Εμπειρίες Πολέμου 1940-1944 ( από παππούδες και γιαγιάδες μαθητών μας ) Πάτρα, Οκτώβριος 2015
Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: http://blogs.sch.gr/itsikalak/
Εισαγωγικό Σημείωμα Στο πλαίσιο της Εθνικής Επετείου για το 1940 ζητήθηκε από τους μαθητές να καταγράψουν εμπειρίες των παππούδων και των γιαγιάδων τους από τον πόλεμο του 1940 ή τη γερμανική κατοχή. Οι μαθητές είτε κατέγραψαν αυτούσιες τις εμπειρίες ή τις αφηγήθηκαν ξανά με τον δικό τους τρόπο δημιουργώντας αυτό το λεύκωμα με εμπειρίες πολέμου δικών τους ανθρώπων. Ευχαριστούμε θερμά τους ανθρώπους αυτούς που δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μας γεγον ότα, εμπειρίες και συναισθήματα που, ίσως, τους έχουν στερήσει ένα κομμάτι απ’ την ψυχή τους…
Φυλακισμένος πατέρας Εμπειρίες της γιαγιάς μου Γαριφαλιάς Κριμπά
Ο παππούς ενός γνωστού μας , του Αντώνη Αγγελόπουλου, πήγε και πήρε πολλά παιδιά από το σχολείο να σωθούνε. Την ίδια, λοιπόν, μέρα στα περιβόλια της γιαγιάς μου είχε έρθει πολύ κόσμος επειδή έπρεπε να προστατευθούν απ’ τις χιλιάδες βόμβες που έπεφταν στην πόλη. Μετά από λίγο καιρό πήραν τον πατ έρα της γιαγιάς μου, Θανάση, στρατιώτη. Και επειδή ήταν στρατιώτης, πήγε στην Κρήτη και οι Γερμανοί τον έπιασαν αιχμάλωτο για ένα χρόνο. Τελικά, ενώ η γιαγιά μου και τ’ αδέρφια της δεν ήξεραν πού είναι ο πατέρας τους, και η μητέρα τους δεν ήξερε πού βρίσκεται ο άντρας της, μια μέρα γύρισε στο σπίτι. Μετά τον ξαναπήραν και έγινε το ίδιο. (της μαθήτριας Μάρας Καυκά)
Κρυμμένοι στους θάμνους Εμπειρίες της γιαγιάς μου Αικατερίνης Στεφανοπούλου Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η γιαγιά μου ήταν 9 χρονών και ζούσε στο χωριό μαζί με τους γονείς και τα 3 αδέρφια της. Ένα πρωί ήρθαν οι Γερμανοί με τα τανκς στο χωριό και ζήτησαν από τους κατοίκους να παρουσιαστούν όλοι στην πλατεία. Η προγιαγιά μου, όμως, φοβήθηκε και αποφάσισε να κρύψει τα 4 παιδιά. Γι’ αυτό, λο ιπόν, πήγαν όλοι στα χωράφια και κρύφτηκαν πίσω από τους θάμνους. Άκουγαν τους Γερμανούς που περνούσαν και χτυπούσαν τις αρβύλες τους δυνατά και έτρεμαν από το φόβο τους μήπως τους ανακαλύψουν. Η αδερφή της γιαγιάς μου ήταν έτοιμη να φωνάξει αλλά η γιαγιά μου πρόλαβε να της κλείσει το στόμα. Έμειναν εκεί ως αργά τη νύχτα και μετά από πολλές ώρες φοβισμένοι και παγωμένοι επέστρεψαν ασφαλείς στο σπίτι τους, ευχαριστώντας για άλλη μια φορά την Παναγιά που τους βοήθησε. (του μαθητή Δημοσθένη Θεοδώρου)
Αριδαία Εμπειρίες της γιαγιάς μου Αικατερίνης Ευστρατιάδη Η γιαγιά μου είναι από τη Μακεδονία, από την Αριδαία. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην πόλη ήταν 7 ετών. Η δασκάλα για να συνεχίσει το μάθημα μάζεψε όλη την τάξη και έκανε μαθήματα σπίτι της. Μια μέρα, όπως κάνανε μάθημα, βούλιαξε το πάτωμα επειδή ήταν ξύλινο. Άλλη μια ιστορία είναι ότι οι Γερμανοί είχαν επιτάξει σπίτια στην Αριδαία. Σε ένα σπίτι έμεναν 2 Γερμανοί αξιωματικοί και ένα βράδυ κατέβηκαν αντάρτες από τα βουνά. Κατέβασαν τους 2 αξιωματικούς και τους σκότωσαν. Την άλλη μέρα οι Γερμανοί έκλεισαν όλους τους άντρες της Αριδαίας στα μαγαζιά για 2 μέρες νηστικούς και θα τους εκτελούσαν. Όμως, κάποιος Γερμανός αξιωματικός πήρε αν γράμμα από τη γυναίκα του από τη Γερμανία και του είπε να μην κάνει κακό σε κανένα, γιατί την ώρα που τρώγανε έπεσε ένα βλήμα στο τραπέζι τους και δεν έπαθε κανένα τίποτα. Την άλλη μέρα ελευθέρωσε όλους τους άντρες. (της μαθήτριας Κατερίνας Ντούκα)
Η γιαγιά μου, η Ελένη Εμπειρίες της γιαγιάς μου Ελένης Προγουλάκη Η γιαγιά μου, η Ελένη, θυμάται την ιστορία που οι Γερμανοί με τη βία τους έδιωξαν από τα Αντικύθηρα και τους πήγαν στην Κρήτη. Επίσης μου μετέφερε ότι δεν είχαν πεινάσει ιδιαίτερα γιατί ο πατέρας της ψάρευε και καλλιεργούσε διάφορα προϊόντα. Ακόμα είχαν ψείρες αλλά και κο ριούς στα μαλλιά. Επιπλέον, πρόσθεσε ότι δεν πήγαινε σχολείο γιατί οι δάσκαλοι ήταν εξόριστοι για πολι τικούς λόγους. Η γιαγιά ήξερε έναν επαναστάτη, ο οποίος λεγόταν Λαταγάνας και τροφοδοτούσε τους Άγγλους καθώς και τα υποβρύχιά τους. Η γιαγιά στα παιδικά της χρόνια φοβόταν τους Γερμανούς επειδή ανάγκαζαν εκείνη, τα αδέρφια της και τους γονείς της να τους φέρνουν τροφή, γιατί αλλιώς τα όπλα θα μιλούσαν. Τώρα, όμως, τους μισεί. (του μαθητή Φοίβου Μέντη)
Πείνα και φτώχεια Εμπειρίες της γιαγιάς μου Ελένης Ευγγελοπούλου Τα προβλήματα των Ελλήνων στον πόλεμο του 1940 ήταν πολλά. Ένα απ’ αυτά ήταν η μεγάλη φτώχ εια γιατί καταστράφηκε η οικονομία και το εμπόριο. Όπως λέει η γιαγιά μου, η Ελένη, πρώτα μάς κατέστρεψαν οι Ιταλοί και μετά οι Γερμανοί. Η προγιαγιά μου, η Αμαλία, της είχε πει ότι δεν είχαν ούτε φαγητό, ούτε φάρμακα στο χωριό της, στα Σέρβια της Κοζάνης. Έτσι έβλεπε στο δρόμο παιδάκι να τρώνε φλούδες από πορτοκάλια που τα έβρισκαν στους σκουπιδοτενεκέδες. Υπήρχαν και παιδιά που πηγαίνανε στο μονοπώλιο κρυφά και απ’ τη μεγάλη τους πείνα έπαιρναν χούφτες χοντρό αλάτι και το έτρωγαν για να χορτάσουν. Η γιαγιά μου μου είπε ακόμη ότι η μητέρα της, η Αμαλία, της έλεγε ότι επειδή δεν είχαν παπούτσια κυκλοφορούσαν μέσα στα χιόνια με τα τσόκαρα και πάγωναν τα πόδια τους. Ήταν τόσο μεγάλη η φτώχεια που έφερε ο πόλεμος, ώστε οι μητέρες, επειδή δεν είχαν γάλα για τα παιδιά τους, έβρεχαν ένα πανάκι με νερό, το βουτούσαν σε ελάχιστη ζάχαρη και το έβαζαν στο στόμα των παιδιών τους για πιπίλα. Έτσι σταματούσε το κλάμα τ ων παιδιών. Αυτά είπε η γιαγιά μου. Είναι μόνο λίγα από τα πολλά προβλήματα των Ελλήνων το 1940. (του μαθητή Νικόλαου Παναγιωτόπουλου )
Το άλογο Εμπειρίες της γιαγιάς Αδαμαντίας Αλεξοπούλου «Οι αναμνήσεις μου από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ότι το σπίτι των γονιών μου ήταν κοντά στο αεροδρόμιο του Αράξου. Μια μέρα μας διώξανε απ’ το σπίτι οι Ιταλοί, μας το χαλάσανε, μας το σπάσανε και το γκρέμισαν. Έτσι, λοιπόν, ταλαιπωρημένοι φτιάξαμε στα βουνά μια καλύβα και μεταφέραμε όσα πράγματα μπορέσαμε από το παλιό μας σπίτι. Εκεί στο βουνό, ο μπαμπάς μου έβοσκε τα πρόβατά τους. Μια μέρα ήρθαν οι Ιταλοί εκεί. Έσφαξαν ένα άλογο και το τρώγανε. Λίγο αργότερα φώναξαν και τον μπαμπά μου να πάει να φάει. Του καρφώνουνε ένα μεζέ και του λένε να φάει. Αυτός τους λέει ότι δεν μπορεί. Ένας, τότε, του βάζει ένα πιστόλι στο κεφάλι του και του λέει να φάει. Εγώ μόλις το είδα αυτό τρόμαξα πολύ. Είχα μείνει ακίνητη με δάκρυα στα μάτια. Μόλις, τελικά, ο μπαμπάς μου κατάφερε να τους πείσει πως δεν μπορεί να φάει, τον άφησαν να φύγε ι. Ο μπαμπάς μου ήρθε να με παρηγορήσει. Μετά πήγαμε στο σπίτι μαζί με τους γονείς μου και τ’ αδέρφια μου. Αυτή είναι η περιπέτεια που θυμάμαι πιο πολύ από τις υπόλοιπες». (της μαθήτριας Αδαμαντίας Αλεξοπούλου )
Γιαγιά, φύλαξε τα ρούχα... Εμπειρίες του παππού μου Κωνσταντίνου Κατριβέση «Ήμουν 12 χρονών όταν άρχισε ο πόλεμος. Μια μέρα λίγο πιο κει από το σπίτι μου, σε κάτι χωράφια, είδαμε εγώ και η οικογένειά μου πολλούς ανθρώπους με σκηνές και στρατιωτικό υλικό να μαζεύουν άλογα και μουλάρια. Εγώ και τ’ αδέρφια μου ρωτήσαμε τι έγινε αλλά μας είπαν να φύγουμε γιατί δε μας αφορούσε. Καταλάβαμε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Οι άντρες που ήταν στο χωράφι πήγαν πίσω από τα δέντρα για να αλλάξουν, να βάλουν τα στρατιωτικά τους. Πολλοί από αυτούς κρέμασαν τα πολιτικά τους στα δέντρα, ενώ άλλοι έλεγαν στη μητέρα μου: - Γιαγιά, φύλαξε τα ρούχα κι αν γυρίσουμε θα έρθουμε να τα πάρουμε. Τα ρούχα τους τα φυλάγαμε σε ένα μεγάλο κατώι στο κάτω μέρος του σπιτιού μας. Όλο αυτό διήρκησε 10 με 15 μέρες. Τα άλογα και τα μουλάρια τα είχαν δεμένα σε ένα λιοστάσι λίγο πιο κάτω από το πατρικό μου. Αυτά δεν τα τάιζαν με αποτέλεσμα πολλά να πεθάνουν. Όσα έζησαν τα πήραν και πήγαν στην Αλβανία.» (της μαθήτριας Ιωάννας Κατριβέση)
Κρυμμένος απ’ τους αντάρτες Εμπειρίες του παππού μου Κωνσταντίνου Κατριβέση Από την εποχή την οποία οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατέλαβαν την Ελλάδα θυμάμαι 4 πράγματα χαρακτηριστικά. Πρώτον το ψωμί των Ιταλών, την πανιότα. Άσπρο, πολύ σκληρό ψωμί. Δεύτερον, μια μέρα που είχαμε πάει στο γηροκομείο, φεύγοντας είδαμε κάτι χαράγματα, μαλλιά ανθρώπων και αίματα. Τρίτον, σε ένα φορτηγό των Γερμανών υπήρχαν άνθρωποι με πιτζάμες και τα πόδια τους κρέμονταν ενώ τα αίματα έτρεχαν. Τέλος, η τελευταία ανάμνηση που θα μου μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου είναι η εξής: Μια μέρα πήγα να ποτίσω τα χωράφια και ο πατέρας μου αντί να με ξυπνήσει στις 6 με ξύπνησε στις 3. Καθώς πήγαινα να ποτίσω τα χωράφια, βρήκα έναν θείο μου και του είπα τι έγινε με τον πατέρα μου. Αυτός μου είπε πως αν με έβρισκαν εκεί οι αντάρτες θα με έπαιρναν στο βουνό. Με πήγε στο χωράφι, έδεσε το άλογο σε κάτι δέντρα κι εγώ κρύφτηκα σε κάτι βάτα. Μετά από κάμποση ώρα κρυμμένος, όταν έφυγαν οι αντάρτες πήγα σπίτι μου». (της μαθήτριας Ιωάννας Κατριβέση)
Το άρρωστο κοριτσάκι Εμπειρίες της γιαγιάς μου Ισμήνης Καραγιάννη Το 1940 η γιαγιά μου ήταν 7 χρονών. Κάθε πρωί έβλεπε τη γειτονιά της από το παράθυρο ωραία, καθαρή και ήρεμη. Μια μέρα, όμως, άκουσε κάτι σειρήνες του πολέμου, σαν ξυπνητήρι. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δε μπορούσε. Φώναξε γρήγορα τη μαμά της. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, την πήρε αγκαλιά και την πήγε στο σαλόνι. Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο της γιαγιάς μου. Έκαιγε. Είχε πυρετό. Για δυο βδομάδες η μαμά της και οι γυναίκες συγγενείς της προσπαθούσαν να βρουν φάρμακα σε όλα τα φαρμακεία της γειτονιάς. Δεν μπορούσαν να πάνε πιο μακριά είτε επειδή κρύωναν είτε επειδή φοβόντουσαν τους Γερμανούς. Και στην περιοχή τους είχε Γερμανούς, αλλά λιγότερους απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές. Μετά από 2 βδομάδες, δυο Γερμανοί γνωρίζοντας τυχαία την κατάσταση της γιαγιάς μου, χτύπησαν την πόρτα. Όλοι σώπασαν. Πηγαίνει και ανοίγει η μαμά της γιαγιάς μου. Οι Γερμανοί μπαίνουν μέσα σιωπηλοί. Όλοι παραξενεύτηκαν γιατί δεν έβγαλαν όπλα. Πήγαν έκαναν εξετάσεις στη γιαγιά μου, της έδωσαν φάρμακα και είπε ο ένας: «Αν τα παίρνεις καθημερινά θα σου πέσει ο πυρετός». Μετά η μαμά της γιαγιάς μου τους ευχαρίστησε και τους κέρασε ό,τι είχαν.
Ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τότε αυτοί έφυγαν. Μετά από μια εβδομάδα η γιαγιά μου έγινε καλά. Νομίζω, λοιπόν, ότι παντού υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, όπως για παράδειγμα οι σκληροί Γερμανοί που βοήθησαν ένα μικρό άρρωστο παιδάκι. (της μαθήτριας Μάρως Κάνου)
Κατοχή στον Αστακό Εμπειρίες του παππού μου Παντελή Γεωργαλή «Από τη γερμανική κατοχή ένα θλιβερό γεγονός που μου έκανε εντύπωση ήτανε όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην πατρίδα μου, τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας, την Άνοιξη του 1943. Ο πατέρας μου περνούσε την κεντρική αγορά για να έρθει στο σπίτι μας, μεσημέρι, κρατώντας σ’ ένα πετσετάκι μέσα μαριδάκι που είχε πάρει. Όμως εκείνες τις μέρες είχανε κάνει κάποια διάρρηξη οι Έλληνες – έτσι λέγανε – σε γερμανική αποθήκη. Και περνώντας απ’ έξω από την τζαμαρία της κομαντατούρ, δηλαδή του φρουραρχείου, ο φρούραρχος Γερμανός μέσα από το τζάμι είδε τον πατέ ρα μου ότι κρατούσε αυτό το δέμα. Και ίσως – έτσι λένε πολλοί – υποψιάστηκε ότι κρατούσε πράγματα από την αποθήκη τους. Αν είχε, όμως, δε θα ήταν φρόνιμο να περάσει μπροστά από το φρουραρχείο. Ο φρούραρχος του χτύπησε με το τσιμπούκι του το τζάμι από μέσα και ο πατέρας μου έστρεψε το κορμί του να δει τι θέλει. Και γυρίζοντας να δει, ο φρούραρχος τράβηξε το περίστροφό του και τον πυροβόλησε στο αριστερό πλευρό του κάτω από την καρδιά. Έναν πόντο, ένα εκατοστό κάτω απ’ την καρδιά. Του έκανε ένα τραύμα διαμπερές. Μάλιστα, λένε, η σφαί ρα ήταν διατρητική, αυτή που κάνει τη μικρή τρύπα όταν εισέρχεται και όταν εξέρχεται κάνει μεγάλη τρύπα. Τραυματίστηκε σοβαρά. Τον πήρε εκεί κοντά ο φαρμακοποιός και κάποιοι άλλοι και τον έφεραν στο
σπίτι. Εγώ στο σπίτι τον κατάλαβα που ήρθαν και μας είπαν την ιστορία πώς έγινε. Τον περιέθαλψαν περίπου δυο τρεις μήνες. Έγινε καλά και την άλλη χρονιά έκανα απόβαση στον Αστακό οι Άγγλοι και τον συνέχισαν οι Άγγλοι και τον περιέθαλψαν και έτσι έγινε καλά. Ήταν μια περιπέτεια οικογενειακή και ένα θλιβερό γεγονός. Εγώ ήμουν τότε μικρό παιδί. Πήγαινα στην Τετάρτη Δημοτικού. Θυμάμαι το γιατρό που ερχόταν σπίτι και έκανε αλλαγές και είχαμε και την αγωνία να θα ζήσει, να θα γλιτώσει. Όμως, έζησε. Την επόμενη χρονιά, το 1944, τον Οκτώβριο, ανεχώρησαν οι Γερμανοί. Νικ ήθηκαν από τους Συμμάχους των Ελλήνων και έφυγαν απ’ τον Αστακό. Τότε μας πήραν και το άλογό μας να το φορτώσουν διάφορα δικά τους πράγματα. Και είπαν στον πατέρα μου και στους άλλους κατοίκους των οποίων είχαν πάρει τα άλογα για να τα φορτώσουν, να ρθούνε κοντά με τα πόδια αυτοί στους Γερμανούς για να τους παραδώσουν τα άλογα όταν θα φορτώσουν τα πράγματά τους σε αυτοκίνητα. Και ακολούθησαν πολλοί κάτοικοι απ’ τον Αστακό τους Γερμανούς με τα πόδια, μέχρι που συνάντησαν τα αυτοκίνητα. Και τότε έγινε άλλο, το χειρότερο. Οι Γερμανοί δεν τα έδωσαν τα άλογα πίσω αλλά τα ντουφέκισαν από μία σφαίρα στο κεφάλι του κάθε αλόγου και τα γκρέμισαν εκεί δίπλα στα χαντάκια του δρόμου ...» (του μαθητή Παντελή Νικολάου)
Αμυδρές αναμνήσεις Εμπειρίες της γιαγιάς μου Αγγελικής Τσιμικίου «Το 1940 ήμουν 2 χρονών. Οι αναμνήσεις μου δεν είναι ξεκάθαρες, αλλά θυμάμαι λίγα. Είχαν έρθει οι Γερμανοί και απειλούσαν το χωριό μας. Τα αγόρια κρυβόντουσαν σε σπηλιές και χωράφια για να μην τα πάρουν οι Γερμανοί. Ερχόντουσαν στα σπίτια μας και μας έπαιρναν τρόφιμα όπως: ψωμί, λάφι, κοτόπουλα, σιτάρι και ό,τι άλλο είχαμε. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι όταν μας κάψαν το κτίριο της αστυνομίας για να μας φοβίσουν. Δεν είχαμε φαγητό να φάμε και η μητέρα μου αναγκαζόταν να μοιράζει μια φέτα ψωμί σε δυο παιδιά. Το χωρίο μου ήταν σε βουνό και δεν έζησα έντονα την Γερμανική κατοχή όπως ήταν στις πόλεις. Η μητέρα μου μου είχε πει ότι πολλές φορές ερχόντουσαν άνθρωποι από την πόλη και ζητούσαν να τους δώσουμε σιτάρι και λάδι. Έξω δεν κυκλοφορούσαμε ό,τι ώρα θέλ αμε γιατί φοβόμασταν μην μας κάνουν κακό. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν τριών χρονών. Δεν ξέρω από τι πέθανε. Θυμάμαι, όμως, ότι τον είχαμε σε μια φωτογραφία που ήταν στο στρατό. Θυμάμαι κι έναν θείο μου που πολέμησε στην Αλβανία και γυρίζοντας από το μέτωπο σκοτώθηκε γιατί ανατίναξαν το τρένο του, που ερχόταν στον Ισθμό της Κορίνθου. Δε θυμάμαι κάτι άλλο, αλλά θέλω να ευχηθώ κανένα παιδί και κανένας ενήλικας να μη ζήσει τα παιδικά μου χρόνια, δηλαδή μέσα σε πόλεμο». (της μαθήτριας Γεωργίας Κολιοπούλου)
Σε κάθε νίκη των Ελλήνων… Εμπειρίες του παππού μου Παύλου Γκριτσώνη Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, ο παππούς μου ήταν 6 χρονών. Ένιωθε θλίψη επειδή κατάλαβε πως θα πεθάνουν χιλιάδες άνθρωποι. Όλοι οι άντρες φεύγοντας έβλεπαν τις μητέρες τους να κλαίνε συνέχεια. Μία μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου ο παππούς μου έβλεπε Ιταλικά αεροπλάνα που πήγαιναν να βομβαρδίσουν την Πάτρα. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης κρυβόντουσαν μέσα στα σπίτια τους. Σε κάθε νίκη του Ελληνικού στρατού, κτυπούσαν όλες τις καμπάνες της Ελλάδας. Σε κάθε νίκη του Ελληνικού στρατού έβγαιναν όλοι έξω και φώναζαν συνθήματα. Οι Έλληνες νίκησαν του Ιταλούς, όμως η χαρά τους κράτησε λίγο. Μετά από λίγες μέρες άρχισε η Γερμανική επίθεση… (του μαθητή Στέφανου Πανή)
Ελευθερία Εμπειρίες του παππού μου Αλέξανδρου Μάντζιου «Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν 4 χρονών. Θυμάμαι μικρός που ήμουν τους μεγάλου που ανησυχούσαν. Τότε δεν είχαμε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Ό,τι μαθαίναμε το ακούγαμε από στόμα σε στόμα. Το χωριά μας ήταν ένα μικρό χωριό μισή ώρα απόσταση από τα Ιωάννινα. Όταν, λοιπόν, ξεκίνησε η επίθεση των Ιταλών, κάθε πρωί, αφού παίρναμε λίγα τρόφιμα και ρούχα, φεύγαμε από το χωριό και πηγαίναμε πιο μακριά στο βουνό για να κρυφτούμε. Μια φορά η μάνα μου με έκρυψε, έτσι μικρό που ήμουν, μέσα σε ένα μπαούλο. Από το ραδιόφωνο του καφενείου του χωριού ακούγαμε για τις νίκες του στρατού μας. Εμένα ο πατέρας μου έλειπε στα ξένα και γι’ αυτό δεν είχαμε κάποιον δικό μας στον πόλεμο. Μια φορά ήμουν άρρωστος. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. Όταν ανοίξαμε είδαμε μ ε φόβο να ξεπροβάλει ένας Γερμανός. Φοβηθήκαμε. Όταν όμως με είδε άρρωστο στο κρεβάτι, έβγαλε ένα κουτί με δυο χάπια. Τα έδωσε στη μάνα μου και με κινήσεις των χεριών του την έκανε να καταλάβει πότε έπρεπε να τα πιω. Μετά έφυγε χωρίς να μας πειράξει. Στα χωριά, με την πείνα, δεν είχαμε και τόσο μεγάλο πρόβλημα. Κάτι σπέρναμε, είχαμε και λίγο κρέας και μπορούσαμε να ζήσουμε. Το σημαντικό ήταν ότι βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Μου έλεγαν πάντως ότι
εκείνα τα χρόνια έρχονταν άνθρωποι από τις πόλεις που πεινούσαν και έδιναν ό,τι πολύτιμο είχαν για να πάρουν έστω λίγο αλεύρι. Στις πόλεις η πείνα ήταν μεγαλύτερη. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, θυμάμαι χτυπούσαν οι καμπάνες. Τη μικρότερη αδερφή της γιαγιάς σου, τη βάφτισαν Ελευθερία, γιατί περίμεναν να ελευθερωθεί η Ελλάδα. Εύχομαι ποτέ ξανά να μην ξανάρθει πόλεμος». (του μαθητή Αλέξανδρου Μάντζιου)
Τον χάσαμε απ’ την πείνα Εμπειρίες του παππού μου Μαρίνου Πουλιάση Ένα γεγονός που με συγκλόνισε πολύ στα χρόνια του πολέμου ήταν ο θάνατος του αδελφού μου του Χρήστου που πέθανε από την πείνα. Τον είχε πάρει η μητέρα μου και είχε πάει στο καταφύγιο. Εκεί δεν είχαν φαγητό και γι’ αυτό δεν άντεξε άλλο. Εκείνη την περίοδο οι Έλληνες αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες. Φτώχια, κρύο, πείνα, αρρώστιες γιατί δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε τρόφιμα αλλά ούτε και φάρμακα. Επίσης, δεν υπήρχε η δυνατότητα να πληρώσουμε το γιατρό. Σαν αποτέλεσμα, πολλά παιδιά και μεγάλοι πέθαιναν. Σημαντικός ήταν και ο ρόλος της γυναίκας τότε. Οι γυναίκες στα δύσκολα αυτά χρόνια μέσα στην οικογένεια ήταν και άντρας και γυναίκα μαζί. ΟΙ άντρες πηγαίνανε στον πόλεμο και αυτές δούλευαν ή ψάχναν τροφή για να ταΐσουν την οικογένειά τους. Ακόμα προσπαθούσαν αν προφυλάξουν τα παιδιά τους από τους κινδύνους εκείνης της εποχής. Ο πόλεμος μας έκανε πιο σκληρούς και πο λύ δυστυχισμένους, Δεν υπήρχε η ξεγνοιασιά και το γέλιο ούτε το παιχνίδι…». (της μαθήτριας Βέρας Λαζανά)
Αεροναυμαχία Εμπειρίες του παππού μου Ανδρέα Σιμεγιάτου Στον πόλεμο του 1940 ο παππούς μου, ο Ανδρέας, ήταν στο ναυτικό. Μια μέρα το καράβι στο οποίο βρίσκονταν έπλεε κοντά στα ελληνοαλβανικά χωρικά ύδατα. Ξαφνικά εμφανίστηκαν στον ουρανό δυο ιταλικά πολεμικά αεροπλάνα. Άρχισε τότε μια αεροναυμαχία . Δυστυχώς δυο βόμβες χτύπησαν το καράβι και το βύθισαν. Πολλοί ναύτες έχασαν τη ζωή τους ακαριαία. Ο παππούς μου ήταν από τους τυχερούς που δεν σκοτώθηκαν. Βρέθηκε όμως μέσα στη θάλασσα και έπρεπε να παλέψει για να σωθεί. Μαζί με άλλους ναύτες κολυμπούσαν όλη τη νύχτα. Ευτυχώς, το επόμενο πρωινό βγήκαν σε κάποια στεριά. Αυτή είναι μία από τις πολλές τραγ ικές ιστορίες που έζησαν οι Έλληνες στον πόλεμο του 1940. (του μαθητή Ανδρέα Σιμεγιάτου)
Του έκοψαν το δεξί του πόδι. Εμπειρίες του παππού μου Χρήστου Στεφανόπουλου Στα βουνά της Αλβανίας, ο παππούς μου τραυματίστηκε από μια οβίδα. Τον πήγαν στο νοσοκομείο και εκεί του έκοψαν το δεξί του πόδι. Τα χρόνια αυτά του πολέμου και της κατοχής, οι άνθρωποι περνούσαν πάρα πολύ δύσκολα. Δεν υπήρχε καθόλου φαγητό ούτε άλλα είδη , όπως ρούχα και παπούτσια. Στις πόλεις πέθαιναν από την πείνα. Ευτυχώς ο παππούς ζούσε στο χωριό και μαζ εύανε χόρτα για να φάνε και πότε πότε πίνανε γάλα από την κατσίκα. Φορούσανε πάντα τα ίδια ρούχα τα οποία μπάλωναν όταν χάλαγαν. Φορούσαν παλιά παπούτσια και για σόλες έβαζαν κομμάτια από παλιά λάστιχα αυτοκινήτων. Οι Γερμανοί, μια φορά, πήγαν στο χωριό το υ παππού.. Μάζεψαν όλους τους άνδρες στην πλατεία και τις γυναίκες και τα παιδιά στο σχολείο. Έκαψαν τα σπίτια του χωριού και το σπίτι του παππού μου. Ακόμα και σήμερα οι τοίχοι φαίνονται μαύροι. Για να μπορέσουν να περάσουν το χειμώνα έφτιαξαν μια καλύβα από καλάμια. (του μαθητή Χρήστου Στεφανόπουλου)
Μια σοκολάτα Εμπειρίες του παππού μου Βικέντιου Πεφάνη Ο παππούς μου στον πόλεμο του ’40 ήταν 9 χρονών και ζούσε στην Κεφαλονιά. Όταν ο πόλεμος κόντευε να τελειώσει, οι Ιταλοί που ήταν στο νησί έγιναν εχθροί των Γερμανών και κρύβονταν, για να μην τους σκοτώσουν, στα σπίτια των Κεφαλλονιτών. Η μάνα του παππού μου είχε κρύψει στο σπίτι τρεις Ιταλούς στο κατώγι. Όταν μπήκαν δύο Γερμανοί στο σπίτι για να ψάξουν, ο ένας από τους Γερμανούς χτύπησε δυνατά τον παππού μου και πόνεσε πολύ. Ο ίδιος Γερμανός στρατιώτης, που τον είδε, του φώναξε και τον μάλωσε. Μετά πήρε σ την αγκαλιά του τον παππού μου, που ήταν μικρό παιδί και του έδωσε μία σοκολάτα. Ανάμεσα στους Γερμανούς στρατιώτες υπήρχαν και καλοί άνθρωποι. Στον πόλεμο δεν υπάρχουν πάντα κακοί εχθροί. Κακός είναι ο ίδιος ο πόλεμος, γι’ αυτό δεν θα πρέπει ποτέ να γίνεται και για κανένα λόγο. (του μαθητή Άγγελου Πεφάνη )
Εκπαιδευτήρια «Αναγέννηση» Νηπιαγωγείο - Δημοτικό - Γυμνάσιο - Λύκειο Γηροκομείου 61, Πάτρα - Τηλ. 2610224260 www.anagennisiedu.gr email: info@anagennisiedu.gr