4 minute read
A.5.2. Artspark Performing Arts Pavilion
To 1989, οι αρχιτέκτονες, θα πάρουν μέρος σε διαγωνισμό για το σχεδιασμό ενός καλλιτεχνικού πάρκου και ενός περιπτέρου παραστασιακών τεχνών στην κοιλάδα του San Fernando, στο Los Angeles. Η πρότασή τους επηρεάζεται από την αβεβαιότητα, τις ασυνέχειες, τις ιδιαιτερότητες του Los Angeles, και από την πολλαπλή αλληλεπίδραση αυτών των δυνάμεων. Ταυτόχρονα, έρχεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της ένταξης ενός πυκνού συμπλέγματος πολιτιστικών εγκαταστάσεων σε μια περιφερειακή, προαστιακή περιοχή, εκτός του κεντρικού αστικού πυρήνα. Το πρόγραμμα του διαγωνισμού, απαιτεί την δημιουργία δύο θεάτρων, (χωρητικότητας 1800 και 500 θέσεων), ενός φουαγιέ εισόδου, γραφείων διοίκησης και κατοικίας για επισκέπτες καλλιτέχνες, σε ένα πάρκο διακοσίων στρεμμάτων. Οι Morphosis, επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των απαιτούμενων εγκαταστάσεων, ως τοπιακά γλυπτά που περιγράφουν τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε φυσική και πολιτιστική οικολογία, θολώνοντας τα όρια αρχιτεκτονικής και τοπίου. Στο έργο, αμφισβητούν τον κοινότυπο τρόπο σύλληψης των κτιρίων που εντάσσουν τις τέχνες, και παρουσιάζουν μια υπόγεια λύση για την επίτευξη συνάφειας με το περιβάλλον. Όπως η υποσυνείδητη επιρροή της τέχνης συμβαίνει σε έναν εσωτερικό χώρο, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, έτσι και η στέγασή της διατυπώνεται μέσα από κινούμενα κομμάτια-γλυπτά που αναδύονται από την γη.
Advertisement
+19/+22 -0,6
-20 -36
«Δεν καταλαβαίνω πλήρως την ανησυχία μου για το σκάψιμο. Ίσως έχει να κάνει με τον θάνατο. Η ανασκαφή [digging] εξαλείφει το πρόβλημα της εικόνας. Έχει γίνει μια χρήσιμη στρατηγική στη δουλειά μας, επιτρέποντάς μας να ακολουθήσουμε μια πολύ πιο σκληρή, πολύ πιο ριζοσπαστική προσέγγιση» (Mayne, 2001: 17).
Το φουαγέ που σχεδιάζουν, εξυπηρετεί το θεατρικό συγκρότημα, συνδέοντας το θέατρο των 1800 θέσεων με αυτό των 500. Η πρόσβαση στο φουαγέ, γίνεται μέσω ενός υπαίθριου, ημιβυθισμένου χώρου, που λειτουργεί ως μεταβατική κλίμακα πριν από την είσοδο στο φουαγέ. Ως μέρος της γης, επεκτείνεται στα παρασκήνια και στους υποστηρικτικούς χώρους των θεάτρων. Η κίνηση είναι περιμετρική και κατακόρυφη, παρέχοντας πρόσβαση στις εσωτερικές θεατρικές λειτουργίες, ενώ ο όγκος του φουαγέ (ο αποκαλούμενος πύργος) και η οροφή του μεγάλου θεάτρου, προεξέχουν από το έδαφος για να γίνουν στοιχεία της επιφάνειάς του, γλυπτικά αντικείμενα του πάρκου. Τα θεατρικά συγκροτήματα, διαμορφώνουν τον υπόγειο χώρο, ως ένα σύμπλεγμα στερεών και κενών, επιτρέποντας την πορεία της κίνησης στα εσωτερικά τους όργανα, και στις ενδοδεκτικές λειτουργίες τους.
«Για λόγους υγείας, είναι απαραίτητο τα ζωτικά όργανα (τα σπλάχνα) να κρύβονται και να προστατεύονται, ενώ τα κιναισθητικά όργανα πρέπει να τοποθετούνται στην επιφάνεια του σώματος και να συμπεριλαμβάνονται στα ορατά αντικείμενα. Συνεπώς είναι σπάνιο τα εντόσθια του σώματος να εκτίθενται σε κοινή θέα» (Teyssot, 1994: 11). Στην συγκεκριμένη πρόταση, οι χώροι εισχωρούν στο έδαφος, με τα εντόσθιά τους να είναι ορατά και κοινόχρηστα, όπως και οι κατασκευαστικοί μηχανισμοί τους, που συνήθως αποκρύπτονται. Μια σειρά από πορείες διευρύνει τα όρια τους προς την γήινη επιφάνεια, προσδίδοντας ένα νέο νόημα στην έννοια της οικοδόμησης του εδάφους και προτείνοντας μελλοντικές δυνατότητες για την ευρύτερη αξιοποίηση της πανεπιστημιούπολης. Η προσέγγιση της σύνθεσης πάνω από το έδαφος, χαρακτηρίζεται από την ορθογώνια διάταξη του κτιριακού συγκροτήματος, που προκύπτει από αναφορές των γύρω προαστίων. Ένας κάναβος επεκτείνεται στο πάρκο, οργανώνοντας την διάταξή του σε σχέση με την διέλευση των πεζών, των οχημάτων και την στάθμευση. Ο πεζόδρομος συνδέεται με το πάρκο μέσω αναβαθμών, και διαμεσολαβείται από την ύπαρξη δημόσιου χώρου.
Αξιοσημείωτη είναι και η επέμβαση των αρχιτεκτόνων Coop Himmelb(l)au, που συνεργάστηκαν με τους Morphosis για την σύνθεση μιας διαγώνιας, υπέργειας διαδρομής, «που δημιουργεί έναν διάλογο μεταξύ εδάφους και ουρανού» (Mayne, 1994: 109). Το λαξευμένο, υποβαθμισμένο συγκρότημα, «εξισορροπείται» από το υπερυψωμένο πέρασμα, που περιλαμβάνει ένα φουαγιέ και ένα αίθριο δημόσιων εκδηλώσεων. «Οι Morphosis σκάβουν στο έδαφος σαν να θέλουν να υπονοήσουν ότι αν δεν υπάρχει όριο στο ύψος, δεν υπάρχει όριο ούτε στο βάθος» (Vidler, 1999: III.12). Η θέα από την κατασκευή, αποκαλύπτει την αλληλοδιαμόρφωση, και την συγχρονισμένη σύνδεση και αποσύνδεση, ανάμεσα στα στοιχεία οργάνωσης του πάρκου και σε αυτά της περιφέρειας. Η αρχιτεκτονική των Morphosis, θεωρείται μια σταθερά αναδυόμενη πραγματικότητα, που συνθέτει πολύπλοκους χώρους αφηρημένης γεωμετρίας. Το έργο τους, αποτελεί ένα παράδειγμα «υβριδικής» χωρικότητας που προωθεί νέους τρόπους κατοίκησης του εαυτού, του σώματος και της γης, αντί για μια συγκεκριμένη και δομημένη χωρική αρχή. Η συγχώνευση του σώματος και του κτιρίου με το έδαφος, υποδεικνύει μια εναλλακτική προσέγγιση στις κανονιστικές και μαζικές πρακτικές σχεδιασμού, βασισμένη στην ενσωμάτωση τεχνητού και φυσικού, ψηφιακού και αναλογικού, σχεδιασμένου και κατασκευασμένου. Πρόκειται για μια συνθετική σκέψη που θέτει περισσότερους προβληματισμούς από ότι λύσεις, απαιτώντας την εύρεση νέων τρόπων διαβίωσης.
Το κολλάζ είναι χαρακτηριστικό της πολυ-προβολικής τεχνικής των Morphosis. Η μετατόπιση του εδάφους, η ταχεία εναλλαγή σκιάς και φωτός, η εναλλασσόμενη συχνότητά τους, δηλώνουν μια διαφορετική στάση ως προς τα κατασκευαστικά και γεωμετρικά επίπεδα και μια αστάθεια ως προς την χρονική και υλική ανάγνωση του έργου. Οι υποεκτεθειμένες όψεις του σχεδίου δεν επιτρέπουν την ανάδειξη ενός συγκεκριμένου ίχνους υλικού. Αυτό που φανερώνεται είναι το επεξεργασμένο αποτέλεσμα διαφορετικών ποιοτήτων φωτός, που μπορεί να υποδηλώνουν την σκούρα απόχρωση κομμένων στοιχείων ή χώρων ανάμεσα σε δομημένα στοιχεία, ή την φωτεινή απόχρωση που μπορεί να αποτελεί το ίχνος μιας γεωμετρικής σχέσης. Αυτή η αρχιτεκτονική των ποιοτήτων, λειτουργεί ως αντίβαρο στις αντικειμενοποιήσεις της γεωμετρίας.