Αφιέρωμα Μακρυγιάννη

Page 1

πειραϊκη

᾽εκκλησια ʹ

ʹ

MHNIAIO ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΕΡΑΣΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣΠΕΙΡΑΙΩΣ | ΕΤΟΣ 20ο|ΕΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 211224 | IANOYAPIOΣ | 2,50€ ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 21οΦΥΛΛΟΥ ΤΕΥΧΟΣ |ΜΑΡΤΙΟΣ2010 2011|3 €

ἀφιέρωμα ἀφιέρωμα

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης Προσκύνημα στὴν Πόλη Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες


Χαρακτικὸ τοῦ Τάσσου, Μακρυγιάννης

20


Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

ἀφιέρωμα Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες Ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες

Ἐπειδὴ ἔλαβα αὐτείνη τὴν ἀδυναμία νὰ σᾶς βαρύνω μὲ τὴν ἀμάθειά μου (ἂν ἔβγουν εἰς φῶς αὐτὰ ὁποῦ σημειώνω ἐδῶ καὶ ξηγῶμαι πότε μὲ κόλλησε αὐτείνη ἡ ἰδέα, –ἀπὸ τὰ 1829, Φλεβαρίου 26, εἰς τὸ Ἄργος– καὶ ἀκολουθῶ ἀγῶνες καὶ ἄλλα περιστατικὰ τῆς πατρίδος) σᾶς λέγω, ἂν δὲν τὰ διαβάσετε ὅλα, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα κανένας ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες νὰ φέρη γνώμη οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά. Ὅτι εἶμαι ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω ταχτικὴ σειρὰ στὰ γραφόμενα, καί... τότε φωτίζεται καὶ ὁ ἀναγνώστης. Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καί ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ’ οὖλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὀλωνῶν καὶ φτάνω ὧν σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν.[...]

Ἐλαιογραφία τοῦ Picarelli, 1914

Διὰ ὅλα αὐτὰ γράφω ἐδῶ. Ὡς ἄνθρωπος μπορῶ νὰ πεθάνω καὶ ἢ τὰ παιδιά μου, ἢ ἄλλος τὰ ἀντιγράψη, γιὰ νὰ τὰ βγάλη εἰς φῶς, πρῶτο τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ γράφω μ’ ἀγανάχτησιν ἀναντίον τους, νὰ βάνη τὶς πράξες τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ τ’ ὄνομά του μὲ καλὸν τρόπον, ὄχι μὲ βρισές, διὰ νὰ χρησιμεύουν αὐτὰ ὅλα εἰς τοὺς μεταγενεστέρους καὶ νὰ μάθουν νὰ θυσιάζουν διὰ τὴν πατρίδα τους καὶ θρησκεία τους περισσότερη ἀρετή, νὰ ζήσουν ὡς ἀνθρῶποι σ' αὐτὴν τὴν πατρίδα καὶ μ΄ αὐτὴν τὴν θρησκείαν. Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τους ἔθνη δὲν ὑπάρχουν. Καὶ προσοχὴ νὰ μὴν τοὺς ἀπαγάγη ἡ ῾διοτέλεια. Καὶ ἂν σκοντάψουν, τότε εἰς τὸν κρεμνὸν θὰ πηγαίνουν, καθὼς τὸ πάθαμεν ἐμεῖς. Ὅλο εἰς τὸν κρεμνὸν κυλάμεν κάθε ῾μέρα. Ὅταν λοιπὸν βγῆ αὐτὸ τὸ χειρόγραφον εἰς φῶς, διαβάζοντας τὸ ὅλο οἱ τίμιοι ἀναγνῶστες, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότες ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ κάμη ὁ καθείς των τὴν κρίση του εἴτε ὑπέρ, εἴτε κατά. g

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο τῶν Ἀπομνημονευμάτων

21


Ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης Τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ

να παιδὶ τῆς Τουρκοκρατίας, ἕνα Ρουμελιωτάκι, γεννημένο στὰ 1797, μᾶς ἱστορεῖ τὸ παράξενο παραμύθι τῆς ζωῆς του: «Ἔγινα ὣς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα εἰς ἕνα πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα. Εἴταν ὁ ἀδελφός του μὲ τὸν Ἀλήπασια καὶ εἴταν ζαπίτης αὐτὸς εἰς τὴν Ντεσφίναν. Στάθηκα μὲ ἐκεῖνον μίαν ἡμέρα. Εἴταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τ’ Ἁγιαννιοῦ. Πήγαμεν εἰς τὸ παγγύρι⋅ μὄδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ

Ἰωάννης Μακρυγιάννης (ἀσπρόμαυρη λιθογραφία) Karl Krazeisen, Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο

ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ’ ἔπιασε σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ’ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο, περισσότερο ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονον δὲν ηὗρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώσει, ἔκρινα εὔλογον νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἁϊγιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι του μὄγινε αὐτείνη ἡ ζημία καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλειῶ τὴν πόρτα, κι’ ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες· τ’ εἶναι αὐτὸ ὁποὔγινε σ’ ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; Καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσει ἄρματα καλὰ κι’ ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς

22

φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον». […] Ἡ παρουσία ἑνὸς τέτοιου παιδιοῦ στὴν Ἑλλάδα, τὴν αὐγὴ τοῦ 19ου αἰώνα, ὁ χαρακτήρας του, ὁ τόνος τῆς φωνῆς του νομίζω πὼς ἔχουν μιὰ γενικότερη ἱστορικὴ σημασία. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ὅτι ἔφτασε, ἐπιτέλους, τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅτι τὸ ὑπόδουλο γένος σχημάτισε μέσα του ἕναν καινούργιο ἀνθρώπινο τύπο, ποὺ ἔχει προορισμὸ νὰ ἐλευθερώσει τὴ γῆ καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Ἑλλάδας. Δὲν εἶναι πιὰ οὔτε ὁ ὑποταγμένος ὑπήκοος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας οὔτε ὁ φυγόδικος κλέφτης ποὺ κρύβει τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας στὶς σπηλιὲς τῶν ψηλῶν βουνῶν, ἀνάμεσα στὰ ὄρνεα καὶ στὰ ἀγρίμια. Εἶναι ὁ νέος ποὺ θαυμάζει τὸν Οὐάσιγκτον. Εἶναι ὁ ἐλεύθερος πολίτης μιᾶς πατρίδας ποὺ τὴν ὀνειρεύεται δίκαιη καὶ εὐνομούμενη, ἐλεύθερος καὶ συνάμα κοινωνικός, μὲ συνείδηση τῶν δικαιωμάτων του καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ του, μὲ πεποίθηση στὸν ἑαυτό του, μὲ ἀλύγιστη ἐθνικὴ καὶ ἀτομικὴ περηφάνεια. Μαζὶ μ’ ὅλα αὐτά, καλλιτέχνης ἀπὸ γεννησιμιοῦ του, ἀλλὰ καὶ πολεμιστὴς καὶ πνεῦμα ὀργανωτικό, πολιτικὸ καὶ στρατηγικό, ποὺ ἀνυπομονεῖ νὰ δοκιμάσει τὶς ἱκανότητές του. Μόλις ἀντηχήσει τὸ τουφέκι ρίχνεται στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ παίρνει πρωτοβουλία. Δὲν εἶναι καλά-καλὰ εἴκοσι πέντε χρονῶ κι ἀρχίζει νὰ κάνει τὸν ἀρχηγό. Ὁ πόλεμος ἐπιταχύνει τὴν ἐξέλιξή του, ὁλοκληρώνει γοργὰ τὴ φυσιογνωμία του. […] Ἡ βασικὴ παρεξήγηση εἶναι ὅτι ἔχει ἐπικρατήσει, στὴ διανοούμενη Ἑλλάδα, ἡ συνήθεια νὰ θεωρεῖται ὁ Μακρυγιάννης σὰν ἕνας ἁπλὸς καὶ ἀνεύθυνος ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, παρθένος ἀπὸ κάθε ἐσωτερικὸ δούλεμα καὶ κάθε προσωπικὸ στοχασμό, σὰν ἕνας αὐτόματος δημοτικὸς τραγουδιστὴς σὲ πεζό. Τὰ Ἀπομνημονεύματά του παρουσιάζονται ἔτσι σὰν ἕνα γραφτὸ ἔργο ἀντίστοιχο τῆς «λαϊκῆς τέχνης», σπουδαῖο, βέβαια, στὸ εἶδος του, ἀλλὰ ποὺ ἡ σπουδαιότητά του βρίσκεται ἀκριβῶς στὴν ἔλλειψη συνείδησης καὶ εὐθύνης τοῦ δημιουργοῦ του, στὴν ἁπλότητα τῆς ψυχῆς του καὶ τῆς σκέψης του, στὸν ἀφελῆ αὐθορμητισμό του. Καὶ λαϊκὸς εἶναι, βέβαια, ὁ ἄνθρωπος, βουτηγμένος μὲ χαρὰ στὴ λαϊκότητα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον Ἕλληνα πεζογράφο, ὄχι ὅμως ἔτσι ὅπως τὸν φαντάζονται. [...] Πιστεύω ὅτι, παρὰ τὴν ἁπλότητα τῆς φρασεολογίας του, ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης δὲν εἶναι ἁπλὸς συγγραφέας. Εἶναι περίπλοκος. [...] Πρῶτα-πρῶτα, ἂς σκεφτοῦμε ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦμε. Εἶναι ἕνας γεννημένος ἀρχηγός, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀνθρώπους τοῦ ἔθνους του, ἀπὸ τοὺς ἐμψυχωτὲς καὶ ὁδηγητὲς τῆς Ἐπανάστασης, ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους. Εἶναι πολεμικὸς ἀρχηγὸς σημαντικὸς καὶ πολιτικὸς ὑπολογίσιμος. Ὀργανώνει στρατεύματα, δίνει μάχες, διοικεῖ ἐπαρχίες, συμμε-


τέχει στὶς ἐργασίες τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, μιλᾶ ἀπὸ τὸ βῆμα τους καὶ ἐπηρεάζει τὶς ἀποφάσεις τους, συμβουλεύει τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ Κράτους, διαπραγματεύεται ἢ ἔρχεται σὲ σύγκρουση μαζί τους, βρίσκεται σὲ ἀκατάπαυστη ἐπικοινωνία μὲ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα πνεύματα τῆς Ἑλλάδας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, συζητεῖ μαζί τους τὰ πιὸ δύσκολα ζητήματα τῆς ἐθνικῆς ζωῆς. Ἂν δὲν διαβάζει ὁ ἴδιος, ἀσφαλῶς θὰ βάζει καὶ τοῦ διαβάζουν καὶ θὰ ἀκούει συνεχῶς, τριγύρω του, ἀναπτύξεις ἀπάνω σὲ σημαντικὰ θέματα, πολιτικά, κοινωνικά, ἱστορικά. Ἔχει πείρα ζωῆς μεγάλη καὶ βαθιά, πείρα ἑνὸς μαχητῆ ποὺ συμμετέχει σὲ

Γεώργιος Καραϊσκάκης,(ἀσπρόμαυρη λιθογραφία) Karl Krazeisen, Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο

τραχεῖς ἀγῶνες καὶ ποὺ τοὺς ἐποπτεύει ἀπὸ κάποιο ὕψος, ἀγκαλιάζοντας μὲ τὴ ματιά του ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ζωή, πείρα ὄχι ἑνὸς χωριοῦ ἢ μιᾶς συνοικίας ἢ τὸ πολὺ μιᾶς ἐπαρχίας, ὅπως εἶναι συνήθως ἡ πείρα τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ πείρα ἑνὸς ὁλόκληρου ἔθνους σὲ μίαν ἀπὸ τὶς πιὸ κρίσιμες στιγμὲς τῆς ἱστορίας του. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν μπορεῖ νὰ μὴν ξέρει πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ νομίζω πὼς εἶναι ἡ ἔσχατη πλάνη νὰ φαντάζεται κανείς, γι’ αὐτὸν τὸ λόγο, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ἀδούλευτο μυαλό. Ἴσια-ἴσια, μοῦ φαίνεται ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα μυαλό, ἀπὸ τὴ φύση του ἀνήσυχο, ζωηρὸ καὶ ὀξύ, ποὺ

Νικηταρᾶς, Karl Krazeisen, Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο

Στὸ συγγραφέα Μακρυγιάννη ἀναγνωρίζουμε τὸν πιὸ ἀτόφυο Ἑλληνισμὸ στὴν καλλιτεχνική του ἰδιοσυγκρασία, στὴν ἔμφυτη κλίση του πρὸς τὸ ἁπλό, τὸ φωτεινό, τὸ ἁδρὸ καὶ συνάμα τὸ ἰδανικό.

δουλεύτηκε γερὰ ἀπὸ μιὰ ἐξαιρετικὴ πείρα ζωῆς καὶ ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἐπαφὴ μὲ ἀνθρώπους σοφοὺς καὶ σπουδαίους, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Στρατηγὸς συζητοῦσε σὰν ἴσος πρὸς ἴσους. […] Ὅμως καὶ κάτι ἀκόμα: ὁ συγγραφέας αὐτός, πέρα ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς χαρακτηρισμοὺς ποὺ δίνουμε τοῦ ἔργου του (αὐτοβιογραφία, χρονικό, ἐξομολόγηση κ.λπ.), εἶναι ἕνας ἐθνικὸς ἀντιπρόσωπος, ἕνας δυνατὸς φορέας ζωντανοῦ Ἑλληνισμοῦ καί, ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ἕνας Πρόγονος, πρὸς τὸν ὁποῖο εἶναι φυσικὸ νὰ στρεφόμαστε ὅταν νιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ συνειδητοποιήσουμε καλύτερα καὶ νὰ τονώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἐπικοινωνήσουμε ξανὰ μὲ τὶς βαθιὲς πηγὲς τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς. Εἶναι ἑλληνικὸς ὄχι μονάχα στὸ ζωηρὸ τοπικὸ χρῶμα ποὺ ἔχει ἡ ἀφήγησή του (αὐτό, βέβαια, ὅσο κι ἂν θέλγει τὸ μάτι μας, δὲν θὰ εἴταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς συγκρατήσει τόσο πολύ), ἀλλὰ καὶ σὲ στοιχεῖα πιὸ σημαντικά, πιὸ ἐσωτερικὰ καὶ διαρκέστερα. Ἀναγνωρίζουμε τὸν πιὸ ἀτόφιο Ἑλληνισμὸ στὴν καλλιτεχνική του ἰδιοσυγκρασία, στὴν ἔμφυτη κλίση του πρὸς τὸ ἁπλό, τὸ φωτεινό, τὸ ἁδρὸ καὶ συνάμα τὸ ἰδανικό, κλίση ποὺ συνδυάζει τὴ μαστοριὰ τῶν βιοτεχνῶν τῆς Ἑλλάδας, τὴν κληρονομιὰ τῆς βυζαντινῆς τέχνης καὶ τὴν ὑποσυνείδητη ἐπίδραση τῶν ἀρχαίων ναῶν, στὸ βαθὺ καὶ συγκρατημένο συναισθηματισμό του, στὴν αἰδὼ τῆς καρδιᾶς του, στὰ καυτερά του πάθη ποὺ βράζουν ὑπόκωφα καὶ ξεσπάνουν σὲ θύελλες, στὴν ἐλεύθερη καὶ παιχνιδιάρικη φαντασία του, στὸ μυαλό του τὸ τόσο «ρωμαίικο», ἀνήσυχο, ἀνικανοποίητο, ὀξύτατο, θετικὸ καὶ μαζὶ ὀνειροπαρμένο, στὴν ἠθική του συνείδηση, στὶς ἰδανικὲς καὶ συνάμα τὶς πρακτικὲς τάσεις της, στὴ λατρεία του τῆς ἀλήθειας, στὴν ἀκατάπαυστη ἐπίκλησή του τῆς δικαιοσύνης, στὸ ἀκοίμητο πνεῦμα τῆς ἐθνικῆς καὶ τῆς ἀτομικῆς ἀνεξαρτησίας ποὺ κυβερνᾶ ὁλόκληρη τὴ ζωή του, στὴν ἀνάγκη ποὺ νιώθει νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ γίνουν τὰ ἰδανικά του πραγματικότητες, στὴν ἔξοχη, τέλος λεβεντιά του, στὴν περήφανη στάση του ἀπέναντι στὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς φίλους ὅσο καὶ τοὺς ἐχθρούς, στὴν αὐτοθυσία του καὶ στὴν περιφρόνησή του τοῦ θανάτου. Εἶναι δικός μας. Συγκεντρώνει στὸ πρόσωπό του, συμπυκνώνει καὶ ἐντείνει ἕνα ὁρισμένο εἶδος ἀνθρωπισμοῦ, ποὺ βρίσκεται διάχυτο παντοῦ ὅπου μαζεύονται τὰ παιδιὰ τοῦ τόπου μας, ἕναν ἀνθρωπισμὸ ἰδιόρρυθμο καὶ πολύτιμο, γεμάτο φῶς, ἁρμύρα καὶ βουνίσιες εὐωδιές, κλασικὰ ἀγάλματα καὶ βυζαντινὲς ἐκκλησίες καὶ ἀναμνήσεις γιὰ ἀρχαίους θεούς, ἥρωες καὶ ποιητές, γιὰ χρυσοντυμένους Αὐτοκράτορες καὶ γιὰ παλληκάρια μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ μὲ φουστανέλλες ποὺ ἔκαναν πολέμους στὶς ψηλὲς κορυg φές.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πνευματικὴ πορεία, ἐκδ. Ἑστία.

23


Αὐτοβιογραφικὸ «συναξάρι» Τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ

Μακρυγιάννης ἦταν γνωστὸς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς γεν- μὲ μιὰ καίρια ἀνάλυση τοῦ ὕφους καὶ τοῦ ἤθους αὐτῆς ναίους ὁπλαρχηγοὺς τοῦ ἀγώνα, θρυλικῆς γενναι- τῆς ρωμαλέας ἔκφρασης. Αὐτὸ ἦταν μᾶλλον τὸ ἔναυσμα ότητας πολεμιστὴς κυρίως ἐναντίον τοῦ Ἰμπραὴμ γιὰ νὰ ἔρθει ὁ Μακρυγιάννης στὸ ἐπίκεντρο τοῦ γενικοῦ στὴν Πελοπόννησο καὶ τοῦ Κιουταχῆ στὴν Ἀκρόπολη ἐνδιαφέροντος. Τὰ Ἀπομνημονεύματα δημοσιεύονται πιὰ τῆς Ἀθήνας. Ὅπως καὶ σὲ ἐπανειλημμένες ἐκδόὡς πρωτεργάτης τῆς σεις, διαβάζονται, σχολιἐξέγερσης τῆς 3ης Σεάζονται. Εἶναι ἡ μεγάλη πτεμβρίου 1843, ποὺ ἔκπληξη, ἡ ἀποκάλυψη ἀπαίτησε καὶ πέτυχε τὴν τῆς Ἱστορίας «ἀπὸ τὴ παραχώρηση Συντάγμαμέσα της ὄψη», τὴν ὄψη τος ἀπὸ τὸν Ὄθωνα. τῆς ἐμπειρίας καὶ μαρἩ φήμη τοῦ Μακρυτυρίας τοῦ ἀγράμματου γιάννη θὰ περιοριζόταν ἀγωνιστῆ, ποὺ ἀποτυἐκεῖ, ἄν, μισὸ περίπου πώνει στὸ χαρτὶ τὸ ἀπααἰώνα μετὰ τὸν θάναρομοίαστο λαϊκὸ ἦθος, τό του, δὲν ἐρχόταν τὴ λαϊκὴ εὐαισθησία, τὴ στὸ φῶς τὸ ἐκπληκτικὸ λαϊκὴ βίωση καὶ θεώρηκείμενο τῶν Ἀπομνηση τῶν γεγονότων πέρα μονευμάτων του. Δίχως ἀπὸ τὶς ἐπίσημες ἑρμητὴν παραμικρὴ σχολικὴ νεῖες τους. παιδεία καὶ ἔχοντας μάΤὸ στοιχεῖο ἀκριβῶς θει, σὲ προχωρημένη τῆς «λαϊκῆς» ἰδιαιτερόπιὰ ἡλικία, μόνο στοιτητας τῶν θεωρήσεων χειώδη γραφή, σημείτοῦ Μακρυγιάννη καὶ ωνε ὁ Μακρυγιάννης κυρίως τῆς μαρτυρίας ἀναμνήσεις καὶ κρίσεις του γιὰ τὶς ἐσωτερικὲς του γιὰ τὰ γεγονότα φατριαστικὲς διαμάχες ποὺ ἔζησε ἀπὸ τὰ χρότῶν Ἑλλήνων, εὐνονια τῆς ἐπανάστασης ὣς εῖ καὶ μιὰ προσπάθεια τὸ 1851. Καὶ φύλαγε τὰ προσεταιρισμοῦ του χειρόγραφα παραχωἀπὸ τὴν πολιτικὴ Ἀριμένα στὸν κῆπο τοῦ στερά. Στὸ κείμενο τῶν σπιτιοῦ του. Ἀπομνημονευμάτων Τὸ 1907 ὁ Γιάνἡ Ἀριστερὰ διαβλένης Βλαχογιάννης μεπει ἐρείσματα γιὰ μίαν ταγράφει καὶ ἐκδίδει ἑρμηνεία τοῦ ἐθνικοαΟἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, Τῆνος, 19ος αἰ. αὐτὰ τὰ χειρόγραφα. πελευθερωτικοῦ ἀγώἈλλὰ καὶ πάλι τὸ κείμενα μὲ βάση «ταξικὲς» νο τῶν Ἀπομνημονευμάτων προσελκύει τὸ ἐνδιαφέρον ἀντιθέσεις καὶ οἰκονομικὲς προτεραιότητες – ἀντιθέσεις στενοῦ μᾶλλον κύκλου διανοουμένων καί, κυρίως, τῶν ἀγροτῶν – στρατιωτικῶν καὶ «κοτζαμπάσηδων» (ἢ φαεἰδικῶν ἐρευνητῶν. Μόλις τὸ 1943 ὁ ποιητὴς Γ. Σεφέρης ναριωτῶν) – πολιτικῶν. Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μία ὁ μονότροπος διεγείρει τὴν περιέργεια τοῦ εὐρύτερου κοινοῦ γιὰ τὸν ἐνθουσιασμὸς τῶν δημοτικιστῶν γιὰ τὸ λαμπρὸ τεκμήριο Μακρυγιάννη: Δίνει μιὰ διάλεξη στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ρώμης καὶ πλαστικότητας τῆς λαϊκῆς γλώσσας ποὺ τοὺς στὸ Κάιρο –ποὺ τὸ κείμενό της περιλαμβάνεται μετὰ στὶς παρεῖχε ὁ Μακρυγιάννης, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ στανικὲς ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις τῶν Δοκιμῶν τοῦ ποιητῆ– καὶ προσαρμογὲς τοῦ κειμένου του στὸν νάρθηκα τῶν μαρξιἐκεῖ, πρὸς γενικὴ κατάπληξη, ὁ Σεφέρης ἀποφαίνεται ὅτι στικῶν σχηματοποιήσεων τῆς Ἱστορίας, μονοπωλοῦν τὸν «ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς πεζογράφος τῆς τρόπο ἀνάγνωσης τῶν Ἀπομνημονευμάτων. νέας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, ἂν ὄχι ὁ πιὸ μεγάλος, γιατὶ Δὲν διαφαίνεται οὔτε ἡ παραμικρὴ ὑποψία ἀναγνώριἔχουμε τὸν Παπαδιαμάντη». Καὶ τεκμηριώνει τὸν ἰσχυρι- σης τῶν κριτηρίων καὶ κινήτρων τῆς μαρτυρίας τοῦ Μασμό του ἀνθολογώντας δείγματα γραφῆς τοῦ στρατηγοῦ κρυγιάννη ποὺ συγκροτοῦν καὶ τὸ ἀπαρομοίαστο ἦθος

24


Αὐτὸ ποὺ μαρτυρεῖται στὰ Ἀπομνημονεύματα, εἶναι μία ἐκπληκτικὴ θεολογία λαϊκῆς πιστότητας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, θεολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξης, ἀλώβητης ἀπὸ ἰδεολογήματα καὶ ἠθικιστικὲς ἀλλοιώσεις. τοῦ κειμένου του. Κι ὅμως σὲ κάθε σελίδα εἶναι κατάδηλο τὸ νεῦρο καὶ τὸ μέτρο τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς κριτικῆς ποὺ ἀσκεῖ: Ἡ λαϊκή του εὐσέβεια καὶ ἡ αὐθεντική του πίστη, γνώμονας καὶ κανόνας τοῦ ἀτομικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ βίου γιὰ τὸν Μακρυγιάννη, ἄξονας καὶ ἀφετηρία τόσο γιὰ τὴ θυσιαστική του αὐταπάρνηση στὸν ἀγώνα, ὅσο καὶ γιὰ τὴ μεταγενέστερη δράση του καὶ τὴν ἀσυμβίβαστη κριτική του στάση. Αὐτὸ ποὺ μαρτυρεῖται στὰ Ἀπομνημονεύματα, πρὶν ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, εἶναι μία ἐκπληκτικὴ θεολογία λαϊκῆς πιστότητας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, θεολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξης, ἀλώβητης ἀπὸ ἰδεολογήματα καὶ ἠθικιστικὲς ἀλλοιώσεις, μήτρας τοῦ λαϊκοῦ ἤθους καὶ τῆς κοινωνικῆς του δυναμικῆς. Τὸ 1983 –ὕστερα ἀπὸ ἐκδοτικὴ προετοιμασία ἀνεξήγητης βραδύτητας σαράντα χρόνων– βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας καὶ τὸ δεύτερο πνευματικὸ κληροδότημα ποὺ μᾶς κατέλιπε ὁ Μακρυγιάννης: Ἕνα τετράδιο ὅπου κατέγραφε προσωπικά του βιώματα, ἀνάμικτα μὲ ἀφορμὲς καὶ γεγονότα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, τὶς καθαρὰ πνευματικές του ἐμπειρίες, τὶς προσευχές του. Τὸ δεύτερο αὐτὸ χειρόγραφο θὰ μποροῦσε νὰ τὸ χαρακτηρίσει κανεὶς αὐτοβιογραφικὸ «συναξάρι» ἑνὸς ἁγίου τῆς ἀνατολικῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ Μακρυγιάννης, ὁ ἐπαναστάτης πολέμαρχος, ὁ σκληρὸς φρούραρχος τῆς Ἀθήνας, ὁ ἀσυμβίβαστος ἀντίπαλος τῶν ἐπαγγελματιῶν τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ὀθωνικῆς αὐθαιρεσίας, ὁ δοξασμένος στρατηγός, ἀλλὰ καὶ καταδικασμένος σὲ θάνατο, σαπισμένος στὶς φυλακὲς ἀγωνιστής, αὐτὸς ὁ ἀτόφιος Ἕλληνας, ἀποκαλύπτει στὸ ἐξομολογητικό του «τετράδιο» μίαν ἀπρόσμενη πτυχὴ τῆς προσωπικότητάς του: Δίχως νὰ δίνει τὴν παραμικρὴ ὑποψία στὸν κοινωνικό του περίγυρο καὶ παραμένοντας συνεχῶς στὸ ἐπίκεντρο τοῦ δημόσιου βίου, συντηροῦσε παράλληλα ἕναν ἀπόρρητο προσωπικὸ βίο ἐκπληκτικῆς ἄσκησης, προσευχῆς καὶ χαρισματικῶν δακρύων, μὲ ἐμπειρίες Θεοπτίας ποὺ μαρτυροῦνται μόνο στὰ πρόσωπα κορυφαίων ἡσυχαστῶν τῆς νηπτικῆς παράδοσης. Τὰ στοιχεῖα ποὺ παραθέτει –μὲ αὐτόχρημα παιδικὴ

αὐθορμησία, χωρὶς καμιὰ ἐπίγνωση ἀξιοεργίας καὶ κατορθώματος– εἶναι στὴν κυριολεξία ἀπίστευτα: «Εἶπα, τὴν Μεγάλη Τετράδη καὶ Μεγάλη Παρασκευή, νὰ κάμω αὐτὲς τὶς δύο μέρες ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τρακόσες (3300) μετάνοιες τὸ μερόνυχτον... Ἄλλο τίποτας δὲν ἔχω νὰ εὐκαριστήσω (τὸν Θεό), μόνον καὶ μόνον τὴν ἁμαρτωλή μου προσευκή, αὐγὴ καὶ βράδυ ἀπὸ χίλιες τρακόσες (1300) μετάνοιες καὶ ἑκατὸ (100) μὲ τὸ κομπολόγι, καὶ ὅ,τι μπορέσω ὅταν θὰ πάγω εἰς τὴν δουλειά μου καὶ ὅταν γυρίσω ὀπίσου, νὰ τὸν εὐκαριστήσω ὁ ἁμαρτωλός» (σελ. 165-166). Φυσικά, ἂν ἡ μακρυγιαννικὴ θεολογία τῶν Ἀπομνημονευμάτων ἔμεινε ἀπρόσιτη καὶ ἄγνωστη στὴν ἀφελληνισμένη πιὰ ἑλλαδικὴ «προοδευτικὴ» διανόηση, πολὺ περισσότερο ἡ μαρτυρία τοῦ «τετραδίου». Ἤδη τὸ 1941 ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, δείχνοντας τὸ καινούργιο χειρόγραφο στὸν Γιῶργο Θεοτοκά, τοῦ εἶχε πεῖ κατὰ λέξη: «εἶναι τὸ ἔργο ἑνὸς τρελοῦ». Καὶ ὁ Λίνος Πολίτης προλογίζοντας τὴν ἔκδοση τοῦ «τετραδίου» σημειώνει: «ἡ ἐνοχλητικὴ γιὰ μᾶς σήμερα θρησκοληψία τοῦ γερασμένου Μακρυγιάννη». Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος κινήθηκαν οἱ περισσότερες ἀντιδράσεις. Ἐπιστρατεύθηκαν ἀκόμα καὶ γνῶμες ψυχιάτρων, γιὰ νὰ ὑποστηριχθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι τὰ τραύματα στὸ κεφάλι ποὺ εἶχε δεχθεῖ ὁ Μακρυγιάννης, τὸν εἶχαν ὁδηγήσει στὰ γεράματα σὲ κάποιο εἶδος παράνοιας. Ὡστόσο, ἔστω ἀγνοημένη καὶ περιφρονημένη, ἡ μαρτυρία τοῦ Μακρυγιάννη παραμένει καὶ λειτουργεῖ στὴ διαδοχὴ τῶν σημείων τῆς ἐλπίδας ὅτι τὸ «εὐαγγέλιο» τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ οἰκουμενικὴ ἑλληνική του σάρκα ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιβιώνει καὶ νὰ λειτουργεῖ μὲ τὴν ἀδιόρατη δυναμικὴ τοῦ θαμμένου «κόκκου τῆς σινάπεως». Γιὰ νὰ ἐπαληθεύεται ἡ παρήγορη ρήση τοῦ ἴδιου τοῦ Μακρυγιάννη: «ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος παλαιόθε καὶ ὣς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε. Τρῶνε ἀπὸ g μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά». Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, ἐκδ. Δόμος.

25


«Ὅσοι ἔχουν τὴν τύχη μας σήμερο στὰ χέρια τους» Τοῦ Γιώργου Σεφέρη

Μακρυγιάννης ὅταν γίνεται τὸ Σύνταγμα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου πέφτει στὰ χέρια τῶν πολιτικῶν καὶ ἐξευτελίζεται καὶ ὀλοένα ἀποτραβιέται ἀπὸ τὸν κόσμο. «Ὅσοι ἔχουν τὴν τύχη μας σήμερο στὰ χέρια τους» γράφει κατὰ τὸ 1851 «ὅσοι μᾶς κυβερνοῦν, μεγάλοι καὶ μικροί, καὶ ὑπουργοὶ καὶ βουλευταί, τό ‘χουν σὲ δόξα, τό

μ’ ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς, ποὺ δὲν ἀφήσετε κανένα κουσούρι καὶ μᾶς καταντήσετε τέτοιους ποὺ εἴμαστε» (Β΄ 462). Μόνο οἱ παλιοί του σύντροφοι τὸν βλέπουν. Ὡστόσο ἡ Κυβέρνηση πάντα τὸν ὑποψιάζεται. Ὁ Ὄθων ποτὲ δὲν τοῦ συγχώρεσε τὴ συνωμοσία τοῦ ΄43. Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι πάντα γι‘ αὐτοὺς ἕνα ἄγριο θηρίο ποὺ πρέπει νὰ κλειστεῖ στὸ κλουβί. Ἔτσι κατὰ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ ΄51 ἀρχίζουν καὶ κυκλοφοροῦν οἱ κατηγορίες – ἀνυπόστατες, ἀστήριχτες, ποὺ δὲν ἀποδείχτηκαν ποτέ: Ὁ Μακρυγιάννης θέλει νὰ σκοτώσει τὸ βασιλιά, θέλει νὰ κάνει δημοκρατία. Ὁ Μακρυγιάννης συνεννοεῖται μὲ κάτι πρόσφυγες Πολωνοὺς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀνατρεπτικὲς προκηρύξεις. Ὁ Μακρυγιάννης εἶπε ὕποπτες κουβέντες σ‘ ἕναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ μοναδικὸς μάρτυρας στὴ δίκη του. Ἔτσι τὸν περιορίζουν στὸ σπίτι του. Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι σάπιος ἀπὸ τὶς ἑφτὰ πληγὲς ποὺ μάζεψε στὸν ἀγώνα. «Αἱ πληγαὶ συχνὰ ἠνοίγοντο αἱμορροοῦσαι» γράφει ὁ γιατρὸς Γούδας ποὺ μίλησε στὴν κηδεία του⋅ «ὁ ἐξ αὐτῶν πυρετὸς κατεβίβρωσεν αὐτόν... Ἀποτυχία ἐπιχείρησης (1826), Henri Decaisne, Μουσεῖο Μπενάκη Βαρεῖαι νόσοι ἐπήρχοντο, ἡ δὲ ἀνάρρωσις ἐγίνετο βραδυτά‘χουν σὲ τιμή, τό ‘χουν σὲ ἱκανότη τὸ νὰ τοὺς εἰπεῖς ὅτι τη. Ταῦτα ἦσαν τὰ ἀγαθὰ ὧν ἔλαχεν ὁ Μακρυγιάννης ὡς ἔκλεψαν, ὅτι πρόδωσαν, ὅτι ἤφεραν τόσα κακὰ στὴν πα- ἀμοιβῆς τῶν ὑπὲρ πατρίδος ἐξόχων ὑπηρεσιῶν αὐτοῦ. τρίδα. Εἶναι ἄξιοι ἄνθρωποι καὶ τιμῶνται καὶ βραβεύονται. Πληγαὶ καὶ ἀσθένειαι πολυώδυνοι, καὶ μετ’ αὐτῶν πεὍσοι εἶναι τίμιοι κατατρέχονται ὡς ἀνάξιοι τῆς κοινωνίας νία δυσθεράπευτος ὁμοίως ὡς ἐκεῖναι» (Α΄ μη΄ – μθ΄). Οἱ καὶ τῆς πολιτείας» (Β΄ 463). πληγὲς τοῦ κεφαλιοῦ, ποὺ πῆρε στὴ μάχη τοῦ Σερπετζέ, Καὶ πάλι: «Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε καὶ τί κάμετε στὴν τὸν κάνουν κάποτε ἔξαλλο. Τρεῖς μέρες προτοῦ τὸν πάνε πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω στὶς φυλακὲς τοῦ Μεντρεσέ, μὴν ἔχοντας ἄλλον κριτὴ νὰ πὼς κάτι ἤσασταν. Κι εἶστε ὅ,τι εἶστε. Ἤσασταν ὅ,τι θεω- τὸν δικαιώσει, ὅπως στὰ νιάτα του στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁιροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸ Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ Γιάννη, κάθεται καὶ γράφει στὸν ἴδιο τὸ Θεό: «Καὶ δὲ μᾶς τοῦ ἀφαιρέσουν τὸν τίτλο τοῦ «Γκρανσινιόρη». Ὅσο ἔβλε- ἀκοῦς καὶ δὲ μᾶς βλέπεις... Καὶ νὰ σκούζω νύχτα καὶ μέρα παν τὸ τζαμὶ στὴ Βιένα, σκιάζονταν κι ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγει ἀπὸ τὶς πληγές μου. Καὶ νὰ βλέπω τὴ δυστυχισμένη μου καὶ παραμέσα καὶ φκιάσει κι ἄλλα τζαμιά. Κι ἀπὸ αὐτὸ τὸ φαμιλιὰ καὶ παιδιά μου πνιμένα στὰ κλάματα καὶ ξυπόλητα. φόβο κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρο. Κι ὅταν βῆκαν μιὰ Καὶ ἕξι μῆνες φυλακωμένος σὲ δυὸ ἀδρασκελιὲς κάμαρη... χούφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Καὶ γιατρὸ νὰ μὴ βλέπομε, οὔτε ν’ ἀφήνουν κανένα νὰ πληΓκρανσινιόρης μαστόρους νὰ χτίσει τζαμιά⋅ ὅτι θὰ πέσουν σιάσει νὰ μᾶς ἰδεῖ... Ὅλοι θέλουν νὰ χαθοῦμε. Μᾶς κάνουν κι αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ Τοῦρκος». Καὶ γι‘ ἀνάκρισες ὁλουνῶν, κατ‘ οἶκον ἔρευνα, σπίτια, κατώγια, αὐτὸ οἱ εὐεργέτες μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκό- ταβάνια, κασέλες, εἰκόνες δικές σου... Καὶ τὶς 13 τουτουνοῦ ψουν. Ὅμως καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς πειράξει τοῦ μήνα... ἦρθε ὁ μοίραρχος μὲ τὴ στολή του, ὁποὺ μᾶς

26


Μιὰ ἀπὸ τὶς χάρες τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ γεμίζει ἀγαλλίαση τὴν ψυχή, εἶναι αὐτὸ τὸ συναίσθημα, ποὺ δὲν παύει ποτὲ νὰ μᾶς δίνει τὸ συναίσθημα πὼς ἔχουμε στὸ πλάι μας ἕναν ὁδηγό –τόσο ἀνθρώπινο–, ποὺ εἶναι μέτρο τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ὄντων. φύλαγε, καὶ μοῦ λέγει νὰ πάγω στὴ φυλακὴ τοῦ Μεντρεσέ, «Σὰν τραβᾶτε τόση τυραγνία, δὲν τ’ ἀφήνετε τὸ χωριό σας ὅπου φυλακώνουν τοὺς κακούργους...» (Α΄ πα΄-πβ΄). νὰ φύγετε, νὰ πᾶτε σ’ ἄλλο χωριὸ ἐθνικό, ποῦ ‘ναι, τόσα; Ἀλλὰ τούτη τὴ φορὰ δὲν μπόρεσε νὰ κλείσει τὶς συμ- Μοῦ λέγει ἡ παπαδιά: «Ὅταν ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι, ἐμεῖς ἤμαφωνίες μὲ τὸ Θεό. Εἶχαν ἀλλάξει τὰ χρόνια. Καὶ τὸν πῆγαν στε μέσα στὸ βάλτο στὸ νερό, τόσες ψυχές, νὰ γλιτώσουμε. στὸ Μεντρεσέ, καὶ τὸν ραπίσανε, καὶ τὸν προπηλακίσανε, Καὶ ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς πιάσανε. Καὶ ἦταν τὸ σῶμα καὶ τὸν κρίνανε σὲ μιὰ δίκη ποὺ ἤτανε μιὰ μεγάλη ἀδια- μας καταματωμένο ἀπὸ τὶς ἀβδέλες -μᾶς φάγαν. Καὶ τὰ ντροπιά, καὶ τὸν καταδικάσανε σὲ θάνατο, ποὺ ἔγινε ὕστε- παιδιὰ πεταμένα μέσα –γιομάτο τὸ νερό– σὰ μπακακάκια ρα δεσμὰ καὶ τοῦ χαρίστηκαν στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1854. πλέγαν. Κι ἄλλα ζωντανὰ κι ἄλλα τελείωναν. Καὶ μ’ ἀφάὉ Μακρυγιάννης εἶναι πιὰ νισαν κι ἐμένα καὶ τὶς ἄλλες. Γιατί ἕνα λεβέντικο κουρέλι. Δὲ τὰ τραβήξαμε αὐτά; Γι’ αὐτήνη τὴν μιλᾶ παρὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὰ πατρίδα. Καὶ τώρα δικαιοσύνη δὲ μικρότερα παιδιά του. Τὸ βρίσκομε ἀπὸ κανέναν. Ὅλο δόλο σπίτι του καὶ τὸ περιβόλι καὶ ἀπάτη». Κι ἔκλαιγε μὲ πικρὰ του εἶναι ρημάδια. Ὁ τεδάκρυα. Τὴν παρηγόρησα. Μὲ λευταῖος ἦχος τῆς φωνῆς πῆρε τὸ παράπονο κι ἔκλαψα κι του –ὁ τελευταῖος ποὺ ξέἐγώ» (Β΄ 258). ρουμε καὶ ποὺ θ‘ ἀκούσετε Πολέμησε, ἀγωνίστηκε πίτώρα– ἔρχεται ἀπὸ μακριά, στεψε, σακατεύτηκε, ἀηδίασε, πολὺ μακριά. Θαρρεῖς θύμωσε. Ἀλλὰ ἔμεινε –ὅπως πὼς μιὰ ὁλόκληρη φυλὴ βγαίνει ἀπὸ τὸ γράψιμό του τὸ πάει νὰ ξεψυχήσει: «Ἀφοῦ ἀπελέκητο– πάντα ὀρθὸς ὣς μὲ λευτέρωσαν καὶ πῆγα τὸ τέλος: ἄνθρωπος στὸ ὕψος στὸ χαλασμένο μου σπίτι τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔγινε μήτε καὶ στὴν ταλαίπωρή μου ὑπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι. οἰκογένεια... μ‘ ἀνάδωσαν Ἀλήθεια, μιὰ ἀπὸ τὶς χάρες τοῦ οἱ πληγές, τὴ μιὰ Λαμπρὴ Μακρυγιάννη, ποὺ γεμίζει ἀγαλἐπέρσι καὶ τὴ Λαμπρὴ ποὺ λίαση τὴν ψυχή, εἶναι αὐτὸ τὸ πέρασε πάγει δυὸ χρόνια συναίσθημα, ποὺ δὲν παύει ποτὲ τώρα... Πῆγα στὴ σπηλιὰ νὰ μᾶς δίνει τὸ συναίσθημα πὼς πού ‘ναι στὸ περιβόλι μου ἔχουμε στὸ πλάι μας ἕναν ὁδηνὰ ξανασάνω... Καὶ μὲ τὸ γό –τόσο ἀνθρώπινο–, ποὺ εἶναι στανιὸ καὶ ἀκουμπώντας μὲ μέτρο τῶν πραγμάτων καὶ τῶν τὸ ξύλο, ἔσωσα ἐκεῖ. Μοῦ ὄντων. Αὐτὸ τὸ ἴδιο συναίσθηρίχνουν πέτρες καὶ μὲ χτυμα ποὺ εἶναι ζυμωμένο μὲ κάθε Ἕλληνας ἀρματολός (1825), Richard P. Bonington, Μουσεῖο Μπενάκη ποῦν καὶ μαγαρσὲς ἀνθρώἑλληνικὴ ἰδιοσυγκρασία, ἀπὸ πινες ἀπάνω μου: «Φάγε ἀπ‘ τοὺς παμπάλαιους καιροὺς ποὺ αὐτές, στρατηγὲ Μακρυγιάννη, νὰ χορτάσεις πού ‘θελες νὰ ὁ Οἰδίποδας κατάργησε τὴ Σφίγγα καὶ τὸν ἐφιαλτικὸ κόκάμεις Σύνταμα!» Καὶ μ‘ ἀνοίγουν τόσες νέες πληγὲς ἀπὸ τὰ σμο της λέγοντας μόνο μιὰ λέξη: ὁ ἄνθρωπος. χτυπήματα κι ἀπὸ τ‘ ἀγκυλώματα ...⋅ ἐσάπισα, ἐσκουλήκιαὉ ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, ὁ σα... Αὐτὰ ἔστειλα στὴ δημαρχία κι ἀκρόαση δὲ μοῦ ‘δωσε. ἄνθρωπος ζυγαριὰ τῆς ζωῆς –ἂν ὑπάρχει μία ἰδέα βασικὰ Καὶ ξακολούθαγε αὐτὸ ὣς τὴν παραμονὴ τῆς Σωτῆρος. Κι ἑλληνική, δὲν εἶναι ἄλλη. Γεννιέται στὰ χαράματα τῆς ἀνήμερα μὲ χτύπησαν πολύ⋅ ἔμεινα νεκρός· δὲ στανόμουν, ἑλληνικῆς σκέψης. ἔπειτα τὴ διατυπώνει μία γιὰ πάντα ὁ Αἰσχύλος. Ὅποιος ξεπερνᾶ τὸ μέτρο εἶναι ὑβριστής, καὶ ζωντανὸς εἶμαι ἢ πεθαμένος...» (Α΄, πς΄-πζ΄).[...] Τὸ περιεχόμενο τῆς γραφῆς τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ὁ ὕβρις εἶναι τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς συμἀτέλειωτος καὶ ὁ πραγματικὸς ἀγώνας ἑνὸς ἀνθρώπου, βεῖ. Γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὴ φρασεολογία τοῦ Μακρυγιάνποὺ μὲ ὅλα τὰ ἔνστικτα τῆς φυλῆς του ριζωμένα βαθιὰ νη, οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ τὰ παλιὰ ἐκεῖνα χρόνια, εἶναι στὸ μέσα στὰ σπλάχνα του, ἀναζητᾶ τὴν ἐλευθερία, τὸ δίκιο, «ἐμεῖς», δὲν εἶναι στὸ «ἐγώ». Γιατὶ μόλις τὸ ἐγὼ γυρέψει τὴν ἀνθρωπιά. «Ἀνάμεσα Πάτρα καὶ Γαστούνι» σημειώνει νὰ ξεπεράσει τὸ ἐμεῖς, ἀμέσως ἡ Ἄτη, ἡ αὐστηρὴ μοίρα –τὸ περιστατικὸ πρέπει νὰ ἔχει συμβεῖ γύρω στὰ 1830– ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν ἰσορροπία τοῦ κόσμου, τὸ κεραυ«εἶναι ἕνα χωριό, τὸ Μέγα Σπήλαιγο. Ἔκαμα κονάκι ἐκεῖ. νώνει. Ὁλάκερη ἡ ἀρχαία μας τραγωδία εἶναι γεμάτη ἀπὸ g Μοῦ παραπονιόνται οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὴν τυραγνία ποὺ δο- τὰ σύμβολα αὐτῆς τῆς ἰδέας. κιμάζουν ἀπὸ τοὺς καλογέρους: ὅ,τι παίρνουν τὸ ἁρπάζουν Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἕνας Ἕλληνας – ὁ Μακρυγιάννης, ἐκδ. Ἴκαρος. αὐτῆνοι. Εἶχα κονάκι σ' ἑνοῦ παπᾶ τὸ σπίτι. Τότε τοὺς λέγω:

27


Διάκρισις στὸ ἰλιαδορωμέηκο πολίτευμα τοῦ Μακρυγιάννη Τοῦ Κώστα Ζουράρι

Σ

ήμερα θὰ μελετήσουμε μία κεντρικὴ ἀρχὴ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ σκέψη, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ διάκρισις. Ἡ διάκρισις ὑπάρχει διάχυτη στὸ σύνολο τῶν Ἀπομνημονευμάτων. Σὲ ὅλα μας τὰ κείμενα ποὺ σχολιάζουν τὸ πολιτικὸ γεγονός, ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα καὶ πέρα, ὑπάρχει μία ἐμμονή: ἡ σκέψη νὰ μὴν μπαίνει σὲ καλούπι προκατασκευασμένης θεωρίας, διὰ τῆς ὁποίας θὰ συλλάβει τὸ γεγονός, ἀλλὰ τὴν θεωρία (ματιά), ἡ σκέψη νὰ τὴν κατασκευάζει ἀπὸ τὸ πραγματολογικὸ ὑλικό. Χωρὶς προϊδεασμὸ συμφέροντος ἢ διανοητικῆς συνήθειας. Διότι αὐτὸ μᾶς δίνει τὰ στοιχεῖα τῆς γενικώτερης θεωρίας (ματιᾶς). Συνεχῶς παραμένει ὁ Μακρυγιάννης στὸ ἀριστοτελικὸ καθέκαστον καὶ ὄχι στὸ καθόλου. Ἀρχὴ τῶν καθέκαστον τὸ καθέκαστον, λέει ὁ Ἀριστοτέλης στὴν Πολιτεία. Πασῶν τῶν ἀρετῶν ἀνωτέρα διάκρισίς ἐστι, λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄρα καὶ τῶν ἀρετῶν τῶν νοητικῶν... Στὸν ἀγράμματο–μορφωμένο Μακρυγιάννη βλέπουμε συχνὰ μιὰ φραστικὴ ἀνακολουθία, ὅταν ἑρμηνεύει τὰ γεγονότα· αὐτὴ ὅμως ἡ ἀνακολουθία ἀποκαλύπτει μίαν ἐκπλήσσουσα λογικὴ ἐπιδεξιότητα στὸ νὰ διασώσει ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ διασωθεῖ στὶς συγκεκριμένες συνθῆκες.

28

Κι αὐτὸ γιατὶ ὁ Μακρυγιάννης προέρχεται ἀπὸ τὸ ἰλιαδικὸ ἀμμίξας, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὅλα εἶναι ἀναμεμειγμένα καὶ προχωροῦν σὲ κύκλιο ἢ σπειροειδὲς σχῆμα. Ἐδῶ, στὸ παράδειγμα ποὺ ἀκολουθεῖ, ἡ διάκριση ἔρχεται νὰ παρασπονδήσει στὸ ἀμμίξας. Πῶς; Εἰσάγοντας ἕνα στοιχεῖο ἀνακόλουθο. Πῶς δηλαδὴ ἡ διάκριση διακρίνει συνεχῶς τὰ συνεχῶς ἀναμειγνυόμενα πράγματα καὶ δὲν τὰ ἀνάγει, κι αὐτή, σὲ ἕνα γενικὸ καλούπι, σὲ μίαν ἀναγωγικὴ μήτρα; Ἐπειδὴ εἴμαστε ἀναμεμιγμένοι στὸ ἴδιο καζάνι, καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πὼς εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἐπειδὴ ἔχουμε μέσα μας ἀνάμικτο τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ἄρα τὸ ἴδιο κι οἱ θεσμοί μας, ἄρα καὶ τὰ ὁποιαδήποτε ἰδιώματα τῶν θεσμῶν καὶ τῶν προσωπικῶν μας ἐνεργειῶν, ὅλα αὐτά, δημιουργοῦν, κατὰ λογικὴν συνεπαγωγήν, μία συνθήκη καθολικῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἑτερότητά μας εἶναι ἀνέκπτωτη, εἶναι ἀνέκπτωτη ἡ ἐλευθερία μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ οἱονεὶ «ἀνακολουθία» στὴν πράξη καὶ τὰ λόγια, παρακάτω, τοῦ Μακρυγιάννη. Ἡ διάκρισις, λοιπόν, εἶναι τὸ ἀμμίξας ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ. Ἔτσι διασώζεται ἡ ἐλευθερία τῶν συμπαικτῶν καὶ ἡ πάντοτε «προτελευταία» ἀνάλυσις τῶν γεγονότων, γιατὶ ὑπάρχει μιὰ ἄλλη προτελευταία ποὺ ἕπεται⋅ καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς, μέχρι συντέλειας τοῦ κόσμου καὶ πέραν αὐτῆς... Ἰδού: «Τ’ εἶναι αὐτὰ τὰ λάθη ὁποὺ κάνετε, ἀδελφοί; Τῆς Συμμαχίας τὰ στρατέματα θὰ βαρέσετε; Καὶ θὰ ματαϋπάρξη πατρίδα ἐλεύτερη; Κι αὐτῆνοι ἔχουν τὸν καυγὰ ’διαίτερον, καὶ νὰ τὸ πάρουμεν ἀπάνου μας ἐμεῖς καὶ νὰ τὸν φορτώσουμεν τῆς πατρίδος; Λέγω τῶν ἀξιωματικῶν, ἐμεῖς, ἀδελφοί, τρελαθήκαμεν ἀπὸ τὰ πάθη μας –ἐσεῖς τί μᾶς τηρᾶτε; Ποῦ θὰ ζήσετε; Σὲ ποιά πατρίδα θά ’στε ἀξιωματικοὶ αὔριον; Ἐγὼ δὲν εἶμαι μὲ τὴ γνώμη σας, εἶμαι μὲ


Καί, ἐξαίφνης, ὁ ἀκραιφνέστερος, ἑλληνέστερος τῶν Ἑλλήνων, ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι μὲ τοὺς Ἕλληνες, εἶναι μὲ τοὺς Φρατζέζους! Γιατί; Διότι, διάκρισις! Πατερικὴ διάκρισις τοῦ ἀγραμμάτου κλεφτοσυμμορίτη. τοὺς Φρατζέζους.» Καί, ἐξαίφνης, ὁ ἀκραιφνέστερος, ἑλληνέστερος τῶν Ἑλλήνων, ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι μὲ τοὺς Ἕλληνες, εἶναι μὲ τοὺς Φρατζέζους! Γιατί; Διότι, διάκρισις! Πατερικὴ διάκρισις τοῦ ἀγραμμάτου κλεφτοσυμμορίτη! Γιὰ νὰ «ματαϋπάρξη πατρίδα ἐλεύτερη»... «Κι αὐτῆνοι (οἱ δικοί μου) ἔχουν τὸν καυγά» καὶ τὴν καταστρέφουν, γι’ αὐτὸ κι ἐγώ, Διάκρισις: εἶμαι μὲ τοὺς Φρατζέζους. Τὸ ἐν ἀνακολουθίᾳ λογικὸν σχῆμα τοῦ μπερδεμένου, πλὴν λογικῶς ἀρραγοῦς ἀμμίξας: «γιὰ νὰ ματαϋπάρξει (συνεχῶς) ἑλληνικὴ πατρίδα ἐλεύτερη, ἐγὼ (προσωρινῶς)... εἶμαι μὲ τοὺς Φρατζέζους!». Ὅπερ ἔδει δεῖξαι, κατὰ τὸ ἀμμίξας καὶ συναμφότερον... Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἰδιαίτερο καυγὰ στὸ ὡς ἄνω ἐδάφιο εἶναι οἱ Κολοκοτρωναῖοι καὶ οἱ Νοταράδες. Εἶναι ἡ περίοδος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἕνα χρόνο πρὶν ἔρθει ἡ Ἀντιβασιλεία, ὅπου πιὰ ἔχει διαλυθεῖ τὸ σύμπαν. Ὁ Ἰμπραήμ, βέβαια, δὲν ἀπειλεῖ πιὰ πολύ, διότι δὲν μπόρεσε νὰ κυριέψει τὰ νησιά, δὲν κατέλαβε τὸ Ναύπλιο, μετὰ τοὺς Μύλους τοῦ ἀπιθανοπράκτου Μακρυγιάννη, ὁ στόλος διεξάγει (ἀκόμα...) ἐπιτυχῶς τὸν ἀνεφοδιασμό, στὴν ὕπαιθρο ὑπάρχει γενικευμένο ἀντάρτικο ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν Ἰμπραὴμ νὰ κυριαρχήσει. Ὁ Κιουταχὴς δὲν ἔχει καταλάβει (ἀκόμα...) τὴν Ἀθήνα. Ἔτσι, σὲ μίαν ἀνισόρροπη ἰσορροπία, ἡ Ἐπανάσταση εἶναι περίπου σβησμένη, ἀλλὰ ὑπάρχει (ἀμμίξας, κι αὐτό;). Ἡ στρατιωτικὴ ἐπιβολὴ τῶν Τούρκων δὲν κατέστη δυνατή, οἱ ξένες δυνάμεις δὲν ἔχουν ἀκόμη ἐπέμβει. Τῆς Συμμαχίας τὰ στρατεύματα εἶναι στὸ Ναύπλιο (ὡς σημερινὴ «εἰρηνευτικὴ δύναμη»;). Κι ὅπως ἤδη εἴδαμε, μέσα σ’ ὅλα αὐτὰ ἡ φράση κλειδὶ ἐδῶ εἶναι: «ἐγώ... εἶμαι μὲ τοὺς Φρατζέζους»! «Καὶ ξαρμάτωσαν ὅλους ἐμᾶς οἱ Φρατζέζοι – κι αὐτῆνοι γκιζεροῦσαν μ’ ἑκατό, μὲ πενήντα ὁ καθείς. Μίαν ἡμέρα ἐβῆκα ἔξω, καὶ εἶχε τὸ παίδι παρμένο τὸ σπαθί μου ἀπὸ κοντά. Τὸ πῆρε ἡ βάρδια ἡ Γαλλικὴ τὸ σπαθί⋅ τὸ παιδὶ δὲν τό ’δινε. Τό πῆρα καὶ τὸ ‘δωσα μόνος μου. Τότε παίρνω τὸν Κωνσταντῖνο Κλωνάρη, ὁπού ‘ξερε τὰ Γαλλικά, καὶ πήγαμεν εἰς τὸν κομαντάντη τῆς πιάτζας, καὶ τοῦ λέγω τοῦ

Κλωνάρη: «Ὅσα θὰ εἰπῶ ἐγὼ εἶναι εἰς βάρος μου καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ – πὲς τοῦ κομαντάντη: Ποῖον βάρβαρον ἔθνος ἔκαμε ὅσα κάνει τὸ Γαλλικὸ ἔθνος σ’ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες; Δὲν σεβάστη τὰ αἵματά μας ἐδῶ μέσα ὁποὺ πατοῦνε, ὁποὺ ἀχνίζουν ἀκόμα; Ὅλους μᾶς ἔκαμαν ἄτιμους κι ἄναντρους καὶ μᾶς ξαρματώνουν μὲ τὴ δύναμή τους καὶ μᾶς κάνουν γυναῖκες. Καὶ τὶς γυναῖκες ἄντρες καὶ φρουρὰ τῆς Κυβέρνησής μας. Τὰ σπαθιὰ τῶν μπακάληδων φυλᾶνε τὴν Κυβέρνησίν μας, τὸ σπαθὶ τοῦ Νότη Μπότζαρη, τοῦ Φωτομάρα, τοῦ Κριτζώτη κι ἀλλουνῶν πολλῶν ἀγωνιστῶν τά ‘χετε πεταμένα μέσα εἰς τὰ ὑπόγεια τῶν Βενετζάνων – σπαθιά μας καὶ ντουφέκια μας καὶ πιστιόλες μας.»» Οἱ Γάλλοι ὡς δύναμις εἰρηνεύσεως ἐπιβάλλουν ἀφοπλισμό. Στοὺς Ἕλληνες ὅμως, ὄχι στοὺς Τούρκους! Ὁ Μακρυγιάννης, λοιπόν, παραδίδει στὴν γαλλικὴ φρουρὰ «μόνος του» τὸ σπαθί του καὶ στὴν συνέχεια, ἀμέσως, ρωτάει τὸν ἐπικεφαλῆς της: «Ποῖον βάρβαρον ἔθνος ἔκαμε ὅσα κάνει τὸ Γαλλικὸ ἔθνος σ‘ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες;». Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι δηλαδὴ μὲ τοὺς «Φρατζέζους», ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ ἔκανε, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τὰ δικά του, τὶς μεγαλύτερες βαρβαρότητες στοὺς Ἕλληνες! Ἀνακόλουθον; Ναί, ἀλλὰ καὶ νά τὸ συναμφότερον! Ποὺ σημαίνει ὅτι οὔτε ἐντελῶς βάρβαροι εἶναι οἱ Γάλλοι, οὔτε ὁ κουρελοκλέφτης εἶναι ἐντελῶς μὲ τοὺς Γάλλους, μὰ οὔτε εἶναι καὶ ἐναντίον τους, οὔτε καὶ οἱ Γάλλοι εἶναι διατεθειμένοι νὰ εἶναι περαιτέρω βάρβαροι καὶ νὰ μὴ

29


Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι μὲ τοὺς «Φρατζέζους», ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ ἔκανε τὶς μεγαλύτερες βαρβαρότητες στοὺς Ἕλληνες! Ἀνακόλουθον; Ναί, ἀλλὰ καὶ νά τὸ συναμφότερον! Ποὺ σημαίνει ὅτι οὔτε ἐντελῶς βάρβαροι εἶναι οἱ Γάλλοι, οὔτε ὁ κουρελοκλέφτης εἶναι ἐντελῶς μὲ τοὺς Γάλλους, μὰ οὔτε εἶναι καὶ ἐναντίον τους. βοηθοῦνε καὶ στὸ περίπου τοὺς Ἕλληνες: οἰκουμενικὸν ἀμμίξας-συναμφότερον... Γιατί τὸ χτίζει μὲ πράξη καὶ λόγια αὐτὸ τὸ σύμμεικτο σχῆμα ὁ Μακρυγιάννης; Γιατὶ θέλει νὰ διατηρήσει μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων τὴν τάξη⋅ καὶ ἡ τάξις τῶν Ἑλλήνων περνάει μέσα ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν Γάλλων καὶ οἱ Γάλλοι, ὡς σύστημα ἰσχύος, ἐνδογενῶς παράγουν ἀταξία καὶ ἀδικία εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων, στὸ (γαλλικό) ὄνομα τῆς ἑλληνικῆς Ἐλευθερίας! Ἀμμίξας ἱλαροτραγικόν... «Σ’ ἕνα κάρτο βλέπω τοὺς δυὸ γκενεραλαίους κι ὅλους τοὺς ἀξιωματικούς – καὶ τὸ σπαθί μου τὸ εἶχαν στὴ μέση, κι ἔρχονται εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ λένε τὸ «παρντὸν» καὶ μοῦ δίνουν τὸ σπαθί. «Δὲν τὸ θέλω», τοὺς λέγω⋅ «αὐτὸ τὸ σπαθὶ εἶναι πολὺ κατώτερον ἀπὸ τοῦ Νότη, ἀπὸ τοῦ Φωτομάρα, ἀπὸ τοῦ Κριτζώτη κι ἀλλουνῶν. Ἃν δώσετε καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων τὰ σπαθιά, πιστιόλες τους καὶ ντουφέκια – καὶ νὰ τὰ φοροῦμεν ἐλεύτερα, νὰ μὴ μᾶς πειράζη ἡ βάρδια, ἀλλὰ νὰ μᾶς φέρνη κι ὅπλο ὅταν διαβαίνωμεν, ὅτ‘ εἴμαστε ἀξιωματικοί – κι ἀφοῦ γένουν αὐτά, νὰ ξαρματώσετε καὶ τοὺς μπακάληδες, ὅπου σέρνουν οὐρὲς κοντά τους οἱ πολιτικοί μας». Τότε ὅλα αὐτὰ τά ‘καμαν εὐτύς, τοὺς ξαρμάτωσαν ὅλους καὶ μοῦ εἶπαν ὅσοι ἔρχονταν νέγοι, τοὺς ἔδινα ἕνα μπουλέτο καὶ πήγαιναν εἰς τὸν κομαντάντη καὶ φοροῦσαν τ‘ ἄρματά τους. Τότε πῆρα τὸ σπαθί μου, τοὺς τρατάρησα καὶ μὲ πῆραν καὶ πήγαμεν εἰς τὸ τραπέζι τους καὶ φάγαμεν.» Οἱ Γάλλοι ἤθελα νὰ ξαρματώσουν τὰ στίφη τῶν καπεταναίων. Πῶς θὰ τοὺς ξαρματώσουν; Φτιάχνουν πολιτοφυλακή. Αὐτὸ ἤξεραν νὰ κάνουν οἱ Γάλλοι, αὐτὸ

30

κάνανε. Κι ἀρχίζουν νὰ ἀρματώνουν τοὺς μπακάληδες τοῦ Ναυπλίου... Καὶ τοὺς λέει ὁ Μακρυγιάννης ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραδίδουν τὰ ὅπλα τοῦ Νότη, τοῦ Φωτομάρα, τοῦ Κριτζώτη, «ὅπλα τὰ ἱερά», ποὺ ταπείνωσαν τὸν Σουλτᾶνο, αὐτὸν ποὺ ἔτρεμε ἡ Εὐρώπη, νὰ τὰ παραδίδουν στοὺς μπακάληδες! Ἐπειδὴ οἱ Γάλλοι τοῦ φέρνουν μόνο τὸ δικό του τὸ σπαθὶ γιὰ νὰ τὸν προσεταιριστοῦν, ὁ Μακρυγιάννης τὸ ἀρνεῖται! Διότι, γι’ αὐτόν, τὸ σπαθί του εἶναι κατώτερο ἀπὸ τὰ σπαθιὰ τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν! Μὲ μιὰ ρητορικὴ διάκριση, δὲν δέχεται νὰ τὸν προσεταιριστοῦν καὶ συγχρόνως ἀπαιτεῖ γενικὴ ἐπιστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων. Ὁ αἰώνιος Ὀδυσσεύςδιαπραγματευτὴς προχωράει ἀκόμη παραπέρα. Περαιτέρω ἰλιαδοπατερικὴ διάκρισις: ὄχι μόνον δὲν γλείφει, ὄχι μόνον παζαρεύει ἀγορήνδε καὶ μὲ ἴσον φάσθαι ἀπέναντι στοὺς Γάλλους «γκενεραλαίους» – (πραγματικούς) στρατηγούς, ὄχι μόνον δὲν σκύβει, ἀλλὰ αὐξάνει θρασύτατα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις του. «Ὅταν διαβαίνωμεν (ἡ βάρδια) νὰ μᾶς φέρνη κι ὅπλο»! Ὁ ἀριστοκράτης κουρελής, πολυτραυματίας νικημένος, θέλει νὰ τοῦ ἀποδίδουν τιμὲς ὅταν περνάει αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι νικημένοι Ἕλληνες ἀξιωματικοί! Τὰ ἐπέτυχε «ὅλα εὐτύς», ἀσκώντας τὴν ἀρχὴ τῆς διακρίσεως. Τῆς καθ‘ ἡμᾶς... (1ον) Πῆγε μὲ τοὺς Φρατζέζους, (2ον) παρέδωσε τὸν ὁπλισμό του καὶ τῶν δικῶν του, (3ον) κι ἀμέσως ἄρχισε νὰ τὸν ζητάει πίσω! Ὁ διαχρονικὸς Ὀδυσσέας δὲν ξέρει ἂν θὰ πετύχει τὸ τέχνασμα, δὲν ξέρει κἂν ἂν θὰ κρατήσει πολύ. Ὁ ἴδιος εἶναι μέρος τοῦ τεχνάσματος, μετέχει μὲ τὸν ἑαυτό του στὸ βέβαιον ἡμῖν μηδέν... τοῦ Θουκυδίδη... Στὸ τέλος, (4ον) τοὺς «τρατάρησε» καὶ ἔφαγαν στὸ τραπέζι τους μαζί. Διάκρισις καὶ ἀμμίξας... Νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἀχιλλέα μὲ τὸν γερο-Πρίαμο, στὸν δόρπον-δεῖπνο πρὶν νὰ πέσει ἡ νύχτα, ἐν μέσῳ τῆς ἀμοιβαίας συντριβῆς τους. Ἀπὸ μόνη της προβάλλεται ἡ σημασία τοῦ φαγητοῦ γιὰ τὴν καταλλαγή-εἰρήνευση... Ἀμμίξας, ἕνα συμποτικὸν συναμφότερον πόσιος καὶ ἐδητύος ἰλιαδικῆς, μεταξὺ ἐχθρῶν, πρὸς τὸ ἴσως φίλιον ἢ φίλιον πρὸς τὸ ἴσως ἐχθρικόν... Ἕνα συνεχὲς ἀβέβαιον ἀμμίξας στὸ περίπου. Μακρυγιάννης – ἀρχέτυπος ἰλιαδογραικικός... […] Παρακάτω, σὲ δεκαπέντε γραμμές, περιέχει ὅλη τὴν εἰκόνα τῆς ἑλληνικῆς


Ὁ αἰώνιος Ὀδυσσεύς-διαπραγματευτὴς προχωράει ἀκόμη παραπέρα: ὄχι μόνον δὲν γλείφει, ὄχι μόνον παζαρεύει ἀλλὰ αὐξάνει θρασύτατα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις του. Ὁ ἀριστοκράτης κουρελής, πολυτραυματίας νικημένος, θέλει νὰ τοῦ ἀποδίδουν τιμὲς ὅταν περνάει αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι νικημένοι Ἕλληνες ἀξιωματικοί! Ἐπαναστάσεως, ὅλους τοὺς συσχετισμοὺς τῶν ἐμπλεκομένων δυνάμεων, τὸ πλέγμα σχέσεων ποὺ καὶ δυσχέρανε καὶ ἐπέτρεψε τὴν Ἐπανάσταση. «Μιὰ χούφτα ἀπόγονοι ἐκεινῶν τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων χωρὶς ντουφέκια καὶ πολεμοφόδια καὶ τ‘ ἄλλα τ‘ ἀναγκαῖα του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τὴν μάσκαρα τοῦ Γκρὰν Σινιόρε τοῦ Σουλτάνου, ὁπού ‘χε εἰς τὸ πρόσωπόν του κι ἔσκιαζε ἐσέναν τὸν μεγάλον Εὐρωπαῖον. Καὶ τοῦ πλέρωνες χαράτζι ἐσὺ ὁ δυνατός, ἐσὺ ὁ πλούσιος, ἐσὺ ὁ φωτισμένος καὶ τὸν ἔλεγες Γκρὰν Σινιόρε, φοβόσουνε νὰ τὸν εἰπῆς Σουλτᾶνο. Ὅταν ὁ φτωχὸς ὁ Ἕλληνας τὸν καταπολέμησε ξυπόλητος καὶ γυμνὸς καὶ τοῦ σκότωσε περίπου ἀπὸ τετρακόσες χιλιάδες ἀνθρώπους, τότε πολέμαγε καὶ μ‘ ἐσένα τὸν χριστιανόν – μὲ τὶς ἀντενέργειές σου καὶ τὸν δόλο σου καὶ τὴν ἀπάτη σου κι ἐφόδιασμα τὶς πρῶτες χρονιὲς τῶν κάστρων. Ἃν δὲν τά ‘φόδιαζες ἐσὺ ὁ Εὐρωπαῖγος, ἤξερες ποῦ θὰ πηγαίναμεν μ‘ ἐκείνην τὴν ὁρμή. Ὕστερα μᾶς γιομώσετε καὶ φατρίες – ὁ Ντῶκινς μᾶς θέλει Ἄγγλους, ὁ Ρουγὰν Γάλλους, ὁ Κατακάζης Ρούσους· καὶ δὲν ἀφήσετε κανέναν Ἕλληνα – πῆρε ὁ καθείς σας τὸ μερίδιόν του καὶ μᾶς καταντήσετε μπαλαρίνες σας⋅ καὶ μᾶς λέτε ἀνάξιους τῆς λευτεριᾶς μας, ὅτι δὲν τὴν αἰστανόμαστε. Τὸ παιδὶ ὅταν γεννιέται, δὲν γεννιέται μὲ γνώση, οἱ προκομμένοι ἄνθρωποι τὸ ἀναστήνουν καὶ τὸ προκόβουν. Τέτοια ἠθικὴ εἴχετε ἐσεῖς καὶ προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κι ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς.» Κατὰ τὸν πρῶτο ἐνάμιση χρόνο τῆς ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, οἱ ἐπίσημες Ἀρχὲς τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων ἦταν σύμμαχοι τῆς Τουρκίας. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1821 στὸ Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα) ἡ Ἱερὰ Συμμαχία εἶχε καταδικάσει τοὺς Καρμπονάρους, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑποφώσκουσα στὴν Ἑλλάδα ἐξέγερση, καὶ ζητοῦσε ἀπὸ μᾶς καὶ τοὺς Ἰταλούς, ἡ τρισαθλία, νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὸν νόμιμο ἡγεμόνα μας. Ἐμεῖς, στὸν Σουλτᾶνο! Ὅταν ὁ γυμνὸς καὶ ξυπόλυτος Ἕλληνας ἀφάνισε χιλιάδες πάνοπλους Τούρκους, οἱ Εὐρωπαῖοι Ἡγεμόνες τοῦ ἀντέτειναν τὸν δόλο, τὴν ἀπάτη καὶ τὸν ἐφοδιασμὸ τῶν τούρκικων κάστρων. Ἡ κοινὴ γνώμη βέβαια στὴν Εὐρώπη ἦταν μὲ τὴν Ἐπανάσταση, εἶχε ἀρχίσει ὁ φιλελληνισμός. Μ’ αὐτοὺς τοὺς «Φρατζέζους», λοιπόν, εἶναι ὁ Μακρυγιάννης. Γιατὶ εἶναι κι ἐκεῖνοι, ἔστω καὶ ὡς ἐπίσημος γαλλικὸς στρατός, ἐκεί-

νη τὴν στιγμή, τμῆμα τῆς δυνατότητός του γιὰ σωτηρία. Ἀλλά... θὰ ἐπανοπλισθῶ, μοῦ ἐπιστρέφεις τὸ σπαθί μου καὶ θὰ μοῦ παρουσιάζεις ὅπλα! Ποιός; Ἐγώ, ὁ γύφτος, θέλω, ναί, νὰ μοῦ παρουσιάζει ὅπλα τὸ ἡγεμονικό σου στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα! Καὶ ἂν δὲν ἐφοδίαζαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὰ κάστρα –τὸ γνωρίζει ὁ Μακρυγιάννης– «ἤξερες ποῦ θὰ πηγαίναμεν μ’ ἐκείνην τὴν ὁρμή». Ὅμως ἀναγνωρίζει καὶ τὴν ἀνωριμότητα αὐτῶν τῶν ἴδιων τῶν ἡρώων: «Τὸ παιδὶ ὅταν γεννιέται, δὲν γεννιέται μὲ γνώση». Τὸ συναμφότερον καὶ ἡ διάκριση ἀρνοῦνται νὰ παραπέμψουν σὲ ἀφηρημένα σχήματα. Καὶ «οἱ προκομμένοι ἄνθρωποι τὸ ἀναστήνουν καὶ τὸ προκόβουν». Ἄρα: εἴσαστε χρειαζούμενοι ἐσεῖς οἱ ξένοι... στὴν σημερινή μας κατάσταση... Τὸ σύστημα εἶναι κύκλιον, ἄρα καὶ τραγικό: ἀμμίξας καὶ συναμφότερον τοῦ τόδε τι, τοῦ ἐξιδιασμένου–συγκεκριμένου κάθε g φορά... Οἱ ζωγραφικοὶ πίνακες τοῦ ἄρθρου εἶναι ἔργα τοῦ Παναγιώτη Ζωγράφου. Ἀπεικονίζουν τὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ φιλοτεχνήθηκαν καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Μακρυγιάννη.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Νὰ τὴν χέσω τέτοια λευτεριά ὁποὺ θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιᾶ!, ἐκδ. Ἁρμός.

31


Τὰ Ἀπομημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη Τοῦ Νίκου Γκάτσου

Τ

ὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια ὁ πλατὺς ὁρίζοντας ποὺ εἶναι οἱ γνήσιοι ποιητὲς ὅλων τῶν καιρῶν. ἄνοιξαν τὰ εὐρωπαϊκὰ ρεύματα τῆς σκέψης στὴν νεἈλλὰ ὁ Μακρυγιάννης ἤτανε μία ἡρωικὴ μορφὴ καὶ τὸ ότερη ἑλληνικὴ διανόηση, ἀντὶ νὰ μᾶς φωτίσει γιὰ δίδαγμά του ξεπερνάει τὰ ὅρια τῆς λογοτεχνίας. Τὰ Ἀπονὰ δοῦμε βαθύτερα τὴν ἀληθινή μας ψυχή, κινδυνεύει μνημονεύματά του πρέπει νὰ γίνουν ἐγκόλπιο καθενὸς νὰ μᾶς ἀπομονώσει, ἂν ὄχι νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἐντελῶς, ποὺ ἔχει ἑλληνικὴ συνείδηση, ἕνας φωτεινὸς δρόμος ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης, μὰ εἶναι προ- ἐλευθερίας, ἁγνότητας, τιμιότητας, ἡρωισμοῦ καὶ ἀνδρείζύμι καὶ κίνητρο γιὰ κάθε ας. Δὲν ἦταν ἕνας ὁπλαρμελλοντική μας ὡρίμανχηγὸς τῆς Ἐπανάστασης μὲ ση καὶ δημιουργία. […] δύναμη καὶ παλικαριὰ μοΠοιός θὰ τὸ φανταζότανε νάχα. Ἦταν ἕνας ξάστερος ποτὲ πὼς ὁ Μακρυγιάννοῦς ποὺ εἶχε συνείδηση νης, ὁ παράξενος αὐτὸς τῆς ἑλληνικῆς του ψυχῆς, ἄνθρωπος ποὺ γεμίζει μὲ ἦταν ἕνα γνήσιο τέκνο τοῦ τὴν προσωπικότητά του τὰ ἑλληνισμοῦ στὴν πιὸ πλαχρόνια της ἐπανάστασης τιὰ ἔννοια, ποὺ ἤξερε πὼς καὶ τοῦ Ὄθωνα, αὐτὸς ὁ ὁ ἀγώνας κερδήθηκε μὲ τὴ ἀγράμματος Ρουμελιώτης θυσία τοῦ λαοῦ καὶ πὼς μὲ τὴν ἑλληνικὴ συνείδητὸ Ἔθνος ἀνῆκε σ’ αὐτὸ τὸ ση καὶ τὴν ἡρωικὴ καρδιά, λαὸ καὶ ὄχι στοὺς καλαμαθὰ ἦταν σήμερα γιὰ μᾶς ράδες τῆς Βαυαρικῆς γραἕνας ἀπὸ τοὺς δασκάλους φειοκρατίας. Ὁ Μακρυτῆς ἑλληνικῆς πεζογραφίγιάννης ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ας, καὶ πὼς τὰ ἀπομνημοἑλληνικῆς μας συνείδησης νεύματά του, στὶς κρίσιμες μᾶς δίνει τὸ παράδειγμα τοῦτες ὧρες ποὺ περνάει μὲ τὴν ἀντρίκια φωνή του. ἡ πατρίδα μας μαζὶ μὲ Ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ τ’ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη, ἀκολουθήσουμε καὶ χρέμποροῦν νὰ μᾶς σταθοῦν ος νὰ μεταδώσουμε καὶ ὁδηγὸς γιὰ ἕνα καλύτερο Νικόλαος Γύζης, Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος, Ἐθνικὴ Πινακοθήκη σὲ ἄλλους τὸ μήνυμά του. μέλλον![…] Ὁ Μακρυ[…] γιάννης ἦταν ἐντελῶς ἀγράμματος, καὶ τὰ λίγα γράμματα Παράλληλα, τὸ κράτος ἢ τὰ ἀνώτερα πνευματικὰ ποὺ ἤξερε τὰ εἶχε μάθει ἀπὸ μερικοὺς φίλους του ἀπάνω ἱδρύματα πρέπει νὰ φροντίσουν νὰ τυπώσουν σὲ φθηνὴ στὶς μάχες, ἀνάμεσα στὸ μπαρούτι καὶ στὴ φωτιά. Ἴσως ἔκδοση τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη, γιὰ νὰ στὴν ἀγραμματοσύνη του αὐτὴ ὅπως πιστεύει ὁ Σεφέρης, μπορεῖ κάθε Ἕλληνας νὰ τὰ ἀγοράσει καὶ νὰ τὰ διαβάνὰ χρωστᾶμε τὴ χάρη καὶ τὴ λιτότητα τοῦ ὕφους του, ποὺ σει. Ἴσως ἀκόμα ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἔπρεπε νὰ μπεῖ στὰ εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε λογῆς δασκαλισμούς, κάθε σχολειὰ σὰν ἕνας μεγάλος δάσκαλος τοῦ σύγχρονου λογῆς ἐπιτήδευση, κάθε λογῆς λογοτεχνικὰ στολίδια. Στὸν ἑλληνισμοῦ, ποὺ τὰ λόγια του θ’ ἀγγίζουν ἀσφαλῶς βαΜακρυγιάννη βλέπει κανεὶς τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο ποὺ πῆρε θύτερα τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα ρητά, ποὺ τὴν πένα στὰ χέρια του γιὰ νὰ μιλήσει τὴν ἁπλὴ γλώσσα τὰ ξέρουμε ὅλοι ἀπ’ ἔξω χωρὶς καλὰ-καλὰ νὰ καταλατοῦ λαοῦ, ὅπως ἕνας μοναχικὸς φίλος γράφει τὰ βάσανά βαίνουμε τὴν οὐσία τους. Δίπλα στὸν ἀρχαῖο Λεωνίδα, του στὸ φίλο του. Αὐτὸ δὲ σημαίνει πὼς ὁ Μακρυγιάννης στοὺς μαραθωνομάχους καὶ στὰ θούρια τοῦ Τυρταίου, τὰ ἦταν τυχαῖος ἄνθρωπος. Ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του ποιητής, τόσο μακρινά, ἂς στήσουμε μία δική μας σύγχρονη μορἀπὸ τὴ γενιὰ ἐκείνων ποὺ δημιούργησαν τὰ δημοτικά μας φή, τὴ μορφὴ τοῦ Μακρυγιάννη ποὺ μόνος, ἀδικημένος τραγούδια, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ πολυτιμότε- καὶ παραγνωρισμένος, στάθηκε ὣς τὸ τέλος ἀλύγιστος ρο ὑλικὸ τῆς φυλῆς μας. Ἀγάπησε τὴν ἐλευθερία χωρὶς παλεύοντας γιὰ τὸ ἰδανικὸ τῆς ὁλοκληρωμένης ἐθνικῆς συμβιβασμούς, σὰν ἀληθινὸς ποιητής, ἦταν εἰλικρινὴς καὶ λευτεριᾶς μὲ πίστη καὶ μὲ φανατισμό. Τὸ παράδειγμά του τίμιος σὰν τέλειος πνευματικὸς ἄνθρωπος, καὶ τὸ ἀνεξά- κι ὁ δρόμος του, εἶναι τὸ παράδειγμα κι ὁ δρόμος τῆς ντλητο χιοῦμορ του δείχνει τὴν ἐνστικτώδη του κατανόηση Ἑλλάδας καὶ τῆς ἐλευθερίας. g τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν πραγματικὰ ἕνας «non conformiste» τῆς ἐποχῆς του, ὅπως πρέπει νὰ Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἀγγλοελληνικὴ Ἐπιθεώρηση,τ. Α΄, Δεκέμβριος 1945.

32


Τὸ Σύνταγμα, τὸ θρήσκευμα καὶ ὁ Μακρυγιάννης Τοῦ Σαράντου Ἰ. Καργάκου

πὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως διαμορφώθηκαν δύο τάσεις μεταξὺ τῶν ἡγετικῶν κλιμακίων τοῦ ἐπαναστατημένου Γένους: ἀπὸ τὴ μία ἦσαν τὰ φιλελεύθερα δημοκρατικὰ στοιχεῖα ποὺ ἐμφοροῦνταν ἀπὸ τὶς δημοκρατικὲς ἀρχὲς τῆς Εὐρώπης πού, μέσῳ τοῦ Ρήγα καὶ τοῦ Κοραῆ κυρίως, εἶχαν δια-

ζόταν συνηθέστερα ὡς ἀναρχία, καὶ ἡ ὁποία ἀναρχία προεκτάθηκε καὶ κατὰ τὴν μεταεπαναστατικὴ περίοδο. Ἡ βασικότερη ἔνσταση αὐτῶν ποὺ ἤθελαν ἀρχικὰ μιὰ συγκεντρωτικὴ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία, βρισκόταν στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λαός, ὅπως εἶχε δείξει καὶ ἡ ἐπανασταστικὴ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ψηφίστηκαν τρία Συντάγματα (Ἐπιδαύ-

Λαϊκὴ ἀπεικόνιση τῆς Ἐπανάστασης τῆς 3ης Σεπτεμβρίου

χυθεῖ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο καὶ εἶχαν διαποτίσει καὶ τὰ ἐπιφανέστερα στελέχη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ παραδοσιασικὴ τοπικὴ ἡγεσία, οἱ πρόκριτοι, ποὺ πλαισιώνονταν ἀπὸ μερικοὺς ἀνώτατους κληρικούς. Οἱ ὁπλαρχηγοί, πλὴν ἐκείνων ποὺ ἦσαν προσκολλημένοι στοὺς προεστούς, ψυχανεμίζονταν ὡς πρὸς τὸ ποῦ θὰ τοποθετηθοῦν, ἀλλ’ οἱ περισσότεροι, ἴσως ἀπὸ ἀντιπάθεια πρὸς τοὺς προεστούς, ἔκλιναν πρὸς τὸ μέρος ἐκείνων ποὺ σιγὰ-σιγὰ ἔλαβαν τὴν ὀνομασία «Συνταγματικοί», διότι ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς τὸ Σύνταγμα, ποὺ θὰ ἔδινε δημοκρατικὴ μορφὴ στὸ πολιτικὸ καθεστὼς ποὺ θὰ διαμορφωνόταν στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ἐπαναστάσεως, εἶχε προβληθεῖ ὡς ἕνα εἶδος πανάκειας. Ὁ μεσσιανικὸς χαρακτήρας ποὺ ἐλάμβανε τὸ αἴτημα γιὰ παραχώρηση Συντάγματος, καὶ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἔκανε πολλούς –τοὺς πιὸ συνετούς– ἀπὸ τοὺς παράγοντες τοῦ Ἀγώνα νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ ἔναντι τοῦ Συντάγματος, ὄχι λόγῳ αὐταρχικῆς νοοτροπίας, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἐπικρατοῦσας πολυαρχίας ποὺ ἐκφρα-

ρου – Ἄστρους – Τροιζῆνος), δὲν εἶχε οὐσιαστικά, λόγῳ ἀπαιδευσίας, κατανοήσει τὴ σημασία τοῦ Συντάγματος. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ποὺ εἶχαν προσωποποιήσει τὸ Σύνταγμα καὶ ρωτοῦσαν τί λογῆς ἄνθρωπος ἦταν αὐτὸς ὁ... Σύνταγμας! Ὁ Κολοκοτρώνης, φοβούμενος μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια τὶς ἀναρχικὲς ἐκδηλώσεις ἐν ὀνόματι δῆθεν τοῦ Συντάγματος, ὀνόμαζε περιφρονητικὰ τὸ προβαλλόμενο αἴτημα... «σύντριμμα». Ἄλλα ζητήματα στὸν παρόντα τότε καιρό, κατὰ τὸ Γέρο τοῦ Μοριᾶ, εἶχαν προτεραιότητα. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Καποδίστρια, στὴ Συνέλευση ποὺ ἔγινε μὲ φροντίδα τοῦ Κολοκοτρώνη στὸ θέατρο τοῦ Ἄργους, «ποὖναι στὴν Παναγία κοντά», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, ἔγινε μία πρόταση γιὰ κοπὴ καὶ ἀπονομὴ παρασήμων. Ὁ Γέρος ἀντέδρασε! Ἰδοὺ τὸ σκεπτικό του: «Εἰς μίαν ἀπὸ τὲς συνεδρίασες ἔγινε λόγος περὶ παρασήμων τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐγὼ ἀντιστάθηκα. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τοῦ καθενὸς ἡ ἐκδούλευσις, καὶ σὰν ἀποκτήσωμε βασιλέα, τότε ἂς κάμει ὅ,τι θέλει» (Ἅπαντα Τερτσέτη, στὴν ἔκδοση Βαλέτα, τόμ. A΄, σ. 203).

33


Ὁ Μακρυγιάννης ἀντέδρασε τὸ νὰ μπεῖ τὸ θέμα τῆς θρησκείας σὲ ψηφοφορία. Ἦταν θέμα εὐλάβειας. Ἡ θρησκεία, εἶπε, δὲν μπαίνει σὲ ψηφοφορία. Ἀλλὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε, οἱ «εὐλογημένοι» πληρεξούσιοι ψήφισαν «πανψηφεί» τὸ ναί, καὶ ἐξέφραζε τὴ διάθεση ὅλου τοῦ ἀγωνιζόμενου γιὰ εὐρύτερες ἐλευθερίες λαοῦ. Μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ὄθωνος (1833) ἐπικράτησε Γράφει ὁ ἴδιος: «Τότε σηκώθηκα, φώναξα τὰ παιδιά, τοὺς ἕνα μεγάλο διάστημα ἀναμονῆς. Δὲν θὰ πῶ ὅτι δὲν ἔγι- στρατιῶτες ὁποὖχα, τοὺς λέγω: «Ἐσὺ κ’ ἐσὺ νὰ πᾶτε νὰ ναν κάποια ἔργα κρατικῆς ὑποδομῆς. Τὰ προβλήματα εἰπῆτε τῶν ἐπιτρόπων τῶν ἐκκλησιῶν νὰ εἰποῦνε τῶν ποὅμως ποὺ ἀντιμετώπιζε ὁ ἑλληνικὸς λαός, ἦσαν προ- λιτικῶν καθεὶς εἰς τὴν ἐνορία νὰ μὴν πᾶνε κανένας εἰς τὰ βλήματα ἐπιβιώσεως, ὄχι προβλήματα γενικῶν ἀρχῶν χτήματά τους ἢ σ’ ἄλλη τους δουλειά. Νὰ κάτζουν εἰς τὰ –ὡστόσο ἀναγκαίων γιὰ τὴ σύσταση κράτους– σὰν αὐτὴ σπίτια τους μὲ τ’ ἄρματά τους ὅλοι νὰ μὴ βγῇ κανένας ὄξω ποὺ ἀντιμετώπισαν ὁ Ὄθων καὶ οἱ Βαυαροὶ συνεργά- μ’ ὅπλα, ὅσο νὰ σᾶς μιλήσω ἐγὼ τί νὰ κάμετε»» («Ἀποτες του, ποὺ ὅσο κι ἂν ἦσαν μνημονεύματα» ἐκδ. Βλαχοκαλοδιάθετοι, δὲν ἦσαν ὡστόγιάννη, τόμ. Β΄, σ. 161). σο πραγματιστές. Ἀγνοοῦσαν, Ἐλάχιστα ἔχει προσεχθεῖ ἐπὶ πλέον, τὸ χαρακτήρα καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιότερους ἱστοτὶς εὐαισθησίες τῶν Ἑλλήνων. ρικοὺς ἡ σκληρὴ διαμάχη ποὺ Σιγὰ-σιγὰ ὅλα τὰ αἰτήματα τοῦ ἀναπτύχθηκε τότε σχετικὰ μὲ ἑλληνικοῦ κόσμου ἄρχισαν νὰ τὸ θρησκευτικὸ μέρος τοῦ συμπυκνώνονται στὸ αἴτημα Συντάγματος. Ὁ Μακρυγιάνγιὰ παραχώρηση Συντάγμανης σαφῶς καταγγέλλει ὅτι τος. Στόχος τῶν παλιότερων ὑπῆρξαν ἔξωθεν πιέσεις νὰ πολιτικῶν, ποὺ εἶχαν καὶ τὴν ὑποβαθμισθεῖ συνταγματικῶς ὑποστήριξη τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς ὁ ρόλος τοῦ θρησκεύματος Ρωσίας, ἦταν ὁ περιορισμὸς τῆς καὶ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν σύνολο ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας τοῦ ἑλληνικὸ λαὸ καὶ εἰδικότερα τὸ Ὄθωνος καὶ τῆς «Καμαρίλας» θρήσκευμα τοῦ μέλλοντος νὰ ποὺ εἶχε σχηματισθεῖ γύρω ἀπὸ γεννηθεῖ διαδόχου. Ὁ Ὄθων αὐτόν. Ὁ λαὸς πάλι ἔστεργε τὸ καὶ ἡ Ἀμαλία, ὡς γνωστόν, αἴτημα αὐτό, γιατὶ θεωροῦσε, παρέμεναν καθολικοί. Ἀλλά, ὅπως εἴπαμε πρίν, τὸ Σύνταγμα παρὰ τὶς ὅποιες πιέσεις, τὸ Σύὡς πανάκεια γιὰ τὴ θεραπεία νταγμα τοῦ 1844 συντάχθηκε, τῶν δεινῶν του. Παράλληλη ὡς πρὸς τὸ θρησκευτικὸ μέἐπιδίωξη εἶχαν καὶ οἱ στρατιωρος του, πάνω στὴ γραμμὴ τῶν τικοί, ποὺ εἶχαν παραμερισθεῖ ἐπαναστατικῶν Συνταγμάτων. ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς ἀξιωματιὉ Μακρυγιάννης παρατηρεῖ: κοὺς καὶ στρατιῶτες ποὺ πλαι«Εἶδαν οἱ ξένοι καὶ οἱ φίλοι τους σίωναν τὸν Ὄθωνα. ὅτι ἀπέτυχαν κι ἀπὸ αὐτό, ὅτι Τὴ νύκτα τῆς 3ης Σεπτεμτοὺς πείραξε πολὺ τὸ «σαράντα» βρίου 1843 ἐκδηλώθηκε στραἄρθρο διὰ τὴν θρησκείαν καὶ ἡ Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1844, Μουσεῖο Μπενάκη τιωτικὸ κίνημα ὑπὸ τὴν ἡγεσία βάπτιση τοῦ διαδόχου – νιτερέτοῦ Δημ. Καλλέργη. Τὸ κίνησια μέραζαν ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ. μα αὐτὸ–καθόλα ἀναίμακτο– πλαισίωναν μάζες λαοῦ Ἐγὼ ἀπόταν ἔγινε ἡ μεταβολή, μὲ προσκαλοῦσαν οἱ Πρέὑπὸ τὸν Μακρυγιάννη. Ὁ Ὄθων δέχθηκε τὰ αἰτήματα σβες νὰ φάμεν καὶ νὰ μιλήσωμεν ὣς τὴν σήμερον, οὔτε τῶν ἐπαναστατῶν, ποὺ τὸ βασικότερο ἦταν ἡ σύγκλη- θέλω πατήσῃ μ’ ὅλον ὁποῦ τοὺς εἶχα φίλους καὶ τοὺς ση Ἐθνοσυνελεύσεως γιὰ τὴν κατάρτιση Συντάγματος. ἔκαμα τόσες φορὲς τραπέζια. Ἃν θέλουν αὐτεῖνοι νἄχουν Ὄντως, στὶς 8 Νοεμβρίου 1843 συνῆλθε ἡ πρώτη με- δικό τους σπίτι, θέλομεν κ’ ἐμεῖς νὰ φκειάσωμεν τὸ δικό ταπελευθερωτικὴ ἐθνοσυνέλευση, ποὺ ψήφισε στὶς 18 μας» (ὅπ. π. σ. 163). Ἀξίζει ἐδῶ νὰ ὑπενθυμίσουμε, τί Μαρτίου 1844 τὸ πρῶτο Σύνταγμα τῆς ἀπελευθερωμέ- λέγει ἀκριβῶς τὸ ἄρθρο 40 τοῦ A΄ Ἑλληνικοῦ Συντάγμανης Ἑλλάδος. Δὲν ἦσαν ὅλα ὁμαλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τος: «Πᾶς διάδοχος τοῦ Ἑλληνικοῦ Θρόνου ἀπαιτεῖται νὰ τῶν συνεδριάσεων, διότι οἱ ἀνταγωνισμοὶ ἦσαν μεγάλοι. πρεσβεύῃ τὴν Θρησκείαν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Κάποιοι ἤθελαν ἕνα Σύνταγμα ποὺ νὰ εἶναι «κομμένο» Χριστοῦ Ἐκκλησίας». στὰ μέτρα τους. Ὑπῆρχε κίνδυνος στρατιωτικῆς ἐκτροπῆς Ὁ Μακρυγιάννης, παρόλο ποὺ ὑπῆρξε ἔνθερμος ἐκ μέρους δυσήνιων ὁπλαρχηγῶν (Κριεζώτης, Γρίβας). ὑποστηρικτὴς τῆς συνταγματικῆς μεταβολῆς, ὡστόσο Ὁ Μακρυγιάννης ποὺ ἐκπροσωποῦσε τὸ λαϊκὸ στοιχεῖο δὲν ἔμεινε ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὴν ἐπίπλευση ἀνθρώτῶν Ἀθηνῶν, λόγῳ τῆς βαθειᾶς θρησκευτικότητός του πων χαμηλῆς ἠθικῆς, ποὺ ἀφαιροῦσαν τὰ ἠθικὰ στηεἶχε μὲ τὸ μέρος του μία νέα κοινωνικὴ κατηγορία –ποὺ ρίγματα τῆς χώρας: «ὅπου τὴ γύμνωσαν ἀπὸ ἠθική, ἀπὸ ὁ ρόλος της δὲν ἔχει ἐκτιμηθεῖ ἱστορικά– τῆς ἐνορίας. θρησκεία, ἀπὸ πατριωτισμόν» (ὅπ. π. σ. 170). Ὑπερασπί-

34


Ὁ Μακρυγιάννης, ὑπῆρξε ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς συνταγματικῆς μεταβολῆς, ὡστόσο δὲν ἔμεινε ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὴν ἐπίπλευση ἀνθρώπων χαμηλῆς ἠθικῆς, ποὺ ἀφαιροῦσαν τὰ ἠθικὰ στηρίγματα τῆς χώρας: «ὅπου τὴ γύμνωσαν ἀπὸ ἠθική, ἀπὸ θρησκεία, ἀπὸ πατριωτισμόν». ζεται πάντως τὸ Σύνταγμα καὶ φοβᾶται γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῶν Ὁ Μακρυγιάννης ἐδῶ ὑπονοεῖ τὴ συζήτηση ποὺ ἀναποὺ πρωτοστάτησαν στὴ θέσπισή του. «Βάλθηκαν, πτύχθηκε, ἂν στὰ δύο πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συντάγματος θὰ λέει, νὰ χαλάσουν τὸ Σύνταγμα. Φκειάνουν μίαν ἑταιρίαν τεθεῖ θέμα θρησκείας. Ὁ ἴδιος ἀντέδρασε στὸ θέμα τῆς πρῶτα, σ’ ἕναν καιρὸ νὰ σκοτώσουν ὅλους τοὺς Σεπτεμ- ψηφοφορίας, ἀλλὰ ἡ γνώμη του δὲν ὑπερίσχυσε. Ὡστόβριανούς, ὅσοι δὲν βουλώθηκαν μὲ τὴ βοῦλλα τους» (ὅπ. σο, οἱ «εὐλογημένοι», ὅπως λέει, ἀντιπρόσωποι ψήφιπ. σ. 187). σαν «πανψηφεί» τὸ ναί. Αὐτοὶ ποὺ «φαρμακώθηκαν» Κυρίως τὸ μένος τοῦ Μακρυγιάννη στρέφεται κατὰ ἦσαν οἱ ἀντιδρῶντες στὴν ἀναγραφὴ τοῦ θρησκεύματος τοῦ Γάλλου στὸ Α΄ Ἑλληνικὸ πρεσβευτῆ ΠιΣύνταγμα. Τὸ γιασκατόρι, ποὺ τί ὁ Μακρυγιάνἐφαρμόζει, νης ἀντέδρασε τὸ ὅπως λέγει ὁ νὰ μπεῖ τὸ θέμα Μακρυγιάντῆς θρησκείας σὲ νης, «ὅ,τι ὁδηψηφοφορία, τὸ γίες ἔστελνε γράφει ὁ ἴδιος ὁ Φίλιππος ὁ στὸ δεύτερο ἔργο βασιλέας τῆς του, «Ὁράματα Γαλλίας». Καὶ καὶ θάματα». Ἦταν προσθέτει: «Κι θέμα εὐλάβειας. ὅλος ὁ ἀγώνας Ἡ θρησκεία, εἶπε, τους, τώρα ποὺ δὲν μπαίνει σὲ ψηἔλαβαν ἐπιρφοφορία. Ἀλλὰ ροὴ καὶ τὰ μέσα καὶ ἀφοῦ μπῆκε, ἐδῶ, εἶναι διὰ οἱ «εὐλογημένοι» τὴν θρησκείαν⋅ πληρεξούσιοι σχολειὰ γαλλιψήφισαν «πανψηκά, μοναστήρια, φεί» τὸ ναί, καὶ ἐκκλησιὲς καὶ ἐξέφραζε τότε τὴ πλῆθος ἄλλα διάθεση ὅλου τοῦ μέσα καὶ κατήἀγωνιζόμενου γιὰ χησες εἰς τὸν εὐρύτερες ἐλευκόσμον γιὰ νὰ θερίες λαοῦ. προβολέψουν Τὴ σχέση τοῦ αὐτὸ τὸ ἔργον» Συντάγματος τῆς Τὸ λάβαρο τῶν ἐπαναστατῶν τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 (ὅπ. π. σ. 189). Ἑλλάδος μὲ τὴν Ὁ Μακρυγιάνὀρθόδοξη πίστη νης ξεκινᾶ καὶ τῶν Ἑλλήνων τὴν ἀπευθύνεται στὸ Γάλλο βασιλιά: «Μεγάλε βασιλέα, δὲν ἐξέφρασε σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο τῶν «Ἀπομνημονευμάεἶναι δουλειὰ δική σου αὐτείνη. Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἔργα των» ὁ Μακρυγιάννης: «Ἐτοῦτο τὸ Σύνταγμα ὁποῦ ἀποἑνὸς ἀνώτερου βασιλέα, τοῦ Θεοῦ. Θέλει αὐτὸς νὰ ἀκούγῃ χτήσαμεν δὲν εἶναι ἀνθρώπινον ἔργον, εἶναι τοῦ Θεοῦ, δοξολογίαν ξεχωριστὴ ἀπὸ τὴ δική σου. Θέλει κάθε ἔθνος ὁποῦ ἀποφάσισε νὰ λευτερώσῃ αὐτὸ τὸ δυστυχισμένον κατὰ τὴν θρησκείαν του νὰ τὸν σέβεται, νὰ τὸν λατρεύῃ καὶ ἔθνος ἀπὸ τὶς ἀδικίες τῶν ἐγωιστῶν». νὰ τὸν δοξάζῃ» (ὅπ. π. σ. 190). Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ συχνὰ μὲ ἀπασχολεῖ, εἶναι τὸ Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἀναγνώστης, οἱ πιέσεις στὸ θέμα γιατί οἱ εὐλογημένοι (ἢ ἀβλόγητοι) δικοί μας πολιτικοὶ τῆς θρησκείας γιὰ τὴν ἀναγραφή της ἢ μὴ στὸ Α΄ Ἑλλη- θέματα πίστης, ὅπως τὸ θρήσκευμα στὶς ταυτότητες ἢ ἡ νικὸ Σύνταγμα, ἦσαν πολλές. Κι ἴσως πάνω σ’ αὐτὸ ἀναφορὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ Εὐρωπαϊκὸ Σύνταγμα, ἀσκήθηκαν οἱ πιὸ πολλὲς πιέσεις. Ὁ Μακρυγιάννης καὶ δὲν τὸ θέτουν στὴν κρίση τοῦ λαοῦ μὲ ψηφοφορία; Φοg πάλι εἶναι ἀποκαλυπτικός: «Ἐνέργησαν πρῶτα μὲ τὸ κε- βοῦνται, μήπως, τὶς δημοκρατικὲς διαδικασίες; φάλαιο τῆς θρησκείας – ἐκόπησαν ὅλα οἱ ὀπαδοὶ τῶν ξένων⋅ τοῦ κάκου κοπιάσαν. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλες συζήτησες λέγει ὁ Μεταξᾶς νὰ τὸ βάλωμεν εἰς τὴν ψηφοφορία. Τότε οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν πανψηφεῖ. Καὶ φαρἈπὸ τὸ περιοδικὸ Τόλμη, τεῦχος Σεπτεμβρίου 2004. μακώθηκαν ὅλοι» (ὅπ. π. σ. 157).

35


Οἱ ἀγῶνες του Μακρυγιάννη γιὰ τὴν προάσπιση τῆς Ἐκκλησίας Τοῦ Διονυσίου Δ. Βαλαῆ

Φωτογραφία Fred Boissonas

πὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς μεταρρυθμίσεις τῆς Ἀντιβασιλείας ὁ Μακρυγιάννης ξεχώρισε καὶ ἐπέκρινε μὲ δριμύτητα τὰ μέτρα ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν ὑποχρεωτικὴ διάλυση τῶν μοναστηριῶν. Σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα «Περὶ τῶν ἐν τῷ Βασιλείῳ μοναστηρίων» 25 Σεπτ. (7 Ὀκτ.) 1833, καταργοῦνταν ὅλα τὰ ἀνδρικὰ μοναστήρια ποὺ εἶχαν λιγότερους ἀπὸ ἕξι μοναχούς. Ἡ περιουσία τους μεταβιβαζόταν στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ταμεῖο, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ τὴ βελτίωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς παιδείας. Οἱ μοναχοὶ εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ μεταβοῦν σὲ ἄλλο διατηρητέο μοναστήρι ἢ νὰ παραμείνουν στὸ ἴδιο ὡς ἐνοικιαστὲς τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων. Ἐπίσης, ὅλα τὰ διατηρητέα μοναστήρια ὑποχρεώνονταν νὰ καταβάλλουν στὸ δημόσιο τὸ 1/10 τῶν ἐτήσιων καθαρῶν ἐσόδων τους. Ἀργότερα, μὲ τὸ διάταγμα «Περὶ τῶν γυναικείων μοναστηρίων» 25 Φεβ. (9 Μαρτ.) 1834, προβλεπόταν ἡ διατήρηση μόνο τριῶν γυναικείων μοναστηριῶν, ἀπὸ ἕνα στὰ γεωγραφικὰ διαμερίσματα Πελοποννήσου, Στερεᾶς Ἑλλάδας καὶ νησιῶν. Τὸ καθένα ἔπρεπε νὰ ἔχει τουλάχιστον τριάντα μοναχές. Προσδιορίστηκαν καὶ οἱ ὑποχρεώσεις τῶν μοναχῶν γυναικῶν, ὅπως ἦταν τὸ ἐργόχειρο, ἡ περίθαλψη πτωχῶν, ἀσθενῶν καὶ παραφρόνων, καθὼς καὶ ἡ διδασκαλία σὲ φτωχὰ καὶ ὀρφανὰ κορίτσια. Ἀνατέθηκε στὸν ἐπίσκοπο τῆς κάθε περιοχῆς ἡ μέριμνα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν κοινωνία τῶν μοναχῶν ποὺ εἶχαν ἡλικία κάτω τῶν σαράντα ἐτῶν. Μὲ τὸ διάταγμα «Περὶ ἰδιοκτήτων μοναστηρίων καὶ ἐκκλησιῶν» 26 Ἀπρ. (8 Μαΐου) 1834, διατηροῦνταν οἱ ναοὶ καὶ τὰ μοναστήρια, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ κάτοχοι εἶχαν τίτλους ἰδιοκτησίας. Ἀπαγορευόταν, ὅμως, ἡ δημόσια χρήση τους καὶ ἡ ἀποδοχὴ ἀφιερωμάτων.

36

Σύμφωνα μὲ τὸν κατάλογο ποὺ συνέταξε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (19 Αὐγ. 1833), ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος 593 μοναστήρια καὶ μετόχια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα διατηρήθηκαν τὰ 151, ἐνῷ καταργήθηκαν τὰ 412⋅ τὰ ὑπόλοιπα ἦταν προσκυνήματα, ἰδιωτικὰ μοναστήρια καὶ μετόχια τῶν μοναστηριῶν ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ κράτους. Ὁ κύριος λόγος ποὺ ὤθησε τὴν Ἀντιβασιλεία σ’ αὐτὲς τὶς μεταρρυθμίσεις, ἦταν ἡ κρατικοποίηση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, ποὺ ἀποτελοῦσε τὸ 1/4 τῆς ἀκίνητης ἰδιοκτησίας τοῦ κράτους. Ἡ τεράστια αὐτὴ κτηματικὴ περιουσία ἀποκτήθηκε ἀπὸ τὰ κληροδοτήματα, τὶς μεταβιβάσεις ἀκινήτων ποὺ πραγματοποιοῦσαν οἱ προσερχόμενοι στὸ μοναχισμό, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς μεταβιβάσεις ποὺ πραγματοποιοῦσαν οἱ κτηματίες, στὴν προσπάθειά τους νὰ διασώσουν τὰ κτήματά τους ἀπὸ τὶς ἁρπαγὲς τῶν Τούρκων, διατηρώντας τὸ δικαίωμα τῆς ἐπικαρπίας. Γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῶν τῶν μεταρρυθμίσεων, ὁ Maurer ἐπικαλέστηκε καὶ τὴν ἄθλια κατάσταση ποὺ παρουσίαζαν ἀρκετὰ μοναστήρια, ἐξαιτίας τῶν καταστροφῶν ποὺ ὑπέστησαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐθνεγερσίας. Ἐπίσης, ἡ Ἀντιβασιλεία ἔλαβε ὑπόψη της καὶ τὸ διάταγμα (15 Μαΐου 1829) τοῦ Καποδίστρια, ποὺ ἀπαγόρευε τὴν ἐκποίηση καὶ τὴν πολυετῆ ἐνοικίαση τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων, καθὼς καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς Δ΄ Ἐθνοσυνέλευσης στὸ Ἄργος (1829), ποὺ πρόβλεπε τὴ διάθεση τῶν εἰσοδημάτων τῶν ναῶν καὶ τῶν μοναστηριῶν γιὰ τὴ βελτίωση τοῦ κλήρου καὶ τῆς παιδείας. Σ’ αὐτὲς τὶς μεταρρυθμίσεις ὁ Μακρυγιάννης διέκρινε τὴ δολιότητα τῶν Βαυαρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ὁμοεθνῶν πολιτικῶν καὶ κληρικῶν, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὴν ἀλλοίωση τῆς μορφῆς καὶ τῆς ἀποστολῆς τοῦ μοναχισμοῦ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Ἑρμήνευσε τὶς ἐνέργειές τους, ὡς προσπάθεια γιὰ τὴν ἐξομοίωση τῶν μοναχῶν τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας μὲ τοὺς Καπουτσίνους τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν περιουσία καὶ καταγίνονται μὲ τὶς ἀγαθοεργίες. Ὡς τέτοιες ἐνέργειες θεώρησε τὴν κρατικοποίηση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας καὶ τὴν ἀνάθεση καθορισμένου κοινωνικοῦ ρόλου στὰ μοναστήρια. Μολονότι ἐπέκρινε τὶς αὐθαιρεσίες τῶν μοναχῶν, ὅπως μαρτυρεῖ τὸ περιστατικὸ στὸ χωριὸ Μέγα Σπήλαιο, ὡστόσο ἀναγνώριζε τὴν προσφορὰ τῶν μοναστηριῶν στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα: «Αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζε-


«Αὐτὰ

τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μας κι ὅλα τ’ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου⋅ ὅτ’ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσίασαν οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι⋅καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα.»

Φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα

μπιχανέδες μας κι ὅλα τ’ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου⋅ ὅτ’ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσίασαν οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι⋅ καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα». Μόνο ἀπὸ τὸ δικό του στρατιωτικὸ σῶμα θυσιάστηκαν τριάντα μοναχοί. Μὲ ἁπλὸ τρόπο διέκρινε τὸ μοναχισμὸ τῆς ὀρθόδοξης ἀπὸ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας: «δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπερέτες τῶν μοναστηριῶν τῆς ὀρθοδοξίας⋅ δὲν ἦταν τεμπέληδες, δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν καὶ εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδος σ’ αὐτὰ τὰ μοναστήρια γενόταν τὰ μυστικοσυβούλια, συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι οἱ περέτες τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν». Ἐνδεχομένως, ὁ Μακρυγιάννης νὰ ὑπαινίσσεται τὴ μὴ συμμετοχὴ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν της Ἑλλάδας στὴν ἐθνεγερσία τοῦ 1821. Ἐπίσης, ἐπισήμανε καὶ τὴν κοινωνικὴ προσφορὰ τῶν μοναστηριῶν, ὅπου «ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοὶ κ’ ἔτρωγαν ψωμί». Μὲ τὴ διάλυση τῶν μοναστηριῶν, ἀρκετοὶ μοναχοὶ δὲν ἐντάχτηκαν σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ διατηρητέα μοναστήρια, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν στὴν κοινωνία, ὅπου ζοῦσαν μὲ τὴν ἐπαιτεία⋅ «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ καλογέροι, ὁποῦ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα τοὺς δρόμους». Βέβαια καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση ὑπῆρχε τὸ φαινόμενο τῆς ἐπαιτείας τῶν μοναχῶν, ὡστόσο ἐντάθηκε κυρίως μετὰ ἀπὸ τὶς μεταρρυθμίσεις τῆς Ἀντιβασιλείας. [...] Τελικά, οἱ μοναστηριακὲς μεταρρυθμίσεις τῆς Ἀντιβασιλείας δὲν ἀπέφεραν τὰ ἀναμενόμενα ἔσοδα στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ταμεῖο, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ συγκεντρώθηκαν δὲ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴ μόρφωση τοῦ κλήρου καὶ γιὰ τὰ σχολεῖα. [...] Μάλιστα, ὁ Λουδοβίκος τῆς Βαυαυρίας, μὲ ἐπιστολή του (5 Ἀπρ. 1835), συμβούλεψε τὸ γιό του Ὄθωνα νὰ ἐπιτρέψει τὴν πρόσληψη νέων μοναχῶν στὰ μοναστήρια καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὴν περιουσία τους γιατὶ ἡ δίωξη τῶν μοναστηριῶν ἀπὸ χριστιανικὴ ἐξουσία ἀποτελεῖ σκληρὴ καὶ ἄδικη ἐνέργεια, τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ ἀνέχτηκαν οἱ Μωαμεθανοί. Ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τῶν μέτρων στὰ μοναστήρια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν τῆς Ἑλλάδας συντέλεσε στὴ διαμόρφωση τῆς ἀντίληψης, ὅτι ἡ Ἀντιβασιλεία στρεφόταν κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Μακρυγιάννης, μολονότι ἦταν δυσαρεστημένος ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῆς Ἀντιβασιλείας, ὡστόσο τὶς εὐθύνες γιὰ τὶς μοναστηριακὲς μεταρρυθμίσεις τὶς ἐπέρριψε στοὺς Ἕλληνες πολιτικοὺς καὶ κληρικούς. [...] Ὁ Μακρυγιάννης χαρακτήρισε τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ

ἑλληνικοῦ κράτους, πολιτικοὺς καὶ κληρικούς, ὡς ἀχάριστους πρὸς τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πατρίδα. Τοὺς παραλλήλισε μὲ τοὺς Ἑβραίους: «Ὅ,τι ἀνταμεβὴ ἧβρες ἀπὸ τοὺς Ὁβραίους, ὁπού ’ταν ἀλλόθρησκοι καὶ σὲ σταύρωσαν, ἧβρες καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ κοπίασες καὶ κοπιάζεις καὶ ἀνάστησες καὶ ἀναστήνεις, ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς». Τοὺς κατηγόρησε, γιατὶ διάλυσαν τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς ναοὺς καὶ ἀποδέχτηκαν τὸν «ἐξευγενισμὸ» τῆς Εὐρώπης, ἐνῷ στὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ὑπῆρχε εὐσέβεια καὶ «μίαν πέτρα δὲν πείραζαν ἀπὸ τὰ παλιοκκλήσια». Πίστευε ὅτι οἱ δυτικοθρεμμένοι ὁμογενεῖς ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὰ «φῶτα» τῆς Εὐρώπης στρέφονταν κατὰ τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης καὶ ὅτι ἐπιδίωκαν τὴ συρρίκνωση καὶ τὴν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ. Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Μακρυγιάννη γιὰ τὰ μοναστήρια δὲν περιορίστηκε μόνο σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο τῶν μεταρρυθμίσεων τῆς Ἀντιβασιλείας, γεγονὸς ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ ἐπικρίσεις του δὲν εἶχαν ἀντιπολιτευτικὸ χαρακτήρα. Ἐπέδειξε εὐαισθησία γιὰ τὴν ἔξαρση τῆς ἀρχαιοκαπηλίας, ποὺ γύμνωνε τὰ μοναστήρια καὶ συμβούλεψε τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους νὰ λάβουν δραστικὰ μέτρα κατὰ τῶν ἀρχαιοκάπηλων ποὺ τοὺς ἐξαπατοῦσαν ὡς περιηγητὲς καὶ τοὺς εἶχαν κλέψει «σημαντικὰ χαρτιὰ καὶ ἕναν σταυρόν», καθὼς καὶ «πολυτίμητα πράματα τῆς θρησκείας μας καὶ ἀρχαῖα, καὶ τὰ χάνομεν ἐμεῖς καὶ τὰ λαβαίνουν ἄλλοι ὁποὺ δὲν τά ’χουν, καὶ θὰ δώσετε λόγον δι’ αὐτὰ καὶ εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους». Ἐπίσης, τοὺς ὑπέδειξε ἀπὸ ποιούς ἔπρεπε νὰ προφυλαχτοῦν καὶ νὰ τοποθετοῦν στὸ σκευοφυλάκιο τῶν μοναστηριῶν τίμιους μοναχούς. g Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἡ θρησκευτικὴ διάσταση στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γιάννη Μακρυγιάννη, ἐκδ. Τέρτιος

37


Ὁ γνήσιος Ρωμηὸς τῆς ἀγέρωχης Ρωμανίας Τοῦ Μοναχοῦ Μωυσῆ Ἁγιορείτου

Τ

ὸν Μακρυγιάννη θὰ πρέπει κανεὶς νὰ τὸν μελετήσει δίχως ἔγχρωμα γυαλιά. Συνήθως κάποιοι φοροῦν γυαλιὰ χρώματος τῆς ἀρεσκείας τους ἢ τῆς ἰδεολογίας κι ἔχουν ἀπὸ πρὶν τὴ μελέτη ἀποφασίσει τί θὰ γράψουν. Ἔτσι ἔχουμε πολλὲς καὶ ἀντιφατικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἡρωικοῦ κι εὐλαβέστατου Μακρυγιάννη, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὰ μέρη τὰ δικά μας, ἀφοῦ ὁ παππούς μου, ὁ πατέρας τοῦ πατέρα μου, τελώνης Κωνσταντίνος Μαυρίκης ἦταν ἀπὸ τὴ Δεσφίνα Φωκίδος.

σματά τους καὶ χρησιμοποιοῦν ψυχολογία, ἱστορία, πολιτική, θεολογία, φιλολογία, γιὰ νὰ καταλήξουν ἐκεῖ ποὺ θέλουν. Ὅπως λέει ὁ σεβαστὸς καὶ ἀγαπητὸς π. Γεώργιος Μεταλληνὸς «γι’ αὐτὸ προκύπτει ὁ Μακρυγιάννης τῶν συντηρητικῶν, ὁ Μακρυγιάννης τῶν προοδευτικῶν καὶ ἐνίοτε καὶ ἕνας “τρελὸς” Μακρυγιάννης, ὅλων ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἐνοχλητικὴ “θρησκοληψία” του, δηλαδὴ τὴ ρωμαϊκὴ εὐσέβειά του».

Ἐκμεταλλεύεται, λοιπόν, χρησιμοποιεῖται καὶ κακοπαθεῖ ὁ Μακρυγιάννης ἀπὸ διαφόρους, ἀκόμη καὶ πολλὰ χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του. Θέλουν νὰ βγάλουν τὰ προετοιμασμένα συμπερά-

Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν αὐτὸς ποὺ ἦταν. Πάντοτε γνήσιος, ντόμπρος, ἀληθινός, δίκαιος καὶ γενναῖος. Δὲν ὑποκρινόταν, δὲν μασοῦσε τὰ λόγια του, δὲν ἔλεγε μισὲς ἀλήθειες. Εἶχε πάντοτε ἕνα ἑνιαῖο ἦθος καὶ ὕφος χαρακτηριστικό. Μπορεῖ νἄκανε λάθη, ὅμως δὲν ἦταν κακοπροαίρετα. Νὰ ἦταν λάθος ἐκτιμήσεις, ἀστοχίες, κακὴ πληροφόρηση, ἔλλειψη γνώσης, ὅμως δὲν ἔκανε διαστρεβλωτικὲς κινήσεις σκόπιμες ἢ παρανοήσεις γιὰ τὸ ἴδιον συμφέρον. Δὲν κάνουμε ἐξωραϊσμό του καὶ δὲν τὸν ἁγιοποιοῦμε.

Ἔργο τοῦ Κ. Γραμματόπουλου

38

Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι σταθερὰ καὶ ἀκλόνητα τοποθετημένος στὸ ἅρμα τῆς παραδόσεώς μας. Ἡ πίστη του, μπορεῖ νἄχει κάποιες ὑπερβολές, ἀλλὰ εἶναι τίμια, ἐγκάρδια, ὁλοσχερής. Ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα, τὴν Ἑλλάδα, τὸ Γένος, τὴ Ρωμιοσύνη, τὴν Ὀρθοδοξία ἦταν πάντα μαζί, ἀδιάσπαστα, ἀδιαχώριστα, ὑψηλά. Σήμερα ὁ προοδευτισμὸς δὲν τ’ ἀκούει πολὺ εὐχάριστα αὐτά, ἐνοχλεῖται, κουμπώνεται, εἶναι ἐπιφυλακτικός. Ὅμως γενιὲς ἀνθρώπων ἔζησαν μὲ αὐτὲς τὶς βάσεις καὶ μὲ λιγότερο ἄγχος. Ἀποτελοῦσαν τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἕλληνα. Ὁ Νεοέλληνας μεριμνᾶ καὶ τυρβάζει περὶ πολλά, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὶς ρίζες του, ξεθεμελιώνει τὸν οἶκο του, ἀποϊεροποιεῖ τὴ ζωή. Ὁ Μακρυγιάννης εἶχε στὴν καρδιά του τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ἑλλάδα.Γιὰ τὸν Μακρυγιάννη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κάθε πιστὸ Ἕλληνα, Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ πίστη τῶν ἀποστόλων, τῶν ἁγίων πατέρων, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων, τῶν ἀσκητῶν, τῶν ἀγωνιζομένων γιὰ τὴ θέωση. Οἱ ἐνορίες, τὰ μοναστήρια, τὰ καντήλια, οἱ εἰκόνες, τὰ θυμιάσματα, τὰ κεριά, οἱ μετάνοιες,


Ὁ Μακρυγιάννης θεολογοῦσε ὀρθόδοξα πιστεύοντας στὴν ἱερότητα καὶ μοναδικότητα τοῦ ἀνεπανάληπτου ἀνθρωπίνου προσώπου, καθὼς καὶ στὴ θεόσδοτη ἐλεύθερη βούληση.

οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ δεήσεις, ἡ μυστηριακὴ ζωή. Ὁ Μακρυγιάννης ὡς πιστὸ τέκνο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ὑπὲρ τῆς ἀνεξιθρησκίας. Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ βιασθεῖ νὰ μὴ πιστεύει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ. Γιὰ τὴ θέση του αὐτὴ κάποιοι ὑπερορθόδοξοι, σκληροπυρηνικοί, φανατικοί, σκανδαλιζόμενοι εὐσεβιστὲς ἐνοχλοῦνται καὶ ἀπορρίπτουν τὸν βαθιὰ θρησκευόμενο Μακρυγιάννη. Ἀπὸ τὴ θέση του αὐτή, ὅπως βεβαίως καὶ ἄλλες, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶναι ἀκραῖος καὶ θρησκόληπτος. Ἡ θρησκοληψία εἶναι νόσημα σοβαρὸ καὶ θέλει προσεκτικὴ ἐκτομή.

Εἶναι ὁ ἀτόφιος χριστιανὸς τῆς γνήσιας λαϊκῆς εὐσέβειας. Τὰ ὁράματά του εἶναι τῆς φρόνησης καὶ τῆς παραφρόνησής του. Δείχνουν τὴν ψυχή του, τὴν ἀθωότητά του, τὴν ἁγνότητά του, τὴν καλοκαγαθία του, τὴ βαθειὰ πίστη του. Ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν τύχη τῆς πατρίδος του, τῆς ἄκλαυτης Ρωμιοσύνης. Ὁ ἔνδοξος πατριώτης Ρουμελιώτης στρατηγὸς εἶναι ὁ γνήσιος Ρωμηὸς τῆς ἀγέρωχης Ρωμανίας τοῦ ἀκαταμάχητου ἑλληνισμοῦ. Ἕνα τῶν λαμπρῶν κι ἐκλεκτῶν τέκνων του, ποὺ ἀξίg ζει νὰ τὸν θυμόμαστε στὶς δύσκολες ἡμέρες μας.

Ὁ Μακρυγιάννης, μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβαινε ὁ ἴδιος, θεολογοῦσε ὀρθόδοξα πιστεύοντας στὴν ἱερότητα καὶ μοναδικότητα τοῦ ἀνεπανάληπτου ἀνθρωπίνου προσώπου, καθὼς καὶ στὴ θεόσδοτη ἐλεύθερη βούληση. Δὲν δεχόταν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἰδεολόγημα, ἀλλὰ ὡς ἐλεύθερη καὶ ἀβίαστη ἐπιλογὴ τέλεια ἐλεύθερων ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς δὲν πίεσε ποτὲ κανέναν νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι μία εὐγενικὴ πρόσκληση. Ὁ Μακρυγιάννης ὅμως ἦταν σκληρὸς στοὺς συμπατριῶτες του, ποὺ ἀφήνουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀκολουθοῦν εὔκολα τὸν πρῶτο αἱρετικό. Μάλιστα φθάνει νὰ τοὺς θεωρεῖ κι ἐχθροὺς τοῦ Γένους. Πίστευε πὼς ἡ Ἑλλάδα συμπορεύθηκε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ εἶχε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγαπητικὴ συμπόρευση σημαντικὰ ὀφέλη. Τὴν πολυαγαπημένη πατρίδα του τὴν ἤθελε ἐλεύθερη, ζωντανὴ καὶ δημιουργική, ὥστε ν’ ἀνεβαίνει τοὺς ὑψηλοὺς στόχους της, δημιουργώντας συνάμα φιλόκαλο πολιτισμό. Στὰ σπουδαῖα καὶ συγκινητικὰ Ἀπομνημονεύματά του φαίνεται καθαρὰ ἡ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὴν Ἑλλάδα τὴ θέλει πρώτιστα ἐλεύθερη, δημοκρατική, δίκαιη, ἐνάρετη καὶ φιλόθεη. Εἶναι φιλόπατρις, φιλοδίκαιος, φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάνθρωπος καὶ φιλάρετος. Εἶναι ἐπίσης ἀντιδυτικὸς καὶ ἀντιβασιλικός, γιατὶ ἡ Δύση ἔχει παράδοση ξένη ἀπὸ τὴ δική μας καὶ βασιλεῖς ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι. Κλαίει γιὰ τὸν ἄτεχνο πρώιμο ἐξευρωπαϊσμὸ τῆς δόλιας πατρίδος του. Χύνει δάκρυα γιὰ τὸν παρασυρμὸ τῶν συμπατριωτῶν του ἀπὸ ξένες ἐλπίδες.

Χειρόγραφο τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη

39


Τὸ Τετράδιο τοῦ Μακρυγιάννη Τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου

Δ

υὸ πράματα, καθὼς ξέρομε, ξεχωρίζουν στὸ ἔργο του ἀπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα: πατρίδα καὶ θρησκεία. Αὐτὰ εἶναι τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα τοῦ Μακρυγιάννη. Δίχως τὰ δυὸ αὐτὰ γράμματα δὲν κατέχεις τὴν ἀλφαβήτα του καὶ δίχως τὴν ὑπόλοιπη ἀλφαβήτα δοκιμάζεις μάταια νὰ συλλαβίσεις τὰ γραφόμενά του. Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δυὸ στὸ Μακρυγιάννη θὰ τὸ πλησιάσομε καλύτερα ἀνακαλώντας τὴ σύγχρονη προσωποποίηση τοῦ Σολωμοῦ στὸ δεύτερο σχεδίασμα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων, «ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα», μεταφορὰ ποὺ μὲ τὴν ἴδια λέξη «Μητέρα» μπάζει στὴν ἀρχικὴ συγχορδία ποὺ ἀνοίγει τὴ μεγαλόστομη ἐπίκληση τοῦ τρίτου σχεδιάσματος: Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα. Κοντὰ στὰ δυὸ πρωταρχικὰ αὐτὰ ἀνταμώνομε συχνὰ δυὸ ἄλλα ἀκόμα ζευγάρια παράλληλα, ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη καί, ἀριὰ καὶ ποῦ, δόλο καὶ ἀπάτη, τὰ ἀντίμαχά τους. Στὰ Ἀπομνημονεύματα παρακολουθοῦμε καλύτερα ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν πατρίδα, ὅπου συμμετέχουν ἀπαραίτητα καὶ τὰ ἄλλα δυὸ παράλληλα ζευγάρια μέσα στὴ γενικὴ ἀναταραχὴ τοῦ ἀγώνα, στὸ τετράδιο παρακολουθοῦμε καλύτερα ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴ θρησκεία. Στὸ ἕνα ὁ Μακρυγιάννης παλεύει μέσα στὸ βασίλειο τοῦ Καίσαρα, στὸ ἄλλο ὁ Μακρυγιάννης παλεύει μέσα στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ (χωρὶς νὰ παύει ποτὲ καὶ τὰ πάρε δῶσε μὲ τὸ βασίλειο τοῦ Καίσαρα, τὸ ὁποῖο, θέλει δὲ θέλει αὐτός, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πάρει ἀνάσα ἀκόμα καὶ μέσα στὸ ξεμονάχιασμα τῆς προσευχῆς του). Σχηματοποιοῦμε κομμάτι τὰ πράματα μὲ τὰ Ἀπομνημονεύματα καὶ μὲ τὸ προσωπικὸ τετράδιο γιὰ νὰ μπορέσομε νὰ βροῦμε κάποια ἄκρη καὶ νὰ ἀποδώσομε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ, δίχως νὰ συγχύζομε τὰ γένη τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀλλὰ ἐπὶ τοσοῦτον

40

τἀκριβὲς ἐπιζητεῖν καθ’ ἕκαστον γένος ὅσο τὸ δέχεται ἡ φύση τοῦ κάθε πράγματος, ἐφ’ ὅσον ἡ τοῦ πράγματος φύσις ἐπιδέχεται. Τὸ ἀντίθετο θὰ φανέρωνε ἀπαιδευσία. Καὶ εἶναι σήμερα πολλοὶ ὅσοι δὲν καταλαβαίνουν –ἀπαίδευτοι, στὸ ἰδίωμα τοῦ Ἀριστοτέλη– πὼς ἡ ἐπιθυμητὴ ἀκρίβεια (τἀκριβὲς ἐπιζητεῖν) φτάνει μοναχὰ ὣς ἐκεῖ ποὺ τὸ δέχεται ἡ φύση τοῦ κάθε πράγματος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα πιάνομε τὴν ἀνακρίβεια. Τοῦτο θὰ φαινόταν παραπλήσιο μὲ τὸ νὰ ἀποδεχόμαστε ἐπιχειρηματολογία μὲ πιθανότητες ἀπὸ ἕνα μαθηματικὸ (μαθηματικοῦ τε πιθανολογοῦντος) καὶ νὰ ἀπαιτούσαμε ἀποδείξεις ἀπὸ ἕνα ρήτορα. Συνοψίζω τώρα μὲ ὁλάκερο τὸ παράθεμα: πεπαιδευμένου γάρ ἐστιν ἐπὶ τοσοῦτον τἀκριβὲς ἐπιζητεῖν καθ’ ἕκαστον γένος, ἐφ’ ὅσον ἡ τοῦ πράγματος φύσις ἐπιδέχεται⋅ παραπλήσιον γὰρ φαίνεται μαθηματικοῦ τε πιθανολογοῦντος ἀποδέχεσθαι καὶ ῥητορικὸν ἀποδείξεις ἀπαιτεῖν ( Ἠθ. Νικ. 1094b, 23-27). Σήμερα ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἐπιμένουν σώνει καὶ καλὰ νὰ τὰ ἀναγάγουν ὅλα στὸ βασίλειο τοῦ Καίσαρα ἢ στὴν πολιτικὴ καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν πουθενὰ διαφυγὴ γιὰ τίποτα ἄλλο. Ποῦ πηγαίνει τότε τὸ τετράδιο τοῦ Μακρυγιάννη σὲ μιὰ τέτοια τάξη τοῦ κόσμου; Κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτὴ ὅλα εἶναι ἀπότοκα μιᾶς πολιτικῆς ἢ κοινωνικῆς πραγματικότητας, ὅλα ἀνήκουν στὸ κράτος τοῦ Καίσαρα. Ἀκόμα καὶ τὸ σύμπαν μὲ τοὺς ἀμέτρητους γαλαξίες καὶ τὰ ἄτομα τοῦ Δημόκριτου, μὲ τὸ ἀπειροστὰ μεγάλο καὶ τὸ ἀπειροστὰ μικρὸ τοῦ Πασκάλ, ἢ ἡ μελέτη τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς ἐκεῖ ἀνάγονται, ἐκεῖ πρέπει νὰ τὰ ὑποτάξομε, στὴν πολιτικὴ ἢ στὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται ἡ ζήτηση τῆς ἀλήθειας, τόσο ἐξωτερικὰ ἢ ἀντικειμενικὰ


Ἀπὸ τὴ μία ὁ Μακρυγιάννης παλεύει μέσα στὸ βασίλειο τοῦ Καίσαρα, ἀπό τήν ἄλλη παλεύει μέσα στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ παύει ποτὲ καὶ τὰ πάρε δῶσε μὲ τὸ βασίλειο τοῦ Καίσαρα, τὸ ὁποῖο δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πάρει ἀνάσα ἀκόμα καὶ μέσα στὸ ξεμονάχιασμα τῆς προσευχῆς του.

γιὰ τὸ σύμπαν, ὅσο καὶ ἐσωτερικὰ ἢ ὑποκειμενικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Περιττὸ νὰ προσθέσομε πὼς οἱ λαοί, στὶς περιπτώσεις αὐτές, φωτίζονται καὶ ἀναμορφώνονται ἀπὸ τοὺς ἀναμορφωτὲς καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο. Μάλιστα οἱ ἀναμορφωτὲς σφετερίζονται καὶ τὴν ὕπαρξη ἀκόμα τοῦ λαοῦ, αὐτοὶ εἶναι ὁ λαός (καὶ δὲν μπορεῖ ὁ λαὸς νὰ μὴν εἶναι αὐτοί). Δὲν καταλαβαίνουν πὼς ὁ λαὸς δὲν εἶναι κανένας. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ ὁρισμὸς τοῦ λαοῦ (στὴ διπλὴ ἔννοια τῆς λέξης ὁρισμός). Ὁ Μακρυγιάννης τὸ βροντοφώναξε αὐτὸ μὲ τὴν περίφημη φράση του: «Εἴμαστε στὸ ‘ἐμεῖς’ κι ὄχι στὸ ‘ἐγώ’» καὶ μὲ τὴν ἐπεξήγηση, λίγο παραπάνω στὴν ἴδια σελίδα, πώς: «Ἕνα πράμα μόνο μὲ παρακίνησε κι ἐμένα νὰ γράψω: ὅτι τούτη τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι» (463/464). Ἀκόμα οἱ διάφοροι ἀναμορφωτὲς λογίζονται ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ καὶ πρωτοπορία του. Ἄλλη πετριὰ αὐτή. Ὁ λαὸς δὲν ἔχει πρωτοπορία καὶ ὁδηγούς, εἶναι ὁ ἴδιος ὁδηγὸς καὶ πρωτοπορία (εἰδαλλιῶς κοπάδι ποὺ τὸ πηγαίνουν στὴ στρούγκα). Τὸ λαὸ δὲν τὸν ὁδηγοῦν, τὸν ἀκολουθοῦν, δὲν τὸν διδάσκουν, διδάσκονται ἀπὸ αὐτόν. Στὴν πάνδημη τούτη καὶ γενικὴ πολιτικοποίηση τὸ πρῶτο ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν τρεχάμενη ἔκφραση, ἡ πολιτικὴ τοποθέτηση τοῦ καθενός. Ἀπὸ ἐκεῖ ὅλους τοὺς μετροῦν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς διακρίνουν, πρόοδο καὶ ἀντίδραση, ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν εἶσαι ἢ ἂν δὲν εἶσαι δικός τους· μαῦρο καὶ ἄσπρο. Θαρρεῖς καὶ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης ἢ τῆς ἐλευθερίας σου νὰ ἔχεις τοποθέτηση πολιτική, δηλαδὴ νὰ σὲ κάνει ὅ,τι θέλει ἕνα κόμμα (στὴ διχτατορία) ἢ περισσότερα κόμματα (στὴ δημοκρατία). Ἂν ἀποτολμήσει κανένας νὰ φέρει σὲ τοῦτο ἀντίρρηση –θεωρητικὴ ἀντίρρηση, γιατὶ πραχτικὴ ἀντίρρηση ἀπαγορεύεται– τότε βγάζουν ἀμέσως νύχια καὶ δόντια καὶ κάθε ἀπότολμος κηρύχνεται αὐτόματα ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ

(ποὺ εἶναι πάντα, καθὼς εἴπαμε, αὐτοί). Καὶ ὁ Μακρυγιάννης ποῦ πηγαίνει μέσα σὲ αὐτὴ τὴ διελκυστίνδα, ὅπου ὁ καθένας τραβάει τὸ σκοινὶ κατὰ τὴ μεριά του, εἴτε στὰ παρόντα ἀναφερόμαστε εἴτε στὰ περασμένα ἑνὸς τόπου; Ἐμεῖς θὰ προβάλομε ἀπάνω του τὰ δικά μας καὶ θὰ ἐφαρμόσομε ἀπάνω του τὴ μέθοδό μας, ἀπαντοῦν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Καίσαρα. Ναί. Ὅμως ἐφαρμόζει καὶ ὁ Μακρυγιάννης τὴ δικιά του μέθοδο καταπάνω σὲ μιὰ τέτοια τάξη τοῦ κόσμου, μέθοδο ποὺ ἀποδείχνεται ἀκόμα περισσότερο ἀποτελεσματικὴ στὸ σημερινὸ τετράδιο μὲ τὴν παντοτινὴ ἐπικαιρότητά του –τόσο «στὴν κόχη τούτη τὴν μικρὴ» ὅπου ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα σήμερα, ὅσο καὶ «σ’ ὅλην τὴν γῆ» τοῦ Ἀλεξαντρινοῦ ποιητῆ– ἐπικαιρότητα ποὺ τὴ συνοψίζουν ἄμεσα δυὸ τρεῖς τρομερὲς φράσεις πάντα τωρινές, ὅπως: «καὶ τρώγονταν σὰν τὰ σκυλιά, ποιό κόμμα τους νὰ μπεῖ νὰ διορθώσουνε τὴν πατρίδα» (68), ἢ ὄξω ἀπὸ τὰ δόντια: «τὸ Σύνταμα τό ’χουν κωλόπανο» (213), ἢ ἀκόμα: «ὅτι τὸ Σύνταμα καὶ ἡ θρησκεία τοὺς βγαίνει τὰ μάτια τους» (219). […] Ξαναπιάνω τώρα τὰ ὅσα λέγαμε πρὶν ἀπὸ τὴ διακοπή. Μελετούσαμε τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο στὸ ἔργο τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ἀναζητούσαμε τρόπους νὰ πᾶμε κοντά. Καὶ καθὼς ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, σχεδὸν ὣς τὸ τέλος, κύλησε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἀντιλεγόμενα βασίλεια, τοῦ Καίσαρα καὶ τοῦ Θεοῦ, μᾶς κάνει διαφορὰ νὰ ξεχωρίζομε ἢ ὄχι τὸ ὅριο ποὺ τυπικὰ τὰ διχάζει, ἀλλὰ καὶ τὴν περιχώρηση τοῦ ἑνὸς μέσα στὸ ἄλλο, περιχώρηση πού, ἀδιάκοπα μετακινούμενη, μᾶς δυσκολεύει νὰ τοπομετρήσομε ἁδρὰ καὶ μὲ μεγάλη ἀκρίβεια, μαῦρο καὶ ἄσπρο, τὴ χάρτα τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὰ δυὸ βασίλεια, χώρια ἢ μαζί. Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἀνακατεύτηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὰ κοινὰ καὶ ποὺ ἔπαιξε μάλιστα σπουδαῖο ρόλο στὴ στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ κίνηση τοῦ καιροῦ του. Καὶ ὄχι μοναχὰ ἀνακατεύτηκε, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας πὼς ἀναλώθηκε στὰ κοινά, πολέμησε, τσακί-

41


Ἐκεῖ στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ (μέσα μας) ἡ δικαιοσύνη, ποὺ ὁ Μακρυγιάννης ζητοῦσε σὲ ὅλη τὴ ζωή του, δὲν ἀλλάζει, δὲν εἶναι προσωρινὴ ὅπως ἡ ἄλλη, ἀλλὰ εἶναι δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, παντοτινή.

στηκε, λαβώθηκε, φυλακίστηκε, σακατεύτηκε, δάρθηκε, προπηλακίστηκε, κουρελιάστηκε, αὐτὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του. Αὐτὰ ὑποτίθεται πὼς θὰ τὰ βρεῖ καὶ θὰ τὰ ἀποκαταστήσει, μιὰ μέρα, ἡ ἱστορία στὴν πραγματικὴ θέση τους, ἠ «ἀδέκαστη» ἱστορία, ὅπως τὴν ὀνομάζουν ὅσοι πιστεύουν σὲ αὐτὴν ἢ τὴ διδάσκουν στοὺς ἄλλους, χρησιμοποιώντας ἕναν ἀπὸ τοὺς παραπλανητικότερους εὐφημισμούς. Μὲ τὴν ἱστορία ἐμεῖς δὲν ἔχομε νὰ μοιράσομε τίποτα. Μᾶς ἀπασχολοῦν τὰ σημεῖα ὅπου ὁ Μακρυγιάννης μπαινοβγαίνει ἀκόμα καὶ στὰ δυὸ βασίλεια ὣς τὴ μέρα ποὺ ἀποτραβιέται στὸ ἕνα καὶ (καθὼς γράφει στὸ τετράδιο) ἀπέχει ἀπὸ τὰ κοινά: «ἔκοψα τὴν συναναστροφή μου ἀπὸ τὸν κόσμον, σπανίως βγαίνω, ἐργάζομαι εἰς τὸν κῆπο μου καὶ κάνω τὸ χρέος μου καὶ εἰς αὐτό, ἐκεῖνο ὁποὺ δύνομαι» (45). Πρωτύτερα ἔτρεφε καὶ αὐτὸς μερικὲς ἐλπίδες σὰν ἄνθρωπος, ποὺ πότε τὸν φτέρωναν: «νὰ σᾶς βγεῖ εἰς τὸ ἑξῆς αὐτείνη ἡ πετριὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι σας⋅ μὴν ματάχετε ἐλπίδες, λύκοι νὰ ματαφυλάξουν πρόβατα⋅ οὔτε γουρούνια δὲν θ’ ἀξιωθεῖτε νὰ φυλάξετε εἰς τὸ ἑξῆς», πότε τὸν ἀνακαλοῦσαν στὴν τάξη: «πλῆθος γιορτὲς τοῦ βασιλέα καὶ μὲ μεγάλες πομπὲς καὶ ζητωκραυγές, τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας του ὀλίγες καὶ κατατσουρουτεμένες· οἱ παπάδες, οἱ δεσποτάδες καὶ ὁ λαός, ζήτω, ζήτω, ζήτω οἱ βασιλεῖς, Κύριε φύλα αὐτούς. Διατί νὰ σὲ φυλάξει; ποιάν εὐκαρίστησιν τοῦ κάνεις;» (284). Μὲ τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ ὁ Μακρυγιάννης εἶχε πάρε δῶσε ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια του. «Ἀπὸ ἑνοῦ χρονοῦ παιδὶ μὲ ἐσυνήθισαν οἱ γονέοι μου νὰ κάνω μετάνοιες», γράφει στὰ Ἀπομνημονεύματα (Παράρτημα). Ἐκεῖ στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ (μέσα μας) ἡ δικαιοσύνη, ποὺ ὁ Μακρυγιάννης ζητοῦσε σὲ ὅλη τὴ ζωή του, δὲν ἀλλάζει, δὲν εἶναι προσωρινὴ ὅπως ἡ ἄλλη, ἀλλὰ εἶναι δικαιοσύνη εἰς

42

τὸν αἰῶνα, παντοτινή, σὰν τὴ ζωὴ ποὺ καὶ αὐτὴ χωρίζεται μέσα στὸ τετράδιο παράλληλα σὲ δυὸ περιοχές: «τὸ σπίτι σου ἐδῶ, καὶ τὸ παντοτινόν» (113), «σὲ τούτη τὴν ζωὴ καὶ εἰς τὴν ἄλλη, τὴν παντοτινή» (190), «ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή» (203), «ἐδῶ καὶ εἰς τὴν παντοτινὴ ζωή» (207), «σὲ τούτην τὴν προσωρινὴ ζωή, ὅπου εἴμαστε μισαφιραῖοι, καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή, τὴν παντοτινή» (249/250). Τὸ βασίλειο τοῦ Καίσαρα μὲ τὴν ἀλλοπρόσαλλη δικαιοσύνη του, ποὺ δὲν εἶναι μία καὶ παντοτινή, ἀλλὰ πολλὲς καὶ μεταβατικὲς «δικαιοσύνες», πότε ἡ δικαιοσύνη τούτης καὶ πότε ἡ δικαιοσύνη τῆς ἄλλης μερίδας, παράταξης καὶ φατρίας, πότε τοῦ τάδε, πότε τοῦ δείνα καὶ πότε τοῦ παραδείνα διαφορετικοῦ πολιτισμοῦ ἢ κοινωνικοῦ συστήματος, τὸ βασίλειο τοῦ Καίσαρα, λοιπόν, (ὅπως κάνει πάντα) τὸν ἀντάμειψε καὶ τὸν συγύρισε τὸ Μακρυγιάννη καλά, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, μιὰ καταδικάζοντάς τον σὲ θάνατο (17 Μαρτίου 1853) –στὴν περίοδο αὐτὴ ἀναφέρεται ἡ μοναδικὴ προσωπογραφία τοῦ Βλαχογιάννη– καὶ μιὰ προβιβάζοντάς τον σὲ ἀντιστράτηγο (20 Ἀπριλίου 1864), τὴν τελευταία βδομάδα προτοῦ πεθάνει (27 Ἀπριλίου 1864) ἀπὸ σωματικὴ ἐξάντληση– «ἕνα λεβέντικο κουρέλι» (Σεφέρης). Λίγο ἀκόμα νὰ ζοῦσε καὶ νὰ πήγαινε ὣς τὰ ἑβδομήντα, ὣς τὰ ὀγδόντα ἢ ὣς τὰ ἐνενήντα του –πέθανε 67 χρονῶν– μπορεῖ κάποια ἄλλη g ἀπὸ τὶς «δικαιοσύνες» αὐτὲς νὰ τὸν παλούκωνε.

Τὰ εἰκαστικὰ ἔργα τοῦ ἄρθρου εἶναι τοῦ Μάριου Σπηλιόπουλου.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Μελέτες, τόμος Α΄, ἐκδ. Δόμος & Μουσεῖο Μπενάκη.


«Τοῦ ἁ-Γιαννιοῦ τοῦ Θεολόγου τὸ βράδυ...» Τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη

«Τ

ώρα θὰ σημειώσω ὅ,τι ἐγὼ εἶδα μόνος μου. Τοῦ παρθένο; ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ γνωρίζεις, ὅτ’ εἶσαι κουἁ-Γιαννιοῦ τοῦ Θεολόγου τὸ βράδυ ἦταν κάτι τσός· αὐτὸς ὁ ἅγιος ὁ σημερινὸς καὶ ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ λογιότατοι εἰς τὸ σπίτι μου, μισομαθεῖς καὶ ἄθρη- οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ γνωρίζουν, ὅτι εἶχαν σκοι. Πιάνει ὁ ἕνας καὶ λέγει: Δὲν ξέρομεν, ὁ κατακλυσμὸς πρῶτα ἀρετή, ἠθική, καὶ σπούδαξαν καὶ τὴν θεολογίαν παγκόσμιος ἔγινε ἢ ὄχι; Φιλονίκησαν καμόσον ἀναμεταξύ πρῶτα καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ γνώρισαν μὲ τὴν ἐντέλειαν τους, τοὺς λέγω ἐγώ: Αὐτὸ σκοτίζεστε; ἔγινε παγκόσμιος, τὸ ἕνα καὶ τ’ ἄλλο καὶ ἔγιναν καὶ καλοὶ χριστιανοὶ ὀρθόκαὶ διὰ κεῖνο χρησίμεψε ἡ κιδοξοι θεολόγοι καὶ καλοὶ φιβωτὸς τοῦ Νῶε καὶ ἔβαλε ἀπ’ λόσοφοι, καὶ τότε ἔλαβαν καὶ οὗλα τὰ ζῶα καὶ ματαπλήθυτὴν φώτιση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ναν. Φιλονικήσαμεν καμόσο εὐλογίαν του καὶ τῆς βασιλείδι’ αὐτό. Λέγει ὑστέρα: Πῶς ὁ ας του καὶ ἔγιναν πατέρες τῆς Θεὸς θὰ διόριζε τὴν Θεοτόκο Ἐκκλησίας καὶ ἅγιοι, καὶ δι’ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸν καὶ αὐτὰ ὅλα τοὺς ἔκαμαν εἰκόνες νὰ μείνει παρθένο, πῶς γένεκαὶ τοὺς προσκυνοῦμεν, καὶ ται αὐτό; [...] ὄχι, φίλε, κάδρα, καὶ αὐτεῖνοι Τοῦ λέγω: Εἰς τὸ σκολεῖον ξέρουν πῶς ἦταν ἡ Θεοτόκο, ὅπου πᾶτε, θεολογίαν σπουποιά ἀρετή, ποιά ἀγαθότη, καὶ δάζετε καὶ φιλοσοφία ἢ τὸ πῶς ἐσαρκώθη καὶ πῶς ἐγενἕνα; Λέγει: Φιλοσοφίαν μόνήθη καὶ πῶς ἐσταυρώθη, νὰ νον. Τὸν ἄφησα, δὲν τοῦ μασώσει ἐσένα τὸν παλιάνθρωτάκρινα τίποτας, καὶ πέσαμε σ’ πον, τὸν ἀχάριστον, καὶ σήκω ἄλλες ὁμιλίες, διὰ ν’ ἀστοχήἀπάνω νὰ σοῦ τὸ δείξω πῶς, σει αὐτό. Τότε λέγει ὁ ἄλλος: διὰ νὰ γιομίσει τὸ ξεροκέφαΠῶς ὁ Θεὸς ἐνονόμασε τὸ λό σου, καὶ σέναν καὶ τῶν κλῆμα κλῆμα καὶ κάνει αὐτὸν ὁμοίων σου. Δὲν σηκώνεταν, τὸν καρπόν; Δὲν σοῦ ἀρέσει, νὰ μὴν τὸν χτυπήσω, ὅτι μ’ τοῦ λέγω, ὁ καρπὸς αὐτός; ἔβλεπε θυμωμένον ὁποὺ τοῦ μπόρειε νὰ τὸ εἰπεῖ καὶ τσουμιλοῦσα. Μὲ τὸ στανιὸ τὸν κνίδα καὶ νὰ κάνει αὐτὸν τὸν σήκωσα, τοῦ λέγω: Ἔμπα εἰς καρπόν, καὶ ἦταν τὸ ἴδιον, καὶ τὴν ἄλλη κάμαρη μέσα, καὶ ἐσὺ μὲ τὴν μάθησήν σου πάλε εἰς τῆς κλειδωνιᾶς τὴν τρύπα Σ. Προσαλέντη, Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης σὲ μεγάλη ἡλικία, «πῶς» θά ’λεγες καὶ ἀχαριστίνὰ βάλεις τ’ αὐτί σου, καὶ ὅ,τι Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο αν θά ’χες· τὸ εἶπε κλῆμα καὶ σοῦ εἰπῶ κρυφὰ νὰ μᾶς εἰπεῖς τὸ εὐλόγησε καὶ ἀνθίζει καὶ δένει καὶ γουρμαίνει καὶ κάνει ὅταν θὰ βγεῖς ἔξω. Μπῆκε μέσα, ἔβαλε τὸ αὐτί του εἰς τὴν αὐτὸν τὸν καρπόν, καὶ εἶναι ὁ πλέον καλύτερος ἀπὸ κάθε κλειδωνότρυπα. Τοῦ λέγω: Βάλ’ τὸ πλησίον - καὶ ἐγὼ ἀπ’ ἄλλον, καὶ κάνει καὶ κρασί, καὶ ὅποιος εἶναι ἄνθρωπος ὄξω φυσάγω πολύ. Ἔβγα, τοῦ λέγω, νὰ μᾶς εἰπεῖς τί σοῦ πίνει ὀλίγον καὶ φραίνεται, καὶ ὅποιος πιεῖ πολὺ γένεται εἶπα. Βγῆκε, λέγει: Ἕνας ἀγέρας μοῦ γιόμωσε τὸ αὐτί μου. γομάρι, καὶ γένεται καὶ δὲν ξέρει τί μιλεῖ, καθὼς ἐσύ. Τοῦ Τοῦ λέγω: Καὶ αὐτὸ τῆς Θεία Πρόνοιας μὲ τὴν Θεοτόκον λέγω τοῦ ἀλλουνοῦ: Ἐσύ, φίλε, εἶσαι κουτσός; διατί κά- ἀγέρας εἶναι, εἶπε καὶ ἔγινε, δὲν εἶναι ἀνθρώπινον ἔργον, νεις ἀδρασκελιὲς διὰ δύο ποδάρια, εἰς καιρὸν ὁποὺ ἔχεις καὶ διὰ τοῦτο ἐγεννήθη καὶ ἔμεινε παρθένος· ἔλα νὰ σοῦ ἕνα ποδάρι μόνον; Ὄχι, λέγει, δύο ἔχω, καὶ καλά! Τοῦ δείξω καὶ τὸ ἔργον ποῖον εἶναι. Παίρνω ἕνα καρφὶ καὶ τὸ λέγω, ἕνα μόνον ἔχεις, καὶ ἐκεῖνο τσακισμένο. Ὄχι, λέγει, βαρῶ καὶ μπαίνει εἰς τὸν τοῖχο· τότε τὸ βγάζω, τοῦ λέγω: δύο! Σώπα, τοῦ λέγω, ψεύτη! Σηκώνεται ἀπάνω, λέγει: Αὐτὸ λέγεται, λογιότατε, ἔργον, ὅτι χάλασε τὸν τοῖχον. Ὁρίστε ὁπού ’χω δύο καὶ περπατῶ. Βρὲ ἀδελφέ, τοῦ Καὶ ἄλλα πλῆθος ἀπὸ αὐτά⋅ καὶ τοὺς εἶπα, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ λέγω, δὲν σὲ ρώτησα ἐγώ, ἐκεῖ ὅπου σπουδάζεις τί μαθαί- πάψουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ δὲν θέλω τέτοιες ὁμιλίες μπερμπάg νεις, θεολογικὰ καὶ φιλοσοφικά, καὶ μοῦ εἶπες μόνος σου ντικες καὶ καϊριστές». ὅτι μαθαίνεις φιλοσοφικὰ μόνον; καὶ διατί σπουδάζεις τὸ ἕνα καὶ κάνεις κρίση διὰ τὰ δύο καὶ εἶσαι μισόθρησκος καὶ Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὁράματα καὶ θάματα, ἐκδ. Μ. Ι. Ε. Τ. θιαμαίνεσαι πῶς ἡ Θεοτόκο γέννησε τὸν Χριστὸν κι ἔμεινε

43


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.