διηγήματα - άρθρα - λογοτεχνικές και κινηματογραφικές προτάσεις …
διανομή δωρεάν
αντί × λόγου Ευάγγελος Ευθυμίου Αντώνης Γιαννόπουλος Θοδωρής Τσαφής Αρμένος Δημήτρης Εύη Μαρκάτη Νίκος Φωτιάδης Ελένη Μπάρκα Χριστίνα Χαλιανδρού Άννα Νεφέλη Κακουλίδη
Η κοπέλα που ζήταγε πάντα συγγνώμη
ένα διήγημα του Αντώνη Γιαννόπουλου
Θανάσιμη έλξη
ένα διήγημα της Χριστίνας Χαλιανδρού
Σκληρές αναμνήσεις
ένα διήγημα του Ευάγγελου Ευθυμίου
τεύχος τέταρτο ιούνιος 2009 ιωάννινα
αντί × λόγου
editorial
editorial
ο λεξικό γράφει στο λήμμα κανόνας: κανών {γεν. κανόνος} 1. γενική αρχή με την οποία γίνεται κάτι: παραβαίνω τους ~ ║ οι ~ του παιχνιδιού 2. ό,τι ισχύει γενικά: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον ~ ΑΝΤ. εξαίρεση· ΦΡ. κατά κανόνα συνήθως 3. ο χάρακας 4. ΕΚΚΛΗΣ. (α) το σύνολο των βιβλίων της Π.Δ. και της Κ.Δ. που αναγνωρίστηκαν ως θεόπνευστα (κανονικά βιβλία) (β) σύστημα τροπαρίων αποτελούμενο από εννέα συνήθ. ωδές (γ) το επιτίμιο· ΦΡ. ιεροί κανόνες οι διατάξεις και οι παραδόσεις που διέπουν τη ζωή της εκκλησίας (πβ Κανονικό Δίκαιο, λ. κανονικός). Αυτό στο οποίο θα σταθώ βρίσκεται στην ερμηνεία (1) και (2) : γενική αρχή με την οποία γίνεται κάτι και ό,τι ισχύει γενικά. Πιστεύω λοιπόν πως περιτριγυριζόμαστε από τέτοιους κανόνες. Κανόνες που καθορίζουν τη ζωή μας, κανόνες που ακολουθούμε ή που αγνοούμε, κανόνες απαράβατους ή ελαστικούς, κανόνες που διέπουν τους νόμους της φύσης, κανόνες που θεμελιώνουν κοινωνίες, κανόνες που δημιουργούμε μόνοι μας για να απλοποιήσουμε ή να περιπλέξουμε τη ζωή μας. Και αυτοί οι τελευταίοι κανόνες είναι που έχουν μια ιδιαίτερη ομορφιά. Είναι κανόνες που εφαρμόζονται για συγκεκριμένα πρόσωπα - πρόσωπο, για συγκεκριμένο χώρο και χρονική περίοδο και με συγκεκριμένες ιδιότητες. Για παράδειγμα σηκώνεται κάποιος το πρωί και πίνει καφέ. Κάθε πρωί. Είναι κανόνας. Μπορεί να μη δημιουργήθηκε εν συναισθήσει του, αλλά είναι κανόνας τον οποίο ακολουθεί. Ή κάποιος άλλος δεν μπορεί να αντισταθεί στη θέα μιας ωραίας γυναίκας όταν περνάει από μπροστά του, και την ακολουθεί με το βλέμμα του. Δεν μπορεί όμως να της μιλήσει γιατί δεν έχει το θάρρος. Δύο κανόνες κάπως αντιφατικοί για το ίδιο άτομο που όμως τους ακολουθεί χωρίς να πιθανόν να το θέλει. Από τέτοιου είδους κανόνες περιτριγυρίζεται και το περιοδικό που κρατάτε στα χέρια σας. Δεν θα τους αναλύσω -για την ακρίβεια μου αρέσει η ιδέα να τους κρατήσω μυστικούς και να μείνουν ανάμεσα στους συντάκτες μοναχάαλλά αυτοί οι κανόνες σαν στόχο έχουν να δημιουργηθεί ένας άλλος κανόνας. Ένας κανόνας που θα έχει να κάνει μεταξύ του περιοδικού και των αναγνωστών του. Ένας κανόνας που θα μας υποχρεώνει να προσπαθούμε, όταν διαβάζετε το περιοδικό, να περνάνε ευχάριστα και ίσως ωφέλιμα την ώρα σας. Ελπίζουμε να καταφέρουμε να τον τηρούμε πάντα. Καλή ανάγνωση.
αντί × λόγου Ιούνιος 2009 Ιωάννινα ερασιτεχνικό λογοτεχνικό περιοδικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέμεται δωρεάν τυπώνεται σε 1000 αντίτυπα έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου συντακτική ομάδα : Νικόλαος Φωτιάδης Αντώνης Γιαννόπουλος Χαλιανδρού Χριστίνα Θοδωρής Τσαφής Άννα Νεφέλη Κακουλίδη Ελένη Μπάρκα Δημήτρης Αρμένος Εύη Μαρκάτη
διόρθωση : Εύη Μαρκάτη υπεύθυνος marketing: Βασίλης Στέφος υπεύθυνος διανομής : Αποστόλης Ρουμελιώτης
τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572 e-mail: antiepilogou@yahoo.gr
--Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου
Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.
facebook group: Διαβάζω το "Αντί x Λόγου"
ΥΓ. ευχαριστούμε την εταιρία Κωστάκης Α. & Κωστάκης Ι. Ο.Ε. για την οικονομική υποστήριξη που μας παρείχε.
3
αντί × λόγου
σαν περιεχόμενα
σελ.6 - Η κοπέλα που ζήταγε πάντα συγγνώμη ...βρίσκεται ανατολικά της Κρήτης, από την οποία τη χωρίζει το στενό Κρήτης - Κάσου, πλάτους περί τα 26 ναυτικά μίλια. Τρία ναυτικά μίλια χωρίζουν την Κάσο από την Κάρπαθο, προς ανατολάς. Η Κάσος έχει μέγιστο μήκος 18 χιλιόμετρα, ακτογραμμή 50 χιλιόμετρα και έκταση 66 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Οι ακτές της Κάσου είναι γενικώς απόκρημνες. Η υψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Πρίωνας, με υψόμετρο 549 μέτρα. Ανέγγιχτη ακόμη από τον μαζικό τουρισμό, αγκαλιάζει και σκλαβώνει τον επισκέπτη της ως Σειρήνα στις εσχατιές του Αιγαίου. Σε σταυροδρόμι μεταξύ δύσης και ανατολής, μεταξύ βορρά και νότου, η Κάσος είναι το νοτιότερο νησί των Δωδεκανήσων, ανάμεσα σε Κρήτη και Κάρπαθο. Από βορρά βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, από νότο από το Λιβυκό Πέλαγος.
σελ.12 - Όλα όσα γνωρίζουν οι Νεοέλληνες για τους αρχαίους Έλληνες Ο Ρένος Αποστολίδης είχε κάνει με το μολύβι, το στιλό, τη γραφομηχανή, 10000 χιλιόμετρα, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, κι όμως είναι μετρημένα: το τέταρτο της περιμέτρου της γης. Σαράντα τόμοι λογοτεχνία, κριτική σκέψη, δοκίμια, μελέτες φιλολογικές πάνω στον Ηράκλειτο κι άλλους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, μαζί με την εφτάτομη Ανθολογία νεοελληνικής Ποίησης και Διηγήματος (κάπου 4000 σελίδες της αυστηρότερης ως γνωστόν κριτικής επιλογής).
σελ.18 - Βιβλιοφάγος Όταν τα βιβλία γράφονταν με το χέρι και δεν παράγονταν σε μεγάλες ποσότητες, φυλάσσονταν σε μικρά εμπορευματοκιβώτια που οι ιδιοκτήτες τους, συνήθως πλούσιοι ή ιερείς, έφεραν μαζί τους. Ως όγκοι χειρογράφων συσσωρεύονταν σε σπίτια ευκατάστατων οικογενειών και αποθηκεύονταν σε ράφια ή σε ντουλάπια. Αυτά τα ντουλάπια είναι οι άμεσοι προκάτοχοι των σημερινών βιβλιοθηκών που υπάρχουν σε κάθε σπίτι. Αργότερα οι πόρτες απορρίφθηκαν, και η εξέλιξη της βιβλιοθήκης προχώρησε.
4
σελ.14 - Θανάσιμη Έλξη Το Dracula είναι μια ρομαντική ταινία φρίκης του 1992 με παραγωγό και σκηνοθέτη τον Francis Ford Coppola, βασισμένο στη νουβέλα Dracula του Bram Stoker. Πρωταγωνιστούν οι Gary Oldman, Keanu Reeves, Anthony Hopkins και Winona Ryder. Η μουσική της ταινίας συντέθηκε από τον Wojciech Kilar και το τραγούδι "Love Song for a Vampire" γράφτηκε και ερμηνεύτηκε από την Annie Lennox.
σελ. 20 - Είσαι ευτυχισμένος; Η ευτυχία είναι ψυχική διάθεση ή αίσθημα όπως η ικανοποίηση, η ευχαρίστηση ή η χαρά. Ποικίλες φιλοσοφικές, θρησκευτικές, ψυχολογικές και βιολογικές μέθοδοι έχουν υιοθετηθεί για τον καθορισμό της ευτυχίας και τον προσδιορισμό των πηγών της.
αντί × λόγου
σαν περιεχόμενα
σελ.24 - Πέτρες στο κανάλι Στίχοι: Lost Bodies Μουσική: Lost Bodies Φτου, ρε πούστη μου λεω Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα σωλήνες χιλιάδες σωλήνες, σωλήνες δηλαδή να μπούμε μέσα... τι σκατά θα τους κάνουμε τους σωλήνες; τι στο διάολο θα τους κάνουμε τους σωλήνες; τη θάλασσα θα κουβαλήσουμε με τους σωλήνες; Πάω στο φαρμακοποιό, του λέω : "Ένα φάρμακο" Μου λέει: "Σε σωληνάριο το θέλεις;" Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα... τι σκατά θα τους κάνουμε τους σωλήνες; τι στο διάολο θα τους κάνουμε τους σωλήνες; τη θάλασσα θα κουβαλήσουμε με τους σωλήνες; Μου λέει ένας φίλος: "Χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση Κάνα ψαρεματάκι ίσως;" Πάω στην παραλία μου λέει: "Τι θέλεις για δόλωμα; σκουλήκι ή σωλήνα;" Κοίταξε να δεις φίλε... Αν νομίζετε όλοι σας ότι μου κάνετε πλάκα... τι σκατά θα τους κάνουμε τους σωλήνες; τι στο διάολο θα τους κάνουμε τους σωλήνες; έχει πήξει το μάτι μας κάθε μέρα χιλιάδες σωλήνες!! τι σκατά θα τους κάνουμε τους σωλήνες; τι στο διάολο θα τους κάνουμε τους σωλήνες; τη θάλασσα θα κουβαλήσουμε με τους σωλήνες; Φτου, ρε πούστη μου λέω...
σελ.22 - Όλα είναι σχετικά Ο Albert Einstein γεννήθηκε σε από εβραϊκή οικογένεια στο Ulm, στο βασίλειο Württemberg της γερμανικής αυτοκρατ ορίας, στις 14 Μαρτίου 1879. Ο πατέρας του ήταν ο Hermann Einstein, πωλητής και μηχανικός. Η μητέρα του ήταν Pauline Einstein (Née Koch). Το 1880, η ο ικογένεια μετακόμισε στο Μόναχο, όπου ο πατέρας του και ο θείος του ίδρυσαν την επιχείρηση Ηλεκτροτεχνικό Εργοστάσιο J. Ein-stein & Συνεργάτες, η οποία κατασκεύαζε ηλεκτρικό εξοπλισμό βασισμένο στο συνεχές ρεύμα.
σελ.32 - Περί φόβου ο λόγος Ο ψυχοπαθής χαρακτηρίζεται από μια ψυχολογική ικανοποίηση με εγκληματικές, σεξουαλικές ή επιθετικές αντιδράσεις και την ανικανότητα του να μάθει από προηγούμενα λάθη. Τα άτομα με αυτή την διαταραχή νιώθουν ικανοποίηση μέσω της αντικοινωνικής τους συμπεριφοράς και χρακτηρίζονται από έλλειψη τύψεων για τις ενέργειές τους. Αυτός ο ορισμός έχει αντιμετωπίσει την κριτική από κάποιους που δηλώνουν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι παρόντα σε ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις.
σελ.30 – Τι είναι αυτό;
Μικρόσωμο πτηνό με γκριζοκάστανο φτέρωμα, χωρίς ιδιαίτερο κελάηδημα, πολύ συνηθισμένο στον ελλαδικό χώρο. Το μεσαιωνικό [σπουργίτης] προέρχεται από τον ελληνιστικό τύπο [πυργίτης], ο οποίος ανάγεται στο αρχ. [πύργος].
σελ.34 - ... εδώ κι εκεί ... Η απόσταση δεν μπορεί να είναι αρνητική. Η απόσταση είναι μια κλιμακωτή ποσότητα, που περιέχει μόνο ένα μέγεθος, ενώ ένα διάνυσμα μετατοπίσεων είναι διανυσματικές ποσότητες που χαρακτηρίζονται και από το μέγεθος και την κατεύθυνση.
του Φωτιάδη Bruce Νικόλαου Πηγές:www.wikipedia.com, stixoi.info, www.renosapostolidis.gr, www.maranatha.gr, ww.insitu.gr/kassos/
5
αντί × λόγου
διήγημα
Η κοπέλα που ζήταγε πάντα συγνώμη Τη γνώρισα το ‘82. Ξερακιανή και αδέξια σερβιτόρος τότε σε καφετέρια στη Μελένικου. Μια κοπέλα που ψήφιζε Παπανδρέου και ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Εγώ κατέβηκα εκεί με μια παρέα φίλων. Χαζολογούσαμε στο τραπέζι όταν ήρθε και μας ρώτησε τι θα πάρουμε. Οι φίλοι μου τη βρήκαν τυχαία γκόμενα μέσα στο σωρό, αλλά για μένα έδειχνε από την αρχή πως θα ήταν κάτι παραπάνω. Δεν πέρασαν δυο λεπτά και η Σμαρώ επέστρεψε με τους καφέδες. Έγειρε μπροστά μου για να τους αφήσει στο τραπέζι και ένιωσα το πόδι της να ακουμπά το δικό μου. Πριν καλά καλά προλάβω να καταλάβω τι γίνεται όλος ο δίσκος με τα ποτήρια έπεσε πάνω μου. Γέμισα καφέδες από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Αν είναι δυνατόν ρε κοπελιά», ούρλιαξα καθώς σηκωνόμουν από το τραπέζι απότομα και νευρικά. Εκείνη προσπάθησε να μου καθαρίσει του λεκέδες και ψέλλιζε συνεχώς «Συγγνώμη, δεν το ήθελα. Συγγνώμη». «Αυτό μας έλειπε να το ήθελες κιόλας», έσκουξα εγώ. «Συγγνώμη, έχετε δίκιο. Χίλια συγγνώμη», συνέχισε. Ήταν τα πρώτα χίλια συγγνώμη που άκουσα από το στόμα της. Κι όσο κι αν δεν υπήρχε περίπτωση να το πιστέψω αν μου το έλεγαν τότε, αυτά θα ήταν μόνο η αρχή. § Η δεύτερη φορά που τη συνάντησα φάνηκε τυχαία στην αρχή, αλλά μόνο τυχαία δεν ήταν τελικά. Πρωταπριλιά στο σπίτι ενός φίλου, του Διονύση. Είχαμε πάει για χαρτιά. Με τα πολλά μαζευτήκαμε και το στρώσαμε. Ξερή κι έπειτα όσο μεγάλωνε ο αριθμός των παικτών, αγωνία, το ξενόφερτο Uno που είχε γίνει ξαφνικά της μόδας τελευταία. Κάποια στιγμή φτάσαμε να είμαστε μια ντουζίνα άτομα ο ένας σχεδόν επάνω στον άλλο, μιας και το διαμέρισμα ήταν αρκετά μικρό. Όμως δε σταματήσαμε εκεί. Το κουδούνι χτύπησε για μια τελευταία φορά και ο Διονύσης πήγε να ανοίξει. Χάχανα και λεπτές φωνές ακούγονταν στο διάδρομο. Κι όλο δυνάμωναν. Προσπαθούσα να δω αλλά μέσα από τους υπόλοιπους γύρω ήταν κομματάκι δύσκολο. «Φέραμε τις μπίρες», ακούστηκε μια δροσερή, γυναικεία φωνή. Κι έπειτα ένα τσαφ σαν άνοιγμα αλουμινίου. Ξαφνικά σαν μια ρωγμή να άνοιξε στο πάτωμα στη μέση του διαμερίσματος οι φίλοι που ήταν μπροστά μου τραβήχτηκαν μισοί αριστερά και μισοί δεξιά. Ξόδεψα λίγες μόνο στιγμές για να σκεφτώ πού βρήκαν τόσο χώρο σε ένα τόσο στενόχωρο διαμέρισμα για να κάνουν αυτούς τους επιδέξιους ελιγμούς και ήταν αρκετές για να το πληρώσω. Ένας μικρός καταρράκτης από μπίρα και αφρό χύθηκε πάνω μου. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τα γνώριμα εκείνα μάτια. Τίναξα τα χέρια μου και σηκώθηκα όρθιος. «Αν είναι ποτέ δυνατόν. Αν είναι ποτέ δυνατόν!». Συνέχισα για λίγα δευτερόλεπτα να χτυπιέμαι και να λέω ασυνάρτητες φράσεις σχεδόν μουγκρίζοντας, μέχρι που κοίταξα τα πρόσωπα όλων των υπόλοιπων γύρω μου. Με δυσκολία συγκρατιόντουσαν για να μη σχηματιστεί ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη τους. «Καλή Πρωταπριλιά ρε φιλαράκο», φώναξε ο Διονύσης. «Σταμάτα να κοιτάζεις τη Σμαρώ με αυτό το αγριεμένο βλέμμα. Εγώ άνοιξα την μπίρα και την έριξα πάνω σου. Έλα πήγαινε τώρα να αλλάξεις. Έχει καθαρά ρούχα στην κρεβατοκάμαρα».
6
αντί × λόγου
διήγημα
Έμεινα για λίγο παγωμένος κοιτώντας τον Διονύση προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι μου έλεγε. Ύστερα έστρεψα το βλέμμα μου στη Σμαρώ. «Συγγνώμη», ψιθύρισε σχεδόν άφωνα. § Οι μέρες πέρασαν γρήγορα κι αποδείχτηκε πως τα συγνώμη της Σμαρώς ήταν για μένα ένα αλλοπαρμένο γήτεμα. Άρχισα να τα λατρεύω όπως το άλογο τη ζάχαρη. Για κάθε αδέξια κίνηση ή αμφιλεγόμενη φράση της και άποψη ένα χαριτωμένο συγγνώμη ξεπηδούσε από τα χείλη της και έφτανε στα αυτιά μου. Όλα κυλούσαν τέλεια. Μια νύχτα καταλήξαμε στο σπίτι της. Ήταν το πρώτο βράδυ που με κάλεσε. Ωστόσο οι δισταγμοί της ήταν ακόμα έκδηλοι. Καθίσαμε στο σαλόνι και μιλήσαμε για λίγο. Περνούσα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά της και έτριβα το πίσω μέρος του λαιμού της. Γουργούριζε σαν παιχνιδιάρα γάτα. Την αγκάλιασα από τον ώμο και έσκυψα κοντά της για να τη φιλήσω. Και τη στιγμή που ίσα ακούμπησαν τα χείλη μας τραβήχτηκε και άρχισε να βήχει υπόκωφα. Μόλις σταμάτησε είπε με τη λεπτή της και απαλή φωνή «Συγγνώμη». Την έσφιξα και τη φίλησα κόβοντάς της την ανάσα. Τα χέρια μου γλίστρησαν κάτω από τους γλουτούς της και την ανασήκωσα. Συνέχισα να τη φιλάω καθώς την περιέστρεφα και την έβαζα να καθίσει επάνω μου. Τώρα την κράταγα από τα πλάγια του λαιμού και ένιωθα τα μακριά της μαλλιά να χύνονται ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Σηκώθηκα όρθιος με εκείνη γαντζωμένη πάνω μου. «Πάμε μέσα;», τη ρώτησα χωρίς να περιμένω όμως την απάντησή της. Ήμουν σίγουρος. Κι όμως ξαφνικά την ένιωσα βαρύτερη πάνω μου. Απότομα τέντωσε το πόδι της και πάτησε κάτω. Απομακρύνθηκε δυο βήματα μακρύτερα. «Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ. Θα με συγχωρέσεις;», ρώτησε με ένα παρακλητικό και ένοχο βλέμμα. Εγώ της έκλεισα το μάτι. «Μην ανησυχείς. Δεν έγινε τίποτα. Καταλαβαίνω κι ούτε θέλω να σε πιέσω». «Όχι δε με πιέζεις, απλώς είναι που εγώ είμαι…» «Παρθένα». «Διστακτική», συνέχισε κάπως ενοχλημένη. «Συγγνώμη αλλά νομίζω πως γίνονται όλα κάπως γρήγορα». «Γρήγορα; Πάνε τρεις μήνες Σμαρώ. Νομίζω πως είναι αρκετοί για να ξέρουμε πια τι ζητάει ο ένας από τον άλλο». «Μπορεί να έχεις και δίκιο, τι να σου πω; Συγγνώμη». Την πλησίασα αργά και της κράτησα απαλά τους ώμους. Την ένιωθα να τρέμει αλλά και να αφήνεται. Πίεσα με τους δείκτες μου το δέρμα της και αγκίστρωσα πάνω τους τις τιράντες του φορέματός της. Κοιτώντας μέσα στα μεγάλα, βαθιά της μάτια τις έσπρωξα κι εκείνες λύθηκαν από τους ώμους της αφήνοντας το φόρεμά της να κάνει μια ανάλαφρη ελεύθερη πτώση ως το πάτωμα. Ήταν τέλεια. Αθώα και ευάλωτη σαν πορσελάνινη κούκλα. Ένα κορμί αγνό έτοιμο να σε στείλει στην κόλαση. Κόλλησα πάνω του και ένιωσα τις φλόγες να με καταπίνουν. § Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Έμαθα το κορμί της Σμαρώς σπιθαμή προς σπιθαμή. Ωστόσο εκείνη δίσταζε ακόμη να μ’ αγγίξει ελεύθερα κι έμενε εγκλωβισμένη σε ένα συντηρητικό χάδι στο πρόσωπο ή στο χέρι μου. Της έκανα έρωτα κι εκείνη έμοιαζε να ενοχοποιεί τα ίδια της τα συναισθήματα. Λες και προσπαθούσε να κρύψει ενδόμυχα την ηδονή της. Το πάθος της.
7
διήγημα
αντί × λόγου
Κι όσο μάθαινα το κορμί της άλλο τόσο έχανα τη σκέψη της. Κι όμως, έλεγα στον εαυτό μου πως εγώ έκανα κάτι στραβά. Πως όλα θα αλλάξουν σύντομα. Πως η Σμαρώ ήταν αυτή που περίμενα όλη μου τη ζωή. Το Νοέμβρη του ’89 παντρευτήκαμε. Η χρονιά φαινόταν δύσκολη, μα ακόμη περισσότερο η επόμενη. Το πολιτικό σκηνικό άλλαζε άρδην και εμείς ψάχναμε τα πατήματά μας για να καταφέρουμε να ορθοποδήσουμε. Εγώ είχα καταφέρει να διοριστώ και η Σμαρώ έτρεχε σε δουλειές του ποδαριού βοηθώντας όσο μπορούσε. Όμως τα σύννεφα του ’90 άρχισαν να εμφανίζονται νωρίς. Τον Απρίλιο ο διευθυντής μου με φώναξε στο γραφείο του για πρώτη φορά. Στην αρχή ανησύχησα αλλά δεν έδωσα και τόση σημασία στο προαίσθημά μου. Έκανα τη δουλειά μου μια χαρά κι αυτό υπέθετα πως θα ήταν αρκετό. Έκανα λάθος. Μπήκα στο γραφείο του κύριου Νέγρη κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Εκείνος μου έτεινε το χέρι δείχνοντας μου την καρέκλα για να καθίσω. Κάθισα. «Δαγλή», μου είπε, «δεν ξέρω πώς αλλιώς να σου το πω, για αυτό και θα είμαι άμεσος και σαφής». Ξεροκατάπια το σάλιο μου σαν ακινητοποιημένη σαύρα που αφυδατώνεται στον ήλιο της ερήμου. Την τελευταία φορά που κάποιος ξεκίνησε να μου μιλάει με αυτή τη φράση έμαθα πως ο πατέρας μου πέθανε σε εργατικό ατύχημα. Τώρα τι; «Σήμερα έφτασε ένας φάκελος στην υπηρεσία», συνέχισε, «από τα κεντρικά». Έβγαλα από τα στήθη μου έναν βαθύ, μακρόσυρτο τόνο ανάσας. «Προς στιγμή πάγωσε το αίμα μου κύριε διευθυντά, νόμιζα πως θα μου ανακοινώνατε άσχημα νέα». «Αυτό ακριβώς είμαι έτοιμος να κάνω αγόρι μου. Τον Ιούλιο μετατίθεσαι στην Κάσο. Με δεσμευτική θητεία πέντε χρόνων». Άρπαξα τα μπράτσα της καρέκλας κι έμεινα να τον κοιτάω αποσβολωμένος. «Μα δεν είναι δυνατόν κύριε διευθυντά. Μάλλον έγινε κάποιο λάθος». «Κανένα λάθος Δαγλή, το κέντρο λέει πως πρέπει να πας και θα πας». Ήθελα να διαμαρτυρηθώ ασταμάτητα. Να φωνάξω κάθε βρισιά και κάθε απειλή που μου ερχόταν στο μυαλό. Αλλά δεν το έκανα. Κι ύστερα σώπασα κοιτώντας το μειδίαμα του διευθυντή μου κάτω από το φρεσκοξυρισμένο χείλος του. Έφυγα από τη δουλειά νωρίτερα. Μόνος κι απαρηγόρητος. Πριν μπω στο σπίτι προσπάθησα να το ξεχάσω. Δεν ήθελα να ξεσπάω τα προβλήματά μου στη Σμαρώ. Δεν ήθελα να την επιβαρύνω. Για αυτό λοιπόν φόρεσα το πιο φωτεινό μου χαμόγελο και γύρισα το κλειδί στην εξώπορτα για να μπω. Άκουσα τη Σμαρώ να φωνάζει στο τηλέφωνο. «Τι είναι αυτά που λες ρε μπαμπά; Επειδή δεν μπορούν να πειράξουν εσένα θα πειράξουν εμάς; Σε ποια δημοκρατία τα είδες εσύ αυτά να γίνονται;». Την πλησίασα χωρίς να έχω ακόμα καταλάβει για τι μιλούσε. «Δεν υπάρχει δικιά τους δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι μία. Δεν πρόκειται να μας κάνουν τίποτα». Τότε κατάλαβα για τι μιλούσε η Σμαρώ, αλλά πιο σημαντικό ήταν ότι εγώ κατάλαβα και για τι μιλούσε ο πατέρας της. Άρπαξα το τηλέφωνο από το χέρι της και το έκλεισα. Εκείνη με κοίταξε τρομαγμένη. «Πότε ήρθες; Μιλούσα με τον πατέρα μου και δε σε πρόσεξα, συγγνώμη».
8
αντί × λόγου
διήγημα
«Σταμάτα πια μ’ αυτή τη γαμημένη τη συγγνώμη ρε Σμαρώ. Μου ‘χεις σπάσει τα νεύρα. Ότι και να συμβαίνει πετάς μια γαμημένη συγγνώμη και περιμένεις να φτιάξουν όλα δια μαγείας». Τραβήχτηκε πίσω και ακούμπησε την πλάτη της στη γωνία του τοίχου τρομαγμένη. Δε με είχε ξαναδεί ποτέ σε αυτήν την κατάσταση. Μαινόμενο. «Συγγν…», πήγε να πει αλλά το κατάπιε αφήνοντας ένα δάκρυ. Γύρισα την πλάτη μου πιέζοντας το κεφάλι μου. «Εγώ συγγνώμη. Με στέλνουν στην Κάσο». «Ποιοι;». «Εκεί με στέλνουν». § Τέσσερις μήνες μετά φεύγοντας για την Κάσο σκεφτόμουν πως είχα να κάνω έρωτα με τη Σμαρώ από εκείνο το μεσημέρι. Κι έφευγα μόνος. Η Σμαρώ είχε να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες και θα ερχόταν λίγες μέρες μετά. § Πέρασαν δύο χρόνια. Η Σμαρώ ερχόταν και γύριζε πάλι πίσω σαν άνεμος. Τη μια φυσούσε το πανί της ο βοριάς κι έτρεχε στον πατέρα της. Την άλλη ο μπάτης κι έψαχνε τρόπο να με πάρει από εκεί. Κι εγώ δεμένος στο άρμπουρο να νιώθω την αρμύρα να καίει τα στήθη μου. Κι έπειτα από τρία χρόνια θαλλασοβρόχι, στεριά. Τη λέγαν Μάνια. Ήταν νεοδιορισμένη διευθύντρια στο τμήμα μου. Του κόμματος φυσικά αλλά σχεδόν απόκληρη. Της χρωστούσαν πολλά και της έκλεισαν το στόμα μ’ αυτή τη θέση. Δεν την πείραζε καθόλου. Έλεγε συνέχεια πως από τα τόσα κρεβάτια που πέρασε, καιρός ήταν να κάνει λίγες διακοπές σε ένα ήσυχο νησί σαν την Κάσο. Δυο χρόνια μεγαλύτερή μου η Μάνια έκρυβε μέσα της τη μανία και των εφτά θαλασσών. Η ένωσή μας ήταν μοιραία. Παρασυρθήκαμε σε ένα πάθος ανελέητο. Σε μια πολύχρωμη, ερωτική βροχή. Σε ένα χαρούμενο καλειδοσκόπιο που άλλαζε συνεχώς τη μορφή της ζωή μας και μας έκανε ευτυχισμένους. Μετά από καιρό συνειδητοποίησα πραγματικά τι συνέβαινε. Είχε περάσει σχεδόν χρόνος. Όλα είχαν αλλάξει τόσο γρήγορα όμως εγώ είχα παραμείνει ο ίδιος. Κι αγαπούσα ακόμα τη Σμαρώ. Είπα στη Μάνια την αλήθεια μια νύχτα που ξάπλωνε γυμνή δίπλα μου. «Το ξέρω», μου απάντησε ατάραχη κι ανέβηκε πάνω μου αρχίζοντας να με φιλάει στο στήθος. Προσπάθησα να τη σπρώξω πίσω στη θέση της αλλά εκείνη έδεσε τα πόδια της σφιχτά γύρω από τα πόδια μου κι έμεινε εκεί. «Τι στο διάολο ρε Μάνια, δεν άκουσες τι σου είπα;». Φυσικά και άκουσε. Τα δάχτυλά της άρχισαν να με αγγίζουν παντού. Ελεύθερα. Απενοχοποιημένα. Πρόστυχα. Κυλούσαν πάνω στο δέρμα σαν νερό και σχημάτιζαν αυλάκια ηδονής. Δημιουργούσαν νέες αισθήσεις. Εξωτικές. Απερίγραπτες. Το ρίγος που διαπερνούσε κάθε λίγο το σώμα μου ήταν η απόδειξη της ύπαρξης αυτών των μυστικών αισθήσεων. Των ένοχων απολαύσεων. Εκείνο το ξημέρωμα ήταν ένα ακόμα από εκείνα που με έβρισκαν να κάνω έρωτα στη Μάνια σαν αχόρταγος εικοσάχρονος. Την επόμενη μέρα όμως προσπάθησα να έρθω στα συγκαλά μου. Προσπάθησα να ξεκινήσω καβγά στο γραφείο της Μάνιας, εκείνη όμως με κοίταζε με ένα λάγνο βλέμμα σαν να παίζαμε ένα ακόμα ερωτικό παιχνίδι. Την έπεισα να συζητήσουμε λογικά. Δεν μπορούσε πια να συνεχιστεί αυτό το θέατρο.
9
αντί × λόγου
διήγημα
«Δεν αντέχω πια να σε πηδάω και να αγαπάω τη Σμαρώ». «Τότε σταμάτα να την αγαπάς». «Μάνια μιλάω σοβαρά. Δεν αντέχω άλλο». «Τι δεν αντέχεις Γιωργάκη; Να γαμάς; Γιατί χτες το βράδυ άλλα κατάλαβα εγώ». «Θέλω να χωρίσουμε. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό στη Σμαρώ. Την αγαπώ και τη νοιάζομαι ακόμα». «Άι στο διάολο ρε Γιώργο κι εσύ κι η Σμαρώ. Την νοιάζεσαι, την αγαπάς και χίλιες δυο άλλες μπούρδες. Και για πες μου αυτή πότε ακριβώς σε νοιάστηκε; Όταν σε γνώρισα είχε να σ’ αγγίξει γυναίκα δυόμισι χρόνια, μου έλεγες. Θυμάσαι; Πότε σε χάιδεψε αυτή όπως εγώ; Πότε σε έκανε να ριγήσεις; Ε; Μόνο συγγνώμη και κλάματα ήταν. Εσύ μου τα έλεγες. Θυμάσαι;». Θυμόμουν. Και το πιο τρομακτικό ήταν πως όσο κι αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο για να ξεχάσω. «Μη μου λες λοιπόν ότι την αγαπάς. Απλά βρέθηκες από λάθος κοντά της. Κι όμως δε σου ζητάω να την αφήσεις. Δε σου ζητάω να φύγεις από κοντά της. Έτσι κι αλλιώς αυτό που χρειάζεται αυτή εγώ δεν το χρειάζομαι». Σήκωσα το βλέμμα μου για να την κοιτάξω απορημένος στα μάτια. «Έλα τώρα μη μου κάνεις τον απορημένο. Ξέρεις τι χρειάζεται. Έναν άνδρα για να του ζητάει συγγνώμη και να είναι σίγουρη πως θα τη συγχωρέσει. Κάθε φορά. Και ξέρεις ποιοι το έχουν ανάγκη αυτό Γιώργο; Οι αποτυχημένοι. Συγγνώμη ζητάς μόνο για κάτι τόσο σημαντικό ώστε να έχει αξία και η συγγνώμη αλλά κι εσύ ο ίδιος». Είχε δίκιο. Θεέ μου πόσο δίκιο είχε. § Ο Ιούνιος του ’93 μου φύλαγε μια έκπληξη. Η κυβέρνηση έπεσε και ο πατέρας της Σμαρώς με πήρε τηλέφωνο να μου πει να ετοιμάσω βαλίτσες. Δεν ήξερα αν ήθελα να χαρώ ή να τρέξω να κρυφτώ. Την ίδια νύχτα το είπα στη Μάνια. Ήταν η πρώτη φορά που την είδα σκυθρωπή. Έπιασα τον εαυτό μου να θλίβεται. Ήταν φανερό πως είχα δεθεί μαζί της. Μετά από μια βδομάδα έπαιρνα το καράβι του γυρισμού. «Θα έρθω», μου ψιθύρισε η Μάνια στο αυτί. Αλλά εγώ κάπου μέσα μου ευχόμουν να μείνει εκεί. Κι ήμουν πια σίγουρος ότι έκανα το σωστό όταν είδα τη Σμαρώ να με περιμένει στο λιμάνι. Πανέμορφη και φωτεινή όπως την πρωτογνώρισα. Κατέβηκα από το καράβι άρον άρον και έτρεξα να την αγκαλιάσω. «Είσαι καλά», με ρώτησε με τη γλυκιά φωνή της. «Μια χαρά», απάντησα. «Όσες φορές και να σου ζητήσω συγγνώμη δεν είναι αρκετές». «Γιατί», ρώτησα απορημένος. «Που πέρασες όλο αυτό εξαιτίας μου. Συγγνώμη». Τελείως ασυναίσθητα πέρασε από το μυαλό μου η εικόνα της Μάνιας. Έκανα πως δε συνέβη και συνέχισα να αγκαλιάζω τη Σμαρώ. Φτάσαμε σπίτι. Ήταν όπως το είχα αφήσει. Ίδιο. Έκανα ένα ντουζ και πήγα κοντά στη γυναίκα μου. Άρχισα να τη χαϊδεύω. «Μου έλειψες». «Κι εμένα», μου απάντησε, «αλλά μην αρχίζεις τώρα σε παρακαλώ. Περίμενε να φάμε πρώτα τουλάχιστον».
10
αντί × λόγου
διήγημα
Και περίμενα. Περίμενα. Περίμενα. Περνούσαν βδομάδες χωρίς να κάνουμε έρωτα. Κι όταν κάναμε δεν ήταν τίποτε άλλο από μια απολύτως τυποποιημένη επαφή σαν εργοστάσιο αναπαραγωγής. Δεν μπορούσα. Άρχισα πάλι να πέφτω στην ίδια παγίδα. Έπρεπε να μιλήσω στη Σμαρώ. Έπρεπε να την κάνω να καταλάβει πως ήθελα περισσότερα. Πως αν δεν μπορούσε να μου τα δώσει ίσως έψαχνα να τα βρω αλλού. «Σμαρώ», της είπα ένα απόγευμα, «θέλω να μιλήσουμε». Με κοίταξε στα μάτια. «Τι είναι Γιώργο; Τι έχεις;». «Θέλω να μιλήσουμε για μας. Τελευταία δε νιώθω απόλυτα ευχαριστημένος από τη σεξουαλική μας ζωή». Η Σμαρώ άρχισε να περπατά νευρικά στο σαλόνι και να με κοιτάει αγριεμένα. «Το ξέρω πως δεν είμαι και πολύ θερμή στο κρεβάτι Γιώργο αλλά τι να κάνω παραπάνω; Ό,τι μπορώ κάνω, τι άλλο να σου πω; Συγγνώμη κιόλας αλλά δεν είμαι και καμιά πουτάνα». Ένιωσα έναν πίδακα θυμού να αναβλύζει από το λαρύγγι μου. Δεν ξέρω γιατί αλλά τα λόγια της Σμαρώς συνδυάστηκαν με την εικόνα της γυμνής Μάνιας στο μυαλό μου και ένιωσα την καρδιά μου να εκρήγνυται. « Σταμάτα πια μ’ αυτή τη γαμημένη τη συγγνώμη ρε πούστη μου. Ξέρεις ποιοι ζητάνε συνέχεια συγγνώμη; Ε; Οι αποτυχημένοι. Συγγνώμη ζητάς μόνο για κάτι σημαντικό. Έτσι έχει αξία και η συγγνώμη αλλά κι εσύ ο ίδιος». Τα λόγια ήχησαν σαν πύρινες λεπίδες στον άνεμο. § Πέρασαν έξι μήνες. Χωρίς να τους καταλάβω. Χωρίς να ζω. Όταν μια μέρα ξαφνικά είδα τη Μάνια μπροστά μου. Έτριβα τα μάτια μου. Δεν ήθελα να το πιστέψω αλλά ήθελα να είναι αλήθεια. Σμίξαμε ξανά σαν γιν και γιαν. Πέρασαν άλλοι έξι μήνες. Καταλαβαίνοντας την κάθε στιγμή. Γεμάτοι πάθος και αγάπη. Η Μάνια ήταν πιο μανιασμένη από ποτέ. Κι η Σμαρώ πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Όλα άλλαξαν ένα απόγευμα. Τα σατέν σεντόνια του ξενοδοχείου ήταν καταϊδρωμένα. Η Μάνια δίπλα βαριανάσαινε καθώς πριν λίγο άφηνε πνιχτές κραυγές να βγαίνουν από το στόμα της. Εγώ την κοίταζα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο. Η Σμαρώ μπήκε μέσα και με νευρικά βήματα στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι. Το αίμα μου πάγωσε. Δεν το ζέσταινε ούτε η Μάνια που είχε κολλήσει πάνω μου. Η Σμαρώ μας κοίταξε επικριτικά. «Συγγνώμη», ψέλλισε. Γύρισα και κοίταξα απορημένος τη Μάνια. Ένας κρότος. Αίμα. Δεύτερος κρότος. Καυτό αίμα. Τρίτος κρότος. Η Μάνια νεκρή. Κοίταξα μηχανικά τη Σμαρώ. «Συγγνώμη», ψέλλισε ξανά και το όπλο άρχισε ξανά να κροταλίζει. Να ένας πραγματικά σημαντικός λόγος για να ζητήσεις συγγνώμη, σκέφτηκα με την τελευταία μου ανάσα καθώς η Σμαρώ έστρεφε το όπλο στον κρόταφό της. --Αντώνης Γιαννόπουλος
11
βιβλίο
αντί × λόγου
γράφει ο Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου
Το περιεχόμενο του βιβλίου που θα σας προτείνω, είναι αποκαλυπτικότατο. Αποκαλύπτει την αλήθεια που παρατηρεί ο τίτλος του: «Όλα όσα γνωρίζουν οι Νεοέλληνες για τους αρχαίους Έλληνες». Μέσα στις 240 σελίδες του, πραγματεύεται με έναν απτό και άμεσο τρόπο το θέμα του και αναλύει με απόλυτη σαφήνεια όλες τις γνώσεις που κατέχουμε για τους αρχαίους προγόνους μας. Σας συμβουλεύω να μην είστε προκατειλημμένοι με τον τίτλο. Δεν θα διαβάσετε κάτι καινοτόμο που θα μιλάει για την αρτιότητα και το μεγαλείο του πολιτισμού μας ή για κάτι πέρα από την λογική, όπως εξωγήινες ρίζες, αστρικές κατάβολές και διαγαλαξιακές αποικίες. Ούτε όμως έχει σχέση το περιεχόμενό του με τα σχολικά βιβλία των αρχαίων ελληνικών και τις αρχαίας ελληνικής ιστορίας που διδαχτήκαμε από τους δασκάλους μας. Όχι, δεν θα βρείτε κάτι από αυτά. Και ξανατονίζω. Μην πιστεύετε πως θα διαβάσετε κάτι… Ο συγγραφές του βιβλίου, ο Ρένος Αποστολίδης -ο οποίος μπόρεσε και το είδε τυπωμένο λίγο πριν το θάνατό του- κατάφερε να κατανοήσει μετά από χρόνια μελέτης που πραγματοποίησε ο ίδιος πάνω στην αρχαία ελληνική γραμματεία, το τι είναι αυτό που πραγματικά γνωρίζουμε. Έμεινα κατάπληκτος ξεφυλλίζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο του και είδα με τα ίδια μου τα μάτια, μονάχα μέσα σε λίγες στιγμές, το πόσο απλή αλλά συνάμα και πόσο οδυνηρή είναι αυτή η αλήθεια που μας αποκαλύπτει.
12
αντί × λόγου
βιβλίο
Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος. Είναι λιγάκι απίθανο να το έχει κάποιο βιβλιοπωλείο στα ράφια του, αλλά εσείς δεν χάνετε τιποτα να το ζητήσετε, έστω μονάχα για να το ξεφυλλίσετε. Γιατί έτσι και το ξεφυλλίσετε είμαι σχεδόν σίγουρος πως θα το αγοράσετε. Και μην λυπάστε τα έξοδα. Το βιβλίο είναι απολύτως προσιτό σε όλους. Κοστίζει γύρω στα τρία ευρώ, αμελητέο ποσό για αυτό που μας διδάσκει. Το παρήγγειλα αρκετές φορές για να το δωρίσω σε φίλους... Ομοίως μπορείτε να επιμείνετε λιγάκι σε αυτό το θέμα. Πιστέψτε με, δεν θα το μετανιώσετε. Θα κλείσω με τα καυστικά λόγια του Ρένου Αποστολίδη, καυστικά προς το ίδιο του το έργο, έτσι όπως αυτός τα έγραψε στον επίλογο της περίληψης του βιβλίου του στο οπισθόφυλλο. «Λέω λοιπόν: Για διαβάστε Αρχαίους μας, και αφήστε τώρα τους τόσους ατάλαντους που γράφουν σήμερα!.. Αρχαίους! Αρχαίους!.. Π ρ ώ τ ε ς ποιότητες! Μη χάβετε δεύτερα πράγματα!». --
Ρένος Αποστολίδης
13
αντί × λόγου
διήγημα
Θανάσιμη έλξη Περπατούσα μοναχικά, μ’ ένα καλοκαιρινό λευκό φόρεμα, μέσα σε αρχαία ερείπια· ακατέργαστη γη, γύρω μου, ακατέργαστη εκτεθειμένη ψυχή μέσα μου. Έψαχνα αυτό που δεν είχα βρει ακόμα ό,τι και αν ήταν αυτό… Η αέρινη μορφή με κυνηγούσε, δεν μπορούσα να την πιάσω, να την σταθεροποιήσω στα μάτια μου. Με τραβούσε η έλξη της και μια αχαλίνωτη δυνατή αίσθηση από άλλους χρόνους. Χανόμουνα, στροβιλιζόμουν στο ρυθμό της εξαφάνισής της, κρεμόμουν κυριολεκτικά από μια ακόμα εμφάνισή της. Ξαφνικά από τον ουρανό αναδύθηκαν κάτι πελώρια μαύρα σύννεφα, ένιωθα πως θα με τυλίξουν, θα με αγκαλιάσουν, θα με ποθήσουν. Και τότε τον είδα, είδα τη μουντή σκιά του, σχεδόν θαμπή μες στο ρεαλισμό της ημέρας. Ήταν ξανθός και το πρόσωπό του ήταν λευκό, τα γαλανά του μάτια ένιωθα ότι έβλεπαν μέσα μου αλλά ταυτόχρονα και σ’ ένα πεδίο απεραντοσύνης, πέρα από μένα… Τυλιγμένος σ’ ένα μαύρο χιτώνα, που κάλυπτε όλο του το κορμί, ήταν ακίνητος, τόσο απροσδιόριστος… Τα σύννεφα χαμήλωναν, μαύριζαν όλο και πιο πολύ, σαν τον χιτώνα του· άπλωσε τα πελώρια χέρια του και τα κράτησε σαν άτλαντας. Μια ομίχλη απλώθηκε παντού, δεν μπορούσα να δω· οι μορφές γύρω μου σφραγίστηκαν, ο χρόνος σταμάτησε. Υπήρχε από πίσω μου μια αύρα που με τύλιγε· χάδια τύλιγαν το κορμί μου, το λαιμό μου, φιλιά τα στήθη μου. Αναρρίγησα, μια μαγεία πνοής διαπότισε τη σάρκα μου, καυτά… Ήθελα να τον κοιτάξω. Προσπάθησα να φέρω το πρόσωπό του απέναντι από το δικό μου, μα δεν με άφηνε. Επέμενε να με φιλάει στο λαιμό τυλίγοντάς με από πίσω, σφιχτά. Άρχισα να παραλύω, αφηνόμουν στη δίνη του κορμιού του όλο και πιο πολύ… Προσπαθούσα να ξεγλιστρήσω από την ελκυστική του δύναμη που ολοένα μεγάλωνε… δεν ξέρω γιατί, αλλά τα σύννεφα με πλησιάζουν, μια ακαθόριστη αίσθηση φόβου με κυριεύει όλο και πιο πολύ.
14
αντί × λόγου
διήγημα
Αισθανόμουν ένα πόνο στο πλαϊνό μέρος του λαιμού μου. Επιστράτευσα όλη τη δύναμή μου για να γλιστρήσω από τα αδηφάγα χέρια του και να γυρίσω να δω το πρόσωπό του. Άγγιξα το λαιμό μου με τις άκρες των δαχτύλων μου και μια σταγόνα αίμα είδα πάνω τους. Άρχισα να τρέμω… τα μισόκλειστα χείλη του έκρυβαν στις άκρες δύο άσπρα σημεία που γυάλιζαν στο μαύρο του φόντου. Με κοιτούσε με την ίδια βαθύτητα, τώρα ακόμα πιο σκοτεινά από ποτέ, γυάλιζαν επικίνδυνα. Ένιωσα έναν χτύπο μέσα μου, ακαριαία οι κόρες των ματιών του διαστάλθηκαν, κοκκίνισαν, γυάλισαν επικίνδυνα! Το κορμί μου πάγωσε, το δέρμα του πιο λευκό από ποτέ. Το φεγγάρι διαπέρασε ένα κενό συννέφων στο σκοτεινό ουρανό. Τότε αυτός άπλωσε ξανά τα χέρια του να μ’ αγγίξει, τύλιξα το φόρεμά μου πιο σφιχτά πάνω στο κορμί μου, τα χείλη μου είχαν μείνει μισάνοιχτα, βουβά, μελανιασμένα… Η αύρα του με ‘τραβούσε’ ξανά, ο ψυχρός αέρας της νύχτας έσυρε πίσω τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φωτίστηκε σε μια στιγμιαία λάμψη του φεγγαριού που τον διαπέρασε στιγμιαία. Ήταν πανέμορφος. Είχε το ωραιότερο πρόσωπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει ποτέ ο Θεός. ‘Η ο διάβολος. Το φεγγάρι συνέχιζε να τρέχει ανάμεσα στα άσπρα σύννεφα του νυχτερινού ουρανού. Τα κύματα της γοητείας του έπνιγαν μέσα μου την αίσθηση του φόβου, τη συνέθλιβαν. Ήταν καταλυτικό αυτό το βαθύ, σκληρό του βλέμμα, τα χείλη του με μια υποψία αίματος στο εσωτερικό τους καθώς ανέμιζε ο μαύρος χιτώνας σε μια παρουσία σχεδόν άυλη, μυθική… Οι αποστάσεις των σωμάτων μηδενίστηκαν, δεν είχα πια δική μου υπόσταση, μύριζε ξανά τη σάρκα μου. Η μικρή σχισμή στο λαιμό μου, άφηνε μια σταγόνα αίμα να κυλάει αργά, ως κάτω… Έπρεπε να ξεφύγω· ήταν η ίδια η έλξη του ίδιου του πόνου, του ίδιου του φόβου· μύριζα το θάνατο και αυτός γευόταν το αίμα μου. Πάλευα με την δύναμή του.
15
διήγημα
αντί × λόγου
Η ευθραυστότητά μου κατάφερε να ξεγλιστρήσει προς στιγμήν από τη δυναμική της έλξης του. Ήταν σαν να είχα υπνωτιστεί ή ναρκωθεί. Έβλεπα όσα γίνονταν αλλά σαν να μην τα αισθανόμουνα μέσα από το σώμα μου, σαν να ‘μουνα παρατηρητής του ίδιου μου του εαυτού. Μου μετέδωσε μια αίσθηση απεραντοσύνης, ένιωθα να συντρίβεται η ψυχή μου καθώς άγγιζα το αίμα στο λαιμό μου. Ήθελα να τον παρακαλέσω να μη με αγγίξει ξανά, μα δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη· η φωνή μου πνιγόταν στο βουητό της νύχτας και έτσι με πλησίασε, η απελπισμένη μορφή του με λαχταρούσε ξανά. Τα υγρά μου μάτια τον ικέτευαν να φύγει και τον ποθούσαν ταυτόχρονα. Σαν εραστές που είχαν να ιδωθούν χρόνια και που δεν θα ξαναβλεπόντουσαν ποτέ, σμίξαμε τα σώματά μας σε μια τελευταία ένωση. Ένιωθα τον κόμπο στην ανάσα του καθώς πάλευε με τον εαυτό του να μη με δαγκώσει, κι ήταν σαν να λυπάμαι αυτή την αδηφάγα ανάγκη του. Ήταν η ίδια η πεμπτουσία του πάθους του που πάλευε με την επιθυμία του για αφαίμαξη. Το κορμί του πονούσε, καθώς τα χείλη του μισάνοιξαν, και τα δύο σουβλερά του δόντια πίεζαν την σάρκα του λαιμού μου, πάλευαν να διεισδύσουν μέσα σ’ αυτήν και να κρατηθούν στην επιφάνεια ταυτόχρονα. Τον αισθανόμουν πάνω μου να σφαδάζει καθώς επιστράτευε όλη του την ψυχική δύναμη ν’ αντισταθεί, να μη ρουφήξει το αίμα μου ξανά. Δεν είχα πλέον το παραμικρό κουράγιο να τον διώξω, με έσφιξε τόσο πολύ πάνω του που ένιωσα για μια στιγμή σαν πορσελάνη που θα θρυμματιστεί· λίγο πριν με πετάξει με όλη του τη δύναμη μακριά, τινάζοντας το κορμί μου στο έδαφος. Προσπάθησα να συρθώ κάτω από τα πόδια του, μα έβλεπα τη μορφή του ν’ απομακρύνεται, να χάνεται όλο και πιο πολύ στο βάθος, να μ’ εγκαταλείπει· παίρνοντας μαζί του και την τελευταία ρυτίδα πόνου λίγο πριν χαθεί από τα μάτια μου.
16
αντί × λόγου
διήγημα
Μια μέρα χιλιάδες αιώνες μετά, μια αυγή λίγο πριν χαθεί το χλωμό φεγγάρι στην αγκαλιά του λαμπερού ήλιου, ένα παράξενο όνειρο με ανάγκασε να ξυπνήσω ιδρωμένη, βίαια σχεδόν, από τον ύπνο. Πλησίασα προς το παράθυρο να τ’ ανοίξω για να μπει λίγο φως και μια ηλιαχτίδα εισέβαλε στο δωμάτιο, φώτισε τα σκεπάσματα του κρεβατιού μου. Πήγα να ξαπλώσω πλησιάζοντας το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι μα αυτό που είδα πάνω του με ξάφνιασε: δύο μεγάλες κατακόκκινες σταγόνες αίμα! Σηκώθηκα αναστατωμένη και άνοιξα διάπλατα τα παραθυρόφυλλα, ο ήλιος έλουσε όλη την κρεβατοκάμαρα και τότε έτρεξα πίσω να δω αν όντως επρόκειτο για αίμα. Και ήταν. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ταχύτερα γιατί καθώς άγγιζα το λαιμό μου ψηλάφισα δύο μικρές σχισμές και έπειτα είδα τα δύο μου δάχτυλα να έχουν από μια σταγόνα αίμα πάνω τους το καθένα. Μια αίσθηση καταλυτική που χάνεται στους αιώνες με τύλιξε ξανά και τότε σαν οφθαλμαπάτη η μορφή του μπρος στα μάτια μου πρόβαλε. Έτρεξα να τον αγγίξω προς το μπαλκόνι όπου στεκόταν, μα μόλις έφτασα εξαφανίστηκε. Έμεινα εκεί αποσβολωμένη, το βλέμμα μου πλανιόταν στο απέραντο του ουρανού, μια ανατριχίλα διαπέρασε την σπονδυλική μου στήλη. Μια αύρα, κάτι ακαθόριστα υπαρκτό… τον αισθανόμουν να τυλίγει το κορμί μου ξανά, εκείνη την υπνωτιστική κατάσταση, σαν να με αγκαλιάζει και η ανάσα του να κυλάει πάνω στην επιδερμίδα μου… Άγγιξα το λαιμό μου ψάχνοντας την σχισμή, σαν να ήθελα να τη βρω εκεί, σαν να λαχταρούσα να την αγγίξω, ως ένα κομμάτι δικό του πάνω μου, το μοναδικό που είχα απ’ αυτόν. Μα, προς μεγάλη μου έκπληξη το δέρμα μου τώρα ήταν εντελώς λείο, δεν υπήρχε πλέον κανένα σημάδι. Κι όμως τον ένιωθα ακόμα να με τριγυρίζει, αγαλλίαση με πλημμύρισε, το χαμόγελο χαράχτηκε πλατύ πάνω στα χείλη μου, καθώς η παρουσία του με κύκλωνε μέχρι που σιγά σιγά με εγκατέλειπε και το φάντασμά του χανόταν, απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ… Έμεινα να αγναντεύω το αχανές του ορίζοντα με μια αίσθηση χαρμολύπης μέσα μου… --Χαλιανδρού Χριστίνα
17
στραβό κάδρο
αντί × λόγου
γράφει ο Θοδωρής Τσαφής Βιβλιοφάγος Κάθομαι στο δωμάτιό μου. Ένα λιτό και συμμαζεμένο νεανικό δωμάτιο με ένα κρεβάτι στη μια του πλευρά και απέναντί του ένα γραφείο και μια μεγάλη άσπρη ντουλάπα. Έχω και μια γεμάτη βιβλιοθήκη δίπλα από την πόρτα που είναι το πιο αγαπημένο μου σημείο στο χώρο. Όταν κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν έχω να κάνω κάτι, όπως αυτήν εδώ την στιγμή, κλείνομαι στο δωμάτιό μου, ανοίγω τις κουρτίνες και διαλέγω ένα από τα βιβλία μου. Ανοίγω μετά το ραδιόφωνο-ξυπνητήρι, χαμηλά ίσα-ίσα να ακούγεται ο αγαπημένος μου σταθμός, που δεν παίζει καθόλου διαφημίσεις και σποτάκια, παρά μόνο παλιά καλή μουσική, και βυθίζομαι ολοκληρωτικά στον κόσμο του βιβλίου. Η βιβλιοθήκη μου θεωρώ πως είναι μια αντανάκλαση του εαυτού μου όπως όταν στέκομαι μπροστά από έναν καθρέφτη. Θέλω να έχω αυτήν την παράξενη σχέση μαζί της γι’ αυτό της έχω δώσει την εξής μορφή. Στο κάτω κάτω ράφι έχω βάλει όλα τα πρώτα μου «βιβλία» ή καλύτερα τα πρώτα παραμύθια μου, όσα τέλος πάντων κατάφεραν να αντέξουν στην καταστροφική όρεξη και τις μουτζούρες ενός μικρού παιδιού. «Ο παπουτσωμένος γάτος», «Η χιονάτη», «Ο κοντορεβιθούλης», «Τα 7 κατσικάκια», «Τα 3 μικρά λυκάκια», «Η κοκκινοσκουφίτσα», ένα αλφαβητάρι και ένα σωρό άλλα το ένα δίπλα στο άλλο. Το καθένα γεμάτο από ζωγραφιές με έντονα χρώματα και δύο το πολύ τρεις γραμμές στην κάθε σελίδα του. Στο επόμενο ράφι έχω βάλει αρκετά από τα πρώτα μου κόμικς - έχοντας μεγαλώσει λίγο άφησα τα παραμύθια και ξεκίνησα να διαβάζω κόμικς. «ΠΟΠΑ Ÿ», «ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ», «ΜΑΧΗ», «ΛΟΥΚΙ ΛΟΥΚ», «ΜΠΛΕΚ» «ΜΙΚΥ» και ό,τι άλλο αγόραζα με το χαρτζιλίκι μου από τα περίπτερα. Μετά από λίγα χρόνια ανέβηκα ένα ράφι πιο πάνω γεμίζοντάς το με τα βιβλία του Ιούλιου Βερν, του πρώτου συγγραφέα που αγάπησα, μαζί με κάποια άλλα πολύ πλατιά βιβλία με ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας, της Οδύσσειας, της Ιλιάδας, των περσικών πολέμων, με εξαιρετική εικονογράφηση όλα τους. Όταν ήμουν ύστερα στο γυμνάσιο και στο λύκειο, λόγω των πολλών μαθημάτων δεν προλάβαινα να διαβάζω πολλά βιβλία, παρόλα αυτά στο ράφι εκείνης της περιόδου έχω βάλει τον Δον Κιχώτη, τον Μομπί Ντικ, τον Σέρλοκ Χόλμς, τους 3 σωματοφύλακες, τον Τομ Σόγιερ. Θεωρούσα τότε ότι είχα κάνει ένα μεγάλό βήμα στη ζωή μου γιατί πια διάβαζα βιβλία χωρίς εικόνες, πραγματικά σπουδαίο κατόρθωμα, βιβλία χωρίς εικόνες - μόνο με κείμενο σίγουρα είχα μπει πια στο κόσμο των μεγάλων ανθρώπων. Μετά το λύκειο και αφού είχα πάρει την ιδιότητα του φοιτητή μ’ έπιασε μια μεγάλη μανία για διάβασμα. Ένιωθα τεράστια δίψα για γνώση και πληροφορία, έπρεπε να κερδίσω το χαμένο έδαφος των προηγούμενων χρόνων. Πώς; Διαβάζοντας καθετί που θεωρείται κλασικό στη λογοτεχνία. Κάφκα, Χέμινγουεϊ, Όργουελ, Σαμαράκης, Καζαντζάκης. Τα ράφια της βιβλιοθήκης μου βαστάνε μεγάλο βάρος από εκείνα τα βιβλία. Επιπλέον χρειάσθηκε ακόμα και να ψηλώσω τη βιβλιοθήκη μου φτιάχνοντας επιπλέον ράφια για να χωρέσουν όλα τα νέα μου αναγνώσματα.
18
αντί × λόγου
στραβό κάδρο
Ταυτόχρονα μέσα μου άρχισε να σχηματίζεται κάτι μοναδικό. Έδειχνα προτίμηση σε κάποια συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη. Έγινα πιο επιλεκτικός, διάλεγα βιβλία κυρίως φαντασίας και τρόμου. Ακόμα και τώρα τα πιο αγαπημένα μου βιβλία είναι κάποια από αυτά των Φίλιπ Ντικ, Πόε, Λάβκραφτ, Γκίμπσον, Μπάρκερ, Λάιμπερ, Ντάνσανι. Στα ράφια του σήμερα προσθέτω συχνά δικά τους βιβλία. Στη βιβλιοθήκη μου υπάρχουν και κάποια γεμάτα ράφια με κάπως αντιφατικούς τίτλους βιβλίων. Το λέω αυτό γιατί ενώ έψαχνα φιλοσοφικά βιβλία, με γνώσεις που θα με βοηθούσαν να καταλάβω τον κόσμο, ταυτόχρονα με τραβούσαν και κάποια «παραφιλολογικά» βιβλία με εξωφρενικούς τίτλους. Σε αυτά τα ράφια λοιπόν ο Πλάτωνας, ο Πλούταρχος, ο Ηράκλειτος, ο Χομπς και ο Καντ συγκατοικούν με τα «Εξωγήινοι: το απόλυτο βιβλίο», «Ατομική βόμβα στην αρχαία Ελλάδα» «Μαγειρική με τελετουργική μαγεία», «Τηλεπάθεια και Κουγκ Φου», «Καμπάλα: ο τρόπος για να βγάζεις λαγό από το καπέλο» και το «Ars Magna et Ultima». Μπορεί να ακούγεται τρελό αλλά πιστεύω ότι και τα δύο παραπάνω είδη βιβλίων προσφέρουν ποιοτική γνώση. Θυμάμαι και ένα κινέζικο ρητό που διάβασα κάποτε το οποίο λέει ότι: «Ένας σοφός άνθρωπος μπορεί να μάθει περισσότερα πράγματα από ένα τρελό πάρα ένας τρελός από έναν σοφό». Νομίζω ότι η ιδιαίτερη σχέση με τη βιβλιοθήκη μου είναι ακόμα πολύ νέα, θα συνεχίζω να τη μεγαλώνω ακόμα και αν χρειαστεί να γκρεμίσω τους τοίχους ή να αγοράσω μια μικρότερη ντουλάπα.
v Σήμερα το βιβλίο που διάλεξα να διαβάσω το είχα διαβάσει παλιότερα. Ονομάζεται: «Όσα πραγματικά πρέπει να ξέρω τα έμαθα στο νηπιαγωγείο – ασυνήθιστες σκέψεις για καθημερινά πράγματα» και το έγραψε ο Robert Fulghum. Η αλήθεια είναι ότι δεν το βρίσκω σπουδαίο βιβλίο, αν και είναι παγκόσμιο best seller, μα μου αρέσει πολύ ο τίτλος του. Αυτός ήταν και ο λόγος που το αγόρασα, ο ευρηματικός τίτλος του. Διαβάζοντάς τον μου ήρθαν στο νου αναμνήσεις από τα πολύ παιδικά μου χρόνια. Σίγουρα το πιο ευτυχισμένα χρόνια της μέχρι τώρα ζωής μου, γιατί; Γιατί, τότε ήμουν ακόμα νέος στον κόσμο, δεν καταλάβαινα και ούτε ήθελα να καταλάβω τις υποθέσεις των μεγάλων. Τότε υπήρχε μόνο το παιχνίδι, διασκέδαζα με το παραμικρό, γύριζα γύρω γύρω από τον εαυτό μου μέχρι να ζαλιστώ, κρεμόμουν ανάποδα από τα κάγκελα, κρυβόμουν κάτω από τα κρεβάτια και μέσα στις ντουλάπες, έφτιαχνα ρομπότ και διαστημόπλοια με κουτιά. Η απόλυτη ξεγνοιασιά. Η βασική ιδέα του βιβλίου είναι να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, γραμμένο με πολύ απλό και άμεσο τρόπο. Πιθανόν, αν κάνετε τον κόπο να του ρίξετε μια μάτια, να βρείτε μια ενδιαφέρουσα ιστορία μέσα του. --
19
είσαι
αντί × λόγου γράφει η Άννα-Νεφέλη Κακουλίδη
Åßóáé åõôõ÷éóìÝíïò; Ρώτα κάποιον: «Είσαι ευτυχισμένος;» Όχι πόσο. Αν είναι. Απλά πράγματα. Αν τον πετύχεις σε καλή φάση, θα σε κοιτάξει χαμογελώντας με αυτοπεποίθηση. Ίσως ρουθουνίσει κιόλας σαν να γελάει. Εσύ όμως να επιμείνεις. «Είσαι ευτυχισμένος;» Θα ξεφυσήξει. Πριν απαντήσει, θα κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι, πιστεύω…μάλλον. Δηλαδή εντάξει, δεν είμαι και δυστυχισμένος.» Γνωστό το κόλπο. Δεν είμαι το ένα, άρα είμαι το άλλο. «Δηλαδή; Έχεις όλα όσα θα ήθελες να έχεις; Είσαι ευχαριστημένος με τη ζωή σου μέχρι αυτή τη στιγμή;» «Ε καλά, δεν είπα κι αυτό.. ε τι να σου πω. Μάλλον όχι. Ή μάλλον... δεν ξέρω. Ίσως.» Και φτάσαμε επιτέλους στο ρημάδι το ίσως. Το οποίο θα το ονομάσω ο φόβος του να είσαι σίγουρος. Το όχι είναι απόλυτο, αλλά αυτόματα είναι και κάποια συνειδητοποίηση, λες ώπα, δεν είμαι καλά, ωχ, πως δεν το είχα καταλάβει; Και τι να κάνω όμως για αυτό; Τίποτα δεν γίνεται… μάλιστα, είμαι δυστυχισμένος. Ωραία. Το όχι είναι επικίνδυνη λέξη. Σου δείχνει το τέρμα. Εδώ ήταν φωνάζει, ως εδώ μας κορόιδεψες, καιρός να το πάρεις χαμπάρι. Από τη στιγμή που ομολογείς όχι, ομολογείς την ήττα σου, ίσως και τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν θα αλλάξει πια. Γιατί ελάχιστοι τολμούν να πουν στον εαυτό τους όχι, αλλά από αύριο θα είναι αλλιώς και θα φροντίσω εγώ για αυτό. Το αποφεύγουν. Κάνουν πως δεν μπορούν. Το ναι από την άλλη, είναι ταλαντευόμενο. Λες ναι, και εννοείς ναι. Τώρα. Ή μήπως δεν εννοείς; Τι σημαίνει ευτυχία; Υπάρχει μέση ευτυχία; Κάποιος λέει ότι είναι ευτυχισμένος επειδή κέρδισε στον τάδε διαγωνισμό. Λογικό. Είναι δυνατόν εγώ να λέω ότι είμαι ευτυχισμένος επειδή σήμερα βγήκα για βόλτα μέχρι τη λίμνη και χάζεψα τις πάπιες; Πώς είναι δυνατόν να είναι αυτό το πράγμα ευτυχία; Του άλλου είπαμε, είναι. Αλλά εγώ;;; Και ονομάζοντας ευτυχία τη βόλτα μου, πως θα ονομάσω για παράδειγμα τη γέννηση του παιδιού μου; Την πρώτη μου προαγωγή στη δουλειά; Τον έρωτα που θα αισθανθώ αύριο; Οπότε, το αποφεύγεις και αυτό. Πρώτα θα σου έρθει να πεις ναι, όταν αναρωτηθείς αν είσαι ευτυχισμένος. Μετά θα έρθει να κολλήσει το όχι, αλλά θα φύγει γρηγορότερα από το ναι. Και τέλος το ίσως. Ακίνδυνη λέξη. Ίσως το ένα, ίσως το άλλο. Νομίζω. Ενέχει αυτό το νομίζω αυτό το φόβο του τι θεωρούν οι άλλοι για σένα ή πώς συγκρινόμενος μαζί τους σχηματίζεις την πεποίθησή σου. «Ε, εγώ νομίζω ότι ίσως είμαι ευτυχισμένος.» Είναι δική μου γνώμη, ενδεχομένως δεν είναι σωστή, και υπάρχει μία πιθανότητα να ισχύει η ευτυχία μου… Πες ναι. Πες ναι, και ας χαίρεσαι για το ότι η γάτα σου γέννησε εφτάδυμα. Γιατί πρέπει να δίνεις λογαριασμό στους άλλους και στον εαυτό σου για το τι σου προκαλεί ευτυχία; Σταμάτα να ζυγίζεις τα πράγματα. Δεν υπάρχει σημαντική ή ασήμαντη. Υπάρχει ευτυχία σκέτο. Έχει εκφάνσεις, σύμφωνοι. Μπορεί να υπάρξει και μεγαλύτερη, και μικρότερη. ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ
20
αντί × λόγου
Τι είναι η χαρά; Κάτι πιο σύντομο από την ευτυχία; Ωραία, και αν τη βαφτίσεις ευτυχία τι έγινε; Φοβόμαστε τις λέξεις. Τη σημασία και τη βαρύτητά τους. Σαν να είναι κάποιος εκεί γύρω, πίσω από την πλάτη μας, ή καλύτερα σκαρφαλωμένος πάνω της, και να καταγράφει σε ένα παλιό τεφτέρι κάθε λέξη που θα πούμε. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Γέρο, ανήμπορο να περπατήσει, γραπωμένο με τα γόνατά του από τα πλευρά μου. Κρατάει ένα φθαρμένο μολύβι που το ξύνει ανά τακτά διαστήματα, και φοράει γυαλιά πρεσβυωπίας. Σαν να ακούω τον ήχο του μολυβιού πάνω στο χαρτί. Κρατς, κρατς. «Είσαι ευτυχισμένος;» «Εεε..» Ο γέρος σταματάει να γράφει. Ακούει προσεχτικά, μην του ξεφύγει λέξη. «Ίσως.» Τρίβει ικανοποιημένος το μούσι του καθώς σημειώνει την απάντηση. Ό,τι πεις θα κριθεί. Όχι από το Θεό, αν δεν πιστεύεις σε αυτόν. Αλλά θα κριθεί. Από αυτό το άγνωστο που ονομάζουμε ζωή; Έστω και από αυτό. Θα κριθεί και θα ζυγιστεί.
ευτυχισμένος;
πει:
Και ο γέρος, αφού ακούσει το ναι ή το όχι σου, θα
«Λες πως δεν είσαι ευτυχισμένος; Και τι να πει εκείνο το παιδάκι στην Μπιάφρα που πεινάει; Πάρε μία δυστυχία να δεις τι είναι. Λες πως είσαι ευτυχισμένος; Χα χα, πολύ εύκολος είσαι του λόγου σου. Ωραία λοιπόν, καιρό τώρα είσαι σε αυτή την κατάσταση. Πάρε μια δυστυχία να ξεμάθεις λίγο από τα εύκολα.» Οπότε, ίσως. Εντάξει, είναι η εύκολη λύση. Αναρωτήθηκες όμως ποτέ μήπως μετά βάζεις τον εαυτό σου σε αυτή την κατάσταση; Πας να ξεγελάσεις το γέρο και πέφτεις ο ίδιος στη λούμπα. Τα ψέματα είναι πολύ καλύτερα και πιο πιστευτά όταν τα ζούμε εμείς οι ίδιοι. Μπαίνεις λοιπόν στην κατάσταση του ίσως. Ολόκληρη η ζωή σου είναι ένα αδιάφορο, νερουλιασμένο ίσως. Χωρίς εντάσεις, χωρίς πάνω κάτω. «Δεν ξέρω, ίσως.» Ζήσε επιτέλους. Άσε τον εαυτό σου να ζήσει. Δεν είσαι από ζάχαρη να λιώσεις από τα δάκρυα της δυστυχίας σου. Ούτε θα καείς από την ακτινοβολία της ευτυχίας σου. Γεννήθηκες αρκετά δυνατός και για τα δύο. Αυτός είναι ο σκοπός σου, για αυτό ήρθες στον κόσμο. Για να ζήσεις. Είναι η μοναδική δουλειά που σου ανέθεσαν και εσύ την κλωτσάς και την υποβιβάζεις για χάρη του γέρου και των άλλων. Για χάρη του ίσως. Κάνε μια αρχή και πες μπορεί. Μπορεί και να είμαι ευτυχισμένος. Μπορώ να γίνω. Και μετά τόλμα. Πέρνα στο όχι. Στο ναι. Τίποτα δεν είναι μόνιμο, όλα ανήκουν στο παροδικό. Καλά. Αλλά και κακά. Πρέπει λοιπόν να έχουν την αξίωση να τα ονομάσεις. Μήπως και τα αλλάξεις. Μήπως και τα ζήσεις. --
21
όλα είναι
αντί × λόγου
γράφει ο Αντώνης Γιαννόπουλος Τικ τελεία Τακ τελεία Τικ τελεία Τακ. Χρόνος. Τέλεια. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί έχουμε την ανάγκη να ορίσουμε την έννοια του χρόνου; Γιατί ακόμη κι αν δεν μπορούμε να την ορίσουμε πασχίζουμε να το κάνουμε; Γιατί πιστεύουμε και προσπαθούμε να αποδείξουμε πως είναι απλώς άλλη μια διάσταση στην οποία μπορούμε να κινηθούμε εξίσου ελεύθερα όπως στις άλλες τρεις; Ε λοιπόν να που ήρθε η ώρα να το κάνετε. Αρχικά ας σκεφτούμε ποια είναι η ροή της έννοιας που χαρακτηρίζουμε χρόνο. Ορίζεται ως το διάστημα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Γιατί όμως να μη συμβαίνει το αντίθετο; Ποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως η ροή δεν είναι για μας σχετική και στην πραγματικότητα (αν φυσικά υπάρχει κι αυτή) δεν είναι αντίθετη;
Αν υποθέσουμε πως ο χρόνος είναι η παραπάνω ευθεία γραμμή και η ροή του είναι το βελάκι, τότε προς τα πού είναι το παρελθόν και προς τα πού το παρόν; Αν υποθέσουμε επιπλέον πως η μεγάλη έλλειψη είμαστε εμείς και ο κόσμος μας όπως τον ξέρουμε, και η μικρή είναι ένας εξωτερικός παρατηρητής, τότε δεν είναι απόλυτα φυσιολογικό ο εξωτερικός παρατηρητής να μπορεί να δει το σύνολο αυτού του πράγματος που ονομάζουμε χρόνο; Θα μπορούσε να είναι κάτι σαν το Θεό. Σωστά; Όμως αυτό είναι ένα άλλο θέμα, ας παραμείνουμε στο χρόνο. Όταν λέμε χρόνο εννοούμε συνήθως την ώρα στα ρολόγια μας, τη μέρα, τη βδομάδα και τα συναφή. Με λίγα λόγια λέμε χρόνο το τελείως σχετικό διάστημα που χρειάζεται η γη για να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο. Πολύ ωραία. Αυτό σημαίνει πως αν σταματήσω τη γη θα σταματήσω και το χρόνο; Ή πως αν αρχίσω να τρέχω πιο γρήγορα από αυτήν θα ταξιδέψω στο χρόνο; Μη γελάτε το έχει κάνει ο Superman στη 2η ταινία του νομίζω.
22
αντί × λόγου
σχετικά
Πριν από μερικά χρόνια κάποιος κουλ τύπος με κάτασπρη, ανεμοδαρμένη αφάνα, ο οποίος δεν ήξερε γρι μαθηματικά είπε κάτι σχετικό για τη σχετικότητα το οποίο δεν ξέρω βέβαια καθότι άσχετος. Θυμάμαι όμως ένα παράδοξο, καθότι κι εγώ ο ίδιος εκεί συγκαταλέγομαι. Ο χρόνος, λέει ο τυπάς, είναι σχετικός, άρα αν ένας δίδυμος φύγει με ένα διαστημόπλοιο που χώνει γκάζια και χτυπάει ταχύτητες φωτός και γυρίσει μετά από χρόνια δε θα έχει γεράσει όσο ο αδελφός του που θα μείνει στη γη. Άκου τι είπε ο τυπάς. Τα σάρωσε όλα! Εγώ όμως λέω το εξής: εφόσον ο χρόνος είναι σχετικός, γιατί να μη γυρίσει γηραιότερος από ό,τι ο αδελφός του; Τελοσπάντων, τι να λέμε τώρα; Είναι όπως αυτό που μου είπε ένας συνάδελφος παύλα φίλος κάποτε: «Αντώνη», μου λέει «πως είναι δυνατόν ρε συ το πρωινό της Δευτέρας να μην περνάει με τίποτα στη δουλειά; Κάθε πέντε λεπτά είναι λες και πέρασε μια ώρα». Τον κοιτούσα κι εγώ και κουνούσα το κεφάλι μου. Και τώρα που ανάφερα δουλειά θυμήθηκα και κάτι ακόμα. Πόσες φορές έχετε ακούσει τη φράση «μακάρι η μέρα να είχε 25 ώρες»; Εγώ λέω γιατί να μην είχε 32; Ναι όπως το ακούτε. Δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο, απλά μαθηματικά είναι. 24 ώρες επί 60 λεπτά η ώρα ίσον 1440, ενώ 1440 διά 32 ίσον 45. Δηλαδή κάνουμε την ώρα 45λεπτη και κερδίζουμε ένα επιπλέον οχτάωρο. Γιατί όχι; Γιατί διαβάζετε με αμφιβολία αυτές τις σκέψεις; Άλλωστε ακόμη και τα 60 λεπτά της ώρας είναι σχετικά, έτσι δεν είναι; Δεν θα μπορούσαμε να είχαμε ορίσει το λεπτό να κρατάει λιγότερο και άρα τα 60 νέα λεπτά να καλύπτουν ίδιο χρονικό διάστημα με τα παλιά 45; Έτσι κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά και θα μπορούσαμε να δουλεύουμε ένα οχτάωρο, να κοιμόμαστε ένα οχτάωρο, να καλύπτουμε τις άλλες υποχρεώσεις μας στο τρίτο οχτάωρο και θα έμενε άλλο ένα για κάνουμε πράγματα που πραγματικά θα θέλαμε. Τι κι αν ο χρόνος είναι λιγότερος. Είναι σχετικό γιατί θα φροντίζαμε να κάνουμε και τις δουλειές μας γρηγορότερα, θα μαθαίναμε να κοιμόμαστε λιγότερο και τα αφεντικά μας θα μας έπρηζαν λιγότερο. Είναι όλα σχετικά τελικά!
--
23
αντί × λόγου
διήγημα
Σκληρές αναμνήσεις
Μια ιστορία από τη ζωή του Φαίδωνα. «Είναι κάτι που έκανα από μικρό παιδί. Το να πετάω πέτρες στο νερό εννοώ. Εκείνες τις πλακουτσωτές πέτρες που μοιάζουν με πατικωμένα αυγά. Να τις πετάω με τέτοιον τρόπο ώστε να κάνουν αλματάκια. Μου αρέσουν οι ασύμμετρες αναπηδήσεις τους, ο ήχος που βγάζουν σκάζοντας φαλτσαριστά στην επιφάνεια, η επιβράδυνσή τους και τέλος η βύθισή τους. Μου αρέσει ακόμα και ο τρόπος που αγγίζουν τον πάτο του βυθού. Δεν μπορώ φυσικά να τον δω, αλλά τον φαντάζομαι. Αργά αργά να βυθίζονται και να σκάνε στο εύθραυστο ανάγλυφό του και γύρω τους να απλώνεται σαν παραπέτασμα καπνού η απαλή σκόνη του. Μπορεί να θεωρείται χάσιμο χρόνου από πολλούς, αλλά αυτό το χάσιμο χρόνου με άγγιζε -και με αγγίζει ακόμα- με έναν ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχει ένα δέσιμο με αυτή μου την ασχολία. Το συνειδητοποίησα εκείνη την περίοδο που προσπαθούσα να προσαρμοστώ στο νέο τόπο όπου είχα φτάσει. Έκανα διάφορες δουλειές για να επιβιώσω μαθαίνοντας παράλληλα και τη γλώσσα. Λαντζιέρης, μπογιατζής, χαμάλης, καθαριστής, φύλακας, ακόμα και παλιάτσος σε παιδικά πάρτυ. Και σε μία από αυτές τις δουλειές -ως βοηθός υδραυλικού- ανακάλυψα ένα μέρος που μου ξαναθύμισε την παιδική μου «ασχολία». Η ρίζα όμως της αιτίας που με έκανε να επισκέπτομαι συχνά αυτό το μέρος, αναδύθηκε ύστερα από αρκετές επισκέψεις και κατόπιν ενός περίεργου περιστατικού, εφάμιλλου αυτών που με ακολουθούσαν πάντοτε στη ζωή μου. Ήταν μια αρρώστια που προσβάλλει όλους τους μετανάστες που εξαναγκασμένοι ζούνε μακριά από τον τόπο τους. Και εγώ ως οικονομικός μετανάστης, αναπόφευκτα, την είχα κολλήσει. Διότι στο χωριό, αυτός ο περίεργος τρόπος που πλατσούριζε η πέτρα, μου άρεσε γιατί με έκανε να ταξιδεύω με τη φαντασία μου σε διάφορα μέρη. Κάθε ρυάκι, λιμνούλα ή παραλία με έστελνε και κάπου αλλού. Κάθε μέρος ήταν και ένας διαφορετικός προορισμός, άμεσα συνδεδεμένος με το τοπίο γύρω του. Το ρυάκι που περιβαλλόταν από πυκνή βλάστηση με έστελνε σε μια ζούγκλα, το σημείο του ποταμού που είχε πολύχρωμα λουλούδια γύρω του με ταξίδευε σε μια τροπική χώρα, η παραλία με την ψιλή άμμο με μετέτρεπε σε ναυαγό της ερήμου. Και κάθε παφλασμός της πέτρας ήταν και μια περιπέτεια σε αυτά τα μέρη. Αλλά το συγκεκριμένο μέρος, ξαναθυμίζοντάς μου τον τρόπο που ταξίδευα με τη φαντασία μου σε όλο τον κόσμο όταν ήμουν παιδί, με την πρώτη πέτρα που πέταξα γέμισε και ένα κενό μέσα μου. Και το γέμισε με μια φλόγα. Με τη φλόγα αυτής της αρρώστιας. Και το περιστατικό που με έκανε να ανακαλύψω το μέγεθος που είχε προσβάλει και εισβάλει στη σκέψη μου και στο μυαλό μου αυτή η φλόγα, είναι αυτό που θα σας διηγηθώ στη συνέχεια.
Όπως προείπα, ήταν τότε που δούλευα ως βοηθός υδραυλικού. Δεν είχα πολλές μέρες που είχα ξεκινήσει, αλλά το είχα πάρει ζεστά μιας και σαν κηπουρός -η προηγούμενη δουλειά μου- δεν είχα ιδιαίτερη επιτυχία. Άλλωστε το αφεντικό μου ήταν πολύ καλό, τα λεφτά επίσης καλά και το επάγγελμα μου ταίριαζε, τουλάχιστον περισσότερο από κάποια άλλα… Η δουλειά ήταν εξωτερική και από την πρώτη κιόλας μέρα βγήκαμε στους δρόμους για να επισκεφτούμε πελάτες. Απλούς ανθρώπους με απλά προβλήματα, που όμως χρειάζονταν λύση, όπως βρύσες που έτρεχαν και βουλωμένους σωλήνες. Για αρχή, μονάχα κοιτούσα και άκουγα τις οδηγίες του αφεντικού μου. Άρχισα όμως να μπαίνω στο νόημα με γοργούς ρυθμούς και έτσι προσαρμόστηκα σχεδόν αμέσως. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που εντυπωσίασα το αφεντικό μου. Όχι και κάτι δύσκολο για να πω την αλήθεια. Διότι ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος που εντυπωσιαζόταν με το παραμικρό, ακόμα και με το πώς άλλαζαν τα φώτα στα φανάρια των δρόμων από κόκκινα σε πράσινα. Αντικειμενικά όμως, τα πήγαινα πολύ καλά.
24
αντί × λόγου
διήγημα
Μάλιστα, με τη γρήγορη πρόοδό μου, τον έκανα να αναλάβει τελικώς μια δουλειά η οποία έμενε ανοιχτή για αρκετό καιρό, αλλά δεν είχε προσωπικό για να μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτήν. Δεν ήταν καμιά μεγάλη εργολαβία - αντιθέτως, ήταν ένας συνηθισμένος έλεγχος σωλήνων για τη ροή του νερού. Βρισκόταν όμως σε μια πλούσια γειτονιά και ήλπιζε μέσω αυτού του ελέγχου να μπορέσει να εισχωρήσει στον κύκλο της για να επωφεληθεί στο μέλλον. Έτσι ένα πρωί μπήκαμε στο μικρό γαλάζιο φορτηγάκι του αφεντικού μου και ξεκινήσαμε για το νέο -πλούσιο- πελάτη μας. Είχαμε φορτώσει το πίσω μέρος με διάφορα εργαλεία και ανταλλακτικά, διότι αν και αναλάβαμε τη δουλειά, δε γνωρίζαμε επακριβώς τι θα συναντούσαμε εκεί. Και το αφεντικό μου, ήθελε να κάνει καλή εντύπωση από την πρώτη κιόλας μέρα, λύνοντας όλα τα πιθανά προβλήματα που θα προέκυπταν. Το σπίτι βρισκόταν στην πλαγιά του βουνού. Κοντά στο κέντρο της πόλης μεν, αλλά σε μια δική του συνοικία. Έμοιαζε με προάστιο αλλά δεν ήταν. Όλα στηρίζονταν στη γεωγραφική δομή της περιοχής η οποία ήταν παραλιακή αλλά με το βουνό να εισχωρεί στην πεδιάδα σαν σφήνα. Έτσι οι πλαγιές του βρίσκονταν κοντά στο κέντρο μιας και η πόλη είχε αναπτυχθεί γύρω από αυτή τη σφήνα. Κατευθυνθήκαμε προς τα νότια μιας και το σπίτι ήταν χτισμένο από εκείνη την πλευρά του βουνού. Μπήκαμε σε μία από τις οδούς που ανέβαιναν προς την κορυφή και σταματήσαμε κάπου λίγο πιο πάνω από τη μέση της πλαγιάς. Από εκεί πάνω διέκρινες με ευκολία το λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι πομπώδεις ουρανοξύστες και η αντίθεση που αυτός έκανε με τα χαμηλά αλλά πολυτελή σπίτια στο σημείο που βρισκόμασταν, ήταν τόσο μεγάλη, που νόμιζες πως η εικόνα στο βάθος ήταν κάτι εντελώς αποκομμένο. Κάτι που δεν βρισκόταν στην ίδια πραγματικότητα, σαν ένα τεράστιο πανί κινηματογράφου όπου προβαλλόταν μια ταινία, και οι πλούσιοι κάτοικοι των πλαγιών να κάθονται αναπαυτικά στα σπίτια τους και να την παρακολουθούν. Το σπίτι του πελάτη μας ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία, περιτριγυρισμένη από δέντρα και έναν ψηλό κοκκινωπό μαντρότοιχο που ξεπρόβαλλε που και που μέσα από τη βλάστηση. Προχωρήσαμε ως την αυλόπορτα και πατήσαμε το κουδούνι. Μας άνοιξε ένας υπηρέτης και μας οδήγησε μέσα από ένα φιδογυριστό μονοπάτι στο πίσω μέρος του σπιτιού, εκεί όπου βρισκόταν ο ιδιοκτήτης. Χαιρέτισε με ένα κρύο χαμόγελο το αφεντικό μου, ενώ εκείνος, αντιθέτως, του έσφιξε δυνατά το χέρι. Άρχισαν τότε να συζητούν για το πρόβλημα ενώ εγώ είχα κρατήσει μια σχετική απόσταση. Από ό,τι άκουγα από μακριά, δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα στο σπίτι, αλλά κάπου αλλού, δεν μπορούσα να καταλάβω όμως πού. Μετά από λίγο είδα το αφεντικό μου να μου κάνει νόημα να τους ακολουθήσω και κατευθυνθήκαμε προς το τέρμα της πίσω αυλής. Όταν φτάσαμε, είδα πως εκεί υπήρχε μια μικρή όαση και στο κέντρο της υπήρχε μια τεχνητή λιμνούλα. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μας εξήγησε το πρόβλημά του αναλυτικά. Μας είπε πως είχε φτιάξει πρόσφατα αυτή τη μικρή όαση και πως αυτή αντικατόπτριζε με ακρίβεια το περιβάλλον ενός εξωτικού νησιού κάπου στο μέσο ενός άλλου, μακρινού ωκεανού. Το είχε επισκεφτεί το περασμένο καλοκαίρι και επειδή είχε εντυπωσιαστεί, αποφάσισε να δημιουργήσει κάτι παρόμοιο και στο σπίτι του. Είχε φέρει φυτά τα οποία ευδοκιμούσαν στο νησί αυτό -και τα οποία χρειάζονταν τρομερή φροντίδα για να επιβιώσουν σε ξένο κλίμα- όπως επίσης και πέτρες, τις οποίες είχε σκορπίσει τριγύρω, για να πετύχει το «χρώμα» του νησιού όπως είπε και ο ίδιος. Επίσης, τη λιμνούλα που βρισκόταν στο κέντρο, την είχε γεμίσει με βότσαλα τα οποία είχε φέρει και αυτά από τις λιμνούλες του νησιού. Άλλωστε αυτές οι λίμνες ήταν που τον είχαν μαγέψει. Τα βράδια, είχε πει, όταν το φως των αστεριών έπεφτε στην επιφάνεια αυτών των λιμνών, έκανε τα βότσαλα να μοιάζουν και αυτά με αστέρια. Και με τη δική του λιμνούλα και με τα συγκεκριμένα αυτά βότσαλα είχε να κάνει το πρόβλημά του.
25
διήγημα
αντί × λόγου Για να μένει καθαρή και να μην μένουν στάσιμα τα νερά της και μετατρέπονται σε βούρκο, είχε φτιάξει ένα σύστημα καθαρισμού. Αυτό το σύστημα για κάποιο λόγο δε λειτούργησε ποτέ σωστά, και κανείς μέχρι εκείνη την στιγμή δεν μπορούσε να το διορθώσει, με αποτέλεσμα η ροή του νερού στο πάτο της λιμνούλας να μην είναι σταθερή και έτσι όλα τα βότσαλα να μαζεύονται προς τον αγωγό που φιλτράριζε και ανανέωνε το νερό. Τα βότσαλα εισχωρούσαν στον αγωγό και, όπως ήταν φυσικό, τον βούλωναν με αποτέλεσμα η λιμνούλα να μαζεύει μούχλα και πρασινάδα. Σαν ένα ενυδρείο που δεν οξυγονώνεται. Αυτή λοιπόν ήταν η δουλειά μας. Να διορθώσουμε το πρόβλημα του αγωγού. Το αφεντικό μου δε χάρηκε και πολύ, γιατί το πρόβλημα δεν ήταν κάτι που θα τον βοηθούσε να εισχωρήσει σε αυτό τον κύκλο. Δεν έδειξε καμία δυσφορία όμως, ως σωστός επαγγελματίας, και αμέσως μου έδωσε εντολές για το τι έπρεπε να κάνω. Πέσαμε και οι δυο μας με τα μούτρα στη δουλειά. Αδειάσαμε τη λίμνη, μεταφέραμε τα βότσαλα από την άλλη πλευρά, ανοίξαμε τον αγωγό, τον καθαρίσαμε από τα βότσαλα που τον είχαν φρακάρει, και ελέγξαμε όλες τις σωληνώσεις προληπτικά, μην τυχόν και υπήρχε κάτι. Καθαρίσαμε τις επιφάνειες από την πρασινάδα -αν και δεν ήταν δική μας δουλειάστρώσαμε ομοιόμορφα τα βότσαλα στον πάτο της λιμνούλας και την ξαναγεμίσαμε με νερό. Τοποθετήσαμε ακόμα και όργανα μέτρησης της ροής για να τα ελέγξουμε κάποια από τις επόμενες ημέρες σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά. Το πρόβλημα έδειχνε απλό. Για την ακρίβεια, δεν έδειχνε να υπήρχε πρόβλημα. Αποχωρήσαμε από την οικία με την εξωτική όαση το απόγευμα, με το αφεντικό μου να δίνει συμβουλές για τα υδραυλικά του σπιτιού στον ιδιοκτήτη του, και χωρίς εκείνος να έχει και πολλή όρεξη να τις ακούσει. Κουρασμένοι καθώς ήμασταν πήγαμε αμέσως για ύπνο και εγώ ονειρεύτηκα πως ήμουν σε ένα εξωτικό νησί και περνούσα χαλαρά και ευδιάθετα τις ώρες μου. Την άλλη μέρα το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά, βρήκα το φορτηγάκι έξω από το γραφείο με αναμμένη τη μηχανή. Το αφεντικό μου με ενημέρωσε πως έπρεπε να ανέβουμε πάλι πάνω διότι είχε δημιουργηθεί πρόβλημα. Αυτό του είπε ένας υπηρέτης που του τηλεφώνησε και δεν γνώριζε περισσότερες λεπτομέρειες. Με το που φτάσαμε, με έκπληξη διαπιστώσαμε πως όλα τα βότσαλα βρίσκονταν ξανά από την πλευρά του αγωγού, μπλοκάροντας με τον ίδιο τρόπο τις σωληνώσεις. Σαν να μην είχαμε δουλέψει καθόλου την προηγούμενη μέρα. Η μόνη διαφορά ήταν στην ποιότητα του νερού, το οποίο δεν είχε προλάβει ακόμα να λιμνάσει. Κάναμε τις ίδιες εργασίες -εκτός από το καθάρισμα που δε χρειαζόταν, με περισσότερη προσοχή όμως. Ελέγξαμε και τα όργανα ροής που είχαμε τοποθετήσει αλλά δεν διαπιστώσαμε καμιά περίεργη μέτρηση. Αυτό ήταν τελείως αφύσικο όμως, μιας και για να μετακινηθούν όλα τα βότσαλα χρειαζόταν μεγάλη δύναμη στη ροή του νερού. Κάτι που ούτε η ίδια η γεννήτρια του μηχανισμού δεν διέθετε. Φεύγοντας αργά το απόγευμα, τα ξαναρυθμίσαμε ελπίζοντας πως όλα πλέον θα πάνε καλά. Χρειάστηκε όμως πάλι να ανέβουμε την επομένη, διότι το πρόβλημα συνεχιζόταν. Όλο αυτό επαναλαμβανόταν για μια βδομάδα, αλλά παρόλα αυτά δεν καταφέραμε καμία από τις μέρες εκείνες να διορθώσουμε κάτι. Ούτε καν να εντοπίσουμε την πηγή του προβλήματος. Την τελευταία μέρα που ανεβήκαμε -έχοντας αποφασίσει από πριν πως δε θα ξαναπηγαίναμε άλλη φορά μιας και ήταν ασύμφορη όλη η διαδικασία, καθώς δεν διορθώναμε το πρόβλημα άρα και δε θα πληρωνόμασταν- αποφασίσαμε να κατέβω πίσω από τη μάντρα και να ελέγξω το σημείο όπου χύνονταν τα νερά. Όχι πως υπήρχε ελπίδα να βρεθεί κάτι εκεί, αλλά ήταν το τελευταίο πράμα που είχε μείνει να κάνουμε. Μετά από κάποιους συνηθισμένους ελέγχους, βγήκα από τον πάτο της λιμνούλας και κατευθύνθηκα στο μαντρότοιχο. Ήταν αρκετά ψηλός για να περάσω από πάνω του και έτσι αναζήτησα άλλο δρόμο. Μάταια όμως, γιατί, όπως μου είπε ένας κηπουρός, δεν υπήρχε παρά μόνο μία έξοδος, η κεντρική. Ο ιδιοκτήτης ήταν πολύ επιφυλακτικός και προσεκτικός. Έτσι
26
αντί × λόγου
διήγημα
βγήκα από την κύρια πύλη και έκανα έναν μεγάλο κύκλο από την εξωτερική μεριά της περίφραξης για να βρεθώ στο πίσω μέρος. Δεν ήξερα σε ποιο ακριβώς σημείο να σταματήσω και προσπαθούσα να υπολογίσω βάσει της απόστασης που είχα διανύσει. Κάποια στιγμή όμως άκουσα τρεχούμενα νερά. Μου έκανε εντύπωση από τη στιγμή που η λιμνούλα ήταν άδεια και δεν λειτουργούσε ο αγωγός, αλλά υπέθεσα πως βρισκόμουν κοντά. Ο δρόμος από κάτω ήταν σχεδόν γκρεμός, και περιβαλλόταν από πυκνούς θάμνους. Αποφάσισα όμως να τον κατέβω για να λήξει επιτέλους αυτή η ιστορία με τον πλούσιο πελάτη μας. Όσο κατέβαινα, το κελάρυσμα γινόταν όλο και πιο δυνατό, πράγμα μου με έκανε να καταλάβω πως σίγουρα δεν προερχόταν από τις σωληνώσεις της λιμνούλας. Φτάνοντας, είδα ένα μεγάλο φρεάτιο να ρίχνει νερό σε ένα τσιμεντένιο κανάλι δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο έναν μικρό καταρράκτη. Πλησιάζοντάς το, σκόνταψα πάνω σε μια άλλη κατασκευή που ήταν κρυμμένη κάτω από χόρτα. Βλέποντας την, κατάλαβα πως ήταν οι σωληνώσεις από το σύστημα ανανέωσης νερού της λιμνούλας. Ήταν το σημείο όπου κατέληγε το παλιό νερό το οποίο εν τέλει χυνόταν και αυτό στο κανάλι. Παρατήρησα προσεκτικά όλη την κατασκευή μη τυχόν εντοπίσω κάτι το οποίο να δικαιολογεί το πρόβλημα που δημιουργούνταν. Στην αρχή εξέτασα τα εξωτερικά σημεία και στη συνέχεια προσπάθησα να ελέγξω τις σωληνώσεις. Αυτές που φαίνονταν, εξωτερικά δεν έδειχναν κάτι το περίεργο. Μετακίνησα μετά ένα καπάκι που βρισκόταν στα πλάγια και με έναν μικρό φακό έλεγξα το εσωτερικό. Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα εκεί μέσα. Τρεις σωλήνες μονάχα και μία βάνα που ήταν ανοιχτή. Τσέκαρα αν γυρνούσε, μην τυχόν και κανείς κατέβαινε κάθε βράδυ και την έκλεινε, αλλά ήταν γερά σφηνωμένη και δεν έπαιρνε στροφές. Σημάδι πως είχε καιρό να στριφογυρίσει. Έλεγξα για δεύτερη φορά ό,τι υπήρχε εκεί γύρω και αφού δεν βρήκα τίποτα που να δικαιολογεί το πρόβλημα, αποφάσισα να φύγω. Κλείνοντας το καπάκι, με την άκρη του ματιού μου διέκρινα ανάμεσα σε άλλες πέτρες ένα βότσαλο σαν αυτά που βρίσκονταν στον πάτο της λιμνούλας. Μάλλον είχε καταφέρει να περάσει από τον αγωγό και είχε φτάσει ως εκεί κάτω. Το σήκωσα από το έδαφος και το έφερα μπροστά στο πρόσωπό μου. Δεν είχα παρατηρήσει κανένα τους προηγουμένως με προσοχή. Με μια πρώτη ματιά έδειχνε μαύρο, αλλά το χρώμα του ήταν σύνθετο. Είχε πάνω του αποχρώσεις του κόκκινου και του πορτοκαλί, οι οποίες από τη στεγνή μεριά που το χτυπούσε ο ήλιος δεν έδειχναν ιδιαίτερα εντυπωσιακές. Αντιθέτως όμως, από την κάτω μεριά του, που ήταν υγρό, οι αποχρώσεις αυτές ήταν πολύ περισσότερο έντονες και ιριδίζουσες. Έμοιαζαν σχεδόν να λάμπουν και να προέρχονται από το εσωτερικό του, με τέτοιο τρόπο, που το μαύρο χρώμα έμοιαζε κρυσταλλικό, σαν βαμμένο γυαλί, και τα άλλα δύο χρώματα έμοιαζαν να αναδύονται από το κέντρο σαν καυτή λάβα. Με είχε μαγνητίσει και το κοιτούσα για αρκετή ώρα, νομίζοντας μάλιστα πως έβλεπα το εσωτερικό να μετακινείται και να ρέει. Κατεβάζοντας κάποια στιγμή το βότσαλο από το βλέμμα μου, κρατώντας το όμως ακόμα στην χούφτα μου, έριξα μια ματιά στο κανάλι. Το νερό του καναλιού ξεκινούσε από το μεγάλο στρογγυλό άνοιγμα του φρεατίου, το οποίο έχυνε το νερό της βροχής που συγκέντρωνε από μία μεγάλη στέρνα ψηλά στο βουνό, πάνω από την πόλη. Αυτό το έμαθα αργότερα από το αφεντικό μου. Είχε δημιουργηθεί για να αποφεύγονται πλημμύρες και δεν ήταν το μοναδικό το οποίο έφτανε ως τους πρόποδες. Δεν γνώριζα όμως πού βρίσκονταν τα υπόλοιπα και ούτε άκουσα ποτέ μου για κάποιο από αυτά. Καθώς χυνόταν το νερό από το στόμιο του φρεατίου, δημιουργούσε ένα μικρό καταρράκτη μισού μέτρου περίπου. Από εκεί το νερό έσκαγε με έναν κελαρυστό θόρυβο στο τσιμεντένιο κανάλι, το οποίο ήταν αρκετά βαθύ και φαρδύ. Στη συνέχεια, κυλούσε ομαλά μέσα σε αυτό, για να καταλήξει στο λαβυρινθώδες αποχετευτικό σύστημα, απ’ όπου μαζί με τα λύματα της πόλης κατέληγε στον ωκεανό.
27
διήγημα
αντί × λόγου
Ο μικρός ο καταρράκτης, η αραιή βλάστηση και τα νερά που κυλούσαν, μου θύμισαν ένα γνωστό μέρος, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο. Κρατώντας ακόμα το βότσαλο στο χέρι μου, έκανα μερικά βήματα προς το κανάλι. Το σχήμα του ήταν πλακουτσωτό και συνεπαρμένος από τις εικόνες στο μυαλό μου, ασυναίσθητα μου ήρθε η επιθυμία να το πετάξω στο νερό. Έγειρα την πλάτη μου, έφερα το βραχίονά μου παράλληλα στο έδαφος και έσκασα το βότσαλο στην επιφάνεια του νερού. Με την πρώτη αναπήδηση του βότσαλου μια ομοβροντία αναμνήσεων κατέκλυσε το μυαλό μου. Θυμήθηκα το χωριό μου, τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, τον παππού μου και όλους τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους. Θυμήθηκα το σπίτι μου και τη γύρω περιοχή. Θυμήθηκα τις περιπέτειες που ζούσα με τη φαντασία μου με τον ίδιο αυτόν τρόπο που μόλις είχα πετάξει το βότσαλο. Θυμήθηκα πολλά. Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόμουν μπροστά από το κανάλι μετά το πέταγμα του βότσαλου, αλλά με συνέφεραν οι φωνές του αφεντικού μου που είχε ανέβει στο μαντρότοιχο και με φώναζε γιατί είχε ανησυχήσει. Στεκόμουν γονατιστός και κοιτούσα αόριστα προς το κανάλι. Τα πόδια μου είχαν μουσκέψει και συνειδητοποίησα πως κρύωνα. Συνήλθα όμως γρήγορα και είπα στο αφεντικό μου πως ανεβαίνω και πως δεν είχα βρει τίποτα εκεί κάτω. Τελικά, όπως το είχαμε υποψιαστεί τις τελευταίες δύο μέρες, δεν μπορέσαμε να κάνουμε κάτι για να διορθώσουμε το πρόβλημα. Το αφεντικό μου έλεγε συνεχώς, για πολλές μέρες, πως ήταν ανεξήγητο αυτό που συνέβαινε εκεί, και πως τελικά όλη η ιστορία ήταν χάσιμο χρόνου και χρημάτων. Δεν σταματούσε όμως να πιθανολογεί για το τι μπορεί να συνέβαινε, και συνήθως συμπέραινε πως μπορεί να οφειλόταν στα ρεύματα του αέρα. Εγώ δεν νοιαζόμουν καθόλου για την ερμηνεία αυτού του ομολογουμένως περίεργου φαινομένου. Γιατί εγώ, μέσα σε όλο αυτό, είχα βρει κάτι σπουδαίο. Είχα βρει ένα μέρος που με «γυρνούσε» σπίτι μου και γι’ αυτό, δεν έπαψα να το επισκέπτομαι.
Τον επόμενο καιρό πήγαινα όσο πιο συχνά μπορούσα και πέταγα βότσαλα στο κανάλι. Τα ίδια εκείνα βότσαλα που βρίσκονταν στον πάτο της λιμνούλας. Κάποια από αυτά κατάφερναν να διασχίσουν τον αγωγό του φίλτρου ως κάτω στο κανάλι. Άλλωστε δεν χρειαζόταν πολλά. Ένα την φορά μου ήταν υπεραρκετό. Με έκανε να χάνομαι και να ταξιδεύω για ώρες. Με έκανε να γυρνάω πίσω. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα -πλησίαζε χειμώνας- όπως καθόμουν σε ένα στεγνό σημείο που είχα ανακαλύψει και είχα χαθεί ονειροπολώντας, ξαφνικά έπιασε μια καταιγίδα άνευ προηγουμένου. Αν και ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, δεν έδειχνε πως θα ακολουθούσε κάτι σαν κι αυτό. Η ταχύτητα με την οποία ξέσπασε ήταν τόσο γρήγορη που δεν σου έδινε περιθώρια να αντιδράσεις και το μέγεθός της ήταν πολλαπλάσιο σε δύναμη από την ταχύτητά της. Προσπάθησα να βρω ένα μέρος να προφυλαχτώ, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί γύρω. Έτσι, απλά κόλλησα στο εξωτερικό τοίχωμα του φρεατίου όσο μπορούσα, νιώθοντας την ορμή μέσα του τόσο έντονη, λες και βρισκόμουν στο στόμα ενός τέρατος την στιγμή που βρυχιόταν. Η ένταση και η πυκνότητα της βροχής δεν έδειχναν να μειώνονται καθόλου όσο περνούσε η ώρα και όπως ήταν αναμενόμενο το κανάλι είχε φουσκώσει υπερβολικά, γιατί εκτός από τα νερά του μεγάλου αγωγού, χύνονταν και νερά απευθείας από το βουνό που κατέβαιναν σε χειμάρρους. Με την ώρα, όλο και περισσότεροι χείμαρροι δημιουργούνταν, που είχαν μεγάλη δύναμη και κατέβαζαν τόνους πέτρας και λάσπης από το βουνό. Κάποια στιγμή, μέσα σε όλο αυτό το υδάτινο χάος, ξεχώρισα έναν θόρυβο από τη μεριά της πλαγιάς και στιγμές αργότερα είδα το νερό να παρασέρνει κομμάτια του κοκκινωπού μαντρότοιχου. Προφανώς χείμαρροι είχαν περάσει και από τη μεριά του σπιτιού και είχαν παρασύρει το χώμα που βρισκόταν κάτω από το μαντρότοιχο κάνοντας το έδαφος ασταθές. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσει ο μαντρότοιχος και τα νερά τα οποία εί-
28
αντί × λόγου
διήγημα
χαν εγκλωβιστεί στο εσωτερικό του, να ορμίσουν με φόρα κάτω στην πλαγιά παρασέρνοντάς τον και διαλύοντάς τον. Με την καταιγίδα να μη δείχνει να υποχωρεί στο παραμικρό, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μονάχα παρατηρούσα τα νερά γύρω μου που χύνονταν με βία προς τη θάλασσα από όποιον δρόμο έβρισκαν. Κάποια στιγμή, καθώς οι κεραυνοί έπεφταν με μανία σε όλη την περιοχή, παρατήρησα κάτω από την λάμψη τους μια περίεργη αντανάκλαση σε διάφορα σημεία της πλαγιάς. Κάτι ανεπαίσθητο, το οποίο όχι μόνο αντανακλούσε το φως τους, αλλά έδειχνε να το φυλακίζει και για κάποια δευτερόλεπτα. Έμοιαζε με καντήλι χωρίς λάδι. Και οι αντανακλάσεις δεν έμεναν σε σταθερό σημείο, αλλά όπως παρατήρησα μέσα από τις χοντρές σταγόνες τις βροχής κινούνταν κατεβαίνοντας την πλαγιά. Χοροπηδούσαν σπασμωδικά ερχόμενες προς το μέρος μου. Στην αρχή πίστεψα πως ήταν βατράχια, και πως η γλοιώδης επιφάνειά τους αιχμαλώτιζε το φως των κεραυνών. Άλλωστε έμοιαζε αρκετά και η κίνησή τους με τα άλματα των βατράχων. Παρατηρώντας όμως καλύτερα, καθώς αυτά όλο και πλησίαζαν, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν βατράχια. Ήταν πέτρες και για την ακρίβεια βότσαλα. Εκατοντάδες βότσαλα. Ήταν τα βότσαλα της λιμνούλας τα οποία κατέβαιναν με άλματα την πλαγιά. Δεν κατέβαιναν με τη βοήθεια του νερού, παρασυρμένα από κάποιον χείμαρρο. Ούτε με τη βοήθεια του αέρα ή άλλης φυσικής δύναμης. Όχι. Προχωρούσαν μόνα τους, με δική τους βούληση. Κατευθύνονταν από μόνα τους εκεί που ήθελαν. Πηδούσαν δεξιά και αριστερά από λακκούβα σε λακκούβα και μονάχα μέσα στο νερό. Σαν να μην ανέπνεαν έξω από αυτό -αν μπορώ να χρησιμοποιήσω την λέξη ανέπνεαν. Αλλά αλήθεια! Έδειχναν ζωντανά! Με μια ζωή που πήγαζε από μέσα τους. Μέσα από αυτό το πορτοκαλοκόκκινο φως που τρεμόπαιζε στο κέντρο τους. Σαν μια καρδιά που χτυπούσε με γρήγορους παλμούς, γεμάτη ένταση. Κάθισα ακίνητος και τα κοιτούσα να πλησιάζουν μέσα στη βροχή. Τα έβλεπα που έρχονταν προς το μέρος μου. Τα είδα που ένα ένα χοροπηδούσαν μέσα στο κανάλι για να κατευθυνθούν προς τη θάλασσα και από εκεί στον ανοιχτό ωκεανό που άνοιγε ελεύθερος μπροστά τους. Αν και φυσικά δεν θα μπορούσα να γνωρίζω το πού πήγαιναν, ήμουν σίγουρος πως γνώριζα τον προορισμό τους. Το αισθανόμουν. Αισθανόμουν το ιό της αρρώστιας που μου είχαν μεταδώσει. Ήταν αυτή η φλόγα που έκαιγε μέσα τους. Με έκαναν να την νιώσω. Να νιώσω το συναίσθημά τους. Ένα άψυχο μέχρι εκείνη τη στιγμή αντικείμενο, ένα σκληρό και κρύο βότσαλο, με έκανε να αισθανθώ όπως αυτό. Η αρρώστια από την οποία υπέφερα ήταν η νοσταλγία. Το άλγος για το νόστο που δεν έρχεται. Ο πόνος για την επιστροφή που δεν φαίνεται να καταφτάνει, και που αντιθέτως για μένα έμοιαζε να απομακρύνεται. Γιατί εκείνα είχαν βρει το φάρμακο. Απόδραση! Έκαναν απόδραση από τη φυλακή τους. Εκείνα γυρνούσαν στο νησί τους. Στην πατρίδα τους. Τίποτα δεν τα κράταγε πλέον πίσω. Δεν έπαψαν να προσπαθούν και στο τέλος δικαιώθηκαν. Κατάφεραν αυτό που τόσο ήθελαν. Το έβλεπα ότι το ήθελαν. Και όσο αυτά απομακρύνονταν και έπαιρναν μαζί την άσβεστη φλόγα τους, τόσο η δική μου φλόγα, η φλόγα της νοσταλγίας, φούντωνε. Και συνειδητοποιούσα τι ήταν αυτό που έκλαιγε μέσα μου. Ήταν η δική μου πατρίδα. Και δάκρυσα κι εγώ. Δάκρυσα από συγκίνηση γιατί ένιωσα σαν και αυτά, και χάρηκα που κατάφεραν να αποδράσουν. Δεν φοβήθηκα, δεν τρόμαξα που είδα μπροστά μου βότσαλα να κινούνται και να προχωρούν σαν ζωντανοί οργανισμοί. Όχι. Μονάχα δάκρυσα. Δάκρυσα για την πατρίδα μου που βρισκόταν μίλια μακριά μου. Για μια πατρίδα που δεν ήξερα πότε θα ξανάβλεπα. Γιατί εκείνη την στιγμή, όσο αυτά τα βότσαλα απέκτησαν ζωή, άλλο τόσο και εγώ ένιωσα σαν πέτρα, βαθιά ριζωμένη στο χώμα της ξενιτιάς. --Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου
29
ταινία
αντί × λόγου
Τι είναι αυτό; Το σκηνικό ειδυλλιακό: ένας ηλικιωμένος πατέρας παρέα με το γιο του κάθονται σ’ ένα παγκάκι μέσα σε έναν καταπράσινο κήπο. Ξαφνικά προσγειώνεται μπροστά τους ένα σπουργίτι και ο πατέρας ρωτάει με αφοπλιστική αθωότητα : «Τι είναι αυτό ;» Πρόκειται για τη μικρού μήκους ταινία του Κωνσταντίνου Πιλάβιου με τους Νίκο Ζωιόπουλο και Παναγιώτη Μπουγιούρη στους ρόλους του πατέρα και του γιου αντίστοιχα. Μόλις δύο ηθοποιοί, ένα σκηνικό και ένας διάλογος που σε μορφή σεναρίου ίσως να μην ξεπερνά τη μία σελίδα…. Κι όμως, τόσα πολλά μηνύματα – μαθήματα ζωής, τόσες σκέψεις… Παρακολουθώντας την ταινία σκεφτόμουν πως ίσως λειτουργούμε σαν να έχουμε βάλει μια τράπεζα δίπλα στην καρδιά μας. Δίνουμε συναισθηματικά «δάνεια» στους κοντινούς μας ανθρώπους και ελπίζουμε ότι αργά ή γρήγορα θα μας τα αποπληρώσουν. «Καταθέτουμε» χρόνο, συναίσθημα και ενέργεια στην τράπεζα του άλλου και θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτός θα τα «φυλάξει» όπως πρέπει, πως εκεί που τα έχει φυλαγμένα δεν κινδυνεύουν από καμία ληστεία και πως οι τόκοι θα συνεχίσουν να μπαίνουν στο λογαριασμό μας όσο το δυνατόν περισσότερο.
Γράφει η Ελένη Μπάρκα
Το θέμα όμως είναι ότι δεν παίζουμε πάντα μόνο τον έναν από τους δύο ρόλους, δεν είμαστε δηλαδή πάντα εμείς ή ο τραπεζικός υπάλληλος ή ο πελάτης. Ανάλογα με τις περιστάσεις δίνουμε στους άλλους πράγματα χωρίς να παίρνουμε τίποτα πίσω, ή παίρνουμε μόνο χωρίς να νοιαζόμαστε αν θα ανταποδώσουμε. Είναι βέβαια και εκείνες οι περίοδοι στη ζωή μας που όσα δίνουμε μας επιστρέφονται κι αυτό το αμοιβαίο δούναι και λαβείν είναι που κάνει αυτές τις περιόδους αξέχαστες… Όλοι βιώνουμε παρόμοιες καταστάσεις, παίζοντας όμως κάθε φορά διαφορετικό ρόλο. Άλλοτε είμαστε αυτοί που διατυπώνουν μια απορία, έναν προβληματισμό και άλλοτε είμαστε αυτοί που μπορούμε να δώσουμε τις απαντήσεις. Κάποιες φορές είμαστε εμείς αυτοί που πληγωνόμαστε και είναι κι εκείνες οι άλλες φορές που εμείς πληγώνουμε τους άλλους…Προδίδουμε και προδιδόμαστε, εγκαταλείπουμε πρόσωπα και δυσεπίλυτες καταστάσεις και νιώθουμε κι εμείς την εγκατάλειψη όταν το μόνο που χρειαζόμαστε είναι συμπαράσταση…
30
αντί × λόγου
ταινία
Πώς πρέπει λοιπόν να διαχειριζόμαστε καθετί που μας συμβαίνει; Ίσως θα έπρεπε να σκεφτόμαστε λίγο περισσότερο πως αυτό που μας κουράζει, μας εκνευρίζει, μας ενοχλεί στον άλλον είναι κάτι που πολύ πιθανόν να κάνουμε κι εμείς στο μέλλον, αν δεν το έχουμε κάνει ήδη στο παρελθόν. Συνήθως τείνουμε να ξεσπάμε στα άτομα που στέκονται πάντα δίπλα μας σεμνά, διακριτικά και με ανιδιοτέλεια. Θέλετε επειδή αυτό μας «διατάζει» να κάνουμε η αίσθηση του δεδομένου; Θέλετε επειδή έχουμε μάθει πως ό,τι μας προσφέρεται απλόχερα την ίδια στιγμή γίνεται κτήμα μας παντοτινό και δεν πρόκειται ποτέ να το διεκδικήσει άλλος; Μία ταινία 5:30 μόλις λεπτών έρχεται να μας «ταρακουνήσει» παρουσιάζοντάς μας ουσιαστικά αυτό που ξέρουμε όλοι. Ότι όλα στη ζωή επαναλαμβάνονται… Είναι σαν να χωρίζεται η ζωή σε πολλές ταινίες μικρού ή μεγάλου μηκους με διαφορετικούς πρωταγωνιστές και διαφορετικό τέλος, με διαφορετικό σκηνοθέτη και διαφορετικά σκηνικά… Με λίγα λόγια η ζωή είναι κύκλος! Κι αυτή ακριβώς είναι η μαγεία της: το γεγονός ότι μιμείται το τελειότερο γεωμετρικό σχήμα, και αυτή η μίμηση είναι που κάνει και την ίδια τη ζωή τέλεια… --
Η ταινία στο internet: http://www.youtube.com/watch?v=mNK6h1dfy2o
31
αντί × λόγου
Περί φόβου γράφει ο Αρμένος Δημήτρης
Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ τώρα τελευταία. Ζει μαζί μου. Ζω Περί φόβου ο λόγος μαζί του. Δεν μου είναι ευχάριστο. Φοβάμαι. Δεν έρχεται σε κύματα. Είναι εδώ, φωλιάζει μέσα μου. Βλέπει από τα μάτια μου, ακούει αυτά που θα άκουγα, πιάνει τρομακτικά πράγματα για λόγου μου. Ζει μαζί μου. Ζω μαζί του. Δεν ήταν έτσι ακριβώς στην αρχή. Στην αρχή είχα αυτό «το προαίσθημα φόβου». Το προαίσθημα ότι θα φοβηθώ. Δύο μήνες ζούσα με την αγωνία. Κάποια στιγμή πίστευα ότι θα ερχόταν ένα τόσο μεγάλο κύμα φόβου και θα με ισοπέδωνε. Τον τρίτο μήνα ήρθε. Όχι όμως σαν κύμα. Δεν με ισοπέδωσε. Ήμουν έξω και επέστρεφα στο σπίτι. Τραγουδούσα το “Man Next Door” των Massive Attack. Τα λόγια μου γινόταν πάχνη όταν άγγιζαν το κρύο του απογεύματος. Είχα τα χέρια στις τσέπες μου. Κρύωνα και τον περίμενα. Φοβόμουν και τραγουδούσα. Ήρθε. Ήρθε αργά. Ήρθε ήρεμα. Με κατέκλυσε με πραότητα. Πρώτα ήταν οι μυρωδιές του αέρα -άσχημες μυρωδιές, σου τρυπάν αργά τον εγκέφαλο, έτσι δεν είναι;. Μετά οι ήχοι. Συνηθισμένοι, ασαφείς ήχοι –συνηθισμένοι, μα ακούγονται τόσο περίεργοι, έτσι δεν είναι;. Αμέσως μετά τα μάτια μου –όχι τα μάτια μου!!!. Οι πολυκατοικίες μου έμοιαζαν άλλοτε με όρθια φέρετρα, άλλοτε με ζωντανές -άνοιγαν τις εξώπορτές τους για να μου μιλήσουν, μου έκλειναν το μάτι με το στόρι τους, ρυτίδες τα λουλούδια των παραθύρων τους, κέρατα οι κεραίες τους, στόματα τα μεγάλα μπαλκόνια τους. Φοβόμουν το κάθε τι. Οι σκύλοι με κοιτούσαν περίεργα με τα μάτια τους –μάτια δαιμονικά, σαν και αυτά που έχουν οι γάτες. Έτρεχα για να φτάσω σπίτι. Έτρεχα και τραγουδούσα. Λαχανιασμένος σταμάτησα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Πάτησα το διακόπτη. Ηρεμία. Ανέβηκα στο δεύτερο και μπήκα σπίτι. Η μυρωδιά με κατέκλυσε -καμμένο πλαστικό. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και έκανα να πάω στο δωμάτιό μου. Έκατσα στο κρεβάτι. Έκατσα στο σκοτάδι για να μην βλέπω. Προσπάθησα να ηρεμήσω –δεν ακούς τους ήχους; Άρχισα όμως να ακούω ψίθυρους. Ακατάληπτους. Τρομακτικούς.
32
αντί × λόγου
ο λόγος
Πέρασα 5 εφιαλτικές ώρες. Στο σκοτάδι. Φοβόμουν να δω. Είχα κλείσει τα αυτιά μου με ωτοασπίδες. Ανέπνεα από το στόμα μου. Περίμενα τη στιγμή που κάτι θα με τραβούσε από τα πόδια. Η κουβέρτα δεν μου πρόσφερε καμία προστασία. Απλά τύλιξα σφιχτά τα πόδια μου. Φοβόμουν. Έτρεμα. Ο φόβος με είχε κυκλώσει, όχι όμως με κάποιο μαύρο πέπλο, ούτε με ροζιασμένα χέρια όπως θα έλεγε κάποιος ποιητής. Ήμουν τυλιγμένος με διάφανη μεμβράνη που παράλλασσε την οπτική του κόσμου μου. Που παράλλασσε την οσμή του κόσμου μου. Που παράλλασσε τους γνώριμους ήχους του κόσμου μου. Τα τυλιγμένα άκρα μου θα μπορούσαν να αγγίξουν κάτι το ειδεχθές αν έκανα την προσπάθεια να πιάσω κάτι. Ήμουν ανήμπορος. Αδύναμος. Αβοήθητος. Κοιμήθηκα. Ονειρεύτηκα την κοπέλα που αγαπούσα. Μιλούσαμε κάτω από μια μεγάλη καρυδιά. Δεν φοβόμουν. Το πρωί με ξύπνησαν φωνές –τσιριχτές. Σηκώθηκα γρήγορα. Πήγα στην τουαλέτα –τσιριχτές φωνές!! Δεν κοίταξα τον καθρέφτη. Φοβόμουν – μπορεί να δω κάποιον πίσω μου. Ανατρίχιασα. Πήρα γρήγορα το κουτί με τα υπνωτικά. Επέστρεψα στο δωμάτιο –δεν μυρίζεις τη σαπίλα; Μύριζε σαπίλα. Άνοιξα το κουτί –τι θα βρεις άραγε μέσα; Φοβήθηκα. Μπορεί να έβρισκα κομμένα δάχτυλα. Το αναποδογύρισα –αααα!!!! Έπεσαν εφτά χάπια. Αφού ανέκτησα την αναπνοή μου, πήρα το ποτήρι με το νερό από το κομοδίνο μου. Τα κατάπια όλα μονομιάς. Τίποτα. Περίμενα. Δεν μύριζε τίποτα το αηδιαστικό. Τίποτα. Δεν άκουγα καμία φωνή. Τίποτα. Δεν έβλεπα τίποτα το δαιμονικό. Ήμουν μόνος. Ονειρεύτηκα την κοπέλα που αγαπούσα. Μιλούσαμε κάτω από μια μεγάλη καρυδιά. Δεν φοβόμουν.
--
33
αντί × λόγου
αντί × λόγου
... εδώ κι εκεί ...
Τι διαφορά έχει το εδώ από το εκεί; Η πρώτη συλλαβή τους είναι ίδια, ε-δώ κι ε-κεί, αυτή η μικρή συλλαβισμένη ανάγκη που τους εδώ και τους εκεί τους κάνει να πονάνε για το ίδιο πράγμα ακριβώς : την ε-γγύτητα. Σκεφτείτε έναν άνθρωπο που αγαπάτε και ζει μακριά σας, σε άλλο χωριό, πόλη, χώρα. Τι θα σκεφτόσασταν αν θέλατε να ταξιδέψετε στο μέρος όπου ζει; «Πόσο θα ’θελα να πάω...» είναι μια δική μου φράση νοερή. Αν όμως αυτός ο άνθρωπος ταξίδευε κοντά μου, και τον είχα για λίγες στιγμές δίπλα μου, ίσως του έλεγα «Ήθελα τόσες φορές να έρθω κι εγώ», «Πόσο ωραία θα ήταν να ερχόμουν το καλοκαίρι», «Όταν έρθω θα περάσουμε τέλεια» ...όλες οι επιλογές πάνε με το ρήμα έρχομαι... Μα για μισό λεπτό. Να έρθω εγώ; Πού να έρθω; «Να πάω» δεν είναι η αναμενόμενη φράση; Αφού το μέρος από το οποίο έφτασε ο αγαπημένος άνθρωπος είναι εκεί, μακριά πια κι από τους δυο μας, που αμφότεροι είμαστε τώρα εδώ. Αυτό που έπρεπε να του πω επομένως είναι «ήθελα τόσες φορές να πάω κι εγώ»...Μα πάλι όχι, ακούγεται τόσο αλλόκοτο, τόσο λάθος! Είμαι βέβαιη πως θα με ρωτούσε «Πού να πας;». Το ρήμα έρχομαι ταιριάζει να το πούμε όταν ο άλλος δεν είναι δίπλα μας. Γιατί λοιπόν όταν τον έχουμε δίπλα μας, αλλά αναφερόμαστε στο μέρος-σημείο όπου βρισκόταν πριν, είναι τόσο περίεργο να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα πηγαίνω; Μια απάντηση μπορώ να σκεφτώ. Το κάθε σημείο πάνω σε αυτόν τον απτό κόσμο, αλλά και στους άλλους της φαντασίας τους κόσμους, όταν το συσχετίζουμε με κάποιον που αγαπάμε παύει να είναι μέρος ή σημείο μόνο. Γίνεται σε ένα βαθμό, ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπάμε. Είναι κάπως γλωσσικά παράδοξο να πεις σε έναν φίλο που τον έχεις κοντά σου «θα τα πούμε ξανά, όταν θα ’ναι η σειρά μου να πάω εγώ». «Να έρθω εγώ» πρέπει να πεις, κι ας είναι τώρα ο φίλος σου μαζί σου. Γιατί τα μέρη δεν τα αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια χώρια από αυτούς που τα κατοικούν. Τα μέρη είναι τα μάτια που σε περιμένουν σαν φτάσεις κοντά. Ακόμα κι αν δε βρεθείς εκεί για να συναντηθείς με το συγκεκριμένο άνθρωπο, μα για έναν εντελώς διαφορετικό λόγο -ακόμα κι αν τύχει να μην τον ανταμώσεις - πάλι θα του πεις όταν θα ’στε ενώπιος ενώπίω «Θα έρθω σύντομα» κι όχι «Θα πάω σύντομα». Πάντα δηλαδή σημείο και άνθρωπος ταυτίζονται στο νου μας. Αλλά πιο βαθιά, τι είναι αυτό που ακόμα κι όταν οι αγαπημένοι μας είναι πλάι μας ως φυσικές παρουσίες, δε λέμε να ξεχάσουμε το κατεξοχήν ρήμα που, ναι μεν υπόσχεται τη συνάντηση, αλλά προϋποθέτει την απόσταση ; Ο πόνος. Που δεν αφήνει να λησμονήσουμε ούτε στιγμή τη στιγμή του αποχωρισμού. Τη στιγμή δηλαδή, που το ε-κεί και το ε-δώ θα γίνουν πάλι αντωνυμίες, ε-σύ κι ε-γώ, δυο μονάδες που περιμένουν πότε θα γίνουν ξανά με κάποιο τρόπο έ-να.
--Εύη Μαρκάτη
34
Ιωάννινα Φ. Τζαβέλα 8, 45333 Τηλ.: 26510-33060 e-mail: info@pediabooks.gr