The Condition of Transformation of the Urban Landscape through its Embodied Kinaesthetic Perception

Page 1

Η ΣΥΝΘΗΚΗ Μ Ε ΤΑ Β ΟΛ Η Σ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Κ ΑΤΑ Τ Η Ν Ε Ν Σ Ω Μ ΑΤ Η ΚΙΝΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ

Αθηνά Σταματοπούλου


εικόνα εξώφυλλου: αναφορά στο πείραμα μετακίνησης στην οδό Ισαύρων στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας - οι φωτογραφίες προέρχονται από τις εναλλαγές εδάφους κατά τη μετάβαση από την Ασκληπιού (πάνω αριστερά) στην επιλεγμένη κορυφή του λόφου του Στρέφη (κάτω δεξιά). - οι γραμμές είναι τομές της κλίσης του εδάφους, όπως μεταβάλλεται κατά τη μετακίνηση σε αντιστοιχία με τις εναλλαγές του εδάφους


Η ΣΥΝΘΗΚΗ Μ Ε ΤΑ Β ΟΛ Η Σ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Κ ΑΤΑ Τ Η Ν Ε Ν Σ Ω Μ ΑΤ Η ΚΙΝΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ

Αθηνά Σταματοπούλου επικοινωνία: athinastamatopoulou@gmail.com

ΔΠΜΣ ‘Αρχιτεκτονική - Σχεδιασμός του Χώρου’, τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ κατεύθυνση ‘Σχεδιασμός - Χώρος - Πολιτισμός’ μάθημα: ‘Ιστορία και Θεωρία του Τοπίου: Η Σχηματοποίηση κατά την Τοπιακή Ερμηνεία’ μεταπτυχιακή εργασία υπ. καθηγητής: Κ. Μωραΐτης Αθήνα, Νοέμβριος 2014



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Αφετηρία: το μεταβαλλόμενο τοπίο, η περιγραφή και η διαχείρισή του - Δύο ερωτήματα

11 11

Β. Αντικείμενο: η μεταβολή της αισθητηριακής διάστασης της αντίληψης

12

Δ. Μεθοδολογία: ένα πείραμα ανάγνωσης και η αναπαράστασή του

12

Γ. Στόχος: οι δημιουργικές προοπτικές μιας ενσώματης ανάγνωσης προς εργαλεία διαχείρισης του μεταβαλλόμενου τοπίου - Το πείραμα

- Η αναπαράσταση του τοπίου - Διάρθρωση κεφαλαίων

12 13 13 13

Κεφάλαιο Πρώτο: Εννοιολογική και Βιβλιογραφική Πλαισίωση

|1|

Ο ρόλος του υποκειμένου στο τοπίο: τόποι και διαδικασίες πλαισίωσης του πεδίου 1.1 Τόποι + οριοθέτηση - σχηματοποίηση: μία συν δύο σταθερές μεταβλητές

15 15

- Οι πολλαπλώς συσχετισμένοι τόποι κατά τη συγκρότηση τοπίων

15

Παράμετροι μεταβολής των υλικών συνιστωσών συγκρότητης του τοπίου

19

|2|

- Διαδικασίες πλαισίωσης: οριοθέτηση και σχηματοποίηση

2.1 Δύο διαστάσεις της υλικής μεταβολής ως προς το χρόνο

εικ.1: διάγραμμα παραμέτρων πρόκλησης υλικής μεταβολής

|3|

- Κυκλικός χρόνος

- Γραμμικός χρόνος

Η αντίληψη του τοπίου ή το υποκείμενο ως παράμετρος μεταβολής του

3.1 Μια ερμηνεία για τη σημασία της ‘αντίληψης’ και το εύρος των συστατικών της: το υποκείμενο ως η αντίληψή του

- Οι δύο συν τέσσερις διαστάσεις της αντίληψης κατά το σχήμα του Rodaway

3.2 Tα δυναμικά συστήματα αντίληψης κατά Gibson

16

19 20 21 21 23 23 23 25

εικ.2: πίνακας αντιληπτικών συστημάτων κατά Gibson

26

- Οι αισθήσεις και τα είδη κιναίσθησης

27

3.3 Η αντίληψη του σώματος που κινείται: κιναίσθηση, σωματαίσθηση, ιδιοδεκτική αίσθηση

εικ. 3: διάγραμμα της κίνησης του σώματος ανά βήμα περπατήματος

27 28


Κεφάλαιο Δεύτερο: Προσέγγιση και Καταγραφή ενός μεταβαλλόμενου τοπίου |5|

Πείραμα ενσώματης επιτόπιας ανάγνωσης και μία αναπαράστασή του

31

5.1 Το υπόβαθρο του πειράματος

31

- Η σύνδεση τοπίου και τοπογραφίας

31

- Αίσθηση ανάβασης - κατάβασης

32

εικ.4: χάρτης πεδίου του περιβάλλοντος του πειράματος

34

5.1.2 Αισθήσεις της τοπογραφίας και αντίληψη του τοπίου με όρους κιναισθητικής μεταβολής

31

- Αίσθηση ανύψωσης - βύθισης

32

5.2 Η ενσώματη ανάγνωση μέσα από μία μετάβαση

33

εικ.5: διάγραμμα τομής ανάγλυφου πιθανών μεταβάσεων

34

εικ.6: πρόγνωση καιρού, 22/9/14

35

- Κατάτμηση της μετάβασης σε καρέ

37

5.3.2 Απτικό ερέθισμα – Προσανατολισμός

39

5.3 Αναπαράσταση της ανάγνωσης του τοπίου: η σύνταξη του πίνακα

37

- Συλλογή δεδομένων

37

- Πίνακας

38

5.3.1 Οπτικό Ερέθισμα

39

5.3.4 Ηχητικό ερέθισμα

41

5.3.3 Οσφρητικό-γευστικό ερέθισμα

ΠΙΝΑΚΑΣ: το τοπίο ως προς τον ενσώματο νου που μετακινείται σε πολυδιάστατο πεδίο

εικ.8: πανοράματα κατά τη μετάβαση από την Εμ. Μπενάκη στην κορυφή του Στρέφη

40

44-45 46-47

5.4 Συν δύο σημασίες του πίνακα

48

- Η αναπαράσταση της δυνητικής αντίληψης κατά τη μετάβαση

48

- Η συνθήκη μεταβολής του κάθε καρέ

49

- Η αναπαράσταση της διαφοροποίησης του τοπίου ως προς τη διαδρομή που το συγκροτεί

48

Ζ.Πηγής

50

εικ.9: αλληλεπίθεση δύο φωτογραφικών λήψεων στο καρέ της Χ. Τρικούπη προς

εικ.10: αλληλεπίθεση δύο φωτογραφικών λήψεων στο καρέ της Ασκληπιού προς την Ιπποκράτους

51

Κεφάλαιο Τρίτο: Από το Ενεργητικό Σώμα στη Διαχείριση του Μεταβαλλόμενου Τοπίου [51] Κεφάλαιο Τρίτο: Από το Ενεργητικό Σώμα στη Διαχείριση του Μεταβαλλόμενου Τοπίου

|6|

Η δημιουργική προοπτική της κιναισθησίας

53

- Προς τις δύο μεταβάσεις

54

- Το τοπίο βίωμα

55

6.1 Από το τοπίο εικόνα στο τοπίο βίωμα - Το τοπίο εικόνα

54 54


6.1.1 Ενσώματη όραση και ενσώματη μνήμη στο τοπίο βίωμα 6.2 Από το τοπίο στιγμιότυπο στο τοπίο διαδικασία

56 57

6.2.2 Από τον ενικό στον πληθυντικό

57

Από την αντίληψη στη διαχείριση

59 59

|7|

7.1 Η αναπαράσταση του τοπίου ως εργαλείο δυνητικής παρέμβασης και σχεδιασμού 7.1.1 Η παρέμβαση ως διαχείριση της αλληλεπίδρασης

59

7.3 Ο πίνακας ως διάγραμμα

61

7.4 Από τον πίνακα στο σχεδιασμό

62

7.2 Το διάγραμμα ως δομή διαχείρισης του μεταβαλλόμενου τοπίου: είδη εργαλείων διαχείρισης

61

- Οι διαστάσεις της αλληλεπίδρασης στον πίνακα

61

- Από τον ένα πίνακα στους πολλούς και το δίκτυο περιγραφής του πεδίου

63

- Μετρώντας το μη-μετρήσιμο: εντάσεις και ποιότητες διαμέσου συγκρίσεων

62

Αντι Επιλόγου

Από το ουσιαστικό ‘landscape’ στο ρήμα ‘landscaping’

65

Υποσημειώσεις

67

Βιβλιογραφία

69



ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το τοπίο είναι πολλαπλό και διαρκώς μεταβαλλόμενο˙ υβριδικά

(μετα)σχηματιζόμενο από σχέσεις παραμέτρων. Από το πλέγμα του πλήθους παραμέτρων εστιάζουμε σε αυτές που αφορούν το υποκείμενο˙ το υποκείμενο, το οποίο - ως ενσώματος νους που

ερμηνεύει και αλληλεπιδρά με το υλικό πεδίο και περιβάλλον

του - δημιουργεί τοπίο/α. Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώνουμε ερωτήματα γύρω από την ανάγνωση (προσέγγιση) και τη

διαχείριση του μεταβαλλόμενου τοπίου. Το αντικείμενο της εργασίας επικεντρώνεται στην εμβάθυνση σε παραμέτρους μεταβολής

των

αισθητηριακών

προσαλαμβανουσών

της

αντίληψης, προσανατολιζόμενο προς την ανίχνευση τρόπων

διαχείρισης του μεταβαλλόμενου τοπίου. Στη βάση της ανάδειξης μιας δημιουργικής δυναμικής της αλληλεπίδρασης και της

αντίληψης, στόχος της εργασίας είναι η απόδειξη του κομβικού

ρόλου της ανάγνωσης ως εργαλείου παρέμβασης και σχεδιασμού

- διαχείρισης της πολυδιάστατης μεταβολής του τοπίου. Η προσέγγιση του αντικειμένου επιδιώκει και την κατασκευή μιας

μεθόδου - ενός εργαλείου που διαπραγματεύεται τη μετάβαση από

μια δημιουργική ανάγνωση στη διαχείριση του μεταβαλλόμενου τοπίου: Στηριζόμενη στη σημασία μιας ενσώματης κιναισθητικής ανάγνωσης, η εμβάθυνση σε παραμέτρους μεταβολής της αντίληψης γίνεται μέσα από ένα πείραμα. Το πείραμα αποτελείται

από μια επιτόπια ανάγνωση και καταγραφή του τοπίου που

δημιουργείται κατά το περπάτημα στο Αθηναϊκό ανάγλυφο. Η ανάγνωση βασίζεται σε μια διαδρομή, ενώ η καταγραφή αφορά

τη συγκρότηση ενός πίνακα που αναπαριστά το τοπίο ως προς τις αισθητηριακές προσλαμβάνουσες του υποκειμένου και ως

προς το αστικό ανάγλυφο πεδίο, όπως αρθρώνονται από την

τροχιά της μετακίνησης. Το πείραμα τονίζοντας την αφετηριακή επιχειρηματολογία, αναδεικνύει, καταρχάς, δύο μεταβάσεις: μια

μετάβαση από το τοπίο εικόνα στο τοπίο βίωμα και μια παράλληλη μετάβαση από το τοπίο στιγμιότυπο στο τοπίο διαδικασία. Οι δύο αυτές μεταβάσεις διανοίγουν την προοπτική μιας τρίτης

μετάβασης, από την αντίληψη του μεταβαλλόμενου τοπίου στη διαχείρισή του.

9


«Το τοπίο είναι μια ανώνυμη γλυπτική μορφή, δημιούργημα πάντοντε της ανθρώπινης δράσης, διαρκώς ημιτελές, που δέχεται διαρκώς προσθήκες. Η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και στο τοπίο

συνίσταται σε μια διαρκή διαλεκτική και διαδικασία δόμησης. Το

τοπίο είναι μέσο για δράση αλλά και το αποτέλεσμα της δράσης και προηγούμενων ιστοριών δράσης. Τα τοπία βιώνονται στην πράξη, μέσα στη ζωή και τις δραστηριότητες που συνδέονται με αυτή.» (Τilley, 2012: 232)


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Αφετηρία: το μεταβαλλόμενο τοπίο, η περιγραφή και η διαχείρισή του Το τοπίο είναι ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πλέγμα σχέσεων ως

προς το εξής επιχείρημα: Το τοπίο δεν είναι μια υλικότητα δεδομένη, αλλά η πρόσληψη και η νοηματοδότηση μιας πολιτισμικά και πολιτιστικά κατασκευασμένης πολυδιάστατης πραγματικότητας

κατά την αλληλεπίδραση ενός υποκειμένου με αυτή. Το τοπίο

είναι ένα υβρίδιο που γεννιέται μέσα από την αλληλεπίδραση

αυτή σε εντοπισμένο κοινωνικό - γεωγραφικό - πολιτισμικό πλαίσιο. Κατά τη συγκρότηση του τοπίου δεν υπάρχει διάκριση

μεταξύ αντικειμένου - υποκειμένου, ούτε φύσης - πολιτισμού και παρόντος - παρελθόντος, παρά μόνο οι σχέσεις τους.

Διακρίνουμε τις παραμέτρους πρόκλησης μεταβολής του τοπίου, πριν τη φάση της αλληλεπίδρασης [1] που κάθε φορά

το συγκροτεί, σε τρεις τύπους: ο πρώτος αφορά μεταβολές του υλικού αντικειμένου (υλικές συνιστώσες περιβάλλοντος - πεδίου),

ο δεύτερος μεταβολές του κοινωνικού - πολιτισμικού πλαισίου της αλληλεπίδρασης και ο τρίτος περιλαμβάνει μεταβολές που

σχετίζονται με τη μεταβολή του υποκειμένου. Οι μεταβολές ως προς το υποκείμενο έχουν να κάνουν αφενός, με το νου, την ψυχολογία, τη μνήμη, τις αισθητηριακές προσλαμβάνουσες και

τα αισθήματά του και, αφετέρου, με αλλαγές στο σώμα (π.χ. πόνος, γήρανση, αναπηρία, απώλεια ή αύξηση βάρους). Στις

μεταβολές του υποκειμένου συγκαταλέγονται και μεταβολές που προκύπτουν από την αλληλεπίδρασή του με άλλα υποκείμενα.

Σε κάθε περίπτωση μεταβολής ή συνδυασμών μεταβολών, το σύστημα μεταβάλλεται και αναδύεται ένα νέο υβρίδιο, ένα νέο

τοπίο που φέρει τη μνήμη προγενέστερων εκδοχών του: ένα πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο τοπίο˙ ένα πολλαπλό τοπίο. - Δύο ερωτήματα

Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτουν δύο ερωτήματα σχετικά με την ανάγνωση, τη γραφή και την διαχείριση του μεταβαλλόμενου τοπίου: Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε, να περιγράψουμε και

να καταγράψουμε ένα τέτοιο διαρκώς μεταβαλλόμενο πολλαπλό τοπίο; Πώς μπορούμε να παρέμβουμε στο τοπίο με τη συνείδηση των όρων διαρκούς μεταβολής του;

11


Β. Αντικείμενο: η μεταβολή της αισθητηριακής διάστασης της αντίληψης η μεταβολή της αισθητηριακής διάστασης της αντίληψης Β. Αντικείμενο:

Το αντικείμενο της εργασίας ασχολείται με το πρώτο ερώτημα,

προκειμένου να αναπτύξει σκέψεις για τη διαχείριση του δεύτερου. Συγκεκριμένα, εμβαθύνουμε σε παραμέτρους μεταβολής, οι οποίες σχετίζονται με τις αισθητηριακές προσλαμβάνουσες της αντίληψης

του υποκειμένου - του υποκειμένου που επιχειρεί μια ερμηνευτική ανάγνωση του τοπίου - κατά την ενσώματη αλληλεπίδρασή του με το υλικό πεδίο [2].

Γ. Στόχος: οι δημιουργικές προοπτικές μιας ενσώματης ανάγνωσης οι δημιουργικές προοπτικές μιας ενσώματης ανάγνωσης προς εργαλεία προς εργαλεία διαχείρισης του μεταβαλλόμενου τοπίου διαχείρισης του μεταβαλλόμενου τοπίου Γ. Στόχος:

Στόχος είναι, πρώτον, να τονίσουμε την ενεργητική δυναμική μιας

ενσώματης δι-αισθητηριακής (intersensorial, κατά Howes και Clas-

sen, 2014: 5) και πολυαισθητηριακής αντίληψης του τοπίου, ως επί-τόπου δημιουργίας του. Δεύτερον, επιδιώκουμε την ανάδειξη του κομβικού ρόλου που μια τέτοια ανάγνωση, ως διαδικασία,

δύναται να πάρει κατά την παρέμβαση και το σχεδιασμό του τοπίου: Ισχυριζόμαστε πως η διαδικασία ενσώματης ανάγνωσης είναι ικανή να λειτουργήσει ως εργαλείο παρέμβασης στο τοπίο,

με όρους διαχείρισης της μεταβολής και των αλληλεπιδράσεων Δ. Μεθοδολογία:

που το δημιουργούν.

Δ. Μεθοδολογία: ένα πείραμα ανάγνωσης η αναπαράστασή ένακαι πείραμα ανάγνωσηςτου και η αναπαράστασή του «(...) κάθε πραγματική

γνώση είναι ανέφικτη. Μόνο

τα φαινόμενα μπορούν να

απαριθμηθούν, και η ατμόσφαιρα

μόνο να γίνει αισθητή»

(Καμύ, 2010 [1942]: 28)

Η μεθοδολογία που ακολουθούμε βασίζεται στην ιδέα της ‘ερμηνευτικής φαινομενολογίας’, όπως τη συναντάμε στο έργο

του Tilley (2008, 2010, 2012) συνδιαλεγόμενο με τη σκέψη του Ingold (2000, 2008), ενώ θεμελειώνεται περαιτέρω στην ιδέα των πρακτικών του De Certeau (2010). Αντλώντας από τη σύμπραξη

αυτών των πηγών, προτάσσουμε ως κεντρικό επιχείρημα ότι το

σώμα που περπατά αποτελεί βασικό τρόπο (ανα)γνώσης του κόσμου⋅ το περπάτημα είναι μια πρακτική που διαπλέκει χρόνους και τόπους, δημιουργώντας χώρο παρομοιαζόμενο με την πράξη της γραφής. Συγκεκριμένα, η εμβάθυνση στις παραμέτρους

μεταβολής πραγματοποιείται μέσα από ένα πείραμα επιτόπιας

ενσώματης κιναισθητικής ανάγνωσης του τοπίου και από μια αναπαράστασή του. 12


Ως υποκείμενο του πειράματος και της αναπαράστασης τίθεται ο ίδιος ο μελετητής. - Το πείραμα

Την πρόκληση μεταβολών στο υποκείμενο αρχικά εξασφαλίζει η

συνθήκη της μετακίνησης με τα πόδια σε πραγματικό χρόνο πάνω σε ένα πεδίο. Κατά τη μετακίνηση προκαλούνται αλλαγές αφενός,

στην αντίληψη μέσα από τις μεταβολές των προσλαμβάνουσών και, αφετέρου, στο σώμα (π.χ. αίσθηση κόπωσης, άσκηση μυών). Δύο επιπλέον στοιχεία που ενισχύουν την πρόκληση μεταβολής είναι η επιλογή του πεδίου μετακίνησης και της χρονικής στιγμής που το πείραμα λαμβάνει χώρα: Οι αισθητηριακές μεταβολές ευδοκιμούν αφενός, σε έντονα ανάγλυφα εδάφους και, αφετέρου,

σε περιβάλλοντα όπου η αστική συνθήκη επιβάλλει έντονες εναλλαγές ερεθισμάτων. Για το λόγο αυτό, το πείραμα ανάγνωσης

είναι η μετάβαση σε έντονες εξάρσεις του εδάφους του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Όσον αφορά το χρόνο του πειράματος,

επιλέγουμε η μετακίνηση να λάβει χώρα μια εργάσιμη καθημερινή

σε ώρα αιχμής, υπό το σκεπτικό ότι τότε η ένταση της αστικότητας είναι αυξημένη.

- Η αναπαράσταση του τοπίου Κατά τη διεξαγωγή του πειράματος συλλέγονται δεδομένα, τα

οποία παρατίθενται υπό τη μορφή ενός κολλάζ, οργανωμένο σε πίνακα, ως προς το σώμα και ως προς τη μετακίνηση. Ο πίνακας,

εκτός από αναπαραστατικό εργαλείο, λειτουργεί ως αφορμή για

σκέψεις πανω στην διαπραγμάτευση του δεύτερου ερώτηματος, σχετικά με τη διαχείριση του μεταβαλλόμενου τοπίου. - Διάρθρωση κεφαλαίων

Η εργασία οργανώνεται σε τρία κεφάλαια μεταξύ εισαγωγής και

επιλόγου. Το πρώτο κεφάλαιο αναλαμβάνει την εννοιολογική και βιβλιογραφική πλαισίωση, η οποία αναδεικνύει τον κεντρικό

ρόλο του υποκειμένου και της αντίληψης κατά τη συγκρότηση του μεταβαλλόμενου τοπίου, μέσα από τρεις ενότητες: Η πρώτη ασχολείται με την έννοια του τοπίου. Η δεύτερη παραθέτει

συνοπτικά άλλες παραμέτρους μεταβολής του τοπίου. Στην τρίτη

αναλύουμε το τι εννούμε με τον όρο αντίληψη, τι περιλαμβάνει και

13


πως λειτουργεί. Η προσέγγιση της αντίληψης δίνει έμφαση στη σύνδεση μιας ενεργητικής της προοπτικής με την κιναίσθηση.

Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται, καταρχάς, με το πείραμα και, στη συνέχεια, παρουσιάζει τη διαδικασία συγκρότησης της αναπαράστασης, πριν παρατεθεί ο πίνακας.

Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσονται συμπερασματικές σκέψεις πάνω σε τρεις μεταβάσεις κατά τη θεώρηση του τοπίου, υπό τον κοινό παρονομαστή αναζήτησης περάσματος από το ενεργητικό

σώμα - που αναδεικνύεται μέσα από την κιναισθητική ανάγνωση - στη διαχείριση του μεταβαλλόμενου τοπίου.

14


Κεφάλαιο Πρώτο: ENNΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΛΑΙΣΙΩΣΗ |1| Ο ρόλος του υποκειμένου στο τοπίο: τόποι και διαδικασίες πλαισίωσης του πεδίου Το ‘τοπίο’ αποτελεί μία έννοια αμφίσημη [3], ως προς τις πολλαπλές

σημασίες που έχει πάρει σε χρονολογική, σε γεωγραφική,

πολιτισμική και πολιτιστική κλίμακα (Τερκενλή, 1996: 17 και Rodaway, 1994: 127-129 και Λεοντίδου, 2009: 387-390). Η αμφισημία

έγκειται και στην ερμηνεία και στον ‘τρόπο προσέγγισης’, στον οποίο

συμπεριλαμβάνονται

ιδεολογία,

επιστημονικό

πεδίο

και πρόθεση του εκάστοτε εγχειρήματος, μαζί με το ‘σύστημα αξιών, τις ιστορικές καταβολές και άλλες πολιτισμικές αλλά και

προσωπικές ιδιαιτερότητες’ του κάθε διαφορετικού υποκειμένου

(Τερκενλή, 1996: 18). Συμφωνώντας με τον Tilley (2012: 236), η αμφισημία φανερώνει τις ‘οντολογικές συνδηλώσεις’ του όρου, αναδεικνύοντας την εξάρτηση της ερμηνείας του τοπίου από

τo υποκείμενο και τις σχέσεις που αυτό αναπτύσει, μέσω της αντίληψής του, με το περιβάλλον του. Η αμφισημία περιγράφει τη

μεταβλητότητα και τη συνακόλουθη πολλαπλότητα του τοπίου και σε εννοιολογικό επίπεδο.

1.1 Τόποι + οριοθέτηση - σχηματοποίηση: μία συν δύο σταθερές μεταβλητές Ωστόσο, στεκόμαστε σε δύο στοιχεία που κρίνουμε πως διατρέχουν όλη την αμφισημία κατά την αρχαιολογία των εννοιολογήσεων του τοπίου. Αντλώντας από τις ετυμολογικές θεωρήσεις του Μωραΐτη

(2005: 16-30) και της Τερκενλή (1996: 21-22), τα στοιχεία αυτά

προέρχονται από τα συστατικά του όρου ‘τοπίο’ στα αγγλικά: landscape=land + scape. Η σταθερότητα αυτή προκύπτει από τη

σταθερή εμφάνιση των όρων ‘land’ και ‘scape’ στη δομή της λέξης τοπίο, ενσωματώνοντας το εύρος των διαφορετικών ερμηνειών τους. Οι διαφορετικές ερμηνείες δεν περιορίζονται μόνο στους

μεμονωμένους όρους land και scape, αλλά αφορούν και το πως

κάθε φορά συνδυάζονται - συμπράττουν και προσδίδουν σημασία

στη λέξη τοπίο. Πέραν της αμφισημίας, ακόμα και μέσα από τη σταθερή σύμπραξη των δύο αυτών συστατικών, επιβεβαιώνεται η σημασία του υποκειμένου και της αντίληψής του.

15


- Οι πολλαπλώς συσχετισμένοι τόποι κατά τη συγκρότηση τοπίων Η έννοια του τοπίου περιλαμβάνει την έννοια του τόπου, αν θεωρήσουμε πως το τοπίο ως πεδίο (land), αλλά και ως μια

συνθήκη πολιτιστική και πολιτισμική, αρθρώνεται από έναν

ή περισσότερους τόπους. Ο τόπος αποτελεί ελάχιστη χωρική προϋπόθεση ύπαρξης ενός τοπίου.

Στη βάση ότι μια πόλη αποτελείται από συνονθυλεύματα τόπων,

ισχυριζόμαστε ότι είναι πιο ακριβές ο λόγος για το αστικό τοπίο να

αναφέρεται σε τόπους, παρά σε τόπο: To αστικό τοπίο είναι τόποι πολλαπλώς συσχετισμένοι μεταξύ τους. Ο συσχετισμός αυτός

είναι δυνητικός και ενεργοποιείται προσωρινά μέσω υλικών δικτύων υποδομών (π.χ. δρόμοι), νοηματοδοτήσεων και δράσεων.

Η πολλαπλή διασύνδεση δεν αφορά τις σχέσεις τόπων μόνο με όρους χώρου - πεδίου, αλλά και χρόνου. Οι τόποι συνδέονται και

ως προς το χρόνο, ενώ παράλληλα οι συνδέσεις συμβαίνουν στο χρόνο - έχουν χρονικότητα και ιστορικότητα. Αυτός ο πολλαπλός συσχετισμός παραπέμπει και σε μια πολλαπλή ανάδυση τοπίων, εμπλουτίζοντας τις σημασίες του όρου ‘πολλαπλό τοπίο’.

Η σχέση τοπίου - τόπων ενισχύεται από τη θεώρηση του τοπίου που αναδύεται κατά τη μετακίνηση στο χωρικό υπόβαθρο. Σε αυτή την

περίπτωση τοπίο και τόποι βρίσκονται σε μια σχέση αμφίδρομης άρθρωσης: το τοπίο αρθρώνεται από τόπους, αλλά ταυτόχρονα, οι τόποι αρθρώνονται από το τοπίο που συγκροτεί η κάθε τροχιά

της μετακίνησης υπό μια λογική αφήγησης. Την αμοιβαία αυτή

άρθρωση διαχειρίζεται το υποκείμενο σε αλληλεπίδραση με το υλικό περιβάλλον - πεδίο του και με το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο.

- Διαδικασίες πλαισίωσης: οριοθέτηση και σχηματοποίηση

«Το νόημα του τόπου βασίζεται

στην υπαρξιακή ή βιωμένη

συνείδηση για τον τόπο.

Συνεπώς, τα όρια του τόπου

θεμελειώνονται στα όρια της

ανθρώπινης συνείδησης. Οι τόποι

είναι τόσο διάχυτοι όσο και το

εύρος των ταυτοτήτων και των

σημασιών που τους αποδίδονται»

(Τilley, 2012: 232)

16

Η συγκρότηση του τοπίου συνάδει με μια οριοθέτηση του πεδίου (land), η οποία ενίοτε μπορεί να περιλαμβάνει - ή ακόμα και να

προϋποθέτει - και την οριοθέτηση τόπων. Τα όρια των τόπων που συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός τοπίου εναπόκεινται σε μεγάλο βαθμό στο υποκείμενο.

Την έννοια της οριοθέτησης θα την εξετάσουμε ως συγγενή με

αυτήν της σχηματοποίησης, ως προς την εκτίμηση ότι και οι δύο αποτελούν διαδικασίες πλαισίωσης - νοητικές κατασκευές


του υποκειμένου. Συγκεκριμένα, ο όρος ‘scape’ σημαίνει σχήμα και σχετίζεται με μια διαδικασία ‘σχηματοποίησης’: Ο Μωραΐτης

(2014) αναφέρει πως σχήμα, κατά τον Καντ [4], είναι « η μορφή που

τείνει να διατηρήσει κεντρικά χαρακτηριστικά και να αποκλείσει

άλλα» και, ως εκ τούτου, μπορούμε να κατανοήσουμε την

‘σχηματοποίηση’ ως «την αφαιρετική νοητική συνθήκη που εφαρμόζουμε στην πραγματικότητα, προκειμένου να την

ελέγξουμε». Η ‘σχηματοποίηση’ είναι μια συνθετική διαδικασία

διαχείρισης και επεξεργασίας του αντιληπτού, η οποία ενίοτε μπορεί καταλήξει σε γραφές στο ‘χαρτί’ ή άλλες αναπαραστάσεις

των προσλαμβανουσών συσχετισμένων μεταξύ τους. Την έννοια

της σχηματοποίησης μπορούμε να την αναγνωρίσουμε και στη φιλοσοφία του Simmel για την ‘ολότητα’ του τοπίου (Simmel, 2004: 11).

Η διάκριση μεταξύ μιας οριοθέτησης και μιας σχηματοποίησης δεν είναι πάντα σαφής. Οριοθέτηση και σχηματοποίση ενίοτε

ταυτίζονται, καθώς η σχηματοποίηση, είτε ως μια εντύπωση που εγγράφεται στου νου και στη μνήμη είτε ως αναπαράσταση σε ύλη,

είναι μια σειρά ενεργειών που θέτει και διαπραγματεύεται όρια. Σε κάθε περίπτωση, οριοθέτηση και σχηματοποίηση είναι διαδικασίες

που αφορούν και προϋποθέτουν το υποκείμενο και την αντίληψή του, είτε αυτό είναι ζωγράφος, είτε αυτό είναι ο ενσώματος νους

του φαινομενολογικού περίπατου του Tilley (2008: 269-271). Η σχηματοποίηση, είτε γίνεται μέσα από το χέρι που καταγράφει στο χαρτί και τη νόηση του λόγου που περιγράφει είτε μέσα

από το σώμα που περπατά, καθοδηγείται από τις αισθήσεις -

αισθήματα του υποκειμένου, όπως αλληλεπιδρούν με το υλικό περιβάλλον τους. Με άλλα λόγια, το τοπίο δεν μπορεί να υπάρξει,

χωρίς το υποκείμενο. Αυτό, κατά τον Porteous [5], συμβαίνει, διότι

«παρόλο που το πεδίο (land) υπάρχει, ‘το σχήμα του (scape) είναι

μια προβολή της ανθρώπινης συνείδησης, μια προσλαμβάνουσα

εικόνα’». «Νοητικά ή φυσικά», συνεχίζει, «πλαισιώνουμε την οπτική μας, και η αντίληψή μας εξαρτάται από το πλαίσιο του νου μας» (Porteous, 1990: 4).

«Αμέτρητες φορές περπατάμε στη φύση ανέμελα και καθώς

το βλέμμας πέφτει σε δέντρα,

νερά, λιβάδια και σιτοβολώνες, λόφους και σπίτια και χίλιες διαφορετικές εναλλαγές συννεφιάς και φωτός,

επιδεικνύει κάθε φορά πολύ

διαφορετικό βαθμό προσοχής. Αλλά το ότι προσέχουμε

μεμονωμένα το κάθε ένα από

αυτά ή βλέπουμε ταυτόχρονα δεν σημαίνει ότι έχουμε συνείδηση πως αντικρίζουμε ένα ‘τοπίο’. Μάλλον συμβαίνει το αντίθετο, αφού ενός τέτοιου είδους

μεμονωμένο περιεχόμενο του

οπτικού πεδίου δεν μπορεί να δεσμεύσει τις αισθήσεις μας. Η συνείδησή μας πρέπει να

αποκτήσει μια νέα ολότητα,

κάτι το ενιαίο, το οποίο να υπερβαίνει τα στοιχεία, να

μην είναι προσδεδεμένο στις

ξεχωριστές τους σημασίες και

να μη συντίθεται από αυτά κατά τρόπο μηχανικό. Μόνο τότε προκύπτει ένα τοπίο».

17


«Μια γεωγραφική περιοχή προσεγγίζεται έτσι όπως παρουσιάζεται από τον παρατηρητή της. Ο παρατηρητής αποτελεί ταυτόχρονα μέρος του

αντικειμένου της μελέτης αλλά και το υποκείμενο, θεατής και θεώμενος. (...) Ο χώρος προσλαμβάνεται διηθημένος από τα ίδια, τα προσωπικά

φίλτρα του παρατηρητή, τα βιώματά του, τις προθέσεις της στιγμής, τους στόχους του, τις φιλοδοξίες του. (...) Η ψυχική κατάσταση της στιγμής καθορίζει την πρόσληψη μιας θέας. Η ψυχική αυτή κατάσταση συναρτάται

με ιδιάζουσες εξωτερικές μεταβλητές, όπως είναι το φως, η απόσταση, η κίνηση, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες, η εποχή, ο χρόνος κ.α.» Δουκέλλης, 2009:14

18


|2| Παράμετροι μεταβολής των υλικών συνιστωσών συγκρότητης του τοπίου Είναι εμφανές ότι καθοριστική παράμετρος μεταβολής του τοπίου

είναι το υποκείμενο, ενσωματώνοντας μια σειρά περαιτέρω υπόπαραμέτρων που αφορούν την αντίληψή (σώμα και νους) του.

Πριν εμβαθύνουμε στις συνιστώσες της αντίληψης, παραθέτουμε συνοπτικά άλλες παραμέτρους, οι οποίες λειτουργούν ως κινητήριες αιτίες πρόκλησης αλλαγών στην ύλη που διατίθεται

στην αντίληψη του υποκειμένου - στις υλικές συνιστώσες των αλληλεπιδράσεων που δημιουργούν το τοπίο. Τέτοιες παράμετροι

είναι ο χρόνος και οι καιρικές διακυμάνσεις, υλικές συνέπειες, είτε μη-προβλεψιμων αλλαγών (π.χ. κλιματική αλλαγή, φυσικά

φαινόμενα) είτε προβλέψιμων και σχεδιασμένων αλλαγών (π.χ. παρέμβαση, αρχιτεκτονικός σχεδιασμός). Αυτές οι παράμετροι

βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με την αντίληψη και οι μεταβολές που προκαλούν υπάρχουν μόνο μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση. 2.1 Δύο διαστάσεις της υλικής μεταβολής ως προς το χρόνο

Κατηγοριοποιούμε τις παραμέτρους υλικής μεταβολής του πεδίου,

αρχικά, ως προς το χρόνο. Έχουμε τον κυκλικό χρόνο και τον γραμμικό χρόνο, κατά τη διάκριση του Lefebvre (2004: 8). Με τον όρο ‘κυκλικός χρόνος’, ο Lefebvre, αναφέρεται σε εναλλαγές, όπως αυτές της μέρας - νύχτας, των εποχών και των μηνών. Ο ‘γραμμικός

«(...)όταν ο καιρός αλλάζει, και οι αντιληπτικές μας ικανότητες ποικίλουν,

μας οδηγούν όχι στο να

αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά πράγματα, αλλά να

αντιλαμβανόμαστε τα ίδια με διαφορετικό τρόπο». (Ingold, 2011: 130)

χρόνος’ αναπτύσσεται στον χρονικό άξονα της κοινωνικής

πρακτικής και της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι δύο χρόνοι δεν

είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αλλά σε αδιάκοπη αλληλεπίδραση: η σχέση τους αυτή είναι που, κατά τον Lefebvre, γεννά το μέτρο του χρόνου - το ρυθμό.

Από αυτή τη διάκριση του χρόνου αρθρώνεται μια ταξινόμηση των παραμέτρων ως προς την προσωρινότητά τους και την προβλεψιμότητά τους, όπως απεικονίζεται στο διάγραμμα (εικ. 1). Οι κατηγοριοποίησεις αυτές θεμελιώνονται, αφενός, στη σημασία του χρόνου για την αντίληψη και την εμπειρία του χώρου και,

αφετέρου, στην επιδίωξη της παρούσας εργασίας να βρει μια

σχέση με τρόπους διαχείρισης της μεταβολής του τοπίου. Η προβλεψιμότητα μιας μεταβολής μας απασχολεί, διότι επηρεάζει τη δυνατότητα διαχείρισης του συστήματος

‘μεταβαλλόμενο τοπίο’, ενώ η προσωρινότητα αφορά το ρυθμό - περιοδικότητα και την ένταση του υλικού αποτυπώματος της μεταβολής.

19


ΧΡΟΝΟΣ

(προσωρινότητα)

κυκλικός εναλλαγή εποχών

εναλλαγή μηνών & εβδομάδων εναλλαγή μέρας-νύχτας

εναλλαγή ημερών (διαχωρισμός καθημερινής - Σαββατοκύριακου)

γραμμικός γεγονότα

προσωρινές αλλαγές

μη-προσωρινές αλλαγές

(προβλεψιμότητα)

προβλέψιμη συνέπεια

μη-προβλέψιμη συνέπεια

φυσικά φαινόμενα παλαίωση ύλης

ανθρωπογενής παρέμβαση εικ. 1: διάγραμμα παραμέτρων πρόκλησης υλικής μεταβολής

20


- Κυκλικός χρόνος Ο κυκλικός χρόνος επιβάλλει μια κανονικότητα στη μεταβολή της υλικότητας του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιράς του. Σύμφωνα με την Τερκενλή (1996: 106), ο Lynch ονομάζει

τις μεταβολές που σχετίζονται με τους κύκλους του χρόνου «επεισοδιακές επαναλήψεις (π.χ. ημερήσιες μεταβολές φωτός,

ώρες αιχμής στους δρόμους μιας πόλης)». Η πρόσληψη του τοπίου, τόσο οπτικά όσο και ως προς το ηχητικό και το οσφρητικό αισθητηριακό σύστημα μεταβάλλεται κατά τους κύκλους του χρόνου. Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε την (εν)αλλαγή των ήχων

σε ένα ορισμένο κεντρικό σημείο σε αστικό περιβάλλον κάποια πρωινή ώρα και κάποια βραδυνή: διαπιστώνουμε ότι το πρωί

πιθανότητα ακούμε πολλά διερχόμενα αυτοκίνητα, ανθρώπους που περπατάνε και συζητούν, ενώ το βράδυ έχουμε μια κάμψη της

έντασης των ήχων. Αντίστοιχα, μπορούμε να σκεφτούμε και για τις οσφρητικές μεταβολές, οι οποίες εξαρτώνται από τις χρήσεις γης μιας περιοχής, αλλά κυρίως από την εναλλαγή των εποχών στη

διάρκεια του έτους. Η εναλλαγή των εποχών, μέσα από τη μεταβολή των καιρικών συνθηκών, μεταβάλλει τη συνολική ατμόσφαιρα

του χώρου, η οποία προσλαμβάνεται τόσο οπτικά όσο και απτικά (π.χ. θερμοκρασία περιβάλλοντος αντιληπτή από το δέρμα). Οι

υλικές μεταβολές που υπόκεινται στους κανόνες των κύκλων του χρόνου είναι μεν προσωρινές, αλλά έχουν ένα είδος σταθερότητας μέσω της επαναληψιμότητάς τους - του ρυθμού τους. Εκτός από

προσωρινές, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα της εικόνας 1, οι μεταβολές αυτές τείνουν να είναι και σχετικά προβλέψιμες. - Γραμμικός χρόνος

Στον άξονα του γραμμικού χρόνου συναντάμε υλικές μεταβολές, οι

οποίες είναι κυρίως προβλέψιμες, ενώ οι συνέπειές τους είναι τόσο προσωρινές αλλαγές όσο και μη-προσωρινές (‘προοδευτικές και

αμετάκλητες’ κατά τη διατύπωση του Lynch στο Τερκενλή, 1996: 106). Παράδειγμα αμετάκλητης συνέπειας της ροής του χρόνου είναι η ‘παλαίωση’. Αντίστοιχα ‘προοδευτική και αμετάκλητη’

αλλαγή αποτελούν τα ‘σημάδια γεγονότων του παρελθόντος’.

Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η προβλεψιμότητα της αλλαγής εξαρτάται από την προβλεψιμότητα του γεγονότος. ‘Αμετάκλητες – προοδευτικές’ και μη-προβλέψιμες αλλαγές μπορούν, επίσης,

να προκληθούν από φυσικά φαινόμενα, όπως η έκρηξη ενός

ηφαιστείου ή ένας σεισμός. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε 21


να εντάξουμε και περιβαλλοντικές ή κλιματικές αλλαγές. Υλικές

μεταβολές που προέρχονται από πρακτικές παρέμβασης στο πεδίο και στο περιβάλλον του (π.χ. κατασκευή, ανάπλαση, κατεδάφιση)

είναι προβλέψιμες στο βαθμό που είναι προ-σχεδιασμένες. Η προσωρινότητά τους εξαρτάται από τον προσωρινό ή πιο σταθερό χαρακτήρα της υλικής έκφρασης της παρέμβασης.

22


|3| Η αντίληψη του τοπίου ή το υποκείμενο ως παράμετρος μεταβολής του Πάνω στη βάση του κεντρικού ρόλου του υποκειμένου, θα εξηγήσουμε πως το υποκείμενο συγκροτείται από και μέσω της

αντίληψής του. Η σύνδεση αυτή θεμελιώνεται, καταρχάς, μέσα

από το τι εννοούμε με τον όρο αντίληψη και, σε επόμενο επίπεδο, μέσα από τη σημασία μιας δυναμικής κιναισθησίας.

3.1 Μια ερμηνεία για τη σημασία της ‘αντίληψης’ και το εύρος των συστατικών της: το υποκείμενο ως η αντίληψή του Κατά την εννοιολογική προσέγγιση της αντίληψης, ο ρόλος των

«Την καρδιά μέσα μου μπορώ να την αισθανθώ και θεωρώ

ότι υπάρχει. Τον κόσμο μπορώ να τον αγγίξω και θεωρώ πάλι

ότι υπάρχει. Εδώ σταματά κάθε γνώση μου, τα υπόλοιπα είναι επινοήσεις.»

(Καμύ, 2010 [1942]: 36)

αισθήσεων είναι κεντρικός. Ξεκινώντας από μια ετυμολογική αναζήτηση του όρου ‘αίσθηση’, διαπιστώνεται πως εκτός των

πρωτογενών προσλαμβανουσών από τα όργανα του κέντρου

των αισθήσεων του σώματος, περιλαμβάνονται ερμηνείες που συγκαταλέγουν τη διάσταση της γνώσης και της εντύπωσης,

δίνοντας έμφαση στην έννοια του αισθήματος [6]. Η έννοια αντίληψη αντιμετωπίζεται ως αλληλένδετη με την αίσθηση και

το αίσθημα, στο πλαίσιο ενός πλέγματος αλληλεπιδράσεων, τόσο μεταξύ τους όσο και με το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπου εντοπίζονται.

Η πεποίθηση αυτή θεμελιώνεται περαιτέρω σε θέσεις της ανάλυσης

του Rodaway στο βιβλίο του ‘Sensuous Geographies’ (Rodaway, 2011: 10-13). O Rodaway προσεγγίζοντας την αντίληψη με όρους γεωγραφίας, την κατανοεί αφενός, ως μη διακριτή από την αίσθηση

και, αφετέρου, ως ένα πολυδιάστατο και σύνθετο σύστημα, όπου το υποκείμενο αντίληψης - αίσθησης προσεγγίζεται ως ενσώματος

νους. Oι πολλές διαστάσεις της αντίληψης συνεργούν, προκειμένου να εξασφαλίσουν μιαν αντίληψη του κόσμου.

- Οι δύο συν τέσσερις διαστάσεις της αντίληψης κατά το σχήμα του Rodaway Συνοπτικά η τοποθέτηση του Rodaway: Καταρχάς, σημειώνει

πως η αντίληψη είναι «μια διαδικασία που περιλαμβάνει τον ανθρώπινο οργανισμό και το περιβάλλον του», τονίζοντας στη συνέχεια πως, εκτός από μια σχέση με τον κόσμο, είναι «και μια

διαδικασία λήψης αποφάσεων με αναφορά αυτόν τον κόσμο».

23


Κατά τη διεπιστημονική του προσέγγιση, προτείνει μια ανάγνωση

του σύνθετου συστήματος της αντίληψης σε δύο συν τέσσερις διαστάσεις. Οι δύο πρώτες διαστάσεις εστιάζουν στην αντίληψη ως

μηχανισμό ενός ενσώματου νου, ενώ οι άλλες τέσσερις, επιχειρούν

μια προσέγγισή της σε ευρύτερο πλαίσιο θεώρησης, προσθέτοντας

τη σημασία του πολιτισμού και κοινωνικού περιβάλλοντος όπου λαμβάνει χώρα μια διαδικασία αντίληψης.

Όσον αφορά το επίπεδο του μηχανισμού της αντίληψης, η πρώτη

διάσταση διακρίνει την αντίληψη ως αίσθηση που συμβάλει

σε μια σχέση, κινητική και βιοχημική, όπως προκύπτει από τη διαμεσολάβηση των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος από τα αισθητηριακά όργανα του σώματος. Η δεύτερη διάσταση αφορά

τη γνωσιακή διάσταση της αντίληψης, περιλαμβάνοντας μια σειρά από νοητικές διαδικασίες, οι οποίες αναλαμβάνουν μια

δευτερογενή διαχείρηση και επεξεργασία των προσλαμβανουσών από τα αισθητήρια όργανα του σώματος.

Σε πιο διευρυμένο πλαίσιο, πέραν των μηχανισμών της αντίληψης,

εισάγεται η παράμετρος του περιβάλλοντος και του πολιτισμικού και γεωγραφικού πλαισίου. Η πρώτη διάσταση εντάσσει την διαπίστωση

μιας

πολλαπλότητας

των

ερεθισμάτων,

μιας

πολυαισθητηριακότητας, και της αλληλεπίδρασης των αισθήσεων

από τις προσλαμβάνουσες του σώματος, παραπέμποντας στην έννοια της διαισθητηριακότητας (intersensoriality: βλ. και How-

es και Classen (2011, 5). Η διαισθητηριακότητα θα μπορούσε να παραπέμψει στη ‘συναισθησία’, κατά την οποία οι αισθήσεις

αλληλεπικαλύπτονται και δε γίνονται αντιληπτές ως διακριτές,

αλλά ως αλληλεπιδράσεις που συνιστούν ένα όλον. H δεύτερη διάσταση διερωτάται τι συμβαίνει μεταξύ ερεθίσματος και πρόσληψής του από τα αισθητήρια όργανα, παρατηρώντας τη

σημασία του παρεμβαλόμενου χώρου και του ρόλου του στη διαμεσολάβηση της πρόσληψης. Η τρίτη διάσταση ασχολείται με το ζήτημα της συνήθειας και της μνήμης, υπό την διατύπωση μιας

‘εκμαθημένης αντίληψης’. Η τέταρτη και τελευταία διάσταση δίνει έμφαση στον ενσώματο χαρακτήρα της αντίληψης, πέραν των

αισθητηριακών οργάνων και του νου, επισημαίνοντας το ρόλο

του μεγέθους και του προσανατολισμού, της κίνησης και άλλων αισθήσεων του σώματος.

Προεκτείνοντας την προσέγγιση του Rodaway στο πλαίσιο του αντικειμένου της εργασίας, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως 24


κάθε διάσταση μπορεί να υποδειξει παραμέτρους μεταβολής του υποκειμένου ως προς τη μεταβολή της αντίληψής του.

3.2 Tα δυναμικά συστήματα αντίληψης κατά Gibson H περαιτέρω εμβάθυνσή μας στην αισθητηριακή διάσταση της

αντίληψης, αντλεί από το έργο του Gibson (1983). Ο Gibson προτείνει μια κατανόηση των αισθήσεων «ως ενεργητικές αντί για

παθητικές, ως συστήματα αντί για καναλια, και ως διασυνδεδεμένες αντί για αμοιβαία αποκλειόμενες». Έτσι, εισάγει την ιδέα των συστημάτων αντίληψης: Αξιολογώντας την ενεργητική διάσταση

των αισθήσεων υπό αλληλεπίδραση, κατασκευάζει το αναλυτικό εργαλείο μιας κατηγοριοποίησης των συστημάτων αντίληψης

βάσει των τρόπων - τύπων δραστηριότητας (Gibson, 1983: 49). Τα

συστήματα αντίληψης βρίσκονται σε μια ‘δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ τους και με το υλικό περιβάλλον’ (Tilley, 2008: 41), είναι

‘εκπαιδεύσιμα’ (Gibson, 1983: 51) κατά τη χρήση - άσκησή τους και, ως εκ τούτου, η λειτουργία τους είναι σε διαρκή εξέλιξη. Τα συστήματα αντίληψης έχουν μνήμη, ενώ και αυτά εξετάζονται

ως προσδιοριζόμενα από το πολιτισμικό - κοινωνικό πλαίσιο

στο οποίο εντάσσονται. Η μεταβλητότητα των συστημάτων αντίληψης επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι, όχι μόνο τα αισθητηριακά

δεδομένα μεταβάλλονται και μέσω αυτών η αντίληψη, αλλά και ο μηχανισμός που ελέγχει τη συνέργειά τους.

Όπως παρατίθεται και στον πίνακα του Gibson (εικ. 2), τα

συστήματα κατηγοριοποιούνται στα εξής: Το βασικό σύστημα

προσανατολισμού, το ακουστικό σύστημα, το απτικό σύστημα, το

γευστικό-οσφρητικό σύστημα και το οπτικό σύστημα. Η οργάνωση του πίνακα περιλαμβάνει για το κάθε σύστημα τον τύπο εστίασης της προσοχής (mode of attention), το μέσο πρόσληψης (νεύρα,

υποδοχείς) που περιλαμβάνεται στο κάθε αντίστοιχο όργανο (receptive units), το όργανο - μέσο (anatomy of the organ), την τυπική δραστηριότητα - ρόλο του κάθε όργανου (activity of the organ),

το είδος του διαθέσιμου ερεθίσματος (stimuli available) και τον τύπο της εξωτερικής πληροφορίας, με την οποία αλληλεπιδρά

το υποκείμενο (external information obtained). Στην εξωτερική πληροφορία συμπεριλαμβάνεται και η πρόσληψη ενέργειας από τα κύτταρα-υποδοχείς (receptor cells), η οποία ενίοτε μεταφράζεται

σε πληροφορία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το φως (Gibson, 1983: 186).

25


εικ. 2: πίνακας αντιληπτικών συστημάτων κατά Gibson πηγή: Gibson, 1983: 50

26


3.3 Η αντίληψη του σώματος που κινείται: κιναίσθηση, σωματαίσθηση, ιδιοδεκτική αίσθηση Στο σύστημα προσανατολισμού και στο απτικό σύστημα ο ρόλος του σώματος είναι κομβικός, ειδικά υπό το πρίσμα μιας

γεωγραφικής προσέγγισης (Rodaway, 2011: 31, 37). Η σημασία

τους αυτή εντείνεται, όταν το σώμα βρίσκεται σε κίνηση και με

την προϋπόθεση ότι έχουμε μια αλληλεπίδραση αυτού με το υλικό περιβάλλον του (Tilley, 2012: 224). Η σημασία του σώματος και

της κίνησης αναλύεται μέσα από τρεις επικαλυπτόμενους όρους,

βάσει της ανάλυσης του Gibson (Gibson, 1983): τη σωματαίσθηση

(somaesthesis), την κιναίσθηση (kinaesthesis) και την ιδιοδεκτική αίσθηση (proprioception).

- Οι αισθήσεις και τα είδη κιναίσθησης Σύμφωνα με την εκτενή μελέτη του Gibson (1983: 35-38, 98, 111) ιδιοδεκτική αίσθηση και κιναίσθηση είναι όροι σχεδόν ταυτόσημοι,

υπό τον κοινό τόπο ενός πλήθους αισθήσεων διασκορπισμένων σε ολόκληρο το σώμα. Η περισσότερες από αυτές τις αισθήσεις ενεργοποιούνται κατά την κίνηση του σώματος. Ανάλογα με το είδος της κίνησης ποικίλουν και οι αισθήσεις που προκαλούνται.

Καταρχάς, έχουμε αισθήσεις που αφορούν την αίσθηση του

σκελετού του σώματος: σε αυτόν τον τύπο κιναίσθησης, που ο Gibson ονομάζει ‘articular kinesthesis’, συγκαταλέγονται η αίσθηση των μυών, η αίσθηση των αρθρώσεων και η αίσθηση

των τενόντων (εικ. 3). Όσον αφορά την αίσθηση των μυών (εικ. 3α), ο Gibson (επεξήγηση στο τι είναι η ‘muscular propriocep-

tion’ βλ.: Gibson, 1983: 36-37) σημειώνει πως αφορά την τάση του μυ και, συνεπώς, πιθανώς εγγράφεται ως προσπάθεια παρά

ως κίνηση. Όσον αφορά την ‘articular proprioception’, η αίσθηση σχετίζεται με την αίσθηση των γωνιών που διαγράφονται

μεταξύ των κοκκάλων και των αρθρώσεων (εικ. 3β). Ένας άλλος τύπος είναι η ‘vestibular kinesthesis’ που σχετίζεται με την ‘ves-

tibular proprioception’ και αφορά το κούνημα του κεφαλιού και την πίεση στο εσωτερικό των αυτιών και του ‘αιθουσαίου

συστήματος’. Αυτή η πίεση προκαλείται από κάθετες ή υπό γωνία

δυνάμεις, όπως προσλαμβάνονται ως επιταγχύνσεις. Σε αυτό το σύστημα υποδοχέων εντάσσεται και το όργανο που καταγράφει

την εξωτερική δύναμη της βαρύτητας. Η ‘cutaneous kinesthesis’ που αντιστοιχεί στην ‘cutaneous proprioception’ αφορά

αισθήσεις του δέρματος. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε αισθήσεις 27


μεσοσπονδύλιοι δίσκοι

ΚΑΤΩ ΑΚΡΑ

όργανα θώρακα

μυες άνω μέρους ποδιού

χόνδρος μύες γάμπας

φτέρνες 3α: βασικοί μύες

3β: γωνίες αρθρώσεων

3γ: αίσθηση βαρύτητας/ κέντρου βάρους σώματος

3α.1: διάγραμμα μυών και δομής κάτω άκρων πηγή: http://www.angusluscombe.com/3DOnline/animation/ model/muscles.html

εικ. 3: διάγραμμα της κίνησης του σώματος ανά βήμα περπατήματος 28


που σχετίζονται με τη θερμοκρασία και τη διάκριση θερμού - κρύου, την αίσθηση πόνου και ερεθισμού, την αίσθηση πίεσης και την

αίσθηση του αγγίγματος από κάποιο άλλο αντικείμενο στο δέρμα. Όταν αγγίζουμε ένα αντικείμενο, αισθανόμαστε και την αντίδραση αυτού του αγγίγματος στο δέρμα μας: αγγίζουμε κάτι ή κάποιον και ταυτόχρονα μας αγγίζει. Στο σημείο αυτό συναντάμε

και την αίσθηση της αφής αντικειμένων, σωμάτων και τις υφές

επιφανειών, όχι μόνο από τα άκρα (δάχτυλα χεριών και ποδιών), αλλά από κάθε σημείο του δέρματος. Επιπλέον αισθήσεις του

σώματος είναι η αίσθηση τάσης και η αίσθηση βαθιάς πίεσης πιο συνολικά στο σώμα, προσανατολίζοντας τον Gibson προς τη

χρήση του όρου ‘σωματαίσθηση΄, όπως τον χρησιμοποιεί ο Boring (Boring, 1942). Στις παραπάνω αισθήσεις περιλαμβάνονται και η θέση, η ισορροπία και η στάση του σώματος, είτε αυτό βρίσκεται υπό κίνηση είτε όχι.

Δύο επιπλέον είδη ιδιοδεκτικότητας είναι η ακουστική και η οπτική, η οποία συγγενεύει με την οπτική κιναίσθηση (Gibson, 1983: 37-38). Η ακουστική ιδιοδεκτικότητα (auditory proprio-

ception) αφορά τους ήχους που κάνει το σώμα κατά την κίνηση ή άλλη δραστηριότητά του, όπως λόγου χάρη όταν τρώει και μιλάει.

H οπτική ιδιοδεκτικότητα (visual proprioception) αφορά την

αντίληψη του φωτός καθώς και του πλαισίου και των κινήσεών, συμβάλλοντας στον προσανατολισμό του σώματος. Η οπτική

κιναίσθηση (visual kinesthesis) σχετίζεται με τις μεταβολές της προοπτικής του οπτικού πεδίου (Gibson, 1983: 111), καθώς αλλάζει θέσεις και, άρα, οπτικές γωνίες το σώμα.

29



Κεφάλαιο Δεύτερο: ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ ΤΟΠΙΟΥ |5| Πείραμα ενσώματης επιτόπιας ανάγνωσης και μία αναπαράστασή του 5.1 Το υπόβαθρο του πειράματος Oι σκέψεις για το μεταβαλλόμενο τοπίο, ως προς την κιναισθητική προσέγγισή του, έχουν τις ρίζες τους σε απόπειρες επιτόπιας

ανάγνωσής του, οι οποίες εξελίσσονται μέσα από δύο έρευνες: Η πρώτη φέρει τον τίτλο ‘Αθήνα 2010: 9+1 διαδρ-αστικές

αναγνώσεις’ (Σταματοπούλου, 2011) και η άλλη ‘Η ανάγνωση της πόλης, εργαλείο σχεδιασμού της: Αθήνα’ (Σταματοπούλου, 2012) - Η σύνδεση τοπίου και τοπογραφίας

Η πρώτη μελέτη ‘Αθήνα 2010: 9+1 διαδρ-αστικές αναγνώσεις’ αφορά

διαφορετικούς

τρόπους

ανάγνωσης

της

πόλης,

οργανωμένους στο υπερκείμενο που συνθέτουν δέκα ενδεικτικές παραπληρωματικές καταγραφές της. Μία από αυτές τις

καταγραφές, τονισμένη ως αφετηριακή για ένα εγχείρημα ανάγνωσης της πόλης, αναδεικνύει τη σημασία της τοπογραφίας,

του ανάγλυφου του εδάφους και της αντίληψης του τοπίου ως αλληλένδετες συνθήκες (Σταματοπούλου, 2011: 071-139) [7].

Τη μετάφραση αυτής της σημασίας στο σχεδιασμό του αστικού πεδίου αναλαμβάνει η δεύτερη μελέτη ‘Η ανάγνωση της πόλης, εργαλείο σχεδιασμού της: Αθήνα’, η οποία εστιάζει τις εφαρμογές

της στην περιοχή μεταξύ του λόφου του Στρέφη και του λόφου του Λυκαβηττού.

5.1.2 Αισθήσεις της τοπογραφίας και αντίληψη του τοπίου με όρους κιναισθητικής μεταβολής Και οι δύο έρευνες, βασιζόμενες στο περπάτημα στο έντονο ανάγλυφο του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, κατά το διάστημα

2010 και 2012, διαπιστώνουν αφενός, τη συνθήκη μεταβολής του τοπίου ως προς την αντίληψή του από ένα υποκείμενο και,

αφετέρου, μια εμπειρία της τοπο-γραφίας. Η εμπειρία αυτή

περιλαμβάνει δύο τύπους αισθήσεων, οι οποίοι ενισχύουν τη σύνδεση, πρώτον, τοπογραφίας - τοπίου και, δεύτερον, απτικής οπτικής εμπειρίας. Η εμπειρία της τοπο-γραφίας προκύπτει από

31


την αλληλεπίδραση των μεταβολών της έντασης του ανάγλυφου του εδάφους και της κίνησης πάνω σε αυτό, όπως προσλαμβάνεται

τόσο από την αίσθηση (κιναίσθηση) του σώματος - απτικά

- όσο και από το νου επικεντρωμένο στο οπτικό ερέθισμα. Η

απτική σχέση μεταξύ σώματος και ανάγλυφου του εδάφους αφορά μια αίσθηση ‘ανάβασης - κατάβασης’, ενώ η οπτική

σχέση έχει να κάνει με μια αίσθηση ‘ανύψωσης - βύθισης’. - Αίσθηση ανάβασης - κατάβασης

Κατά την απτική επαφή και την αλληλεπίδραση κίνησης,

σώματος και υλικού ανάγλυφου πεδίου, οι εντάσεις του εδάφους γίνονται αντιληπτές, μέσω της αίσθησης ανάβασης - κατάβασης

(Σταματοπούλου, 2011: 135 και Σταματοπούλου, 2012: 019). Η αίσθηση ανάβασης - κατάβασης παραπέμπει στη σωματαίσθηση, κιναίσθηση και ιδιοδεκτική αίσθηση. Η αίσθηση κόπωσης κατά

την ανάβαση σε ένα λόφο, για παράδειγμα, ή η έλξη από τη βαρύτητα και η αίσθηση του κατηφορίσματος του σώματος κατά την κατάβαση, είναι περαιτέρω εντυπώσεις που συγκαταλέγονται σε μια τέτοια αίσθηση ανάβασης – κατάβασης. - Αίσθηση ανύψωσης - βύθισης

Η οπτική εμπειρία που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κίνηση πάνω στο έδαφος, πέρα από τη θέαση του τοπίου, περιλαμβάνει

την αίσθηση ανύψωσης - βύθισης, όπως επηρεάζεται από την

ακολουθία των μεταβολών του οπτικού ερεθίσματος κατά την κίνηση (Σταματοπούλου 2012, 016-019 και Σταματοπούλου 2011, 127-128). Η οπτική σχέση με την πόλη μεταβάλλεται, για

παράδειγμα, καθώς κινείται κάποιος από ένα δρόμο στον ιστό της πόλης προς την κορυφή ενός υψώματος - ενός λόφου, και

αντίστροφα. Η πόλη και η έκταση πόλης που εκτίθεται στη θέα του ματιού είναι διαφορετική από ένα ύψωμα, όπως είναι ένας

λόφος, απ’ ό,τι σε κάποιο βυθισμένο πεδίο ανάμεσα στις εξάρσεις του ανάγλυφου του εδάφους.

Η εμφάνιση των αισθήσεων αυτών σε δίπολα, υποδεικνύει πόλους διαβαθμίσεών τους. Οι πόλοι επισημαίνουν το ρόλο της εναλλαγής ως προϋπόθεση αντίληψης της μεταβολής μέσα από την αντίληψη

αντιθέσεων που βασίζονται στην ικανότητα της μνήμης να συγκρίνει. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρχει ανάβαση χωρίς

σύγκρισή της με μια εμπειρία - μνήμη κατάβασης, και αντίστροφα. Το ίδιο ισχύει και για την αίσθηση ανύψωσης - βύθισης. 32


Με την εναλλαγή ανάβασης - κατάβασης το σώμα χαρτογραφεί

την τοπογραφία του πεδίου στο οποίο κινείται, ενώ κατά την ανύψωση - βύθιση συλλέγει τα οπτικά καρέ που συμβάλουν στην σύνθεση της αντίληψης του τοπίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο,

κατανοούμε τον κεντρικό ρόλο του απτικού συστήματος, του

συστήματος προσανατολισμού και τη στενή τους σχέση με το οπτικό κατά την ενσώματη ανάγνωση. Η κατάβαση συνάδει

με μια βύθιση και η ανάβαση με μια αίσθηση ανύψωσης. Οι δύο τύποι αισθήσεων της τοπογραφίας αναλαμβάνουν, στη βάση της

άρθρωσής τους από μια ενσώματη μετακίνηση στο χώρο, μια διπλή ανάγνωση: ανάγνωση τοπίου και ανάγνωση τοπογραφίας. 5.2 Η ενσώματη ανάγνωση μέσα από μία μετάβαση

Η αναζήτηση πεδίου για διεξαγωγή επιτόπιων πειραμάτων

απευθύνεται στην περιοχή μεταξύ Στρέφη και Λυκαβηττού, προκειμένου να επωφεληθεί του διαλόγου με την ανάλυση της μελέτης ‘Η ανάγνωση της πόλης, εργαλείο σχεδιασμού της: Αθήνα’ (Σταματοπούλου, 2012).

Κρατώντας σταθερές τις παραμέτρους του χρόνου και του υποκειμένου, επιχειρούμε την εμβάθυνση στη μεταβολή που

προκαλείται από την παράμετρο της μετακίνησης στο γεωγραφικό πεδίο. Το πείραμα βασίζεται σε μια μετάβαση μεταξύ το επιπέδου του δρόμου και του λόφου του Στρέφη. Η επιλογή της διαδρομής

προσανατολίζεται σε μια ευθεία πορεία, κατά τον άξονα της οδού Ισαύρων, η οποία ξεκινά από την οδό Ασκληπιού και κατευθύνεται

προς μια κορυφή του λόφου του Στρέφη (εικ. 4), περιλαμβάνοντας και ανάβαση - κατάβαση και ανύψωση - βύθιση. Η επιλογή της

ευθείας μετάβασης εξασφαλίζει την αποφυγή της πολυπλοκότητας μιας τεθλασμένης τροχιάς, κατά την οποία οι διαφορετικές παράμετροι μεταβολής είναι πιο δυσδιάκριτες: κρίνουμε πως κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται για την εισαγωγική φάση της παρούσας

εργασίας, αλλά συστήνεται για τα σενάρια ενός πολλαπλασιασμού των πειραμάτων. Όσον αφορά την προτίμηση της οδού Ισαύρων,

σε σχέση με τις παράλληλες οδούς διαμπερούς κίνησης από την

Ασκληπιού προς το λόφο του Στρέφη, οφείλεται στις μεγαλύτερες υψομετρικές διακυμάνσεις που παρουσιάζει (εικ. 5).

Όσον αφορά το χρόνο και τις συνθήκες (εικ. 6) του πειράματος

μετάβασης, επιλέχθηκε μια καθημερινή μέρα (Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2014) και σε ώρα αιχμής (11.45-12.36).

33


Β οδός Χ. Τρικούπη

ΛΟΦΟΣ ΣΤΡΕΦΗ

οδός Μαυρομιχάλη

σ.03 σ.01

σ.03

οδός Ιπποκράτους οδός Ακληπιού

ίχνος μετάβασης στην οδό Ισαύρων (με άσπρο σημειώνονται τα σημεία κατάτμησης - λήψης δεδομένων) σ.0X

σημεία κατάτμησης στο μονοπάτι ανάβασης στην κορυφή

ΛΟΦΟΣ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΥ

εικ.4: χάρτης πεδίου του περιβάλλοντος του πειράματος

ανατολική παράλληλος Ισαύρων

δυτική παράλληλος Ισαύρων

34

εικ.5: διάγραμμα τομής ανάγλυφου πιθανών μεταβάσεων

πηγήΣταματοπούλου, 2012: 086


εικ.6: πρόγνωση καιρού, 22/9/14

πηγές εικόνων: (πάνω) http://freemeteo.gr και (κάτω) http://www.meteo.gr/meteoplus/index.cfm

35



5.3 Αναπαράσταση της ανάγνωσης του τοπίου: η σύνταξη του πίνακα - Συλλογή δεδομένων Κατά τη μετάβαση σημειώνονται λέξεις που σχετίζονται με αισθητηριακές προσλαμβάνουσες στη χρονική φάση που έλαβε χώρα το πείραμα, ενώ παράλληλα συλλέγονται οπτικά και ηχητικά δεδομένα, μαζί με μετρήσεις θερμοκρασίας και υγρασίας. - Κατάτμηση της μετάβασης σε καρέ

Οι λήψεις αυτές κατά τη συλλογή δεδομένων οργανώνονται στη βάση μιας κατάτμησης της μετάβασης σε καρέ. Τα καρέ

προσδιορίζονται από την εναλλαγή οικοδομικών τετραγώνων και ροών κίνησης, ενώ στο πεδίο της ελεύθερης έκτασης του Στρέφη καθορίζονται από κομβικά σημεία στο μονοπάτι ανάβασης προς στην κορυφή του λόφου, όπως αποτυπώνεται στο χάρτη (εικ. 3). Συνεπώς, σε κάθε διασταύρωση της Ισαύρων

με τις κάθετες στον άξονά της οδούς (Ασκληπιού, Ιπποκράτους,

Μαυρομιχάλη, Χ. Τρικούπη, Ζ. Πηγής και Εμμ. Μπενάκη)

πραγματοποιείται λήψη δεδομένων και γίνονται οι μετρήσεις. Η επιλογή των διασταυρώσεων των δρόμων βασίζεται στο γεγονός

ότι αποτελούν κομβικά σημεία που παραπέμπουν στα ‘nodes’ του Lynch (1960: 72-72), ένα από τα στοιχεία της ‘εικόνας της

πόλης’. Από τα σημεία αυτά αρθρώνεται το ίχνος της κίνησης στον αστικό ιστό και εντοπίζεται η δυνατότητα συνάντησης με άλλες κινήσεις είτε σε συγχρονικό επίπεδο από άλλα υποκείμενα είτε

του ίδιου υποκειμένου διαχρονικά . Επιπλέον, στα σημεία αυτά το υποκείμενο παίρνει αποφάσεις που αφορούν τον προσανατολισμό της κίνησης, στην περίπτωση του επι τόπου αυτο-σχεδιασμού της. Ο χωρισμός της κίνησης σε καρέ δε σημαίνει ότι το κάθε καρέ είναι

ανεξάρτητο. Το κάθε καρέ είναι πάντα διασυνδεδεμένο με την αλληλουχία των προηγούμενων μέσω του ίχνους της μετάβασης.

Κάθε καρέ ενσωματώνει τη μνήμη και τη συνειδητή ή ασυνείδητη επιρροή από τις προσλαμβάνουσες των προηγούμενων καρέ και

των ενδιάμεσων μεταβάσεων. Πιο χαρακτηριστικά αυτό συμβαίνει με το απτικό ερέθισμα και το αίσθημα ανάβασης - κατάβασης,

την συνακόλουθη αίσθηση κόπωσης και αίσθησης προσπάθειας των μυών. Πρόκειται για αισθήσεις που διατηρούνται στο σώμα, ακόμα και μετά το πέρας της μετάβασης.

37


- Πίνακας Τα στοιχεία που συλλέγονται οργανώνονται και παρουσιάζονται σε πίνακα, ως προς τη σχέση μετακίνησης (οριζόντιος άξονας),

σώματος του υποκειμένου (κάθετος άξονας) πάνω στο ανάγλυφο πεδίο (οριζόντιος άξονας). Παράλληλα, η οργάνωση του πίνακα

στοχεύει στη συγκρότηση μιας αναπαράστασης του τοπίου που

αφενός, τονίζει τη συνέργεια των αισθήσεων και, αφετέρου, διαμεσολαβεί τη συνθήκη μεταβολής. Τη συνέργεια που αφορά

τις προσλαμβάνουσες του κάθε καρέ αναλαμβάνει ο κάθετος άξονας του πίνακα, ενώ τη συνολική συνέργεια των ερεθισμάτων της εμπειρίας επικοινωνεί η αλληλουχία των καρέ - ο συνδυασμός

κάθετης και οριζόντιας οργάνωσης. Στην αναπαράσταση της συνέργειας

-

της

διαισθητηριακότητας

(intersensoriality)/

συναίσθησης και πολυαισθητηριακότητας - συμβάλλει περαιτέρω

η λογική του κολλάζ και των διαφορετικών μέσων περιγραφής που συγκροτούν κάθε καρέ καταγραφής. Συγκεκριμένα:

Στον οριζόντιο άξονα παρατίθενται οι καταγραφές που συγκροτούν το κάθε καρέ, διαδοχικά, παρακολουθώντας το ξεδίπλωμα της

κίνησης πάνω στη διαγραμματική τομή του ανάγλυφου του πεδίου της μετάβασης (τομή οδού Ισαύρων).

Η καταγραφή του κάθε καρέ που συνθέτει τη μετακίνηση

παρατίθεται στον κάθετο άξονα του πίνακα, λαμβάνοντας υπόψη την κατηγοριοποίηση των συστημάτων αντίληψης του Gibson (εικ. 2). Κάθε καταγραφή βασίζεται στις σημειώσεις και στις μετρήσεις

που συλλέχθηκαν κατά τη διεξαγωγή της μετάβασης: συγκροτείται

ως ένα κολλάζ από ήχο, φωτογραφικές εικόνες και λέξεις. Η λογική

του κολλάζ επιτρέπει τη συμπαράθεση μη-μεταφράσιμων μεταξύ τους δεδομένων. Οι λέξεις μέσα στον πίνακα, σε διάλογο με τα υπόλοιπα στοιχεία του, διαπραγματεύονται την αναπαράσταση

μη-οπτικοποιήσιμων προσλαμβανουσών, όπως είναι η μυρωδιά.

Το κολλάζ του κάθε καρέ περιλαμβάνει τρεις εικόνες, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται λέξεις που περιγράφουν προσλαμβάνουσες.

Αυτές οι παρεμβολές οργανώνονται βάσει της κατηγοριοποίησης σε απτικό, οσφρητικό και ηχητικό σύστημα αντίληψης. Το απτικό

συστημα έχει διακριθεί περαιτέρω σε προσλαμβάνουσες που αφορούν το κάτω μέρος του σώματος από τη μέση και κάτω και

το πάνω μέρος του σώματος από τη μέση μέχρι το κεφάλι. Οι τρεις εικόνες παρατίθεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναπαραριστούν

την οπτική πρόσληψη κατά την κίνηση του κεφαλιού από κάτω 38


(έδαφος) προς τα πάνω (ουρανός). Η οργάνωση των ζωνών αυτών

στον κολλάζ παρακολουθεί τη διάρθρωση του σώματος από κάτω (πέλματα κάτω άκρων) προς τα πάνω (κεφάλι). 5.3.1 Οπτικό Ερέθισμα

Η πρώτη εικόνα που βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του πίνακα αφορά την εικόνα του πεδίου, πάνω στο οποίο στέκονται και

βαδίζουν τα πέλματα των ποδιών. Η εικόνα αυτή έχει και απτικό

ενδιαφέρον, καθότι οπτικοποιεί την αίσθηση που αισθάνεται το πόδι όταν περπατά πάνω σε διαφορετικές υφές δαπέδου (π.χ. χώμα, άσφαλτος ή πλακάκι που γλιστράει). Η αίσθηση αυτής της υφής,

ωστόσο, διαφοροποιείται ανάλογα με το αν το υποκείμενο φοράει υπόδημα και, αν ναι, από το είδος αυτού (π.χ. αθλητικά παπούτσια,

γόβες, πέδιλα) και την επαφή που η κάθε περίπτωση διαμεσολαβεί

με το έδαφος. Δεύτερη, πιο πάνω, είναι η εικόνα που βλέπει το υποκείμενο όταν τα μάτια κοιτάζουν ευθεία στη νοητή συνέχεια της κίνησης, χωρίς κάποια στροφή δεξιά-αριστερά ή πάνω-κάτω. Αυτή η απεικόνιση αφορά το οπτικό ερέθισμα που επικρατεί κατά

την μετακίνηση και σχετίζεται και με τον προσανατολισμό του κινούμενου σώματος. Παρατηρώντας τον πίνακα, διαπιστώνουμε ότι σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνεται και η δυνατότητα

της πανοραμικής θέας. Αυτό συμβαίνει, ειδικά καθώς το εύρος της προοπτικής απελευθερώνεται από τα οπτικά εμπόδια της

υλικής οικοδόμησης και μεγαλώνει, κατά την προσέγγιση στην κορυφή του λόφου. Επιπλέον, η παρατήρηση της διαδοχής των

εικόνων αυτής της ζώνης μεταξύ των καρέ δίνει μια άποψη του

βάθους που, επίσης, βρίσκεται υπό μεταβολή κατά τη μετακίνηση. Η τρίτη εικόνα, τοποθετημένη στο ανώτατο μέρος του πίνακα,

πληροφορεί για το τι βλέπει το υποκείμενο, αν κοιτάξει ψηλά,

αναζητώντας την κορυφογραμμή και τον ουρανό. Η τρεις εικόνες δεν ενώνονται μεταξύ τους αφενός, για να τονίσουν την κίνηση του κεφαλιού στην αναζήτηση της πληροφορίας και, αφετέρου,

για να σημειωθεί η παρεμβολή άλλων προσλαμβανουσών που τέμνουν την κάθε ‘εικόνα’ και συμπλέκονται με την πληροφορία της.

5.3.2 Απτικό ερέθισμα – Προσανατολισμός To απτικό ερέθισμα, πέραν της υφής του πεδίου βαδίσματος,

επικοινωνείται μέσω λέξεων και μέσω της αναφοράς στην αίσθηση ανάβασης - κατάβασης. Την αίσθηση αυτή μπορεί κανείς

να υποψιαστεί και από τις απεικονίσεις της κλίσης του εδάφους

39


σε διαγραμματική τομή, αλλά και από τη θέαση μιας ανύψωσης -

βύθισης και ανηφόρας - κατηφόρας στην οπτική πληροφορία του

ορίζοντα. Αισθήσεις που συνάδουν με την ανάβαση - κατάβαση έχουν να κάνουν με την αίσθηση των μυών και της προσπάθειας

που καταβάλουν. Συμπληρωματικά με την παράθεση της σχετικής

ανάλυσης του Gibson, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε αισθήσεις

που έχουν να κάνουν με τους καρδιακούς παλμούς και την αναπνοή (π.χ. λαχάνιασμα), οι οποίες είναι πιο πιθανό να γίνουν αντιληπτές σε μια έντονη ή μεγάλου μήκους ανάβαση. Λέξεις που σχετίζονται

με αυτού του τύπου τις απτικές αισθήσεις, σημειώνονται μεταξύ πρώτης και δεύτερης εικόνας στα ενδιάμεσα των καρέ, καθώς προκαλούνται κατά την κατάσταση μετάβασης.

Στις προσλαμβάνουσες του δέρματος περιλαμβάνονται η αίσθηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και της υγρασίας (π.χ. υγρό/

νωπό, στεγνό), συμπληρωματικά με όσα τίθενται στην ανάλυση των σωματαισθήσεων. Ο ρουχισμός παίζει αρκετά καθοριστικό

ρόλο, επιτρέποντας σε κάποια, σε όλα ή σε κανένα σημείο του

σώματος την επαφή με αυτού του τύπου τα ερεθίσματα. Στο

συγκεκριμένο πείραμα της εργασίας, ο ρουχισμός επέτρεπε την

επαφή του κεφαλιού και ολόκληρων των χεριών και, ως εκ τούτου, έχουν σημειωθεί ερεθίσματα που αφορούν αυτή την περιοχή του σώματος. Η αλληλεπίδραση της κίνησης του σώματος με την υφή

και την κλίση του εδάφους μπορούν να προκαλέσουν εφίδρωση που είναι μια επιπλέον αίσθηση που αφορά το δέρμα. Η αίσθηση του άνεμου ή του αέρα αποτελεί μια επιπρόσθετη αίσθηση που

γίνεται αντιληπτή και οπτικά (π.χ. μέσω εικόνας αντικειμένων

που κουνιούνται) και απτικά, ενώ μπορεί να έχει και οσφρητικές επιδράσεις με τη μεταφορά οσμών. Η περίπτωση της αίσθησης

αέρα σχετίζεται και με την αίσθηση δυείσδυσης οξυγόνου στη μύτη και στα πνευμόνια. Αυτή η αίσθηση αφορά και την αντίληψη

της αλλαγής μέσω της αναπνοής. Λέξεις που σχετίζονται με αυτού του τύπου τις απτικές αισθήσεις, παρατίθεται κάτω από την τρίτη

εικόνα, καθώς αφορούν το ανώτερο τμήμα του σώματος προς το κεφάλι. Τις λέξεις αυτές συνοδεύει η σημείωση της θερμοκρασίας και του ποσοστού της υγρασίας σε κάθε καρέ. 5.3.3 Οσφρητικό-γευστικό ερέθισμα

Η μυρωδιά είναι ένας τύπος προσλαμβανουσών που επικοινωνείται

μέσω λέξεων. Ο παραλήπτης μπορεί να προσεγγίσει την αίσθηση παρα μόνο αν έχει πρότερο ανάλογο ερέθισμα και εμπειρία - μνήμη. 40


Ωστόσο, κάποιες φορές μια εικόνα μπορεί να δώσει ιδέα για τις

πιθανές μυρωδιές ενός τόπου, εάν περιλαμβάνει αντικείμενα ή

καταστάσεις που είναι πηγές μυρωδιάς (π.χ. ένας φούρνος, κάδος σκουπιδιών). Αντίστοιχο ρόλο μπορεί να αναλάβει και ένας χάρτης

χρήσεων γης ή των φυτών που υπάρχουν σε ένα κήπο/ πάρκο/ λόφο, ενώ από την ένταση των ροών κυκλοφορίας μπορούμε να

υποθέσουμε την ένταση της μυρωδιάς καυσαερίου σε κάποιο

σημείο. Εκτός από τις χρήσεις γης και τις εντάσεις των δρόμων, σε ένα αστικό περιβάλλον τις μυρωδιές καθορίζουν και οι μυρωδιές

υποκειμένων που κινούνται στον ιστό. Οι μυρωδιές των χρήσεων έχουν να κάνουν και με το χρόνο επίσης: διαφορετικές μυρωδιές

εκλύονται το καλοκαίρι από τα ανοιχτά παράθυρα σε σχέση με το

χειμώνα που μπορεί να κυκλοφορεί μυρωδιά από καμμένο ξύλο, σε συνδυασμό με την διαφορετική θερμοκρασία του αέρα που αγγίζει τους δερματικούς πόρους του εσωτερικού της μύτης. 5.3.4 Ηχητικό ερέθισμα

Το ηχητικό ερέθισμα επικοινωνείται μέσω λέξεων και μέσω λήψεων των ήχων στο κάθε καρέ και παρατίθεται μεταξύ

δεύτερης και τρίτης εικόνας. Η κάθε λήψη είναι της τάξης των 30

δευτερολέπτων και λειτουργεί παραπληρωματικά με τις λέξεις που αφορούν ερεθίσματα που αντλούνται και από τον υπόλοιπο χρόνο της στάσης σε κάθε διασταύρωση. Ο πίνακας στην ψηφιακή

(μη-έντυπη) εκδοχή της εργασίας (σε μορφή pdf) περιλαμβάνει

και ήχο, ο οποίος ενεργοποιείται κατά το πάτημα του αντίστοιχου εικονιζόμενου κουμπιού.

41



ΠΙΝΑΚΑΣ το τοπίο ως προς τον ενσώματο νου που μετακινείται σε πολυδιάστατο πεδίο

>


ΣΤΡΟΦΗ ΚΕΦΑΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ - ΚΟΡΥΦΟΓΡΑΜΜΗ

ήπιος θερμός αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 27.5 °C | υγρασία: 69%

περιοδική διέλευση οχημάτων πολύ ελαφρύς ήχος αέρα

πιο πυκνή περιοδικότητα διέλευσης οχημάτων

καμία διάκριση χαρακτηριστικής μυρωδιάς

καυσαέριο βενζίνη

ευθεία

>

>

ευθεία

>

>

σκαλιά από Ζ. Πηγής προς Εμ. Μπενάκη

>

καμία διάκριση χαρακτηριστικής μυρωδιάς

12:09

>

καυσαέριο σκουπίδια από κάδο

καμία διάκριση χαρακτηριστικής μυρωδιάς

Ζ. Πηγής

ευθεία

διέλευση οχημάτων στο βάθος

12:07

>

μηχανάκι πιο ήπια περιοδικότητα διέλευσης οχημάτων

Χ. Τρικούπη

>

πιο ήπιος αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 28 °C | υγρασία: 69%

12:04

ήπια κατάβαση

ομιλία τριών γυναικών λεωφορείο μηχανάκι + κόρνα ένταση ταχέως διερχόμενων οχημάτων πιο αραιή περιοδικότητα διέλευσης οχημάτων πιο δυσδιάκριτος ήχος τζιτζικιών στο βάθος δυσδιάκριτος ήχος τζιτζικιών στο βάθος πιο ελαφριά αντίληψη μυρωδιάς καυσαέριου

πιο ήπιος αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 28 °C | υγρασία: 69%

πιο ήπιος αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 28 °C | υγρασία: 70%

ήπιος θερμός αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 27.5 °C | υγρασία: 68.5%

11:51 Μαυρομιχάλη

Ασκληπιού

ΔΑΠΕΔΟ

>

11:49 Ιπποκράτους

ΚΟΡΜΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ & ΚΕΦΑΛΙ

ήπιος θερμός αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 27 °C | υγρασία: 70%

ανάβαση σκαλιών

>


πιο ήπιος αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 28 °C | υγρασία: 69%

αέρας στο δέρμα του προσώπου θερμοκρασία: 27.5 °C | υγρασία: 69.5%

τσίμπημα από κουνούπι στο χέρι θερμοκρασία: 28 °C | υγρασία: 69.5%

πιο έντονος αέρας θερμοκρασία: 28 °C | υγρασία: 68%

τζιτζίκια κλειδιά, άνοιγμα + κλείσιμο εξώπορτας

πιο έντονος ήχος από τζιτζίκια στο βάθος αραιή διέλευση οχημάτων

έντονος ήχος από τζιτζίκια στο βάθος αραιή διέλευση οχημάτων

έντονος ήχος από τζιτζίκια αεροπλάνο από πάνω

καμία διάκριση χαρακτηριστικής μυρωδιάς

καμία διάκριση χαρακτηριστικής μυρωδιάς

καμία διάκριση χαρακτηριστικής μυρωδιάς

καμία διάκριση χαρακτηριστικής μυρωδιάς

σ.02 λόφος Στρέφη

σ.03 λόφος Στρέφη

12:24

12:28

αίσθηση ανάβασης >

σ.01 λόφος Στρέφη

>

12:18

12:10 Εμ. Μπενάκη

αίσθηση ανάβασης >

12:36

>

ελαφρύ λαχάνιασμα

κίνηση κατά μήκος Ισαύρων Δευτέρα, 22/09/14 11:45 π.μ - 12:36 μ.μ


σ.01 λόφος Στρέφη

σ.02 λόφος Στρέφη

σ.03 λόφος Στρέφη


εικ.8: λήψη πανοραμάτων κατά τη μετάβαση από την Εμ. Μπενάκη στην κορυφή του Στρέφη (οι εικόνες βρίσκονται σε αντιστοιχία με σημεία του πίνακα της προηγούμενης σελίδας


5.4 Συν δύο σημασίες του πίνακα - Η αναπαράσταση της δυνητικής αντίληψης κατά τη μετάβαση Η επιλογή των δεδομένων που περιλαμβάνονται στον πίνακα έχει

ως στόχο να αποκαλύψει, μέσω της αναπαράστασης των πηγών και των αιτιών αισθητηριακών προσλαμβανουσών, όχι μόνο τι

βιώθηκε, αλλά τι δυνητικά μπορεί να αντιληφθεί κανείς κατά την πιθανή επανάληψη της συγκεκριμένης διαδρομής. Επιπρόσθετα,

τα στοιχεία που αφορούν τις προσλαμβάνουσες ενός αντιληπτικού

συστήματος (π.χ. οπτικού) μπορούν να επικοινωνήσουν την πληροφορία που αφορά άλλα συστήματα (π.χ. ηχητικού). Σε μια

εικόνα, παραδείγματος χάρη, φαίνονται και οι δυνάμει ήχοι (π.χ. διερχόμενα αυτοκίνητα, ήχοι καροτσιών σούπερ μάρκετ), κινήσεις ανθρώπων και άλλες δραστηριότητες. Αντίστοιχα, μια λέξη που

περιγράφει έναν ήχο μπορεί να προκαλέσει οπτικοποίηση της πηγής του ήχου στη φαντασία του υποκειμένου.

- Η αναπαράσταση της διαφοροποίησης του τοπίου ως προς τη διαδρομή που το συγκροτεί Η λογική συγκρότησης του πίνακα, εκτός από την αναπαράσταση

της μεταβολής, δίνει έμφαση στο ότι το τοπίο ξεδιπλώνεται, αναδύεται και δημιουργείται επί-τόπου κατά την κίνηση. Κάθε

καταληκτική εντύπωση έχει ένα πρόσφατο παρελθόν που φτάνει στο κάθε παρόν μέσα από την αλληλουχία των αισθητηριακών

προσλαμβανουσών και τη μνήμη τους, τόσο από το νου όσο και

από το σώμα. Κάθε πανόραμική αποτύπωση της πόλης από κάπου ψηλά - από μια κορυφή λόφου ή βουνού - έχει ξεδιπλωθεί κατά την διαδρομή μετάβασης του υποκειμένου προς το σημείο αυτό.

Ως εκ τούτου, ακόμα κι αν έχουμε πανομοιότυπα φωτογραφικά πανοράματα, το καθένα προκύπτει από διαφορετικό τρόπο, χρόνο, υποκείμενο κίνησης προς το σημείο απ’ όπου πραγματοποιείται

η λήψη. Ακόμα και για το ίδιο υποκείμενο, ένα πανόραμα

μπορεί να μένει φαινομενικά το ίδιο, αλλά η διαδρομή πάντα θα διαφοροποιείται. Η διαφοροποίηση της διαδρομής δεν αφορά

αποκλειστικά ένα διαφορετικό ίχνος στο γεωγραφικό πεδίο, αλλά και οποιαδήποτε διαφορετική εμπειρία μιας ίδιας τροχιάς. Μαζί

με τη διαφοροποίηση της διαδρομής, διαφοροποιούνται και τα

αισθήματα, οι αισθητηριακές προσλαμβάνουσες και η μνήμη του 48


υποκειμένου, συντελώντας σε μια αντίληψη - δημιουργία χώρου - που διαφοροποιείται ως προς τις προηγούμενές της και

ταυτόχρονα εξαρτάται από αυτές. Ως εκ τούτου, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι κάθε διαφορετική διαδρομή συντάσει και ένα

διαφορετικό τοπίο⋅ κάθε πανόραμα είναι διαφορετικό ως προς τη διαφορετική διαδρομή που το ανέδειξε στο κάθε υποκείμενο.

Η διαφοροποίηση αυτή, ωστόσο, δεν αποκλείει παρεμφερή ή επαναλαμβανόμενα μοτίβα ερεθισμάτων, όπως οι εκδοχές τους διαμορφώνονται περαιτέρω και από τις παραμέτρους που αφορούν υλικές μεταβολές στο χρόνο.

- H συνθήκη μεταβολής εντός του κάθε καρέ Στον πίνακα, όπως παρατίθεται εν προκειμένω, κάθε καρέ

συγκροτείται από εικόνες που είναι αποτυπώσεις μιας ελάχιστης

χρονικής περιόδου - της στιγμής που αποτυπώνει σε κάθε κλικ του κουμπιού ο φωτογραφικός φακός. Ωστόσο, η παραμονή του

υποκειμένου στο πεδίο του κάθε καρέ, ακόμα και ως πέρασμα στο πλαίσιο της μετακίνησής του, συλλαμβάνει μια κινούμενη εικόνα

- ένα μεταβαλλόμενο πλέγμα αισθητηριακών προσλαμβανουσών, το οποίο συγκροτείται από πολλαπλές περαιτέρω μεταβολές. Ως εκ

τούτου, κάθε καρέ και, ειδικότερα, κάθε ερέθισμα που το συστήνει

(π.χ. μια φωτογραφία) ενσωματώνει μια περαιτέρω μεταβολή. Αυτή η μεταβολή εξαρτάται από τις κινήσεις και τις εναλλαγές των προσλαμβανουσών. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, για παράδειγμα,

όταν η μετάβαση στο ανάγλυφο περνά από δρόμο με διερχόμενα

οχήματα και πεζούς. Οι εναλλαγές αφορούν την αλληλόδραση των αισθητηριακών προσλαμβανουσών (π.χ. ένα κινούμενο

αυτοκίνητο αφορά και οπτικό και ηχητικό και οσφρητικό ερέθισμα). Η εναλλαγή των ερεθισμάτων που συνιστούν το κάθε

καρέ, ανάλογα και με το χρόνο παραμονής του υποκειμένου σε αυτό, δημιουργούν και ένα διαφορετικό αίσθημα: Κάθε καρέ

συγκροτείται από την αλληλεπίθεση των επιμέρους ελάχιστων συνιστωσών του. Τρόπους αναπαράστασης της εντύπωσης αυτής αναδεικνύει η λογική της χρονοφωτογραφίας, όπως την εισήγαγε ο Etienne - Jules Marey γύρω στο 1885. Στο πλαίσιο αυτό,

μπορούμε να σημειώσουμε ότι η απεικόνιση του κάθε καρέ μπορεί

να συντεθεί από την αλληλεπίθεση πολλαπλών λήψεων (π.χ. ανά δευτερόλεπτι), τονίζοντας τον αθροιστικό χαρακτήρα των

επιμέρους μεταβαλλόμενων ερεθισμάτων κατά τη συγκρότηση μιας αντίληψης - με άλλα λόγια, κατά τη δημιουργία του τοπίου.

49


Στις εικόνες 9 και 10 επιχειρούμε να αναπαραστήσουμε αυτή τη

μεταβολή. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούμε δύο λήψεις από το ίδιο

σημείο, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους πέντε δευτερόλεπτα. Σε κάθε εικόνα περιλαμβάνεται και το επίπεδο του οπτικού πεδίου στην

ευθεία του βλέμματος (κορμός σώματος & κεφάλι) και το επίπεδο της κορυφογραμμής, όταν το κεφάλι στρέφεται προς τα πάνω. Οι

μεταβολές εντοπίζονται στο επίπεδο της κίνησης οχημάτων και πεζών - στο δρόμο (εικ. 9 και εικ. 10), ενώ ανεπαίσθητες είναι

οι μεταβολές που παρατηρούμε από τη μεταβολή της θέσης των πουλιών στο επίπεδο της κορυφογραμμής (εικ. 9). Αντίστοιχα,

θα μπορούσαμε να διακρίνουμε και τις μεταβολές της κίνησης των φυλλωμάτων των δέντρων. Όσο πιο πολλές οι λήψεις που μετέχουν στην αλληλεπίθεση, τόσο πιο λεπτομερής μπορεί να είναι και η περιγραφή της μεταβολής που ενσωματώνει το κάθε καρέ.

Ωστόσο, διευκρινίζουμε ότι η ανάδειξη της (δυνάμει) μεταβολής των προσλαμβανουσών στο πλαίσιο του ίδιου καρέ ευδοκιμεί κατά

τις ώρες αιχμής και τις καθημερινές. Μια αντίστοιχη παράθεση

ΚΟΡΜΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ & ΚΕΦΑΛΙ

ΣΤΡΟΦΗ ΚΕΦΑΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ - ΚΟΡΥΦΟΓΡΑΜΜΗ

διπλής λήψης σε μια άλλη χρονική επιλογή (π.χ. αργά το βράδυ),

εικ.9: αλληλεπίθεση δύο φωτογραφικών λήψεων στο καρέ της Χ. Τρικούπη προς Ζ. Πηγής 50


πιθανόν, να μην αποκαλύψει μια ανάλογη τάση μεταβλητότητας. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε πως η μεταβλητότητα αυτή

είναι, με τη σειρά της, και αυτή μεταβαλλόμενη. Η μεταβλητότητα του κάθε καρέ παρακολουθεί τις μεταβολές των εντάσεων που

συνάδουν με τις εναλλαγές των ρυθμών του καθημερινού χρόνου της πόλης.

Επιπλέον μεταβολές μπορεί κανείς να αναζητήσει και μεταξύ

των δύο εικόνων, καθότι μέρος του πεδίου της εικόνας 9 περιλαμβάνεται στο βάθος της εικόνας 10, δεδομένου ότι τα

σύνολα λήψεων έχουν μια χρονική διαφορά (βλ. αντίστοιχα καρέ

στον πίνακα) και αρθρώνονται από την ίδια μετάβαση - διαδρομή. Η λογική της αλληλεπίθεσης που επιχειρούμε εδώ λειτουργεί

συμπληρωματικά με τη συνολική συμπαράθεση των καρέ που επιδιώκει ο πίνακας. Η αλληλεπίθεση αυτή προσθέτει διαστάσεις

- επίπεδα και αναδεικνύει το δυνάμει βάθος της κάθε εικόνας που μετέχει στη συμπαράθεση των καρέ του πίνακα.

εικ.10: αλληλεπίθεση δύο φωτογραφικών λήψεων στο καρέ της Ασκληπιού προς την Ιπποκράτους 51



Κεφάλαιο Τρίτο: ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Η προσέγγιση της εργασίας τονίζει την ενεργητική διάσταση του

σώματος που περπατά: σώμα και μετακίνηση, συνδυασμένα με μια ενισχυμένη απτικότητα, αποτελούν κεντρικά εργαλεία μιας

αντίληψης. Αυτή η ενεργητική διάσταση φέρνει το υποκείμενο κοντά σε μια δυνάμει δημιουργία χώρου, παραπέμποντας στη θεωρία των πρακτικών του De Certeau⋅ των πρακτικών που καθημερινά γράφουν και (ανα)παράγουν την πόλη. H δημιουργική

δυναμική του υποκειμένου που περπατά και δημιουργεί τοπία, με τη σειρά της, αναδεικνύει τις προοπτικές τριών μεταβάσεων όσον αφορά την θεώρηση του τοπίου, στις οποίες και θα σταθούν τα συμπεράσματα της εργασίας, ανατροφοδοτώντας το εγχείρημά της. Και για τις τρεις μεταβάσεις ο τρόπος ανάγνωσης και

καταγραφής του τοπίου αναδεικνύεται ως κρίσιμος. Οι δύο πρώτες

μεταβάσεις αφορούν το πως προσεγγίζουμε και αναπαριστούμε το τοπίο (ενότητα 6) και η τρίτη μετάβαση ανιχνεύει το αν και το πως μπορούμε να περάσουμε από την αντίληψη και την αναπαράσταση

στο σχεδιασμό του τοπίου και στην παρέμβαση σε αυτό, υπό τους όρους διαρκούς μεταβολής του (ενότητα 7).

|6| Η δημιουργική προοπτική της κιναισθησίας

Όταν το σώμα βρίσκεται σε συνθήκη μετακίνησης, η συμβολή της σωματαίσθησης, κιναίσθησης και ιδιοδεκτικής αίσθησης

στην αντίληψη γίνεται πιο έντονη: Η κίνηση αφενός, καθιστά πιο

έντονες τις προσλαμβάνουσες του απτικού συστήματος και του συστήματος προσανατολισμού, και, αφετέρου, θέτει υπό διαρκή

μεταβολή τη συνολική αντίληψη και άρα τη σχέση του υποκειμένου

με το περιβάλλον και το πεδίο στο οποίο περπατά. Σε κάθε νέο βήμα ή στροφή του σώματος το υπό αντίληψη πεδίο - το τοπίο - μεταβάλλεται. Μέσω της ενσώματης αντίληψης, ενισχύεται η

απτικότητα που, όπως ισχυριζόμαστε αντλώντας από τον Roda-

way (1994: 41-54), αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργητική διάσταση αντίληψης. Επομένως,

σώμα

και

μετακίνηση

αποτελούν

κεντρικά

εργαλεία μιας αντίληψης. Ο Ingold (2000: 166) διαπιστώνει

πως αν η αντίληψη «είναι μια λειτουργία της κίνησης,

«H αληθινή μετακίνηση βασίζεται

στις ποιοτικές αλλαγές του

περιβάλλοντος μέσα στο οποίο

το κινούμενο σώμα κινείται. Όταν η θέση του αλλάζει, οι

σχέσεις μεταξύ του κινούμενου

σώματος, των μερών του, και του

περιβάλλοντος επίσης αλλάζουν,

προσδίδοντας στο όλον μια νέα

ποιότητα»

(Cache, 1995 : 144).

τότε ό,τι αντιλαμβανόμαστε πρέπει, τουλάχιστον μερικώς,

53


να εξαρτάται από το πως μετακινούμαστε. Η μετακίνηση, και

όχι η νόηση (cognition), πρέπει να είναι το αφετηριακό σημείο της μελέτης της αντιληπτικής δραστηριότητας». Μέσα από αυτό το συλλογισμό, αναδύεται ο ενεργητικός χαρακτήρας της

μετακίνησης, ο οποίος είναι δυνάμει δημιουργικός: Το υποκείμενο, μέσα από το πως μετακινείται, καθορίζει και διαχειρίζεται,

επιλέγει το τι και πως αντιλαμβάνεται - επιλέγει το τοπίο που η αφήγηση της κίνησης του υποκειμένου θα δημιουργήσει, όπως

σημειώνει και η λογική του πίνακα του πειράματος. Η επιλογή

και οι αποφάσεις που λαμβάνει το υποκείμενο σε μια μετακίνηση,

της οποίας η τροχιά δεν είναι προαποφασισμένη, αλλά επί τόπου σχηματιζόμενη, ενισχύει την ενεργητικότητα της ενσώματης κιναίσθησης με όρους δημιουργίας τοπίου. - Προς τις δύο μεταβάσεις

Στη βάση αυτής της προοπτικής, πρώτα, διαπιστώνουμε μια

μετάβαση από το τοπίο ‘εικόνα’ σε ένα τοπίο ‘βίωμα’, το οποίο είναι ένα πολυδιάστατο πεδίο που συγκροτείται ως προς τις πολλές παραμέτρους μεταβολής του. Η δεύτερη μετάβαση

αντικαθιστά το τοπίο στιγμιότυπο με το τοπίο διαδικασία. Αυτό το

επιχείρημα τονίζει ότι το τοπίο δεν είναι κάτι δοσμένο, έτοιμο και αμετάβλητο, αλλά μια προσωρινή επι-τόπου δυναμική ανάδυση,

όπως προκύπτει από τη λογική των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων που διαρκώς το μετα-σχηματίζουν. 6.1 Από το τοπίο εικόνα στο τοπίο βίωμα - Το τοπίο εικόνα Σημαντικό πλήθος ερμηνειών του τοπίου το αντιμετωπίζουν ως φόντο πίσω από δράσεις, ως θέα, ως απεικόνιση, ως σκηνικό και

ενίοτε και ως θέαμα. Η σύνδεση του τοπίου με την όραση, είτε ως

θέαση είτε ως μια οπτική μεταφορά της φαντασίας, είναι κυρίαρχη (Macpherson, 2005: 95-98 και Porteous, 1990: 4). Αυτό εν μέρει

εξηγείται από το γεγονός ότι οι περισσότερες θεωρήσεις του τοπίου που έχουμε υπόψη λαμβάνουν χώρα εντός του οπτικοκεντρικού

δυτικού πολιτισμού. [8] Η Τερκενλή (1996: 13), εντοπίζοντας μια εννοιολογική σύγχυση, διαπιστώνει πως ενώ το τοπίο στην

αρχή «αναφερόταν στην απεικόνιση μιας θέας, μετά από συνεχή εννοιολογική εξέλιξη, στη διάρκεια τουλάχιστον ενός αιώνα, στις αρχές του εικοστού αιώνα, αναφέρεται στη θέα αυτή καθαυτή». 54


Αφενός, παρατηρούμε μια κυριαρχία της οπτικής εμπειρίας που

δείχνει είτε να αγνοεί είτε έστω να ιεραρχεί ως δευτερεύουσα

την πολυαισθητηριακή υπόσταση του τοπίου (Porteous, 1990: 5). Αφετέρου, η έννοια του τοπίου τείνει να ταυτίζεται με την αναπαράστασή του (Porteous, 1996: 48), η οποία κατά τον Tilley (Tilley, 2012: 236) έχει τη ‘δυναμική, εκτός από το να αρθρώνει την βιωμένη εμπειρία, να τη συσκοτίζει’. Κατά την ταύτιση αυτή οι τρεις

διαστάσεις του τοπίου συμπιέζονται στις δύο, ενώ παράλληλα το

τοπίο εμφανίζεται αποσπασμένο από την ανθρώπινη δράση και σε ασυγχρονία με αυτήν. Η λογική της απόσπασης, αντιμετωπίζοντας το τοπίο ως κάτι έξω από τον παρατηρητή του, ο οποίος βρίσκεται

κάπου αλλού και το ελέγχει, ενθαρρύνει μια αποδέσμευση και

απεμπλοκή του υποκειμένου από το τοπίο, το οποίο ενίοτε τείνει να εξιδανικεύεται (Macpherson, 2005: 97). - Το τοπίο βίωμα

«ΤΗΕ CITY AS PANORAMA

(...) The new experience of

moving through the city tended

Προσανατολιζόμενη προς το εσωτερικό του καθημερινού τοπίου,

to erase the traditional sense

η προσέγγιση της εργασίας προτείνει μια μετάβαση από το τοπίο

of pictorial enclosure as the

της, ισχυριζόμαστε ότι το τοπίο δεν είναι κάτι που βρίσκεται

attachement to place or milieu

εικόνα στο τοπίο βίωμα: Αξιολογώντας το χώρο, όχι ως υποδοχέα της ανθρώπινης ύπαρξης και δράσης, αλλά ως δημιούργημά

έξω από εμάς. Ζούμε μέσα στο τοπίο και μέσα από αυτό το επανα-δημιουργούμε καθημερινά. Η κατανόηση του τοπίου ως

βίωμα που συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο διαπραγματεύεται

την χωροχρονική απόσπαση⋅ διακρίνει το τοπίο από την

citscape transformed into a

series of fleeting impressions

and momentary encounters. One’s dissolved into a kaleidoscopic arrangement of images and forms.»

(Boyer, 1996 [1942]: 40-41)

αναπαράστασή του, ως ξεχωριστές μεν, αλλά αλληλένδετες ενέργειες. Σε αυτή την περίπτωση η σχηματοποίηση κατά το βίωμα του τοπίου είναι μια αποκλειστικά αντιληπτική διεργασία, η οποία μεταφράζεται - μεταφέρεται σε γραμμές ή λέξεις στο χαρτί κατά την αναπαράσταση.

Ωστόσο, η συνθήκη της μετακίνησης και η έμφαση της

μεθόδου της παρούσας εργασίας στην ενσώματη υπόσταση της ανάγνωσης μεταφέρει τη λογική του βιώματος τόσο στον τρόπο αναπαράστασης (συγκρότηση πίνακα) όσο και στο ίδιο

το αποτέλεσμα της αναπαράστασης (πίνακας). Η εποπτεία του τοπίου, μέσα από αυτή τη μετάβαση από το τοπίο εικόνα στο τοπίο βίωμα, στρέφεται από την εποπτεία του πεδίου προς την εποπτεία

της διαδρομής και της εμπειρίας - την εποπτεία της σχέσης πεδίου και υποκειμένου.

55


Η μετάβαση στο τοπίο βίωμα δεν αναιρεί το τοπίο ως θέα - εικόνα˙ μολαταύτα, το περιλαμβάνει και το επαναπροσδιορίζει σε μια διάνοιξη της θεώρησης του τι είναι εικόνα και οπτική εμπειρία.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνεται μια προσέγγιση του τοπίου που, όχι μόνο ενσωματώνει επίγνωση της οντολογικής βαρύτητας

του τοπίου, αλλά την αναδεικνύει. Αυτή η έμφαση στην οντολογική βαρύτητα, δεν κατανοεί το τοπίο ως βίωμα ενός υποκειμένου, αλλά ως υπό συνάντηση βιώματα πολλών υποκειμένων, παίρνοντας

αποστάσεις ασφαλείας από μια προσέγγιση που κρίνει το τοπίο ως κάτι «προς θέαση και στοχασμό, ένα αντικείμενο μόνο για

ενατένιση, απεικόνιση, αναπαράσταση και αισθητικοποίηση» (Tilley, 2012: 237).

6.1.1 Ενσώματη όραση και ενσώματη μνήμη στο τοπίο βίωμα Η μετάβαση από το τοπίο εικόνα στο τοπίο βίωμα, έρχεται να

επαναπροσδιορίσει το τι σημαίνει όραση και οπτική εμπειρία: Κατά την ανάγνωση του τοπίου που βασίζεται στο σώμα και

στη μετακίνηση, η οπτική εμπειρία γίνεται κατανοητή με όρους διαφοροποιημένους. Κατά την μετακίνηση του σώματος η ‘στενή σύνδεση οπτικής και απτικής εμπειρίας’ που διαπιστώνει ο ανθρωπολόγος Edward Hall (1990: 60) ενισχύεται. Η οπτική

εμπειρία μετατοπίζεται από τα μάτια στο σώμα και γίνεται ιδιοδεκτική (Tilley, 2008: 40 και Massumi, 2000: 59).

Αντίστοιχα, διαπιστώνουμε και την ανάπτυξη μιας ενσώματης

μνήμης: H ιδιοδεκτικότητα που ενισχύεται κατά την κίνηση, συνδέεται με μια ‘μυική μνήμη’ του σώματος (Tilley, 2008: 40). Ο

Massumi (2000: 59) αναφέρει πως η ιδιοδεκτικότητα «μεταφράζει

την άσκηση - προσπάθεια και την ανάπαυση των συναντήσεων

του σώματος με αντικείμενα σε μια μυική μνήμη συσχετισμών (relationality)». Αυτή η μετάφραση σημειώνει, στη συνέχεια, είναι

μια «διπλή μετάφραση του υποκειμένου και του αντικειμένου στο σώμα». Αυτή η διπλή μετάφραση αναφέρεται σε ένα αποτύπωμα της αλληλεπίδρασης στο σώμα.

56


6.2 Από το τοπίο στιγμιότυπο στο τοπίο διαδικασία Το τοπίο ως βίωμα έχει χρονική διάρκεια. Αυτό γίνεται σαφές τόσο από τον επιτόπιο και τον ενσώματο χαρακτήρα της ανάγνωσης που συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο όσο και από τη λογική της

μετάβασης από ένα σημείο σε ένα άλλο. Μια κίνηση του σώματος του υποκειμένου, ακόμα και στην κλίμακα ενός βήματος έχει κάποια διάρκεια. Υπό τους όρους αυτούς το τοπίο δεν είναι μια στιγμή και η αναπαράστασή του δεν είναι το αποτύπωμα αυτής

της στιγμής - ένα στιγμιότυπο. Υποστηρίζουμε ότι το τοπίο είναι

μια αλληλουχία πολλαπλών στιγμών, μια σειρά από ενέργειες του υποκειμένου: μια διαδικασία [9] αλληλεπίδρασης.

Η μετάβαση από το τοπίο εικόνα στο τοπίο βίωμα συνάδει με μια παράλληλη μετάβαση από το τοπίο στιγμή και στιγμιότυπο

στο τοπίο διαδικασία. Η μετάβαση στη διαδικασία αφενός,

απευθύνεται στη λογική του τοπίου βιώματος και, αφετέρου, αναφέρεται στην αναπαράσταση του τοπίου.

Ήδη το συνθετικό ‘σχήμα’ (scape), κατά την ετυμολογική ανάλυση του ‘τοπίου’ στα αγγλικά (landscape), παραπέμπει σε μία ή περισσότερες ενέργειες που στοχεύουν στην αντιληπτική και

αναπαραστατική πλαισίωση (οριοθέτηση και σχηματοποίηση) του πεδίου, προδιαθέτοντας την αναφορά σε μια διαδικασία. Η αναπαράσταση του τοπίου που ξεδιπλώνεται στο ανάπτυγμα της κίνησης και η ευρύτερη λογική του πίνακα, ενσωματώνοντας την ιδέα της μεταβολής και της δυναμικότητας του τοπίου,

έρχεται να αντιπαρατεθεί στη λογική του παγωμένου και σαφώς

οριοθετημένου στιγμιότυπου του ζωγράφου. Συγκεκριμένα, ο πίνακας και η αναπαράσταση της κίνησης σε καρέ συγκροτούμενα

από διαφορετικούς τύπους ερεθισμάτων, διευκρινίζουν ότι το τοπίο δεν είναι το τελικό προϊόν της διαδικασίας, αλλά η ίδια η

διαδικασία⋅ όλα τα σημεία της και οι συσχετίσεις τους, τα οποία παρακολουθούν τη γραμμικότητα και την αφηγηματικότητα μιας διαδρομής που ξεκινά από ένα σημείο και καταλήγει σε ένα άλλο. 6.2.2 Από τον ενικό στον πληθυντικό

Η μετάβαση από το τοπίο στιγμιότυπο στο τοπίο διαδικασία ενσωματώνει και μια μετάβαση από τον ενικό στον πληθυντικό.

Υπό τη λογική της διαρκούς μεταβολής φαίνεται αντιφατικό να μιλάμε για ένα τοπίο. Η συνθήκη μεταβολής συνάδει με τη

57


δημιουργία πολλαπλών τοπίων: Η πληθυντικότητα δεν έγκειται μόνο ως προς τα τοπία διαφορετικών διαδρομών, χρόνων και

υποκειμένων, αλλά και στο πλαίσιο της μίας διαδρομής. Αυτή η

πληθυντικότητα απορρέει από τα πολλαπλά διαδοχικά καρέ τοπίου

που δημιουργούνται κατά τις διαδοχικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ του εν κινήσει υποκειμένου και του υλικού πεδίου. Αυτό γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο μέσα από τον πίνακα, τα καρέ που παραθέτει

και τα καρέ που υποννούνται ως ενδιάμεσα αυτών. Το κάθε καρέ είναι η αναπαράσταση ενός τοπίου που διαφοροποιείται από το προηγούμενο. Τα καρέ μεταξύ τους υπόκεινται σε μια συνέχεια

που καθορίζει το ίχνος των βημάτων στο ανάγλυφο υλικό πεδίο.

Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο πίνακας αποτελεί

μια αναπαράσταση - σχηματοποίηση των πολλαπλών τοπίων της διαδρομής. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο πίνακας είναι μια

αναπαράσταση μιας συγκρότησης τοπίου, έχουμε έναν ενικό που ενσωματώνει μια πολυδιάστατη πληθυντικότητα, υιοθετώντας

μια πιο κινηματογραφική λογική: μια κινηματογραφική λογική που ενσωματώνει κινούμενη εικόνα, ήχο και λόγο εντός ενός πλαισίου που δεν είναι αμετάβλητο, αλλά παρακολουθεί την κίνηση και επαναπροσδιορίζεται σε κάθε βήμα της.

58


|7| Από την αντίληψη στη διαχείριση Η τρίτη μετάβαση, βασιζόμενη στην προσέγγιση του ‘τοπίου βίωμα’ και της αναπαράστασής του με όρους διαδικασίας, εξετάζει περάσματα από την αντίληψη και την αναπαράσταση

στην παρέμβαση και στο σχεδιασμό. Η λογική της διαδικασίας

λειτουργεί ως μια δομή, η οποία αναλαμβάνει τις μεταφράσεις

από την αντίληψη του τοπίου στην αναπαράστασή του - που

στην προκειμένη περίπτωση είναι ο πίνακας - και από εκεί στην παρέμβαση και στο σχεδιασμό του. Αυτή η μετάβαση

ενσωματώνει μια επιπλέον μετάβαση που αφορά το πως νοούμε το σχεδιασμό και την παρέμβαση στο χώρο: Μετατοπιζόμαστε

από το σχεδιασμό της υλικής διάστασης του τοπίου στη διαχείριση των αλληλεπιδράσεων που το δημιουργούν.

7.1 Η αναπαράσταση του τοπίου ως εργαλείο δυνητικής παρέμβασης και σχεδιασμού Αυτή η πρόθεση μετάβασης αναδεικνύει την αναπαράσταση και

τη μέθοδό της ως κομβικής σημασίας. Ως βασική προϋπόθεση θέτουμε ότι η αναπαράσταση αρθρώνεται από τη λογική του τοπίου βίωμα και, κατ’ επέκταση, βρίσκεται σε επαφή με τις

παραμέτρους μεταβολής. Η αντίληψη και μια αναπαράσταση που αντιμετώπιζεται ως ένας μηχανισμός περιγραφής του τοπίου, μέσα από αυτή την τρίτη μετάβαση, γίνονται δυνάμει εργαλεία

παρέμβασης και σχεδιασμού. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει μια μετατοπίση του τι εννοούμε με τον όρους ‘παρέμβαση’ και σχεδιασμός.

7.1.1 Η παρέμβαση ως διαχείριση της αλληλεπίδρασης Με τον όρο παρέμβαση, συνήθως, αναφερόμαστε σε οποιασδήποτε κλίμακας παρέμβαση σε υλικές συνιστώσες που επηρεάζουν, είτε

άμεσα είτε έμμεσα, την ευρύτερη υλικότητα του πεδίου, με την οποία κάθε φορά η αντίληψη αλληλεπιδρά και δημιουργεί τοπία. Μια

έμμεση επιρροή, η ισχύς της οποίας παρεμβαίνει στην υλικότητα

του πεδίου, αφορά παρεμβάσεις που δε γίνονται επί του εκάστοτε πεδίου, αλλά εκτός αυτού. Η παρέμβαση μπορεί να γίνεται επι

τόπου, αλλά μπορεί να αποτελεί και μια σχεδιαστική εφαρμογή.

Σε κάθε περίπτωση, η υλική παρέμβαση αποτελεί μια μεταβολή

59


της υλικότητας που επηρεάζει ανάλογα την αλληλεπίδραση του υποκειμένου με αυτήν. Πέραν της επικέντρωσης στην υλικότητα, στο πλαίσιο κατανόησης του τοπίου με όρους διαρκούς μεταβολής και αντίληψης, κρίνουμε σημαντικό μια ενέργεια παρέμβασης να

συμπεριλαμβάνει τη θεώρηση και τη διαχείριση των ευρύτερων

παραμέτρων μεταβολής και, άρα, των αλληλεπιδράσεων που

δημιουργούν τοπία επί ενός γεωγραφικού πεδίου. Υπό το πνεύμα

αυτό, έχουμε μια μετατόπιση από την παρέμβαση και το σχεδιασμό

του τοπίου στη διαχείριση των παραμέτρων μεταβολής του. Η διαχείριση αυτή αφορά το σύστημα των σχέσεων ανάμεσα στις παραμέτρους και όχι την καθεμιά ξεχωριστά.

Ως εκ τούτου, η μετάβαση προς μια διαχείριση του τοπίου απαιτεί δύο κατευθύνσεις εμβάθυνσης της έρευνας:

Η πρώτη αφορά την περαιτέρω εμβάθυνση στις διαφορετικές

παραμέτρους μεταβολής, όπως εισάγονται συνοπτικά στην παρούσα εργασία.

Η δεύτερη κατεύθυνση αναλαμβάνει τον εντοπισμό των σχέσεων μεταξύ των παραμέτρων μεταβολής και τις μεταξύ τους μεταφράσεις.

Οι δύο κατευθύνσεις λειτουργούν παραπληρωματικά, δεν είναι

ανεξάρτητες. Επιπλέον, σημειώνουμε ότι τόσο η εμβάθυνση στις παραμέτρους όσο και ο εντοπισμός σχέσεών τους,

δεν προσανατολίζονται προς μια εξαντλητική διερεύνηση,

αλλά κινούνται στο πνεύμα μιας λογικής ερμηνείας της πραγματικότητας. Ο εντοπισμός σχέσεων των παραμέτρων

μπορεί να γίνει μέσα από πλήθος πειραμάτων προσομοίωσης της συνθήκης μεταβολής: πειράζουμε πολλαπλώς τις διαφορετικές

παραμέτρους και αναλύουμε τις μεταβαλλόμενες σχέσεις τους,

ώστε να ανιχνεύσουμε τάσεις ή ακόμα και κανόνες συσχετισμού. Σχετικό παράδειγμα είναι ο πολλαπλασιασμός του πίνακα, όπως αναλύεται πιο κάτω.

Εμβαθύνοντας σε αυτές τις δύο κατευθύνσεις, μπορούμε να

κατασκευάσουμε εργαλείαικανά να μας επιτρέψουν τη διαχείρηση και την παρέμβαση σε αυτή τη μεταβολή. Με τη διαχείριση της

μεταβολής και των αλληλεπιδράσεων, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι διαχειριζόμαστε το τοπίο.

60


7.2 Το διάγραμμα ως δομή διαχείρισης του μεταβαλλόμενου τοπίου: είδη εργαλείων διαχείρισης Η πολυπαραμετρική μεταβλητότητα - πολυπλοκότητα του τοπίου κατευθύνει την αναζήτηση σε εργαλεία που είναι ικανά να τη λάβουν υπόψη τους και να τη διαχειριστούν. Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι μέσω της λογικής του διαγράμματος.

Kαταρχάς, το διάγραμμα είναι ένα εργαλείο που «χωροποιεί μια

στοχευμένη αφαίρεση μιας έννοιας ή ενός φαινομένου» (Garcia, 2009: 18). Επιπλέον, το διάγραμμα μπορεί να συμπεριλάβει σε μια αναπαράσταση πολλές παραμέτρους.

Οι Bowring και

Swaffield, παραπέμποντας στον James Corner [10], υπογραμμίζουν το διπλό ρόλο μιας διαγραμματικής αναπαράστασης: είναι

‘αναλυτική και ταυτόχρονα παραγωγική’. Η αναλυτική πτυχή περιλαμβάνει διεργασίες σχηματοποίησης και φιλτραρίσματος

της πολυπλοκότητας, λειτουργώντας ως εργαλείο μεταφοράς

των ιδεών σε άλλες μορφές (Bowring και Swaffield, 2009: 150). Η προοπτική του διαγράμματος να παράγει σχετίζεται με την

δυνατότητά του να ανακαλύπτει συγγένειες και, σε επόμενο επίπεδο, να δημιουργεί νέες σχέσεις, μέσα από πειράματα και

προσομοιώσεις. Ο πίνακας, όπως και το γράφημα, είναι ένας τρόπος αναπαράστασης διαγραμματικής λογικής, ο οποίος αξιοποιώντας

ψηφιακά εργαλεία παραμετρικής διαχείρισης επιτρέπει στην αναλυτική του πτυχή να γίνει παραγωγική. 7.3 Ο πίνακας ως διάγραμμα

- Οι διαστάσεις της αλληλεπίδρασης στον πίνακα Ανατρέχοντας στον πίνακα της ενσώματης ανάγνωσης του τοπίου που συγκροτήσαμε, διαπιστώνουμε πως αποτελεί μια

διαγραμματική αναπαράσταση του τοπίου - μια σχηματοποίηση της περιγραφής της εμπειρίας του - ως προς την ενσώματη

αισθητηριακή αντίληψη εν κίνησει, αναλυμένη σε δύο άξονες. Ωστόσο, οι δύο αυτοί άξονες ενσωματώνουν περαιτέρω

διαστάσεις: Ο κάθετος άξονας, ο οποίος αντιστοιχεί στη δομή του σώματος, χωρίζοντας ανάλογα τη δομή του κολλάζ της

καταγραφής σε καρέ, περιλαμβάνει, πρώτον, μια αντιστοίχηση των

συστημάτων αντίληψης και των προσλαμβανουσών και, δεύτερον,

‘υψώνεται’ σε διάλογο με την κάθετη οργάνωση της πόλης

πάνω στο γεωγραγικό πεδίο. Ο οριζόντιος άξονας που αφορά το ανάπτυγμα της μετακίνησης ενσωματώνει τη ροή του χρόνου - τη

61


διάρκεια της μετακίνησης και το ρυθμό της, καθώς επίσης και το ανάγλυφο του εδάφους, το ρυθμό των εξάρσεων του υπόβαθρου της μετακίνησης.

- Μετρώντας το μη-μετρήσιμο: εντάσεις και ποιότητες διαμέσου συγκρίσεων Η αλληλουχία και η συμπαράθεση των καρέ, καθιστά εφικτή μια

δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ των προσλαμβανουσών. Η σύγκριση επιτρέπει ποιοτικές μετρήσεις των δεδομένων. Για παράδειγμα,

μπορούμε να αντιληφθούμε μια μείωση της έντασης του ήχου στο καρέ της οδού Μαυρομιχάλη σε σχέση με τον ήχο στο καρέ της Ιπποκράτους, αλλά παράλληλα μπορούμε να εντοπίσουμε και

διαφορετικές ποιότητες: Στο καρέ της οδού Μπενάκη ακούγουνται τζιτζίκια, ενώ στο καρέ της Ασκηπιού όχι. Αυτή η αντίληψη της

διαφοράς αισθητηριακού περιεχομένου, τροφοδοτείται από τη σύγκριση και καθιστά τη μεταβολή, ως προς την ηχητική αυτή

ποιότητα, διακριτή. Κάθε ερέθισμα ‘μετριέται’ σε σχέση με το

προηγούμενό του, θέτοντας τη δυνατότητα συγκρότησης ενός φάσματος μεταβολής εντάσεων και ποιοτήτων κατά την κίνηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσανατολίζουμε τη διαχείριση της

μεταβολής σε εργαλεία μέτρησης, τα οποία στηρίζονται σε σχέσεις:

κάτι τέτοιο φαίνεται να συντάσσεται με μια κατανόηση του τοπίου ως πλέγμα σχέσεων, έχοντας επίγνωση της προσωρινότητάς του. Ο ποιοτικός χαρακτήρας των μετρήσεων δεν αναιρεί τον

ποσοτικό, αλλά ούτε και μια κωδικοποίησή τους σε αριθμούς -

τιμές εντάσεων - και μαθηματικές σχέσεις. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση το βίωμα, κατά τη διαμεσολάβησή του από μετρήσεις

ποιοτήτων και εκδοχών της εμπειρίας που βρίσκονται σε διάλογο

με άλλες ποσοτικές μετρήσεις (π.χ. χρόνος, θερμοκρασία, κλίση εδάφους ανά διαδρομή) και προβάλλονται στο γεωγραφικό πεδίο, μπορεί να περάσει και να διατηρηθεί σε αριθμούς και μαθηματικές σχέσεις διαχείρισης του μεταβαλλόμενου καθημερινού τοπίου. 7.4 Από τον πίνακα στο σχεδιασμό

Ωστόσο, ο πίνακας που κατασκευάσαμε απέχει από μια λειτουργία

του ως εργαλείο σχεδιασμού. Ένα βίωμα, από ένα υποκείμενο, μία ημέρα και για μία διαδρομή δεν αρκεί. Για το λόγο αυτό

σημειώνουμε τον πολλαπλασιασμό του πίνακα, στη βάση ενός στοχευμένου πολλαπλασιασμού των πειραμάτων. Συγκεκριμένα, προτείνουμε τη συγκρότηση ενός δικτύου από πίνακες ως το 62


κρίσιμο σημείο που δύναται να οδηγήσει σε σχεδιασμό. Το δίκτυο διευρύνει τη μη-γραμμική διαγραμματική λογική του ενός πίνακα, ο οποίος, ωστόσο, βασίζεται στη γραμμικότητα της αφήγησης κάθε μετάβασης από ένα σημείο σε ένα άλλο.

- Από τον ένα πίνακα στους πολλούς και το δίκτυο περιγραφής του πεδίου Ο πολλαπλασιασμός του πίνακα μπορεί να γίνει ως προς τις εξής παραμέτρους: 1. ως προς διαφορετικές διαδρομές ανάβασης

στον ίδιο λόφο, 2. ως προς διαφορετικά υποκείμενα, 3. ως προς

διαφορετικά σημεία στον καθημερινό χρόνο (π.χ. διαφοροποίηση μέρας στην εβδομάδα, διαφοροποίηση ως προς την εναλλαγή μέρας-νύχτας και τις ώρες αιχμής), 4. ως προς διαφορετικές εποχές.

Με τον πολλαπλασιασμό του πίνακα και τη δικτυακή οργάνωσή του

ενσωματώνουμε

περαιτέρω

παραμέτρους

μεταβολής

του τοπίου. Μέσα από συγκριτικές αναλύσεις μπορούμε να

ερευνήσουμε τους συσχετισμούς των παραμέτρων και τους

κανόνες τους. Για παράδειγμα, έστω ότι εστιάσουμε σε ένα σημείο (μια διασταύρωση) και το θέτουμε ως σημείο αναφοράς: μπορούμε να εξετάσουμε πως τα αντιληπτικά ερεθίσματα μεταβάλλονται

ως προς τις καιρικές συνθήκες, τη ροή του κυκλικού χρόνου, την διαδρομή προσέγγισής του σημείου αυτού, μέσα από πολλαπλά πειράματα που θα διαφοροποιούνται κάθε φορά ως προς την

αλλαγή μιας παραμέτρου (π.χ. άλλη διαδρομή στο ανάγλυφο, άλλη εποχή). Δίνοντας έμφαση στο πως αλλάζει η χωρική αντίληψη του πεδίου από ένα σημείο, ανάλογα με την διαδρομή μετάβασης

του υποκειμένου προς αυτό, εισάγεται μια λογική ‘τοπιακού σχεδιασμού’ που δεν παρεμβαίνει κατ’ ανάγκην αποκλειστικά

στην υλικότητα, αλλά προτείνει και ενθαρρύνει διαδρομές που συνθέτουν και αναδεικνύουν συγκεκριμένες τοπιακές

συγκροτήσεις: μονάδα ‘σχεδιασμού’ γίνεται η διαδρομή και το

οικοδομικό τετράγωνο. Η διαχείριση των παραμέτρων μεταβολής προσανατολίζει την παρέμβαση σε συστήματα διαδρομών επί του

εκάστοτε πεδίου, τα όρια του οποίου διαμορφώνονται από τις τροχιές των μετακινήσεων.

63



ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Από το ουσιαστικό ‘landscape’ στο ρήμα ‘landscaping’

Κλείνοντας, επανερχόμαστε στην έννοια του τοπίου μέσα από το

πρίσμα των τριών μεταβάσεων. Επιχειρούμε να ενσωματώσουμε

το νόημα των τριών μεταβάσεων και τη φέρουσα συνθήκη μεταβολής μέσα σε μια εννοιολόγηση του τοπίου:

Η εννοιολόγηση βασίζεται στους συνθετικούς όρους της ετυμολογίας ‘land’ και ‘scape’ - κατανοημένους ως πολυδιάστατο

πεδίο τόπων και διαδικασίες πλαισίωσης αυτού - και στις μεταξύ τους σχέσεις.

Καταρχάς, σημειώνουμε ως κρίσιμο σημείο στην έννοια του τοπίου

τη σχέση των δύο συνθετικών και την αλληλονοηματοδότησή τους. Οι δύο έννοιες, κατά τη σύμπραξή τους, δυεισδύουν η μία στην περιοχή της άλλης, με τρόπο που τα όριά τους καθίστανται μη-διακριτά. Για παράδειγμα, οι διαδικασίες πλαισίωσης δεν είναι

κάτι που έπεται των τόπων, αλλά συμπλέκεται με τη δημιουργία τους, ως προς το εξής σκεπτικό: Πέρα από το ότι οι τόποι ανα-

δημιουργούνται κατά τον επαναπροσδιορισμό τους μέσα από τις πρακτικές που τους κατοικούν, μεταβάλλονται περαιτέρω

μέσα από τους μεταξύ τους συσχετισμούς τους που συγκροτούν τοπία. Οι διαδικασίες πλαισίωσης είναι μια σειρά ενεργειών ενός

υποκειμένου αφενός, προς τη διαχείριση των πολλών διαστάσεων

του πεδίου τόπων και, αφετέρου, προς την επιλογή των συνδέσεων μεταξύ τόπων, ανάμεσα στις πολλές δυνατές.

Την επισήμανση αυτή, η οποία ενισχύει τον κεντρικό ρόλο της διαδικασίας, αναλαμβάνει μια μετατόπιση από το ουσιαστικό ‘landscape’ στο ρήμα ‘landscaping’. Με τον όρο landscaping αναφερόμαστε σε ένα τοπιακό ενέργημα - ένα ενεργητικό βίωμα.

Επιπλέον, η αντικατάσταση του ουσιαστικού με ένα ρήμα, εκτός από το ότι αναδεικνύει το υποκείμενο ως προϋπόθεση ύπαρξης

του τοπίου, τονίζει την λογική ενός ενεργήματος που συμβαίνει διαρκώς και εκφράζεται μέσα από την παραγωγή πολλαπλών

υβριδίων τοπίου. Υπό αυτούς τους όρους το τοπίο δεν νοείται ως το σχήμα ενός τόπου, αλλά ως η διαδικασία συσχετισμού τόπων, που δυνάμει παράγει άπειρα τοπία. Η σχηματοποίηση, εν προκειμένω,

αναφέρεται στη σχηματοποίηση των σχέσεων που συγκροτούν το τοπίο.

65


Η εννοιολόγηση που προτείνει η παρούσα εργασία απομακρύνεται

από τη λογική ορισμού του τοπίου: μετατοπιζόμαστε από το ενδιαφέρον για το τι είναι το τοπίο, στο πως λειτουργεί και

πως συγκροτείται - πως μεταβάλλεται και πως, με τη σειρά της, μετασχηματίζεται η πρόσληψή του. Με άλλα λόγια, το τοπίο είναι

κάθε φορά ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται⋅ η μεθοδολογία προσέγγισης, κατανόησης και διαχείρισής του.

66


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [1]. Τονίζεται το ‘πριν’, προκειμένου να διευκρινίσουμε ότι

αξιολογούμε την μεταβολή μιας παραμέτρου στη φάση πριν την

αλληλεπίδραση της με άλλες. Κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης η αρχική μεταβολή προκαλεί μεταβολές τόσο στις υπόλοιπες παραμέτρους όσο και στο πλέγμα των σχέσεών τους.

[2]. Σημειώνουμε πως σε κάθε αναφορά της εργασίας στην αλληλεπίδραση υποκειμένου και υλικού περιβάλλοντος/

πεδίου, θεωρείται δεδομένο πως κάτι τέτοιο πάντα λαμβάνει

χώρα σε ορισμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο

ενσωματώνει και δράσεις από άλλα υποκείμενα. Δεδομένου ότι εστιάζουμε στην πόλη και στο αστικό τοπίο, η επίγνωση ότι η

οποιαδήποτε αλληλεπίδραση δημιουργίας τοπίου επηρεάζεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, και από άλλα υποκείμενα και την

ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα του κάθε τόπου κρίνεται σημαντική.

[3]. Σημειώνουμε αυτήν την αμφισημία ως προσανατολισμένη σε μια ‘πολυσημία’, κατά την οποία οι διαφορετικές σημασίες μιας λέξης σχετίζονται μεταξύ τους ως προς την κοινή ετυμολογία τους (Βrugman και Lakoff, 1988).

[4]. Η έννοια του σχήματος συναντάται στο έργο του Καντ

‘Κριτική του Καθαρού Λόγου’, η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1781.

[5]. Αναφέρεται στο Erlich, G. 1987. ‘Surrender to the landscape.’ Harper’s 275, 24-7

[6]. Ο αγγλικός όρος ‘sense’ http://www.oxforddictionaries.com/ definition/english/sense (τελευταία πρόσβαση 28/ 03/ 2014) [7]. Ο Τilley (Τilley, 2010: 33-34), επίσης, εντοπίζει μια στενή

σχέση τοπίου και τοπογραφίας, σημειώνοντας τον καθοριστικό

ρόλο των τοπογραφιών και των γεωλογιών των τοπίων κατά τη

συγκρότηση της ταυτότητας του υποκειμένου, εντός κοινωνικού πλαισίου: Παρουσιάζει την τοπογραφία και τη γεωλογία του

τοπίου ως μέρος της ύπαρξης του ανθρώπου που είναι ανάλογο, μεταξύ άλλων, με το θεμελιώδη ρόλο της γλώσσας.

67


[8]. Ο οπτικός πολιτισμός νοείται μέσα από το διαχωρισμό του

Mc Luhan σε οπτικούς - εγγράμματους (visual - literate cultures) και ακουστικούς (oral cultures) πολιτισμούς. Η νόηση στους εγγράμματους πολιτισμούς βασίζεται στην όραση (Howes και

Classen, 2014: 11). Oι ακουστικοί πολιτισμοί είναι πολιτισμοί που βασίζονται στην ακοή, λόγω της ακουστικής φύσης της ομιλίας.

Είναι αναμενόμενο ένας οπτικός πολιτισμός να κατασκευάζει εντελώς διαφορετικές θεωρήσεις για το τοπίο από έναν

ακουστικό πολιτισμό, ο οποίος, όπως γράφει και ο Mc Luhan δεν έχει προοπτική εμπειρία (Mc Luhan, 1962: 36). Θα μπορούσαμε

να πούμε πως ίσως ένας πολιτισμός που βασίζεται στην ακοή έχει

προοπτική εμπειρία, αλλά διαφορετική από αυτή ενός πολιτισμού που έχει εκπαιδεύσει την όρασή του αλλιώς.

[9]. Σύμφωνα με το λεξικό, διαδικασία σημαίνει: α. συστηματική σειρά ενεργειών που καταλήγουν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα

(...), β. Σύνολο διεργασιών ή μεταβολών που, διεξάγονται σε διαδοχικές, προκαθορισμένες ή μη, φάσεις και με συγκεκριμένο

σκοπό (...), γ. (μτφ) κοπιαστική προσπάθεια για την εκτέλεση έργου, πολύπλοκη σειρά ενεργειών (Μπαμπινιώτης, 2002: 479)

[10]. H παραπομπή αφορά: J.Corner, Representation and landscape: drawing and making in the landscape medium’, Word & Image, vol 8 no 3, 1999, pp 243-75

68


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Boring, Edwin. G. 1942. Sensation and perception in the history of experimental psychology. New York: Apleton Century

Βoyer, Christine. M. 1996 [1994]. The City of Collective Memory. Cambridge, Massachusetts, London: The MIT Press

Bowring, Jacky and Swaffield, Simon. 2009. “Diagrams in landscape architecture” in The Diagrams of Architecture, edited by Mark Garcia, 142-151. West Sussex: Wiley

Brugman, Claudia and Lakoff, George. 1988. “Cognitive topology

and lexical Networks”, University of Califormia Berkeley In Lexical Ambiguity Resolution, edited by Steven Small, Garrison Cottrell

and Michael Tannenhaus, 477-507. San Mateo, CA: Morgan Kaufman

Certeau, Μichel de. 2010 [1984]. Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Μετάφραση: Κική Καψαμπέλη. Αθήνα: Σμίλη.

Δουκέλλης, Παναγιώτης. 2009. “Αναζητώντας το τοπίο” στο Το

Ελληνικό Τοπίο, επιμέλεια Παναγιώτης Δουκέλλης, 13-31. Αθήνα: Εστία (γ΄έκδοση)

Garcia, Mark. 2009. “Introduction” in The Diagrams of Architecture, edited by Mark Garcia, 18-45. West Sussex: Wiley

Gibson, James. 1983 [1966]. The Senses Considered as Perceptual Systems. Connecticut: Greenwood Press.

Hall, Edward. 1990. The Hidden Dimension. New York: Anchor Books.

Howes, David and Classen Constance. 2014. Ways of Sensing. London and New York: Routledge.

Ingold, Tim. 2000. The Perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and Skill. London and New York: Routledge. Ingold, Tim. 2011. Being Alive, essays on movement, knowledge and description. London and New York: Routledge.

69


Καμύ, Άλμπερ. 2010 [1942]. Ο Μύθος του Σίσυφου. Μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου - Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου - Ρομπλέν. Αθήνα: Καστανιώτη

Lynch, Kevin. 1960. The image of the city. Cambridge Massachusetts and London: the MIT Press

Massumi, Brian. 2000. Parables for the virtual: Movement, Affect, Sensation. London: Duke University Press

Macpherson, Hannah. 2005. “Landscape’s occular centrism – and

beyond?” in Proceedings of the Frontis workshop from landscape

research to landscape planning: Aspects of integration, education and application, Wageningen, 95-104. The Netherlands, 1-6 June, 2004

McLuhan, Marshall. 1962. The Gutenberg Galaxy. Toronto: University of Toronto Press

Μπαμπινιώτης, Γιώργος. 2002. Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε

Μωραΐτης, Κώστας. 2005. Το Τοπίο, Πολιτιστικός Προσδιορισμός του Τόπου. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Μωραΐτης, Κώστας. 2014. Διαλέξεις μαθήματος ‘Ιστορία και Θεωρία του Τοπίου: η Σχηματοποίηση κατά την τοπιακή

ερμηνεία’ της κατεύθυνσης Χώρος - Σχεδιασμός - Πολιτισμός‘

στο ΔΠΜΣ ‘Αρχιτεκτονική - Σχεδιασμός του χώρου’ του τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.

Λεοντίδου, Λίλα. 2009. “Αστικά τοπία του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού: ‘αναγνώσεις’ και αναδιαρθρώσεις” στο Το Ελληνικό

Τοπίο, επιμέλεια Παναγιώτης Δουκέλλης, 387-400. Αθήνα: Εστία (γ΄έκδοση)

Porteous, Douglas J. 1990. Landscapes of mind. Toronto, Buffalo, London: University of Toronto Press

Porteous, Douglas J. 1996. Enviromental Aesthetics. London and New York: Routledge

70


Rodaway, Paul. 2011. Sensuous Geographies. London - New York: Routledge.

Simmel, Georg [1913] και Ritter, Joachim [1974] και Gombrich,

Ernst [1966]. 2004. To τοπίο. Μετάφραση: Γιώργος Σαγκριώτης,

Λευτέρης Αναγνώστου, Νίκος Δασκαλοθανάσης. Αθήνα: Ποταμός Τερκενλή, Θεανώ. 1996. Το Πολιτισμικό Τοπίο: Γεωγραφικές Προσεγγίσεις, Αθήνα: Παπαζήση

Σταματοπούλου, Αθηνά. 2011. Αθήνα 2010: 9+1 διαδρ_αστικές αναγνώσεις, Ερευνητική εργασία (διάλεξη). Αθήνα: ΕΜΠ

Διαθέσιμη στο διαδίκτυο: http://issuu.com/astm/docs/mappingathens2010

Σταματοπούλου, Αθηνά. 2012. Η ανάγνωση της πόλης, εργαλείο σχεδιασμού της: Αθήνα, Διπλωματική εργασία. Αθήνα: ΕΜΠ

Διαθέσιμη στο διαδίκτυο: http://issuu.com/astm/docs/mappingastool

Tilley, Christopher. 2008. Body and Image. Walnut Greek, California: Left Coast Press Inc

Tilley, Christopher. 2010. Interpreting Landscapes. Walnut Greek, California: Left Coast Press Inc

Tilley, Christopher. 2012. “Χώρος, Τόπος, Τοπίο Φαινομενολογικές Προσεγγίσεις”, Μετάφραση: Πελαγία Μαρκέτου στο Υλικός Πολιτισμός, επιμέλεια Ελεάνα Γιαλούρη, 215-250. Αθήνα: Αλεξάνδρεια

71


Το τοπίο είναι πολλαπλό και διαρκώς μεταβαλλόμενο˙ υβριδικά (μετα)σχηματιζόμενο από σχέσεις παραμέτρων. Από το πλέγμα του πλήθους παραμέτρων εστιάζουμε σε αυτές που αφορούν το υποκείμενο˙ το υποκείμενο, το οποίο - ως ενσώματος νους που ερμηνεύει και αλληλεπιδρά με το υλικό πεδίο και περιβάλλον του - δημιουργεί τοπίο/α. Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώνουμε ερωτήματα γύρω από την ανάγνωση (προσέγγιση) και τη διαχείριση του μεταβαλλόμενου τοπίου. Το αντικείμενο της εργασίας επικεντρώνεται στην εμβάθυνση σε παραμέτρους μεταβολής των αισθητηριακών προσαλαμβανουσών της αντίληψης, προσανατολιζόμενο προς την ανίχνευση τρόπων διαχείρισης του μεταβαλλόμενου τοπίου. Στη βάση της ανάδειξης μιας δημιουργικής δυναμικής της αλληλεπίδρασης και της αντίληψης, στόχος της εργασίας είναι η απόδειξη του κομβικού ρόλου της ανάγνωσης ως εργαλείου παρέμβασης και σχεδιασμού - διαχείρισης της πολυδιάστατης μεταβολής του τοπίου. Η προσέγγιση του αντικειμένου επιδιώκει και την κατασκευή μιας μεθόδου - ενός εργαλείου που διαπραγματεύεται τη μετάβαση από μια δημιουργική ανάγνωση στη διαχείριση του μεταβαλλόμενου τοπίου: Στηριζόμενη στη σημασία μιας ενσώματης κιναισθητικής ανάγνωσης, η εμβάθυνση σε παραμέτρους μεταβολής της αντίληψης γίνεται μέσα από ένα πείραμα. Το πείραμα αναφέρεται σε μια επιτόπια ανάγνωση και καταγραφή του τοπίου που δημιουργείται κατά το περπάτημα στο ανάγλυφο του Αθηναϊκού εδάφους. Η ανάγνωση βασίζεται σε μια διαδρομή, ενώ η καταγραφή αφορά τη συγκρότηση ενός πίνακα που αναπαριστά το τοπίο ως προς τις αισθητηριακές προσλαμβάνουσες του υποκειμένου και ως προς το αστικό ανάγλυφο πεδίο, όπως αρθρώνονται από την τροχιά της μετακίνησης. Το πείραμα τονίζοντας την αφετηριακή επιχειρηματολογία, αναδεικνύει, καταρχάς, δύο μεταβάσεις: μια μετάβαση από το τοπίο εικόνα στο τοπίο βίωμα και μια παράλληλη μετάβαση από το τοπίο στιγμιότυπο στο τοπίο διαδικασία. Οι δύο αυτές μεταβάσεις διανοίγουν την προοπτική μιας τρίτης μετάβασης, από την αντίληψη του μεταβαλλόμενου τοπίου στη διαχείρισή του.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.