Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Στέλιος
που ζούσε σ ένα ωραίο χωριό
μαζί με το παππού και την γιαγιά του
Ένα βράδυ που όλοι κοιμόταν ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος
Ήταν ένας λύκος που ούρλιαζε
Και πήγε στον στάβλο που ήταν τα άλογα
Τότε ξύπνησε ο παππούς από τον θόρυβο
Πήρε μια βέργα και πήγε στον στάβλο να δει τα άλογα αυτά όμως έλειπαν. Πήρε το αμάξι του
και πήγε στο δάσος για να βρει τον λύκο και τα άλογα
Εκεί στο δάσος βρήκε ευτυχώς τα άλογά του αλλά έκατσε λίγο μήπως πετύχει και τον λύκο
Όμως πίσω στο σπίτι ξύπνησε ο Στέλιος
Είδε ότι λείπει ο παππούς του ντύθηκε με χειμωνιάτικα ρούχα έβαλε και τις μπότες του
Κι έτρεξε στους φίλους του να τους φωνάξει για να πάνε μαζί στο δάσος να δούνε τι συμβαίνει που είναι ο παππούς του και τα άλογα
Πήρανε μαζί τους ένα σκοινί έναν σκύλο ένα άλογο και φακούς για να βλέπουν στη νύχτα
Μόλις βγήκαν έξω και άναψαν τον φακό πρόσεξαν κάτι
Τα ίχνη του λύκου τα οποία ακολούθησαν και έφτασαν στο δάσος
Ξαφνικά τα παιδιά είδαν φωτιά
Καιγόταν ένα σπίτι ήταν της κοκκινοσκουφίτσας
Είδανε και τον παππού του Στέλιου που έριχνε κουβάδες με νερό
Τα παιδιά σκέφτηκαν να βοηθήσουν τον παππού. Πήρανε τα άλογα και τρέξανε να φωνάξουν την πυροσβεστική
Η πυροσβεστική πήγε αμέσως στο δάσος κι έσβησε τη φωτιά
Τα παιδιά άρχισαν να χοροπηδάνε από τη χαρά τους
Πήραν τα άλογα και γύρισαν στο χωριό
Πέσαν στα κρεβάτια τους να κοιμηθούν και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
Το παραμύθι έγραψαν και εικονογράφησαν τα παιδιά του 1ου νηπιαγωγείου Προσοτσάνης Οκτώβριος 2015