α-θ-ο-ρ-μ-ε-ς
ΠΑΝΔΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ 5ο ζεμινάπιο ζςγγπαθικήρ
α.υ.ο.ρ.μ.ε.ς * ά.ρνηση υ.όρμας ο.στοπίας ρ.εύμα μ.έτρο ε.σαισθησίας σ.σνετές
ΑΘΗΝΑ 2002
α-θ-ο-ρ-μ-ε-ς Δηήζιο πεπιοδικό Τεύσορ απ. 5
Πανεπιζηήμιο Αθηνών Φιλοζοθική Σσολή Τμήμα Αγγλικήρ Γλώζζαρ και Φιλολογίαρ, 2002 ©
1. Σςγγπαθική 2. Ποίηζη 3. Γιήγημα
ISSN: 1108-1333
Απαγοπεύεηαι η αναδημοζίεςζη μέποςρ ή όλος ηηρ παπούζαρ έκδοζηρ Χυπίρ ηην άδεια ηος Τμήμαηορ Αγγλικήρ Γλώζζαρ και Φιλολογίαρ
Την εικόνα ηος εξυθύλλος θιλοηέσνηζε η καθηγήηπια Βαζιλική Γενδπινού
ΠΔΡΙΔΧΟΜΔΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟ .......................................................................................1 ΔΙΑΓΩΓΗ ..........................................................................................2 Γέζποινα Αποζηολογεωργάκη ............................................................3 The Meaning of Reality, Your Kindness, Σσήμα ημιηελέρ, Poet Performer, Wax Model Μαρία Αργσρίοσ ..................................................................................8 Σηαμόλεκα, Μεηαίσμιο, A cry there slides on the leaf Λοσκία Βαζιλάκη ..............................................................................11 Κλετύδπα, Κακογπαθίερ, Μησανική, Αναδπομικά, Άζηπηα Γειλινά, Η διαθήκη μιαρ μύγαρ, Δθεμινάηορ, Το κοπίηζι ηος make-up, Ανδπική κολόνια, Ο γπίθορ ηος ποζ ελέθανηα Έλενα Γελάζη ....................................................................................21 Γιαδπομέρ, Ππορ ηη θάλαζζα, Γπομολόγια, Δπιζηποθή ζηο ζπίηι, Personalities 1 & 2, Το απένανηι ζπίηι μος, Χυπιζμόρ Μάρία Γιακανίκη ..............................................................................33 Δξέγεπζη, Άγπςπνη νύσηα, Χυπίρ ηίηλο Μαρία Κοσνιάκη ...............................................................................36 Ταξιδιώηηρ, My Mother, Birth Παραζκεσή Μαθιοσδάκη..................................................................39 Άηακηο παιδί Μαρία Μπίηρα ...................................................................................40 Η απσή κάθε ηαξιδιού απσίζει πάνηα από ηο ηέλορ Μαρία Πεππέ .....................................................................................41 Shut That Light Out, Η μπούκλα, Παπαμύθι (2), Ταξίδι (1) οθία Πεηροπούλοσ ..........................................................................45 To a chimney-sweeper, Ακπογιάλι, Τοπίο Μαρίνα Πέηροσ..................................................................................48 Οι έπυηερ, Αιώνια ζυή, Τα καθαπόαιμα, Millennium
Χρσζή Πιηζινίδοσ..............................................................................53 Ego, Veil, Γπαζηηπιόηηηερ, Δπυηικό δυμάηιο, Ίκαπορ, Μηηέπα, Οδόρ Αθηνάρ Μαρία Ραπηοπούλοσ .........................................................................60 Not Alive Άννα Ροδοπούλοσ ..............................................................................61 Poems by Sinefine, Elliptical Blade, Δπυηοζπηλιά Γιώργος Σαϊθάκος .............................................................................64 De profundis, In Commune, Requiem, Reveries in an afternoon, Exodus, Ανάθημα, Μια μάνα, 2000 ππο ή μεηά Χπιζηόν Γεωργία Σζιτλάκη.............................................................................71 Dialogue, Flowers, Πίηεπ Πάν, Σηο πίζυ μέπορ μιαρ θυηογπαθίαρ, In knightly armor comes,. Θεοδώρα Φέζηα ................................................................................77 Ideogram, Μάγια, Σςναιζθήζειρ, -Η καληνύσηα για ηο ηέλορΜαρία Χοσζηοσλάκη.........................................................................81 Ποικιλία, Θεηικό απνηηικό, Λευθοπείον…410, Ππακηικά ζςνεδπίος Oι α.υ.ο.ρ.μ.ε.ς ΠAΡΟΥΘΑΖΟΥΝ: ΓΘΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟ ..........85
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι α-φ-ο-ρ-μ-ε-ς είναι συλλογικό προïόν του μαθήματος της συγγραφικής, το οποίο αποτελεί μέρος του προγράμματος σπουδών του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Το μάθημα αυτό, το οποίο φιλοδοξούμε να προσφέρεται ετησίως, το δίδαξα ως σεμινάριο για έκτη φορά το 2002 στους φοιτητές και τις φοιτήτριες του H΄ (εαρινού) εξαμήνου. Το έκτο τεύχος του περιοδικού α-φ-ο-ρ-μ-ε-ς χρηματοδοτήθηκε από το ΤΑΓΦ, το οποίο και θα παρέχει την οικονομική στήριξη των επόμενων τευχών. Βοήθεια στην ηλεκτρονική επιμέλεια των κειμένων προσέφεραν οι φοιτητές του σεμιναρίου Πηνελόπη Γιαννοπούλου και Εμμανουήλ Μεïμάρης και η καθηγήτρια Βασιλική Δενδρινού, η οποία φιλοτέχνησε το εξώφυλλο. Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που παρακολούθησαν το σεμινάριο, καθώς και όλους τους συναδέλφους που περιέβαλαν την προσπάθεια αυτή με ενδιαφέρον και αγάπη. Είμαι επίσης ευγνώμων προς τους ομιλητές που συνέβαλαν με τη συμμετοχή τους στην έκβαση του σεμιναρίου. Τους αναφέρω μαζί με το αντικείμενο της ομιλίας τους. Κυριάκος Αθανασιάδης: «Αυτοκαταστροφικά βιβλία» Δημήτρης Αρμάος: «Συνάντηση ελληνικού και αγγλοσαξονικού θεάτρου μέσα από ένα μύθο στην Αναγέννηση» Γιώργος Κοροπούλης: «Οι πνευματικοί και πολιτικοί όροι της δημιουργίας στην Ελλάδα» Ηρακλής Λογοθέτης: «Η πεζογραφία και η διαδικασία της συγγραφής της» Rachel Blau DuPlessis: «The Poetics Postmodernism: Theory and Practice»
Λιάνα Σακελλίου - Σούλτς
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Φόβος, γραφή και ελευθερία Ένα ερώτημα που απασχολεί συχνά τους μαθητευόμενους συγγραφείς είναι το πώς αρχίζω να γράφω, πώς αποκτώ αυτή την ουσιώδη σχέση που συνδέει την παρόρμηση με την πράξη, το εγώ με τον κόσμο. Το ερώτημα αυτό συνδέεται άμεσα με το φόβο του κενού της άσπρης σελίδας ή της οθόνης του υπολογιστή που περιμένει να γεμίσει. Όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος επιχειρούσε το ταξίδι της ανακάλυψης του κόσμου, οι χαρτογράφοι πίστευαν ότι τα όρια της γης φυλάσσονταν από τέρατα ή πνεύματα και ότι θα επερχόταν η συντέλεια. Εκείνοι που σχεδίασαν εκ νέου το χάρτη χωρίς τα μυθικά εκείνα σύνορα πρέπει να βίωσαν την αίσθηση μιας ατέλειωτης ελευθερίας. Η επέκταση της γνώσης μετατρέπει το φόβο σε ελευθερία. Ο χάρτης σχεδιάστηκε πάλι με νέους τόπους, όπως ακριβώς ο συγγραφέας πρέπει να γεμίσει τις άδειες σελίδες με ένα καινούριο κόσμο που επινοεί από τη φύση που τον περιβάλλει, τον ίδιο του τον εαυτό και τις εμπειρίες του αλλά και από το λογοτεχνικό του παρελθόν. Όταν ο Μίλτων περιγράφει τον πειρασμό του Υιού του θεού από τον Σατανά μέσα στο δάσος, τοποθετεί τον Υιό στην κορυφή ενός στύλου και κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του αν πέσει από αυτόν εκτός εάν κάνει τα θαύματα που απαιτεί ο Σατανάς. Αυτό το αίσθημα της πτώσης που ο Μίλτων ερμηνεύει με ποιητικό τρόπο κατά τη διάρκεια της αφήγησης, είναι μια εμπειρία που βιώνουν οι συγγραφείς όταν κοιτούν την άδεια σελίδα ή την κενή οθόνη του υπολογιστή. Εάν πρέπει να κάνουν ένα θαύμα σίγουρα θα πέσουν. Όμως μπορούν να προσεγγίσουν τη δημιουργική πράξη με ανθρώπινους όρους, με τους όρους μιας συγκεκριμένης διαδικασίας έκφρασης αντί για τη δημιουργία του σύμπαντος μέσα από μια ακολουθία θαυμάτων. Ο φόβος της δημιουργίας εκφράζεται κάποιες φορές ως απειλή από κάποιο κακό. Κάποια λογοτεχνικά έργα μοιάζει να υπονοούν ότι η δημιουργία μπορεί να επιφέρει το κακό, ή ότι είναι κακό που ο άνθρωπος προσπαθεί να υπερβεί τη φύση με τις δικές του δυνάμεις, ή πάλι ότι η δημιουργία χρειάζεται το κακό—ας θυμηθούμε τη συμβουλή του Χέμινγουεϊ προς τους συγγραφείς να σκοτώνουν τους αγαπημένους τους χαρακτήρες για να μπορούν να δημιουργούν. Σε όλες αυτές τις ερμηνείες το αίσθημα ότι η δημιουργία μπορεί να αλλάξει το εγώ ή να φτιάξει ένα νέο εγώ προξενεί φόβο. Έχοντας το φόβο της δημιουργίας στο βάθος του μυαλού μας προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε στην πράξη της συγγραφής σαν να είναι ένα συγκεκριμένο ταξίδι, και προσπαθώντας πάντοτε να σχεδιάσουμε από την αρχή το χάρτη του κόσμου μας με τα νέα του όρια για το συγκεκριμένο ταξίδι, τα τέρατα εξαφανίζονται στο παρελθόν, δεν πέφτουμε από τον στύλο, και ίσως καταφέρουμε να βιώσουμε τη γραφή σαν μια πράξη απελευθέρωσης. Λιάνα Σακελλίου - Σούλτς
2
Δέσποινα Αποστολογιωργάκη _____________________________________________________________________
THE MEANING OF REALITY (ο Κατσαρός μέσα από τα μάτια του Λ. Ξανθόπουλου)
You wave your fingers in an open space I can only watch the wild shapes of your words as they run, then rest inside your cup of coffee, as you comment on the movement of some pigeons on that familiar pavement and the meaning of reality. I know that my lens could never really capture you.
3
YOUR KINDNESS (2nd version)
Your kindness, recently returning from a trip to cruelty makes me sick. You can’t bring down to its knees the time that’s lost. Your carefulness not to hurt my emotions, recently discovered makes me laugh. Sinister, a laugh of desperation. From you I want ……to hide my self, in jars, in a case of contact lenses, in empty cans of soft drinks, it’ s on their bottom I’ll hear the echo of my voice. I cannot offer you absolution. I won’t dispense for you what I am gathering piece by piece: peace of mind.
4
ΣΧΗΜΑ ΗΜΙΤΕΛΕΣ
Είμαι ρούχα ασιδέρωτα έξω από τα συρτάρια της ντουλάπας. Ζαρωμένες πετσέτες ακουμπισμένες στο κρεβάτι. Άσπρα χαρτάκια έτοιμα να δεχτούν ξεθυμασμένο καπνό, πάνω σε φαγωμένο ξύλο τραπεζιού μια άκρη του καμένη από σπίρτα που ξέχασα. Είμαι σκονισμένη οθόνη τηλεόρασης, βιβλία στριμωγμένα σε ψάθινο καλάθι, νιφάδες αμέτρητες στην επιφάνεια του νερού μέσα σε πλαστικό ποτήρι. Είμαι σχήματα που έχουν σχεδόν σβηστεί επάνω στο χαλί, κάδρα που δεν ταιριάζουν με αυτούς τους τοίχους, μια πλαστική σακούλα που δεν ανακυκλώνεται.
5
POET-PERFORMER (Beat generation)
I stand before you ready, willing to perform, bearing all my sounds. I make my poem a living rhythm that spreading out explodes before your eyes. My poem is colours, instruments, this room, my voice as I stretch it, as I violate it. I shout, I whisper, I am a child that laughs and taunts I want no dealings with a poem that bows its head. I call out to you Here I am and there’s my experiment, my poem. My hands, my mouth, my breath serve as its extension. I rearrange, I challenge you. It’s nothing less, nothing more than poetry.
6
WAX MODEL
White room, dominated by your breath. On a chair I assume my usual place, near your body that takes rest. Your arms and legs a wax model of your prior limbs. Your mouth has not changed its form but it will not release its words for me. I will test you then. I will not leave you from my sight I will uncover your deception. You just pretend to sleep here helpless. No sign for me. It has been a year. There are times that I forget it is a human being lying on that bed. At first I shared with you in eagerness my news I did not want you to have any complaints from me But now, my words are dots inside the wrinkles of your covers. No sign. Sometimes I doubt it is a human being lying on that bed.
7
Μαρία Αργυρίου _________________________________________________________ ΣΤΑΜΟΛΕΚΑ Πάνω στην τουαλέτα λαμποκοπούν μαύρες οι πέρλες της Κυρίας μου. Πάνε χρόνια που την είδα τελευταία φορά... δεν ξέρω καν σε ποιο κονσερβοκούτι γλιστράνε. Τα μαλλιά μου είναι ψεύτικα άσπρα με κίτρινο θαμπό στις άκρες και ροζ το κεφάλι μου. Οι πέρλες μου γλιστρούν μεσ’ απ’ τα χέρια! Οι χτένες, στον καθρέφτη μου οι φωτογραφίες ξεφτισμένες, ροζ μπλε και μαύρη αντρική, ρολόγια, λουλούδια γλάστρες επαρχιώτικες και χόρτα χωμάτινες ρίζες με κολόνια Tosca. Το σκοινί μπορεί να ’ναι κομποσκοίνι μα ανοίγει στο δικράνι του χρόνου... Έξω το φως μ’ εγκαταλείπει. Δεν το καταλαβαίνω και πολύ καλά πως ίσως να μην τις φόρεσα ποτέ τις μαύρες πέρλες στον άσπρο λαιμό μου όταν είχα μαύρα τα μαλλιά του πικραμού μου και το σκοινί έδενε τις τσάντες με τα ψώνια της.
8
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Οι άνθρωποι θέλουν να ξεσπάσουν κάπου η ποίηση δε χωράει το ταβάνι, τα κλειστά παράθυρα των ελαιόδεντρων, τους τοίχους σε νεκρά πρόσωπα δεν κλείνεται ξεσπάει το ζωντανό μας σώμα ακούστε κυλάει η φλέβα γαλάζια μέσα από το ένσαρκο δέρμα δείτε τη φωνάζει η καρδιά στο μαύρο τζαζ σαξόφωνό της χορεύει σα γυναίκα με γέρια παιδικότητα υμνεί το γυμνό μας έρωτα είναι και country κιθάρα και ένας ήρεμος γαλανομάτης στο πεζούλι να μιλάει Το είδα να ζωντανεύει; ήχους φυσαρμόνικας, keyboard, κρουστά, γραβάτες που τραγουδούν και άλλα που πάλλονται γλιστερά, είδα άνδρες σαν να φτύνουν τη φράντζα στο σάλιο τους μαζί παρέα και άλλα και άλλα και άλλα... Μη βροντοφωνάζετε απλώς να δώσετε το πνεύμα, να αφήσετε την καρδιά στο πιάτο. Μιλήστε τη λέξη όπως ο καθένας Το beat generation θέλει να δώσει ρυθμό; Ή άνθρωπο; Ναι. Κι εγώ που στέκομαι Καρυάτιδα δηλητηριασμένη με τον κίονα στο ένα χέρι και ένα σταυρό που με κάνει όλο και πιο μικρή παιδί στο άλλο μέσα από τη θάλασσα της γης αυτής θα αυτοκτονήσω στην άλλη πλευρά του ατλαντικού. Θα συρρικνωθώ στη λέξη —ναι— Στην τελευταία άκρη του ικριώματος με βιάζουν—θα σταθώ να μελανιάσω από ασφυξία— Τα χρώματα του ουρανού φτιάχνουν το χρώμα της γης.
9
A CRY THERE SLIDES ON THE LEAF
The forest is thick, lost an emblem and you swim, like a woman in its grey lengthful trees and stones and curly bushes like a Hanselgrettel child you weep all alone lonely you’re lying in it and you cross it through, you feel its blue black light colden your veins, like a childgirl and you imagine its innocence, sweetly you beg for the greenness. Meanwhile you long for the laugh‌ A cry there slides on the leaf.
10
Λουκία Βασιλάκη _________________________________________________________ ΚΛΕΨΥΔΡΑ Θα δουλέψω την εικόνα σου για Κλεψύδρα. την την Εικόνα ορίζουμε σου, θα ώστε / πίσω ο τα χρόνος προς μας βαδίζοντας να και ξαναγίνει δικός μας
11
ΚΑΚΟΓΡΑΦΙΕΣ Υπο βάλλομαι στο καθώς πρέπει του λούτρινου εγωκεντρισμού μου. Η μυωπία μας αυξάνεται με τους ρυθμούς του αγέρα Από μένα κι από σένα απομένει μονάχα το σκουριασμένο μας μονόκλ. Η μέρα λιγοστεύει στην οθόνη του Greenwich εσύ κι εγώ το κακογράφημα του ανθρώπου σάντουιτς.
12
ΜΗΧΑΝΙΚΗ Αυτό το λίγο Μια ανάσα πετρέλαιο η επικοινωνία της ρόδας με το γκάζι απέτυχε κι ο δρόμος έμεινε ακυβέρνητος.
13
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ Γονυκλινής αέρας πεπιεσμένος στα δυο του χείλη στις μπότες της πεθαμένης του στιγμής Γεννήθηκαν στα σύνορά τους με τη γάμπα της. Υπάρχω όταν υπάρχεις εσύ για να υπάρχω μόνο για ‘σένα ψιθύρισε όταν εκείνη ήταν πια κουφή.
14
ΑΣΗΠΤΑ ΔΕΙΛΙΝΑ Σύννεφα από ασίλι ξεφτίζουν στον ορίζοντα. Ασθενωπία της στιγμής πίσω απ’ τα μυωπικά γυαλιά της. Το κόκκινό μας ασκάλιστο χαρτί δεν είχε χαρακτήρα. Της νύχτας το ασλάνι κατασπάραξε το τελευταίο διστακτικό μας Αστραχάν.
15
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΙΑΣ ΜΥΓΑΣ Μολύνθηκε της ηρεμίας η αναρχιά. Ντάπ και γδούπ και γρρ. Infected, χαώνεται. Η μύγα κρεμάστηκε από το φτερό. Ντάπ και γδούπ και γρρ. Από τις πληγές της τιναζόταν δόλιο μέλι. Ήρθαν μετά οι σαρκοβόρες μελιφάγες. Ντάπ, ντάπ και γούπ και γρρρ. Δεν άφησαν ούτε τη σκιά της.
16
ΕΦΕΜΙΝΑΤΟΣ Γδέρνει τη σκουριά σου με το νύχι ο γλυκός εφεμινάτος προϊόν μιας απαρχαιωμένης ιστοταξίας στη στοχοποιό της αίρεση σε σπέρματα που κλυδωνίζονται από τη φωτογραφική σου απειρία παρασιτεί στους πιο φριχτούς σου εφιάλτες.
17
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ MAKE-UP Γεννήθηκα με make–up φωτογράφιζα τον κόσμο μέσα απ’ τα τοιχώματα του golden beige του rose pink του sand. Πρώτη η αγάπη άνθισε στα πρώιμα σπυράκια καθώς η γοητεία της αποτρίχωσης μας κέρδισε. Η επανάσταση κλεισμένη σε μια super, ψήγματα Καββαδία στον πόνο του Σιδηρόπουλου. Αρχή για όνειρο του ροζ μια μπλε ματιά στη σκέψη του διάφανου κι ύστερα στίχοι, μουσική, αποδόμηση. Γεννήθηκε το γέλιο στην καταπιεσμένη του κορνίζα, αυτό το κορίτσι γεννήθηκε με make–up.
18
ΑΝΔΡΙΚΗ ΚΟΛΟΝΙΑ Με μελαγχολεί η ανδρική κολόνια όταν απάνω της αυτοκτονούν τα αποτσίγαρα. Λείπουν τα κουμπιά από τα πεταμένα στο πάτωμα λευκά πουκάμισα, η άχνα ο ιδρώτας της ηλακάτης τα κίτρινα ρόδα της νύχτας και το φωτιστικό με τ’ αστέρια που χορεύουν στο διάβα του ανύπαρκτου. Χθες ήρθα να σου μιλήσω για το πληγωμένο μου άλογο και βρήκα τη μορφωμένη σου Μέδουσα να χαμογελάει.
19
Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΟΥ ΡΟΖ ΕΛΕΦΑΝΤΑ Ζυμωμένος με γυαλί στις αχανείς, ασύγκλητες τροχιές του. Μελανιασμένος τρόμος «ανοξείδωτων», ατσαλένιων ημι–υπάρξεων στην ελικοειδή διάσταση / διάβαση των επιλογών τους. Είναι αν–υπόστατες. Τους υποσχέθηκαν ευρύ–σθένος μα τώρα πια καλούνται να υποβληθούν στο γρίφο του «σαρκοφάγου», ροζ, ελέφαντα…
20
Έλενα Γελάση _________________________________________________________
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ Τις υπόγειες διαδρομές μου πιο πολύ απολαμβάνω. Πολιτείες ολόκληρες με περιμένουν, άνθρωποι και σπίτια με χρώματα κι ένα στέμμα μονάρχη. Κάτω απ’ τη γη τα βήματά μου δεν ακούγονται δε νιώθονται μα διακλαδίζονται στο άπειρο. Δεν ξέρω αν πρέπει από τη γη να ξεφυτρώσω και να παντρέψω το εγώ με το εγώ. Το δέντρο που στο χώμα μου φυτρώνει δεν ξέρω τους χυμούς του πού ξεθάβει. Στο οικοσύστημα του χάους μάταια προσπαθώ να τοποθετηθώ.
21
ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Άπειρες φορές μου ’χει ξανασυμβεί. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Να ξεκινάω για μια διαδρομή του τύπου «περπάτημα - ηλεκτρικός - περπάτημα» και κάποια στιγμή, έτσι απότομα, να ξυπνάω και να συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι μέσα στον εαυτό μου και κινούμαι βιαστικά προς αβέβαιη κατεύθυνση. Η εξήγηση είναι πολύ απλή. Ο αυτόματος πιλότος που νομίζεις πως έχεις ενεργοποιήσει, αποσυντονίζεται, σε προδίδει και κάπως έτσι μπορεί να βρεθείς σε λάθος συρμό. Δε θέλει πολύ. Αντί να σταθώ στη σωστή πλευρά της αποβάθρας, στάθηκα στην απέναντι. Και, όπως ήταν απολύτως φυσικό μπήκα σε λάθος συρμό. Στον επόμενο σταθμό θα κατέβω και θ’ αλλάξω. Τόσο απλά. «Μοναστηράκι» ακούγεται γλυκιά και σίγουρη η άγνωστη φωνή απ’ τα ηχεία. (Γιατί πάντα γυναικείες φωνές ανακοινώνουν τους σταθμούς;) Εδώ είμαστε λοιπόν. Μοναστηράκι. Κατεβαίνω. «Mind the gap». Θα περάσω απέναντι. Έλα λοιπόν. Θα σηκωθώ, θα ανέβω τις σκάλες, θα περάσω απέναντι κι ύστερα θα επιβιβαστώ στον απέναντι συρμό. Θέλω όσο τίποτε να σηκωθώ. Νυχτώνει και σε λίγο θα φοβάμαι ακόμα περισσότερο να γυρίσω σπίτι. Ακούγεται το χαρακτηριστικό σφύριγμα. Οι πόρτες θα κλείσουν. Μα τι έχω πάθει τέλος πάντων; Κάνω μια τελευταία προσπάθεια να σηκωθώ μπας και προλάβω. Σηκώνομαι, μα τα πόδια μου λυγίζουν παρά τη θέληση μου και νιώθω να πέφτω και να βιδώνομαι στη θέση μου. Με το που συνειδητοποιώ την αδυναμία μου να σηκωθώ -την αδυναμία μου να ακολουθήσω μια απλή εντολή του εγκεφάλου μου- λες και πατιέται ένας διακόπτης και το μυαλό μου αλλάζει χρώμα, ή πυκνότητα ή υφή - δεν έχω ιδέα τι ακριβώς. Παίρνω βαθιές ανάσες. Να μείνω ήρεμη. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω στον εαυτό μου. Οι πόρτες κλείνουν με θόρυβο. Κοιτάω έξω λες και με φώναξε κάποιος απ’ την αποβάθρα. Δε μου κρατάει τίποτα το βλέμμα και το στρέφω στα παπούτσια της κοπέλας απέναντι. Μοκασίνια. Ένα περίεργο ον έχει χωθεί εν τω μεταξύ στο κεφάλι μου και χτυπιέται πάνω κάτω. Νομίζω πως με κοροϊδεύει. Δε μπορώ να το αγνοήσω άλλο. Νιώθω τα μέλη μου να χαλαρώνουν και καμπουριάζω για να εξοικονομήσω ενέργεια. Ο χορός μες στο κεφάλι μου αρχίζει. Η κοπέλα με τα μοκασίνια σηκώνεται και στη θέση της κάθεται μια σοβαρή κυρία με μυτερές γόβες. Δεν μπορώ πια να το εμποδίσω. Τον ακούω να μου λέει πόσο κρίμα είναι που «ήρθαν έτσι τα πράγματα», πως μου αξίζει κάποιος πιο ώριμος που δε θα με πηγαίνει πίσω, πως μ’ αγαπάει αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες που δε μπορούμε να ’μαστε άλλο μαζί. Μου διαφεύγουν σημαντικά σημεία της συζήτησης, όπως το τι απάντησε όταν τον ρώτησα τι ακριβώς εννοεί πως μ’ αγαπάει, αλλά θυμάμαι πολύ καλά τον ακριβή τρόπο που έσερνε το χέρι του πάνω στο τραπέζι ή το πώς έσφιγγε τα χείλη του κάθε φορά που σταμάταγε να 22
μιλάει. Βρίσκεται μες στο κεφάλι μου και τα ξαναλέει όλα από την αρχή αλλά δεν τον παρακολουθώ. Θα μπορούσε να λέει οτιδήποτε. Έχω κλείσει τον ήχο και τον παρακολουθώ ν’ ανοιγοκλείνει απλώς το στόμα του. Η εικόνα παραμένει. Ότι κατορθώνω αυτή τη στιγμή να προσδιορίσω μέσα μου, αδιευκρίνιστα συναισθήματα που δεν υποψιαζόμουν την ύπαρξη και τη σχέση τους με την ανθρώπινη ύπαρξη, συλλογισμοί που παλεύουν να λάβουν χώρα και να μ’ ανακουφίσουν ή ακόμα καλύτερα να μ’ απελπίσουν, όλα αυτά που δεν μπορώ ούτε όνομα να τους δώσω μα ούτε και μορφή, όλα αυτά έχουν γίνει μια συμπαγής σφαίρα, βαριά και άκομψη κι έχουν κατακάτσει κάπου μες στο κεφάλι μου. Χαμηλά, κάπου κοντά στο σημείο που ενώνεται με το λαιμό. Λίγο ακόμα και θα την καταπιώ αυτή τη σφαίρα. Έτσι όπως έχει σφηνωθεί εκεί δε μ’ αφήνει ν’ αναπνεύσω. Εισπνέω και εκπνέω όσο πιο βαθιά μπορώ. Δεν πρέπει με τίποτα να αφήσω τον εαυτό μου χωρίς αέρα. Νιώθω το βλέμμα ενός μικρού παιδιού, γύρω στα δέκα, πάνω μου. Υποθέτω πως το θέαμα που παρουσιάζω είναι αστείο. Το λιγότερο που μ’ ενδιαφέρει. Αυτή η σφαίρα έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Ίσως αυτό που με φοβίζει περισσότερο να μην είναι πως σε λίγο δε θα μπορώ να αναπνέω ή πως κάποια στιγμή θα ξεχαστώ και θα πάψω να εισπνέω και να εκπνέω συνειδητά, αλλά το ότι αυτή η συμπαγής σφαίρα θα είναι για μένα από δω και μπρος μια διαρκής απειλή. Κάποια στιγμή, το ξέρω, δεν μπορεί να συμβεί αλλιώς, κάποια στιγμή, νομοτελειακά, θα εκραγεί. Κι ό,τι γεννήθηκε πριν μια ώρα θα ξεχυθεί και θα γεννήσει ένα δικό του σύμπαν μέσα στο κεφάλι μου. Χριστέ μου... «Θησείο». Τώρα πρέπει να εκραγεί. Τώρα που είναι ακόμα μέρα, τώρα που είμαι ανάμεσα σε κόσμο. Τον προσκαλώ και πάλι μες στο κεφάλι μου. Τον καθίζω στην πολυθρόνα και του ανάβω το τσιγάρο. Να τα ξαναπεί. Όχι δεν μπορώ να τ’ αφήσω για μετά. Κουνήσου επιτέλους. Πες τα πάλι, φαίνεται πως δεν κατάλαβα. Θα ’ναι καλύτερα να μη βλεπόμαστε. Να μη μιλάμε. Τουλάχιστον για ένα διάστημα. Ναι, ναι αυτό είναι. Για ένα διάστημα. Ο ενθουσιασμός πέρασε και τα προβλήματα φάνηκαν. Πάντα εκεί ήταν. Απλώς τώρα φάνηκαν. Τα αισθήματα δε φτάνουν. Τα αισθήματα δε φτάνουν. Δε φτάνουν τα αισθήματα. Μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια. Δεν αντέχω να μην τα βάλω. Είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Κι έτσι γελάω. Όχι πολύ δυνατά. Δυο τρεις γύρισαν και με κοίταξαν. Και ξαναγύρισαν μπροστά τους. Θα σκέφτηκαν ότι είμαι τρελή. Με τους τρελούς καλύτερα να μην έχει κανείς πολλά πολλά. Δεν είναι δυνατόν να το εννοεί. Να μην επικοινωνούμε. Πώς να μην επικοινωνούμε; Όταν το κάθε λεπτό της ημέρας το έχω συσχετίσει μαζί του; Θα πηγαίναμε στην Αίγινα μονοήμερη το Σάββατο. Υποθέτω τώρα πως δε θα πάμε. Κόβεις το μισό σου εαυτό και τον γυρίζεις πίσω. Κάπως έτσι θα τα διευθετεί ο κόσμος τέτοιου είδους θέματα. Συμβαίνουν κάθε μέρα εξάλλου. Είμαι σίγουρη πως όλο και κάποιος σ’ αυτό το βαγόνι θα βρίσκεται σε παρόμοια θέση. Αν μπορούσα μονάχα να τον εντοπίσω...(να ίσως εκείνο το 23
παιδί που στηρίζεται στην πόρτα). Ξέρει τα πάντα για μένα. Ό,τι μου έχει συμβεί, ό,τι έχω κάνει, όπου έχω πάει. Κάθε ηλίθια σκέψη που έχει περάσει από το κεφάλι μου τα τελευταία δύο χρόνια, ό,τι έχω φοβηθεί, ό,τι έχω θελήσει...Μόνο που τα λέω αυτά στον εαυτό μου, μου ’ρχεται αναγούλα. Σα μονόλογος από ελληνικό σήριαλ. Μου ’ρχεται στο μυαλό ο στίχος «Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες...».Πώς μιλάει κανείς για χωρισμούς πρωτοτυπώντας; Για κάποιο λόγο θα πρέπει να υπάρχουν τα κλισέ. Για να τα λες στον εαυτό σου όταν δεν μπορείς ν’ αρθρώσεις σκέψη, για να μη σε πιάσει ο πανικός πως έχεις παγώσει, πως κοκάλωσες και δε λειτουργεί τίποτα μέσα σου που να δίνει ένα σημείο ζωής. Ποιηματάκια για να εξηγείς στον εαυτό σου αυτό που δεν μπορεί να διανοηθεί. Για να του τα υπαγορεύεις και να ’χεις την ψευδαίσθηση πως έχεις βάλει σε μια τάξη το χάος που τρέμει μέσα σου ή ακόμα χειρότερα για να λες στον εαυτό σου πως υπάρχει κάτι που κινείται και άρα και κάτι προς ταξινόμηση. Τίποτα. Μια τεράστια απορία που δεν ξέρω ακόμα σε τι συνίσταται. Ούτε να ρωτήσω δεν μπορώ λοιπόν. Κι όμως τώρα πρέπει να γίνει αυτό το μπαμ. Αλλιώς υπάρχει κίνδυνος...το βράδυ...όταν θα ’μαι μόνη. «Ταύρος». Απέναντι μου έχει καθίσει τώρα ένας χοντρός κύριος. Μου ’χει αφήσει ελάχιστο χώρο κι έχω στριμώξει τα πόδια μου όπως-όπως κάτω απ’ το κάθισμα. Δίπλα του μια κυρία με λινό παντελόνι και ασορτί πουκάμισο. Άψογα μακιγιαρισμένη. Τη ζηλεύω. Δεν ντρέπομαι που το λέω στον εαυτό μου. Αυτή τη στιγμή η κάθε υποψία συναισθήματος μ’ ανακουφίζει. Ζηλεύω την ήρεμη ζωή που δείχνει να ζει. Ίσως πάλι και να κάνω λάθος. Δεν έχω τη δύναμη να βγάλω συμπεράσματα ή να κάνω αναλύσεις. Έτσι κάπως πρέπει να λειτουργούν, λοιπόν, αυτά τα πράγματα. Κατορθώνεις να μπεις στην ψυχή του άλλου, τη διαβάζεις και την ερμηνεύεις και τη μαθαίνεις για να μην ξεχνάς και να καταλαβαίνεις κι ύστερα ξαφνικά ό,τι έμαθες πρέπει να το ξεμάθεις. Ή ίσως πάλι ακόμα χειρότερα ξαφνικά κάποιος έρχεται και σου ψιθυρίζει στ’ αυτί πως τόσο καιρό δεν ασχολιόσουν παρά μ’ ένα βιβλίο απ’ την προθήκη. Χιλιάδες αντίτυπά του κυκλοφορούν στην επικράτεια κι εσύ νόμιζες πως είχες πρόσβαση σε μυστική βιβλιοθήκη. Σαχλά μου φαίνονται όλα αυτά. Τι προσπαθώ; Να ορίσω τη θέση μου μπας και τη χωνέψω; «Καλλιθέα» Μικρή αισθάνομαι. Το βρήκα. Σαν αδαής φιλότεχνος που πηγαίνει πρώτη φορά στο θέατρο κι όταν οι ηθοποιοί υποκλίνονται στο τέλος ζητάει εξηγήσεις. Μα πριν λίγο ο καπετάνιος δεν ήταν νεκρός; Πώς συνήλθε έτσι απότομα και χαμογελά; Για γέλια η υπόθεση... Μια ξαφνική αποκάλυψη για μένα. Δεν είναι εξευτελισμός αυτό που θα ’πρεπε να νιώθω. Διαδικαστικό άγχος ίσως. Επιστρέφεις το βιβλίο απ’ το ράφι που το δανείστηκες και αν έχεις δώσει κάτι, το παίρνεις πίσω. Απλές, ξεκάθαρες διαδικασίες. Κοινότοπες, βαρετές, καθημερινές κι απαραίτητες.
24
«Κορίτσι, μπορώ να καθίσω;». Μια γιαγιούλα καμπουριασμένη που κοντεύει να πέσει πάνω μου. Το πρόσωπό της μοιάζει παραμορφωμένο απ’ τις ρυτίδες κι όμως απροσδόκητα ήρεμο. Δεν μπορώ να μην πλάσω στο μυαλό μου τον εαυτό μου στη θέση της. Όλα θά ΄χουν φύγει, θά ΄χουν ξεχαστεί, και δε θα θυμάμαι τι ακριβώς ήταν εκείνο που ξύπνησε την κάθε ύπουλη χαραγματιά στο πρόσωπό μου... «Κορίτσι...» «Ναι, φυσικά, με συγχωρείτε» λέω και σηκώνομαι, και ξαφνικά θυμάμαι πως λίγο πριν δεν είχα καταφέρει, στην ικεσία του ίδιου μου του εαυτού, να σηκωθώ. Κρατιέμαι από κάπου. Δε θέλω να κατέβω απ’ το τρένο. Κοιτάζω τη γιαγιά. Τα μάτια της έχουν χαθεί κάπου μες στο πρόσωπό της. Περίεργο που όσο γερνά κανείς τα μάτια μοιάζουν να μικραίνουν, να χάνονται, να γυρνάνε προς τα μέσα.. Όσο την παρατηρώ νιώθω να γαληνεύω. Απέναντί της ένας τύπος, γύρω στα πενήντα, με σκισμένα ρούχα και μούσι μακρύ και δίχρωμο. Μυρίζει κάτι ανθυγιεινό και κρατά ένα μπουκάλι κρασί. Κοιτάει γύρω γύρω και χαμογελά σαν παιδί. Παρενέργεια του κρασιού υποθέτω. Τον ζηλεύω κι αυτόν ακόμα, παρόλο που μπορώ να φανταστώ πως αυτός θα περάσει ακόμα πιο μοναχικά τη νύχτα. Έτσι όπως κάθεται ο ένας απέναντι στον άλλο νομίζω πως βρίσκομαι ενώπιον ενός μεγάλου μυστικού. Πως αν μπορούσα να τους φωτογραφίσω αυτή τη στιγμή, θα είχα συνοψίσει όλα τα ερωτηματικά, τις παύσεις και τα αποσιωπητικά της υφηλίου. Κάτι μουρμουρίζει ο τύπος με το μπουκάλι κι η εικόνα μου αναπάντεχα αποκτά ζωή. Οι φιγούρες μου λοιπόν ξυπνάνε. Παρατηρώ ότι φοράει μια κουρελιασμένη βρώμικη στρατιωτική στολή. Κάτι μουρμουρίζει και κοιτά τη γιαγιά. Τον κοιτάω στο στόμα για να καταλάβω. Η εικόνα αυτή λες και ξαφνικά μου ανήκει. «Παλιό.....». Δεν ακούω καλά. «..λιο....». Τι λέει; Έχει σχεδόν σκύψει και κοιτάζει τη γιαγιά που εξακολουθεί να κοιτά τα παπούτσια της και συνεχίζει. «Παλιογρ...». Η γιαγιά δεν αντιδρά κι ο τύπος πλησιάζει το κεφάλι του στο δικό της και γελάει. «Παλιόγριαααα». Δεν πιστεύω αυτό που ακούω. Την κοιτάει προκλητικά και περιμένει μια αντίδρασή της και δε σταματάει: «Παλιόγρια, παλιόοοογριαααα, ......λιογρια, παλιο.....». Δε σταματάει. Επαναλαμβάνει την ίδια λέξη σε κάθε παραλλαγή φωνής και τονικότητας. Η γιαγιά εξακολουθεί να μην αντιδρά. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να κάνει, εκείνη πάντως παριστάνει πως δεν ακούει. Κοιτάει κάτω, ίσως το ίδιο θλιμμένα όσο και πριν. Μου περνάει απ’ το μυαλό πως είναι της φαντασίας μου. Πως η όλη σκηνή είναι πολύ τραβηγμένη για να συμβαίνει πραγματικά. Βλέπω όμως μια παρέα που έχει γυρίσει κι αυτή με απορία και παρακολουθεί. Ένας κύριος σε μια άκρη κάνει πως διαβάζει μια αθλητική εφημερίδα και γελάει. «Παλιόοογρια....παλιογριάααα...παλιόγρια». Η γιαγιά έχει κουλουριαστεί, φαίνεται σφιγμένη αλλά δε φεύγει απ’ τη θέση της. Ο τύπος τώρα έχει σηκωθεί και κουνά χέρια και πόδια για να τον προσέξει η γιαγιά κι επαναλαμβάνει το σκοπό του. «Παλιόγριααααα...παλιόγρρρρια.....ε!...ε! 25
παλιογρια...». Γελάει μ’ εκείνο το σατανικό γέλιο που μόνο στις ταινίες ακούει κανείς. Η γιαγιά υπομένει στωικά. Μοιάζει να ’χει αποκαμωθεί και να μην μπορεί να κουνηθεί, να πει κάτι ή ακόμα να βρίσκεται κάπου αλλού και να μην αντιλαμβάνεται όλο αυτό που συμβαίνει γύρω της. Δεν αντέχω να την κοιτάω. Θα ’θελα να κάνω κάτι, να επέμβω στη σκηνή, όμως δε μπορώ να βρω κάτι αποτελεσματικό. Βλέπω τη γιαγιά να κοιτά τα πληγιασμένα πόδια της που ξεπροβάλλουν απ’ τα παπούτσια, ή το πάτωμα, και δεν μπορώ να το αντέξω. Έτσι ακίνητη όπως στέκει, μόνο το βλέμμα της θα μπορούσε κάτι να μου πει. Δεν μπορώ να το συναντήσω. Προσπαθώ να μαντέψω. Την παρατηρώ από πάνω ως κάτω. Ρίχνω μια ματιά στον τύπο κι ύστερα άλλη μία σ’ όλο το σκηνικό και δεν αντέχω άλλο. «Φάληρο» Κατεβαίνω. Μετά βίας φτάνω μέχρι το παγκάκι και κλαίω όπως δεν έχω ξανακλάψει.
26
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ Μαζί με το δέμα που σου έστειλα είχα δρομολογήσει τη σκιά ενός χαμόγελου, κι αγκαλιές μισές με μάτια γαλανά. Δεν είχα ιδέα πως δε θα το λάβεις. Απ’ το παράθυρο ακουγόταν μια ύποπτη γαλήνη. Περίμενα αρκετά και σ’ έκανα να ελπίζεις, περίμενες κι εσύ κι ύστερα βαρέθηκες. Ήταν το δώρο μου για σένα στο έλεος μιας ταχυδρομικής υπηρεσίας.
27
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ Έχει κίνηση στο δρόμο (κάποιο τρακάρισμα υποθέτω) Εκνευρίζομαι (η αλήθεια είναι πως δε βιάζομαι) Μυρίζω τις ανάσες των συνεπιβατών μου Στάση παράδεισος Κατεβαίνω Μπαίνω με θόρυβο στο διαμέρισμά μου Σκοτάδι. Σιωπή. Ανοίγω φώτα, τηλεόραση, ραδιόφωνο Τα δωμάτια φωτίζουν Τ’ αυτιά μου γαληνεύουν (σα ν’ άλλαξε η ατμόσφαιρα) Στον τοίχο μουγκρίζει ένας σωλήνας (ο διπλανός κάνει μπάνιο) Το τηλέφωνο χτυπά και τρέχω (να προφτάσω) Λάθος κάνανε Τρώω κι αποκοιμιέμαι στην τηλεόραση.
28
PERSONALITIES 1&2 (Ζωή) -Αργά δεν πάει; (Αριάδνη) -Έτσι είναι τα τρένα. Αργά και ρυθμικά προχωράνε. Με κάθε γουργουρητό της μηχανής βρίσκεσαι και πιο μακριά. (Ζωή) - Έχει αρχίσει να μ’ αποκοιμίζει αυτός ο θόρυβος. (Αριάδνη) -Υποθέτω πως δε σ’ αρέσουν τα τρένα. (Ζωή) -Η αλήθεια είναι πως θα ’παιρνα λεωφορείο μα γίνονται έργα στην εθνική και δεν ήθελα να καθυστερήσω. (Αριάδνη) -Τα τρένα! Αχ τα τρένα... Μετράω τη ζωή μου με τις ράγιες τους. Και οι σταθμοί. Ασκούν μια ανεξήγητη γοητεία πάνω μου. Τα λεωφορεία δεν είναι παρά οχήματα –κουτιά- που πληρώνεις για να σε πάνε από δω κι από κει. Μπαίνεις και βγαίνεις ο ίδιος άνθρωπος. Δεν πρόκειται για διαδρομή. Για μεταφορά πρόκειται. Δεν έχεις φύγει. Έχεις μεταφερθεί. Κι οι ράγιες. Γραμμές που έχουν φτιαχτεί πολύ προτού αποφασίσεις εσύ τη διαδρομή. Που έχουν χαραχτεί πολύ προτού εσύ διαλέξεις να τις ακολουθήσεις. Το τρένο προχωρά κι οι ράγιες πίσω του βρίσκονται ακόμα στη θέση τους. Κι ύστερα είναι που δεν περνάνε μεσ’ απ’ τις πόλεις... Περνάνε απ’ έξω: πίσω απ’ τις πόλεις. Από μέρη κρυμμένα. Βλέπεις τις στέγες των πόλεων όπως δεν τις έχουν δει ποτέ οι κάτοικοι τους. Όλη την ασχήμια και τη μουντζούρα. Μια παραφωνία στο τοπίο. Τις πραγματικές διαστάσεις. Τις πόλεις μπορεί να τις επισκεφτεί ο καθένας. Είναι προσβάσιμες. Απόλυτα προσβάσιμες. Αυτά τα χωράφια και οι πλαγιές όμως; Αχ... πρόκειται για μια τελετουργία σχεδόν μυστικιστική. (Ζωή) -Για μένα σημασία έχει να φτάνω. Σε τρεις ώρες και πενήντα λεπτά θα ’χω κατέβει. Που πάτε; (Αριάδνη) - Τρεχούπολη γράφει το εισιτήριο μου. Θα μπορούσε να λέει οτιδήποτε. Σημασία έχει ότι φεύγω. (Ζωή) -Κι εγώ εκεί πάω. Δεν έχω ξαναπάει, κι αλήθεια είναι πως τρελαίνομαι για καινούρια μέρη! Πάω για να μείνω, ξέρετε. (Αριάδνη)-Πώς το ξέρεις; (Ζωή) -Ποιο πράγμα; (Αριάδνη)- Πως θα μείνεις. (Ζωή) -Άμα δεν το ξέρω εγώ ποίος το ξέρει; (Αριάδνη)- Είσαι μικρή ακόμα. (Ζωή)- Μπορεί. Τρελαίνομαι πάντως και μόνο στην ιδέα ότι αλλάζω μέρος! Αλλάζεις τόπο και χώνεσαι σ΄ έναν άλλο κόσμο. Έχεις ξαφνικά το δικαίωμα να εισβάλλεις σε καινούριους κώδικες, να ερμηνέψεις άλλα τοπία. Εκεί που χτες ήσουνα ξένος, σήμερα έχεις τη θέση σου. Σα να ξεγελάς τη φύση και ν’ αλλάζεις σύμπαν. (Αριάδνη)- Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου φεύγω. Αλλάζω σχολεία, Πανεπιστήμια, μέρη. Χρόνια τώρα από κάπου φεύγω. Δεν ανήκα ποτέ πουθενά. Υπέροχη ανεξαρτησία μα και μοναξιά. Ποτέ δεν ανήκα πουθενά. 29
Ποτέ δεν ήμουν ένα με τους άλλους. Δεν είχα κοινές αναμνήσεις με τους ανθρώπους που δούλευα, που ζούσα μαζί τους. Οι αναμνήσεις μου βρίσκονταν πάντα κάπου αλλού. Κομματάκια που μ’ έφεραν εδώ που είμαι. Θραύσματα κοινά με το διπλανό μου μα τίποτα ολόκληρο. Να ’ξερες πόσες φορές θα πέθαινα για ν’ αφομοιωθώ και να νιώσω λιγότερο μόνη! Ένα κενό. Μια απουσία που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις . Οι αναμνήσεις των άλλων δεν είναι παρά στατικές. Οι δικές μου είναι φτιαγμένες από χίλια μύρια πράγματα, και πάλι κάτι λείπει. Φεύγεις με την ελπίδα να το βρεις. (Ζωή)- Εγώ δεν ψάχνω τίποτα. Αλλάζω μέρη για τη χαρά του καινούριου. Γιατί στο ίδιο μέρος βαριέμαι. Έτσι απλά. Για να γνωρίσω, να μάθω, να εισχωρήσω σ’ έναν άλλο κόσμο και να τον κάνω δικό μου. (Αριάδνη)- Γοητευτικά τα καινούρια μέρη, δε λέω. Μα άχρωμα. Οι δρόμοι που έχεις περπατήσει, τα σπίτια που έχεις επισκεφτεί, οι άνθρωποι που σ’ έχουν δει να κλαις. Αυτά είναι δικά σου. (Ζωή)- Τότε γιατί φεύγεις; Αν δεν είναι για το καινούριο, τότε τι ’ναι αυτό που σε διώχνει; (Αριάδνη)- Τίποτα δε με διώχνει. Φεύγω όχι με τη ελπίδα του καλύτερου. Δεν υπάρχει καλύτερο. Παντού ίδια είναι όλα. Σ’ άλλη σειρά, με άλλο τρόπο μπορεί. Οι κώδικες αλλάζουν, μα η σούμα μένει ίδια. Με την ελπίδα πως εκεί που θα πας θα βρεθεί κάτι που θα σ’ αγγίξει. Μ’ αυτή την ελπίδα φεύγεις. Πως θα υπάρξει κάτι που θα σε κρατήσει την άλλη φορά που θα θες να το βάλεις στα πόδια. Πως θα υπάρξει κάποιος που δε θ’ άντεχε τη φυγή σου. Και τότε θα μπορούσες να μείνεις. (Ζωή)- Ψάχνεις λόγο για να μείνεις; Μα γιατί; Αφού όλη η ουσία είναι η περιπέτεια της αλλαγής. Η γνώση δεν είναι αυτό που ζητάμε; (Αριάδνη)- ...Νομίζεις πως ψάχνεις για τη γνώση. Έτσι λες στον εαυτό σου. Μα στην ουσία το μόνο που γυρεύεις είναι να νιώσεις άνθρωπος. ……………………………….. (Ζωή)- Θέλω να κατέβω. (Αριάδνη)- Να κατέβεις; (Ζωή)- Να γυρίσω πίσω. (Αριάδνη) - Περίμενε λίγο. (Ζωή) - Τώρα. (Αριάδνη) - Στον επόμενο σταθμό μπορείς να κατέβεις.
30
ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ Ασυναίσθητα είχα ανοίξει την πόρτα. Πρέπει να ’χα ξεκλειδώσει αθόρυβα. Βγήκα στο δρόμο και μάλλον χάθηκα. Το σπίτι μου ήταν ζεστό και ‘γώ βγήκα με το κοντομάνικο. Περιπλανήθηκα υποθέτω για ώρες γιατί τώρα οι φτέρνες μου πονάνε. Και το ποτάμι φαίνεται -κι αυτό ακόμασε μια κατάσταση έκστασης το πέρασα -ή ίσως και ληθάργουκαι φαίνεται πως άνοιξα πάλι την πόρτα χωρίς κλειδιά και υποθέτω πως κάπως έτσι βρέθηκα σπίτι μου να κοιτάζω απ’ το παράθυρο μια θέα που δεν είχα ξαναδεί.
31
ΧΩΡΙΣΜΟΣ Άνοιξα τα μάτια στο ίδιο σκοτάδι. Το περίγραμμα του γραφείου μου ένας σκούρος σκοτεινός όγκος κι η καρέκλα κενή, προκλητική, γυμνή. Ο ήχος της βρύσης, το κρύο νερό, ο καφές και το κουλουράκι -τι να φορέσω;η κλειδαριά κι ο σύρτης και ξανά η κλειδαριά. Το σκηνικό μου, μου ’χει μείνει πιστό. Ευτυχώς
στις
υπότιτλοι.
32
παραστάσεις
δεν υπάρχουν
Μαρία Γιακανίκη _________________________________________________________ ΕΞΕΓΕΡΣΗ Ήρθαν τώρα εκείνοι Με τα θρασύτατα βλέμματα Και τα βλάσφημα χείλη και Με τα σώματα έτοιμα Να τα ποτίσει η ατσαλένια βροχή Σ’ ευωδιών θάλασσα αρρωστημένη Θα κολυμπήσουν και Σε υγρές τάφρους θ’ αναπαυτούν Όλοι μαζί Την πεινά και τη δίψα σύντομα θα ξεχάσουν Τα βρώμικα μέλη κι οι ζεστές ανάσες μόνο μένουν Και μια ελπίδα Νερό εξ ουρανού ζητάνε να δροσιστούν Και το αίμα να ξεπλύνουν Ροδοπέταλα μαβιά θα σκεπάσουν την πόλη Και μύρια χρώματα σε σκοτεινό ουρανό θα φανούν καθώς Αμέτρητοι άγγελοι εβένινοι και πορφυροί Με ξύλινες σαΐτες στους δρόμους τρέχουν Κι αναζητούν τους δήμιους για εκτέλεση Καταραμένοι και τρελοί Θέλουν να κάψουν τη μανία του εξουσιαστή Με φλόγα παγωμένη και σκληρή Μα αυτή πάντα ξεφεύγει Κι αλλάζει πρόσωπα Όμως να το ξέρετε Είναι δειλή…
33
ΑΓΡΥΠΝΗ ΝΥΧΤΑ Φαντάσματα του παρελθόντος ξεχύνουν την αύρα τους Ολόγυρα Και μορφές του Σήμερα ματώνουν τα σεντόνια Με ήχους μυστικούς Κι ύστερα φεύγουν Μοναξιά… Αναζητητής της Ουτοπίας Διατρέχεις την αιωνιότητα Προσπαθώντας από κάπου να πιαστείς Μάταιος κόπος Η ομορφιά γλιστράει από τα δάχτυλα Νερό άϋλης πηγής Γίνονται όλα Βουλιάζοντας στη στατικότητα Ο χρόνος σταματά Κι όμως το ρολόι συνεχίζει Με τους δείκτες ξηλωμένους Μερικές φορές μες στο σκοτάδι Για όλα αναρωτιέσαι Το μόνο που νιώθεις αληθινό Είναι η κουβέρτα σου Που σε τυλίγει με ένα χάδι παράξενο Και ζοφερό..
34
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ Η σιωπή είναι όμορφη όταν Χαμογελώντας με κοιτάζεις από μακριά Προσμένοντας κάτι θλιμμένα Και αινιγματικά Δε θέλω πια ολάνθιστους κήπους Και ονειρικές παραλίες Ούτε ουράνιες μελωδίες ρομαντικές Που πανέμορφα ηχούν κι αποκοιμίζουν Στη φανταχτερή λίμνη των αισθήσεων Δεν θέλω λόγια έρωτα τρελού Και μέθης παραμιλητό ν’ ακούσω Δεν θέλω πια Μόνο τις τρυφερές κόρες του μυαλού σου Να περάσω, ν’ αγγίξω και να απαλύνω Τον πόνο σου μες στο σκοτάδι Όταν τον έλεγχο των σκέψεων χάνεις Και με τη γεύση του βάλιουμ στο στόμα Με τη φωνή του θανάτου Ηδονικά συνδιαλέγεσαι Και φλερτάρεις Αυτό μόνο θέλω..
35
Μαρία Κουνιάκη _________________________________________________________ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ Κατοικία τετράτροχη και ο δρόμος, ποτάμι ατέλειωτο που μεταφέρει σε πολιτείες πρωτόγνωρες ένα γυμνό, σανιδένιο κρεβάτι για εξήντα πενιχρά λεπτά ανάπαυσης.
36
MY MOTHER
My unanswered question for a lifetime Was how you could graduate From so many, hard lessons Apple pie making, bread – baking, house care - taking Your stained apron Is better than the palette of any painter Your needle when you sew In the corner of the living - room Follows a clockwise rhyme.
37
BIRTH
Room 315 Monday, 9:00 p.m. The mother is still etherized, Unable to hear Her infant’s first cry. A six - month old creature With snail - like eyes Limpet - like body No - one could have guessed It had the power to defeat As well as to contradict Twenty times doomed But twenty times saved
38
Παρασκευή Μαθιουδάκη _________________________________________________________ ΑΤΑΚΤΟ ΠΑΙΔΙ Με λένε άτακτο παιδί, κακό και σκανταλιάρη. Μου λένε πως δεν κάθομαι και πως δεν ησυχάζω και τρέχω σαν το άλογο και δυνατά φωνάζω. Κοίταξε εσύ απαίτηση! Και τι θα γίνω, γέρος; Να κάθομαι παντοτινά σε ορισμένο μέρος; Το αίμα μεσ’ στις φλέβες μου θέλει κυκλοφορία! Θέλω παιχνίδια και χαρές, φωνές και φασαρία! Γι’ αυτό και η μανούλα μου δεν πρέπει να θυμώνει και στα καλά καθούμενα να με ξυλοφορτώνει!
39
Μαρία Μπίτρα _________________________________________________________ Η ΑΡΧΗ ΚΑΘΕ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Η Νιόβη ξυπνά. Αισθάνεται τη διαφορά στον ήλιο που χαϊδεύει τα βλέφαρά της. Νιώθει ζωντανή αν και κάπως μουδιασμένη. Τώρα οι ημέρες φαντάζουν διαφορετικές. Είναι διαφορετικές. Προβάλλουν μεγάλες και πιο διαθέσιμες να γεμίσουν δράση. Η αρχή της αφύπνισης ήρθε ξαφνικά.Tην ώρα που μπροστά της πέταξε μια πεταλούδα. Πρόλαβε και την είδε. Ήταν το λαμπύρισμα των φτερών της, που τράβηξε την προσοχή αυτής της κοπέλας. Έκανε τη διαφορά στο δευτερόλεπτο αυτό της ζωής της. Η πεταλούδα φάνταζε όμορφη και δυνατή. Σκέφτηκε πως αν τα χρώματα της ομορφιάς του κόσμου ενώνονταν σε ένα ψηφιδωτό, αυτό θα ήταν τα φτερά αυτής της πεταλούδας. Άξαφνα αναλογίστηκε τη δύναμη της φύσης. Πώς μέσα από ένα ασχημούτσικο κουκούλι βγήκε τέτοιο όμορφο ον. Μέσα από ένα κουκούλι...σαν το κουκούλι που περιέβαλε τη δική της ζωή! Ήταν άραγε και στη δική της την φύση να εξελιχτεί σε κάτι εξίσου λαμπερό; Η στιγμή αυτής της αισιόδοξης σκέψης, την όπλισε με θάρρος. Έπρεπε να επανεξετάσει τα πάντα στα οποία υπήρξε τυφλή. Η όλη σκέψη της συνειδητοποίησης του κόσμου που αγνοούσε, την άφηνε άυπνη. Έπρεπε να ανακαλύψει τις πόρτες που υπήρχαν άλλοτε μπροστά της, και που νόμιζε ότι δεν έμελλε ποτέ να ανοίξει. Είδε τον κίνδυνο της απραξίας και αποφάσισε να παίξει το δικό της παιχνίδι στη σκακιέρα της ζωής. Ξεχώρισε τα άσπρα πιόνια από τα μαύρα στη ζωή της και έκανε επιλογές. Ξεκαθάρισε και κράτησε όσα την κάνουν δυνατή. Ξέκοψε από όσα αποτελούσαν τροχοπέδη. Πολύ πιο πριν αγνοούσε και, παρακινδυνευμένο ίσως να το πούμε, εθελοτυφλούσε. Απέρριψε την πρώτη ευκαιρία, ύστερα τη δεύτερη. Όλες οι υπόλοιπες χάθηκαν με την ίδια ευκολία. Μόνο που για το κορίτσι αυτό δεν ήταν ευκαιρίες παρά τρένα με αδιάφορα δρομολόγια. Το λάθος της ήταν ότι αγνοούσε τις δυνατότητές της και κυρίως το ότι υπήρξε απαθής. Το πούλι σε καθοδηγούμενες σκέψεις άλλων. Ημιμαθής και ετερόφωτη. Δεν ήξερε πως θα ερχόταν η στιγμή που θα έφτανε στον πάτο. Αναγκαία κατάντια όμως. Πρέπει κανείς να φτάσει στο πιο σκοτεινό του σημείο για να ανακαλύψει τελικά τον εαυτό του. Και εκείνη τη χρονική στιγμή να βρεί το σθένος να σηκώσει το ημιδιάφανο βέλο της άγνοιας και να βγει από την δοκιμασία νικητής. Ήταν νωρίς ακόμα για το πρώτο φως. Η γέννησή της, της έδωσε εικόνες. Το περιεχόμενο αυτών, θα ήταν κάτι που μόνη της θα έπρεπε να ανακαλύψει.
40
Μαρία Πέππε _________________________________________________________
SHUT THAT LIGHT OUT (2)
Darkness has fallen everywhere, my heart inside is cold and bare, high in the sky the moon is bright, two live coals glare in the night. I feel the breeze through my few hair, her dress of silk slapping my face, a loud laugh drifts in the air and all I see her veil of lace. She throws herself into the lake, leaving me here alone and worn, with eyelids, heavy feet that ache and that disturbing light still on.
41
Η ΜΠΟΥΚΛΑ Έτσι του ’ρθε να φύγει όταν την είδε να κάθεται βυθισμένη πάνω απ’ τα χαρτιά της με τα μαλλιά πιασμένα κότσο με ένα μολύβι, αλλά την τελευταία στιγμή μια μπούκλα που είχε ξεφύγει και αναπαυόταν απαλά στο κέντρο του λαιμού της τον σταμάτησε. Ζαλίστηκε ακολουθώντας την κυκλική πορεία της και παραπάτησε. Παραλίγο να ρίξει κάτω το βάζο με τα άσπρα ζουμπούλια απ’ την επέτειό τους, που τώρα είχαν πάρει ένα ασπροκίτρινο αρρωστιάρικο χρώμα και που απ’ το νερό τους, που είχε να αλλαχθεί πάνω από μια εβδομάδα, αναδυόταν μια γλυκόπικρη μυρωδιά. «Θα σας φάνε τα ποντίκια» άκουσε τη φωνή της μάνας του σαν ηχώ στ’ αυτιά του και χαμογέλασε. Τη σκέφτηκε να εισβάλλει μες στο σπίτι μ’ ένα ξεσκονόπανο στο ένα χέρι κι ένα σφουγγαρόπανο στο άλλο και γκρινιάζοντας για την ακαταστασία και τη βρώμα να βάζει τάξη αγανακτισμένη με τη νύφη της. Εκείνη θα συνέχιζε να γράφει χωρίς να παίρνει χαμπάρι, ότι πίσω της η επαγγελματίας της καθαριότητας είχε αναλάβει δράση. Κάποια στιγμή μόνο θα σήκωνε το κεφάλι και θα μουρμούριζε ένα «πότε ήρθατε;» χωρίς να περιμένει απάντηση. «Τι έγινε; Γιατί χαμογελάς;», η φωνή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Τελειώνεις να πάμε να φάμε; Πεινάω!» «Τώρα, τώρα, μια παράγραφος μου ’χει μείνει και φύγαμε», είπε και ξαναγύρισε στα χαρτιά της. Αυτό το είχε ξανακούσει πολλές φορές. Του το είχε πει και τη μέρα του γάμου τους. Πριν την τελετή είχαν συμφωνήσει να βγουν για τελευταία φορά ως ελεύθεροι κι όταν τη βρήκε σκυμμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι μ’ ένα τετράδιο στο χέρι να γράφει, τόλμησε να ψελλίσει: « Μα καλά, πότε θα ετοιμαστείς;» «Τώρα, τώρα, μια παράγραφος μου ’χει μείνει και...» Την περίμενε, ως συνήθως, και όπως ήταν φυσικό, ίσα ίσα πρόλαβε να ετοιμαστεί για την εκκλησία. Εκείνη τη νύχτα έλαμπε η λευκή νυφούλα του με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Όλοι έλεγαν τι όμορφη που ήταν. Μόνο εκείνος πρόσεξε την μπούκλα που είχε ξεφύγει και τις μολυβιές στο λαιμό της. «Λοιπόν, είμαι έτοιμη, φεύγουμε;» «Ε, πάμε, ναι, μόνο μην αφήσεις κάτω τα μαλλιά σου. Άστα έτσι με το μολύβι, πιασμένα κότσο». Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα αποσβολωμένη κι ύστερα έβαλε τα γέλια. Φύγανε, κι όταν γύρισαν και έπεσαν για ύπνο, εκείνος δεν κοιμήθηκε. Όλη τη νύχτα κοίταζε την μπούκλα και τις μολυβιές στο λαιμό της.
42
ΠΑΡΑΜΥΘΙ (2) -Θα μας πεις ένα τραγούδι; -Εγώ δεν ξέρω τραγούδια. -Τι ξέρεις; -Παραμύθια. Ήταν, λέει, ένας κάμπος άγονος, και μια κερασιά, που ο κορμός της ήταν ροζιασμένος απ’ τα χρόνια, μα τα κεράσια πάντα γλυκά και κόκκινα, σα μάγουλα μικρού παιδιού που κουλουριάστηκε μπροστά στη σόμπα, κι αποκαμωμένο, απ’ το παιχνίδι με μια πεταλούδα, αποκοιμήθηκε.
43
ΤΑΞΙΔΙ (1) Νύχτα στο δάσος περπατούσε, στο χέρι της μονάχα ένα μήλο. Με κάθε βήμα και μια δαγκωνιά, αγωνιώντας να φτάσει στον πυρήνα. Ήταν πρωί όταν έφτασε στο σπίτιμε πρησμένα πόδια και μια γλυκιά γεύση στο στόμα.
44
Σοφία Πετροπούλου _________________________________________________________
TO A CHIMNEY-SWEEPER
Your eyes, filthy pearls Struggling for attention In the midst of a distracted crowd You are invisible They look for clowns They get a glimpse They turn their head Another unwanted spectacle I watch your stolen youth Bound to lose my sight In a world dying blind.
William Blake’s Songs of Experience “Chimney Sweeper”
45
ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ Εαρινή μυρωδιά Υφή μεταξιού Τρύγος φιλιού Υγρή άμμος Χείλη από φράουλα Ιώδιο του νου Αεράκι της θάλασσας
46
ΤΟΠΙΟ Έβρεξε χώμα και κρασί· Τα πουλιά κολύμπησαν ως τη στεριά. Προσπάθησα το λάθος να διορθώσω, Μα ακούω μια φωνή: «Σταμάτησε, το λάθος είσαι εσύ».
47
Μαρίνα Πέτρου _________________________________________________________ OΙ ΕΡΩΤΕΣ Κοίταξε τους πως χορεύουν. Έχουν κοινό θαυμαστό. Το Διόνυσο και την Αφροδίτη. Ο Διόνυσος τους ακολουθεί. Η Αφροδίτη τους αγγίζει. Μια γιορτή στους ουρανούς. Μια γιορτή θνητών και θεών. Η σελίδα στο βιβλίο γίνεται τρισδιάστατη. Η φαντασία περιτριγυρίζει τη λογική. Οι μορφές τους αστείες και οικείες. Ποιους να πιστέψω τελικά! Ίσως και να ξέρω. Μα και η γνώση για αυτούς είναι ένα παιδί που παρασύρουν στο χορό τους.
48
ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ Μου εξομολογήθηκε πως τη νύχτα στο τραπέζι της κουζίνας κάθονται και μιλούν. Της μιλάει για τη διάσταση την άλλη Για το διάστημα όχι. Την κοιτάει. Αυτή με μύρο της Μαγδαληνής. Όλο τ’ άρωμα του χαρίζει. Στην ευθεία γραμμή του τοίχου ψάχνει αυτή μια καμπύλη. Αυτός της τη χαρίζει Ευγενικά. «Κράτησέ τη Αιώνια ζωή» Μου εξομολογήθηκε πως τη νύχτα στο τραπέζι της κουζίνας κάθονται και μιλούν. Της μιλάει για τη διάσταση την άλλη Για το διάστημα όχι. Την κοιτάει. Αυτή με μύρο της Μαγδαληνής. Όλο τ’ άρωμα του χαρίζει.
49
Στην ευθεία γραμμή του τοίχου ψάχνει αυτή μια καμπύλη. Αυτός της τη χαρίζει ευγενικά. «Κράτησε τη» της λέει «Το επόμενο βράδυ μου την επιστρέφεις»
50
ΤΑ ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΑ Η γυναίκα με την παράξενη φορεσιά επιταχύνει το βήμα. Πέταξε τα γκέμια. Ο δρόμος έχει γεμίσει από αυτά. Φτάνει στο καινούργιο μαγαζί. Δεν είναι μόνη πια. Τα καθαρόαιμα τη χαιρετούν. "Είμαστε ελεύθερα" αναφωνούν.
Αφιερωμένο στις γυναίκες του Αφγανιστάν
51
MILLENΝIUM Συγκέντρωση αστέρων στον αμφιβληστροειδή του ματιού μου. Χαρακτήρες έργου χωρίς νόημα, η κραυγή τους δε σταματά. Μα που είναι ο ουρανός; Χάθηκε; ΄Η μήπως η αλλοπρόσαλλη φυλή του Αδάμ και της Εύας τον σκότωσε; Millennium.
52
Χρυσή Πιτσινίδου _________________________________________________________
EGO
When you try to meet yourself in a squalid backyard, You always end up with a red flower, trying to climb up Your neck. Belong? Το να ανήκεις Είναι σα να ζεις Στην καρδιά ενός λουλουδιού Αναμασώντας τη γύρη Μαζί με τους άλλους γύρω σου Το να ανήκεις Είναι σα να αναπνέεις στο αίμα Χιλιάδων παιδιών Ένα λεπτό πριν αποκοιμηθούν Τα όνειρά τους Ανήκω;
53
VEIL
My eyes concentrate on the looking glass Which gathers the room Like the net of a spider And my figure disappears. Me, a black-bird that can have no hold of itself The reflections of my jewels, placed upon the piano Sparkling and gleaming Hypnotize me. Another night is coming And I am following it.
54
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Πότε θα γυρίσεις στο σπίτι; ρωτούσε η Φίνα τον Γιώργο, κι εκείνος της έλεγε ότι πρέπει να ταξιδεύσει πρώτα, πάνω σε μια πράσινη εξέδρα. Και τότε εξανεμίστηκε ο άνεμος και όλα τα πατώματα υποχώρησαν και έγιναν όλα πουλιά που τα πήρε στις πλάτες του και τα πήγε μακριά. Όλα ήτανε χάος, όλα στο σκοτάδι πνιγμένα κι εγώ η μητέρα μου νόμιζα πως θα ’ρθει αλλά δεν ήρθε στον ουρανό κι έτσι κάθισα μόνη μου στην ακροθαλασσιά κι έπαιξα με τη λάσπη ώρα πολλή, ώσπου φανερώθηκε μπροστά μου μια μοναχική φιγούρα μαγική, που έβλεπαν μόνο οι αποξεχασμένοι κοντά στο κύμα, που με σήκωσε ως την αγκαλιά της ψηλά να κάνει βόλτα. Κι εγώ τότε βρέθηκα στον παράδεισο στο χάος, κι η φιγούρα αυτή επίμονα στη μνήμη μου και εγώ να μην μπορώ να ξεφύγω. Κι έλεγα: Θεέ μου, γιατί στο χάος κάνει βόλτα η Χρυσή που ήμουνα εγώ; Τώρα γιατί, επέκτεινα τις δραστηριότητές μου -στο χάος- εξυπηρετώντας αυτούς που είναι ήδη πεθαμένοι. Καληνύχτα στο επέκεινα, καληνύχτα στο σαρκικό μένος, καληνύχτα σε όλα τα σύνορα του αγνώστου, τώρα εγώ κολυμπάω στο χάος, μπαίνω μέσα του, αφήνω να με βουτήξει το τέλος της ιστορίας, το Χάος.
55
ΕΡΩΤΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ Δύσκολο να αντέξεις να ζεις σε τέτοιες συνθήκες Ο άνεμος που το διαπερνά, η υγρασία Όταν το νοίκιαζες, στο είχαν πει: δεν έχει γερά οικοδομικά υλικά. Εδώ ούτε πρασινάδα, ούτε θέα των άστρων στο παράθυρο. Βέβαια, ό,τι επιθύμησες, θα το έχεις Μα ποιο θα είναι το τίμημα για όλα αυτά;
56
ΙΚΑΡΟΣ Ένα φύλλο λευκό στα χείλια του Εγγονόπουλου Είναι μία ρομφαία ασημένια Που χαράζει την επιφάνεια της θάλασσας Μια νύχτα, τον είδα με την Ακρόπολη μπροστά στο στήθος του Έλληνας, στο Αττικό του σπίτι Με το πράσινο, σημαία Και με το εσωτερικό κατάστρωμα Να βάζει πλώρη για εκείνα τα σύννεφα Που θα τον οδηγήσουν στο αμάραντο ρόδο Της Κωνσταντινούπολης.
57
ΜΗΤΕΡΑ Εμείς είμαστε στο σπίτι της Σοφίας. Ο αδερφός μου Με ένα φτερό παραδείσιου πουλιού στο κεφάλι του Εγώ, με έναν κεντημένο με λουλούδια καθρέφτη όλοι, εκτός από τον πατέρα μου που έχει στρέψει το βλέμμα του σε μια πράσινη λίμνη από σμαράγδια και το Βασίλη που βρίσκεται πάντοτε εκεί.
58
ΟΔΟΣ ΑΘΗΝΑΣ Η βροχή πέφτει ασταμάτητα Και κάνει κρύο Πότε θα ξαναγυρίσω σπίτι Να ζεσταθώ κι εγώ λιγάκι Που κρυώνω καθώς στέκομαι Θλιμμένη τώρα εδώ Και περιμένω Κάποιον άγνωστο άντρα Που δεν ξέρω καν αν θα φτάσει ποτέ Κοιτάζω τα πράγματα στη βιτρίνα Το μαγαζί είναι άθλιο και φτηνό Τον είδα προχθές στη λαχαναγορά Και με χαιρέτησε Πήγαμε σε μια γωνιά Με έσφιξε στην αγκαλιά του Και μου είπε: «Θα τα ξαναπούμε Μεθαύριο θα σε περιμένω εδώ» Μη μου ξαναμιλήσεις Δε θα κοιτάζω πια γύρω μου Όταν από τα μέρη τούτα Θα περνώ Οι θόρυβοι της πόλης, η βροχή Θα ’ναι το μόνο Που θα υπάρχει.
59
Μαρία Ραπτοπούλου _________________________________________________________
NOT ALIVE
Hanging to your ear Moving with every move Of yours Given life by Your breath Still It is a lifeless EARRING.
60
Άννα Ροδοπούλου _________________________________________________________
POEMS BY SINEFINE Eclipse
Parting
Departure
the maddening non-matter in my way steals light from your love; thus you are eclipsed my sun
Your lines move away rails uniting into memory or rather a needle piercing my heart
I know that when the night approaches the sun has to go away How I wish this were only Midsummer’s night my love
Interchaotica
Palm Tree
Through the tunnel our pace proceeds There is no other way Unless we dream of a different tunnel and follow a different path in our dreams
Look at me I’m a young tree Seed I’ve been First I blossom Then fruit I will give The lines of my palm mark my destiny
ELLIPTICAL
BLADE
In a system of lines I want to be the paper I want to be the pencil I want to be the hand drawing – so that I can draw something other than lines – so that I can draw the world
I dreamt I was rollerblading I dreamt I was rolling I dreamt that I was the blade of the knife I held against my veins
61
ΕΡΩΤΟΣΠΗΛΙΑ Πριν το θρόισμα της σκέψης τα χρώματα της Ανατολής φως αναδυόμενο εκεί που θάλασσα και ουρανός ένα - μυστηριακά εξαγνίζουν Αυτά τα μάτια τα ανθρώπινα που πεθαίνουν για αγάπη Ποτέ δε θα ’ναι αγνά – όχι Αθώοι κι ένοχοι συνάμα στα βότσαλα τα λαμπερά απλώσαμε συνειδήσεις σε άμπωτη Κι ενώ ανατέλλει, φυτρώνει το φως η αγάπη σβήνει, λιγοστεύει μας αφήνει αδειανούς να κοιτάμε πέρα μακριά αυτό που γεννιέται καθώς πεθαίνουμε
62
Το φως μέσα μας τελειώνει Ξυπνά το φως του κόσμου Ένα μεγάλο ροζ τριαντάφυλλο στα Γλυκά Νερά Χάραμα στην Ερωτοσπηλιά τα πρωινά της απώλειας Μείναμε Με τα μάτια αγκιστρωμένα στον φωτεινό ορίζοντα όλοι σιωπηλοί
63
Γιώργος Ταϊφάκος _________________________________________________________ DE PROFUNDIS I took a bullet ‘cross the oceans of my mind And shook the forests underneath The fruits that shake and fall from such a turbulence Are always most appealing to the eye. But, yet, it seems that more and more The waters and the waves grow barren from my misuse, And plunge my blasts headlong into the sand.
64
IN COMMUNE
My good and loving neighbors, This silence that has fallen on our town Has become a rope around my neck. Where once the racket and the music Of our liveliness stretched out As far and wide as man could hear, Now not a whisper, not a note is heard, Except the whistle of the wind, scraping our rooftops. My good and gentle neighbors, ‘Tis this quietness that keeps us bound behind locked doors, That plunges us headlong in silent desperation And makes the rows of our houses Resemble graveyards, upon graveyards, upon graveyards. But I’ll remain stretched on my grave no longer. My good and dying neighbors, ‘Tis time we break the silence that lulls us to our deaths, Not with a sigh, not with a whimper, but a bang. My calm and silent neighbors, I wish to speak – I know not what about and know not if I’m heard, But speak I must, before the stagnant waters of our sleep Become my too-familiar home.
65
REQUIEM
I. Dies Irae That’s not my love stretched pale and cold upon this coffin My love’s still running in a field, or by some brook Where I last left her. II. Recordare That’s not my lover’s face And surely not her hands so small and pallid and dead-still. She’s merely resting, by some tree, or river of my memory. III. Confutatis My love’s not dead, she’s sleeping, So, I’ll walk gently in our chamber, careful not to wake her From her slumber, because, you see, I know My love’s not dead, she’s sleeping. IV. Lacrymosa My love’s not sleeping in the earth tonight. Our bed is ready, and her pillow warm – ‘Twas there that last I held her. V. Benedictus I shall not weep, and shall not cry for her demise. ‘Tis not this body that my lover was – This body’s nothing but an empty vase. Again will she come to me in another guise.
66
REVERIES IN AN AFTERNOON
They were the children of tomorrow, Tall, with a flash of lightning in their eyes, The spring in their hands and The finger of God upon their foreheads. As they walked one day across the square With heads and bodies wrapped in flames, Clearly in them we could see the Whitmans And the Brechts of our future And as they progressed down the street A vivid image of the men we could have been Passed briefly before our eyes And was neatly soon forgotten. We then sought comfort in prescriptions And fond teachings of our fathers and our priests: Ne dubita: cum magna petes, inpendere parva 1 And Hath not God made foolish the wisdom of this world 2? And of these words we each took heed for life, Holding them dear to our souls and pressed against our hearts For fear that we should falter and desire That which they were and we would never grasp.
1 2
ÂŤDo not doubt: always reach for the great (things), never for the smallÂť Paul, First epistle to Corinthians, 1:20
67
EXODUS
A long time since those glorious days have passed When they seemed like the fishermen And we were but the fish. At times we still wonder down here in the plain What would our lives have been Had we, too, dared to brave the mountains.
68
ΑΝΑΘΗΜΑ Εμείς, που Ιθάκη δε γνωρίσαμε, Και δεν ορμήσαμε στα τείχη κάποιας Τροίας, Εμείς, που ποτέ δεν αψηφήσαμε του Ποσειδώνα την οργή, Κι ούτε πανιά ανοίξαμε ποτέ για τις Ινδίες, Εμείς, που σε κανένα καίσαρα κεφάλι δε σηκώσαμε, Κι ούτε αδέρφια πίσω αφήσαμε να ψάχνουνε Αν ζούμε ή αν πεθάναμε στο δρόμο της Ασίας, Εμείς, που μίλια πίσω μας αφήσαμε και Μήδους και Σπαρτιάτες, Και Θερμοπύλες και λέξεις ηχηρές κι επίφοβες, Και που ποτέ δε μας θυμήθηκε του Σιμωνίδη η σμίλη, Εμείς, διαλέξαμε ανδραγάθημα, την τελευταία μεγάλη περιπέτεια: Να ζήσουμε στα χρόνια μας σαν άνθρωποι απλοί κι ειρηνικοί, Τραγουδώντας στον εχθρό και κερνώντας τον ξένο. Να φτιάξουμε παραμύθι το αίμα που ποτίσαμε τη γη, Για να μας θυμούνται τα παιδιά μας Με χαμόγελο.
69
ΜΙΑ ΜΑΝΑ, ΠΡΟ Ή ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ Τα παιδιά μου όλα είναι νεκρά Εσείς τα κόψατε ένα-ένα, πριν να ’ρθει καν το καλοκαίρι. Εσείς τα τσακίσατε, με πέτρες, με σταυρούς Με σφαίρες και κώνεια Όταν τα έστελνα να μαζέψουν τη βροχή Και να σπείρουν εκκλησιές πάνω στα βράχια. Τα παιδιά μου όλα είναι νεκρά Και λίγο-λίγο μέσα μου η όψη τους θολώνει, Μα ήταν όμορφα – και τούτο το θυμάμαι. Ήταν το «όχι» το μεγάλο στο «μπορεί», Η αγάπη πάνω σε μάτια φοβισμένα, Κι η μέρα που στάζει μέσα στη νύχτα. Τα παιδιά μου όλα είναι νεκρά Πλατάνια, κερασιές, καρυδιές, στα χέρια γαρύφαλλα, Θάλασσα, κύμα πάνω στο κύμα, τα χέρια κομμάτια, Πέτρα κι άλλη πέτρα. Αυτά είναι τα μέσα μου τοπία Αυτά είναι τα μέσα μου πελάγη. Τα παιδιά μου όλα είναι νεκρά, Γιατί είναι οι άνθρωποι βαθιά λαγκάδια, κι άβατα Που σαν αντρωθεί μέσα τους ο φόβος, Τους θερίζει την ψυχή από τη ρίζα. Τον αδερφό και το φίλο τον χάσαμε στον πόλεμο. Τον εχθρό και το φονιά τον βρήκαμε ο ένας στον άλλο. Λησμονιά… Δικαιοσύνη…
70
Γεωργία Τσιχλάκη _________________________________________________________
DIALOGUE
In a room. Bright light. No windows. A voice is heard. - What are you doing here? - I was asked for. - Do you know me? - Have you met me? - I can’t remember. I was asked to sit in this room. - I know you. You asked me to kill somebody. - Who? - I can’t remember. - Did you do it? Silence - There was a time when you were a leaf. - A petal? - A person? - Breathing. - A woman? - Gardening the sky. - Alone? - It was you who told me. - Of a sacrifice? - Of a dream. - Let’s look outside the window. - I can see nothing. - There was a time when you used to see.
71
Silence - Walk with me. - Where? - Towards that star. - There is always light. - There was a time when it used to be night. Silence - I have come to a decision. - I must leave you now. - I have to buy some things to decorate this room. - Will you stay? - I have no money. - I must go. - I should hurry. - I was sent for. - Is this what I asked for? - Breathe and imagine. - Live and remember. - It is time. - The room is empty. - There is light. - Only shadows. Exit
72
FLOWERS
Believe none of us We are all foul players Destined to lose our fate When the man will call And faith will perish Before the fools appear To take us from our play. The river is thirsty Seeks for its sea No eyes in its tears They are blinded by the salt The trees are weeping Burned by the wind Cannot see the bottom Rocks have drowned the light The end will come Before the river finds its time And music will burst From a wooden heart’s silence Scattering the fire till The destined blood is heard no more. And then time will rest In a bird’s cough As soon as the leaves will clench On their peaceful coffin Wild as they used to be Mourn their shallow slaves Uneasy footsteps will tear their silence Into a noisy journey.
73
ΠΙΤΕΡ ΠΑΝ Εδώ. Με φέρνει σε κείνο το βράδυ. Εκεί. Το ίδιο όλα. Ανυπόμονα. Ανήσυχα. Νοητά. Ανέβηκα τα σκαλιά. Σε είδα. Δεν έμοιαζες εσύ. Δεν μπορούσα να δω. Πέρα από κείνα τα γυάλινα μάτια. Το πέτρινο χαμόγελο. Τις σκοτεινές λάμψεις. Έβλεπα μόνο εσένα. Τρόμαξα. Μα περίμενα. Μου έδειξες πώς να αγγίζω. Ήξερες να αγγίζεις μόνο εσένα. Χάθηκα. Μα έψαχνα. Αμυδρό μειδίαμα που χάνεται σε μια παιδική ανάμνηση. Παραμύθι που ντρέπεται να χαρεί την πραγματικότητα. Σκιά που φοβάται ν’ αφεθεί στο σκοτάδι. Και όμως ήμουν εκεί. Σε κείνο το βράδυ. Να ζω το ψέμα. Να το πιστεύω. Έπειτα μου είπες να πιστέψω εσένα. Έπρεπε να πιστέψω πως υπάρχεις. Ότι υπάρχω. Πρέπει. Να αρνηθώ. Θέλω. Πώς μπορείς να με ρωτάς γιατί είμαι εδώ; Πώς μπορείς να ξέρεις αν εκείνα τα λίγα λεπτά μεταξύ ονείρου και ξυπνήματος ανήκουν στο χρόνο; Ανήκουν πουθενά. Δε φοβούνται το φως. Δεν τρομάζουν από το σκοτάδι. Υπάρχουν. Πρωινή δροσιά που περιμένει το φως της ημέρας. Να χαθεί Ξέρω ότι σε εκείνη την ανίσχυρη ύπαρξη του κόσμου θα σε βρίσκω πάντα. Ξέρω ότι ίσως τότε μπορούμε να ζούμε μαζί. Περιμένοντας. Μήπως δεν προλάβουμε. Να παγώσουμε τη φυγή. Μέχρι το άλλο πρωί.
74
ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΜΕΡΟΣ ΜΙΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Είναι φορές που φοβάμαι τον εαυτό μου, πόσο εικονικός μπορεί να είναι. Σ’ εκείνη τη γυάλινη σφαίρα που παγιδεύει την κίνηση. Πόσο καταστροφικός μπορεί να γίνει Σε καθετί που τον αναγκάζει να νιώσει.
75
IN KNIGHTLY ARMOR COMES,
Weary breeze comes knocking to the castle, the pertinent fortress dressed up in white and red gems. Smoothly creeps under the doorway The uninvited guest freshens the marooned leaf The hollow eyes enter my bedroom: Smiling, he takes me to the ball.
76
Θεοδώρα Φέστα _________________________________________________________
IDEOGRAM Φιδίσια βήματα σέρνουν το μελάνι πάνω από το Σινικό Τείχος Κινήσεις καλλιγραφίας Μια δρασκελιά σου όσο μια ανάσα και το μετάξι Σαλεύει Ο δράκος παραμονεύει Ανατολή Απόσταση που δεν καλύπτεται Με «χρυσαφένια κρήνη»
77
ΜΑΓΙΑ Το σώμα σου άσπρο και λείο ένα τοτέμ από ελεφαντόδοντο από τη μακρινή Αφρική και δυο μάτια μαύρα αλογίσια ένα χτενάκι από έβενο στα λυτά μαλλιά μου
78
ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΕΙΣ To ρολόι σταμάτησε Μυρίζω περγαμόντο και καφέ Μη φεύγεις γιατί ήρθε η ώρα του απολογισμού Το κολιέ που φορώ χάντρα και ανάμνηση Κρύσταλλο Γυαλί Πηλός Φως ανελέητο Χρώμα που βάφει τα χέρια Μαζί και κάτι από την κολόνια μου Ήχος Μάλλον η Παθητική Πορτοκαλί Μπλε Κίτρινο Αν θυμάμαι καλά
79
-Η ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣΔε μ’ απόμεινε πνοή για Καληνύχτα Είναι που τη δίνω κάθε βράδυ Στ’ αστέρια Δεν μπορώ χωρίς αστέρια γιατί Φοβάμαι το σκοτάδι
80
Μαρία Χουστουλάκη _________________________________________________________ ΠΟΙΚΙΛΙΑ Σε ένα γυναικείο πορτοφόλι μπορείς να βρεις κάθε λογής μικροαντικείμενα: εισιτήρια του κινηματογράφου, κέρματα, ακόμα και αρωματικά μαντηλάκια. Όμως πάντα, πάντα θα υπάρχει μια άδεια, σκοτεινή θηκούλα.
81
ΘΕΤΙΚΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ Σκοτεινή η φωτογραφία. Μόλις που διακρινόμαστε, εγώ καθιστή και εσύ να σκύβεις από πάνω μου. Τα πρόσωπά μας κοντά, αλλά δεν με αγγίζεις. Και σίγουρα δε σ’ αγγίζω. Στο κέντρο ο ήλιος, πίσω από το συννεφιασμένο ουρανό χύνει ποτάμι φωτός στη συριανή θάλασσα.
82
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ....410 Μα τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, κατάλαβα επιτέλους τι έχεις και κουβαλάς τέτοια γλύκα πάνω σου! Δε φταίνε μόνο τα χάδια και τα γλυκόλογα της μάνας σου, ούτε η περήφανη στοργή του πατέρα σου και τα φιλιά της αδελφής σου της πολυαγαπημένης. Φταίει η γειτονιά σου, που σε ποτίζει με το χυμό από τις ροδακινιές και την ευωδιά απ’ τα νυχτολούλουδα. Και τα άλλα άνθη, τα χρυσάνθεμα, τα γιασεμιά, τα τριαντάφυλλα, όλα έχουν κάτι να δώσουν απ’ την ομορφιά και το άρωμά τους. Αυτά φέρνουν και τις μέλισσες που θα δουλέψουν για χατίρι σου, θα πετάξουν, θα βουίσουν, ώσπου στο τέλος θα σου χαρίσουν απλόχερα το δώρο τους, τις στάλες που θα γεννήσει το ίδιο τους το σώμα. Μπαίνουν στον κήπο του σπιτιού σου την αυγή, λίγο πριν ο ήλιος σου κλέψει τα όνειρα. Τα λουλούδια έχουν κιόλας ανοίξει τα πέταλά τους και τις περιμένουν.... Η ευφροσύνη αυτής της πρωινής ερωτοτροπίας ξεγλιστράει μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου σου, τρυπώνει στο δωμάτιό σου και κάθεται όπως η δροσιά στα χείλια και το λαιμό σου. Να γιατί τα χάδια σου αξίζουν όσο χίλιες μετάνοιες από χίλιες αμαρτίες και τα χάδια σου πλέκουν σ’ ό,τι αγγίξεις, μελωδίες πιο εξαίσιες κι απ’ το τραγούδι των Σειρήνων. Άσε με λοιπόν να σε γευτώ! Δος μου λίγη από τη χρυσαφένια γύρη σου. Είναι η ανταμοιβή που ζητώ για το γρίφο σου, που κατόρθωσα να λύσω. Όμως κάνε γρήγορα! Όσο κρατάει η άνοιξη. Όσο μένεις ακόμα στα μελίσσια....
83
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Καλοντυμένες Εύγλωττες Με μία λέξη Άψογες Και φυσικά Φίλες του Ιδρώτα
84
ΟΙ α.φ.ο.ρ.μ.ε.ς ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ:
ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟ Τά Άντικλείδια Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς νά βλέπουν τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοί κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι καί μαγεμένοι πηγαίνουνε νά μποῦν. Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί. Κανείς δέν ξέρει ποιός τό ἔχει. Ἀκόμη καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν. Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν. Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἄνοιξε ποτέ γιά ὅσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος. Ἴσως τά ποιήματα πού γράφτηκαν ἀπό τότε πού ὑπάρχει ὁ κόσμος εἶναι μιά ἀτέλειωτη ἀρμαθιά ἀντικλείδια γιά ν’ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς Ποίησης. Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή. (Τά Ἀντικλείδια, 1988)
85