ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017
Η ΜΝΗΜΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
ΖΩΗ ΤΖΟΥΝΙΔΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΊΛΗΨΗ
1. ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ 1.1 Ο μηχανισμός της μνήμης και της αντίδρασης 1.2 Τι είναι μνήμη; Ποιος θυμάται; Πως θυμάται; 1.3 Από την Ατομική στη Συλλογική μνήμη
2. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ 2.1 Ανακατασκευές του παρελθόντος -σχηματισμός ταυτότητας 2.2 Η μνήμη δεν είναι καθολική
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ 3.1 Ορισμοί 3.2 Εμπρόθετα μνημεία 3.3 Μη εμπρόθετα μνημεία 3.4 Το μνημείο ως δέκτης επανεγγραφών
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ 4.1 Από τους τόπους στο βιωμένο χωρο μνήμης 4.2 Ο βιωμένος χώρος 4.3 Χωροχρόνος και μνήμη 4.4 Σωμα, υποκείμενο και μνήμη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
5
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ 5.1 Από τους μνημειακούς χώρους στους καθημερινούς 5.2 Χρόνος ζωντανός, Χρόνος στιγμιότυπο 5.3 Πρώτη Δέσμη: Η κατοικημένη μνήμη-Το κατοικημένο “μνημείο”
5.3.1 Ο κύκλος της ζωής
5.3.2 Η συνέχεια στην παραγωγή χώρων μνήμης
5.3.3 Η εξ’ αρχής παραγωγή χώρων της μνήμης.
5.3.4 Η ασυνέχεια-τομή στην παραγωγή χώρων μνήμης
5.4 Δεύτερη Δέσμη: Ταριχευμένη μνήμη
ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
6
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σε αυτό το κείμενο, προσεγγίζουμε τη συζήτηση της σχέσης της μνήμης και του χώρου, σε συνάρτηση με την κατοίκηση και το βίωμα. Αρχικά, η έννοια της μνήμης, εξετάζεται ως προς τον μηχανισμό της, τα υποκείμενά της και τους τρόπους ανάκλησής της. Η μνήμη συνιστά για τα υποκείμενά της, αναπόσπαστο εργαλείο του σχηματισμού ταυτότητας και της αυτο-εικόνας. Τόσο το άτομο, όσο και η συλλογική οντότητα, κατασκευάζουν το παρελθόν που εξυπηρετεί το παρόν τους και οραματίζονται το μέλλον τους. Σε αυτή τη διαδικασία επεξεργασίας της μνήμης, η ιστορία, δεν μπορεί να συλλάβει μία «καθολική μνήμη», παρά μόνο να σφυγμομετρήσει την ύπαρξη και τα ενεργήματα των επιμέρους συλλογικών μνημών. Εν συνεχεία, αναλύουμε τα μνημεία, ως ένα κατασκεύασμα συμβολοποιημένης παγίωσης της μνήμης στο χώρο και το χρόνο. Το ενέργημα της ανέγερσης μνημείων, υποδηλώνει την επιδίωξη του ανθρώπου, να υπερβεί την φθοροποιό δύναμη του χρόνου και τον περιορισμό της θνητότητας του. Όμως, όπως το πεδίο της μνήμης είναι ρευστό και ανοιχτό στις επανεγγραφές, έτσι και η a-posteriori αξία του μνημείου διακυβεύεται, απόλυτα εξαρτώμενη από τη θέση και τις προθέσεις του υποκειμένου που το κληρονομεί. Επομένως, αυτή η κατηγορία που προορίζεται να φέρει μια αφηρημένη και παγιωμένη μνήμη, δεν καταφέρνει να επιβληθεί, παρά διαλύεται από τις δυναμικές που αναπτύσσει στο χώρο η ενεργή κατοίκηση. Ενώ το μνημείο επιδιώκει τη σταθεροποίηση του χρόνου στο χώρο, οι αυτοσχέδιοι χώροι της βιωμένης εμπειρίας, διά του θανάτου και της αναγέννησης, της μνήμης και της λήθης, είναι πεδία ανοιχτά σε επεξεργασία και επανεγγραφές της μνήμης- οιονεί αυτοσχέδια μνημεία. Ουσιαστικά, η δημιουργία και η διαιώνιση της μνήμης, είναι μια
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
9
παράλληλη διαδικασία παραγωγής χώρου, η οποία υπόκειται σε συγκεκριμένες, υποκειμενικές μεθόδους, όπου το σώμα και η υποκειμενική ματιά, είναι αδιαίρετη ενότητα. Με την παραδοχή λοιπόν, πως η απόδοση μνήμης στο χώρο, συνεκτείνεται με την ύπαρξη και κίνηση των ανθρώπων, οι πρακτικές κατοίκησης που εφαρμόζει, ιδρύουν και γίνονται εργαλείο επεξεργασίας χώρων μνήμης, οι οποίοι επιβιώνουν, αναδύονται, μεταβάλλονται. Η αληθινή αναγέννηση της μνήμης, μέσα από αυτούς τους κύκλους παραμερίζεται, όταν η βιωμένη εμπειρία του χώρου τείνει να σταθεροποιηθεί, σε μία παγωμένη στο χρόνο εικόνα. Αν και τέτοιοι τόποι προκύπτουν, με διαφορετικά κάθε φορά κίνητρα, (π.χ. προστασία από τη φθορά, διατήρηση) συμπεραίνουμε ότι η αποστασιοποίηση από τη ροή του χρόνου, απομειώνει το χώρο της κατοίκησης σε αναπαράσταση, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα επανεγγραφής της μνήμης· μετατρέπει το χώρο σε αρχείο προς ηδονοβλεπτική κατανάλωση.
10
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ABSTRACT
The text attempts to approach the relation of memory and space, in conjunction with habitation and experience. The concept of memory is initially examined in terms of the mechanism that underlies it, the subjects that experience it and the ways to recall it. For the subject, memory is an integral tool of identity formation and self-image construction. For both individual and collective entities, past and memory are constructed to serve the needs of the present, but also to build a vision for the future. In this course of processing memory, history fails to capture any kind of “universal memory� and can only trace the existence and the course of individual collective memories. Following, we refer to the monument as a construct of symbolic consolidation of memory in space and time. The practice of erecting monuments suggests the pursuit of man to overcome the devastating power of time and mortality (intentional). Τhe monument does not only acquire symbolic, but also historical value as a token of a past era (unintentional). Either way, monuments do not and cannot convey a fixed value over the course of time. Memory is fluid and open to re-writings and so is the value attributed to the monument; shifting and under constant redefinition. The different needs of each time and the intentions of the subject who inherited the monument establish the way it is treated and perceived. Besides monuments, memory is inscribed in space through the dynamics of active habitation. While the aim of the monument is to stabilize time in space, the improvised spaces of lived experience are open to the processing and re-writing of memory through death and regeneration, through memory and oblivion. Essentially, the creation and perpetuation
ABSTRACT
11
of memory moves along the production of space, which is susceptible to specific, subjective methods, where the body and the subjective look are considered one. Therefore, if we were to assume that transcribing memory in space comes as a natural progression of the existence and the movement of people, the practices of habitation that arise through human activity give rise to spaces of memory that survive, emerge and change, and provide a tool to process such spaces. The true regeneration of memory through these processes is pushed aside when the lived experience of space is stabilized and crystallized in a site frozen in time. Although such sites arise due to different motivations each time (e.g. protection from wear, conservation), we conclude that distancing the space of habitation from the flow of time reduces it to mere representation. This practice excludes any rewriting of memory, eventually transforming space to an image for our own voyeuristic consumption.
12
ABSTRACT
Ευχαριστούμε θερμά τους συμφοιτητές μας, τους φίλους και τις οικογένειές μας που μας στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών μας. Ιδιαίτερα θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον κ. Τάση Παπαϊωάννου τόσο για την συμβολή του στην διάλεξη όσο και για την γενική του παρουσία στις αρχιτεκτονικές μας αναζητήσεις.
15
ΕΙΚ.1: Memory wheel - Giordano Bruno / Frances Yates
«Τι θα ήταν ο καθένας μας χωρίς τη μνήμη, μια μνήμη που κατά μεγάλο μέρος της είναι φτιαγμένη από λήθη, αλλά θεμελιώδης;»
Jorge Luis Borges
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
1. ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Χωρίς τη μνήμη, δε θα μπορούσαμε να μάθουμε τίποτα, δε θα μπορούσαμε να συγκρατήσουμε ή να αποτυπώσουμε στιγμές, γεγονότα, χώρους, εμπειρίες και πρόσωπα. Δίχως αυτήν, ο χρόνος δε θα είχε συνοχή και θα αποτελούνταν απλά από ξεχωριστές στιγμές, άσχετες μεταξύ τους, κατακερματισμένες και μόνες. Δίχως αυτήν, ο άνθρωπος θα στερούταν αυτογνωσίας, ταυτότητας και νοήματος ζωής. Η μνήμη, συνισταμένη πολλών ετερογενών συνιστωσών, είναι περίπλοκη και προεκτείνεται με ποικίλους τρόπους σε πολλές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης και των δομών που αυτή δημιουργεί. Χάρη στη μνήμη, αντιλαμβανόμαστε τη φυσική ροή του χρόνου και τη μετάβαση από το παρελθόν , μέσω του φίλτρου του παρόντος, στο μέλλον. (Αυγουστίνος,2016) .Είναι το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να συγκρατεί στιγμές, εμπειρίες, πρόσωπα και να συγκροτεί τον ίδιο του τον εαυτό. Χάρη στην ανάμνηση, το μηχανισμό ανάσυρσης γεγονότων της μνήμης, ο άνθρωπος είναι ικανός να ιεραρχήσει, χρονικά, μέσα του, τις στιγμές, τις εμπειρίες, να κάνει συγκρίσεις και να εξάγει συμπεράσματα. Στη μνήμη λοιπόν βασίζεται η λογική, ικανότητα που μας χαρακτηρίζει ως έλλογα όντα και μας διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς.
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
19
ΕΙΚ.2: Εισαγωγή ερεθίσματος στον μηχανισμο της αντίληψης, εκροή αντίδρασης
1.1 Ο μηχανισμός της μνήμης
Θέλοντας να αναλύσουμε τις ιδιότητες της μνήμης, θα ξεκινήσουμε μία περιγραφή σε βιολογικό και νοητικό επίπεδο. Όλα αρχίζουν από ένα ερέθισμα. Τα ερεθίσματα που προέρχονται από το περιβάλλον μπορούν να είναι οπτικά, ακουστικά, οσφρητικά και ούτω καθεξής. Σύμφωνα με τους νευροβιολόγους, τα οπτικά είναι πιο ισχυρά, με δεύτερα να έρχονται τα ακουστικά, και πλήθος άλλων να ακολουθεί. (Zeki, 2013). Εξειδικευμένοι νευρώνες αναγνωρίζουν συγκεκριμένα ερεθίσματα του χώρου μέσω των αισθήσεων. Τα αισθητηριακά συστήματα, παραλαμβάνουν τις πληροφορίες από τα ερεθίσματα και τις μεταφέρουν στον εγκέφαλο, με σκοπό να επεξεργαστούν, να ερμηνευτούν και να γίνουν, τελικά, αντιληπτά. Ενώ ο εγκέφαλος λαμβάνει συνεχώς ένα βομβαρδισμό ερεθισμάτων, ταυτόχρονα, καλείται να επιτελέσει μία πληθώρα, ξεχωριστών μεν, αλληλοσυνδεόμενων δε, λειτουργιών. Αρχικά επιλέγει, ξεχωρίζει, μόνο εκείνες τις πληροφορίες που του είναι απαραίτητες για να τον βοηθήσουν να αντιληφθεί μια κατάσταση. Στη συνέχεια «θυσιάζει», αγνοώντας ό,τι δεν τον βοηθάει να συγκροτήσει τα απαραίτητα νοήματα. Εν τέλει, οτιδήποτε αποφασίζει να «κρατήσει», το συγκρίνει με προηγούμενες ανάλογες πληροφορίες που έχει αποθηκευμένες στη μνήμη και έτσι αναγνωρίζει και καταχωρεί το νέο περιεχόμενο. (Zeki, 2013). Πιο συγκεκριμένα, το καταχωρημένο περιεχόμενο, εμπειρίες, γνώσεις και παρελθούσες καταστάσεις, διασφαλίζονται και διατηρούνται από το μηχανισμό της μνήμης. (Bergson, 2013) Ο μηχανισμός της μνήμης λοιπόν, αποθηκεύει τις πληροφορίες του παρελθόντος, ενώ ο μηχανισμός της αντίληψης μεταφέρει στο νοητικό σύστημα τις πληροφορίες του παρόντος. Το σώμα του ατόμου βρίσκεται σε μία διαρκή διάδραση με το περιβάλλον του, ώστε δέχεται και επεξεργάζεται διαρκώς τα ερεθίσματα που εκείνο του στέλνει. Το σώμα είναι τοποθετημένο ανάμεσα στα αντικείμενα
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
21
ΕΙΚ.3: Το σώμα λειτουργεί ως ένα είδος αγωγού, που επερξεργάζεται διαρκώς τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος
που δρουν πάνω του και σε εκείνα που το ίδιο επηρεάζει. Λειτουργεί ως ένα είδος αγωγού, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με το να συγκεντρώνει κινήσεις από το περιβάλλον και να δρα, αντανακλαστικά, ως προς αυτές. Οι αντιδράσεις του σώματος ποικίλουν σε βαθμό πολυπλοκότητας και εκπορεύονται από την συγκεντρωμένη εμπειρία του ατόμου (Bergson, 2013). Η συνείδηση έρχεται να συμβάλει δραστικά στο μηχανισμό της αντίδρασης, δηλαδή των αποφάσεων, καθώς ο τρόπος αντίδρασης δεν είναι καθόλου τυχαίος. Οι επιλογές μας εμπνέονται από παρελθούσες εμπειρίες, ενώ επικαλούμαστε αδιάκοπα αναμνήσεις από ανάλογες καταστάσεις. Η συνείδηση είναι ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ αντίληψης και μνήμης, ο οποίος συμβάλλει στην εκούσια ανάκληση κάποιας ανάμνησης ή αντίστροφα στην καταχώρηση εμπειρίας. Η μνήμη, πρακτικά αδιαχώριστη από την αντίληψη, εισάγει το παρελθόν στο παρόν.(Bergson, 2013).
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
23
ΕΙΚ.4: Το άθροισμα των ενθυμίσεων μας βοηθά να προσανατολιστούμε στο χρόνο.
1.2 Τι είναι μνήμη – ποιος θυμάται – πώς θυμάται Η μνήμη, θεμέλιο της ανθρώπινης νόησης, μελετάται συστηματικά από πλήθος επιστημονικών πεδίων όπως η φιλοσοφία, η βιολογία, η ψυχολογία και οι κοινωνικές επιστήμες. Πολλοί άνθρωποι του πνεύματος έχουν, κατά καιρούς, ασχοληθεί με τη μνήμη, προσπαθώντας να απαντήσουν σε ερωτήματα προσδιορισμού της λειτουργίας της, του «βάθους» της και των δυνατοτήτων της. Η λειτουργία της μνήμης απασχόλησε τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους με τον Πλάτωνα (Σοφιστής και Θεαίτητος) και τον Αριστοτέλη να καταλήγουν τελικά, στη διατύπωση δύο διαφορετικών, αλλά συμπληρωματικών θέσεων. Συγκεκριμένα, ο Πλάτωνας επικεντρώνεται στο θέμα της εικόνας και μιλά για μια παρούσα αναπαράσταση ενός πράγματος απόντος με τη συμβολή της φαντασίας, ενώ ο Αριστοτέλης επικεντρώνεται στο θέμα της αναπαράστασης ενός προγενέστερα αντιληπτού, μαθημένου πράγματος.
Στο έργο του Πλάτωνα Θεαίτητος παρουσιάζεται η προβληματική της εικόνας μέσω της μεταφοράς της κέρινης πλάκας:
-ΣΩ.: «Υπόθεσε λοιπόν χάριν του ζητήματος, ότι μέσα στις ψυχές μας υπάρχει μια πλάκα από κερί μαλακό, στον ένα το κερί είναι περισσότερο, στον άλλον λιγότερο και στον ένα το κερί είναι καθαρότερο, στον άλλον πιο ακάθαρτο και σκληρότερο, ή σε μερικούς υγρότερο και σε άλλους εντελώς κανονικό.» -ΘΕΑΙ.: «Έστω». -ΣΩ.: «Ας θεωρήσουμε ότι αυτό είναι δώρο της μητέρας των μουσών, της Μνημοσύνης, και οτιδήποτε θελήσουμε να διατηρήσουμε στην μνήμη εξ’ όσων έχουμε δει ή ακούσει ή έχουμε σκεφθεί από μόνοι μας, το αποτυπώνουμε σε
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
25
αυτό το κερί που παρουσιάζουμε να δέχεται τις αισθήσεις και τις σκέψεις, σαν να σημειώνουμε πάνω σε αυτό τα αποτυπώματα των δαχτυλιδιών μας. Όποιο αποτυπωθεί το διατηρούμε στην μνήμη και το γνωρίζουμε καλά όσον χρόνο θα υπάρχει η εικόνα (είδωλό) του. Όποιο σβήσει ή δεν καταστεί δυνατόν να αποτυπωθεί το έχουμε ξεχάσει (επιλελήσθαι) και δεν το γνωρίζουμε. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση της έννοιας της «λήθης» στον αντίποδα της μνήμης δημιουργώντας ένα ισχυρό δίπολο. Οι αρχαίοι δεν ασχολήθηκαν με το υποκείμενο της μνήμης, δηλαδή με το «ποιος θυμάται;». Αναρωτιούνται μόνο «τι σημαίνει να έχεις ή να αναζητάς μια ενθύμηση». (Ricoeur, 2013: 157). Σταδιακά συγκροτείται η φαινομενολογία της μνήμης, η οποία αναζητά τόσο τα υποκείμενα (άτομο, ομάδα ή συλλογικότητα) όσο και το αντικείμενό της (τι θυμάται κανείς; ). Πώς έχουν απαντήσει κατά καιρούς φιλόσοφοι και στοχαστές στα συγκεκριμένα ερωτήματα; Κατά τον Αυγουστίνο, υπάρχουν τρία γνωρίσματα που μπορούν να περιγράψουν τον χαρακτήρα της μνήμης. Αρχικά, η μνήμη είναι ένα προσωπικό κτήμα για τον κάθε έναν μας και ενέχει όλες τις εμπειρίες που έχει βιώσει το άτομο στο παρελθόν. Επιπλέον, ορίζει τη μνήμη ως άθροισμα πολλών επιμέρους τμημάτων που ονομάζονται ενθυμήσεις. Αυτό το άθροισμα θεωρείται μια συνέχεια, που επιτρέπει να ανατρέχουμε αδιάκοπα από το παρόν σε όποιο χρονικό βάθος του παρελθόντος γίνεται. Η συνέχεια αυτή, είναι απαραίτητη για τις ομαλές μεταβάσεις του ανθρώπου στο χρόνο αλλά και για τη σύσταση της ταυτότητάς του. Τέλος, η μνήμη είναι το εργαλείο που μας βοηθά να προσανατολιστούμε στο χρόνο, τόσο από το παρελθόν προς το μέλλον, όσο και από το μέλλον στο παρελθόν. (Ricoeur, 2013). Ο Αυγουστίνος δεν περιγράφει, ακόμη, υποκείμενο της μνήμης αλλά τον «εσωτερικό άνθρωπο ενθυμούμενος εαυτό». Κατάφερε να συνδέσει έτσι, ουσιαστικά, τη μνήμη με το χρόνο.
26
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Στη συνέχεια, ο John Locke είναι ο πρώτος που θέτει τις έννοιες ταυτότητα, εαυτός, μνήμη σε μία εξίσωση, στις αρχές του 18ου αι. «Η ταυτότητα
του τάδε προσώπου εκτείνεται τόσο μακριά όσο η συνείδηση αυτή μπορεί να φτάσει αναδρομικά κάθε παρελθούσα πράξη ή σκέψη. Είναι ο ίδιος εαυτός τώρα που ήταν τότε και ο εαυτός που έκανε αυτή την πράξη είναι ο ίδιος με κείνον που στο παρόν αναλογίζεται πάνω σε αυτή». (Ricoeur, 2013: 173174). Η προσωπική ταυτότητα, για τον Locke, είναι μια χρονική ταυτότητα και η συνείδηση είναι αυτή που την συγκροτεί, συνενώνοντας όλα τα πεπραγμένα του ατόμου. Θεωρώντας ταυτόχρονα τη συνείδηση και τη μνήμη ένα και το αυτό πράγμα, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο άνθρωπος είναι το υποκείμενο της μνήμης. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Bergson εμβαθύνει στον τρόπο που λειτουργεί η μνήμη για το άτομο και υποστηρίζει την ύπαρξη δύο τύπων μνήμης. Η πρώτη, η αυθόρμητη, συνίσταται απ’ όλα τα συμβάντα της ζωής μας, αποθηκευμένα με την σειρά που εκείνα έλαβαν χώρα. «Η μνήμη αυτή
δεν θα παραβλέπει καμμία λεπτομέρεια, θα αφήνει σε κάθε γεγονός, σε κάθε χειρονομία, την θέση της και την ημερομηνία της» (Bergson, 2013: 103). Όλες οι αποθηκευμένες εικόνες είναι μοναδικές και δεν μπορούν να επαναληφθούν αυτούσιες. Αυτή η παραστατική μνήμη καταγράφει και κατασκευάζει ακούσια, ένα συνεχόμενο χρονολόγιο πεπραγμένων, χωρίς να ξεχωρίζει το σημαντικό από το επουσιώδες. Από την άλλη όμως, ο άνθρωπος μνημονεύει σκόπιμα, όταν μελετά για να αποκτήσει μία γνώση ή προσπαθεί να αποκτήσει μία σωματική ικανότητα. Η απομνημόνευση, δηλαδή η απόκτηση ανάμνησης μέσω επανάληψης, είναι μία διαφορετική διαδικασία και δεν επιτελείται αυθόρμητα. Διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της έξης. Αν και η διαδικασία με την οποία φτάνει κανείς στην έξη ανήκει παράλληλα στην αυθόρμητη μνήμη (καθώς αυτή καταγράφει κάθε στιγμή της ζωής μας), η ίδια η έξη δεν είναι παράσταση, αλλά βίωμα. Είναι κάτι που «βιώνεται, ‘’πράττεται’’ περισσότερο παρά παρίσταται» (Bergson, 2013: 103). Είναι ένας μηχανισμός, που έχοντας ως κέντρο το σώμα, μεταφράζει τις μεμαθημένες αναμνήσεις
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
27
ΕΙΚ.5: Η προσπάθεια για να αποκτήσει ο άνθρωπος μία σωματική ικανότητα, διαθέτει χαρακτηριστικα της έξης.
σε δράση. Ο Παπαγιώργης περιγράφει αυτού του είδους τη μνήμη ως κιναισθησία, καθώς εμπεριέχει εκτός από νοητική και σωματική ανταπόκριση. «Η προσαρμογή στην ζωή δεν τελείται μόνο νοητικά, απαιτεί σωματική ανταπόκριση, η οποία προοδευτικά καταλήγει σε συνήθεια» (Παπαγιώργης, 2008: 210). Δεν αφορά μόνο κεκτημένη γνώση (αποστήθιση, γνώση για ένα γνωσιακό αντικείμενο) αλλά και αυθόρμητες κινήσεις και πράξεις του σώματος (περπάτημα, γράψιμο, μηχανικές αντιδράσεις). Αυτές οι αυτόματες αντιδράσεις ή συνήθειες,συντάσσονται και λαμβάνουν χώρα στο παρόν, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του παρελθόντος. Η μαθημένη ανάμνηση όσο καλύτερα κατακτάται, τόσο πιο ξένη γίνεται σε σχέση με το παρελθόν μας και τόσο πιο δύσκολο είναι να εντοπίσουμε τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε. Γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, πιο απρόσωπη. Οι δύο μνήμες, παραστατική και μαθημένη, εμπεριέχουν και τροφοδοτούν αμφίδρομα η μία την άλλη. «Αφενός
η μνήμη του παρελθόντος παρουσιάζει στους κιναισθησιακούς μηχανισμούς όλες τις αναμνήσεις που μπορούν να τους καθοδηγήσουν στην εμπειρία, και αφετέρου οι κιναισθησιακοί μηχανισμοί δίνουν αφορμή στις ανενεργούς αναμνήσεις να ενσαρκωθούν και να καταστούν παρούσες» (Παπαγιώργης, 2008: 211). Η είσοδος της κοινωνιολογίας στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών τον 20ο αιώνα, εισάγει μία νέα έννοια, αυτήν της συλλογικής συνείδησης. Ο Maurice Halbwachs, στο πρωτοπόρο έργο του «Συλλογική Μνήμη», αποδίδει άμεσα τη μνήμη σε μία συλλογική οντότητα την οποία ονομάζει κοινωνία ή ομάδα. Αυτό που τονίζεται είναι, πως για να θυμηθεί κανείς, έχει ανάγκη τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα οι δύο κατηγορίες μνήμης, ατομική και συλλογική, αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς να ταυτίζονται. Συνδέει επίσης, τη συλλογική μνήμη με το πλαίσιο του χρόνου και του χώρου. Τα πλαίσια αυτά, τα θεωρεί βασικά εργαλεία για τον εντοπισμό και την ανάκληση των αναμνήσεων. (Halbwachs, 2013) Για τον Halbwachs, «η ανάμνηση ορίζεται μια κατασκευή του παρόντος υπό την επήρεια του παρελθόντος δηλαδή το ‘’νεκρό’’ κυριεύει το ‘’ζωντανό’’». (Μάντογλου, 2010: 49).
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
29
ΕΙΚ.6: Ο Πλάτωνας παρομοιάζει τη μνήμη σαν μια κέρινη πλάκα, επάνω στην οποία αποτυπώνονται τα σημάδια και τα ίχνη των πληροφοριών που αποθηκεύονται στη μνήμη. Κάποια από αυτά εξαλείφονται με το χρόνο, άλλα αφήνουν εντονότερα ίχνη και άλλα αποτυπώνονται εξαρχής ισχνά.
Ο τρόπος με τον οποίο θυμόμαστε, δηλαδή η ανάκληση μίας μνήμης, είναι μία διαδικασία περίπλοκη. «Οι Έλληνες είχαν δύο λέξεις, μνήμη
και ανάμνησις, για να δηλώσουν αφενός την ενθύμηση ως εμφανιζόμενη, εξ’ ολοκλήρου παθητικά, σε σημείο που η έλευσή της στο πνεύμα να χαρακτηρίζεται ως πάθος, και αφετέρου την ενθύμηση ως αντικείμενο μιας εκούσιας αναζήτησης που συνήθως ονομάζεται ανάκληση στην μνήμη, αναπόληση.» (Ricoeur, 2013: 16). Ο Πλάτωνας παρομοιάζει τη μνήμη σαν μια κέρινη πλάκα, επάνω στην οποία αποτυπώνονται τα σημάδια και τα ίχνη των πληροφοριών που αποθηκεύονται στη μνήμη. Κάποια από αυτά εξαλείφονται με το χρόνο, άλλα αφήνουν εντονότερα ίχνη και άλλα αποτυπώνονται εξαρχής ισχνά. Επίσης, σε κάθε άνθρωπο διαφοροποιείται η ποιότητα της κέρινης πλάκας, δηλαδή η ικανότητά του να συγκρατεί και να ανακαλεί το καταχωρημένο περιεχόμενο από τη μνήμη του. Ουσιαστικά, είναι αδύνατον να ανακαλέσουμε με ακρίβεια το μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων και των γεγονότων του παρελθόντος. Η μνήμη συγκρατεί αποσπασματικά, ένα μέρος μόνο των εμπειριών -και μάλιστα κυρίως αυτές που έχουν συνδεθεί με την πρόκληση εσωτερικού τάραχου- που ξεχωρίζουν σε ισχύ, έχοντας δηλαδή αφήσει πιο έντονο αποτύπωμα στο κερί της μνήμης. Όμως, παρόλα αυτά, στη μνήμη δεν υπάρχει το απόλυτο κενό, αν εξαιρέσουμε φυσικά, τις παθολογικές διαταραχές της μνήμης. Πάντα θα βρεθούν κάποιες αναμνήσεις, αποτυπωμένες «εικόνες», σε σχετικά μικρή χρονική απόσταση, από τις οποίες θα καταφέρει να γραπωθεί η ανάμνηση, για να επαναφέρει στη συνέχεια κατά προσέγγιση, στο φως, το αιτούμενο γεγονός. Η φαντασία είναι το εργαλείο που συμπληρώνει και επουλώνει τα κενά, με τρόπο που οι παγωμένες στο χρόνο, στατικές, εικόνες που ανασύρονται από τη μνήμη, συντίθενται σε μία ενιαία αφήγηση που μπορεί να μην είναι πιστή, αλλά φαίνεται πιστευτή. «Η φαντασία καταργεί κάθε κανόνα πιστότητας και αναλογίας.[...] ενώ
η μνήμη προβάλλεται ως αφηγήτρια, ουσιαστικά το έργο ανήκει στη φαντασία. Για να αναζωογονηθεί το παγιωθέν μνημονικό στιγμιότυπο, απαιτείται ο
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
31
ΕΙΚ.7: Η φαντασία είναι το εργαλείο αυτό, που συμπληρώνει και επουλώνει τα κενά με τρόπο που οι παγωμένες στο χρόνο, στατικές, εικόνες που ανασύρονται από τη μνήμη, συντίθενται σε μία ενιαία αφήγηση που μπορεί να μην είναι πιστή, αλλά φαίνεται πιστευτή.
θερμός άνεμος της πλασματικής δημιουργικότητας» (Παπαγιώργης, 2008: 99-100). Η φαντασία όμως, δεν είναι το μοναδικό φίλτρο ή εργαλείο για να ανακτήσουμε την εικόνα μιας ανάμνησης. Ανακαλώντας μία μνήμη, αυτή έρχεται σε εμάς έχοντας περάσει μία σειρά φίλτρων και τροποποιητών. Τα τρέχοντα συναισθήματα, αντιλήψεις, αξίες που φέρει το άτομο την συγκεκριμένη χρονική στιγμή αλλοιώνουν τόσο την ανάμνηση, όσο και τα συναισθήματα που αυτή προκαλεί. Με όποιον τρόπο και αν φτάσει μία ανάμνηση στο μυαλό μας, είτε ακούσια, είτε μέσω εκούσιας αναζήτησης, ανακαλούμε το παρελθόν. Η εικόνα όμως του παρελθόντος που αναδύεται, δεν εμπεριέχει μία καθολική αλήθεια, ούτε χαρακτηρίζεται από καθαρή αντικειμενικότητα. Συνοψίζοντας τις παραπάνω θεωρίες και τοποθετήσεις, προκύπτουν οι εξής απαντήσεις στα ερωτήματα περί μνήμης. Αφενός τα υποκείμενα της μνήμης μπορεί να είναι το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, ως μέρος μιας ομάδας, αλλά και μια συλλογική οντότητα. Σε ατομικό επίπεδο υπάρχουν δύο τύποι μνήμης , η παραστατική, που λειτουργεί ακούσια και η αποκτώμενη, εκούσια, μέσω επαναλαμβανόμενου βιώματος. Η μνήμη είναι το βασικό εργαλείο συγκρότησης της ταυτότητας και των δύο υποκειμένων της. Όσο για το περιεχόμενο της μνήμης αλλά και για το πως θυμόμαστε, η φαντασία και η συλλογική μνήμη συμπληρώνουν και βοηθούν τις ενθυμήσεις της προσωπικής, ενώ ταυτόχρονα ο κάθε άνθρωπος ενισχύει μέσω της προσωπικής του παρακαταθήκης τη συλλογική μνήμη.
1.3 Από την Ατομική στη Συλλογική Μνήμη «Ο προσανατολισμός προς τον ‘’άλλον’’ είναι μια αρχέγονη δομή της κοινωνικής πράξης». Max Weber Μεταξύ των πόλων της ατομικής και της συλλογικής μνήμης, ο Ricoeur θεωρεί, πως υπάρχουν κάποια ενδιάμεσα επίπεδα αναφοράς. Για την ακρίβεια, αποδίδονται τρία υποκείμενα στη μνήμη: ο εαυτός, οι οικείοι και 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
33
ΕΙΚ.8: Τα τρία υποκείμενα της μνήμης: ο εαυτός, οι οικείοι και οι συλλογικότητες
οι συλλογικότητες. Στους οικείους μπορούμε να αποδώσουμε μια ξεχωριστή μνήμη, διότι προσθέτουν ένα ιδιαίτερο νόημα και ουσία, από την απαρχή μέχρι το τέλος της ζωής μας. Είναι αυτοί που δίνουν σημασία στη γέννηση και το θάνατό μας, των δύο πράξεων που ορίζουν το διάστημα της ύπαρξής μας στη γη. Ειδάλλως, αυτές οι δυο πράξεις ενδιαφέρουν την κοινωνία μόνο ως πράξεις ληξιαρχικές. «Οι οικείοι μου είναι εκείνοι που με επιδοκιμάζουν που
υπάρχω και που εγώ επιδοκιμάζω την ύπαρξή τους μέσα στην αμοιβαιότητα και ισότητα της εκτίμησης.» (Ricoeur, 2013: 219). Όλες οι βαθμίδες μνήμης, μέσω συνεχούς αλληλεπίδρασης κοινωνικών πράξεων, βοηθούν αμφίδρομα το άτομο και την συλλογική οντότητα να προσδιορίζουν αδιάκοπα το χαρακτήρα τους στη διάρκεια του χρόνου. Αυτή η αμφίδρομη σχέση είναι αναγκαία συνθήκη για τη διαχείριση των κοινωνικών πράξεων που πλάθουν την ατομική και τη συλλογική έκφραση. Ο Janet θεωρεί, προσεγγίζει την μνήμη, ως ένα ‘’κοινωνικό γεγονός’’, που αποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνικής ζωής και προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες. Παρότι μερικά πράγματα τα βιώσαμε μόνοι μας, η μνήμη μας χρειάζεται τη μνήμη των άλλων. «[...] δεν είμαστε ποτέ μόνοι. Αυτό που
ορίζουμε ως ‘’ατομική ενθύμηση’’ είναι φαινομενικό, εφόσον οι μνήμες μας κατασκευάζονται, συν-οικοδομούνται μέσω των αλληλεπιδράσεων με τους άλλους». (Μάντογλου, 2010: 37). Έτσι, ενώ ο κάθε άνθρωπος, φέρει στη μνήμη του αναμνήσεις από διάφορα γεγονότα, στιγμές, πρόσωπα και συναισθήματα, που όλα μαζί διαμορφώνουν την ξεχωριστή προσωπικότητά του, η πλειονότητα των αναμνήσεων που φέρουμε, ακόμα και των σκέψεων, έχει διαμορφωθεί, στο πλαίσιο κάποιας ή κάποιων ομάδων στις οποίες είμαστε μέλη. Ο Ηalbwach θεωρεί επίσης, πως «[...] η λειτουργία της ατομικής
μνήμης δεν είναι δυνατή χωρίς τις λέξεις και τις ιδέες, εργαλεία που δεν έχει εφεύρει το άτομο αλλά δανείζεται από το περιβάλλον του». (Halbwachs, 2013: 76). Επομένως, μπορούμε να πούμε, πως η μνήμη δεν είναι σχεδόν ποτέ ατομική. Όταν ανακαλούμε κάτι από το παρελθόν, η ακρίβεια αυτού
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
35
ΕΙΚ.9: Η ακρίβεια της ανάκλησης του παρελθόντος αυξάνεται, όταν μπορούμε να στηριχτούμε σε περισσότερα από ένα άτομα. Η συμβολή των συλλογικών οντοτήτων που περιστοιχίζουν το άτομο συμβάλλουν δραστικά σε αυτό.
αυξάνεται, όσο μπορούμε να στηριχτούμε σε περισσότερα από ένα άτομα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η μνήμη χαρακτηρίζεται ως συλλογική, καθώς, σχεδόν σε κάθε βήμα της ζωής μας, σε ό,τι προσπαθούμε να ανακαλέσουμε από το παρελθόν, δανειζόμαστε πρόσκαιρα, την οπτική όλων αυτών των ανθρώπων, που έχουμε τις αναμνήσεις αυτές, από κοινού. Με αυτόν τον τρόπο, τα κοινά βιώματα, είναι και αυτά τα οποία μπορούμε να ανακαλέσουμε με τον μικρότερο δυνατό κόπο. Αντιθέτως, ειρωνικά σχεδόν, τα προσωπικά βιώματα δυσκολευόμαστε περισσότερο να φέρουμε στη μνήμη μας και αυτό γιατί το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούμε να στηριχτούμε, είναι η δική μας και μόνο μνήμη. Μνήμη, η οποία πολλές φορές μπορεί να μας παίζει «παιχνίδια», ξεγελώντας μας και βοηθούμενη από την φαντασία –και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα- να μας παρουσιάζει γεγονότα και στιγμές, η πιστότητα των οποίων είναι αρκετά αμφίβολη ή ακόμη και μια κατασκευή. Βέβαια, τα δύο υποκείμενα της μνήμης, το πρόσωπο και η συλλογική οντότητα στην οποία ανήκει, δεν ταυτίζονται, αλλά διατηρούν μία σχέση αλληλεξάρτησης, πολλές φορές ακόμα και συγκρουσιακή. Το άτομο, ως μέλος ποικίλων ομάδων, προσφέρει στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης με την δική του προσωπική αντίληψη και μαρτυρία. Ταυτόχρονα, όταν η προσωπική προσπάθεια ανάκλησης ενθυμήσεων ή επαλήθευσης γεγονότων αποτυγχάνει, η ομάδα στους κόλπους της οποίας ανήκει το άτομο, θα είναι πάντα εκεί, πρόθυμη να συμπληρώσει τα κενά.
.«[...] η ατομική μνήμη, για να επιβεβαιώσει κάποιες από τις αναμνήσεις της, να τις συγκεκριμενοποιήσει, ακόμη και για να συμπληρώσει ενδεχόμενα κενά τους, στηρίζεται στη συλλογική μνήμη, μετακινείται εντός της, συμφύεται προσωρινά με αυτή.[...] Η συλλογική μνήμη, από την άλλη πλευρά, αγκαλιάζει τις ατομικές μνήμες αλλά δεν συγχέεται με αυτές». (Ηalbwach, 2013: 75).
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
37
«Η μνήμη, από την οποία αντλεί η ιστορία, για να την τροφοδοτήσει με τη σειρά της, προσπθεί να διασώσει το παρελθόν μονάχα για να εξυπηρετήσει το παρόν και το μέλλον.»
Jacques Le Goff
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
ΕΙΚ.10 : Η κατασκευή της μνήμης
2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
2.1 Ανακατασκευές του παρελθόντος – σχηματισμός ταυτότητας Έχοντας εξετάσει την υπόσταση της μνήμης μέσα από το ατομικό, το συλλογικό πρίσμα καθώς και τις μεταξύ τους συσχετίσεις, θα επεκταθούμε στην αποκωδικοποίηση του ρευστού χαρακτήρα της μνήμης. Αυτή η ρευστότητα, δεν οφείλεται αμιγώς στον παράγοντα «χρόνο». Οι ουσιαστικοί λόγοι είναι ότι τα υποκείμενα της μνήμης, το άτομο, οι κοινωνίες, όπως και όλες οι ενδιάμεσες διαβαθμίσεις ομάδων, διαρκώς μεταβάλλονται και το κάθε νέο μόρφωμα αναζητεί εκ νέου την ταυτότητά του . Η αναζήτηση της ταυτότητας συνιστά μια από τις θεμελιώδεις και επαναλαμβανόμενες πράξεις των ατόμων και των κοινωνιών. Ήδη σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος είναι συνεχώς εξελισσόμενος. Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της ζωής του, οι άνθρωποι με τους οποίους διαδρά, αλλά και οι αξίες που διέπουν το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει, τον ωθούν να επαναπροσδιορίζει διαρκώς την ταυτότητά του. Το ίδιο συμβαίνει και σε μία μακροκλίμακα. Για κάθε διαδοχική γενιά, η ανανέωση των υποκειμένων που συγκροτούν το κοινωνικό σώμα, τα συμβάντα που την σημαδεύουν, όσο και οι αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας, απαιτούν εκ νέου τον σχηματισμό της συλλογικής της ταυτότητας . Επομένως, η αναζήτηση της ταυτότητας, είναι μια υπόθεση που εξελίσσεται ασταμάτητα, εφόσον τα υποκείμενα αλλά και η διαχειριζόμενη πληροφορία που απορρέει από τις αξίες της κάθε εποχής, είναι μεταβλητά. Κατά τη θεωρία του Locke, η μνήμη ανάγεται σε κριτήριο ταυτότητας, κινητοποιείται και συνεισφέρει στη διεκδίκηση ταυτότητας, είτε αυτό σημαίνει δημιουργία, είτε διαφύλαξη. (Ricoeur, 2013). Το άτομο και η ομάδα, με άξονα
2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
41
τη μνήμη, συσχετίζουν το παρελθόν με το παρόν, ώστε να συγκροτήσουν την επιθυμητή ταυτότητα που θα χαρακτηρίσει το παρόν τους αλλά και το μέλλον τους. Η μνήμη, όσο και η απουσία της -η λήθη- χρησιμοποιείται ως φίλτρο των παρελθοντικών γεγονότων, ώστε τα υποκείμενα να εξάγουν και να χρησιμοποιούν τις εικόνες εκείνες που εξυπηρετούν την ταυτότητα του παρόντος. Για κάθε διαφορετικό παρόν, οι αναφορές στο παρελθόν, που είναι άξιες, σκόπιμες, χρήσιμες ή υποχρεωτικές να διατηρηθούν, κρίνονται διαφορετικά. (Σταυρίδης, 2010). Προκειμένου να διαφυλαχτεί η ταυτότητα από την δύσκολη σχέση με το χρόνο, την αισθητή απειλή του ανοίκειου, του ξένου, αλλά και την ιδρυτική βία που απορρέει από την εξουσία, η μνήμη παλινδρομεί μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Αντιστρόφως και κάθε παρελθούσα ή παρούσα ταυτότητα τροφοδοτεί, με τη σειρά της, τη συλλογική μνήμη. Έτσι, η μνήμη, είτε ατομική, είτε συλλογική, δεν είναι σταθερή και πάγια. «Η μνήμη, [...], προσπαθεί να διασώσει από το παρελθόν μονάχα για να εξυπηρετήσει το παρόν και το μέλλον» (Le Goff, 1998: 145). Η ανάκληση στο παρελθόν, που τροφοδοτεί την τρέχουσα μνήμη, έχει ως αποτέλεσμα ένα παρελθόν, που υφίσταται διαρκώς ανακατασκευή και αναθεώρηση. «Η μνήμη φέρνει το παρελθόν στο παρόν με ενεργό τρόπο και πρέπει να της αναγνωρίσουμε τη μοναδικότητά της, να κάνει διάλογο με το παρελθόν, το οποίο δεν είναι στατικό αλλά αποτελεί πεδίο δράσης των δρώντων υποκειμένων. Βλέπουμε το παρελθόν με τα μάτια του παρόντος, ενώ τα δρώμενα του παρόντος επηρεάζονται από το παρελθόν. Σαφώς συχνά, μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος υπάρχουν συγκρούσεις. Παρελθόν και παρόν κάνουν προβλέψεις για το μέλλον. Η χρήση του παρελθόντος καθορίζει το παρόν και υποθηκεύει το μέλλον». (Μάντογλου, 2010: 23). Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε, για μια κατασκευή της ταυτότητας και κατ’ επέκταση της μνήμης, η οποία λαμβάνει χώρα στο εκάστοτε παρόν. Κάθε υποκείμενο, ατομικό ή συλλογικό,
42
2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
αποδέχεται επιλεκτικά το παρελθόν του, τα κομμάτια του, που επιθυμούν να είναι μέρος της ταυτότητάς του. Η αποσιώπηση, η ανακατασκευή, ή η σφοδρή κριτική της κληρονομημένης μνήμης ή ακόμα και η προσκόλληση σε αυτήν, διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή, ανάλογα με της αξίες που της δίνουν τα υποκείμενα. Έτσι, μέσα από τις περίπλοκες διαδικασίες αναζήτησης και απόκτησης της ταυτότητας σε μια αενάως μεταβαλλόμενη κοινωνία, η μνήμη γίνεται ρευστή, παραλαμβάνοντας όλες τις συνειδητές και ασυνείδητες, αθώες και βίαιες πράξεις χειραγώγησής της ή ανακατασκευής της.
2.2 Η μνήμη δεν είναι καθολική (Συλλογική μνήμη και ιστορική μνήμη) Αναρωτιέται κανείς, εάν είναι δυνατόν να συμπυκνωθεί κάπως, σε μια αντικειμενική αφήγηση, η κληρονομιά του παρελθόντος και να καταγράψει πλήρως και αμερόληπτα την κληροδοτημένη μνήμη, εφόσον υπόκειται σε μια διαρκή κατασκευή. Θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο εργαλείο η ιστορία; Δεν θα αναλύσουμε λεπτομερώς την ιστοριογραφία ενός τέτοιου εγχειρήματος, πάρα μόνο θα παραθέσουμε τις προσεγγίσεις των Le Goff, Ricoeur και Halbwachs, για να αιτιολογήσουμε το γεγονός ότι η μνήμη δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει καθολική. (Halbwachs, 2013). Αυτή η τοποθέτηση, δεν απορρέει αυτονόητα από την προηγούμενη περιγραφή του εύπλαστου χαρακτήρα της και την αναζήτηση ταυτότητας. Ενέχει κάποιες παραμέτρους, που καθιστούν αδύνατο τον εγκιβωτισμό της συλλογικής μνήμης, στα στεγανά όρια της επιστήμης της ιστορίας. Αρχικά, ο Le Goff διακρίνει δύο είδη ιστορίας, αυτήν της συλλογικής μνήμης και αυτήν των ιστορικών. (Le Goff, 1998). Η πρώτη, συνδέεται αποκλειστικά με το βίωμα και την εμπειρία του παρελθόντος και του παρόντος, ενώ η δεύτερη, έχει την πρόθεση να γενικεύσει, να εξηγήσει και να έχει για πρότυπό της την αλήθεια. Μπορεί η ιστοριολογική πρόθεση, να είναι η
2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
43
ΕΙΚ.11: Συμβολισμός του παρελθόντος ως άθροισμα γεγονότων και πεπραγμένων.
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
ΕΙΚ.12: Συμβολισμός της επιλεκτικής συλλογικής μνήμης με στόχο την δόμηση ταυτότητας.
αληθινή ανασύσταση του παρελθόντος, μέσω της ακόλουθης διαδικασίας: τεκμηριακή φάση, η εξήγηση και η κατανόηση των τεκμηρίων με στόχο την ιστοριολογική αναπαράσταση. (Ricoeur, 2013). Επιπλέον, είναι σαφές, ότι η ιστορία είναι η συλλογή συμβάντων που εμπεριέχουν ένα μεγάλο ποσοστό της μνήμης το ανθρώπων. Ωστόσο, κανένας ιστορικός, όσο αμερόληπτος και να είναι, δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες του «παροντισμού, δηλαδή
κάθε παραμορφωτική επίδραση του παρόντος πάνω στην ανάγνωση του παρελθόντος. Μπορεί μονάχα να περιορίσει τις ολέθριες συνέπειές του για την αντικειμενικότητα.» (Le Goff, 1998: 160). Η συλλογική μνήμη εκτείνεται πέρα από τα όρια της ιστορίας, πλούσια σε τεκμήρια και μνημεία για τη δεύτερη (Le Goff, 1998). Είναι κτήμα και διακύβευμα, τόσο των τάξεων που κυβερνούν, όσο και των τάξεων που κυριαρχούνται, σε μία διαρκή πάλη για τη διεκδίκηση της ζωής, της εξουσίας, την επιβίωση και την ανέλιξη. Δείξαμε πριν, πως η μνήμη ανάγεται σε ουσιαστική παράμετρο της ταυτότητας, ατομικής και συλλογικής. «Όμως πέρα από μια κατάκτηση είναι και ένα όργανο, ένα αντικείμενο ισχύος.» (Le Goff, 1998: 143). Κατά τον Halbwachs επίσης, η συλλογική μνήμη δεν συνδέεται με την ιστορία. Αυτό συμβαίνει, γιατί η καταγραφή από την επιστήμη της ιστορίας ξεκινά, όταν σταμάτα μία ανάμνηση να επιβιώνει μέσα από τη συνήθεια και την αναβίωση στους κόλπους της παράδοσης. Όταν μια ενθύμηση ή δράση σταματήσει να ζει μέσα από την εφαρμογή της ομάδας και της κοινωνίας, η ιστορία φιλοδοξεί να την εναποθηκεύσει μέσα σε μια παγιωμένη, συνεκτική αφήγηση και να γεφυρώσει το χάσμα της διακοπής. Τα δύο αρνητικά στοιχεία σε αυτή την απόπειρα είναι, αφενός το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το ξεθώριασμα της συλλογικής έκφρασης μέχρι το εγχείρημα καταγραφής από τον ιστορικό και αφετέρου η κρίση και η αντιμετώπιση του παρελθόντος με τα ερείσματα του παρόντος. Αυτό δηλαδή που διατύπωσε ο Le Goff ως «συνέπειες του παροντισμού στην ιστορική αντικειμενικότητα». Η συλλογική μνήμη αποτελεί ένα «συνεχές ρεύμα σκέψης», που χαρακτηρίζεται από συνέχεια και τη διαφύλαξη συγκεκριμένων στοιχείων
46
2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
ΕΙΚ.13 : Η ιστορία όσο και αν προσπαθεί να συντάξει μια ενιαία αφήγηση, δεν μπορεί να αποτυπώσει όλες τις μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στις πολλές διαφορετικές συλλογικές μνήμες.
που κατοικούν ανελλιπώς και εκούσια στην ομάδα. Έτσι, το περιεχόμενό της, δεν εκτείνεται πέρα από τα όρια κάποιας ομάδας και δεν υπάρχουν αυστηρές διαχωριστικές γραμμές περιόδων και χρονολογιών, όπως προτείνει η οργάνωση και η αφήγηση της ιστορίας (Halbwachs, 2013). Αυτό, έρχεται σε αντίθεση με την αποσπασματικότητα της εξιστόρησης
της ιστορικής μνήμης, η οποία επικεντρώνεται περισσότερο σε γεγονότα και την σωστή χρονολογική τους αλληλουχία. Χωρίζει, με σχετική ευκολία, το χρόνο σε διαστήματα και περιόδους και επικεντρώνεται σε κάθε μία, αναλύοντάς την και δίνοντας μικρή σημασία στα άτακτα όρια κληροδότησης και επιβίωσης της συλλογικής μνήμης. Η ιστορία υπακούει αναπόφευκτα «στη διδακτική ανάγκη της σχηματοποίησης» . (Halbwachs, 2013: 105). Αυτό σημαίνει, ότι η κάθε περίοδος οριοθετείται από συμβάντα και άλλες περιόδους πριν ή μετά, που παρουσιάζουν μια ολοκληρωμένη εικόνα πεπραγμένων. Είναι αδύνατον για την ιστορία να συμπεριλάβει όλες τις μεταμορφώσεις που επηρεάζουν, πολύ πιο άμεσα, τη ζωή και την συνείδηση μιας συλλογικότητας από ότι κάποιο ιστορικό γεγονός. Ουσιαστικά, η ιστορία μπορεί απλά να σφυγμομετρήσει τη συλλογική μνήμη, συγκρίνοντας κοινωνίες, ιστορικές συγκυρίες και να διαπιστώσει τους ρυθμούς ή τις αρρυθμίες ή την νέα ανάδυση των συλλογικών μνημών. (Σταυρίδης, 2006). Επιπλέον, ένα δεύτερο στοιχείο που αιτιολογεί την αντίθεση μεταξύ συλλογικής μνήμης και ιστορίας, κατά τον Halbwachs, είναι ότι στην ουσία υπάρχουν πολλές συλλογικές μνήμες. Η κάθε κοινωνία αποτελείται από αμέτρητα, πολύ μικρότερα σύνολα, που διαρκώς μεταμορφώνονται ή υποδιαιρούνται και το περιεχόμενο των συλλογικών μνημών μεταλλάσσεται επίσης. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αδύνατη η ενιαία συγκρότηση συλλογικής μνήμης καθώς εξαρτάται από τις ιδεολογικές πεποιθήσεις και θεωρήσεις των πολλών συγκαιρινών κοινωνικών ομάδων από τις οποίες εκπορεύεται. Επίσης, οποιαδήποτε λεπτομέρεια αναζητά και επεξεργάζεται ο ιστορικός απλά προστίθεται σε ένα σύνολο ή αλλιώς πίνακα γεγονότων, όπου κανένα στοιχείο δεν μπορεί να θεωρηθεί υποδεέστερο κάποιου άλλου.
48
2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
(Halbwachs, 2013). Όμως, η εκάστοτε συλλογική μνήμη ζει, μέσα από μια ομάδα περιορισμένη στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό, συνεπάγεται την αδυναμία μας να συγκεντρώσουμε σε ένα ενιαίο πίνακα το ακέραιο σύνολο της παρακαταθήκης μιας συλλογικής μνήμης, εφόσον δε μπορούμε να διατηρήσουμε τα νήματα του βιώματος και της εμπειρίας αυτού. Ο χρόνος, για την ύπαρξη και τη ζωντάνια μιας ομάδας, δε μετρά όπως ο ιστορικός χρόνος. Η βιωμένη πραγματικότητα και ο χρόνος της καθημερινότητας, κατά το πέρασμα του οποίου δεν έχουν υπάρξει πολύ ουσιαστικές μεταβολές για την ομάδα, είναι αυτά που κυρίως καταλαμβάνουν τη μνήμη της. Εκ των έσω, οποιοδήποτε νέο στοιχείο, διαφοροποιημένο από το παρελθόν της συλλογικότητας, εισχωρήσει στη μνήμη της, εκκινεί μια νέα ομάδα και από την προηγούμενη κατάσταση μένει μόνο μια θολή συγκεχυμένη εικόνα, που μπορεί να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, ακόμα και από τα μέλη της. (Halbwachs, 2013). Αντιλαμβανόμαστε πόσο δύσκολο είναι να συλλάβει, όλη την αφηρημένη ύλη που προκύπτει από το βίωμα και τις αλλαγές που συμβαίνουν αδιάκοπα, σε όλες τις ομάδες, αλλά και τις διαφορετικές θεωρήσεις τους για τα ίδια γεγονότα. Έτσι, δεν μπορούμε να ορίσουμε μία ενιαία μνήμη, όσο και αν η ιστορία προσπαθεί να συντάξει μία ενιαία και καθολική αφήγηση. Αναφορικά λοιπόν με την ιστορία και τη συλλογική μνήμη, ο Halbwachs καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «μπορούμε να παρουσιάσουμε την ιστορία ως την καθολική μνήμη του ανθρώπινου είδους. Δεν υπάρχει όμως καθολική μνήμη».
2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
49
«Η αρχιτεκτονική αποτελεί το σημαντικότερο τεκμήριο του παρελθόντος και της εξέλιξης της ζωής σε ένα τόπο. Η αρχιτεκτονική πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη σοβαρότητα. Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτήν, μπορούμε να λατρέψουμε χωρίς αυτήν αλλά δεν μπορούμε να θυμόμαστε χωρίς αυτήν.» Ruskin
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
ΕΙΚ.14 : Ο ναός του Απόλλωνα στην αρχαία Κόρινθο.
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
3.1 Ορισμοί H μνήμη, τόσο η ατομική, όσο και η συλλογική, δεν αποθηκεύονται στα συστήματα του σώματος αποκλειστικά, αλλά εγγράφονται στον χώρο που τις πλαισιώνει. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν θέλουμε να ανακαλέσουμε κάτι, ανατρέχουμε, όχι μόνο στο χρονικό του πλαίσιο, αλλά και στο χώρο που αυτό συνέβη. «Πώς μπορούμε να συλλάβουμε/ να αναπαραστήσουμε
το παρελθόν εάν αυτό δεν εγγράφεται στον χρόνο και στα υλικά του περιβάλλοντος;» (Μάντογλου, 2016 : 20). Η μνήμη «αρχειοθετείται» ή επιβιώνει στο πέρασμα του χρόνου με διάφορους τρόπους και μεθοδολογίες. Δεν κληροδοτείται στις επόμενες γενεές μόνο λεκτικά ή γραπτά, αλλά έχει μια διάχυτη παρουσία σε εκούσιες αλλά και ακούσιες εγγραφές του ανθρώπου στο χώρο. Συγκεκριμένα, μπορούμε να πούμε, πως τεκμήρια της μνήμης αποτελούν, ο κατοικημένος χώρος, ο ιστορικός χρόνος, οι μαρτυρίες, τα αρχεία και οι τεκμηριακές αποδείξεις. (Ricoeur, 2013). Προτού εμβαθύνουμε, γενικότερα, στις χωρικές εκφάνσεις της μνήμης, θα εξετάσουμε μία πολύ συγκεκριμένη κατηγορία, που θεωρείται ότι την συμπυκνώνει. Τα μνημεία είναι ένας κοινά αποδεκτός τόπος που εμπεριέχει τη μνήμη σε όλες τις μορφές που περιγράψαμε προηγουμένως. Για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε την παρουσία τους, επιβάλλεται να γνωρίζουμε την αιτία ανέγερσής τους, το ποιος τα κατασκεύασε, αλλά και την ομάδα στην οποία απευθύνονται. Μια παράθεση των ορισμών που τους αποδόθηκαν μέσα στο χρόνο, μπορεί να συμβάλει στην αποκωδικοποίηση
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
53
ΕΙΚ.15: Ο Riegl κάνει τη διάκριση στις αρχές του 19ου αιώνα μεταξύ εμπρόθετων και μη εμπρόθετων μνημείων.
του ρόλου τους ως «δοχεία μνήμης» και στην περαιτέρω κατανόηση της μνήμης στο χώρο, πέρα από αυτά. Αρχικά, ο όρος είναι αρχαίος ελληνικός, συναντάται στην αττική διάλεκτο: «μνημείον» με την έννοια αντικειμένου που προκαλεί ανάμνηση προσώπου, ή γεγονότος. Η ετυμολογία της ξεκινά από το ρήμα «μιμνήσκω» που σημαίνει θυμάμαι , προειδοποιώ για κάτι. (Μπαμπινιώτης, 2001: 1110) Στη λατινική γλώσσα απαντάται με τη λέξη «momentum», η οποία προέρχεται από τον όρο «monere» και σημαίνει να υπενθυμίζεις, να προειδοποιείς και να συμβουλεύεις. Από αυτήν προέρχονται και άλλες αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Υπάρχει επομένως, μια ξεκάθαρη πρόθεση στην ανέγερση, καθώς έχει σκοπό να επικοινωνήσει κάτι το οποίο απουσιάζει πια από το παρόν, να μνημονεύσει κάτι που έχει πια χαθεί ή να εξασφαλίσει τη συνέχεια μιας μνήμης στο μέλλον. Ο Mumford συσχετίζει στενά το μνημείο με την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου για διαιώνιση. Την ανάγκη του αυτή, προσπαθεί να την ανακουφίσει με δύο τρόπους: είτε μέσα από την αναπαραγωγική διαδικασία, είτε μέσα από την κατασκευή μνημείων. Ο δεύτερος τρόπος, εν αντιθέσει με τον πρώτο, παρακάμπτει τη ζωή, μαζί με όλες τις φθοροποιές ενέργειες του χρόνου. Η μνήμη παγιώνεται, φυλακίζεται σε υλικά ανθεκτικά σε αυτόν, υπερβαίνοντας τη θνητότητα και την χρονικά περιορισμένη ζωή του ανθρώπου (Mumford, 1937). Κατά την προσέγγιση των Sert και Giedion, «τα μνημεία είναι
ορόσημα τα οποία οι άνθρωποι δημιούργησαν ως σύμβολα για τα ιδανικά, τους στόχους και τις πράξεις τους. Έχουν στόχο να επιζήσουν πέρα από τη περίοδο που τα γέννησε και να συγκροτήσουν τη κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές. Πρέπει να ικανοποιούν την αιώνια απαίτηση των ανθρώπων για τη μετάφραση της συλλογικής τους δύναμης σε σύμβολα.» (Sert et al., 1993: 48) Στο έργο του On the Modern Cult of Monuments: Its Character and its Origin, o Βιεννέζος Alois Reigl, το 1903 κάνει μια διάκριση ανάμεσα σε εμπρόθετα μνημεία, που λειτουργούν σκόπιμα ως αναμνηστική παρακαταθήκη, και τα μη εμπρόθετα μνημεία, στα οποία αποδίδεται αξία
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
55
ΕΙΚ.16: “Η κολώνα του Μάρκου Αυρήλιου”. Παράδειγμα εμπρόθετου μνημείου της ρωμαϊκής εποχής, παρακαταθήκη του αυτοκρατορικού ευεργετισμού με σκοπό να διεκδικήσουν τη συλλογική μνήμης.ω
σε μετέπειτα εποχή. Η κατηγοριοποίηση του Riegl σε εμπρόθετα και μη εμπρόθετα, ενέχει την τάση του 20ού αι. να αποκαταστήσει την σπουδαιότητα όλων των πολιτισμών και περιόδων, στρέφοντας το βλέμμα στην σημασία της διαδοχής των ιστορικών περιόδων, στη μοναδικότητα των δημιουργιών κάθε εποχής, καθώς και στην ηλικιακή αξία στοιχείων του δομημένου περιβάλλοντος.
3.2 Εμπρόθετα Μνημεία Τα εμπρόθετα μνημεία αποτελούν το παλαιότερο είδος μνημείου και φέρουν την αυθεντική και αρχική έκφραση του όρου. Είναι κατασκευάσματα, που δημιουργήθηκαν εσκεμμένα, λαμβάνοντας εξαρχής τον χαρακτηρισμό «μνημείο» και βρίσκουν τις ρίζες τους ήδη στον αρχαίο κόσμο . Οτιδήποτε κρίνεται άξιο μνημόνευσης, εκφράζεται στην ύλη και επιβιώνει στο χρόνο, με αποκλειστικό σκοπό, την διαιώνισή του. Από την αρχαιότητα, τα μνημεία αυτά, ανεγείρονται ως αναπαραστάσεις ιστορικών ή μυθολογικών προσωπικοτήτων ή ως συμβολικές εικόνες σημαντικών γεγονότων. Οι απαρχές εμφάνισης του μνημείου σχετίζονται με την εμφάνιση της γραφής. Η συλλογική μνήμη του «παλαιολιθικού μεσαίωνα» μεταφέρεται στους επόμενους προφορικά, αλλά και με κάποιες παραστάσεις. «Η
γραφή επιτρέπει στη συλλογική μνήμη μια διπλή πρόοδο, την ανάπτυξη των δύο μορφών μνήμης. Η πρώτη είναι η μνημόνευση, ο εορτασμός ενός αξιομνημόνευτου γεγονότος μέσα από ένα αναμνηστικό μνημείο και η δεύτερη το έγγραφο.» (Le Goff, 1998: 95). Θα σταθούμε στην πρώτη μορφή, επισημαίνοντας αρχικά, πως οι επιγραφές, ήταν η πρώτη γραπτή πράξη μνημόνευσης. Υπάρχουν εξαιρετικά πλούσια και ετερογενή στοιχεία που μπορεί να συλλέξει κανείς στην κατηγορία των επιγραφών. Επιβάλλεται να αντιληφθούμε την εκπληκτική αυτή προσπάθεια για τη συνέχεια της
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
57
θύμησης. Στον αρχαίο κόσμο και συγκεκριμένα στην Ανατολή, η εξέλιξη των επιγραφών οδήγησε στο μετασχηματισμό τους σε στήλες και οβελίσκους. Από τη Μεσοποταμία μέχρι και την αρχαία Αίγυπτο, το μνημείο επιδιώκει την υπέρβαση της θνητότητας, τόσο της φυσικής ζωής, όσο και των πεπραγμένων του ανθρώπου. Στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, «οι επιγραφές συσσωρεύονταν και φόρτωναν τον ελληνορωμαϊκό κόσμο» ενώ παράλληλα επιδίωκαν να λειτουργήσουν ως αρχεία. Αρχεία, στα οποία αποδίδονταν «ένας χαρακτήρας
επίμονης δημοσιότητας, η οποία βασιζόταν στην επίδειξη και στη μονιμότητα αυτής της επιγραμματικής και μαρμαροειδούς μνήμης.» (Le Goff, 1998: 97). Ως εργαλείο επικοινωνίας συμβολισμών και ιδεολογίας, το εμπρόθετο μνημείο χρησιμοποιήθηκε από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα για την επιβολή και τη χειραγώγηση της συλλογικής ταυτότητας. Αργότερα, μετά τους Παγκόσμιους Πολέμους, το εμπρόθετο μνημείο παραλαμβάνει όλες τις διεργασίες των κοινωνιών, που προσπάθησαν να διαχειριστούν τα τραύματά τους. Έναν αιώνα μετά την προσέγγιση του Riegl, η έννοια του εμπρόθετου μνημείου διευρύνεται. Πέρα από τα καλλιτεχνικά- εικαστικά (έργα τέχνης, αγάλματα) και τα περιγραφικά (επιγραφές, αναθηματικές στήλες, οβελίσκοι κτλ.), δημιουργούνται μνημεία, που προσθέτουν άλλες διαστάσεις στην αφήγηση της μνήμης. Θέλοντας λοιπόν, να συμπεριληφθούν όλες οι εκφάνσεις του σκόπιμου μνημείου, θα ξανά-ορίσουμε την σημασία του. Ουσιαστικά, εμπρόθετο μνημείο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οτιδήποτε έχει κατασκευαστεί για να αφηγηθεί. Σαφώς το μνημείο ως γλυπτό και το έργο τέχνης συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως κοινωνός πολιτικών και κοινωνικών συμβολισμών. Πέρα όμως από αυτά τα αυτόνομα αντικείμενα, οι δημόσιοι χώροι, σχεδιασμένοι και οργανωμένοι, επιδιώκουν να αφηγηθούν, συνδυάζοντας την κατοίκησή τους με την προσφορά βιωμένης εμπειρίας ( π.χ. μνημείο Eisenman, Vietnam Memorial, FDR Four Freedom). Άλλη μια κατηγορία μνημείου, είναι τα μουσεία, τα οποία έχουν διττό ρόλο: αυτόν του αρχείου αλλά και αυτόν του μνημείου (Εβραϊκό Μουσείο στο Βερολίνο, Βρετανικό Μουσείο).
58
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
3.3 Μη Εμπρόθετα Μνημεία Ως μη εμπρόθετο μνημείο, ο Riegl ορίζει εκείνο, που δεν κατασκευάστηκε στην εποχή του ως τέτοιο, αλλά αποκτά αξία μνημείου σε μία μεταγενέστερη εποχή. Ουσιαστικά, συμπυκνώνει σε αυτή τη διατύπωση, τις θέσεις του περασμένου αιώνα, οι οποίες εκτιμούν και ενδιαφέρονται για την κληρονομιά προηγούμενων εποχών, γιατί εμπεριέχουν ιστορική και ηλικιακή αξία. Η ιστορική αξία αποδίδεται σε οποιοδήποτε έργο είναι μοναδικό και αναντικατάστατο στην διαδικασία της χρονολογικής και εξελικτικής πορείας της ανθρώπινης δημιουργίας. Ταυτόχρονα, η κοινωνία κρίνει κάθε φορά το έργο, σύμφωνα με την κοσμοθεωρία που διέπει το εκάστοτε παρόν της. Η παλινδρόμηση μεταξύ εκτίμησης και απαξίωσης του ίδιου αντικειμένου στο πέρασμα του χρόνου, συμβαίνει αδιάκοπα. Η ηλικιακή αξία που αποδίδεται σε κάθε τι που γερνάει, χρησιμοποιεί τη φθορά και την παλαιότητα ως στοιχεία αφήγησης του παρελθόντος. Γι’ αυτό, όταν μια εποχή κρίνει ένα έργο υπό αυτό το πρίσμα, προσπαθεί μέσω της προστασίας του, να του εξασφαλίσει μια συνέχεια. Έτσι, «στην περίπτωση των εμπρόθετων μνημείων, η αναμνηστική
τους αξία προσδίδεται από τον δημιουργό, ενώ εμείς είμαστε αυτοί που ορίζουμε την αξία των μη εμπρόθετων» (Alois Reigl,1903). Τα μνημεία χωρίς πρόθεση, διαθέτουν, τόσο ιστορική, όσο και καλλιτεχνική αξία, οι οποίες εμπλέκονται και πολλές φορές εμπεριέχουν η μία την άλλη. Η έννοια του μνημείου, έχει λοιπόν, ουσιαστικά, διευρυνθεί και πλέον «τα μνημεία δεν είναι μόνο τα κτίσματα που από την ίδια τους την
κατασκευή έχουν μνημειακό χαρακτήρα ή μνημειώδες ύφος. Μνημείο μπορεί να είναι κάθε τι που μπορεί να δώσει μια πληροφορία γα το παρελθόν μας.» (Ζήβας, 1997: 35). Σε αυτόν τον ευρύτερο ορισμό λοιπόν, μπορούν να συμπεριληφθούν διάφορες κατηγορίες κατοικημένου χώρου, που θεωρούνται μνημεία. Κτίρια και σύνολα λαϊκής αρχιτεκτονικής (π.χ. παραδοσιακοί οικισμοί),
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
59
ΕΙΚ.17: Tο Dubrovnik είναι μία περίπτωση πόλης-μνημείου.
πόλεις-μνημεία (π.χ. η πόλη Dubrovnik), μνημεία-τοπία (οι περιοχές που συνενώνονται από τον αρχαιολογικό περίπατο), μνημεία-δημόσιοι χώροι (π.χ. πλατεία Μοναστηρακίου), αλλά και τεχνικά έργα (π.χ. Διώρυγα της Κορίνθου ως μνημείο της βιομηχανικής εποχής). «Στην πραγματικότητα, όταν μιλάμε για
μνημείο, μπορούμε κάλλιστα να εννοούμε και ένα δρόμο, μία περιοχή, ένα χωριό.», αναφέρει και ο Aldo Rossi, αναλύοντας τους λεγόμενους αστικούς συντελεστές, ως στοιχεία που εκφράζουν τη δυναμική της πόλης. (Aldo Rossi, 1966: 177).
3.4 Το μνημείο ως δέκτης επανεγγραφών Όμως, όπως και η συλλογική μνήμη και η ταυτότητα, η αξία που χαρακτηρίζει και νοηματοδοτεί το μνημείο, μεταβάλλεται με το χρόνο και το αξιακό υπόβαθρο της εποχής. Το τι ορίζεται κάθε εποχή ως μνημείο, είναι κάτι που εξαρτάται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί παρελθόντος και κληρονομιάς. Επομένως, το μνημείο είναι μία μεταβλητή, η οποία απορροφά κάθε φορά τις αποφάσεις των υποκείμενων, για το πως θα κατασκευάσουν την ταυτότητά τους και το παρελθόν τους. Η μνήμη και το μνημείο λειτουργούν ως επεξεργαστής και προϊόν το ένα για το άλλο, ταυτόχρονα. Όταν είναι κομμάτι της κατοίκησης των ανθρώπων, το μνημείο, βρίσκεται σε συνεχή επαναδιαπραγμάτευση. Δεδομένης της αδιάκοπης εξέλιξης, η προστασία, η διατήρηση, η επανάχρηση, η απαξίωση, η καταστροφή, είναι ενέργειες αλλεπάλληλες και αναπόφευκτες. Στην περίπτωση των εμπρόθετων μνημείων, οι μεταβολές τους καταγράφονται με διάφορες εντάσεις. Ωστόσο, εκείνα που είναι φορείς συμβολικών, πολιτικών κυρίως αξιών, επιφορτίζονται με τις πιο ραγδαίες αλλαγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η περίπτωση αποκαθήλωσης των αγαλμάτων του Λένιν στην Ουκρανία, στα πλαίσια της επίσημης
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
61
ΕΙΚ.18: Η χρήση του μνημείου ως ρεγαλείο για την κατασκευή ταυτότητας: Η πρόσφατη απομάκρυνση ενός εκ των 1300 αγαλμάτων του Λένιν στην Ουκρανία.
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
ΕΙΚ.19 : Το μνημείο των Karl Liebknecht και Rosa Luxemburg.
αποκομμουνιστικοποίησης της χώρας. Το φαινόμενο γνωστό και ως Leninfall, αφηγούνται, τόσο τα περίπου 1300 κενά σημεία που δημιουργήθηκαν, όσο και τα κενά βάθρα που απέμειναν. Το μνημείο ,ως ισχυρό εργαλείο των συγκρούσεων αντιθετικών πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων, μαρτυρά και η περίπτωση κατασκευής και καταστροφής του μνημείου των Karl Liebknecht και Rosa Luxemburg. (Πάγκαλος, 2012). Τα θύματα που μνημονεύονται με αυτό το έργο, εκτελέστηκαν μπροστά από ένα τούβλινο τοίχο. Έτσι, ο Mies van der Rohe σχεδιάζει έναν αντίστοιχο τοίχο, δομώντας, με αυτό τον τρόπο, στο μυαλό μας, την εικόνα της πράξης που συντελέστηκε. Επάνω σε αυτόν, ο Mies, είχε συμπεριλάβει και μια επιγραφή των τελευταίων λέξεων της Rosa Luxemburg «Ich bin, ich war, ich werde sein» (ήμουν, είμαι και θα είμαι). (Πάγκαλος, 2012). Το 1933, οι ναζί κατέστρεψαν το μνημείο, σε μια ψευδαισθητική προσπάθεια να τερματίσουν τη σημασιολογική και εννοιολογική δύναμη του έργου. Μέσα στους αιώνες, ακολουθώντας βίους παράλληλους με την (μη καθολική) συλλογική μνήμη, τα μη εμπρόθετα μνημεία, λαμβάνουν και αυτά νοηματικές μεταμορφώσεις και τροποποιήσεις, άλλες μικρές και άλλες εντελώς ριζικές. Ένα κοντινό, σε εμάς, παράδειγμα αρχιτεκτονικού, κυρίως, χαρακτήρα, είναι η νεοελληνική πρόσληψη του νεοκλασικού προτύπου. Πριν διακόσια χρόνια περίπου, επιλέγεται για την μορφολογική έκφραση της ταυτότητας, του νεοσύστατου, τότε, ελληνικού κράτους. <<Στα μέσα του
20ου αιώνα, πέρασε από την αυτονόητη αποδοχή, στην περιφρόνηση, για να επιδοθεί, στην εποχή μας, στον κοινό αποθαυμασμό. Ουσιαστικά, από την ανέγερση στην κατεδάφιση και μετά πάλι σε εκτενείς μετασκευές, μέχρι αποκαταστάσεις.. >> (Τουρνικιώτης, 2006: 31). Αυτή η παλινδρόμηση, μεταξύ της απόλυτης εκτίμησης και απαξίωσης, προβλέπεται και για τις μοντέρνες πολυκατοικίες του μεσοπολέμου. (ο.π). Το μνημείο επομένως, εμπρόθετο ή μη εμπρόθετο είναι «ανοιχτό» σε επεξεργασία. Ανοιχτό, τόσο στη φυσική συνέχειά του, όσο και σε επιβεβλημένη αξία ή απαξίωση. Αυτοί οι πυκνωτές μνήμης, εντοπίζονται
64
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
σε αλλεπάλληλα στρώματα μέσα στην πόλη, «η οποία εμφανίζεται έτσι ως
ένα συνεχές και ενεργό παλίμψηστο των αρχιτεκτονικών του παρελθόντος, οι οποίες αποτελούν την κτιριακή κληρονομιά των γενεών που έζησαν και δημιούργησαν σε αυτήν». (Παπαϊωάννου, 2015). Τα στοιχεία του παρελθόντος μπορούν να ενσωματώνουν τη δυναμική εξέλιξή της, είτε να συνυπάρχουν σιωπηλά ανάμεσα στους σύγχρονους αστικούς συντελεστές. Μέσα λοιπόν στον κατοικημένο χώρο, το μνημείο, ως ένα από τα εργαλεία επικοινωνίας της μνήμης, θα είναι ο δέκτης και ο πομπός των νοημάτων που του αποδίδουν διαδοχικά οι γενεές. Εκτός από την φθορά του χρόνου, απορροφά και όλα τα νομιμοποιητικά αφηγήματα που του αποδίδονται κατά καιρούς. Η διαχείρισή του, καταδεικνύει τις πολιτικές, ιστορικές αλλά και αισθητικές προθέσεις του παρόντος και σε αντιστοιχία με τον τρόπο διαχείρισης της μνήμης, εκπορεύεται από την προσπάθεια κατασκευής του παρελθόντος, με άξονα τη δόμηση της παροντικής ταυτότητας των υποκειμένων και την παρακαταθήκη που οραματίζονται για το μέλλον τους.
3. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
65
«Η πόλη, για όποιον προσπεράσει χωρίς να μπεί μέσα, είναι άλλη.»
Ίταλο Καλβίνο
ΕΙΚ. 20: Η μνήμη ως διαδικασία εγγεγραμένη στη ζωή, ως ενεργή διάσταση της εμπειρίας.ταση
της εμπειρίας,
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
Πέρα από τις πρακτικές της a-posteriori κατασκευής της μνήμης διά της αναπαράστασης (ιστορική, εθνική), στο κεφάλαιο αυτό, θα συζητήσουμε την πρόσδεση των μηχανισμών παραγωγής μνήμης στη βιωμένη εμπειρία. Η μικροκλίμακα της κατοίκησης τροφοδοτεί συλλήψεις του χώρου της μνήμης, που δε περιορίζονται στο μνημείο, νοούμενο ως φορέας ηγεμονικών αφηγήσεων με επίκεντρο την ανακατασκευή μορφών εθνικής ή αφηρημένης ιστορικής μνήμης- κατά τον Braudel «Ιστορία με I κεφαλαίο» (Braudel, 1992: 29). Χώροι της μνήμης προκύπτουν ως συσσωρεύσεις βιωμένης εμπειρίας, παρά ιστορικής εικόνας. Η μνήμη του βιωμένου χώρου είναι συνυφασμένη με τη ζωή, το σώμα, τις τροχιές στο χώρο. Ο χώρος δέχεται τις εναποθέσεις της εμπειρίας, μέσα από πρακτικές κατοίκησης. Η μνήμη αναδύεται σε συσχετισμό με το χώρο, όχι μόνο ως εργαλείο πλοήγησης-χρήσης, αλλά και ως μεσολαβητής ανάμεσα σε υποκείμενο και συγκείμενο.
4.1 Από τους τόπους στον βιωμένο χώρο της μνήμης «Η μετάβαση από την σωματική μνήμη στην μνήμη των τόπων, εξασφαλίζεται από ενεργήματα τόσο σημαντικά, όπως το προσανατολίζεσθαι, μετακινείσθαι και πάνω από όλα το κατοικείν». (Ricoeur 2013: 74). Για τον Heidegger το κατοικείν συνδέεται ουσιωδώς με το κτίζειν και μαζί συνιστούν την έννοια της διαμονής των θνητών πάνω στην γη. Η έννοια της κατοίκησης εδώ σχετίζεται, τόσο με κάθε πράξη νοηματοδότησης και ερμηνείας του χώρου, όσο και με τον τρόπο που αυτός βιώνεται. Για να κατοικήσει ο άνθρωπος κατασκευάζει τόπους. Οι τόποι που φτιάχνει ο άνθρωπος είναι «ένα σύνολο που
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
69
ΕΙΚ.21: Η εμπειρία, εδώ, έχει μια πολλαπλή διάσταση καθώς στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια της συνύπαρξης, καθώς δεν υπάρχει ένα μεμονωμένο κέντρο-υποκείμενο παρατήρησης, παρά δίκτυα σχέσεων ανάμεσα σε αμέτρητες οντότητες.
απαρτίζεται από συγκεκριμένα πράγματα με υλική υπόσταση, σχήμα, υφή και χρώμα» (Schulz, 2009: 9), ενώ μαζί με τα φυσικά σημάδια των ανθρώπων που έχουν ενεργήσει πάνω τους, φέρουν, τόσο χωρικά, όσο και αισθητηριακά νοήματα. «Ο τόπος», λέει ο Casey, «δεν είναι αδιάφορος απέναντι στο «πράγμα» που τον καταλαμβάνει ή καλύτερα, που τον πληρώνει» (Ricoeur, 2013: 76). Κάθε τιμή ή ιδιότητα ή νόημα ή χρήση που δίνεται στον χώρο από τον άνθρωπο, δημιουργεί τόπο και εκπορεύεται από την ανάγκη να κατοικήσει. Κατά τον Schultz, οι τόποι εξυπηρετούν μία από τις πρωταρχικές και πιο θεμελιώδεις πράξεις της ύπαρξης του ανθρώπου, την αίσθησή του ότι ανήκει. Αυτό σημαίνει ταύτιση με ένα περιβάλλον που του είναι οικείο. Το περιβάλλον αυτό, το κατασκευάζει ο ίδιος, με σκοπό να του παρέχει ασφάλεια και σταθερότητα, ώστε, στα πλαίσιά του, να δύναται να συντάσσει την ταυτότητά του, να περιηγείται, να προσανατολίζεται, να προστατεύεται και να δημιουργεί. «Η σταθερότητα του τόπου [stabilitas loci] είναι αναγκαία συνθήκη για την ανθρώπινη ζωή.» (Schulz, 2009: 21). Ο τόπος φέρει αυτήν ακριβώς τη φόρτιση: ενός στατικού μορφώματος, προσδεδεμένο στο αφηρημένο πνεύμα του τόπου (Schulz, 2009), αλλά μάλλον απομακρυσμένο, στη πραγματικότητα, από τη κατοίκηση. Το πνεύμα του τόπου φαντάζει να ενυπάρχει στους τόπους σε λανθάνουσα μορφή. Ο άνθρωπος πρέπει να το αναζητήσει, να το αναδείξει και να το εκφράσει. Το «πνεύμα του τόπου» θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί, ως μία υπερβατική οντότητα με πλήρη αυτονομία από τη ζωή, την οποία και επικαθορίζει σε πλήρη διάσταση. Επιπλέον, μένει αμετάβλητο, ως «μοίρα του τόπου» και αδιαφορεί για τη δράση, την ζωή και την εμπειρία των ανθρώπων. Μιλώντας για βιωμένο χώρο, προσπαθούμε να εισάγουμε εκ νέου τη παράλληλη σχέση, ανάμεσα στη ζωή και το χώρο. Μπορούμε, έτσι, να προσεγγίσουμε τη μνήμη ως διαδικασία εγγεγραμένη στη ζωή, ως ενεργή διάσταση της εμπειρίας, να θεωρήσουμε τους χώρους της μνήμης ως κάτι που υπερβαίνει τα παγωμένα μάρμαρα και τις περίτεχνες παραστάσεις, αλλά συμβαίνει μέσω την κατοίκησης, της εμπειρίας και εν τέλει κάθε κίνησης του σώματος.
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
71
ΕΙΚ.22: Στοά Ωδείου Αθηνών: Ο χώρος μπορεί να απορροφά πληθώρα πολλαπλών εκδοχών χρήσης, εμπειρίας και οικειοποίησης του χώρου.
4.2 Ο βιωμένος χώρος Η εξέλιξη του χώρου μέσω της εμπειρίας και του βιώματος, είναι συνεχής και επιδέχεται διαρκώς ερμηνείες. Ο «βιόκοσμος» του Husserl τοποθετεί την εμπειρία στο επίκεντρο της συγκρότησης του κόσμου: η εμπειρία έχει οντολογική σημασία για την ύπαρξη του κόσμου ή με διαφορετικά λόγια, ο κόσμος υπάρχει διά της εμπειρίας. Η εμπειρία εδώ, έχει μια πολλαπλή διάσταση, καθώς στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια της συνύπαρξης, καθώς δεν υπάρχει ένα μεμονωμένο κέντρο-υποκείμενο παρατήρησης, παρά δίκτυα σχέσεων ανάμεσα σε αμέτρητες οντότητες. Όπως σημειώνει: «Ο κόσμος είναι ο κόσμος μας, έγκυρος για τη συνείδησή μας καθώς υπάρχει ακριβώς διά αυτής της συνύπαρξης» (Husserl, 1936: 108-109). Παράλληλα, ο Lyotard, αναφερόμενος στον βιόκοσμο, προσεγγίζει κάθε πιθανή αλήθεια, ως «αντικειμενική στιγμή της υποκειμενικότητας», παρά ως αποκάλυψη της αντικειμενικής αλήθειας. Γι’αυτό, «η αλήθεια μπορεί να προσεγγίζεται μονάχα ως βιωμένη εμπειρία της αλήθειας» (Lyotard,1991: 61-62). Τα πολλαπλά υποκείμενα-οπτικές στο κόσμο, δε μπορεί, παρά να ορίζονται στο χρόνο και το χώρο. Στεκόμαστε κυρίως στο χώρο, χωρίς να παραβλέπουμε όμως, τη νοηματική ενότητα που χώρος και χρόνος απαρτίζουν. Ο Λεφέβρ διακρίνει (μεταξύ άλλων) τρία είδη χώρου -μία «εννοιολογική τριάδα» (Lefebvre, 1991: 33). Οι χωρικές πρακτικές συνδέονται με την επιτελεστική εμπειρία του χώρου· επικυρώνονται ή αναιρούνται διά της εμπειρίας. Οι αναπαραστατημένοι χώροι, είναι το locus της χωρικής φαντασίας, ενώ η αναπαράσταση του χώρου, είναι το πεδίο των αναπαραστάσεων των μηχανικών, αρχιτεκτόνων, σχεδιαστών, αυτών που εν γένει διαμορφώνουν πολιτικές για το χώρο. Στους δύο πρώτους τύπους διακρίνεται το περίγραμμα του βιωμένου χώρου. Αφ’ ενός οι πρακτικές σε χρόνο ενεστώτα και αφ’ετέρου οι απόπειρές μας να νοηματοδοτήσουμε, με τη συνέργεια της μνήμης, της αντίληψης και της φαντασίας, περιγράφουν όψεις της βιωμένης εμπειρίας. 73
“Στην πόλη υπάρχει ένα πριν και ένα μετά», (Rossi, 1991: 71) και αποτελεί, ένα πλαίσιο στο οποίο αποτυπώνονται τα σημάδια των ανθρώπων και των ομάδων που έζησαν και ενέργησαν στον συγκεκριμένο τόπο και που χωρίς αυτά, η εικόνα της θα ήταν τελείως διαφορετική.” Aldo Rossi ΕΙΚ.23:
Οι διαδοχικές αλλαγές του χώρου, κατά τον Aldo Rossi, αποτυπώνονται στα υλικά «γεωφυσικά» στοιχεία του (Rossi, 1991). Παρατηρείται εδώ, η πληθώρα πολλαπλών εκδοχών χρήσης, εμπειρίας και οικειοποίησης του χώρου, ακόμα και σε επίπεδα εγγραφών με κοινές χωρικές αναφορές. Όσο και αν οι πολεοδομικές χαράξεις προκαταβάλλουν πιθανές χρήσεις ενός δρόμου, δεν μπορούν να εξαντλήσουν, διά της πρόβλεψης και του σχεδιασμού, το σύνολο των πιθανών εκβάσεων και χρήσεων. Έτσι, ο συνοικιακός δρόμος μπορεί να εξελιχθεί σε τόπο συνάντησης, υπαίθριο καθιστικό, γήπεδο ποδοσφαίρου, εμπόλεμη ζώνη, τόπο γιορτής, διαμαρτυρίας, εξέγερσης, θρήνου, συνάντησης ή διαίρεσης ή και σε συνδυασμό κάποιων από τα παραπάνω. Οι διαφορετικές ερμηνείες του του χώρου- η τέλεση του χώρου στο χρόνο- καθορίζει τις εναποθέσεις σε αυτόν, τόσο υλικές, όσο και νοηματικές..
4.3 Χωροχρόνος και μνήμη Η κατοίκηση είναι γέφυρα μεταξύ μνήμης και χώρου. Δε νοείται κατοίκηση χωρίς χώρο ή έκταση στο χρόνο. (Da sein) = είμαι εκεί- μία σχέση σύζευξης υποκειμένου και χωροχρόνου. Σε αυτή τη συζευκτική σύνδεση βρίσκεται η θέση της μνήμης. Για τη Massey, η σύλληψη του χώρου ως «θυληκό» μέγεθος, έναντι του χρόνου, που διά της ροής επικαθορίζει κάθε πιθανό μέλλον, καθιστά το χώρο σταθερή συνιστώσα του κόσμου (Massey, 2005). Η μνήμη λειτουργεί, αποκαθιστώντας το χώρο ως πεδίο εγγραφών, συμπληρώνοντας τη -μονόδρομη αυτή- σχέση, με την αντίστροφή της. Μέσω της μνήμης, ο χρόνος επανακαθορίζεται στον χώρο. Έτσι, τόσο η μνήμη θέτει τον χώρο ως πεδίο επανανοηματοδοτήσεων, όσο και ο χώρος ως πεδίο εγγραφών γίνεται το κατ’ εξοχήν όχημα της μνήμης. Η πόλη, αποτελώντας σύμφωνα με τον Aldo Rossi, το κατεξοχήν ανθρώπινο αντικείμενο, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα αρχιτεκτονικό
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
75
ΕΙΚ.24: H σωματική έξη ως ασυναίσθητη ανάκληση της μνήμης στα πλαίσια των μηχανισμών απόκρισης στο περιβάλλον, κατ’ επέκταση η δράση και η εμπειρία του χώρου
έργο, μία κατασκευή, που επαφίεται στο χωροχρόνο και η οποία εξελίσσεται συνεχώς, παράλληλα με τον πολιτισμό, την κοινωνία και τη φύση. (Πάγκαλος, 2012). Η πόλη συνθέτει την ιστορία της εντός του χρόνου, αλλά παράλληλα μετασχηματίζει τα χαρακτηριστικά της προς όφελός της. «Στην πόλη υπάρχει ένα πριν και ένα μετά» (Rossi, 1991: 71) και αποτελεί ένα πλαίσιο, στο οποίο αποτυπώνονται τα σημάδια των ανθρώπων και των ομάδων που έζησαν και ενέργησαν στον συγκεκριμένο τόπο και που, χωρίς αυτά, η εικόνα της θα ήταν τελείως διαφορετική. Η τέταρτη διάσταση, ο χρόνος, συσσωρεύει στις τρεις διαστάσεις του γεωμετρικού χώρου, όλες εκείνες τις ενέργειες που φέρουν το βάρος των επιλογών, των αποφάσεων και των ιστορικών γεγονότων της πορείας του ανθρώπου μέσα στους κόλπους της πόλης. Η εξέλιξη, λοιπόν, κάθε βίου στο παρόν, διαδραματίζεται μέσα σε θύλακες που δημιουργεί η κάθε συγκαιρινή εποχή και σε θύλακες που έχουν ήδη προστεθεί από τους προηγούμενους εντόπιους χρήστες και αποτελούν πυκνωτές μνήμης, οι οποίοι διαρκώς επαναπροσδιορίζονται, μέσω του βιώματος. Η απόδοση νοηματικού περιεχομένου στο χώρο, σχηματίζει σε πρώτο και ανακαλεί σε επόμενο χρόνο τη μνήμη. Αν αυτή η αντιληπτική διαδικασία έχει προϋπόθεση τη κατοίκηση, τότε προβάλλει εμφατικά το ερώτημα της υποκειμενικότητας- ποιος κατοικεί, πως θυμάται. Κάθε δράση, στο σύμπλοκο αντίληψη-φαντασία-μνήμη, επικαλείται την παρουσία του υποκειμένου της. Έχοντας υπ’όψιν τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνειών της μνήμης, τα οποία νοηματικά λειτουργούν διαζευκτικά (ιστορική ή συλλογική) ή αναγωγικά (συλλογική ως άθροισμα ατομικής μνήμης), προκύπτει συνεχώς το ερώτημα της σύνδεσης ανάμεσα στην εμπειρία και τη μνήμη, σε μοριακό επίπεδο, πέρα από τις επικωδικοποιήσεις (κοινωνικές, ταξικές, αισθητικές, ηθικές).
4.4 Σώμα υποκείμενο και μνήμη O Βergson θεωρεί ένα αλληλοσυμπληρούμενο σύμπλεγμα μνήμηςαντίληψης, όπου «δεν υπάρχει αντίληψη που να μην είναι διαποτισμένη
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
77
ΕΙΚ.25:Καθήμενα σώματα: Κατά τον Bourdieu τη σωματική έξη είναι μία συγκεκριμένη υποκειμενική εμπειρία.
από αναμνήσεις» (Bergson 2013: 53). Σε σύγκρουση με τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, στο μεταίχμιο του 19ου αιώνα, προσεγγίζει τις εγκεφαλικές και νευρικές λειτουργίες ως ποιοτικά παρόμοιες. Αυτή η σύζευξη αντίληψης και μνήμης, εξηγεί αισθητηριοκινητικές λειτουργίες πρόσληψης και αντίδρασης των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος. Όπως σημειώνει: «Όσον δε αφορά
στη μνήμη, το σώμα διατηρεί κινητήριες έξεις ικανές να υποδύονται εκ νέου το παρελθόν· μπορεί να λαμβάνει πάλι στάσεις στις οποίες θα παρεισφρύσει το παρελθόν· ή ακόμη με την επανάληψη ορισμένων εγκεφαλικών φαινομένων που έχουν προεκτείνει παλαιότερες αντιλήψεις, θα παράσχει στην εκάστοτε ανάμνηση ένα σημείο πρόσδεσης με το τωρινό· ένα μέσο να ανακτήσει τη χαμένη της επίδραση στη παρούσα πραγματικότητα» (Bergson, 2013: 255). Με την απάλειψη του ορίου ανάμεσα σε εγκεφαλική και αισθητηριακή δομή, ο Bergson προτείνει την ενιαία σύλληψη του σώματος: (1) στη παραγωγή παραστάσεων-εικόνων, (2) στην επαφή με το χώρο και το χρόνο, καθώς
«η αντίληψη κυριαρχεί στο χώρο κατά την ακριβή αναλογία που η δράση κυριαρχεί στο χρόνο» (Bergson, 2013: 53). Στοιχείο σύζευξης ανάμεσα στη δράση και την αντίληψη, είναι η μνήμη και είναι σε αυτό το σημείο όπου εντοπίζεται η σωματική έξη, ως ασυναίσθητη ανάκληση της μνήμης, στα πλαίσια των μηχανισμών απόκρισης στο περιβάλλον. Kατ’ επέκταση η δράση και η εμπειρία του χώρου διαπερνώνται από την, a-priori διαμορφωμένη και εσαεί ανασχηματιζόμενη, έξη. Το σώμα καθίσταται από διαμεσολαβητής σε συστημικό παράγοντα επεξεργασίας και αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον. Η σωματική εμπειρία του χώρου αναδύεται έτσι, ως κεντρικό στοιχείο παραγωγής και επεξεργασίας μνήμης-νοηματοδότησης του χώρου. Ο Bourdieu εντοπίζει τη σωματική έξη, ως ένα σύνολο από «στάσεις
και χειρονομίες, ατομική και συστημική [...] ξενιστή κοινωνικών νοημάτων και αξιών [...] ένα νεύμα του κεφαλιού, εκφράσεις του προσώπου, τρόπους στάσης, χρήσης εργαλείων [...] το τόνο της φωνής, το ύφος της ομιλίας [...] μία συγκεκριμένη υποκειμενική εμπειρία». (Bourdieu 1977: 87). Εντός της ευρύτερης έννοιας του Habitus (συνήθεια, έξη), ο Bourdieu επεξεργάζεται τις ασυναίσθητες και
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
79
ΕΙΚ.26 η «κιναισθητική οικειοποίηση» αποκαλύπτει τροπικότητες κίνησης, προσανατολισμού και ερμηνείας του χώρου, παρόμοιες με την ανάγνωση και επανεγγραφή ενός κειμένου.
μη συνειδητές πρακτικές, ως έναν, πανταχού παρών, υποκειμενικό μηχανισμό παραγωγής της γνώσης για τον χώρο. Η γνώση του χώρου συνδέεται με χωρικές πρακτικές-τελέσεις και παράλληλα νοηματοδοτήσεις. Μέσω της οπτικής, αλλά και των τρόπων χρήσης του χώρου και της βιωμένης εμπειρίας, εκφράζονται χαρακτηριστικά της ταυτότητας των ατόμων, σχετικές θέσεις στο χώρο και ανάλογα σε αυτά, συστήματα προδιάθεσης αλλά και ασυναίσθητες εκφραστικές κινήσεις. Οι πολλαπλοί τρόποι χρήσης ενός αντικειμένου στο δημόσιο χώρο, περιγράφουν τέτοιες τάσεις: κανείς, μπορεί να κάτσει σε ένα παγκάκι με περισσότερους από έναν τρόπους- σε αυτόν που θα επιλέξει, γίνονται ορατοί προσδιορισμοί, ταυτότητες ή «αόρατες» τάσεις οικειοποίησης του χώρου, νοητά, ως εκφραστικές πρακτικές ταυτότητας. Αντίστοιχα, η υποκειμενικότητα στην πρόσληψη του χώρου, αποτυπώνεται στις ασυνείδητες, καθημερινές κινήσεις. Ο DeCerteau διακρίνει διαφορετικούς «τρόπους» περπατήματος, αποδίδοντάς τους κειμενική υπόσταση, μία «ρητορική του περίπατου» (De Certeau, 2013: 101). Αυτή η «κιναισθητική οικειοποίηση» αποκαλύπτει τροπικότητες κίνησης, προσανατολισμού και ερμηνείας του χώρου, παρόμοιες με την ανάγνωση και επανεγγραφή ενός κειμένου. Έτσι, «τα διασταυρούμενα μονοπάτια δίνουν το σχήμα τους στους χώρους». Στη βάση αυτής της διαδικασίας, βρίσκεται η μονάδα που κινείται, αλλά και ο τρόπος με τον οποίον το πράττει. Παρόμοια προσέγγιση παραθέτει η Massey, σύμφωνα με την οποία, η παραγωγή του χώρου συνίσταται στις πολλαπλές τροχιές του υποκειμένου, ως παράλληλες ή διασταυρούμενες πορείες νοηματοδότησης. (Massey, 2005). Ο Carreri αναγνωρίζει την κίνηση στο χώρο, ως διαδικασία πρωταρχικής απόδοσης ταυτοτήτων στο χώρο. (Carreri). Η απόδοση νοηματικών φορτίσεων του χώρου διά της εμπειρίας, επιτρέπει προσεγγίσεις της μνήμης ως έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό, σε αντίστιξη με την εμπρόθετη κατασκευή της μνήμης και του μνημείου, με τη κυρίαρχη σημασία του όρου. O Pierre Nora, στο δοκίμιό του «μεταξύ μνήμης και ιστορίας», διακρίνει δύο μνήμες. Περιγράφει τη μία, ως «αληθινή μνήμη».
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
81
Αυτή λαμβάνει χώρα σε χειρονομίες και συνήθειες, σε δεξιότητες, που έχουν εξελιχθεί μέσα από άγνωστες παραδόσεις, στην ίδια την κληρονομική αυτογνωσία του σώματος, σε απλά αντανακλαστικά και βαθιά ριζωμένες αναμνήσεις. Η δεύτερη, είναι η μνήμη που μεταποιείται κατά το πέρασμά της μέσα από την ιστορία που είναι ακριβώς το αντίθετο: εθελοντική και σκόπιμη, βιωμένη σαν καθήκον, όχι πια αυθόρμητη. Ψυχολογική, ατομική και αντικειμενική, αλλά ποτέ κοινωνική, συλλογική, ή καθολική. Η θέση αυτή, πράγματι τοποθετεί την εμπειρία σε θέση διαμεσολαβητή, ανάμεσα στη πρόσληψη και ερμηνεία του χώρου και τη μνήμη. Πρόκειται όμως για άλλης λογής μνήμη, από εκδοχές ιστορικής κατασκευής της. Παράλληλα, όπως σημειώνει η Game, η «μη εθελοντική μνήμη» (involuntary memory), η οποία παράγεται σε απρόσμενο χρόνο και τόπο (Game, 1991), προσιδιάζει στην «αληθινή μνήμη» του Νορά, γιατί ανακύπτει σε καθημερινά περιβάλλοντα, σηματοδοτώντας αντιστικτικές σχέσεις μεταξύ εγγραφών. Έτσι, η «αληθινή μνήμη» του Νορά, συνδέεται με την υποκειμενικότητα. Ένας τόπος μνήμης μπορεί να ερμηνεύεται με κάθε πιθανό τρόπο, από τα διαφορετικά υποκείμενα. Εδώ, εντοπίζεται ένας μηχανισμός (διά της σωματικήςβιωμένης εμπειρίας) απόδοσης πολλαπλών νοημάτων και στρωμάτων μνήμης στο χώρο. Δεν είναι αυτή η εναπόθεση μνήμης (ετερόκλητης) στη βάση της παραγωγής χώρων μνήμης; Σε αυτό το ερώτημα μπορούμε να απαντήσουμε θετικά. Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις, οι εναποθέσεις μνήμης διά της κατοίκησης, επηρεάζουν ακόμα και την εξέλιξη του εμπρόθετου μνημείου στο χρόνο, μέσω διαδικασιών επανανοηματοδότησης· με άλλα λόγια, η αυτοσχέδια μνήμη υπερκαλύπτει τις σχεδιασμένες, ιστορικές, έντεχνες εκδοχές της. Αφού εντοπίσαμε τη διαδικασία εγγραφών ως κομβική στη παραγωγή χώρων μνήμης, θα προσεγγίσουμε, στη συνέχεια, την πορεία εξέλιξης των χώρων μνήμης, όταν αποσυνδέονται από τις διαδικασίες που παράγουν νέες εγγραφές μνήμης στην καθημερινότητα- όταν τοποθετούνται εκτός του χώρου και του χρόνου της εμπειρίας, με πρόθεση την, εις το διηνεκές, επιβίωσή τους. Η υποκειμενική και εμπειρική διαδικασία μνήμης- αληθινή μνήμη του Νορά,
82
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
αντιστοιχεί στην εμπειρική, διά της σωματικής εμπειρίας, καθιέρωση του τόπου μνήμης. Συνοψίζοντας θα λέγαμε, η δημιουργία της μνήμης είναι μια παράλληλη διαδικασία παραγωγής χώρου, η οποία υπόκειται σε συγκεκριμένες, υποκειμενικές μεθόδους- ασυνείδητες διαδικασίες παραγωγής και ανάκλησης μνήμης- όπου το σώμα και η υποκειμενική ματιά είναι αδιαίρετη ενότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η απόδοση μνήμης στο χώρο, συνεκτείνεται με την ύπαρξη και κίνηση των ανθρώπων. Αυτή η οπτική στη μνήμη, ως μοριακό, ελάχιστο συστατικό του βιωμένου χώρου, νοηματοδοτεί τη σχέση μνήμης και χώρου πέρα από τις ιστορικές αφηγήσεις, ή τις συλλογικές παραδοχές, οι οποίες δε δομούνται απαραίτητα ως άθροισμα ή παράγωγο αυτής της μοριακής καταγραφής. Είναι όμως κάθε χώρος locus της μνήμης; Αν η απόδοση μνήμης είναι παράλληλη στην ίδια την καθημερινή ζωή, τότε πράγματι, κάθε χώρος φέρει μνήμες. Παρόλα αυτά, δε φέρουν όλοι οι χώροι συμβολισμούς μνήμης, έτσι ώστε να αναγνωρίζονται ως χώροι μνήμης ή ακόμα περισσότερο, ως μνημεία. Στους χώρους της μνήμης, η συμβολική επένδυση, κατισχύει της δυναμικής ασυναίσθητης μνήμης που υπάρχει σε κάθε χώρο. Η πορεία κατασκευής της μνήμης στο χώρο, ως παράλληλη στην εμπειρία νοηματοδότησης, είναι μία διαρκής διαδικασία, ανοιχτή σε επεξεργασία. Γι αυτό, δε νοείται κατασκευή της μνήμης αποσυνδεδεμένη από τη κατοίκηση, παρά μόνο σε διαδικασίες, εκ του μηδενός κατασκευής συλλογικών ταυτοτήτων (εθνική, τοπική κ.α.), όπου η μνήμη περισσότερο πλάθεται ως φαντασία. Όπως θα συζητήσουμε στη συνέχεια, η αποσύνδεση του χώρου της μνήμης από τη κατοίκηση, αποσιωπεί τις διαδικασίες που πρωτογενώς τον κατέστησαν ως τέτοιον, ιδρύοντας σχέσεις αναπαράστασης. Σε αυτήν την πορεία, το αρχιτεκτονικό-χωρικό αντικείμενο συμβολοποιείται. Σύνολα αναγωγών το συνδέουν με εικόνες ανάπλασης της μνήμης, φαινομενικά οχυρωμένες από το χρόνο και τη φθορά, ανεπαρκείς όμως να παράξουν νέα στρώματα μνήμης διά της κατοίκησης.
4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
83
84
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
«Τόπος και μη τόπος είναι μάλλον σαν αντίθετες πολικότητες: η πρώτη ποτέ δεν διαγράφεται πλήρως, η δεύτερη ποτέ δεν ολοκληρώνεται πλήρως.»
Marc Auge
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
ΕΙΚ. 2/: H
εμπειρία του χώρου παράγει χώρους μνήμης
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Δύσκολα κανείς θα μπορούσε να αρνηθεί, ότι η μνήμη συνδέεται με το χώρο, με αμέτρητα νήματα. Πέρα από τη σύνδεση τόπων με γεγονότα, σε όποιο επίπεδο και αν αυτό λαμβάνει χώρα (ατομικό, συλλογικό, κοινωνικό), η μνήμη συμπληρώνεται, τόσο από τη φαντασία, όσο και από πρακτικές συγκρίσεων. Παρόμοιες ποιότητες, διαφορετικών χώρων, προδιαθέτουν τα συναισθήματα, τις κινήσεις, την τοποθέτηση του σώματος. Η εμπειρία, μας καλεί να αμφισβητήσουμε τις κείμενες δεσμεύσεις, χρήσεις, ή άγραφους κανόνες του χώρου και να τις νοηματοδοτήσουμε εκ νέου, μέσα από μία ασυνείδητη, ακούσια διαδικασία, αβίαστη και πάντα σε οργανική συνέργεια με τη δράση των ανθρώπων. Τέτοιες πορείες δράσης-επιλογής ανάγονται στη μνήμη. Καθίσταται έτσι ορατός, ο στενός δεσμός της με την εμπειρία και τη κατοίκηση. Εδώ, αναδεικνύεται ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στους τρόπους με τους οποίους η μνήμη, πρωτογενώς παράγεται και αυτούς με τους οποίους κυρίαρχα αναπαρίσταται. Ενώ η εμπειρία του χώρου παράγει χώρους μνήμης, η οργάνωση της μνήμης διά του εμπρόθετου μνημείου, αφαιρεί τη βιωμένη εμπειρία. Στην επιδίωξή του να καταστεί η μνήμη άφθαρτη, η ροή της ζωής τίθεται σε εξορία. Έτσι «όσο λιγότερο βιώνεται η μνήμη εκ των
έσω, τόσο περισσότερο υπάρχει μέσα από εξωτερικές υποστυλώσεις και σημεία στραμμένα προς τα έξω» (Nora, 1989: 15). Δύο αντίρροπες δυνάμεις εμφανίζονται: η βιωμένη εμπειρία ως διαδικασία παραγωγής και ανάκλησης μνήμης αφ’ ενός, και η αναπαράσταση ως οργάνωση της μνήμης, με επιδίωξη τη διαιώνισή της, αφετέρου.
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
87
5.1Από τους μνημειακούς χώρους στους καθημερινούς Διακρίνοντας την καθημερινή, αυθόρμητη, μη συνειδητή (εμπειρική) μνήμη από την γραμμική, εκ των υστέρων κατασκευασμένη, ο Nora, υποδεικνύει διαφορετικές μεθόδους σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν (Nora, 1996). Ενώ στη πρώτη περίπτωση υπάρχουν οργανικοί δεσμοί του παρόντος με το παρελθόν, στη δεύτερη, το παρόν διαχωρίζεται από το παρελθόν, μέσω της ιστορικής αφήγησης. Η ιστορική ταξινόμηση παράγει χρονικούς θύλακες, που, εντός αυτού του πλαισίου, νοούνται ως αποσυνδεδεμένοι. Με τον ίδιο τρόπο, χώροι-ορόσημα περασμένων εποχών αποκλείονται, ως ανήκοντες στο παρελθόν και γι’ αυτό, μη κατοικήσιμοι στο παρόν. Οι τελευταίοι αποκτούν αρχειακή σημασία, αποκλείονται από τις ροές και την ανθρώπινη εμπειρία ή περιέρχονται σε συγκεκριμένα καθεστώτα χρήσης, κίνησης και πρόσληψης. Η κυρίαρχη σύλληψη της σχέσης μνήμης και χώρου τοποθετεί στο επίκεντρο το επίσημο μνημείο, ως την πλέον καθαρή εκδοχή χωρικής έκφρασης της μνήμης. Ο Sert ορίζει τα μνημεία, ως «ορόσημα τα οποία οι
άνθρωποι δημιούργησαν ως σύμβολα για τα ιδανικά, τους στόχους και τις πράξεις τους. Έχουν στόχο να επιζήσουν πέρα από την περίοδο που τα γέννησε και να συγκροτήσουν την κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές.[....] Πρέπει να ικανοποιούν την αιώνια απαίτηση των ανθρώπων για τη μετάφραση της συλλογικής τους δύναμης σε σύμβολα» (Sert et al., 1993: 48). Σε αυτόν τον ορισμό διαφαίνεται η αναγωγή του χώρου της μνήμης στο μνημείο, το οποίο έχει συμβολική φόρτιση, είναι προορισμένο να παραμείνει εις το διηνεκές και σηματοδοτεί ορόσημα, δηλαδή στιγμιότυπα της ιστορική πορείας ενός συνόλου. Το μνημείο βρίσκεται στο χώρο, ως υπόμνηση-ορόσημο, αυτού που δεν είναι πλέον εκεί, γι’ αυτό φέρει αναπαραστατική αξία. Αν και το μνημείο μονοπωλεί ως επικράτεια της μνήμης, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε στα προηγούμενα κεφάλαια, η σχέση μνήμης και χώρου αρθρώνεται δια της εμπειρίας και γνωρίζει πολλαπλές-συχνά 88
Τίτλος Εικόνας EIK. 1
ΕΙΚ. 28: Αν και το μνημείο μονοπωλεί ως επικράτεια της μνήμης σχέση μνήμης και χώρου αρθρώνεται δια της εμπειρίας
απροσδόκητες- χωρικές εκφράσεις. Ο Moran τονίζει ότι «το καθημερινό
βιώνεται με βάση τη συνήθεια -μέσα από συστήματα προδιαθέσεων- και γι’ αυτό καθημερινοί χώροι της μνήμης δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιο».(Moran, 2004: 57). Πράγματι, πέρα από τους συμβολοποιημένους μνημειακούς χώρους, επικράτειες καθημερινών εγγραφών μνήμης προβάλλουν παντού γύρω μας, άλλοτε με ισχυρότερες και άλλοτε με ασθενέστερες εντάσεις. Προκύπτουν λοιπόν, δύο λογής χώροι της μνήμης, αυτοί που περιστρέφονται γύρω από τη βιωμένη εμπειρία και αυτοί που προκύπτουν ως αναπαράσταση.
5.2 Χρόνος ζωογόνος, Χρόνος στιγμιότυπο Τόσο στο πεδίο της βιωμένης εμπειρίας, όσο και της αναπαράστασης, κοινός παρονομαστής είναι ο χρόνος. Εξειδικεύοντας, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο διαστάσεις. Η πάροδος του χρόνου εντοπίζεται, τόσο στην απόσταση ανάμεσα στην στιγμή παραγωγής της μνήμης και την ανάκλησή της, όσο και στη χρονική διαδοχικότητα των επανεγγραφών της μνήμης στο χώρο. Είναι ακριβώς πάνω στο σώμα του χρόνου, που τελούνται όλες οι ενέργειες επεξεργασίας της μνήμης. Διαφορετικές συλλήψεις του χρόνου είναι εδώ ο καθοριστικός παράγοντας στη σχέση, τόσο βιωμένης εμπειρίας, όσο και μνημειακής αναπαράστασης με τη μνήμη. Αν για την πρώτη, ο χρόνος είναι ζωογόνο συστατικό, για τη δεύτερη είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος. Οποιοδήποτε ερώτημα αφορά τη διαχείριση της μνήμης, τέμνεται με διαφορετικές εννοιοδοτήσεις του χρόνου. Η αναπαράσταση, όπως υποστηρίζει η Massey «σταθεροποιεί το χρόνο στο χώρο». (Massey, 2005: 5). Αν το μνημείο οχυρωθεί από το χρόνο, αποκλείοντας, εκτός της επικράτειάς του, τη ζωή, μία ιδιάζουσα σχέση ιδρύεται. Ο χρόνος παραμένει σταθεροποιημένος σε ένα δεδομένο στιγμιότυπο. Η εμπειρία και η εξέλιξη, εντέλει η ίδια η ζωή, αποκλείονται. Συμπερασματικά, ενώ το μνημείο επιδιώκει την σταθεροποίηση του χρόνου στο χώρο, οι αυτοσχέδιοι χώροι της βιωμένης εμπειρίας, διά του
90
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
θανάτου και της αναγέννησης, της μνήμης και της λήθης, είναι πεδία, ανοιχτά σε επεξεργασία και επανεγγραφές της μνήμης· οιονεί αυτοσχέδια μνημεία. Ο Mumford επίσης, τονίζει την σημασία του χρόνου στην περίπτωση του μνημείου, παράλληλα με την αναγνώριση ενός κύκλου ζωής και θανάτου, από τον οποίο δεν εξαιρείται τίποτα. «Η ανανέωση διά της αναπαραγωγής
είναι ένα μέσο εξασφάλισης της συνέχειας: αλλά υπάρχει και άλλο ένα που πηγάζει όχι από τη ζωή αλλά το θάνατο: να αποκλειστεί η δράση από το χρόνο λαξεύοντας μνημεία από ανθεκτικά υλικά». (Mumford, 1937: 263). Ο χρόνος, σε αυτήν την πρόταση, εμφανίζεται με δύο τρόπους: Ο χρόνος για το μνημείο είναι ακινητοποιημένος σε μία δεδομένη στιγμή, που χωρίς τη δράση των ανθρώπων, σύντομα γίνεται χώρος νεκρός. Αντίθετα, η ζωή και οι βιωμένες επικράτειες συμπορεύονται με το χρόνο, διά της αναπαραγωγής, μέσα από μία αέναη εναλλαγή ζωής και θανάτου. Η ροή του χρόνου εκτυλίσσεται σε συνεργία με τη βιωμένη εμπειρία του χώρου. Η μάχη ενάντια στο χρόνο με τη ταρίχευση του χώρου, δεν οδηγεί, παρά στον αποκλεισμό της ζωής. Ο μνημειακός χώρος προβάλλει ως ταριχευμένος χώρος. Πέρα από το επίσημο εμπρόθετο μνημείο (memorial), αυτή η αντιμετώπιση της ζωής επεκτείνεται και σε άλλους χώρους, ενώ η σημειακή διάσταση του μνημείου ως ορόσημο, καταλαμβάνει ολοένα μεγαλύτερες επικράτειες, κατισχύοντας τους χώρου της καθημερινότητας. Αντίθετα, εκεί όπου η ζωή και η βιωμένη εμπειρία εξελίσσεται, το σβήσιμο και η επανεγγραφή της μνήμης συμβαίνει σε χρόνο ενεστώτα, συγκροτώντας ενδιαφέρουσες συσσωρεύσεις μνήμης. Μνήμες, που περιστρέφονται γύρω από τη δράση των ανθρώπων και αποστασιοποιημένες- στις περισσότερες περιπτώσειςαπό μεγαλεπήβολες ιστορικές αφηγήσεις. Οι τρόποι επανεγγραφής της μνήμης, είναι όσοι και οι τρόποι κατοίκησης-εμπειρίας του χώρου, δηλαδή άπειροι. Προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε, μέσω τέτοιων παραδειγμάτων, διαφορετικές μορφές παραγωγής χώρων της μνήμης, εκτεθειμένες στην ανθρώπινη εμπειρία-χωρίς να αποκλείονται φυσικά άλλες.
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
91
5.3 Πρώτη Δέσμη : Η κατοικημένη μνήμη-Το κατοικημένο “μνημείο”
Οι μορφές τις οποίες μπορεί να πάρει η διαρκής ανακατασκευή της μνήμης είναι αμέτρητες. Αν κάθε βιωμένος χώρος φέρει εναποθέσεις της μνήμης, τότε πιθανά «κατοικημένα μνημεία» προβάλλουν παντού γύρω μας. Δεν επιδιώκουμε να αποδώσουμε άλλη κοινή ταυτότητα σε αυτούς τους χώρους, πέρα από τη παρουσία της αυτοσχέδιας ανθρώπινης εμπειρίας, ως αφετηρία και σκοπό ταυτόχρονα, συνεχούς μετασχηματισμού, ο οποίος αφορά τη διαπραγμάτευση, τόσο των υλικών, όσο και των νοηματικών εγγραφών. Είτε αφορά χώρους προ υπαρχόντων μνημείων ή χώρους, οι οποίοι σε χρόνο ενεστώτα, επενδύονται με συμβολικό και νοηματικό περιεχόμενογίνονται σημείο αναφοράς της ατομικής και συλλογικής μνήμης, αν η βιωμένη εμπειρία είναι προαπαιτούμενο της παραγωγής χώρων μνήμης, τότε, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι ορατές οι διαδικασίες σχηματισμού τους. Αυτές οι διαδικασίες επεξεργασίας, διά της εμπειρίας του χώρου, πράγματι παράγουν αυτοσχέδια «μνημεία» ή «κατοικημένα μνημεία». Όπως είδαμε προηγουμένως, η εμπειρία και η κατοίκηση του χώρου είναι τρόποι παραγωγής και απόδοσης μνήμης στο χώρο. Η κατοικημένη μνήμη εντοπίζεται εκεί, όπου οι πρακτικές κατοίκησης είναι ορατές, απαλλαγμένες από ασφυκτικά ή κανονικοποιητικά πλαίσια. Αν ο μνημειακός χώρος υποχρεώνει σε συγκεκριμένα σύνολα κινήσεων, για παράδειγμα οι τελέσεις απόδοσης τιμών στο εθνικό μνημείο ή η τουριστική ματιά στη πόλημνημείο, οι αναδυόμενοι χώροι της μνήμης δεν περιορίζοντaι σε αυτές, χωρίς βέβαια και να τις αποκλείουν.
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
93
5.3.1. Ο κύκλος της ζωής Οι χώροι της εμπειρίας και της κατοίκησης, βρίσκονται σε ένα διαρκή κύκλο ζωής και θανάτου, μνήμης και λήθης, καθώς νέες εγγραφές έρχονται να αντικαταστήσουν παλαιότερες, βρίσκονται σε μία διαρκή τροχιά αναγέννησης. Τόσο το σενάριο της συνεχούς ζωής, όσο και του θανάτου, είναι αποδεκτά, καθώς μαζί συντάσσουν τον φυσικό και αέναο κύκλο της κατοίκησης, που χαρακτηρίζεται από αυτές ακριβώς τις διαδοχές. Σε παράλληλο χρόνο με την συντέλεση των χωρικών αλλαγών, η μνήμη ακολουθεί και αυτή μία ακανόνιστη πορεία, σημειώνοντας συγκεντρώσεις και αραιώσεις. Η μνήμη στο χώρο βρίσκεται σε διαρκή επαναδιαπραγμάτευση και αποτελεί το αποτύπωμα της αδιάκοπης διαδοχής της ανθρώπινης ζωής. Οι πρακτικές κατοίκησης καθαυτές, ιδρύουν και γίνονται εργαλείο επεξεργασίας χώρων μνήμης, οι οποίοι επιβιώνουν, αναδύονται, μεταβάλλονται. Δεν είναι μόνο τομές στο χρόνο, σημαίνοντα γεγονότα, καμπές τις ιστορίας, οι λόγοι που εμπλουτίζουν τη στρωματογραφία της μνήμης. Είναι αυτές οι καθημερινές κινήσεις, τα κοινά βιώματα και ανάγκες, που νοηματοδοτούν και διαχειρίζονται το παρελθόν. O κύκλος ζωής-θανάτου-αναγέννησης, όπως τον περιγράφει ο Mumford (1937), αντιστοιχεί σε κύκλους διαπραγμάτευσης ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη. Για να θυμηθούμε λοιπόν, πρέπει να ξεχάσουμε (Halbwachs, 2013). Aντίστοιχα, η κατοίκηση, ταυτόχρονα εναποθέτει και αίρει εγγραφές υλικές ή νοηματικές στο χώρο. Η ερμηνεία και ανάγνωση του χώρου διά της πρακτικής, διαδικασία η οποία αναπόφευκτα εμπλέκει τη μνήμη, είναι συμφυής στις διαδικασίες παραγωγής του, μέσα από αέναες επαναλήψεις του κύκλου της ζωής. Αυτή η κυκλική κίνηση προϋποθέτει τη δράση του υποκειμένου. Στη συνέχεια, θα δούμε παραδείγματα όπου αυτή είναι ορατή.
94
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ 5.3.2 Η συνέχεια στη παραγωγή χώρων μνήμης Τόποι που κατοικούνται αδιάκοπα κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούν να γίνουν αντιληπτοί ως συνεχείς χώροι της μνήμης. Συχνά, αυτή η ποιότητα είναι περισσότερο ορατή σε χώρους λατρείας. Έτσι, ακόμα και αν οι θρησκείες διαδέχονται η μία την άλλη, αυτοί οι τόποι προσαρμόζονται για να φιλοξενήσουν την εκάστοτε θρησκεία ως ιερές τοποθεσίες. Στα χνάρια του παλιού ιερού, δομείται το καινούργιο, δημιουργώντας ένα παλίμψηστο διαφορετικών φάσεων, που παρόλα αυτά, έχουν σαν κοινό παρανομαστή την ιερότητα. Πέρα όμως από πρακτικές επανάχρησης και αντικατάστασης, η μνήμη δομείται και ανεπίσημα, μέσα από καθημερινές πρακτικές, συνήθειες και τελέσεις. Το ιερό της Αφροδίτης είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Το ιερό είναι ένας τόπος υπαίθριας λατρείας, που σχετιζόταν με τα Ελευσίνια μυστήρια. Χαρακτηριστικό του σημείο, ο λαξευμένος βράχος, στου οποίου τις κόγχες τοποθετούσαν οι πιστοί αναθήματα - προσφορές στην θεά. Παρόλο που το λατρευτικό πλαίσιο έχει προ πολλού απολεσθεί και ο χώρος έχει περιφραχτεί ως αρχαιολογικός, πολλοί άνθρωποι επιμένουν, μέχρι και σήμερα, να αφήνουν τις προσφορές τους στις κόγχες του αρχαίου ιερού. Στο ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσάφτη «Αγέλαστος Πέτρα», γίνεται λόγος για αυτήν την συνήθεια, που έχει επιβιώσει στο χρόνο: Το ιερό της Αφροδίτης, το αναφέρει ο Παυσανίας, ο περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Διαπιστώσαμε ότι τα ντουλαπάκια αυτά στο βράχο, ως σήμερα κάποιοι άγνωστοι περαστικοί, τα χρησιμοποιούν για να αναθέσουν μικρά αναθήματα, ελπίζοντας σε πράγματα, διαφορετικά βέβαια από εκείνα που ήλπιζαν οι αρχαίοι. Αλλά η ιερότητα του χώρου, η συνείδηση της ιερότητας του χώρου, παραμένει. Και έτσι, τα ντουλαπάκια αυτά στον βράχο, είναι ντουλαπάκια μνήμης. Χωρίς λοιπόν την εμπλοκή κάποιας επίσημης οδηγίας ή αρμόδιας
95
ΕΙΚ.30 Το ιερό 96 της Αφροδίτης
αρχής, η μνήμη και η εμπειρία στο χώρο, εκπορεύονται από τους ανθρώπους και την κοινή τους αίσθηση περί ιερότητας του σημείου. Αυτή η πράξη της απόθεσης αναθημάτων, που συνεχίζεται μέσα από τις κινήσεις των ανθρώπων, σχηματίζει τελικά ένα ρυάκι μνήμης, που δεν στέρεψε στο χρόνο. Το βίωμα και η συνήθεια έχουν τον πρωταρχικό ρόλο. Η κατοίκηση εδώ είναι συνεχής. Η πλατεία Ομονοίας, στην κορυφή του εμπορικού τριγώνου, φέρει μεν, ένα άθροισμα μορφολογικών μετασχηματισμών, διατηρώντας όμως, μια απρόσκοπτη συνέχεια στη ζωή και τη διάδραση των ομάδων. Για να αντιληφθούμε τον σταθερό και συνεχή χαρακτήρα της, αρκεί να ανατρέξουμε στις μνήμες που καταγράφηκαν στο χώρο. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος την συνδέει με τον Πειραιά, ενώ ταυτόχρονα, ένα μεγάλο ποσοστό των εργοστασίων, χωροθετείται κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνας-Πειραιά. Το πρώτο σημείο άφιξης των Μικρασιατών προσφύγων στην Αθήνα, ήταν η πλατεία Ομονοίας, όχι μόνο λόγω της άμεσης πρόσβασης, αλλά διότι, ως εμπορικός και κοινωνικός πυκνωτής της πόλης, διευκόλυνε την αναζήτηση εργασίας και υπηρεσιών, που θα βοηθούσαν στην πιο ομαλή εγκατάσταση στη νέα πατρίδα. Ως σημείο συμβολής εμπορικών αξόνων και σιδηροδρόμου, η Ομόνοια συνιστούσε μια «είσοδο στην πόλη» (Καρύδης, 2008). Σταδιακά λοιπόν, άρχισε να λειτουργεί ως «χώρος ώσμωσης των κοινωνικών ομάδων». Οι πολλαπλές ιδιότητες που απέκτησε ο χώρος της πλατείας, εξακολουθούν να τροφοδοτούν και να τροφοδοτούνται από τα βιώματα των κατοίκων της ακόμα και σήμερα. Είναι ένας τόπος συνάντησης και αλληλεπίδρασης ενός πολυπολιτισμικού σώματος και δεν έπαψε ποτέ να φιλοξενεί τις συγκεντρώσεις, την επικοινωνία και την αναψυχή περιοίκων και επισκεπτών. Εκτός από πέρασμα-κόμβο διανομής των κινήσεων, από και προς το κέντρο, είναι παράλληλα και σημείο στάσης, συναντήσεων και γεγονότων της καθημερινής κλίμακας. H πλατεία Ομονοίας προβάλλει διαρκώς στη συλλογική μνήμη, ως ένας κατοικημένος χώρος μνήμης της Αθήνας, επενδεδυμένος με βιωμένες εμπειρίες πολλαπλών υποκειμένων.
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
97
5.5.3 Η εξ’ αρχής παραγωγή χώρων της μνήμης Πρόκειται για μηχανισμούς κατασκευής της μνήμης σε εξέλιξη, που αποθέτουν εγγραφές, προς τη δημιουργία μίας δυνητικής, μελλοντικής στρωματογραφίας. Το παρόν ιδρύει χωρικά συμπλέγματα μνήμης, τα οποία ποικίλουν σε έκταση και ένταση. Επιπλέον, το βίωμα του χώρου είναι μια διαρκής διαδικασία παραγωγής μνήμης, που προκαλεί εκούσια την περίσκεψη, τόσο στα υποκείμενα που σχετίζονται άμεσα, αλλά και σε εκείνα που αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους. Τέτοιοι χώροι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως χώροι της μνήμης υπό κατασκευή (on the making) ή διατυπώνοντάς το διαφορετικά: ενδεχόμενες μελλοντικές συσσωρεύσεις μνήμης - χώροι της μνήμης «à venir», για να θυμηθούμε αυτήν την έννοια του J. Derrida (1993, 1996). Η ειδοποιός διαφορά από τους υπόλοιπους είναι ότι προκύπτουν εκ του μηδενός, σε σημεία όπου η εμπειρία του χώρου σηματοδοτεί. Πολλές φορές, οι χώροι αυτοί προκύπτουν σε απρόσμενα σημεία, των οποίων η σήμανση ως χώροι μνήμης, από ιστορικές-κρατικές πρωτοβουλίες, θα ήταν αδιανόητη. Τέλος, τέτοιοι αυτοσχέδιοι χώροι αφηγούνται ιστορίες της ανθρώπινης μικροκλίμακας, είναι προσανατολισμένοι σε υποκειμενικές αναγνώσεις, με σημείο αναφοράς συγκεκριμένα άτομα και ομάδες και γι’ αυτό δεν είναι φορείς καθολικών συμβολισμών. Τa μνημεία στην άκρη του δρόμου (roadside memorials) - στην ελληνική εκδοχή: εκκλησάκια- είναι ένα χωρικό στοιχείο εναπόθεσης μνήμης που απαντάται σε πολλά μέρη του κόσμου και η παρουσία τους είναι μια ειδοποίηση της θνητότητας. Μπορεί να θεωρηθεί μια μοναδική προσωπική μαρτυρία για την αποχώρηση αγαπημένου προσώπου, από άλλους σαν ένα παράξενο στοιχείο του τοπίου, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν την παρουσία τους αποκρουστική. (Collins, Rhine, 2003) Υπάρχει μία εμμονή στην ανίχνευση του ακριβούς σημείου που συνέβη το τραγικό συμβάν, ενώ η δημιουργία του, επιδιώκει από την πλευρά των πενθώντων να διατηρηθεί, κατά μία έννοια, μια συνέχεια με το πρόσωπο, του οποίου «το 98
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
ταξίδι διακόπηκε» βίαια. Οι οικείοι θεωρούν το σημείο της απώλειας ιερό. Η ιερότητα δεν απορρέει απαραίτητα ή αποκλειστικά από τα σύμβολα- σταυροί και εικόνες- ή τις κατασκευές- μικρά εκκλησάκια. Η ιεροποίηση του χώρου είναι ουσιαστικά η απόδοση σεβασμού, μέσω πρακτικών οριοθέτησης, καθαρισμού, φροντίδας· γενικώς η διατήρηση του συγκεκριμένου χώρου ως κάτι διαφορετικό από το υπόλοιπο τοπίο. Ακόμη κι αν κάποιος αμφισβητεί την ιερότητα του χώρου, υπάρχει αναμφίβολα μία προσπάθεια πνευματικής συνέχειας ή επαφής. Ο τρόπος που προσεγγίζει το σώμα τον συγκεκριμένο τόπο, προσαρμόζεται στην ατμόσφαιρα και τους συμβολισμούς που αποπνέει, ανεξάρτητα από το αν ανήκει κάποιος σε εγγύτερη ή σε μακρύτερη σφαίρα οικειότητας του εκλιπόντος. Ο αυτοσχέδιος- πολλές φορές- χαρακτήρας, η χειροποίητη ενδεχομένως διάσταση, αλλά και το ταπεινό του μέγεθος δείχνει μια εσωστρέφεια παρά πρόθεση να μοιραστεί ο δημιουργός το προσωπικό του τραύμα ή να προειδοποιήσει τους διαβαίνοντες. Είναι για να κάνουν κάτι, κατά προτίμηση, χειροπιαστό, νιώθοντας ανίκανοι να αντιστρέψουν την σειρά των τραγικών γεγονότων. (Collins, Rhine, 2003). Η επιβίωση των παρόδιων μνημείων δεν είναι δεδομένη, αλλά ούτε και προβλέψιμη. Η επίσκεψη σε αυτό περιλαμβάνει προσευχή, στοχασμό ή ανάκληση των ενθυμήσεων του νεκρού, ενώ μεριμνάται και η αντικατάσταση ή ακόμα και η επιδιόρθωση, σε περίπτωση κλοπών ή βανδαλισμών. Είναι μια διαδικασία κατοίκησης της μνήμης, τόσο μέσα από τη φροντίδα των κατασκευών, όσο και μέσα από την προσέγγισή τους, πάντα στην ευχέρεια όσων εμπλέκονται σε αυτές. Το Walled off Hotel (Banksy Hotel) είναι ένα ξενοδοχείο, που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το τοίχος που χωρίζει την Παλαιστίνη και το Ισραήλ. Σκόπιμα επιλέγεται η τοποθεσία σε μία από τις περιοχές οι οποίες είναι ανοιχτές τόσο σε Παλαιστίνιους όσο και σε Ισραηλινούς. Ο βρετανός καλλιτέχνης Banksy, γνωστός για τα πολιτικά φορτισμένα έργα του, μετέτρεψε ένα κτίριο αγγειοπλαστικής, στο λεγόμενο Walled off Hotel, το οποίο, εκτός από τις υπηρεσίες καταλύματος, περιλαμβάνει και μια γκαλερί τέχνης, αλλά και κατάστημα που σχετίζεται με την τέχνη του graffiti. Η παραμονή σε αυτό
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
99
ΕΙΚ. 31: Άποψη από το εσωτερικό δωματίου του Walled off Hotel.
προσφέρει κάτι παραπάνω από μια διαμονή ανάμεσα σε έργα τέχνης. O Banksy περιγράφει το χώρο αυτό, ως «open–hearted community resource» (Guardian,2017), το οποίο δεν εμπλέκεται πολιτικά με κανένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο. Όμως η εσωτερική του κυρίως διαμόρφωση αλλά και η φιλοσοφία του ξενοδοχείου έχει μια βαθιά πολιτική χροιά. Η θεματολογία του έχει ένα δυστοπικό αποικιοκρατικό θέμα, για το ρόλο της Βρετανίας στην ατυχή ιστορική και πολιτική εξέλιξη της εποχής. Όλα τα δωμάτια έχουν θέα στις βαριές πλάκες του τοίχους, ενώ άλλα κοιτάζουν και ένα ισραηλινό οικισμό -παράνομο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- στην πλαγιά ενός λόφου. Η ουσιαστική πρόθεση του καλλιτέχνη αλλά και των συντελεστών είναι μια ανοιχτή πρόσκληση ώσμωσης και πολιτικού στοχασμού, μια δημιουργία μνήμης, μέσω του προσωπικού βιώματος. Συνολικά το κτίριο, μέσω της κατοίκησης, επιδιώκει να καλλιεργήσει διάλογο, να προβληματίσει. Γι’ αυτό φιλοξενούνται και έργα Παλαιστίνιων καλλιτεχνών, για πρώτη φορά μάλιστα στην περιοχή τους.
“I would like to invite everyone to come here, invite Israeli civilians to come visits us here,” said. “We want them to learn more about us, because when they know us it will break down the stereotypes and things will change.” manager Wisam Salsaa
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
101
ΕΙΚ. 32: Το μνημείο του Eisenmann, έχει ως επίκεντρο την εμπειρία του χώρου
5.3.4 Η ασυνέχεια-τομή στη παραγωγή χώρων της μνήμης Χώροι όπου υπάρχουσες φορτίσεις μνήμης είναι ορατές, ανανοηματοδοτούνται μέσω νέων πρακτικών. Αν και σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η «εναλλακτική χρήση» των τόπων μνήμης, μεταβάλλει και τις υλικές ποιότητες-είτε αυτό σημαίνει την παραμόρφωση ή και την πλήρη καταστροφή, αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία, είναι η διαδοχική εναπόθεση πολύμορφων εγγραφών, που σταδιακά μεταλλάσσει και επανιδρύει τις νοηματοδοτήσεις του χώρου και το μνημονικό φορτίο που φέρει. Μπορούμε να φανταστούμε τέτοια παραδείγματα ως «παλίμψηστα πρακτικών». Οι δράσεις -συλλογικές και ατομικές, καθώς και η κίνηση των ανθρώπων σε υπάρχοντες χώρους μνήμης παράγουν, ίσως τα πλέον γλαφυρά παραδείγματα «ανασχηματοποίησης» του χώρου, δηλαδή ανάγνωσης και ερμηνείας κατά την κατοίκηση. (Ricoeur 2013, Τερζόγλου 2017) Αυτή η διάσταση της κατοίκησης διαπραγματεύεται εκ νέου τη σημασία των χώρων της μνήμης, συγκροτεί έτσι μία κριτική οπτική προς τη μνήμη καθαυτή. Αν, όπως σημειώνει ο Augé: «οι μνήμες διαμορφώνονται από τη λησμονιά, όπως το περίγραμμα της ακτής διαμορφώνεται από τη θάλασσα» (Auge,2004: 20), τότε η τέλεση των κείμενων χώρων μνήμης είναι διαδικασία επεξεργασίας αυτού του ορίου. Η κατάργηση, παραμόρφωση, κατοίκηση του χώρου της μνήμης, δια της βιωμένης εμπειρίας, υποδεικνύει τι και με ποιους τρόπους αξίζει να θυμόμαστε. Η σημασία που φέρει ο τόπος αλλάζει κέντρο βάρους και αποθηκεύεται διαφορετικά στην κοινή μνήμη. «Οι θνητοί σκέπτονται χάριν του κατοικείν.» τονίζει ο Heidegger, που προτρέπει προς μία κριτική κατοίκηση. (Heidegger, 2009: 38). Το μνημείο της Σοά (Shoa: ο εβραϊκός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το Ολοκαύτωμα και σημαίνει ολοσχερής καταστροφή) του Eisenman, χωροθετείται στον πυρήνα της γερμανικής πρωτεύουσας και καλύπτει μία έκταση περίπου είκοσι χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, με 2.711 πλάκες. Η επιλογή της θέσης του εμπεριέχει πολλές περισσότερες
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
103
ΕΙΚ. 33
εννοιολογικές προσεγγίσεις από την ιστορική αναπαράσταση της απώλειας των έξι εκατομμυρίων θυμάτων. Εντοπίζεται στην παλαιότερη γκρίζα ζώνη «no-man’s land», ανάμεσα στο Ανατολικό και Δυτικό Βερολίνο, δίπλα στο άλλοτε αρχηγείο των Ες-Ες, την πύλη του Βρανδεμβούργου και την εμπορική Πονστντάμερ Πλάτς, ενώ «εισάγει τον μνημονικό τόπο στην κανονικότητα της καθημερινής ζωής των πολιτών».(Δρουμπούκη, 2014: 312). Πριν την εισαγωγή της μνημειακής διαμόρφωσής του, ο τόπος ενέχει, εκ των προτέρων, μια πολυεπίπεδη και περίπλοκη μνήμη. Η κατασκευή του επικαιροποιεί το παρελθόν, μέσω της ελεύθερης πρόσβασης και της προσωπικής οικειοποίησης του χώρου, χωρίς να διακόπτει τις νέες επανεγγραφές που θα προσθέσουν οι άνθρωποι, τόσο στο σώμα του μνημείου, όσο και στη δική τους συνείδηση. Εκτός από την περιπλάνηση και τη διάσχισή του, λαμβάνουν χώρα και άλλα ενεργήματα, όπως η παραμονή στο χώρο για ένα διάλειμμα ή πικ νικ, παιχνίδι ή ακόμα και ερωτικές συνευρέσεις. Το μέγεθος της παρέμβασης στον αστικό ιστό επιτρέπει στο σώμα να εισέλθει στον τόπο και να τον κατοικήσει σταδιακά, να ενεργήσει κατά βούληση. Ο αρχιτέκτονας δεν βρίσκει καμμία από τις πράξεις αυτές απρεπείς, καθότι θεωρεί πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δημόσιου χώρου, ο οποίος και οφείλει να βιώνεται σε όλη του την έκταση. (Gundlach, 2010) Κατά τον Σταυρίδη, η συνεχής συσχέτιση του παρελθόντος και του παρόντος, επιτελείται μέσα από προσωρινές κατασκευές και μη εδραιωμένες σχέσεις. Εξάλλου, «η δύναμη ενός τόπου να ανακαλεί συλλογικές μνήμες
στηρίζεται εν τέλει στην ίδια την κατοίκησή του, αν στην κατοίκησή του συμπεριλάβουμε κάθε μορφή σχέσης με το χώρο που τον κάνει να υπάρχει ως χώρος κοινωνικών σχέσεων». (Σταυρίδης, 2006: 27). Ουσιαστικά, η τέλεση της αφήγησης πραγματοποιείται, μέσω της χρήσης ενός χώρου ουσιαστικά διαμορφωμένου, από την αδιάκοπη εμπλοκή των σωμάτων. Περνώντας σε ένα δεύτερο παράδειγμα από τη Γερμανία: το Τείχος του Βερολίνου, πριν από την επανένωση, ήταν μια νεκρή ζώνη, της οποίας ο χαρακτήρας εντεινόταν, μόνο προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
105
ΕΙΚ. 34: Το τείχος του Βερολίνου ως πεδίο αδιάκοπων επανεγγραφών.
απομόνωσης. Υπήρχε επέκταση και ενίσχυση της οχύρωσης, κυρίως από την πλευρά των Ανατολικών, στα σημεία ελέγχου προς τη μεριά τους. Δημιούργησαν μία ζώνη ασφαλείας, που διέτρεχε τα όρια των δύο πόλεων με κυμαινόμενο πάχος, που σε σημεία, όπως για παράδειγμα η Potsdamer Platz, έφτανε ακόμα και τα 100 μέτρα. Για να προκύψουν αυτές οι άδειες, ελεύθερες περιοχές, εφάρμοζαν συχνά την κατεδάφιση κτιριακών συγκροτημάτων και τη μεταφορά μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε άλλες περιοχές. <<Τελικά, αντίθετα με
το όνομα και τη φήμη του, το τείχος του Βερολίνου, ήταν περισσότερο μία συνέχεια από άδειους, ορατούς χώρους. Σηματοδοτούσε περισσότερο μία σειρά από δραστηριότητες, όπως ελέγχους, ταυτοποιήσεις, εξακριβώσεις, οι οποίες προστάτευαν το όριο των δύο περιοχών. >> (Αναγνωστόπουλος, 2008: 21). Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, ξεκινάνε άμεσα και οι μετασχηματισμοί του. Κάτοικοι και τουρίστες αφαιρούσαν κομμάτια τσιμέντου, ως αναμνηστικά. Συνέβαλλαν έτσι, με ένα μικρό τρόπο, μέσω της αφαίρεσης του τσιμέντου, σε μια τελετουργία αφαίρεσης του συμβολικού ορίου. Τα κομμάτια του, αξιολογούνταν ως απόδειξη μιας αυθόρμητης επιθυμίας για την καταστροφή του Τείχους. «Αυτές οι μαγικές του ιδιότητες μεταφράστηκαν σε αγοραστική αξία». (Ladd, 1997: 8). Το σκληρό όριο γίνεται εργαλείο, είτε υλικό, είτε άυλο και απορροφά τις νέες επανεγγραφές που του προσδίδονται. Η κατοίκηση του χώρου δίπλα, ανάμεσα και πέρα από αυτόν, επιτυγχάνεται με διάφορες μεθόδους: από την καλλιτεχνική δημιουργία, τις επιμνημόσυνες αφηγήσεις, αλλά και την βάναυση εκτόπισή του, για να κερδίσουν χώρο νέες χρήσεις και δυνητικά πεδία κέρδους. Τέτοιες πρακτικές παραμόρφωσης παραθέτει ο Σταυρίδης, ως «χειρονομίες οι οποίες, όχι μόνο παράγουν αλλαγές, αλλά επίσης σοκ της μνήμης, δίνοντας τη δυνατότητα -ακούσια ή όχι- για αποκαλυπτικές συγκρίσεις ανάμεσα σε αυτό που ήταν προηγουμένως ορατό και αυτό που αποκαλύφθηκε ως αποτέλεσμα αυτών των πράξεων. (Σταυρίδης: 2016). Αυτές οι κινήσεις αέναης επεξεργασίας κάνουν αισθητή την συνεχή επεξεργασία της ιστορικής μνήμης, μέσω αυτοσχέδιων πρακτικών. Όπως στην περίπτωση
5. ΜΝΗΜΗ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
107
ΕΙΚ. 35: Η Βενετία βιώνεται δυσανάλογα περισσότερο από του επισκέπτες, παρά από τους κατοίκους.
του Ολοκαυτώματος, όπου «μόνο ένα πάντα ημιτελές μνημείο μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωση της μνήμης» (Young, 1999: 260), έτσι και στη περίπτωση του Τείχους, βλέπουμε να καθίσταται το ίδιο ένα ημιτελές μνημείο, συλλογικής διαχείρισης του πρόσφατου τραυματικού παρελθόντος.
5.4 Δεύτερη Δέσμη – Ταριχευμένη μνήμη «Η εικόνα του χώρου [...] αποτελεί ένα στοιχείο αποτύπωσης όλων των χωρικών εντυπώσεων». (Στεφάνου, 1999 : 25) και βρίσκεται σε διαρκή
διαπραγμάτευση. Δεν είναι μία στατική σύνθεση, αλλά, διά της κατοίκησης, ανανεώνεται και αναζωογονείται. Τι συμβαίνει λοιπόν αν αφαιρεθεί η κατοίκηση από τον τόπο; Η διαχείριση της μνήμης, ως αποτύπωση ενός δεδομένου στιγμιοτύπου, αφαιρεί την αυτοσχέδια κατοίκηση και τη βιωμένη εμπειρία. Πράγματι, η στασιμότητα στο χρόνο, βασικό γνώρισμα του εμπρόθετου μνημείου, τείνει να επεκταθεί προς όλο και περισσότερους χώρους. Ολόκληρες πόλεις αντιμετωπίζονται ως οιονεί «μνημειακά σύνολα». Το ασυμβίβαστο ανάμεσα στις ενεργές διαδικασίες παραγωγής και επανεγγραφής μνήμης στο χώρο και την επιδίωξη για τη διατήρησή της, εις το διηνεκές, μέσω της μνημειακής ταρίχευσης του χώρου, είναι εμφανές. Η αποσύνδεση του χώρου από τις ελεύθερες ροές που προϋοποθέτει και επιβάλλει η καθημερινή κατοίκηση, γίνεται ορατή σε κάθε μνημειακό τόπο, όπου συγκεκριμένοι κανόνες χρήσης τίθενται σε ισχύ. Όπως ο μουσειακός περίπατος προδικάζει apriori καθορισμένες σωματικές κινήσεις, οπτικές γωνίες, θέσεις στο χώρο και πρακτικές, οι σύγχρονες επεκτάσεις θεσμοθετημένων χώρων μνήμης, διαπερνιούνται από ανάλογους άγραφους ή και ρητούς κανόνες. Κατά τον Mumford: «αν η πόλη αποφύγει τη μετατροπή της σε
μουσείο, ό,τι ανήκει στο παρελθόν πρέπει, είτε να τοποθετηθεί στο μουσείο, είτε να μετασχηματιστεί εξ΄ολοκλήρου σε μουσείο-να τεθεί στο περιθώριο, υπό τις ειδικές χρήσεις της εκπαίδευσης, να πάψει όμως να υπάρχει ως βίωμα». (Mumford, 1937: 265). Η αποκοπή του χώρου από τη βιωμένη εμπειρία, τη ροή του χρόνου, τον αποκόπτει από τις διαδικασίες αναγέννησης.
109
ΕΙΚ. 36: Οι ενδείξεις πραγματικής κατοίκησης στη Βενετία όλο και λιγοστεύουν.
Τέτοια χαρακτηριστικά παίρνουν χώροι μνήμης, από τους οποίους η δράση των ανθρώπων έχει αποκλειστεί. Στα παρακάτω παραδείγματα, κοινός τόπος, είναι η αφαίρεση της εμπειρίας, μέσω της σταθεροποίησης του χρόνου, σε ένα δεδομένο στιγμιότυπο-μία κατ’εξοχήν λειτουργία του μνημείου, που επεκτείνεται όμως σε άλλες επικράτειες και τείνει να αποδίδεται σε χώρους όχι κατ’ανάγκη μνημειακούς. Το παράδειγμα της Βενετίας, καταδεικνύει την κρισιμότητα της κατάστασης, όταν το σώμα της πόλης τείνει να μετατραπεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε μουσείο. Η ανησυχητικά μεγάλη τουριστική εισροή στη Βενετία, έχει σημάνει συναγερμό. Παρόλα αυτά, το παράδειγμα της Βενετίας, ως αντικείμενο ανάλυσης για μελέτες περί τουρισμού, πάει πολύ πίσω στον χρόνο. «Τα μοναδικά χωρικά, ιστορικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της
πόλης, έχουν εμπνεύσει τους ερευνητές εδώ και δεκαετίες και η Βενετία έχει λειτουργήσει ως μελέτη περίπτωσης, για την αντιμετώπιση διαφόρων θεμάτων που έχουν κεντρική σημασία για τον τουρισμό». (Vianelo 2017: 171) Ο χαρακτήρας και η δομή της, την κάνουν μοναδική στον κόσμο, γεγονός που μαγνητίζει πλήθος ταξιδιωτών. Επιπλέον, η φιλοξενία τεράστιου βεληνεκούς πολιτιστικών και καλλιτεχνικών δράσεων πυροδότησε και ενίσχυσε το ρόλο της πόλης, ως ολιγοήμερο προορισμό και αξιοθέατο.
«Ξεκάθαρα, η Βενετία είναι πολλά περισσότερα από ένα ‘’θεματικό πάρκο’’, είναι μία ζώσα πόλη, αλλά είναι πρόδηλο ότι προσπαθεί να χειριστεί την τουριστική κατάχρηση». (Somers Cocks, 2013) . Πόσο απέχει όμως, από το να εγκαθιδρυθεί ως ένα θεματικό πάρκο; Οι κάτοικοι της Βενετίας, μην μπορώντας να ανταπεξέλθουν στην αυξανόμενη αξία των ακινήτων, εκτοπίζονται από τις περιοχές κατοικίες, οι οποίες πλέον, κατά ένα μεγάλο ποσοστό διατίθενται στους τουρίστες. Σ’αυτό το σημείο, ίσως θα άξιζε να αναφερθούμε στον όρο «tourism Gentrification». O όρος του εξευγενισμού εδώ, δεν σχετίζεται με την μεταβολή μίας περιοχής χαμηλών εισοδημάτων σε περιοχή κατοικίας για την μέση ή ανώτερη τάξη. Ο όρος περιγράφει «την μεταβολή που
συντελείται, όταν μία γειτονιά μέσης τάξης, μεταβάλλεται σε έναν, σχετικά ευημερεύων αγοραστικό θύλακα, όπου κέντρα διασκέδασης και τουρισμού πολλαπλασιάζονται». (Ζanini, 2005). Πόσο ευημερεύον όμως, μπορεί να 111
ΕΙΚ. 37: Freilandsmuseum: Η απόλυτη κατασκευή της μνήμης και ταρίχευση της εικόνας.
είναι αυτό; Η τουριστική ματιά, δε δύναται να προσδώσει στο χώρο, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που τον εγκαθιδρύουν ως τόπο εμπειρίας. Η αφαίρεση της κατοίκησης, είναι δυνατόν να επιφέρει στασιμότητα σε όλες τις διαδικασίες -καθημερινές και βιωματικές-, που την προστατεύουν από το να μεταλλαχθεί σε μία εικόνα, ένα θεματικό πάρκο. «Χωρίς τους ντόπιους που έχουν διάθεση να μείνουν εκεί και να διατηρήσουν τις παραδόσεις, η μετάδοση της κουλτούρας θα καταστεί στείρα και η πόλη θα γίνεται αντιληπτή ως κάτι παραπάνω από ‘’υπαίθριο μουσείο’’». (Ζanini, 2017: 10). Μία εικόνα της πόλης σταθεροποιημένη στον χρόνο, αμετάβλητη και παρακμάζουσα. Το Freilandsmuseum, στο Schwaebisch Hall, αποτελεί ένα εμπρόθετης κατασκευής «υπαίθριο μουσείο», μία εξ αρχής δομημένη εικόνα του παρελθόντος. Για το παράδειγμα αυτό, θα στηριχτούμε στη δική μας εμπειρία και βίωμα του χώρου αυτού, καθώς βρεθήκαμε εκεί, στα πλαίσια ενός αρχιτεκτονικού ταξιδιού. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων γερμανικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, το οποίο έχει την ιδιομορφία να αποτελεί ένα σύμπλεγμα τόπου και κτιριακής απόθεσης, που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Ο αρχιτέκτονας που ξεκίνησε αυτή την αμφιλεγόμενη προσπάθεια, έχει καταφέρει να συγκεντρώσει 70 κτίρια, διαφόρων χρήσεων και τυπολογιών. Πρόκειται για ένα «μουσείο της Υπαίθρου», όπως το αποκαλούν, το οποίο δεν είναι κάποιος ερημωμένος παραδοσιακός οικισμός, παρά η συλλογή κτιρίων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής από τις περιοχές της Βάδης Βυτεμβέργης. Τα κτίρια έχουν μεταφερθεί οδικώς από τους τόπους που κτίστηκαν με συγκεκριμένη διαδικασία αποσυναρμολόγησης και εκ νέου συναρμολόγησης. Στη νέα τοποθεσία έχουν οργανωθεί, με βάση τις χρήσεις και την επαγγελματική τάξη των ανθρώπων που τα κατοικούσαν στο παρελθόν. Το δίκτυο που οδηγεί τον επισκέπτη από τη μία κατοικία στην άλλη, είναι σχεδιασμένο κατά το δοκούν, ακολουθώντας κάποια πολεοδομικά στοιχεία και ενδείξεις, πέριξ των κτιρίων. Επιγραμματικά, τα σπίτια από ορεινές περιοχές, τοποθετήθηκαν σε υψόμετρο, οι σιτοβολώνες στην πεδιάδα, ενώ φτιάχτηκε και ένα ρυάκι, για να θέσει σε λειτουργία τους μύλους που συμπληρώνουν τη συλλογή. Ο αρχιτέκτονας, υπερήφανος που προσφέρει μια συνολική εμπειρία της καθημερινότητας 113
ΕΙΚ. 38: Η ανθρώπινη κυψέλη της Kowloon.
της ζωής των ανθρώπων του παρελθόντος, βάζει μία ακόμη παράμετρο πληροφόρησης. Αφ’ ενός στο υποτιθέμενο εστιατόριο, στο υποτιθέμενο παντοπωλείο, μπορεί ο επισκέπτης όντως να γευματίσει παραδοσιακά ή να αγοράσει διάφορα προϊόντα, πολλά από τα οποία φτιάχνονται εκεί. Αφ’ετέρου, υπάρχουν εθελοντές, που επαναλαμβάνουν καθημερινές τελέσεις, όπως αυτές του αργαλειού, προς επίδειξη στους επισκέπτες. Κάθε κατοικία είναι πλήρως εξοπλισμένη με τα οικιακά και τα χρηστικά αντικείμενα. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, έκτος από την απόλυτη μουσειοποίηση ξεριζωμένων δοχείων μνήμης και κατοίκησης, έχουμε και την πραγματική αναπαράσταση παρελθοντικών δραστηριοτήτων. Παρόλα αυτά, όλα φαίνονται εκτός πλαισίου αναφοράς. Μία στατική εικόνα ενός παρελθόντος, που στην πραγματικότητα, ποτέ δεν υπήρξε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η Kowloon Walled City στο Hong Kong, ήταν ίσως ο πιο διάσημος αυτοσχέδιος οικισμός στην ιστορία του αστικού χώρου. Το ύψος των 16 ορόφων, η τυχαία διασύνδεση μεταξύ δρόμων, σκαλών και γεφυρών, οι 34.000 κάτοικοι, συνθέτουν την απόλυτη εικόνα της ανθρώπινης κυψέλης. H πόλη περιτειχίστηκε το 1842 για να αμυνθεί από την βρετανική απειλή. Από τότε, η πυκνότητά της, εξελίσσεται ραγδαία, με στρώματα συνεχώς να προστίθενται, στο ήδη βεβαρημένο σώμα της. Φτώχεια, έλλειψη υγιεινής, ναρκωτικά και καταρρέουσες υποδομές, ήταν οι λόγοι για τους οποίους σύσσωμη η Κινεζική και η Βρετανική κυβέρνηση, αποφάσισε την κατεδάφισή της. «Ένας τέτοιος θεσμός, δεν έχει θέση στην μοντέρνα πόλη: σε αυτό συμφώνησαν και η Κίνα και η Βρετανία» (Girard και Lambot, 1993). Η κατεδάφιση της πόλης, δρομολογήθηκε με στρατιωτική ακρίβεια και συστηματική μέθοδο. Το 1992, η πόλη είχε εκκενωθεί από κάθε κάτοικο που αντιστεκόταν. Εν τέλει, « Όλες οι φήμες περί της τειχισμένης πόλης εξαφανίστηκαν με την μεγαλύτερη ελεγχόμενη έκρηξη του κόσμου» (Girard και Lambot, 1993:211). Μόνο ένα κτίριο θα μείνει όρθιο να θυμίζει την ιστορία και τη σύσταση αυτής της ιδιαίτερης κατοίκησης. Σήμερα από την Kowloon, αυτό το «ερωτηματικό που άφησε η ιστορία» (Girard και Lambot, 1993:211), το κτίριο που απέμεινε, αποτελεί το κεντρικό κομμάτι ενός δημόσιου πάρκου, του Kowloon Park. Το παράδειγμα της τειχισμένης πόλης είναι ιδιάζον, καθώς δεν της αφαιρέθηκε μόνο η κατοίκηση, αλλά και η ίδια η χωρική της υπόσταση. Το μνημείο που έχει 115
ΕΙΚ. 39: Το “μνημείο” στη θέση της κατεδαφισμένης Kowloon .
συσταθεί σήμερα στην θέση της, αποτελεί τη φτωχή συμπύκνωση μίας εικόνας, προ πολλού απούσας. Η μνήμη σταθεροποιήθηκε στον χώρο σημειακά ενώ το ίδιο το αντικείμενο λείπει. Η, εν μία νυκτί, κατεδάφιση της Kowloon Walled City στο Hong Kong, και η μετατροπή της σε πάρκο, το τεχνητό σύμπλεγμα από αγροτικές κατοικίες Freilands museum στη νότια Γερμανία, και η μουσειοποίηση χώρων για τουριστικούς σκοπούς, ως τώρα προσανατολισμένων στην καθημερινή κατοίκηση, όπως το κέντρο της Βενετίας, είναι τέτοια παραδείγματα. Μέσα από το «πάγωμα» του χρόνου, αυτές οι μνημειακές δυστοπίες αποκλείουν τη καθημερινή κατοίκηση. Η μνήμη, από ζωντανό συστατικό του χώρου, προσλαμβάνεται ηδονοβλεπτικά, παρά εμπειρικά. Οι δυνάμεις της ζωής, στη βάση των οποίων νέες μνήμες και νοηματοδοτήσεις εγγράφονται στο χώρο, υποχωρούν και δίνουν τη θέση τους σε τεχνικά υποστηριζόμενες μορφές ζωής της μνήμης. Οι τόποι αυτοί, παγωμένοι στο χρόνο, μπορούν να παρομοιαστούν με ταριχευμένα πτώματα, που μόνο χάρη στα τεχνικά μέσα που εξασφαλίζουν τη συντήρησή τους, δε παραδίδονται στη φθορά.
117
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σε αυτό το κείμενο, προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε δύο αντικρουόμενες οπτικές στη σχέση μνήμης και χώρου. Ξεκινώντας από την παραδοχή πως δεν υπάρχει «καθολική μνήμη», παρά μόνο διαφορετικά επίπεδα επεξεργασίας, εξαρτώμενα από τη θέση του- κάθε φορά- υποκειμένου της μνήμης-ατομικού, συλλογικού, κοινωνικού, αναγνωρίσαμε την επισφάλεια της επίσημης ιστορικής μνήμης. Το πεδίο της μνήμης διαμεσολαβείται, ως πεδίο αναπαραστάσεων από κατασκευασμένες, σε εθνικά, ιδεολογικά και ιστορικά πλαίσια αφηγήσεις. Αντίστοιχα, η σύλληψη του μνημείου ως κατεξοχήν -ίσως και μοναδικού-χώρου της μνήμης, αποκρύπτει τη σημασία της στην πρόσληψη και εμπειρία του χώρου. Όπως συχνά η μνήμη αντιμετωπίζεται ως σταθερή και παγιωμένη στο χρόνο, έτσι και το εμπρόθετο μνημείο αντιμετωπίζει την πραγματική ζωή ως άθροισμα στιγμιότυπων, παγιωμένων και σταθερών στο χρόνο. Απέναντι σε αυτήν την παρανόηση, αντιτάσσουμε το βασικό επιχείρημα αυτού του κειμένου. Αν η μνήμη είναι πεδίο ανοιχτό σε επεξεργασία και συνεχή μετάλλαξη, το ίδιο ισχύει και στη σχέση της με το χώρο. Στη θέση της αφηρημένης μνήμης και του σταθεροποιημένου, στο χώρο, μνημείου, αντιτάσσεται ο ρόλος της πρώτης, ως ενεργό μέγεθος παραγωγής του χώρου, σε χρόνο ενεστώτα και κατ’ επέκταση η θέση πως κάθε χώρος της μνήμης είναι ανοιχτός σε διαπραγμάτευση. Επεκτείνοντας αυτήν την σκέψη, γίνεται ορατό, ότι πέρα του μνημείου, η απόδοση μνήμης στο χώρο, είναι μία διαδικασία οργανική στη κατοίκηση και συμπληρωματική της αντίληψης και φαντασίας στη σύλληψη και παραγωγή του χώρου. Έτσι, η κατοίκηση, αναδεικνύεται ως γενεσιουργός δύναμη της δημιουργίας και ανάκλησης της μνήμης, όπου πολλοί δυνητικοί χώροι της μνήμης προβάλλουν. Η κατοίκηση του τόπου μέσω της προσωπικής σωματικής και πνευματικής επαφής, συμπεριλαμβάνει όλων των ειδών τις τελέσεις και τα μνημονικά ενεργήματα. Γίνονται ορατές λοιπόν, δύο ενότητες πολιτικής διαχείρισης της σχέσης μνήμης και χώρου. Ο κατοικημένος χώρος της μνήμης, προκύπτει από τη βιωμένη εμπειρία του χώρου, εγγράφεται στις δράσεις, στις κινήσεις, στα γεγονότα της ζωής των ανθρώπων, ενώ διατηρεί την συνεχή σχέση 118
χρόνου και χώρου μέσα από επαναλαμβανόμενους κύκλους θανάτου και αναγέννησης. Τέτοιοι χώροι προκύπτουν παντού γύρω μας. Αντίθετα, η επιδίωξη του ανθρώπου για αιώνια ζωή, εκφράζεται μέσω της κατασκευής μνημείων, με την έννοια της κατασκευής-ορόσημο, προορισμένης να ζήσει εις το διηνεκές. Σε αυτήν την πορεία, η ζωή, η καθημερινότητα, η βιωμένη εμπειρία, αποκλείονται. Ο χρόνος σταθεροποιείται στο χώρο σε δεδομένα στιγμιότυπα. Πέρα από το τυπικό εμπρόθετο-ιστορικό μνημείο, αυτή η αντιμετώπιση επεκτείνεται σε χώρους, όπου η βιωμένη εμπειρία του χώρου τείνει να σταθεροποιηθεί σε μία παγωμένη, στο χρόνο, εικόνα. Αν και τέτοιοι τόποι προκύπτουν με διαφορετικά, κάθε φορά, κίνητρα, συμπεραίνουμε ότι η αποστασιοποίηση από τη ροή του χρόνου απομειώνει το χώρο της κατοίκησης σε αναπαράσταση, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα επανεγγραφής της μνήμης -μετατρέπει το χώρο σε αρχείο προς ηδονοβλεπτική κατανάλωση. Στο Κόκκινο Δάσος του Chernobyl, τα φύλλα των δέντρων βρίσκονται εκεί που ήταν στις 26 Απριλίου του 1986. Η ραδιενέργεια αποτρέπει την αποσύνθεσή τους, την ίδια στιγμή όμως, δεν είναι ζωντανά. Μακρυά από τις διαδικασίες θανάτου και αναγέννησης, διά της κατοίκησής τους, οι μνημειακές επικράτειες του σύγχρονου κόσμου ακροβατούν μεταξύ ζωής και θανάτου. Η εξόριστη ζωή, δε μπορεί πλέον να τις κατοικήσει. Πράγματι, οι- παγωμένες στο χρόνο- προσόψεις των κτιρίων της Βενετίας, εκτεθειμένες στην τουριστική ματιά, με διερχόμενους κατοικους-πελάτες air-bnb, είναι το νέο Chernobyl της μνήμης.
119
ΕΙΚ. 40: Το “Κόκκινο Δάσος” .
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία· β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο. Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική (Salvatores Dei), 2007, σ.9
121
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Ι.ΒΙΒΛΙΑ 1. Ricceur, P. (2013 [2000]) H μνήμη, η ιστορία και η λήθη, μτφ Ξ. Κομνηνός. Αθήνα: Ίνδικτος. 2. Ζήβας, Δ. (1997) Μνημεία και πόλη. Αθήνα: Libro. 3. Παπαγιώργης, Κ. (2008) Περι μνήμης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης. 4. Norberg-Schulz, C. (2009 [1980]) Genius Loci: Το πνεύμα του τόπου, μτφ Μ. Φραγκόπουλος. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ. 5. Θεοδωρακόπουλος Ν. Ι. (2011) Πλάτωνος Θεαίτητος. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. 6. Μπόρχες, Χ. Λ. (2015) Δοκίμια [Ι], μτφ Α. Κυριακίδης. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. 7. Μπόρχες, Χ. Λ. (2015) Δοκίμια [ΙΙ], μτφ Α. Κυριακίδης. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. 8. Καζαντζάκης, Ν. (2007) Ασκητική. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη. 9. Bachelard, G. (1982 [1957]) Η ποιητική του χώρου, μτφ Ε.Βέλτσου. Αθήνα: Εκδόσεις Χατζηνικολή. 10. ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ. (2017) Χωρικές αφηγήσεις της μνήμης. Θεσσαλονική: Εκδόσεις Επίκεντρο. 11. Lévi-Strauss, C. (1995) Φυλή και Ιστορία, μτφ Ε.Παπάζογλου. Αθήνα: Εκδόσεις «γνώση». 12. Heidegger, M. (2008) Κτιζειν, Κατοικειν, Σκεπτεσθαι, μτφ Γ.Ξηροπαΐδης. Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον. 13. Lynch, K. (1960) The image of the city. Cambridge: The MIT Press. 14. Βιρίλιο, Π. (2000) Η πληροφορική βόμβα, μτφ Β.Τομανάς. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες. 15. Παπαϊωάννου, Τ. (2015) Σκέψεις για την αρχιτεκτονική σύνθεση. Αθήνα: Ίνδικτος. 16. Λε Γκοφ, Ζ. (1998) Ιστορία και μνήμη, μτφ Γ.Κουμπουρλής. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη. 17. Αγίου Αυγουστίνου. (2016) Εξομολογήσεις, μτφ Φ.Αμπατζοπούλου. Αθήνα: Πατάκη. 18. ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ. (2016) Η μνήμη αφηγείται την πόλη. Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον. 19. Καρύδας, Ι. Χ.. (2007) Ψηφιακές πόλεις. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. 20. Halbwachs, M. (2013 [1968]) Η συλλογική μνήμη, μτφ Τ.Πλυτά. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. 21. Rossi, A. (1991 [1985]) Η αρχιτεκτονική της πόλης, μτφ Β.Πετρίδου. Θεσσαλονίκη: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
123
University Studio Press. 22. Zeki, S. (2013 [1999]) Εσωτερική Όραση, μτφ Θ.Ντινόπουλος. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 23. Παπαϊωάννου, Τ. (2008) Η αρχιτεκτονική και η πόλη. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. 24. Γιακωβάκη, Ν. (2011) Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Αθήνα: Εκδόσεις Εστία. 25. Πάγκαλος, Π. (2012) Η σημασία του χρόνου στην αρχιτεκτονική του Aldo Rossi. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg. 26. Κονταράτος, Σ. (1986) Αρχιτεκτονική και παράδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. 27. ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ. (1982) Αρχιτεκτονική και παράδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Ατλαντίδα. 28. Δρουμπούκη, Α. Μ. (2016) Μνημεία της λήθης. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις. 29. Καλβίνο, Ι. (2004 [1972]) Οι αόρατες πόλεις, μτφ Α.Χρυσοστομίδης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. 30. Τουρνικιώτης, Π. (2006) Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή. Αθήνα: Εκδόσεις future. 31. Σταυρίδης Σ. (επιμ.) (2006), Μνήμη και εμπειρία του χώρου, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 32. Μάντογλου, Α.(2010) Κοινωνική μνήμη, κοινωνική λήθη. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο. 33. Φρόϊντ, Ζ. (1930[2016]) Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, μτφ Γ.Σαγκριώτης. Αθήνα: Εκδόσεις Μίνωας. 34. Σταυρίδης, Σ.(2010) Μετέωροι χώροι της ετερότητας. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. 35. Μάντογλου, Α. (2005) Μνήμες Ατομικές-Συλλογικές – Ιστορικές. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 36. Δεσποτόπουλος, Ι. (1996) Η ιδεολογική δομή των πόλεων. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π.. 37. Καρύδης, Δ. (2006 [2008]). Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου. 38. Ladd, B. (1997). The ghosts of Berlin. Chicago: The University of Chicago Press, 39. Auge, M. (1995) . Non – places. London: Verso. 40. Bergson, H. (2013). Ύλη και μνήμη, μτφ. Π.Ζινδριλή-Δ.Υφαντής. Αθήνα: Εκδόσεις Ροες. 41. Derrida, J. (1996[2005]) Politics of Friendship, G.Collins. London: Verso. 42. Derrida, J. (1993[2006]) Specters of Marx: The State of the Debt, the Work of Mourning and the New International, P.Kamuf. Oxon: Routledge Classics. 43. Ockman, J., (1943-1968[2005]), Architecture culture 1943-1968. A documentary 124
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ anthology. Columbia: Columbia Books on Architecture. 44. Colomb και Novy (2016), Protest and Resistance in the Tourist City. Oxford:Taylor
& Francis Ltd 45. Lambot, I., Girard, G., (1999), City of Darkness: Life In Kowloon Walled City. Pewsey: Watermark Publications 46. Στεφάνου, Ι. Και Στεφάνου, Ι. (1999), Περιγραφή της εικόνας της πόλης. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
125
ΙΙ. ΑΡΘΡΑ-ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ 1. Pierre Nora (2007). ‘Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire’ <<http://www.timeandspace.lviv.ua/files/session/Nora_105.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 2. Connerton, Paul ‘How societies remember’ <<https://www.sfu.ca/cmns/courses/2012/487/1-Extra%20Readings/ConnertonSocialMemory.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 3. Mumford, Lewis (1937) <<https://www.scribd.com/document/343702921/Lewis-Mumford-1937-The-Death-of-the-Monument>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 4. Μπάδα, Κ. , Ματσούκη, Ε. << http://users.uoi.gr/gramisar/prosopiko/bada/Mnimeia_ Agalmata.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 5. Μποτωνάκη, Ν., (2014) << http://users.uoi.gr/gramisar/pdfs_docs/meta/Botonaki.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 6. Connerton, Paul (1989) << https://is.muni.cz/el/1423/podzim2011/SOC564/um/Connerton1989_pp.41-104.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 7. Θεολόγου,Κ.(2007) <<http://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum3/ ITL03P053069_H_aksia_tis_mnimis.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 8. Παπασπύρου, Στ. Κ., Τασιούλα, Ι., (2014)<< http://dspace.lib.ntua.gr/handle/123456789/38887>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 Collins, O. C., Rhine, D. C., (2003) <<http://journals.sagepub.com/doi/ abs/10.2190/1654-01N2-2A3C-GQ9C?journalCode=omea>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 9. Riegl, A., Aloïs Riegl ’The Modern Cult of Monuments: Its Character and Its Origin’ << https://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&uact=8&ved=0ahUKEwjS9aX6y43WAhUlDsAKHWdNAnQQFgglMAA&url=https%3A%2F%2Fcourseworks2.columbia.edu%2Fcourses%2F10532%2Ffiles%2F579062%2Fpreview%3Fverifier%3DMgAAgAMWmMdYXLjupF7bUH6MZbzuQaOEf80wbkQw&usg=AFQjCNHjSugwwbgq8dwek-FECoy6DURmgA>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 10. Σελιανίτη, Ε., (2005) <<https://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=3&cad=rja&uact=8&ved=0ahUKEwiJgKLSz43WAhUJLcAKHf4MBbEQFggxMAI&url=http%3A%2F%2Fcourses.arch.ntua.gr%2Ffsr%2F129721%2Fteliki%2520ergasia.pdf&usg=AFQjCNEZO4vK6l0Bxu49jgHqB9Ywxr5A1w>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 11. ‘Αισθητικη και φιλοσοφία κατά τον Heidegger’ <<http://www.teiath.gr/userfiles/eadsa_ web_admin/lessons/st_semester/MartinHeidegger.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 126
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 12. Young, E. J., (2001) ‘ memory and counter-memory the end of the monument in germany’ <<http://partizaning.org/wp-content/uploads/2014/01/Memory-and-Counter-Memory.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 13. Dickinson, G., Blair, C., Ott,. L. B., (2010) ‘Places of Public Memory’ <<http:// blogs.acu.edu/honorscollege/files/2014/06/Dickenson-et-al-Places-of-Public-Memory-11.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 14. Huyssen, A. , (2003) ‘Present Pasts’ << https://criticalatinoamericana.files.wordpress.com/2012/02/doris-salcedos-memory-sculpture.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 15. Choay, F. , (1925) “The Invention of the Historic Monument’ << http://www. rodolfogiunta.com.ar/Historia%20urbana/La%20invencion%20del%20monumento%20historico%20(Choay).pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 16. Mumford, L. , (1937) ‘What Is a City?’ << https://deensharp.files.wordpress. com/2014/08/mumford-what-is-a-city_.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 17. Ruskin, J. , ‘The Seven Lamps of Architecture’ <<https://www.google.gr/ url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=6&cad=rja&uact=8&ved=0ahUKEwieqeH-0o3WAhWkA8AKHeubDPMQFghSMAU&url=https%3A%2F%2Fcourseworks2.columbia.edu%2Fcourses%2F10532%2Ffiles%2F579065%2Fpreview%3Fverifier%3DrKoeQna8pNhaxoBM3WUQFDRhO8H9nrhicDa9n2lr&usg=AFQjCNG3Z0bAT3kfthh8ncKJUOBnBq_86g>> τελευταία επίσκεψη: 4-9-2017 18. Moran, J. , ‘History, memory and the everyday’ (2010) <<http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/13642520410001649705> > τελευταία επίσκεψη: 24-9-2017 19. Sert, J. L. Leger, S., & Giedion, S., (2005) ‘Nine points on monumentality’ <<https://www.scribd.com/document/234255343/Giedion-Sert-Leger-Nine-Points-on-Monumentality>> τελευταία επίσκεψη: 24-9-2017 20. Young J. E., (1999) ‘ Memory and Counter Memory’ <<http://www.harvarddesignmagazine.org/issues/9/memory-and-counter-memory>> τελευταία επίσκεψη: 24-9-2017 21. Graham-Harrison, E., (2017) ‘Worst view in the world’: Banksy opens hotel overlooking Bethlehem wall’ << https://www.theguardian.com/world/2017/mar/03/ banksy-opens-bethlehem-barrier-wall-hotel>> >> τελευταία επίσκεψη: 24-9-2017
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
127
22. Zanini, S., (2011) ‘Tourism pressures and depopulation in Cannaregio: effects of mass tourism on Venetian cultural heritage’ << http://www.emeraldinsight. com/doi/pdfplus/10.1108/JCHMSD-06-2016-0036#>> τελευταία επίσκεψη: 24-92017 23. Vianello, M., (2013) ‘The no grandi navi campaign’ << http://www.rc21. org/conferences/berlin2013/RC21-Berlin-Papers/17-Vianello.pdf>> τελευταία επίσκεψη: 24-9-2017 24. Somers Cocks, A., (2013) ‘The Coming Death of Venice?’ << http://www. nybooks.com/articles/2013/06/20/coming-death-venice/>> τελευταία επίσκεψη: 24-9-2017
128
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΙΙΙ. ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23.
https://ianjwpollard.files.wordpress.com/2010/07/yates-f-bruno-memo ry-wheel-reconstruction.jpg προσωπικό αρχείο προσωπικό αρχείο προσωπικό αρχείο προσωπικό αρχείο προσωπικό αρχείο προσωπικό αρχείο προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο https://it.pinterest.com/pin/556827941406617728/ http://creativedaze.tumblr.com/ Επεξεργασία εικόνας 11 Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο http://www.eraarch.ca/2011/alois-riegl-and-the-modern-cult-of-the-mon ument/ http://www.lhhamelphotos.com/2015_09_20_archive.html https://hu.wikipedia.org/wiki/Dubrovnik_%C3%B3v%C3%A1rosa http://zefyrlife.com/article/36/gallery https://gr.pinterest.com/pin/289497082275365071/ Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο http://popaganda.gr/choreftika-ke-akrovatika-ston-kipo-tou-odiou-athi non/ Προσωπικό αρχείο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
129
24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38. 39. 40.
Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο http://arttafpic.blogspot.gr/2015/03/blog-post_40.html http://www.haaretz.com/israel-news/culture/leisure/1.775105 Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο http://www.greggirard.com/work/kowloon-walled-city-(book)-13 http://www.greggirard.com/work/kowloon-walled-city-(book)-13 https://oddviser.com/photo/place/1600/827.jpg?1499287630
130
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ