4 minute read
A.5. Χωρικές συναρμογές ανοιχτής σωματικότητας στο έργο των Morphosis
Morphosis
Advertisement
Το αρχιτεκτονικό έργο των Morphosis, ερμηνεύεται στο πρίσμα αυτών των φιλοσοφικών αποσκευών, προς όφελος μιας κριτικής σχεδιαστικής διαδικασίας, που αποφεύγει τα συνήθη όρια των παραδοσιακών κλειστών σχημάτων και που αντιλαμβάνεται την αρχιτεκτονική ως μια πολύπλοκη χωρική και σωματική συναρμογή ανοιχτή σε ετερογενείς διαδικασίες. Οι Morphosis, διαμορφώνονται το 1972, στο Los Angeles, ως μια άτυπη συνεργασία μεταξύ σχεδιαστών, όπως οι: Thom Mayne, Michael Rotondi, Livio Santini, James Stafford και Michael Brickler. Όπως δηλώνει και το όνομά τουςi, ενδιαφέρονται για την δημιουργία στο συλλογικό, μεταβλητό περιβάλλον, συνεχούς επαναπροσδιορισμού, όπως τα φυσικά και πολιτισμικά τοπία του Los Angeles. Αυτή η αρχή μεταφέρεται στις δεκαετίες του 1980 και 1990 κυρίως σε ιδιωτικές κατοικίες, ενώ σε μεταγενέστερα χρόνια περιλαμβάνει δημόσια έργα μεγαλύτερης κλίμακας.
Οι αρχιτέκτονες, εγείρουν προβληματισμούς σε σχέση με την απόδοση της νεωτερικότητας από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Η «μοντέρνα αρχιτεκτονική έχει καταφύγει στον σχεδιασμό κατασκευών που είναι κοινότυπες, επαναλαμβανόμενες και η επιμονή τους να αναζητούν νόημα στην εξωτερική αυθεντία, στερείται εντελώς συνοχής» (Mayne, 1994: 8). H αφοσίωση σε ομοιογενή συστήματα, σε συγκεκριμένα πολιτισμικά, τοπικά, ιστορικά, καθολικά προηγούμενα και σε κοινωνικές και βιολογικές αλήθειες, όπως η «αλήθεια» του ανθρώπινου σώματος, θεωρείται προβληματική, καθώς διαιωνίζει τις κοινωνικές διαστρωμάτωσεις καταστέλλοντας το ιδιοσυγκρασιακό, το αντιφατικό – στοιχεία αρχιτεκτονικής έμπνευσης για τους Morphosis. Το πεδίο δράσης της ομάδας, χαρακτηρίζεται από την ανατροπή της λογικής των αρχικών σχεδιαστικών προθέσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η αναγωγή
εξωτερικών συστημάτων σκέψης σε γενεσιουργό παραγωγική δύναμη του έργουi .
«Το μόνο που με ενδιαφέρει ως αρχιτέκτονα είναι ο τρόπος με τον οποίο παράγονται τα πράγματα, διότι αυτό είναι που κάνω […] δεν βασίζεται σε μια εκ των προτέρων αντίληψη» (Mayne, 2005: παράδοση διάλεξης). Επηρεασμένοι από την σύγχρονη ροή της πόλης, από την junk αρχιτεκτονική του Los Angeles, στα τέλη του 20ου αιώνα, και από τις όλο και ευρύτερες και πολυπλοκότερες διαδικασίες που διέπουν τις δυνατότητες του αστικού χώρου, στρέφονται προς μια ενότητα της ανομοιογένειας [unity of disunity], προς μια λαβυρινθική διαδικασία σχεδιασμού, που αναγνωρίζει την δυναμική μεταξύ των συστημάτων, διαθέτοντας μια πληθώρα προτάσεων – έναν πειραματισμό με τις αρχιτεκτονικές γλώσσες. Όπως δηλώνει ο Thom Mayne, σε συνέντευξή του:
«Προτιμώ να εργάζομαι αποσπασματικά – αυτό μου επιτρέπει ένα
είδος συνεχούς κίνησης μεταξύ των έργων», στην «πραγματικότητα οργανώνουμε το κτίριο μέσω της λογικής της τμηματοποίη-
σης» (Mayne, 2001: 24-26). Οι αντίρροπες δυνάμεις και οι μη-ευκλείδιες γεωμετρίες, αποτελούν κύρια μορφολογικά μέσα, που εκφράζουν αυτή τη συνθετική λογική σε στενή συνάφεια με την αστική εμπειρία. Τα έργα των morphosis, προωθούν την ετερογένεια, την ποικιλομορφία, την ασυνέχεια, τον ατελή χαρακτήρα και τα θραύσματα τόσο του σώματος όσο και του χώρου, αποκαλύπτοντας ιδιοσυγκρασίες και διαφοροποιήσεις με πρόθεση να καταστήσουν το πολύπλοκο, συνεκτικό. Κατά συνέπεια, αμφισβητείται η προτεραιότητα της λειτουργίας και της ικανοποίησης των αναγκών, και αναζητείται μια ανοιχτή διαδικασία σχεδιασμού προερχόμενη από πλήθος αναφορών και πηγών, που επικοινωνεί μέσω πολλαπλών φωνών. Η αρχιτεκτονική, είναι ελεύθερη να διερευνήσει εντάσεις που προέρχονται από την τέχνη, τον κινηματογράφο, την επιστήμη, ώστε να υποστηρίξει αυτές τις πολύπλοκες σχέσεις. Καλλιεργείται, λοιπόν, μια ελευθερία κίνησης, νομαδικού και ρευστού τύπου, ή, νεομορφώσεις [neoformations] εκφραστικής δύναμης, που αμφισβητούν «όχι μόνο το μοντέρνο και το μεταμοντέρνο ύφος, αλλά και τις βασικές δομές της οργάνωσής του» (Vidler, 1999: III.6).
i. Οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες, χαρακτηρίζουν το έργο τους ως μια σειρά από ερευνητικά σχέδια [projects], για να τονίσουν την σημασία της διαδικασίας, σε σχέση με ένα τελικό δομημένο αποτέλεσμα-κτίριο.
Ο εναγκαλισμός του σπασμένου και του κατακερματισμένου, υποστηρίζεται από την εγκόλπωση βιομηχανικών υλικών και μορφών, μηχανισμών, που είναι εμφανείς και στις αρχιτεκτονικές αναπαραστάσεις των Morphosis. Η πολυεπίπεδη ποιότητα των αναπαραστάσεων ενισχύεται από την χρήση του υπολογιστή, με αποτέλεσμα σχέδια επιδεικτικής πολυπλοκότητας. Οι απεικονίσεις, συγκεντρώνουν πολλά συστήματα προβολής, (κάτοψη, τομή, αξονομετρικό και προοπτικό σχέδιο), στον ίδιο γραφικό, πολυ-προβολικό [multi-projective] χώρο, που αναδεικνύει τις μηχανικές συνδέσεις αυτών των συστημάτων. Αυτές οι τεχνικές, ενσωματώνονται και στη σύλληψη του κτιρίου, επιτρέποντας τον πειραματισμό με τμήματα του συνόλου του, που μπορούν να επηρεάσουν τον χαρακτήρα του και να ανταποκριθούν στην πολυπλοκότητα εργασιών μεγαλύτερης κλίμακας. Παράλληλα, οι δουλεμένες με πατίνα μακέτες, εκθέτουν τις αρχικές προθέσεις του κτιρίου και «μοιάζουν να συγχωνεύονται με τον ίδιο τον φλοιό της γης, να ανασηκώνονται και να σπάνε, να διασπώνται και να ανοίγουν με σεισμική ακρίβεια, σαν να χαρτογραφούν τα ρήγματα ενός κάποτε θερμού και τώρα ψυχρού πολιτισμού» (Vidler, 1999: III.2).
Το έργο των Morphosis, θεμελιώνεται σε μια μεθοδολογία, που στήνεται σε σχέδια και μακέτες, προκειμένου να ξεδιπλωθεί και να στρεβλωθεί, ώστε να προσαρμόσει τις αλληλεπιδράσεις των φυσικών φαινομένων· «η γη διαμορφώνεται σε σχέση με την αρχιτεκτονική» (Weinstein, 1994: 15). Ταυτόχρονα, προσεγγίζει την ετερογένεια που είναι εγγενής τόσο στη συνολική μας ύπαρξη, όσο και στην παγκόσμια κουλτούρα, με μια τάση διείσδυσης που αποκαλύπτει την παρουσία του αρχιτέκτονα στην πράξη της κατασκευής. Η εφαρμογή των υλικών, οι λεπτομέρειες, η σύνθεση των αρθρώσεων και η συναρμολόγηση των μηχανών διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη σύνθεση και στην ανάδυση νέων πραγματικοτήτων της εμπειρίας. Η εμφάνιση της μηχανής και των συστατικών της, είναι κομβική, καθώς αποκόπτεται από την λειτουργία της, και άρα από την παραδοσιακή της χρήση - «η εικόνα της μηχανής γίνεται σώμα: το σώμα ενός άλλου» (Wagner, 1989: 17). Στις συνθέσεις των αρχιτεκτόνων, επιβεβαιώνεται η ημιτελής φύση των πραγμάτων, ο αποκομμένος τους χαρακτήρας, «σαν την αμήχανη στάση ενός σώματος που χορεύει […] και παλεύει να διατηρήσει την ισορροπία του, αποτρέποντας παράλληλα την πτώση του» (Rand, 1989: 18). Σύμφωνα με τον Thom Mayne, «η αρχιτεκτονική ξεκινά με την επιθυμία» (Mayne, 2002: παράδοση διάλεξης), λειτουργεί στις αισθήσεις και στην εμπειρία του σώματος. Ο αρχιτεκτονικός χώρος, και το ανθρώπινο σώμα, εμπλέκονται σε έναν αστικό διάλογο τυχαίων συναντήσεων, διακοπών και κενών, αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, που εξερευνά μεταβαλλόμενες εντάσεις και δυνάμεις που δεν είναι απαραίτητα ορατές ή αντιληπτές από το νου.