Αγιος Αντώνιος

Page 1

Ἅγιος Ἀντώνιος, Μεγάλη Δέηση καὶ Ἅγιοι. Φορητὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Σινᾶ, γύρω στὸ 1500.

20


Μέγας Ἀντώνιος

Ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου

ἀφιέρωμα

...καταλαβαίνετε καὶ σεῖς, τί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ Ἀντώνιος, ὁ

ὁποῖος ἀπὸ τὰ νειάτα του μέχρι τὴν τόσο μεγάλη ἡλικία του ἐτήρησε ἴση τὴν προθυμία τῆς ἀσκήσεως⋅ καὶ μήτε ἐξ αἰτίας τῶν γηρατειῶν νικήθηκε ἀπὸ τὴν πολυτέλεια τροφῆς, μήτε ἄλλαξε τὸ σχῆμα τοῦ ἐνδύματος ἀπὸ ἀτονία τοῦ σώματός του ἢ ἔνιψε κἂν τὰ πόδια μὲ νερό⋅ καὶ ὅμως παρέμεινεν ἀβλαβὴς καθ’ ὅλα. [...] Ὡς πρὸς τὸ ὅτι ἔγινε ξακουστὸς παντοῦ καὶ θαυμαστὸς ἀπὸ ὅλους, ἐπιθυμητὸς δὲ καὶ ἀπὸ ὅσους δὲν τὸν ἔχουν ἰδῆ, αὐτὰ εἶναι γνώρισμα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς θεοφιλοῦς ψυχῆς του. Διότι ὁ Ἀντώνιος ἔγινε γνωστὸς ὄχι ἀπὸ συγγράμματα, οὔτε ἀπὸ τὴν ἔξωθεν σοφία, οὔτε γιὰ κάποια τέχνη, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὴ θεοσέβεια. Ὅτι δὲ τοῦτο ἦταν δῶρον Θεοῦ, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῆ. Διότι πῶς ἀκούσθηκε στὴν Ἱσπανία καὶ στὴν Γαλλία; Πῶς ἔφτασε ἡ φήμη

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἱ.Μ. Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος, 17ος αἰ.

του στὴ Ρώμη καὶ στὴν Ἀφρική, ἐνῷ ἔμενε κρυμμένος καὶ κατοικοῦσε εἰς τὸ ὄρος, ἐὰν δὲν ἦταν ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ κάνει πανταχοῦ γνωστοὺς τοὺς δικούς Του ἀνθρώπους, ὁ Ὁποῖος καὶ στὸν Ἀντώνιον τὸ ὑπεσχέθη αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή; Διότι ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ κάνουν κρυφὰ καὶ θέλουν νὰ μένουν ἄγνωστοι, ὅμως ὁ Κύριος τοὺς δείχνει εἰς ὅλους σὰν φῶτα, οὕτως ὥστε ὅλοι ὅσοι τοὺς ἀκοῦνε νὰ γνωρίζουν ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθωθοῦν οἱ ἐντολὲς καὶ ἔτσι νὰ παίρνουν ζῆλο γιὰ τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Μέγας Ἀθανάσιος Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος», ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου.

21


Ὁ Μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου

Ἔχει τι μεῖζον οὐρανὸς καὶ τῶν νόων, Ἔξαρχον Ἀντώνιον ἀσκητῶν ἔχων. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀντώνιον ἔνθεν ἄειραν.

Ο

ὗτος ὁ Μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ἦτον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἤτοι τὸ Μισῆρι, διδαγμένος τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του. Ἤκμαζε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, καὶ ἔφθασεν ἕως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐν ἔτει τιη΄ [318]. Οὗτος λοιπὸν ἐπειδὴ ἐξέδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ἀσκητικὴν ζωήν, τόσον ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς τότε ἀσκητὰς καὶ Ὁσίους, ὥστε ὁποῦ ἔγινεν εἰς ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους παράδειγμα καὶ τύπος τῆς ἀσκήσεως. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι, ὅτι καὶ πρῶτος αὐτός, ἢ ὁμοῦ μὲ πολλὰ ὀλίγους, ἔγινεν ἀρχηγὸς τῆς ὑπὲρ ἄνθρωπον ταύτης ἀσκητικῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας καὶ μόνος σχεδὸν ἔφθασεν εἰς τὸν ἀκρότατον ὅρον τῆς πολιτείας ταύτης, καθὼς ὁ κατὰ πλάτος τούτου Βίος διηγεῖται. Ἡμεῖς γὰρ τὴν συντομίαν μεταχειριζόμενοι, δὲν ἔχομεν εὐκαιρίαν νὰ διηγούμεθα ἐκεῖνα, ὁποῦ εἶναι φημισμένα εἰς τοὺς πολλοὺς διὰ τὸν Μέγαν τοῦτον Ἀντώνιον. Τόσον δὲ μόνον εἶναι ἀνάγκη νὰ εἰποῦμεν, ὅτι ὁ Μέγας οὗτος Πατὴρ ἀκόμη τὸ θνητὸν σῶμα φορῶν, ἁρπάζετο ἔξω τοῦ σώματος, καὶ ἔβλεπε τὰς ἀναβάσεις τῶν ψυχῶν, ὅταν εὔγαιναν ἀπὸ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅτι ἄλλων μὲν ἀνθρώπων αἱ ψυχαί, ἀνέβαιναν

22

ὑψηλότερα ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὁποῦ ἐζήτουν νὰ πιάσουν αὐτάς. Ἄλλων δέ, ἐπιάνοντο ἀπὸ αὐτοὺς φεῦ! καὶ ἐκαταβιβάζοντο εἰς χάσμα βαθύτατον. Τὸ ὁποῖον τοῦτο εἶναι βέβαια ἴδιον μόνης τῆς νοερᾶς καὶ ἀσωμάτου φύσεως. Ζήσας δὲ χρόνους ἑκατὸν πέντε, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν ἐν ἔτει τξς’ [366]. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ κατὰ πλάτος Βίος αὐτοῦ συνεγράφη καὶ ἐστάλη πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ Μοναχοὺς ἀπὸ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον τὸν Ἀλεξανδρείας ἑλληνικά, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀγαθὴν ἅμιλ­ λαν ἐνεστήσασθε». Ἀπὸ δὲ τὸ ἑλληνικὸν μετεφράσθη εἰς τὸ ἁπλοῦν καὶ εὑρίσκεται εἰς τὸν Παράδεισον. Ὅρα καὶ ἐγκώμιον αὐτοῦ εἰς τὴν Σάλπιγγα. Σημειοῦμεν ἐδῶ ἕνα θαυμαστὸν ἔπαινον διὰ τὸν Μέγαν τοῦτον Ἀντώνιον, ὅστις γράφεται παρὰ τῷ Εὐεργετινῷ, βιβλ. δ΄, ὑποθέσει δ΄. Δηλαδή, ὅτι ἕνας γέρων διακριτικὸς παρεκάλεσε τὸν Θεὸν διὰ νὰ ἰδῇ τοὺς κοιμηθέντας Ὁσίους Πατέρας. Καὶ εἶδεν αὐτούς, ἔξω μόνον ἀπὸ τὸν Ἀββᾶν Ἀντώνιον. Ὅθεν εἶπεν εἰς τὸν Ἄγγελον, ὁποῦ ἔδειχνεν αὐτῷ τοὺς Πατέρας. Ποῦ εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος; Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ, ὅτι ὁ Ἀντώνιος εὑρίσκεται εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου εἶναι ὁ Θεός. Διατί δὲ ὁ Ἀντώνιος ἠξιώθη τοσαύτην δόξαν ὑπὲρ τοὺς ἄλλους Πατέρας; Ἐπειδὴ καὶ ἠγάπησε τὸν Θεὸν ὑπὲρ ἐκείνους. Παρέβαλε γὰρ ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ Νητριώτης εἰς τὸν Ἀββᾶν τοῦτον Ἀντώνιον καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐγὼ περισσότερον κόπον κάμνω εἰς τὴν ἄσκησιν ἀπὸ λόγου σου. Καὶ πῶς τὸ ἐδικόν σου ὄνομα ἐμεγαλύνθη εἰς τοὺς ἀνθρώπους περισσότερον ἀπὸ τὸ ἐδικόν μου; Ἀπεκρίθη ὁ Ἀντώνιος. Ἐπειδὴ ἐγὼ ἠγάπη-


Πρῶτος αὐτός, ὁ Μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ἢ ὁμοῦ μὲ πολλὰ ὀλίγους, ἔγινεν ἀρχηγὸς τῆς ὑπὲρ ἄνθρωπον ταύτης ἀσκητικῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας καὶ μόνος σχεδὸν ἔφθασεν εἰς τὸν ἀκρότατον ὅρον τῆς πολιτείας ταύτης, καθὼς ὁ Βίος διηγεῖται.

σα τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ λόγου σου. Ὅθεν καὶ ἐσυνείθιζεν ὁ ἀοίδιμος νὰ λέγῃ. «Ἐγὼ οὐκέτι φοβοῦμαι τὸν Θεόν, ἀλλὰ ἀγαπῶ Αὐτόν. Ἡ γὰρ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀββᾶς Σισώης ὁ κατοικῶν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν εἰπόντα ἀδελφόν. Δὲν ἔφθασας πάτερ εἰς τὰ μέτρα τοῦ Ἀντωνίου; Πρὸς ταῦτα λέγω ἀπεκρίθη ὁ Σισώης. Ἀνίσως εἶχον ἕνα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ Ἀντωνίου, ἤθελα γένω ὅλος ὡσὰν φωτία (σελ. 283 τοῦ Εὐεργετινοῦ). Τοσοῦτον ὑπερέβη τοὺς ἄλλους ἀσκητὰς ὁ Ἀντώνιος. Καὶ τοῦτο δὲ σημειοῦμεν, ὅτι οἱ παλαιοὶ Ὅσιοι Πατέρες οἱ ἐν τοῖς Μοναστηρίοις εὑρισκόμενοι, εὐθὺς ὁποῦ ἐτελείοναν τὴν ἑορτὴν τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἀνεχώρουν ἀπὸ τὰ Μοναστήριά των καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὰς ἐρήμους καὶ ὄρη καὶ σπήλαια. Καὶ ἐκεῖ ἔμεναν ἕως εἰς τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων, κατὰ μίμησιν τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, μᾶλλον δέ, κατὰ μίμησιν τοῦ Κυρίου, ὅστις μετὰ τὸ Βάπτισμα τὸ ἐν Ἰαννουαρίῳ γεγονός, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ἐκεῖ ἐνήστευσε τεσσαράκοντα ἡμέρας. Κατὰ δὲ τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων ἐσυναθροίζοντο πάλιν εἰς τὰ Μοναστήριά των. Καὶ τῇ Κυριακῇ τῶν Βαΐων ἔπρεπε νὰ εὑρεθοῦν ὅλοι συναθροισμένοι. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς τὰ τροπάρια τῆς ἑβδομάδος ταύτης τῶν Βαΐων, συχνάκις ἀναφέρονται τὰ λόγια ταῦτα, προσκαλοῦντα τοὺς Ὁσίους, οὕτω. «Οἱ ἐν τοῖς ἐρήμοις καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις, ἥκατε ἀθροίσθητε σὺν ἡμῖν βαϊοφόροι, ὑπαντῆσαι τῷ Βασιλεῖ καὶ Δεσπότῃ» (τῇ Παρασκευῇ). Ὁμοίως καὶ τὸ πρῶτον

τροπάριον τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ταύτην τὴν Σύναξιν τῶν Πατέρων ἀναφέρει λέγον⋅ «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε. Καὶ πάντες αἴροντες τὸν σταυρόν σου λέγομεν». Ἐσήκωναν γὰρ οἱ τρισόλβιοι Πατέρες οὗτοι τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς ὤμους των διὰ τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, καὶ τῶν θλίψεων τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Μόνος δὲ ὁ Ἅγιος Σάββας ἐπρόσμενεν ἕως ὁποῦ ἐτελείωνε τὴν ἑορτὴν τοῦ γέροντός του Ἁγίου Εὐθυμίg ου, καὶ τότε ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἔρημον. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὸ βίο του καὶ οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος, Ἀθανάσιος, Δημήτριος καὶ Στέφανος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου (Μαλαματένια) πόλεως Τήνου, 18ου αἰ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Συναξαριστής», ἐκδ. Δόμος.

23


Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ ἡ ἔρημος Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κένυας κ. Μακαρίου

πως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, Βανδάλους, ἦταν οἱ πιὸ σφοδροὶ καὶ φρικαλέοι ἀπ’ ὅλους στὴν Αἴγυπτο καί, ἰδιαίτερα, στὴν πρωτεύουσά τοὺς διωγμούς, πού, κατὰ καιρούς, ἐξαπολύονταν, ἐνατης, Ἀλεξάνδρεια, ἀργότερα, φυσικὰ καὶ σὲ ἄλλες ντίον τῶν ἄλλων χριστιανῶν. περιοχές της, θεμελιώθηκε, ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο, Ἀκόμη, εἶναι βέβαιο ὅτι, στοὺς κόλπους τῆς Χριἡ πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινότητα. στιανικῆς Ἀλεξάνδρειας, λειτούργησε, ἤδη, ἀπὸ τὸν Οἱ γεωγραφικοὶ λόδεύτερον, μετὰ Χριστόν, γοι, οἱ ὁποῖοι συντέλεαἰώνα, ἀκμάζουσα Χρισαν σ’ αὐτό, ἀποτελοῦν στιανικὴ Σχολὴ καὶ ὅτι ἀντικείμενο τῆς πολιἡ Αἴγυπτος ἀποτέλεσε τικῆς ἱστορίας, τῆς ὁποίἑστία τῶν Ἀναχωρητῶν ας, ὅμως, δὲν μποροῦμε καὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου. νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ κύρος Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ νέα καὶ νὰ παραδεχθοῦμε θρησκεία εἶχε ἤδη ἐξαπλωθεῖ σ’ ὅλη τὴν αὐτοὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ λόγοι κρατορία, τὰ μαρτύρια συντέλεσαν καὶ βοήτοῦ αἵματος εἶχαν, σχεθησαν στὴν ἐξάπλωση τῆς νέας θρησκείας, στὴ δόν, σταματήσει⋅ τότε, Νειλοχώρα –καὶ ὄχι παρουσιάστηκαν οἱ νέοι μάρτυρες, οἱ μοναχοί, μόνο- καί, μάλιστα, σὲ βαθμὸ σημαντικό. οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸν Οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἀγώνα γιὰ τὴ διάδοση ἐποχῆς ἀναφέρουν ὅτι ὁ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ ἀριθμὸς τῶν χριστιανῶν ζωή τους ἦταν ἕνα νέο αὐξανόταν, ὁλοένα μαρτύριο. Ὅπως ἀνακαὶ περισσότερο, καὶ φέρει ὁ Ἰωάννης, στὴν λόγῳ τοῦ ἀξιώματος Ἀποκάλυψή του, μαρτοῦ Ἀποστόλου καὶ τυροῦσαν τὸν Ἰησοῦ, τοῦ ζήλου τῶν πρώτων ἔδιναν μαρτυρία τῆς μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ πίστης τους. Διάδοχοι τῶν παλαιῶν μαρτύρων, ἀπαράμιλλο ἐνθουσιἔδειχναν τὸν ἴδιο ζῆλο μ’ ασμό, συνέρρεαν στὸ ἐκείνους, στὸν ἀγώνα, κήρυγμα τοῦ Εὐαγγεγιὰ τὴν πραγματοποίηση λίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς πρώτης ἐντολῆς τοῦ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος Κυρίου, μετὰ τὴν Ἀνάὁ Εὐαγγελιστὴς δίδαξε στασή του: «Πορευθέ­ καί, ἔξω, ἀπὸ τὰ στενὰ Συνάντηση τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου καὶ τοῦ Ἁγ. Παύλου τοῦ Θηβαίου Φορητὴ εἰκόνα. Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια, 16ος αἰ. ὅρια τῆς Ἀλεξάνδρειας, ντες, μαθητεύσατε…». στὰ περίχωρα, καί, ἰδιαίΠατέρας τοῦ μοναχιτερα, στὴν Κυρηναϊκή. σμοῦ, κορυφαία φυσιογνωμία τοῦ μοναχικοῦ βίου εἶναι ὁ Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ μὲ βεβαιότητα γνωρίζουμε, εἶναι ὅτι ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο εἶναι ἱεραποστολικό. οἱ μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς Ἐπι- Τόπος καταγωγῆς του ἡ Κόμα τῆς νότιας Μέμφιδας, γενφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, νήθηκε τὸ 251 ἢ 252 μ.Χ. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀρκετὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πολὺ ἐνωρίς, ἦλθαν στὴν εὔπορη, οἱ γονεῖς του ἦταν χριστιανοὶ καὶ φρόντισαν νὰ Αἴγυπτο καὶ διέδωσαν στοὺς κατοίκους τὰ ὅσα εἶχαν τοῦ δώσουν καλὴ ἀνατροφή. Δυστυχῶς, ὅμως, τοὺς ἔχασυμβεῖ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καθὼς καὶ τὴ διδασκαλία τῆς σε, ὅταν ἦταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι, περίπου, χρόνων θρησκείας, ποὺ τοὺς ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν καί, ἀπὸ τότε, ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία τῆς ἀδελφῆς του. Ἰησοῦ Χριστό. Ἁπλὸς καὶ ὀλιγαρκής, ὅπως ἦταν, ἄκουσε μίαν ἡμέΤοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἐπιμαρτυρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δι- ρα στὴν Ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή: «Εἰ θέλεις ωγμοί, οἱ ὁποῖοι ἐξαπολύθηκαν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησον πάντα τὰ ὑπάρχοντά σοι καὶ τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, τοὺς Ἄραβες, τοὺς δὸς πτωχοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 10, 21).

24


Στόχος, καὶ διακαὴς πόθος τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἦταν ἡ προσέγγισή του μὲ τὸν Θεό. Ἐπέλεξε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο, στὴν ἔρημο τὴν ἀσκητική, ποὺ προσφέρει, στὸν ἀσκούμενο, τὴν ἀπαραίτητη ἐλευθερία, γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ στόχου του. Συνεπαρμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, μοίρασε τὴν περιουσία του, Ἡ δαπάνη, τὸ τίμημα τῆς αὐτοπραγμάτωσης, στὰ πλαίἀφοῦ κράτησε ἕνα μικρὸ μέρος, γιὰ τὴν ἀδελφή του καὶ σια τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, δὲν εἶναι ἁπλὰ οἰκοἄρχισε τὴν ἄσκηση. Στὴν ἀρχή, ἔμεινε στὴν πόρτα τοῦ νομικὴ φθορά⋅ εἶναι ἄγχος, πού, συνεχῶς, προσαυξάσπιτιοῦ του, ὕστερα, σ’ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο μνημεῖο, νεται ὅσο οἱ ἀπαιτήσεις καὶ τὰ ἐρεθίσματα τῆς κοινωνίας κοντὰ στὸ χωριό του. Τὸ 285 μ.Χ. περίπου ἀποσύρθηκε πολλαπλασιάζονται. στὴ λιβυκὴ ἔρημο Πισπίρ, ἐπροχώρησε, προκειμένου Ἔτσι, λοιπόν, τὸ «ἐγώ» βρίσκεται ἀντιμέτωπο μ’ ἕναν νὰ ἀποφύγει τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ κόσμο ἐκθαμβωτικό, ταχύτατα ἐξελισσόμενο, χωρὶς νὰ θάλασσα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια δύο φορές. Ἡ μία φορὰ ἦταν στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμίνος (311), καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἡ ἄλλη (333), ὕστερα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ τὴ βιογραφία τοῦ Ἁγίου, προκειμένου νὰ τὸν ἐνισχύσει στὸν ἀγώνα του, κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Τὸ 305 μ.Χ. συνιστοῦσε στοὺς διαφόρους ἐρημίτες, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ μονάσουν ἐκεῖ καὶ τοὺς νουθετοῦσε νὰ ἀποσύρονται, στὰ ἡσυχαστήρια τῆς ἐρήμου, τὰ ὁποῖα, ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτό, εἶχε ἀρχίσει νὰ ἱδρύει. Ἐκεῖ, οἱ μοναχοί, εἴτε ἀπὸ τὴν ἔρημο, εἴτε ἀπὸ τὶς σκῆτες, στὶς ὁποῖες ἦταν κλεισμένοι ἢ ἀπὸ Συνάντηση τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου καὶ τοῦ Ἁγ. Παύλου τοῦ Θηβαίου. Φορητὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξηροποτάμου, β΄ μισὸ 17ου αἰ. τοὺς στύλους, ὅπου ἡ μαρτυρικὴ ἄσκηση τοὺς καλοῦσε ν’ ἀνεβαίνουν, δὲν ἔπαυαν νὰ πιστεύουν ὅτι ἡ ἔχει τὶς ἀπαιτούμενες ἐγγενεῖς δυνάμεις νὰ ἀντισταθεῖ. Δὲν προσωπική τους σωτηρία ἔπρεπε νὰ περάσει ἀπ’ αὐτὴν ἔχει θωρακισθεῖ, ἀνάλογα, γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὶς καιτοῦ πλησίον. νούριες ἀπειλὲς ποὺ γεννᾶ ὁ πολιτισμός, μὲ ἀποτέλεσμα Ἀπόσυρση, λοιπόν, στὴν ἔρημο, συνιστοῦσε ὁ ἅγιος⋅ αὐτὴ ἡ συνείδηση τῆς ἀδυναμίας του νὰ τοῦ δημιουργεῖ γιὰ μᾶς, πού, σήμερα, ἡ πρώτη μας ἔγνοια εἶναι τό: «Μὴν ἄγχος. μπλέκεις συναισθηματικά», κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καὶ Ζώντας, λοιπόν, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, κάτω ἀπὸ ὅσο περισσότερο τὸ ἄτομο ἀναγκάζεται νὰ ζήσει, μέσα στὸ τέτοιες συνθῆκες, σ’ ἕναν κόσμο χαοτικό, ἀδυνατεῖ νὰ συνωστισμὸ τῶν μαζῶν, τόσο περισσότερο νιώθει νὰ πιέ­ συλλάβει τὸ νόημα τῆς ἐρήμου, ἔτσι, ὅπως τὸν βίωσαν ζεται, ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ «μὴν μπλέκει». Τὸ νὰ μπορέσει, οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὴν ἔρημο, ὡς μιὰ ὅμως, νὰ παρακολουθήσει τὸ ρυθμὸ τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ αὐθεντική, τὴν πιὸ αὐθεντική, μάλιστα, εὐαγγελικὴ πακερδίσει τὴν κοινωνικὴ ἀναγνώριση, μέσῳ τῆς συνεχοῦς ρουσία ζωῆς, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ὡς μήνυμα σωτηρίας, ἀπόκτησης ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀπαιτεῖ συνεχὴ ἑτοιμότητα. ἐξαγγέλλεται πρῶτα-πρῶτα, ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ὁ ἅγιος Ἰω-

25


Μόνον στὴν ἔρημο, μὲ τὸ πολυδύναμο νόημά της, εἶναι δυνατὸν στὸν ἐρημίτη νὰ ἀπομακρύνει τὴ σκέψη του ἀπὸ τὸν πλαστό, τὸν εἰκονικὸ καὶ ἀπατηλὸ ἑαυτό του ὥστε νὰ μπορέσει νὰ σκάψει βαθιὰ μέσα του, νὰ συναντήσει τὸ ἀκάθαρτο βάθος του. άννης ὁ Βαπτιστὴς κηρύσσει, προδρομικά, τὸ μήνυμα τοῦ ἀναμόρφωση τῆς ψυχῆς στὸ ἀρχαῖο της κάλλος, μπορεῖ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἔρημο. Ἀκόμη, ἡ ἔρημος, νὰ πραγματωθεῖ «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ» μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, παρουσιάζεται ὡς πνευματικὸς (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Γ΄, σελ. 289 ἑξ.). χῶρος μὲ ἐσχατολογικὲς διαστάσεις, ποὺ πλαισιώνουν Πρέπει, λοιπόν, ὅποιος ἀποφασίζει νὰ ζήσει στὴν ἔρητὸν θρίαμβο τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ σατανᾶ, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς μο, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς αἰσθητικὲς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου, «ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ διαβόλου», ἀφοῦ «ἀνήχθη εἰς τὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς σάρκας, γιατί, μόνον ἔτσι, ἔρημον» (Ματθ. 4, 1) καὶ ὁ ἀσκητιπραγματώνεται αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος κός Του θρίαμβος προδιατυποῦται, ὁ Κύριος ἔθεσε, ὡς ὅρο βασικό: καὶ πάλι, μέσα στὴν ἔρημο (Ματθ. «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». 4, 11). Αὐτός του ὁ θρίαμβος ἀποΤὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῆς ἐρήμου, ποὺ ἀποτελεῖ, ταυτόχρονα, τὴ «σπερματικὴ δύναμη» τοῦ ἐρημικοῦ ἀσκητικοῦ τελοῦν τὸ πολυδύναμο νόημά της, θριάμβου. εἶναι ἀπέραντο, ἀσχημάτιστο. Ἡ ἔρημος, ὡς εἰκόνα, ἡ τοπική, δηλαδή, Ἐμεῖς οἱ «ἐγκόσμιοι» χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ δώσουμε ἰδιαίτερη ἔννοιά της, δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποσημασία στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἔρημος, ρεῖ νὰ προσδιοριστεῖ καὶ ἡ εἰκόνα ὡς βασικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος, αὐτή, ἡ ἀπροσδιόριστη, ἡ ἀπουσία, ἱστορικά, σταθμὸς τοῦ λυτρωτικοῦ ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τοπικὴ ἔργου τοῦ Κυρίου, κατέχει πρωτεύἔννοια τῆς ἐρήμου, εἶναι αὐτὴ ποὺ ουσα θέση. Καὶ θὰ πρέπει, ὁπωσδίνει τὴν ἔννοια τῆς εὐσέβειας, τῆς δήποτε, νὰ δοῦμε τὴν ἐμπειρία πραγματικῆς, σὲ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση, τῆς εὐσέβειας, ποὺ αὐτὴ τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου, σὰν βιώνεται ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ καὶ εἶναι μία μυστικὴ ἐσωτερικὴ διάσταση τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανοῦ. ἀπέραντη, ἀσχημάτιστη, χωρὶς κάΑὐτόματα, γεννιέται τὸ ἐρώτηποιον συγκεκριμένο τύπο, χωρὶς μα: Εἶναι δυνατὸν ὁ «ἐγκόσμιος», ὁ προσωπεῖο. Αὐτὸ τὸ προσωπεῖο, «κοινωνικός» χριστιανὸς νὰ βιώσει ὁ ἱδρυτὴς τῆς ψυχολογίας τοῦ βάτὴν ἔρημο, ὡς παρουσία πνευμαθους, Karl Jung, θεωρεῖ ὅτι εἶναι τικὴ καὶ λειτουργία τοῦ χριστιανιἀπαραίτητο, ἐφ’ ὅσον προστατεύει τὸν ἄνθρωπο, ἀποτρέποντας τὸν κοῦ βιώματος, ὁπότε ἔχει νόημα ὑποχρεωτικό, μέσα στὸν στροβιλικίνδυνο νὰ συγκρουσθεῖ μὲ τὴν ζόμενο κόσμο, μέσα στὸν ὁποῖον ὀδυνηρὴ πραγματικότητα, μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς. ρίχτηκε ἑκών-ἄκων; Πράγματι τὸ νὰ προτείνει κάποιος στὸν «κοινωὉ ἀσκητὴς δὲν βλέπει τὴν ἔρημο ὡς ψυχολογικὴ ἀναγκαιότηνικό» χριστιανὸ νὰ βιώσει τὴν ἐρημικὴ ζωή, μέσα στὴν καθημερινότα, ἡ ὁποία, ἴσως, ἀπὸ πολλούς, τητά του, μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται, ἐκλαμβάνεται καὶ ὡς θρησκευτικὴ εἶναι μία οὐτοπία. ἀναγκαιότητα. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς – Ὡστόσο, ἡ ἔρημος μὲ τὴν ἔννοια τὴν ψυχολογικὴ καὶ θρησκευτικὴ τῆς πολυδύναμης πνευματικῆς λειἀναγκαιότητα – ὑπάρχει μία βαθιὰ τουργίας, τῆς «λειτουργίας» τοῦ ὑπαρξιακὴ ἀντίθεση, μέσα στὴν χριστιανικοῦ βιώματος εὑρίσκει τὴν ὁποία εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐρημικὴ πραγμάτωσή της, μέσα στὸν κοινωἐσωτερικότητα, σ’ ὅλες της τὶς διαἍγιος Ἀντώνιος, Ἱ. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων, Καστοριά νικὸ χῶρο. Κατὰ τὸν Ἅγ. Κασσιανὸ στάσεις. Αὐτὸ εἶναι, στὸ βάθος, μιὰ τὸν Ρωμαῖο (πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, Φιλοκαλία τῶν ἀπάτη, ἀφοῦ παρουσιάζει ἕναν ἄνθρωπο νὰ φαίνεται διἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Α΄, σελ. 61 κ. ἑξ.), ὅποιος θέλει νὰ αφορετικὸς ἀπ’ αὐτό, ποὺ στὴν πραγματικότητα, εἶναι. βιώσει τὴ λειτουργία αὐτὴ τῆς ἐρήμου πρέπει, πρὶν ἔρθει Ἕναν ἄνθρωπο ὑποκριτή, ὑποβιβάζοντάς τον, μ’ αὐτὸν νὰ κατοικήσει, στὴν ἔρημο, νὰ ἀπαλλαγεῖ, νὰ ἐρημωθεῖ τὸν τρόπο, ἀφαιρώντας του τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια. ἀπὸ τὰ πάθη του, γιατὶ ἡ ἔρημος προσφέρει ἐμπειρίες δυ- Ὅπως, γίνεται κατανοητό, ὁ μοναχὸς δὲν υἱοθετεῖ συμπεναμικὲς μόνον σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀποβάλει τὰ πάθη του. ριφορές, ποὺ θὰ ἐνίσχυαν αὐτὴ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀντίφαση, Καὶ ὁ Νικήτας Στηθάτος ἀπορρίπτει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ συμπεριφορὰ ὑποκριτική. πραγματώνεται μέσα στὴν ἔρημο μὲ τὴν τοπική, μόνον, Ἄλλωστε, οἱ συμπεριφορὲς αὐτοῦ τοῦ εἴδους συνεπάἔννοια⋅ τὸ ἔργο τῆς ἀρετῆς, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν γονται, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ διχασμὸ τῆς προσωπικό-

26


Εἶναι οἱ ἐμβληματικοὶ Οἱ ἐρημίτες οἱ ὁποῖοι,παράγοντες μέσα στὴν τοῦ κυρίαρχου σήμερα «πολιτισμοῦ» ἀσκητικὴ ἔρημο, καταπολεμοῦν τῶν μὴ-κυβερνητικῶν ὀργανώσεων, μὲ κάργα κυβερνητικὲς τὰ πάθη τους μὲ τὴν συνεχὴ ἄσκηση χρηματοδοτήσεις, καὶ προσευχή, προσεγγίζουν τὸν Θεό, κι ἄλλων τέτοιων φαιδρῶν, ποὺ ἀγνωνιοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν βοηθώντας τὸν ἄνθρωπο, νὰ ξαναβρεῖ τὴ συνέχειά τους, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή.. μέσῳ τῆς δικής μας ἀ-συνέχειας τητας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει διάσταση βούλησης καὶ πράξης, θὰ μποροῦσα νὰ τὴν ὀνομάσω μοναχικότητα, ἡ ὁποία διάσταση, ἡ ὁποία προσδίδει τραγικότητα στὸν ἄνθρωπο. εἶναι συνειδητὴ ἐπιλογὴ καί, ἑπομένως, δημιουργική. Στὴν περίπτωση τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου, ἡ ἐπιλογὴ τῶν Εἶναι κάθαρση καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ μοναξιά, ἡ ὁποία ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν νὰ ζήσουν ἐκεῖ, ἔχει, εἶναι ἀπομόνωση, βιασμὸς τοῦ «εἶναι». Εἶναι τὸ ὀδυνηρὸ καθαρά, χαρακτήρα προσωπικὸ καὶ ἡ πραγματοποίησή «σύνδρομο» τῶν πόλεων. της ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἄτομο, σὲ μεγάλο βαθμό, Μέσα στὴν ἔρημο αὐτὴ βρίσκει κανεὶς κάποιον, ποὺ τὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ ἐνεργοποιήσει εἶναι, ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός του, ποὺ ὅλες του τὶς δυνάμεις, ἔτσι, ὥστε ἀπορρίπτει τὴν προκατάληψη, νὰ καταφέρει τὴν ταύτιση βούλητὴν κοινοτοπία, τὴν ὑποκρισία, σης καὶ πράξης, ἡ ὁποία φαίνεται «τὸ προσωπεῖον», ποὺ κινεῖται, ἐλεύθερα. νὰ εἶναι αὐτονόητη, ἀφοῦ τὸ ἄτοΠροκειμένου, λοιπόν, ὁ Ἅγιος μο μπορεῖ νὰ προσδιορίζει τὸ περιεχόμενο καὶ τὸν χαρακτήρα τῶν νὰ βρίσκεται μόνος, ἔχοντας, κοπράξεών του. Ἂν ἡ βούληση εἶναι ντά του, τὸν Θεὸ ἄλλαζε, συχνά, ἡ θεωρία, ἡ ζωή, συνολικὰ καὶ στὰ τόπους ἄσκησης, προχωρώντας ἐπὶ μέρους, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἔμπραὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο, κτη ἔκφρασή της. Ἡ συνολική, δηὥστε νὰ μὴν τὸν φθάνει ἡ βοὴ τοῦ λαδή, προσπάθεια, γιὰ τὴν κατάκόσμου. κτηση αὐτῶν τῶν στόχων, τὸ πεδίο Ὄχι ὅτι κι ἐκεῖ τὸν ἐγκατέλειψαν ὑλοποίησης καὶ πραγμάτωσης τῆς οἱ πειρασμοί. Νύχτες ὁλόκληρες βούλησης. Καὶ ἡ βούληση δὲν πάλευε, μαζί τους καί, στὸ τέλος, εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ ἕνα σύνολο μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, βγῆκε νι«θέλω», ποὺ ἀφοροῦν σὲ μικροὺς κητής. Παρέμεινε, ὅμως ταπειἢ μεγάλους στόχους, ποὺ δίνουν νός⋅ ποτέ του δὲν ἔδειξε ἔπαρση, περιεχόμενο, στὸ ἀθόρυβο κύλημα ἀλλά, συνέχισε νὰ ἀγωνίζεται καὶ τοῦ χρόνου, ποὺ δίνουν ἀπαντήσεις σὲ ἄλλους τομεῖς, ποὺ θὰ τὸν ὁδησὲ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα. γοῦσαν, ὅσο γινόταν, πλησιέστερα, Ἕνας παράγοντας ποὺ «ἀπαγοστὸ στόχο του. Δὲν ἦταν λίγες οἱ ρεύει» αὐτὴν τὴν ταύτιση, εἶναι ἡ φορὲς ποὺ δὲν ἔτρωγε, γιὰ ἀρκετὲς κοινωνία⋅ ἔτσι, ἄτομο καὶ κοινωνία ἡμέρες, οὔτε ψωμί. Τὸ σῶμα ἦταν λιπόσαρκο, ὅμως, μὲ τὴ φλόγα τοῦ γίνονται ἀνταγωνιστὲς καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἡ μετατροπὴ τῆς πνεύματός του, θέρμαινε τὰ πλήβούλησης σὲ πράξη ἐμποδίζεται, θη, ὥστε νὰ διατηροῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ ἀποκρούουν αἱρετικὲς ἀπὸ δυνάμεις, ποὺ ὑπερβαίνουν, διδασκαλίες. κατὰ πολύ, τὴ δύναμη τοῦ μεμονωμένου ἀτόμου, εἶναι οἱ λεγόμεΣτὸν βίο του Ἁγίου, ἔτσι, ὅπως νοι κοινωνικοὶ καταναγκασμοί, μιὰ τὸν ἔγραψε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, περισειρὰ ἀπὸ «πρέπει», ποὺ περιορίέχονται ἀρκετά, γιατί, ὁπωσδήποτε, ζουν τὴν ἐλευθερία τῆς βούλησης θὰ ὑπῆρχαν πολλά, ἱεραποστολικὰ τοῦ ἀτόμου καὶ τὸ ἐμποδίζουν νὰ περιστατικὰ τῆς μακρόχρονης πορείας τῆς ζωῆς του. Στὸ προοίμιο, πραγματώσει τοὺς στόχους του. λοιπόν, τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου, ὁ Μ. Ὅταν, ὅμως, οἱ ἀτομικὲς ἀνάγκες Ἀθανάσιος ἀναφέρει ὅτι: «Καὶ μόνη Ἅγιος Εὐθύμιος, Ἱ. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων, Καστοριά δὲν ταυτίζονται μὲ τὶς κοινωνικές, ἡ ἀναφορὰ στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντωνί­ ὅταν ἀντιμάχονται ἡ ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ ἰδιότητα τοῦ ἀτόμου, ἡ κοινωνία «ἀναιρεῖ τὸ ου, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἴδιον κέρδος». Καὶ συνεχίζει: «Εἶμαι δικαίωμά του νὰ δρᾶ καὶ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιδιώξεις του, σίγουρος ὅτι ἂν κι ἐσεῖς ἀκούσετε, ἀφοῦ τὸν θαυμάσετε, ὁρίζοντάς του αὐτὴ τὸ «πεδίο ἀγώνα καὶ πάλης». θὰ θελήσετε νὰ τὸν μιμηθεῖτε». Γιατί: «Ἐστι γὰρ μοναχοῖς Στόχος, καὶ διακαὴς πόθος τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου ἦταν ἡ ἱκανὸς χαρακτὴρ πρὸς ἄσκησιν ὁ Ἀντωνίου βίος». Παράπροσέγγισή του μὲ τὸν Θεό. Ἐπέλεξε, λοιπόν, ἀλλὰ συ- δειγμα γιὰ τοὺς μοναχοὺς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου. Ἡ πρώτη νιστοῦσε καὶ σὲ ὅσους εἶχαν τὸν ἴδιο στόχο, νὰ ἀποσυρ- νίκη, τὴν ὁποίαν κατήγαγε, ἦταν ἐναντίον τοῦ δράκοντος θοῦν στὴν ἔρημο, στὴν ἔρημο τὴν ἀσκητική, ποὺ προ- (σατανᾶ), στὸν ὁποῖον εἶπε τὰ ἑξῆς: «Πολὺ εὐκαταφρό­ σφέρει, στὸν ἀσκούμενο, τὴν ἀπαραίτητη ἐλευθερία, γιὰ νητος τυγχάνεις⋅ καὶ γὰρ μέλας εἶ τὸν νοῦν, καί, ὡς παῖς, τὴν πραγμάτωση τοῦ στόχου του. Αὐτὴ τὴν ἀπόσυρση, ἀσθενής⋅ οὐδεμία μοί, λοιπόν, ἐστι φροντὶς περὶ σοῦ»⋅ Καὶ

27


Ζώντας ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος σ’ ἕναν κόσμο χαοτικό, ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὸ νόημα τῆς ἐρήμου, ἔτσι, ὅπως τὸν βίωσαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὴν ἔρημο ὡς μιὰ αὐθεντική, τὴν πιὸ αὐθεντική, μάλιστα, εὐαγγελικὴ παρουσία ζωῆς. συνέχισε: «Κύριος γὰρ ἐμοὶ βοηθός, κἀγὼ ἐπόψομαι τοὺς Γράμματα δὲν θέλησε, ποτέ του, νὰ μάθει. Ὅμως, μποἐχθρούς μου». Ὁ δράκων: «Εὐθὺς καταπτήξας τὰς φωνὰς ροῦσε, ἄνετα, νὰ συνομιλεῖ μὲ φιλοσόφους καὶ πεπαιδευμένους καὶ νὰ ἀλληλογραφεῖ, καὶ μὲ βασιλεῖς ἀκόμα. καὶ φοβηθεὶς ἔτι κἂν ἐγγίσαι τῷ ἀνδρί». Ὅταν, κάποτε, τὸν ἐπισκέφθηκαν ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ Κάποτε, τὸν ἐπισκέφθηκαν δύο φιλόσοφοι, γιὰ νὰ τὸν ἤθελαν νὰ τοὺς μιλήσει τοὺς εἶπε στὴν Αἰγυπτιακὴ (κο- χλευάσουν, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε γράμματα. Ἐκεῖνος κατάπτική) γλώσσα, μιὰ πού, μόνον, αὐτὴ γνώριζε, ὅτι θὰ λαβε τὶς προθέσεις τους καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς δὲν πρέπει νὰ δίνουν ἰδιαίτερη σημασία, στὸν ἐποικοδομητικὸ εἶχε νόημα ν’ ἀσχοληθοῦν μ’ ἕναν ἀνόητο. Οἱ φιλόσοφοι διάλογο, μεταξὺ τῶν πιστῶν καί, κυρίως, τῶν μοναχῶν. ἀπάντησαν ὅτι δὲν τὸν θεωροῦν ἀνόητο, ἀλλά, τοὐναἘπίσης, τοὺς τόνισε τὴν ἀξία ντίον, πολὺ σοφό, ὁπότε ὁ τῆς ἀρετῆς: «Διὰ τί, οὖν μὴ Ἅγιος ἀνταπάντησε: «Ἂν δι’ ἀρετῶν καταλιμπάνομεν ἤλθατε, ὣς ἐδῶ, γιὰ νὰ συ­ (ὑλικὰ ἀγαθά) ἵνα καὶ βασι­ ναντήσετε κάποιον τρελλό, λείαν κληρονομήσωμεν; Διὰ μάταια κοπιάσατε⋅ ἂν μὲ θε­ τοῦτο μηδὲ τοῦ κτᾶσθαι τῆς ωρεῖτε συνετὸ γιατί δὲν ἀκο­ ἡμῶν ἐπιθυμίας λαμβανέτω» λουθεῖτε τὸ δικό μου παρά­ μιὰ ποὺ ἡ ἀπόκτησή τους δειγμα; Ἃν ἐγὼ ἐρχόμουν νὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ, θὰ τὸ ἔκανα, δὲν ἀποφέρει κανένα κέρδος, ἀφοῦ αὐτὰ «μηδὲ αἴρο­ γιὰ νὰ σᾶς μοιάσω, ἀφοῦ ξέ­ μεν μεθ’ ἑαυτῶν». Ἡ ἀρετὴ ρετε πὼς πρέπει νὰ μιμούμα­ στε τὸ καλό. Ἔτσι, λοιπόν, κι ἀποτελεῖ καὶ εἶναι ἴδιον τῆς ἀνθρώπινης φύσης. ἐσεῖς κάνετε αὐτὸ ποὺ εἶμαι Ὅταν τὸ ἔτος 311-312 ἐγώ, γίνετε Χριστιανοί». ἦρθε, στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ Σὲ κάποιους ἄλλους, νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς ἀγωνιπού, κι ἐκεῖνοι τὸν συνάντηζομένους, στὸ δικαστήριο, σαν καὶ ἤθελαν, γιὰ τὸν ἴδιο τὸ ἔκανε αὐτό, μὲ παρρησία λόγο μὲ τοὺς φιλοσόφους, καί, μάλιστα, τοὺς συνόδευε, νὰ τὸν χλευάσουν, ὑπέβαλε μέχρι τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίτὴν ἐρώτηση: Ποιό ἀπὸ τὰ ου καὶ παρέμενε ἐκεῖ, μέχρι δύο προηγεῖται, ὁ νοῦς ἢ τὰ γράμματα; Ὁ νοῦς ὀφείλεται νὰ ξεψυχήσουν. Ὅταν ἐπέστὰ γράμματα ἢ τὰ γράμμαστρεψε, στὴ μετάνοιά του τα στὸ νοῦ; Ἡ ἀπάντηση ποὺ καὶ πάλι, τὸν ἐπισκέφθηκαν ἔλαβε ἦταν ὅτι ὁ νοῦς προπολλοὶ μοναχοὶ πάσχοντες⋅ ηγεῖται. Καὶ ἡ ἀποστομωτικὴ στοὺς μοναχοὺς ἐπαναλάμβανε συνεχῶς νὰ πιστεύουν ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου: Ἄρα, καὶ νὰ ἀγαποῦν τὸν Θεό, νὰ ὅποιος ἔχει γερὸ μυαλό, δὲν ἀπομακρύνουν τοὺς βρώμιχρειάζεται γράμματα. Ἅγιος Ἀντώνιος κους λογισμούς, ἀπὸ τὴ σκέΣὲ κάποιους νεοπλατωψη τους καὶ νὰ ἀντιστέκονται, νικούς, ποὺ κορόιδευαν τὴ στὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Νὰ μὴν εἶναι κενόδοξοι, νὰ μελέτη τοῦ κηρύγματος τοῦ σταυροῦ, ὁ Ἅγιος, ἐκτὸς τῶν προσεύχονται, συνεχῶς, νὰ ψάλλουν, πρὶν καὶ μετὰ τὸν ἄλλων, ἀπάντησε: «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ ἀπο­ ὕπνο, νὰ ἀποστηθίζουν τὰ παραγγέλματα τῶν Γραφῶν, δείξεις φιλοσοφικές, στηριζόμαστε στὴ δύναμη τῆς πίστης. νὰ ἐνθυμοῦνται τὶς πράξεις τῶν ἁγίων καὶ νὰ ἠχεῖ, πάντα, Δοκιμάστε νὰ θεραπεύσετε αὐτοὺς τοὺς δαιμονισμένους, στ’ αὐτιά τους τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἑαυτοὺς ἀνα­ πού, μόλις πρὶν λίγο μοῦ ἔχουν φέρει ἐδῶ, μὲ ὅποιο μέσο κρίνετε καὶ ἑαυτοὺς δοκιμάζετε» (Β΄ Κορ. 13, 5). Ἰδιαίτερα, σᾶς ἐπιτρέπει ἡ θρησκεία σας. Ἐπικαλεσθεῖτε τὴ δύναμη τῶν συνιστοῦσε τὸν καθημερινὸ ἀπολογισμὸ τῶν πράξεων εἰδώλων σας». Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ εἶδε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν καθ’ ἕνα, «… ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ τὰ κρυπτὰ δὲν εἶχαν, πράγματι, ἐμπιστοσύνη στὰ εἴδωλά τους, σχημάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πάνω στοὺς ἐρευνῶν» (Α΄ Κορ. 4, 5, Ρωμ. 2, 16). Συχνά, τὸν ἐπισκέπτονταν ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους, μὲ ἀρρώστους καὶ προσευχήθηκε, στὸν Κύριο. Ἀμέσως, οἱ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευε καί, πάντοτε, εὐχαρι- ἄνθρωποι θεραπεύτηκαν κι ἔφυγαν, εὐχαριστώντας τὸν στοῦσε τὸν Κύριο, παρακαλώντας τοὺς θεραπευμένους Θεό. Δὲν σταμάτησε, ὅμως, ἐδῶ. Ἤθελε, μὲ τὴ μαιευτική, νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, γιατὶ ἡ θεραπεία προῆλθε ἀπὸ τὸν κατὰ κάποιον τρόπο μέθοδο, νὰ τοὺς κάνει νὰ παραδεΘεό. χτοῦν ὅτι ἡ σοφία τους ἦταν ἀπόρροια λογικῶν συνδυ-

28


Ἐμεῖς οἱ «ἐγκόσμιοι»παράγοντες χριστιανοὶ Εἶναι οἱ ἐμβληματικοὶ τοῦ θὰ κυρίαρχου σήμερα «πολιτισμοῦ» πρέπει νὰ δώσουμε ἰδιαίτερη τῶν μὴ-κυβερνητικῶν ὀργανώσεων, σημασία στὸμὲγεγονὸς ὅτι ἡ ἔρημος, κάργα κυβερνητικὲς ὡς βασικὸς καὶχρηματοδοτήσεις, ἀνεπανάληπτος, κι ἄλλων τέτοιων φαιδρῶν, ἱστορικά, σταθμὸςνὰτοῦ λυτρωτικοῦ ποὺ ἀγνωνιοῦν ἐξασφαλίσουν ἔργου τοῦ Κυρίου, τὴ συνέχειά τους, μέσῳ τῆς δικής μας ἀ-συνέχειας κατέχει πρωτεύουσα θέση.. ασμῶν, ἐνῷ ἡ ἐξακρίβωση τῆς ἀλήθειας μπορεῖ νὰ γίνει τὸν πλησίον του. Χάνει τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ μὲ ἀρχικὴ παραδοχή. Στὴν ἐρώτησή του, ἂν προηγεῖται ἡ τὸν ἄνθρωπο πού, χωρὶς αὐτήν, ὁ κόσμος εἶναι μία ἀπέπίστη ἢ ἡ ἀπόδειξη, ἀπάντησαν πὼς ἡ ἀκριβὴς γνώση τῆς ραντη μοναξιά. Αὐτὸ τὸ χάσμα, ἀνάμεσα στὸ ἐγὼ καὶ ἀλήθειας ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀποδοχή. Καὶ κατέληξε: στὸν κόσμο, εἶναι δυνατὸν νὰ γεφυρωθεῖ ἂν ὑπάρξει τὸ «Ἡ πίστη ἔχει πηγή της τὰ βιώματα τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἡ λογικὴ κατάλληλο ὑποστήλωμα, πάνω στὸ ὁποῖο θὰ θεμελιωθεῖ ἀπόδειξη εἶναι μία, καθαρά, τεχνικὴ μέθοδος». ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας ἀτόμου-κόσμου. Κάποτε, ἀφοῦ ἡ φήμη του εἶχε ἐξαπλωθεῖ, παντοῦ, Τὸν ρόλο αὐτοῦ τοῦ ὑποστηλώματος καλύπτουν οἱ ὁ αὐτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος καὶ οἱ δύο του γιοί, ἐρημίτες, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι, μέσα στὴν ἀσκητικὴ ἔρημο, καταπολεμοῦν τὰ πάθη Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, τοῦ ἔστειλαν ἐπιστολές, τὸν τους καί, μὲ τὴν συνεχὴ ἄσκηἀποκαλοῦσαν πατέρα καὶ ζηση καὶ προσευχή, προσεγγίτοῦσαν τὴν εὐλογία του. Οἱ ζουν τὸν Θεό, βοηθώντας τὸν ἄλλοι μοναχοὶ θαύμαζαν, γιὰ ἄνθρωπο, μὲ μεγάλη, πάντοτὶς ἐπιστολὲς τοῦ αὐτοκράτοτε, κατανόηση καὶ ἐπιείκεια, ρα, κι ἐκεῖνος, ταπεινά, τοὺς νὰ ξαναβρεῖ τὴν ἀγάπη γιὰ ἔλεγε: «Νὰ μὴν θαυμάζετε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἀγάπη γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ βασιλιᾶ, μιὰ τὴ ζωή, δηλαδὴ νὰ προσεγγίποὺ κι ἐκεῖνος εἶναι ἄνθρω­ σουν κι αὐτοὶ τὸν Θεό, ἀφοῦ: πος⋅ νὰ θαυμάζετε μᾶλλον γιὰ «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι», βγαίνοτὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἔγραψε ντας, ἔτσι, ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια στοὺς ἀνθρώπους τὸν νόμο τοῦ ἐγώ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τὸ ἄτομο γίνεται ἱκανὸ νὰ ἐλακαὶ μᾶς μίλησε, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ του». χιστοποιήσει, νὰ μειώσει ἢ καὶ Μόνον, λοιπόν, στὴν νὰ ἐξαφανίσει τοὺς ἐξαναγκασμούς, οἱ ὁποῖοι τὸ καταδικάἔρημο, μὲ τὸ πολυδύναζουν σὲ διάσταση βούλησης μο νόημά της – δηλαδὴ τὸ καὶ πράξης. Ἂν ἡ διάσταση πνευματικὸ καὶ κοινωνικό της περιεχόμενο –, εἶναι δυαὐτὴ προσδίδει τραγικότητα νατὸν στὸν ἐρημίτη νὰ ἀποστὸν ἄνθρωπο, τότε ἡ ταύτιμακρύνει τὴ σκέψη του ἀπὸ ση ἀποτελεῖ, ἢ τουλάχιστον, τὸν πλαστό, τὸν εἰκόνικο καὶ πρέπει νὰ ἀποτελεῖ ὁριακὸ ἀπατηλὸ ἑαυτό του ὥστε νὰ σημεῖο ἰσορροπίας καὶ εὐτυμπορέσει νὰ σκάψει βαθιά, χίας γι’ αὐτόν. Τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο ἀκομέσα του, νὰ συναντήσει λούθησε μία ἀτελείωτη σειρὰ τὸ ἀκάθαρτο βάθος του. ἀπὸ μεγάλους ἀσκητές, ποὺ «Ἔνδον σκάπτε», δίδασκαν οἱ Στωικοί, ἀναγνωρίζοντας μὲ τὴ διδασκαλία τους, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἐνδοσκόπηση ἀποτεκαὶ μὲ τὸ ζωντανό τους παράἍγιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης, Ἱ. Ν. Παναγίας τοῦ Ἄρακος, Κύπρος δειγμα, ὁδήγησαν πολλοὺς λεῖ σπουδαία ἀρετή. Ὅμως, ἀνθρώπους στὴν ὁδὸ τῆς γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἀσκητής, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος, νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀντικρίσει σωτηρίας. Μέσα στὰ περιορισμένα πλαίσια τῆς μελέτης τὸν ἑαυτό του, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, πρέπει νὰ ἀπαλ- αὐτῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς συμπεριλάβουμε ὅλους. λαγεῖ ἀπὸ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴ φροντίδα, γιὰ Ἀρκούμαστε, λοιπόν, στὴν ἀναφορὰ σὲ κάποιους ἀπὸ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὑποκινούμενος ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἔδρασαν στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνέτὴν ἀπληστία. Κι αὐτὴ ἡ ἀπληστία τὸν ἐξωθεῖ συνεχῶς, πτυξαν ἱεραποστολικὴ δράση: Ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς πρὸς τὴν αὐτοκαταστροφή του. Ἡ ἀγχώδης βιασύνη, τὸ (†399), ἀσκητὴς καὶ λόγιος, ὁ Θέων, ὁ ἀββᾶς Ἀμοῦν, ὁ ἄγχος ποὺ βιάζει τὴ ζωή, συμβάλλει στὴν ἀποστέρηση μάρτυρας ἀββᾶς Κύρος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ποὺ μὲ τὸ «ζῶν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς βαθύτερες ἀνθρώπινες ἰδιότητές ὕδωρ» ξεδίψασαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι του, ἀπὸ τὴ σκέψη καί, κυρίως, ἀπὸ τὸν Θεό. κατέφευγαν σ’ αὐτούς, ζητώντας στήριξη καὶ ἐνθάρρυνΜέσα στὴ μοναξιά του, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται, ἀναπό- ση, ἀπὸ τὴν ἄγνοια, ὑπερασπίστηκαν τὴν ἁγία πίστη τοῦ φευκτα, σὲ σύγκρουση, συνειδητοποιώντας τὸν ἀποκλει- Χριστοῦ. g σμό του, ἀπέναντι σ’ αὐτὸν τὸν πολύμορφο καὶ πολυδιάστατο κόσμο. Χάνει τὸν ἑαυτό του, χάνει τὸν ἄνθρωπο,

29


Μνήμη Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου Τοῦ Μοναχοῦ Μωυσῆ Ἁγιορείτου

ἐπονομαζόμενος καθηγητὴς τῆς ἐρήμου Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 251 στὴν κωμόπολη Κομὰ τῆς Αἰγύπτου, πλησίον τῆς ἀρχαίας Μέμφιδος. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἀρκετὰ εὔποροι κι εὐσεβεῖς. Ἔμεινε ὅμως ἀγράμματος, γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ δὲν ὑπῆρχε κανένα σχολεῖο. Κατάφερε ὅμως προσπαθώντας, ἀγωνιζόμενος καὶ φωτιζόμενος, νὰ μάθει ὅλη σχεδὸν τὴν Ἁγία Γραφὴ

Φωτογραφία Γιώργου Ἀνανιάδη, Μοναχός

ἀπέξω, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος. Μιλοῦσε μόνο τὴν τοπικὴ κοπτικὴ διάλεκτο. Εἶχε ἀπέραντη μνήμη. Νέος κήδεψε τοὺς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὸν θάνατό τους μοίρασε τὴ μεγάλη κτηματική του περιουσία, ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν τριακόσια περίπου χωράφια, στοὺς φτωχούς. Στὴ συνέχεια πῆγε τὴν ἀδελφή του σὲ γυναικεῖο κοινόβιο νὰ μονάσει. Ἐλεύθερος ἀπ’ ὅλα βάδισε καὶ ὁ ἴδιος πρὸς τὸν μοναχισμό. Στὴν ἀρχὴ δούλεψε σκληρὰ ὡς ἐργάτης. Κατόπιν πῆγε καὶ κλείστηκε σ’ ἕναν τάφο. Ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο. Ἐπὶ μία εἰκοσαετία ἀσκήθηκε ὑπεράνθρωπα σ’ ἕνα τόπο ἄγριο, σκληρὸ καὶ ἐντελῶς ἀπαραμύθητο, με-

30

ταξὺ τοῦ ποταμοῦ Νείλου καὶ τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας. Ἡ μόνη του ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἦταν δυὸ φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ λάβει λίγα τρόφιμα ἀναγκαῖα. Ἀργότερα τὸν πλησίασαν πολλοὶ ἀσκητές, ἀναχωρητές, θαυμαστές του καὶ κατοίκησαν πλησίον του σὲ μικρὰ πενιχρὰ οἰκήματα καὶ σχημάτισαν τὴν πρώτη λαύρα. Ἡ μεγάλη του ἄσκηση καὶ τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων του τὸν ἔκαναν πολυσέβαστο. Δυὸ φορὲς μόνο κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τὴν πρώτη, τὸ 311, γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς μάρτυρες τῆς πίστεως. Τὴ δεύτερη, τὸ 335, γιὰ νὰ στιγματίσει τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ, τὴν ὁποία ὀνόμαζε «πρόδρομο τοῦ ἀντιχρίστου». Ὅταν οἱ πατέρες τῆς λαύρας αὐξήθηκαν ἀναγκάσθηκε ν’ ἀναχωρήσει στὴ βαθύτερη ἔρημο τῆς Θηβαΐδος, γιὰ νὰ ζήσει ἕνα ὑπέροχο, ἀπερίσπαστο καὶ ἀμέριμνο βίο. Ἔζησε συνολικὰ 85 ἔτη ὡς ἐρημίτης. Στὶς 17.1.355 παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Πλάστη του ὁ γενναῖος, ἐπίμονος, ἡρωικὸς καὶ θαρρετὸς αὐτὸς ἀθλητής. Πλησίον του εἶχε τοὺς μαθητές του Ἰσαὰκ καὶ Πηλούσιο. Ἔχοντας φωτεινὸ καὶ καθαρὸ νοῦ τοὺς λέει: «Ἐγὼ μέν, τέκνα, ὁρῶ ἐμαυτὸν κα­ λούμενον ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ὑμεῖς νήφετε… Μὴ φοβηθῆτε τοὺς δαίμονας, τέκνα, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν Χριστὸν ἀεὶ ἀνα­ πνέετε…». Ὅλη του ἡ περιουσία ἦταν τρία ροῦχα. Τὸ ἕνα τὸ ἔδωσε στὸν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, τὸν φίλο του καὶ ἄριστο βιογράφο του. Τὸ ἄλλο στὸν ἐπίσης ἀγαπητὸ φίλο του ἀσκητή-ἐπίσκοπο Σεραπίωνα. Τὸ τρίτο στοὺς ὑποτακτικούς του Ἰσαὰκ καὶ Πηλούσιο. Πρὶν ἐκπνεύσει εἶπε: «Καὶ σώζεσθε τέκνα, ὁ γὰρ Ἀντώνιος μεταβαίνει καὶ οὐκέτι μεθ’ ὑμῶν ἐστι…». Ὁ ἀγράμματος ἀσκητὴς σαγήνευε μὲ τὸν χαριτωμένο λόγο του καὶ τοὺς πιὸ γραμματισμένους. Ἦταν θεοφώτιστος, θεοχαρίτωτος καὶ πάντοτε θεοκίνητος. Εἶχε λόγο γλαφυρό, περίφημο, διακριτικό, νηφάλιο, ἁπλό, σαφή, πειστικό, ἀφοπλιστικὸ καὶ ἐμπνευσμένο. Ἀσυμβίβαστος μὲ ὅ,τι ἀντιευαγγελικὸ κι ἀντιμοναχικὸ σὲ ὅλη τὴ ζώη του. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς του ἦταν ὅτι ἦταν ταπεινός. Παρὰ τὸ ὅτι τὸν θαύμαζαν ὑπερβολικὰ οἱ πάντες, ἀκόμη καὶ ἄρχοντες πολιτικοὶ κι ἐκκλησιαστικοί, διατηροῦσε μόνιμα τὴν ἀσκητικότητα, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν καθαρὴ ταπεινότητα. Ὑπῆρξε πρότυπο, κανόνας καὶ ὑπόδειγμα τῆς ἀκραιφνοῦς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἡ ἀδιάκοπη μόνωση, οἱ συνεχεῖς νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές, ἡ ἐπιμελὴς παθοκτονία, ἡ ὑπομονετικὴ ἀρετοσυγκομιδή, τὸν ἔκαναν ἱκανὸ νὰ λάβει οὐράνια χαρίσματα καὶ νὰ ἔχει τὸν τίτλο τοῦ πρώτου χριστιανοῦ μοναχοῦ, τοῦ πρώτου ὁσίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν καλύβη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τῆς αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδος ξεκινᾶ τὸ θεάρεστο ρεῦμα τοῦ μοναχισμοῦ, ποὺ


Ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἡ ἀδιάκοπη μόνωση, οἱ συνεχεῖς νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές, ἡ ἐπιμελὴς παθοκτονία, ἡ ὑπομονετικὴ ἀρετοσυγκομιδή, τὸν ἔκαναν ἱκανὸ νὰ ἔχει τὸν τίτλο τοῦ πρώτου χριστιανοῦ μοναχοῦ, τοῦ πρώτου ὁσίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. σύντομα ἐξαπλώνεται στὸ Σινά, τὴν Ἀντιόχεια, τὴ Συρία, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Κύπρο, τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Ἑλλάδα, τὰ Βαλκάνια, τὸν Βορρὰ καὶ τὴ Δύση. Σύγχρονοι τοῦ Ἀντωνίου ὑπῆρξαν ὁ Παχώμιος, ὁ Ἀμμοῦν, ὁ Μακάριος, ὁ Νεῖλος, ὁ Παῦλος καὶ ἄλλοι. Ὅμως ὁ Ἀντώνιος τοὺς ξεπέρασε ὅλους, ἔγινε ὁ διαπρεπέστερος. Θὰ μπορούσαμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἀντωνιακὸ μοναχισμό. Ὁ Ἀντώνιος ἀγάπησε ὑπέρμετρα τὸν Θεό. Ὁ μοναχὸς φεύγει στὴν ἔρημο ἀπὸ μεγάλη ἀγάπη στὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσει ἀμέριμνα, ἀπερίσπαστα, ὁλοσχερῶς. Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀγάπη του ἐξακτινώνεται καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφούς του μὲ διάφορους τρόπους. Κυρίως ὅμως διὰ τῆς προσευχῆς. Ὁ μοναχισμὸς τοῦ Ἀντωνίου διῆλθε μέχρι σήμερα διάφορες τροπές. Μπορεῖ ὁ πυρήνας του νὰ παραμένει ὁ αὐτός, ἀλλὰ ἡ ἐξωτερική του δομὴ διαμορφώθηκε μὲ διάφορους κατὰ καιροὺς τρόπους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἁγιοτρόφος μοναχισμός μας παρεξηγήθηκε τρομερά, ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τὸ περίμενες. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες ποὺ βλέπουν ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μόνο ὡς ἄψογους κοινωνικοὺς ἐργάτες ποὺ ἀποδίδουν ἔργα κοινωνικῆς προνοίας, βοηθείας καὶ φιλανθρωπίας. Δὲν θ’ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ γνωστοὺς μοναχομάχους, οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζουν κι ἐπιμένουν σὲ θέσεις ἀντιευαγγελικές, ἀντιστόρητες καὶ ἀναληθεῖς. Δὲν θὰ παινέσουμε τὸ σκαρί μας οὔτε θ’ αὐτολιβανιστοῦμε. Ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ μὴ λυπηθοῦμε, πονέσουμε, προβληματιστοῦμε καὶ σκανδαλιστοῦμε ὅταν ὑψηλοὶ πνευματικοὶ πατέρες ζητοῦν περικοπὴ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἱερῶν μονῶν καὶ μεταγλώττιση τῶν ἱερῶν κειμένων καὶ γνωστοὶ πρωτοσύγκελλοι ἀναφέρονται ὑποτιμητικῶς σὲ κορυφαίους Γέροντες ποὺ βοήθησαν πολλοὺς πολύ… Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος εἰκοσάχρονος ἄκουσε στὸν ἱερὸ ναὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στὸν πλούσιο νέο: «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄, 21). Τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου τὸν ἔκανε ἀμέσως πράξη δίχως κανένα δισταγμό. Ὅταν, μετὰ ἀπὸ λίγο, ἄκουσε πάλι: «Μὴ μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον⋅ ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς» (Ματθ. στ΄, 34) μοίρασε καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ὑπάρχοντά του. Συνδύασε τὴν ἐλευθεροποιὸ ἀκτημοσύνη μὲ τὴ θεοποιὸ ἐλεημοσύνη. Μὲ τῶν «δακρύων του τὰς ροάς» γεώργησε «τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον». Μὲ τὰ θερμά, γλυκά, ἄκοπα, καρδιακὰ δάκρυα, κατὰ τὸν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, καθαρίσθηκε, ἀλλὰ καὶ εὐλογήθηκε, γιατὶ πολλὰ τῶν δακρύων του χύθηκαν χάρη τῶν ἀγαπητῶν ἀδελφῶν του. Οἱ δεήσεις καὶ οἱ ἀγρυπνίες του δὲν ἦταν ἰδιωτικὲς καὶ ἀτομικές, ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸν πάσχοντα κόσμο. Ὁ μοναχισμὸς ποὺ ἵδρυσε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος πρὶν 1655 ἔτη διατηρεῖται ὡς ἱερὸς θεσμός, ὡς εὐαγγελικὴ

ὁδός, ὡς ἁγιοτρόφος ἀνάβαση. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἀναγκαῖος καὶ σήμερα καὶ πάντοτε. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα, παρὰ τὴν πολεμικὴ ποὺ δέχεται, διατηρεῖται ἀνθηρός. Πάντως ὅποτε ὁ μοναχισμὸς ἦταν ἀκμαῖος εἶχε καὶ ἡ Ἐκκλησία αἴγλη. Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἀναπτύχθηκε ποτὲ δίπλα στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ πάντοτε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐμποδίσει καὶ περιορίσει. Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς τίμιων ἀνθρώπων ποὺ ζητοῦν τὴν πλήρη ἀφιέρωση. Τὸ νὰ πολεμοῦν σήμερα ἀρχιερεῖς τὸν μοναχισμό μας εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν ποὺ δύσκολα ἐξηγεῖται…

Φωτογραφία Γκίντερ Στόκινγκερ, Ἅγιον Ὄρος

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου, ἂς ἀναπαύεται μακάρια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ μοναχισμὸς ποὺ μᾶς ἄφησε ἱκανοποιεῖ μέχρι σήμερα μεγάλα πνεύματα. Ἀποτελεῖ δροσοβόλο πνευματικὴ ὄαση, στὴ σημερινὴ βαβυλώνια κάμινο, στὴν ἐρημία τῶν πόλεων. Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου φωτίζει καὶ παραμυθεῖ. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος λέγει: «Ὁ τῇ ἀληθείᾳ λογικὸς ἄνθρωπος, μίαν ἔχει σπουδήν, τὸ πείθεσθαι καὶ ἀρέσκειν τῷ Θεῷ τῶν ὅλων». Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιε πρέσβευε πάντοτε ὑπὲρ πάg ντων ἡμῶν.

31


Ἡ ἀσκητικὴ ζωή Τοῦ Παύλου Εὐδοκίμωφ

ἀσκητισμὸς ἀρνητικά, καὶ ἅμα τὸν ἰδοῦμε ἀπὸ χαμηλά, εἶναι «ἀόρατος πόλεμος», πόλεμος ἀδιάκοπος καὶ χωρὶς ἀνάπαυλα⋅ θετικά, καὶ ἅμα τὸν ἰδοῦμε ἀπὸ ψηλά, εἶναι φώτιση, πρόσκτηση δώρων, χαρισματισμός. Κατὰ τὸ ἐπιτυχημένο σχόλιο τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, οἱ μωρὲς παρθένες τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς (Μτθ. κε΄ 1-13) δὲν εἶχαν λίγες ἀρετές, ἀφοῦ, ἂν καὶ «μωρές», ἦταν, ὡστόσο, παρθένες, κενὲς ὅμως ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ τοῦτο καὶ ἡ προσευχὴ πρὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα δέεται: «Καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος» καὶ «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Ὁ ἀσκητὴς ἀρχίζει μὲ τὴν θέα τῆς ἰδικῆς του ἀνθρώπινης πραγματικότητας: «Γνῶθι σαυτόν», ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίση τὸν Θεό, ἂν δὲν γνωρίση πρῶτα τὸν ἑαυτό του1. «Ὁ αἰσθησθεὶς τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν κρείττω ἐστὶ τοῦ ἐγείροντος τοὺς νε­ κρούς» καὶ «ὁ ἀξιωθεὶς ἰδεῖν ἑαυτόν, αὐτὸς κρείττων ἐστὶ τοῦ ἀξιωθέντος ἰδεῖν τοὺς ἀγγέλους». Κατανοοῦμε πόσο πλατειὰ εἶναι μία τέτοια ὅραση, ἀφοῦ τὸ μεγαλύτερο παράδοξο τοῦ κακοῦ εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὅτι βυθίζει τὴν ὕπαρξη μέσα στὴν μὴ ὕπαρξη. Αὐτὸς ὁ φαντασματικός, ὁ ἀνυπαρκτικὸς χαρακτήρας τοῦ κακοῦ καθ’ ἑαυτὸ τονίζεται ἰδιαίτερα στὴν σκέψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης⋅ ὁ ἴδιος ὑπενθυμίζει καὶ τὴν παρασιτικὴ ὄψη τοῦ κακοῦ: τὰ πάθη φυτρώνουν σὰν «μυρμηκιαί», σὰν τερατώδη σαρκώματα πάνω στὸ ἀγαθὸ ὄν2. Ὁ ἄθεος ὑπαρξισμὸς σχηματίζει μ’ αὐτὰ μία φιλοσοφία τοῦ ἄτοπου: «Τὸ ὄν εἶναι χωρὶς λόγο, χωρὶς αἰτία, χωρὶς ἀναγκαιότητα3⋅ κάθε τὶ ποὺ ὑπάρ­ χει, γεννιέται χωρὶς λόγο, συνεχίζεται ἀπὸ ἀδυναμία, πε­ θαίνει ἀπὸ σύμπτωση»4. Ἀναγνωρίζομε ἐδῶ τὰ τρία φράγματα, ποὺ ἀφαίρεσε ὁ Χριστός, γιὰ τὰ ὁποῖα κάνει λόγο ὁ Νικόλαος Καβάσιλας: τὴν φυσικὴ ἐλαττωματικότητα, τὴν διεστραμμένη θέληση καί, τέλος, τὸν θάνατο. Χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν μένει παρὰ μία ἀνυπαρξικὴ ἐπανάσταση (Camus, Bataille) ἐναντίον στὴν ἀτοπία, ἐπανάσταση ἀνενεργή, ἀφοῦ στὸ

32

τέρμα τὴν περιμένει μόνον ἡ ἐκμηδένιση. Ἡ ἀγωνία μεταβάλλεται σὲ παραλήρημα «μιᾶς χαρᾶς μαρτυρικῆς» ποὺ ἐκδηλώνεται «μ’ ἕνα γέλιο ἄγριο κι ἀπάνθρωπο». Ἡ ἔσχατη βαθμίδα τῆς πτώσεως βρίσκεται στὴν μοναξιὰ

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας καὶ Προφήτης Ἠλίας

ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐνσυνείδητη ἄρνηση τῆς χάριτος: ἔτσι ὁρίζουν οἱ σύνοδοι τὸ θανάσιμο ἁμάρτημα. Ὁ κανὼν τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης (ποὺ ψάλλεται τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή καὶ ὁ κανὼν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία) εἶναι μία εἰσαγωγὴ στὴν τέλεια ἐπιστήμη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἕνα εἶδος ἀσκητικοῦ σκάφανδρου γιὰ νὰ κατέρχεται καὶ νὰ ἐξερευνᾶ τὰ κατοικημένα ἀπὸ τέρατα βάραθρά της. Ἔχοντας λάβει αὐτὸ τὸ «στιγμιότυπο» τῆς ἀβύσσου της ἡ ψυχή, τείνει πραγματικὰ πρὸς τὴν θεία εὐσπλαχνία


Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου του, ἐνῷ ἤδη ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ φῶς, εἶπε: «Ἀκόμη δὲν ἄρχισα καλὰ-καλὰ τὴν μετάνοια...» («ἀβύσσῳ πταισμάτων κυκλούμενος τὴν ἀνεξιχνίαστον τῆς εὐσπλαχνίας σου ἐπικαλοῦμαι ἄβυσσον»). Ἡ ἀνύψωση εἶναι βαθμιδωτή⋅ ἡ «Κλίμαξ παραδείσου» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου ἀναπτύσσει τὴν ἀναγωγικὴ κίνησή της βαθμίδα-βαθμίδα⋅ μόνη ἡ τελευταία ἀπὸ τὶς βαθμίδες αὐτὲς εἰκονίζει τὸν Ἔρωτα. Ἔτσι ἡ ἀσκητικὴ σοφία κατατοπίζει γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς ἐλαφρότητας κάθε ἐρωτικοῦ παιγνιδιοῦ⋅ ὁ ἀληθινὸς ἔρωτας ἔρχεται ὡς καρπὸς

ἐγωκεντρισμοῦ, ἐπειδὴ μεταφέρει τὸ κέντρο τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό⋅ παύει ὁ ἄνθρωπος νὰ θεωρῆ ὅτι τὸ σύμπαν περιστρέφεται γύρω ἀπ’ τὸ «ἐγώ» του καὶ βρίσκει ὁ ἴδιος θέση μέσ’ στὸν Θεό⋅ βρίσκεται ἔτσι ἀκριβῶς στὴν θέση του. Στὸν «ἀόρατο πόλεμο» τῆς ἀσκήσεως ἡ προσοχὴ στρέφεται πρὸς τὴν πνευματικὴ πηγὴ τοῦ κακοῦ. Βλέπομε μία μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ τὴν λατινικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς σαρκός, τὴν infirmitas carnis, καὶ τὴν ἀκόμη πιὸ ἀπόλυτη προτεσταντικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ χρεοκοπία τοῦ κτίσματος (creatura ex sese deficit). Ἡ ἁμαρτία ὅμως δὲν ἔρχεται ἀπὸ κάτω, ἀπὸ τὴν φύση⋅ συντελεῖται στὸ πνεῦμα καὶ μόνον ὕστερα ἐκδηλώνεται μέσα ἀπ’ τὸ ψυχικὸ καὶ τὸ σαρκικό. Ἔτσι ἡ ἄσκηση, διακριβώνοντας τὴν ἱεραρχικὴ δομὴ τῆς φύσεως, τείνει πρὸς τὴν δεσποτεία τοῦ πνευματικοῦ πάνω στὸ ὑλικό. Κάνει δυνατὴ μία ἀσκητικὴ ἐπανεγκατοίκηση τῆς ὕλης. Ἡ ὕλη, ὅπως καὶ τὰ πάθη, εἶναι καλὴ στὰ χέρια τῶν διδασκάλων τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἀκόμη καὶ ἡ «ἐπιθυμία», ὁ σαρκικὸς πόθος, ἅμα καθαρθῆ, μπορεῖ νὰ γίνη g θερμὸς πόθος τοῦ θείου.

1. Φιλοκαλία (ρωσ.), Ε΄ 1: Διδασκαλία περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. 2. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, Ρ.G. 46, 50 C. Λόγος πρὸς τοὺς πενθοῦντας, Ρ.G. 46, 529 Α. 3. J. P. SARTRE, L’ être et le néant, σ. 713. 4. J. P. SARTRE, La nausée, σ. 170. 5. Ἡ «μετάνοια», μεταμόρφωση καὶ ἀναγέννηση, δὲν εἶναι μία πράξη, ἀλλὰ μία ψυχικὴ κατάσταση καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει τέρμα. Ἡ ἀντίθετη κατάσταση εἶναι ἡ «ἀκηδία», ἡ ἀναισθησία τῆς Ἁγιογραφία τοῦ Ἀντώνη Φίκου γιὰ τὴν Πειραϊκὴ Ἐκκλησία «πετρωθείσης καρδίας». 6. Ὁ Ἀντώνιος ἔλεγε στενάζοντας: «Εἶδον πά­ τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας, τὴν ὁποία στεφανώνει καὶ σας τὰς παγίδας τοῦ ἐχθροῦ ἡπλωμένας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ στενάξας εἶπον. Τίς ἄρα παρέρχεται ταύτας; Καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι⋅ ἡ ταπεινο­ ἀποτελειώνει. Τὸ κλίμα μιᾶς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ βαθυνόμενης καὶ φροσύνη» (Ρ.G. 65, 77 Β). Ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι διόλου θρίαμβος τοῦ καλλιεργούμενης ταπεινώσεως περιβάλλει σ’ ὁλόκλη- μηδενὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ ἀκριβέστατο αἴσθημα τῆς ἀπορη τὴν διάρκειά της τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στάσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ποὺ τοποθετεῖ τὸν τελευταῖον ὁ Μέγας τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου του, ἐνῷ ἤδη ἀκτινο- ἀκριβῶς στὴν θέση του.

βολοῦσε ἀπὸ φῶς, εἶπε: «Ἀκόμη δὲν ἄρχισα καλὰ-καλὰ τὴν μετάνοια...»5. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ μόνη δύναμη6 ποὺ καταστρέφει ριζικὰ κάθε πνεῦμα μνησικακίας, ἀντεκδικήσεως καὶ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ὀρθοδοξία», ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου.

33


Μέθοδοι ἀναμαρτησίας Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

Μ

ιλώντας γιὰ μεθόδους ἀναμαρτησίας, ποὺ ἐπρότεινε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι πράγματι ὁ Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ φτάσει σὲ σημεῖο ποὺ δὲν θὰ ἁμαρτάνει καθόλου. Ἐνῷ δηλ. κλήθηκε ὁ πιστὸς γιὰ κάτι τέτοιο - «ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Χριστό, παύει ν’ ἁμαρ­ τάνει. Ὅποιος ἁμαρτάνει, αὐτὸς οὔτε εἶδε οὔτε γνώρισε ποτὲ τὸ Χριστό... Ὅποιος ἔχει γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι παιδί Του, παύει ν’ ἁμαρτάνει, γιατὶ ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν γέννησε, μένει μέσα του. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν γέννησε, δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίσει νὰ ἁμαρτάνει» (Α΄ Ἰω. 3, 6.9) - ἡ ἀμεσότητα τῆς ζωῆς τὸν κάνει νὰ διαπιστώνει τὴν πικρὴ πραγματικότητα: ἔστω καὶ μιὰ ὥρα νὰ εἶναι ἡ ζωή του στὸν κόσμο, θὰ ἁμαρτήσει. Καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ ἀπόλυτη ἀναμαρτησία ἀνήκει μόνο στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνος, ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὄχι μόνον δὲν ἁμάρτησε, ὅσο ἦταν στὴ ζωὴ αὐτή, ἀλλ’ οὔτε κἂν μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ἔστω καὶ ἐνισχυόμενοι ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ φτάσουμε μόνο σὲ σχετικὴ ἀναμαρτησία, ποὺ θὰ πεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι μιὰ πραγματικότητα σύμφυτη - μετὰ τὴν πτώση - μὲ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. «Ἃν ἰσχυριστοῦμε πὼς εἴμαστε ἀναμάρτη­ τοι, ἐξαπατοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν λέμε τὴν ἀλήθεια» (Α΄ Ἰω. 1, 8). Ἄλλωστε ἡ ἁμαρτία δὲν βιώνεται τὸ ἴδιο ἀπὸ ὅλους. Ἀλλιῶς τὴ βιώνει ὁ ἀρχάριος στὴν πίστη, κι ἀλλιῶς ὁ προχωρημένος. Τὸ βάθος τῆς ἁμαρτίας βαίνει συνήθως παράλληλα πρὸς τὸ βάθος τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναμαρτήτους: ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἡ μόνη διάκρισή της εἶναι σὲ μετανοημένους καὶ σὲ ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Κατὰ συνέπεια, οἱ προτάσεις-μέθοδοι ἀναμαρτησίας τοῦ ἁγίου

34

Ἀντωνίου κατανοοῦνται ὡς τρόποι γιὰ νὰ ἁμαρτάνουμε λιγότερο⋅ νὰ φτάσουμε στὴ σχετικὴ καὶ κατ’ ἄνθρωπον ἀναμαρτησία. «Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ συνείδησή μου δὲν μὲ ἐλέγχει γιὰ τίποτα, -λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος- ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει πὼς εἶμαι πραγματικὰ ἀθῶος. Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ κρίνει εἶναι μόνο ὁ Κύριος» (Α΄ Κορ. 4, 4). Πολλὲς μεθόδους προτείνει ὁ μεγάλος ὅσιος γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε. Κι εἶναι μέθοδοι ποὺ προτείνουν σχεδὸν ὅλοι οἱ ἅγιοί μας. Ἀπὸ τὶς πολλὲς αὐτὲς θὰ ἐπικεντρώσουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ τρεῖς, ποὺ πιστεύουμε, μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν κάθε πιστὸ στὸ δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς. α. Ἡ κάθε ἡμέρα: ἀρχὴ τῆς ἀσκήσεως Ὁ Ἀντώνιος ἦταν ἀπόλυτα προσγειωμένος στὴν πραγματικότητα. Ἤξερε ὅτι ὁ μόνος χρόνος ποὺ «ἔχει» στὰ χέρια του, εἶναι μόνο τὸ παρόν, τὸ σήμερα. Τὸ χθὲς ἔχει πιὰ παρέλθει. Εἴτε καλὸ εἴτε κακὸ γι’ αὐτόν, ἔχει πιὰ φύγει. Τὸ μέλλον εἶναι ἄδηλο καὶ ἄγνωστο. Τὸ γνωρίζει μόνον ὁ Θεός. Ἔτσι τὸ πεδίο ποὺ εἶχε ν’ ἀγωνισθεῖ ἦταν μόνον τὸ βάθος τῆς μιᾶς ἡμέρας, τῆς κάθε ἡμέρας, τῆς «σήμερον». «Τῶν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» κατὰ τὴ φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Φιλιπ. 3, 13-14). «Γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἀμελείας εἶναι καλὸ νὰ μελετᾶμε τὸ ρητὸ τοῦ Ἀποστόλου, τὸ «καθ’ ἡμέραν ἀποθνῄσκω». Διότι ἂν κι ἐμεῖς ζοῦμε ἔτσι, σὰν πεθαμένοι κάθε ἡμέρα, δὲν θὰ ἁμαρτάνουμε. Ἀκόμα ἂς συλλογιζόμαστε, ὅτι δὲν θὰ μείνουμε ζωντανοὶ ὣς τὸ βράδυ καὶ πάλι, ὅταν πρόκειται νὰ κοιμηθοῦμε, ἂς σκεφτώμαστε ὅτι δὲν θὰ σηκωθοῦμε, διότι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι φύσει ἄγνωστος καὶ ρυθμίζε­ ται κάθε ἡμέρα ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια. Ἃν ζοῦμε ἔτσι τὴν


Ἡ ἀναμαρτησία ποὺ εὔχεται ἡ Ἐκκλησία ἦταν καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως τοῦ ἁγίου. «Κάθε ἡμέρα φρόντιζε σὰν νὰ ἔκανε ἀρχὴ νὰ παρουσιάζη τὸν ἑαυτό του στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὅπως πρέπει, δηλαδὴ καθαρὸ στὴν καρδιὰ καὶ ἕτοιμο νὰ ὑπακούη στὸ δικό Του θέλημα». κάθε μας ἡμέρα καὶ ἂν συμπεριφερόμαστε ἀνάλογα, οὔτε θ’ ἁμαρτήσουμε, οὔτε θὰ ἐπιθυμήσουμε ὑλικὸ πράγμα, οὔτε θὰ ὀργισθοῦμε μὲ κανένα, οὔτε θὰ θησαυρίζουμε πάνω στὴ γῆ. Ἀλλὰ μὲ τὴν καθημερινὴ προσδοκία τοῦ θανάτου θὰ εἴμαστε ἀκτήμονες, θὰ συγχωρήσουμε τοὺς πάντες γιὰ ὅλα». Ἡ προοπτικὴ τῆς κάθε ἡμέρας ὡς τῆς μοναδικῆς τῆς ζωῆς του ἦταν σὲ συμφωνία μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «μὴ μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον⋅ ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς⋅ ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6, 34). Κι ἐπίσης ἐναρμονίζεται μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκείνη συνεχῶς εὔχεται νὰ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ παραμένουμε ἀναμάρτητοι μόνο «διὰ τὴν ἡμέραν ταύ­ την», «διὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην», «διὰ τὴν νύκτα ταύτην». Κι ἀκριβῶς ἡ ἀναμαρτησία ποὺ εὔχεται ἡ Ἐκκλησία ἦταν καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως τοῦ ἁγίου γιὰ τὴν κάθε ἡμέρα του. «Ἅγιος μόνο γιὰ σήμερα» - «σὰν νὰ κάνετε ἀρχὴ κάθε ἡμέ­ ρα», ἦταν τὸ σύνθημα τοῦ Ἀντωνίου. «Κάθε ἡμέρα φρόντιζε σὰν νὰ ἔκανε ἀρχὴ νὰ παρουσιάζη τὸν ἑαυτό του στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὅπως πρέπει, δηλ. καθαρὸ στὴν καρδιὰ καὶ ἕτοιμο νὰ ὑπακούη στὸ δικό Του θέλημα». Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι μιὰ τέτοια προοπτικὴ δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀνάπτυξης οὔτε ἐγωισμοῦ καὶ ὑπερηφάνειας ἀπὸ τυχὸν σώφρονα καὶ καλὴ ζωή, οὔτε ὅμως μελαγχολίας καὶ ἀπόγνωσης ἀπὸ τυχὸν παραστρατήματα. Τὸ παρελθόν, εἴπαμε, ἔχει πιὰ φύγει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁποιοδήποτε ἄγχος καὶ ὁποιαδήποτε καλλιέργεια φαντασίας καὶ ὀνειροπολήματος ἀφανίζεται. Ἡ μνήμη τοῦ ἐνδεχομένου θανάτου στὸ τέλος τῆς ἡμέρας λειτουργεῖ ὡς ἀνάχωμα γιὰ παρόμοιες ἐκτροπές. β. Ἡ καλλιέργεια τῶν καλῶν λογισμῶν Πέρα ἀπὸ τὴν πρώτη, ἡ πιὸ κύρια μέθοδος ἀναμαρτη-

σίας τοῦ ὁσίου ἦταν ἡ καλλιέργεια καλῶν λογισμῶν. Ἀπὸ τὸ τί λογισμοὺς καλλιεργεῖ κανεὶς στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ του ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Ὁ Ἀντώνιος, εὑρισκόμενος μέσα στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πίστευε ὅτι οἱ καλοὶ λογισμοὶ καὶ ἡ ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν εἶναι τὰ μόνα σύμφωνα πρὸς τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε γιὰ νὰ ζήσουμε μαζί Του, τηρώντας τὸ θέλημά Του καὶ καλλιεργώντας τὶς ἀρετές. Οἱ φαῦλοι λογισμοὶ καὶ οἱ πονηρὲς σκέψεις ἀποτελοῦν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πορεία. «Ἡ ἀρετὴ εἶναι φυ­ σικὴ κατάσταση... Τὸ νὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εὐθεία, αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ φυσική της νοερὰ κατάσταση, ὅπως δηλ. δημιουργήθηκε. Ὅταν ὅμως πάλι παρεκκλίνει καὶ διαστραφεῖ ‘τὸ κατὰ φύσιν’, τότε αὐτὴ ἡ κα­ τάσταση ὀνομάζεται κα­ κία τῆς ψυχῆς. Διότι ἂν μείνουμε ὅπως πλασθή­ καμε, εἴμαστε μέσα στὴν περιοχὴ τῆς ἀρετῆς. Ὅταν ὅμως σκεπτόμα­ στε τὰ φαῦλα πράγματα σὰν κακοί, ἀξίζει νὰ κρι­ θοῦμε... Ἐφ’ ὅσον εἶναι στὰ χέρια μας, ἂς φυλα­ χθοῦμε ἀπὸ τοὺς βρω­ μεροὺς λογισμοὺς καὶ ἂς φυλάξουμε τὴν ψυχή μας γιὰ τὸν Κύριο». Ἰδιαιτέρως εἶναι σημαντικὴ ἡ ἐπισήμανση τοῦ ὁσίου, ὅταν ἀντιμετωπίζει κανεὶς αὐξημένες δυσκολίες στὸν πνευματικὸ ἀγώνα: «νὰ νιώθουμε θαρραλέοι καὶ χαρούμε­ νοι, σὰν νὰ ἔχουμε ἤδη σωθῆ». Ὄχι μόνον δηλ. ἀπαιτεῖται νὰ καλλιεργεῖ κανεὶς καλοὺς λογισμούς, μὰ ἐξαιρέτως στὶς δυσκολίες, θὰ πρέπει νὰ παραστήσει μὲ εἰκονιστικὴ δύναμη ἐνώπιόν του τὴ διέξοδο, τὴν ὑπέρβαση καὶ τὴ λύση τῶν δυσκολιῶν. Μὲ ἄλλα λόγια, μιὰ δυσκολία καὶ ἕνα πρόβλημα θὰ ξεπεραστοῦν στὸ βαθμὸ ποὺ ἀπεγκλωβίσει κανεὶς τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοιά του ἀπὸ τὸ πρόβλημα καὶ τὰ προσανατολίσει στὴ λύση καὶ τὴ νίκη. «Νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν» κατὰ τὴ φράση τῆς Γραφῆς (Ρωμ. 12, 21). Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Ἀντωνίου περὶ τῆς καλλιέργειας τῶν καλῶν λογισμῶν δὲν εἶχε χαρακτήρα θεωρητικό. [...] Γιὰ πολλὰ χρόνια πήγαινε καὶ παρακολουθοῦσε ἀπὸ

35


«Τίποτα νὰ μὴν προτιμᾶτε στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό». Κι ἡ προτροπή του πάντα ἦταν ἡ ἴδια: «Χριστὸν πάντοτε ἀναπνέετε». κοντὰ φημισμένους ἀσκητὲς καὶ πατέρες.[...] «Ὑποτασσό­ ταν πραγματικὰ σὲ φημισμένους πατέρες. Πήγαινε νὰ τοὺς συναντήσει κι ἐφάρμοζε στὸν ἑαυτό του τοῦ καθενὸς τὸ προ­ τέρημα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Ἔβλεπε στὸν ἕνα τὸν εὐχάριστο χαρακτήρα, στὸν ἄλλον τὴν προθυμία στὴν προ­ σευχή, τοῦ ἑνὸς μελετοῦσε τὴν πραότητα, τοῦ ἄλλου τὰ φι­ λάνθρωπα αἰσθήματα. Αὐτὸν πρόσεχε ποὺ ἔμενε ἄγρυπνος ἢ τὸν πλαϊνό του ποὺ ἦταν δοσμένος στὴν σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων. Τὸν ἕνα ἐθαύμαζε γιὰ τὴν ὑπομονή του καὶ τὸν ἄλλον γιὰ τὶς νηστεῖες καὶ τὴν χα­ μαικοιτία. Τοῦ ἑνὸς παρατηροῦσε τὴν ἡμερότητα καὶ τοῦ ἄλλου τὴν μακροθυ­ μία. Ὅλων ὅμως μαζὶ σημείωνε τὸν ἔρωτά τους γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη». Ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ ἔβλεπε στοὺς πατέρες, πυράκτωσε καὶ τὴ δική του καθαρὴ ψυχή. Ὅ,τι σκεφτόταν, ὅ,τι ἔλεγε καὶ ἔκανε πήγαζε ἀπὸ τὴν ἀγάπη του αὐτή. Τὸ εἶχε ἄλλωστε ἐπισημάνει καὶ στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκεῖνος δὲν ἔγραφε πρὸς τοὺς Ρωμαίους ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;... Οὐδὲν ἡμᾶς δυνήσεται χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ» (πρβλ. Ρωμ. 8, 39). Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Ἀντώνιος εἶχε διαρκῶς τὰ βλέμματα καὶ τοὺς λογισμούς του στὴν ἀγάπη Ἐκείνου. «Δὲν μὲ τρομάζουν τὰ τραύματα ποὺ μοῦ κάνατε (οἱ δαίμονες). Καὶ ἂν μὲ γεμίσετε μὲ περισσότερα, «τίποτε δὲν θὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ». Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν πιὸ φυσιολογικὸ πράγμα γι’ αὐτὸν νὰ καταλήγει πάντα ὁποιοδήποτε λόγο του μὲ τὸν ἴδιο ἐπίλογο: «Τίπο­ τα νὰ μὴν προτιμᾶτε στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό». Κι ἡ προτροπή του πάντα ἦταν ἡ ἴδια: «Χριστὸν πάντοτε ἀναπνέετε».

36

γ. Καταγραφὴ καὶ ἀνακοίνωση πονηρῶν λογισμῶν Χρησιμοποιοῦσε καὶ δίδασκε ὁ Ἀντώνιος ὅμως καὶ μιὰ τρίτη μέθοδο ἀναμαρτησίας, πολὺ πρακτικὴ καὶ ἄμεση: τὴν καταγραφὴ καὶ ἀνακοίνωση τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε, ἔλεγε, νὰ εἶστε ἕτοιμοι νὰ γράφετε τοὺς λογισμούς σας σὲ χαρτί, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τοὺς δώσετε νὰ τοὺς διαβάσουν οἱ ἄλλοι συνάνθρωποί σας. Ἔτσι ποιός δὲν θὰ ντραπεῖ νὰ ἀφήσει πονηροὺς λογισμοὺς στὸ νοῦ του, ὅταν θὰ ξέρει ὅτι θὰ γίνουν σὲ ὅλους φανεροί; «Ἃς ὑπάρχη μάλι­ στα καὶ ἡ παρατήρηση αὐτή, ποὺ θὰ μᾶς ἀσφα­ λίζη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία: Ὁ καθένας μας ἂς σημει­ ώνη καὶ ἂς γράφη τὶς πράξεις καὶ τὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς του, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὶς γνω­ στοποιήση ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Καὶ πιστέψτε ὅτι, ἐπειδὴ θὰ ντρεπόμαστε νὰ μαθευτοῦν, θὰ πά­ ψουμε τὶς ἁμαρτίες καὶ δὲν θὰ θυμόμαστε κα­ νένα κακό...» (Βίος ἁγίου Ἀντωνί­ ου, σελ. 100). Πραγματικά, μένει κανεὶς ἔκθαμβος μπροστὰ στὴν ἐφευρετικότητα τῶν πατέρων μας, προκειμένου νὰ μὴν ἁμαρτάνουν. Τὰ πάντα ἐπινοοῦσαν, κάθε τι ἀνθρώπινο σκέφτονταν, γιὰ νὰ μείνουν πάνω στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ τὸ μυστικὸ τῆς ζωῆς τους ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἐπισημάναμε προηγουμένως καὶ γιὰ τὸν ὅσιο Ἀντώνιο: ὁ βαθὺς ἔρωτας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ g Χριστοῦ! Μορφὲς ὁσίων ἀπὸ χειρόγραφο Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μαθητεία σὲ σύγχρονους ἁγίους γέροντες», ἐκδ. Ἐπέκταση.


Ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης Τοῦ Σταύρου Ζουμπουλάκη

Π

αρέβαλον ἀδελφοὶ τῷ Ἀββᾷ Ἀντωνίῳ, καὶ λέγουσιν Ὅταν οἱ ἐργάτες τοῦ λόγου λείψουν, τότε ὁ λόγος γίνεται αὐτῷ· εἶπε ἡμῖν λόγον, πῶς σωθῶμεν; λέγει αὐτοῖς μάταιος καὶ αἴρεται τὸ χάρισμα. ὁ γέρων· ἠκούσατε τὴν γραφήν; καλῶς ὑμῖν ἔχει· οἱ Παρέβαλον ἀδελφοὶ πρὸς τὸν Ἀββᾶν Φήλικα ἔχοντες δὲ εἶπον· καὶ παρὰ σοῦ θέλομεν ἀκοῦσαι, πάτερ· εἶπε δὲ μεθ’ ἑαυτῶν κοσμικοὺς καὶ παρεκάλεσαν αὐτόν, ἵνα εἴπῃ αὐτοῖς ὁ γέρων· λέγει αὐτοῖς λόγον⋅ ὁ δὲ γέ­ τὸ Εὐαγγέλιον· Ἐὰν τίς ρων ἐσιώπα⋅ ἐπὶ πολὺ σε ραπίσῃ εἰς τὴν δε­ δὲ παρακαλούντων ξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς⋅ αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην· λόγον θέλετε ἀκοῦσαι; λέγουσιν αὐτῷ· οὐ δυ­ λέγουσιν αὐτῷ⋅ ναὶ νάμεθα τοῦτο ποιῆσαι· Ἀββᾶ⋅ εἶπεν οὖν ὁ γέ­ λέγει αὐτοῖς ὁ γέρων· ρων⋅ ἄρτι οὐκ ἔνι λόγος⋅ εἰ μὴ δύνασθε στρέ­ ὅτε ἠρώτων οἱ ἀδελφοὶ ψαι καὶ τὴν ἄλλην, κἂν τοὺς γέροντας καὶ ἐποί­ τὴν μίαν ὑπομείνατε· ουν ἃ ἔλεγον αὐτοῖς, λέγουσιν αὐτῷ· οὐδὲ ὁ Θεὸς ἐπεχορήγει τὸ τοῦτο δυνάμεθα· λέγει πῶς λαλῆσαι⋅ νῦν δέ, ὁ γέρων· εἰ οὐδὲ τοῦτο ἐπειδὴ ἐρωτῶσι μέν, δύνασθε, μὴ δότε ἀνθ’ οὐ ποιοῦσι δὲ ἃ ἀκού­ οὗ ἐλάβετε· καὶ εἶπον· ουσιν, ᾖρεν ὁ Θεὸς τὴν οὐδὲ τοῦτο δυνάμεθα· χάριν τοῦ λόγου ἀπὸ λέγει οὖν ὁ γέρων τῷ τῶν γερόντων καὶ οὐχ μαθητῇ αὐτοῦ· ποίησον εὑρίσκουσι τί λαλῆσαι αὐτοῖς μικρᾶν ἀθήραν· ἐπειδὴ οὐκ ἔστιν ὁ ἐργα­ ἀσθενοῦσι γάρ· καὶ λέ­ ζόμενος⋅ καὶ ἀκούσα­ γει αὐτοῖς· εἰ τοῦτο οὐ ντες οἱ ἀδελφοὶ ταῦτα, δύνασθε, κἀκεῖνο οὐ ἐστέναξαν λέγοντες⋅ θέλετε, τί ὑμῖν ποιήσω; εὖξαι ὑπὲρ ἡμῶν Ἀββᾶ. εὐχῶν χρεία. Φήλιξ Ἀντώνιος, ιη΄ Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος Ἡ σκηνὴ εἶναι τυἀρνεῖται νὰ πεῖ λόγο καὶ πική. Μοναχοὶ ἐπιπαραπέμπει στὴ Γραφή: Ἔργο τοῦ Γιώργου Δέρπαπα σκέπτονται γέροντα, ἠκούσατε τὴν γραφήν;. παραβάλλουσιν αὐτῷ, Ὄχι «ἀνέγνωτε» ἀλλὰ κατὰ τὴ συνήθη διατύπωση τοῦ Γεροντικοῦ, καὶ τοῦ ζη- ἠκούσατε. Ἀνάμεσα στοὺς χιλιάδες μοναχοὺς τῆς Νιτρίτοῦν νὰ τοὺς πεῖ «ρῆμα», λόγον. Σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ας, τῆς Σκήτης καὶ τῶν Κελλιῶν (σημειωτέον ὅτι τὴν ἀφήτοῦ μονήρους βίου, τῆς σιωπῆς καὶ τοῦ ἐργοχείρου, οἱ γηση τῆς ἱδρύσεως τῆς τρίτης αὐτῆς κοινότητας ἀπὸ τὸν ἄνθρωποι, ἀφενός, ζητοῦν λόγο καί, ἀφετέρου, ἐκεῖνο Ἀμμοῦν, τὴ διαβάζουμε ἐδῶ, Ἀντώνιος, λγ΄) λίγοι ἦταν ποὺ κατεξοχὴν διακρίνει τοὺς γέροντες, τοὺς πεπειραμέ- ἐκεῖνοι ποὺ θὰ εἶχαν δυὸ τρία βιβλία στὸ κελλί τους καί, νους δηλαδὴ πατέρες τῆς ἐρήμου, εἶναι ἀκριβῶς τὸ χά- ἂν εἶχαν, θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ ρισμα τοῦ λόγου. Οἱ ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, ἅγιοι τῆς αὐτά, γιατὶ ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι μείζων ὅλων τῶν βιβλίων, Ἐκκλησίας, δὲν κάνουν θαύματα, λένε μοναχὰ λόγο, καταπῶς συμβουλεύει ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ τῆς Φέρμης «λόγον ζωηρόν», λόγο γιὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ σωθοῦν οἱ (α΄). Τὴ Γραφὴ δὲν τὴ διάβαζαν –οἱ περισσότεροι ἄλλωστε ἄνθρωποι. Ὁ καρπὸς τῆς πείρας συμπυκνώνεται σὲ ἕνα ἦταν ἀγράμματοι–, τὴν ἄκουγαν κυρίως στὴ σύναξη τῆς λόγο. Ὁ λόγος ποὺ ζητιέται εἶναι πρακτικός: πές μας τί νὰ Κυριακῆς καί, ὅσοι μποροῦσαν, τὴν ἀπομνημόνευαν. Οἱ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε, εἶπε ἡμῖν λόγον πῶς σωθῶμεν. ἄνθρωποι τοῦ Γεροντικοῦ γενικῶς οὔτε διαβάζουν οὔτε Ἄλλες περιέργειες δὲν ἔχουν θέση στὴν ἔρημο. Ἀντιστοί- γράφουν, ἀκοῦνε καὶ μιλᾶνε ὅσο γίνεται λιγότερο. χως, ὁ λόγος χαρίζεται σὲ ὁρισμένους μοναχούς, ἐπειδὴ Τί εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο; Ἕνα πραὑπάρχουν κάποιοι ἄλλοι ἀποφασισμένοι νὰ τὸν πράξουν. κτικὸ βιβλίο, λόγος ποὺ σὲ καλεῖ, ἐσένα καὶ ὄχι κάποιον

37


Ὁ ἐρημίτης ὄντως ξέρει πολὺ καλὰ τί σημαίνει χριστιανισμός. Ξέρει δηλαδὴ ὅτι ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τοῦ χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι ἡ μαξιμαλιστικὴ στρατηγικὴ τοῦ «ἢ ὅλα ἢ τίποτε», ἀλλὰ ἡ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης, τῶν ἀναβαθμῶν, τῶν σταδίων. ἄλλο, νὰ τὸν ἐφαρμόσεις, νὰ τὸν τηρήσεις, καὶ ὄχι νὰ τὸν τῆς πνευματικῆς τους καταστάσεως, πρόσφορο νὰ τοὺς συζητήσεις ἢ νὰ τὸν ἑρμηνεύσεις. Κορυφαῖο παράδειγμα ὠφελήσει. Ἔρημος σημαίνει μονότροπος βίος, ὁμοιομορτέτοιας σχέσης μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος: Ὅταν φία, ταυτόχρονα ὅμως θὰ συναντήσει κανεὶς ἐδῶ καὶ μεἄκουσε στὴν ἐκκλησία «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, γάλη προσωπικὴ διαφοροποίηση. Κάθε μοναχὸς ἔχει τὴ πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοῖς...» (Μτ. 19, βιογραφία του καὶ τὸν χαρακτήρα του, κυρίως ὅμως ἔχει 21), δὲν θεώρησε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπευθυνόταν τὴν πνευματικὴ ἡλικία του καὶ τὶς δικές του πνευματικὲς στὸν πλούσιο νεανία ἀλλὰ ἀνάγκες. Σὲ αὐτὸ τὸ πραγματικὸ σὲ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο προσωἔδαφος τῆς προσωπικῆς διαπικά, οὔτε ἔκρινε ὅτι ἐννοεῖ φορᾶς, θεμελιώνεται ἡ πνευκάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ματικὴ καθοδήγηση τῶν διατόσο ἁπλὰ λέει. Τὸν πῆρε κριτικῶν γερόντων. Ὁ ἀββᾶς κατὰ γράμμα καὶ μοίρασε Ἀντώνιος ἐπιμένει στὸ Εὐαγτὰ πλούτη του. Καὶ ὅταν μία γέλιο: «Ἐάν τις σὲ ραπίσῃ εἰς ἄλλη Κυριακὴ ἄκουσε πάλι τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον τὸ Εὐαγγέλιο νὰ λέει «Μὴ αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην». Ξέρει οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔρι­ καλὰ ὁ ἐρημίτης τί σημαίνει ον» (Μτ. 6, 34), πῆρε ξανὰ χριστιανισμός, πηγαίνει κατευτὰ λόγια αὐτὰ τοῖς μετρηθείαν στὸν πυρήνα τῆς εὐαγτοῖς καί, ἀφοῦ χάρισε ὅσα γελικῆς διδασκαλίας: ἀγάπη λίγα εἶχε κρατήσει γιὰ χάρη γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ νὰ φτάνει τῆς ἀδελφῆς του, στὸ ἑξῆς μέχρι τὴν ἄρνηση τῆς ἴδιας «ἐσχόλαζε [...] προσέχων τῆς αὐτοσυντήρησής σου, ἑαυτῷ καὶ καρτερικῶς ἑαυτὸν τῆς ἐμμονῆς εἰς τὸ εἶναι, τοῦ ἄγων». Ἀξίζει νὰ τονίσουμε στερεότερου, δηλαδή, μονιγιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴ σημαμότερου καὶ καθολικότερου σία ποὺ ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γνωρίσματος τοῦ ἀνθρώπου. ἀπόφαση τοῦ ἁγίου ἈντωνίΝὰ ἀγαπᾶς τὸν φίλο σου ἢ ου νὰ γίνει μοναχὸς ἔχει τὴ τὸν πλησίον του, τοῦτο τὸ δίρίζα της στὸ Εὐαγγέλιο. Ἔχει δαξαν καὶ ἄλλες πνευματικὲς γίνει μεγάλη συζήτηση γιὰ τὶς παραδόσεις, νὰ ἀγαπᾶς ὅμως πηγὲς τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὶς τὸν ἐχθρό σου, αὐτὸ τὸ δίδαἐπιρροὲς ποὺ (ἀναμφισβήτηξε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Εὐαγτα) δέχτηκε κατὰ τὴ γένεσή γέλιο. Νὰ ἀγαπᾶς τὸν ἐχθρό της αὐτὴ ἡ μορφὴ χριστιασου μέχρι θανάτου, τοῦ δικοῦ νικῆς ζωῆς ἀπὸ ἄλλες ἐξωσου θανάτου, τοῦτο τὸ ἀνήχριστιανικὲς μορφές, δὲν θὰ κουστο εἶναι ὁ χριστιανισμός. μπορέσουμε ὡστόσο νὰ τὸν Ἐφαρμόστε, λοιπόν, αὐτὴ τὴν κατανοήσουμε, ἂν δὲν λάἐντολή, λέει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, βουμε σοβαρὰ ὑπόψη μας, καὶ θὰ σωθεῖτε. Ποιός μπορεῖ Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος προσευχόμενος δὲν λέω νὰ υἱοθετήσουμε ὅμως νὰ τὴν ἐφαρμόσει τούτη Εἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου ἄνευ ὅρων, καὶ τὴν δική του τὴν ἐντολή; Δὲν εἶναι, ἄρα, νὰ αὐτοερμηνεία, ὅτι δηλαδὴ ἀπορεῖ κανεὶς ποὺ οἱ μοναχοὶ ὁ μονότροπος βίος τῶν μοναχῶν ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἀπαντοῦν πὼς δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν. Ἡ ἀπορία βρίεὐαγγελικῆς μονοτροπίας, τοῦ «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρί­ σκεται ἀλλοῦ: γιατί ὁ διακριτικὸς γέρων προτείνει στοὺς οις δουλεύειν», ὅτι τὸ ἱδρυτικὸ δίλημμα τοῦ μοναχισμοῦ ἄπειρους, κατὰ τεκμήριο, μοναχοὺς ποὺ πῆγαν νὰ τὸν «ἢ Θεὸς ἢ κόσμος», ὅπου κόσμος σημαίνει ὅλα ὅσα δὲν συμβουλευτοῦν τοῦτο τὸ ἀκρότατο, τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ τὸ εἶναι Θεός, εἶναι ἕνα καθαυτὸ εὐαγγελικὸ δίλημμα. [...] τηρήσεις πρέπει νὰ ἔχεις φτάσει στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ Οἱ παραβαλόντες μοναχοὶ δὲν μένουν ἱκανοποιημένοι. Χριστοῦ; Μετὰ τὴ δήλωση ἀδυναμίας ἐκ μέρους τῶν μοἩ Γραφὴ καλῶς ἔχει γιὰ αὐτοὺς ὅσο καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ναχῶν, ὁ ἀββᾶς δὲν θὰ κλείσει τὴ συζήτηση, ἀλλὰ θὰ τὴν ἄλλους, αὐτὸ τὸ ξέρουν, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ θέλουν τώρα συνεχίσει, μετριάζοντας τὴν ἀρχικὴ ἀπολυτότητά του: εἰ εἶναι τὸν δικό του λόγο. Τί ἀκριβῶς θέλουν δηλαδή; Θέ- μὴ δύνασθε στρέψαι καὶ τὴν ἄλλην, κἂν τὴν μίαν ὑπομεί­ λουν, φαίνεται, τὸν λόγο τῆς διακρίσεώς του, ἤγουν ἕναν νατε. Νέα δήλωση ἀδυναμίας, νέος μετριασμός: μὴ δότε λόγο ποὺ θὰ ἀπευθύνεται εἰδικὰ σὲ αὐτούς, ἐν γνώσει ἀνθ’ οὗ ἐλάβετε. Ὁ ἐρημίτης ὄντως ξέρει πολὺ καλὰ τί

38


Οἱ ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ δὲν κάνουν θαύματα, λένε μοναχὰ λόγο, «λόγον ζωηρόν», λόγο γιὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὁ καρπὸς τῆς πείρας συμπυκνώνεται σὲ ἕνα λόγο. Ὁ λόγος ποὺ ζητιέται εἶναι πρακτικός: εἶπε ἡμῖν λόγον πῶς σωθῶμεν. σημαίνει χριστιανισμός. Ξέρει δηλαδὴ ὅτι ἡ πνευματικὴ κα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπαράβατο: νὰ μὴν κάνεις κακὸ σὲ στρατηγικὴ τοῦ χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι ἡ μαξιμαλιστικὴ ἄνθρωπο. Αὐτὸ σημαίνει τὸ μὴ δότε ἀνθ’ οὗ ἐλάβετε. Τὸ στρατηγικὴ τοῦ «ἢ ὅλα ἢ τίποτε», οὔτε ἡ ἰσοπεδωτικὴ νὰ βλάψεις τὸν ἄλλο δὲν συγχωρεῖται γιὰ κανένα ἀπολύτοῦ «τί λάχανα, τί μπρόκολα», οὔτε ἡ βολονταριστικὴ τως λόγο, τίποτε δὲν νομιμοποιεῖ μία τέτοια πράξη. Αὐτὸ τῆς ἐξ ἐφόδου καταλήψεως τῶν Χειμερινῶν Ἀνακτόρων εἶναι τὸ ὅριον ὃ οὐ παρελεύσεται, γιὰ ἕναν ποὺ θέλει νὰ τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἡ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης, τῶν ἀνα- εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. βαθμῶν, τῶν σταδίων. Ἂν θεωρεῖ κανεὶς ἀνοίκεια τὴν Ἂς θυμίσουμε ἐδῶ τὰ τέσσερα εἴδη ἀπαθείας, κατὰ τὸν ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή: ἐδῶ, θὰ τοῦ ὑπενθυμίσουμε Πρώτη γὰρ ἐστιν ἀπάθεια, ἡ ἐν παρόδῳ ὅτι τὸ Γεροντικὸ καὶ παντελὴς ἀποχὴ τῶν κατ’ ἐνέρ­ ὅλα τὰ μοναστικὰ κείμενα εἶναι γειαν κακῶν, ἐν τοῖς εἰσαγομέ­ μία ἀγωνιστικὴ γραμματεία, νοις θεωρουμένη· δευτέρα δέ, μιὰ γραμματεία μάχης, ἡ ὁποία ἡ παντελὴς κατὰ διάνοιαν περὶ βρίθει ὡς ἐκ τούτου πολεμικῶν τὴν τῶν κακῶν συγκατάθεσιν ὅρων. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ στραἀποβολὴ λογισμῶν, ἐν τοῖς μετὰ τηγικὴ ἀποδίδει σημασία καὶ λόγου τὴν ἀρετὴν μετιοῦσι γινο­ στὰ μικρότερα κατορθώματα μένη· τρίτη, ἡ κατ’ ἐπιθυμίαν περὶ (ὅσο μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἀποδίτὰ πάθη παντελὴς ἀκινησία, ἐν δει καμία σὲ μεγάλα, γιὰ λόγους τοῖς διὰ τῶν σχημάτων τοὺς λό­ ἀκριβῶς ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν γους νοητῶς θεωρουμένοις τῶν μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταὁρωμένων. Τετάρτη ἀπάθεια, ἡ ση καὶ πορεία τοῦ ἀνθρώπου) καὶ αὐτῆς τῆς ψιλῆς τῶν παθῶν καὶ ὁδηγεῖ, ἂν ὁδηγήσει, στὴν φαντασίας παντελὴς κάθαρσις, οἰκείωση τῶν ἀρετῶν, σὲ βάθος ἐν τοῖς διὰ γνώσεως καὶ θεωρί­ χρόνου, διὰ τῆς ἕξεως. ας καθαρὸν καὶ διειδὲς ἔσοπτρον Ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τοῦ Θεοῦ ποιησαμένοις τὸ ἡγε­ τῆς κλιμάκωσης, ἡ ὁποία ἀπομονικὸν συνισταμένη. τελεῖ στέρεη συνείδηση τῆς Τὸ κατ’ ἐνέργειαν κακό, Ἐκκλησίας καὶ ἔχει ἀποτυπωθεῖ ἡ ἐμπράγματη ἁμαρτία, εἶναι στὴ θεολογία της, στὴν ἠθικὴ προχριστιανικὴ κατάσταση. Ἡ διδασκαλία καί, κυρίως, στὴν ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὡς χριστιαπνευματικὴ καθοδήγησή της, νοῦ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγἔχει ξεκόψει («κόπτειν» εἶναι ἡ γέλιο: ἡ πλήρωσις τοῦ νόμου, λέξη τοῦ Γεροντικοῦ) μὲ τὴν κατ’ τὴν ὁποία κηρύττει ὁ Χριστός, ἐνέργειαν ἁμαρτία. Ἡ κλίμακα εἰσάγει αὐτομάτως καὶ ἀπὸ μόνη δηλαδὴ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς της τὴν ἔννοια τῶν σταδίων. Ὁ ἔχει ἕνα πρῶτο σκαλὶ -ἀρκετὰ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅτι «ὁ βλέ­ ἤδη δυσκατόρθωτο ὅσο καὶ πων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι ἐκεῖνο τὸ καβαφικό- καὶ αὐτὸ αὐτῆς ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν εἶναι ἡ παντελὴς ἀποχὴ ἀπὸ τὸ Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου Εἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Μτ. 5, 28) κατ’ ἐνέργειαν κακό. Τὸ κακὸ ὁρίζει τὸ τέρμα τῆς διαδρομῆς, τῶν κακῶν εἶναι νὰ βλάψεις ὁ ρεαλισμὸς ὅμως τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς θεωρεῖ ὅτι τὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ὁ ἀββᾶς δὲν μπορεῖ νὰ κατεβάσει πεβλέποντα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι καὶ μοιχεύσαντα τὸν χωρίζει ρισσότερο τὸν πνευματικὸ πῆχυ. μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν βλέποντα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι Ὁ Ἀντώνιος δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσθέσει, γιατὶ ἀλλὰ τελικῶς μὴ μοιχεύσαντα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλο περιθώριο συγκατάβασης. Στρέφεται ἡ ἐντολὴ «οὐ μοιχεύσεις» ἰσχύει στὸ ἀκέραιο. Ἀκόμη καὶ πρὸς τὸν μαθητή του καὶ τοῦ παραγγέλλει νὰ φτιάξει λίγη σὲ αὐτὸ τὸν χῶρο τῆς ἄκρας, καὶ πολλὲς φορὲς ἀκραί- σούπα γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες, γιατὶ εἶναι ἄρρωστοι – καλὴ ας, πνευματικῆς ἀπαιτητικότητας ποὺ εἶναι ὁ ἐρημητικὸς εὐκαιρία νὰ ἐκτιμήσουμε καὶ τὸ ἰδιότυπο χιοῦμορ τῶν γεμοναχισμὸς τοῦ Γεροντικοῦ, ἡ ἀπόλυτη στάση ποὺ ἀξιώ- ρόντων. Ἂς φᾶνε λοιπὸν τὸ κουρκούτι τους καὶ ἂς πᾶνε νει ἠθικὰ μόνο τὸν τελευταῖο ἀναβαθμὸ τῆς κλίμακας καὶ στὸ καλό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσουμε ἀπαξιώνει τοὺς προηγούμενους δὲν ἔχει θέση. [...] στὴν ἀπορία ποὺ διατυπώσαμε παραπάνω: γιατί ὁ διακριὙπάρχει ὅμως ἕνα κατώτατο ὅριο στὴν ἠθικὴ κλίμα- τικὸς γέρων πρότεινε σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀσθενεῖς -ἡ ἁμαρτία

39


Τὸ Γεροντικὸ καὶ ὅλα τὰ μοναστικὰ κείμενα εἶναι μία ἀγωνιστικὴ γραμματεία, μιὰ γραμματεία μάχης, ἡ ὁποία βρίθει ὡς ἐκ τούτου πολεμικῶν ὅρων.

ὡς ἀρρώστια τῆς ψυχῆς εἶναι κοινότατος τόπος τῆς χρι- ούσα, στὸ Γεροντικὸ κατιούσα – γιὰ νὰ τοὺς ἀποκαλύστιανικῆς ἠθικῆς- τὴν ἀκρότατη ἐντολή; Θὰ προσπαθή- ψει τελικὰ ὅτι δὲν ἔχουν ξεπεράσει ἀκόμη τὸ στάδιο τῆς σουμε νὰ ἀπαντήσουμε, κόβοντας δρόμο μέσα ἀπὸ τὸ ἐμπράγματης ἁμαρτίας. Ρωτοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους, Εὐαγγέλιο. Ἡ διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ τὴν ὁποία σχολι- ἤγουν γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, άζουμε ἐδῶ ἔχει ἀναλογίες μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ δὲν ἔχουν ἀκόμη λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν κάνουν τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πλούσιο νεανία (Μτ. κακὸ σὲ ἄνθρωπο. Ἐρώτημα: δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἅγιος 19, 16-22, Μκ. 10, 17-22, Λκ. Ἀντώνιος νὰ ἀρκεστεῖ στὸ μὴ δότε 18, 18-23) τὴν ὁποία ἔχουμε ἀνθ’ οὗ ἐλάβετε καὶ νὰ παραλείψει ἤδη μνημονεύσει, ὅταν κάνατὶς δυὸ προηγούμενες ὑπέρογκες με λόγο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ἐντολές; Ἀσφαλῶς θὰ μποροῦσε, ὁποῖο ἐννοοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο ἀλλὰ προτίμησε τὴν σωστότερη ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Τὸ ἐρώτημα μέθοδο, ὥστε α) τὸ τέλειο νὰ μένει εἶναι τὸ ἴδιο: «τί ἀγαθὸν ποιήσω ἀκλόνητο στὴ θέση του, τὸ ἀπόἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Μτ. 19, λυτο νὰ μὴν σχετικοποιεῖται, β) νὰ 16), ἴδια εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση: ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνθρώπινη ἀδυ«τήρησον τὰς ἐντολάς», κατὰ ναμία, γ) νὰ ὁρίζεται ὁ οὐδὸς τῆς ἐν τὴν διατύπωση τοῦ Ματθαίου, Χριστῷ ζωῆς. «τὰς ἐντολὰς οἶδας», κατὰ τὴν Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στρέφεταυτόσημη ἀπάντηση τοῦ κατὰ ται πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς Μάρκον καὶ τοῦ κατὰ Λουκᾶν. ἐκφράζει τὴν ἀδυναμία του νὰ (Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοὺς βοηθήσει: εἰ τοῦτο οὐ δύνα­ ὁ Χριστὸς παραπέμπει μὲ τὴν σθε κἀκεῖνο οὐ θέλετε, τί ὑμῖν ποι­ ἀπάντησή του στὴ Γραφή: «ἐν ήσω; Μήπως ὅμως ὁ ἀββᾶς ἀδικεῖ τῷ νόμῳ τί γέγραπται;» [Λκ. στὸ σημεῖο αὐτὸ τοὺς μοναχούς; 10, 26], ἀπαντάει ἀντιρωτώἘκεῖνοι, σὲ καμία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀπαντας στὸν ἐκπειράζοντα νομιντήσεις τους, δὲν εἶπαν «οὐ θέλοκό). Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή: μεν ποιῆσαι» ἀλλὰ οὐ δυνάμεθα. Ἡ ἀφοῦ ὁ νέος γνωρίζει καὶ τηρεῖ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸ «θέλω» τὶς ἐντολὲς δὲν τοῦ ἀπομένει ἀπὸ τὸ «δύναμαι» μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ νὰ μοιράσει τὰ ὑπάρχοἀπὸ ἰλιγγιώδης ἕως ἀνύπαρκτη. ντά του στοὺς φτωχούς. Ὅταν Τί ἰσχύει ἄραγε ἐν προκειμένῳ; τὸ ἄκουσε αὐτό, ὁ νεανίσκος Μπορεῖ τὸ οὐ δυνάμεθα τῶν μοἔφυγε «λυπούμενος· ἦν γὰρ ναχῶν νὰ συγκαλύπτει ἁπλῶς τὸ ἔχων κτήματα πολλά». «οὐ θέλομεν»; Ναί, αὐτὸ πιστεύει Γιατί ἄραγε ὁ Χριστὸς φορὁ γέρων. Γιὰ τὴν πρώτη (εὐαγγελιτώνει τὸν νεανία μὲ τέτοιο κή) προτροπὴ ποὺ τοὺς ἀπευθύνει, φορτίο; Ἐπειδὴ θέλει νὰ τοῦ δέχεται ὁ Ἀντώνιος νὰ ἰσχύει τὸ οὐ Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος μεταλαμβάνων φανερώσει, σὲ ἐκεῖνον καὶ στὸν δυνάμεθα. Γιὰ τὴ δεύτερη τὸ ἴδιο, Εἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου καθένα, ὅτι δὲν εἶναι, ὅπως μὲ γιὰ τὴν τρίτη ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ὑπερβολικὴ σιγουριὰ νομίζει, ἀληθινὸς τηρητὴς τοῦ νό- δεχτεῖ. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κατ’ ἐνέργειαν κακὸ εἶναι ζήτημα μου, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι εἶναι φιλάργυρος. Πῶς ἀπόφασης, ἄρα βούλησης, καὶ ἐδῶ δὲν ἔχει θέση τὸ οὐ ἐφαρμόζει τάχα τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, δυνάμεθα. Σωστὰ λοιπὸν μεταφράζει ὁ ἀββᾶς τὸ οὐ δυνά­ χωρὶς νὰ ἀνοίγει τὸ πορτοφόλι του; «Οἱ καρδιὲς ἀνοίγουν μεθα τῆς τρίτης ἄρνησης σὲ «οὐ θέλομεν». πολὺ εὔκολα στὴν ἐργατιά· τὰ πορτοφόλια πολὺ δύσκο­ Καὶ τώρα λοιπὸν τί γίνεται μὲ τοὺς ἀδελφούς; Τί μπολα. Πιὸ δύσκολα ἀπὸ ὅλα ἀνοίγουν οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ρεῖ νὰ γίνει μὲ ἀνθρώπους – μοναχούς! – ποὺ δὲν ἔχουν μας», γράφει ἁπλὰ ὅσο καὶ διεισδυτικὰ ὁ Ἐμμανουὴλ Λε- λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν ἀδικοπραγοῦν, νὰ μὴν ζηβινᾶς. [...] μιώνουν τὸν ἄλλο; Ἡ κατάστασή τους φαίνεται νὰ εἶναι Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν χειρότερη καὶ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ πλούσιου νεανία, νεανία εἶναι ἐντέλει μιὰ προτροπὴ σὲ μετάνοια. Παρό- γιατὶ ἐκεῖνος τουλάχιστον δὲν πράττει τὸ κακό. Ὁ Χριστὸς μοια, στὴ διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ, ὁ διακριτικὸς γέρων πρὶν πεῖ στὸν νεανία νὰ πουλήσει ὅσα ἔχει «ἐμβλέψας παραγγέλλει στοὺς μοναχοὺς τὸ ἀκρότατο – ἡ κλίμακα αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μκ. 10, 21), ὅμοια καὶ ὁ Ἀντώνιτῶν ἀπαιτήσεων στὴν εὐαγγγελικὴ διήγηση εἶναι ἀνι- ος συμπαθεῖ τοὺς μοναχούς, δὲν τοὺς ἀποπαίρνει, ἀπορεῖ

40


Ὁ Πυρήνας τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας: ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ νὰ φτάνει μέχρι τὴν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς αὐτοσυντήρησης τοῦ στερεότερου, δηλαδή, μονιμότερου καὶ καθολικότερου γνωρίσματος τοῦ ἀνθρώπου.

ἁπλῶς τί μπορεῖ νὰ κάνει γιὰ αὐτούς. Εὐχῶν χρεία, εἶναι ἡ του προσευχή, ὅτι θὰ τὴν θεωροῦσε δηλαδὴ ἱκανὴ νὰ ἀπάντηση. Καταρχὰς ἂς θέσουμε τὸ ἐρώτημα ποιός λέει τοὺς γιατρέψει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἂν ὅμως δὲν εἶναι οὔτε αὐτὸ τὸ εὐχῶν χρεία. Εἶναι ἄραγε ἀπάντηση τῶν μοναχῶν τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο, τότε γιὰ ποιά εὐχὴ πρόκειται; Ὁ φίστὴν ἐρώτηση τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἢ μήπως τὸ λέει καὶ αὐτὸ λος μου π. Ἀντώνιος Πινακούλας θεωρεῖ ὅτι μὲ τὸ εὐχῶν ὁ Ἀντώνιος, ἀπαντώντας ὁ ἴδιος στὴν ἐρώτησή του; Σύμ- χρεία ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε σήμεφωνα μὲ τὶς ταξινομήσεις τοῦ Συντακτικοῦ, ἡ ἐρώτηση ρα «θέλουν διάβασμα» καὶ μοῦ ὑποδεικνύει μία ἔκδοαὐτὴ δὲν ἀνήκει σὲ ἐκεῖνες ποὺ ση τοῦ corpus τῶν σχετικῶν μὲ ἀπευθύνουμε σὲ κάποιον καὶ ζητὸν ἅγιο Ἀντώνιο κειμένων ποὺ τοῦμε νὰ μάθουμε κάτι ποὺ δὲν μεταφράζει μὲ αὐτὸν ἀκριβῶς ξέρουμε, ἀλλὰ στὶς ἐρωτήσεις τὸν τρόπο. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ποὺ διατυπώνει ὁ ἐρωτῶν καθ’ συζητήσεις μαζί του πιστεύω ἑαυτὸν λέγων, ἐκφράζοντας πὼς ἔχει δίκιο. Ἔχοντας δεχτεῖ ἀπορία, ἀμηχανία, ἀγανάκτηση. ὅτι τὸ εὐχῶν χρεία λέγεται ἀπὸ Ὁ Ἀντώνιος λοιπὸν ρωτάει καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἀντώνιο καὶ ἔχοἀπαντάει ὁ ἴδιος. Ἡ ἀπάντηση ντας ἀποκλείσει τὸ ἐνδεχόμενο στὸ ἐρώτημα ποὺ θέσαμε μπονὰ ἐννοεῖται ἡ προσευχὴ τῶν ρεῖ νὰ εἶναι εὔκολη, ἔχει ὅμως παραβαλόντων ἀδελφῶν, ἡ μεγάλη πνευματικὴ σημασία: ἂν ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὴ δεύτὸ εὐχῶν χρεία τὸ ἔλεγαν οἱ μοτερη ἐκδοχὴ (προσευχὴ τοῦ ναχοί, αὐτὸ θὰ σήμαινε συνειἈντωνίου) ἀπὸ τὴν τρίτη (ἀνάδητοποίηση ἐκ μέρους τους τῆς γνωση εὐχῆς ὑπὸ τοῦ ἱερέως) πνευματικῆς τους κατάστασης δὲν εἶναι τεράστια. Πάντως, ἡ καὶ ἄρα ἀρχὴ μετανοίας. τρίτη ἐκδοχὴ ἐκφράζει μὲ μεγαΧρειάζεται ἑπομένως προλύτερη ἔμφαση τὴν πεποίθηση σευχή. Τίνος ἡ προσευχή; Τῶν τοῦ γέροντος ὅτι τοῦτοι οἱ μομοναχῶν; Μήπως δηλαδὴ ὁ ναχοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν Ἀντώνιος τοὺς συμβουλεύει νὰ νοσοῦν πνευματικὰ καί, ἐπειδὴ προσευχηθοῦν, προκειμένου δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε γιὰ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτοὺς (ἂν δὲν κάνουν κάτι καὶ στὴν ὁποία βρίσκονται; Ὄχι, οἱ ἴδιοι), τοὺς παραδίδει στὴν προφανῶς, γιατὶ ὁ γέρων γνωπροσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ρίζει ὅτι ἡ πράξη προηγεῖται τῆς θέλει νὰ τοὺς πεῖ στὴ γλώσσα προσευχῆς καὶ ἀποτελεῖ προποὺ καταλαβαίνουν. ϋπόθεσή της, ὅτι ἡ προσευχή, Ὁ νεανίας τῆς εὐαγγελικῆς ἂν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πράξη, διηγήσεως «ἀπῆλθε λυπούμεεἶναι μάταιος κόπος. νος». Ὁ Χριστὸς κατεδάφισε Εἶπε πάλιν· ἐὰν μὴ συμφω­ τὴν αὐτοεικόνα του, ἔφερε στὸ Ἡ μεταφορὰ τοῦ σκηνώματος τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου Εἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου νήσῃ ἡ πράξις μετὰ τῆς εὐχῆς, φῶς τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό του. Ἡ εἰς μάτην κοπιᾶ ἄνθρωπος· καὶ λύπη του ὅμως εἶναι καλὸ σηεἶπεν ὁ ἀδελφός· τί ἐστι συμφώνησις πράξεως μετὰ εὐχῆς; μάδι, δείχνει ὅτι πληγώθηκε, ἄρα μπορεῖ νὰ μετανοήσει. καὶ εἶπεν ὁ γέρων· ἵνα ὑπὲρ ὧν εὐχόμεθα, μηκέτι ποιῶμεν Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο πῶς νὰ αὐτά. (Μωυσῆς, ιζ΄) ἀπῆλθαν ἄραγε; Ἄδηλο. Ἡ διήγηση δὲν ἔχει ἐκείνη τὴ Μήπως ἐκεῖνο ποὺ χρειάζονται οἱ μοναχοὶ στὴν κα- συνήθη κατακλείδα ὅτι ἔφυγαν οἰκοδομηθέντες ἢ ὠφετάσταση ποὺ βρίσκονται εἶναι ἡ δική του προσευχή; ληθέντες, οὔτε πάλι μᾶς λέει πὼς ἀθύμησαν. Κανεὶς ἑποἈποτελεῖ κοινὴ πεποίθηση ὅλων τῶν μοναχῶν ὅτι ἡ προ- μένως δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πῶς ἐπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια. Τὸ σευχὴ τοῦ γέροντος ἔχει εὐεργετικὴ δύναμη καὶ γι’ αὐτὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε, σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὸ τὴν ἐκζητοῦν. Οἱ ἐρωτήσεις, αἴφνης, ποὺ ὑποβάλλονται πνεῦμα τῆς διηγήσεως, εἶναι νὰ ἐπαναλάβουμε ὅ,τι ἔγραστὸν μέγαν γέροντα, τὸν Βαρσανούφιο, συνοδεύονται μὲ ψε ὁ μέγας Βαρσανούφιος σὲ ἀδελφὸ ποὺ ζήτησε συγτὴν παράκληση «εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ». Ἐν προκειμένῳ ὅμως χώρηση: «ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωὴ ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν g οἱ μοναχοί, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, δὲν ζητοῦν τὴν εὐχὴ τυγχάνει». τοῦ γέροντος καὶ μοῦ φαίνεται ἐλάχιστα πιθανὸ ὅτι θὰ μιἈπὸ τὸν συλλογικὸ τόμο «Σύναξις Εὐχαριστίαςλοῦσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ τὴ δική Χαριστήρια εἰς τιμὴν τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ», ἐκδ. Ἴνδικτος.

41


Συμβουλὲς γιὰ τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

Ο

ἱ ἄνθρωποι λέγονται λογικοὶ καταχρηστικά. Δὲν εἶναι λογικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔμαθαν τοὺς λόγους καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό εἶναι τὸ κακό⋅ καὶ ἔτσι ἀποφεύγουν τὰ κακὰ καὶ ψυχοβλαβῆ, μελετοῦν ὅμως σοβαρὰ τὰ καλὰ καὶ ψυχωφελῆ καὶ τὰ πράττουν μὲ μεγάλη εὐχαριστία πρὸς τὸ Θεό. Μόνο αὐτοὶ πρέπει ἀληθινὰ νὰ λέγονται λογικοὶ ἄνθρωποι. Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος μιὰ μόνο φροντίδα ἔχει, νὰ ὑπακούει καὶ νὰ εἶναι ἀρεστὸς στὸ Θεό, τὸν Κύριο τῶν ὅλων, καὶ σὲ τοῦτο καὶ μόνο νὰ ἀσκεῖ τὴν ψυχή του, πῶς νὰ γίνει ἀρεστὸς στὸ Θεό, εὐχαριστώντας Τον γιὰ τὴ μεγάλη καὶ ἐξαιρετικὴ πρόνοιά Του καὶ τὴν κυβέρνηση ὄλου τοῦ κόσμου, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση του στὴ ζωή. Γιατὶ εἶναι παράλογο, νὰ εὐχαριστοῦμε τοὺς γιατροὺς ὅταν μᾶς δίνουν τὰ πικρὰ καὶ ἀηδιαστικὰ φάρμακα γιὰ χάρη τῆς ὑγείας τοῦ σώματός μας, νὰ εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι στὸ Θεὸ γιὰ ὅσα φαίνονται σ’ ἐμᾶς δυσάρεστα καὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζομε ὅτι τὰ πάντα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του. Γιατὶ ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ καὶ ἡ πίστη στὸ Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀνεξικακία, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐγκαρ-

μαστε ὅτι ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καὶ τὰ νικοῦν οἱ ἀρετὲς ποὺ ἔχομε. Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχουν ὑπόψη τους οἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι. Οὔτε σκέφτονται ὅτι τὰ πάντα γίνονται σωστὰ

Ἡ ἐπίθεση τῶν δαιμόνων

καὶ ὅπως πρέπει γιὰ τὸ συμφέρον μας, γιὰ νὰ λάμψουν οἱ ἀρετές μας καὶ νὰ στεφανωθοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό. […]

λογικὸς ἄνθρωπος, προσέχοντας ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, ἐξετάζει τί πρέπει νὰ πράξει καὶ τί τὸν συμφέρει, καθὼς καὶ ποιά ταιριάζουν στὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὠφελοῦν καὶ ποιά δὲν τῆς ταιριάζουν. Καὶ ἔτσι ἀποφεύγει ἐκεῖνα ποὺ βλάπτουν τὴν ψυχή, ὡς ξένα καὶ γιατὶ τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή. […]

Ο

ἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ τὸ λογικό, δὲν χρειάζεται νὰ μοιράζουν τὴν προσοχή τους σὲ πολλὲς συντροφιές, ἀλλὰ μόνο στὶς ὠφέλιμες καὶ μάλιστα σ’ ἐκεῖνες ὅπου πρυτανεύει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν πάλι στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ τὸ αἰώνιο φῶς. […]

Ἡ ἀγαθοεργὸς δράση τοῦ Ἁγίου

τέρηση, ἡ ὑπομονὴ καὶ οἱ παρόμοιες μέγιστες καὶ ἐνάρετες δυνάμεις μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι ἀντίθετες καὶ ἀντιστέκονται καὶ μᾶς βοηθοῦν στὶς ἀντίστοιχες πρὸς αὐτὲς κακίες. Ἂν γυμνάζομε αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἔχομε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζομε ὅτι δὲ μᾶς συμβαίνει πιὰ τίποτε δύσκολο ἢ θλιβερὸ ἢ ἀβάσταχτο⋅ γιατὶ σκεφτό-

42

Δ

ὲν πρέπει κανένας νὰ λέει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐνάρετη ζωή, ἀλλὰ νὰ λέει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο. Οὔτε μποροῦν νὰ κατορθώσουν τὴν ἀρετὴ οἱ τυχόντες. Τὴν ἐνάρετη ζωὴ τὴν πραγματοποιοῦν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἔχουν νοῦ ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Γιατὶ ὁ νοῦς τῶν πολλῶν εἶναι κοσμικὸς καὶ μεταβάλλεται· κάνει σκέψεις ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε κακές· μεταβάλλεται στὴ φύση καὶ γίνεται ὑλικότερος. Ὁ νοῦς ὅμως ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, τιμωρεῖ τὴν κακία ἡ


Ἡ ψυχὴὉλόκληρη ποὺ εἶναιἡἀληθινὰ λογικὴ καὶ πνευματικὴ κίνηση ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα καὶ καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ ὅσα συμβαίνουν στὴ ζωή. τοῦ Βυζαντίου Καὶ ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ μὲ διάθεση στὴν τελευταία περίοδο τῆς ἱστορίας του φανερώνει ἀγάπης καὶτὴν Τὸνἀνασύνδεση εὐχαριστεῖ τῶν συγχρόνων πραγματικά, κατευθύνοντας πρὸς μὲ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση. Αὐτὸν ὅλη τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ νοῦ της. ὁποία ἔρχεται ἑκούσια στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀμέλειά τους. Οἱ ψυχικὰ ἀκαλλιέργητοι καὶ ἀμαθεῖς θεωροῦν γελοῖο πράγμα τοὺς λόγους καὶ δὲν θέλουν νὰ τοὺς ἀκοῦν ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἡ κατάστασή τους καὶ θέλουν νὰ εἶναι ὅλοι ὅμοιοι μὲ αὐτούς. Ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι παραδομένοι σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα φροντίζουν νὰ εἶναι

Ἡ διδακτικὴ δράση τοῦ Ἁγίου

ἀπανθρώπων καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πρέπει ν’ ἀποφεύγονται. Γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μὲ τὴν κακία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀθάνατη ζωή. Ὅταν κάνομε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ μας, τότε εἴμαστε ἄξιοι νὰ λεγόμαστε ἄνθρωποι. Ἀντίθετα, ὅταν δὲν κάνομε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ, τότε μόνον κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴ φωνὴ διαφέρομε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Ἂς ἀναγνωρίσει λοιπὸν ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἀθάνατος καὶ τότε θὰ μισήσει κάθε αἰσχρὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία γίνεται αἰτία θανάτου στοὺς ἀνθρώπους.Ὅπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας τὴν ὕλη φανερώνει τὴν ἀξία της, π.χ. ὁ ἕνας δουλεύει τὸ ξύλο κι ὁ ἄλλος τὸ χαλκὸ κι ἄλλος τὸ χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀκούοντας γιὰ τὴν καλὴ καὶ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, ὀφείλομε νὰ φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε πραγματικὰ ἄνθρωποι γιὰ τὴ λογικὴ ψυχή μας καὶ ὄχι γιὰ τὴ διάπλαση μόνο τοῦ σώματός μας. Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι ἀληθινὰ λογικὴ καὶ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὴ ζωή. Καὶ ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ μὲ διάθεση ἀγάπης καὶ Τὸν εὐχαριστεῖ πραγματικά, κατευθύνοντας πρὸς Αὐτὸν ὅλη τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ νοῦ της. […]

λογικὴ καὶ ἐνάρετη ψυχὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλέμμα, τὸ βάδισμα, τὴ φωνή, τὸ γέλιο, ἀπὸ τὸ ποῦ συχνάζει καὶ μὲ ποιούς συναναστρέφεται. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀλλάξει σ’ αὐτὴν καὶ ἔγιναν κοσμιότερα. Γιατὶ ὁ νοῦς ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, σὰν προσεκτικὸς

ὅλοι οἱ ἄλλοι χειρότεροί τους, νομίζοντας οἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐπειδὴ θὰ εἶναι πολλοὶ οἱ ἁμαρτάνοντες, θὰ ἐξασφαλιστοῦν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν κατηγορία. Ἡ χαλαρὴ ψυχὴ χάνεται καὶ σκοτίζεται ἐξαιτίας τῆς κακίας, γιατὶ ἔχει μέσα της ἀσωτεία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, θυμό, αὐθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ραθυμία, λύπη, δειλία, ἀσθένεια, μίσος, φιλοκατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τέτοιες κακίες καὶ παρόμοιες τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχὴ ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ Θεό. […]

κεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξημερώσει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀγαπήσουν τοὺς λόγους καὶ τὴν παιδεία, πρέπει νὰ λέγεται ἀνθρωποποιός.Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μεταστρέφουν τοὺς παραδομένους στὶς σαρκικὲς ἡδονὲς πρὸς τὴν ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, πρέπει νὰ λέγονται καὶ αὐτοὶ ἀνθρωποποιοί, ἐπειδὴ εἶναι σὰν νὰ ξαναπλάθουν τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι εὐτυχία καὶ δίνουν καλὴ ἐλπίδα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. […]

νθρωπος λέγεται ἢ ἐκεῖνος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὀρθὰ τὸ λογικό του, ἢ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται συμβουλὴ γιὰ τὴ διόρθωσή του. Ὁ ἀδιόρθωτος δὲ λέγεται ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀπάνθρωπος. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν

Ἡ ταφὴ τοῦ Ἁγίου

θυρωρὸς ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στὶς κακὲς καὶ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις. g Σκηνὲς ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου Εἰκόνα ἐξωφύλλου. Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ἀρχὲς 16ου αἰ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Φιλοκαλία», ἐκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας.

43


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.