόμαστε ξανά και το λεωφορείο ξεκινά!

Λίγες ώρες μετά τη στάση στον Ισημερινό, κι ενώ πια έχουμε αρχίσει να ανεβαίνουμε σε υψόμετρο και έχει νυχτώσει, η θερμοκρασία πέφτει και όλοι οι επιβάτες έχουν κλείσει ερμητικά τα παράθυρά τους. Όμως οι εντερικές παρενέργειες από τα σουβλάκια που έχουν καταναλώσει οι συνεπιβάτες μας, «κάνουν την εμφάνισή τους». Η φράση «θάλαμος αερίων» πλανιέται στο κεφάλι μου. Στις απελπισμένες προσπάθειές μας να ανοίξουμε ένα παράθυρό, ο μπροστινός μας, ένας δάσκαλος που διορθώνει διαγωνίσματα μαθητών δημοτικού με ημερομηνία δέκα μηνών πριν (!), αντιδρά αρχικά φωνάζοντας στα luganda κι έπειτα καλώντας τον εισπράκτορα για να μας επιπλήξει στα αγγλικά και να μας εξηγήσει ότι όλοι οι επιβάτες κρυώνουν και δεν μπορούμε εμείς (υπονοεί οι bazungu) να κάνουμε το δικό μας… Είμαστε στις εννιά ώρες ταξίδι, υπολογίζουμε ότι θέλουμε τουλάχιστον άλλη μία, ενώ δίπλα μου, στο διάδρομο, κάθεται πάνω σε ένα στρώμα τυλιγμένο ρολό και τοποθετημένο μέσα σε τσουβάλι, ένας παππούς, που έχει γύρει και κοιμάται στο μπράτσο μου. Η απελπισία μου είναι ανυπολόγιστη.


Morokole Ο θείος της Κεζία, ο uncle Babo, είναι 67 χρονών. Ζει μόνος μαζί με δύο εργάτες-βοηθούς στο χωριό. Στα 25 του έφυγε πρόσφυγας για τη Μομπάσα, στην Κένυα, όταν ο Idi Amin, τότε δικτάτορας της χώρας, απήγαγε την αρραβωνιαστικιά του και απείλησε να τον σκοτώσει αν παραμείνει στη χώρα. Σήμερα θεωρείται ευκατάστατος στο χωριό, καθώς έχει τρεις αγελάδες, ιδιόκτητο σπίτι, ένα λαχανόκηπο και δυο ακόμη πλίθινα σπιτάκια δίπλα στο δικό του, τα οποία νοικιάζει. Το ένα εξ’ αυτών στον Morokole, τον ένα από τους δύο εργάτες του. Ο Morokole είναι ο ορισμός του προλετάριου. Δεν έχει στην κατοχή του ούτε μια σπιθαμή γης. Το μεροκάματό του είναι 5.000 σελίνια Ουγκάντας και 1 λίτρο γάλα, τη στιγμή που 1 λίτρο εμφιαλωμένο νερό κοστίζει 2.000 σελίνια και 1 λίτρο γάλα κοστίζει 1.000 σελίνια. O Morokole έχει τρία παιδιά. Δύο από τον πρώτο του γάμο και ένα από τον πρoηγούμενο γάμο της νυν συζύγου του. Η πρώτη του σύζυγος τον άφησε με δύο νήπια και έτσι έπρεπε να βρει γρήγορα μία άλλη.

Για να παντρευτεί ένας άντρας στην Ουγκάντα, πρέπει να δώσει εκείνος «προίκα» στον πατέρα της νύφης έναν ορισμένο αριθμό αγελάδων. Όσο περισσότερες οι αγελάδες, τόσο πιο σταθερός θεωρείται ο γάμος και τόσο υψηλότερο το στάτους της νύφης. Τι γίνεται όμως με τους απλούς εργάτες/ αγρότες που δεν κατέχουν παρά την εργατική τους δύναμη; Σε αυτή την κοινωνική τάξη οι γάμοι είναι πάντα ρευστοί, συνάπτονται και διαλύονται χωρίς πολλές διατυπώσεις, σαν απλές σχέσεις. Χωρίς το βάρος του περιουσιακού ανταλλάγματος, που χάνεται ή οφείλει να επιστραφεί κατά περίπτωση, γυναίκες και άνδρες αλλάζουν και αντικαθιστούν συζύγους συχνά. Τα τρία πιτσιρίκια, ο Ammon, η Fiona και η Olivia, βλέπουν πρώτη φορά στη ζωή τους λευκούς. Όταν καταφτάνουμε στο σπίτι του uncle Babo και μας παίρνει είδηση η γειτονιά, οι ενήλικες βγαίνουν στις «πόρτες» των σπιτιών τους (ένα κομμάτι ύφασμα επιτελεί τη λειτουργία της πόρτας στην πλειοψηφία των περιπτώσεων), αλλά τα πιτσιρίκια με το θράσος τους, φτάνουν στην πόρτα του uncle Babo και του

75


76 → ζητάνε να δουν τους bazungu. Δε μιλάνε καθόλου αγγλικά και δεν πηγαίνουν σχολείο γιατί ο Morokole δεν έχει χρήματα για να αγοράσει τα βιβλία που χρειάζονται. Για τις επόμενες δύο μέρες, έλειψαν μόνο ελάχιστες ώρες από εκεί. Έτρωγαν εκεί το πρωινό που τους ετοίμαζε ο Morokole, ένα ποτήρι γάλα για το καθένα τους, όπως και το βραδινό τους, βρασμένα λαχανόφυλλα σκέτα ή με λίγο ρύζι. Στο ενδιάμεσο μασούσαν τη σάρκα ζαχαροκάλαμου, το οποίο ξεφλούδιζαν με τα δόντια, μέχρι να εκκριθεί ένα γλυκό ζουμί. Βλέπουν πρώτη φορά smart phone και με ανείπωτη έκσταση και ενθουσιασμό, δε χορταίνουν να βλέπουν την εικόνα τους αποτυπωμένη σε ψηφιακή φωτογραφία. Η πρωτόγνωρη

και βαθιά ντροπή που με επισκέφθηκε μαζί με τα πλυμένα από τον Kosma ρούχα, είναι πάλι εδώ. Μια ντροπή για την ίδια μου τη ύπαρξη, αναμεμειγμένη με οργή αυτή τη φορά. Μια ντροπή λευκή, για την οποία καμία εξιλέωση δεν μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη στιγμή και μια οργή μαύρη που καμιά εκτόνωση δεν επιζητούσε. Έστω και ένας άνθρωπος να ντραπεί και να εξοργιστεί για τον Ammon, τη Fiona και την Olivia, είναι κάτι, αλλά δεν είναι και απολύτως τίποτα, σκέφτηκα.


Lake Bunyonyi Πέρα και πάνω από ταξίδι σε έναν εξωτικό προορισμό, η Αφρική, και δη οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της, είναι ταξίδι στα συναισθήματα. Οι εναλλαγές από τη χαρά στη στεναχώρια, από το θυμό στο θαυμασμό, από την έκπληξη στην αμηχανία, μοιάζουν με εκκρεμές. Έτσι, την επόμενη μέρα, αναζητώντας μεταφορικό μέσο για να πάμε από το Καμπάλε στη Λίμνη Bynyonyi (δηλαδή με τις πολλές νυχτερίδες), ένας φίλος του uncle Babo, προσφέρθηκε να μας πάει ως εκεί με το αζημίωτο. Η διαδρομή ήταν ανηφορική, είχες την αίσθηση ότι τρυπώναμε μέσα στο βουνό και ταυτόχρονα μέσα σε πυκνό δάσος. Στη μέση της

διαδρομής, το αυτοκίνητο σταματάει. Έχοντας την προηγούμενη εμπειρία του gateway bus, δεν αγχωνόμαστε. Ωστόσο, αυτή τη φορά η επίλυση του προβλήματος είναι ακόμη πιο εύκολη. Ο οδηγός παίρνει στροφή και αρχίζει να ανεβαίνει την ανηφόρα με την όπισθεν! Το αυτοκίνητο ανταποκρίνεται. Εμείς οι δυο bazungu δεν έχουμε πάρει πρέφα τι συμβαίνει. Ο θείος μας εξηγεί ότι το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου είχε ελάχιστη βενζίνη και η ανηφόρα την έκανε να συγκεντρώνεται στο αντίθετο σημείο από το επιθυμητό. Η πατέντα «όπισθεν στην ανηφόρα» είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε αυτά τα μέρη. Φτάνοντας στο τέλος του δρόμου, μπροστά και στο βάθος απλώνεται η επιβλητική λίμνη Bynyonyi με τα 29 νησιά της, μεταξύ αυτών και μια αποικία λεπρών. Στις όχθες έχει «λαϊκή αγορά», τα προϊόντα είναι μέσα στις βάρκες και οι πελάτες έξω. Μπαίνουμε 7 άτομα σε μια βάρκα και ένας νεαρός, ο Jonathan, αναλαμβάνει χρέη ξεναγού. Η βάρκα έχει τόσο υποχωρήσει υπό το βάρος μας, που αν τεντώσω το χέρι μου, καθώς είμαι καθιστή, μπαίνει μέχρι τον καρπό στο νερό. Σκέφτομαι αν υπάρχουν άραγε σωσίβια και συγχρόνως γελάω με τη σκέψη μου, χωρίς να την εκστομίσω. Το πιο διάσημο νησί της λίμνης είναι το περίφημο “punishment island” (δηλαδή νησί της τιμωρίας). Πρόκειται για μια εντελώς επίπεδη και μικρή νησίδα γης, όχι πολύ μακριά από τη μία ακτή της λίμνης. Επάνω στο νησάκι δεσπόζει μόνο ένα ξεραμένο δέντρο και επάνω στο δέντρο, μερικά όρνεα να θυμίζουν τη μακάβρια λειτουργία του. Ο Jonathan μας διηγείται την ιστορία του νησιού. Μέχρι πριν από περίπου 50 χρόνια, εδώ έφερναν τις κοπέλες που έμεναν έγκυες πριν παντρευτούν, και τις εγκατέλειπαν χωρίς φαγητό και νερό για να πεθάνουν, τιμωρώντας τες κατ’ αυτόν τον τρόπο επειδή, με την εκτός γάμου εγκυμοσύνη τους, αποστερούσαν την οικογένειά τους από το περιουσιακό όφελος που θα αποκτούσε με το γάμο τους, δηλαδή τις αγελάδες που θα προσέφερε ο γαμπρός. Σχεδόν καμία κοπέλα στην περιοχή δεν ξέρει να κολυμπά (ακόμη και σήμερα), γι’ αυτό ο θάνατός τους ήταν βέβαιος. Πάνω από 200 κοπέλες λέγεται ότι έχουν πεθάνει με αυτό τον

77


78 →

τρόπο. Ωστόσο, αρκετές έχουν σωθεί με έναν άλλο παράδοξο τρόπο. Με την εγκατάλειψή τους στο νησί αυτό, οι γυναίκες αυτές καθίσταντο «δωρεάν νύφες» για τους άπορους επίδοξους γαμπρούς. Έτσι, δεν ήταν λίγες οι φορές που φτωχοί άνδρες της περιοχής, αγρότες κατά κύριο λόγο, πήγαιναν με τη βάρκα τους στο νησί και έπαιρναν την εγκαταλελειμμένη κοπέλα για σύζυγό τους. Ο μύθος λέει ότι ένας πλούσιος «διέσωσε» στη διάρκεια της ζωής του, 36 κοπέλες από αυτό το νησί και τις μετέφερε σε ένα από τα υπόλοιπα της λίμνης, δίνοντας στην καθεμία από ένα σπίτι και χωράφι, με τον όρο να είναι σύζυγοί του. Ο Jonathan είναι δεν είναι 20 χρονών, μιλά ωστόσο πολύ καλά αγγλικά. Από την ώρα που αρχίζει τη διήγηση, θέλω διακαώς να τον ρωτήσω την άποψή του για το νησί της τιμωρίας. Τελικά το κάνω και η απάντηση έρχεται σαν πέτρα που πέφτει βαριά σε ήρεμη λίμνη, χωρίς να ταράξει πολύ τα νερά: “I think the punishment island was a good thing, because if you are my sister and you go get pregnant before marriage, I suffer a loss of cows and money. So, I do not want to see you anymore, you should be lost”. Κατεβαίνοντας από τη βάρκα στην άλλη άκρη της λίμνης, σε ένα καταπράσινο θέρετρο για λευκούς, δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από δυο εικόνες που νιώθω ότι συμπυκνώνουν την εμπειρία του ταξιδιού ως τώρα: τα όρνεα πάνω στο ξεραμένο δέντρο, στο νησί της τιμωρίας και η ηρεμία στα μάτια του Jonathan όταν μου εξηγούσε τις απόψεις του.


→

79


Υπεύθυνοι για διευκρινίσεις, απορίες, προτάσεις, αγωγές → →

Σπύρος Παπαδόπουλος Χρήστος Σύλλας

mail: yusra.magazine@gmail.com

Σχεδιασμός εξωφύλλου και δημιουργική επιμέλεια έκδοσης → Μαρινίκη Μπακάλη



ISSN 2653-9438


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.