ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2015-2016
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
MIND THE GAP ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΣΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΑΘΗΝΑ A.M: 1370
ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Πάτρα 29.06.2016
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περίληψη
i
Abstract
ii
Προοίμιο
iii
Κεφάλαιο 1 : Εισαγωγή
1
1.1 Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης
4
1.2 Μεθοδολογία: η έρευνα και η σύνθεση του ερευνητικού ερωτήματος
7
1.3 Δομή της έρευνας
10
1.4 Αφορμή για την έρευνα: λόγοι επιλογής θέματος
14
1.5 Ερευνητικά κενά που αποσκοπεί να καλύψει
16
ΜΕΡΟΣ Α’: H ΕΡΕΥΝΑ
19
Κεφάλαιο 2 : Η άποψη των εμπλεκόμενων στα δημόσια έργα: ευρήματα
21
2.1 Οι κανόνες: προσδιορισμός
22
2.2 Οι κανόνες: εμπλεκόμενοι
25
2.3 Διατύπωση του ερωτήματος
27
2.4 Παραδοχές έρευνας
28
2.5 Η ερευνητική διαδικασία: η μέθοδος και η επιλογή συμμετεχόντων
29
2.6 Στοιχεία της έρευνας: πρωτογενής έρευνα
34
2.6.1 Κοινωνικά ζητήματα : έλλειψη αρχιτεκτονικής παιδείας
41
2.6.2 Θεσμικά ζητήματα
47
2.6.3 Μελετητές: ευθύνες μελετητών
55
2.6.4 Ζητήματα κατάρτισης τεχνικών
60
2.6.5 Ζητήματα Τεχνικών Υπηρεσιών
61
2.6.6 Ζητήματα εργολάβων
62
2.6.7 Άλλα ζητήματα υλοποίησης: βιβλιογραφικές αναφορές
63
2.7 Μελέτες περίπτωσης: επιλογή
64
2.7.1 Μελέτη περίπτωσης: Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
66
2.7.2 Μελέτη περίπτωσης: Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης
80
2.8 Συμπεράσματα
93
ΜΕΡΟΣ Β’: H ΑΝΑΛΥΣΗ
96
Κεφάλαιο 3: Για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και τη διαχείριση υλοποίησης έργου
97
3.1 Περί αρχιτεκτονικής: μια σύγχρονη προσέγγιση
98
3.2 Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ως κυκλική διαδικασία
100
3.3 Το σχεδιαστικό πρόβλημα
111
3.4. Η αρχιτεκτονική αναπαράσταση
118
3.5 Συμπεράσματα
125
Κεφάλαιο 4: Οργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης
129
4.1 Στάδια αρχιτεκτονικού σχεδιασμού: ιστορικά δεδομένα, οργάνωση διαδικασίας, παρελθοντικοί, σύγχρονοι ορισμοί 4.2 RIBA -AIA: Μοντέλα οργάνωσης
130 157
4.2.1 RIBA (Royal Institute of British Architects)
158
4.2.2 ΑΙΑ (American Institute of Architects)
174
4.3 Η οργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης
178
4.4 Περιεχόμενο και στάδια της αρχιτεκτονικής μελέτης
182
4.4.1 Προκαταρκτική μελέτη
183
4.4.2 Προμελέτη
184
4.4.3 Οριστική Μελέτη
186
4.4.4 Μελέτη Εφαρμογής
188
4.5 Συμπεράσματα
193
Κεφάλαιο 5: Τα δημόσια έργα και οι διαδικασίες
196
5.1 Δημόσια Έργα: γενικό νομοθετικό πλαίσιο
198
5.2 Δημόσια έργα : Ορισμοί
206
5.2.1 Συστήματα παραγωγής Δημόσιων κτηριακών Έργων: μια κριτική απεικόνιση
211
5.2.1.1 Η Πλήρης μελέτη
211
5.2.1.2 Το σύστημα μελέτη - κατασκευή
212
5.2.1.3 Αντιπαροχή
214
5.2.1.4 Παραχώρηση χρήσης ή άλλα ανταλλάγματα
215
5.2.1.5 Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ)
216
5.2.1.6 Αγορά έτοιμου προϊόντος
219
5.2.2 Ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων εκπόνησης μελετών 5.2.3 Ωρίμανση κτιριακών έργων
220 227
5.2.4 Ανάθεση και εκτέλεση κατασκευής: τρόποι επιλογής της εργοληπτικής επιχείρησης 5.3 Ποιότητα και πληρότητα μελετών Δημοσίων Έργων
229 235
5.4 Προτάσεις αναμόρφωσης διαδικασιών: η εμπειρία του παρελθόντος και το θεσμικό μέλλον
238
5.5 Συμπεράσματα
242
Κεφάλαιο 6: Περί υλοποίησης του αρχιτεκτονικού έργου
246
6.1 Η ανάλυση, ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός, και η διαχείριση υλοποίησης ως ενοποιημένη διαδικασία
250
6.1.1 Η ανάλυση και ο προγραμματισμός ως προοίμια της σύνθεσης. Η συσχέτιση με τη διαχείριση έργου.
252
6.2 Ύλη και Υλοποίηση: η συσχέτιση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με το υλοποιημένο έργο 6.3 Διαχείριση έργου και Δημόσια Έργα: ιστορικά δεδομένα, ορισμός, δομή
259 263
6.3.1 Διαχείριση έργου και διαχείριση αρχιτεκτονικού έργου: ορισμοί
269
6.4 Διαχείριση έργου: αναγκαιότητα, ωφέλεια, κύκλος ζωής διαχείρισης έργου
275
6.4.1 Κύκλος ζωής του έργου
281
6.5 Δημόσια έργα: τα στάδια μελετών και η σημασία της έννοιας της ποιότητας
290
6.5.1 Ορισμός ποιότητας σε Τεχνικά Έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος 299 6.5.2 Διασφάλιση ποιότητας- Διαχείριση έργου σε Τεχνικά Έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος
301
6.6 Σύσταση ομάδας έργου: ρόλοι που εμπλέκονται στην υλοποίηση ενός έργου και o ρόλος του Project Manager.
304
6.6.1 Ο Διαχειριστής Έργου - Project Manager: Ο ρόλος του Architectural Project Manager
307
6.7 Συμπεράσματα
314
Κεφάλαιο 7: Γενικά Συμπεράσματα – Προτάσεις
318
7.1 Δυσκολίες κατά την έρευνα
323
7.2 Πεδίο μελλοντικής έρευνας
324
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βιβλία, Άρθρα, Μεταπτυχιακές Εργασίες, Προσωπικές Συνεντεύξεις, Ομιλίες από προσωπικό αρχείο Πηγές εικόνων, Πίνακες
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Παράρτημα 4.1: Π.Δ 696-1974 Παράρτημα 5.1 : Κατηγορίες μελετών Παράρτημα 5.2: Απαιτήσεις σημερινού συστήματος παραγωγής μελετών Δημόσιων κτηριακών Έργων Παράρτημα 5.3: Εννοιολογία: αναλυτικός ορισμός Δημόσιων Έργων Παράρτημα 5.4: Εννοιολογία δημοσίων έργων: συντελεστές Παράρτημα 5.5: Νομοθεσία Δημοσίων έργων ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
[…] για μια επαναδιαπραγμάτευση της αρχιτεκτονικής δημιουργίας και για μια ανασκόπηση του σχετίζεσθαι της αρχιτεκτονικής, με τη ζωή και την κοινωνία εντός της οποίας συντίθεται και υλοποιείται […]
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή
Η παρούσα οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όπου κυριαρχούν η οικονομική κρίση και η ελαχιστοποίηση της οικοδομικής δραστηριότητας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελεί πρόσφορο
έδαφος
για
την
έναρξη
ενός
διαλόγου
για
την
επαναδιαπραγμάτευση της αρχιτεκτονικής δημιουργίας και για μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση του 'σχετίζεσθαι' της αρχιτεκτονικής, με τη ζωή και την κοινωνία εντός της οποίας συντίθεται και υλοποιείται. Η ιστορικότητα της σημερινής περιόδου, στοιχειοθετεί μια ευνοϊκή συνθήκη για την διενέργεια μιας συνολικής ανασκόπησης του τρόπου που ζούμε, που εργαζόμαστε, που χτίζουμε και εν τέλει των θεμελιωδών μας αναγκών. Οι συνεχείς μετασχηματισμοί που παρατηρούνται σε επίπεδο θεσμικό, κοινωνικό, και οικονομικό συγκροτούν αφορμές για την εκκίνηση μιας αναδιαπραγμάτευσης της ίδιας αρχιτεκτονικής δημιουργίας, καθώς και του τρόπου με τον οποίο αυτή υλοποιείται. Μια αποστασιοποιημένη ματιά με κριτική διάθεση μπορεί να έχει μια αναζωογονητική επίδραση στον τρόπο που σκεφτόμαστε, αναλύουμε, ενεργούμε και διαχειριζόμαστε τις θεμελιώδεις
μας
ανάγκες.
Παρότι
η
αυτοπραγμάτωση
και
η
δημιουργικότητα του ανθρώπου βρίσκονται στην τελευταία βαθμίδα της πυραμίδας αναγκών που έχει συσταθεί από τον A. Maslow (εικόνα 1.1: Maslow hierarchy) , και η οποία προσδιορίζει και ιεραρχεί τις ανάγκες που καθιστούν το άτομο πλήρες και ευτυχισμένο, η σημερινή συγκυρία μπορεί να
λειτουργήσει
ως
μια
ευκαιρία
επαναδιαπραγμάτευσης
των
πρωταρχικών μας αναγκών, ανασκευάζοντας την κλασική ιεραρχία και θέτοντας σε προτεραιότητα την ανάγκη του ανθρώπου για αληθινή κατοίκηση.
1
Εικόνα 1.1: Maslow hierarchy
2
Η δημόσια αρχιτεκτονική και η κοινωνική διάσταση που αυτή φέρει, συνδέεται άρρηκτα με το δημόσιο βίο των πολιτών, οφείλει να καλύπτει τις κοινωνικές
ανάγκες
των
πολιτών
και
να
εξυπηρετεί
εμπορικούς,
πολιτιστικούς και πολιτειακούς σκοπούς. Σύμφωνα με τον Κ. Frampton τα αξιόλογα αρχιτεκτονικά έργα είναι πάντα αποτέλεσμα ενός υψηλού επιπέδου δημόσια αρχιτεκτονική
εργοδότη,
καθώς
χρειάζεται
η
κατάλληλη
υποστήριξη
προκειμένου να κατακτηθεί αλλά και να διατηρηθεί ένα αποδεκτό επίπεδο παραγωγής
της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Η δημόσια αρχιτεκτονική
χρειάζεται έναν αποτελεσματικό κοινωνικό εργοδότη και ένα υψηλό επίπεδο επένδυσης, μαζί με μια επαρκή τεχνογνωσία, τόσο όσον αφορά το επίπεδο της κατασκευαστικής ικανότητας, όσο και εκείνο της ποιότητας του τελικού παραδοτέου1. Αναλογιζόμενοι την πολιτειακή και κοινωνική διάσταση της δημόσιας αρχιτεκτονικής, στην παρατήρηση του Κ. Frampton βρίσκεται οπωσδήποτε η απάντηση για το επίπεδο της δημόσιας αρχιτεκτονικής στη δική μας χώρα, ενώ παράλληλα δίδεται μια αφορμή για την έναρξη μιας ολοκληρωμένης διαλεκτικής που αφορά την υλοποιημένη αρχιτεκτονική και τους κύριους παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται η αρχιτεκτονική στα δημόσια έργα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ταυτότητα του χώρου εκφράζεται μέσω της αρχιτεκτονικής, προκύπτει η ανάγκη για αναζήτηση απαντήσεων που αφορούν την ποιότητα που αντανακλά η σύγχρονη αρχιτεκτονική στη χώρα μας. Η πολύπλευρη φύση της αρχιτεκτονικής και η σχέση της δημόσιας αρχιτεκτονικής με την καθημερινή ζωή των πολιτών λειτουργεί ως έναυσμα επαναπροσδιορισμού των αιτιών οι οποίες συνέβαλλαν στη χρήση των υφιστάμενων πρακτικών κατά την υλοποίηση δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων, καθώς και στη σύνθεση μιας συγκροτημένης μεθοδολογίας χρήσης βέλτιστων πρακτικών.
Frampton Κ., «Ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής», 4η έκδοση, εκδόσεις Θεμέλιο: Αθήνα, 2007. 1
3
1.1 Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης Η παρούσα έρευνα πραγματεύεται το ζήτημα της διαφοροποίησης που εντοπίζεται μεταξύ της σχεδιασμένης και της υλοποιημένης δημόσιας αρχιτεκτονικής, χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά, ως βάση, τις έννοιες του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της διαχείρισης υλοποίησης αρχιτεκτονικών επιστημονικά πεδία
έργων. Η ανίχνευση των στοιχείων που προκαλούν τη διαφοροποίηση μεταξύ
της
σχεδιασμένης
και
της
υλοποιημένης
αρχιτεκτονικής,
συγκροτούν το κύριο ερευνητικό πεδίο. Η ανάλυση δανείζεται έννοιες από τα επιστημονικά πεδία της Αρχιτεκτονικής, αλλά και της Οικονομικής επιστήμης με έμφαση στο εξειδικευμένο πεδίο της Διοίκησης έργου, επιχειρώντας τη βέλτιστη τεκμηρίωση των συμπερασμάτων του κύριου ερευνητικού ερωτήματος. Αποσυνθέτοντας τις ριζικές εκφάνσεις και έννοιες των διαφορετικών επιστημονικών πεδίων αποσκοπεί στην βέλτιστη κατανόηση του ζητήματος της διαφοροποίησης που εντοπίζεται μεταξύ της σχεδιασμένης και της υλοποιημένης, δημόσιας αρχιτεκτονικής. Η έρευνα διενεργείται με όρους αρχιτεκτονικούς και έννοιες της διαχείρισης έργου,
ενώ
τα
συμπεράσματα
της
έρευνας
εφαρμόζονται
στην
αρχιτεκτονική. Επιχειρώντας την τεκμηρίωση της μεθοδολογίας χρήσης, παρατίθενται η αναφορά του J. Clos, κατά τη διάρκεια συζήτησης με θεματολογία «Meeting on Architecture», στο πλαίσιο της 15ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (2016): «[…] οφείλουμε να βρούμε νέους τρόπους διαμόρφωσης των θεσμών. O συνδυασμός πολλαπλών ειδικοτήτων (οικονομολόγων και αρχιτεκτόνων) για την επίλυση αρχιτεκτονικών θεμάτων, στοιχειοθετεί ένα ισχυρό πεδίο επίλυσης θεσμικών θεμάτων για το κοινό καλό. Όσο περισσότεροι είμαστε,
4
τόσο μειώνονται οι διαφορές μεταξύ μας και τόσο πιο πιθανό είναι να βρεθούν κοινές λύσεις για το κοινό καλό[…]2.». Αναφερόμενοι στη συγκρότηση του περιεχομένου της παρούσας έρευνας, στο ερευνητικό πεδίο δεν εμπεριέχεται μόνο το τελικό συνθετικό αποτέλεσμα που προκύπτει ως απόληξη μιας θεμελιώδους ανάλυσης του αρχιτεκτονικού θεματική
σχεδιασμού
και
της
διαχείρισης
υλοποίησης
των
αρχιτεκτονικών έργων, αλλά κυρίως επιδιώκεται η διερεύνηση των επιμέρους σταδίων της πορείας που συνθέτουν την τελική παραγωγή της ολότητας του αρχιτεκτονικού έργου και συγκροτούν τις αιτίες των υλοποιημένων διαφοροποιήσεων. Αντικείμενο της παρούσας έρευνας αποτελεί η κατανόηση των διαφορετικών και ετερογενών αιτιών που οδηγούν τα αρχιτεκτονικά έργα, δημόσιου χαρακτήρα, να υλοποιούνται με σημαντικές διαφοροποιήσεις, σε σχέση με τον τρόπο που σχεδιάστηκαν αρχικά, από τους αρχιτέκτονες - μελετητές. Η παρούσα ερευνητική εργασία δεν φιλοδοξεί να αποδώσει έτοιμες λύσεις που θα επιλύσουν το σύνολο των ζητημάτων που παρουσιάζονται κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τεχνικών αρχιτεκτονικών έργων δημόσιου
σκοπός
χαρακτήρα,
αλλά
αποσκοπεί
σε
μια
ολοκληρωμένη
παρουσίαση των ετερογενών αιτιών των προβλημάτων, προκειμένου να δημιουργήσει προβληματισμούς που θα μπορέσουν να ενισχύσουν την εκκίνηση μιας συνολικής και ολοκληρωμένης συζήτησης περί του θέματος των δημοσίων αρχιτεκτονικών έργων. Σκοπός της έρευνας αποτελεί η ανίχνευση και περιγραφή των «κοινών ζητημάτων» που απαντώνται στα υλοποιημένα δημόσια έργα, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την φύση τους και την προέλευσή τους. Δεν αποτελεί αυτοσκοπός της μελέτης η απόδοση απόλυτων απαντήσεων, καθώς αναγνωρίζεται η ετερογένεια και η συνθετότητα της φύσης των προβλημάτων που προκύπτουν σε κάθε
Clos J., A Conversation with Koolhaas, Foster and More: Biennale's First «Meeting on Architecture», Peripheries: Venice Biennale 2016, προσωπικό αρχείο, 2016. 2
5
ένα ξεχωριστό αρχιτεκτονικό έργο, αλλά επιδιώκεται η διενέργεια μιας ολοκληρωμένης έρευνας που συγκροτεί τη βάση για την απόδοση μελλοντικών απαντήσεων. Η έρευνα επιχειρεί να συμβάλλει στη εκκίνηση μιας συνολικής διαλεκτικής περί των δημοσίων υλοποιημένων έργων, η οποία όφειλε ήδη να αποτελεί κεντρικό ζήτημα στην αρχιτεκτονική συζήτηση, καθώς συγκροτεί ένα σημαντικό μέρος του κτισμένου περιβάλλοντός μας. Ειδικότερα, επιθυμεί να συναινέσει στην ανάπτυξη μιας κριτικής συζήτησης που αφορά τα δημόσια έργα στη Ελλάδα και τον βαθμό στον οποίο τα δημόσια αρχιτεκτονικά έργα όλα αυτά τα χρόνια έχουν καταφέρει να αποδώσουν στο κοινωνικό περιβάλλον τις συνθετικές ποιότητες που προδιαγράφηκαν από τον αρχιτέκτονα. Στην
έρευνα
εξετάζονται
τεχνικά
κτηριακά
έργα
αρχιτεκτονικού
ενδιαφέροντος που έχουν υλοποιηθεί, τα τελευταία πενήντα χρόνια στην Ελληνική επικράτεια, με εργοδότη το Δημόσιο και εμπίπτουν στην μικρή και την μέση κλίμακα, δηλαδή στο μίκρο και στο μέσο - περιβάλλον και όχι στο μάκρο - περιβάλλον, δηλαδή την πολεοδομία. Μελετάται η υπόσταση της αντικείμενο
δημόσιας αρχιτεκτονικής και ο ρόλος που ενέχει το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο προκειμένου να εντοπιστούν οι αιτίες των κύριων προβλημάτων που προκύπτουν κατά την διαδικασία του σχεδιασμού και της υλοποίησής των δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων. Αναλύεται το συνολικό πλαίσιο εντός του οποίου σχεδιάζονται και υλοποιούνται τα αρχιτεκτονικά έργα, αποσκοπώντας στον εντοπισμό προβληματικών πρακτικών και στην αντικατάστασή τους από προτεινόμενες βέλτιστες πρακτικές. Με δεδομένο ότι πολλά από τα δημόσια έργα υλοποιούνται με αρκετές διαφοροποιήσεις ή και ελλείψεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό μελετάται η σύνθεση των ‘περικοπών’ που διενεργούνται κατά την υλοποίηση και το ‘κόστος’ αυτών στην αρχιτεκτονική. Σκοπός της μελέτης αποτελεί η καταγραφή του συνόλου των ζητημάτων, που παρατηρούνται από τον οραματισμό και τον σχεδιασμό αρχιτεκτονικών έργων, έως την
6
τελική υλοποίησή τους. Η παρούσα έρευνα επιδιώκει την λεπτομερή παρουσίαση των υφιστάμενων πρακτικών, που χρησιμοποιούνται κατά τον
σχεδιασμό
και
την
υλοποίηση
δημόσιων
τεχνικών
έργων
αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, αποδίδοντας έμφαση στις προβληματικές πρακτικές,
ενώ
παράλληλα
προσβλέπει
στη
δημιουργία
ενός
συγκροτημένου θεωρητικού πεδίου που θα συμβάλει σε μια μελλοντική αναδιάρθρωση. Οι συνθήκες που περιγράφονται σε όλο το φάσμα του κύκλου ζωής του έργου, και που λαμβάνουν χώρα μεταξύ του σχεδιασμού και της υλοποίησης, συνθέτουν το καθολικό πλαίσιο λειτουργίας των δημοσίων έργων, προσβλέποντας στη δημιουργία ενός δυναμικού πεδίου βάσης, όπου έχουν ήδη καταγραφεί τα υφιστάμενα ζητήματα προκειμένου να αναπτυχθούν νέες πρακτικές στο μέλλον. Προτείνονται ‘σημειακές’ παρεμβάσεις ανασχεδιασμού και αναδιάρθρωσης των υφιστάμενων πρακτικών που επιδιώκουν να διορθώσουν τα υφιστάμενα κενά και να αποτελέσουν τη βάση συγκρότησης ενός ολοκληρωμένου πλαισίου εντός του οποίου υλοποιούνται αρχιτεκτονικά έργα με μικρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το σχεδιασμό τους.
1.2 Μεθοδολογία: η έρευνα και η σύνθεση του ερευνητικού ερωτήματος Η παρούσα ερευνητική διαδικασία, χαρακτηρίζεται ως περιγραφική που όμως εμπεριέχει και διερευνητικά στοιχεία. Σκοπός μιας περιγραφικής έρευνας αποτελεί η εκτίμηση των χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης κατάστασης αποσκοπώντας στην λήψη πλήρους πληροφόρησης. Στην περίπτωση του παρόντος ερευνητικού ζητήματος, σκοπός είναι η διερεύνηση του υφιστάμενου πλαισίου των δημοσίων έργων, για την απεικόνιση μιας ολοκληρωμένης εικόνας της υφιστάμενης κατάστασης3. Ωστόσο, η έρευνα εμπεριέχει και διερευνητικά στοιχεία, καθώς αποδίδεται έμφαση στην ιεράρχηση των ζητημάτων που έχουν περιγραφεί. Στοιχεία
3
Στοιχεία περιγραφικής έρευνας.
7
βιβλιογραφικής ανασκόπησης, η λήψη γνώμης των εμπειρογνωμόνων και τέλος η ανάλυση ορισμένων χαρακτηριστικών μελετών περίπτωσης (case studies), αποτελούν τα στοιχεία της διερευνητικής διαδικασίας 4 . Για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν ποιοτικές μέθοδοι ανάλυσης (qualitative methods), καθώς κρίθηκε ως η καταλληλότερη για την εξαγωγή των ερευνητικών συμπερασμάτων. Οι ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας χρησιμοποιούνται προκειμένου να συμβάλλουν στην κατανόηση των αιτιών ενός ζητήματος και να αποδίδουν τυχόν συσχετίσεις μεταξύ μεταβλητών. Η ανάγκη για την κατανόηση των αιτιών που δημιουργούν τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στη σχεδιασμένη και την υλοποιημένη αρχιτεκτονική, καθώς και για συσχέτιση των επιμέρους ζητημάτων, θεμελίωσε την επιλογή της ποιοτικής ερευνητικής μεθόδου 5. Για το δείγμα της έρευνας επιλέχθηκαν, με τη μέθοδο της σκόπιμης δειγματοληψίας 6, βασικοί συντελεστές δημοσίων έργων, προκειμένου να μελετηθεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ομάδα εργασίας ενός δημοσίου έργου 7. Ως
μεθοδολογικό
εργαλείο
της
έρευνας
χρησιμοποιήθηκε
ένας
συνδυασμός πρωτογενών και δευτερογενών ερευνητικών στοιχείων.
Η
πρωτογενής έρευνα, η οποία αφορά τη συλλογή πληροφοριών που δεν παρέχονται από υφιστάμενες πηγές αλλά από νέες που δημιουργούνται κατά την ερευνητική διαδικασία, επιλέχθηκε ως ερευνητική διαδικασία, καθώς κρίθηκε απαραίτητη για την ολοκληρωμένη παρουσίαση των υφιστάμενων
πρακτικών8.
ερωτήματος
δομήθηκε
H
ακριβής
λαμβάνοντας
σύνθεση υπόψη
του
ερευνητικού
πρωτογενείς
και
δευτερογενείς πηγές πληροφόρησης. Η διενέργεια ατομικών συνεντεύξεων
Φίλιας Β., «Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις τεχνικές των Κοινωνικών Ερευνών», Εκδόσεις Gutenberg: Αθήνα, 2001. 5 Ghauri P., Gronhaug K., «Research Methods in Business Studies: A Practical guide», Prentice Hall: Michigan, 1995. 6 Purposive sample. 7 Φίλιας Β., οπ.αν. 8 Αποστολάκης, «Μεθοδολογία έρευνας», https://eclass.teicrete.gr/courses/DSH208. 4
8
(in- depth live interviews) με αρχιτέκτονες, δημόσιους λειτουργούς, εργολάβους
τεχνικών
δημοσίων
έργων,
καθώς
και
η
συλλογή
πληροφοριών από ομιλίες, που παρακολούθησε η συντάκτης της παρούσας
ερευνητικής,
αποτέλεσαν
τις
πρωταρχικές
πηγές
πληροφόρησης που συγκρότησαν το βασικό ερευνητικό ερώτημα. Οι πηγές πρωτογενούς πληροφόρησης,
λειτούργησαν ως μια συμπαγή
δομική βάση όπου συντέθηκε το κύριο, αλλά και τα επιμέρους ερευνητικά ερωτήματα. Σε συνέχεια, τα ζητήματα και τα συμπεράσματα που συντάχθηκαν στο πλαίσιο της πρωτογενούς έρευνας, αναλύθηκαν με βάση τις δευτερογενείς πηγές. Η έλλειψη πηγών δευτερογενούς πληροφόρησης με αμιγείς αναφορές στο κύριο ερευνητικό ερώτημα, δημιούργησε την ανάγκη για την αντιστροφή της ερευνητικής διαδικασίας, ως διερευνητικής μεθόδου. Αρχικά, διενεργήθηκαν οι προσωπικές συνεντεύξεις από όπου και δευτερογενής έρευνα
εξάχθηκαν
κρίσιμα
συμπεράσματα
τα
οποία
καταγράφηκαν
και
κατηγοριοποιήθηκαν, και στη συνέχεια επιλέχθηκαν να αναλυθούν, βάση των αποτελεσμάτων της πρωτογενούς έρευνας, εκείνα που κρίθηκαν ως κρισιμότερα για την άρτια υλοποίηση των αρχιτεκτονικών έργων. επιμέρους πρωτογενείς
ερευνητικά πηγές
ερωτήματα
συντάχθηκαν
πληροφόρησης.
Το
δείγμα
Τα
βασισμένα
στις
εργασίας
των
συμμετεχόντων στη έρευνα περιλάμβανε αρχιτέκτονες – μελετητές, αρχιτέκτονες- επιβλέποντες έργων, εκπρόσωπους εργολαβικών εταιριών, κοστολόγους και εκπροσώπους Τεχνικών Υπηρεσιών της Αναθέτουσας Αρχής. Κατά τη διαδικασία της δευτερογενούς έρευνας συλλέχθηκαν στοιχεία βιβλιογραφικών αναφορών για την τεκμηρίωση των ευρημάτων της πρωτογενούς έρευνας, καθώς και στοιχεία που αφορούν την δημιουργία ενός
θεωρητικού
υπόβαθρου
για
τη
στήριξη
του
θέματος.
Οι
δευτερογενείς πηγές πληροφόρησης χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να
9
θεμελιώσουν και να αναπτύξουν τα επιμέρους ζητήματα που ανιχνεύθηκαν κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Στο πεδίο της δευτερογενούς έρευνας αναλύθηκαν ζητήματα που ανιχνεύθηκαν στις μελέτες περίπτωσης και μελετήθηκαν
κριτικά
τα
συμπεράσματα
εξάχθηκαν.
Συλλέχθηκαν
πληροφορίες που αφορούν στοιχεία θεωρίας της αρχιτεκτονικής, αρχιτεκτονικά διαγράμματα, προσχέδια, σχέδια μελετών, φωτογραφίες, και μακέτες
υλοποιημένων
έργων,
προκειμένου
να
τεκμηριωθούν
τα
συμπεράσματα της πρωτογενούς έρευνας.
1.3 Δομή της έρευνας Η δομική συγκρότηση της παρούσας έρευνας απορρέει από μια διαδοχική απεικόνιση της ερευνητικής μεθόδου. Η δομή της παρουσίασης της έρευνας αντικατοπτρίζει και τον τρόπο που δομήθηκε η έρευνα. Η απεικόνιση της παρούσας ανεστραμμένης ερευνητικής διαδικασίας, όπου τα ακριβή ερευνητικά ερωτήματα συντίθενται μετά την διενέργεια της πρωτογενούς έρευνας, αποτελεί μια συνειδητή δομική επιλογή που εξυπηρετεί την ρεαλιστική απεικόνιση του ερευνητικού ερωτήματος. Η παρούσα εργασία αναπτύσσεται σε επτά ξεχωριστά κεφάλαια όπου επιχειρείται η ανάλυση του ερωτημάτων.
Στοχεύοντας
κύριου και των επιμέρους ερευνητικών στη
βέλτιστη
κατανόηση,
τον
ακριβή
προσδιορισμό του θέματος αλλά κυρίως στην άμεση εισαγωγή του αναγνώστη στη θεματική της έρευνας, τα κεφάλαια οργανώνονται ξεκινώντας από το πιο ειδικό, όπου προσδιορίζεται η ακριβή θεματολογία της έρευνας και η άποψη των συμμετεχόντων στην ερευνητική διαδικασία, και στη συνέχεια περιγράφονται τα γενικότερα ζητήματα που έχουν τεθεί. Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται το αντικείμενο και ο σκοπός της ερευνητικής εργασίας, όπως επίσης και οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν στην εκπόνηση της παρούσας ερευνητικής εργασίας. Αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο η μεθοδολογική ροή συνέβαλε στην παρουσίαση και ανάπτυξη του ερευνητικού ερωτήματος, η 10
ερευνητική μέθοδος που
ακολουθήθηκε, καθώς και τα ερευνητικά κενά που αποσκοπεί να καλύψει η παρούσα έρευνα. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται και συντίθεται το κύριο ερευνητικό ερώτημα που αφορά τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται ανάμεσα στα σχεδιασμένα και τα υλοποιημένα δημόσια τεχνικά αρχιτεκτονικά έργα. Περιγράφονται τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας, αναλύονται οι απόψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα και στοιχειοθετούνται τα επιμέρους ζητήματα προς ανάλυση. Αναφέρονται τα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά διαδικασία σύνταξης, οργάνωσης και υλοποίησης των
δημόσιων
αρχιτεκτονικών
έργων,
και
παρατίθενται
κάποιες
βιβλιογραφικές αναφορές ζητημάτων που οδηγούν τα αρχιτεκτονικά έργα να μην υλοποιούνται όπως σχεδιάζονται. Οι ίδιες οι πεποιθήσεις των συμμετεχόντων και οι μελέτες περίπτωσης στις οποίες αναφέρονται συγκροτούν το τελικό κύριο ερευνητικό ερώτημα, καθώς και τα επιμέρους ζητήματα που τίθενται μετέπειτα προς ανάλυση. Παρουσιάζονται ως μελέτες περίπτωσης κάποια επιλεγμένα δημόσια έργα αρχιτεκτόνων και ανιχνεύονται τα συχνότερα ζητήματα που αντιμετώπισαν οι ίδιοι κατά τη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης των έργων τους. Αναλύονται τα κρισιμότερα στοιχεία που σύμφωνα με τους ίδιους, αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία που, είτε δυσχέραιναν τις διαδικασίες του σχεδιασμού και της υλοποίησης, είτε συνέβαλαν στην οικοδόμηση
διαφοροποιημένων
υλοποιημένων αρχιτεκτονικών έργων, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό. Τα ζητήματα που αναφέρθηκαν και αναλύθηκαν στο πλαίσιο των συνεντεύξεων
με
τους
συμμετέχοντες,
κατηγοριοποιήθηκαν
και
αναλύθηκαν με τη βοήθεια βιβλιογραφικών αναφορών στα επόμενα κεφάλαια. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και επιχειρείται η απόδοση ενός σύγχρονου ορισμού της αρχιτεκτονικής. Περιγράφεται η συνθετική διαδικασία, ο ρόλος της αναπαράστασης και
11
επιχειρείται η απόδοση ενός συσχετισμού μεταξύ της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, ως μια νοητική διεργασία που απαιτεί οργάνωση. Εξετάζεται η συσχέτιση του πραγματοποιημένου αρχιτεκτονικού έργου με τη συνθετική διαδικασία και αποδίδεται έμφαση στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του σχεδιασμού, προκειμένου να θεμελιωθεί ο κυκλικός χαρακτήρας της συνθετικής διαδικασίας και να περιγραφούν τα σχεδιαστικά προβλήματα. Συσχετίζεται η πολλαπλότητα των σχεδιαστικών προβλημάτων με τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής και με τον τρόπο σύνθεσης του αρχιτέκτονα. Ορίζεται η αρχιτεκτονική αναπαράσταση και αναλύεται η συσχέτιση αυτής, με το τελικά πραγματοποιημένο αρχιτεκτονικό έργο. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύεται η διαδικασία μελέτης, οργάνωσης και σύνταξης της αρχιτεκτονικής μελέτης. Περιγράφονται τα βήματα που περικλείονται κατά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, τη μελέτη και υλοποίηση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ως πρότυπα μοντέλα της διαδικασίας οργάνωσης μελετών στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Μελετώνται ιστορικά, κάποια επιλεγμένα διεθνή πρότυπα οργάνωσης της διαδικασίας του σχεδιασμού και παρατίθενται κρίσιμα συγκριτικά στοιχεία που αναφέρονται στη μεθόδευση της ίδιας της διαδικασίας του σχεδιασμού και τα
υλοποίησης,
στο
πλαίσιο
της
διαδικασίας
οργάνωσης
της
αρχιτεκτονικής μελέτης. Παρουσιάζεται η εξέλιξή κάποιων διεθνών μοντέλων, ως μία ακολουθία συγκρότησης του τελικού προτύπου που χρησιμοποιείται
σήμερα.
Συσχετίζονται
τα
επιμέρους
στάδια
που
απαρτίζουν την οργάνωση μιας αρχιτεκτονικής μελέτης με τα τελικά παραδοτέα κάθε επιμέρους σταδίου. Σε αυτό το κεφάλαιο περιγράφεται το θεσμικό πλαίσιο των δημοσίων έργων στην Ελλάδα, αποσκοπώντας στην περιγραφή ενός κύριου άξονα του κύκλου ενός έργου. Διενεργήθηκε μια περιγραφή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τα δημόσια έργα, καθώς καταγράφηκαν πολλές
12
απόψεις συμμετεχόντων οι οποίοι έκριναν ότι η ύπαρξη ενός πολύπλοκου και
συγχρόνως
προβλήματα
ασαφούς
θεσμικού
πλαισίου,
προκαλεί
κρίσιμα
κατά τις διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίησης των
δημοσίων έργων. Αποδίδονται οι ορισμοί των εννοιών που περικλείονται στα δημόσια έργα και κατόπιν αναλύεται ο τρόπος
ανάθεσης και
δημοπράτησης μελετών, καθώς και το θεσμικό πλαίσιο εκτέλεσης των δημοσίων έργων. Βάση των βιβλιογραφικών αναφορών και των συνεντεύξεων ανιχνεύονται τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων έργων. Σκοπός του κεφαλαίου δεν αποτελεί μια αναλυτική παράθεση του ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου που διέπει τα δημόσια έργα, καθώς δεν εμπίπτει στους σκοπούς της παρούσας έρευνας, αλλά επιχειρείται μια κριτική παρουσίαση της διαδικασίας προκειμένου να εντοπιστούν παραλείψεις και επικαλύψεις των υφιστάμενων θεσμών. Εξετάζονται τυχόν προτεινόμενες διαφοροποιήσεις που θα μπορούσαν να βελτιστοποιήσουν την διαδικασία προκειμένου τα αρχιτεκτονικά έργα να υλοποιούνται όπως σχεδιάζονται. Περιγράφεται ο ρόλος του αρχιτέκτονα στα δημόσια τεχνικά έργα βάση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και εισάγονται οι έννοιες της ποιότητας και πληρότητας των μελετών. Στο έκτο κεφάλαιο έχουν επιλεχθεί και αναλύονται έννοιες, οι οποίες αναφέρθηκαν ως κρίσιμες κατά τη διενέργεια της πρωτογενούς έρευνας, αλλά και κρίθηκαν ως σημαντικές κατά τη διάρκεια της βιβλιογραφικής ερευνητικής διαδικασίας. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, η ανάλυση, και ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός, αντιμετωπίζονται ως μια ολότητα προκειμένου να υλοποιηθούν άρτια αρχιτεκτονικά έργα. Η ανάγκη συστηματοποίησης της μεθοδολογίας υλοποίησης έργου και ακρίβειας στον προγραμματισμό των κτηριολογικών απαιτήσεων, εισάγουν την σημαντικότητα της έννοιας της διοίκησης έργου και της ομάδας έργου. Ορίζεται η έννοια της ποιότητας και αναλύεται η σημαντικότητα της διασφάλισης ποιότητας στα τεχνικά αρχιτεκτονικά δημόσια έργα. Εισάγεται
13
η έννοια του Διαχειριστή έργου και η σημαντικότητα του ρόλου του κατά την διαχείριση της υλοποίησης. Στο έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα προβλήματα που προέκυψαν κατά την έρευνα, οι περιορισμοί της ερευνητικής διαδικασίας και προτείνονται θέματα προς περεταίρω διερεύνηση.
1.4 Αφορμή για την έρευνα: λόγοι επιλογής θέματος Η παρούσα έρευνα, με κύρια θεματική τη συσχέτιση του σχεδιασμού και της υλοποίησης, αποτέλεσε μια ηθελημένη αφορμή για διερεύνηση των αρχιτεκτονικών ζητημάτων που αναπτύσσονται εκτός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και μεταξύ του σχεδιαστηρίου και του πεδίου της υλοποίησης της αρχιτεκτονικής. Η ανάλυση της διαδικασίας σχεδιασμού και την υλοποίησης του δημόσιου αρχιτεκτονικού έργου, σε συνδυασμό με την παρουσίαση μιας οπτικής που συνδυάζει απόψεις εντός και εκτός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποτέλεσε μια ενδιαφέρουσα συσχέτιση των ετερογενών οπτικών των εμπλεκομένων στην έρευνα. Η συσχέτιση των δύο οπτικών, μιας πιο κριτικής, ψύχραιμης αλλά και ίσως κάπως πιο αποστασιοποιημένης
και
μιας
ρεαλιστικότερης,
αποτέλεσε
ένα
συγκροτημένο πεδίο ισόρροπης απεικόνισης του ερευνητικού ζητήματος. Επιπλέον, η παρατήρηση για την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού ανεκτέλεστων προτάσεων, ακόμη και βραβευμένων μελετών διαγωνισμών, σε συνδυασμό με την απουσία μιας γενικότερης διαλεκτικής γύρω από την επιλογή θέματος
μη - υλοποίηση αρχιτεκτονικών προτάσεων αποτέλεσε το έναυσμα της παρούσας μελέτης. Τίθεται ένα μείζον ζήτημα υλοποιησιμότητας της αρχιτεκτονικής, το οποίο δείχνει να εντείνεται στη σημερινή εποχή της κρίσης. Δημιουργεί ένα πεδίο συζήτησης το οποίο προσβλέπει να συσχετίσει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με το τελικό υλοποιημένο έργο, ενισχύοντας
και
στοιχειοθετώντας
14
τη
θέση
που
αναφέρει
ότι
η
αρχιτεκτονική δεν αποτελεί μια ’άσκηση επί χάρτου΄, αλλά αποσκοπεί στην πραγματοποίηση του έργου και μόνο τότε η αρχιτεκτονική ολοκληρώνεται. Ένας ακόμη λόγος επιλογής του συγκεκριμένου θέματος αποτελεί η παρατήρηση
για
εμφανείς
αποκλίσεις
του
κτισμένου
αστικού
αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος έργων από τον σχεδιασμό τους. Με αυτή την παρατήρηση, ως σημείο εκκίνησης, προέκυψε μια σειρά ετερογενών ζητημάτων που εμπλέκονται στο θέμα και σχετίζονται με την τελική εικόνα του κτισμένου περιβάλλοντός μας. Μια πρωταρχική έρευνα στο θέμα προκειμένου να προσδιοριστούν οι ακριβείς και θεμελιώδεις αιτίες του προβλήματος, κατέδειξε την πολυπλοκότητα του ζητήματος, και ανέδειξε θέματα που αφορούν διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα. Η ανάγκη για διεπιστημονική έρευνα και η απαίτηση για μια θεμελιώδης ταξινόμηση των αιτιών κατέστησε αναγκαία και με σημαντικά στοιχεία ενδιαφέροντος την κύρια θεματική του ερευνητικού πεδίου. Το κύριο ερευνητικό ερώτημα που τίθεται επιχειρεί να αναλύσει τις θεμελιώδεις αιτίες που τα δημόσια τεχνικά αρχιτεκτονικά έργα στην Ελλάδα υλοποιούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το σχεδιασμό τους. Η ανεύρεση και ανάλυση των αιτιών επιδιώκει να αποτελέσει ένα αξία ερευνητικού ερωτήματος
πεδίο βάσης που προσδιορίζει κρίσιμα στοιχεία του κτισμένου αστικού περιβάλλοντος που μας περικλείει. Η απάντηση του κύριου αλλά και των επιμέρους ερευνητικών ερωτημάτων, που επιχειρείται να δοθεί, πρόκειται να συμβάλλει, μέσω του ανασχεδιασμού του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου αλλά και του συνόλου της διαδικασία τους σχεδιασμού και υλοποίησης,
στην
διαφοροποιήσεις
σε
υλοποίηση σχέση
αρχιτεκτονικών
με
τον
αρχικό
έργων,
είτε
σχεδιασμό
χωρίς είτε
με
διαφοροποιήσεις που, σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα συνάδουν με την συνθετική ταυτότητα του έργου και αποδίδουν ένα αρχιτεκτονικό ποιοτικό έργο. Η απάντηση στο παρόν ερευνητικό ερώτημα μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την εκκίνηση ενός πεδίου συζήτησης για τα δημόσια έργα και την συμβολή τους στο σημερινό κτισμένο αστικό περιβάλλον.
15
Η πολυπλοκότητα των αιτών που διέπει την ερευνητική θεματολογία, λειτουργεί ως ένας αντικατοπτρισμός της αρχιτεκτονικής, και της σημασίας που αποδίδει κάθε κοινωνία στην αρχιτεκτονική της. Η συσχέτιση της αρχιτεκτονικής και των ζητημάτων που αντικατοπτρίζονται σε αυτή, αλλά ουσιαστικά αφορούν τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας μας, αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση που ενισχύει την ήδη ενδιαφέρουσα χροιά του ερευνητικού του ζητήματος. Η σημαντικότητα του ερευνητικού ζητήματος σε συνδυασμό με την έλλειψη εκτενών αναφορών, στην εγχώρια και διεθνή βιβλιογραφία για το θέμα προσδιορίζουν ένα βιβλιογραφικό κενό που κρίνεται ενδιαφέρον να ερευνηθεί.
1.5 Ερευνητικά κενά που αποσκοπεί να καλύψει Από το σύνολο της βιβλιογραφίας που μελετήθηκε, διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός σημαντικού ερευνητικού κενού που αφορά την αξιολόγηση των δημοσίων έργων αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος τα τελευταία πενήντα (50) χρόνια στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία που εξετάστηκε, παρατηρήθηκε η ύπαρξη μελετών που αφορούν, είτε μεμονωμένα το θεσμικό πλαίσιο δημοσίων έργων, χωρίς να διαφοροποιείται η περίπτωση των τεχνικών αρχιτεκτονικών κτηριακών έργων, είτε την μελέτη της κατασκευής, είτε την παράθεση μελετών και κριτικών συγκρίσεων κατά τη διαδικασία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Παρόλη την έκταση του δημοσιευμένου υλικού στη βιβλιογραφία, δεν εντοπιστήκαν συνθετικές εργασίες που να εξετάζουν κριτικά και συνολικά το θέμα του σχεδιασμού και της υλοποίησης δημοσίων έργων. Το ερευνητικό ερώτημα που τιθεται στο
πλαίσιο
της
παρούσας
έρευνας,
επιχειρεί
να
καλύψει
ένα
βιβλιογραφικό κενό που παρατηρείται στην μελέτη και διαχείριση της υλοποίησης αρχιτεκτονικών επεμβάσεων που υλοποιούνται σε μίκρο και μέση κλίμακα. Υπάρχει πλήθος βιβλιογραφίας που αναφέρεται στο αντικείμενο διαχείρισης τεχνικών κατασκευαστικών έργων, και όπου αναλύονται μεμονωμένα τα προβλήματα που απαντώνται κατά τη
16
διαδικασία κατασκευής και υλοποίησης. Ωστόσο, διαφαίνεται η ύπαρξη ενός μεγάλου κενού σε βιβλιογραφικές αναφορές που να αφορούν τη μελέτη δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων, τις συσχετίσεις μεταξύ των σταδίων του σχεδιασμού, της ανάλυσης, και της υλοποίησης της διαχείρισης αρχιτεκτονικών έργων. Η παρούσα έρευνα διαφοροποιείται από το σύνολο των προϋπάρχοντων μελετών που αφορούν μεμονωμένα, είτε τον σχεδιασμό, είτε τη διαχείριση και είτε την υλοποίηση έργων, καθώς στην παρούσα έρευνα αναλύονται όλα τα διακριτά στάδια της διαδικασίας σχεδιασμού και υλοποίησης, διαφοροποίηση
αποδίδοντας έμφαση σε κάθε επιμέρους στάδιο ως μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας. Η σημασία δίδεται στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής πρότασης και στην άρτια επεξεργασία της από κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό με αρχιτεκτονική εκπαίδευση, κατά το στάδιο της υλοποίησης, με τρόπο τέτοιο ώστε να διατηρούνται οι αρχικές συνθετικές ποιότητες και να υλοποιούνται βιώσιμα έργα. Κατά τη γνώση της συγγραφέως, η παρούσα έρευνα παρουσιάζει καινοτόμα στοιχεία, καθώς επιχειρεί να συσχετίσει το γνωστικό αντικείμενο της διαχείρισης έργου, με το επιστημονικό πεδίο αντικείμενο της αρχιτεκτονικής προκειμένου να θεμελιωθεί η ανάλυση της μελέτης των αιτιών που οδηγούν τα αρχιτεκτονικά έργα να υλοποιούνται διαφοροποιημένα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους.
17
ΜΕΡΟΣ Α’ : H ΕΡΕΥΝΑ
«Η γνώση είναι δύο ειδών: είτε ξέρουμε το αντικείμενο, είτε ξέρουμε που να βρούμε πληροφορίες για αυτό». Δρ.
Samuel
Johnson
(1709-1784):
λεξικογράφος
19
Άγγλος
γλωσσολόγος
και
Κεφάλαιο 2: Η άποψη των εμπλεκόμενων στα δημόσια έργα: ευρήματα
Στο παρόν κεφάλαιο περιγράφονται και αναλύονται τα ευρήματα που προέκυψαν κατά την διάρκεια της πρωτογενούς έρευνας. Στη συνέχεια συγκροτούνται δευτερογενείς αναφορές προκειμένου να υποστηριχθούν ή να «απορριφθούν» οι πρωταρχικές πηγές πληροφόρησης. Το βασικό ερευνητικό ερώτημα που τίθεται, κατά τη διενέργεια της ερευνητικής διαδικασίας, αφορά τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στα τελικά υλοποιημένα τεχνικά δημόσια αρχιτεκτονικά έργα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους. Κύριο αντικείμενο της παρούσας έρευνας αποτελεί η ανίχνευση, κατανόηση, ανάλυση και ανάδειξη των ετερογενών αιτιών που οδηγούν τα αρχιτεκτονικά έργα δημόσιου χαρακτήρα που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, να υλοποιούνται με σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον τρόπο που σχεδιάστηκαν από τους αρχιτέκτονες-μελετητές. Ανατρέχοντας στον κύκλο ζωής των δημοσίων αρχιτεκτονικών έργων και επιχειρώντας μια αξιολόγηση της λειτουργίας τους, ως πρώτο βήμα εκκίνησης, διενεργείται ο καθορισμός των κανόνων με τους οποίους λειτουργούν, περιγράφονται οι
συντελεστές που εμπλέκονται στην
διαδικασία και λαμβάνονται υπόψη οι παραδοχές, προκειμένου να τεθούν τα διακριτά ερωτήματα. Για την εκκίνηση της ερευνητικής διαδικασίας διενεργήθηκαν ατομικές συνεντεύξεις με επιλεγμένους αλλά καίριους εμπλεκόμενους στα δημόσια έργα και ορίστηκαν κάποια θεμελιώδη δεδομένα τα οποία ελήφθησαν υπόψη για τη συγκρότηση του ερευνητικού ερωτήματος και τα οποία αφορούν τη φύση των δημοσίων έργων. Τα ερευνητικά δεδομένα αποτέλεσαν τις πρωταρχικές πηγές πληροφόρησης και συγκρότησαν το βασικό ερευνητικό ερώτημα, το οποίο απαντήθηκε 21
από τους συμμετέχοντες στην έρευνα. Στη
συνέχεια, βάση των
απαντήσεων των ερωτηθέντων συγκροτήθηκαν τα επιμέρους ερωτήματα και επιχειρήθηκε η απόδοση απαντήσεων. Προκειμένου να στηριχθούν οι πρωτογενείς πηγές πληροφόρησης, χρησιμοποιήθηκαν δευτερογενείς πηγές
πληροφόρησης.
Βάση
των
βιβλιογραφικών
αναφορών
συγκροτήθηκαν τα συμπεράσματα σε μια ενιαία ενότητα. Ο ποιοτικός χαρακτήρας της ερευνητικής διαδικασίας ενίσχυσε την ανάγκη για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων σε μια ενιαία μορφή, δίχως ταξινομήσεις προκειμένου να περιγράφουν οι υφιστάμενες πρακτικές, να καθοριστούν τυχόν
συσχετίσεις
μεταξύ
μεταβλητών,
αλλά
και
να
εξαχθούν
ολοκληρωμένα συμπεράσματα.
2.1 Οι κανόνες : προσδιορισμός Τα δημόσια τεχνικά έργα άπτονται πολλών παραμέτρων και απαιτούν πολλές ειδικότητες επιστημόνων για τον σχεδιασμό, την μελέτη και την υλοποίησή τους, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα πολύπλοκα. Ο προγραμματισμός της συνολικής διαδικασίας του κύκλου ζωής των δημοσίων τεχνικών αρχιτεκτονικών έργων διέπεται από ένα σύνθετο μεταβλητές αξιολόγησης
κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει εγκυκλίους, προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις, με σημαντικότατες επιπτώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία γενικότερα. Ο δημόσιος τομέας καλείται να εξετάσει ξεχωριστά την απόδοση του κάθε έργου, επιδιώκοντας τη μέγιστη ωφέλεια για τους πολίτες του. Όλες οι ευνοϊκές συνέπειες μια δημόσιας δαπάνης, αποτελούν μια κοινωνική ωφέλεια και αποτιμώνται με το μέγιστο χρηματικό ποσό που οι ωφελούμενοι θα ήταν διατεθειμένοι να καταβάλλουν προκειμένου να τις αποδεχθούν 9. Η ύπαρξη πολλών
Ένα παράδειγμα που εξετάζει το κατά ποσό οι πολίτες θα ήταν διατεθειμένοι να δαπανήσουν ένα ποσό για την κατασκευή ενός έργου θα μπορούσε να είναι η κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου. Το κράτος εξετάζει το εξής παράδειγμα: η Ελένη ζει και εργάζεται κοντά στην τοποθεσία του νέου δρόμου που το κράτος προτίθεται να κατασκευάσει. Κάθε μήνα, η Ελένη κάνει ταξίδια μεταξύ των πόλεων Α και Β. Αν χτιστεί ο νέος δρόμος, ο χρόνος του κάθε 9
22
διαφορετικών
και
ετερογενών
δημόσιων
έργων/επενδύσεων,
σε
συνδυασμό με τη περιορισμένη φύση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων, δημιουργεί την ανάγκη για επιλογή εκείνων των δημοσίων δαπανών, που παρέχουν τη μεγαλύτερη κοινωνική ευημερία στους πολίτες. Η κοινωνική ωφέλεια και το κοινωνικό κόστος μιας δημόσιας δαπάνης δεν λαμβάνουν χώρα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, αλλά επεκτείνονται σε μια σειρά από χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα, η κατασκευή ενός δημαρχείου απαιτεί τουλάχιστον έξι (6) χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα καταβάλλονται οι σχετικές δαπάνες. Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια λειτουργίας του δημαρχείου θα απαιτούνται οι καταβολές σχετικών δαπανών για τη συντήρηση του. Παράλληλα,
η
κοινωνική ωφέλεια από την κατασκευή του δημόσιου δημαρχείου θα διαρκέσει όσο και η ωφέλιμη «ζωή» του. Η αποδοτικότητα ενός έργου και η καθαρά παρούσα αξία (NPV), αποτελούν τις οικονομικές παραμέτρους που δύναται το κράτος να εξετάσει για την αξιολόγηση υλοποίησης του εκάστοτε
δημοσίου
έργου.
Η
εξισορρόπηση
μη-οικονομικών
και
οικονομικών μεταβλητών συγκροτεί την απάντηση για τη διενέργεια ή όχι μιας δημόσιας επένδυσης10.
ταξιδιού της θα μειωθεί από τα 30 λεπτά στα 20 λεπτά. Το ακόλουθο διάγραμμα αναπαριστά την καμπύλη ζήτησης της Ελένης για ταξίδια μεταξύ των πόλεων Α και Β.
Η κυβέρνηση θέτει στον πολίτη το ερώτημα αν είναι υπέρ της κατασκευής του νέου δρόμου. Εφόσον κάνει 10 ταξίδια το μήνα (10 λεπτά/ ταξίδι εξοικονομεί €1 το μήνα,) το μέγιστο ποσό που θα ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει σε φόρους ανά μήνα, για να κατασκευαστεί ο δρόμος, είναι €1. Αν του ζητηθεί να πληρώσει €1/μήνα τότε είναι υπέρ της κατασκευής του νέου δρόμου. Σε διαφορετική περίπτωση θα είναι κατά (αρχή της ισορροπίας και της αποτελεσματικότητας κατά Pareto, αρχή οριακού κόστους). 10 Αναστασάκης Α., «Εισαγωγή στη δημόσια Οικονομική», Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, ΤΕΙ Κρήτης: διαλέξεις διδασκαλίας, 2015.
23
Εικόνα 2.1 : Μεταβλητές αξιολόγησης μιας δημόσιας επένδυσης
24
2.2 Οι κανόνες: εμπλεκόμενοι Καθορίζοντας το πλαίσιο των δημοσίων έργων, οι κύριοι συμμετέχοντες οι οποίοι καλούνται να αλληλοεπιδράσουν,
προκειμένου να τεθεί σε
λειτουργία ο μηχανισμός των δημοσίων έργων είναι: οι καταναλωτές πολίτες οι οποίοι αναζητούν την κοινωνική ωφέλεια από την υλοποίηση των δημοσιών έργων, οι προμηθευτές - αρχιτέκτονες και οι εργολάβοι, οι οποίοι προσπαθούν να παραδώσουν το έργο μεγιστοποιώντας την συντελεστές
οικονομική και λειτουργική και ποιοτική ωφέλεια και η Αναθέτουσα Αρχή Δημόσιο, η οποία καλείται να αξιολογήσει την υλοποίηση του έργου προκειμένου να πραγματοποιηθεί το έργο σύμφωνα με τους κανόνες του θεσμικού πλαισίου. Οι πολλαπλές συνιστώσες που εμπλέκονται στον κύκλο ζωής ενός δημοσίου έργου
11όπως
επίσης και η ετερογένεια των αντικειμένων που
εμπλέκονται12 σε συνδυασμό με τη διαφορετικότητα των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων από κάθε διαφορετική ομάδα εμπλεκομένων, συγκροτεί ένα πολύπλοκο πεδίο προβληματισμού.
11 12
Θεσμικά ζητήματα, οικονομικά ζητήματα, κοινωνικά ζητήματα. Μηχανικοί, εργολάβοι, δημόσιοι φορείς, πολίτες.
25
Εικόνα 2.2 : Συντελεστές δημοσίων τεχνικών έργων
26
2.3 Διατύπωση του ερωτήματος Το θέμα που αναπτύσσεται στην παρούσα ερευνητική, αφορά τις αιτίες για τις οποίες, πολλά δημόσια τεχνικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος υλοποιούνται με σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον τρόπο που σχεδιάζονται. Τα δημόσια αρχιτεκτονικά έργα τα οποία είτε υλοποιούνται παράμετροι σχετισμού
με μικρές ασήμαντες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους, είτε προσαρμόζονται βάση των συνθετικών αρχών, διατηρώντας ωστόσο την αρχική αρχιτέκτονας
συνθετική
χαρακτηρίζονται
ποιότητα ως
άρτια
που έχει
προσδώσει
υλοποιημένα.
Για
προσδιορισμό ενός άρτια υλοποιημένου έργου εξετάζονται
ο τον
επίσης ο
χρονικός και ο κοστολογικός ορίζοντας 13, καθώς και ο σχετισμός των παραμέτρων αυτών με την τελική ποιότητα του παραδοτέου (διατήρηση συνθετικής
ταυτότητας,
υλικότητα:
προδιαγεγραμμένα
υλικά,
ενδεδειγμένος τρόπος τοποθέτησης). Για τους σκοπούς της παρούσας ερευνητικής 14, μπορεί να ειπωθεί ότι ένα δημόσιο τεχνικό έργο αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, χαρακτηρίζεται ως ποιοτικά υλοποιημένο όταν, είτε υλοποιείται με μικρές ασήμαντες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό του, είτε έχει άρτια ποιοτικά υλοποιημένο έργο
προσαρμοστεί στην αρχιτεκτονική συνθετική ταυτότητα. Εκφάνσεις ενός ποιοτικά υλοποιημένου αρχιτεκτονικού έργου περιέχονται στην τελική λειτουργική συγκρότηση ενός αρχιτεκτονικού έργου, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: το δημόσιο έργο έχει υλοποιηθεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τους όρους που έχουν τεθεί από τις ανάγκες του κοινωνικού
συνόλου,
ικανοποιώντας
τις
ανάγκες
της
κοινωνικής
ωφέλειας, στον ορισμένο χρόνο και εντός των κοστολογικών πλαισίων.
Οικονομικοί παράμετροι σχετισμού. Βάση της ανάλυσης κεφαλαίου έξι (6) της παρούσας έρευνας που αναφέρεται στην ποιότητα. 13 14
27
2.4 Παραδοχές έρευνας Κατά την ανάπτυξη της παρούσας έρευνας τέθηκαν κάποιες βασικές παραδοχές οι οποίες συγκροτήσαν της βάση του ερευνητικού ερωτήματος και συνοψίζονται στις εξής: i.
Το ερευνητικό πεδίο αφορά: Τεχνικά δημόσια έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια και έχουν υλοποιηθεί τα τελευταία πενήντα (50) χρόνια.
ii.
Τα δημόσια έργα αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι δομημένου περιβάλλοντος στην Ελλάδα.
iii.
Παρατηρείται διαφοροποίηση στο ελληνικό κτισμένο περιβάλλον ενδιαμέσως της σχεδιασμένης και της υλοποιημένης δημόσιας αρχιτεκτονικής.
Πολλά
από
τα
δημόσια
τεχνικά
έργα,
αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος δεν έχουν υλοποιηθεί σύμφωνα με τις χρονικές, ποιοτικές και κοστολογικές προδιάγραφες που σχεδιάστηκαν. iv.
Η ανοικοδόμηση πολλών δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων έχει υλοποιηθεί με ελλειμματικές ποιοτικές προδιαγραφές.
Επιπλέον,
επιχειρώντας
τον
καθορισμό
του
ερευνητικού
πεδίου
προσδιορίζονται τα κοινά χαρακτηριστικά των έργων προς ανάλυση. i.
Δημόσια έργα: Αναθέτουσα αρχή - Δημόσιος φορέας
ii.
Βραβευμένα έργα αρχιτεκτονικών διαγωνισμών
iii.
Κτηριολογικά τεχνικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος
iv.
Δημόσια έργα: Διαχείριση υλοποίησης έργου - Δημόσιος φορέας (αμιγές δημόσιο).
28
2.5 H ερευνητική διαδικασία: η μέθοδος και η επιλογή συμμετεχόντων Αναζητώντας τον ακριβή προσδιορισμό της ερευνητικής διαδικασίας, αρχικά διενεργήθηκε ένας κύκλος ανοικτών ημί- κατευθυνόμενων συνεντεύξεων με επιλεγμένους, άμεσα εμπλεκόμενους σε τεχνικά έργα, όπου τέθηκε προς συζήτηση το ζήτημα της υλοποίησης αρχιτεκτονικών έργων με διαφοροποιήσεις, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους. Η μέθοδος
πρωτογενής
έρευνα
διεξήχθη
με
οδηγό
τις
πληροφορίες
που
παρασχέθηκαν μέσω προσωπικής και τηλεφωνικής επικοινωνίας με τους συμμετέχοντες στην έρευνα. Συντέθηκε μια σειρά ημι-κατευθυνόμενων συνεντεύξεων
με
ανοικτές
ερωτήσεις.
Στην
έρευνα
συμμετείχαν
εκπρόσωποι όλων των βασικών μερών ενός αρχιτεκτονικού έργου. Οι συμμετέχοντες
επιλέχθηκαν
αποσκοπώντας στη
βάση
συγκρότηση
του μια
ρόλου
τους
έρευνας, όσο
στα το
έργα,
δυνατόν
πληρέστερης. Ως κύρια μέθοδος προσδιορισμού του ερευνητικού ερωτήματος, επιλέχθηκαν
οι
θεωρήθηκε
ως
ανοικτές η
ημι-κατευθυνόμενες
καταλληλότερη,
συνεντεύξεις,
προκειμένου
να
καθότι
συσταθεί
ολοκληρωμένο και πλήρες το ερευνητικό ερώτημα, απαλλαγμένο από σύνθεση ερωτήματος
τους συνήθεις περιορισμούς που θέτουν οι συνεντεύξεις με κλειστά ερωτηματολόγια. Διαχωρίζοντας την ανάγκη για εξαγωγή ποιοτικών και όχι ποσοτικών ερευνητικών συμπερασμάτων, η μέθοδος των ημικατευθυνόμενων ατομικών συνεντεύξεων αποδείχθηκε η καταλληλότερη προκειμένου να τεθούν τα ερωτήματα, χωρίς να περιοριστεί η ευρύτητα του πεδίου των απαντήσεων των ερωτηθέντων. Τα στοιχεία που εξάχθηκαν ως συμπεράσματα των συνεντεύξεων κατηγοριοποιήθηκαν, αναλύθηκαν και αποτέλεσαν δομικά στοιχεία της δευτερογενούς έρευνας. Αναγνωρίστηκαν οι αδυναμίες της παρούσας διερευνητικής μεθόδου, που αφορούν
στην
έρευνα
και
παρουσίαση
ενός
ευρύτατου
πεδίου
ζητημάτων, τα οποία δεν δύναται να αναλυθούν με λεπτομέρεια στο 29
πλαίσιο της παρούσας ερευνητικής, ωστόσο επιλέχθηκε ως πιο χρήσιμη και καταλληλότερη μέθοδος, καθώς κρίνεται ως θεμελιώδης, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση τη έρευνας, η αναλυτική απαρίθμηση και περιγραφή των ζητημάτων που απαντώνται στις διαδικασίες σχεδιασμού, δημοπράτησης και κατασκευής των δημοσίων έργων. Επιπλέον, αναγνωρίζεται η αδυναμία της μεθόδου για γενίκευση των συμπερασμάτων 15, ωστόσο βάση της μεθόδου συγκροτείται ο προσδιορισμός της γενικής τάσης των ζητημάτων που εξετάζονται. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα επιλέχθηκαν είτε βάση του κτισμένου δημόσιου έργου τους, είτε βάση της γενικότερης εμπειρίας τους στα δημόσια έργα. Η καταγραφή των απόψεων εμπλεκόμενων που έχουν ασχοληθεί για δεκαετίες με δημόσια έργα συγκρότησε την πρωταρχική αναλυτική βάση, οπού στη συνέχεια παρατέθηκαν υποστηρικτικά οι βιβλιογραφικές αναφορές. Ως μελέτες περίπτωσης επιλέχθηκαν τα επιλογή συμμετεχόντων
συγκεκριμένα έργα των οποίων η ανοικοδόμηση θεωρήθηκε ότι θα είχαν ένα σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή των πολιτών. Πρόσθετα, ζητήματα χρονικής διάρκειας, σημαντικότητας και συνολικής επιρροής, των συγκεκριμένων δημοσίων έργων στη ζωή των πολιτών αποτέλεσαν λόγους επιλογής των συγκεκριμένων έργων. Σύμφωνα με τον Μ. Riedijk 16. «Το μυστικό των επιτυχημένων δημοσίων έργων είναι η δημιουργία δημόσιου χώρου, όπου […] ο καθένας μπορεί να συμμετέχει στην κοινή ιστορία, που γράφεται από την αρχή». Κατά την πρωταρχική φάση της έρευνας ανιχνευθήκαν πολλά στοιχεία εξειδικευμένων
θεσμικών
ζητημάτων,
γραφειοκρατίας,
ακόμη
και
ζητημάτων διαφθοράς, τα οποία σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα, συμβάλλουν στην υλοποίηση δημόσιων έργων με σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους. Ωστόσο, Σχετικά μικρό δείγμα συμμετεχόντων στην έρευνα. Riedijk Μ., «Ταυτότητα, Διακόσμηση και Δημόσιος Χώρος», Οργάνωση Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και Βασιλική Ολλανδική Πρεσβεία: Μουσείο Μπενάκη, 2016. 15 16
30
επιθυμώντας την απεικόνιση μιας ρεαλιστικής κατάστασης, αλλά και τον διαχωρισμό στοιχείων που υπερβαίνουν την παρούσα έρευνα, επιλέχθηκε ο Δήμος Θεσσαλονίκης ως κύρια μελέτη περίπτωσης, ως προς την Αναθέτουσα Αρχή. Ενώ, κατά τη γνώμη της συγγραφέως, δεν απεικονίζει ερευνητική διαδικασία
το μέσο όρο των Δήμων17 στην Ελλάδα, ωστόσο αποτελεί ένα Δήμο με σημαντικό κτισμένο τεχνικό έργο, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παράδειγμα για άλλες τεχνικές Υπηρεσίες δημοσίων φορέων, αλλά και παράλληλα να απεικονίσει στοιχεία παθογένειας που προέρχονται από το παρελθόν των θεσμικών διαδικασία και γενικώς του τρόπου υλοποίησης των δημοσίων έργων. Με την επιλογή του Δήμου και των οικείων αρχιτεκτονικών έργων, ως μελέτες περίπτωσης οι οποίες αντικατοπτρίζουν παρελθοντικά στοιχεία υφιστάμενων πρακτικών,
στο πλαίσιο της
εργασίας επιδιώχτηκαν επαφές με τους κατεξοχήν εμπλεκόμενους που διατηρούν τις κύριες αρμοδιότητες εκτέλεσης έργων στο δημόσιο χώρο της πόλης. Η διαδικασία των συνεντεύξεων αποτέλεσε το πρώτο στάδιο συλλογής στοιχείων της μελέτης και δημιούργησε τη βάση της έρευνας. Στις πρωτογενής έρευνα
συνεντεύξεις τέθηκαν κάποια δομημένα ερωτήματα που αφορούσαν την απαρίθμηση των κύριων ζητημάτων που αντιμετωπίζουν οι συμμετέχοντες κατά την διαδικασία του σχεδιασμού, μελέτης και υλοποίησης. Κατόπιν, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν κατά βούληση όποια από τα ζητήματα θεωρούν, είτε ως πιο σημαντικά, τα οποία δηλαδή αποφέρουν τα κρισιμότερα λάθη σε σχέση με την υλοποίηση, είτε αυτά που απαντώνται συχνότερα στα δημόσια έργα. Η επιλογή αυτής της μεθόδου των ημι-δομημένων συνεντεύξεων συνέβαλλε στην ανάπτυξη ενός πλήρες πεδίου του προβληματισμού των συμμετεχόντων, που αποτέλεσε και στόχο της έρευνας, αλλά και παράλληλα ενίσχυσε την κριτική αναγνώριση των ουσιαστικότερων ζητημάτων.
17
Διαθέτει οργάνωση και σημαντική εμπειρία στην υλοποίηση μεγάλων δημοσίων έργων.
31
Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να συμβάλει στην ανάδειξη μιας συζήτησης περί
της
δημόσιας
αρχιτεκτονικής
η
οποία,
σύμφωνα
με
τους
συμμετέχοντες, έχει ατονήσει τα τελευταία χρόνια. Μια συγκροτημένη έρευνα περί του θέματος του σχεδιασμού και της υλοποίησης δημόσιων έργων, που εμπεριέχει ζητήματα των προκηρύξεων των διαγωνισμών, της διαδικασίας σχεδιασμού των έργων, σύνταξης και οργάνωσης των μελετών, δημοπράτησης των έργων, μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία ενός σταθερού πεδίου για τη αναθεώρηση υφιστάμενων πρακτικών. Οι διαδικασίες διοργάνωσης των διαγωνισμών, (αρμοδιότητες φορέα προκήρυξης των διαγωνισμών, διάρκεια, κόστος) το ζήτημα της χρηματοδότησης και της διεξαγωγής των διαγωνισμών, της παροχής κινήτρων για τη διοργάνωσή τους, καθώς και το ζήτημα υλοποίησης των προτάσεων των διαγωνισμών, αποτέλεσαν ζητήματα ανάλυσης. Η εκκίνηση μιας συζήτησης για τον ανασχεδιασμό της διαδικασίας των διαγωνισμών
και γενικότερα του ζητήματος της δημοπράτησης και
υλοποίησης δημοσίων συμβάσεων αποτελεί μια πρόκληση κινητοποίησης και δημόσιου διαλόγου για την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και την αναβάθμιση των δημόσιων στοιχείων της πόλης. Επιχειρώντας μια επιλεκτική περιγραφή των κύριων θεματικών που αναφέρθηκαν ως κρίσιμα στις συνεντεύξεις για έναν άρτιο σχεδιασμό και υλοποίηση ενός δημόσιου αρχιτεκτονικού έργου, αυτά αφορούν θεσμικά ζητήματα, ζητήματα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού, κατά τη διαδικασία της υλοποίησης, και της διαχείρισης του έργου και άλλα ευρύτερα και άλλα επιμέρους ζητήματα που θα μπορούσαν να βελτιωθούν είτε από την πλευρά των μελετητών, των εργολάβων είτε από την πλευρά των δημοσίων οργανισμών, προκειμένου να συμβάλλουν στον μετασχηματισμό του τρόπου υλοποίησης των έργων. Λαμβάνοντας υπόψη την εκφρασμένη άποψη του Τ. Μπίρη σχετικά με τα δημόσια έργα στη χώρα μας, στην οποία αναφέρεται:
32
« […] Έχουμε ακούσει ή διαβάσει λίγο ή πολύ διαμορφωμένους προβεβλημένους σχολιαστές ή διαμορφωτές της κοινής γνώμης σε αναφορά με σημαντικά θέματα της αρχιτεκτονικής να ανακοινώνουν με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει τάχα πια δημόσια αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ιδιαιτέρως στον τομέα των κτηριακών έργων. Ότι όπως συμβαίνει σε άλλες τέχνες […] έχουν όλα χρεωκοπήσει. Διαφωνώ κάθετα με τέτοιου είδους επαναλαμβανόμενους ανά εποχή δογματισμούς και πιστοποιητικά θανάτου της ανθρώπινης δημιουργίας και για να υποστηρίξω ότι υπάρχει, αντίθετα σε όσα λέγονται, εξαιρετική δημόσια αρχιτεκτονική και μάλιστα εξελισσόμενη μέσα στο χρόνο από πολύ παλαιότερες εποχές αρχιτεκτονική δημόσια η οποία είναι ζωντανή, εφαρμόσιμη και δεν είναι για τα μουσεία»18. Αξίζει να ειπωθεί ότι εκφάνσεις μιας εφαρμόσιμης δημόσιας αρχιτεκτονικής παρατηρούνται στο κτισμένο περιβάλλον γύρω μας, και συγκροτούν συνθήκες, αν και όχι πάντα ιδανικές, για την υλοποίηση μιας εφαρμόσιμης δημόσιας αρχιτεκτονικής. Τα δημόσια έργα αποτελούν κομμάτι του σημερινού κτισμένου αστικού περιβάλλοντος, εντός του οποίου ζούμε και εργαζόμαστε, δημιουργώντας τοπόσημα για παραμένοντας
κρίσιμα
στοιχεία
του
τις πόλεις μας και
περιβάλλοντός
μας.
Η
υλοποιησιμότητα της δημόσιας αρχιτεκτονικής αποτελεί μείζον στοιχείο που επιτρέπει τη δημιουργία ενός ερευνητικού πεδίου που μπορεί να εξάγει κρίσιμα συμπεράσματα για τη σύγχρονη δημόσια αρχιτεκτονική.
Μπίρης Τ., «Απόσπασμα από την ομιλία του Τ. Μπίρη σχετικά με τη Δημόσια αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Ημερίδα ΔΟΜΕΣ Μουσείο Μπενάκη, ανάκτηση: https://vimeo.com/69326344,2013. 18
33
2.6 Στοιχεία της έρευνας: πρωτογενής έρευνα Για την διενέργεια της έρευνας έλαβε χώρα η διεξαγωγή ενός κύκλου ανοικτών ημί- κατευθυνόμενων συνεντεύξεων με αρχιτέκτονες μελετητές, επιβλέποντες έργων και εργολάβων από όπου εξάχθηκαν συμπεράσματα σχετικά με τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται από το στάδιο του σχεδιασμού έως και την υλοποίηση δημοσίων έργων. Ως πρωταρχικό δομή συνεντεύξεων
ερώτημα στους συμμετέχοντες τέθηκε το ζήτημα των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται στα τελικά υλοποιημένα αρχιτεκτονικά έργα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους, καθώς επίσης ζητήθηκε να αναφερθούν συνολικά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την υλοποίηση των έργων τους. Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη την τελική σύνθεση του αρχικού και κύριου ερωτήματος, συστάθηκαν τα επί μέρους ερωτήματα και τέθηκαν ζητήματα προς περαιτέρω ανάλυση και διερεύνηση. Οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν για τις προτάσεις τους προκειμένου να βελτιωθεί η διαδικασία υλοποίησης και να οικοδομούνται τεχνικά δημόσια έργα χωρίς διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους. Μελέτες περίπτωσης με επιλεγμένα έργα συμμετεχόντων στην έρευνα, με πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τους ίδιους, λειτουργούν ως μέσο στοιχειοθέτησης των ερευνητικών ζητημάτων. Οι ανταποκρίσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα υπήρξαν ανάμεικτες, με το σύνολο των συμμετεχόντων να συμφωνούν για την ανάγκη ανασχεδιασμού του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου που παράγει τις παρελθοντικές και παρούσες πρακτικές. Ενώ, όλοι οι συμμετέχοντες θεώρησαν την ερευνητική διαδικασία, ως μια πολύ χρήσιμη διαδικασία που θα μπορούσε να αναδείξει τις γνωστές πρακτικές που εφαρμόζονται στα δημόσια έργα και που για διάφορους λόγους δεν έχουν καταγραφεί και ερευνηθεί, ωστόσο, υπήρξε και μια γενική δυσπιστία ως προς το βασικό αντικείμενο της ερευνητικής εργασίας. Λαμβάνοντας υπόψη τις αμφιβολίες που εκφράστηκαν, συντελέστηκε από την μία μεριά, μια προσπάθεια
34
αποκρυστάλλωσης της ουσιαστικής θεματολογίας της ερευνητικής και των επιμέρους θεμάτων εμπλέκονται και που η ανάδειξή τους θα μπορούσε να συμβάλλει στην κινητοποίηση ενός δημόσιου διαλόγου, και ερευνητικά στοιχεία
από την άλλη πλευρά μια εκκαθάριση ζητημάτων, που ενώ εκφράστηκαν από τους συμμετέχοντες και εμπλέκονται με τη λειτουργία των δημοσίων έργων, δεν αφορούν την παρούσα ερευνητική, καθώς δεν αποτελούν θέματα που θα μπορούσαν να επιλυθούν στο πλαίσιο της παρούσας ερευνητικής. Όλοι οι συμμετέχοντες, θεωρούν κατάλληλη την παρούσα χρονική περίοδο για την εξέταση του ζητήματος της ύπαρξης διαφοροποιήσεων μεταξύ των σχεδιασμένων και υλοποιημένων δημόσιων έργων, καθώς διατυπώθηκε η άποψη ότι η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως μια ευκαιρία επανεξέτασης και αναθεώρησης, κρίσιμων θεμάτων. Ως επί τω πλείστων, στα αρχιτεκτονικά γραφεία υπάρχουν πολύ λιγότερες ευκαιρίες για νέες ανοικοδομήσεις, γεγονός που προσφέρει χρόνο για σκέψη, αναθεώρηση υφιστάμενων και παρελθοντικών πρακτικών και συγκρότηση νέων προτάσεων. Τα πρωτογενή στοιχεία της έρευνας συγκροτούνται και παρουσιάζονται στη συνέχεια ως ένα ενιαίο σύνολο. Προκειμένου να εισαχθεί καλύτερα ο αναγνώστης στη διαδικασία ανάγνωσης των ζητημάτων που προκαλούν προβλήματα στα
δημοσία έργα, παρατίθενται τα ζητήματα που
παρατηρούνται στα δημόσια έργα, από το πιο γενικό στο πιο ειδικό. Αναφέρονται
τα
λεπτομερή
στοιχεία
της
πρωτογενούς
έρευνας
προκειμένου να αποδοθεί αναγνώστη μια ολοκληρωμένη εικόνα της δομικής πορείας της έρευνας, να ανιχνευθούν οι αιτίες των προβλημάτων στα δημόσια έργα και μετέπειτα να αναλυθούν, βάση της βιβλιογραφικής έρευνας.
35
Τα στοιχεία διενέργειας της πρωτογενούς έρευνας αναφέρονται ως εξής:
Στοιχεία συμμετεχόντων στην πρωτογενή έρευνα
Α.Α
1
2
Ημερομηνία
08.05.2015
02.11.2015
Συμμετέχοντες
Μέθοδος
Ιδιότητες
Τόπος
στην έρευνα
έρευνας
συμμετεχόντων
διεξαγωγής
Γιάννης
Ατομική
Αρχιτέκτων
Χώρο
Πατρώνης
συνέντευξη
Μπούκη
Ατομική συνέντευξη
Αρχιτέκτων
Χώρο εργασίας
Ατομική συνέντευξη Ατομική συνέντευξη
Αρχιτέκτων
Χώρο εργασίας Χώρο εργασίας
Ατομική συνέντευξη Ατομική συνέντευξη
Κοστολόγος
Ατομική συνέντευξη
Αρχιτέκτων
Ατομική συνέντευξη
Αρχιτέκτων
Μπαμπάλου-
εργασίας
Νουκάκη 3
10.11.2015
Τάσος Μπίρης
4
12.11.2015
Δημήτρης
5
13.11.2015
Γεώργιος Γούγας
6
18.11.2015
Κυριάκος
Διαμαντόπουλος
Κυριακίδης 7
19.11.2015
8
28.12.2015
Χάρρυ Μπουγαδέλης Κωνσταντίνος Μπελιμπασάκης
Αρχιτέκτων
Χώρο εργασίας Χώρο εργασίας
Αρχιτέκτων
Χώρο εργασίας -
Διευθυντής
Χώρο εργασίας
τεχνικών υπηρεσιών Δήμου Θεσσαλονίκης 9
10
15.03.2016
17.11.2015
Αντωνίου
Τηλεφωνική
Γεώργιος
συνέντευξη
Γιάννης
Ατομική
Γεωργούλης
συνέντευξη
Αρχιτέκτων
Δ.Α
Εργολάβος
Χώρο
Πίνακας 2.1 : Στοιχεία συμμετεχόντων στην πρωτογενή έρευνα
36
εργασίας
Στοιχεία συμμετεχόντων στην πρωτογενή έρευνα
Ημερομηνία
Συμμετέχοντες
Μέθοδος έρευνας
στην έρευνα 14.12.2015
14.12.2015
14.12.2015
Λουκιανός
Ομάδα συζήτησης
Τικτόπουλος
εκδήλωση ‘Swiss Now’
Δημήτρης
Ομάδα συζήτησης
Παπαδανιήλ
εκδήλωση ‘Swiss Now’
Νίκος Κτενάς
Ομάδα συζήτησης –
Ιδιότητες
Τόπος
συμμετεχόντων
διεξαγωγής
Εργολάβος
Παρακολούθηση διάλεξης
Αρχιτέκτων
διάλεξης Αρχιτέκτων
εκδήλωση ‘Swiss Now’ 14.12.2015
14.12.2015
Σπύρος
Ομάδα συζήτησης –
Αμούργης
εκδήλωση ‘Swiss Now’
Ρένα
Ομάδα συζήτησης –
Σακελλαρίδου
εκδήλωση ‘Swiss Now’
Παρακολούθηση διάλεξης
Αρχιτέκτων
Παρακολούθηση διάλεξης
Αρχιτέκτων
Πίνακας 2.1 : Στοιχεία συμμετεχόντων στην πρωτογενή έρευνα
37
Παρακολούθηση
Παρακολούθηση διάλεξης
Ζητήματα δημοσίων έργων19
1
2
3
4
5 6
7
8
9
Χ
Χ
10
Κοινωνικά Χ
Έλλειψη αρχιτεκτονικής παιδείας
Χ
Χ
Θεσμικά Δομικά προβλήματα θεσμικού πλαισίου: καθυστερήσεις σχεδιασμός και στην υλοποίηση.
χ
χ
X
Πολύπλοκη και δαιδαλώδης νομολογία
X
X
Προβλήματα και καθυστερήσεις κατά την δημοπράτηση
X
X
Ατελής ευθύνη μελετητών: δεν φέρουν ευθύνη της συνταχθείσας μελέτης
X
χ
Απαγορεύεται η ανάληψη της επίβλεψης από τον μελετητή : η επίβλεψη γίνεται από τις υπεύθυνες τεχνικές υπηρεσίες.
χ
Χ
Δεν υπάρχουν δεσμευμένα κονδύλια για τα έργα Υπερβολικές εκπτώσεις εργολάβων κατά την δημοπράτηση.
X
χ
χ
Χ
Χ
X
Χ
Χ
Μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες εγκρίσεων
X
Χ
Χ
χ χ
Λανθασμένα κριτήρια αξιολόγησης προτάσεων.
χ
χ
Προβλήματα κοστολογήσεων: aσάφειες
χ
Ασαφείς εθνικές προδιαγραφές υλικών και κόστους
Χ
Δεν έχει θεσμοθετηθεί η ασφάλεια των μελετών Δεν υπάρχει πιστοποίηση για τις πρακτικές τοποθέτησης των υλικών.
Χ
Δεν υπάρχει θεσμοθετημένο πλαίσιο για τις αλλαγές υλικών
Χ
Χ
χ
Δεν έχει προβλεφθεί η ανάληψη της συντήρησης των έργων. Προβλήματα κατά τη λειτουργία του έργου. χ
Δεν προδιαγράφονται τα ακριβή υλικά
Πίνακας 2.2 : Συγκεντρωτικός Πίνακας απόψεων συμμετεχόντων στην έρευνα
38
X
Ζητήματα δημοσίων έργων
1
2
3
4
5
6
7
Χ
Χ
8
9
10
Μελετητών Ατελείς μελέτες (ελλείψεις, παραβλέψεις, διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε ίδια σχέδια)
Χ
Μελετητική ανεπάρκεια μελετητών Δεν περιγράφονται αναλυτικά οι εργασίες, τα υλικά, το κόστος. Λανθασμένες περιγραφές
Χ
Χ
Χ
Χ
Χ
Χ
Χ Χ
Χρονοβόρα διαδικασία μελετών: κaθυστερήσεις Ανεπάρκεια κατασκευαστικών σχεδίων. Παράληψη ποιοτικών λεπτομερειών στα σχέδια. Αλληλοεπικαλύψεις σχεδίων. Δεν υπάρχουν as build σχέδια
Χ
Χ
Χ Χ
Δεν γίνεται επικαιροποίηση των μελετών.
Χ Χ
Χ χ
Εργολάβων Χ
Υπερβολικές εκπτώσεις κατά την δημοπράτηση. Τροποποιήσεις υλικών κατά την υλοποίηση. (μείωση κόστους, μείωση δυσκολίας ανεύρεσης υλικών).
Χ
Χ
Μη εφαρμογή προτεινόμενων μεθόδων εγκατάστασης υλικών.
Χ
Διορθώσεις των μελετών στη κατασκευή από εργολάβους. On-site Χ
Χ
Μείωση εγγυητικής επιστολής δημοπράτηση
Χ
Δημόσιος τομέας
Χ
Έλλειψη εμπειρίας προσωπικό τεχνικών υπηρεσιών. Έλλειψη διαθέσιμων υπαλλήλων/υποστελεχωμένες τεχνικές υπηρεσίες.
Χ
Χ Χ
Έλλειψη κονδυλίων
Χ Χ
Παραλαβή έργων με ελλείψεις. Έλλειψη στελεχωμένων τεχνικών υπηρεσιών στην περιφέρεια. Επίβλεψη γίνεται από Τ.Υ στις μεγάλες πόλεις.
Χ
H αρίθμηση των στηλών αντιστοιχεί στους συμμετέχοντες στην έρευνα σύμφωνα με τον α.α. που έχει δοθεί στον πίνακα «Στοιχεία συμμετεχόντων στη πρωτογενή έρευνα». 19
39
Ζητήματα δημοσίων έργων
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
Χ
Δημόσιος τομέας
Χ
Έλλειψη εμπειρίας προσωπικό τεχνικών υπηρεσιών. Έλλειψη διαθέσιμων υπαλλήλων/υποστελεχωμένες τεχνικές υπηρεσίες.
Χ
Χ Χ
Έλλειψη κονδυλίων
Χ Χ
Παραλαβή έργων με ελλείψεις. Έλλειψη στελεχωμένων τεχνικών υπηρεσιών στην περιφέρεια. Επίβλεψη από Τ.Υ σε μεγάλες πόλεις.
Χ
Ζητήματα δημοσίων έργων
1
Άλλα ζητήματα
Χ
Καθυστερήσεις διαδικασία διαγωνισμού και δημοπράτησης. Μελέτες ανεπίκαιρες.
2
3
4
5
6
Χ
Δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα δικτυα, αρχαία για να μπορέσουν να συνταχθούν εξ'αρχής σωστές μελέτες.
7
8
9
10
Χ
Χ
Χ
Ανειδίκευτο τεχνικό προσωπικό στην κατασκευή. Ετερογενή συμφέροντα από τις διαφορετικές ομάδες έργου.
Χ
Χ
Χ
Ελλιπή κονδύλια των Δημόσιων Υπηρεσιών
Χ
Προβλήματα συντήρησης έργου
Χ
Ζητήματα διαχείρισης έργου Χ
Υπερβάσεις χρόνου και κόστους
Χ
Χ
Χ
Χ Χ
Δεν τηρείται η λογική του χρονοδιαγράμματος Δεν υπάρχει εξ'αρχής κοστολογική εκτίμηση. Δεν τηρούνται τα κοστολογικά δεδομένα που τίθενται.
Χ
Ζητήματα βιβλιογραφίας Νέες ομάδες έργου κάθε φορά-ανεπάρκεια συνοχής ομάδων έργου.
Χ
Πίνακας 2.2 : Συγκεντρωτικός Πίνακας απόψεων συμμετεχόντων στην έρευνα
40
2.6.1. Κοινωνικά ζητήματα: έλλειψη αρχιτεκτονικής παιδείας Τα Τεχνικά Έργα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες : στα Δημόσια Έργα και στα Ιδιωτικά Έργα. Κάποια από τα ζητήματα που αναφέρονται από τους συμμετέχοντες αφορούν και τα δύο είδη των έργων, καθώς έως ένα σημείο οι γενικές διαδικασίες που ακολουθούνται από τον αρχιτέκτονα είναι οι ίδιες. Ως ένα πρωταρχικό ζήτημα που αιτιολογεί την παρουσία προβλημάτων στα δημόσια
τεχνικά
αρχιτεκτονικά έργα, αναφέρθηκε από τους
συμμετέχοντες η έλλειψη αρχιτεκτονικής παιδείας της ελληνικής κοινωνίας. Ιστορικά και θεσμικά ζητήματα που διέπουν την ελληνική κοινωνία, υποβαθμίζουν το ρόλο του αρχιτέκτονα και απαξιώνουν το ρόλο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Η ελλειμματική αρχιτεκτονική παιδεία των μεμονωμένων πολιτών και κατά συνέπεια ολόκληρης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των συντελεστών των δημοσίων έργων, αποτελούν ζητήματα που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική, στην ελληνική κοινωνία. Το ασαφές θεσμικό πλαίσιο που χαρακτηρίζει το επάγγελμα του αρχιτέκτονα καθώς και η πρακτική αντιμετώπιση των αρχιτεκτόνων από την κοινωνία των πολιτών, πολλές φορές ως συμπληρωματικούς των ‘πολιτικών μηχανικών’, συντελούν σε έναν ελλειμματικό προσδιορισμό του αρχιτέκτονα και εν τέλει της αρχιτεκτονικής δημιουργίας20 . Επιχειρώντας την κατανόηση του υφιστάμενου πλαισίου κρίνεται αναγκαία η αναφορά σε ιστορικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας. Η απουσία αστικού πολιτισμού που διέπει την ελληνική κοινωνία, σε συνδυασμό με μια καθυστερημένη αστικοποίηση η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ συντέλεσε στην απουσία μιας μακρόχρονης στέρεας αστικής παράδοσης, γεγονός που σε συνδυασμό με την ανυπαρξία της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης, έχει
20
Διαμαντόπουλος Δ., «Ατομική συνέντευξη»: Αθήνα, 12.11.2015
41
συμβάλλει στην συγκρότηση ενός ελλείματος αρχιτεκτονικής παιδείας που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονικής
στην ελληνική κοινωνία 21. Η έλλειψη μιας ώριμης
παιδείας
δημιούργησε
ζητήματα
στην
ευρύτερη
αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής δημιουργίας από τους μεμονωμένους πολίτες, την κοινωνία και από τους δημόσιους φορείς 22. Επιπλέον, η έλλειψη
αρχιτεκτονικής
παιδείας
συντέλεσε
στη
δημιουργία
μιας
προβληματικής σχέσης μεταξύ αρχιτέκτονα κα πελάτη, γεγονός που στοιχειοθετεί την δημιουργία ζητημάτων ενδιαμέσως του σχεδιασμού και της υλοποίησης αρχιτεκτονικών έργων, κυρίως λόγω την ύπαρξη προβλημάτων επικοινωνίας23. Οι ιδιώτες πελάτες, είναι σύνηθες να μην έχουν την ικανότητα διατυπώσουν τις ανάγκες τους, και οι αρχιτέκτονες από την άλλη πλευρά, να μην είναι διατεθειμένοι να ακούσουν τους πελάτες και να προσαρμόσουν τις ιδέες τους, γεγονός που δημιουργεί ζητήματα κατά την υλοποίηση, καθώς δεν έχει υπάρξει ουσιαστική συμφωνία σχετικά με το πλαίσιο
συνεργασίας.
Σύμφωνα με τον Δ.,
Διαμαντόπουλο, «η αρχιτεκτονική αποτελεί μια πράξη μαιευτική και διδακτική προς τους πελάτες». Το υφιστάμενο πλαίσιο με χαρακτηριστικά ελλειμματικής αρχιτεκτονικής παιδείας δημιουργεί προβληματικές συνθήκες υλοποίησης των αρχιτεκτονικών έργων, συντηρώντας από την μία πλευρά ανώριμους και ιδεοληπτικούς (δεν προσαρμόζονται) αρχιτέκτονες, και από την άλλη πλευρά πλεονέκτες αλλά και παραβατικούς πελάτες 24. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα, στα ζητήματα των δημοσίων έργων που κυρίως οφείλονται σε ζητήματα παιδείας, συγκαταλέγεται το θεσμικό ζήτημα της έλλειψης ξεχωριστών συμβάσεων συντήρησης των έργων 21 22 23
24 25
25.
Κατά τη φάση της θέσης σε
Πατρώνης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 08.05,2015. Διαμαντόπουλος Δ., 2015, οπ.αν. Κτενάς Ν., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, 14.12.2015. Διαμαντόπουλος Δ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 12.11.2015 Νικηφορίδης Π., «Reinventing public spaces through local history»: TEDx Thessaloniki, 07.05.2014
42
λειτουργίας
ενός
δημοσίου
έργου
πολλές
φορές
εμφανίζονται
προβλήματα που αφορούν στη συντήρηση των δημοσίων έργων, λόγω της έλλειψης της αρχιτεκτονικής παιδείας που ενυπάρχει στην κοινωνία. Οι πολίτες, με ανεπαρκή αρχιτεκτονική εκπαίδευση και ελλιπή κοινωνική ευαισθησία όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην συντήρηση των δημοσίων έργων, αλλά πολλές φορές προκαλούν κοστοβόρους βανδαλισμούς προκαλώντας φθορές στα δημόσια έργα. Από την άλλη πλευρά η θεσμική παράληψη για την ανάθεση συμβάσεων προκειμένου για την συντήρηση των δημοσίων έργων ενισχύει τα ζητήματα που δημιουργούνται στα δημόσια έργα μετά τη
παράδοσή τους, συντελώντας στην ποιοτική
υποβάθμισή τους26. Εξετάζοντας την πλευρά των διαγωνισμών για τα δημόσια έργα και την παιδεία των ίδιων των αρχιτεκτόνων ως προς την αρχιτεκτονική, που αποτελεί και την βασική θεματολογία της παρούσας έρευνας, ο Τ. Μπίρης διαγωνισμοί: αρχιτεκτονική παιδεία
αναφέρει ότι οι αρχιτέκτονες οφείλουν να υποβάλλουν προτάσεις σε διαγωνισμούς όχι τυχαία ή με τη νοοτροπία συμμετοχής σε παιχνίδι, αλλά όταν κανείς γνωρίζει ότι με την πρότασή του έχει να πει κάτι που αξίζει να ειπωθεί. Μόνο τότε και όταν το κτήριο κτιστεί, μένει αποκαλύπτοντας στο διηνεκές -όταν δεν είναι καλό την αρχιτεκτονική μας φτώχεια, και όταν είναι καλό τον αρχιτεκτονικό μας πλούτο27. Ωστόσο, οι αρχιτέκτονες πολλές φορές επιλέγουν να υποβάλλουν προτάσεις σε διαγωνισμούς που να είναι εύκολο να κατανοηθούν και να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες, προκειμένου να μην υποστούν δημόσια κριτική ή να υποστούν την ελάχιστη δημόσια κριτική. Οι δημόσιοι φορείς με τη σειρά τους πολλές φορές επιλέγουν να προκρίνουν πιο συμβατικές αρχιτεκτονικές προτάσεις, προκειμένου να μπορέσουν να υλοποιηθούν χωρίς αντιδράσεις από το Διαμαντόπουλος Δ., οπ.αν. Μπίρης Τ., (1990), «Πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Σκέψεις μετά 20 έτη», Αρχιτεκτονικά Θέματα: (24) 1990. 26 27
43
κοινωνικό σύνολο. Η έλλειψη ενός υψηλού επιπέδου παιδείας, μιας κοινωνικής ευαισθησίας καθώς κα μιας συνεκτικής αρχιτεκτονικής παιδείας που διέπει την κοινωνία συντηρεί από την μία πλευρά πολίτες σε μία κοινωνία συμβατικής αρχιτεκτονικής και από την άλλη πλευρά αρχιτέκτονες που φοβούνται να ρισκάρουν 28. Παρά το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική, αποτελεί άμεση και καθημερινή βιωματική εμπειρία για το σύνολο των πολιτών, αποτελεί επίσης την πιο δυσνόητη
δημιουργική
δραστηριότητα
για
μεγάλα
τμήματα
του
πληθυσμού. Για την άσκηση της αρχιτεκτονικής απαιτείται η εξασφάλιση εξωγενών θετικών συνθηκών, οικονομική ευρωστία του κοινωνικού σώματος, το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, μια διάχυτη πολιτισμική συνείδηση της αναγκαιότητας της αρχιτεκτονικής άμεσα συνδεδεμένη με τη βιωσιμότητα του χώρου, καθώς και ένας ισχυρός δημόσιος εντολοδόχος. Η έλλειψη των συνθηκών αυτών καθιστά εξαιρετικά δυσχερή οποιαδήποτε προσπάθεια αξιόλογης αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Η αρχιτεκτονική αποτελεί ένα κατ' εξοχήν αποτέλεσμα των οικονομικών συνθηκών και της αισθητικής παιδείας ενός λαού, καθώς και της κοινωνικής ευρυθμίας του και ταυτόχρονα το προϊόν της δημόσιας βούλησης και των φορέων που εκπροσωπούν το διατεταγμένο κράτος. Η αρχιτεκτονική είναι κατ' αρχήν δημόσια και από τα επιτεύγματα της δημόσιας αρχιτεκτονικής κρίνεται η ποιότητα του χώρου, ακόμη και στην περίπτωση που αυτά προορίζονται για ιδιωτική χρήση29.
Αποδίδοντας συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο της αρχιτεκτονικής της κάθε κοινωνίας και παραγόμενης αρχιτεκτονικής ο Θ. Παπαγιάννης αναφέρει ότι : «η αρχιτεκτονική είναι μια κοινωνική τέχνη, αφού χειρίζεται κοινωνικούς – με την ευρεία έννοια – πόρους. Ως επακόλουθο, μεγάλη αρχιτεκτονική 28Διαμαντόπουλος
Δ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 12.11. 2015. Α., «Σε τι χρειάζεται ο αρχιτέκτονας;», http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=11301, 1999. 29Γιακουμακάτος
44
27.05.1999:
Το
Βήμα,
κάνουν οι μεγάλες κοινωνίες, εκείνες που έχουν δυναμισμό (πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό) και ηγεσίες με όραμα ή φιλοδοξίες. Οι μικρές και μίζερες κοινωνίες παράγουν μέτρια και μίζερη αρχιτεκτονική, όσο ταλέντο και άλλες ικανότητες εάν διαθέτουν οι αρχιτέκτονές τους. Η χώρα μας – αρχιτεκτονική κοινωνία
στην πρόσφατη ιστορία της– εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία. Σε αυτήν, ακόμα και έργα παγκοσμίου φήμης αρχιτεκτόνων δεινοπάθησαν. Θυμηθείτε τις άτεχνες προσθήκες στον Αεροσταθμό του Ελληνικού του Saarinen και στην Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα του Gropius, τις περιπέτειες του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης του Pei, τη χωροθέτηση του Μουσείου Ακρόπολης των Tschumi και Φωτιάδη. Ας ευχηθούμε να μη συμβούν ανάλογα και με το Πολιτιστικό Κέντρο στο Φάληρο του Renzo Piano30. Πολλές φορές, ιδιώτες πελάτες επιλέγουν αρχιτέκτονες δίχως να έχουν μελετήσει καν το αρχιτεκτονικό στυλ του αρχιτέκτονα, γεγονός που συντελεί στη δημιουργία ζητημάτων κατά τα στάδια του σχεδιασμού και της υλοποίησης ανάμεσα από τον αρχιτέκτονα και τον πελάτη 31
32.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από ομιλία του αρχιτέκτονα Ν. Κτενά επιλογή αρχιτέκτονα: ιδιώτες
σχετικά με την επιλογή αρχιτεκτόνων από ιδιώτες όπου αναφέρει: «Όταν ήρθαν οι χρήστες οι ιδιοκτήτες του κτηρίου στο γραφείο μου, τους ρώτησα ξέρετε τι κάνω, και μου είπαν όχι, αλλά έχουμε ακούσει ότι κάνεις ωραία πράγματα. Ρωτάω τι κτήριο εσείς θέλετε? Τι φαντάζεστε για το σπίτι σας; Ένα ωραίο νεοκλασικό κτήριο θα θέλαμε. Εγώ δεν μπορώ να κάνω ένα νεοκλασικό γιατί δεν ξέρω πως να το κάνω αλλά θα σας κάνω ένα κλασσικό κτήριο»33. Το παρόν απόσπασμα αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση ιδιωτών που δεν επέλεξαν τον αρχιτέκτονα σύμφωνα με το
Παπαγιάννης Θ., «Αρχιτεκτονική πορεία προς την αλλαγή κλίματος», Απόσπασμα από την ομιλία, Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής,15 Μαΐου 2008. 31 Κτενάς Ν., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, 14.12.2015. 32 Διαμαντόπουλος Δ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 12.11.2015 33 Κτενάς Ν., «Ομιλία Ν. Κτενά» στο πλαίσιο της εκδήλωσης Megaron Plus Greek Architectural Talent, 20.05.2013. 30
45
ιδιαίτερο στυλ του, γεγονός που αποτυπώνει και στοιχειοθετεί μια ανωριμότητα της κοινωνίας ως προς την αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικό
απόσπασμα
που
στοιχειοθετεί
τη
θέση
που
καταλαμβάνουν οι αρχιτέκτονες στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας και τη σχέση με την αρχιτεκτονική εκπαίδευση είναι το απόσπασμα του Ν. Πολυδωρίδη που αναφέρει κοινωνική θέση αρχιτεκτόνων
σε κάποια του διάλεξη : «[…]δευτεροετείς
φοιτητές στο Πολυτεχνείο, το 1965, καθόμασταν στα σχεδιαστήρια του κτηρίου Αβέρωφ και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μια νεαρή κυρία με δέκα -δεκαπέντε παιδάκια. Ήταν το νηπιαγωγείο[….]Μπαίνει λοιπόν και λέει: μπορούμε να δούμε τι κάνετε, να δείξω στα παιδάκια […]Πολύ ευχαρίστως. Και η κυρία λέει στα παιδάκια Παιδιά, εδώ είναι η Σχολή Αρχιτεκτόνων. Ξέρετε τα κτήρια τα φτιάχνουν οι μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες μετά τα κάνουν όμορφα»34. Η παραπάνω φράση αποδίδει την άποψη που έχουν οι πολίτες ακόμη και σήμερα για τους αρχιτέκτονες. Έτσι, αξίζει να αναρωτηθούμε πως μπορεί άραγε να υλοποιηθεί άρτια ένα δημόσιο αρχιτεκτονικό έργο, σύμφωνα με τις συμβουλές του αρχιτέκτονα όταν πολίτες έχουν στρεβλή εντύπωση για τον ρόλο του αρχιτέκτονα και άρα της αρχιτεκτονικής δημιουργίας; Εάν η αρχιτεκτονική
λειτουργεί
ως
ένα
μέσο
επιβολής
της
κοινωνικής
πραγματικότητας, ποιο είναι αυτό το επίπεδο που η αρχιτεκτονική της χώρας μας μπορεί να
συμβάλλει προκειμένου να υλοποιηθούν άρτια
ποιοτικά αρχιτεκτονικά έργα; Μπορεί ένα ζήτημα που αφορά την αρχιτεκτονική δημιουργία, όπως η υλοποίηση των δημόσιων αρχιτεκτόνων έργων να εξεταστεί ως ένα ζήτημα ανεξάρτητο από την ζωή και την κοινωνία;
Τα ζητήματα που εμπλέκονται σε αυτό το συλλογισμό
Πολυδωρίδης Ν., «Ο αρχιτέκτονας ως επιστήμονας, ερευνητής στο σημερινό δομημένο περιβάλλον», ημερίδα Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση & Επαγγελματική Πρακτική, Πάτρα (1999), στο Κατσάνη Μαρία (2010)Αρχιτεκτονική εκπαίδευση: Επαναπροσδιορίζοντάς τον ρόλο του αρχιτέκτονα, Ξάνθη, Οκτώβριος 2010, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Πολυτεχνική Σχολή Ξάνθης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 1999. 34
46
αποτελούν αφορμές για την ανάλυση της κύριας θεματικής της παρούσας ερευνητικής που θα αναλυθεί στα επόμενα κεφάλαια.
2.6.2 Θεσμικά ζητήματα Ένα κύριο ζήτημα που αναφέρθηκε από όλους τους συμμετέχοντες στην έρευνα
και
εμπεριέχει
πολλές
επιμέρους
εκφάνσεις,
αφορά
την
πολυπλοκότητα και την ασάφεια του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου που διέπει τα δημόσια έργα35. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο χαρακτηρίζεται ως περιοριστικό αλλά και συγχρόνως ως ασαφές δημιουργώντας μία πολυπλοκότητα
ευρύτατη αγωνία στους αρχιτέκτονες περί της υλοποιησιμότητας του προτεινόμενου
αρχιτεκτονικού
αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων
τους 36.
έργου
ή
των
προτεινόμενων
Η ελληνική νομολογία που διέπει το
σύστημα μελέτης - κατασκευής των δημοσίων έργων χαρακτηρίζεται ως πολύπλοκη και δαιδαλώδης, καθώς υπάρχουν νομοθετήματα με πολλές τροποποιήσεις ανά περιόδους, εκτελεστικά διατάγματα και κανονιστικές αποφάσεις, που καθιστούν την ασφαλή γνώση της αρκετά δύσκολη 37. Η δομική πολυπλοκότητα του θεσμικού πλαισίου σε συνδυασμό με την γραφειοκρατία πολλές φορές οδηγεί τα έργα σε μεγάλες καθυστερήσεις. Οι υφιστάμενες διαδικασίες απαιτούν χρονοβόρες εγκρίσεις σε όλα τα στάδια
της
διαδικασίας,
γεγονός
που
σε
συνδυασμό
με
τους
υποστελεχωμένους δημόσιους φορείς, ενισχύει τις τελικές καθυστερήσεις στα δημόσια έργα. Η καθυστέρηση της διαδικασίας έγκρισης των μελετών (προκαταρκτική μελέτη, προμελέτη, οριστική μελέτη, μελέτη εφαρμογής,
35Αντωνίου
Γ., «Τηλεφωνική συνέντευξη», Αθήνα, 15.03.2016. Κυριακίδης Κ.,, «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 18.11.2015 Μπελιμπασάκης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Θεσσαλονίκη, 28.12.2015 Μπουγαδέλης Χ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 19.11.2015 Πατρώνης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 08.05,2015. 36 Σακελλαρίδου Ρ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη, 14.12.2015. 37 Τικτόπουλος Λ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη, 14.12.2015
47
τεύχη δημοπράτησης) από τις τεχνικές υπηρεσίες κατά τις διαδικασίες σύνταξης της προκήρυξης του διαγωνισμού, των απαντήσεων προς τους συμμετέχοντες, των μελετών εφαρμογής, των τευχών δημοπράτησης δημιουργεί ζητήματα καθυστερήσεων στην τελική παράδοση των έργων 38. Πολλές φορές κατά το παρελθόν, με αφορμή τις καθυστερήσεις των έργων από διαγωνισμούς, τα έργα ακολουθούσαν την διαδικασία της μελετοκατασκευής με πρόφαση το κατεπείγον του θέματος. Ενώ, από όλους τους συμμετέχοντες στην έρευνα αναφέρθηκε η ανάγκη για την διατήρηση και την ενίσχυση του θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, καθυστερήσεις εγκρίσεων
ωστόσο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το παρόν θεσμικό πλαίσιο δημιουργεί μεγάλα ζητήματα καθυστερήσεων στα έργα. Επίσπευση των διαδικασιών εγκρίσεων, και θέσπιση χρονικών ορίων σε εγκρίσεις και καταθέσεις προτάθηκαν από τους συμμετέχοντες για τη βελτίωση της διαδικασίας39. Αναφέρθηκε
η
ανάγκη
για
τροποποίηση
των
διαδικασιών
των
αρχιτεκτονικών διαγωνισμών προκειμένου να αντικατασταθούν με νέες διαδικασίες που ελαχιστοποιούν τη γραφειοκρατία προκειμένου να αποφεύγονται οι χρονοβόρες διαδικασίες40. Πρόσθετα, αναφέρθηκε η ανάγκη για την συγκρότηση ενός ενιαίου και σταθερού θεσμικού πλαισίου που δεν θα μεταβάλλεται κάθε χρόνο ή κάθε εξάμηνο, και δεν θα γίνεται πολύπλοκο με νέες ερμηνευτικές εγκυκλίους 41. Αναφερόμενοι στα θεσμικά ζητήματα που προκαλούν προβλήματα κατά την υλοποίηση αρχιτεκονικών έργων, η κύρια διαδικασία προκαλεί ζητήματα διαφοροποιήσεων στην υλοποίηση και περιγράφεται ως αμιγώς Πατρώνης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 08.05,2015. Μπίρης Τ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 02.11.2015. Μπελιμπασάκης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Θεσσαλονίκη, 28.12.2015 40 Μπελιμπασάκης Κ., οπ.αν. 41 Σακελλαρίδου Ρ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη, 14.12.2015. 38 39
48
θεσμική αποτελεί η επιβολή μεγάλων εκπτώσεων στις προσφορές δημοπράτησης των έργων. Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, τα μεγάλα ποσοστά εκπτώσεων έχουν άμεση συσχέτιση με το τελικό υλοποιημένο ασύμφορες εκπτώσεις
επίπεδο των έργων και δεν υπάρχει η επιβολή κατώτερων ορίων εκπτώσεων, καθώς έχει θεσμοθετηθεί η ελεύθερη διαπραγμάτευση κατώτερων τιμών προσφορών. Οι εργολαβικές εταιρείες προκειμένου να μπορέσουν να αναλάβουν την ανοικοδόμηση του έργου δίνουν υπερβολικά μεγάλα ποσοστά εκπτώσεων. Ένα ποσοστό της τάξεως του 45%, σε σχέση με το προϋπολογισμένο κόστος της μελέτης εφαρμογής, θεωρείται το ελάχιστο ποσοστό έκπτωσης προκειμένου μια εργολαβική εταιρεία να διατηρεί ελπίδες για την ανάληψη ενός έργου. Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, οι υπερβολικές εκπτώσεις κατά τη δημοπράτηση των έργων έχουν άμεση σχέση με
την υλοποίηση έργων χαμηλής ποιότητας. Οι
προσφορές δημοπρατήσεων με ποσοστά έκπτωσης 45% έως και 60%, συγκροτούν τη βάση για την υλοποίηση έργων που δεν διατηρούν
σε
καμία περίπτωση τις προδιαγραφές του διαγωνισμού, καθώς και των μελετών εφαρμογής. Με την επιβολή τέτοιων εκπτώσεων το έργο εισέρχεται σε ένα φαύλο κύκλο που ξεκινάει από τη στιγμή που έχει γίνει αποδεκτή η υπερβολική έκπτωση που έχει δεχθεί το έργο. Όταν υλοποιείται το έργο οι εργολάβοι, λόγω των μεγάλων και ασύμφορων εκπτώσεων προσπαθούν, με διάφορα προσχήματα, (χρόνου, μη ύπαρξης υλικών) να αλλάξουν τα υλικά με νέα χαμηλότερου κόστους42. Η λανθασμένη θεσμοθετημένη οδηγία, σε συνδυασμό με την ανάγκη των εργολαβικών εταιρειών για ρευστότητα, προτρέπει τις εργολαβικές εταιρίες τροποποιήσεις υλικών
στην επιβολή υπερβολικά μεγάλων ποσοστών εκπτώσεων, οι οποίες είναι ουσιαστικά ασύμφορες για τα έργα. Κατά την διαδικασία υλοποίησης των έργων αυτές οι εκπτώσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν με τα δεδομένα που έχουν προδιαγραφεί στις μελέτες εφαρμογής και τότε οι
42
Κυριακίδης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 18.11.2015. Πατρώνης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 08.05.2016.
49
εργολαβικές εταιρίες αναζητούν αφορμές και προσχήματα (έλλειψη υλικών, αυξήσεις τιμών των υλικών, ανυπαρξία των συγκεκριμένων υλικών) προκειμένου να αντικαταστήσουν τα υλικά έχουν προδιαγραφεί, με νέα υλικά που ελαχιστοποιούν το κόστος και μεγιστοποιούν το κέρδος. Τα έργα υλοποιούνται βάση των νέων προδιαγραφών που πολλές φορές έχουν μεγάλες τροποποιήσεις σε σχέση με τα σχέδια που έχουν προδιαγραφεί στις μελέτες εφαρμογής 43. Η υλοποίηση έργων με υπερβολικές εκπτώσεις δημιουργεί διαφοροποιήσεις ενδιαμέσως της σχεδιασμένης και της υλοποιημένης αρχιτεκτονικής. Διαφαίνεται μια θεσμική ανισορροπία η οποία ενισχύει την ανάγκη για μεγιστοποίηση του κέρδους και την υλοποίηση έργων με το μικρότερο δυνατό κόστος και παράλληλα παραβλέπει την ανάγκη υλοποίησης άρτιων ποιοτικά έργων. Η θεσμική παράληψη συνίσταται στην ανυπαρξία ενός ισορροπημένου θεσμικού πλαισίου που να διασφαλίζει την αποδοτικότητά του έργου αποδίδοντας σημασία και στην ποιότητα
44 45.
Λανθασμένα κριτήρια επιλογής κριτών σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, καθώς και αξιολόγησης αρχιτεκτονικών προτάσεων, όπως η απόδοση σημασίας είτε μόνο στα τεχνο-οικονομικά στοιχεία ενός έργου μη λανθασμένα κριτήρια
λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για μια συνολική θεώρηση της εκάστοτε πρότασης, είτε μόνο στις αρχιτεκτονικές προτάσεις δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές προσφορές, συντελούν στην δημιουργία έργων με μειωμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά46
47.
Η κριτική εμπλοκή του από την
σύνταξη της προκήρυξης έως και κατά την υλοποίηση θα μπορούσε να ενσωματώσει μια απαιτούμενη έμφαση στην ποιότητα.
Μπελιμπασάκης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Θεσσαλονίκη, 28.12.2015 Γεωργούλης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 17.11.2015. Διαμαντόπουλος Δ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 12.11.2015 44 Αντωνίου Γ., «Τηλεφωνική συνέντευξη», Αθήνα, 15.03.2016. 45 Γεωργούλης Γ.,οπ.αν. 46 Αντωνίου Γ., οπ.αν. 47 Γεωργούλης Γ. οπ.αν. 43
50
Το κυριότερο πρόβλημα που αναφέρθηκε από όλους ανεξαιρέτως τους αρχιτέκτονες - μελετητές είναι η μη ανάθεση της επίβλεψης της μελέτης στους αρχιτέκτονες μελετητές48. Είναι γνωστό ότι δυστυχώς η συμμετοχή των αρχιτεκτόνων είναι ελάχιστη ή σχεδόν απούσα, κυρίως στον τομέα της υλοποίησης των δημοσίων κτιρίων. Οι αρχιτέκτονες δεν έχουν ουσιαστικά μη ανάθεση επίβλεψης μελετητή
την επίβλεψη στη φάση της κατασκευής με αποτέλεσμα ακόμα και οι αρτιότερες προτάσεις να μην εκτελούνται ή να εκτελούνται με ακατάλληλο τρόπο. Βάση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου ο μελετητής δεν αναλαμβάνει την επίβλεψη του έργου. Η μελέτη συντάσσεται από τον αρχιτέκτονα μελετητή ή από το αντίστοιχο γραφείο μελετών, η επίβλεψη γίνεται από τις δημόσιες τεχνικές υπηρεσίες και η ανάληψη της εργολαβίας για την ανοικοδόμηση του έργου φέρεται εις πέρας από τις εργολαβικές εταιρείες. Ο μελετητής αποκόπτεται από το έργο κατά την υλοποίηση, καθώς συνήθως δεν προβλέπεται κονδύλι για την ανάθεση της επίβλεψης στους μελετητές. Ο Τ. Μπίρης χαρακτηριστικά παρομοιάζει την νομολογία παράλογη, παρομοιάζοντάς την με ένα βρέφος που γεννιέται σε μια οικογένεια και με την γέννησή του παραδίδεται σε κάποια νέα οικογένεια 49. Ο Γ. Τριανταφύλλου αναφέρει για το πρόσφατο Μουσείο Μαστίχας στη Χίο «Ένα τέτοιο ξεχωριστό έργο […]είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την συστηματική παρακολούθηση-επίβλεψη των μελετητών. Να δούμε πότε θα γίνει επιτέλους συνείδηση σε αυτόν τον τόπο η υποχρεωτική και με αμοιβή επίβλεψη των έργων» Η
50.
διάσπαση της διαδικασίας του σχεδιασμού και υλοποίησης σε
επιμέρους ομάδες που αναλαμβάνουν τα ξεχωριστά σημεία του έργου, δημιουργεί ζητήματα ασυνέχειας στα έργα που προκαλούν ζητήματα κατά τη διαχείριση υλοποποίησης. Σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες -μελετητές που ερωτήθηκαν, είναι σχεδόν αδύνατον ακόμη και σε πλήρεις μελέτες, να Αντωνίου Γ., Γεωργούλης Γ., Διαμαντόπουλος, Δ., Κυριακίδης Κ., Μπίρης Τ., Μπουγαδέλης Χ., Πατρώνης Γ., 2015, οπ.αν. 49 Μπίρης Τ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 02.11.2015 50Τριανταφύλλου Γ., (2016), «Τα ετερόκλητα έλκονται με επιτυχία», 06.06.2016,ανάκτησηhttp://triantafylloug.blogspot.gr/2016/06/blog-post_6.html. 48
51
καταγραφεί το σύνολο των αναγκαίων λεπτομερειών υλοποίησης σε μια μελέτη εφαρμογής. Αναγκαίες διευκρινήσεις, που δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν στην οριστική μελέτη εφαρμογής, καθώς και τροποποιήσεις στο φυσικό αντικείμενο του έργου που προκύπτουν αργότερα, οφείλουν να γίνονται από τους αρχιτέκτονες μελετητές, σε σύνθετα αρχιτεκτονικά έργα, προκειμένου να διατηρηθεί η συνθετική ποιότητα που αποδίδεται από τους μελετητές51 52. Όπως αναφέρει ο Κ. Κρόκος, «Τα σχέδια τελείωσαν και από ότι ακούω το Μουσείο χτίζεται. Θα ήθελα να πω εδώ ότι τα σχέδια δεν είναι δυνατόν να προδιαγράψουν την πραγματικότητα μιας κατασκευής. Απλώς και μόνο είναι τα ίδια μια πραγματικότητα και αυτό που κάνουν είναι να δίνουν μία κατεύθυνση» περιγράφοντας τον διαχωρισμό των σχεδίων από την ίδια την κατασκευή53. Για το ίδιο θέμα πολλά χρόνια αργότερα, η Μ., Βεντουράκη, Executive Architect και συνεργάτης του Renzo Piano Building Workshop στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αναφέρει «Όλοι γνωρίζουμε ότι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων είναι ότι ο ρόλος του αρχιτέκτονα κατά τη διάρκεια της κατασκευής περιορίζεται και η μελέτη και η υλοποίηση της μελέτης πηγαίνει κατ‘ αποκλειστικότητα στον εργολάβο. […] Το έργο των μελετητών δεν σταματάει με τη σύνταξη των σχεδίων και την ολοκλήρωση των προδιαγραφών, και την παράδοσή τους» 54. Η Μ. Βεντουράκη απεικονίζει την ανάγκη για συνέχεια στο έργο του αρχιτέκτονα από την έναρξη του έργου έως και την υλοποίηση, περιγράφοντας χαρακτηριστικά την ανάγκη που προέκυψε στο εργοτάξιο του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την ανάπτυξη mock ups Αντωνίου Γ., Κυριακίδης Κ., 2015, οπ.αν. Μπουγαδέλης Χ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 19.11.2015 53 Γιακουμακάτος Α., Κωνσταντόπουλος Η., Κοκκίνου Μ., Κούρκουλας Α., Wang W., Λεβίδης Αλέκος Β., Μουτσόπουλος Θ., Αρβανίτη - Κρόκου Λ., Κρόκος Κ., Κοσμάς Κυριάκος, Κακίσης Σ., «Κυριάκος Κρόκος 1941-1998», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2012. 54 Βεντουράκη Μ., «Ημερίδα για το Interior Design & την Αρχιτεκτονική», ημερίδα ΕΣΩ, 17.02.2016. 51 52
52
πλήρους κατασκευαστικού μεγέθους, προκειμένου να
δοκιμάσουν τις
λεπτομέρειες, τα υλικά, τις συνδεσμολογίες και να εγκρίνουν ή να απορρίψουν την εκάστοτε εκδοχή, προκειμένου ο εργολάβος να προχωρήσει στην κατασκευή τους. Η πρόβλεψη για την ανάγκη των mock ups, έδωσαν τη δυνατότητα στο γραφείο των μελετητών να σχεδιάζουν κατά την περίοδο της μελέτης, έχοντας στο μυαλό τους ότι κάποιες λεπτομέρειες θα επιλυθούν αργότερα με τον εργολάβο, γεγονός που διευκόλυνε την διαδικασία της μελέτης και φυσικά της κατασκευής, αλλά και συντέλεσε στην πρόληψη λαθών, παραλήψεων και χρονικών καθυστερήσεων55. Τα σχέδια περιγράφουν κρίσιμα στοιχεία αλλά δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν σχέδια με λεπτομέρεια υλοποίησης. Η μηπαρουσία του αρχιτέκτονα μελετητή στην επίβλεψη των δημοσίων έργων δημιουργεί σοβαρά ζητήματα αρτιότητας στην υλοποίηση. Αναφερόμενοι στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα δημόσια έργα, ο νομοθέτης προκειμένου να αποφύγει ζητήματα διαφθοράς μελετητών, (κάλυψη λαθών μελετητή) καθώς και ζητήματα ελλείψεων των μελετών απουσία καταγεγραμμένων δικτύων
επέβαλε την ανάληψη της ευθύνης της επίβλεψης από τις τεχνικές υπηρεσίες
των
δημοσίων
φορέων.
Ωστόσο,
κρίνεται
από
τους
συμμετέχοντες στην έρευνα αρχιτέκτονες-μελετητές, ως απαραίτητη η εμπλοκή των μελετητών στην επίβλεψη, είτε ως επιβλέποντες, είτε ως σύμβουλοι μελέτης, προκειμένου να λαμβάνουν χώρα τροποποιήσεις και επικαιροποιήσεις των μελετών που να είναι σύμφωνες ποιοτικά με τις αρχικές συνθετικές προτάσεις των αρχιτεκτόνων. Όπως αναφέρθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα είναι δύσκολο να αντιληφθεί ο εργολάβος το πνεύμα και την συνθετική ταυτότητα του έργου, ακόμη και με πλήρεις μελέτες56. Η εξ’ ορισμού απουσία των καταγεγραμμένων δικτύων ύδρευσης, καθώς και των σημαντικών αρχαίων προκειμένου να
56
Κυριακίδης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 18.11.2015 Μπελιμπασάκης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Θεσσαλονίκη: 28.12.2015 Πατρώνης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 08.05,2016.
53
μπορέσουν να συνταχθούν εξ ‘αρχής σωστές μελέτες, στοιχειοθετεί την αναγκαιότητα εμπλοκής αρχιτεκτόνων μετά την κατάθεση της οριστική μελέτης. Τα νέα δεδομένα τα οποία προκύπτουν με την εκκίνηση του έργου δημιουργούν ανάγκες τροποποιήσεων των μελετών εφαρμογής στα νέα δεδομένα 57. Πρόσθετα,
σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις κατασκευής προκύπτει η
ανάγκη για υλοποίηση λεπτομερειών που δεν έχουν διευκρινιστεί, καθώς και αναγκαίες αλλαγές κατά την υλοποίηση τις οποίες ο εργολάβος μαζί με την τεχνική υπηρεσία οφείλει να ενσωματώσει, και πολλές φορές είναι δύσκολο να τροποποιηθούν στοιχεία που δεν πρέπει να μεταβάλλουν την αρχική συνθετική ταυτότητα που έχει δοθεί από τους αρχιτέκτονες μελετητές. Τροποποιήσεις μελετών πολλές φορές οδηγούν στην αλλοίωση των βασικών αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών των μελετών, γεγονός που συντελεί στην
υλοποίηση έργων με διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα
αρχικά ποιοτικά χαρακτηριστικά58. Οι καθυστερήσεις στις εγκρίσεις των μελετών από τις τεχνικές υπηρεσίες ανεπάρκεια επικαιροποιημένων μελετών
(προκαταρκτική μελέτη, προμελέτη, οριστική μελέτη, μελέτη εφαρμογής, τεύχη δημοπράτησης)
και γενικά στις διαδικασίες προκήρυξης του
διαγωνισμού, της σύνταξης και έγκρισης των μελετών,
οδηγούν σε
καθυστερήσεις στην έναρξη της διαδικασίας υλοποίησης των έργων και σε ανεπίκαιρες μελέτες. Ανεπίκαιρα σχέδια διαγωνισμών και ανεπίκαιρες μελέτες εφαρμογής, περιγράφουν έργα που χρήζουν επικαιροποιήσεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατόν να συντελεστούν, είτε λόγω έλλειψης κονδυλίων, είτε λόγο έλλειψης χρόνου και διάθεσης. Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι ελλείψεις εγκεκριμένων κονδυλίων για την υλοποίηση των έργων, οι ελλείψεις προσωπικού στους δημόσιους φορείς,
Μπαμπάλου-Νουκάκη Μ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα : 02.11.2015 Πατρώνης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 08.05.2016 58 Κυριακίδης Κ., Μπελιμπασάκης Κ, Μπουγαδέλης Χ.,Μπίρης Τ.οπ.αν. 57
54
ακόμη και πολιτικοί λόγοι οδηγούν τα έργα σε μεγάλες καθυστερήσεις, καθώς και σε κρίσιμες υπερβάσεις κόστους. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Χ. Μπουγαδέλη για μια μέση χρονική διάρκεια ολοκλήρωσης ανεπάρκεια εγκεκριμένων κονδυλίων
των μελετών σε 5-8 έτη, λαμβάνοντάς υπόψη τους αναγκαίους χρόνους εγκρίσεων59. Αναλογιζόμενοι τα δέκα έτη για την προκήρυξή του διαγωνισμού και την ολοκλήρωση των μελετών, προκύπτουν ακόμη και πρακτικά ζητήματα που εγείρουν ζητήματα ποιότητας. Για παράδειγμα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα υλικά που έχουν προδιαγραφεί είτε δεν θα υπάρχουν στην αγορά, είτε θα έχουν μεταβληθεί οι τιμές τους. Έτσι, η επικαιροποίηση
των
μελετών
κρίνεται
αναγκαία
προκειμένου
να
δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες προκειμένου να υλοποιηθούν άρτια ποιοτικά έργα60. Θεσμικά ζητήματα προκαλούν προβλήματα κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού και της υλοποίησης του έργου, γεγονός που επιβάλλει την καταγραφή, περιγραφή του βασικού άξονα του θεσμικού πλαισίου προκειμένου να εντοπιστούν τα επιμέρους ζητήματα.
2.6.3 Μελετητές: ευθύνες μελετητών Η μη εμπλοκή του αρχιτέκτονα - μελετητή στην επίβλεψη, σε συνδυασμό με θεσμικές παραλήψεις του ισχύοντος νομικού πλαισίου, επιφέρει και άλλες ασφάλεια μελετών
συνέπειες στις διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίησης του έργου. Δεν υπάρχει ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο που να αποδίδει τις ευθύνες των μελετών στους μελετητές, γεγονός που σε συνδυασμό με την επίβλεψη του έργου από κάποιο άλλον αρχιτέκτονα, εκτός του μελετητή αφαιρεί οποιεσδήποτε ευθύνες από τυχόν παραλείψεις ή αβλεψίες των μελετητών. Σύμφωνα με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, ο μελετητής δεν φέρει ευθύνη για την ορθότητα της μελέτης. Βάση του θεσμικού πλαισίου, δεν ζητείται η
59 60
Μπουγαδέλης Χ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 19.11.2015. Διαμαντόπουλος Δ., Κυριακίδης Κ., Μπουγαδέλης Χ.: 2015, οπ.αν.
55
ασφάλιση των μελετών61 προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητά τους, καταλήγοντας πολλές φορές σε μελέτες ανεπαρκείς. Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η υποχρεωτική ασφάλιση των μελετών από τους μελετητές
αποτελεί μία θεσμοθετημένη πραγματικότητα που
διασφαλίζει την ποιότητα των αρχιτεκτονικών μελετών, και συγχρόνως αποδίδει στις ελεγκτικές υπηρεσίες έναν ρόλο υψηλής
εποπτείας
διασφαλίζοντας την τελική ποιότητα, που είναι δεδομένο ότι υφίσταται με αποκλειστική ευθύνη των μελετητών62. Επιχειρώντας την ανάλυση των αιτιών από την πλευρά των μελετητών, σε συνδυασμό πάντα με τις ελλείψεις του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές φορές οι μελέτες που κατατίθενται από τους αρχιτέκτονες-μελετητές είναι ατελείς. Η άγνοια πολλών αρχιτεκτόνων ατελείς μελέτες
μελετητών, καθώς και η έλλειψη εμπειρίας τους, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός συγκροτημένου θεσμικού πλαισίου που να αποδίδει ευθύνες σχετικές
στους
μελετητές,
δημιουργεί
ζητήματα
ελλείψεων
και
παραβλέψεων στις μελέτες. Έχει παρατηρηθεί πολλές φορές, ακόμη και η από πρόθεση υποβολή μελετών με ελλείψεις και ασάφειες, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα για μεγάλες αλλαγές κατά την υλοποίηση, χωρίς την επιβολή ουσιαστικού ελέγχου63. Οι παραβλέψεις των μελετών, εν συνεχεία δημιουργούν ζητήματα στη υλοποίηση του έργου, καθώς έχουν παραληφθεί στοιχεία τα οποία οφείλουν να υλοποιηθούν, και τα οποία τελικά πραγματοποιούνται είτε με αποφάσεις των τεχνικών υπηρεσιών του δημοσίου είτε του εργολάβου64. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δεν υπάρχουν πολλά μελετητικά γραφεία που να καταθέτουν ολοκληρωμένες μελέτες, οι οποίες θα μπορούν να οδηγήσουν μία άρτια υλοποίηση. Αναφέρεται από τους συμμετέχοντες στην έρευνα μια έντονη ανησυχία για το μέλλον των 61Ασφάλειες
μελετών: πιστοποιημένες εταιρίες που διασφαλίζουν και ελέγχουν την ορθότητα των μελετών. Τα γραφεία μελετών στην Ελλάδα δεν είναι πιστοποιημένα. Δεν υπάρχουν πιστοποιημένοι κοστολόγοι. 62 Γεωργούλης Γ., Κυριακιδης Κ., 2015, οπ.αν. 63 Κυριακίδης Κ., Διαμαντόπουλος Δ.,2015, οπ.αν 64 Γεωργούλης Γ., Διαμαντόπουλος Δ., Μπουγαδέλης Χ. 2015 οπ.αν.
56
μελετών, καθώς οι νέοι μελετητές
δεν έχουν και είναι δύσκολο να
αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία, λόγω έλλειψης έργων προς υλοποίηση, γεγονός που
προβλέπεται να ενισχύσει την υφιστάμενη ανεπάρκεια
πολλών μελετών. Κάθε μελετητής προκειμένου να καταθέσει μία άρτια και ολοκληρωμένη μελέτη οφείλει να έχει την κατάλληλη εμπειρία ή να προβαίνει σε συνεργασίες που να διασφαλίζουν τα αναγκαία στοιχεία εμπειρίας και ερευνά την κάθε μελέτη με επιμονή ως μία ξεχωριστή περίπτωση. Λάθη και παραλήψεις στις μελέτες, είτε ηθελημένες, είτε λόγω έλλειψης εμπειρίας συγκροτούν μια προβληματική βάση για την υλοποίηση των έργων.
Παρατηρούνται
ελλείψεις
στην
αναλυτική
περιγραφή
των
εργασιών, των υλικών, του κόστους αλλά και επαναλήψεις και επικαλύψεις σχεδίων, ειδικά σε σχέδια λεπτομερειών, ανάμεσα σε διαφορετικά έργα, με αποτέλεσμα να διενεργούνται λανθασμένες κοστολογήσεις που αφήνουν μεγάλα περιθώρια για αλλαγές και αυξήσεις65. Δεν υπάρχει μεθοδολογία στη σύνταξη των μελετών. Παρουσιάζονται σχέδια που δεν περιγράφουν την ουσία και δεν βοηθούν στην υλοποιησιμότητα των έργων 66. Οι ελλείπεις μελέτες δημιουργούν προβλήματα, στις εργολαβικές εταιρείες, μη παρέχοντας τους τα αναγκαία αναλυτικά σχέδια και τεχνικά δεδομένα, καθώς και στις τεχνικές υπηρεσίες που καλούνται να λάβουν αποφάσεις για ζητήματα που πολλές φορές δεν άπτονται των αρμοδιοτήτων τους. Πρόσθετα, οι παραλείψεις δημιουργούν ένα ευρύτατο πεδίο που ενισχύει τις χρονικές και κοστολογικές αυξήσεις στα έργα. Η θεσμική παράληψη για την ανάγκη ασφάλισης των μελετών, δεν καλεί τους μελετητές να αναλάβουν ευθύνες για τις μελέτες που οι ίδιοι παραδίδουν, συντελώντας στη σύνταξη και υποβολή μελετών με παραλείψεις και επικαλύψεις που δεν δύναται να υλοποιηθούν, σύμφωνα με τα σχέδια 67.
Γούγας Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 13.11.2015. Τικτόπουλος Λ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη: 14.12.2015. 67 Μπουγαδέλης Χ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 19.11.2015 65 66
57
Αναφερόμενοι στην ύπαρξη ελλείψεων στα κοστολογικά δεδομένα των μελετών, χαρακτηριστική της υφιστάμενης κατάστασης στην Ελλάδα, είναι η περιγραφή του Γ. Γούγα - κοστολόγου που αναφέρει την ανεπάρκεια φυσικών προσώπων και εταιριών στην Ελλάδα, οι οποίοι να ασχολούνται υπεύθυνα
με
κοστολογήσεις
πιστοποιημένους
κοστολογητές
μελετών.
Η
στοιχειοθετεί
έλλειψη την
γραφείων έλλειψη
με
άρτιων
υπηρεσιών κοστολόγησης και την αντιμετώπιση του κόστους (περιγραφή και κοστολόγηση υπηρεσιών και υλικών), ως ένα στοιχείο που πολλές φορές εντάσσεται κατ΄εκτίμηση στις μελέτες εφαρμογής 68. «Ούτε το 1 % των μηχανικών όλων των ειδικοτήτων δεν είναι σε θέση να κοστολογήσει το έργο που μελέτησε και να συντάξει Τεύχη Δημοπράτησης (Τ.Δ.) σύμφωνα με τους ισχύοντες Νόμους των Δημοσίων Έργων […] τα Πολυτεχνεία δεν έχουν τμήματα ή δεν εξειδικεύουν σοβαρά, με κάποια μαθήματα, τους φοιτητές τους. Το Κράτος δεν έχει Υπηρεσίες αλλά ούτε και ιδιωτικές εταιρείες υπάρχουν (όπως σε αρκετά κράτη στην Ευρώπη) που να παρέχουν, αναγνωρισμένα από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., προγράμματα κοστολόγησης, διαρκώς ενημερωμένα»69. Σε ότι αφορά τις κοστολογήσεις των μελετών, είναι σύνηθες να μην καταγράφονται αναλυτικά όλες οι επιμέρους εργασίες, ελλιπή στοιχεία κόστους
γεγονός που
οδηγεί σε αναθεωρήσεις τιμών, καθώς και σε υπερβάσεις κόστους και χρόνου70. Ελάχιστοι δημόσιοι φορείς απαιτούν τις πλήρεις μελέτες και ελάχιστα γραφεία μελετών επιδιώκουν την κατάθεση συγκροτημένων μελετών. Τα κοστολογικά στοιχεία πολλών μελετών συγκροτούνται με βάση τα όρια του συνολικού προϋπολογισμού που έχουν δοθεί από την Αναθέτουσα αρχή, μη λαμβάνοντας υπόψη τον αναλυτικό υπολογισμό
Γούγας Γ.,2015 οπ.αν. Γούγας Γ., «Αναμόρφωση του συστήματος Ανάθεσης Δημοσίων Έργων», Γενική Γραμματεία Δημοσίων έργων, ανάκτηση www.ggde.gr: 2010. 70 Γούγας Γ., 2010, οπ.αν. 68 69
58
του κόστους της κάθε επιμέρους εργασίας και δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ανεπαρκείς και ελλιπείς μελέτες71. Η ασάφεια του τρόπου κοστολόγησης και των κοστολογικών δεδομένων, έχει δημιουργήσει νέα ζητήματα στην άρτια κοστολόγηση των έργων, καθώς περιέχει παραλήψεις. Η αντικατάσταση του Αναλυτικού Τιμολογίου Οικοδομικών Έργων (Α.Τ.Ο.Ε.72, Α.Τ.Ε.Ο., Α.Τ.Η.Ε.), με έναν ‘Τιμοκατάλογο’ και ένα ‘υποχρεωτικό τιμολόγιο’ που ισχύει σήμερα κοστολόγηση
κρίνεται ως
ανεπαρκής, καθώς δεν υφίστανται επιμέρους αναλύσεις των τιμών και οι μελετητές προσπαθούν να εντάξουν όλες τις εργασίες τις μελέτης, είτε υπάρχουν στον τιμοκατάλογο είτε όχι, προκειμένου να είναι νομότυποι. Τα Αναλυτικά Τιμολόγια που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν, ενώ έχρηζαν αναθεώρησης (εργασίες καταργημένες και δεν περιείχαν όλη τη νέα τεχνολογία υλικών και εργασιών), ωστόσο αποτελούσαν άρτια εργαλεία κοστολόγησης, καθώς περιείχαν έναν σαφή τρόπο αναλυτικού υπολογισμού του κόστους υλικών και εργατικών 73 κοστολογικών
δεδομένων, σήμερα
δεν φέρει
74.
Η προσέγγιση των
καμία
τεκμηριωμένη
αναφορά, αξιοπιστία και λογική προσέγγιση. Είναι σύνηθες το κόστος να αυξομειώνεται χωρίς κριτήρια προκειμένου να προσεγγιστεί το τελικό κονδύλι που έχει προκαθορισθεί και εγκριθεί από τον εκάστοτε δημόσιο φορέα για κάθε έργο. Η διαδικασία κοστολόγησης διενεργείται σύμφωνα με λανθασμένες αρχές και σε λάθος βάση, συμβάλλοντας στη δημιουργία αναξιόπιστων
μελετών
με
λάθος
κοστολογήσεις
που
χρήζουν
τροποποίησης, οι οποίες συνήθως γίνονται συνήθως κατά την κατασκευή από το τεχνικό προσωπικό 75.
Γούγας Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 13.11.2015. Εκδόθηκε το 1953 από το Υπουργείου Δημοσίων Έργων -Υπουργός Κυπριανός Μπίρης και αναθεωρήθηκε δύο ή τρεις φορές έως το 2004. 73 Γούγας Γ., 2010: οπ.αν. 74 Κυριακίδης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 18.11.2015. 75 Γούγας Γ.,2015: οπ.αν. 71 72
59
2.6.4 Ζητήματα κατάρτισης τεχνιτών Σύμφωνα με το ισχύων θεσμικό πλαίσιο, στις μελέτες δεν προδιαγράφεται το ακριβές υλικό, αλλά προδιαγράφεται μόνο ο τύπος υλικού, έτσι ώστε να αποφευχθεί διαφθορά μεταξύ των μελετητών και των εταιριών κατασκευής υλικών. Ως αποτέλεσμα οι τροποποιήσεις στην επιλογή των συγκεκριμένων υπηρεσίες, ανειδίκευτο προσωπικό
υλικών γίνονται από τους εργολάβους και τις τεχνικές
γεγονός
που
δημιουργεί
ζητήματα
διαφοροποιήσεων
ενδιαμέσως του σχεδιασμού και τη υλοποίησης. Το γεγονός ότι οι αρχιτέκτονες μελετητές δεν εμπλέκονται στην επίβλεψη του έργου πολλές φορές δημιουργεί ζητήματα στην επιλογή και στην μεθοδολογία τοποθέτησης των νέων υλικών. Αξίζει να αναφερθεί ότι, ενώ υφίσταται η υποχρεωτική πιστοποίηση των υλικών βάση του συστήματος διασφάλισης ποιότητας, ωστόσο δεν υφίσταται θεσμοθετημένη σχετική πιστοποίηση που
να
αφορά
τις
μεθόδους
τοποθέτησης
των
υλικών,
από
εξειδικευμένους τεχνίτες. Η έλλειψη θεσμοθετημένων πιστοποιήσεων τοποθέτησης των υλικών αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα
για την
υλοποίηση, καθώς οι μέθοδοι τοποθέτησης δεν περιγράφονται στις πιστοποίηση τοποθέτησης υλικών
μελέτες και λανθασμένες μέθοδοι τοποθέτησης υλικών συντελούν στη δημιουργία προβλημάτων κατά την διάρκεια της υλοποίησης 76. Στον τομέα της κατασκευής στην Ελλάδα απασχολείται ανειδίκευτο προσωπικό, το οποίο
εργάζεται
περιστασιακά77
στην
οικοδομή,
χωρίς
κάποια
προηγούμενη εκπαίδευση, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα κατά την υλοποίηση των έργων έχοντας άμεση επίδραση στην τελική ποιότητα των έργων. Στην Ελλάδα σήμερα διαπιστώνεται ένα εκπαιδευτικό κενό, καθώς δεν υπάρχουν οι τεχνικές σχολές, οι οποίες υπήρχαν στο παρελθόν (Σιβιτανίδειος Δημόσια Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων), γεγονός που σε συνδυασμό με την θεσμική έλλειψη για απαίτηση τεχνικής κατάρτισης των
Κυριακίδης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα : 18.11.2015. Εικάζεται η ενασχόληση 5-6 έτη τεχνιτών στην οικοδομή, και η μετέπειτα αλλαγή επαγγελματικής κατάρτισης προκειμένου να απασχοληθούν σε άλλους τομείς. 76 77
60
τεχνιτών, δημιουργεί προβλήματα στην υλοποίηση των έργων, καθώς οι τεχνίτες εκπαιδεύονται στη δουλειά 78 79 80 81. Ο συνδυασμός των τροποποιήσεων των υλικών που πολλές φορές χρειάζεται να
γίνουν στα έργα, η έλλειψη θεσμικού πλαισίου για την
ύπαρξη πιστοποίησης στον τρόπο τοποθέτησης των υλικών, καθώς και η
έλλειψη
εξειδικευμένου
τεχνικού
προσωπικού
συντελούν
στην
πραγματοποίηση έργων με ζητήματα ποιότητας. Για την διασφάλιση των στοιχείων βάσης για τη συγκρότηση έργων άρτιας ποιότητας, είναι αναγκαία η ύπαρξη πιστοποιημένων υλικών,
εξειδικευμένου και άρτια
καταρτισμένου προσωπικού, καθώς και η πιστοποίηση μεθόδων τοποθέτησης των υλικών82.
2.6.5 Ζητήματα τεχνικών υπηρεσιών Η έλλειψη κονδυλίων στους δημόσιους φορείς αποτελεί την βασική αιτία καθυστερήσεων προσωπικού
στα
των
έργα.
Πρόσθετα,
η
τεχνικών υπηρεσιών και
έλλειψη η
εμπειρίας
έλλειψη
του
διαθέσιμων
υπαλλήλων στις τεχνικές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με την θεσμική υποχρέωση για επίβλεψη των μελετών συντελούν στη δημιουργία ζητημάτων
στη διαδικασία κατασκευής και επίβλεψης των έργων. Η
ελλιπής στελέχωση των Τεχνικών Υπηρεσιών έχει ως συνέπεια την ελλιπή σωστή και συστηματική επίβλεψη των έργων. Η έλλειψη εμπειρίας των υπαλλήλων των τεχνικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την μη ουσιαστική ενασχόληση των επιβλεπόντων με την παρακολούθηση της κατασκευής
Παπαδανιήλ Δ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη: 14.12.2015. 79 Κτενάς Ν., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now: 14.12.2015 80 Αμούργης Σ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now: 14.12.2015. 81 Τικτόπουλος Λ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη: 14.12.2015 82 Κυριακίδης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα: 18.11.2015 78
61
πολλές φορές συντελεί στην παραλαβή έργων με ουσιαστικές ελλείψεις 83. Πρόσθετα, παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο της αδυναμίας μιας συστηματικής επίβλεψης των περιφερειακών έργων, λόγω της ύπαρξης μόνο μιας κεντρικής Τ.Υ η οποία μελετά και επιβλέπει έργα διασκορπισμένα σε όλη την επικράτεια. Έτσι, για έργα της περιφέρειας υπάρχουν περιπτώσεις που ένα μηχανικός επιβλέπει από την Αθήνα ένα συγχρόνως ένα έργο στην Καστοριά, ένα έργο στις Σέρρες και στην Αλεξανδρούπολη, ενώ η επιτόπια επιστασία ασκείται από μία τοπική Τεχνική Υπηρεσία. Για αυτούς τους λόγους η επίβλεψη πολλές φορές αποκτά στοιχεία μιας τυπικής διαδικασίας προκειμένου να ακολουθηθούν οι θεσμικοί κανόνες που έχουν τεθεί από την νομοθεσία, χωρίς την ουσιαστική ενασχόληση των υπαλλήλων για μια άρτια ποιοτικά υλοποίηση 84.
2.6.6 Ζητήματα εργολάβων Σύμφωνα με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα, πρακτικές που χρησιμοποιούνται από την πλευρά των εργολάβων σε συνδυασμό με θεσμικές παραλήψεις, δημιουργούν ζητήματα που επηρεάζουν την τελική ποιότητα των έργων. Η τροποποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου σε ότι αφορά την ανάγκη καταβολής εγγυητικών κατά την δημοπράτηση (μείωση ποσού εγγυητικής κατά 95%), σε συνδυασμό με την μη επιβολή εγγυητικές επιστολές
άλλων μεθόδων ελέγχου, δημιούργησε ένα πεδίο εισόδου για εργολαβικές εταιρίες που δεν διαθέτουν την κατάλληλη ρευστότητα για την υλοποίηση ενός έργου. Αυτή η τροποποίηση σε συνδυασμό με τις υπερβολικές εκπτώσεις
που
προσφέρουν
οι
εργολαβικές
εταιρείες
κατά
την
δημοπράτηση έχουν ως αποτέλεσμα την ‘αναγκαία’ τροποποίηση υλικών και την αντικατάστασή τους με νέα υλικά χαμηλότερης ποιότητας,
83 84
Μπελιμπασάκης Κ., Μπουγαδέλης Χ., 2015, οπ.αν Μπελιμπασάκης Κ., 2015, οπ.αν
62
προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το κόστος και να μπορέσει να ολοκληρωθεί το εκάστοτε έργο85.
2.6.7 Άλλα ζητήματα υλοποίησης: βιβλιογραφικές αναφορές Η εξ’ορισμού διαφορετικότητα στους σκοπούς των διαφορετικών εμπλεκόμενων στα έργα αποτελεί έναν σημαντικό λόγο υλοποίησης έργων με σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα σχεδιασμένα έργα. Οι εργολαβικές εταιρείες αποσκοπούν στην μεγιστοποίηση κέρδους (costdriven), οι μελετητές και οι δημόσιοι φορείς στην υλοποίηση μελέτης σύμφωνα με τις αρχές που σχεδιάστηκε. Πρόσθετα, η ετερογένεια των συνθέσεων κάθε ενός αρχιτεκτονικού έργου σε σχέση με κάποιο άλλο προηγούμενο έργο, καθώς και η σύσταση κάθε φορά διαφορετικών ομάδων, που υπαγορεύεται από την κείμενη νομοθεσία περί των δημοσίων έργων, συντελεί στην έλλειψη κοινών στόχων μεταξύ των εμπλεκόμενων 86. Η έλλειψη της συνέχειας των ομάδων (lack of continuity), προκειμένου να μπορέσουν
να
επικοινωνίας,
αναπτύξουν περιορίζουν
εμπιστοσύνη την
και
άρτιους
αποτελεσματική
κώδικες
επικοινωνία,
δημιουργώντας προβλήματα συνεννόησης και οργάνωσης εντός των ομάδων που εξ’ορισμού χαρακτηρίζονται από ετερογένεια στους στόχους και
στα
ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά.
Θεσμικοί
περιορισμοί,
το
αμφισβητούμενο ήθος των δημόσιων υπηρεσιών, έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, καθώς και η έλλειψη ελέγχου από τις επιβλέπουσες υπηρεσίες αποτελούν χαρακτηριστικά που περιορίζουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της ευρύτερης ομάδας έργου. Η διαφορετικότητα κουλτούρας, εκπαίδευσης και παιδείας μεταξύ των εργολάβων, των μελετητών και των άλλων εμπλεκόμενων στα έργα, Γεωργούλης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 17.11.2015. Ning Y., Ling F., «Comparative study of drivers of and barriers to relational transactions faced by public clients, private contractors and consultants in public projects», Habitat International (40), 91-99, 2013. 85 86
63
δημιουργεί ένα ουσιαστικό κενό που πολλές φορές ενισχύεται με την έλλειψη επικοινωνίας και άρτιας συνεννόησης. Γραφειοκρατικά εμπόδια, αυστηροί νόμοι και κανόνες που θεσπίζονται προκειμένου να προλάβουν φαινόμενα
διαφθοράς,
συντελούν
στη
δημιουργία
ζητημάτων
επικοινωνίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των ομάδων έργου 87. Τα ζητήματα που προκύπτουν από τo σύνολο των προβλημάτων που περιγράφηκαν από τους συμμετέχοντες στην έρευνα αλλά
και από
βιβλιογραφικές αναφορές, δημιουργούν ζητήματα κατά το σχεδιασμό, την οργάνωση της μελέτης, της δημοπράτησης, καθώς και κατά τη διαδικασία διαχείρισης της υλοποίησης έργου. Τα ζητήματα που προκύπτουν αφορούν, καθυστερήσεις στην παράδοση έργων, διπλασιασμό κόστους των έργων σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις κόστους, έργα με ζητήματα απώλειας συνθετικής ταυτότητας και μειωμένης ποιότητας, έργα με μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους.
2.7 Μελέτες περίπτωσης: επιλογή Τα τεχνικά έργα διακρίνονται, ως προς τον εργοδότη (δημοσίου),τη χωροθέτηση (Ελλάδα), την χρήση και τη λειτουργία τους (αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος). Για την περαιτέρω τεκμηρίωση κάποιων από τα ζητήματα που
παρουσιάζονται,
πρόκειται
να
αναλυθούν
τεχνικά
έργα,
με
αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και εργοδότη το δημόσιο που απεικονίζουν κάποια ζητήματα που εμφανίζονται συχνότερα στα δημόσια έργα. Τα έργα είναι υλοποιημένα στην Ελληνική επικράτεια ως αποτέλεσμα αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και φέρουν στοιχεία που απαντώνται συχνά στα δημόσια έργα.
Ning Y., Ling F., «Comparative study of drivers of and barriers to relational transactions faced by public clients, private contractors and consultants in public projects», Habitat International: (40), 91-99, 2013. 87
64
Επιλέχθηκαν έργα που ήταν δυνατό να συλλεχθούν ικανά στοιχεία για τη διενέργεια μιας κάπως πιο ολοκληρωμένης έρευνας. Ενώ σε πρώτο επίπεδο, αυτή η επιλογή έργων του που αναφέρεται στο Δήμο Θεσσαλονίκης θα αποτελούσε μια αδυναμία της έρευνας, καθώς θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση των δημοσίων έργων, αλλά παρουσιάζει μια κάπως εξιδανικευμένη πραγματικότητα ενός Δήμου που παρόλο τα προβλήματα έχει να επιδείξει κτισμένο δημόσιο έργο, ωστόσο αυτή υπήρξε μια συνειδητή επιλογή. Το έργο του Βυζαντινού Μουσείου Πολιτισμού καθώς και το νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης επιλέχθηκαν ως δημόσια έργα ορόσημα, που ενώ δέχθηκαν κριτική κατά την ανέγερσή τους, σήμερα αποτελούν δημόσια κτήρια ορόσημα για την πόλη. Τα δύο έργα επιλέχθηκαν προκειμένου να ανιχνευθούν οι λόγοι που οδήγησαν στις καθυστερήσεις για την υλοποίησή τους. Στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού αποδίδεται μεγάλη σημασία στην υλικότητα και την κατασκευή, στοιχεία που συσχετίζουν τον σχεδιασμό με τη πραγματικότητα της κατασκευής. Το Δημαρχείο Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα σύμβολο της πόλης που αντικατοπτρίζει τα ουσιαστικά στοιχεία της κοινωνίας. Η μεγάλη χρονική διάρκεια από την προκήρυξη του διαγωνισμού έως την ανοικοδόμηση του έργου, γεγονός που χαρακτηρίζει και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, αποτέλεσε έναν κύριο λόγο επιλογής του έργου ως μελέτη περίπτωσης, προκειμένου να ανιχνευθούν οι κύριοι λόγοι που οδηγούν δημόσια έργα να υλοποιούνται με τόσο μεγάλη καθυστέρηση σε χρονική διάρκεια.
65
2.7.1 Μελέτη περίπτωσης: Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Κατά τη μεταπολεμική περίοδο οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί προβάλλονται ως ένας θεσμός που επικροτεί μια διευρυμένη και δικαιότερη κοινωνικά κατανομή μελετών. Μέσω των διαγωνισμών εκφράζεται η ελπίδα για μια καλύτερή δημόσια αρχιτεκτονική και για την προαγωγή της αρχιτεκτονικής. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση των διαγωνισμών και η μετέπειτα εφαρμογή τους δημόσιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί
δεν έχει πάντα τα επιθυμητά αποτέλεσμα, γεγονός που οφείλεται τόσο στο θεσμικό πλαίσιο όσο και στα εμπόδια ως προς τη διενέργειά τους. Πολλοί διαγωνισμοί, όπως αυτός για το πρωθυπουργικό μέγαρο, στο οικόπεδο όπου σήμερα βρίσκεται το Υπουργείο Εξωτερικών (1960), δεν προχώρησε στο στάδιο της υλοποίησης καθώς εγκαταλείφθηκε η ιδέα ανέγερσής του στο
συγκεκριμένο
χώρο88.
Ίδιας
φύσης
ζητήματα
χωροθέτησης
προκύπτουν σε πολλούς δημόσιους διαγωνισμούς έως τις μέρες μας. Στις δύο μελέτες περίπτωσής που έχουν επιλεγεί προκύπτουν ζητήματα χωροθέτησης, μετά το τέλος των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών τα οποία δημιουργούν μεγάλα προβλήματα καθυστερήσεων στα έργα89. Το «Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού» στη Θεσσαλονίκη υλοποιήθηκε σε συνέχεια βραβευμένης αρχιτεκτονικής πρότασης, του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Κυριάκου Κρόκου που απέσπασε το πρώτο βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό το 1977, στον οποίο ανατέθηκε στη συνέχεια η σύνταξη
των
οριστικών
μελετών.
Η
πρώτη
φάση
της
μελέτης
ολοκληρώθηκε το 1978-1979, ενώ η δεύτερη το διάστημα 1985-1987 σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Γ. Μακρή. Το κτήριο ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993.
Καλογεράς Ν., «Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Μύθος και πραγματικότητα» Αρχιτεκτονικά Θέματα, (24), σ.94, 1990. 89 Βαγγέλη, Ε., «Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και η αρχιτεκτονική σκέψη του Κυριάκου Κρόκου», Μεταπτυχιακή εργασία. Επιβλέπων καθηγητής Μυκονιάτης Η., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας της Τέχνης. 26.09.2008. 88
66
Έργο
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Συντελεστής αρχιτεκτονικής
Κυριάκος Κρόκος
μελέτης: Οριστική μελέτη, μελέτη
K. Kρόκος, Γ. Mακρής και Συνεργάτες
εφαρμογής: Στατική μελέτη: Η/Μ μελέτη:
X. Δημομελέτης, Σ. Παλασόπουλος, E. Πανταλέων A. Kοκκινόπουλος, Δ. Kιριμλίδης, E. Bαγιάνος, K. Kελεμένης, Δ. Σαρσέντης
Επίβλεψη:
Διεύθυνση Εκτέλεσης Έργων Μουσείου του Υπουργείου Πολιτισμού
Ειδικός σύμβουλος επίβλεψης:
K. Kρόκος
Ανάδοχος:
Γ.E.T.E.M. A.E.
Κατασκευή:
Γ.E.T.E.M. A.E., APXITEX A.E.
Διεύθυνση έργου:
Γ. Γεωργιάδης, Aρχιτέκτων
Κατηγορία
Πολιτισμός
Α' Βραβείο Πανελλήνιου
1977
Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού Χρόνος εκπόνησης μελέτης:
A' φάση: 1978-79
Αναμορφωμένη Μελέτη :
B' φάση: 1985-87 συνεργασία με αρχιτέκτων Γ. Μακρή
Συνεργάτες αρχιτέκτονες:
Γ. Καλαβρυτινου, Λ. Μάντζιου, Ν. Ρόκας
Χρόνος αποπεράτωσης
1993
Eργοδότης:
Υπουργείο Πολιτισμού
Συνολικό εμβαδό οικοπέδου:
15.400 m²
Συνολικό εμβαδό κτιρίου:
11.500 m²
Χρόνος Κατασκευής έργου:
1989-1993
Φωτογραφίες:
Παναγιώτης Παναγιωτίδης
Πίνακας 2.3 : Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης
67
Εικόνα 2.3 : Πρόπλασμα - Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Κυριάκος Κρόκος ΜΠΒ, 1978-1979
68
Εικόνα 2.4 :
Τοπογραφικό- Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Κυριάκος
Κρόκος ΜΠΒ, 1978-1979
69
Εικόνα 2.5: Εκθεσιακοί χώροι και διοίκηση - Σχέδια Α’ Βραβείου διαγωνισμού
70
Εικόνα 2.6: Κάτοψη- Σχέδια Α’ Βραβείου διαγωνισμού.
71
Κύρια χαρακτηριστικά του Μουσείου είναι η μεγάλη αυλή της εισόδου, η πορεία στον εκθεσιακό χώρο και ο φωτισμός. O φωτισμός της πορείας γίνεται από τις εσωτερικές αυλές, ενώ ο φωτισμός των αιθουσών από ψηλά,
διαμέσου
στοιχείων
ηλιοπροστασίας.
Οι
εκθεσιακοί
χώροι
αναπτύσσονται σε διαφορετικές στάθμες ακολουθώντας μια φυγόκεντρη κεντρική ιδέα
διάταξη,
που
επιτρέπει
τόσο
εξωτερικά
όσο
και
εσωτερικά
μια
ποικιλόμορφη διαμόρφωση όγκων και οργάνωση χώρων αντίστοιχα. Το πέρασμα στο Μουσείο, τις περιοδικές εκθέσεις και τον υπαίθριο χώρο του αναψυκτήριου γίνεται από την περιμετρική στοά της αυλής, ενώ η είσοδος στα γραφεία και τη βιβλιοθήκη γίνεται από το δώμα αυτής της στοάς που είναι συγχρόνως και ένας περίπατος με άνοιγμα προς την πόλη. Η κύρια σύνθεση του Μουσείου βασίζεται στο σχήμα του λαβύρινθου, που πραγματώνεται με την ανάπτυξη της ανοδικής ελικοειδούς πορείας, η οποία και αποτελεί την αρχική ιδέα για τη οργάνωση του χώρου. Τα αίθρια διατηρούν ένα ζωτικό ρόλο στη σύνθεση, καθώς εξυπηρετούν την οργάνωση των ποικίλων λειτουργιών του μουσείου και των ειδικών απαιτήσεων στις εκθεσιακές αίθουσες90. Στην πρώτη φάση (1978-79) εκπόνησης των σχεδίων, ο Κρόκος ξεκινά το σχεδιασμό με την ιδέα μορφή του αίθριου της εισόδου, πυρήνα ζωής του κτηριακού οργανισμού, παρακάμπτοντας τη βασική μεθοδολογία του ρασιοναλισμού. Σχεδιάζοντας σε διάταξη Π, ένα σχήμα που εξασφαλίζει ιστορικά
την εσωτερική πρώτη αυλή στην βόρεια πλευρά, προσδιορίζει τους υπόλοιπους χώρους. Το σύνολο αρθρώνεται μέσω μιας εναλλασσόμενης διευθέτησης, και ανταπόκρισης όγκων και σχημάτων που εκφράζουν ένα σύνθετο γεωμετρικό θέμα. Στα πρώτα σχέδια κυρίαρχο ρόλο παίζει ένα μοντερνιστικό
συντακτικό,
όπου
η
έννοια
της
λειτουργικότητας
διαγράφεται με σαφήνεια επιφέροντας ένα αποτέλεσμα αυστηρό και
Βαγγέλη, Ε., «Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και η αρχιτεκτονική σκέψη του Κυριάκου Κρόκου», Μεταπτυχιακή εργασία. Επιβλέπων καθηγητής Μυκονιάτης Η., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας της Τέχνης. 26.09.2008. 90
72
ανταποκρινόμενο
στις
απαιτήσεις
της
διακήρυξης.
Η
χρονική
καθυστέρηση ωστόσο στη διαδικασία ολοκλήρωσης του κτηρίου όρισε αυτόματα μια δεύτερη φάση μελέτης, που ήρθε αντιμέτωπη με την σταδιακή απομάκρυνση του αρχιτέκτονα από την μοντέρνα αντίληψη της αρχιτεκτονικής -ως απόρροια της πανεπιστημιακής παιδείας του- και τη ροπή του προς τις ποιότητες που προκύπτουν από την παράδοση και την επεξεργασία της ύλης
91.
Ο αρχιτέκτονας χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Το κτήριο δεν ήτανε να
πραγματοποιηθεί στον καιρό του. Μετά το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, η μελέτη των σχεδίων προχώρησε ως τα μισά της οριστικής τους φάσης, για να σταματήσει απότομα με ένα τηλεγράφημα. Κάτι δεν ήταν ξεκάθαρο ως -προς το οικόπεδο-γνωστά πράγματα. Μέχρι να δοθεί συνέχεια πέρασαν εφτά χρόνια»92 93. Τα γνωστά ζητήματα των καθυστερήσεων και εν προκειμένου μια εμπλοκή στο θέμα της παραχώρησης του οικοπέδου για την ανέγερση του νέου μουσείου, (τμήματος του πρώην στρατοπέδου «Τσιρογιάννη»), ιδιοκτησίας Ταμείου Εθνικής Αμύνης, συνέβαλαν στις μεγάλες καθυστερήσεις. Θεσμικά ζητήματα, με καθυστερήσεις εγκρίσεων μελετών και διαδικασιών, ζητήματα χωροθέτησης του κτηρίου, όπως επίσης και ζητήματα πολιτικής φύσης και αντιπαλότητες
συνέβαλαν
στην
καθυστέρηση
της
έγκρισης
και
ολοκλήρωσης των μελετών. Επιχειρώντας την τεκμηρίωση των επιμέρους ζητημάτων που προκύπτουν κατά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αλλά και κατά την επακόλουθη αποτέλεσμα
υλοποίηση των σχεδίων που προκύπτουν ως
μακροχρόνιων
καθυστερήσεων
παρατίθεται
σχετικό
Γιακουμακάτος Α., Κωνσταντόπουλος Η., Κοκκίνου Μ., Κούρκουλας Α., Wang W., Λεβίδης Αλέκος Β., Μουτσόπουλος Θ., Αρβανίτη - Κρόκου Λ., Κρόκος Κ., Κοσμάς Κυριάκος, Κακίσης Σ., «Κυριάκος Κρόκος 1941-1998», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2012. 92 Κρόκος Κ., «Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (23), 122,1989. 93 Βαγγέλη, Ε., «Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και η αρχιτεκτονική σκέψη του Κυριάκου Κρόκου», Μεταπτυχιακή εργασία. Επιβλέπων καθηγητής Μυκονιάτης Η., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας της Τέχνης. 26.09.2008. 91
73
χαρακτηριστικό απόσπασμα του αρχιτέκτονα Κ., Κρόκου που αφορά την έναρξη της Β’ φάσης της μελέτης: «Οι βασικές αρχές της παλαιάς ιδέας δεν μου φάνηκαν ξένες ίσως λίγο μακρινές, όταν μετά από χρόνια είδα τα έργα που έπρεπε να ολοκληρώσω, παρότι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την αρχιτεκτονική σήμερα είναι διαφορετικός από τότε[…]σεβόμενος την έμπνευση του πρώτου σχεδίου προσπάθησα[…] να συλλάβω τα επιμέρους που εμπλουτίζουν το σκαρί της αρχικής ιδέας» 94. «Αν ξανάρχιζα θα έκανα σίγουρα κάτι άλλο, καλύτερο ή χειρότερο δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι αρκετές φορές δυσκολεύτηκα στην προσπάθειά μου να προχωρήσω πάνω στις παλιές ιδέες»95. Στις φράσεις του Κ. Κρόκου διαφαίνεται η δημιουργία ενός προβληματικού πεδίου για την ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, καθώς οι αρχιτέκτονες
στα
χρόνια
που
περνούν,
λόγω
των
χρόνιων
καθυστερήσεων και έως την ολοκλήρωση των συνθέσεων και της υλοποίησης έχουν μεταβληθεί τα ίδια τα δεδομένα του αρχιτέκτονα. Οι καθυστερήσεις αναγκάζουν, λόγω θεμάτων κόστους και νέων εγκρίσεων, πολλές φορές τους αρχιτέκτονες να διατηρήσουν μια αρχική σύνθεση, που όμως τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατόν να ανταποκρίνεται σε νέα δεδομένα που ενυπάρχουν μια δεκαετία αργότερα. Μια αρχική αρχιτεκτονική σύνθεση, που χρήζει τροποποιήσεων, πολλές φορές λειτουργεί δεσμευτικά ως προς την τελική σύνθεση του αρχιτέκτονα. Τεκμηριώνεται η ανάγκη για επίσπευση των διαδικασιών προκήρυξης των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και υλοποίησης των έργων,
καθώς
διαφαίνεται ότι καθυστερήσεις στα έργα δημιουργούν ζητήματα, είτε ασυνέχειας της σύνθεσης, είτε ανεπίκαιρων συνθετικών προτάσεων και μελετών.
94 95
Βαγγέλη, Ε., 2008, οπ.αν. Το ίδιο.
74
Στη Β’ φάση της μελέτης 1985-1987 ο αρχιτέκτονας, διατηρώντας την αρχική ιδέα και επηρεασμένος από το προσωπικό του ενδιαφέρον για τη τροποποιήσεις
επεξεργασία λεπτομερειών, έχει μεταθέσει το ενδιαφέρον του στα επιμέρους τμήματα και τις λεπτομέρειες του κτηρίου και στην επεξεργασία της ύλης και στην ανάδειξη των σχέσεων των υλικών. Ο Κ. Κρόκος αναγνωρίζει ότι άλλοι
αρχιτέκτονες
ίσως
να
τροποποιούσαν
την
αρχική
ιδέα
δημιουργώντας ένα κτήριο πιο σύγχρονο για τη εποχή του, ωστόσο ο Κ. Κρόκος επιλέγει να επικεντρωθεί σε μία επεξεργασία της αρχικής κάτοψης διασπώντας την αρχική ενιαία κάτοψη. Δίδεται έμφαση σε μια ελεύθερη πορεία του επισκέπτη ένας εσωτερικός δρόμος, μέσω του οποίου γίνεται η πρόσβαση των επισκεπτών στα εκθέματα. Αυξάνεται η έκταση του εσωτερικού βόρειου αίθριου, που η μορφή του αποσαφηνίζεται σε έναν ορθογώνιο χώρο που διατρέχεται περιμετρικά από στοά. Η αυλή κλείνεται από τη βόρεια πλευρά με τοίχο απομονώνοντας το κτήριο από την πολύβουη λεωφόρο Στρατού 96.
96
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, «Ιστορία» , http://www.mbp.gr , 2015.
75
Εικόνα 2.8: Εκθεσιακοί χώροι και διοίκηση - – Σχέδια Β’ Φάσης υλοποίησης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
76
Εικόνα 2.9: Κάτοψη – Σχέδια Β’ Φάσης υλοποίησης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
77
Όπως παρατηρείται από την περιγραφή του κύκλου ζωής του έργου, προκύπτουν ζητήματα καθυστερήσεων τα οποία αντιμετωπίζονται από τον Κ. Κρόκο θα μπορούσαμε να πούμε με μια αρχιτεκτονική ωριμότητα. Λόγω των καθυστερήσεων, προκύπτουν ζητήματα που θέτουν αμφιβολίες στον ίδιο σχετικά με την ανάγκη τροποποίησης των αρχικών σχεδίων, ωστόσο ο αρχιτέκτονας δέχεται την αρχική σύνθεση ως δεδομένη επιχειρώντας να ενισχύσει στοιχεία της υπάρχουσας σύνθεσης, καθώς και να αναδείξει τις λεπτομέρειες και την υλικότητα μέσω των οποίων μπορεί να ολοκληρωθεί η σύνθεση και το υλοποιημένο έργο. Καθυστερήσεις που προκύπτουν από γραφειοκρατικές διαδικασίες, καθώς και θεσμικά κενά που δεν προβλέπουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας χωροθέτησης των κτηρίων προτού συνταχθεί ο διαγωνισμός, δημιουργούν ασυνέχειες μεταξύ των σταδίων του σχεδιασμού, της οργάνωσης της μελέτης και της υλοποίησης, γεγονός που δημιουργεί ζητήματα στα έργα, καθώς η πορεία ενός έργου επαφίεται στην προσωπική διαχείριση καθενός από τους εμπλεκόμενους97. Αναφερόμενοι στο θέμα τη υλικότητας και της κατασκευής ο Κ., Κρόκος απέδιδε μεγάλη σημασία στην κατασκευή, καθώς θεωρούσε ότι η κατασκευαστική
ποιότητα
μεταβάλλει
την
ίδια
την
ποιότητα
του
αρχιτεκτονιμένου χώρο. Ενώ υποστήριζε ότι η σύλληψη μιας αρχιτεκτονικής ιδέας είναι υπόθεση καθαρά ατομική, αντιθέτως αναγνώριζε ότι η επεξεργασία και η υλοποίηση της δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν συλλογικής προσπάθειας, εισάγοντας την έννοια της ομάδας στη διαδικασία της υλοποίησης. Για να επιτύχει αποτελέσματα αντάξια των υψηλών προσδοκιών του φρόντιζε να έχει στην ομάδα του τεχνίτες άριστα εκπαιδευμένους. Ο Κ. Κρόκος, φρόντισε να επιβλέψει ο ίδιος την υλοποίηση της κατασκευής του Μουσείου, καθώς θεωρούσε κρίσιμα στοιχεία της τελικής ποιότητας ενός έργου τις σωστές κατασκευαστικές επιλογές και τις
97
Βαγγέλη, Ε., 2008, οπ.αν.
78
σωστές σχέσεις των πράγματων (υλικών, λεπτομερειών, συνδέσεων) μεταξύ τους98. «Νομίζω ότι ήταν κάτι ξεχωριστό. Ένας Έλληνας Αρχιτέκτονας με συνείδηση Ευθύνης απέναντι στην Αρχιτεκτονική, την Τέχνη, αλλά και […] τον φορέα υλοποίησης του έργου. Είτε αυτός ήταν ιδιώτης είτε ο ίδιος ο λαός. Δεν ήταν Αρχιτέκτονας της επίδειξης διά της υπερβολής..... κι όσο θέλει ας κοστίσει [...] Στο Βυζαντινό κουραστήκαμε πολύ ψάχνοντας το υλικό που ήθελε στην τιμή που έπρεπε να στοιχίσει στον [...] χρηματοδότη λαό. Έτσι ,μαζί με τους συνεργάτες και φίλους του , έγινε αυτό το αριστούργημα. Οι συνεργάτες του οι τότε (Ο Γιώργος ο Μακρής, ο Τάσης ο Παπαϊωάννου, και όλοι οι άλλοι) καθώς και οι φίλοι του, θα υπερηφανευόμαστε πάντα πώς τον γνωρίσαμε»99. Λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία όπως, η συνείδηση ως προς την αρχιτεκτονική, υλοποίηση της και η τελική ποιότητα της αρχιτεκτονικής μπορεί να ειπωθεί ότι ο Κ. Κρόκος καταφέρνει να φέρει στο προσκήνιο τα στοιχεία που επιχειρεί να αναλύσει η παρούσα ερευνητική (αρτιότητα υλικών, κοστολογικά δεδομένα). Αξίζει να αναφερθεί η ομοιότητα των ζητημάτων
που διαφαίνονται στο έργο του Κρόκου , πολλά χρόνια
νωρίτερα με ζητήματα τα οποία αναφέρονται ως σύγχρονα από τους συμμετέχοντες στη έρευνα.
98 99
Βαγγέλη Ε., 2008, οπ.αν Διοσκουρίδης Σ., «Ο αρχιτέκτονας της γαλήνης», Γούγας, Lifo, 2012
79
2.7.2 Μελέτη περίπτωσης: Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης Το «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης» υλοποιήθηκε επί τη βάση της βραβευμένης αρχιτεκτονικής πρότασης, που απέσπασε το πρώτο βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό το 1987. Η πρόταση αυτή, μετά από περιορισμένη αναμόρφωση το 2002, υλοποιήθηκε κατά το διάστημα 20052010. Εκφάνσεις των συχνότερων ζητημάτων που αντιμετωπίζουν πολλά από τα δημόσια αρχιτεκτονικά έργα παρουσιάζονται στο Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δημοσίου έργου που ενώ απέσπασε το πρώτο βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό το 1987, η υλοποίηση ολοκληρώθηκε το 2010.
80
Έργο
Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης
Συντελεστές μελέτης
Τάσος & Δημήτρης Μπίρης Νάση Δημοπούλου Ρούλη Σαΐτη Γιώργος Σταθόπουλος Νινέτα Χριστοδουλέα
Συνεργάτες αρχιτέκτονες:
Χρήστος Δακορωνιάς Γιώργος Παπαγιαννόπουλος Αλέξανδρος Συριόπουλος
Στατική μελέτη:
Νίκος Παγώνης Νίκος Χρονέας Χρήστος Κινάτος Μανόλης Γιαννουλάκης
Πολιτικός μηχανικός (συν.):
Κώστας Πολυχρονόπουλος
Η/Μ μελέτη:
Γιάννης Παπαγρηγοράκης Γιώργος Χριστοφίλης
Κατηγορία
Διοίκηση
Α' Βραβείο Π.Α Διαγωνισμού
1987
Χρόνος μελέτης
1987
Αναμορφωμένη Μελέτη:
2002
Χρόνος αποπεράτωσης:
2010
Ιδιοκτήτης
Δήμος Θεσσαλονίκης
Συνολικό εμβαδό κτιρίου:
4.761,89 m²
Συνολικό εμβαδό οικοπέδου:
14.588 m²
Διεύθυνση έργου
3ης Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη
Πίνακας 2.4: Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης
81
Κεντρική ιδέα ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου κεντρικού πεζόδρομου που ενώνει τα πάρκα και την περιοχή κατοικίας με το κέντρο της πόλης. Επιθυμία των μελετητών ήταν η δημιουργία ενός ανοικτού δημόσιου κεντρική ιδέα
κτηρίου που θα ανοίγεται προς τον πολίτη 100. Οι μελετητές προσπάθησαν να αποφύγουν την σχεδίαση ενός καταπιεστικού κτηριακού όγκου. Το υλοποιημένο κτήριο διατρέχεται από άκρο σε άκρο από ένα δημόσιας χρήσης εσωτερικό πεζόδρομο που το καθιστά οικείο τόπο ελεύθερης διέλευσης, επικοινωνίας και παραμονής και αποτελείται από επιμέρους κτήρια που επιτρέπουν μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον πολίτη και δημαρχιακό μέγαρο διατηρώντας έναν έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα101. Επιδιώχθηκε ο επιμερισμός της συνολικής κτηριακής μάζας σε τρεις μικρότερες ενότητες προσαρμοσμένες στη φυσική κλίση του οικοπέδου, ώστε να χαμηλώνουν σταδιακά, προκειμένου να διευκολύνεται η διέλευση των πεζών και να είναι φιλικό προς τον πολίτη102. Ο πεζόδρομος λειτουργεί
περιγραφή σύνθεσης
ως ένας συνδετικός χώρος που επιχειρεί να δημιουργήσει διαλεκτικές σχέσεις, αλλά και ως ο βασικός παράγοντας οργάνωσης ενός συστήματος παθητικής εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης των όρων της καθημερινής ζωής των χρηστών του κτηρίου, διατηρώντας ένα διπλό χαρακτήρα «συνθετικό» και «οικολογικό». Δηλαδή, σε συνδυασμό με τις υδάτινες επιφάνειες της πλατείας του Δημαρχείου, ο πεζόδρομος λειτουργεί ως ένας ανοιχτός αγωγός ανανέωσης του αέρα και βελτίωσης του μικροκλίματος. Το νέο Δημαρχιακό Μέγαρο Θεσσαλονίκης αποτελείται από μια σύνθεση πολύσπαστων όγκων - γραμμικών πτερύγων και γλυπτικών σχημάτων - οι οποίοι βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, αλλά και με τον περιβάλλοντα χώρο (γεωμορφολογία, κτίσματα) και τον υπαίθριο χώρο του ίδιου του οικοπέδου. Η σύνθεση των διαφορετικών όγκων δημιουργεί Μπίρης Τ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 02.11.2015 Μπίρης Τ., (1989), «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (23) 1989. 102 Περιοδικό Δομές, Μπίρης Τ., «Περιγραφή του έργου - Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης», 2015 100 101
82
και αναδεικνύει τον ενοποιημένο υπαίθριο χώρο του κτιρίου, με σαφής όμως χωρικές επί μέρους ενότητες. Το τεθλασμένο σχήμα του παρέχει δυναμισμό και κινητικότητα στην όλη σύνθεση στον εσωτερικό και υπαίθριο χώρο αυτής. Ο διαμπερής κεντρικός αυτός υπαίθριος χώρος διατηρεί ένα ευέλικτο σχήμα, λόγω της τεθλασμένης - ελεύθερης διάταξης των ορίων του και αποτελεί ταυτοχρόνως έναν χώρο στάσης, αλλά και περάσματος περιπάτου που ενώνει τα πάρκα και την περιοχή κατοικίας με το κέντρο της πόλης. Με τον τρόπο αυτό το Δημαρχείο γίνεται πέρασμα που επιτρέπει στον πολίτη να διέρχεται ελευθέρα μέσω αυτού, καθιστώντας το οικείο σημείο αναφοράς της καθημερινής ζωής του δημότη. Περιγράφοντας ιστορικά στοιχεία του έργου, αξίζει να αναφερθεί ότι το 1987 η πρόταση για το Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης απέσπασε το πρώτο βραβείο λόγω της ευστοχίας της τεχνικής έκθεσης του έργου, του έκδηλου χαρακτήρα του έργου, της πρόβλεψης για εξοικονόμηση ενέργειας, της επιλογή
χρήσης μιας σύγχρονης δυναμικής αρχιτεκτονικής αντίληψης, που χαρακτηρίστηκε από πλαστικότητα και σαφήνεια. Ωστόσο, λόγω της δωδεκάχρονης καθυστέρησης που υπήρξε από την περίοδο της επιλογής του σχεδίου έως και την αρχή της υλοποίησής του, χρειάστηκε η τροποποίηση των αρχικών σχεδίων. Η κεντρική ιδέα παρέμεινε ίδια, διατηρώντας τα
διαρκή χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει μια
αρχιτεκτονική σύνθεση, αλλά τροποποιήθηκαν κάποια λειτουργικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά προκειμένου να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες103. Μια από τις νέες απαιτήσεις ήταν η αρμονική αφομοίωση νέου Δημαρχείου στον περιβάλλοντα χώρο, καθώς και η συνύπαρξη και γειτνίαση με το Βυζαντινό Μουσείο. Οι κυριότερες μετατροπές των μελετών που αφορούσαν τη σύνθεση ήταν η σημαντική μείωση του ύψους του κτηρίου, από είκοσι τέσσερα (24) σε δεκαεπτά (17) μέτρα, προκειμένου να 103
Μπίρης Τ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 02.11.2015.
83
υπάρχει οπτική επαφή και να μην κρύβεται το Βυζαντινό Μουσείο, (Δημαρχείο Θεσσαλονίκης, Εικόνα 2.12 Τομή – Εικόνα 2.13 Πρόσοψη 1989, Δημαρχείο Θεσσαλονίκης, Εικόνα 2.16 κτηριολογικό πρόγραμμα ), καθώς και η οπισθοχώρηση της οικοδομικής γραμμής για την διατήρηση τροποποιήσεις
απόστασης από την ρυμοτομική γραμμή
προς την πλευρά του
Βυζαντινολογικού Μουσείου, είκοσι μέτρων (20μ). Πρόσθετα, για την ενίσχυση της θετικής συνέχειας του νέου Δημαρχείου με το Βυζαντινό Μουσείο, προστέθηκαν δύο κενές -διάφανες- ζώνες θεώρησης του Βυζαντινού Μουσείου από τους επισκέπτες του Δημαρχείου για οπτική επαφή, όπως επίσης και επαναδιατυπώθηκε η μορφή της όψη από την πλευρά του Βυζαντινού Μουσείου μετατρέπεται το αρχικό προτεινόμενο ισχυρό όριο (όπως προβλεπόταν στον διαγωνισμό) σε θετική ανοιχτή κιονοστοιχία προς αυτό. Οι νέες ανάγκες επέβαλαν τη δημιουργία επιπλέον χώρων για την φιλοξενία των νέων λειτουργικών αναγκών του Δημαρχείου, όπως επίσης και την δημιουργία ενός νέου υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων
104.
Σε ότι αφορά μορφολογικά και κάποια χαρακτηριστικά
σημεία της σύνθεσης αυτά τροποποιήθηκαν από καμπύλες μορφολογίες σε τεθλασμένες, προκειμένου να συνάδουν με τα παγιωμένα μοντέρνα χαρακτηριστικά των μελετητών. Όπως φαίνεται στα σχέδια κατόψεων, στις φωτογραφίες και τις όψεις που παρατίθενται, το στέγαστρο του κτηρίου καθώς και ο κεντρικός διάδρομος κίνησης έχουν μετατραπεί σε τεθλασμένες γραμμές προκειμένου να ενισχύσουν την αρχική δυναμική χροιά του έργου105. Οι κύριοι λόγοι καθυστέρησης της έναρξης υλοποίησης του έργου, ήταν κυρίως θεσμικο-πολιτικοί λόγοι με κύριο πρόσχημα την ασυμφωνία της χωροθέτησης του κτηρίου. Η καθυστέρηση έναρξης υλοποίησης και η μετέπειτα ανέγερση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού του Κ. Κρόκου,
Δήμος Θεσσαλονίκης, «Περιγραφή έργου- Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης» http://centrearchitecture.thessaloniki.gr/, 2015. 105 Μπίρης Τ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 02.11.2015. 104
84
δημιούργησαν νέους λόγους ασυμφωνίας της χωροθέτησης θέτοντας ζητήματα θέασης. Η καθυστέρηση έναρξης υλοποίησης δημιούργησε ανάγκες προσαρμογής των αρχικών σχεδίων, γεγονός που συνετέλεσε στην αύξηση του αρχικά προϋπολογισμένου κόστος του έργου, και συνέβαλε στην έναρξη νέων καθυστερήσεων λόγω της ανάγκης εκ νέου σύνταξης υποβολή και έγκρισης μελετών106. Η διαδικασία της διαχείρισης υλοποίησης και της επίβλεψης της μελέτης, δεν ανατέθηκε επίσημα στον μελετητή, γεγονός που δημιούργησε κάποια ζητήματα ασάφειας κατά την υλοποίηση, επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία της πρωτογενούς έρευνας. Προκειμένου να υλοποιηθεί το έργο σύμφωνα με τις μελέτες εφαρμογής και να ακολουθεί τις συνθετικές και υλικές ποιότητες που είχαν τεθεί, το γραφείο μελετών συνέβαλε στην επίβλεψη του έργου ως βοηθητικοί σύμβουλοι μελέτης, αναδεικνύοντας την ανάγκη για έμμισθη επίβλεψη των αρχιτεκτόνων. Ο Τ. Μπίρης επιβεβαιώνει την σημαντικότητα και την κρισιμότητα της ανάγκης για συμμετοχή του μελετητή στην επίβλεψη προκειμένου να διατηρηθεί το συνθετικό πνεύμα και να συντελεστεί μια άρτια ποιοτικά υλοποίηση107. Από την πλευρά του δημόσιου φορέα επίβλεψης σε σχέση με το έργο, αναφέρθηκαν ζητήματα που προέκυψαν κατά την υλοποίηση, λόγω μιας σχετικής απειρίας της ομάδας έργου σχετικά με τόσο μεγάλα έργα, τα οποία ωστόσο αντιμετωπίστηκαν καθώς αναγνωρίστηκε το ζήτημα. Η Τεχνική Υπηρεσία προσέλαβε μια εξωτερική έμπειρη εταιρεία συμβούλων στην οποία απευθυνόταν για την επίλυση κρίσιμων ζητημάτων. Η συνεργασία αυτή συντέλεσε στην επίλυση ζητημάτων που προέκυψαν, αλλά και στην συγκρότηση μιας ομάδας έργου της Τεχνικής Υπηρεσίας που απέκτησε σημαντική εμπειρία σε μεγάλα έργα. Η αντιμετώπιση της Τεχνικής Υπηρεσίας του δήμου αποτελεί μια ιδανική αντιμετώπιση,
106 107
Μπελιμπασάκης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Θεσσαλονίκη, 28.12.2015. Μπίρης Τ., οπ.αν.
85
προβλημάτων έλλειψης εμπειρίας, η οποία όμως εναπόκειται στην ευχέρεια του εκάστοτε διευθυντή, αναδεικνύοντας θεσμικά ζητήματα επιβολής ελέγχου. Τα ζητήματα που αναφέρθηκαν παρουσιάζουν ένα φάσμα προβλημάτων που παρουσιάζονται, κατά την διαχείριση υλοποίησης των δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων υπογραμμίζοντάς την ανάγκη προσαρμογών και διορθώσεων των σχεδίων, λόγω των καθυστερήσεων που προκύπτουν από την έναρξη του σχεδιασμού και της σύνταξης των μελετών έως την υλοποίηση
των
έργων,
και
αποδίδοντας
αντιμετώπισης.
86
έμφαση
σε
τρόπους
Εικόνα 2.10 : Πρόπλασμα – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987)
Εικόνα 2.11 : Κάτοψη Ισογείου – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987) 87
Εικόνα 2.12 : Τομή Α-Α’– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987)
Εικόνα 2.13 : Πρόσοψη– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987)
88
Εικόνα 2.14 : Τομή Α-Α’– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης(2010)
Εικόνα 2.15 : Κάτοψη ορόφου– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (2010)
89
Εικόνα 2.16 : Kτηριολογικό πρόγραμμα – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης
Εικόνα 2.17 : Κάτοψη Ισογείου – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (2010)
90
Εικόνα 2.18
: Σκίτσο απεικόνισης κτηριακού όγκου, Νέο Δημαρχείο
Θεσσαλονίκης
91
Εικόνα 2.19 : Σκίτσο παρουσίασης χώρου εισόδου, Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης
92
2.8 Συμπεράσματα Τα δημόσια αρχιτεκτονικά έργα, αποτελούν κτήρια τα οποία καλούνται να σηματοδοτήσουν τις πόλεις μας, και οι αρχιτέκτονες καλούνται να συνθέσουν προτάσεις που θα αποτελέσουν ένα πεδίο έρευνας και πειραματισμού με στόχο την προώθηση μιας άρτιας αρχιτεκτονικής σύνθεσης αλλά και πρακτικής. Όλα αυτά τα χρόνια και έως σήμερα έχουν διατυπωθεί σημαντικοί προβληματισμοί που αφορούν μεμονωμένα ζητήματα, είτε περί των αναθέσεων των αρχιτεκτονικών έργων, είτε περί των θεσμικών ζητημάτων των δημοσίων έργων, ωστόσο ένα μείζον ζήτημα που δεν έχει τεθεί ως κεντρική θεματική συζήτησης αποτελεί ένα ολοκληρωμένο ερώτημα που επιχειρεί να αποδώσει απαντήσεις σε ζητήματα που περικλείονται σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής ενός αρχιτεκτονικού έργου. Μελετώντας
τα
καταγεγραμμένα
αποτελέσματα
της
έρευνας,
καταγράφηκαν τα κύρια ζητήματα τα οποία συντελούν στην δημιουργία διαφοροποιήσεων μεταξύ της σχεδιασμένης και υλοποιημένης δημόσιας αρχιτεκτονικής. Όπως παρατηρείται από την διαδικασία ανοικοδόμησης των δημοσίων έργων, οι μείζονες παρεμβάσεις των φορέων του δημοσίου τομέα στον αστικό χώρο πολλές φορές πραγματοποιούνται ως ¨τεχνικά έργα" που η έννοια της αρχιτεκτονικής συνήθως απουσιάζει. Το "επείγον" της υλοποίησης πολλών δημοσίων έργων, η απουσία αρχιτεκτονικών διαγωνισμών ή η παρουσία άγονων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, η κατάχρηση του συστήματος της μελετοκατασκευής, η αποσπασματική εφαρμογή νομολογιών αποτελούν ένα δείγμα γραφής πολλών δημοσίων έργων. Από τα αποτελέσματα της πρωτογενούς και δευτερογενούς έρευνας στοιχειοθετήθηκαν τα στοιχεία που συγκροτούν το κύριο ερευνητικό ερώτημα και τα οποία αναλύονται στα επόμενα κεφάλαια. Θεσμικά ζητήματα, ο ελλιπής ρόλος των αρχιτεκτόνων κυρίως κατά την υλοποίηση, οι υπερβολικές εκπτώσεις των έργων που οδηγούν στη υποβάθμιση της ποιότητας, οι υπερβάσεις προϋπολογισμού και οι 93
χρονικές καθυστερήσεις, η σύνταξη και κατάθεση ατελών μελετών, καθώς και οι λανθασμένες και ελλείπεις κοστολογήσεις των έργων, οδηγούν στην υλοποίηση δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων με ατέλειες. Ανιχνεύθηκε η ανάγκη για την εξασφάλιση μιας μεθοδευμένης θεσμικής διαδικασίας που θα συστηματοποιεί και θα οργανώνει τη διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης της μελέτης, της σύνταξης τους διαγωνισμού, της διαδικασίας της δημοπράτησης και τη υλοποίησης, αποσκοπώντας στην απλοποίηση, στον εξορθολογισμό και στην ενοποίηση της νομοθεσίας, συντελώντας στην
επιτάχυνση
των
διαδικασιών
και
δημιουργώντας
ένα
αποτελεσματικότερο θεσμικό πλαίσιο. Οι διαφοροποιήσεις που για διαφόρους λόγους (εύρεση αρχαίων και αλλαγή τοπογραφικής θέσης, δίκτυο ύδρευσης και αλλαγή τοπογραφικής θέσης, αλλαγή υλικών λόγω μη διαθεσιμότητας, δεν έχουν επεξηγηθεί σε αρκετό βάθος και λεπτομέρεια διάφορες κατασκευαστικές συνθήκες) λαμβάνουν χώρα κατά την υλοποίηση των έργων,
αυτές οφείλουν να γίνονται διατηρώντας την
αρχική συνθετική ταυτότητα που έχει δοθεί από τον αρχιτέκτονα. Η κατανόηση κατασκευαστικής ποιότητας και η σημασία της στην μεταβολή της ποιότητας του αρχιτεκτονημένου χώρου, η συνειδητοποίηση της σημασίας της υλοποιημένης αρχιτεκτονικής, η αναγνώριση της σημασίας του αρχιτέκτονα στον σχεδιασμό, την διαχείρισης της υλοποίησης, αλλά και κυρίως την επίβλεψη, η συμπόρευση της αρχιτεκτονικής υλοποίησης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αλλά και την αποτυπωμένη την αρχιτεκτονική μελέτη, αποτελούν στοιχεία προς την υλοποίηση μιας αρχιτεκτονικής χωρίς την απώλεια σε ποιότητα. Η αρχιτεκτονική δεν αποτελεί μια ’άσκηση επί χάρτου’, καθώς σημασία για την πόλη δεν έχει το σχέδιο του κτηρίου αλλά το ίδιο το κτήριο.
94
ΜΕΡΟΣ Β: H ΑΝΑΛΥΣΗ
« Η αρχιτεκτονική προσδιορίζει […] ολοκληρωμένους τόπους ζωής. Είναι ένα πολυσύνθετο σύνολο με διακεκριμένα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την καθημερινή ζωή και τους τρόπους σκέψης»
Φατούρος
Δ.,
«Ένα
συντακτικό
Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2006.
96
της
αρχιτεκτονικής
σύνθεσης»,
Κεφάλαιο 3: Για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και τη διαχείριση υλοποίησης έργου
Στη σύγχρονη κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, κρίνεται επιτακτικός ο καθορισμός του νέου πολυσύνθετου ρόλου της αρχιτεκτονικής.
Η αποδόμηση και ανάλυση των επιμέρους
στοιχείων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μπορεί να βοηθήσει στη σύνθεση μίας ολοκληρωμένης απεικόνισης της συνολικής διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Ο ορισμός μίας ακολουθίας σταδίων που καθορίζει, οργανώνει και συνθέτει τα επιμέρους στάδια της συνθετικής διαδικασίας αποτελεί το πρώτο βήμα για την αναγνώριση και τη συσχέτιση του ρόλου της σύνθεσης ως νοητικής διεργασίας, με τη σχεδιαστική απεικόνιση, την οργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης και την υλοποίηση του αρχιτεκτονικού έργου. Η συνειδητοποίηση του κρίσιμου ρόλου της αρχιτεκτονικής σήμερα, η μετατόπιση της ενασχόλησης της αρχιτεκτονικής από τη μορφή στην ποιότητα, τη σύνθεση και την αρχιτεκτονική ιδέα, δημιουργούν τις συνθήκες για τον επανακαθορισμό της ουσιαστικής αρχιτεκτονικής δημιουργίας αποδίδοντας σημασία στα θεμελιώδη 108. Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται μια ανάλυση της έννοιας της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ανιχνεύονται οι συσχετισμοί τους, τα προβλήματα που προκύπτουν και οι σχέσεις τους με την αρχιτεκτονική αναπαράσταση. Αναλύονται σύγχρονες έννοιες που εμπεριέχονται
στην
αρχιτεκτονική,
εξετάζονται
οι
σχέσεις
της
αναπαράστασης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ο ρόλος των μέσων
108
Θεμελιώδη χρησιμοποιείται με την έννοια της αναγκαίας.
97
αναπαράστασης, ο ρόλος του αρχιτέκτονα στην άρτια απεικόνιση, καθώς και η σχέση της αναπαράστασης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
3.1 Περί αρχιτεκτονικής : μια σύγχρονη προσέγγιση Η συνειδητοποίηση του κρίσιμου ρόλου της αρχιτεκτονικής σήμερα, η μετατόπιση της ενασχόλησης της αρχιτεκτονικής με τα θεμελιώδη, η αναγνώριση του ανθρώπινου παράγοντα στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό θεμελιώδη
και στην υλοποίηση αρχιτεκτονικών έργων, καθώς και η συμβατότητα της αρχιτεκτονικής υλοποίησης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, αποτελούν κρίσιμες έννοιες οι οποίες αφορούν όχι μόνο το παρελθόν και το παρόν, αλλά και το μέλλον της αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική αποτελεί μια από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του ανθρώπου, χαρακτηρίζεται ως αναγκαία και βρίσκεται σε στενή σχέση με τις ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής και κοινωνίας. Εμπεριέχει ένα κοινό παρονομαστή αντιλήψεων και
σύγχρονες ανάγκες
σχέσεων που χαρακτηρίζει τις δραστηριότητες του ανθρώπου σε κάθε οργανωμένη κοινωνία, από τη φιλοσοφία και την τέχνη, μέχρι την οικονομία και την οικοδομική, και οφείλει να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να επιλύει στο μέγιστο βαθμό νέες ανάγκες ή επιθυμίες. Ο κοινός παρονομαστής που περικλείεται στην αρχιτεκτονική ονομάζεται πνεύμα της εκάστοτε εποχής, στοιχείο το οποίο επιτρέπει την συσχέτιση του αρχιτεκτονικού έργου με τον τόπο και το χρόνο υλοποίησής του. Η αρχιτεκτονική δημιουργία δεν αποτελεί μια απλή τεχνική μέθοδο επίλυσης σύνθετων προβλημάτων, αλλά αφορά την προέλευση και την ουσία του έργου σε λειτουργικές και συνθετικές απαιτήσεις. Απεικονίζει τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής και προβάλλει τη μοναδικότητά τους.
98
Η αρχιτεκτονική, στη σύγχρονη εποχή, αποτελεί ένα πολυσύνθετο σύστημα που
συγκροτείται
από
πολλά
αλληλεξαρτώμενα
συστήματα
που
προσδιορίζουν τόπους ζωής και συνθέτουν μια ολότητα. Όπως αναφέρει ο Δ. Φατούρος, «Η αρχιτεκτονική προσδιορίζει ή θέλει να προσδιορίσει ολοκληρωμένους τόπους ζωής. Είναι ένα πολυσύνθετο σύνολο με διακεκριμένα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την καθημερινή ζωή και τους τρόπους σκέψης» (Φατούρος, 2006, σ. 16). Μπορεί να οριστεί ως μια σύνθετη δημιουργική διαδικασία που παίρνει μορφή και μετουσιώνεται σε τρόπους ζωής, οργανώνοντας δραστηριότητες στο χώρο. Αφορά την δημιουργία ποιοτικά συνδυασμένων και δυνητικά διαδραστικών σχέσεων, δράσεων και αντιδράσεων, σε θετική συνέργεια με ένα ανοικτό περιβάλλον και χαρακτηρίζεται ως μια ολότητα 109. Η ολότητα της αρχιτεκτονικής, πολλές φορές γίνεται κατανοητή με διαφορετικούς και αντιφατικούς τρόπους ακόμη και από τον ίδιο τον συνθέτη-αρχιτέκτονα, ή και από τον ίδιο τον άνθρωπο που τη χρησιμοποιεί. Για τον Δ. Φατούρο, η αρχιτεκτονική ορίζεται ως μια πολυπαραγοντικότητα, που έχει μια πρόθεση, έναν σκοπό. Αποτελεί ένα αντιληπτικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από ετερογένεια και που συμπεριλαμβάνει
διάφορες και
ετερογενείς
συνιστώσες
οι
οποίες
αναγνωρίζονται, κατανοούνται και προσεγγίζονται με διαφορετικό τρόπο από κάθε μελετητή
110
(Φατούρος, 2006).
Η σύγχρονη μεταβλητότητα των ανθρώπινων αναγκών εντείνει την πολλαπλότητα
των
διαφορετικών
προσεγγίσεων
και
την
ανάγκη
οργάνωσης της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, προκειμένου να μπορέσουν να συγκροτηθούν άρτιες συνθετικά προτάσεις που απαντούν σε
ολοκληρωμένα
διαρκώς μεταβαλλόμενα
πολύπλοκα
συνθετικά αρχιτεκτονικά ερωτήματα. Ο ορισμός της διαδικασίας του Φατούρος Δ., «Ένα συντακτικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης», Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2006. 110 Το ίδιο. 109
99
αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και μιας ακολουθίας σταδίων που καθορίζει, οργανώνει και συνθέτει τα επιμέρους στάδια της συνθετικής διαδικασίας, αποτελεί το πρώτο βήμα για την αναγνώριση ρόλου της σύνθεσης ως νοητικής διεργασίας που απαιτεί οργάνωση.
3.2 Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ως κυκλική διαδικασία Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ορίζεται ως μια ιδιόμορφη νοητική δραστηριότητα
που
χαρακτηρίζεται
από
τη
μοναδικότητα
του
περιεχομένου των σχεδιαστικών προβλημάτων 111 και από προθέσεις και αποφάσεις οι οποίες διατηρούν τα βασικά χαρακτηριστικά μίας συνεχούς κυκλικότητας
(Τζώνος, 1996). Κατά τη διάρκεια του αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού, ο μελετητής, με δεδομένη μια επαρκώς διατυπωμένη πρόθεση112, για αλλαγή μίας υπάρχουσας κατάστασης, καταλήγει σε καθ-ορίζοντας
πρόταση
μίας
μελλοντικής
κατάστασης,
η
οποία
θεωρείται
ικανοποιητικότερη της πρώτης. Οι προθέσεις του αρχιτέκτονα - συνθέτη πηγάζουν από τις προσδοκίες, τις προτιμήσεις και τις προτεραιότητες του και αποσκοπούν στη δημιουργία αρχιτεκτονικού χώρου με συγκεκριμένα συνθετικά χαρακτηριστικά. Τα τελικά χαρακτηριστικά του οργανωμένου αρχιτεκτονικού χώρου αφορούν προθέσεις, τις οποίες θέτει με το νου, ο αρχιτέκτονας-μελετητής, προτού τις αποδώσει συνθετικά στο χαρτί
113.
O αρχιτέκτονας ξεκινώντας από προθέσεις εσωτερικές και από επιδιώξεις που επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες, συγκροτεί ιδέες που πρόθεση
διαμορφώνουν τη σύνθεση και αναφέρονται είτε στον άνθρωπο, είτε στην κοινωνία. Η αρχιτεκτονική σκέψη αποδίδεται στην πράξη μέσω των προθέσεων του συνθέτη, οι οποίες διακρίνονται σε δύο επίπεδα. Στις
Φύση και σχέση προβλημάτων. Κτηριολογικό πρόγραμμα. 113 Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. 111 112
100
διαισθητικές
αντιδράσεις114,
οι
οποίες
ενυπάρχουν
ως
ιδεολογικά
συστήματα και αφορούν τη συσχέτιση της σύνθεσης με τον άνθρωπο, τη λειτουργία και τον τόπο, και σε συγκροτημένα συστήματα σκέψης, τα οποία εκφράζονται μέσω μίας οργανωμένης διαδικασίας οργάνωσης του σχεδιασμού. Στις ατομικές και συλλογικές συνήθειες έκφρασης οι οποίες πηγάζουν από διαισθητικές αντιδράσεις, καθώς και από συνειδητές προθέσεις του αρχιτέκτονα - μελετητή οργανώνουν τα διαφορετικά στοιχεία της σύνθεσης και συνθέτουν τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού 115.
Προϋπάρχων πλαίσιο επιρροών του ανθρώπου με καταγεγραμμένες συνήθειες έκφρασης. 115 Τζώνος Π., οπ.αν 114
101
Εικόνα 3.1: Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός: αρχιτεκτονική ιδεολογία στρατηγική
102
&
Σύμφωνα με τον Le Corbusier:
«Να
κάνεις
μια
κάτοψη
σημαίνει
να
ορίσεις
με
ακρίβεια,
να
σταθεροποιήσεις ιδέες. Να έχεις ιδέες. Να διατάξεις αυτές τις ιδέες, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητές, εφαρμόσιμες και μεταδόσιμες. Πρέπει να εκδηλώσεις μια συγκεκριμένη πρόθεση, να έχεις ιδέες για να μπορέσεις να αποκτήσεις την πρόθεση»116,
Η διαδικασία της σύνθεσης εμπεριέχει προκαταλήψεις, ιδέες, προθέσεις, διαφορετικές θεωρήσεις του αρχιτέκτονα, συσχετίσεις του ιδίου και των άλλων με το έργο, και τις λοιπές, εσωτερικές και εξωτερικές συνιστώσες οι οποίες είναι αλληλεξαρτώμενες. Οι ιδέες, οι προθέσεις και οι διαφορετικές οπτικές οφείλουν να οργανωθούν και να συντεθούν προκειμένου να εφαρμοστούν κατά την αρχιτεκτονική πράξη και να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο αρχιτεκτονικό έργο. Κατά τη διάρκεια της αρχιτεκτονικής δημιουργίας η στιγμή της σύλληψης της ιδέας αποτελεί μια στιγμή αυτόνομη και μοναδική. Είναι μια δέσμη στοιχείων που έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον καθώς μεταβάλλεται αναλόγως των διαφορετικών προκυπτουσών συνιστωσών117.
Le Corbusier, «Για μια Αρχιτεκτονική», μετάφραση Π. Τουρνικιώτης, B' έκδοση, Αθήνα: εκδόσεις Εκκρεμές, 2005. 117 Φατούρος Δ., «Οίκοι Αξιολόγησης & Οίκοι Αρχιτεκτονικής», από συνέντευξη στον Μανώλη Ηλιάκη, MA Architecture & Spatial Culture, www.yolkstudio.gr, ανάκτηση 12/10/2015, 2011. 116
103
Εικόνα 3.2: Πρόταση του Le Corbusier. Infinité Muséum (Musée à croissance illimitée) α. Πρόταση Γραμμικών σχεδίων - γραμμική απεικόνιση β. Ελεύθερα σκίτσα: Ιδέες, προθέσεις, διάταξη ιδεών
104
Η συνθετική διαδικασία αποτελεί μια ανοικτή δομική διαδικασία που έχει ενταχθεί στην ολότητα του αρχιτεκτονικού έργου. Το ίδιο το αρχιτεκτονικό έργο στην τελική του μορφή, ως υλοποιημένο έργο, αποτελεί ένα ανοικτό δομή
σύστημα με πολλαπλές συνιστώσες, ενώ το πραγματοποιημένο έργο αποτελεί μια μοναδική τελική στιγμή της σύνθεσης 118. Η αρχιτεκτονική σύνθεση καθαυτή αποτελεί μια συνεχή κυκλική διαδικασία η οποία συνεχώς αναπτύσσεται μεταξύ της σκέψης και της πράξης, ως ένα στάδιο δομικής προσέγγισης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού (Εικόνα 3.3: Διάγραμμα αρχιτεκτονικής σκέψης -αρχιτεκτονική δημιουργία). Όπως αναφέρει η Ε. Σακελλαρίδου, για να κατανοηθεί η συνθετική δομή χρειάζεται ένα είδος συγχρονικής ανάγνωσης, προκειμένου να κατανοηθούν τα στοιχεία που λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια του σχεδιασμού και να έρθει στο προσκήνιο η 'διαχρονική διάσταση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης’. Η συμμετοχή στη συνθετική και σχεδιαστική διαδικασία σημαίνει να συμμετέχεις διαρκώς σε μια διαδικασία ‘I do, I undo, I redo',
όπως
αναφέρει και η L. Bourgeois περιγράφοντας τη δουλειά της. Η κυκλική διαδικασία του σχεδιασμού μπορεί να χαρακτηριστεί και ως παλινδρομική σπειροειδής, καθώς ο αρχιτέκτονας σε κάθε επιμέρους στάδιο λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες κάθε φορά προχωρούν τη σύνθεση ένα βήμα παρακάτω,
ενώ
κινούνται
παλίνδρομα
μειώνοντας
συνεχώς
την
απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη (Εικόνα 3.3: Διάγραμμα αρχιτεκτονικής σκέψης - αρχιτεκτονική δημιουργία). Η μια ιδέα οδηγεί στην άλλη με έναν τρόπο μη γραμμικό, σταδιακά αρχίζουν οι έννοιες να συμπλέκονται, να συνδυάζονται, να δομούνται μεταξύ τους και να εξελίσσονται μέσα στο χρόνο σε δύο παράλληλες πορείες. Η σύνθεση, μέσω ενός νοηματικού-δημιουργικού μηχανισμού του αρχιτέκτονα, μετασχηματίζεται μετατρέποντας τα νοηματικά στοιχεία σε βιωματικά και
Φατούρος Δ., «Ένα συντακτικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης», Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2006. 118
105
αποδίδοντας τη συνθετική ιδέα - το τελικό concept
119.
Σε αυτή τη
διαδικασία, ο αρχιτέκτονας- μελετητής διατυπώνει κάθε φορά μια υπόθεση σχετικά με τη φύση του σχεδιαστικού προβλήματος και στη συνέχεια ψάχνει για τη λύση. Η πράξη του σχεδιασμού δημιουργεί νέα προβλήματα, τα προβλήματα επαναπροσδιορίζονται ή επιλύονται120. Η δομική διαδικασία της σύνθεσης που εμπεριέχεται στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό χαρακτηρίζεται από την ολότητα, την αυτορρύθμιση και τον μετασχηματισμό121. Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά αφορούν τη συνθετική διαδικασία, αλλά και τους διαφορετικούς τρόπους, με τους οποίους συμβάλλουν στο μετασχηματισμό των ιδεών σε εφαρμοσμένες λύσεις. Οι αρχικές
ιδέες
με
μια
συστηματική
μέθοδο
αυτορρύθμισης
μετασχηματίζονται σε συνθετικές ιδέες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ολότητα και έχουν εφαρμογή στην τελική σύνθεση (Εικόνα
3.4:
Διαγραμματικό σκίτσο. Το Μεθοδολογικό πέρασμα των ιδεών στο πεδίο εφαρμογής).
Σακελλαρίδου Ε., «Ideas are in buildings: Doing and thinking architecture», απόσπασμα από διάλεξη της Ε. Σακελλαρίδου στο Harvard University, Harvard GSD, 18 Απριλίου 2014, http://triantafylloug.blogspot.gr/2014/05/harvard.html, ανάκτηση 13/05/2016, 2014. 120 Rowe C., Koetter F., «Collage city», Cambridge: MIT Press, 1983. 121 Piaget J., «Στρουκτουραλισμός», Αθήνα: Καστανιώτης, 1972. 119
106
Εικόνα 3.3: Διάγραμμα αρχιτεκτονικής σκέψης -αρχιτεκτονική δημιουργία
107
Εικόνα 3.4 : Διαγραμματικό σκίτσο. Το Μεθοδολογικό πέρασμα των ιδεών στο πεδίο εφαρμογής
108
Υπάρχει μια υβριδική σχέση ανάμεσα στο να σχεδιάζεις και να μελετάς τον σχεδιασμό. Η Ε. Σακελλαρίδου αναφέρει:[...] «Μελετώ την δημιουργικότητα [...] και την ίδια στιγμή σχεδιάζω. Και έτσι μελετώ. Και μελετώ πως εγώ (εμείς) σχεδιάζουμε. Το να κάνεις αρχιτεκτονική, είτε μέσω της πράξης, είτε μέσω της θεωρίας, και το να σκέφτεσαι την αρχιτεκτονική σημαίνει να καταδύεσαι στο δημιουργικό πεδίο και να αρθρώνεις αναλυτικό λόγο για τον σχεδιασμό. Απαιτεί πράξη και την ίδια στιγμή κατανόηση του τι περιλαμβάνει η πράξη αυτή» 122. Η πράξη του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αφορά όχι μόνο την επιστημονική δραστηριότητα που έχει ως αποκλειστικό στόχο να περιγράψει και να ερμηνεύσει τα στοιχεία του περιβάλλοντος, αλλά και τη στρατηγική, δηλαδή τους νοητικούς χειρισμούς που έχουν ως στόχο την επίλυση του αρχιτεκτονικού προβλήματος. Η σχεδιαστική δραστηριότητα αποτελεί μια ιδιόμορφη απεικονιστική διαδικασία επίλυσης προβλήματος, όπου τα στρατηγική
δεδομένα του προβλήματος αποτελούν το «κτηριολογικό πρόγραμμα» και το ζητούμενο του προβλήματος είναι η πρόταση για τη διαμόρφωση ενός χώρου (οργάνωση, προγραμματική διαμόρφωση). Η οργάνωση των κομβικών αυτών νοητικών χειρισμών που αποσκοπούν στην επίλυση του αρχιτεκτονικού προβλήματος από τον αρχιτέκτονα και η συσχέτισή τους με τα παραδοτέα της κάθε φάσης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αποτελούν τη συγκρότηση μιας μεθοδολογίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αλλά και την τελική σύνθεση της αρχιτεκτονικής μελέτης . Η στρατηγική, η οποία ενσωματώνεται
στη
διαδικασία
του
αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού,
θεσμοποιήθηκε κατά την βιομηχανική εποχή, καθώς στις προηγούμενες εποχές σχεδιασμός ήταν ενσωματωμένος στην ίδια την παραγωγή του αντικειμένου. Οι προϋποθέσεις που τέθηκαν στην παραγωγή σχεδίων, στις προδιαγραφές των αρχιτεκτονικών μελετών και στα επιμέρους στάδια των
Σακελλαρίδου Ε., «Ideas are in buildings: Doing and thinking architecture», απόσπασμα από διάλεξη της Ε. Σακελλαρίδου στο Harvard University, Harvard GSD, 18 Απριλίου 2014, http://triantafylloug.blogspot.gr/2014/05/harvard.html, ανάκτηση 13/05/2016, 2014. 122
109
μελετών
αποτύπωσαν
την
βασική
στρατηγική
του
αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού η οποία ήδη προϋπήρχε. Η στρατηγική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, στις σύγχρονες κοινωνίες, ορίστηκε από την προσπάθεια κατάτμησης την συνολικής διαδικασίας σε επιμέρους στάδια, έτσι ώστε να μπορούν να ελεγχθούν τα επιμέρους στάδια της συνθετικής και οικοδομικής πρακτικής123. Ωστόσο, τα αρχιτεκτονικά προβλήματα χαρακτηρίζονται ως τα λιγότερο υποδιαιρέσιμα και ανοικτά ως προς τον αριθμό των 'λύσεων'. Δεν δύναται να υποδιαιρεθούν σε άλλα αυτοτελή υπο-προβλήματα, τα οποία εφόσον επιλυθούν να δώσουν αθροιζόμενα την συνολική λύση του αρχικού σχεδιαστικού προβλήματος, καθώς η τελική απόφαση που αφορά την ολότητα της σύνθεσης βασίζεται σε μια διαισθητική προσέγγιση. Η σχεδιαστικά προβλήματα
αρχιτεκτονική ιδεολογία ενσωματώνεται σε κάθε επιμέρους στάδιο και κατευθύνει
την
γενικότερη
συνθετική
διαδικασία
του
εκάστοτε
αρχιτεκτονικού έργου, ενισχύοντας την αδιαφάνεια και την εσωτερική αντιφατικότητα του φαινομένου του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η ιδιομορφία των προβλημάτων του σχεδιασμού έγκειται στη φύση και στη σχέση μεταξύ των αποφάσεων124 που λαμβάνονται, καθώς στον τρόπο λήψης
των
αποφάσεων
ο
οποίος
δεν
χαρακτηρίζεται
από
γραμμικότητα125, αλλά από κυκλικότητα, από παλινδρομικότητα και από συνολικότητα.
Μια
απόφαση
συν-προσδιορίζει
προηγούμενες
και
επόμενες αποφάσεις κάνοντας συνεχείς κύκλους και παλινδρομικές κινήσεις, μέχρις ότου προκύψει μια τελική απόφαση που ισορροπεί σε όλες τις κατηγορίες126. Ωστόσο, η τελική ποιότητα μίας αρχιτεκτονικής λύσης εξαρτάται από την ποιότητα των επιμέρους προτεινόμενων λύσεων, που
Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. 124 Κατηγορίες αποφάσεων: τεχνική & οικονομική πλευρά (αντοχή, οικονομία, λειτουργική πλευρά), αισθητική πλευρά, κοινωνική και ψυχολογική πλευρά. 125 Αρχικά αποφασίζεται η αισθητική του και κατόπιν ο τρόπος κατασκευής του. 126 Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. 123
110
όμως συνάδουν με μια συνολικά ποιοτική και άρτια λύση (βασισμένη στην αρχιτεκτονική ιδεολογία) που αποδίδεται στην ολότητα του αρχιτεκτονικού έργου. Η κυκλικότητα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μετασχηματίζεται σε παλινδρομικότητα που χαρακτηρίζεται από επάλληλες συνέχειες οι οποίες λειτουργούν ως συγκροτημένες ιδέες και προθέσεις, οι οποίες κάτω από ένα
ενιαίο
μεθοδολογικό
πλάνο
συντίθενται
και
συσχετίζονται
διαμορφώνοντας την ολότητα των αρχιτεκτονικών έργων.
3.3 Το σχεδιαστικό πρόβλημα «Στη σύνθεση συμβαίνουν τα πάντα συγχρόνως όπως ακριβώς σε ένα παζλ». Τομπάζης, Γράμμα σε έναν νέο αρχιτέκτονα. Ένα αρχιτεκτονικό θέμα είναι ένα πρόβλημα προς επίλυση και το αρχιτεκτονικό έργο είναι η διατύπωση της λύσης του 127. Η δημιουργική ανατροφοδότηση
αρχιτεκτονική λύση δεν είναι μια αυθαίρετη απόφαση που λαμβάνεται μονομιάς, αλλά αποτελεί μια πολυ-παραγοντική, κυκλική, αγχώδης και βασανιστική
διαδικασία,
που
προϋποθέτει
μακρά
διερεύνηση
και
ανατροφοδότηση. Η επίλυση του αρχιτεκτονικού έργου συντελείται μέσω του σχεδιασμού128. Σε κάθε στάδιο της σύνθεσης ο αρχιτέκτονας προτίθεται να λάβει αποφάσεις οι οποίες μετέπειτα μετασχηματίζονται και οδηγούν είτε στον επανακαθορισμό τους, είτε στη συνέχιση στο επόμενο στάδιο της συνθετική διαδικασία
συνθετικής διαδικασίας. Ο αρχιτέκτονας, όταν επιχειρεί για τη λύση του αρχιτεκτονικού προβλήματος ξεκινά, αξιολογεί, επιστρέφει και αποδίδει επιμέρους λύσεις.
Κατέχει τη δεξιότητα να ενσωματώνει τις όποιες
ιδεολογικές του απόψεις σε στρατηγικούς χειρισμούς που αποφέρουν ένα σωστά οργανωμένο και συνθετικά άρτιο αποτέλεσμα, μέσω της 127Φατούρος
Δ., «Νοητικοί χειρισμοί στη διαδικασία λύσεως του αρχιτεκτονικού προβλήματος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (6), σσ. 89-96, 1972. 128Φατούρος Δ., «Ένα συντακτικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης», Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2006.
111
συνθετικής διαδικασίας. Καθότι η αρχιτεκτονική σύνθεση αποτελεί ένα ανοικτό σύστημα που κινείται από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και πάλι στο συγκεκριμένο, ιδέες, αποφάσεις, προθέσεις λαμβάνονται και επεξεργάζονται παράλληλα προχωρώντας τη σύνθεση προς τη τελική συγκρότηση.
Η
μετασχηματισμών
σύνθεση
ωριμάζει,
προκειμένου
να
περνώντας καταλήξει
από
στο
στάδια
επιθυμητό
αποτέλεσμα129. Διαδικασίες διαχείρισης έργου οι οποίες ενσωματώνουν την κυκλική δομή του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
(Agile
Project
Management), και
επιτρέπουν στον αρχιτέκτονα μια συνεχή κυκλική μετακίνηση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και πάλι στο συγκεκριμένο 130, καθώς τίθενται μικρά ελεγχόμενα βήματα ως σημεία ελέγχου, θεωρούνται ως πιο κατάλληλες που κειμένου να ενσωματώσουν διαδικασίες σύνθεσης, ελέγχου και επανεκτιμήσεων, κατά την διαδικασία διαχείρισης ενός αρχιτεκτονικού έργου131 . Τα προβλήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αποτελούν ανοικτά προβλήματα που δεν έχουν ούτε μονοσήμαντη θέση, ούτε μονοσήμαντη λύση. Επιδέχονται περισσότερες ερμηνείες για την ορθότητα της λύσης τους και έτσι ο εκάστοτε μελετητής, κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού δεν γνωρίζει με σιγουριά αν έχει επιλύσει το αρχικό πρόβλημα, καθώς εάν συνεχίσει μπορεί είτε να αναπτυχθεί μια ικανοποιητικότερη λύση από τον ίδιο, είτε να παραχθεί μια καλύτερη λύση από κάποιον άλλο μελετητή. Η
Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. 130 Johansson M. Y., «Agile project management in the construction industry - An inquiry of the opportunities in construction projects», Διπλωματική εργασία Μεταπτυχιακού, Επιβλέπω καθηγητής: Gustavsson K. T., Department of Real Estate and Construction Management Civil Engineering and Urban Management, Architectural Design and Construction Project Management: Στοκχόλμη, 2012. 131 Owen, R, Koskela, LJ, Henrich, G, Codinhoto, R, «Is agile project management applicable to construction? » στο: 14th Annual Conference of the International Group for Lean Construction, 25-27 July 2006, Ponteficia Universidad Católica de Chile, Santiago, Chile, 2006 129
112
ορθότητα ετερογενών λύσεων μπορεί να εκτιμηθεί διαφορετικά από άλλους μελετητές, αλλά δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί επιστημονικά η ορθότητα μίας λύσης. Νοητικά σύνολα σύνθετων συλλογισμών μετασχηματίζονται σε έννοιες και καταλήγουν στην παραγωγή σύνθετης σκέψης. Μετέπειτα, αναλύονται σε σχεδιαστικές και λεκτικές αναπαραστάσεις των επιμέρους στοιχείων της λύσης, έως ότου να συντελεστεί η αναλυτική περιγραφή και να προσδιοριστούν απεικονιστικά όλες οι λεπτομέρειες. Με αυτόν τον τρόπο, κατά τη συνθετική διαδικασία, ετερογενείς πληροφορίες συγκροτούν και οργανώνουν χαοτικές πληροφορίες σε μια ενιαία κεντρική ιδέα της αρχιτεκτονικής λύσης. Κατά τη συνθετική διαδικασία,
εμπεριέχεται η
διαδικασία της στοχαστικής αναζήτησης του αρχιτέκτονα που συνεχώς αμφιβάλει για το στόχο της, βάζει ερωτήματα, και προχωράει με δισταγμούς που άλλοτε επιβεβαιώνονται και άλλοτε όχι. Σε αυτή τη στοχαστική διαδικασία ενυπάρχει η πολλαπλότητα και η μοναδικότητα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης132.
Φατούρος Δ., «Οίκοι Αξιολόγησης & Οίκοι Αρχιτεκτονικής» Συνέντευξη στον Μανώλη Ηλιάκη, MA Architecture & Spatial Culture, online: www.yolkstudio.gr, 2011, ανάκτηση 12/10/2015, 2011. 132
113
Εικόνα 3.5 : Συνθετική διαδικασία: από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο
114
Η πολλαπλότητα των ζητημάτων προς τη λύση ενός προβλήματος, όπως επίσης και η ύπαρξη ενός συστηματικού θεωρητικού υπόβαθρου είναι αυτό που καθορίζει το δημιουργικό έργο ως μια «δημιουργική έρευνα» και δεν χαρακτηρίζεται απλά ως μια αυθαιρεσία. Η αρχιτεκτονική σύνθεση δεν αφορά επιλεκτικά χωρικές ή γεωμετρικές αποφάσεις (συνέχειες ή ασυνέχειες, κλειστά ή ανοικτά σχήματα, ζητήματα του χώρου), αλλά συνολικά τη σύνδεση με την ατομική και συλλογική πραγματικότητα, όπως την
αντιλαμβάνεται
ο
αρχιτέκτονας.
Το
αρχιτεκτονικό
έργο
είναι
πολυπαραγοντικό και θεωρείται ολοκληρωμένο μόνο εφόσον έχουν συμπεριληφθεί όλα τα επιμέρους στοιχεία της διαδικασίας που έχουν σχέση με τη λύση του προβλήματος. Ο αρχιτέκτονας - μελετητής απεικονίζει μια ολότητα όπου ενυπάρχουν οι αποφάσεις και οι προθέσεις του. Οι διαφορετικές και ετερογενείς αποφάσεις του αρχιτέκτονα απεικονίζονται εφόσον αποτυπωθούν και σχεδιαστούν οι επιμέρους νοητικοί χειρισμοί, οι ιδέες και οι επιμέρους αποφάσεις που εμπλέκονται στη συνθετική διαδικασία. Η πολλαπλότητα των λύσεων και η μοναδικότητα της τελικής απόφασης αναπαρίστανται σχεδιαστικά σε μια ζωτική τελική σύνθεση 133. Η
συνθετική
ποιότητα
της
τελικής
σύνθεσης
εξαρτάται
από
τη
συνολικότητα και τον τρόπο με τον οποίο έχουν μεταφερθεί οι απαιτήσεις των πελατών στον μελετητή. Το σχεδιαστικό πρόβλημα τίθεται στον μελετητή με τη μορφή λεκτικού κώδικα, ενώ η λύση παρουσιάζεται από τον μελετητή με τη μορφή οπτικού σχεδιαστικού κώδικα. Στόχος της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι με την ολοκλήρωση της μελέτης όχι μόνο να έχει επιτευχθεί ο μετασχηματισμός του συνόλου των λεκτικών στοιχείων σε υλικά απεικονισμένα σχεδιαστικά στοιχεία, αλλά και η άρτια απεικονιστική μεταφορά των απαιτήσεων των πελατών σε συνθετικές προτάσεις από τον αρχιτέκτονα. Η ετερογένεια που παρατηρείται μεταξύ
Φατούρος Δ., «Οίκοι Αξιολόγησης & Οίκοι Αρχιτεκτονικής», Συνέντευξη στον Μανώλη Ηλιάκη, MA Architecture & Spatial Culture, online: www.yolkstudio.gr, ανάκτηση 12/10/2015, 2011. 133
115
του τρόπου, με τον οποίο τίθενται τα ζητούμενα στον μελετητή, και του τρόπου με τον οποίο ζητούνται από τον μελετητή οι λύσεις, αποτελεί μια συνθήκη
που
αναφέρεται
σε
δομικά
στοιχεία
συσχέτισης
του
αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της μεταφοράς δεδομένων, ή της επικοινωνίας134.
134
Φατούρος Δ., 2011, οπ.αν.
116
Εικόνα 3.6: Φύση σχεδιαστικής δραστηριότητας-αρχιτεκτονική ιδεολογία
117
Στη διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού υφίσταται ένας συνεχής μετασχηματισμός των μη παραστατικών προγραμματικών στοιχείων του προβλήματος σε κατ' αρχάς επιμέρους απεικονιστικά στοιχεία, και στη συνέχεια σε γενικότερες συλλήψεις και κωδικοποιήσεις λύσεων. κώδικας απεικόνισης
Οι
απαιτήσεις των πελατών μεταφέρονται στον αρχιτέκτονα -μελετητή μέσω του λεκτικού κώδικα, ενώ ο μελετητής αποδίδει τις συνθετικές λύσεις με απεικονιστικό τρόπο σε σχεδιαστικό κώδικα (γραμμικά σχέδια σύνθεσης, σκίτσα). Κατά τη μεταφορά των λεκτικών απαιτήσεων των πελατών σε απεικονιστικές
απαιτήσεις,
πολλές
φορές
παρατηρείται
απώλεια
δεδομένων, γεγονός που οδηγεί στην σύνταξη αναπαραστατικών λύσεων που δεν βασίζονται στο σύνολο των απαιτήσεων και χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια 135.
3.4 Η αρχιτεκτονική αναπαράσταση Η αρχιτεκτονική από τη φύση της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα της αναπαράστασης, καθώς τα σχεδιαστικά της εργαλεία απεικονίζουν τις εποχικά μεταβαλλόμενες ιδέες του αρχιτέκτονα.
Η αναπαράσταση
περιλαμβάνει εργαλεία και τεχνικές τα οποία δεν είναι ανεξάρτητα από το κοινωνικό, οικονομικό και τεχνολογικό πλαίσιο εντός του οποίου ενυπάρχει η αρχιτεκτονική. Η πορεία εξέλιξης των τεχνικών αναπαράστασης στην αρχιτεκτονική είναι κάθε άλλο παρά γραμμική και αναδεικνύει την πορεία της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής σκέψης και των αξιών που την καθορίζουν. Ετερογενείς κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες ορίζουν το αντικείμενο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ανά εποχή και επηρεάζουν τις βασικές απόψεις και πεποιθήσεις των αρχιτεκτόνων σχετικά με την αρχιτεκτονική δημιουργία 136.
Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. 136 Herbert D., «Study Drawings: Their properties as a Graphic Medium», Journal of Architectural Education, (41), 2, Χειμώνας, σσ. 26-38, 1988 135
118
Το αρχιτεκτονικό σχέδιο ορίζεται ως το αναπαραστατικό μέσο της αρχιτεκτονικής
και
συνιστά
ένα
καθολικό
τρόπο
έκφρασης
και
επικοινωνίας ιδεών, απαρτίζοντας ένα τμήμα μίας συνεχούς αλυσίδας. Η αρχιτεκτονική ιδέα, το ίδιο το σχέδιο ως γλώσσα της αρχιτεκτονικής 137 και το κτήριο ως η εφαρμογή του αποτελούν τους επιμέρους κρίκους της σύνθεσης138. Η αλληλουχία της απεικονιστικής διαδικασίας χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική ως μια συνεχή, αυτοτελή και κυκλική διαδικασία. Κάθε πράξη σχεδιασμού περιλαμβάνει μια σειρά από διαδοχικά βήματα, με τα οποία συγκροτείται ο αρχιτεκτονικός χώρος και καθορίζει την αρχιτεκτονική ως μια ολότητα. « […]προτιμώ να μιλάω από το να σχεδιάζω. Το σχέδιο είναι πιο γρήγορο και αφήνει λιγότερο χώρο για ψέματα[…]» Le Corbusier. Η έννοια της αναπαράστασης σχετίζεται με την απόδοση μίας πραγματικότητας, αλλά και μίας ερμηνείας ενός αντικειμένου. Λειτουργεί ως ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην ιδέα και την υλοποίηση.
Οι
αναπαραστάσεις στην αρχιτεκτονική δεν αφορούν στην πιστή απόδοση της πραγματικότητας, αλλά αποτελούν συμβάσεις για την απόδοση μιας οπτικοποιημένης πληροφορίας. Πρόσθετα, δεν αφορούν μόνο τη σχηματική απόδοση μίας μελλοντικής μορφής, αλλά αποτελούν και μεταφορείς πληροφορίας. Κατ΄επέκταση, η αναπαράσταση αντιμετωπίζει την ίδια την αρχιτεκτονική ως ένα σύστημα επικοινωνίας ή ως ένα φορέα μηνυμάτων. Ο αρχιτέκτονας επιλέγει συγκεκριμένα μέσα και τεχνικές με τα οποία διαμορφώνει μια δική του αναπαραστατική πραγματικότητα. Η Η τέχνη της οικοδόμησης απαρτίζεται από το γραμμικό σχέδιο και την κατασκευή. (Leon Battista Alberti, 1988, De Re Aedificatoria). H σημασία και ο σκοπός του γραμμικού σχεδίου είναι να αποτυπώνει, να αποδίδει και να οριοθετεί με ένα ορθό και ξεκάθαρο τρόπο την εικόνα ενός κτηρίου. Το γραμμικό σχέδιο αποδίδει τη μορφή. Τα μέσα αναπαράστασης της αρχιτεκτονικής είναι: γραμμικά σχέδια :κάτοψη -όψη - τομή, λεπτομέρειες, σκίτσα, διαγράμματα, αξονομετρικά σχέδια, προπλάσματα, προοπτικά σχέδια 138 Vidler A., «Diagrams of Diagrams: Architectural Abstraction and Modern Representation Anthony Vidler Representations», (72), Φθινόπωρο, σσ. 1-20, http://iris.nyit.edu/~rcody/Thesis/Readings/Anthony-Vidler-Diagrams-of-DiagramsArchitectural.pdf, ανάκτηση 25/11/2015, 2000. 137
119
επιλεγείσα χρήση των συμβάσεων δεν είναι αντικειμενική, αλλά υπόκειται στην υποκειμενικότητα του κάθε αρχιτέκτονα, η
οποία αφορά τις
καταβολές του αρχιτέκτονα, την πορεία σκέψης του, αλλά και τα τρίτα πρόσωπα που εμπλέκονται στο έργο (ομάδα έργου, χρήστες, συνεργάτες, κατασκευαστές, εργολάβοι). Οι επιλογές αυτές υπαγορεύονται επίσης και από τις αρχιτεκτονικές
αξίες της εποχής.
Ο εκάστοτε
τρόπος
αναπαράστασης διαμορφώνει έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης, όπου αντανακλώνται οι θέσεις του κάθε αρχιτέκτονα139. Τα ίδια τα εργαλεία αναπαράστασης συντελούν στη δημιουργία συμβάσεων, οι οποίες επηρεάζουν την αρχιτεκτονική σκέψη. O Evans αυτοτέλεια
επισημαίνει ότι από την περίοδο της κλασικής αρχιτεκτονικής και μετά οι τεχνικές ανaπαράστασης δεν συντελούσαν μόνο στην εφαρμογή του σχεδιασμού αλλά συγκροτούσαν ένα συνολικό πλαίσιο καθοδήγησής του140. Τα αναπαραστατικά μέσα της αρχιτεκτονικής ορίζονται ως τα εργαλεία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, που βοηθούν στην διαμόρφωση μίας αρχιτεκτονικής ιδέας, αποτυπώνουν μια ήδη διαμορφωμένη σύλληψη μίας ιδέας, και την μεταφέρουν, μέσω των αρχιτεκτονικών μέσων αναπαράστασης, στην τελική αρχιτεκτονική πρόταση. Το αρχιτεκτονικό έργο δεν διαμορφώνεται ξαφνικά συνολικά και αυτόματα σε μια στιγμή με τη σύλληψη μίας ιδέας. Τα σχέδια λειτουργούν ως βοηθητικά στοιχεία για την τελική διαμόρφωση μίας ιδέας από τη σύλληψή της. Αυτό χαρακτηρίζει την
αρχιτεκτονική
δημιουργία
ως
μια
αυτοτελή
διαδικασία
που
αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται με τη βοήθεια των αναπαραστατικών μέσων141.
Vidler A., 2000, oπ.αν. Evans R., «Architectural Projection» στο Blau E., Kaufman E., (eds) 'Architecture and its Image: Four centuries of Architectural Representation works from the Canadian Centre for Architecture, Montreal: Canadian Centre for Architecture, σσ.19-35, https://arch2281sp14.files.wordpress.com/2014/01/evans-1989-architectural-projection.pdf, ανάκτηση 01/02/2016, 1989. 141 Τροβά Β., Μανωλίδης Κ., Παπακωνσταντίνου Γ. (επιμέλεια), (2006): «Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης», Βόλος: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2006. 139 140
120
Οι τεχνικές αναπαράστασης, εκτός από μηχανισμοί απεικόνισης του χώρου λειτουργούν και ως μέσα διαμόρφωσης της αρχιτεκτονικής σκέψης κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού. Η αναπαράσταση αποτελεί βασικό εργαλείο σκέψης για τον αρχιτέκτονα, καθώς δημιουργεί το περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται ο συνθετικός συλλογισμός142. Οι τεχνικές και τα εργαλεία αναπαράστασης που επιλέγει κάθε φορά ο αρχιτέκτονας δημιουργούν σύνθετος συλλογισμός
ένα
διαφορετικό
περιβάλλον,
εντός
του
οποίου,
ο
αρχιτέκτονας επεξεργάζεται την πρότασή του αποσκοπώντας στην μετάδοση
μίας
ολοκληρωμένης
σχεδιαστικής
πληροφορίας.
Οι
σχεδιαστικές απεικονίσεις ορίζονται ως τμηματικές αναπαραστάσεις του χώρου, που πολλές φορές περιγράφουν μη φανερές αντιστοιχίες με την αρχιτεκτονική που προκύπτει από διαισθητικά στοιχεία. Κάθε σύστημα αναπαράστασης λειτουργεί ως ένας κώδικας επικοινωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει μια πρόθεση, η οποία ορίζει τους συσχετισμούς και τις παραδοχές που συνθέτουν την τελική αρχιτεκτονική πρόταση 143. Η διαισθητική συνθήκη περιορίζεται και μετασχηματίζεται σε μια έλλογη διαδικασία με νοηματική αλληλουχία, καθώς το πνεύμα του αρχιτέκτονα βελτιώνεται και ωριμάζει. Η έννοια της αναπαράστασης στην αρχιτεκτονική, εγείρει πολλά ζητήματα ετερογένειας ανάλογα με το πρίσμα υπό το οποίο προσεγγίζονται 144. Διακρίνεται στην απεικονιστική (depictive) αναπαράσταση, η οποία αφορά την εξωτερική όψη των αντικειμένων και στην κανονιστική ετερογένεια
αναπαράσταση, η οποία αφορά την επικοινωνία ανάμεσα στους αρχιτέκτονες και τους κατασκευαστές. Ανάλογα με τον αποδέκτη της αναπαράστασης, ο D. Herbert διακρίνει την ίδια αναπαράσταση, ανάμεσα στα
προσωπικά
σχέδια
διερεύνησης
(σκίτσα,
διαγράμματα)
που
Leatherbarrow D., «Showing what otherwise hides itself», Harvard Design Magazine, (9), Φθινόπωρο, σσ. 51-52, 1998. 143 Frascari M., Hale J., Starkey B., (2007): «From models to Drawing: Imagination and Representation in Architecture», Λονδίνο: Routledge, 2007. 144 Leatherbarrow D., «Showing what otherwise hides itself», Harvard Design Magazine, (9), Φθινόπωρο, σσ. 51-52, 1998. 142
121
πραγματοποιεί ο αρχιτέκτονας για εσωτερική επεξεργασία και στα πιο 'δημόσια' σχέδια (σχέδια παρουσίασης, φωτορεαλιστικά, γραμμικά, αξονομετρικά) τα οποία αφορούν την επικοινωνία μίας αρχιτεκτονικής πρότασης σε τρίτους (Εικόνα 3.7: Σχεδιαστικές απεικονίσεις)145.
Herbert D., «Study Drawings: Their properties as a Graphic Medium», Journal of Architectural Education, (41), 2, Χειμώνας, σσ. 26-38, 1988 145
122
α. The Guggenheim Museum Bilbao. Ελεύθερο σκίτσο
β. The Guggenheim Museum Bilbao. τελικό σχέδιο
Εικόνα 3.7 Σχεδιαστικές απεικονίσεις: a. The Guggenheim Museum Bilbao. Ελεύθερο σκίτσο β. The Guggenheim Museum Bilbao. τελικό σχέδιο 123
Η
τελική
διατύπωση
της
αρχιτεκτονικής
πρότασης,
μέσω
ενός
αναπαραστατικού μέσου, δεν ορίζεται ως μια τεχνική αναγκαιότητα του αρχιτέκτονα, αλλά ως ένας τρόπος σκέψης και απεικόνισης του χώρου. Η αρχιτεκτονική αναπαράσταση συντελεί στον υποκειμενικά πληρέστερο επιστημονικό, συνθετικό και κατασκευαστικό έλεγχο των αρχιτεκτονικών ιδεών, συγκεντρώνει
τις
εννοιολογικές
δομές
του
οικοδομήματος,
προσδίδει νοηματοδότηση και αναφέρεται σε ένα τελικά υλοποιημένο αρχιτεκτονικό έργο, που απεικονίζει τις βασικές αντικειμενικές τάξεις οργάνωσης και κατασκευής του χώρου. Η αρχιτεκτονική αναπαράσταση τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στην αρχιτεκτονική σκέψη και στην αρχιτεκτονική δημιουργία και λειτουργεί ως ένα ενδιάμεσο μεταβατικό στάδιο146.
Εικόνα 3.8: Διάγραμμα αρχιτεκτονική σκέψη - αρχιτεκτονική δημιουργία
Τροβά Β., Μανωλίδης Κ., Παπακωνσταντίνου Γ. (επιμ.) «Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης», Βόλος: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2006. 146
124
3.5 Συμπεράσματα H αρχιτεκτονική προτίθεται να κατασκευάσει τους τόπους όπου ζουν οι άνθρωποι, τεκμηριώνοντας με θεωρία, ιδεολογικές προθέσεις και φιλοσοφικές προεκτάσεις την αρχιτεκτονική και εμπλουτίζοντας την αρχιτεκτονική δημιουργία με ζωή. Η αρχιτεκτονική σύνθεση δεν είναι ένα αποτέλεσμα αλλά και μια διαδικασία αρχιτεκτονικής δημιουργίας μοντέλων κατοίκησης που διαμορφώνουν
τρόπους ζωής και εμπεριέχουν
προθέσεις και νοηματοδοτήσεις. Η καίρια σημασία της κατανόησης της αρχιτεκτονικού σχεδιασμού στην αρχιτεκτονική πράξη αποτελεί τον κύριο λόγο ανάλυσης των θεωρητικών συνισταμένων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και υλοποίησης. Η ανάγκη για την ουσιαστική κατανόηση των γραμμών και των λέξεων που περιέχονται στην αρχιτεκτονική, όπως επίσης και των κύριων συνιστωσών του έργου, όχι μόνο των μορφολογικών αλλά και των συνθετικών και εννοιολογικών αποτελεί τον κύριο λόγο ανάλυσης του θεωρητικού υπόβαθρου, εντός του οποίου υλοποιούνται τα αρχιτεκτονικά έργα. Ο διττός ρόλος των αρχιτεκτονικών σχεδίων βρίσκεται ανάμεσα στην ιδέα του αρχιτέκτονα, τη σύνθεση και την υλοποίησή της. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιείται μια υποκειμενική μετάφραση της ιδέας, μέσω της αναπαράστασης, τη σύνθεση και κατόπιν στην ύλη, η οποία βασίζεται στη δομή και τη χρήση των μέσων αναπαράστασης. Προθέσεις του αρχιτέκτονα διαμορφώνουν την αρχιτεκτονική ιδέα, κατά τη σύνθεση (σχέδια
διερεύνησης)
και
απεικονίσεις
στα
σχέδια
παρουσίασης
επικοινωνούν τη συνθετική ιδέα στην ομάδα έργου και υλοποίησης. Η άρτια μεταφορά των απαιτήσεων σε συνθετικές ιδέες και από συνθετικές ιδέες σε σχέδια παρουσίασης αποτελεί μια πρόκληση για το σύγχρονο αρχιτέκτονα, καθώς καθορίζει το τελικό επίπεδο του υλοποιημένου αρχιτεκτονήματος.
125
Η
αποτελεσματική
διαχείριση
της
διαδικασίας
του
αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού δημιουργεί μια πρόκληση και μια ευκαιρία για τους σύγχρονους αρχιτέκτονες. Η διαχείριση πολύπλοκων ομάδων έργου με ετερογενή χαρακτηριστικά και η επίλυση πολύπλοκων συνθετικών διεργασιών, μέσα σε ένα συγκροτημένο πλαίσιο που επιτρέπει αλλά και μεγιστοποιεί τη δημιουργικότητα,
αποτελεί το στόχο μίας σύγχρονης
αρχιτεκτονικής.
126
Κεφάλαιο 4: Οργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης
Στην αρχιτεκτονική, η αναπαράσταση αποτελεί μια γραφική απεικόνιση, αλλά και ένα μέσο υλοποίησης του αντικειμένου της. Η συστηματοποίηση της αναπαράστασης και συγκροτούν
την
η μεθόδευση της θεωρητικής σκέψης,
οργάνωση
της
διαδικασίας
του
αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού. Η καταγραφή των επιμέρους σταδίων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και η ταξινόμηση τους σε μία οργανωμένη τάξη, συνιστούν την συγκρότηση μιας συστηματικής μεθοδολογίας οργάνωσης των βημάτων που ακολουθούνται από την έναρξη έως την ολοκλήρωση ενός έργου,
και
αποτελούν
τα
ξεχωριστά
στάδια
οργάνωσης
μιας
αρχιτεκτονικής μελέτης. Σε αυτό το κεφάλαιο εξετάζονται οι φάσεις οργάνωσης της αρχιτεκτονικής μελέτης και η συσχέτισή τους με τα στάδια του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Επιχειρείται μία ιστορική αναδρομή, όπου παρουσιάζονται οι διαδοχικές φάσεις εξέλιξης των μοντέλων οργάνωσης της αρχιτεκτονικής μελέτης από το παρελθόν έως σήμερα. Περιγράφονται τα διάφορα πρότυπα οργάνωσης στο εξωτερικό και στην Ελλάδα και παρατίθενται συγκριτικά στοιχεία που αναδεικνύουν διαφοροποιήσεις και ομοιότητες. Εξετάζεται η μεθόδευση της ίδιας της διαδικασίας του σχεδιασμού και ο συσχετισμός της με τη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης των αρχιτεκτονικών έργων. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός αναλύεται ως μια κυκλική συνθετική διαδικασία, η οποία καθορίζει τις παραμέτρους που οδηγούν ένα αρχιτεκτονικό έργο στον σχεδιασμό και την ολοκλήρωση του, αλλά και ως μια μεθοδολογία οργάνωσης των επιμέρους σταδίων του.
129
4.1 Στάδια αρχιτεκτονικού σχεδιασμού: ιστορικά δεδομένα, οργάνωση διαδικασίας, παρελθοντικοί, σύγχρονοι ορισμοί Ανατρέχοντας σε ιστορικά δεδομένα, παρόλο που υπάρχει η αντίληψη ότι η διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αποτελεί ένα αντικείμενο που πρόσφατα147 έχει αρχίσει να μελετάται ωστόσο, έχει μελετηθεί αρκετά κατά το παρελθόν148. Ιστορικά στοιχεία αποδίδουν την ενασχόληση του Βιτρουβίου με τον καθορισμό της έννοιας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, λεπτομερή στοιχεία αναφέρουν ότι το σχέδιο από την αρχή την σύλληψής του (Leοn Batista Alberti) ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ως ένα απλό εργαλείο καταγραφής του χώρου, αλλά αποτέλεσε ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, με απώτερο στόχο να ανάγει την αρχιτεκτονική από τεχνική (craft), σε επιστήμη και σε ελεύθερη τέχνη. Έτσι, η αρχιτεκτονική μετεξελίχθηκε σε μια νέα θεωρητική κατασκευή και συνδέθηκε με τον Alberti ως διανοούμενο, ο οποίος προέβαλε τον εξωτερικό κόσμο μέσα από την επιφάνεια του χαρτιού149. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ορίζεται ως μία κρίσιμη διαδικασία επιλογής επιμέρους στοιχείων που στόχο έχει τη δημιουργία μίας ενιαίας ολότητας. Για τη διαδικασία ανάπτυξης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, σύμφωνα με τον Filarete150 ακολουθούνται τέσσερα διαδοχικά στάδια: οι αναλογίες - οι γραμμές, τα προπλάσματα το κτήριο, λειτουργούν όλα ως συνέχειες με κάθε ξεχωριστό βήμα να περιέχει
την
προβολή
ενός
επιπλέον
βαθμού
ωριμότητας
της
αρχιτεκτονικής ιδέας151. Με αυτό τον ορισμό, εισάγεται η απόδοση συνθετικών ποιοτικών χαρακτηριστικών στην αρχιτεκτονική ιδέα, η έννοια μιας αναπτυσσόμενης σύνθεσης και της δημιουργίας.
Μόλις στα τέλη του περασμένου αιώνα. Lawson B., «The Art of the Process», London: RlBA, 1993. 149 Perez -Gomez A., Pelletier L., «Architectural Representation and the Perspective Hinge», 2η έκδοση, Cambridge: MIT Press, 1997. 150 Filarete ή διαφορετικά Antonio di Pietro Averlino. 151 Perez -Gomez A., Pelletier L., 1997, οπ.αν. 147 148
130
Ο Μ. Laugier (1753) περιέγραψε τη διαδικασία του σχεδιασμού ως μια διαδικασία επίλυσης προβλήματος. Κατά τη διαδικασία της επίλυσης του αρχιτεκτονικού προβλήματος προηγείται η αποσύνθεση, ακολουθεί η επίλυση των επιμέρους στοιχείων του προβλήματος και η ανασύνθεση των επιμέρους λύσεων σε μία ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική λύση 152. Ο Le Corbusier περιγράφει τη διαδικασία σχεδιασμού ως μια συνεχή διαδικασία αποσύνθεσης και ανασύνθεσης που περιλαμβάνει μια γραμμική διαδοχική ακολουθία που συγκροτείται από την περιγραφή των αναγκαίων λειτουργιών, τη διαμόρφωση των προτύπων σχεδιασμού και τέλος την ανασύνθεση αυτών σε μια ενσωματωμένη μορφολογική ολότητα 153. Ο
Μ.
Asimow
ολοκληρωμένο σχεδιασμού,
επιχειρώντας καθορισμό
διαχωρίζει
την
ένα της
επιπλέον
βήμα
διαδικασίας
ενιαία
του
γραμμικότητα
προς
ένα
πιο
αρχιτεκτονικού των
εργασιών
δημιουργώντας δύο βασικές γραμμικές διαδικασίες, μία οριζόντια και μία κάθετη δομή λήψης αποφάσεων154. Η κάθετη δομή περιλαμβάνει διαδοχικές δραστηριότητες, κατανεμημένες σε φάσεις και η οριζόντια δομή περιλαμβάνει μια κυκλική δομή λήψης αποφάσεων, κοινή σε όλα τα βήματα.
Oρθολογική μέθοδος. Lang J., «Creating Architectural Theory: The Role of the Behavioral Sciences in Environmental Design» New York: Van Nostrand Reinhold Company, 1987. 154 Asimow M., «Introduction to Design», New Jersey: Prentice-Hall,1962. 152 153
131
Εικόνα 4.1: Μοντέλο διαδικασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
132
Ως βήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού από τον M. Asimow (1962) ορίζονται τα εξής: M. Asimow (1962) Αρ. Σταδίου
Φάσεις Έργου
1.
Ανάλυση
2
Σύνθεση
3.
Αξιολόγηση
4.
Βελτιστοποίηση
5.
Αναθεώρηση
6.
Εφαρμογή
Πίνακας 4.1 : Bήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
133
Στο Imperial College, διεξήχθη το πρώτο συνέδριο με θεματολογία «περί των μεθόδων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού» όπου καταγράφηκαν και θεσμοθετήθηκαν τα στάδια του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού από τον Broadbent, τα οποία σύμφωνα με τα αποτελέσματα του συνεδρίου ορίστηκαν στα εξής155:
Broadbent (1962) Αρ.
Φάσεις Έργου
Σταδίου
1.
Ανάλυση
2
Σύνθεση
3.
Αξιολόγηση
Πίνακας 4.2: Bήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού - Imperial College
Broadbent G., «Design in Architecture: Architecture and the Human Sciences», UK: John Wiley and Sons, 1973. 155
134
Το 1963, o L. Archer
156
προτιθέμενος να ορίσει αναλυτικότερα τα στάδια
του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού δημιούργησε ένα νέο λεπτομερέστερο διάγραμμα που ξεχώριζε τις διακριτές φάσεις του Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού αναλύοντας τα επιμέρους στάδια ως εξής: Archer (1963) Αρ. Σταδίου
Φάσεις Έργου
1.
Ανάλυση
1.1
Εκπαίδευση
1.2
Προγραμματισμός
1.3
Συλλογή στοιχείων
2.
Δημιουργία
2.1
Ανάλυση
2.2
Σύνθεση
2.3
Ανάπτυξη
3.
Υλοποίηση
3.1
Επικοινωνία της λύσης
Πίνακας 4.3: Bήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
Archer L. B., «Systematic Method for Designers», στο Developments in Design Methodology, επιμ. Nigel Cross, 57-82. Chichester: John Wiley & Sons, 1963. 156
135
Στο μοντέλο του L. Archer (1962) η κάθε φάση είναι ξεχωριστή και τα επιμέρους στάδια δεν αλληλοεπιδρούν και δεν αλληλοκαλύπτονται. Σε αυτό τον ορισμό, η κάθε επιμέρους φάση και το κάθε στάδιο πρέπει να ολοκληρωθεί, έτσι ώστε να μπορεί να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο η διαδικασία του σχεδιασμού157. H γραμμικότητα της ακολουθίας αποτελεί ένα εμπόδιο προς την απρόσκοπτη συνέχεια της διαδικασίας, καθώς ζητήματα που προκύπτουν σε επιμέρους βήματα καθυστερούν τη λήψη μιας απόφασης και εν συνεχεία την πορεία ολόκληρου του έργου. Σε αυτό το μοντέλο εισάγεται μια παράλληλη ακολουθία από στάδια που επιχειρούν να περιγράψουν αναλυτικότερα το περιεχόμενο των επιμέρους βημάτων.
Mahmoodi Α., «The Design Process in Architecture: A Pedagogic Approach using interactive thinking», The University of Leeds, UK, Μεταπτυχιακή εργασία, Σεπτέμβριος 2001. 157
136
Archer (1963) Αρ.
Φάσεις Έργου
Περιεχόμενο Φάσεων
Σταδίου
Αναλυτική Φάση
Δημιουργική Φάση
Φάση Υλοποίησης
1.
Ανάλυση
1.1
Εκπαίδευση
Παρατήρηση
1.2
Προγραμματισμός
Μέτρηση
1.3
Συλλογή στοιχείων
Αιτιoλόγηση
2.
Δημιουργία
2.1
Ανάλυση
Αξιολόγηση
2.2
Σύνθεση
Κρίση
2.3
Ανάπτυξη
Απόφαση
3.
Υλοποίηση
3.1
Επικοινωνία της
Υλοποίηση
λύσης
Πίνακας 4.4: Bήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
137
Εικόνα 4.2: Μοντέλο απεικόνισης σταδίων αρχιτεκτονικού σχεδιασμού: παράλληλες δραστηριότητες (Jones: 1963).
138
Ο C. Jones (1963) ορίζει τη διαδικασία του σχεδιασμού ως μία μέθοδο επίλυσης συγκρούσεων ανάμεσα στη λογική ανάλυση και τη δημιουργική σκέψη και εισάγει τη χρήση διαγραμμάτων κατά τη διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμό. Διατυπώνεται η έννοια του προγραμματισμού (architectural programming) στη σύνθεση και μέσω της ανάπτυξης διαγραμμάτων οργανώνονται και συντίθενται σχεδιαστικά και χωρικά στοιχεί, αλλά και καταγράφονται τα λειτουργικά και προγραμματικά δεδομένα. Εισάγεται η αλληλεπίδραση μεταξύ των επιμέρους σταδίων και εφαρμόζεται η παράλληλη υλοποίηση δραστηριοτήτων και λήψη αποφάσεων, ακόμη
και
μεταξύ των βημάτων που ανήκουν σε
διαφορετικές φάσεις158.
Jones C., «A Method of Systematic Design», Conference on Design Methods, Oxford: Pergamon, 1963. 158
139
Jones (1963) Αρ. Σταδίου
Φάσεις Έργου
1.
Εντοπισμός Ιδέας
Εντοπισμός προβλήματος Ανάπτυξη ιδέας
2.
Συλλογή απαιτήσεων
Συλλογή
και
ανάλυση
απαιτήσεων
3.
Ανάπτυξη πρότασης
Συνθετική διαδικασία Επίλυση προβλημάτων
4.
Αξιολόγηση
Αξιολόγηση λύσεων
5.
Δράση
Βελτιστοποίηση λύσης Επικοινωνία
Πίνακας 4.5: Bήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού - Jones (1963)
140
Την ίδια εποχή ο D. Thornley (1963) αναπτύσσει ένα νέο μοντέλο, εισάγοντας για πρώτη φορά τη διαδικασία συλλογής δεδομένων ως μια ξεχωριστή διαδικασία και αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή συλλογή απαιτήσεων
απαιτήσεων των πελατών. Η άρτια συλλογή απαιτήσεων και η μετέπειτα συνολική και οργανωμένη καταγραφή και αποτύπωσή τους στην αρχιτεκτονική μελέτη, αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο που αφορά τη συνολική αρτιότητα
της
προγραμματικά
αρχιτεκτονικής δεδομένα
που
μελέτης,
καθώς
αποτελούν
τη
καταγράφονται βάση
μιας
τα
άρτιας
διαδικασίας της υλοποίησης. Μία ολοκληρωμένη καταγραφή και ανάλυση απαιτήσεων μπορεί να οδηγήσει στην ορθή επίλυση του αρχιτεκτονικού προβλήματος159.
Thornley, D.G., «Design Method in Architectural Education» στο: C. Jones and D.G. Thomley ed. Conference on Design Methods. Oxford: Pergamon, 1963. 159
141
Τα στάδια της διαδικασίας σχεδιασμού είναι τα εξής: Thornley (1963) Αρ. Σταδίου
Φάσεις Έργου
1.
Συλλογή δεδομένων
2.
Δημιουργία γενικής ιδέας και μορφής
2.1
Βασικός σκοπός του έργου
2.2
Σχέση του κτηρίου με τον 'κάτοικο'
2.3
Η σχέση του κτηρίου με το κοινωνικό περιβάλλον
2.4
Η σχέση του κτηρίου με το φυσικό περιβάλλον του.
2.5
Καθορισμός Οικονομικών παραμέτρων
2.6
Αρχικός καθορισμός χωρικών σχέσεων του έργου
2.7
Αρχικός καθορισμός κατασκευαστικών σχέσεων
2.8
Αρχικός καθορισμός μορφής
3.
Τελική απόδοση μορφής
3.1
Τελική απόδοση χωρικών σχέσεων του έργου
3.2
Τελική απόδοση δομής.
3.3
Ανάπτυξη των αρχιτεκτονικών αξιών του έργου.
4.
Ολοκλήρωση και παρουσίαση τελικού έργου
Πίνακας 4.6: Bήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού - Thornley (1963)
142
Η μέθοδος του D. Thornley (1963), αποτέλεσε τη βάση για την οργάνωση της προτεινόμενης διαδικασίας σχεδιασμού (Management Handbook Process of design) του RIBA (Royal Institute of British Architects). Το 1991 δημιουργήθηκε το πρώτο Σχέδιο Εργασίας (Plan of Work) όπου περιγράφεται και θεσμοθετείται για πρώτη φορά η προτεινόμενη διαδικασία
σχεδιασμού
αρχιτεκτονικού έργου.
και
της
διαχείρισης
υλοποίησης
ενός
Αποτύπωσε ένα κοινό πλαίσιο οργάνωσης και
διαχείρισης των κτιριακών έργων, το οποίο υιοθετήθηκε όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Το Σχέδιο Εργασίας (Plan of Work) χρησιμοποιήθηκε ευρέως τόσο ως ένας χάρτης περιγραφής διαδικασιών, αλλά και ως ένα εργαλείο δημιουργίας σημείων αναφοράς και διαχείρισης των σταδίων εργασίας για την καθοδήγηση βέλτιστων πρακτικών σε τεχνικά έργα160.
160
RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991.
143
Τα στάδια που έχουν αρχικά θεσμοθετηθεί, περιγράφονται ως εξής: RIBA - Management Handbook (1991)
1.
Διαδικασία σχεδιασμού
Εργασίες
Προγραμματισμός
Σύντομη περιγραφή του έργου, περιγραφή προγράμματος
2.
Έννοια, μορφή-εύρημα,
Γενική Μελέτη
αξιολόγηση 3.
Ανάπτυξη έργου
Ανάπτυξη σχεδίων έργου
4.
Βελτίωση και ολοκλήρωση
Προτάσεις βελτίωσης
του έργου
Πίνακας 4.7: Management Handbook - RIBA
144
Παράλληλα, το RIBA(Royal Institute of British Architects) εισήγαγε το σχέδιο εργασίας θεσμοθετώντας μία προτεινόμενη ακολουθία πράξεων για την εκπόνηση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αλλά και της υλοποίησης του αρχιτεκτονικού έργου. Στο RIBA Σχέδιο Εργασίας (Plan of Work) περιγράφεται η προτεινόμενη ακολουθία εργασιών, η οποία αποτελεί σχεδόν μία ολοκληρωμένη βάση για το μοντέλο που χρησιμοποιείται σήμερα για την οργάνωση του σχεδιασμού και της διαχείρισης της υλοποίησης. Το Σχέδιο Εργασίας (Plan of Work) σήμερα αποτελεί μία θεσμοποιημένη διαδικασία που ανανεώνεται και προσαρμόζεται κάθε φορά με τα νέα δεδομένα161.
161
RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991.
145
Το Σχέδιο Εργασίας (Plan of Work)που αναπτύχθηκε από το RIBA (Royal Institute of British Architects) το 1991, διαρθρώνεται ως εξής:
RIBA – Σχέδιο Εργασίας - Plan of Work (1991) 1.
Έναρξη έργου (Inception)
2.
Σκοπιμότητα έργου (Feasibility)
3.
Προσχέδια προτάσεων (Outline proposals)
4.
Σχεδιασμός έργου (Scheme design)
5.
Σχεδιασμός λεπτομερειών (Detail design)
6.
Σχεδιασμός επι μέρους στοιχείων έργου (Production information)
7.
Καθορισμός
ποσοτήτων,
οικονομικών
στοιχείων
(Bills
quantities) 8.
Δημιουργία προσφορών (δημοπράτηση)(Tender action)
9.
Χρονικός προγραμματισμός έργου (Project planning)
10.
Εργασίες υλοποίησης/κατασκευής (Operations on site)
11.
Ολοκλήρωση έργου (Completion)
12.
Ανατροφοδότηση/αξιολόγηση (Feeedback)
Πίνακας 4.8: Plan of Work -RIBA (1991)
146
of
Ένα αντίστοιχο πρότυπο μοντέλο έχει δημιουργήσει το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων, AΙA(American Institute of Architects), στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο περιγράφει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ως μια διαδικασία με διακριτές διαδοχικές φάσεις. Ο C. Alexander ορίζει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ως επίλυση ενός προβλήματος. Το μοντέλο του C. Alexander (1964) διαχωρίζει την αρχιτεκτονική πράξη σε δύο κύριες φάσεις: την ανάλυση και τη σύνθεση. Στη φάση της ανάλυσης αποσυντίθεται το κύριο πρόβλημα σε μικρότερα επιμέρους ανεξάρτητα προβλήματα, στα οποία αποδίδεται μια ιεραρχία και επιλύεται το κάθε πρόβλημα ως μία ανεξάρτητη μονάδα, τα οποία όμως εφόσον συντεθούν αποτελούν μία ενιαία λύση του αρχιτεκτονικού προβλήματος. Η διαδικασία του
σχεδιασμού
συντίθεται
μέσω
της
επιλυμένης
ολότητας
του
αρχιτεκτονικού προβλήματος162.
Alexander C., «Notes on the Synthesis of Form», Cambridge, Mass: Harvard University Press, 1964. 162
147
Σύμφωνα με τον J. Lang (1987) τα κύρια στάδια του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού διαχωρίζονται στα εξής: Lang (1987) Φάση 1.
Προγραμματισμός (Intelligence)
2.
Σχεδιασμός (Design)
3.
Αξιολόγηση (Choice)
4.
Κατασκευή (Implementation)
5.
Αξιολόγηση πληρότητας (Post-implementation)
6.
Δημοσίευση σχεδιασμού (Evaluation)
Πίνακας 4.9: AΙA Στάδια αρχιτεκτονικού σχεδιασμού & διαχείρισης υλοποίησης (Lang: 1987)
148
Τα προτεινόμενα βήματα, σύμφωνα με το μοντέλο του J. Lang, παρουσιάζονται στο ακόλουθο διάγραμμα όπου απεικονίζεται μια διαδραστικότητα μεταξύ των επιμέρους αποφάσεων και σταδίων, εισάγοντας μαζί με την ευελιξία και το στοιχείων των χρονικών καθυστερήσεων στην πορεία του έργου. Ωστόσο, το μοντέλο έχει συγκροτηθεί για ένα φυσικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνονται οι αποφάσεις, αναπαράγοντας κατά κάποιο τρόπο τη φυσική ροή ενός έργου. Μία κριτική του μοντέλου αφορά τη γραμμική αλληλουχία μεταξύ των σταδίων, καθώς κάθε στάδιο ολοκληρώνεται και μπορεί να προχωρήσει στο επόμενο μόνο εφόσον έχει ολοκληρωθεί το προηγούμενο 163.
Εικόνα 4.3: Μοντέλο διαδικασίας σχεδιασμού: διαδραστικότητα (Lang: 1987).
Lang J., «Creating Architectural Theory: The Role of the Behavioral Sciences in Environmental Design» New York: VanNostrand Reinhold Company, 1987. 163
149
Ο G. Broadbent (1995) αργότερα εισάγει ένα μοντέλο που αποφεύγει τις κριτικές του μοντέλου του Lang, καθώς δεν βασίζεται στη γραμμική αλληλουχία. Ο αρχιτέκτονας, μπορεί να ξεκινήσει το σχεδιασμό σε οποιαδήποτε σημείο του μοντέλου αλλά και να προχωρήσει στην επόμενη φάση, ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η προηγούμενη. Το μοντέλου του G. Broadbent μπορεί χρησιμοποιείται σαν ένας χάρτης κατά τη διάρκεια του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού164.
Εικόνα 4.4: Μοντέλο διαδικασίας σχεδιασμού - environmental model, (Broadbent: 1995).
Broadbent G., «Architectural Education», στο: Martin Pearce and Maggie Toy, εκδ. Educating Architects. London: Academy, 1995. 164
150
Σύμφωνα με την D. Duerk (1993) η διαδικασία σχεδιασμού περιλαμβάνει τα ακόλουθα έξι βήματα, στα οποία περιέχονται και οι αναλυτικές περιγραφές των σταδίων 165:
ΑΙΑ (1993) Duerk
1.
Φάση
Περιγραφή φάσης
Προ-σχεδιασμός
προγραμματισμός, μελέτη σκοπιμότητας, master plan.
2.
Σχηματικός σχεδιασμός
ανάπτυξη προκαταρκτικής ιδέας και προθέσεων για το έργο
3.
Σχεδιασμός
αρχιτεκτονικά σχέδια
4.
Κατασκευαστικά
κατασκευαστικές λεπτομέρειες
έγγραφα 5.
Διοίκηση κατασκευής
επίβλεψη κατασκευής, αναθεωρήσεις επίβλεψης
6.
Δημοσίευση
αξιολόγηση λειτουργικότητας,
σχεδιασμού
εγχειρίδια χρήσης,
Πίνακας 4.10: AΙA Διαδικασία αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
Duerk D. P., «Architectural Programming: Information Management for Design», New York: Van Nostrand Reinhold, 1993. 165
151
Εικόνα 4.5: Διαδικασία σχεδιασμού: Κυκλική διασύνδεση - Ανάλυση, σύνθεση & αξιολόγηση (Duerk, 1993)
152
H D. Duerk, με αυτό το μοντέλο εισάγει την έννοια της αλληλεπίδρασης μεταξύ της σύνθεσης και της αξιολόγησης. Αναφέρει ότι ένας καλός σχεδιασμός δεν ακολουθεί την ανάλυση, αλλά δίνει έμφαση στους στόχους και τις έννοιες του σχεδιασμού, καθώς και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εννοιών και των στόχων. H D. Duerk αποδίδει μία κυκλική διασύνδεση μεταξύ των δραστηριοτήτων, χωρίς να θέτει προτεραιότητες. Η συνέχεια και η κυκλικότητα που εισάγονται στη μεθοδολογία οργάνωσης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αποτελούν έννοιες οι οποίες χαρακτηρίζουν και την ίδια τη μεθοδολογία της σύνθεσης, γεγονός που συγκροτεί μία πράξη ενοποίησης μεταξύ της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της μεθοδολογίας οργάνωσης. Εισάγει την έννοια του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού ως μία κρίσιμη έννοια για την εξέλιξη του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η D. Duerk ορίζει τον αρχιτεκτονικό προγραμματισμό ως μία διαδικασία της διαχείρισης των πληροφοριών, προκειμένου να συγκροτηθεί ο σωστός όγκος διαθέσιμης πληροφορίας του έργου στα στάδια της διαδικασίας που ορίζεται κάθε φορά. Ο συσχετισμός και συνδυασμός των απαιτήσεων και των λύσεων, έτσι ώστε να ληφθούν αποφάσεις οι οποίες συγκλίνουν στη βέλτιστη διαμόρφωση του σχεδιασμού του κτηρίου 166. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα κύρια στοιχεία ιστορικής εξέλιξης των διαδικασιών του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού εντασσόμενο σε ένα γενικό μοντέλο πέντε βημάτων.
Duerk D. P., «Architectural Programming: Information Management for Design», New York: Van Nostrand Reinhold, 1993. 166
153
Πίνακας 4.11: Πίνακας ιστορικής εξέλιξης διαδικασιών αρχιτεκτονικού σχεδιασμού (εντός του γενικού μοντέλου των πέντε βημάτων)
154
Οι ορισμοί των μοντέλων συντελούν στη δημιουργία μιας αρχικής λίστας με στοιχεία που αφορούν το σχεδιασμό μιας άρτιας μεθοδολογίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Ωστόσο τα μοντέλα που είχαν αναπτυχθεί έως τότε κρίνονται γενικά ως ανεπαρκή για να απεικονίσουν την πολύπλοκη φύση της διαδικασίας του σχεδιασμού. Οι περισσότερες προσεγγίσεις ιεραρχούν γραμμικά τις δραστηριότητες, δίχως να αποδίδουν σημασία στη
σύνθεση
μιας
ολότητας
που
προέρχεται
από
παράλληλες
δραστηριότητες και που μπορεί να ενισχύσει την δημιουργική διαδικασία. Με
την
υιοθέτηση
δημιουργικότητα
του
μιας
γραμμικής
αρχιτέκτονα
μεθοδολογίας
περιορίζεται,
εργασίας,
καθώς
μέσω
η της
διαδικασίας περιορίζεται η ελευθερία του χρόνου και του τρόπου, με τον οποίο αντιμετωπίζεται ένα σχεδιαστικό πρόβλημα. Τα μοντέλα γραμμικής ιεράρχησης παρουσιάζουν ζητήματα αυστηρής οριοθέτησης του αρχιτέκτονα, γεγονός που περιορίζει την αναγκαία δημιουργική ελευθερία, εντός μιας δομημένης διαδικασίας σχεδιασμού. Έτσι, δεν θεωρείται σκόπιμη η υιοθέτηση ενός μοντέλου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
που
ακολουθεί
μία
γραμμική
ιεράρχηση,
καθώς
οι
αρχιτέκτονες χρειάζεται, να διατηρούν μια δημιουργική ελευθερία εντός μιας δομημένης διαδικασίας σχεδιασμού που θέτει όρια. Ο σχεδιασμός από τη φύση του δεν είναι μια αυστηρά διαδοχική διαδικασία, αλλά αποτελεί μια διαδικασία συνθετική, κυκλική, συνεχής και πολύπλοκη. Μια γραμμική ιεράρχηση διαδικασιών δεν εμπεριέχει την ευελιξία που χρειάζεται ο δημιουργικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός 167. Η υιοθέτηση και χρήση μιας διαδικασίας συνεχούς και κυκλικής που προσαρμόζεται στην ίδια την συνθετική διαδικασία, αποτελεί την προτεινόμενη μέθοδο εργασίας για τον αρχιτέκτονα. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ένας αρχιτέκτονας επιλέγει να υιοθετήσει μια σχεδιαστική διαδικασία και να εφαρμόσει στην πράξη τις διαδικασίες του αρχιτεκτονικού Lang J., «Creating Architectural Theory: The Role of the Behavioral Sciences in Environmental Design» New York: VanNostrand Reinhold Company, 1987. 167
156
σχεδιασμού, αποτελεί ένα προσωπικό θέμα για τον κάθε αρχιτέκτονα, το οποίο διαφοροποιείται αναλόγως το έργο και τον τρόπο που επιλέγει να κάνει πράξη τη σύλληψη της ιδέας του. Διαφορετικοί αρχιτέκτονες έχουν διαφορετικές αξίες και απόψεις για την πορεία του σχεδιασμού και οργάνωσης της ίδιας της διαδικασίας. Κάθε φορά, ο αρχιτέκτονας οφείλει να σκιαγραφήσει ένα λογικό σύστημα οργάνωσης, όπου τα στοιχεία του περιβάλλοντος, συνδέονται με παρελθοντικές
δικές
του
εμπειρίες
και
αναζητήσεις,
και
εφόσον
συνδυαστούν με συγκεκριμένες προθέσεις, μπορούν να αποφέρουν ένα καλό συνθετικό αποτέλεσμα. Η κατανόηση και άρτια αποτύπωση των αναγκών των πελατών αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο οργάνωσης της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, για τους σύγχρονους αρχιτέκτονες. Οι διαισθητικές μέθοδοι σχεδιασμού πολλές φορές δεν καταφέρνουν να αποσυνθέσουν την πολυπλοκότητα των σημερινών συνθετικών
προβλημάτων
και
να
οργανώσουν
μια
συστηματική
μεθοδολογία οργάνωσης της λύσης. Η εφαρμογή μιας οργανωμένης συνεχούς και κυκλικής μεθοδολογίας σχεδιασμού, η οποία δεν αποκλείει τη δημιουργικότητα των αρχιτεκτόνων, αλλά παράλληλα θέτει όρια και οργανώνει τη συνθετική δημιουργία συνθέτοντας μεθοδολογικές επιλύσεις πολύπλοκων σχεδιαστικών προβλημάτων, αποτελεί την προτεινόμενη μεθοδολογία εργασίας για το σύγχρονο αρχιτέκτονα.
4.2 RIBA - AIA : Μοντέλα οργάνωσης Οι σύγχρονες μέθοδοι που έχουν υιοθετηθεί από τα Ινστιτούτα αρχιτεκτόνων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, συγκροτούν μεθόδους εργασίας που εμπεριέχουν ευελιξία προσαρμογής στις σύγχρονες απαιτήσεις μιας διαδικασίας σύνθεσης και υλοποίησης ενός αρχιτεκτονικού έργου.
157
Το Πλάνο Εργασίας (Plan of Work) του RIBA έχει τροποποιηθεί και ενημερωθεί σε βάθος χρόνου, προκειμένου να απεικονίζει τις αλλαγές στη διαδικασία σχεδιασμού, την οργάνωση, τις μεταβαλλόμενες στρατηγικές, καθώς και τις αλλαγές στο ρυθμιστικό καθεστώς. Το Πλάνο Εργασίας (Plan of Work) (RIBA 2013) αντανακλά τις βασικές αρχές ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου με μία σύγχρονη στρατηγική που μπορεί και προσαρμόζεται
στην εποχή ραγδαίων αλλαγών και οργανώνει τη
διαχείριση του σχεδιασμού. Στο νέο Πλάνο Εργασίας (Plan of Work) του RIBA ενσωματώνονται βιώσιμες αρχές σχεδιασμού, προωθείται μια ολοκληρωμένη συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας έργου και παρέχεται η ευελιξία προσαρμογής στις εκάστοτε προσεγγίσεις των πελατών αναλόγως του μεγέθους και του βαθμό πολυπλοκότητας του κάθε έργου168.
4.2.1 RIBA Tο Πλάνο Εργασίας (Plan of Work) του RIBA αποτελεί ένα σύγχρονο πρότυπο μοντέλο όπου περιγράφονται οι βασικές εργασίες που απαιτούνται για την ολοκλήρωση ενός αρχιτεκτονικού τεχνικού έργου. Στο Πλάνο Εργασίας (Plan of Work) οργανώνεται η διαδικασία του σχεδιασμού, της κατασκευής, της συντήρησης και της λειτουργίας των τεχνικών
έργων
σε
οκτώ
βασικά
στάδια
εργασίας.
Επιπλέον,
περιγράφονται λεπτομερώς τα καθήκοντα, οι αρχιτεκτονικές εργασίες και τα παραδοτέα που απαιτούνται σε κάθε στάδιο. Τα στάδια μπορεί να τροποποιούνται και να
επικαλύπτονται, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται
καλύτερα στις συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε έργου. Το Πλάνο Εργασίας (Plan of Work) δεν αποτελεί έναν απόλυτο οδηγό, αλλά ένα πρότυπο, όπου περιγράφονται τα κύρια στάδια εργασίας τα οποία προσαρμόζονται στο εκάστοτε έργο. Αποτυπώνει μια συνεχή κυκλική διαδικασία όπου
168
RIBA, «Plan of Work 2013: Consultation document», London: RIBA, 2013
158
περιγράφονται τα βήματα του σχεδιασμού, της κατασκευής, της συντήρησης και της λειτουργίας ενός αρχιτεκτονικού τεχνικού έργου 169. Το Πλάνο Εργασίας (Plan of Work) του RΙΒΑ (2013) που χρησιμοποιείται σήμερα, μετά από πενήντα τροποποιήσεις, περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα έργων διαφορετικών ειδών και μεγεθών και χαρακτηρίζεται από ευελιξία, καθώς προσαρμόζεται στις ετερογενείς ανάγκες του κάθε έργου. Σύμφωνα με τo RIBA, (Royal Institute of British Architects) η διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και υλοποίησης διακρίνεται σε οκτώ στάδια:
169
RIBA, «Plan of Work 2013: Consultation document», London: RIBA, 2013
159
Εικόνα 4.6: RIBA Plan of Work (2013)
160
Εικόνα 4.7: RIBA Plan of Work (2013) – Στάδια
161
Εικόνα 4.8: RIBA Plan of Work (2013) - Εργασίες σε στάδια
162
Στάδιο 0: Στρατηγικός καθορισμός (Strategy): Το Στάδιο 0 είναι ένα νέο στάδιο που έχει εισαχθεί στη διαδικασία και περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας σύντομης αρχικής στρατηγικής σχεδιασμού. Καθορίζεται το πεδίο του έργου, προτείνονται εναλλακτικές λύσεις και λαμβάνονται οι απαιτήσεις του πελάτη. Το Στάδιο 0 περιλαμβάνει όλες τις συζητήσεις, σκέψεις και τη σχετική έρευνα που οδηγεί στην απόφαση για την κατασκευή ενός νέου έργου. Σε αυτή τη φάση τo έργο ορίζεται και αξιολογείται προτού δημιουργηθεί μια λεπτομερής περιγραφή. Προσδιορίζονται οι απαιτήσεις του πελάτη και οι βασικές απαιτήσεις του έργου. Συγκροτείται η ομάδα του έργου, δημιουργείται το αρχικό πλάνο του έργου, καταρτίζεται ο προϋπολογισμός και το χρονοδιάγραμμα. Στάδιο 1: Προετοιμασία και περίληψη (Brief). Επιδιώκεται ο καθορισμός του γενικού πλαισίου, του στόχου, των επιθυμητών αποτελεσμάτων, των χωρικών απαιτήσεων, της ομάδας έργου και του ρόλου των μελών της. Καταρτίζεται μια σύντομη περιγραφή του έργου, καθορίζονται οι στόχοι συμπεριλαμβανομένων των στόχων ποιότητας, καταρτίζεται το πλάνο βιωσιμότητας, ο προϋπολογισμός του έργου, και η μελέτη σκοπιμότητας. Κατανέμονται οι ρόλοι στην ομάδα έργου και δημιουργείται μια προτεινόμενη ομάδα και τέλος δημιουργείται το πλάνο αντιμετώπισης κινδύνων (risk assessment) όπου καταρτίζεται το πλάνο αξιολόγησης κινδύνων. Επανεξετάζεται το πρόγραμμα του έργου και εγκρίνεται το πλάνου του έργου. Στάδιο 2: Συγκρότηση ιδέας του έργου (Concept Design). Περιγράφεται το γενικό πεδίο εφαρμογής και ο εννοιολογικός σχεδιασμός του έργου. Αναπτύσσεται η ιδέα του έργου και περιγράφεται η σημασία της με μια σειρά σκίτσων, σχεδίων και κειμένων.
Περιγράφονται οι βασικές
προδιαγραφές του έργου, καθορίζονται οι βασικές συνιστώσες και οι στρατηγικές και καταρτίζεται η προκαταρκτική μελέτη κόστους. Αποδίδεται
163
ο σχηματικός σχεδιασμός και καθορίζονται οι επιθυμητές λειτουργίες. Αναπτύσσονται
τα
οικοδομικά
σχέδια
και
τα
οικοδομικά
σχέδια
λεπτομερειών. Δημιουργούνται οι στρατηγικές σχεδιασμού και διαχείρισης υλοποίησης, καθορίζεται η χρονική διάρκεια του έργου και επανεξετάζεται το πλάνο κόστους. Καταρτίζεται η τελική σύντομη περιγραφή του έργου και δημιουργείται η κατασκευαστική στρατηγική. Αναπτύσσεται το σχέδιο Υγείας & ασφάλειας και επανεξετάζεται το πλάνο αξιολόγησης κινδύνων. Στάδιο 3: Ανάπτυξη Σχεδιασμού (Developed design). Αναπτύσσονται περαιτέρω τα αρχιτεκτονικά και οικοδομικά σχέδια του έργου. Αναθεωρείται το πλάνο κόστους. Γίνεται προετοιμασία των προδιαγραφών κόστους και αναπτύσσεται το σχέδιο υγείας
& ασφάλειας. Δημιουργείται η
κατασκευαστική στρατηγική και ευθυγραμμίζεται με το κόστος και τον προϋπολογισμό του έργου. Ελέγχεται η διαδικασία αλλαγών του έργου. Στάδιο 4: Ολοκλήρωση σχεδίων του έργου (Technical Design). Τα σχέδια συμπληρώνονται και ολοκληρώνονται. Προετοιμάζονται τα τεχνικά σχέδια, ολοκληρώνονται όλα τα
αρχιτεκτονικά, στατικά και οικοδομικά σχέδια
καθώς και τα σχέδια λεπτομερειών. Καταρτίζονται τα επεξηγηματικά σχέδια όλων των επιμέρους απαραίτητων στοιχείων που αφορούν τους υπεργολάβους. Επανεξετάζεται το πλάνο αξιολόγησης κινδύνων και αναθεωρείται και επικαιροποιείται το πλάνο του έργου. Αξιολογείται η κατασκευαστική στρατηγική και αναθεωρείται το σχέδιο Υγείας
&
ασφάλειας. Oλοκληρώνονται όλες οι πτυχές του σχεδιασμού εκτός από θέματα που τίθενται (on-site) κατά την κατασκευή και προσδιορίζονται όλες οι επιμέρους υποχρεώσεις των υπεργολάβων του έργου. Στάδιο 5: Κατασκευή (Construction). Στο στάδιο αυτό διενεργείται η ανέγερση, η κατασκευή και η επίβλεψη του έργου. Ολοκληρώνονται οι κατασκευές στο πεδίο του εντός και εκτός του εργοταξίου. Γίνεται η διαχείριση του κατασκευαστικού συμβολαίου και προδιαγράφονται
164
τακτικές επισκέψεις στο πεδίο του έργου. Αναθεωρείται το σχέδιο Υγείας & ασφάλειας. Στάδιο 6: Κατασκευή & παράδοση του έργου (Handover and Closeout). Ολοκληρώνεται η κατασκευή και παραδίδεται το έργο. Ολοκληρώνεται το κατασκευαστικό συμβόλαιο και γίνονται προτάσεις για τη μελλοντική χρήση και λειτουργία του έργου. Στάδιο 7: Σε λειτουργία (In use). Το τελευταίο στάδιο αποτελεί ένα νέο στάδιο που έχει εισαχθεί στη διαδικασία και αποσκοπεί στην αξιολόγηση της λειτουργίας του κτηρίου σύμφωνα με το προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα λειτουργιών. Αξιολογείται η λειτουργία του έργου μετά την παράδοση και γίνεται αναθεώρηση των λειτουργιών του έργου170. Τα
επιμέρους
στάδια,
οι
βασικές
εργασίες
παρουσιάζονται στον συγκεντρωτικό πίνακα:
170
Το ίδιο
165
και
τα
παραδοτέα
Πίνακας 4.12: RIBA Plan of Work (2013)
166
155
H αλληλουχία που περιγράφει τα βήματα οργάνωσης της μεθοδολογίας της αρχιτεκτονικής μελέτης σε σχέση με τα στάδια του σχεδιασμού και της υλοποίησης του έργου περιγράφονται παρακάτω πίνακες:
168
Εικόνα 4.9: RIBA Πλάνο Εργασίας: διαδικασίες (Plan of Work strategic diagram 2013).
169
Εικόνα 4.10: RIBA Πλάνο Εργασίας (Plan of Work strategic diagram 2013)
170
Εικόνα 4.11: RIBA Plan of Work (2013): Στάδια εργασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού σε σχέση με το υλοποιημένο έργο
171
Πίνακας 4.12: RIBA Plan of Work (2013)
172
Πίνακας 4.12: RIBA Plan of Work (2013): η ανάλυση 173
4.2.2 ΑΙΑ (American Institute of Architects) To Αμερικάνικο Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων περιέγραψε μια προτεινόμενη βέλτιστη μεθοδολογική ακολουθία αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Kαθιέρωσε έξι πρότυπα στάδια του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, τα οποία συσχέτισε με τα αντίστοιχα παραδοτέα της κάθε φάσης, όπως περιγράφονται παρακάτω171:
AIA, «Defining the Architect’s Basic Services», American Institute of Architects(AIA): New York Βest Practices, 2015. 171
174
Εικόνα 4.12: Στάδια εργασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού σε σχέση με το υλοποιημένο έργο, HMH Architectures & Interiors σύμφωνα με την AIA
173
Φάση 0: Προκαταρκτική μελέτη
(Conceptual design, Pre- design,
Programming). Σε αυτή τη φάση ορίζονται τα κριτήρια για να καταρτιστεί η ιδέα του έργου. Στόχος: Καθορισμός της βασικής ιδέας του έργου. Παραδοτέα: Σκίτσα ιδεών, διαγραμματικά σχέδια. Φάση 1: Σχηματικός σχεδιασμός (Schematic Design Phase, Preliminary Design Phase). Στη φάση του σχηματικού σχεδιασμού ο αρχιτέκτονας καθορίζει τα προγραμματικά δεδομένα του έργου. Περιγράφεται εφαρμογής
και
η
εννοιολογική
οντότητα
το γενικό πεδίο του
έργου,
συμπεριλαμβανομένης της κλίμακας και των σχέσεων μεταξύ των δομικών στοιχείων. Καθορίζονται οι χωρικές σχέσεις των χώρων, χωρίς ιδιαίτερη λεπτομέρεια και αναπτύσσεται η γενική ιδέα του έργου. Καθορίζονται οι στόχοι του έργου, οι απαιτήσεις και οι απαιτούμενες λειτουργίες, βάση απαιτήσεων. Υπολογίζονται τα τετραγωνικά που απαιτούνται για την κάλυψη των απαιτούμενων λειτουργιών και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων του έργου. Κατά τη διάρκεια του σχηματικού σχεδιασμού, ο αρχιτέκτονας συνήθως δημιουργεί σχεδιαστικά προσχέδια υπό τη μορφή σκίτσων και εγγράφων τα οποία απεικονίζουν την κεντρική ιδέα καθώς και τις κύριες έννοιες του σχεδιασμού. Τα αρχικά σχέδια περιγράφουν και καθορίζουν χωρικές τις σχέσεις, την κλίμακα και τη μορφή του έργου. Κατά τη σχηματική φάση, ο αρχιτέκτονας ερευνά το πεδίο και τις απαιτήσεις του έργου και τις προσαρμόζει στα απαιτούμενα δεδομένα. Στο τέλος αυτής της φάσης έχει παραχθεί ένα τελικό σχέδιο που αποτυπώνει τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του έργου. Στόχος: Χρησιμοποιώντας τις ιδέες που έχουν καθοριστεί στη φάση του προ-σχεδιασμού, διερευνώνται εναλλακτικές έννοιες και λύσεις.
174
Παραδοτέα : Σχηματική αποτύπωση σχεδίου του έργου, σκίτσα ιδέας και βασικών εννοιών του έργου, τοπογραφικό, κατόψεις, όψεις, τομές με γενικές διαστάσεις. Εκτίμηση κόστους 172. Φάση 2: Ανάπτυξη Σχεδιασμού (Design Development). Ανάπτυξη και σύνθεση των σχεδίων. Σε αυτή τη φάση αναπτύσσονται τα σχέδια που έχουν παραχθεί κατά τη φάση του σχηματικού σχεδιασμού. Ορίζεται το έργο, τα χαρακτηριστικά του, ο σκοπός και η λειτουργικότητα του.
Μέσω μιας διαδικασίας
προγραμματισμού γίνεται μια διερεύνηση των αναγκών των 'μελλοντικών κατοίκων' και προσδιορίζονται οι τελικές λύσεις. Επιλέγεται η τελική λύση η οποία
ολοκληρώνεται
όταν
συμφωνηθούν
οι
τελικές
λύσεις
και
δημιουργούνται τα σχέδια που οδηγούν στη κατασκευή, όπως επίσης και τα σχέδια κατασκευαστικών λεπτομερειών, όπου αναφέρονται και τα υλικά. Στόχος: Να αναπτυχθεί και να ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός του έργου. Με το πέρας αυτής της φάσης έχουν ληφθεί οι περισσότερες σχεδιαστικές αποφάσεις. Παραδοτέα: Πλήρη σχέδια με πλήρη διαστάσεις και υλικά, τοπογραφικό, κάτοψη, τομή με γενικές διαστάσεις, όψεις, υλικά. Επανεκτίμηση και οριστικοποίηση κόστους κατασκευής. Λεπτομέρειες παραθύρων και θυρών και άλλες κατασκευαστικές λεπτομέρειες και προδιαγραφές υλικών. Φάση
3:
Δημιουργία
κατασκευαστικών
εγγράφων
(Construction
Document). Αποτελεί τη φάση της δημιουργίας του συνόλου των κατασκευαστικών εγγράφων που περιγράφουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου. Τα σχέδια που είχαν εγκριθεί στην προηγούμενη φάση αναπτύσσονται περαιτέρω, και εισάγεται κάθε πρόσθετη λεπτομέρεια. Αναπτύσσονται και 172
Το ίδιο.
175
ολοκληρώνονται τα έγγραφα
που προσδιορίζουν με ακρίβεια τις
απαιτήσεις κατασκευής του έργου. Τα πλήρη σχέδια, οι λεπτομερείς προδιαγραφές, οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες και οι προδιαγραφές υλικών και ο τρόπος τοποθέτησής τους, προδιαγράφονται σε αυτή τη φάση. Εκτελείται η τελική εκτίμηση κόστους του έργου, από τους εργολήπτες. Στόχος: Προετοιμασία του συνόλου των τεχνικών εγγράφων και σχεδίων που ορίζουν τις απαιτήσεις για την κατασκευή του έργου και η λήψη απαραίτητων εγκρίσεων. Παραδοτέα: Πλήρη ολοκληρωμένα σχέδια που περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες κατασκευαστικές πληροφορίες. Τοπογραφικά, κατόψεις, όψεις, σχέδια λεπτομερειών, τρισδιάστατα σχέδια με υλικά, τρισδιάστατες απεικονίσεις λεπτομερειών. Στο σύνολο των σχεδίων αναγράφεται το πλήρες κόστος και παρέχονται όλες οι απαραίτητες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατaσκευή του έργου. Οριστικοποιείται το κόστος κατασκευής. Φάση 4: Φάση προσφορών ή διαπραγματεύσεων (Construction Bidding). Το πρώτο βήμα αυτής της φάσης είναι η προετοιμασία της προσφοράς προκειμένου
να
ανευρεθούν
οι
υποψήφιοι
ανάδοχοι
για
την
δημοπράτηση. Η προσφορά περιλαμβάνει τις οδηγίες προς τους υποψηφίους, και περιγράφει τη συμφωνία Αναθέτουσας Αρχής εργολάβου. Ο Ανάδοχος (κανονικά με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα) αξιολογεί τις προσφορές και επιλέγει την πιο συμφέρουσα προσφορά. Πριν υπογραφεί η κατασκευαστική σύμβαση εφαρμόζονται τυχόν προσαρμογές στην τιμή και άλλες εκπτώσεις που έχουν δοθεί από τον εργολάβο. Το τελικό βήμα αποτελεί η ανάθεση της σύμβασης στον επιλεχθέντα υποψήφιο.
176
Στόχος: Επιλογή αναδόχου για την κατασκευή του έργου. Παραδοτέα: Το τελικό παραδοτέο είναι η κατασκευαστική σύμβαση, η οποία μόλις υπογραφεί μπορεί να ξεκινήσει η κατασκευή του έργου. Φάση 5: Διαχείριση συμβάσεων (Contract Administration). Η φάση της διαχείρισης συμβάσεων και της επίβλεψης ξεκινά με την υπογραφή της αρχικής κατασκευαστικής σύμβασης και ολοκληρώνεται όταν αποπληρώνεται το έργο. Κύρια ευθύνη του αρχιτέκτονα κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης αποτελεί επίβλεψη του έργου. Το έργο συνήθως έχει προδιαγραφεί με αρκετή λεπτομέρεια στις προηγούμενες φάσεις, έτσι ώστε ο ανάδοχος μπορεί να κατασκευάσει το έργο που έχει σχεδιαστεί. Ρόλος του αρχιτέκτονα σε αυτή τη φάση είναι να συντονίζει το κατασκευαστικό έργο προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τις αποκλίσεις μεταξύ του σχεδιασμένου και του πραγματοποιημένο έργου. Στόχος του αρχιτέκτονα είναι η προδιαγραφές
κατασκευή του έργου όπως έχει περιγραφεί στις
εντός
του
κόστους
και
του
χρονοδιαγράμματος.
Επεξηγηματικά σχέδια και σκίτσα διευκρινίζουν και αποσαφηνίζουν λεπτομέρειες του έργου που δεν έχουν αποσαφηνιστεί στα έγγραφα των προηγούμενων φάσεων. Σε ιδιωτικά έργα, ο αρχιτέκτονας οφείλει να προσαρμόσει το σχέδιο σε αλλαγές που προκύπτουν, προσαρμόζοντας παράλληλα τυχόν χρεώσεις. Στόχος: Επίβλεψη της κατασκευής του έργου αποσκοπώντας στη γενική συμμόρφωση με τα κατασκευαστικά έγγραφα. Παραδοτέο: Ένα ολοκληρωμένο επιτυχές έργο173. Τα δύο πρότυπα (RIBA, AIA) οργάνωσης της αρχιτεκτονικής μελέτης, που περιγράφονται παραπάνω, αποτελούν τη βάση, πάνω στην οποία έχουν συσταθεί οι διαδικασίες οργάνωσης αρχιτεκτονικών μελετών και στις
173
Το ίδιο.
177
υπόλοιπες χώρες. Τα πρότυπα εκτός της οργάνωσης διαδικασίας σχεδιασμού, δηλαδή της μεθοδολογικής οργάνωσης των επιμέρους σταδίων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και υλοποίησης, λαμβάνουν υπόψη και τις ρυθμιστικές και νομοθετικές διαδικασίες των χωρών. Έχουν προσαρμοστεί στα δεδομένα τις εκάστοτε χώρας, προκειμένου να συγκροτούν
χρήσιμα
πρότυπα
διαδικασιών
που
μπορούν
να
ακολουθήσουν οι αρχιτέκτονες για την διευκόλυνσή τους. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε ως πρότυπα μια συνέχειας διαδικασιών, είτε ως πρότυπα 'λεξικά' για την επίλυση αποριών.
4.3 Η οργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης Απόρροια των γενικών προτύπων που έχουν περιγραφεί αποτελεί η διαδικασία
οργάνωσης
της
αρχιτεκτονικής
μελέτης.
Τα
βήματα
οργάνωσης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού προκύπτουν από την περιγραφή των βασικών σταδίων των διεθνών προτύπων. Η οργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης δεν αποτελεί μια μεθόδευση του ίδιου του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, δηλαδή της διαδικασίας που οδηγεί στη λύση του αρχιτεκτονικού προβλήματος, αλλά μια συστηματοποίηση του τρόπου, με τον οποίο η προτεινόμενη λύση διατυπώνεται στην αρχιτεκτονική γλώσσα, δηλαδή ένα μοντέλο οργάνωσης. Ωστόσο, η επιλογή του τρόπου οργάνωσης της μελέτης, όπως και στα προηγούμενα πρότυπα, έχει κάποιες επιπτώσεις στη μεθόδευση της ίδιας της διαδικασίας σχεδιασμού αναφορικά με την κατανομή της εργασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αλλά και με την αρχειοθέτηση και τον χειρισμό της πληροφορίας174. Στην Ελλάδα, το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής μελέτης, σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα περί μελετών175 (ΠΔ 696), συνίσταται στη γενική μελέτη
174 175
Τζώνος Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. Άρθρο 224.
178
των κτηριακών έργων ως ενιαίων κατασκευών στο χώρο αλλά και στην εκπόνηση ειδικότερων μελετών αναγκαίων για την ολοκλήρωση της αντικείμενο
αρχιτεκτονικής μελέτης. Η εκπόνηση της αρχιτεκτονικής μελέτης αποβλέπει στην
επίλυση
προβλημάτων
εξυπηρέτησης
και
έκφρασης
των
ανθρωπίνων αναγκών176. Απευθύνεται στον κύριο του έργου και αποσκοπεί στην απόδοση μιας οριστικής και λεπτομερούς εικόνας της κατασκευής, σε ότι αφορά την υλικότητα, τις τεχνικές, το κόστος και το χρόνο
κατασκευής.
Η
μεθοδολογία
λύσης
του
αρχιτεκτονικού
προβλήματος, τa συστήματα οργάνωσης του αρχιτεκτονικού έργου, η οικονομία καθώς και η οργάνωση της ανθρώπινης κίνησης σε σχέση με το κατασκευασμένο έργο και το φυσικό περιβάλλον αποτελούν θέματα προς επίλυση στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής μελέτης
177.
Αποτελεί ένα σύνολο οργανωμένης πληροφορίας το οποίο έχει συνταχθεί προκειμένου να απεικονίζει την οργανωμένη διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αλλά και να παρουσιάζει το σύνολο της σχεδιασμένης πληροφορίας,
με
ένα
συστηματικό
και
οργανωμένο
τρόπο.
Η
αρχιτεκτονική μελέτη συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία του κτίσματος και του
διαμορφωμένου
περιβάλλοντός
του,
συγκεντρώνει
όλες
τις
απαραίτητες πληροφορίες για την οριστική διαμόρφωση του συνόλου του περιβάλλοντος χώρου και παρουσιάζει τη σχέση της αρχιτεκτονικής ενότητας με το άμεσο περιβάλλον178. Η αρχιτεκτονική μελέτη περιλαμβάνει την ανάλυση και τον έλεγχο του προγράμματος του έργου, όπου παρατίθεται το σύνολο της απαιτούμενης πληροφορίας, προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα και η οικονομία του έργου 179.
ΠΔ-696, «Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβή κλπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και κτιριακών Έργων, ως και Τοπογραφικών Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών τεχνικών προδιαγραφών μελετών» ΦΕΚ-301/Α/810-74, Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1974. 177 Φατούρος Δ., «Νοητικοί χειρισμοί στη διαδικασία λύσεως του αρχιτεκτονικού προβλήματος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (6), 1972, σσ. 89-96, 1972. 178 Στις ειδικές μελέτες (στατική, ηλεκτρομηχανολογική, κηποτεχνική) περιλαμβάνονται οι λοιπές αναγκαίες πληροφορίες. 179 ΠΔ 696, 1974, οπ.αν 176
179
Σκοπός της αρχιτεκτονικής μελέτης αποτελεί η επίλυση των λειτουργικών, τεχνικών
και
μορφολογικών
προβλημάτων
που
τίθενται
από
το
πρόγραμμα του έργου, και η διατύπωση των αναγκαίων για την πλήρη και σκοπός
άρτια εκτέλεση των τεχνικών πληροφοριών υπό μορφή σχεδίων, πινάκων, τεχνικών προδιαγραφών. Περιλαμβάνει την πρόβλεψη της συνολικής δαπάνης εκτέλεσης του έργου, αλλά και των απαιτούμενων επί μέρους εργασιών. Εντός της μελέτης περιγράφεται και η διαδικασία του χρονικού προγραμματισμού εκτέλεσης του έργου. Η αρχιτεκτονική μελέτη ορίζεται ως το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας μεταξύ όλων όσα με οποιονδήποτε τρόπο συμμετέχουν στις διάφορες φάσεις του έργου και αποτελεί το κύριο μέσο επικοινωνίας του αρχιτέκτονα με τους εκάστοτε εμπλεκόμενους180 ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο συμμετέχοντες στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του έργου. Αποτελεί τη βάση επάνω στην οποία δημιουργούνται οι συσχετισμοί των ειδικών μελετών. H αρχιτεκτονική μελέτη αποτελεί ένα εργαλείο επικοινωνίας και συντονισμού της πληροφορίας μεταξύ των συμμετεχόντων στις διάφορες φάσεις της πραγματοποίησης ενός αρχιτεκτονικού έργου. Λειτουργεί ως ένα μέσο επικοινωνίας του αρχιτέκτονα με τον εαυτό του, καθώς μετασχηματίζει χαώδεις πληροφορίες και ετερογενείς συνιστώσες σε ένα συνθετικό σύνολο οργανωμένης πληροφορίας 181. Ο τρόπος σύνταξης της αρχιτεκτονικής μελέτης με βάση τις προδιαγραφές
περιεχόμενο
που τίθενται από τον κύριο του έργου. Η μελέτη περιλαμβάνει τη συγκέντρωση και την απεικόνιση πληροφοριών και στοιχείων για την επιστημονική αντιμετώπιση του θέματος αποσκοπώντας στην εξασφάλιση της λειτουργικότητας και της οικονομίας του έργου. Μέσω της αρχιτεκτονικής μελέτης επιλύονται λειτουργικά, τεχνικά και μορφολογικά
Φορείς έργου, κύριος του έργου, φορείς ελέγχου, κατασκευαστές, τεχνίτες, επιβλέποντες εργοταξίου. 181 Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. 180
180
προβλήματα του έργου και διατυπώνονται οι προτεινόμενες λύσεις με τη μορφή σχεδίων, πινάκων και τεχνικών προδιαγραφών. Η αρχιτεκτονική μελέτη
περιλαμβάνει
αναλυτική
πρόβλεψη
κόστους
και
χρόνου
αποπεράτωσης του έργου 182. Τα στάδια εξέλιξης μίας αρχιτεκτονικής μελέτης ενός δημόσιου και ιδιωτικού έργου, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία183 είναι τα ακόλουθα : a. Προκαταρκτική μελέτη β. Προμελέτη γ. Οριστική μελέτη δ. Μελέτη εφαρμογής Κάθε στάδιο της αρχιτεκτονικής μελέτης αντιστοιχεί σε διαφορετικό επίπεδο πληρότητας και ωριμότητας της μελέτης και απευθύνεται σε διαφορετικούς χρήστες. Στο τελικό στάδιο της μελέτης περιλαμβάνεται η πληρέστερη και πολυπλοκότερη πληροφορία, καθώς καθορίζεται μέχρι και η τελευταία λεπτομέρεια της κατασκευής του έργου. Η εκάστοτε πληροφορία καταγράφεται κωδικοποιημένη στην αρχιτεκτονική μελέτη, προκειμένου να είναι χρηστική σε κάθε φάση του έργου, από την σύλληψη της ιδέας και τον έλεγχο σκοπιμότητας, μέχρι την οριστική παραλαβή του από τον κύριο του έργου184.
ΠΔ 696, 1974, οπ.αν ΠΔ 696, ΦΕΚ Αρ., 304, Τεύχος Πρώτον, 8.10.74 184 Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. 182
183
181
4.4 Περιεχόμενο και στάδια αρχιτεκτονικής μελέτης Στην αρχιτεκτονική μελέτη περιλαμβάνονται τα παρακάτω σχέδια τα οποία διαχωρίζονται ανά στάδιο μελέτης.
α. Σχέδια Προμελέτη
Χάρτης περιοχής
Οριστική
Μελέτη
Μελέτη
Εφαρμογής
•
Τοπογραφική αποτύπωση
•
Τοπογραφικό γενικής διάταξης
•
•
Σχέδιο κάλυψης
•
Απόσπασμα ρυμοτομικού
•
•
σχεδίου Σχέδιο εκσκαφών
•
Κατόψεις
•
•
•
Όψεις
•
•
•
Τομές
•
•
•
Προοπτικά - αξονομετρικά
o
o
o
o
•
Αναπτύγματα ες. χώρων Πίνακες δομικών στοιχείων
•
Πίνακες χώρων
•
Δελτία χώρου
o
Λεπτομέρειες μελέτης:
o
o
o
•
γενικές λεπτομέρειες
•
επιμέρους λεπτομέρειες Πρότυπες λεπτομέρειες
•
•
τα σχέδια αυτά συναντώνται συνήθως στα αντίστοιχα στάδια μελέτης
o
τα σχέδια αυτά συναντώνται σπανιότερα στα αντίστοιχα στάδια μελέτης
Πίνακας 4.13: Σχέδια αρχιτεκτονικής μελέτης
182
4.4.1 Προκαταρκτική μελέτη Η προκαταρκτική μελέτη περιλαμβάνει τη σύνταξη μελέτης όπου περιγράφεται η σύλληψη της ιδέας, η σκοπιμότητα του έργου, η πρώτη διερεύνηση του χώρου και των τοπογραφικών συνθηκών του έργου, την προετοιμασία και τη σύνταξη του προγράμματος του έργου. Σε αυτή τη φάση συνήθως διεξάγεται ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών και τα αποτελέσματα αυτού συμπληρώνουν το στάδιο της προμελέτης185.
Προκαταρκτική μελέτη α. Σχέδια (εάν έχει διεξαχθεί αρχιτεκτονικός
Κλίμακα
διαγωνισμός) Γενικό Τοπογραφικό Διάγραμμα
κλίμακα που ζητείται από το διαγωνισμό
Σχέδιο γενικής διάταξης & προσβάσεων
το ίδιο
Κατόψεις κτηρίου
το ίδιο
Τομές κτηρίου
το ίδιο
β. Κείμενα Μελέτη σκοπιμότητας έργου Πρόγραμμα Σχεδιασμού
Πίνακας 4.14: Σχέδια προκαταρκτικής μελέτης
Πηγή: Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. 185
183
4.4.2 Προμελέτη Στο στάδιο της προμελέτης περιλαμβάνεται η προετοιμασία και η υποβολή της μελέτης που περιέχει τα αναγκαία στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την κατανόηση και την έγκριση της βασικής ιδέας της λύσης. Σκοπός της προμελέτης είναι η αξιολόγηση της γενικής σύλληψης του έργου, ο καθορισμός και η απεικόνιση μιας γραπτής διατύπωσης του αναλυτικού προγράμματος σχεδιασμού που αφορούν τη λειτουργία, τη μορφή και τη δαπάνη του έργου. Στην προμελέτη συμπεριλαμβάνεται η σύνταξη της γενικής τεχνικής περιγραφής του έργου και αιτιολογικής μιας έκθεσης των προτεινόμενων
αρχιτεκτονικών
λύσεων.
Εμπεριέχεται
η
εκπόνηση
προσχεδίων της αρχιτεκτονικής λύσης,186 στα οποία περιλαμβάνονται τα γενικά σχέδια,187 η πρόταση για τη γενική διάταξη του κτηρίου στο χώρο με τις προβλεπόμενες προσπελάσεις, αλλά και σχηματικά προοπτικά ή αξονομετρικά188. Οφείλει να κατατεθεί με το πέρας της προμελέτης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προϋπάρχουν έως αυτή τη φάση της μελέτης. Η σύνταξη προσεγγιστικού προϋπολογισμού δαπάνης για το σύνολο του έργου. Περιλαμβάνεται η δημιουργία προπλάσματος απλών όγκων σε κατάλληλη κλίμακα εφ' όσον κρίνεται απαραίτητο για την παρουσίαση της κύριας ιδέας της μελέτη189.
Ενδεχομένως μετά από τυχόν απαιτούμενες παραλλαγές ή διαφοροποιήσεις για παράδειγμα σε σχέση με τα σχέδια που είχαν υποβληθεί σε έναν διαγωνισμό. 187 Κατόψεις, όψεις, τομές 188 Ως κλίμακες των σχεδίων της προμελέτης ορίζονται για τα τοπογραφικά σχέδια σε 1:1.000, 1:500 ή 1:200, για τα λοιπά σχέδια (αρχιτεκτονικά προσχέδια, σχηματικά σχέδια διατάξεως φέροντος οργανισμού, διαγράμματα εγκαταστάσεων) σε 1:200 ή 1:100, με ενδεχόμενο τροποποίησης της κλίμακας αναλόγως την έκταση και τη φύση του έργου υπό μελέτη (Άρθρο 229, ΠΔ696). 189 ΠΔ 696, 1974, οπ.αν. 186
184
Προμελέτη α. Σχέδια
Κλίμακα
Γενικό Τοπογραφικό Διάγραμμα
1:100
Σχέδιο Κάλυψης
1:100
Σχέδιο Γενικής Διάταξης & Προσβάσεων
1:100
Κατόψεις κτηρίου
1:50
Τομές
1:50
Όψεις
1:50 ή 1:100
Σχέδια επιμέρους Δωματίων
1:50
Λεπτομέρειες Βασικών Οικοδομικών Επιλύσεων
1:20, 1:10
Παθητική Πυροπροστασία (Έκθεση-Σχέδια)
1:100
Ακουστική Μελέτη
β. Κείμενα Έκθεση Γενική Τεχνική Περιγραφή Εργασιών Ενδεικτικός Χρονικός Προγραμματισμός
Οικονομικός
Προσεγγιστικός Προϋπολογισμός δαπάνης Μελέτη βιοκλιματικής & ενεργειακής αντιμετώπισης κτηρίων (μέτρα, προτεινόμενες κατασκευές, μέριμνες) Πίνακας 4.15: Περιεχόμενα προμελέτης
185
4.4.3 Οριστική μελέτη Στο στάδιο της οριστικής μελέτης περιλαμβάνεται η σύνταξη και υποβολή αναλυτικών στοιχείων που επιτρέπουν την απεικόνιση μιας πλήρους εικόνας του έργου και την κατανόηση της λειτουργίας, της δομής και της μορφής του αλλά και της προβλεπόμενης δαπάνης εκτέλεσής του. Περιέχεται η εκπόνηση κτηριακών σχεδίων που απεικονίζουν την πλήρη έκφραση της λειτουργίας, της δομής και της μορφής του έργου υπό μελέτη, καθώς και η προετοιμασία του τοπογραφικού σχεδίου, όπου εντάσσονται τα στοιχεία του έργου στο οικόπεδο και στον περιβάλλοντα χώρο, η διάταξη της κυκλοφορίας και η απεικόνιση του υφισταμένου ή του προβλεπόμενου οδικού δικτύου. Σε αυτή τη φάση της μελέτης τα σχέδια κατόψεων,
όψεων
και
τομών
του
έργου
απαιτείται
να
είναι
διαστασιολογημένα και να αναγράφονται τα υψόμετρα των χώρων αλλά και τα οικοδομικά στοιχεία που προκύπτουν από τη διάταξη του φέροντος οργανισμού και των εγκαταστάσεων 190. τεχνικής
έκθεσης,
η
οποία
περιγράφει
Προβλέπεται η σύνταξη της συνοπτικά
το
είδος
των
προβλεπόμενων κατασκευών και το είδος των προτεινόμενων υλικών, καθώς και η σύνταξη προϋπολογισμού της δαπάνης. Η εκπόνηση της οριστικής μελέτης προϋποθέτει την έγκριση της προμελέτης λόγω του ότι βασίζεται σε αυτή191.
191
Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982.
186
Οριστική Μελέτη α. Σχέδια
Κλίμακα
Γενικό Τοπογραφικό Διάγραμμα
1:100, 1:500
Σχέδιο Κάλυψης
1:100
Σχέδιο γενικής διάταξης & προσβάσεων
1:100
Κατόψεις κτηρίου
1:50 ή 1:100
Τομές
1:50 ή 1:100
Όψεις
1:50 ή 1:100
Σχέδια επιμέρους χώρων
1:50
Λεπτομέρειες βασικών Οικοδομικών Επιλύσεων
1:20, 1:10
Παθητική Πυροπροστασία (Έκθεση-Σχέδια)
1:100
β. Κείμενα Προϋπολογισμός Γενική Τεχνική Περιγραφή Εργασιών Χρονικός και Οικονομικός Προγραμματισμός
Πίνακας 4.16: Περιεχόμενα οριστικής μελέτης
187
4.4.4 Μελέτη εφαρμογής Η αρχιτεκτονική μελέτη εφαρμογής παρουσιάζει και απεικονίζει με λεπτομέρεια την οριστική και λεπτομερή εικόνα της κατασκευής του έργου. Οι παράμετροι που περιγράφονται στη μελέτη εφαρμογής αφορούν αναλυτικά τα υλικά, τις τεχνικές, το κόστος και το χρόνο κατασκευής του έργου. Η μελέτη εφαρμογής αποτελεί τη βάση για την δημοπράτηση του έργου, την εξεύρεση του κατασκευαστή, την ανάθεση των εργασιών και την απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου. Απευθύνεται στον κατασκευαστή και χρησιμεύει στον επιβλέποντα ως βάση για τον τεχνικό και οικονομικό έλεγχο της προόδου των εργασιών και ως οδηγό για την παραλαβή τους. Πρόσθετα, εμπεριέχει στοιχεία που αναφέρονται στις ειδικές μελέτες και άρα απευθύνεται και στους μελετητές των ειδικών μελετών. Η πληροφορία που περιλαμβάνεται στη μελέτη εφαρμογής αφορά τη γεωμετρία του κτίσματος192, τον τρόπο κατασκευής των δομικών στοιχείων, την ποιότητα των δομικών υλικών και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των δομικών στοιχείων
και
υλικών.
Περιλαμβάνονται
όλες
οι
απαραίτητες
προδιαγραφές για την σύνταξη των τευχών δημοπράτησης (Ν.3669/08 «Κωδικοποίηση Νομοθεσίας Δημοσίων Έργων») (Παράρτημα 4.1 - ΠΔ 696, 1974). Η εκπόνηση της μελέτης εφαρμογής προϋποθέτει την έγκριση της οριστικής μελέτης, την προμέτρηση και τον αναλυτικό προϋπολογισμό, καθώς και τα απαιτούμενα τεύχη δημοπράτησης αναλόγως τον τρόπο δημοπράτησης του έργου. Η μελέτη εφαρμογής μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα βιβλίο, όπου αναγράφεται το σύνολο των γενικών και ειδικών λεπτομερειών του έργου και σαν λεξικό για τον έλεγχο της ποιότητας των υλικών και της μεθόδου κατασκευής. Χρησιμοποιείται από τους ίδιους χρήστες με διαφορετικούς
192
Σχήμα, μέγεθος, θέση του κτίσματος, δομικά στοιχεία στο κτίσμα.
188
τρόπους και σε διαφορετικές φάσεις. Η οργάνωση της πληροφορίας στη μελέτη εφαρμογής είναι ταυτόχρονα συνεχής, αλλά και επιλεκτική. Γίνεται κωδικοποίηση της πληροφορίας, έτσι ώστε είναι πιο εύκολη και άμεση η χρήση
ανεύρεση, να είναι άμεση η συσχέτιση και σύγκριση ετερογενής πληροφορίας. Αντίστοιχα, γίνεται και η σύνταξη της μελέτης εφαρμογής από τον μελετητή, όπου εξελίσσονται σε μία συνεχή πορεία τα διάφορα επίπεδα
εποπτείας
της
μελέτης,
παραθέτοντας
παράλληλα
αποσπασματικές πληροφορίες χρήσιμες για την κατανόηση του έργου. Λόγω της συνθετότητας και της ετερογένειας της πληροφορίας η καταγραφή της πληροφορίας διασπάται. Η πληροφορία, για λόγους απλοποίησης, καταγράφεται σε διαφορετικά στοιχεία της μελέτης εφαρμογής. Στα σχέδια κατασκευής (1:50), στους πίνακες δομικών στοιχείων, στους πίνακες χώρων και στο πρώτο μέρος της τεχνικής περιγραφής. Τα σχέδια λεπτομερειών (1: 20) καταγράφονται στο κύριο μέρος της τεχνικής περιγραφής, στις τεχνικές προδιαγραφές εκτέλεσης του έργου και στα άρθρα του αναλυτικού τιμολογίου και του τιμολογίου μελέτης. Στους πίνακες δομικών στοιχείων (στο τιμολόγιο μελέτης), στην προμελέτη
και
στον
προϋπολογισμό
μελέτης
καταγράφονται
οι
προδιαγεγραμμένες ποσότητες. Η διάσπαση της πληροφορίας σε γραπτό και σχεδιαστικό κώδικα δεν αναιρεί την φυσική ενότητα του συνόλου της μελέτης εφαρμογής, καθώς το σύνολα πληροφορίας λειτουργούν συμπληρωματικά προς τα λοιπά σύνολα.
189
Το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής μελέτης για το στάδιο της Μελέτης Εφαρμογής ειδικότερα περιλαμβάνει: Μελέτη Εφαρμογής Κλ.
α. Σχέδια
Κλ.
Κλ. 1:100
Γενικό Τοπογραφικό Διάγραμμα 1:100
Σχέδιο Χαράξεων
ή
1:50
Σχέδιο Γενικής Διάταξης
1:100
Κατόψεις
1:50
Τομές
1:50
Λεπτομέρειες περιβάλλοντος χώρου
1:20
1:5
1:1
Γενικές Οικοδομικές Λεπτομέρειες
1:20
ή/&
1:10
Κατόψεις Κλιμακοστασίων
1:20
ή
1:10
Αναπτύγματα Κλιμακοστασίων
1:20
ή
1:10
Λεπτομέρειες Κλιμακοστασίων
1:5
Πίνακες Κουφωμάτων
1:50
ή
1:20
Λεπτομέρειες Κουφωμάτων
1:10
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Αρμών Διαστολής
1:50
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Δαπεδοστρώσεων
1:50
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Μονώσεων
1:50
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Στεγάσεων
1:50
1:5
1:1
Ανόψεις Ορόφων & Ψευδοροφών
1:50
1 από 2
190
Μελέτη Εφαρμογής α. Σχέδια
Κλ.
Κλ.
Κλ.
Λεπτομέρειες Ορόφων & Ψευδοροφών
1:20
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Εξωτερικών & Εσωτερικών Τοίχων
1:50
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Αναπτυγμάτων Επενδύσεων
1:50
1:5
1:1
Ειδικές Λεπτομέρειες
1:10
1:5
1:1
Λεπτομέρειες σταθερού εξοπλισμού
1:50
1:5
1:1
Παθητική Πυροπροστασία (Έκθεση -ΣχέδιαΛεπτομέρειες)
1:100
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Βιοκλιματικής Μελέτης
1:10
1:5
1:1
Λεπτομέρειες Ακουστικής Μελέτης
1:10
1:5
1:1
Πίνακες Φυτεύσεων
Προμετρήσεις β. Κείμενα Διακήρυξη, Γενική συγγραφή υποχρεώσεων, Τεχνική περιγραφή Τεχνικές προδιαγραφές εκτέλεσης έργου Αναλυτικό τιμολόγιο Προϋπολογισμός προσφοράς, Τιμολόγιο προσφοράς, Χρονικός και οικονομικός προγραμματισμός 2 από 2 Πίνακας 4.17: Περιεχόμενα μελέτης εφαρμογής
191
Το σύνολο της πληροφορίας που περιλαμβάνεται στη μελέτη εφαρμογής κωδικοποιείται προκειμένου να διακρίνεται σε λογικά υποσύνολα τα οποία αντιπροσωπεύουν
διαφορετικά
σύνολα
πληροφορίας
και
ανταποκρίνονται σε τυπικά ερωτήματα που απαντά η μελέτη εφαρμογής. κωδικοποίηση
Σε κάθε ένα ξεχωριστό ερώτημα αποδίδεται ένας κωδικός που επιτρέπει την αρχειοθέτηση της πληροφορίας (σχέδια, τεύχη, έγγραφα) και διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών ατόμων που εμπλέκονται στη μελέτη. Αθροιζόμενοι οι επιμέρους κωδικοί συνιστούν τον συνολικό κώδικα της μελέτης193. Ακολουθείται μία διαδικασία σταδιακής επίλυσης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Κατά τη σύλληψη της ιδέας του έργου, η σύνθεση επιλύεται σταδιακά,
εισάγοντας
σε
κάθε
νέο
στάδιο
νέες
σχεδιαστικές
παραμέτρους194. Στην προκαταρκτική μελέτη παρουσιάζεται η ιδέα του σχεδιασμού όπου αναλύονται οι κρίσιμες λεπτομέρειες που αφορούν τη λύση. Κατά την προμελέτη, ο μελετητής παρουσιάζει τη σύλληψη του έργου σε βαθμό πληρότητας και ωριμότητας τέτοιο, ώστε να προβλεφθούν από τον κύριο του έργου οι συνέπειες υλοποίησης των προτάσεων. Σε αυτό το στάδιο διασφαλίζεται η ουσία της ιδέας. Την προμελέτη ακολουθεί συνήθως
η
οριστική
μελέτη
που
αποτελεί
μία
οικονομοτεχνικά
επεξεργασμένη διατύπωση της προμελέτης σε τέτοια επάρκεια, έτσι ώστε να μπορούν να εκδοθούν οι άδειες και οι απαραίτητες εγκρίσεις. Η μελέτη εφαρμογής αποτελεί το τελικό στάδιο της αρχιτεκτονικής μελέτης όπου περιγράφεται λεπτομερειακά η πλήρης διατύπωση της λύσης του σύνολο των τεχνοοικονομικών στοιχείων, έτσι ώστε ο κύριος του έργου να έχει πλήρη εικόνα για τη ποιότητα (λειτουργική, τεχνοοικονομική, αισθητική) του έργου και ο κατασκευαστής να μπορεί να διαπραγματευτεί οικονομικά την κατασκευή με το μικρότερο δυνατό κόστος και στο λιγότερο χρόνο.
193 194
Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. Λειτουργικές, τεχνικές, αισθητικές παραμέτρους
192
4.5 Συμπεράσματα Ιστορικά πρότυπα εργασίας και οργάνωσης της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, της οργάνωσης της μελέτης και της διαχείρισης της υλοποίησης, τα οποία έχουν αναπτυχθεί σε διαφορετικές χώρες του εξωτερικού, έχουν λάβει υπόψη τους, τις ετερογενείς συνθήκες της κάθε εποχής, καθώς και τις αντανακλάσεις των ανθρώπινων αναγκών στην αρχιτεκτονική. Τα πρότυπα εργασίας λαμβάνουν υπόψη τα ρυθμιστικά και κανονιστικά πλαίσια των χωρών και προσαρμόζονται σε αυτά, προκειμένου να δημιουργήσουν άρτια μοντέλα εργασίας που μπορούν να ωφελήσουν τους αρχιτέκτονες οργανώνοντας τη συνθετική διαδικασία
και
την
υλοποίηση.
εμπλουτίστηκαν
κατά
τη
ολοκληρωμένη
απεικόνιση
Τα
διάρκεια των
των
πρότυπα ετών
συνθετικών
συστάθηκαν
και
δημιουργώντας
μια
και
κατασκευαστικών
στοιχείων, αναγκών και συσχετίζοντας τα με τα παραδοτέα των αντίστοιχων φάσεων. Η οργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης αποτελεί μια διαδικασία η οποία έχει εξελιχθεί ανά εποχές προκειμένου να συνάδει με το πνεύμα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η πορεία ανάπτυξης των προτύπων προβάλλει και μια αντίστοιχη πορεία μετεξέλιξης της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Παράλληλες αλληλουχίες αποφάσεων με στάδια
που
αλληλοκαλύπτονται,
προκειμένου
να
εξελίσσονται
συντομότερα και ομαλότερα τα έργα, συγκεκριμενοποίηση των φάσεων και των επιμέρους παραδοτέων, καθώς και η εισαγωγή εννοιών όπως, της ανάλυσης απαιτήσεων και του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού στην αρχιτεκτονική σύνθεση, αποτελούν μετεξελίξεις των αρχικών προτύπων, οι οποίες συντελούν στην συστηματοποίηση της μεθοδολογίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και στην βέλτιστη μεθοδολογική επίλυση συνθετικών προβλημάτων που τίθενται στη σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα.
193
Η συνθετική διαδικασία ακολουθεί τη διαδικασία οργάνωσης της αρχιτεκτονικής μελέτης, όχι με την έννοια του απόλυτου καθορισμού των επιμέρους βημάτων που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ο κάθε αρχιτέκτονας, αλλά με την έννοια
της δημιουργίας ενός χρήσιμου προτύπου
μεθοδολογικής οργάνωσης. Η υιοθέτηση μιας συστηματικής διαδικασίας σχεδιασμού και υλοποίησης, που δεν είναι απόλυτη, έχει αλληλεπίδραση μεταξύ των σταδίων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και μπορεί ευέλικτα να προσαρμοστεί, αναλόγως τις εκάστοτε ανάγκες των έργων την κλίμακα, το είδος και το μέγεθος τους αποτελεί ένα ωφέλιμο μεθοδολογικό βήμα οργάνωσης, που μπορεί να ενισχύσει την οργάνωση των διαδικασιών.
194
Κεφάλαιο 5: Τα Δημόσια Έργα και οι διαδικασίες
Τα δημόσια έργα φέρουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πόλεων, καθώς συγκροτούν ένα βασικό παράγοντα διαμόρφωσης του
δημόσιου
χώρου195
με
επιπτώσεις
οικονομικές
κοινωνικές,
πληθυσμιακές, και χωροταξικές. Διέπονται από ένα κανονιστικό θεσμικό πλαίσιο με καθορισμένες διαδοχικές διαδικασίες, γεγονός που ενισχύει τη μεθόδευση μιας συστηματικής μελέτης και ανίχνευσης των ουσιαστικών δομικών κενών που ενυπάρχουν μεταξύ σχεδιασμένων και υλοποιημένων έργων, αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Κατά τον 20ό αιώνα, και συγκεκριμένα κατά τη μεταπολεμική περίοδο η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από μια έντονη ανοικοδόμηση
η οποία
συνεχίστηκε σχεδόν έως την εποχή μας. Τα δημόσια κτήρια196, πολλά από τα οποία σχεδιάστηκαν και κτίστηκαν από σημαντικούς αρχιτέκτονες, αποτελούν ένα βασικό στοιχείο του χαρακτήρα της ανοικοδόμησης και συγκροτούν ένα μεγάλο μέρος αυτού που αντιλαμβανόμαστε σήμερα ως κτισμένο
αστικό
περιβάλλον.
Ως
στοιχείο
της
συγκρότησης
του
σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος που μας περικλείει, τα δημόσια έργα, ο τρόπος ανοικοδόμησής τους, καθώς και οι διαδικασίες που εμπλέκονται για την ανοικοδόμηση αυτών, αποτελούν κρίσιμα ερευνητικά ζητήματα. Στο παρόν κεφάλαιο αναλύεται το προϊόν της ανθρώπινης εργασίας τεχνικό αρχιτεκτονικό έργο που η εντολή κατασκευής του δίδεται από το
Οι παράμετροι που ορίζουν την ιδανική πόλη σύμφωνα με τη θεωρητική προσέγγιση του Πλάτωνα είναι η πολιτειακή ευρυθμία, η οικονομική και πληθυσμιακή ισορροπία και η ηθική τάξη. Παράμετροι που καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα δημόσια έργα. 196 Κτήρια διοίκησης, σχολεία, δημαρχεία, πολιτιστικά κέντρα, νοσηλευτικά κέντρα, έργα αστικής ανάπλασης. 195
196
Δημόσιο Τομέα, και κατασκευάζεται είτε με ανάθεση σε ανάδοχο, όπου το δημόσιο εκτελεί χρέη διευθύνουσας αρχής, είτε με τη σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).
Εξετάζονται οι θεσμικές διαδικασίες που
ακολουθούνται για τη μελέτη, ανάθεση, δημοπράτηση, κατασκευή των δημοσίων έργων και επιχειρείται η ανάλυση των κύριων εννοιών και διαδικασιών που χαρακτηρίζουν τα δημόσια τεχνικά έργα στην Ελλάδα. Αποδίδονται οι επιμέρους ορισμοί των εννοιών, που εμπεριέχονται στα δημόσια έργα και ανιχνεύονται οι κύριες ελλείψεις, που παρατηρούνται κατά τη διαδικασία μελέτης, ανάθεσης, δημοπράτησης και κατασκευής των έργων. Προσδιορίζονται οι νομοθετικές ελλείψεις και επικαλύψεις, και ανιχνεύεται ο ρόλος των θεσμικών παραλείψεων στη δημιουργία ζητημάτων που αφορούν τα κενά που εντοπίζονται ενδιαμέσως της διαδικασίας του σχεδιασμού και της εκτέλεσης των έργων. Επιχειρείται η αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης σε ότι αφορά τις θεσμοθετημένες διαδικασίες των δημοσίων έργων, ο τρόπος με τον οποίο αυτά υλοποιούνται στην Ελλάδα και ταυτόχρονα η βέλτιστη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του ισχύοντος θεσμικού συστήματος με απώτερο στόχο τη σχηματοποίηση και την κατάδειξη ενός νέου αντικειμενικού τρόπου ανάθεσης και διεκπεραίωσης δημοσίων μελετών. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων που παρουσιάζονται στη διαδικασία υλοποίησης των Δημοσίων έργων στη χώρα μας, οφείλονται στη ελλιπή προετοιμασία, οργάνωση και ωρίμανσή τους. Η διερεύνηση των βασικών αιτιών, οι οποίες επηρεάζουν την άρτια υλοποίηση τεχνικών έργων, η ενίσχυση μιας συστηματοποιημένης διαδικασίας οργάνωσης των έργων προκειμένου να αποφευχθούν ή να ελαχιστοποιηθούν λάθη και παραλείψεις, καθώς και η διατύπωση προτάσεων για θεσμικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν την κατάργηση υφιστάμενων εμποδίων αποτελούν κρίσιμα στοιχεία ανάλυσης και μελέτης.
197
Δεν αποτελεί σκοπός του κεφαλαίου μια αναλυτική παράθεση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου περί των μελετών και της ανάθεσης δημοσίων έργων, αλλά μια κριτική επιλογή και παρουσίαση των νομοθεσιών εκείνων που καθορίζουν τις ισχύουσες διαδικασίες, και επιφέρουν ελλείψεις στη διαδικασία μελέτης και υλοποίησης των δημοσίων αρχιτεκτονικών έργων.
5.1 Δημόσια Έργα: γενικό νομoθετικό πλαίσιο Είναι κοινή παραδοχή ότι η εικόνα του σημερινού κόσμου είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη τεχνικών έργων μεγάλης ή μικρής κλίμακας. Αυτό δεν αποτελεί μια σημερινή παραδοξότητα, αλλά μια ιστορική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού μας, καθώς πάντοτε τα οποιαδήποτε μεγέθους τεχνικά έργα συνέθεταν το φυσικό και τεχνητό περιβάλλον μας. Τα τεχνικά έργα διακρίνονται σε δημόσια και ιδιωτικά. Τα δημόσια έργα κατασκευάζονται είτε με χρηματοδότηση του κράτους αντλώντας πόρους από τον τακτικό προϋπολογισμό, είτε με χρηματοδότηση και δανεισμό από πόρους
της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης,
είτε
με
χρηματοδότηση
του
κατασκευαστή του έργου197, είτε με συνδυασμούς όλων των παραπάνω. Για την μελέτη και την κατασκευή του έργου, συνήθως η δημόσια υπηρεσία ή κάποιο ιδιωτικό μελετητικό γραφείο αναλαμβάνει την εκπόνηση της μελέτης και η κατασκευή διεκπεραιώνεται
από εργολαβική επιχείρηση,
κατόπιν διαγωνισμού. Σε πολλά έργα μεγάλης κλίμακας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της μελετοκατασκευής198 όπου ο κατασκευαστής αναλάμβανε τη διεκπεραίωση της μελέτης αλλά και της κατασκευής με βάση τις προδιαγραφές του έργου που έχουν τεθεί από τον Κύριο του Έργου (Δημόσιος Τομέας),ο οποίος και χρηματοδοτεί την κατασκευή. Πρόσθετα, σε αρκετά έργα μεγάλης κλίμακας τα τελευταία χρόνια έχει χρησιμοποιηθεί
197 198
Επί ανταλλάγματος. Turn – Key.
198
η μέθοδος ΣΔΙΤ, κατά την οποία ο κατασκευαστής χρηματοδοτεί τη μελέτηκατασκευή του έργου με τη δυνατότητα εκμετάλλευσής του για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μετά από το οποίο θα επιστραφεί στο κράτος199. Η διαδικασία μελέτης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων έργων οφείλει να ακολουθεί μια θεμελιώδη ορισμένη πορεία, βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου. Η διαχείριση του δημόσιου χρήματος με σύνεση και διαφάνεια, η διασφάλιση του αδιάβλητου των διαδικασιών που ενισχύουν τον υγιή ανταγωνισμό, η ανάθεση της μελέτης και της κατασκευής των έργων σε μελετητές και αναδόχους, οι οποίοι προτίθενται να υλοποιήσουν το προδιαγεγραμμένο φυσικό αντικείμενο σε συγκεκριμένο χρόνο, με την υψηλότερη ποιότητα και τη χαμηλότερη τιμή, συγκροτούν τους κύριους στόχους ενός δημόσιου έργου.
Ένα δημόσιο έργο προκειμένου να
σχεδιαστεί,
να
να
περιγραφεί
και
κατασκευαστεί,
χρειάζεται
να
προηγηθούν κάποιες ενέργειες νομοθετικού περιεχομένου, οι οποίες συγκροτούν την ολότητα ενός τεχνικού έργου. Το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει και εφαρμόζεται στα δημόσια τεχνικά έργα, μεταβάλλεται ανά εποχές, προκειμένου να ελαχιστοποιεί τις παραλείψεις προηγούμενων νομοθετικών πλαισίων και να προσαρμόζεται σε μεταβαλλόμενες ανάγκες, όπως φαίνεται στις εικόνες 5.1α. – 5.1β. Νομοθεσία ανάθεσης και κατασκευής Δημοσίων Έργων.
199
Καστρινάκη, Α., «Η κοστολόγηση των τεχνικών έργων», ΤΕΙ Πειραιά:1993.
199
Εικόνα 5.1 α : Νομοθεσία ανάθεσης και κατασκευής Δημοσίων Έργων
200
Εικόνα 5.1β : Νομοθεσία ανάθεσης και κατασκευής Δημοσίων Έργων
201
Ωστόσο, η διαδικασία που διέπει τη διαδικασία μελέτης - κατασκευής τεχνικών έργων αποτελεί μια περίπλοκη διαδικασία, καθώς υπάρχουν νομοθετήματα
με
πολλές
τροποποιήσεις,
εκτελεστικά
διατάγματα,
κανονιστικές αποφάσεις που καθιστούν δύσκολη την ολοκληρωμένη γνώση τους σε κάθε δεδομένη στιγμή. Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο μελέτης και παραγωγής δημόσιων κτηριακών έργων όπως ισχύει σήμερα αποτελείται από τρεις κύριες θεσμικές ενότητες οι οποίες περιλαμβάνουν: •
Τη Νομοθεσία της ανάθεσης και εκπόνησης μελετών Δημοσίων Έργων και των επιμέρους εκτελεστικών
νομοθεσία
Π.Δ. Υπουργικών Αποφάσεων
(Παράρτημα 5.1: Κατηγορίες μελετών (Ν.3316/2005). •
Τη Νομοθεσία εκτέλεσης Δημοσίων Έργων (Κώδικας Ν.3669/08).
•
Τη Νομοθεσία διαχείρισης, ελέγχου και εφαρμογής αναπτυξιακών παρεμβάσεων (Ν.3614/2007)200 και μία σειρά εκτελεστικών Π.Δ. Υπουργικών Αποφάσεων (Παράρτημα 5.2: Απαιτήσεις σημερινού Συστήματος παραγωγής μελετών Δημοσίων 201 Κτηριακών Έργων202).
Κατάργηση του προηγούμενου Ν.716/77, λόγω ασυμβατότητάς με το Νέο κοινοτικό Δίκαιο, όπως εκφραζόταν με τις εξής Κοινοτικές Οδηγίες: • 2004/18/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών. • 2004/17/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης Συμβάσεων, στους τομείς τουύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών Υπηρεσιών. • Κανονισμός 1177/2009 για την τροποποίηση των Οδηγιών 2004/18/ΕΚ και 200/17/ΕΚ όσον αφορά τα κατώτατα όρια εφαρμογής τους κατά τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων. 201 Ο νόμος 3316/2005 αντικατέστησε συνολικά το Ν 716/1977, προκειμένου να εναρμονίσει το εθνικό νομικό πλαίσιο με το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και συγκεκριμένα τις Οδηγίες 2004/17 και 2004/18 (Σχέδιο Νόμου, Μεταρρύθμιση Συστήματος Ανάθεσης και Εκτέλεσης συμβάσεων Μελετών και Δημοσίων Έργων, Ίδρυση Αρχής Ελέγχου Μελετών και Έργων και άλλες διατάξεις , " Αιτιολογική έκθεση"). 202 ΜΟΔ, επιμ. Ηλιόπουλος Δ., «Οδηγός διαδικασιών ωρίμανσης κτηριακών έργων», Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων ΜΟΔ Α.Ε., 2000. 200
202
Η κύρια διάκριση που γίνεται στην παρούσα ερευνητική εργασία αφορά το φορέα ανάθεσης των τεχνικών έργων. Τα αρχιτεκτονικά τεχνικά έργα διακρίνονται σε δημόσια και ιδιωτικά. Τα δύο είδη έργων διατηρούν ομοιότητες και διαφοροποιήσεις κατά τις φάσεις υλοποίησής τους, ενώ διαφοροποιούνται οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι.
Εικόνα 5.2: Δημόσια και Ιδιωτικά έργα: διαγραμματική απεικόνιση συντελεστών
203
Τα δημόσια τεχνικά αρχιτεκτονικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, τα οποία αναλύονται στην παρούσα ερευνητική εργασία, ακολουθούν κάποιες βασικές διαδοχικές θεσμικές διαδικασίες,
προκειμένου να
προκηρυχθούν τα έργα, να σχεδιαστούν οι λύσεις, να δημοπρατηθούν τα έργα και στο τέλος να υλοποιηθούν.
Εικόνα 5.3: α. Διάγραμμα διάκριση έργων προς ανάλυση β. Φάσεις τεχνικού έργου
204
Τα κυριότερα ζητήματα που έχουν εντοπιστεί και αφορούν το ευρύτερο πλαίσιο προβληματικής των δημοσίων έργων, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ για τις κατασκευές, είναι τα εξής: •
Έλλειψη μηχανισμού επίβλεψης στα δημόσια έργα αναφορικά με το κόστος και την τεχνική αρτιότητα.
•
προβληματικές
Αναχρονιστικό και παρωχημένο σύστημα δημοπράτησης και ανάθεσης των έργων.
•
Εστίαση στο κόστος κατασκευής, παραβλέποντας το κόστος συντήρησης και διαχείρισης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα χρηματοδότησης και συντήρησης μετά το πέρας της κατασκευής τους.
•
Εστίαση
στο
κόστος
κατασκευής,
παραβλέποντας
την
αρχιτεκτονική ιδέα και συνθετική ποιότητα. •
Περιορισμοί στην κατάταξη των βαθμίδων των τεχνικών εταιρειών που αναλαμβάνουν δημόσια έργα, καθώς δεν συνυπολογίζεται η τεχνική εμπειρία, με αποτέλεσμα να μην τηρούνται ίσοι όροι ανταγωνισμού με εταιρείες του εξωτερικού όπου σε πολλές περιπτώσεις δεν υποχρεούνται σε τήρηση βαθμίδων.
•
Έλλειψη
ρευστότητας
λόγω
καθυστέρησης
πληρωμών
και
προβλήματα χρηματοδότησης πολλών τεχνικών εταιριών203 . Η σημερινή καθυστέρηση και μη υλοποίηση πολλών δημοσίων τεχνικών αρχιτεκτονικών έργων ελλοχεύει τον κίνδυνο, λόγω χρόνιας στασιμότητας, της απαξίωσης του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, καθώς οι εκάστοτε επιχειρήσεις ή δημόσιοι οργανισμοί καλούνται να διατηρήσουν ένα ακριβό πάγιο εξοπλισμό, ενώ η τεχνογνωσία των συνεργείων σταδιακά εξαφανίζεται, δημιουργώντας δυσκολίες σε περίπτωση επανεκκίνησης των δημοσίων έργων.
IOBE, «Η σημασία ανάπτυξης, τα εμπόδια και το μέλλον του κλάδου των Κατασκευών», Μελέτη που ανατέθηκε στο ΙΟΒΕ από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων για την Ποιότητα και Ανάπτυξη των Κατασκευών Αθήνα: ΣΕΠΑΚ, 2015 203
205
5.2 Δημόσια έργα : Ορισμοί Επιχειρώντας την ανάλυση της πορείας ενός αρχιτεκτονικού έργου από την μελέτη, στην ανάθεση και κατόπιν στην κατασκευή, ο εννοιολογικός προσδιορισμός των βασικών όρων που διέπουν τα δημόσια έργα, αποτελεί το πρώτο βήμα καθορισμού και στοιχειοθέτησης μιας υπόθεσης εργασίας για την ανίχνευση των βασικών κενών μεταξύ της διαδικασίας μελέτης, σχεδιασμού και υλοποίησης. Ένα έργο ορίζεται ως μια ακολουθία μοναδικών, σύνθετων και αλληλοσχετιζόμενων δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού. Το σύνολο των δραστηριοτήτων ενός έργου οφείλουν να ολοκληρωθούν μέσα σε περιορισμένο χρόνο και με περιορισμένο κόστος, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις απαιτούμενες προδιαγραφές ποιότητας204. Σύμφωνα με την εθνική νομoθεσία, ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση.
Η
Ευρωπαϊκή νομοθεσία205 ορίζει ως έργο το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών που προορίζεται να πληροί μία οικονομική ή τεχνική λειτουργία206. Σύμφωνα με το ελληνικό πρότυπο του ΕΛΟΤ 1429 (ΕΛΟΤ: 2008) ως έργο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε δραστηριότητα του δημοσίου τομέα, η οποία συνεπάγεται τη διάθεση δημόσιου κεφαλαίου μέσω μιας καθορισμένης θεσμικά διαδικασίας για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον 207.
Τζίκα -Χατζοπούλου Α., «Δημόσια έργα: εθνική και κοινοτική νομοθεσία και νομολογία», Παπασωτηρίου: Αθήνα, 2012. 205 Η Ευρωπαϊκή οδηγία υιοθετεί το λειτουργικό κριτήριο για την έννοια του έργου. Αποτελεί μία έννοια στενότερη από τον ορισμό κατά την εθνική νομοθεσία, καθώς δεν περιλαμβάνει εργασίες συντήρησης και επισκευής. 206 Τζίκα -Χατζοπούλου Α., οπ.αν 207 Παυλόπουλος Π., «Η Σύμβαση εκτέλεσης δημόσιου έργου: Άρθρα και γνωμοδοτήσεις, Βλαχόπουλος» ,(επιμέλεια), Αθήνα: εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997. 204
206
Τα δημόσια έργα αποτελούν έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της δημόσιο έργο
ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του κρατικού προγραµµατισµού208. Ο δημόσιος χαρακτήρας ενός έργου που πραγματώνεται από το κράτος και υπαγορεύει ότι η υλοποίησή του εκτελείται πρωτίστως προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (Παράρτημα 5.3: Εννοιολογία: Aναλυτικός ορισμός δημόσιων έργων)209. Ως τεχνικά δημόσια έργα, ορίζονται όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς και συνδέονται µε οποιονδήποτε τρόπο µε το έδαφος, το υπέδαφος ή τον
τεχνικό έργο
υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων210. Η εκτέλεση ενός δημοσίου έργου περιλαμβάνει τη μελέτη και την κατασκευή του. Η μελέτη προηγείται της κατασκευής και είτε συντάσσεται από την Δημόσια Υπηρεσία, είτε ανατίθεται σε μελετητικά γραφεία211. Ως μελέτη, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 716/1977212, ορίζεται η κάθε
μελέτη
επιστημονική και τεχνική εργασία ή έρευνα που αποβλέπει στην κατασκευή τεχνικού ή άλλου μη τεχνικού έργου, ή στο σχεδιασμό και την εκπόνηση προγραμμάτων και μεθόδων ανάπτυξης του ευρύτερου χώρου213. Η μελέτη ενός δημόσιου έργου αποτελεί την πλήρη απεικονιστική και λεκτική περιγραφή του έργου πριν την κατασκευή του. Περιλαμβάνει αναλυτικά
208
Ν. 2229/94 «Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 1418/1984 και άλλες διατάξεις»
ΥΠΟΙΟ, «Εγχειρίδιο για την Υλοποίηση έργων και Υπηρεσιών μέσω ΣΔΙΤ», Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών,2010. 209
210Τζίκα
-Χατζοπούλου Α., οπ.αν. Ν. 3316/2005, «Ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων, εκπόνηση μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» 212 Διέπει τις μελέτες που συνδέονται με τεχνικά έργα. 213 Ομπέση Φ., «Μελέτη και κατασκευή δημόσιων έργων. Νομοθετικές ρυθμίσεις ερμηνεία νομολογία» , β’ έκδοση, Εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1993. 211
207
σχέδια του έργου ενταγμένο στο περιβάλλον του 214 και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου και της διαδικασίας κατασκευής του 215. Αποτελεί ουσιαστικά την ταυτότητα του έργου, καθώς εμπεριέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες κατασκευής του216. Οι μελέτες κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με το αντικείμενό τους (Παράρτημα 5.1- Κατηγορίες Μελετών). Το πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η εκπόνηση της μελέτης ονομάζεται ανάδοχος. Ανάδοχοι μπορούν να γίνουν είτε ατομικοί μελετητές, είτε γραφεία μελετών είτε συμπράττοντα γραφεία μελετών
217.
Ανάδοχη ονομάζεται και η εταιρία που αναλαμβάνει
την κατασκευή του έργου. Η
επιλογή των συντελεστών του δημοσίου
έργου, δηλαδή των μελετητών και εργοληπτικών εταιριών που πρόκειται να εμπλακούν στη διαδικασία μελέτης, δημοπράτησης και κατασκευής του έργου θεσμικά οφείλει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το αδιάβλητο της διαδικασίας. (Παράρτημα 5.4 : Εννοιολογία δημοσίων έργων: Συντελεστές).
Προκειμένου να εξασφαλιστεί αυτή η
συνθήκη έχει θεσπιστεί ένα σύνολο διαδικασιών που πρέπει να ακολουθηθούν
προκειμένου
να
επιλεγούν
οι
μελετητές
και
οι
κατασκευαστές του υπό ανέγερση έργου. Μία νομοθετική συνθήκη που κινείται προς τη διασφάλιση
της αδιαβλητότητας είναι η θέσπιση
νομοθετικής ρύθμισης που υπαγορεύει στον ελεύθερο επαγγελματία να επιλέξει στο εκάστοτε έργο αν θα έχει το ρόλο του μελετητή ή του εργολήπτη, καθώς δεν μπορούν να συνυπάρξουν και οι δύο ιδιότητες ταυτόχρονα, με βάση την κείμενη νομοθεσία 218.
Χωροταξικά, τοπογραφικά, αρχιτεκτονικά. Τεχνική έκθεση, προδιαγραφές υλικών, συμβατικές υποχρεώσεις. 216 Τζίκα- Χατζοπούλου Α., «Κατασκευή δημοσίων έργων συμπλήρωμα 4ης έκδοσης», δ’ έκδοση, Παπασωτηρίου,Αθηνα,1995. 217 Σολδάτος Δ., «Δημόσια Έργα: κωδικοποιημένη νομοθεσία δημοσίων έργων και μελετών ερμηνεία—νομολογία» , εκδόσεις Μ. Δημοπούλου, Θεσσαλονίκη, 2005. 218 Τζίκα -Χατζοπούλου Α., οπ.αν. 214 215
208
Την ιδιότητα του μελετητή δε μπορούν να αποκτήσουν: i.
Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει τετραετία από το χρόνο λήψης του πτυχίου τους.
ii.
Όσοι τελούν σε υπαλληλική σχέση οποιασδήποτε μορφής, με την εξαίρεση των υπαλλήλων σε γραφεία μελετών (δεν μπορούν να χρησιμοποιούν αυτοτελώς το πτυχίο τους), και των μελών των διδaκτικού ερευνητικού προσωπικού από τη βαθμίδα του λέκτορα και κάτω.
iii.
Οι εν ενεργεία καθηγητές Ανωτάτων Σχολών από τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και πάνω, όπως επίσης και οι καθηγητές των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
iv.
Οι κάτοχοι πτυχίου εργολήπτη δημοσίων έργων και όσοι παρέχουν υπηρεσίες στους εργολήπτες.
Μετά την ολοκλήρωση της εκπόνηση της μελέτης, το επόμενο μεγάλο στάδιο είναι η κατασκευή του έργου.
209
Εικόνα: 5.4: Γενικά στάδια ενός έργου H κατασκευή ενός τεχνικού έργου μπορεί να γίνει είτε από ειδικευμένη εργολαβική επιχείρηση είτε από τον κύριο του έργου με αυτεπιστασία. Τα δημόσια
έργα
συνήθως
εκτελούνται
από
ειδικευμένη
εργολαβική
επιχείρηση219 . Ο σωστός προγραμματισμός και η ορθολογική διαχείριση ανθρώπων, μηχανημάτων και υλικών, δηλαδή η άρτια διαχείριση του κατασκευή
έργου, αποτελούν προϋποθέσεις για την κατασκευή ενός έργου, σύμφωνα με τα σχέδια που έχουν προηγηθεί. Εξάλλου, η φάση της κατασκευής είναι η δαπανηρότερη και η μεγαλύτερη σε διάρκεια, οπότε τυχόν λάθη, αστοχίες ή παραλήψεις στοιχίζουν ακριβά σε χρόνο και χρήματα. Λόγω της μεγάλης σημασίας των φάσεων της μελέτης και της κατασκευής, έχει αναπτυχθεί ειδική νομοθεσία που διέπει την ανάθεση και παραγωγή ενός δημόσιου έργου, ώστε να καλύπτονται όλα τα ζητήματα που πιθανόν να προκύψουν. Στα πλαίσια της νομοθετικής σύγκλισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει επιχειρηθεί
μια
εκτεταμένη
προσπάθεια
εκσυγχρονισμού
και
κωδικοποίησης της νομοθεσίας περί των δημόσιων έργων, αλλά και εναρμόνισής της με το αντίστοιχο δίκαιο των υπολοίπων προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών. Νέες μορφές ανάθεσης, διοίκησης και υλοποίησης των έργων αλλά και κατασκευαστικές μέθοδοι προστίθενται συνεχώς, γεγονός που
καθιστά
αναγκαία
την τακτική
επικαιροποίηση
νομοθεσίας.
219
Καστρινάκη, Α., «Η κοστολόγηση των τεχνικών έργων», ΤΕΙ Πειραιά,1993.
210
της
5.2.1 Συστήματα παραγωγής Δημόσιων Κτηριακών Έργων: μια κριτική απεικόνιση Η διαμόρφωση των διαφόρων συστημάτων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή δημόσιων κτηριακών έργων βασίζεται στο γενικό νομοθετικό πεδίο εφαρμογής
πλαίσιο που διέπει την εκτέλεση των δημόσιων έργων. Οι βασικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία επιλογής του συστήματος για την παραγωγή ενός κτηριακού έργου είναι το μέγεθος του έργου, ο βαθμός εξειδίκευσης και πολυπλοκότητας των λειτουργιών που θα εξυπηρετήσει, η διαθεσιμότητα οικονομικών πόρων για την άμεση χρηματοδότηση της κατασκευής του, καθώς και ο χρόνος μέσα στον οποίο πρέπει να ολοκληρωθεί το έργο, σε συνδυασμό με το βαθμό ωριμότητάς του. Το θεσμικό καθεστώς, η στελέχωση και η εν γένει δυνατότητα του εργοδότη (κύριου του έργου ή φορέα υλοποίησης) για άρτια διαχείριση των εγκριτικών διαδικασιών μέχρι τη δημοπράτηση, καθώς και ο εκτιμώμενος χρόνος ολοκλήρωσης των διαδικασιών παραγωγής του τεχνικού έργου αποτελούν κριτήρια που καθορίζουν κάθε φορά ένα ξεχωριστό σύστημα μελέτης, ανάθεσης, δημοπράτησης και κατασκευής, που ταιριάζει στο εκάστοτε έργο. Στο πλαίσιο αυτό τα συστήματα παραγωγής δημόσιων κτηριακών έργων, που ισχύουν σήμερα και που αφορούν στην ανάθεση της εκτέλεσης και τη δημοπράτηση ενός έργου κατηγοριοποιούνται στις κάτωθι κατηγορίες. 5.2.1.1 Η Πλήρης μελέτη Αφορά κτηριακά έργα μικρού ή μεσαίου μεγέθους με μικρό βαθμό πολυπλοκότητας. Η δημοπράτηση του έργου διενεργείται με βάση τις οριστικές μελέτες και η επιλογή του αναδόχου βασίζεται κυρίως στο ύψος της οικονομικής προσφοράς λαμβάνοντας υπόψη τη χαμηλότερη τιμή. Με αυτό τον τρόπο καλύπτεται το σύνολο των κτηριακών έργων, επιτρέπεται η ολοκλήρωση των απαιτούμενων διαδικασιών μέχρι τη 211
δημοπράτηση,
η συντόμευση του χρόνου δημοπράτησης και της
κατασκευής του έργου λόγω ύπαρξης των εγκεκριμένων μελετών. Δεν προϋποθέτεται ειδικό θεσμικό καθεστώς ή εξειδικευμένη στελέχωση των κριτική
υπηρεσιών. Επιτρέπεται η σταδιακή παρακολούθηση και έλεγχος των μελετών και εγκριτικών διαδικασιών. Το αρνητικό αυτής της διαδικασίας είναι η απαίτηση μεγάλου χρονικού διαστήματος για την πλήρη ολοκλήρωση
μελετών
και
εγκριτικών
διαδικασιών
μέχρι
τη
δημοπράτηση220. 5.2.1.2 Το σύστημα μελέτη - κατασκευή Αφορά κτηριακά έργα με πολύπλοκες λειτουργικές απαιτήσεις ή ειδικές κατασκευές των οποίων ο σχεδιασμός απαιτεί εξειδικευμένη εμπειρία σε πολλούς τεχνικούς τομείς. Η δημοπράτηση του έργου γίνεται με βάση την προμελέτη,
όπου
προσδιορίζονται
με
σαφήνεια
οι
ποιοτικές
και
λειτουργικές απαιτήσεις του έργου, ενώ οι διαγωνιζόμενοι υποβάλλουν προσφορά σε επίπεδο Οριστικής Μελέτης. Η επιλογή του αναδόχου βασίζεται στη συμφερότερη από οικονομική άποψη προσφορά, η οποία προκύπτει από τον συνδυασμό της τεχνικής και της οικονομικής αξιολόγησης, με θέσπιση κριτηρίων και συντελεστών βαρύτητας. Η εφαρμογή αυτού του συστήματος σε έργα οφείλει να είναι περιορισμένη. Ο τρόπος των μελετοκατασκευών ενδείκνυται για μεγάλα ή εξειδικευμένα κτηριακά έργα και
σε περιπτώσεις κτηριακών έργων με εξειδικευμένες
λειτουργικές απαιτήσεις (Για παράδειγμα: το Αττικό Μετρό, η περιφερειακή Λεωφόρος Ελευσίνας - Σταυρού- Α/Δ Σπάτων).
Η εφαρμογή της
μελετοκατασκευής καθιστά τον ανάδοχο υπεύθυνο όσον αφορά στην κατασκευασιμότητα, σε τυχόν ελλείψεις της μελέτης και στην τήρηση του χρονοδιαγράμματος εκτέλεσης του έργου.
Ηλιόπουλος Δ., «Οδηγός διαδικασιών ωρίμανσης κτηριακών έργων», Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων ΜΟΔ Α.Ε.,2000. 220
212
Η χρήση της μελετοκατασκευής αποτρέπει υπερβάσεις κόστους κατά την κατασκευή με το προσφερόμενο κατ’ αποκοπή τίμημα, επιτρέπει μικρή εκταμίευση
πιστώσεων
συντόμευση κριτική
των
μέχρι
χρόνων
για
την
δημοπράτηση
διαδικασίες
του
έργου,
αδειοδότησης,
την
εφόσον
ολοκληρώνονται μετά τη δημοπράτηση και ανάθεση του έργου. Το σύστημα μελέτης - κατασκευή αποδίδει ευθύνες στον ανάδοχο και με αυτό τον τρόπο μπορεί να βελτιστοποιείται η διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης, καθώς υλοποιούνται από τον ίδιο χωρίς την παρεμβολή άλλων εμπλεκόμενων. Ωστόσο,
για
πολλά
χρόνια
με
την
επίφαση
του
κατεπείγοντος
χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε έργα όχι εξειδικευμένα, άλλα ακόμη και σε έργα μικρού και μεσαίου μεγέθους. Έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από αδιαφάνεια και την ενίσχυση του ρόλου του κατασκευαστή221. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι υποβιβασμένος, καθώς υποτάσσεται στις ανάγκες της Αναδόχου εταιρίας κατασκευής 222. Το σύστημα μελέτης-κατασκευή παρουσιάζει δυσκολία στην ανάλυση και τον έλεγχο των προσφορών και προϋποθέτει εξειδικευμένη στελέχωση της επιτροπής αξιολόγησης προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των υλοποιημένων έργων. Η υιοθέτηση τεχνο-οικονομικών και χρονικών κριτηρίων, δίχως την ύπαρξη εξειδικευμένου προσωπικού (αρχιτεκτόνων) και καθορισμένων κριτηρίων συνέτεινε στην υλοποίηση και παράδοση κτηριακών έργων που επί της ουσίας δεν είχαν ολοκληρωθεί.
Φιντικάκης Ν., «Σχέση Μ/Κ και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού», Αρχιτέκτονες, Τεύχος 29, περίοδος Β, Σεπτέμβριος -Οκτώβριος, 2001. 222 Τομπάζης Α., «Απόηχοι του συστήματος μελέτη-κατασκευή», Αρχιτέκτονες, Τεύχος 29, περίοδος Β, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος, 2001. 221
213
5.2.1.3 Αντιπαροχή Αφορά την κατασκευή κτηριακού έργου στην περίπτωση που ο φορέας υλοποίησης διαθέτει ιδιόκτητη έκταση και επιδιώκει την κατασκευή κτηριακού έργου χωρίς άμεση εκροή οικονομικών πόρων, αφού το οικονομικό αντάλλαγμα είναι το αντιπαρεχόμενο τμήμα της ιδιοκτησίας του. Η δημοπράτηση του έργου μπορεί να γίνει με απλή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για υποβολή προσφοράς, στην περίπτωση που δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κτηριακές απαιτήσεις ή με βάση τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές ή προμελέτη στην περίπτωση που η αξιοποίηση του ακινήτου γίνεται με μελέτη των διαγωνιζομένων, ή με πλήρη μελέτη. Η επιλογή του αναδόχου βασίζεται κυρίως στη συμφερότερη από οικονομική άποψη προσφορά, η οποία προκύπτει από τον συνδυασμό της αξιολόγησης της τεχνικής προσφοράς (ποιοτικά στοιχεία της κατασκευής)
και
της
οικονομικής
προσφοράς
(αξία
ποσοστού
αντιπαροχής), εκτός από την περίπτωση που η δημοπράτηση γίνει με πλήρη μελέτη, οπότε το κριτήριο ανάθεσης είναι η οικονομική προσφορά (αξία ποσοστού αντιπαροχής). Η αντιπαροχή αποδεσμεύει τον εργοδότη από την χρηματοδότηση του έργου, επιτρέπει την ελαχιστοποίηση του χρόνου ολοκλήρωσης εγκριτικών διαδικασιών μέχρι τη δημοπράτηση, αναθέτει την ευθύνη ολοκλήρωσης κριτική
των διαδικασιών και αδειοδότησης στον ανάδοχο και δεν απαιτεί ειδικό θεσμικό καθεστώς ή εξειδικευμένη στελέχωση των υπηρεσιών. Απαιτεί διατύπωση πλήρων ποιοτικών προδιαγραφών που να δεσμεύουν τον ανάδοχο, συνεχή νομική στήριξη για την εφαρμογή της σύμβασης ανάθεσης του έργου223.
223
Ηλιόπουλος Δ., οπ.αν.
214
5.2.1.4 Παραχώρηση χρήσης ή άλλα ανταλλάγματα Αφορά έργα μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους τα οποία, λόγω υψηλού κόστους κατασκευής, κρίνεται σκόπιμο να χρηματοδοτηθούν από τρίτους (ιδιώτες), με αντάλλαγμα την παραχώρηση της χρήσης και λειτουργίας τους. Βασική προϋπόθεση του συστήματος αυτού αποτελεί η ικανή οικονομική ανταποδοτικότητα της λειτουργίας του έργου. Η δημοπράτηση του έργου οφείλει να γίνεται με ολοκληρωμένες προμελέτες και θεσμικές εγκρίσεις ώστε η έναρξη κατασκευής να είναι απρόσκοπτη. Η επιλογή του αναδόχου βασίζεται κυρίως στη συμφερότερη από οικονομική άποψη προσφορά, η οποία προκύπτει από το συνδυασμό της αξιολόγησης της τεχνικής προσφοράς 224, το ύψος της επένδυσης, το χρόνο εκμετάλλευσης του έργου και το αποδιδόμενο στο φορέα οικονομικό αντάλλαγμα για τη χρήση του έργου. (Άρθρο 11 του Ν.3669/08). Το σύστημα παραχώρησης χρήσης προϋποθέτει μια πλήρη προμελέτη του τεχνικού έργου και διατυπωμένο νομικό αντικείμενο εκμετάλλευσης, επιτρέπει τη σύναψη
συμβάσεων τεχνικών έργων με πολύπλοκο
διαχειριστικό και οικονομικό αντικείμενο εκμετάλλευσης, αποδεσμεύει τον εργοδότη από την χρηματοδότηση του έργου, αποφέρει έσοδα από την λειτουργία
του έργου, επιτρέπει
την ελαχιστοποίηση
του χρόνου
ολοκλήρωσης εγκριτικών διαδικασιών μέχρι τη δημοπράτηση, αναθέτει την ευθύνη ολοκλήρωσης μέρους των διαδικασιών και αδειοδότησης στον ανάδοχο και εξασφαλίζει την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση του έργου 225. Απαιτείται η πρόσληψη εξειδικευμένου τεχνικοοικονομικού συμβούλου για τη σύνταξη προδιαγραφών και νομικού πλαισίου, δημιουργείται ανάγκη για πρόσθετη νομοθετική ρύθμιση της παραχώρησης του έργου, απαιτεί Ποιοτικά στοιχεία της κατασκευής. Ηλιόπουλος Δ., «Οδηγός διαδικασιών ωρίμανσης κτηριακών έργων», Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων ΜΟΔ Α.Ε.,2000. 224 225
215
επεξεργασία με υψηλό βαθμό ποιότητας των ποιοτικών προδιαγραφών του κτηριακού έργου, προϋποθέτει εξειδικευμένη στελέχωση της επιτροπής αξιολόγησης και εξειδικευμένη στελέχωση της ομάδας επίβλεψης 226.
5.2.1.5 Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) Η Σύμπραξη Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα / ΣΔΙΤ ή (Public - Private Partnership / PPP) είναι μια δημόσια σύμβαση μακράς διαρκείας (που συνήθως εκτείνεται σε διάρκεια από 15 έως 30 έτη), η οποία συνάπτεται μεταξύ ενός Δημόσιου και ενός Ιδιωτικού Φορέα και αφορά στην κατασκευή έργων υποδομής και στην παροχή υπηρεσιών δημόσιου χαρακτήρα (Θεσμοθετήθηκε με το Ν3389/2005). Η Σύμπραξη Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα, αφορά σε μορφές συνεργασίας ιδιωτών επενδυτών με τις δημόσιες αρχές, στις οποίες ανήκουν και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για την εξασφάλιση τμήματος ή του συνόλου εκ της χρηματοδότησης, της κατασκευής, της ανακαίνισης, της διαχείρισης και της συντήρησης μιας υποδομής ή την παροχή μιας υπηρεσίας σε τομείς όπου η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς είναι, είτε ανέφικτη, είτε μη επιθυμητή. Στον Ιδιωτικό Φορέα Σύμπραξης γίνονται σταδιακές πληρωμές από το Δημόσιο φορέα στον Ιδιωτικό Φορέα Σύμπραξης με προϋπόθεση συγκεκριμένες προδιαγραφές διαθεσιμότητας υπηρεσιών κατά τη λειτουργία του ολοκληρωμένου έργου. Το συγκεκριμένο Σύστημα δεν αφορά συγχρηματοδοτούμενα έργα 227.
Με βάση τη σύμβαση που συνάπτεται, ο Ιδιωτικός Φορέας αναλαμβάνει, να χρηματοδοτήσει το έργο, να το μελετήσει, να το κατασκευάσει και να το λειτουργήσει για τη χρονική περίοδο που έχει συμφωνηθεί στη σχετική 226
Ηλιόπουλος Δ., οπ.αν.
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, «Συμπράξεις Ιδιωτικού Δημοσίου Τομέα», Ειδική γραμματεία συμπράξεων Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα, Αθήνα, τελευταία επίσκεψη : 25/02/2016 http://hefaistos.anko.gr:7779/images/tabs/anko/SDIT/anko/gr_low.pdf, 2006. 227
216
σύμβαση. Μετά το πέρας της σύμβασης, τη λειτουργία του έργου αναλαμβάνει η δημόσια αρχή για λογαριασμό της οποίας έχει συναφθεί η σύμβαση (Ιονία οδός, Ολυμπία οδός, Γέφυρα ΑΕ, αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος). Η Αναθέτουσα Αρχή του δημόσιου φορέα, καθορίζει το πλαίσιο και τις απαιτήσεις της διαγωνιστικής διαδικασίας (έγγραφα διαγωνισμού) και ο Ιδιωτικός Φορέας αναλαμβάνει τους κινδύνους κατασκευής και λειτουργίας του έργου και αμείβεται κατά τη διάρκεια της φάσης λειτουργίας του έργου, με αντάλλαγμα (χρηματικό ή άλλο) που λαμβάνει είτε από την Αναθέτουσα Αρχή ή από τη δημόσια αρχή για λογαριασμό της οποίας δημοπρατείται το έργο, είτε απευθείας από τους χρήστες, είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, και από τους δύο (δημόσιο & χρήστες). Στην περίπτωση που το αντάλλαγμα εισπράττεται από τους χρήστες τον κίνδυνο εκμετάλλευσης αναλαμβάνει ο Ιδιωτικός Φορέας. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην υλοποίηση έργων και υπηρεσιών γίνεται είτε με τη μορφή συνεργαζόμενου φορέα για την υλοποίησή τους, είτε με τη μορφή του παρέχοντος υπηρεσίες προς το δημόσιο228. Ρόλοι και ευθύνες εμπλεκόμενων μελών: i.
Ανάδοχος: ίδια κεφάλαια, know-how.
ii.
Εργολάβος: κατασκευή, συντήρηση, τήρηση χρονοδιαγράμματος κατασκευής.
iii.
Διαχειριστής: αναλαμβάνει το κίνδυνο της απόδοσης και μέρος της μακροχρόνιας συντήρησης του παγίου .
iv.
Δημόσιο:
νομικό
πλαίσιο,
κύριο
μέρος
των
συμβάσεων,
συνεισφορά σε χρήμα v.
Τράπεζες:
χρηματοδοτική
δομή,
know-how,
παροχή
χρηματοδότησης σε μια οικονομικά βιώσιμη δομή. Από την εφαρμογή ενός συστήματος ΣΔΙΤ τα οφέλη συνοψίζονται:
228
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, οπ.αν.
217
i.
Στη βελτίωση υποδομών και παγίων και την δημιουργία ευέλικτου σχήματος, στην
παροχή
υπηρεσιών
υψηλής
ποιότητας και
την καλύτερη διοίκηση έργου, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού, της καινοτομίας, του κινήτρου της αποδοτικότητας και την προσχεδιασμένη συντήρηση για όλη τη διάρκεια ζωής του έργου, κριτική
στην εφαρμογή νέων καινοτόμων διαδικασιών, την απόκτηση τεχνογνωσίας, τη μείωση του κόστους και του χρόνου παράδοσης των έργων, ii.
Στη βελτίωση του λειτουργικού σχεδιασμού, κατασκευής και διαχείρισης των διαδικασιών,
iii.
Στην παροχή υπηρεσιών με συνολικά χαμηλότερο κόστος, καθώς το σχήμα και η σύμβαση έχουν δομηθεί και εφαρμοσθεί άρτια. Κατά κανόνα το κόστος είναι μικρότερο από το κόστος που επιβαρύνει το Δημόσιο όταν η προμήθεια των αντίστοιχων αγαθών ή υπηρεσιών γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο. Οι συνέργειες που αναπτύσσονται από το συνδυασμό σχεδιασμού, κατασκευής και λειτουργίας του έργου από τον ίδιο προμηθευτή μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση του λειτουργικού κόστους και του κόστους συντήρησης και στη βελτίωση του επιπέδου των παρεχομένων υπηρεσιών. Η Ιδιωτική χρηματοδότηση για την κατασκευή του έργου και η μεταφορά της ευθύνης της λειτουργίας στον Ιδιωτικό τομέα έχει συνήθως ως αποτέλεσμα την αποφυγή υπερβάσεων κόστους και την τήρηση του χρονοδιαγράμματος κατασκευής, παράγοντες που δύσκολα ελέγχονται στο συμβατικό τρόπο προμήθειας των αγαθών και των υπηρεσιών.
iv.
Στον επιμερισμό κινδύνων του σχεδιασμού, την κατασκευής, της λειτουργίας, μεταξύ του Δημόσιου και του Ιδιωτικού τομέα 229.
229
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, οπ.αν
218
Η αυξημένη πολυπλοκότητα στην υλοποίηση τους λόγω των απαραίτητων θεσμικών αλλαγών καθώς και του σύνθετου πλέγματος συμβάσεων, η αύξηση του κόστους σύμπραξης, τα υψηλά κόστη δανεισμού του Ιδιωτικού Φορέα, καθώς και η έλλειψη ανταγωνισμού αποτελούν τα μειονεκτήματα υιοθέτησης του ΣΔΙΤ στην παραγωγή δημοσίων έργων 230. 5.2.1.6 Αγορά έτοιμου προϊόντος Αφορά έργα μικρού ή μέσου μεγέθους και με σύνηθες απαιτήσεις λειτουργίας. Η διαδικασία δημόσιας προκήρυξης του έργου μπορεί να γίνει με
απλή
πρόσκληση
προσφοράς,
με
εκδήλωσης
βάση
τις
ενδιαφέροντος
τεχνικές,
ποιοτικές
για
και
υποβολή
λειτουργικές
προδιαγραφές που καλύπτουν συγκεκριμένες ειδικές κτηριακές απαιτήσεις του φορέα. Η επιλογή του αναδόχου βασίζεται κυρίως στη συμφερότερη από οικονομική άποψη προσφορά, η οποία προκύπτει από τον συνδυασμό
της
αξιολόγησης
της
τεχνικής
προσφοράς
και
της
οικονομικής προσφοράς231. Το σύστημα αγορά έτοιμου προϊόντος καλύπτει το σύνολο σχεδόν των συνήθων κτηριακών έργων, δημιουργεί ομαλή ροή εκταμιεύσεων για την αγορά, κριτική
επιτρέπει
την
ελαχιστοποίηση
του
χρόνου
ολοκλήρωσης
εγκριτικών διαδικασιών μέχρι τη δημοπράτηση, αναθέτει την ευθύνη ολοκλήρωσης μέρους των διαδικασιών και αδειοδότησης στον ανάδοχο, εξασφαλίζει την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση του έργου και δεν απαιτεί εξειδικευμένη στελέχωση των υπηρεσιών 232.
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, οπ.αν Ηλιόπουλος Δ., «Οδηγός διαδικασιών ωρίμανσης κτηριακών έργων», Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων ΜΟΔ Α.Ε.,2000. 232 Ηλιόπουλος Δ., οπ.αν. 230
231
219
5.2.2 Ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων εκπόνησης μελετών Μελετώντας το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (Ν. 3316/2005) που διέπει τις διαδικασίες σύναψης και εκτέλεσης όλων των δημόσιων συμβάσεων, ανεξαρτήτως αξίας, για την εκπόνηση μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών μηχανικού, οι τρόποι ανάθεσης αναδόχου διακρίνονται στις εξής κατηγορίες, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα: i. Ανοικτές διαδικασίες: είναι η διαδικασία ανάθεσης μελέτης ή υπηρεσίας στην οποία μπορεί να λάβει μέρος και να υποβάλλει προσφορά κάθε ενδιαφερόμενος. Στην ανοικτή δημοπρασία λαμβάνουν μέρος όλες οι εργολαβικές επιχειρήσεις που έχουν τα νόμιμα προσόντα της διακήρυξης και σύμφωνα με τη νομοθεσία αποτελεί την κύρια διαδικασία επιλογής (Εικόνα
5.6:
Διαδικασία
σύναψης
δημοσίων
συμβάσεων|Ανοικτές
διαδικασίες). ii. Κλειστές διαδικασίες: είναι η διαδικασία ανάθεσης μελέτης ή υπηρεσίας στην οποία αρχικά μπορεί να υποβάλλει αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος κάθε ενδιαφερόμενος, αλλά κατά τη δεύτερη φάση, να υποβάλλει προσφορά μόνο ο υποψήφιος ή οι υποψήφιοι οι οποίοι έχουν επιλεγεί από την αναθέτουσα αρχή (φάκελος τεχνικής και οικονομικής προσφοράς). Αυτή η διαδικασία πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε μεγάλης σπουδαιότητάς έργα. (Εικόνα 5.7: Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Κλειστές διαδικασίες). iii. Συμφωνία πλαίσιο: είναι η συμφωνία ορισμένης διάρκειας που συνάπτεται μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και Αναδόχου με αντικείμενο την εκπόνηση μελετών, όταν δεν μπορούν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων, καίρια στοιχεία όπως οι χρόνοι έναρξης και λήξης, το ακριβές αντικείμενο το παραδοτέων και ο χώρος εκτέλεσης του έργου (εκτέλεση εργασιών υποστηρικτικών μελετών). iv. Ανάθεση με διαπραγμάτευση: είναι η διαδικασία ανάθεσης μελέτης ή υπηρεσίας στην οποία οι αναθέτουσες αρχές προσκαλούν τους 220
ενδιαφερόμενους που επιλέγουν και διαπραγματεύονται τους όρους της σύμβασης ύστερα από δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού (Εικόνα 5.8: Διαδικασία
σύναψης
δημοσίων
συμβάσεων.
Ανάθεση
με
διαπραγμάτευση). v. Σύνθετη σύμβαση: είναι η σύμβαση που περιλαμβάνει εκπόνηση μελέτης και παροχή υπηρεσιών, στον ίδιο ανάδοχο, χωρίς να υπάρχει παραβίαση των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού. vi. Διαγωνισμός μελετών: είναι η διαδικασία με την οποία η αναθέτουσα αρχή, (παρ.9 του άρθρου 1 του Ν.3316/20052), επιδιώκει την εξασφάλιση μελετών ή σχεδίων ιδεών, κυρίως στον τομέα της αρχιτεκτονικής αλλά και σε τομείς όπως της χωροταξίας, της πολεοδομίας και των έργων πολιτικού μηχανικού, που επιλέγονται από κριτική επιτροπή μετά από σύγκριση και απονομή χρηματικών βραβείων. Ειδικότερα αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ο διαγωνισμός μελετών, στον οποίο κύρια μελέτη είναι η αρχιτεκτονική μελέτη. Δεν υποβάλλεται οικονομική προσφορά και η προκήρυξη καθορίζει το χρηματικό ποσό των προς απονομή βραβείων.
233Με
τον
διαγωνισμό μελετών επιδιώκεται ευρύτερη συμμετοχή μελετητών και η ανάπτυξη του πνεύματος της άμιλλας με στόχο την καλύτερη δυνατή επίλυση ενός συγκεκριμένου έργου από χωροταξικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, αισθητικής, πολιτισμικής, περιβαλλοντικής, οικονομικής, λειτουργικής και κατασκευαστικής πλευράς. vii. Απευθείας ανάθεση: Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 209 του Ν.3563/06 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας περί εκπόνησης μελετών, η απευθείας ανάθεση της
ΦΕΚ 1427/16.06.2011 Νέο πλαίσιο διενέργειας των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και γενικά των διαγωνισμών μελετών με απονομή βραβείων, ΦΕΚ θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικaσίες ανάθεσης και εκτέλεσης δημόσιων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών Ν. 3316 /Αρ. Φύλλου 22.02.2005, άρθρο 1. 233
221
εκπόνησης μελέτης του Δήμου ή Κοινότητας σε πτυχιούχο μελετητή ή μελετητικό γραφείο Α ή Β΄ τάξης πτυχίου, εφόσον η προεκτιμώμενη αμοιβή όλων των σταδίων της μελέτης δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το τριάντα τοις εκατό (30%) του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης που κάθε φορά ισχύει για την αντίστοιχη κατηγορία μελέτης. Η απευθείας ανάθεση πρέπει
να
εφαρμόζεται
σε
ειδικές
περιπτώσεις
όπως
θεομηνίες,
μοναδικότητα κατασκευαστή, εξειδικευμένες ερευνητικές εργασίες 234.
Τζίκα - Χατζοπούλου Α., «Κατασκευή δημοσίων έργων συμπλήρωμα 4ης έκδοσης», δ’ έκδοση, Παπασωτηρίου: Αθηνα,1995. 234
222
Εικόνα 5.5: Διαγραμματική απεικόνιση: διαδικασία ανάθεσης μελέτης κατασκευής.
223
Εικόνα 5.6: Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Ανοικτές διαδικασίες.
224
Εικόνα
5.7:
Διαδικασία σύναψης
διαδικασίες.
225
δημοσίων συμβάσεων. Κλειστές
Εικόνα 5.8: Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Ανάθεση με διαπραγμάτευση.
226
5.2.3 Ωρίμανση κτηριακών έργων Η ωρίμανση του κτηριακού έργου, προηγείται της τελικής ανάθεσης της μελέτης. Ο προγραμματισμός και η προετοιμασία έργου, αποτελεί το σημαντικότερο στάδιο της φάσης της ωρίμανσης των έργων. Σε αυτό το στάδιο λαμβάνονται αποφάσεις επιτελικού επιπέδου για τη σκοπιμότητα, τη θέση, τη λειτουργία του έργου και την διαμόρφωση του χρηματοδοτικού σχήματος υλοποίησης του, ενώ αξιολογούνται και προκαταρκτικές εναλλακτικές λύσεις. Στη διαδικασία ωρίμανσης του έργου εμπεριέχονται τα εξής παραδοτέα: α. O Φάκελος του έργου. Ο φάκελος του έργου περιλαμβάνει το τεύχος τεχνικών δεδομένων του έργου, την τεκμηρίωση της σκοπιμότητας του έργου, το πρόγραμμα των απαιτούμενων μελετών και υπηρεσιών και την απαιτούμενη δαπάνη μελετών και υπηρεσιών. Στο στάδιο αυτό είναι δυνατή η διενέργεια αρχιτεκτονικού διαγωνισμού ιδεών, τα αποτελέσματα του οποίου αποτελούν συμπληρωματικό στοιχείο για την εκπόνηση των προμελετών του επομένου σταδίου. Για την διεξαγωγή του εκάστοτε διαγωνισμού η Αναθέτουσα Αρχή εγκρίνει τα αντίστοιχα συμβατικά τεύχη που
περιλαμβάνουν
το
φάκελο
του
έργου
και
τη
συγγραφή
υποχρεώσεων235. β. Η συνολική μελέτη του έργου, η οποία περιλαμβάνει την Αρχιτεκτονική Μελέτη236 με τα επιμέρους στάδια της Προμελέτης, της Οριστικής Μελέτης και της Μελέτης Εφαρμογής. Φάκελος του έργου: Τεύχος τεχνικών δεδομένων του έργου, Τεκμηρίωση της σκοπιμότητας του έργου, Πρόγραμμα των απαιτούμενων μελετών και υπηρεσιών, Απαιτούμενη δαπάνη, Τεχνική προσφορά: τεχνική έκθεση, οργανόγραμμα, πρόταση μεθοδολογίας, πίνακας ανειλημμένων υποχρεώσεων, Οικονομική προσφορά με ανάλυση των επί μέρους αμοιβών για : προγραμματισμό – επίβλεψη και αξιολόγηση των αναγκαίων ερευνητικών εργασιών, εκπόνηση υποστηρικτικών μελετών, εκπόνηση προμελέτης, μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κάθε άλλη αμοιβή προβλεπόμενη από τις ισχύουσες διατάξεις δεν περιλαμβάνει αμοιβή για εκτέλεση ερευνητικών εργασιών οι οποίες ανατίθενται με ιδιαίτερη σύμβαση. 236 Στάδια αρχιτεκτονικής μελέτης: Προμελέτη - Η Αρχιτεκτονική Προμελέτη περιλαμβάνει τις βασικές ιδέες και λύσεις για τη λειτουργία, τη μορφή και τη δαπάνη του έργου. 235
227
γ. Τα Τεύχη Δημοπράτησης της κατασκευής. Τα Τεύχη Δημοπράτησης απαιτούνται
για
τη
δημοπράτηση
των
μελετών
του
έργου
και
περιλαμβάνουν τους τεχνικούς και γενικούς συμβατικούς όρους με τους οποίους διενεργείται η διαδικασία της Δημοπράτησης των μελετών 237. Όσο Οριστική Μελέτη - Η Οριστική Αρχιτεκτονική Μελέτη περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που προσδιορίζουν πλήρως την Αρχιτεκτονική συνθετική λύση που έχει δοθεί, που περιλαμβάνει τη λειτουργία, τη δομή και μορφή του έργου καθώς και την προβλεπόμενη δαπάνη. Μελέτη Εφαρμογής - Η Αρχιτεκτονική Μελέτη Εφαρμογής περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη δημοπράτηση και την απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου. Κριτήρια ανάθεσης - Η Προϊσταμένη Αρχή επιλέγει μια από τις διαδικασίες ανάθεσης . Η ανάθεση της προκαταρκτικής μελέτης γίνεται στον υποψήφιο που υποβάλλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής άποψης προσφορά. Για σύνθετα έργα, σύμφωνα με την ίδια προκήρυξη, ανατίθεται η προκαταρκτική μελέτη και η προμελέτη. Για την προμελέτη τα κριτήρια ανάθεσης είναι: η ποιότητα της τεχνικής Προσφοράς και η οικονομική προσφορά. Για την ανάθεση της οριστικής μελέτης συντάσσεται προκήρυξη είτε ανοιχτή είτε κλειστή αναλόγως της πολυπλοκότητας, του μεγέθους και της εξειδικευμένης εμπειρίας. Τα κριτήρια ανάθεσης είναι: η πληρότητα και αρτιότητα του αντικειμένου της μελέτης, η οργανωτική αποτελεσματικότητα της ομάδας εκπόνησης της μελέτης και η οικονομική προσφορά. Η Προϊσταμένη Αρχή επιλέγει, αναλόγως των στοιχείων του φακέλου του έργου και των ιδιαιτεροτήτων της προς ανάθεση μελέτης, μία εκ των διαδικασιών ανάθεσης που προβλέπει ο νόμος (Παλιεράκη, 2012). Η Αρχιτεκτονική Μελέτη (περιλαμβάνει: μελέτη θερμομόνωσης, μελέτη παθητικής πυροπροστασίας Ακουστική μελέτη, μελέτη φωτισμού) περιλαμβάνει την ανάλυση και τον έλεγχο του προγράμματος του έργου, τη συγκέντρωση των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξασφάλιση της λειτουργικότητας και οικονομίας του έργου, την συνθετική λύση που πρέπει να συνδυάσει τις λειτουργικές, τις μορφολογικές-αισθητικές και τις τεχνικέςκατασκευαστικές απαιτήσεις του έργου, τη σύνταξη προδιαγραφών και την εκπόνηση των αναγκαίων σχεδίων, τεχνικών εκθέσεων και περιγραφών που είναι απαραίτητες για την πλήρη και έντεχνη εκτέλεσή του. Επίσης, περιλαμβάνει τον προϋπολογισμό εκτέλεσης του έργου και υποδεικνύει τη διαδικασία και το χρονικό προγραμματισμό υλοποίησης του. • Tη μελέτη σήμανσης χώρων • Τη μελέτη Φέρουσας Κατασκευής • Τη μελέτη των Εγκαταστάσεων • Τις μελέτες έργων Υποδομής και Διαμορφώσεων του Περιβάλλοντα Χώρου • Tη μελέτη Φέρουσας Κατασκευής. Η στατική μελέτη περιλαμβάνει τον επιλεγέντα τύπο υλικού, με το κύριο και τυχόν δευτερεύοντα στοιχεία του φέροντος οργανισμού του κτηρίου, τις παραδοχές και τους Κανονισμούς που ελήφθησαν υπόψη κατά τη στατική και αντισεισμική επίλυση, τις περιγραφές, τις τεχνικές προδιαγραφές και τα σχέδια για την κατασκευή του φέροντος οργανισμού του κτηρίου. Επίσης, περιλαμβάνει την πρόβλεψη της δαπάνης εκτέλεσης του φέροντος οργανισμού και υποδεικνύει τη διαδικασία και το χρονικό προγραμματισμό υλοποίησής του. Τα συμβατικά τεύχη και στοιχεία, με βάση τα οποία θα εκτελεστεί το προς ανάθεση έργο, είναι τα παρακάτω: • Το συμφωνητικό. • Η παρούσα Διακήρυξη. • Η Οικονομική Προσφορά. • Το Τιμολόγιο Μελέτης. • Η Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων (Ε.Σ.Υ.). • Οι Τεχνικές Προδιαγραφές και τα Παραρτήματα τους, Τ.Σ.Υ. 237
228
πιο λεπτομερώς είναι προσδιορισμένο οποιοδήποτε έργο στο επίπεδο της μελέτης, τόσο περισσότερο αυξάνεται και η ποιότητά της τελικής κατασκευής του αρχιτεκτονικού έργου. Η τελική ποιότητα αποτελεί έναν παράγονται ιδιαίτερα σημαντικό στα δημόσια έργα, καθώς έχουν ως κύριους αποδέκτες τους πολίτες ως κοινωνικό σύνολο. Για την πληρότητα των εκπονουμένων μελετών, τον αρτιότερο σχεδιασμό, την καλύτερη διοίκηση και επίβλεψη και την έντεχνη κατασκευή του έργου, υποχρεούται ο μελετητής, ο ανάδοχος κατασκευής του έργου και ο τεχνικός σύμβουλος να ασφαλίζουν τη μελέτη, την κατασκευή του έργου και τις υπηρεσίες τεχνικού συμβούλου αντίστοιχα. Ενώ υπάρχει σχετική νομοθεσία για την ασφάλιση των μελετών, δεν τηρείται ο νόμος. Στην Ελλάδα δεν ασφαλίζονται οι μελέτες. Στο εξωτερικό είναι υποχρεωτική και ασφαλίζονται όλες οι μελέτες. Υπάρχουν ειδικά γραφεία που αποκλειστικό τους αντικείμενο είναι η ασφάλιση των μελετών που κατατίθενται, εφόσον έχουν διασφαλίσει την ποιότητα των μελετών238.
5.2.4
Ανάθεση και εκτέλεση κατασκευής: Τρόποι επιλογής της
εργοληπτικής επιχείρησης Η διαδικασία επιλογής του αναδόχου παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, ανάλογα με το σύστημα παραγωγής έργου και δημοπράτησης που έχει επιλεχθεί από τον Κύριο του έργου, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα της διαδικασίας παραγωγής δημοσίων έργων. Η επιλογή των εναλλακτικών προσαρμόζονται ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε έργου, προκειμένου είτε να ωριμάσει ένα έργο και να δημοπρατηθεί, είτε
Η Τεχνική Περιγραφή (Τ.Π.). Ο Προϋπολογισμός Μελέτης. • Οι εγκεκριμένες μελέτες, που θα χορηγηθούν στον ανάδοχο από την υπηρεσία και οι εγκεκριμένες τεχνικές μελέτες, που θα συνταχθούν από τον Ανάδοχο. • Το Χρονοδιάγραμμα/ Πρόγραμμα κατασκευής των έργων, όπως αυτό τελικά θα εγκριθεί από την Τεχνική Υπηρεσία. 238 Σολδάτος Δ., «Δημόσια Έργα: κωδικοποιημένη νομοθεσία δημοσίων έργων και μελετών ερμηνεία—νομολογία» , εκδόσεις Μ. Δημοπούλου, Θεσσαλονίκη, 2005. • •
229
να ανατεθεί με άλλο τρόπο για κατασκευή 239. Ο ισχύων Νόμος 3669/2008 περί της «Κύρωσης της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων», αποτελεί την κωδικοποίηση όλων των νομοθετημάτων, περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την εκτέλεση των δημοσίων έργων και διέπει την διαδικασία ανάθεσης και κατασκευής δημοσίων έργων. Με τις διατάξεις του ισχύοντος κώδικα έχουν καθιερωθεί ενιαίοι κανόνες και κανόνες κοινωνικού ελέγχου για την κατασκευή όλων των δημοσίων έργων και έχει επιχειρηθεί η δημιουργία ενός ενιαίου ορθολογικού πλαισίου προκειμένου να οργανωθούν και να εξελιχθούν οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την κατασκευή των έργων, και να διασφαλιστεί η διαφάνεια των διαδικασιών και η άρτια εκτέλεση των έργων 240. Τα δημόσια έργα κατασκευάζονται είτε
από ειδικευμένες εργοληπτικές
επιχειρήσεις είτε με αυτεπιστασία από τον φορέα κατασκευής. Στην περίπτωση αυτή η κατασκευή γίνεται από τις τεχνικές υπηρεσίες και με τα αυτεπιστασία: εργολήπτες
τεχνικά μέσα τα οποία διαθέτει ο φορέας κατασκευής. Ενώ οι δύο τρόποι παραγωγής νοούνται ισότιμοι από το νόμο, συνήθως με αυτεπιστασία εκτελούνται έργα μικρής κλίμακας και σημασίας. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις για την κατασκευή του έργου επιλέγονται είτε με δημόσιο διαγωνισμό241, είτε με απευθείας ανάθεση 242. Οι τρόποι επιλογής της εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή των έργων είναι
243:
1)Ανοικτή δημοπρασία: στην οποία λαμβάνουν μέρος και υποβάλλουν προσφορές όλοι όσοι έχουν τα νόμιμα προσόντα που προβλέπονται στη διακήρυξη. Αυτή είναι η κύρια διαδικασία επιλογής. Τζίκα- Χατζοπούλου Α., «Κατασκευή δημοσίων έργων συμπλήρωμα 4ης έκδοσης», δ’ έκδοση, Παπασωτηρίου, Αθήνα,1995. 240 Παλιεράκη Ε., «Μελέτη και κατασκευή δημοσίων έργων» κείμενο στο πλαίσιο ενημερωτικών σεμιναρίων για Νέους μηχανικούς, ΤΕΕ, Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, Τμήμα επαγγελματικών θεμάτων,2012. 241 Ανοικτή δημοπρασία, με προεπιλογή, πρόχειρος διαγωνισμός. 242 Νομοθετικά η αυτεπιστασία και ο δημόσιος διαγωνισμός αποτελούν ισότιμους τρόπους κατασκευής. Παρόλα αυτά στην πράξη με αυτεπιστασία εκτελούνται μόνο έργα μικρής κλίμακας (Τζικα-Χατζοπούλου, 1995,σσ37). 243 Παλιεράκη Ε., οπ.αν. 239
230
2) Η δημοπρασία με προεπιλογή: εφαρμόζεται κυρίως σε έργα μεγάλης σπουδαιότητας ή εξειδικευμένα έργα. Ο διαγωνισμός αυτός διεξάγεται σε δύο διακεκριμένα στάδια. Αρχικά δημοσιεύεται πρόσκληση εκδήλωσης διαδικασίες ανάθεσης
ενδιαφέροντος και εκδηλώνουν ενδιαφέρον συμμετοχής όλοι όσοι θεωρούν ότι διαθέτουν τα προσόντα που προδιαγράφονται στη διακήρυξη. Δεν απαιτείται η κατάθεση εγγύησης συμμετοχής. Ακολουθεί προεπιλογή και πρόσκληση για συμμετοχή στην κυρίως δημοπρασία και επίδοση προσφοράς εκείνων που έχουν προεπιλεγεί με την προσκόμιση εγγύησης συμμετοχής εκείνων που έχουν προεπιλεγεί. Στη συνέχεια διεξάγεται μειοδοτικός διαγωνισμός. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται κυρίως σε έργα μεγάλης σπουδαιότητας ή εξειδικευμένα. (ν 3263/2004)244. 3) Ο πρόχειρος διαγωνισμός και η προφορική δημοπρασία, όταν πρόκειται για έργο που ο προϋπολογισμός του είναι μεγαλύτερος από το όριο που επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση και μέχρι του ποσού που καθορίζεται κάθε φορά. 4) Η απευθείας ανάθεση ή διαγωνισμός μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλούμενων
εργοληπτικών
επιχειρήσεων.
Η
διαδικασία
αυτή
εφαρμόζεται μόνο σε εξειδικευμένες (Ν.Δ 321/1969) ή ειδικές περιπτώσεις 245. Ωστόσο, τα τελευταία 30 χρόνια η απευθείας ανάθεση χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε αναθέσεις δημοσίων έργων με την επίφαση του κατεπείγοντος246.
Τζίκα -Χατζοπούλου Α., «Δημόσια έργα: εθνική και κοινοτική νομοθεσία και νομολογία», Παπασωτηρίου: Αθήνα, 2012. 245 Ειδικές περιπτώσεις: Θεομηνία, σοβαρός επικείμενος κίνδυνος, μοναδικότητα του κατασκευαστή, ερευνητικές εργασίες, έργα μοναδικής φύσης). Νομοθετικά η απευθείας ανάθεση εντάσσεται στις εξαιρετικές περιπτώσεις. Επιτρέπεται στις εξής περιπτώσεις και κατόπιν ειδικής αιτιολογίας δεδομένου ότι πρόκειται για ειδικό τρόπο: • θεομηνίας, σοβαρού επικείμενου κινδύνου, μοναδικότητας του κατασκευαστή • εργασιών δοκιμαστικής εφαρμογής νέων τεχνολογιών, ερευνητικές εργασίες ειδικής φύσεως • έργων ΟΤΑ από κατασκευαστική επιχείρηση • μικρών έργων ή έργων συντήρησης που η προυπολογιζόμενη δαπάνη δεν υπερβαίνει ορισμένα καθορισμένα ποσά από το ΥΠΕΧΩΔΕ. 244
Η ανάθεση της κατασκευής γίνεται με βάση τη σχετική μελέτη και ο προϋπολογισμός, με τον οποίο δημοπρατείται το έργο, καταρτίζεται με βάση τις εγκεκριμένες Αναλύσεις Τιμών, 246
231
Μια κριτική που αφορά συνολικά τα κριτήρια ανάθεσης των δημοσίων έργων και την οδηγία 2004/18/EK η οποία ισχύει έως σήμερα και καθορίζει ως δύο εναλλακτικά κριτήρια ανάθεσης τη χαμηλότερη τιμή ή την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά (Παράρτημα
5.5:
Νομοθεσία Δημοσίων έργων). Το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής ορίστηκε προκειμένου να διασφαλίζει την αντικειμενικότητα της επιλογής του Κυρίου του Έργου (ΚτΕ), ενώ το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς αποτελεί ένα σύνθετο κριτήριο με επιμέρους υποκριτήρια, τα οποία αποτιμώνται υποκειμενικά και συνήθως επιφέρουν ενστάσεις και καθυστερήσεις στα έργα. Στη χώρα μας εφαρμόσθηκε ευρύτατα το πρώτο κριτήριο, ενώ το σύνθετο σπανίως (για μελέτη κατασκευή). Συνήθως, με την παρούσα συγκυρία ανεπάρκειας δημοσίων έργων, ο μειοδότης κατά τον υπολογισμό της προσφοράς του εκμηδενίζει κριτική διαδικασιών
το κέρδος του, μη προβλέποντας την πλήρη κάλυψη των γενικών εξόδων του, και υποβάλλει τελικές εκπτώσεις οι οποίες είναι κάτω του κόστους. Ο εργολήπτης γνωρίζει ότι έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλει το φυσικό αντικείμενο της σύμβασης και να «διαπραγματευτεί» κατά την υλοποίηση τα οικονομικά δεδομένα σε συνδυασμό με την ποιότητα του τελικού φυσικού αντικειμένου. Η πρακτική αυτή όχι μόνο δεν ευνοεί την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού και αντίθετα ενισχύει την επικράτηση ενός ολιγοπωλίου, με βλαβερές συνέπειες στο Δημόσιο και σε υγιείς επιχειρήσεις.
Η
ελληνική
αγορά
Δημοσίων
Έργων
χαρακτηρίζεται
διαχρονικά από: ασυνέπεια χρηματοδότησης από πλευράς του Δημοσίου, ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού εργοληπτών σε σχέση με το συνολικό όγκο εργασιών, ολιγοπωλιακές συνθήκες ανταγωνισμού, έλλειψη στρατηγικής και οργάνωσης από πλευράς εργοληπτών και σημαντικές τροποποιήσεις
όπως έχουν διαπιστωθεί από την Επιτροπή Διαπίστωσης Τιμών Δημοσίων Έργων. Εφόσον κατά την εκτέλεση εργασιών στην εργολαβία προκύπτει μείωση των συμβατικών ποσοτήτων των εργασιών αυτών, η δαπάνη που εξοικονομείται από τη μείωση μπορεί να διατεθεί για την εκτέλεση άλλων εργασιών του ίδιoυ έργου που είναι αναγκαία για την λειτουργικότητα και την αρτιότητά του (Σολδάτος, 2005).
232
συμβάσεων έργου. Η θεσμοθέτηση ανώτατων ορίων εκπτώσεων έως το ποσοστό του 20% που ίσχυε, κατά το παρελθόν επέβαλλε ένα λογικό όριο εκπτώσεων που διασφάλιζε την λειτουργία ενός υγιούς ανταγωνισμού. Με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο το μέσο ποσοστό εκπτώσεων ανέρχεται σε 45% - 60%, γεγονός που θεωρητικά οδηγεί στην υλοποίηση έργων με χαμηλότερες προσφορές, χωρίς όμως να ελέγχεται η τελική ποιότητα.
233
Εικόνα 5.9 : Σύστημα παραγωγής κτηριακών έργων
234
5.3 Ποιότητα και πληρότητα μελετών Δημοσίων Έργων Η εκτέλεση πολλών δημοσίων έργων κατά τα τελευταία 50 χρόνια και η ανοικοδόμηση κυρίως των αστικών κέντρων δημιούργησαν την σημερινή πραγματικότητα
των
πόλεων,
όπου
ένα
μεγάλο
ποσοστό
έχει
διαμορφωθεί με δημόσια έργα. Λαμβάνοντας υπόψη το σύγχρονο προβληματισμό, που αναπτύσσεται γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, τις τεχνικές εταιρίες και σειρά άλλων συναφών ζητημάτων, ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί στις αρχιτεκτονικές λύσεις έχουν επιλεγεί για μεγάλα δημόσια έργα (αεροδρόμιο Σπάτων, Μετρό, Ολυμπιακά έργα) τα οποία έχουν επηρεάσει την εικόνα της πόλης. Το κτήριο του αεροδρομίου των Σπάτων αποτελεί, για τους περισσότερους ταξιδιώτες την πρώτη εικόνα που αντικρίζουν στη χώρα μας όπως και οι σταθμοί του Μετρό χαρακτηρίζουν καίρια σημεία της πόλης. Έτσι, τίθεται το ερώτημα το κατά πόσον για όλα αυτά τα έργα έχουν επιλεγεί οι καλύτερες αρχιτεκτονικές λύσεις και κατά πόσο έχει εξεταστεί η μορφή τους, σε σχέση με το κτισμένο και το φυσικό περιβάλλον. Προτού απαντηθούν τα ερωτήματα αξίζει να επισημανθεί ότι σε όλα αυτά τα έργα ο ανάδοχος έχει αναλάβει τόσο τη μελέτη, όσο και την κατασκευή. Εκεί διαφαίνεται η ακριβής σύνδεση με το θέμα της παρούσας ερευνητικής, καθώς στην παρατήρηση για το σύγχρονο κτισμένο περιβάλλον τα δημόσια έργα, η διαχείριση αυτών και ο ρόλος
του
αρχιτέκτονα
έχουν
καίρια
θέση.
Το
σύστημα
της
μελετοκατασκευής σύμφωνα με το οποίο δομήθηκαν πολλά δημόσια έργα που αποτελούν το σύγχρονο αστικό τοπίο, παρουσιάζει μειονεκτήματα που πηγάζουν από τη σύλληψη και την εκτέλεση του έργου κάτω από μία θεώρηση
κυρίως
ελαχιστοποίηση
του
οικονομική κόστους
και και
τεχνική, στη
που
στοχεύει
συντόμευση
του
στην
χρόνου
κατασκευής, παραβλέποντας τις όποιες αρχιτεκτονικές συνθήκες. Η οπτική αυτή
υποβαθμίζει
την
σημασία
της
ποιότητας
του
δομημένου
περιβάλλοντος. Η αισθητική άποψη, η οποία εξ ‘ορισμού δύναται να εκφραστεί από αρχιτέκτονες, των οποίων ο ρόλος έχει υποβαθμισθεί στα
235
έργα μελετοκατασκευών, δεν έχει κρίσιμη σημασία. Η ποιότητα αποτελεί μείζονα κοινωνική και πολιτιστική παράμετρο και δεν περιορίζεται στις τεχνικές και οικονομικές συνιστώσες των έργων. Η αισθητική ταυτότητα των έργων ξεπερνά τη χρονική περίοδο της κατασκευής τους εφόσον αποτελούν μέρη που συγκροτούν τις σύγχρονες πόλεις 247. Ωστόσο, η ανοικοδόμηση της Αθήνας στηρίχτηκε στην αντιμετώπιση της οικοδομής ως αποκλειστικά οικονομικής διαδικασίας με αποτέλεσμα την άναρχης δόμησης. Όπως αναφέρεται και στο κεφάλαιο όπου παρατίθενται οι απόψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα, ο σύγχρονος ρόλος του αρχιτέκτονα έχει υποβαθμιστεί σημαντικά, καθώς οι κύριες επιδιώξεις στο επίπεδο κόστους και χρόνου άφησαν σε τρίτο επίπεδο την αισθητική του έργου και την ένταξή του στο χώρο, όσο και αν αυτή προβλεπόταν θεσμικά ως παράγοντας αξιολόγησης. Στον ορισμό των δημοσίων έργων περιγράφεται ότι αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και συμβάλλουν στην κάλυψη βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, με αδιαμφισβήτητο κοινωνικό χαρακτήρα και οικονομικό-πολιτικές προεκτάσεις. Ενώ ο παραπάνω ορισμός φαντάζει στο ουτοπικός λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των δημοσίων έργων που μας περιβάλλουν, αποτελεί έναν θεσμοθετημένο ορισμό για τα δημόσια έργα. Το ζήτημα που εγείρεται αφορά το κατά πόσο τα δημόσια έργα που έχουν υλοποιηθεί έως σήμερα έχουν καταφέρει να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των αποδεκτών τους, δηλαδή να επιτύχουν το στόχο τους. Αποτελεί κοινή διαπίστωση εδώ και δεκαετίες η αντίληψη για την αδιαφάνεια, τις
απευθείας αναθέσεις με
το πρόσχημα
του
κατεπείγοντος, τη διαφθορά, τους στημένους διαγωνισμούς τις ελλιπείς ή κακής ποιότητας μελέτες τα πρόχειρα έργα τις αναιτιολόγητες υψηλές οικονομικές συμβάσεις στα δημόσια έργα. Η μέση υπερκοστολόγηση των
Ρόβλιας Ν., Κουρκουμέλης Δ., «Τα μεγάλα έργα και ο ρόλος του αρχιτέκτονα», Αρχιτέκτονες, Τεύχος 9/10, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, 1997. 247
236
έργων της προηγούμενης δεκαετίας υπολογίζεται στο 90% ενώ οι υπερβάσεις στο χρόνο περαίωσης έργων κατά μέσο όρο υπερβαίνουν το 80% του αρχικού χρονικού προγραμματισμού, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι το κράτος
πληρώνει αντίτιμο διπλάσιο από το προβλεπόμενο248.
Δεδομένα που σε συνδυασμό με την γραφειοκρατία, την πολυπλοκότητα και τις ασάφειες της νομοθεσίας δημιουργούν μια αναγκαιότητα είτε τροποποίησης είτε θεσμοθέτησης ενός νέου πλαισίου παραγωγής κριτική
δημοσίων έργων249. Μια μονομερής προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου σε καίρια ζητήματα δεν θα συνέβαλε ουσιαστικά στη βελτίωση της παραγωγής των δημοσίων έργων, καθότι, παρά τις καλές προθέσεις των άλλοτε
εμπνευστών
και
συντακτών
των
θεσμικών
πλαισίων,
οι
τροποποιήσεις στους νόμους, η πρόσθεση κανονιστικών πλαισίων και η μη εφαρμογή καθιερωμένης νομοθεσίας συνέβαλαν στην ενίσχυση μιας αδιαφανούς της διαδικασίας250. Πέραν των καταγεγραμμένων θεσμικών ελλείψεων ή των νομοθεσιών με πολλαπλές έννοιες που προκαλούν πολλά από τα προβλήματα στα Δημόσια Έργα, εντοπισμός ελλείψεων
διαφαίνεται
ότι οι σοβαρές ελλείψεις και ατέλειες
των μελετών των προς κατασκευή έργων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο
γεγονός,
διερευνάται ενός
ότι
κατά
την
εκπόνηση
των
μελετών
δεν
επαρκώς η βέλτιστη τεχνικοοικονομική λύση στα πλαίσια
γενικότερου σχεδιασμού. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο
κεφάλαιο, τα προβλήματα στα Δημόσια Έργα επιτείνονται από την ανεπαρκή χρήση
υποστηρικτικών μελετών κατά τη διάρκεια του
σχεδιασμού, καθώς και
από την συχνή ανατροπή της σωστής
αλληλουχίας μεταξύ των σταδίων της μελέτης και των υποστηρικτικών μελετών. Αποτέλεσμα αυτών προβλημάτων και λόγω των καθυστερήσεων
Σε περίπτωση συγχρηματοδότησης η Ε.Ε. δεν καλύπτει υπερκοστολογημένα ποσά. ΤΕΕ, «Άλλο πραγματικότητα και άλλο επικοινωνιακά παιχνίδια», Τεύχος 2615, σ.3, 2011. 250 Ματατσής Θ., «Αναθέσεις Μελετών Δημοσίου Διαπιστώσεις και προτάσεις στο πλαίσιο της έκδοσης Μικρά Αρχιτεκτονικά Γραφεία: Κοινωνικός Ρόλος και επαγγελματική πρακτική», Δίκτυο μικρών αρχιτεκτονικών γραφείων, Μάρτιος 2011. 248 249
237
εγκρίσεων
των
μελετών
από
τις
τεχνικές
υπηρεσίες,
είναι
να
καθίστανται πολλές από τις μελέτες ανεπίκαιρες, ή και ακατάλληλες προς των
εφαρμογή, γεγονός το οποίο είτε οδηγεί σε επανεκπόνηση μελετών,
σοβαρές
είτε
σε
προώθηση
τους,
συνέπειες κατά την κατασκευή
προς
υλοποίηση,
με
των έργων (ανατροπή
προϋπολογισμού, χρονοδιαγράμματος, τροποποίηση και υποβάθμιση των προδιαγραφών και της ποιότητας του έργου, οριακή αντοχή). Οι ελλείψεις και ατέλειες των μελετών οδηγούν στην μεταβολή του συμβατικού τεχνικού και οικονομικού αντικειμένου, των προθεσμιών του έργου και σε ποιοτικά υποβαθμισμένα έργα, με αποτέλεσμα την αλλοίωση της ταυτότητας του έργου. Πρόσθετα, η εμφάνιση μεγάλων εκπτώσεων κατά τη δημοπρασία, όπως αναφέρθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, οδηγεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό, εφόσον δημιουργείται στους μελλοντικούς αναδόχους η βεβαιότητα αποκόμισης αφανούς κέρδους, μέσα από την τροποποίηση των δεδομένων του έργου κατά τη διάρκεια της κατασκευής του. Για την ελαχιστοποίηση των προβλημάτων αυτών από μια θεσμική σκοπιά προτείνεται μια αναδιαμόρφωση του συστήματος ελέγχου προκειμένου να εξαλειφθούν φαινόμενα διαφθοράς 251 και μια τροποποίηση των υφιστάμενων θεσμικών μηχανισμών.
5.4 Προτάσεις αναμόρφωσης διαδικασιών: Η εμπειρία του παρελθόντος και το θεσμικό μέλλον Αναλογιζόμενοι παλαιότερα παραδείγματα
για την
αντιμετώπιση
σύγχρονων προβλημάτων, κρίνεται σκόπιμη μία ανάλυση του τρόπου με τον οποίο διαχειριζόταν στην αρχαιότητα τα δημόσια έργα οι τότε πολίτες το παρελθόν
αυτού του τόπου. Στις δημοκρατικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, τα δημόσια έργα είχαν χρηματοδοτήσει από το “δημόσιο” και η τεχνική και
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, ενώ καθορίζει και αναλύει τα επιμέρους παραδοτέα, πολλές φορές δεν ακολουθείται, καθώς σε πολλά έργα δεν υφίστανται ουσιαστικός έλεγχος. 251
238
οικονομική διαχείρισή τους ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα της τότε βουλής252. Οι συνήθεις όροι χρήσης στα δημόσια έργα όπως “μελέτη, μελετητής, ανάδοχος, επίβλεψη, εργολάβος, τεχνικές προδιαγραφές”, υπήρχαν από τότε. Ωστόσο, ξεκινώντας από την επιλογή της μελέτης και του μελετητή αντίστοιχα, ο οποίος υπέβαλε την τεχνική περιγραφή του έργου - η οποία ήταν εκτεθειμένη σε δημόσιο χώρο, ώστε να πραγματοποιηθούν οι προσκλήσεις υποβολής προσφορών - χαραγμένη σε
λίθινη
στήλη
μαζί
με
το
πρόπλασμα
και
τις
απαραίτητες
κατασκευαστικές λεπτομέρειες253 προκειμένου να εγκριθεί από την βουλή της πόλης254, ένα απόλυτα διαφανές σύστημα παραγωγής δημοσίων έργων κυριαρχούσε255. Οι τεχνικές προδιαγραφές που υποβάλλονταν ήταν τόσο λεπτομερείς που στην περίπτωση της περίφημης σκευοφόρου του Φίλωνος στον Πειραιά πραγματοποιήθηκαν τα σχέδια του κτηρίου με αρκετή λεπτομέρεια. Στη συνέχεια πραγματοποιούνταν η έγκριση της μελέτης και οι αποφάσεις της βουλής διακρινόταν σε δύο κατηγορίες: την έγκριση χωρίς ανάθεση σε αναδόχους και την ανάθεση του έργου σε συγκεκριμένο κατασκευαστή256. Με ελάχιστες γνωστές εξαιρέσεις, η ιδέα ενός μοναδικού αναδόχου δεν ήταν διαδεδομένη και υπήρχε η προτίμηση του διαμοιρασμού του έργου σε επιμέρους, ώστε να εργάζονται πολλοί ανάδοχοι, οπότε και υπήρχε η ανάγκη για συνεχή και άκρως εξειδικευμένη επίβλεψη. Η επιτροπή του δήμου είχε τα καθήκοντα της επιμετρήσεως και της οικονομικής διαχείρισης ενώ η τεχνική επίβλεψη γινόταν αποκλειστικά από τον αρχιτέκτονα και το προσωπικό του257, δίχως να λείπουν τα αυστηρά πρόστιμα για καθυστερήσεις ή κακοτεχνίες προς τους αναδόχους. Όσον αφορά στις πληρωμές, διαφορετικοί εκπρόσωποι της βουλής κάθε μήνα επέβλεπαν όλες τις συναλλαγές, ενώ η επιτροπή είχε το ρόλο του διαχειριστή των εργασιών και πραγματοποιούσε όχι μόνο τις Τάσιος, Θ.Π., «Πρόσφατα δημοσιευμένο έργο 1996 – 2008» , επιμ. Γιώτα Καζάζη: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, 2009. 253 Οι λεπτομέρειες ονομαζόταν ‘παραδείγματα’. 254 Η διαδικασία της επιλογής δεν είναι γνωστή μέχρι σήμερα. 255 Τάσιος, Θ.Π., 2009, οπ.αν. 256 Μαζί με τις τιμές μονάδος, τις τεχνικές προδιαγραφές, το χρονοδιάγραμμα. 257 Το προσωπικό του Αρχιτέκτονα καλούνταν επίσης αρχιτέκτονες. 252
239
απαραίτητες
πληρωμές
αλλά
εισέπραττε
και
τα
πρόστιμα
που
επιβάλλονταν στους προμηθευτές και αναδόχους. Η όλη διαδικασία βρισκόταν κάτω από τη στενή παρακολούθηση των αρχών και όλα τα στάδιά της ήταν πλήρως δημοσιευμένα258. Τα παραπάνω αποδεικνύουν τη λειτουργία ενός συστήματος, το οποίο πραγματικά λειτουργούσε με διαφανείς διαδικασίες, οι οποίες επέτρεπαν τη μελέτη και υλοποίηση επιτυχημένων και άρτιων ποιοτικά έργων, απόδειξη αποτελούν όλα τα μνημεία που κατασκευάστηκαν εκείνη την εποχή και διατηρούνται έως σήμερα 259. Επιστρέφοντας στο παρόν και επιχειρώντας την περιγραφή της σημερινής συγκυρίας αξίζει να αναφερθεί ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση έχει το παρόν
οδηγήσει μία δραματική μείωση των κατασκευών, γεγονός που δεν προβλέπεται
να
αλλάξει
μεσοπρόθεσμα.
Οι
δημόσιες
επενδύσεις
προβλέπεται να είναι περιορισμένες και οι ιδιωτικές επενδύσεις σε μεγάλες υποδομές δεν δύναται να πραγματοποιηθούν, τουλάχιστον όσο θα διαρκεί το ασταθές οικονομικό κλίμα. Κατά συνέπεια, δεν φαίνεται εφικτή η επιβίωση του συνόλου των τεχνικών επιχειρήσεων της χώρας260. Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση μπορεί να αποτελέσει μία κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, καθώς όλο και περισσότερο στις ελληνικές τεχνικές εταιρείες έχουν τη δυνατότητα ανάληψης έργων στο εξωτερικό. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται η νέα Οδηγία 2014/24 της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ που σκοπός της είναι η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προκειμένου να συμμετέχουν πιο ενεργά στην κατασκευή των μεγάλων δημοσίων έργων, καθώς επί του παρόντος
συνήθως συμμετέχουν λίγες
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι όλες οι πληρωμές από την Επιτροπή ∆ιαχείρισης χαράσσονταν σε ‘λίθινα αρχεία’ τα οποία παρέμεναν σε κοινή θέα για πάντα, κατά τη διάρκεια της κατασκευής αλλά και µετά το πέρας της 259 Τάσιος, Θ.Π. οπ.αν. 260 Λαμπρόπουλος Σ., «Δημοπράτηση δημοσίων έργων: Κριτήρια ανάθεσης» , 08/05/2015, Τα Νέα, 2005. 258
240
εργοληπτικές εταιρείες της ανώτατης τάξης 261. Ωστόσο, δεν υπάρχει μια εθνική στρατηγική αξιοποίησής της, καθώς δεν υφίσταται κατ΄αρχάς ένα πλαίσιο που να διευκολύνει τις εταιρείες που έχουν τη δυνατότητα ανάληψης
έργων
στο
εξωτερικό
λόγω
μεγέθους,
τεχνογνωσίας,
οικονομικής επιφάνειας και πιστοποιητικών εκτέλεσης μεγάλων έργων, και επίσης που να προσφέρει στους πολίτες ανταποδοτικά δημόσια έργα με εύλογο κόστος και χρόνο κατασκευής και άρτιας ποιότητας262. Η εκάστοτε πολιτική δημοπράτησης δημοσίων έργων είναι αναγκαίο να έπεται των κυβερνητικών αποφάσεων εξυγίανσης του τεχνικού κλάδου. «...] ο στόχος είναι να παραχθεί ένα έργο που δεν περιορίζεται μόνο στην αισθητική του σημασία αλλά υποστηρίζει και επηρεάζει τη μετατροπή της κοινωνικής πραγματικότητας προς μια ανανεωμένη κοινωνία» (Bauhaus). Προτείνεται, η
τροποποίηση
του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου
αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας κοινής βάσης που ενισχύει τη διαφάνεια απλοποιεί τις διαδικασίες και δημιουργεί συστήματα ελέγχου που διασφαλίζουν την ορθή αξιοκρατική λειτουργία του πλαισίου, με τέτοιο τρόπο που να αποκλείει κάθε μορφή αθέμιτου και μη γόνιμου ανταγωνισμού, με ισότητα και έμφαση τόσο στην ποιότητα των έργων αλλά και στην ουσιαστική ωφέλεια για το κοινωνικό σύνολο. Τα κύρια σημεία που πρέπει να διασφαλιστούν αφορούν κάποιες αρχές που διέπουν το παρόν θεσμικό πλαίσιο και δεν εφαρμόζονται στην πράξη το μέλλον
αλλά και τη θέσπιση νέων κανόνων που δεν έχουν προβλεφθεί στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Τα έργα μεγάλης κλίμακας οφείλουν να αποτελούν προϊόν διαγωνισμού και μόνο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται αξιοκρατικά η ανάθεσή τους. Ωστόσο, το υφιστάμενων σύστημα των διαγωνισμών χρειάζεται
τροποποιήσεις
σε
πολλαπλά
πεδία
(κριτικές
επιτροπές
διαγωνισμών, κριτήρια εγκρίσεων, χρονικά περιθώρια). Για το σύνολο των Λαμπρόπουλος Σ., «Δημοπράτηση δημοσίων έργων: Προγράμματα, κατατμήσεις, υπεργολάβοι» ,02/06/2015, Τα Νέα, 2015. 262 Το ίδιο. 261
241
δημοσίων έργων, πρέπει να διασφαλίζεται η εναλλαξιμότητα στην εκπόνηση των μελετών και των κατασκευών. Η εναλλαξιμότητα αποτελεί προϋπόθεση της ποιότητάς τους, καθώς διασφαλίζει την προσωπική εμπλοκή με το έργο, σε αντίθεση με μονοπωλιακού χαρακτήρα μελετητικά και κατασκευαστικά σχήματα που λειτουργούν για χρόνια στη χώρα μας. Οι διαγωνισμοί, τουλάχιστον των μεγάλων έργων οφείλουν να είναι ανοικτού τύπου σε στάδια (κλιμακωτοί)263. Στα μικρής σημασίας και κλίμακας έργα
μπορούν να
συμμετέχουν
ανεξαιρέτως
όλοι
οι
διπλωματούχοι αρχιτέκτονες μηχανικοί που μπορούν να αποδείξουν εμπειρία σε σχετικά έργα. Στους διαγωνισμούς ιδεών το σύνολο των αρχιτεκτόνων θα μπορεί να συμμετέχει χωρίς να αποκλείονται μελετητές που για παράδειγμα ζουν στο εξωτερικό. Επιπλέον, για την επίσπευση των διαδικασιών προτείνεται η δημιουργία μιας ενιαίας βάσης δεδομένων όπου οι αρχιτέκτονες θα μπορούν ανά συγκεντρώνουν ειδική εμπειρία ανά έργα προκειμένου να συγκεντρώνουν εξειδικευμένη εμπειρία και να συμμετέχουν σε σύνθετα αρχιτεκτονικά έργα μεγάλης κλίμακας και κόστους.
5.5 Συμπεράσματα Με την εφαρμοσμένη ισχύουσα νομοθεσία παρατηρείται ότι ελλιπείς και ατελείς
μελέτες
που
βασίζονται
στην
εκτεταμένη
διάσπαση
και
πολυπλοκότητα του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου, αποτελούν μια βασική αιτία για ουσιαστικές αλλαγές στο φυσικό και οικονομικό αντικείμενο των έργων, για τις υπερβάσεις και για τις μεγάλες εκπτώσεις. Επιπλέον, το περιορισμένο επίπεδο διαφάνειας και ανταγωνισμού, οι χρονοβόρες διαδικασίες, η χρήση παλαιών τεχνικών αγοράς και η διαφθορά σε κάποιες διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης συμβάσεων, περιγράφουν τις αδυναμίες και τις παθογένειες του υφιστάμενου θεσμικού
Μπελιμπασάκης, συνέντευξη στο πλαίσιο της ερευνητικής εργασίας 'Μπελιμπασάκης Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών Δήμου Θεσσαλονίκης, 23/12/2016, 2016. 263
242
πλαισίου. Η παραβίαση των όρων του ελεύθερου ανταγωνισμού και η δημιουργία ενός ολιγοπωλίου κατά το στάδιο της δημοπράτησης και της ανάθεσης των συμβάσεων, λειτουργούν εις βάρος της ποιότητας και της εξυπηρέτησης των έργων σε χρονικούς, οικονομικούς και λειτουργικούς όρους. Προτείνεται ένας περαιτέρω εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου και μία διόρθωση του συστήματος ανάθεσης, παραγωγής και επίβλεψης των δημόσιων έργων. Ως κυρίως στόχοι του νέου θεσμικού πλαισίου αποτελούν, o επαναπροσδιορισμός του όρου και του ρόλου των δημοσίων έργων τόσο από τεχνική και οικονομική άποψη όσο και από άποψη κοινωνικής και αναπτυξιακής σπουδαιότητας, ο κοινωνικός έλεγχος από τη δημοπράτηση και ανάθεση του έργου μέχρι την παρακολούθηση της κατασκευής και την παραλαβή, ο συσχετισμός ροής πληροφοριών με το χρονοδιάγραμμα του έργου, η ουσιαστικοποίηση διοίκησης του έργου από το δημόσιο ή τον κύριο του έργου, η εξυγίανση εργοληπτικών φορέων με την καθιέρωση του θεσμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, καθώς και ο επαναπροσδιορισμός των όρων των μελετοκατασκευών προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφάνεια και ο εξορθολογισμός της διαδικασίας. Επιχειρώντας την απλοποίηση της σύνθετης διαδικασίας του σχεδιασμού, της μελέτης, της δημοπράτησης, της κατασκευής και λειτουργίας των έργων, απαραίτητη συνθήκη είναι η διασφάλιση ενός άρτιου και πλήρους μελετητικού υπόβαθρου πάνω στο οποία να μπορεί να δομηθεί μία άρτια δημοπράτηση του έργου, χωρίς υπερβάσεις κόστους, χρόνου και ποιότητας. Αποτελεί αναγκαιότητα η εξασφάλιση μιας μεθοδευμένης και συστηματικής διαδικασίας μελέτης, διαχείρισης, δημοπράτησης και κατασκευής από το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων (stakeholders) αποσκοπώντας στην αποφυγή ατελών μελετών και υπερβολικών εκπτώσεων από τους αναδόχους, που οδηγούν
στη
υποβάθμιση
της
ποιότητας,
σε
υπερβάσεις
προϋπολογισμού και σε χρονικές καθυστερήσεις παράδοσης των έργων.
243
Η απλοποίηση, ο εξορθολογισμός και η ενοποίηση της κύριας νομοθεσίας, καθώς και η επιτάχυνση των διαδικασιών συνιστούν προτάσεις ενσωμάτωσης σε ένα νέο αποτελεσματικότερο θεσμικό πλαίσιο. Η θεσμοθέτηση μιας διαδικασίας διαχείρισης προγραμματισμού, ελέγχου και οριοθέτησης της μελέτης και της ανάθεσης, αποσκοπεί στη δημιουργία και διατήρηση των συνθηκών εκείνων που θα διασφαλίσουν την σύντομη υλοποίηση μιας βιώσιμης αρχιτεκτονικής ιδέας, χωρίς της απώλεια της αρχικής ταυτότητας και ποιότητας του αρχιτεκτονήματος που έχει προδιαγραφεί κατά τη μελέτη. Το αρχιτεκτονικό έργο είναι από τη φύση του στην ουσία δημόσιο, καθότι αφορά όλη την κοινωνία και απευθύνεται σε αυτήν. Η αρχιτεκτονική δημιουργία, η ποιότητα των κατασκευών, η αρμονική ένταξή τους στο περιβάλλον, ο σεβασμός των φυσικών και αστικών τοπίων αποτελούν δημόσιο συμφέρον και συνιστούν, με μία ευρεία έννοια ένα δημόσιο έργο που οι κανόνες του οφείλουν να εναρμονιστούν με την κοινωνία, εντός της οποίας ενυπάρχουν.
244
Κεφάλαιο 6: Περί υλοποίησης του αρχιτεκτονικού έργου
Η αναγκαιότητα ύπαρξης ενός θεσμικού πλαισίου που να διασφαλίζει μια άρτια λήψη και την πλήρη αποτύπωση των απαιτήσεων, την άρτια μεταφορά των προγραμματικών δεδομένων σε σχεδιαστικές απεικονίσεις και την υιοθέτηση ενός συνεκτικού πλάνου διαχείρισης του αρχιτεκτονικού έργου, αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την υλοποίηση άρτιων αρχιτεκτονικών έργων. Η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου κανονιστικού θεσμικού πλαισίου το οποίο χαρακτηρίζεται από διάσπαση και αλληλεπικαλύψεις, αποτελεί μία εκ των αιτιών που ευθύνονται για την υλοποίηση αρχιτεκτονικών έργων με εκτεταμένες διαφοροποιήσεις στο τελικό φυσικό και οικονομικό αντικείμενο. Η λήψη προδιαγραφών χωρίς ακρίβεια και η έλλειψη της απαιτούμενης σαφήνειας,
καθώς
και
η
επακόλουθη
μεταφορά
συγκεχυμένων
πληροφοριών στις αρχιτεκτονικές μελέτες συντελούν στη σύνταξη μελετών εφαρμογής που είναι ανεπαρκείς και κατά συνέπεια συγκροτούν λόγους υλοποίησης αρχιτεκτονικών έργων με μεγάλες παρεκκλίσεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό. Η ύπαρξη ενός ασαφούς καθορισμένου θεσμικού πλαισίου όπου δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια τα παραδοτέα, συμβάλλει στην σύνταξη ατελών μελετών, ανεπαρκούς ποιότητας. Ενώ η ανεπάρκεια του θεσμικού πλαισίου δημιουργεί ζητήματα που συντελούν στη δημιουργία διαφοροποιήσεων κατά την υλοποίηση, ωστόσο και άλλοι παράγοντες, όπως η ανεπαρκής λήψη προδιαγραφών 264 και η υιοθέτηση μεθοδολογιών
διαχείρισης
έργου
που
δεν
επικεντρώνονται
στην
αρχιτεκτονική διάσταση των έργων, αποτελούν εξίσου σημαντικούς
264
Για παράδειγμa: προδιaγραφές κτηριολογικού προγράμματος.
246
παράγοντες για την υλοποίηση αρχιτεκτονικών έργων με μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με την αρχική τους σύνθεση. Σκοπός της εργασίας αποτελεί η ανίχνευση των αιτιών για αποκλίσεις και η συγκρότηση μιας ικανής συνθήκης για τη συμπόρευση της αρχιτεκτονικής υλοποίησης
με
τον
αρχιτεκτονικό
σχεδιασμό.
Η
συσχέτιση
του
αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με το υλοποιημένο έργο και η ανάλυση της σημασίας των εννοιών του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού και της διαχείρισης έργου αποτελούν στοιχεία που συγκροτούν μιας ικανή συνθήκη
για
αρχιτεκτονικού
την
υλοποίηση
σχεδιασμού
με
άρτιων την
ύλη
έργων. και
Η
συσχέτιση
του
την
υλοποίηση
του
αρχιτεκτονικού έργου, καθώς και με την διαχείριση της υλοποίησης, αποτελεί ένα ενδιάμεσο αλλά απαραίτητο βήμα που προσδίδει υπόσταση στο αρχιτεκτονικό έργο, αλλά και συνδέει τον σχεδιασμό με την υλοποίηση, συνθέτοντας έννοιες όπως ποιότητα, χρόνος, κόστος. Αναφερόμενοι στην ιστορική εξέλιξη του πολιτισμού και της ανθρώπινης κοινωνίας αξίζει να αναφερθεί ότι είναι συνυφασμένη με την υλοποίηση έργων, δηλαδή εγχειρημάτων όπου οργανώνονται ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι, έτσι ώστε να παραχθεί ένα συγκεκριμένο επωφελές αποτέλεσμα. Όλοι διαχειριζόμαστε έργα στην καθημερινή μας ζωή, ακόμη και η εκπόνηση της παρούσας ερευνητικής αποτελεί ένα έργο διαχείρισης. Είναι σύνηθες, η οργάνωση και διαχείριση να αφορούν την κατάρτιση ενός απλού καταλόγου εργασιών και τη διαδικαστική εκτέλεσή του. Ωστόσο, όταν οι πληροφορίες είναι περιορισμένες ή ασαφείς, όταν οι σχέσεις μεταξύ αιτίου - αποτελέσματος είναι αβέβαιες και όταν υπάρχει χρονικός και οικονομικός περιορισμός απαιτείται μια πιο εξειδικευμένη, συστηματική και οργανωμένη προσέγγιση. Σε τέτοιου είδους πολύπλοκες περιπτώσεις όπου η εκτέλεση της εργασίας οφείλει να είναι άρτια, χρειάζεται διεξοδική προετοιμασία προγραμματισμού και διαχείρισης των εργασιών. Ανεξάρτητα από το είδος του έργου, μία συστηματική και
247
μεθοδευμένη προσέγγιση του σχεδιασμού και της υλοποίησης, δηλαδή της διαχείρισης έργου, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση κάθε οργανωμένου εγχειρήματος. Η Διαχείριση Έργου
(Project Management)
ως μια αυτοτελής
επιστημονική διαδικασία, η ανάλυση, ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός και ο σχεδιασμός του έργου οφείλουν να αντιμετωπιστούν ως μία ενοποιημένη επιμέρους
διαδικασία
παραδοτέων
που
βελτιστοποιώντας
μπορεί
να
βελτιωθεί
την το
ποιότητα
τελικό
των
συνολικό
υλοποιημένο παραδοτέο. Ενώ η διεξοδική παρουσίαση της μεθοδολογίας της Διαχείρισης Έργου (Project Management) υπερβαίνει τη θεματολογία της παρούσας ερευνητικής, κρίνεται όμως σκόπιμο να γίνει μία αναφορά σε γενικά χαρακτηριστικά που θα αποτελέσουν τη βάση για την διερεύνηση του θέματος, τη σύνδεσή του με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και την διαχείριση τεχνικών έργων. Επιχειρείται ο συσχετισμός του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με την ύλη και το υλοποιημένο αρχιτεκτονικό έργο, αναλύεται η έννοια της διαχείρισης έργου και συσχετίζεται με τα δημόσια τεχνικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Καθορίζεται η έννοια της Διαχείρισης έργου (Project Management - PM), εντοπίζονται τα στοιχεία που τη συνθέτουν, αναλύεται η σύνδεσή της με το σχεδιασμό, τη διαχείριση και την κατασκευή τεχνικών έργων και προσδιορίζεται το θέμα της ποιότητας στα τεχνικά έργα. Η σύνδεση των εννοιών ενισχύει την ανάλυση της παρούσας ερευνητικής, καθώς εισάγει κριτήρια τα οποία μετασχηματίζονται σε μετρήσιμες έννοιες που σχετίζονται μεταξύ τους και προσδιορίζουν τις ποιοτικές απαιτήσεις σε σχέση με το κόστος που απαιτείται και τον αναγκαίο χρόνο για την υλοποίηση. Σε ότι αφορά τη δομική συγκρότηση της έρευνας, επιχειρείται αρχικά η περιγραφή των βασικών στοιχείων που διέπουν τη διαχείριση έργου, η χρήση των τεχνικών διαχείρισης στα δημόσια τεχνικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, και κατόπιν ακολουθεί μια κριτική αναφορά στις ελλείψεις
248
που
παρατηρούνται
και
στις
προτεινόμενες
βέλτιστες
πρακτικές.
Αναλύονται κάποια από τα βασικά ζητήματα που προκύπτουν στα δημόσια τεχνικά έργα στην Ελλάδα κατά τις φάσεις του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και την υλοποίησης, και συγκροτείται μία υπόθεση εργασίας η οποία παρουσιάζει έναν τρόπο συστηματοποίησης της διαδικασίας διαχείρισης και την επακόλουθη επίλυση των ζητημάτων που προκύπτουν. Καθώς στο γνωστικό
αντικείμενο της
διαχείρισης των έργων η
πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπως και η αντίστοιχη επαγγελματική κατάρτιση είναι εξαιρετικά περιορισμένη, η παρούσα έρευνα στον τομέα της διαχείρισης τεχνικών έργων αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην κάλυψη της ανάγκης για ενημέρωση και αποτελεσματικότερη διαχείριση των τεχνικών έργων. Η ανάλυση των ειδικών παραμέτρων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού που εμπλέκονται στην υλοποίηση, η ανάλυση του συνθετικού προβλήματος και του τρόπου με τον οποίο αυτό ενσωματώνεται στον προγραμματισμό και την υλοποίηση έργων, καθώς και η σημασία του ρόλου των μελών της ομάδας
διαχείρισης
των
έργων
αποτελούν
τα
βασικά
στοιχεία
συγκρότησης του θέματος προς διερεύνηση. Στόχος του κεφαλαίου είναι να συνδιαλλαγεί με αυτές τις έννοιες και να τις εισάγει στη διαδικασία υλοποίησης,
μέσω
ενός
συνεκτικού
πλάνου
και
μιας
μεθόδου
αναπροσαρμογής, που αποβλέπει στην υιοθέτηση μιας μεθοδολογίας διαχείρισης που αποσκοπεί στην υλοποίηση αρχιτεκτονικών έργων, χωρίς την απώλεια ποιότητας,
των αρχικών συνθετικών ποιοτήτων και
διατηρώντας την ταυτότητα των αρχιτεκτονικών έργων και της βιώσιμης υλοποίησης και λειτουργίας τους. Οι έννοιες της Διαχείρισης Έργου (Project Management) αποτελούν μια συνέχεια της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού,
καθώς
συσχετίζουν
τον
αρχιτεκτονικό
σχεδιασμό με την ύλη του αρχιτεκτονικού έργου και την υλοποίησή του.
249
6.1 Η ανάλυση, ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός (architectural programming) και η διαχείριση υλοποίησης ως ενοποιημένη διαδικασία "Η καλή αρχιτεκτονική δεν συμβαίνει έτσι απλά. Στα κτίσματα έχει προηγηθεί ο κατάλληλος προγραμματισμός για να δείχνουν και να λειτουργούν σωστά και υλοποιούνται σωστά, όταν καλοί αρχιτέκτονες και καλοί πελάτες δουλεύουν μαζί, σε μία συνεργατική προσπάθεια"265. Η φράση των Pena & Parshal αποδίδει την πολύπλευρη φύση ενός αρχιτεκτονικού έργου που περιλαμβάνει, την ανάλυση, τη σύνθεση, τον προγραμματισμό, το σχεδιασμό, την υλοποίηση και υπογραμμίζει την κρίσιμη
σημασία
της
συνεργατικότητας
στη
συνολική
διαδικασία
υλοποίησης άρτιων αρχιτεκτονικών έργων. Κατά τη διαδικασία από τη σύλληψη μιας αρχιτεκτονικής ιδέας έως τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και την υλοποίηση του έργου μπορεί να υπάρξουν ελλείψεις οι οποίες, είτε μπορούν
να
αλλοιώσουν
την
αρχική
ιδέα
μεταβάλλοντας
τα
προγραμματικά δεδομένα και τη σύνθεση, είτε να μεταβάλλουν τη χρήση αρχιτεκτονικών στοιχείων κατά τη διαδικασία υλοποίησης με τρόπο, τέτοιο έτσι ώστε το τελικό έργο να χάσει την αρχική ταυτότητα που έχει αποδοθεί κατά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Σε αυτή τη φάση της έρευνας αποτελεί αναγκαιότητα η θέσπιση κριτηρίων για τα έργα. Ο προσδιορισμός ενός αποτυχημένου έργου θέτει μια σειρά αποτυχημένο έργο
κριτηρίων τα οποία καθορίζουν την αποτυχία και δια της άτοπου απαγωγής περιγράφονται τα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει μια άρτια διαδικασία διαχείρισης έργου.
Peña, W., Parshall, S., «Problem seeking: An architectural programming primer», έκδοση 15 η. New York: Wiley, σσ.15, 2001. 265
250
Ένα έργο θεωρείται αποτυχημένο εφόσον πληροί κάποιο από τα δύο κριτήρια: 1. Δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των εμπλεκόμενων μελών όπως των χρηστών, των διαχειριστών ή των πελατών. Η αποτυχία ενός έργου συνεπάγεται τη μη τήρηση της
ποιότητας των παραδοτέων, του
εκτιμώμενου κόστος, το χρονοδιαγράμματος ή της ασφάλειας. 2.
Παράγονται
ανεπιθύμητα
αποτελέσματα,
σύμφωνα
με
τους
εμπλεκόμενους στο έργο. Ένα αποτυχημένο έργο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των χρηστών του έργου266. Η υλοποίηση ενός τεχνικού έργου που δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις των διαχειριστών και πελατών ως προς το κόστος, το χρόνο και την ποιότητα θα αναφέρεται ως ένα μη άρτια υλοποιημένο έργο. Κρίσιμοι παράγοντες οι οποίοι αποτελούν τις πιο συχνές αιτίες για τη μη υλοποίηση άρτιων αρχιτεκτονικών έργων ανιχνεύονται και αναλύονται, όπως ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός267, η διαχείριση έργου και η σημασία της ποιότητας
268
όλων αυτών των λειτουργιών στο τελικό παραδοτέο 269 270.
Nicholas J. M, Steyn J., «Project Management for Business and Engineeirng: Principles and Practice», εκδόσεις Routledge, Λονδίνο 4η έκδοση, 2012. 267 Yu A. T W., Shen Q., Kelly J., Hunter K., «Comparatve study of the variables in Construction Project Briefing /Architectural programming», Journal of Construction Engineering and Management, 134:(2008)122, February 2008. 268 ShtubA., BardJ.F., Globerson S., «Διαχείριση έργων: Διεργασίες, Μεθοδολογία και Τεχνοοικονομική», (Επιμέλεια) Αναγνωστόπουλος Κ.Π. (2η έκδοση), Αθήνα: επίκεντρο, 2008. 269 Πολύζος Σ. «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές' , 2η έκδοση, Αθήνα: Κριτική, 2011. 270 Burke R., «Διαχείριση έργου αρχές και τεχνικές», Αθήνα: Κριτική, 2014. 266
251
6.1.1 Η ανάλυση και ο προγραμματισμός ως προοίμια της σύνθεσης. Η συσχέτιση με τη διαχείριση έργου «Κάποιες φορές διατυπώνουμε τη λύση χωρίς να γνωρίζουμε το πρόβλημα και τα δεδομένα του, χωρίς κάποια λογική συνέχεια»
271 272.
Η διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά στάδια: την ανάλυση και τη σύνθεση. Στην ανάλυση, τα στοιχεία του αρχιτεκτονικού προβλήματος διαχωρίζονται και αναγνωρίζονται, ενώ στη σύνθεση, τα τμήματα συντίθενται προκειμένου να δημιουργήσουν μια συνεκτική σχεδιαστική λύση. Η διαφορά μεταξύ των σταδίων του προγραμματισμού και του σχεδιασμού είναι η διαφορά που υπάρχει μεταξύ ανάλυσης και σύνθεσης. Ο προγραμματισμός είναι η ανάλυση και ο σχεδιασμός είναι η σύνθεση. Ο προγραμματισμός καθορίζει τις ιδέες και θέτει τα όρια στις δυνατότητες σχεδιασμού και δεν αποτελεί μία δημιουργική διαδικασία. Μέσω του προγραμματισμού τίθενται τα όρια όπου μπορεί να αναπτυχθεί η δημιουργικότητα κατά τη σύνθεση 273. Τα λόγια του Νίκου Βαλσαμάκη για τις ιδιότητες του αρχιτεκτονικού έργου συγκεντρώνουν τα κρίσιμα στοιχεία του αρχιτεκτονικού έργου και άρα της υλοποίησης του αρχιτεκτονικού έργου. «Το αρχιτεκτονικό έργο πρέπει να διαθέτει αρμονία και ομορφιά και συγχρόνως να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του χρήστη του [...] Ένα κτίριο πρέπει να εξυπηρετεί κάποια λειτουργία. Αυτή είναι που δίνει στο κτίριο τη μορφή του. Διαφορετικά, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι επιδιώξεις του αν δεν είναι λειτουργικό, τότε το κτίριο δεν έχει κανένα νόημα. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι πρέπει να κατασκευαστεί σωστά, ακόμα και στις λεπτομέρειές του. Ο τόπος, ο χρόνος και οι πολιτιστικές συνθήκες είναι οι παράμετροι που δίνουν καλή αρχιτεκτονική.[...]Για Ακριβές κείμενο: Sometimes I think we arrive at a solution before we know what the problem is. We say: ‘My next design will be Round!’ without logic or analysis. 272 Peña, W., Parshall, S., «Problem seeking: An architectural programming primer», έκδοση 15 η. New York: Wiley, σσ.15, 2001. 273 Duerk D., (1993), «Architectural Programming: Information Management for Design», 1st Edition, John Willey & sons, New York. 271
252
ανθρώπους, με αληθινά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν». εισάγεται η έννοια της λειτουργίας, της επίλυσης ζητημάτων προκειμένου για μία άνετη διαβίωση των ανθρώπων[...]»274. Ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός αποτελεί το πρώτο βήμα καθορισμού και καταγραφής των απαιτήσεων χρηστών προκειμένου για μια άρτια ανοικοδόμηση ενός κτηρίου. Ορίζεται ως το πρώτο βήμα της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, όπου συναφείς αξίες του πελάτη (Κύριος του έργου), των χρηστών (πολίτες), και της κοινωνίας ανιχνεύονται, οι στόχοι και τα δεδομένα κaι οι λειτουργικές ανάγκες του έργου καθορίζονται ρητά
275.
Ο προγραμματισμός276 αποτελεί τη συστηματική διαδικασία
συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών που εν συνεχεία χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κατευθυντηρίων για την εκτέλεση του εν λόγω έργου. Κατά τη φάση της διαδικασίας του προγραμματισμού εμπεριέχονται τα ακόλουθα πέντε βήματα στη διαδικασία επίτευξης μίας άρτιας διαδικασίας προγραμματισμού: i.
Διατύπωση του στόχου του έργου.
ii.
Συλλογή και ανάλυση των δεδομένων.
iii.
Καθορισμός ιδεών.
iv.
Προσδιορισμός αναγκών.
v.
Καθορισμός του προβλήματος.
Ως εκ τούτου, ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός, περιλαμβάνει μια οργανωμένη μια διαδικασία πέντε βημάτων που οφείλει να αλληλοεπιδρά συνεκτιμώντας παράλληλα τέσσερα κρίσιμα θέματα. Τη λειτουργία, την μορφή, το χρόνος και την οικονομία (Function,Form, Economy, Time) τα οποία αποτελούν τα βασικά στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για Βαλσαμάκης, «Ομιλία στο megaronplus», απόσπασμα από την ομιλία του Βαλσαμάκη στο megaronplus, Προσωπικές σημειώσεις, 10 Οκτωβρίου 2005. 275 Hershberger R., «Architectural Programming and Predesign Manager», McGraw-Hill: USA, 1999. 276 Architectural programming, conceptual design, briefing, scoping, pre-design. 274
253
την ανάλυση ενός αρχιτεκτονικού προβλήματος. Αποτελεί μια διαδικασία που οδηγεί στην αναλυτική διατύπωση και επίλυση του αρχιτεκτονικού προβλήματος και εμπεριέχει την αποτύπωση των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται για την άρτια υλοποίηση ενός αρχιτεκτονικού έργου 277. Τα στάδια του ανάλυσης απαιτήσεων, προγραμματισμού και ελέγχου των έργων αποτελούν τα ουσιώδη συστατικά που συγκροτούν τη διαδικασία προγραμματισμός έργου
της διαχείρισης έργων και που συγκροτούν ένα σύστημα ποιότητας που θέτει προδιαγραφές. Αποτελούν στάδια του έργου τα οποία έχουν καθοριστικό ρόλο στην τελική ποιότητα των υλοποιημένων έργων.
Ο
προγραμματισμός του έργου είναι η διαδικασία με την οποία ένας πελάτης ενημερώνει την ομάδα έργου για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Ακολουθεί ο αναλυτικός καθορισμός των απαιτήσεων των πελατών και η καταγραφή των απαιτήσεων με τη μορφή κειμένου και περιγραφικών σχεδίων278. Περιλαμβάνει την κατάρτιση ενός κατάλληλου πλάνου εργασίας
(του
προγράμματος),
την
κατάτμηση
του
έργου
σε
δραστηριότητες, την περιγραφή των αλληλουχιών των δραστηριοτήτων αυτών, το χρονικό προγραμματισμό και την κοστολόγησή τους. Ο στόχος του προγραμματισμού είναι να καθοριστεί το χρονοδιάγραμμα εργασιών ώστε ένα έργο να ολοκληρωθεί έγκαιρα και οικονομικά. Αν αναλογιστεί κανείς το πλήθος των εργασιών που απαρτίζουν ένα τεχνικό έργο, τις αλληλεξαρτήσεις τους, τις συνθήκες και τους περιορισμούς υλοποίησης, γίνεται φανερή η απαίτηση για μια συστηματική οργάνωση της υλοποίησης
των
εργασιών
και
μια
λεπτομερή
και
συγχρόνως
αποτελεσματική απεικόνιση της οργάνωσης. Ο προγραμματισμός των απαιτήσεων ενός προτεινόμενου κτηρίου είναι η πρώτη ασχολία ενός project manager και συχνά η πιο σημαντική279. H έλλειψη ενός Duerk D., «Architectural Programming: Information Management for Design», 1st Edition, John Willey & sons: New York, 1993. 278 Yu A. T W., Shen Q., Kelly J., Hunter K., «Comparatιve study of the variables in Construction Project Briefing /Architectural programming», Journal of Construction Engineering and Management, 134:(2008)122, February 2008. 279 Το ίδιο. 277
254
ολοκληρωμένου πλαισίου που να ενισχύει την άρτια λήψη απαιτήσεων, κατά τη φάση του προγραμματισμού, με θεσμικούς κανόνες που ορίζουν με λεπτομέρεια τη διαδικασία λήψης απαιτήσεων και την εφαρμογή ενός συστήματος ελέγχου που καθορίζει και διασφαλίζει τη λήψη και αποτύπωση απαιτήσεων δημιουργούν περιορισμούς στην τρέχουσα πρακτική λήψης απαιτήσεων και στο πλαίσιο μετασχηματισμού των απαιτήσεων σε λειτουργίες280.
Για παράδειγμα, ο F. L. Wright, για να
μπορέσει να αποτυπώσει τις ουσιαστικές ανάγκες των πελατών του, παρατηρούσε
τις
συνήθειες
τους,
προκειμένου
να
αποτυπώσει
καθημερινές συνήθειες και να καταγράψει τις ανάγκες τους. Με αυτό τον τρόπο απέφευγε την λανθασμένη ή ελλιπή μεταβίβαση αναγκών, που πολλές φορές παρατηρείται, από τους πελάτες προς τους αρχιτέκτονες. Η ολοκλήρωση της φάσης του προγραμματισμού απαιτεί την διατύπωση του αρχιτεκτονικού προβλήματος με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια. Αποτελεί το πρώτο βήμα της φάσης του σχεδιασμού καθώς και το τελευταίο βήμα της φάσης του προγραμματισμού, που οφείλουν να συνθέσουν
σε
μια
κοινή
προσπάθεια
ο
σχεδιαστής
και
ο
προγραμματιστής281. Η Duerk αναφέρει ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μέθοδοι επίλυσης προβλημάτων, αλλά εν προκειμένου, για την επίλυση του αρχιτεκτονικού προβλήματος, πρέπει να εφαρμόζονται εκείνες που δίνουν έμφαση στην ιδέα και τους στόχους του έργου. Η αναζήτηση για επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να αποσαφηνιστεί, να κατανοηθεί και να διατυπωθεί το αρχιτεκτονικό πρόβλημα εμπεριέχεται στη φάση του προγραμματισμού. Αν ο προγραμματισμός ορίζεται ως μία διατύπωση του προβλήματος, τότε ο σχεδιασμός ορίζεται ως μια διαδικασία επίλυσης του προβλήματος 282.
Kamara J. M., Anumba C., J., Evbuomwan N., F., O., «Capturing client requirements in construction projects'» Thomas Telford: Λονδίνο, 2002. 281 Duerk D., (1993), «Architectural Programming: Information Management for Design», 1st Edition, John Willey & sons, New York, 282 Duerk D., (1993), Το ίδιο. 280
255
“Rule Eight: Don’t try to create and analyze at the same time. They are two different processes ” 283. Ο προγραμματισμός προηγείται του σχεδιασμού ακριβώς όπως ανάλυση προηγείται της σύνθεσης. Οφείλουν να υπάρχουν καθορισμένα πρακτικά όρια, προτού ξεκινήσει το δημιουργικό στάδιο. Ωστόσο, περισσότεροι αρχιτέκτονες προτιμούν να δημιουργούν «σχηματικά σκίτσα ιδεών» (conceptual
sketches,
schematics),
«εννοιολογικά
σκίτσα»
και
«σχηματικές αναπαραστάσεις», τα οποία πολλές φορές επεξεργάζονται προτού ολοκληρωθεί η φάση του προγραμματισμού. Η σύνθεση λύσεων πριν τον πλήρη προσδιορισμό του προβλήματος δημιουργεί ζητήματα προωρότητας στη διαδικασία της σύνθεσης. Μία ενδελεχή ανάλυση του προγράμματος σχεδιασμό284.
αποτελεί Η
το
επιτυχία
προοίμιο ενός
για
έναν
σταδίου
του
άρτιο
συνθετικό
αρχιτεκτονικού
προγραμματισμού βασίζεται στην ανάλυση, ενώ του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού στηρίζεται στη σύνθεση. Ο προγραμματισμός απαιτεί μια λογική και συστηματική έρευνα της για την συγκέντρωση πληροφοριών. Ο σχεδιασμός μια δημιουργική ικανότητα και διαίσθηση. Η ικανότητα απόδοσης της δημιουργικότητας εξαρτάται από το απροσδόκητο. Ο διαχωρισμός των δύο σταδίων είναι αναγκαιότητα για την κατανόηση μιας ορθολογικής
αρχιτεκτονικής
διαδικασίας
που
παράγει
άρτιες
αρχιτεκτονικές λύσεις και ικανοποιημένους πελάτες. 'If I were given one hour to save the planet, I would spend 59 minutes defining the problem and one minute resolving it' – Einstein. Συνήθως ο αρχιτέκτονας του έργου εμπλέκεται στη διαδικασία λήψης απαιτήσεων. Ωστόσο, οι αρχιτέκτονες που εμπλέκονται στη διαδικασία του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού (Architectural programming) οφείλουν
Kent C., «Today You Need a Rule Book», 1973 στο Peña, W., Parshall, S., «Problem seeking: An architectural programming primer», έκδοση 15 η. New York: Wiley, σσ.15, 2001. 284 Duerk D., (1993), οπ.αν. 283
256
να είναι σωστά εκπαιδευμένοι έτσι ώστε να μπορούν να θέτουν τις σωστές ερωτήσεις στο σωστό χρόνο και να μπορούν να διαχωρίσουν τις ουσιαστικές ανάγκες των 'πελατών' ή πολιτών,
προκειμένου να
περιγράψουν το αρχιτεκτονικό πρόβλημα. Οφείλουν να είναι αντικειμενικοί, αρχιτεκτονικός προγραμματισμός
να έχουν την ικανότητα να διαχωρίσουν τις σημαντικές πληροφορίες που θα περιγράψουν άρτια το αρχιτεκτονικό πρόβλημα αποδίδοντας σημασία στις κρίσιμες λεπτομέρειες και αποκλείοντας αχρείαστες πληροφορίες. Πολλές φορές, σύμφωνα με μελέτες οι αρχιτέκτονες έχουν υποκειμενική κρίση, λειτουργούν με τη διαίσθηση και δεν έχουν αναλυτική σκέψη. Ο αρχιτέκτονας
(designers)
αρχιτέκτονας
που
(architectural
χρειάζεται
εμπλέκεται
programming)
στον
συνθετικές αρχιτεκτονικό
αναλυτικές
ικανότητες
και
ο
προγραμματισμό
ικανότητες
(ετερογενή
χαρακτηριστικά αρχιτεκτόνων)285. Στα δημόσια έργα το στάδιο αυτό του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού φέρει εις πέρας η Αναθέτουσα αρχή. Ο εκάστοτε δημόσιος φορέας αναλαμβάνει την ευθύνη καταγραφής των αναγκών του και έτσι ολοκληρώνεται η διαδικασία του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού. Η ανάγκη για την εμπλοκή των συντελεστών με ετερογενή χαρακτηριστικά, πολλές φορές δημιουργεί ζητήματα που παρουσιάζονται μετέπειτα κατά τη φάση της υλοποίησης. Είναι σύνηθες, πολιτικοί μηχανικοί με ανεπαρκή εμπειρία και κατάρτιση να αναλαμβάνουν την αναγνώριση των αναγκών των πολιτών, γεγονός που οδηγεί στην ανεπαρκή καταγραφή αναγκών. Μια ανεπάρκεια στην καταγραφή απαιτήσεων μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργία
μελετών
με
ελλείψεις.
Πολλές
φορές
τα
λάθη
σε
προγραμματικά δεδομένα αναγνωρίζονται με το πέρας των μελετών και επιλύονται επί τόπου (onsite) κατά την υλοποίησης. Η ανεπαρκής καταγραφή αναγκών οδηγεί στη δημιουργία ανεπαρκών λύσεων με πολλά ζητήματα αλληλοεπικαλύψεων και παραλήψεων που 285
Duerk D., 1993, οπ.αν.
257
επιλύονται κατά την κατασκευή. Η μη παρουσία των αρχιτεκτόνων μελετητών στην επίβλεψη σε συνδυασμό με την ενασχόληση ανειδίκευτου τεχνικού προσωπικού δημιουργεί ζητήματα ποιότητας στην υλοποίηση. Η διαδικασία του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού είναι κρίσιμη όχι μόνο για προγραμματισμός δημόσια έργα
την επιτυχή υλοποίηση των έργων αλλά έχει σημαντικό ρόλο και η ικανοποίηση των πελατών/ πολιτών 286. Ελλιπή καταγεγραμμένα δεδομένα μπορούν να αποδοθούν σε λάθη κατά τη διαδικασία του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού287.
Ένα
παράδειγμα
διεθνούς
εμπειρίας
που
αποδεικνύει τη σημαντικότητα της φάσης του προγραμματισμού είναι το παράδειγμα του PruittIgoe του Hong Kong, όπου δημιουργήθηκε ένα οίκημα
μεγάλης κλίμακας για την επίλυση προβλημάτων δημόσιας
στέγασης, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1976 καθώς δεν κατάφερε να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα κοινωνικής στέγασης, λόγω λαθών στη διαδικασία του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού 288. Αυτό το περιστατικό απεικονίζει την αναγκαιότητα μια συστηματικής μεθόδου ανίχνευσης και περιγραφής των απαιτήσεων των πελατών /πολιτών289. και υπογραμμίζει τη σημαντικότητά μιας ορθής καταγραφής των αναγκών ως προαπαιτούμενη συνθήκη για την επιτυχία ενός αρχιτεκτονικού έργου 290. Τα τελευταία τριάντα χρόνια ενώ το θέμα έχει ερευνηθεί αρκετά σε θεωρητικό επίπεδο, υπάρχουν ερευνητές που θεωρούν τη διαδικασία ως ανεπαρκή291, λόγω έλλειψης ενός άρτιου θεσμικού πλαισίου 292. Αξίζει να αναφερθεί ότι
Yu, A. T. W., Shen, Q., Kelly, J., Hunter K., «Application of value management in project Briefing, Facilities» , 23:(7/8)σσ.330-342, 2005. 287 Shen, Q. P. Li, H., Hui P.Y. «A framework for identification and representation of client requirements in the briefing process», Construction Management Economics, 22(2), 213-221, 2004. 288 Yu Α. T.W., Shen, Q., Kelly, J., Hunter, K., «An empirical Study of the variables affecting construction Project Briefing/Architectural Programming», International Journal of Project Management, Volume 25, Issue 2, February 2007, σσ. 198–212, 2007. 289 Yu, A. κα, 2005, οπ.αν 290 Kamara J. M., Anumba C., J., Evbuomwan N., F., O., «Capturing client requirements in construction projects», Thomas Telford: Λονδίνο,2002. 291 Smith, J. M., Kenley, R., Wyatt, R., (1998), 'Evaluating the client briefing problem: an exploratory study' Engineering Construction and Architectural Management 5(4), 387-398. 292 Barrett P.S., Stanley C., (1999) 'Better Construction Briefing' Blackwell Science, Oxford, UK. 286
258
δεν έχει δημιουργηθεί κάποιος πρακτικός οδηγός που να προτείνει μια άρτια διαδικασία αρχιτεκτονικού προγραμματισμού
293.
6.2 Ύλη και υλοποίηση: η συσχέτιση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με το υλοποιημένο έργο Επιδιώκοντας
τη
σύνδεση
του
αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού
και
προγραμματισμού με την διαχείριση αρχιτεκτονικού έργου, παρεμβάλλεται η συσχέτιση του σχεδιασμού με την ύλη του πραγματοποιημένου έργου και την διαδικασία υλοποίησης. Η σχεδιαστική διαδικασία αποτελεί την αναπαράσταση της σύνθεσης, όπου ολοκληρώνεται η συνθετική δουλειά του αρχιτέκτονα, ωστόσο με το τέλος του σχεδιασμού δεν ολοκληρώνεται η αρχιτεκτονική η ίδια. Η ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής συντελείται μόνο όταν το αρχιτεκτονικό έργο κατασκευαστεί και αφεθεί μόνο του να λειτουργήσει, δημιουργώντας την πραγματικότητα του χτισμένου έργου Εκεί διαφαίνεται η αρχιτεκτονική ποιότητα, η ουσία του αρχιτεκτονικού έργου, η συνοχή των ιδεών της σύνθεση. Η αρχιτεκτονική προορίζεται για να υπάρξει και να λειτουργήσει μέσα στη ζωή και στο χώρο. Η θεωρία της αρχιτεκτονικής, ως ένα συνονθύλευμα γραπτού και προφορικού λόγου αλλά και το σχέδιο, αποτελούν στοιχεία δευτερογενούς σημασίας για την ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική για να υπάρξει και να ολοκληρωθεί οφείλει να είναι πραγματοποιημένη. Εκεί, εν δράση ως υλοποιημένη εφαρμογή δικαιώνεται ή αποτυγχάνει294. Όπως αναφέρει ο R. Moneo «[...]Όταν το αρχιτεκτονικό έργο έχει αποκτήσει την οριστική του κατάσταση και υψώνεται σε 'πλήρη μοναξιά[...]», 'the solitude", (The solitude of buildings), μόνο τότε μπορεί να κατανοηθεί και να επεξηγηθεί η διαδικασία της σύνθεσής
του295. Ο R. Moneo αναφέρει για την
αρχιτεκτονική: μ ‘αρέσει να βλέπω ένα κτίριο να αναλαμβάνει την Yu, Α. T.W., κ.α 2007, οπ.αν. Μπίρης Τ., οπ.αν 295 Moneo R., «The Solitude of Buildings: Kenzo Tange Lecture», March 9, Cambridge, MA: Harvard University, Graduate School of Design,1985. 293
294
259
πραγματική κατάστασή του να ζει τη δική του ζωή. Δεν πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική είναι το εποικοδόμημα που εισάγουμε όταν μιλάμε για κτίρια. Προτιμώ να πιστεύω ότι αρχιτεκτονική είναι ο αέρας που αναπνέουμε όταν τα κτήρια έχουν φτάσει στη ριζική τους μοναξιά' 296. Όπως αναφέρεται από τον Τ. Μπίρη, στο βιβλίο του 'Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα', η μεταφορά της αρχιτεκτονικής από τη θεωρία στην πράξη, με όλους τους περιορισμούς και τα όρια που επιβάλλει, βοηθά στην ολοκλήρωσή της και αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής δημιουργίας297. Η απεικόνιση μέσω του αρχιτεκτονικού σχεδίου αποτελεί τον τρόπο αναπαράστασης της αρχιτεκτονικής και όχι την ολότητα της αρχιτεκτονικής. Ακόμη και εάν τα τελευταία χρόνια με την έλευση των αναπαραστατικών μέσων αποτυπώνεται μια εντύπωση σχεδιαστικού ρεαλισμού όπου η αρχιτεκτονική 'δε χρειάζεται' την ύλη, ωστόσο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Η αρχιτεκτονική αποκτά υπόσταση
μόνο
όταν
μέσω
της
ύλης
μετασχηματίζεται
από
αναπαράσταση σε αισθητή πραγματικότητα. Τα υλικά, η αποδοχή των εκάστοτε ορίων και η διαπραγμάτευση των περιορισμών μετασχηματίζουν την αρχιτεκτονική από αναπαράσταση σε πράξη, δηλαδή σε κατασκευή 298. Η ρεαλιστική απεικονιστική αναπαράσταση του αρχιτεκτονικού έργου, καθώς και η έλλειψη κατασκευαστικής δραστηριότητας συγκροτούν μια νέα σύγχρονη συνθήκη που χαρακτηρίζεται από μη υλοποιημένα έργα τα υπόσταση
οποία εμπεριέχουν μία ρεαλιστικότητα, δημιουργούν μία παραπλανητική αίσθηση υλοποίησης του αρχιτεκτονικού έργου και αποπροσανατολίζουν από την συνειδητοποίηση του κινδύνου να μείνει στα χαρτιά ο
Moneo, 1985, οπ.αν. Μπίρης Τ. (1996), Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα ¨Στο ίχνος της συνθετικής δομής, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα, 1996. 298 Πανέτσος Γ., «Το Μουσείο Ακροπόλεως in context», από την ομιλία του Γ. Πανέτσου στο Μουσείο Μπενάκη στο πλαίσιο της εκδήλωσης Μουσεία 2011: To Μουσείο της Ακρόπολης. ιδεολογία, Μουσειολογία, Αρχιτεκτονική, 22/05/2011, ανάκτηση 12/05/2016, http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=73, 2011. 296 297
260
αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, λόγω μη ύπαρξης υλοποιημένων έργων. Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των μελετών που βασίζονται σε διαγωνισμούς, καθώς
νέοι
αρχιτέκτονες,
εγκλωβισμένοι
στο
αφιλόξενο
ελληνικό
περιβάλλον - παράγωγο όχι μόνο της κρίσης αλλά και της αμφισβήτησης της ίδιας της αξίας της αρχιτεκτονικής - συμμετέχουν σε μια υπερπληθώρα διαγωνισμών επιχειρώντας να δημιουργήσουν το δικό τους αρχιτεκτονικό αποτύπωμα. Πειραματίζονται, αναζητούν την ουτοπία, επανεξετάζουν αρχές και αξίες, ανταλλάσσουν πληροφορίες, αξιοποιούν γνώσεις σχεδιασμού και τεχνολογικής αιχμής, συνομιλούν μέσω μιας εικονικής πραγματικότητας. Το αρχιτεκτονικό έργο είναι άμεσα σχετισμένο με την υλοποίησή του, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο αποκτά υπόσταση. Ωστόσο, στο πλαίσιο της νέας αυτής συνθήκης παραμένει ξεχασμένη η αναγκαιότητα της υλοποίησης του αρχιτεκτονικού έργου προκειμένου να αποκτήσει υπόσταση. Η διαδικασία της υλοποίησης συνδέει το κτήριο με την κοινωνία. Η αρχιτεκτονική δεν αποτελεί ένα πεδίο ατομικής έκφρασης ανάλογη με αυτή των υπολοίπων καλλιτεχνικών πεδίων, αλλά εμπλέκεται με ευρύτερες δημιουργικές λειτουργικές δυνάμεις, καθώς η αρχιτεκτονική αφορά τη ζωή και την κοινωνία. αρχιτεκτονική
Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που η
δεν
αποσκοπεί
στη
δημιουργία
μιας
υλικής
κατασκευασμένης πραγματικότητας αλλά επιδιώκει την αναπαράσταση του αρχιτεκτονικού σχεδίου ή της ίδιας της διαδικασίας της διανοητικής παραγωγής
της
(για
παράδειγμα:
Le
Corbusier:
promenade
architectural) και αποτελεί συχνό φαινόμενο στην αρχιτεκτονική των τελευταίων
δεκαετιών
(αρχιτεκτονική
των
διαγωνισμών
που
δεν
υλοποιείται), αυτό συντελείται και πάλι μέσω μιας υλοποίησης που τροποποιεί ριζικά τη σχέση μεταξύ κτηρίου και πραγματικότητας. Το κτήριο σε αυτές τις περιπτώσεις εξαρτάται απόλυτα από τον ορισμό που έχει αποδοθεί από τον αρχιτέκτων κατά τη συνθετική διαδικασία και έτσι αποσυνδέεται από τη διαδικασία της ανοικοδόμησης ή της υλοποίησης
261
ευρύτερα, με αποτέλεσμα το σχέδιο και όχι η πραγματικότητα να αποτελεί το 'ανεστραμμένο' σημείο αναφοράς της αρχιτεκτονικής299. Η σύγχρονη συνθήκη που χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση της αρχιτεκτονικής, τη μηχανοποίηση της κατασκευής και την σχεδόν απόλυτη ευελιξία των κατασκευαστικών μεθόδων, καθιστά τους συντελεστές της υλοποίησης αρχιτεκτονικών έργων απλά εκτελεστικά όργανα300. Οι νέες πραγματικότητες απαιτούν μια καινούρια λειτουργία στην οργάνωση και στην ποιότητα του χώρου και επιτείνουν κατευθύνσεις και συνθήκες που απομακρύνουν
την
αρχιτεκτονική
από
την
υλοποίηση,
δηλαδή
απομακρύνουν τη μεταμορφωτική ποιητική ποιότητα του χώρου. Ωστόσο, η αρχιτεκτονική σύνθεση δεν αφορά κάποια δεδομένη κατασκευαστική σύμβαση που μπορεί απλά να κατασκευαστεί από εκτελεστικά όργανα, καθώς αφορά την κάθε φορά μία μοναδική σύνθεση που υποδηλώνει τη γνώση και τη συνείδηση της κατασκευής 301. Σύμφωνα με τον Κ. Κρόκο η πράξη της κατασκευής ενέχει ήθος και μεταφέρει το ίχνος της σκέψης: κατασκευή και οικοδομή δεν σημαίνουν το ίδιο: […]Οικοδομώ σημαίνει συναρμολογώ στοιχεία ομοιογενή, χτίζω σημαίνει δένω στοιχεία ετερογενή. «Ο Σεζάν έχτισε, δεν οικοδόμησε, το οικοδόμημα προϋποθέτει ένα παραγέμισμα»302. Η υποχώρηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας σήμερα επιτρέπει στην αρχιτεκτονική να εμφανίζεται ως μία εφήμερη μυθοπλασία της οποίας το νόημα μπορεί να μεταβληθεί και να εκπληρωθεί σε σύντομο χρόνο, δημιουργώντας κάτι νέο στο πλαίσιο του ήδη κατασκευασμένου, άρα
ενός
παρελθοντικού
αυτοματοποιημένη
παραγωγή
οικείου. κτιρίων
Ωστόσο, δεν
η
συνιστά
σύγχρονη μόνο
μία
Πανέτσος Γ., 2011, οπ.αν. Το ίδιο. 301 To ίδιο. 302 Κρόκος Κ., «Με αφορμή τα σχέδια του Βυζαντινού Μουσείου Θεσσαλονίκης», στο: Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, Αθήνα: Μέλισσα,2006. 299 300
262
αυτοματοποιημένη παραγωγή αλλά και μια κοινή γλώσσα κατανόησης της αρχιτεκτονικής ως πεδίο πνευματικής αλλά και υλικής παραγωγής. Αυτό το στοιχείο εμπλέκει την αρχιτεκτονική με την ευρύτερη εκδοχή της κοινωνίας και συμβάλλει στην παραγωγή ενός 'μοναδικού έργου', με την έννοια
που
αποδίδουν
στον
όρο
οι
Nouvelle
&
Βaudrillard,
διαφοροποιώντας ριζικά την αρχιτεκτονική από τους άλλους κλάδους που ασχολούνται με τον τρισδιάστατο χώρο και την εμπειρία του, καθώς δημιουργούν από τη δράση ενός ατομικού δημιουργού - εκτελεστή και όχι ενός δημιουργού - συνθέτη, όπως η αρχιτεκτονική303. Η σύνθεση αποτελεί τη δημιουργική λύση που συνδυάζει τη
χρηστικότητα και την βέλτιστη
κατασκευή, με την ελαχιστοποίηση του κόστους κόστος και τη βέλτιστη διαχείρισης της μελέτης και του έργου304. Ο καθορισμός της αρχιτεκτονικής όπου συνδιαλέγεται η αρχιτεκτονική σύνθεση, η ποιότητα και τελικά η ύλη και η υλοποίηση αφορά μια απεικόνιση της ολότητας της αρχιτεκτονικής. 6.3 Διαχείριση έργου και δημόσια έργα : ιστορικά δεδομένα, ορισμός, δομή Η υιοθέτηση μιας διαδικασίας οργάνωσης και η διοίκησης των έργων αποσκοπεί στη βελτίωση της ικανότητας σχεδιασμού, υλοποίησης και ελέγχου των διαφόρων εργασιών, καθώς και στην πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών μέσων ή πόρων. Περιλαμβάνει τον προγραμματισμό, την οργάνωση, την εκτέλεση και τον έλεγχο όλων των χαρακτηριστικών ενός έργου σε μία ενιαία διαδικασία, έτσι ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί. Διαμορφώνεται ως ένα εξελισσόμενο λειτουργικό σύστημα, το οποίο αποτελεί υπόβαθρο για την επίτευξη των στόχων των έργων. Η υλοποίησή τους εντός του προγραμματισμένου χρόνου, με την καλύτερη
303 304
Πανέτσος Γ., 2011, οπ.αν. Φατούρος, «Η επιμονή της αρχιτεκτονικής», Καστανιώτης: Αθήνα, 2003.
263
δυνατή ποιότητα και το μικρότερο κόστος αποτελούν τους κύριους στόχους των έργων305 306. Δεδομένης της πολυπλοκότητας των παραγόντων
που υπεισέρχονται
από την αρχική σύλληψη της ιδέας για την εκτέλεση ενός έργου, σε όλες τις φάσεις σχεδιασμού και εκτέλεσής των έργων, έως την περάτωσή τους και την παράδοση για χρήση, η ποιότητα της διοίκησης του έργου αποτελεί ιστορικά
καθοριστικό παράγοντα μιας επιτυχούς υλοποίησης.
Η σημασία της
απόδοσης ποιότητας συνεχώς αυξάνεται, καθώς καθορίζεται από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό της αγοράς, την επιδίωξη κάθε εργολήπτη για την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητάς του και από την εισαγωγή νέων μεθόδων διαχείρισης έργου307. Κατά τον Kahn, ο μόνο τρόπος για να χτίσεις ένα κτήριο που μπορεί να λειτουργήσει, είναι μέσω της υιοθέτησης μίας μετρήσιμης μεθοδολογίας υλοποίησης. Οφείλεις να ακολουθήσεις του νόμους της φύσης, της μηχανικής, της κατασκευής και τους οποίους πρέπει να εφαρμόσεις χρησιμοποιώντας μετρήσιμες ποσότητες τούβλων για την κατασκευή. Όμως, όταν το κτήριο ολοκληρώνεται και παίρνει την τελική του μορφή, γίνεται το ίδιο μέρος της ζωής και δημιουργεί μη μετρήσιμες ποιότητες όπου κυριαρχεί το πνεύμα. Αυτή η φράση του L. Kahn συμπυκνώνει τη συσχέτιση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, της υλοποίησης του αρχιτεκτονικού έργου, της διαχείρισης έργου, καθώς και της ποιοτικής υπόστασης του τελικού αρχιτεκτονικού έργου308.
Shtub A., BardJ.F., Globerson S., «Διαχείριση έργων: Διεργασίες, Μεθοδολογία και Τεχνοοικονομική», (Επιμέλεια) Αναγνωστόπουλος Κ.Π. (2η έκδοση), Αθήνα. Επίκεντρο ΑΕ, 2008. 306 Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές», 2η έκδοση, Αθήνα: εκδόσεις Κριτική, 2011. 307 Kahn L. I, Twombly R., «Louis Kahn: Essential Texts», Norton, 2003. 305
264
Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, διαπιστώνεται ότι η επιστήμη
της
διοίκησης
έργων
ξεκίνησε
ουσιαστικά
από
τα
κατασκευαστικά έργα, εφόσον για αιώνες αποτέλεσαν τα σημαντικότερα μεγάλης κλίμακας έργα που δημιούργησε ο άνθρωπος, χωρίς ακόμη φυσικά να έχει επακριβώς καθορίσει την έννοια. Υπό την ευρεία έννοια του όρου, έργα τα οποία προϋπόθεταν υψηλό επίπεδο διαχείρισης, όπως το Σινικό Τείχος, η Ακρόπολη, οι πυραμίδες της Αιγύπτου, η διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά και της Κορίνθου, πάντοτε υπήρξαν στο κέντρο της ανθρώπινης δράσης. Ταυτόχρονα, ιστορικά υφίστανται αποτυχημένα εγχειρήματα διαχείρισης έργων όπως η κατασκευή της διώρυγας σύνδεσης του Νείλου με την Ερυθρά Θάλασσα , που άρχισε από τον Φαραώ Σέτι Α' και δεν ολοκληρώθηκα ούτε επί του διαδόχου του Νεχώ, αλλά πολύ αργότερα από τους κατακτητές Πέρσες επί Δαρείου 309. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος ανέκαθεν έκανε Διαχείριση Έργων χωρίς να το γνωρίζει. Ωστόσο, η ανάπτυξη του διαγράμματος Gantt (Εικόνα 6.1 : Διάγραμμα Gantt (Henri Gantt (1861-1919), που επινόησε ο μηχανικός H. Gantt στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, συντέλεσε στην ανάπτυξή της ως επιστημονική δραστηριότητα. Η διαχείριση έργου αρχίζει να συγκροτείται ως ένας ανεξάρτητος επιστημονικός κλάδος στις δεκαετίες 1950-60
όταν
αναπτύσσονται
οι
δύο
κύριες
μέθοδοι
χρονοπρογραμματισμού των έργων, CPM και PERT, στις ΗΠΑ. H διαδικασία εξορθολογισμού της διοίκησης, η οποία είχε αρχίσει δεκαετίες νωρίτερα με το έργο των μηχανικών Fayol H. έναν και F.W. Taylor, αλλά και η ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση έργων μεγάλης πολυπλοκότητας, μεγέθους και κόστους, αποτέλεσαν το έναυσμα και δημιούργησαν τη βάση για την ανάπτυξη και καθιέρωση της διαχείρισης έργων. Νέες τεχνικές, εργαλεία και μέθοδοι προτείνονται, και η Διαχείριση έργου ανταποκρίνεται σε ριζικές αλλαγές που οδηγούν προς μία 'εργοστραφή κοινωνία' με την έννοια ότι
309
Παντουβάκης Π., «Παραγωγή και διαχείριση τεχνικών έργων σημειώσεις στο πλαίσιο του μαθήματος, Σχολή πολιτικών Μηχανικών- Τομέας προγραμματισμού και διαχείρισης τεχνικών έργων, ΕΜΠ Αθήνα, 2003 : α.
265
η αναπτυξιακή στρατηγική αφορά πρωτίστως την υλοποίηση έργων. Ως εκ τούτου, η στελέχωση ομάδων έργου με ικανούς διαχειριστές αποτελεί πηγή συγκριτικού πλεονεκτήματος και άρα δημιουργίας προστιθέμενης αξίας310.
Εικόνα 6.1 : Διάγραμμα Gantt (Henri Gantt (1861-1919) (Burke, 2002).
Από τα τέλη του 60-αρχές 70, οι νέες τότε τεχνικές προγραμματισμού των έργων, ενώ εισήχθησαν στον ελληνικό ακαδημαϊκό κόσμο, κυρίως στα τμήματα των Πολιτικών Μηχανικών, αλλά και στις επαγγελματικές ομάδες μηχανικών, όμως συνάντησαν μικρή ανταπόκριση καθώς παραδοσιακές ειδικότητες μηχανικών και εγγενείς αδυναμίες του δημοσίου τομέα κατείχαν προτεραιότητα, όπως άλλωστε διαφαινόταν και από τη χρονική συγκυρία. Η Διαχείριση Έργου παρέμεινε περιθωριοποιημένη για αρκετά χρόνια εωσότου η Ελλάδα αναγκάστηκε να διαχειριστεί μεγάλα δημόσια έργα συγχρηματοδοτούμενα από την Ε.Ε, η οποία έθεσε ως όρο στον κανονισμό διαχείρισης κοινοτικών πόρων την αναγκαιότητα της ύπαρξης της ΔΕ ως ουσιαστικό στοιχείο διασφάλισης
της παροχής υψηλού
επιπέδου υπηρεσιών, δεξιοτήτων και προσόντων, προκειμένου τα έργα να παραδίδονται εγκαίρως και εντός προϋπολογισμού. Έτσι, στην Ελλάδα η
Shtub A., BardJ.F., Globerson S., (2008), «Διαχείριση έργων: Διεργασίες, Μεθοδολογία και Τεχνοοικονομική», (Επιμέλεια) Αναγνωστόπουλος Κ.Π.(2η έκδοση), Αθήνα. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΑΕ. 310
266
ανάδειξη
του
επιστημονικού
πεδίου
της
διαχείρισης
έργων
σηματοδοτήθηκε από την υλοποίηση σημαντικών έργων μεγάλης κλίμακας τεχνικά έργα (Ολυμπιακά έργα, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι) και πληθώρα άλλων έργων που χρηματοδοτήθηκαν από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης311. Η έννοια του έργου εμπεριέχεται στην έννοια της Διαχείρισης Έργου και ορίζεται ως μια οργανωμένη προσπάθεια με στόχο την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας μη συνηθισμένης312. Σύμφωνα με την General Electric, ως έργο (project) ορίζεται κάθε προσωρινή εργασία ή ένα ορισμός
σύνολο εργασιών που πρέπει να εκτελεστούν με μια λογική σειρά προκειμένου να υλοποιηθεί ένα μοναδικό προκαθορισμένο αποτέλεσμα σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και με ημερομηνίες έναρξης και λήξης 313. Κατά το Ινστιτούτο Διαχείρισης έργου (PMI Project management Institute) το έργο ορίζεται ως «το προσωρινό εγχείρημα που στοχεύει στη δημιουργία ενός μοναδικού προϊόντος ή υπηρεσίας. Προσωρινό σημαίνει ότι κάθε έργο έχει καθορισμένη αρχή και τέλος. Μοναδικό σημαίνει ότι το προϊόν ή υπηρεσία διαφέρει κατά διακριτό τρόπο από όλα τα υπόλοιπα παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες»314. O Turner ορίζει το έργο ως «το εγχείρημα κατά το οποίο ανθρώπινοι πόροι, οικονομικοί πόροι και πρώτες ύλες οργανώνονται κατά καινοφανή τρόπο, με στόχο την ανάληψη συγκεκριμένου αντικειμένου εργασιών που έχουν συγκεκριμένες
προδιαγραφές
και
υπόκεινται
σε
δεδομένους
κοστολογικούς και χρονικούς περιορισμούς, ώστε να παραχθεί μία Συρακούλης Α., Υψηλάντης Η., «Άνθρωποι στη Διοίκηση έργου στη Ελλαδα» στο βιβλίο Project Management: H ελληνική εμπειρία, επιμ. Ρουμπούτσου Α., εκδόσεις Προπομπός, Αθήνα, 2005. 312 Shtub A., κ.α. 2008, οπ.αν. 313 General Electric Corporation, (1983) «Guidelines for Use of Program/ Project Management in Major Appliance Business Group», στο Cleland D., King W., «System Analysis and Project Management», McGraw- Hill, New York, 1983) 314 PMBOK, «A Guide to the Project Management Body of Knowledge», 4th edition, Project Management Institute, Pennsylvania. τελευταία πρόσβαση 24/04/2016, σσ.4, 1996. http://www2.fiit.stuba.sk/~bielik/courses/msi-slov/reporty/pmbok.pdf 311
267
επωφελής μεταβολή η οποία ορίζεται μέσω ποσοτικών και ποιοτικών στόχων»315. Ο ορισμός αυτός εντοπίζει τα κυριότερα χαρακτηριστικά ενός τεχνικού έργου από τα οποία προέρχονται οι ιδιαιτερότητες στην επίτευξη ποιότητας. Η ανθρώπινη προσπάθεια. Κάθε ανθρώπινη προσπάθεια είναι ατελής από τη φύση της και συνεπώς και το Έργο, ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας θα είναι εξ'ορισμού ατελές, τόσο στο σχεδιασμό του, όσο και στην εκτέλεσή του. Η εφαρμογή ενός άρτια σχεδιασμένου και ελεγχόμενου συστήματος διαχείρισης έργου μπορεί να ελαχιστοποιήσει τις αποκλίσεις ως προς την τελική ποιότητα του έργου. Οι
ανθρώπινοι,
υλικοί,
οικονομικοί
πόροι.
Τα
τεχνικά
έργα
χαρακτηρίζονται από μία τεχνοκρατική διοίκηση όπου η έμφαση στην οργάνωση των υλικών πόρων κατέχει την κυρίαρχη σημασία. Ο προγραμματισμός και η διοίκηση των οικονομικών και ανθρώπινων παραμέτρων, παραμελείται με αποτέλεσμα την εμφάνιση αποκλίσεων στην ποιότητα. Η επίτευξη σκοπού. Η συνήθης προσήλωση των εμπλεκομένων στα τεχνικά έργα στην επίτευξη των τεχνικών χαρακτηριστικών ενός έργου υποβαθμίζουν την διαφοροποίηση μεταξύ του τελικού σκοπού και του μέσου για την επίτευξή του. Ένα τεχνικό έργο όπως για παράδειγμα ένα σχολείο, δεν αποτελεί αυτοσκοπό η κατασκευή του σχολικού κτίσματος αλλά ένα μέσο για την επίτευξή του τελικού σκοπού, ο οποίος είναι η ικανοποίηση αναγκών για μάθηση.Ο τελικός σκοπός ικανοποιείται όταν το κτιριακό έργο υλοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η τελική ανάγκη να είναι ποιοτικά υλοποιημένη και να ικανοποιεί τις ανάγκες του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Οι συγκεκριμένες απαιτήσεις. Όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι απαιτήσεις προσδιορίζουν με σχέδια και προδιαγραφές το
315
Turner R., «Handbook of Project Based Management», McGraw-Hill, New York 1993.
268
αντικείμενο
του
έργου,
τα
χαρακτηριστικά
του
καθώς
και
την
προσδοκώμενη ποιότητα. Το σύνηθες πρόβλημα που εμφανίζεται στα τεχνικά έργα είναι η ποιότητα της καταγραφής των απαιτήσεων, η συνήθης αοριστία τους και η ουσιαστική συμβολή τους
στην περιγραφή και
επίτευξη του τελικού σκοπού. Οι περιορισμοί. Η ύπαρξη περιοριστικών παραγόντων (χρόνος, κόστος, πόροι) οι οποίοι οριοθετούν την τελική δυνατότητα επίτευξης των απαιτήσεων που έχουν τεθεί. Η περιορισμένη φύση των πόρων και η απεριόριστη φύση των αναγκών που στα τεχνικά έργα εκφράζονται με τις συγκεκριμένες απαιτήσεις είναι ανταγωνιστικοί(χρόνος, κόστος, ποιότητα) και δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα. Η προσέγγιση ορισμένων στόχων συνεπάγεται την απομάκρυνση από άλλους 316. Η περιορισμένη διάρκεια ολοκλήρωσης των έργων, εντός της οποίας ακολουθούν κάποια στάδια ζωής(life cycle) σε συνδυασμό με την μοναδικότητα
των
τεχνικών
έργων
αποτελούν
ιδιαιτερότητες
που
διαφοροποιούν τα τεχνικά έργα από άλλες παραγωγικές διαδικασίες (βιομηχανία) και δυσχεραίνουν τη διαδικασία υλοποίησης θέτοντας ζητήματα
ποιότητας
τα
οποία
εξαρτώνται
από
την
ουσιαστική
ολοκλήρωση των επιμέρους φάσεων των έργων και την απρόσκοπτη ροή του έργου υπό έναν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα317.
6.3.1 Διαχείριση έργου και Διαχείριση Αρχιτεκτονικού έργου: Oρισμοί Η Διαχείριση Έργου (Project Management) είναι η διαδικασία οργάνωσης της εκτέλεσης του έργου η οποία βελτιώνει την ικανότητα σχεδιασμού, υλοποίησης και ελέγχου των διαφόρων εργασιών, καθώς και το βαθμό αξιοποίησης
των
παραγωγικών
μέσων
ή
πόρων
(προσωπικό,
Shtub A., κ.α. 2008, οπ.αν. Παπαδημητρίου Γ., «Ο ρόλος του Project Management στη διασφάλιση της ποιότητας των Τεχνικών Έργων», Φεβρουάριος 1998,Μόνιμη επιτροπή Τυποποίηση και Ευρωκωδικών, ΤΕΕ, 1998. 316 317
269
μηχανήματα, κεφάλαια).Η διαχείριση έργου οδηγεί σε μείωση του κόστους υλοποίησης των έργων και αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων. Ορίζεται ως η αξιοποίηση γνώσης, ικανοτήτων, εργαλείων και τεχνικών σε όλες τις φάσεις – διεργασίες ενός έργου µε σκοπό να επιτευχθούν οι προκαθορισμένοι στόχοι και απαιτήσεις, αλλά και να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες όλων των εμπλεκομένων. Στη διαχείριση έργου δίδεται ειδική προσοχή στη διεξαγωγή μη επαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων για την επίτευξη ενός ενιαίου συνόλου στόχων318. Το APMBoK ορίζει τη διαχείριση έργου ως τη διεργασία με την οποία τα έργα προσδιορίζονται, σχεδιάζονται, παρακολουθούνται, ελέγχονται και παραδίδονται, ώστε να επιτυγχάνονται τα συμφωνημένα οφέλη. Το PMBOK 4ed ορίζει τη διαχείριση έργου ως την εφαρμογή γνώσεων, δεξιοτήτων, εργαλείων και τεχνικών σε δραστηριότητες του έργου ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του έργου 319. Περιλαμβάνει τον προγραμματισμό, την οργάνωση, την εκτέλεση, και τον έλεγχο όλων των χαρακτηριστικών ενός έργου σε μία ενιαία διαδικασία ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι. Η διαχείριση έργου αφορά μια εφάπαξ προσπάθεια για την επίτευξη ενός επικεντρωμένου στόχου320. Ως στόχος θεωρείται όχι µόνο το αποτέλεσμα/αντικείμενο του έργου (Α), αλλά και η διαδικασία που αφορά το χρόνο ολοκλήρωσης (Χ)(time), το κόστος (Κ) (cost) και την απόδοση (performance) η οποία εκφράζει το βαθμό που το έργο μετά την κατασκευή του, ικανοποιεί (ποιοτικά και ποσοτικά) τους στόχους που τέθηκαν κατά τη φάση της σύλληψης και του σχεδιασμού321. Για την απεικόνιση της ισχύουσας αλληλεξάρτησης των χαρακτηριστικών της διαχείρισης έργου σχεδιάζεται ένα τετράεδρο στερεό, που κάθε κορυφή του παριστάνει και ένα ανταγωνιστικό χαρακτηριστικό του έργου. Τα χαρακτηριστικά τα οποία ορίζουν τις κορυφές του
Shtub A., κ.α. 2008, οπ.αν. PMBOK, «A Guide to the Project Management Body of Knowledge», 4th edition, Project Management Institute, Pennsylvania. τελευταία πρόσβαση 24/04/2016,2008. 320 Παπαδημητρίου Γ., οπ.αν 321 Παπαδημητρίου Γ., οπ.αν 318 319
270
τετράεδρου στερεού δρουν ως περιοριστικοί παράγοντες, εντός των οποίων κινείται με περιορισμένη ελευθερία το έργο. Η προσέγγιση σε κάθε μια πλευρά του τετράεδρου σημαίνει βελτιστοποίηση
του αντίστοιχου
χαρακτηριστικού και ταυτόχρονη επιδείνωση στα λοιπά ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά. Πολλαπλοί και ανταγωνιστικοί στόχοι που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα, συνυπάρχουν σε ένα τεχνικό έργο. Αποτελεί στόχο της εκάστοτε ομάδας έργου να φροντίσει για την ολοκλήρωσή του με την επίτευξη όσο το δυνατόν περισσότερων στόχων (Εικόνα 6.3: Το τρίγωνο χρόνου, κόστους, ποιότητας απεικονίζει τις ισορροπίες που υπάρχουν ανάμεσα στις τρεις παραμέτρους)322. Η ικανοποίηση των τριών περιορισμών αποτελούν και κριτήρια αξιολόγησης της επιτυχούς κατασκευής ενός έργου. Κάθε έργο επιδιώκεται να εκτελεστεί στο μικρότερο δυνατό κόστος, στον συντομότερο χρόνο, με την καλύτερη δυνατή ποιότητα323 (Εικόνα 6.4: Βέλτιστη επιλογή μεταξύ κόστους, χρόνου και ποιότητας).
Παπαδημητρίου Γ., οπ.αν. Πολύζος Σ., (2011), «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές», 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις ΚΡΤΙΚΗ 322 323
271
Εικόνα 6.2: Το τρίγωνο χρόνου, κόστους, ποιότητας. Ισορροπίες ανάμεσα στις παραμέτρους.
272
Εικόνα 6.3: Βέλτιστη επιλογή μεταξύ κόστους, χρόνου και ποιότητας
273
Η δομική σύνθεση του επιστημονικού όρου της Διαχείρισης Έργου αντλεί γνώσεις και τεχνικές από πολλά επιστημονικά πεδία. Η πολυθεματικότητα του αντικειμένου, από τη μία μεριά με τις θετικές επιστήμες -όπως τα μαθηματικά και η επιχειρησιακή έρευνα και από την άλλη, με τις θεωρητικές όπως η νομική και η ψυχολογία απαιτεί συντονισμένη και ισόρροπη προσπάθεια από διαφορετικές ειδικότητες επαγγελματιών για
την
συγκρότησή του. Προϋποθέτει χρονικό προγραμματισμό με βάση ένα γραμμικό πρόγραμμα, ανάλυση κόστους - οφέλους, μεθόδους επιλογής εναλλακτικών λύσεων, οικονομικό προγραμματισμό, τεχνικές ελέγχου, διαχείρισης κινδύνου, διασφάλισης ποιότητας και ποιοτικού ελέγχου, και εφόσον πρόκειται για τεχνικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, προστίθενται η άρτια συνθετική επίλυση, η άρτια μεταφορά και επικοινωνία των απαιτήσεων και η σωστή αποτύπωση των προγραμματικών δεδομένων (architectural programming, briefing). Ωστόσο, η Διαχείριση Έργου δεν είναι ένα απλό άθροισμα όλων αυτών. Επιστημονική διαχείριση έργου σημαίνει ορθολογική διαδικασία ενσωμάτωσης όλων των εργασιών που πρέπει να γίνουν ώστε να υλοποιηθούν οι στόχοι του έργου
324.
Η Διαχείριση Αρχιτεκτονικού Έργου (Architectural Μanagement) εισάγεται στη γενική έννοια της διαχείρισης έργου, καθώς συσχετίζει την έννοια της διαχείρισης με τις σημαντικές πτυχές των έργων που αφορούν κρίσιμες αρχιτεκτονικές συνθήκες. Ορίζεται ως η προσπάθεια για ενσωμάτωση των αρχιτεκτονικών πτυχών των έργων εντός μίας στρατηγικής διαχείρισης των επιχειρησιακών πόρων προκειμένου το αρχιτεκτονικό έργο να παραδοθεί στην βέλτιστη αξία του, για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη325. Ο αρχιτέκτονας επιλέγει συγκεκριμένα μέσα και τεχνικές με τα οποία διαμορφώνει μία δική του αναπαραστατική συνθετική πραγματικότητα. Η συγκρότηση των ιδεών του διαμορφώνουν τη σύνθεση και αποδίδονται στην πράξη της Burke R., «Project Management - Διαχείριση τεχνικές σχεδιασμού και ελέγχου», Αθήνα: Κριτική, 2002. 325 Alharbi Μ, Emmitt S, Demianc P., «Transferring architectural management into practice: A taxonomy framework», Frontiers of Architectural Research, 4, 237–247, 2015. 324
274
υλοποίησης μέσω των προθέσεων του συνθέτη. Η επιλεχθέντα χρήση των συμβάσεων υπαγορεύεται από τις αρχιτεκτονικές αξίες της εποχής και υπόκειται σε βασικές αρχιτεκτονικές συνθήκες οι οποίες αφορούν τις καταβολές του αρχιτέκτονα, την πορεία σκέψης του αλλά και τα τρίτα πρόσωπα που εμπλέκονται στο έργο. Ο αρχιτέκτονας αναγνωρίζει την ίδια την αρχιτεκτονική ως ένα σύστημα επικοινωνίας ή ως ένα φορέα μηνυμάτων που αποσκοπεί στην συμπόρευση της αρχιτεκτονικής υλοποίησης
με
τον
αρχιτεκτονικό
σχεδιασμό.
To
Architectural
management διασφαλίζει ότι οι εργασίες που λαμβάνουν χώρα σε ένα έργο είναι αποδοτικές με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ της κερδοφορίας και της ποιότητας του σχεδιασμού 326. Το Architectural management αποτελεί αναγκαιότητα για ένα τεχνικό έργο με σύνθετα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και μπορεί να εκτελεστεί από έναν αρχιτέκτονα με διοικητικές γνώσεις.
6.4 Διαχείριση έργου: αναγκαιότητα, ωφέλεια, κύκλος ζωής διαχείρισης έργου Τα έργα και κυρίως τα τεχνικά τα οποία αφορούν την παρούσα μελέτη, γίνονται όλο και μεγαλύτερα σε μέγεθος και πολυπλοκότητα ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων αναγκών του σύγχρονου ανθρώπου. Η πολυπλοκότητα και η ανάγκη συντονισμού και συνεργασίας πολλαπλών και
ανομοιόμορφων
ομάδων
παραγωγής
των
έργων
καθιστούν
επιβεβλημένη μια διαδικασία οργάνωσης των έργων, έτσι ώστε να επιτευχθούν οι επιθυμητοί στόχοι. Έτσι, προκύπτει η αναγκαιότητα υιοθέτησης μιας ποιοτικής και ορθολογικής διαδικασίας επιστημονικής διαχείρισης έργων προκειμένου για την υλοποίηση έργων με βέλτιστα αποτελέσματα.
326
Alharbi Μ, Emmitt S, Demianc P.,2015, οπ.αν.
275
Η ανάγκη της διοίκησης έργων (Project Management)σε ένα σύγχρονο, επιστημονικά τεκμηριωμένο και δοκιμασμένο πλαίσιο προέκυψε και υιοθετήθηκε, όταν διαπιστώθηκε ότι ο πρόχειρος προγραµµατισµός και η έλλειψη συντονισμού και επικοινωνίας στα έργα οδηγούσε πολύ συχνά, σε αποτυχημένα αποτελέσματα, τεράστια κόστη και καθυστερήσεις.327 Όλα τα έργα, κατασκευαστικά ή όχι, χαρακτηρίζονται από προβλήματα ίδιας φύσης στη φάση του σχεδιασμού και της υλοποίησής τους. Οι διαφορές μπορεί να είναι ποιοτικές ή να ανάγονται στην έμφαση που δίνεται σε κάθε συντελεστή τους (κεφάλαιο, εργασία, έδαφος. για παράδειγμα υπέρβαση κόστους, υπέρβαση χρόνου) 328. Οι κοινές αιτίες των προβλημάτων που αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων παρουσιάζονται σε τεχνικά έργα είναι τα παρακάτω: i.
Η ασάφεια στους στόχους και στους αντικειμενικούς σκοπούς, η οποία
οφείλεται
στην
έλλειψη
ολοκληρωμένου
σχεδίου
με
αναλυτικές και εξειδικευμένες προδιαγραφές που αφορούν και ενημερώνουν επαρκώς τα στελέχη του φορέα υλοποίησης του έργου. ii.
iii.
Οι ανεπαρκείς οικονομικές προβλέψεις από τους μελετητές και τους κατασκευαστές του έργου. Στη φάση της μελέτης και στη φάση της υλοποίησης οφείλουν να γίνουν ολοκληρωμένες προβλέψεις για τους
απαιτούμενους
οικονομικούς
πόρους,
τη
δημιουργία
αξιόπιστου προϋπολογισμού και τη σωστή παρακολούθηση του προϋπολογισμού προκειμένου να αποφευχθούν κοστολογικές υπερβάσεις και ανεπάρκεια πόρων.
Συρακούλης Α., Υψηλάντης Η., «Άνθρωποι στη Διοίκηση έργου στη Ελλάδα» στο βιβλίο Project Management: H ελληνική εμπειρία, επιμ. Ρουμπούτσου Α., εκδόσεις Προπομπός, Αθήνα, 2005. 328 Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές», 2η έκδοση, Αθήνa: εκδόσεις Κριτική, 2011. 327
276
iv.
Η ανεπαρκής πληροφόρηση στο στάδιο της μελέτης και το σχεδιασμό του έργου, όπως ξεπερασμένες τεχνικές προδιαγραφές, ενσωμάτωση ακατάλληλων υλικών, κακές εκτιμήσεις χρόνου και κόστους, καθώς και στο στάδιο της υλοποίησης , ακαταλληλότητα ή ανεπάρκεια πόρων.
i.
Η ελλιπής οργανωτική δομή, η οποία αποτελεί κύρια αιτία της αναποτελεσματικότητας
του
έργου.
Χαρακτηρίζεται
από
περιπλοκή και ασάφεια στις αρμοδιότητες των εμπλεκομένων, ενώ συγκεχυμένες αρμοδιότητες, έλλειψη ευθύνης και στόχων οδηγούν σε μειωμένη απόδοση, σε εργασιακές συγκρούσεις και σε αμφισβητήσεις μεταξύ των ομάδων έργου. ii.
Η συμπίεση του χρόνου εκτέλεσης του έργου πέραν των πραγματικών δυνατοτήτων του εργολήπτη ή του κατασκευαστή που οποία συνήθως επιδιώκει να καλύψει απώλειες χρόνου κατά τη φάση του σχεδιασμού ή της μελέτης.
iii.
Η διοικητική ανεπάρκεια, οι επιπτώσεις της οποίας μπορεί να αφορούν ασαφή προσδιορισμό των προδιαγραφών του έργου, ανεπαρκή
έλεγχο
και
αντιμετώπιση
των
πραγματικών
προβλημάτων του έργου, ανεπαρκή συντονισμό των συντελεστών του έργου329. Αποτελέσματα αιτιών: i.
Η υπέρβαση του προϋπολογισμού και του χρόνου υλοποίησης αποτελούν τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που συνήθως οφείλονται σε ελλείψεις σχεδιασμού του έργου, σε προβλήματα οργάνωσης και διοίκησης, σε προβλήματα χρηματοροών.
ii.
Ελαττώματα στο παραδοτέο του έργου. Αφορά τη μη ικανοποίηση, την έλλειψη ή την ανεπάρκεια προδιαγραφών που οδηγεί το έργο
329
Πολύζος Σ., 2011, οπ.αν.
277
να μην εξυπηρετεί λειτουργικά, αισθητικά ή περιβαλλοντολογικά, πλήρως για το σκοπό που σχεδιάστηκε. Οφείλεται σε ασαφή καθορισμό του έργου, σε ελαττώματα μελετών, σε ελλείψεις της οργανωτικής
υποδομή,
σε
άκριτη
συμπίεση
του
χρόνου
υλοποίησης, σε διοικητική ανεπάρκεια. iii.
Εργασιακά προβλήματα. Οφείλονται σε μειωμένη παραγωγικότητα του προσωπικού λόγω έλλειψης συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών οργανωτικών μονάδων, μη ύπαρξη καλού
προβλήματα
εργασιακού
κλίματος,
στις
αποχωρήσεις
ειδικευμένου
προσωπικού330. iv.
Μη αναλυτικά καθορισμένες απαιτήσεις οδηγούν στην ύπαρξη περισσότερων αλλαγών προς το τέλος του έργου που οδηγούν σε αυξημένα κόστη.
v.
Μη ύπαρξη αναλυτικών μελετών που να καταγράφουν αναλυτικά τον τρόπο υλοποίησης- οδηγούν σε αλλαγές προς το τέλος του έργου -αυξημένα κόστη- αύξηση κινδύνου για μείωση ποιότηταςαύξηση
κινδύνου
για
την
μη
ικανοποίηση
λειτουργικών
απαιτήσεων και απαιτήσεων κινδύνου. vi.
Ανάγκη για βέλτιστο προγραμματισμό και ανάλυση απαιτήσεων331.
Οι βασικές λειτουργίες της διοίκησης έργου συγκροτούν μια μεθοδολογία αντιμετώπισης των βασικών ζητημάτων που απαντώνται στα έργα και κριτήρια
δημιουργούν
μια
διαδικασία
οργάνωσης
του
σχεδιασμού
και
προγραμματισμού(planning) της πορείας του έργου, η διεύθυνση και την καθοδήγηση (commanding) των ανθρώπων του έργου, της οργάνωσης (organizing) και του συντονισμού (co-ordinating) του έργου για τη δημιουργία μιας συνολικής οργανωτικής υποδομής και τον έλεγχο
Παντουβάκης Π., «Παραγωγή και διαχείριση τεχνικών έργων σημειώσεις στο πλαίσιο του μαθήματος, Σχολή πολιτικών Μηχανικών- Τομέας προγραμματισμού και διαχείρισης τεχνικών έργων», ΕΜΠ Αθήνα, 2003, Β. 331 Το ίδιο. 330
278
(controlling) ποσοτικών και ποιοτικών αποκλίσεων μεταξύ των αρχικών προβλέψεων και των πραγματικά υλοποιημένων 332. Τα περισσότερα έργα ξεκινούν από την ύπαρξη μιας νέας ανάγκης, η οποία προσδιορίζεται, καθορίζονται οι στόχοι και δημιουργούνται οι αναγκαίες συνθήκες για τη σύσταση μιας ομάδας έργου που έχει ως τελικό στόχο την εκπλήρωση της ανάγκης. Η προκαθορισμένη τελική ανάγκη εμπεριέχει
επιμέρους
στόχους
που
αφορούν
πτυχές
τεχνικές,
επιχειρησιακές, ποιοτικές, λειτουργικές, χρονικές και κόστους, οι οποίες κατατάσσονται στο πλάνο εργασιών ανάλογα με τη σπουδαιότητα τους (Εικόνα 6.4: Δομή : Βασικές διαδικασίες-στάδια διαχείρισης έργου)333. Οι κύριοι στόχοι σε ένα έργο με προκαθορισμένα παραδοτέα είναι: Η ελαχιστοποίηση της διάρκειας του έργου, η μεγιστοποίηση της Καθαράς Παρούσας Αξίας και η βελτιστοποίηση της ποιότητας (Bey, Doersch & Patterson, 1981). Είναι μια διαδικασία η οποία έχει ένα κόστος που επιβαρύνει κάθε έργο στο οποίο αυτή
εφαρμόζεται. Ωστόσο, οι
αντίστοιχες ωφέλειες που προκύπτουν από τη διαχείριση έργου είναι πολλές και υπερκαλύπτουν το κόστος εφαρμογής της, κάτι που διαφαίνεται πιο καθαρά ιδιαίτερα στα μεγάλα έργα με υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας. Η κυριότερη από τις ωφέλειες είναι η δυνατότητα για έλεγχο στο έργο που οδηγεί σε μείωση του χρόνου και του κόστους κατασκευής, αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση των πόρων, υψηλότερη ποιότητα και αξιοπιστία και υψηλότερα περιθώρια κέρδους για κάθε έργο334 .
Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές», 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις Κριτική, 2011. 333 ShtubA., BardJ.F., Globerson S.,(2008), «'Διαχείρισηέργων: Διεργασίες, Μεθοδολογία και Τεχνοοικονομική, (Επιμέλεια) Αναγνωστόπουλος Κ.Π.(2η έκδοση), επίκεντρο: Αθήνα. 334 Χασιάκος Α.,(2016), «Εισαγωγή στη Διαχείριση και στον Προγραμματισμό των έργων' στο πλαίσιο του μαθήματος Διαχείριση Τεχνικών Έργων, τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Πανεπιστήμιο Πατρών https://eclass.upatras.gr/modules/document/?course=CIV1529. 332
279
Εικόνα 6.4 : Δομή - Βασικές διαδικασίες διαχείρισης έργου
280
Οι
τρεις
βασικές
συνιστώσες
ενός
ολοκληρωμένου
συστήματος
διαχείρισης έργου που συνδυάζουν και ενοποιούν τη διαδικασία διαχείρισης έργου είναι οι διεργασίες (process- παρουσιάζονται οι βασικές διεργασίες διαχείριση έργου δηλαδή η έναρξη, ο σχεδιασμός, η εκτέλεση και η ολοκλήρωση ενός έργου), το σχέδιο(plan- παρουσιάζονται όλα τα σχέδια του έργου τα οποία συνδυάζονται ώστε να αποτελέσουν τη γραμμή βάσης που χρησιμοποιείται για το σχεδιασμό και τον έλεγχο της απόδοσης του έργου) και οι κύκλοι ζωής του έργου(phase- παρουσιάζονται οι φάσεις, οι μεθοδολογίες και τα συστήματα έργου τα οποία δίνουν στους διευθυντές έργου τη δυνατότητα να υλοποιούν τα έργα). Ο κύκλος ζωής ενός έργου, όπως φαίνεται στην εικόνα 6.5, ορίζει την αρχή και το τέλος του έργου και κατανέμει τα στάδια του έργου µέσα στο χρόνο σε σχέση µε τους άλλους παράγοντες που το επηρεάζουν 335.
6.4.1 Κύκλος ζωής του έργου Για τα περισσότερα έργα, ο βασικός κύκλος ζωής αποτελείται από 5 φάσεις: Πρώτο στάδιο: Φάση αρχικής σύλληψης και εκκίνησης. Διαπιστώνεται η ανάγκη και μελετάται η σκοπιμότητα του έργου. Καταδεικνύεται η αναγκαιότητα του έργου και περιγράφεται το έργο και ο σκοπός του. Για να ξεκινήσει η υλοποίηση της ιδέας, απαιτείται να ωριμάσει ιδέα και να ανατεθεί η μελέτη σε ειδικό μελετητή336. Δεύτερο στάδιο: Φάση σχεδιασμού και ανάπτυξης. Το δεύτερο στάδιο αφορά το σχεδιασμό του έργου και αποτελεί το σημαντικότερο στάδιο, καθώς σε αυτό προσδιορίζονται και διαμορφώνονται τα χαρακτηριστικά του έργου.
335 336
Η ιδέα που προτάθηκε συγκρίνεται με παρόμοιες ιδέες
Χασιάκος Α.,(2016) οπ.αν. Παντουβάκης Π.Β., (2003), οπ.αν.
281
αναφορικά με τη δυνατότητα πραγματοποίησης. Τα αποτελέσματα της μελέτης σκοπιμότητας χρησιμοποιούνται ως οδηγός για το σχεδιασμό του έργου και την λεπτομερή ανάπτυξη λεπτομερών προγραμμάτων και σχεδίων με βάση τα οποία θα κατασκευαστεί το έργο. Κάθε δραστηριότητα περιγράφεται και κωδικοποιείται, γίνεται εκτίμηση των μέσω παραγωγής που θα απαιτηθούν, του κόστους και της χρονικής διάρκειας. Στο τέλος της φάσης καθορίζεται ο χρόνος υλοποίησης του έργου, τα απαιτούμενα μέσα παραγωγής, και ο προγραμματισμός τους, καθώς και οι χρηματοροές του έργου. σχεδιασμός
των
Στη φάση αυτή καθορίζεται ο αναλυτικός
δραστηριοτήτων
(project
description)
που
θα
απαιτηθούν και η αλληλουχία τους, καθώς και οι περιορισμοί αναφορικά με τους χρόνους, την οργάνωση, τους οικονομικούς πόρους και τα υλικά. Ανάλογα με την κλίμακα και τα χαρακτηριστικά του έργου, το στάδιο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την προκαταρκτική και την τελική ή λεπτομερή σχεδίαση. Για μεσαίας ή μεγάλης κλίμακας έργα είναι απαραίτητο να γίνει η εκτίμηση της εφικτότητας μιας άρτιας υλοποίησης. Με την ολοκλήρωση της φάσης αυτής ολοκληρώνεται ο σχεδιασμός, ακολουθεί το τρίτο στάδιο που αφορά την ανάθεση (δημοπρασία ή απευθείας ανάθεση) και ξεκινά η έναρξη υλοποίησης του έργου337. Τρίτο στάδιο: Φάση υλοποίησης |κατασκευής. Αφορά την ανάθεση (δημοπρασία ή απευθείας ανάθεση) και έναρξη κατασκευής του έργου. Διενεργούνται οι διαδικασίες δημοπράτησης , οι παραγγελίες των υλικών και με βάση το σχέδιο υλοποίησης ξεκινά η κατασκευή του έργου338. Τέταρτο στάδιο: Φάση παρακολούθησης και ελέγχου του έργου. Αυτή η φάση αφορά την υλοποίηση, την κατασκευή, την ολοκλήρωση, την παράδοση και αποδοχή του έργου από το χρήστη του. Από τη στιγμή που ξεκινά η υλοποίηση ενός έργου, ξεκινά και η παρακολούθηση και ο έλεγχός
Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές', 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις Κριτική, 2011. 338 Το ίδιο. 337
282
του με βάση τη μέτρηση κάποιων μεγεθών που έχουν αποφασιστεί κατά τη φάση σχεδιασμού του έργου. Είναι μία διαδικασία μετασχηματισμού των προδιαγραφών και σχεδίων σε πραγματικές διαδικασίες. Απαιτεί τον συντονισμό και την οργάνωση όλων των παραγωγικών συντελεστών για την ικανοποιητική συμπλήρωση του έργου εντός των προθεσμιών και του προϋπολογισμού κόστους. Η διοίκηση των αλλαγών αποτελεί επίσης σημαντικό μέρος αυτής της φάσης και η πρόοδος εκτέλεσης του έργου ελέγχεται τακτικά και συστηματικά. Η παρακολούθηση και ο έλεγχος του έργου οδηγούν σε αλλαγές οποίες εφαρμόζονται και επομένως αναθεωρούνται και επηρεάζονται διαφορετικές φάσεις του έργου 339. Πέμπτο στάδιο: Φάση ολοκλήρωσης, θέση σε λειτουργία, παράδοση και συντήρηση: Το τελικό στάδιο της ζωής του έργου αφορά τη λειτουργία και τη συντήρησή του. Όσο και εάν η μελέτη και η κατασκευή του είναι άρτια και ολοκληρωμένη, πάντοτε προκύπτει η ανάγκη για διορθωτικές μεταβολές, τόσο στη φάση της κατασκευής του όσο και στη φάση της λειτουργίας του. Έτσι, υπάρχει η πιθανότητα να τροποποιηθεί το έργο, επειδή προέκυψαν ανάγκες που δεν καταγράφηκαν στη φάση της μελέτης, ελλείψεις που διέφυγαν κατά την παράδοση του έργου, υπήρξαν οργανωτικές, λειτουργικές και τεχνικές μεταβολές στο περιβάλλον του έργου ή μεταβολές θεσμών και νόμων. Η τελική φάση του έργου ξεκινά από τη στιγμή που ο Κύριος του Έργου πιστοποιήσει την ολοκλήρωσή του. Επιβεβαιώνεται η κατασκευή σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έχουν τεθεί και παραδίδεται το έργο. (Εικόνα 6.5 Τα στάδια του κύκλου ζωής ενός έργου)340.
Πολύζος Σ., οπ.αν. Παντουβάκης Π.Β., «Παραγωγή και διαχείριση τεχνικών έργων», σημειώσεις μαθήματος Σχολή πολιτικών Μηχανικών- Τομέας προγραμματισμού και διαχείρισης τεχνικών έργων, ΕΜΠ Αθήνα, 2003. 339 340
283
Εικόνα 6.5 :Ta στάδια του κύκλου ζωής ενός έργου Κάθε έργο, ανεξαρτήτως του είδους του, υποδιαιρείται σε διακριτά τμήματα ή φάσεις, οι οποίες φάσεις με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε επιμέρους στοιχεία, διαδικασίες και ορόσημα. Το κάθε στάδιο και ορόσημο αντιστοιχεί σε αντίστοιχα παραδοτέα. Οι κύριες συνιστώσες του κύκλου ζωής του κόστος αλλαγών
έργου,
όπου
διακρίνονται
κάποιες
κρίσιμες
δραστηριότητες
και
προθεσμίες, παρουσιάζονται στο Παράρτημα V όπου αναπτύσσονται οι διαφορετικές φάσεις σύμφωνα με το PMBOK.341 Ο κύκλος ζωής του εκάστοτε έργου συνοδεύεται από μια διαγραμματική απεικόνιση του επιπέδου προσπάθειας ανά καθορισμένη φάση του έργου. Το επίπεδο προσπάθειας ορίζεται με βάση,
είτε το κόστος, είτε τις
εργατοώρες που δαπανήθηκαν (Εικόνα 6.6 : Διάγραμμα μεταβολής του Burke R., «Project Management - Διαχείριση τεχνικές σχεδιασμού και ελέγχου», Αθήνα: Κριτική, 2002. 341
284
επιπέδου προσπάθειας, β. Συνιστώσες του κύκλου ζωής). Όπως φαίνεται στο διάγραμμα η προσπάθεια αυξάνεται με αργό ρυθμό κατά τις φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης, ενώ η αύξηση επιταχύνεται και μεγιστοποιείται, καθώς το έργο βαίνει προς ολοκλήρωση342.
Εικόνα 6.6 : Διάγραμμα μεταβολής του επιπέδου προσπάθειας
342
Πολύζος Σ., οπ.αν.
285
Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, με την έναρξη της χρήσης διαδικασιών διαχείρισης έργου, λαμβάνοντας ως βάση το υψηλό επίπεδο προσπάθειας και δαπάνης κατά τη φάση της υλοποίησης, οι τεχνικές διαχείρισης έργου επικεντρώνονταν επί το πλείστων στην βελτιστοποίηση των τεχνικών για τις φάσεις υλοποίησης, όπου όχι μόνο το επίπεδο της προσπάθειας είναι υψηλότερο, αλλά και οι απαιτούμενες δαπάνες είναι μεγαλύτερες. Σήμερα, έχει μετατοπιστεί το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος προς τα αρχικά στάδια του έργου, καθώς από τη δεκαετία του '80 και μετά αρχίζει να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στα αρχικά στάδια του έργου, στα οποία και λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με το σχεδιασμό, δηλαδή στη φάση κατά την οποία αναλύονται οι απαιτήσεις των συμμετεχόντων, εκπονούνται οι μελέτες, μελετάται η σκοπιμότητά του, εκτιμάται ο κίνδυνος του έργου και συντάσσεται το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Στις αρχικές φάσεις ενός έργου υφίσταται ένα επίπεδο επιρροής 100% στις αντιστρόφως ανάλογη σχέση
μελλοντικές δαπάνες, ενώ καθώς το έργο προχωράει στη φάση της σχεδίασης, οι αποφάσεις αναφέρονται όλο και περισσότερο στις λεπτομέρειες, διατηρώντας όμως ένα σχετικά μεγάλο επίπεδο επιρροής, καθώς μπορεί ευκολότερα να προστεθεί αξία. Κατά τον αρχικό σχεδιασμό του έργου υπάρχει ένας βαθμός επιρροής στη διαμόρφωση του τελικού κόστους ανάλογα με την οργάνωσή του και το κόστος υλικών που θα ενσωματωθούν σε αυτό. Ο έλεγχος των δαπανών στο στάδιο της κατασκευής γίνεται με την οργάνωση και τον προγραμματισμό της πορείας κατασκευής343. Στο διάγραμμα παρουσιάζεται η σχέση μεταξύ του κόστους των αλλαγών (cost of changes) που μπορεί να προκύψουν σε κάποιο έργο σε σχέση με την τελική επιρροή (opportunity for influence) που αυτό θα έχει στο τελικό παραδοτέο του έργου. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση κατά την οποία ανιχνεύεται ανάγκη για τροποποίηση των εργασιών οι αλλαγές αυτές κοστίζουν πολύ περισσότερο, καθώς το έργο
Πολύζος Σ., , «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές» , 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις Κριτική, 2011. 343
286
πλησιάζει προς την ολοκλήρωσή του (Εικόνα 6.6 : Διάγραμμα μεταβολής του επιπέδου προσπάθειας). Για παράδειγμα, αν αλλαχθούν τα υλικά χρήσης σε στη φάση της σύλληψης της ιδέας, οι αλλαγές κοστίζουν μόνο όσες εργατοώρες απαιτούνται για τον ανασχεδιασμό και την προσαρμογή κάποιων σχεδίων. Ωστόσο, εάν η αλλαγή αυτή γίνει κατά τη φάση της υλοποίησης, θα πρέπει να γίνουν αλλαγές όχι μόνο στο σχεδιασμό αλλά και ενδεχομένως στις παραγγελίες υλικών, αλλά και ίσως κάποιο κόστος ποινικών ρητρών για ενδεχόμενη καθυστέρησης της παράδοσης του έργου. Η δυνατότητα των εμπλεκόμενων στο έργο να επηρεάσουν το σχεδιασμό του έργου ή να συμβάλλουν στη δημιουργία προστιθέμενης
αξίας
μειώνεται σταδιακά. Καθώς ο σχεδιασμός του έργου αναπτύσσεται, οφείλει να παγιώνεται η επιμέρους σχεδίαση του έργου. Όπως παρίσταται στην Εικόνα 6.6 - Διάγραμμα μεταβολής του επιπέδου προσπάθειας, η δυνατότητα να προστεθεί αξία και να εξοικονομηθεί κόστος έχει τη μεγαλύτερη δυνατή τιμή στη αρχή, η οποία βαίνει μειώνοντας καθώς το έργο εξελίσσεται. Η καμπύλη αυτή είναι κατοπτρική της καμπύλης που απεικονίζει το ύψος του κόστους αλλαγών. Επομένως, συμφέρει να δαπανείται περισσότερος χρόνος και προσπάθεια στις αρχικές φάσεις ώστε να παραχθεί ένας σωστός σχεδιασμός προτού ξεκινήσει η φάση της υλοποίησης344 . Υπάρχει περίπτωση μετά από ένα σημείο να είναι αδύνατες κάποιες μεταβολές στο έργο ή όταν γίνουν το κόστος να είναι υπερβολικό μεγάλο.
Burke R., «Project Management - Διαχείριση τεχνικές σχεδιασμού και ελέγχου», Αθήνα: Κριτική, 2002. 344
287
Εικόνα 6.7 : Ανάπτυξη έργου - Σημείο χωρίς επιστροφή
Με αυτόν τον τρόπο εισάγονται στα έργα παράμετροι σύγκρισης σε σχέση με το τι χάνεται (κόστος) και τι κερδίζεται (τελική ποιότητα) από κάθε αλλαγή. Η εισαγωγή της έννοιας της αποδοτικότητας σε σχέση με το κόστος των αλλαγών προσδιορίζει την βέλτιστη φάση για την συλλογή απαιτήσεων ως την αρχή του έργου, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι μεγάλες αλλαγές κατά την διάρκεια της υλοποίησης. Όπως φαίνεται και από το διάγραμμα, υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ του κόστους των αλλαγών και την βελτίωση σε τελική ποιότητα, όταν οι αλλαγές γίνονται, είτε κατά τα αρχικά, είτε κατά τα τελικά στάδια της υλοποίησης. Η αντίστροφη αυτή σχέση μεταξύ κόστους και κέρδους σε τελική ποιότητα γίνεται εντονότερη όσο εξελίσσεται η διαδικασία υλοποίησης του έργου. Οι δυο πρώτες φάσεις, δηλαδή η φάση της σύλληψης και του σχεδιασμού αποτελούν τις φάσεις που μπορεί να επηρεαστεί η εξέλιξη του έργου, να μειωθεί το κόστος, να ενσωματωθεί η πρόσθετη αξία, να βελτιωθεί η απόδοση και να αυξηθεί η ευελιξία. Όταν το έργο εισέλθει στη φάση
288
κατασκευής ή υλοποίησης η δυνατότητα αυτή ελαχιστοποιείται345.
Στα
τεχνικά έργα οι αρχικές φάσεις στις οποίες μπορεί να επηρεαστεί η εξέλιξη του έργου, να μειωθεί το κόστος και να ενσωματωθεί η πρόσθετη αξία είναι η φάση της Προετοιμασίας και περίληψης (Architectural Programming |Project Briefing), η φάση της Συγκρότηση ιδέας του έργου (Concept Design) και η φάση της Ανάπτυξης Σχεδιασμού (Developed design). Το RIBA αναφέρει ότι υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ δύο σταδίων: το στάδιο σχεδιασμού (scheme design) και το στάδιο σχεδιασμού των λεπτομερειών (detail design). Οποιεσδήποτε αλλαγές στον σχεδιασμό θα πρέπει να γίνουν πριν την ολοκλήρωση του σταδίου της σκοπιμότητας, καθώς οποιαδήποτε αλλαγή στη λειτουργία του, το μέγεθος, το σχήμα, ή το κόστος του έργου μετά από αυτό το σημείο οδηγεί σε εκτέλεση επιπλέον εργασιών με πολλαπλό κόστος346. Η σημαντικότητα των αρχικών φάσεων των έργου προκειμένου να υπάρξει ένας άρτιος και ολοκληρωμένος καθορισμός αναγκών που να μπορέσει να καθοριστεί την αρχική σκοπιμότητα, διαφαίνεται από την παραπάνω ανάλυση. Στην περίπτωση των δημοσίων έργων όπου κυριαρχούν θεσμικές ελλείψεις και η παράβλεψη των θεσμικών κανόνων από τους εμπλεκόμενους, συνήθως οι εμπλεκόμενοι παραβλέπουν την ουσιώδη σημασία των αρχικών φάσεων του έργου. Ελλείψεις στον καθορισμό του αρχικού στόχου του έργου από την Αναθέτουσα Αρχή, συνιστούν λανθασμένη μετάφραση των απαιτήσεων σε σχεδιαστικά αποτελέσματα, ελλείψεις στις μελέτες και ζητήματα υπέρβασης κόστους στις φάσεις της υλοποίησης των έργων 347 .
Burke R., 2002, οπ.αν. RIBA «Handbook of professional practice and management», 5th edition, RIBA Publications LTD, Λονδίνο, 1991. 347 Το ίδιο. 345 346
289
6.5 Δημόσια Έργα: τα στάδια μελετών και η σημασία της έννοιας της ποιότητας «[...]η αρχιτεκτονική δημιουργία, η ποιότητα των κατασκευών, η αρμονική ένταξή τους στο περιβάλλον, ο σεβασμός των φυσικών και αστικών τοπίων αποτελούν δημόσιο συμφέρον […]». Με αυτό τον ορισμό για το επάγγελμα του αρχιτέκτονα επιχειρείται η συσχέτιση των δημόσιων έργων και της αρχιτεκτονικής δημιουργίας348. Επιχειρώντας να ορίσουμε με σαφήνεια τη μελέτη περίπτωσης που έχει επιλεχθεί και αναλύεται στην παρούσα ερευνητική, προσαρμόζονται τα γενικά δεδομένα διαχείρισης ενός έργου, στην περίπτωση ενός δημοσίου τεχνικού έργου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση του θεσμικού πλαισίου των δημοσίων έργων που έχει γίνει σε προηγούμενο κεφάλαιο και συνοψίζοντας τα στάδια αξίζει να αναφερθεί ότι για την εκτέλεση ενός δημόσιου τεχνικού έργου ακολουθούνται κατά σειρά τα επόμενα στάδια, τα οποία αποτελούν μια πιο εξειδικευμένη παρουσίαση του κύκλου ζωής ενός έργου. i.
Ο προγραμματισμός του έργου από τον Κύριο του έργου, που στη περίπτωση των δημοσίων έργων είναι το δημόσιο.
ii.
Η ανάθεση της μελέτης στον επιλεχθέντα μελετητή ή ομάδα μελετητών
iii.
Η εκπόνηση της μελέτης (προκαταρκτική, προμελέτη, οριστική μελέτη, μελέτη εφαρμογής)
iv.
Η δημοπράτηση του έργου και η ανάδειξη του αναδόχου ή του εργολάβου.
v.
Η ανάθεση της εργολαβίας στον ανάδοχο του έργου.
vi.
Η κατασκευή του έργου.
Οδηγία της Ευρωπαϊκής επιτροπής 85/385/ΕΟΚ περί της εκπαίδευσης για το επάγγελμα του Αρχιτέκτων, άρθρα 1 και 4 στο ΤΕΕ, «Οδηγίες για την εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης ποιότητας σε τεχνικές εταιρίες», Μόνιμη επιτροπή τυποποίησης και Ευρωκωδικών, Φεβ,1998. 348
290
vii.
Η επίβλεψη της κατασκευής, η παράδοση και παραλαβή και η λειτουργία του έργου. Για τον επιτυχή σχεδιασμό και κατασκευή ενός έργου απαιτείται η ολοκληρωμένη και άρτια σύνταξη της μελέτης του. Για κάθε κατηγορία μελετών υπάρχει ένα σύνολο περιεχομένου και δραστηριοτήτων που διαμορφώνει μία ολοκληρωμένη μελέτη 349. Τα βασικά στάδια στα οποία διακρίνεται μία μελέτη ενός δημοσίου έργου, αλλά και κάθε έργου είναι τα εξής: Το στάδιο της προκαταρκτικής μελέτης όπου περιλαμβάνεται η διερεύνηση της αναγκαιότητας και της σκοπιμότητας του έργου. Στο στάδιο αυτό
στάδια αρχιτεκτονικής μελέτης
περιλαμβάνεται η μελέτη σκοπιμότητας του έργου σε σχέση με τις ανάγκες της περιοχής στην οποία θα κατασκευαστεί, τη διερεύνηση της της λειτουργικής και οικονομικής αναγκαιότητάς του και την ανάλυση κόστους -όφελος
(cost-benefit
analysis).
Προσδιορίζονται
οι
υπάρχουσες
εναλλακτικές, συγκρίνονται μεταξύ τους, αξιολογούνται τα τεχνικά και οικονομικά στοιχεία και επιλέγεται η βέλτιστη λύση. Στη φάση αυτή γίνεται η ανάλυση της χρηματοδότησης και μελετώνται τα προβλήματά της. Εφόσον οι υπολογισμοί δείξουν ότι το έργο δε συμφέρει οικονομικά να εκτελεστεί τότε το έργο πιθανόν να εγκαταλειφθεί350. Το δεύτερο στάδιο της προμελέτης περιλαμβάνει τον γενικό σχεδιασμό του έργου. Στο στάδιο αυτό γίνεται λεπτομερή επεξεργασία των δεδομένων του προβλήματος, προκειμένου να προσδιοριστεί η βέλτιστη λύση του έργου. Παρατίθενται οι βασικές διαστάσεις του έργου, τα κύρια τεχνικά στοιχεία και προσδιορίζεται ακριβέστερα το κόστος υλοποίησης και οι επιπτώσεις του έργου στον περιβάλλοντα χώρο. Στο στάδιο αυτό συντάσσονται η τεχνική έκθεση του έργου, τα προσχέδια, και γίνεται προσεγγιστική εκτίμηση του κόστους του έργου. Με το πέραν αυτής της φάσης ο κύριος του έργου
Πολύζος Σ., (2011), «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές' , 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις ΚΡΤΙΚΗ 350 Το ίδιο. 349
291
αποκτά την εικόνα αναφορικά με τον γενικότερο χαρακτήρα του έργου, το κόστος του και τις χρηματοδοτικές του απαιτήσεις351. Το τρίτο στάδιο της οριστικής μελέτης αντιστοιχεί στον κατασκευαστικό σχεδιασμό του έργου. Στο στάδιο αυτό γίνεται η αναλυτική επεξεργασία και οι απαραίτητοι υπολογισμοί, προκειμένου να περιγραφεί με λεπτομέρεια στα τεύχη και στα σχέδια της μελέτης ο τρόπος κατασκευής του έργου. Το τέταρτο στάδιο της μελέτης εφαρμογής μπορεί να περιέχεται ανάλογα με τη φύση και το μέγεθος του έργου και στο τρίτο στάδιο. Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει την αναλυτική περιγραφή όλων των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την κατασκευή του έργου352. Μετά την σύνταξη της μελέτης εφαρμογής ακολουθεί η δημοπράτηση του έργου η οποία εκτός από τεχνικά στοιχεία (αναλυτικούς υπολογισμούς και σχέδια) απαιτεί και τα τεύχη δημοπράτησης (η γενική περιγραφή του έργου και η τεχνική έκθεση, οι τεχνικές προδιαγραφές, η προμέτρηση των εργασιών, ανάλυση των τιμών, το τιμολόγιο, ο προϋπολογισμός της μελέτης, γενική και ειδική συγγραφή των υποχρεώσεων, η διακήρυξη της δημοπρασίας). Για την περιγραφή των εργασιών και τη σύνταξη του τιμολογίου, το αρμόδιο Υπουργείο έχει συντάξει τα πρότυπα τιμολόγια (Αναλυτικό
Τιμολόγιο
Οικοδομικών
Εργασιών
-ΑΤΟΕ)
στα
οποία
περιλαμβάνεται η περιγραφή των εργασιών και η ανάλυση της τιμής τους στους επιμέρους συντελεστές κόστους. Με την δημοπράτηση γίνεται ανάδειξη του αναδόχου του έργου και ακολουθεί η κατασκευή του. Το στάδιο της κατασκευής αρχίζει από την υπογραφή της σύμβασης και ολοκληρώνεται με την παράδοση στον ΚτΕ για τη χρήση και λειτουργία του353. Στη φάση της κατασκευής η Διευθύνουσα Υπηρεσία ελέγχει ανελλιπώς την ακριβή τήρηση των σχεδίων της μελέτης, υπογράφει τους λογαριασμούς
Το ίδιο. Πολύζος Σ., 2011, οπ.αν. 353 Πολύζος Σ., 2011, οπ.αν. 351 352
292
για την πληρωμή του αναδόχου, ενημερώνει την Προϊσταμένη αρχή για τα προβλήματα που πιθανόν θα ανακύψουν στη φάση της κατασκευής του και γενικότερα έχει τη συνολική ευθύνη για την έγκαιρη και καλότεχνη κατασκευή του. Ο οικονομικός έλεγχος, η τήρηση των προδιαγραφών και η διασφάλιση της ποιότητας του έργου αποτελούν ευθύνες της Διευθύνουσας αρχής (Διευθυντής έργου, διαχειριστής έργου) 354. Σύμφωνα με τον Κ. Frampton, όλα τα αξιόλογα αρχιτεκτονικά έργα είναι αποτέλεσμα ενός υψηλού επιπέδου εργοδότη, είτε πρόκειται για το δημόσιο, είτε για τον ιδιωτικό τομέα. Χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη δεν είναι δυνατόν να κατακτηθεί ούτε να διατηρηθεί ένα αποδεκτό επίπεδο παραγωγής, γιατί η αρχιτεκτονική είναι μια δημόσια τέχνη που χρειάζεται έναν αποτελεσματικό κοινωνικό εργοδότη και ένα υψηλό επίπεδο επένδυσης, μαζί με μια επαρκή τεχνογνωσία τόσο όσον αφορά το επίπεδο της κατασκευαστικής ικανότητας όσο και εκείνο της ποιότητας του βιομηχανικού προϊόντος»355. Η συσχέτιση της ποιότητας των δημοσίων έργων με τους εμπλεκόμενους, την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών τους και την κατασκευή αποδίδει την σημαντικότητα μιας αποδοτικής συν-λειτουργίας όλων των στοιχείων για την απόδοση ποιοτικών αρχιτεκτονικών έργων. Στην παρατήρηση του Κ., Frampton βρίσκεται η απάντηση για το επίπεδο της αρχιτεκτονικής στη δική μας χώρα. Δίνεται μια αφορμή για την έναρξη μιας συνολικής συζήτησης για την υλοποιημένη αρχιτεκτονική και τους παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται η ταυτότητα και η ποιότητα της αρχιτεκτονικής δημιουργίας, και της μετέπειτα υλοποίησης και αποδίδεται η σύνδεση μεταξύ των δημοσίων έργων, της αρχιτεκτονικής δημιουργίας και υλοποίησης - κατασκευής.
Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές», 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις ΚΡΤΙΚΗ, 2011. 355 Frampton K., «Ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής», Θεμέλιο, 2009. 354
293
Στο χώρο η ταυτότητα εκφράζεται μέσω της αρχιτεκτονικής και η τελική ποιότητα της αρχιτεκτονικής που απολαμβάνουμε έχει άμεση σχέση με το συνολικό επίπεδο των επιμέρους προσφερόμενων υπηρεσιών των εμπλεκόμενων φορέων (δημόσιο, μελετητικά γραφεία, εργολάβοι, ομάδες έργου). Λόγω της πολυδιάστατης φύσης της αρχιτεκτονικής εμφανίζεται η ανάγκη για τη συσχέτισή της με όλους τους τομείς της ζωής και την αναζήτηση απαντήσεων σχετικά με την τελική ποιότητα των έργων. Πρόσθετα,
δημιουργείται
μια
ανάγκη
για
ένα
συνολικό
επαναπροσδιορισμό της ποιότητας, που μπορεί να συμβάλλει στη χρήση βέλτιστων πρακτικών κατά την υλοποίηση αρχιτεκτονικών έργων. Ο επαναπροσδιορισμός της ποιοτικής αρχιτεκτονικής δημιουργίας, και του ρόλου που η υλοποιημένη αρχιτεκτονική ενέχει στη σύγχρονη κοινωνία, αποτελεί μια αφορμή για την έναρξη μιας γενικότερης διαλεκτικής σχετικά με τη συνειδητοποίηση της σημαντικότητας της υλοποίησης ποιοτικών αρχιτεκτονικών έργων για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Η βελτίωση της ποιότητας των αρχιτεκτονικών έργων τόσο στη φάση του σχεδιασμού, όσο κατά τη διαδικασία ανοικοδόμησης και υλοποίησης, αποτελούν στοιχεία μελέτης και ανάλυσης που αποσκοπούν στην υλοποίηση
ανταγωνιστικών
έργων.
H
σημαντικότητα
του
επαναπροσδιορισμού της διαδικασίας διαχείρισης αρχιτεκτονικών έργων σε σχέση με την διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης έγκειται είτε στην ανάπτυξη νέων μεθόδων διαχείρισης, είτε στη επέμβαση με διορθωτικές παρεμβάσεις σε υφιστάμενες διαδικασίες διαχείρισης έργων για την ελαχιστοποίηση
λαθών
ή
παραλήψεων
που
συμβάλλουν
στην
αναποτελεσματική υλοποίηση αρχιτεκτονικών έργων. Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα που έχει τεθεί στο πλαίσιο της παρούσας ερευνητικής που αφορά την καταγραφή των αιτιών για τις οποίες πολλά αρχιτεκτονικά έργα δεν υλοποιούνται όπως σχεδιάζονται και την έλλειψη τελικής συνθετικής ποιότητας στα αρχιτεκτονικά έργα, αρχικά
294
θα πρέπει αρχικά να οριστεί η ποιότητα και πως αυτή ορίζεται στα τεχνικά έργα. Ως ποιότητα ορίζεται το 'σύνολο των ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας που αφορούν την ικανότητα του προϊόντος ορισμός ποιότητας
ή της υπηρεσίας να ικανοποιεί εκφρασμένες ή συναγόμενες ανάγκες'. (ΤΕΕ, Οδηγίες για την εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης ποιότητας σε τεχνικές εταιρίες' Μόνιμη επιτροπή τυποποίησης και Ευρωκωδικών, Φεβ,1998)356.
Άλλοι επικρατέστεροι ορισμοί της 'ποιότητας' είναι: -
Η καταλληλότητα για χρήση357 που σημαίνει: χαρακτηριστικά του προϊόντος ή της υπηρεσίας που ικανοποιούν τις ανάγκες του πελάτη, αυξάνουν την ικανοποίησή του καθιστούν το προϊόν ή την υπηρεσία ανταγωνιστικό, επιθυμητό και επιτρέπουν στην εταιρία να είναι κερδοφόρα.
-
Η συμμόρφωση με τις προδιαγραφές 358.
-
H συμμόρφωση με απαιτήσεις359.
-
Η
στόχευση
στις
ανάγκες
των
πελατών,
παρούσες
και
μελλοντικές360. -
Ο βαθμός στον οποίο ένα σύνολο έμφυτων χαρακτηριστικών ικανοποιεί απαιτήσεις (ISO 9001: 2008)361.
Για μία συστηματική εξέταση του ζητήματος της επίτευξης ποιότητας στα τεχνικά έργα οφείλουν να προσδιοριστούν κάποιοι θεμελιώδη όροι και να
ΤΕΕ, «Οδηγίες για την εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης ποιότητας σε τεχνικές εταιρίες», Μόνιμη επιτροπή τυποποίησης και Ευρωκωδικών, Φεβ,1998. 357 Juran J., Godfrey A. B., «Juran's Quality Control Handbook » New York: McGraw-Hill, 1998. 358 Juran J., Godfrey A. B., 1998, οπ.αν. 359 Crosby P. B., «Quality is Free: The Art of Making Quality Certain», McGraw-Hill, New York,1979. 360 Deming W. E, Out of the Crisis. MIT Press New York, 1986. 361 Γκαβελα Σ., «ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 9001 για την Ποιότητα» Ειδική επιστημονική επιτροπή θεμάτων Τυποποίησης Πιστοποίησης και Διαχείρισης ποιότητας, Ενημερωτική εκδήλωση ΤΕΕ για τη διαχείριση της ποιότητας, 4/4/2012, ΤΕΕ. 356
295
τεθούν τα ιστορικά δεδομένα που προσδιορίζουν το πλαίσιο της διερεύνησης, ενώ ταυτόχρονα εισάγουν τους τυπικούς περιορισμούς που συναντώνται στα τεχνικά έργα. Ιστορικά, τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω των μεγάλων καταστροφών που έχει επιφέρει ο πόλεμος, είχε δοθεί έμφαση στην παραγωγή μεγάλου αριθμού προϊόντων με ιστορικά
χαμηλό κόστος, προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες ανάγκες των ανθρώπων που είχαν προκύψει και λόγω της ανεπάρκειας διατιθέμενων οικονομικών πόρων των καταναλωτών. Η ανοικοδόμηση των αστικών κέντρων με μεγάλα δημόσια έργα προκειμένου να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες για στέγαση και εκπαίδευση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού,
ουσιαστικά
μετέβαλλε
τον
έως
τότε
διαμορφωμένο
χαρακτήρα των πόλεων, δημιουργώντας ένα νέο αστικό χώρο που βασίστηκε στην ταχύτατη ανοικοδόμηση μη αποδίδοντας σημασία στην ποιότητα. Η οικονομική άνοδος που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια έστρεψε τους πολίτες στην αναζήτηση της ποιότητας. Σήμερα η ποιότητα αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο των προϊόντων και υπηρεσιών σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Την πορεία προς την αναζήτηση της ποιότητας, ακόμη και στην παραγωγή τεχνικών έργων, ακολούθησε και η Ελλάδα, με πολύ αργότερους ρυθμούς από τις ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου σε πολλούς τομείς έως το πρόσφατο παρελθόν ο βασικός παράγων επιτυχίας ήταν το χαμηλό κόστος, ενώ η ποιότητα ερχόταν σε δεύτερη μοίρα (Καλλιάνης, Λαμπρόπουλος 2002). Η σύγχρονη αντίληψη για τη δημιουργία ποιότητας βασίζεται στις αρχές της διασφάλισης ποιότητας - quality assurance και στις αρχές διατήρησης διασφάλιση ποιότητας
ποιότητας quality management
(ISO 9001:2008). Σύμφωνα με αυτό,
προκειμένου να παραχθεί ποιοτικά ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, πρέπει να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες απαιτήσεις των χρηστών (διαδικασία briefing και programming) και να καθοριστούν οι διεργασίες εκείνες που
296
θα ικανοποιούν τις απαιτήσεις των χρηστών που καλούνται να 'κατοικήσουν' τον χώρο. Κάθε διεργασία
οφείλει να προσδιορίσει τον
τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή της θα συμβάλλει στη συνεχή βελτίωση του συστήματος. Ο όρος ποιότητα αναφέρεται είτε στο επίπεδο του σχεδιασμού και ονομάζεται 'κατηγορία/grade', είτε στη συμμόρφωση με απαιτήσεις και ονομάζεται 'ποιότητα συμμόρφωσης /quality' . Η αναφορά στο επίπεδο του σχεδιασμού έχει να κάνει με τις επιλογές του μελετητή, όπως η μορφή του τεχνικού έργου και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν, ενώ η αναφορά στη συμμόρφωση με απαιτήσεις σχετίζεται με την ικανοποίηση κατά τη μελέτη και την κατασκευή, αφενός των απαιτήσεων του Κυρίου του έργου (ΚτΕ) που συνήθως διατυπώνονται μέσω της σύμβασης, και αφετέρου των απαιτήσεων της νομοθεσίας362. Στα τεχνικά έργα ο ποιοτικός έλεγχος αποσκοπεί στην επιβεβαίωση της συμμόρφωσης της κατασκευής με : α)τις απαιτήσεις της μελέτης, τα σχέδια, τις τεχνικές προδιαγραφές. β)τις απαιτήσεις των υφιστάμενων τεχνικών κανονισμών που στοχεύουν στην αντοχή και την λειτουργικότητα της κατασκευής με επαρκή ασφάλεια. Ως παραγόμενο τεχνικό έργο νοείται το αποτέλεσμα οργανωμένων και ελεγχόμενων δραστηριοτήτων με ημερομηνίες αρχής και τέλους που έχουν αναληφθεί
προκειμένου
να
δημιουργηθεί
μια
κατασκευή
που
συμμορφώνεται με συγκεκριμένες απαιτήσεις οι οποίες συναρτώνται με περιορισμούς χρόνου, κόστους και πόρων (ΙSO,9001:2003). Ως ένα ολοκληρωμένο τεχνικό έργο θεωρείται το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την οποία έχουν οργανωθεί και συνδυαστεί υλικά και μηχανήματα σε μια κατασκευή, που παρέχει ένα σύνολο λειτουργιών ή μια υπηρεσία. Συνολική Ποιότητα του τεχνικού έργου είναι η ικανότητα του να
Καλλιάνης Δ., Λαμπρόπουλος Σ., (2002) 'Ποιότητα Τεχνικών έργων', Μάθημα Παραγωγή και Διαχείριση Τεχνικών έργων Πολιτικών Μηχανικών, έτος 2003/2004. 362
297
παρέχει για ένα επιθυμητό χρονικό διάστημα με ένα επιθυμητό κόστος, ένα σύνολο τεχνικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών που ικανοποιούν τις προκαθορισμένες και υποχρεωτικές από τη νομοθεσία απαιτήσεις του κυρίου του έργου363. Η παρακολούθηση της εφαρμογής των απαιτήσεων πραγματοποιείται μέσω: i.
δειγματοληπτικών ελέγχων της κατασκευής
επί τόπου και στο
εργαστήριο ποιοτικού ελέγχου. ii.
συνεχούς και συστηματικής επίβλεψης του τρόπου εκτέλεσης των εργασιών-βάσει των απαιτήσεων των συμβατικών τευχών.
iii.
αξιολόγησης των δοκιμών και των ελέγχων ως προς τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των κανονισμών και συμβατικών τευχών364.
Τεχνική προδιαγραφή ονομάζεται ένα έγγραφο που περιέχει τεχνικές οδηγίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των υλικών και την εκτέλεση των εργασιών ενός έργου. Τεχνικός κανονισμός ονομάζεται ένα έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα που παρέχει οδηγίες σύνθεσης υλικών δια την πραγματοποίηση κατασκευής και διάταξης αυτών εις τον χώρο, που αποσκοπούν στην προστασία των χρηστών, των εργαζομένων και του περιβάλλοντος365.
Το ΥΠΕΧΩΔΕ έχει συντάξει μία σειρά Τεχνικών
προδιαγραφών και τεχνικών κανονισμών που αφορούν κυρίως στα υλικά και στις κατασκευές κτιριακών έργων. Στις περισσότερες από αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί τα αντίστοιχα Αμερικάνικα (ASTM), AASHO), Γερμανικά (DIN) Αγγλικά (BS) Γαλλικά (ANFOR), πρότυπα, μετά από κατάλληλη προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα. Η διαδικασία ποιοτικού ελέγχου (Νομοθεσία εκτέλεσης Δημοσίων έργων) κατά την κατασκευή του έργου καταγράφεται συνήθως στα συμβατικά τεύχη των έργων (ΕΣΥ, ΤΣΥ, Τζοβαρίδης Σ., Τουλιάτος Δ., (2000), 'Έκδοση οδηγιών για την ποιότητα στα δημάοσια έργα', ΥΠΕΧΩΔΕ Γενική διεύθυνση ποιότητας δημοσίων έργων, Αθήνα. 364 Καλλιάνης Δ., Λαμπρόπουλος Σ., (2002) οπ.αν 365 Καλλιάννης Δ., «Σημειώσεις Διαχείρισης Τεχνικών έργων», 7ο εξάμηνο των Πολιτικών Μηχανικών, Διαχείριση της ποιότητας στα Τεχνικά έργα, 2003. 363
298
ΟΣΜΕΟ)366. Ενώ, οι ποιοτικές προδιαγραφές που τίθενται από τα πρότυπα που ακολουθούνται στην Ελλάδα αποτελούν ένα σημείο εκκίνησης για τη διασφάλισης της ποιότητας των έργων, ωστόσο λόγω θεσμικών παραλήψεων δεν έχει προβλεφθεί η εφαρμογή ενός συστήματος διασφάλισης ποιότητας ως προς την τοποθέτηση των προϊόντων . Για παράδειγμα, τα κουφώματα αλουμινίου μπορεί να είναι πιστοποιημένα κατά ISO διασφαλίζοντας την ποιότητα του προϊόντος, αλλά η τελική ποιότητα δεν διασφαλίζεται εφόσον τον συνεργείο που το τοποθετεί δεν πιστοποιείται από κάποιο πρότυπο που διασφαλίζει την διαδικασία τοποθέτησης του.
6.5.1 Ορισμός ποιότητας σε τεχνικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος Στα δημόσια τεχνικά έργα πολλές φορές παρατηρούνται κενά και αλληλοεπικαλύψεις στις διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίησης, γεγονός που δημιουργεί ζητήματα αμφισβήτησης της ποιότητας στο τελικό παραδοτέο. Θεσμικές παραλήψεις και αλληλεπικαλύψεις, ελλείψεις των ελέγχων διασφάλισης ποιότητας, μεγάλες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων σε σχέση με τη χρονική στιγμή λήψης των προγραμματικών δεδομένων και άρα συστηματικές αποκλίσεις μεταξύ των προγραμματικών απαιτήσεων
και
του
τελικού
παραδοτέου,
αποτελούν
ζητήματα
καθορισμού της τελικής ποιότητας του παραδοτέου. Η ποιότητα ενός τεχνικού έργου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος αποτελεί ένα πολυδιάστατο μέγεθος και περιλαμβάνει τόσο τα τεχνικά όσο και τα πολυδιάστατη φύση
λειτουργικά και αισθητικά
χαρακτηριστικά του συμπεριλαμβανομένων
ενδεχομένως και παραμέτρων όπως ο χρόνος αποπεράτωσης του έργου, το
κόστος
κατασκευής,
το
κόστος
λειτουργίας
και
οι
δαπάνες
συντήρησης. Λόγω της ενασχόλησης της παρούσας ερευνητικής με τεχνικά έργα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος όταν αναφέρεται επιτυχή 366
Καλλιάνης Δ., Λαμπρόπουλος Σ. (2002), οπ.αν.
299
έκβαση του έργου δεν νοείται απλώς η ολοκλήρωση του έργου σε ένα προαποφασισμένο χρονοδιάγραµµα
εντός του προϋπολογισμένου
κόστους, αλλά η επίτευξη μιας «χρυσής τομής» ανάμεσα στις παραπάνω προσδοκίες και τις απαιτήσεις του πελάτη µε στόχο την ικανοποίηση του. Η συνειδητοποίηση αυτής της συνθήκης ισορροπίας μεταξύ κόστους, ποιότητας και λειτουργίας εισάγει στην συζήτηση
περί των δημοσίων
τεχνικών έργων την κρισιμότητα ζητημάτων που οφείλουν να επιλυθούν προκειμένου να υλοποιηθούν ένα άρτιο αρχιτεκτονικό έργο. Η ταυτόχρονη ικανοποίηση όλων των στόχων είναι αδύνατη καθώς κάποιοι στόχοι είναι αμοιβαία ανταγωνιστικοί, όπως για παράδειγμα το κόστος κατασκευής και η αξία χρήσης σε σχέση με την αύξηση της ποιότητας στο σχεδιασμό. Βελτίωση ποιότητaς του σχεδιασμού367 σημαίνει αυξανόμενη αξία χρήσης η οποία ωστόσο συνήθως ακολουθείται από δυσανάλογη αύξηση του κόστους κατασκευής 368. Η συγκρότηση μιας βέλτιστης λύσης ενός 'πρότυπου' έργου, ακόμη και σε ιδανικές συνθήκες, δεν είναι εύκολη εφόσον η επιλογή του επιθυμητού επιπέδου σχεδιασμού γίνεται πρακτικά από τον ίδιο τον μελετητή (με γνώμονα ικανοποίηση των αναγκών και την μεγιστοποίηση της αξίας χρήσης για τον Κύριο του έργου), ενώ το κόστος για την υλοποίηση αυτών των επιλογών δεν είναι γνωστό κατά τη φάση του σχεδιασμού και επιβαρύνει τον Κύριο του Έργου ή τον κατασκευαστή369. Η μη ύπαρξη ενός συγκροτημένου πλάνου κόστους στο στάδιο του σχεδιασμού του έργου, σε συνδυασμό με την ετερογένεια των στόχων των διαφορετικών
Ποιότητα στα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου και μία συγκροτημένη συνθετική ταυτότητα του έργου. 368 Παπαδημητρίου Γ., «Ο ρόλος του Project Manager στην διασφάλιση της ποιότητας των τεχνικών έργων», Μόνιμη επιτροπή τυποποίηση και ευρωκωδικών, ΤΕΕ, 1998. 369 Ankrah Ν. Α., Langford D. A., «Architects and contractors: a comparative study of organizational cultures», Construction Management and Economics, July 23, 595-607, 2005. 367
300
εμπλεκόμενων στα έργα δημιουργεί ζητήματα στη διαδικασία προς την υλοποίηση ποιοτικών έργων370. Για παράδειγμα, προσπάθειες για τη μείωση του χρόνου κατασκευής έχουν αρνητική επίδραση στους μελετητές, καθώς πρέπει να επιταχύνουν τις εργασίες τους (μελέτη εφαρμογής , επίβλεψη) με δυσμενείς επιπτώσεις στην τελική ποιότητα του σχεδιασμού ή στην διεξαγωγή των ελέγχων παραλαβής, που λειτουργούν εις βάρος της τελικής ποιότητας του έργου371. Έτσι διαφαίνεται μία εμφανής αδυναμία για έναν εκ των προτέρων καθορισμό μια ενιαίας ιεράρχησης για όλα τα έργα, η οποία αφορά πολλαπλές και ανταγωνιστικές εκφάνσεις μιας γενικευμένης ποιότητας, τα ειδικά χαρακτηριστικά της οποίας μεταβάλλονται ανάλογα με την οπτική γωνία του αναλυτή 372. Η αδυναμία αυτή ενισχύεται καθώς από την έναρξη του έργου έως την ολοκλήρωσή του όπου εμπλέκονται διαφορετικές ομάδες ανθρώπων με διαφορετική κουλτούρα, οργάνωση και στόχους που για τον καθένα η βέλτιστη επιλογή είναι διαφορετική 373.
6.5.2 Διασφάλιση ποιότητας - Διαχείριση έργου σε τεχνικά έργa αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος Η φιλοσοφία του Project Management αναγνωρίζει ότι κάθε αρχιτεκτονικό έργο είναι πρωτότυπο με ιδιαιτερότητες στους επιμέρους στόχους και στα κριτήρια επιτυχίας που δεν είναι δυνaτόν να υπαχθούν εκ των προτέρων σε ένα γενικό μοντέλο ποιότητας. Έτσι, καθορίζει ειδικές διαδικασίες, βάση του συστήματος ποιότητας ISO 10006: 2003 για την αναγνώριση των παραμέτρων που συμβάλλουν στην επιτυχία των έργων και προτείνεται η υιοθέτηση μιας στρατηγικής με ενδιάμεσους στόχους, και συχνές
Παπαδημητρίου Γ., (1998), οπ.αν. Το ίδιο. 372 Paulson B. C., « Professional Construction Management” » Mc-Graw Hill, New York, 1992. 373 Kubal M. T., «Engineered Quality in Construction», McGraw Hill, 1994. 370 371
301
ανασκοπήσεις για την αξιολόγηση της σύγκλισης προς τις απαιτήσεις και τον σκοπό του έργου374. Αναγνωρίζει τη σημαντικότητα του ανθρώπινου δυναμικού στην ποιότητα, όχι μόνο λόγω της εκπαίδευσης και της τεχνογνωσίας του, αλλά κυρίως λόγω της διαφορετικότητας της προσέγγισης και λόγω ύπαρξης ετερογενών στόχων μεταξύ των ομάδων. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των δημοσίων έργων, όπου τις περισσότερες φορές ομάδες εργασίας συναντώνται και συνεργάζονται για πρώτη φορά, η ύπαρξη ζητημάτων ανομοιογένειας των ομάδων αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην τελική ποιότητα του έργου. Η μεθοδολογία του Project Managementεφαρμόζει ειδικές τεχνικές ενδυνάμωσης της ομάδας (team building)
και
πίνακες
κατανομής
αρμοδιοτήτων
(organizational
breakdown structures) που επιτυγχάνουν την επικέντρωση της ομάδας σε κοινούς στόχους και την άρτια κατανομή των ευθυνών σε όλα τα μέλη τη ομάδας375. Ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό των Τεχνικών Έργων είναι ότι τα όρια μεταξύ μελέτης και κατασκευής είναι ασαφή και αλληλοεπηρεαζόμενα και επομένως είναι δυσχερής ο διαχωρισμός της ευθύνης για την τελική ποιότητα επίβλεψη
μεταξύ
μελετητών,
επιβλεπόντων,
κατασκευαστών
και
προμηθευτών. Η απόδοση ποιότητας για τους υπεργολάβους έχει στόχο την ικανοποίηση των εκφρασμένων απαιτήσεων του γενικού εργολάβου σχετικά με το κόστος, την ποιότητα και τον χρόνο παράδοσης. Το κόστος, ο χρόνος κατασκευής και τα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά του τεχνικού έργου προσδιορίζονται κατά τα στάδια του σχεδιασμού με βάση τις απαιτήσεις του Κυρίου του Έργου (ΚτΕ). Ο γενικός εργολάβος ευθύνεται από τη σύμβασή του μόνο για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που έχουν εκφραστεί στα τεύχη της σύμβασης από τους μελετητές. Συνήθως ο Παπαδημητρίου Γ., «Ο ρόλος του Project Manager στην διασφάλιση της ποιότητας των τεχνικών έργων», Μόνιμη επιτροπή τυποποίηση και ευρωκωδικών, ΤΕΕ, 1998. 375 Το ίδιο. 374
302
γενικός εργολάβος εκτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό της εργασίας του με Υπεργολάβους, γεγονός που τον μετατρέπει σταδιακά σε επιθεωρητή ποιότητας, χωρίς να συμμετέχει ενεργά στην παραγωγή του έργου. Ο επιβλέπων, που στα δημόσια έργα δεν είναι ο μελετητής, ακόμη και εάν έχει την τεχνολογική εμπειρία, σπάνια αποδέχεται την τελική ευθύνη της ποιότητας του έργου. Κάποιες φορές είναι δυνατόν να θεωρηθεί ζητήματα ποιότητας
υπεύθυνος για πράξεις και παραλήψεις του κατά την επίβλεψη και αποδοχή εργασιών που κρίνονται με βάση τα σχέδια και τις προδιαγραφές που έχουν τεθεί. Έτσι, ο κύκλος εγκρίσεων και κυρίως των ευθυνών επιστρέφει στον εκάστοτε Κύριο του Έργου, ο οποίος έχει επιλέξει τον Γενικό εργολάβο, τις περισσότερες φορές με πρωταρχικό γνώμονα την οικονομικότητα της προσφοράς και επομένως συμμετέχει σε μία πιθανή υποβάθμιση της ποιότητας376. Για το σκοπό της παρούσας έρευνας ένα αρχιτεκτονικό έργο ορίζεται ως 'ανταγωνιστικά ποιοτικά υλοποιημένο' ή ως 'άρτια υλοποιημένο' εφόσον υλοποιείται βάση του αρχικού σχεδιασμού χωρίς αποκλίσεις, είτε εφόσον υπάρχει η ανάγκη προσαρμογών και τροποποιήσεων και αυτές υλοποιούνται με τρόπο τέτοιο ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα του προσφερόμενου έργου, εντός του ορισμένου χρόνου και κόστους. Η αποφυγή κενών ή λαθών, όπως επίσης και η ανάγκη για ευέλικτη προσαρμογή των αναγκαίων σχεδιαστικών αλλαγών κατά τη διάρκεια της υλοποίησης, χωρίς την απώλεια ποιότητας αποτελούν στοιχεία που κρίνουν μια άρτια και ποιοτική πραγματοποίηση ενός αρχιτεκτονικού έργου που υλοποιείται εντός συγκεκριμένου χρονικού και κοστολογικού πλαισίου.
Παπαδημητρίου Γ., «Ο ρόλος του Project Manager στην διασφάλιση της ποιότητας των τεχνικών έργων», Μόνιμη επιτροπή τυποποίηση και ευρωκωδικών, ΤΕΕ, 1998. 376
303
6.6 Σύσταση ομάδας έργου: ρόλοι που εμπλέκονται στην υλοποίηση ενός έργου, o ρόλος του Project Manager Οι ομάδες έργου συστήνονται προκειμένου να διασφαλίζουν την ομαλή υλοποίηση των έργων και την παράκαμψη των όποιων εμποδίων. Το περιβάλλον του έργου επηρεάζει άμεσα το έργο και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να γίνεται η διαχείρισή του. Τα έργα δεν υλοποιούνται ως αυτόνομες οντότητες αλλά επηρεάζονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και από πολλά επιμέρους ζητήματα. Οι διαφορετικές
ανάγκες και οι
προσδοκίες διάφορων των εμπλεκόμενων μερών, οι ιδιαιτερότητες στις απαιτήσεις των πελατών, η διαφοροποίηση στην οργανωτική δομή της εκάστοτε εταιρίας και του φορέα του ΚτΕ, η νέα τεχνολογία, οι κανονισμοί και οι ρυθμίσεις ασφάλειας, ο οικονομικός κύκλος ενδεικτικά θα μπορούσαν να είναι ζητήματα που επηρεάζουν την αιτιότητα στην υλοποίησης των έργων (θετικές τάσεις και περίοδοι ύφεσης). Οι ομάδες έργου και κυρίως ο διαχειριστής έργου οφείλουν να κατανοούν πλήρως το περιβάλλον του έργου προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί (Εικόνα 6.8: Μοντέλο περιβάλλοντος έργου).377
377
Burke R., «Διαχείριση έργου αρχές και τεχνικές», Αθήνα: Κριτική, 2014
304
Εικόνα 6.8 : Μοντέλο περιβάλλοντος έργου
305
Ο ιδιοκτήτης ή κύριος του έργου (ΚτΕ) καθορίζει το σκοπό του έργου, καθώς ο ίδιος έχει την ανάγκη ανοικοδόμησης. Ο κύριος του έργου στην προκειμένη είναι το Δημόσιο (δημόσια έργα) που εκτελεί το έργο για το δημόσιο συμφέρον αλλά μπορεί να είναι είτε ιδιώτης, μια επιχείρηση ή ακόμη να συμμετέχουν από κοινού Δημόσιο και ιδιώτες(ΣΔΙΤ). Ο μελετητής του έργου, σχεδιάζει το έργο έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες που έχουν τεθεί από τον κύριο του έργου. Ανάλογα με το χαρακτήρα του έργου μπορεί να είναι μιας επιστημονικής ειδικότητας (μηχανικός, οικονομολόγος, γεωπόνος) ή εφόσον οι απαιτήσεις και η κλίμακα του έργου είναι ιδιαίτερα μεγάλη, δημιουργούνται διεπιστημονικές ομάδες. Για τα δημόσια έργα, η ανάθεση των μελετών γίνεται με τις διαδικασίες που αναφέρθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ο κατασκευαστής του έργου (ανάδοχος ή εργολάβος αναλαμβάνει να κατασκευάσει το έργο σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις της μελέτης. Για τα δημόσια έργα έχουν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις για τους όρους, τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις ανάληψής τους αναλόγως με την εμπειρία και την κατασκευαστική ικανότητά, καθώς ο κατασκευαστής επιλέγεται αναλόγως το μέγεθος και τη συνθετότητα του εκάστοτε έργου. Αναλόγως την μορφή, την κλίμακα και τις δυσκολίες του έργου, κάποιες φορές απαιτείται η συνεργασία με ειδικό σύμβουλο τόσο για θέματα μελέτης όσο και για θέματα κατασκευής. Στο έργο είναι πιθανόν να αναμειχθούν και άλλοι συμβαλλόμενοι όπως ο Οικονομικός Σύμβουλος, o Χρηματοδότης, o Νομικός Σύμβουλος, οι Δημόσιες Αρχές, οι Μελετητές, οι ομάδα έργου
Κατασκευαστές, οι Επιβλέποντες, οι Φορείς ασφάλισης, ο Φορέας παραλαβής και ο Διαχειριστής Έργου (Project Manager). Η ανάπτυξη μιας ομάδας έργου και ειδικότερα μιας ομάδας διαχείρισης προάγει την ικανότητα των συμμετοχών να συμβάλλουν ως μεμονωμένα άτομα, αλλά διευρύνει επίσης και την ικανότητα της ομάδας να λειτουργήσει ομαδικά.
306
Ως ομάδα έργου ορίζεται ένα σύνολο ανθρώπων που εργάζονται όλοι μαζί για την επίτευξη κοινών στόχων378. Η διαχείριση ενός έργου διαφέρει από τη διαχείριση μιας τυπικής οργάνωσης μιας εταιρίας. Στόχος μιας ομάδας έργου είναι να φέρει εις πέρας την αποστολή που της ανατέθηκε και έπειτα να διαλυθεί. Λόγω της πεπερασμένης διάρκειας των έργων συστήνεται μια προσωρινή ομάδα ειδικού σκοπού (ομάδα έργου), προκειμένου να φέρει εις πέρας το έργο379. Οι ομάδες έργου διατηρούν περισσότερους βαθμούς ελευθερίας από ότι οι παραδοσιακές ιεραρχικές δομές και έχουν μεγαλύτερη δημιουργικότητα, εφόσον
συγκροτούνται
από
διεπιστημονικές
ομάδες.
Η
συνήθης
προσωρινή φύση των ομάδων έργων προκαλεί εξ ‘αρχής ζητήματα συνεργασίας και επικοινωνίας εντός των ομάδων 380.
6.6.1 Ο Διαχειριστής Έργου - Project Manager: Ο ρόλος του Architectural Project Manager Ο Διαχειριστής Έργου είναι το μέλος της ομάδας το οποίο έχει τη συνολική ευθύνη για την εξασφάλιση όλων των προσδοκιών και απαιτήσεων του έργου. Η ευθύνη αυτή συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του υπεύθυνου του έργου (Διαχειριστής Έργου - Project Manager) ο οποίος οφείλει να εξασφαλίσει την επιτυχία του έργου, συνδυάζοντας όλες τις απαιτήσεις και ανάγκες των εμπλεκομένων, µε προτεραιότητα τις απαιτήσεις του πελάτη αλλά και τις επιταγές του Κυρίου του Έργου, έτσι ώστε να υλοποιηθεί ένα έργο με άρτια λειτουργικά, τεχνικά και αισθητικά χαρακτηριστικά 381. Έχει τη συνολική ευθύνη για τη λήψη απαιτήσεων και τη μετάφραση των Burke R., «Project Management - Διαχείριση τεχνικές σχεδιασμού και ελέγχου», Αθήνα: Κριτική: Aθήνα, 2002. 379 Ρουμπούτσου Α., «Άνθρωποι στη Διοίκηση έργου στη Ελλάδα» στο βιβλίο Project Management: H ελληνική εμπειρία, (Επιμέλεια) Συρακούλης - Υψηλάντης, εκδόσεις Προπομπός: Αθήνα, 2005. 380 Ning Y., (2014),«Quantitative effects and barriers on networking strategies in public construction projects» , International Journal of Project Management, (32), 286-297 381 Project Management, «Project Management», Μετάφραση: Δημήτρης Αρβανίτης, Alexander Hamilton Institute, Κριτήριον εκδοτική: Αθήνα,1994. 378
307
απαιτήσεων σε λειτουργικές, τεχνικές και αισθητικές προδιαγραφές, την ολοκλήρωση του σχεδιασμού, την οργάνωση της διαχείρισης και τον έλεγχο της υλοποίησης. Κατά τη φάση του σχεδιασμού ενός project, οφείλει να φροντίσει να αναπτυχθεί μια πλήρης περιγραφή των διαχειριστής έργου
καθηκόντων, μια λεπτομερής ανάλυση των αναγκαίων πόρων, ένα πρακτικό χρονοδιάγραμμα και ένας άρτιος καθορισμός των αναγκών. Πρόσθετα, πρέπει να οργανώσει το project,έτσι ώστε να υπάρχει διαθέσιμο ανθρώπινο δυνaμικό ικανό να καλύψει τις απαιτούμενες δραστηριότητες, όπως επίσης και να διασφαλίσει ότι το εμπλεκόμενο προσωπικό θα δεσμευτεί προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Η δημιουργία προτύπων που διασφαλίζουν τον καθορισμό και τη ροή της προόδου, η έγκαιρη εκτίμηση της προόδου με τακτικούς ελέγχους χρόνου και κόστους, καθώς και η δημιουργία καναλιών επικοινωνίας, προκειμένου να διοχετεύεται και να αξιoποιείται το σύνολο της πληροφορίας, αποτελούν ευθύνες
του
Project
Manager.Ενδιαμέσως
του
σχεδιασμού,
της
οργάνωσης και του ελέγχου υφίσταται η κρισιμότερης σημασίας αρμοδιότητα του Project Manager που αφορά τον έλεγχο για το αν το έργο υλοποιείται όπως σχεδιάστηκε και οργανώθηκε382. Κύρια χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει ο Project Manager είναι: η ικανότητα λήψης και ανάλυσης απαιτήσεων των πελατών, διαχωρισμού των αναγκών και επιθυμιών εντός συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων, η ικανότητα αξιολόγησης πληροφοριών και εντοπισμού των σημαντικών παραμέτρων
(ορόσημα|milestones),καθώς
και
η
ικανότητα
για
παράβλεψη και διαχωρισμό πρόσθετων μη χρήσιμων πληροφοριών. Η αντικειμενικότητα και ο συνδυασμός αναλυτικής και συνθετικής σκέψης, προκειμένου
382
να
μπορεί
να
αναλύει,
Project Management, 1994, οπ.αν.
308
να
επεξεργάζεται
και
να
συγκεκριμενοποιεί
αφηρημένες
ιδέες
αποτελούν
απαραίτητα
χαρακτηριστικά ενός αποτελεσματικού Project Manager)383. Προκειμένου για τα τεχνικά έργα με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, τα οποία εξετάζονται στην παρούσα ερευνητική ο Project Manager οφείλει να έχει κάποια πρόσθετα χαρακτηριστικά τα οποία θα συμβάλλουν στην άρτια ποιοτικά υλοποίηση του έργου. Συνήθως τον ρόλο του Project Manager σε τεχνικά έργα στην Ελλάδα αναλαμβάνουν Πολιτικοί Μηχανικοί με χρόνια εμπειρία στο εργοτάξιο. Πολλοί ξεκινούν εργαζόμενοι ως μηχανικοί και με το χρόνο ανεβαίνουν στην κλίμακα του managementή της ιεραρχίες στις τεχνικές εταιρίες. Ωστόσο, όπως έχει περιγραφεί, ο ρόλος του Project Manager εκτείνεται από διοικητικές και οργανωτικές αρμοδιότητες, διαχείρισης προσωπικού έως και την επίλυση προβλημάτων 384 . Κάποιοι παρά την άρτια επιστημονική κατάρτιση που διαθέτουν στο αντικείμενο, δεν
διαθέτουν
διοικητικές
ικανότητες.
Αποτελεί
αναγκαιότητα
η
αναγνώριση των ετερογενών χαρακτηριστικών (μηχανικού, manager) που οφείλει να συγκεντρώνει ένας Project manager προκειμένου να έχει την ικανότητα να ελαχιστοποιήσει τυχόν προβλήματα που προκύπτουν και να μεγιστοποιήσει την ποιότητα.
Project Management, «Project Management», Μετάφρ.: Δημήτρης Αρβανίτης, Alexander Hamilton Institute, Κριτήριόν εκδοτική, Αθήνα,1994. 384 Shtub A., Bard J.F., Globerson S., «Διαχείριση έργων: Διεργασίες, Μεθοδολογία και Τεχνοοικονομική» , (Επιμέλεια) Αναγνωστόπουλος Κ.Π.(2η έκδοση), Αθήνα : Επίκεντρο, 2008. 383
309
Επιχειρώντας ένα διαχωρισμό της φύση των καθηκόντων ενός μηχανικού και ενός manager, οι κύριες διαφοροποιήσεις οφείλονται στο ότι ο manager - μηχανικός πρέπει να έχει πέραν των άλλων και διοικητικές ικανότητες. Οι διαφοροποιήσεις αναλύονται στις εξής:
Τα καθήκοντα του μηχανικού
Τα καθήκοντα του manager
Ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο δίνοντας
Αναλαμβάνει
έμφαση
αποφάσεων
στην
ακρίβεια
των
μαθηματικών υπολογισμών
τον
κίνδυνο
των
και
κάνει
του
προβλέψεις με βάση τα στοιχεία που
έχει,
αλλά
στηρίζεται
σε
μεγάλο βαθμό στη διαίσθησή του Εφαρμόζει
επιστημονικές
Καθοδηγεί
λαμβάνοντας
μεθόδους στη βάση στοιχείων που
αποφάσεις
σε
μεταβαλλόμενες
μπορούν να αναπαραχθούν
συνθήκες στηριζόμενος σε ελλιπή πληροφόρηση
Επιλύει
τεχνικά
στηριζόμενος
προβλήματα
στα
δικά
του
ιδιαίτερα προσόντα.
Επιλύει
τα
προβλήματα
στηριζόμενος στην ικανότητά του αν συνδυάζει επιτυχώς και να αξιοποιεί
το
ταλέντο
και
τη
συμπεριφορά των άλλων. Εργάζεται
μόνος
του
χρησιμοποιώντας τις δικές του
Εργάζεται μέσω άλλων για να επιτύχει στο έργο του.
ικανότητες για να επιτύχει στο έργο του.
Ο manager μπορεί να επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα μέσω των άλλων, ενώ ο μηχανικός διαμορφώνει μόνος του το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα της εργασίας του μηχανικού εξαρτάται από τις ικανότητες για επίλυση δύσκολων τεχνικών προβλημάτων και όχι από τη διοικητική του ικανότητα και τη συνολική πορεία του έργου.
310
Ο μηχανικός ασκεί μία επιστήμη που οφείλει να χαρακτηρίζεται από ακρίβεια(precision), καταλήγοντας
και
σε
τη
χρήση
εμπειρικά
θεωριών
εξακριβώσιμα
που
αποδεικνύονται
αποτελέσματα.
Το
managementείναι επιστήμη και τέχνη (management is an art and science) και χαρακτηρίζεται από διαίσθηση, σκόπιμες αποφάσεις, μοναδικά γεγονότα και συμβάντα που συμβαίνουν μόνο μία φορά και που οφείλουν να ληφθούν ορθές αποφάσεις. Ο μηχανικός μελετά γεγονότα που επέρχονται κατά φυσικό τρόπο και λαμβάνει τις κατάλληλες αποφάσεις. Ο διευθυντής ενός έργου ασχολείται με ανθρώπους, οι οποίοι έχουν συναισθήματα, γνώμες ή απόψεις και κίνητρα που πολλές φορές τους κάνουν να συμπεριφέρονται με έναν απρόβλεπτο
τρόπο.
Οι
δεξιότητες
και
γνώσεις
του
Project
Managerαφορούν: στη σύνδεση της επιτυχίας του έργου με την επιχειρηματική επιτυχία του Κυρίου του έργου, στην επίλυση προβλημάτων, στην επιρροή και παρακίνηση ανθρώπων, στη διοίκηση ανθρώπων, στην αυτοδιαχείριση του ιδίου, απαιτούνται για την αποτελεσματική διαχείριση έργων (Παράρτημα VII: Δεξιότητες για την αποτελεσματική διαχείριση έργων)385. Ο διαχειριστής του έργου οφείλει κατά συνέπεια να διαθέτει όχι μόνο γνώση των τεχνικών αλλά και εμπειρία συνολικής θεώρησης και διορθωτικών δράσεων. Σε τεχνικά έργα που συγκεντρώνουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και χαρακτηρίζονται από
μία πολυπλοκότητα που αφορά αρχιτεκτονικές
επιλογές και συνθέσεις ο Project Manager οφείλει να έχει αρχιτεκτονική εκπαίδευση, προκειμένου να λαμβάνει σωστές αποφάσεις. Σε σύνθετα τεχνικά
έργα
με
αρχιτεκτονικό
ενδιαφέρον
χρειάζεται
κάποιος
με
αρχιτεκτονική εκπαίδευση που να έχει την ικανότητας να μεταφράζει τις προδιαγραφές σε αρχιτεκτονικές συνθήκες. Εφόσον στην κατηγορία επίλυσης προβλημάτων περιλαμβάνονται και προβλήματα διαχείρισης 385Shtub
A., Bard J.F., Globerson S., 2008, οπ.αν.
311
αλλαγών λόγω μεταβολών, ο Project Manager οφείλει να έχει σχετικές γνώσεις προκειμένου να μπορεί να αξιολογήσει την επίδραση των προτεινόμενων αλλαγών στην αρχιτεκτονική συνθετική ταυτότητα του έργου και την τελική του ποιότητα (Διαχειριστές του έργου στον τομέα της αρχιτεκτονικής: Project Architect (PA)|Architectural project Manager (APM)|Project
Designer)
στο
πεδίο
του
έργου,
προκειμένου
να
επιβεβαιώνει ο ίδιος την ορθότητα τεχνικών θεμάτων και λειτουργικών, δεξιότητες PA
σχεδιαστικών, και ποιοτικών. Ιδανικά ο Project Architect (PA) οφείλει να έχει θεωρητικές αλλά και τεχνικές γνώσεις προκειμένου να μπορεί να εμπλακεί άμεσα και από την αρχή του έργου, έτσι ώστε να συμβάλει ουσιαστικά στην μελέτη σκοπιμότητας, καθώς και στη διαδικασία εκτίμησης και υποβολής προσφορών. Σε έρευνα για τη διαχείριση έργων παρουσιάζεται η τάση να θυσιάζεται ο χρόνος ολοκλήρωσης πρώτος, μετά η ποιότητα και τελευταίο το κόστος, όταν απαιτηθεί να διενεργηθεί σχετική σύγκριση. Η καθιέρωση ενός Architectural
Project
Manager
σε
σύνθετα
έργα
αρχιτεκτονικού
ενδιαφέροντος θα μπορούσε να στάθμιζε καλύτερα αυτό που πρέπει να θυσιαστεί. Σε σχέση με τους συμβιβασμούς (trade-offs) των έργων, συνήθως το πρώτο στοιχείο που θυσιάζεται είναι η ποιότητα, καθώς σε αυτή δίνεται η μικρότερη βαρύτητα στη λήψη αποφάσεων. Σε κάποια σύνθετα αρχιτεκτονικά έργα όπου η ποιότητα εκφράζεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ως η 'διατήρηση' της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, θα μπορούσε να κρίνεται από τον Architectural Project Manager ο οποίος, θέτοντας την αρχιτεκτονική συνθήκη σε προτεραιότητα θα καθόριζε με ακρίβεια τη 'σημαντικότητα' των παραμέτρων386. Κάθε αρχιτέκτονας επιλέγει συγκεκριμένα μέσα και τεχνικές με τα οποία διαμορφώνει μια δική του αναπαραστατική πραγματικότητα. Ενώ η
Ρουμπούτσου Α., «Άνθρωποι στη Διοίκηση έργου στη Ελλάδα' στο βιβλίο Project Management: H ελληνική εμπειρία, (Επιμέλεια) Συρακούλης Υψηλάντης, εκδόσεις Προπομπός: Αθήνα,2005. 386
312
επιλεχθέντα χρήση των συμβάσεων δεν είναι αντικειμενική, αλλά υπόκειται στην υποκειμενικότητα του κάθε αρχιτέκτονα, η
οποία αφορά τις
καταβολές του αρχιτέκτονα, την πορεία σκέψης του αλλά και τα τρίτα πρόσωπα που εμπλέκονται στο έργο (ομάδα έργου, χρήστες, συνεργάτες, κατασκευαστές, εργολάβοι), ωστόσο η εμπλοκή ενός αρχιτέκτονα μπορεί να διασφαλίσει ότι η κατασκευή του έργου πληροί τις προδιαγραφές που έχουν τεθεί και αφορούν αρχιτεκτονικά κριτήρια387. Ο Project Architect οφείλει να διαχειρίζεται το χρόνο και το κόστος του έργου, να επιβλέπει τις διαδικασίες σχεδιασμού και κατασκευής, να είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη, την οργάνωση και την αναθεώρηση των σχεδίων κτιρίου, καθώς και για την προετοιμασία των συμβάσεων κατασκευής για τους αναδόχους. Έχει τη συνολική εποπτεία του αρχιτεκτονικού αντικειμένου και συμμετέχει έχοντας υπ’ όψιν όλες τις εκφάνσεις του σχεδιασμού και της υλοποίησης του έργου, τα διάφορα στάδια της μελέτης (προμελέτη, οριστική μελέτη, μελέτη εφαρμογής) καθώς και της κατασκευής. Έχει την ευθύνη του ελέγχου της ποιότητας και προγραμματισμού του έργου. Σε ιδιωτικά έργα ο Project Architect λαμβάνει μέρος στη διαδικασία πρόσληψη των εργολάβων για τα προτεινόμενα έργα388. Οφείλει να διασφαλίζει ότι η κατασκευή του έργου πληροί τις περιβαλλοντικές, τις αισθητικές, τις λειτουργικές προδιαγραφές καθώς και να τηρεί τα πρότυπα ασφαλείας. Καθορίζει το πλήρες χρονοδιάγραμμα και τον προϋπολογισμό και έχει την ευθύνη για την αναπροσαρμογή τους στα διάφορα στάδια της διαδικασίας οικοδόμησης ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν. Φροντίζει για την επίβλεψη του εργοταξίου, την παρακολούθηση της προόδου και του ελέγχου της διασφάλισης ότι η διαδικασία κατασκευής είναι σύμφωνη με τα σχέδια του
Mohammadreza Y., Mohammad M., Rosli M.,Z.,Bachan S., (2014), Architect Critical Challenges as a Project Manager in Construction Projects: A Case Study, Advances in Civil Engineering, Hindawi Publishing Corporation Volume 2014, http://www.hindawi.com/journals/ace/2014/205310/ 388 Mohammadreza Y., Mohammad M., Rosli M.,Z.,Bachan S., οπ.αν. 387
313
κτιρίου και τις προθεσμίες του έργου. Έχει την ευθύνη της ενσωμάτωσης αλλαγών κατά τη διαδικασία κατασκευής με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στην συνθετική ταυτότητα του έργου και να συμβάλλουν στη διατήρηση αυτής. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς την ανάγκη, για τη συμμετοχή αρχιτεκτόνων σε τεχνικά έργα, που μπορούν να συμβάλλουν στη συνολική εποπτεία του αρχιτεκτονικού έργου, αλλά και στη διαδικασίας παραγωγής του389. Ένας
αποτελεσματικός
Project
Architect
πρέπει
να
μπορεί
να
εξισορροπήσει τις τεχνικές και διοικητικές δεξιότητες με τις δημιουργικές του ικανότητες σε ένα ενιαίο σύνολο. Χρειάζεται να επικοινωνεί αποτελεσματικά με τους πελάτες και τους λοιπούς εμπλεκόμενους, όπως για παράδειγμα με τον διαχειριστή του έργου κατασκευής του Αναδόχου (GC), και την ίδια στιγμή, να συντονίζει τη διαχείριση της επικοινωνίας με τον πελάτη και το έργο της ομάδας σχεδιασμού και του λοιπών εμπλεκόμενων οι οποίοι συμβάλλουν σε ένα κατασκευαστικό έργο390. Ως εκ τούτου, η ικανότητα του αρχιτέκτονα ως Project Architect (ArPM) είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα του τελικού παραδοτέου.
6.7 Συμπεράσματα H συνειδητοποίηση του ρόλου του αρχιτεκτονικού έργου με τους όρους της σύγχρονης κοινωνίας, η θεσμοθέτηση ρητών κανόνων κατά τη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης, η αναγνώριση της σημασίας του ανθρώπινου παράγοντα στον σχεδιασμό και την υλοποίηση, η ένταξη και η συμπόρευση της αρχιτεκτονικής υλοποίησης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αλλά και η σύνδεσή της με την σημερινή πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από έντονες και γρήγορες αλλαγές, αποτελούν ζητήματα που αναλύθηκαν προκειμένου να κατανοηθεί η συσχέτιση όλων αυτών
389 390
Mohammadreza Y., Mohammad M., Rosli M.,Z.,Bachan S., (2014), οπ.αν. Το ίδιο.
314
των
εννοιών.
Στόχος
αποτέλεσε
η
ανάδειξη
της
σημασίας
της
συμπόρευσης της αρχιτεκτονικής υλοποίησης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό έτσι ώστε να υλοποιούνται 'άρτια' αρχιτεκτονικά έργα. Η ανάλυση και ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός, αναλύθηκαν ως διαδικασίες όπου οι προθέσεις του αρχιτέκτονα αποδίδονται στο χαρτί και συγκροτήθηκε αρχιτεκτονικού
μία
συνθήκη
έργου.
ενοποίησης
Αποδόθηκε
με
έμφαση
την
υλοποίηση
στον
του
αρχιτεκτονικό
προγραμματισμό ως ένα ξεχωριστό αλλά και κρίσιμο στάδιο της ευρύτερης αρχιτεκτονικής δημιουργίας, εφόσον η καταγραφή άρτιων απαιτήσεων αποτελεί έναν κύριο παράγοντα υλοποίησης μη άρτιων αρχιτεκτονικών
έργων.
Στα
δημόσια
τεχνικά
έργα
αρχιτεκτονικού
ενδιαφέροντος, ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός αποτελεί ένα κρίσιμο στάδιο εφόσον οι απαιτήσεις τίθενται από τον Κύριο του έργου που κάποιες φορές έχει κρίνει λανθασμένα ή με ελλείψεις τα δεδομένα και τις ανάγκες, είτε τα άρτια δεδομένα που έχει συλλέξει είναι αναχρονιστικά, καθώς πολλά έργα προκηρύσσονται και υλοποιούνται πολύ αργότερα από την χρονική στιγμή που έγινε η ανάλυση απαιτήσεων. Πρόσθετα, η ασυνέχεια στην επικοινωνία μεταξύ Κυρίου του Έργου, των 'πελατώνπολιτών-χρηστών' που είναι οι αποδέκτες και του ', και του αρχιτέκτονα και της ομάδας διαχείρισης έργου δυσχεραίνει την άρτια λήψη απαιτήσεων (ανάγκες πολιτών -χρηστών, προκήρυξη διαγωνισμού από τον Κύριο του Έργου, μελετητική ομάδα, ομάδα διαχείρισης έργου και υλοποίησης). Αναλύθηκε η σημασία της διοίκησης έργου ως έναν επιστημονικό κλάδο που η παρουσία του στα έργα αποσκοπεί στη ολοκλήρωση του έργου στο βέλτιστο χρόνο, με το μικρότερο δυνατό κόστος και σύμφωνα με την καθορισμένη ποιότητα. Εισάγεται και καθορίζεται η έννοια της ποιότητας σε τεχνικά έργα, περιγράφονται στοιχεία ποιότητας στα τεχνικά έργα, όπως επίσης και οι ελλείψεις συστημάτων διασφάλισης ποιότητας, αναλύεται η συσχέτιση της ποιότητας με την ανάγκη για την υιοθέτηση μιας νέας
315
μεθοδολογίας και διαδικασίας ευέλικτων αλλαγών, χωρίς την απώλεια σε ποιότητα, καθώς και η άρτια διαχείριση των αλλαγών που προκύπτουν στα τεχνικά έργα. Προτείνεται η υιοθέτηση και τροποποίηση των υφιστάμενων συστημάτων ποιότητας που ενισχύουν τη συγκρότηση μιας ολότητας μεταξύ του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και υλοποίησης και δημιουργούν τις συνθήκες που διασφαλίζουν μια ήπια μετάβαση από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό στην υλοποίηση. Αναλύεται ο ρόλος των μελών της ομάδας έργου και συγκεκριμένα ο ρόλος του project manager και η αναγκαιότητα ενίσχυση του αρχιτεκτονικού στοιχείου στη διαχείριση έργου μέσω της συμβολής Project Architect.
316
Κεφάλαιο 7: Γενικά Συμπεράσματα – Προτάσεις
Τα δημόσια αρχιτεκτονικά έργα αποτελούν κτήρια τα οποία σηματοδοτούν τις πόλεις μας και χαρακτηρίζουν, πολλές φορές ως τοπόσημα, το κτισμένο περιβάλλον μας. Διατηρούν μια σχέση αλληλεξάρτησης με την κοινωνία, καθώς από την μια απεικονίζουν το επίπεδο της κοινωνίας εντός του οποίου ενυπάρχουν και λειτουργούν, και από την άλλη η κοινωνία μέσω των δημόσιων αρχιτεκτονικών κτισμάτων της συνθέτει την αρχιτεκτονική που της ταιριάζει. Τα αρχιτεκτονικά έργα είναι από τη φύση τουw δημόσια, καθότι αφορούν όλη την κοινωνία και απευθύνονται σε αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν στοιχεία απεικόνισης κοινωνίας και οφείλουν να είναι ένα πεδίο έρευνας και πειραματισμού με στόχο την προώθηση του πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα (50) ετών που εξετάζονται στη παρούσα έρευνα, έχουν διατυπωθεί σημαντικοί προβληματισμοί που αφορούν μεμονωμένα ζητήματα για τον τρόπο ανάθεσης και των διαγωνισμών των αρχιτεκτονικών έργων, όπως επίσης και θεσμικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα δημοσία έργα. Ωστόσο, δεν έχει τεθεί προς συζήτηση ως ολότητα το θέμα που αφορά ολόκληρο τον κύκλο ζωής των δημοσίων αρχιτεκτονικών έργων, προκειμένου να εντοπιστούν οι θεμελιώδεις αιτίες του προβλήματος. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ως μια συνθετική διαδικασία που αναπαριστά, απεικονίζει, συνθέτει και διαμορφώνει το αρχιτεκτονικό έργο, η ύλη και η ανάγκη για υλοποίηση του αρχιτεκτονικού έργου προκειμένου να αποκτήσει υπόσταση, τα θεμελιώδη θεσμικά και άλλα ζητήματα που προκαλούν προβλήματα στη διαδικασία οργάνωσης της αρχιτεκτονικής μελέτης και της διαχείρισης υλοποίησης του έργου, καθώς και ο καθορισμός στοιχείων που καθορίζου ένα άρτια
318
υλοποιημένο έργο, αποτελούν στοιχεία που προκαλούν, διαμορφώνουν και συγκροτούν τη σημερινή πραγματικότητα των δημοσίων έργων. Βάση των καταγεγραμμένων αποτελεσμάτων της πρωτογενούς αλλά και της δευτερογενούς έρευνας καταγράφηκαν τα κύρια ζητήματα τα οποία συντελούν στην δημιουργία διαφοροποιήσεων μεταξύ της σχεδιασμένης και υλοποιημένης δημόσιας αρχιτεκτονικής. Θεσμικά ζητήματα, ο ελλιπής ρόλος των αρχιτεκτόνων σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής του αρχιτεκτονικού έργου, οι υπερβολικές εκπτώσεις των εργολάβων που οδηγούν στη υποβάθμιση
της
τελικής
ποιότητας
των
έργων,
οι
υπερβάσεις
προϋπολογισμού και οι χρονικές καθυστερήσεις, η σύνταξη και κατάθεση ατελών μελετών, καθώς και οι λανθασμένες και ελλείπεις κοστολογήσεις των έργων, οδηγούν στην υλοποίηση δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων με ατέλειες. Η παραβίαση των όρων του ελεύθερου ανταγωνισμού και η δημιουργία ενός ολιγοπωλίου κατά το στάδιο της δημοπράτησης και της ανάθεσης των συμβάσεων, λειτουργούν εις βάρος της ποιότητας και της εξυπηρέτησης των έργων σε χρονικούς, οικονομικούς και λειτουργικούς όρους. Επιπλέον, το περιορισμένο επίπεδο διαφάνειας και ανταγωνισμού, οι χρονοβόρες διαδικασίες, και η διαφθορά σε κάποιες διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης συμβάσεων, περιγράφουν τις αδυναμίες και τις παθογένειες του υφιστάμενου πλαισίου, οι οποίες συνάδουν στη υλοποίηση έργων με σοβαρές ατέλειες. Η κατανόηση της σημασίας της κατασκευαστικής ποιότητας στην μεταβολή της ποιότητας του αρχιτεκτονημένου χώρου, η συνειδητοποίηση της σημασίας της υλοποιημένης αρχιτεκτονικής, η αναγνώριση της σημασίας του αρχιτέκτονα στον σχεδιασμό, στη διαχείρισης της υλοποίησης, αλλά και κυρίως την επίβλεψη, η συμπόρευση της αρχιτεκτονικής υλοποίησης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αλλά και την αποτυπωμένη την αρχιτεκτονική μελέτη, αποτελούν στοιχεία που οφείλουν
319
να υιοθετηθούν σε ένα νέο πλαίσιο για την υλοποίηση μιας αρχιτεκτονικής χωρίς την απώλεια σε ποιότητα. Επιδιώκοντας την σύνθεση μιας πρότασης σημειακών, αλλά καίριων τροποποιήσεων του υφιστάμενου πλαισίου, επιχειρείται η συγκρότηση μιας πρότασης που θα συμβάλλει στην αναθεώρηση των υφιστάμενων πρακτικών, αποσκοπώντας στην υλοποίηση αρχιτεκτονικών έργων με μικρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το σχεδιασμό τους. Προτείνεται η υιοθέτηση μιας συστηματικής συνθετικής διαδικασίας η οποία ακολουθεί τη διαδικασία οργάνωσης της αρχιτεκτονικής μελέτης, όχι με την έννοια του απόλυτου καθορισμού των επιμέρους βημάτων, αλλά με την έννοια της δημιουργίας ενός χρήσιμου προτύπου μεθοδολογικής οργάνωσης, που δεν είναι απόλυτη, έχει αλληλεπίδραση μεταξύ των σταδίων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και μπορεί ευέλικτα να προσαρμοστεί, αναλόγως τις εκάστοτε ανάγκες των έργων την κλίμακα, το είδος και το μέγεθος τους. Μια πιο ευέλικτη μεθοδολογία οργάνωσης αποτελεί ένα ωφέλιμο μεθοδολογικό οργανωτικό βήμα, που μπορεί να ενισχύσει την συστηματοποίηση της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Πρόσθετα, προτείνεται ένας περαιτέρω εκσυγχρονισμός της ισχύουσας θεσμικής
διαδικασίας
με
μια
νέα
τροποποιημένη
η
οποία
θα
συστηματοποιεί, θα οργανώνει και θα ελέγχει την εφαρμογή της διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης της μελέτης, της σύνταξης τους διαγωνισμού, της διαδικασίας της δημοπράτησης και τη υλοποίησης, αποσκοπώντας στην απλοποίηση, στον εξ ορθολογισμό και στην ενοποίηση της νομοθεσίας και στην επιτάχυνση των διαδικασιών και δημιουργώντας
ένα
αποτελεσματικότερο
θεσμικό
πλαίσιο
και
διασφαλίζοντας την εφαρμογή του. Στόχοι του νέου θεσμικού πλαισίου αποτελούν, o επαναπροσδιορισμός του όρου και του ρόλου των δημοσίων έργων τόσο από τεχνική και οικονομική άποψη όσο και από άποψη κοινωνικής και αναπτυξιακής σπουδαιότητας, ο κοινωνικός
320
έλεγχος από τη δημοπράτηση και ανάθεση του έργου μέχρι την παρακολούθηση της κατασκευής και την παραλαβή, ο συσχετισμός ροής πληροφοριών με το χρονοδιάγραμμα του έργου, η ουσιαστικοποίηση διοίκησης του έργου από το δημόσιο ή τον κύριο του έργου, η εξυγίανση εργοληπτικών φορέων με την καθιέρωση του θεσμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, καθώς και ο επαναπροσδιορισμός των όρων των μελετοκατασκευών προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφάνεια και ο εξορθολογισμός της διαδικασίας. Επιχειρώντας την απλοποίηση της διαδικασίας απαραίτητη συνθήκη είναι η διασφάλιση ενός άρτιου και πλήρους μελετητικού υπόβαθρου πάνω στο οποία να μπορεί να δομηθεί μία άρτια δημοπράτηση του έργου, χωρίς υπερβάσεις κόστους, χρόνου και ποιότητας. Αποτελεί αναγκαιότητα η εξασφάλιση μιας μεθοδευμένης και συστηματικής διαδικασίας μελέτης, διαχείρισης, δημοπράτησης και κατασκευής από το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων(stakeholders) αποσκοπώντας στην αποφυγή ατελών μελετών και υπερβολικών εκπτώσεων από τους αναδόχους, που οδηγούν στη υποβάθμιση της ποιότητας,
σε
υπερβάσεις
προϋπολογισμού
και
σε
χρονικές
καθυστερήσεις παράδοσης των έργων. Η θεσμοθέτηση μιας διαδικασίας διαχείρισης προγραμματισμού, ελέγχου και οριοθέτησης της μελέτης και της ανάθεσης, αποσκοπεί στη δημιουργία και διατήρηση των συνθηκών εκείνων που θα διασφαλίσουν την σύντομη υλοποίηση μιας βιώσιμης αρχιτεκτονικής ιδέας, χωρίς της απώλεια της αρχικής ταυτότητας και ποιότητας του αρχιτεκτονήματος που έχει προδιαγραφεί κατά τη μελέτη. Προτείνεται, η υιοθέτηση ενός κλιμακωτού συστήματος σύνθετων ανοικτών διαγωνισμών που διενεργείται σε στάδια, και κλιμακωτά αποκλείονται συμμετέχοντες στο διαγωνισμό εωσότου ολοκληρωθεί η διενέργεια του εκάστοτε διαγωνισμού. Με το σύστημα των σύνθετων κλιμακωτών διαγωνισμών, διασφαλίζεται η διαφάνεια και η πρόσβαση σε όλους τους ενδιαφερόμενους, αναλόγως της εμπειρίας και του έργου, η
321
επίσπευση
των
διαδικασιών
και
η
δημιουργία
ενός
ενιαίου
και
συγκροτημένου συστήματος διαγωνισμών. Κάποιες στοχευμένες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν άμεσα στην βελτίωση του πλαισίου σχεδιασμού και υλοποίησης των δημοσίων αρχιτεκτονικών έργων αναφέρονται ως εξής. Η θεσμοθέτηση υποχρεωτικής ασφάλισης των μελετών από τους αρχιτέκτονες -μελετητές, προκειμένου να προλαμβάνονται λάθη, αβλεψίες και παραλήψεις κατά τη υποβολή των μελετών, και εφόσον υπάρχουν να υφίσταται και να εφαρμόζεται
το
θεσμικό
πλαίσιο
για
τη
ανάληψη
ευθύνης.
Να
θεσμοθετηθεί η έμμισθη εμπλοκή των αρχιτεκτόνων - μελετητών κατά την επίβλεψη, είτε ως σύμβουλοι
αρχιτέκτονες από την πλευρά
της
Αναθέτουσας Αρχής, είτε την θεσμοθέτηση πρόσληψης αρχιτεκτόνων από τις εταιρείες των εργολάβων θα μπορούσε να αποτελέσει μια βάση επάρκειας για την αξιολόγηση τροποποιήσεων κατά την υλοποίηση. Η εμπλοκή αρχιτεκτόνων με ικανότητες διαχείρισης έργου (architectural project manager) σε όλα τα στάδια του έργου θα μπορούσε να διασφαλίζει την ελαχιστοποίηση των λαθών και την επιβολή σημείων ελέγχου στα έργα που εξισορροπούν την διασφάλιση της παράδοσης των έργων
εντός
τους
χρονοδιαγράμματος,
κόστους αλλά
και
και
του
σύμφωνα
με
προδιαγεγραμμένου τις
προδιαγραφές
αρχιτεκτονικής ποιότητας που έχουν τεθεί από τον αρχιτέκτονα- μελετητή. Η
εφαρμογή
ενός
ευέλικτου
συστήματος
κοστολόγησης
που
προσαρμόζεται στα υφιστάμενα δεδομένα και δημιουργεί διαδικασίες ελέγχου για την αποφυγή λανθασμένων δεδομένων κοστολόγησης. Η υιοθέτηση και θεσμοθέτηση συστημάτων ποιότητας για την τοποθέτηση των υλικών κατά την υλοποίηση. Η θεσμοθέτηση ξεχωριστών, αλλά υποχρεωτικών συμβάσεων για την ανάληψη της συντήρησης των έργων από τον εργολάβο. Η δημιουργία εξειδικευμένων σχολών τεχνικής κατάρτισης που θα υποχρεούται οι φοιτούν οι τεχνίτες προκειμένου να
322
εργαστούν σε δημόσια αρχιτεκτονικά έργα. Η σύσταση μιας ανεξάρτητης επιτροπής ελέγχου που θα περιλαμβάνονται αρχιτέκτονες και θα εμπλέκονται στον έλεγχο του συνόλου των διαδικασιών από την προκήρυξη διαγωνισμού του εκάστοτε έργου έως και της λήξης του συμβολαίου
συντήρησης. Με
την
εφαρμογή
των
προτεινόμενων
αναθεωρήσεων προτείνεται η ψηφιοποίηση της διαδικασίας υποβολής προτάσεων, δημοπρατήσεων, εγκρίσεων των μελετών, προκειμένου να αποφευχθούν οι αδιαφανείς διαδικασίες, να εφαρμοστούν σημεία ελέγχου και διαφάνειας και να προβλεφθούν καθυστερήσεις χρόνου και υπερβάσεις κόστος.
7.1 Δυσκολίες κατά την έρευνα Η συσχέτιση του ερευνητικού πεδίου του σχεδιασμού του αρχιτεκτονικού έργου και της διαχείρισης της υλοποίησης έργου αποτελεί ένα ερευνητικό πεδίο που εμπλέκει ετερογενή αντικείμενα που όμως αποτελούν στοιχεία του κύκλου ζωής ενός (του ίδιου) έργου, ως ολότητα. Η ανεύρεση ερευνητικών στοιχείων για το θέμα αποτέλεσε μία μεγάλη δυσκολία του εγχειρήματος. Κατά τη διάρκεια της έρευνας διαπιστώθηκε η ανυπαρξία επαρκών
βιβλιογραφικών
αναφορών
ακόμη
και
στα
ξεχωριστά
αντικείμενα μελέτης (δημόσια αρχιτεκτονικά έργα, διοίκηση έργου). Αποτέλεσε μεγάλη δυσκολία της έρευνας η συγκρότηση ενός ενιαίου ερευνητικού πεδίου που να μπορεί να εξάγει κρίσιμα αποτελέσματα για περαιτέρω έρευνα. Για την πρωτογενή έρευνα, αναγνωρίζεται η ανεπάρκεια μελέτης ενός ικανού αριθμού ερωτηθέντων προκειμένου να συνταχθούν συνολικά συμπεράσματα
που
να
βασίζονται
στη
άποψη
του
εκάστοτε
επαγγελματικού κλάδου. Η εξαγωγή ποσοτικών συμπερασμάτων θα μπορούσε να αποτελέσει το επόμενο βήμα της ερευνητικής διαδικασίας προκειμένου να εξαχθούν συνολικά συμπεράσματα.
323
Για την δευτερογενή έρευνα δεν βρέθηκε το σύνολο των σχεδίων των διαγωνισμών, των μελετών εφαρμογής και υλοποίησης προκειμένου να παρουσιαστούν και να ταυτοποιηθούν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των σχεδίων του διαγωνισμού, της μελέτης εφαρμογής και των σχεδίων υλοποίησης. Δεν μπόρεσαν να βρεθούν λεπτομερή στοιχεία που να μπορεί σχεδιαστικά να αποδειχθεί το σύνολο του ερευνητικού πεδίου. Τα σχέδια των διαγωνισμών δεν υπάρχουν σε ψηφιακή μορφή στους φορείς, αλλά και από τους ίδιους τους μελετητές ήταν δύσκολο να βρεθούν τα σχέδια. Η δυσκολία στην ανεύρεση των σχεδίων αποτελεί χαρακτηριστικό των προβλημάτων των δημοσίων έργων, που απεικονίζεται ακόμη και στα υλοποιημένο αρχείο τους. Πρόσθετα, η πολλαπλότητα των ζητημάτων που παρουσιάζονται σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής του έργου συγκροτούν μια δυσκολία στην παρουσίαση και ανάλυση όλων των ξεχωριστών προβλημάτων, στο πλαίσιο της παρούσας ερευνητικής. Η ύπαρξη στοιχείων διαφθοράς στη λειτουργία των δημοσίων έργων αποτέλεσε έναν βασικό λόγο δυσκολίας ανίχνευσης των λοιπών αιτιών που
ευθύνονται
για
την
υλοποίηση
αρχιτεκτονικών
έργων
με
διαφοροποιήσεις. Πολλές φορές κατά τη διενέργεια της έρευνας, θεωρήθηκε ως ο βασικός λόγος υλοποίησης των αρχιτεκτονικών έργων με μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό, γεγονός που δυσχέραινε την
επέκταση της έρευνας στους λοιπούς τομείς. Η
συγγραφέας αναγνώρισε τη διαφθορά ως ένα σημαντικό στοιχείο του θέματος, που όμως δεν αφορούσε τους σκοπούς της παρούσας έρευνας.
324
7.2 Πεδίο μελλοντικής έρευνας Η παρούσα ερευνητική εργασία αποτελεί ένα συγκροτημένο θεωρητικό ερευνητικό υπόβαθρο που μπορεί να λειτουργήσει ως βάση για μελλοντική έρευνα. Η περεταίρω ανάλυση των επιμέρους ζητημάτων που έχουν εντοπιστεί προκειμένου να προταθούν συγκεκριμένες λύσεις, σε επίπεδο θεσμικό, διαδικασιών αλλά και πρακτικής, αποτελεί ένα προτεινόμενο μελλοντικό ερευνητικό πεδίο. Αρχικά, μια εκτεταμένη έρευνα που θα μπορούσε να προσδιορίσει με σχετική ακρίβεια το ποσοστό των δημόσιων έργων, σε σχέση με το συνολικό κτισμένο περιβάλλον, προκειμένου να προσδιοριστεί η ακριβής επίδραση των δημοσίων έργων στο κτισμένο αστικό περιβάλλον της Ελληνικής επικράτειας. Μια συγκριτική παρουσίαση των δημοσίων έργων που
έχουν
ανοικοδομηθεί
από
αρχιτέκτονες,
σε
σχέση
με
την
ανοικοδόμηση δημοσίων έργων άλλων ειδικοτήτων, θα μπορούσε να συγκροτήσει ένα πεδίο συζήτησης για την σημαντικότητα της συμμετοχής του αρχιτέκτονα σε όλη την διαδικασία του κύκλου ζωής ενός έργου. Πρόσθετα, μια ολοκληρωμένη μελέτη του θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών από την ίδρυση του θεσμού στην Ελλάδα έως και σήμερα, σε συνδυασμό με την μελέτη υλοποιημένων δημοσίων έργων 391, θα μπορούσε να καθορίσει ένα συγκεκριμένο πεδίο περαιτέρω ανάλυσης και να
προσδιορίσει
τους
ακριβείς
λόγους
που
οδηγούν
δημόσια
αρχιτεκτονικά έργα, να υλοποιούνται με μεγάλες τροποποιήσεις σε σχέση με το σχεδιασμό τους. Μια επικεντρωμένη και εις βάθος ανάλυση των αιτιών των προβλημάτων των δημοσίων έργων που σχετίζονται με τον περιορισμένο ρόλο των αρχιτεκτόνων στα έργα, καθώς και με τον ρόλο των ομάδων έργου και του Διαχειριστή Έργου, θα συγκροτούσε μια μελέτη που θα μπορούσε να αποδώσει απαντήσεις σε πολλά από τα ζητήματα που τέθηκαν στην παρούσα μελέτη.
391
Ως απόρροια αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.
325
Εναλλακτικά, επιχειρώντας την συγκρότηση μια συγκριτικής απεικόνισης, μια σύγκριση του υφιστάμενου Ελληνικού θεσμικού πλαισίου, με θεσμικά πλαίσια άλλων Ευρωπαϊκών χωρών (συγκριτικές μελέτες περίπτωσης), προκειμένου να εντοπιστούν διαφοροποιήσεις (τρόπους ανάθεσης, δημοπράτησης, διαχείριση υλοποίησης) να ανιχνευθούν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα, και να καταρτιστούν ολοκληρωμένες προτάσεις, θα αποτελούσε ένα αξιόλογο πεδίο ανάλυσης για τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης πρότασης που να περικλείει προτάσεις αναδιαμόρφωσης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου δημοσίων έργων και την κατάρτιση προτάσεων υιοθέτησης των νέων κανόνων του θεσμικού πλαισίου. Πρόσθετα, μια προτεινόμενη
εναλλακτική μεθοδολογία διαχείρισης
αρχιτεκτονικών έργων, που θα επανακαθορίζει το ρόλο του αρχιτέκτονα σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του έργου και θα
αποτρέπει την
δημιουργία λαθών, θα μπορούσε να αποτελέσει δομικό στοιχείο συγκρότησης μιας ολοκληρωμένης πρότασης για το μέλλον. Βάση των ερευνητικών στοιχείων, θα μπορούσε να υιοθετηθεί μια μεθοδολογία διαχείρισης392 που να αρμόζει περισσότερο στην συνολική διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και τη διαχείριση υλοποίησης του έργου, καθιερώνοντας επιμέρους στόχους και συχνά στοιχεία ελέγχου κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής του έργου θα αποτελούσε ένα πεδίο περαιτέρω ανάλυσης. Η παρούσα ερευνητική αποτελεί ένα σημείο εκκίνησης μιας ευρύτερης διπλωματική
έρευνας που θα συνεχίσει τα επόμενα χρόνια. Ως πρώτο βήμα, η ερευνητική εργασία πρόκειται να διασυνδεθεί με την διπλωματική εργασία (εφαρμοσμένη έρευνα), όπου θα εφαρμοσθούν τα συμπεράσματα της παρούσας ανάλυσης. Τα προτεινόμενα μεθοδολογικά εργαλεία θα εφαρμοστούν στις προτάσεις αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η διπλωματική 392
Scrum project management methodology.
326
εργασία βασιζόμενη στο παρόν θεωρητικό υπόβαθρο θα επιχειρήσει να αναπτύξει ένα τεχνικό αρχιτεκτονικό έργο δημοσίου χαρακτήρα με μεθόδους που έχουν εντοπιστεί ως βέλτιστες στην παρούσα ερευνητική. Μια ολοκληρωμένη τεχνο-οικονομική μελέτη που θα προτείνει έναν ανασχεδιασμό ενός δημοσίου έργου αστικής κλίμακας, προτείνοντας παράλληλα θεσμικούς ανασχεδιασμούς που θα βελτιώσουν τη διαδικασία διαγωνισμού και δημοπράτησης του έργου.
327
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Συνεντεύξεις - Ομιλίες από Προσωπικό Αρχείο Αμούργης Σ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, 14/12.2015. Αντωνίου Γ., «Τηλεφωνική συνέντευξη», Αθήνα, 15.03.2016. Γεωργούλης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 17.11.2015. Γούγας Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 13.11.2015. Διαμαντόπουλος Δ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 12.11.2015. Κτενάς Ν., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, 14.12.2015. Κυριακίδης Κ.,, «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 18.11.2015. Μπαμπάλου-Νουκάκη Μ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 02.11.2015. Μπελιμπασάκης Κ., «Ατομική συνέντευξη», Θεσσαλονίκη, 28.12.2015. Μπίρης Τ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 02.11.2015. Μπουγαδέλης Χ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 19.11.2015. Παπαδανιήλ Δ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη, 14.12.2015. Πατρώνης Γ., «Ατομική συνέντευξη», Αθήνα, 08.05,2015. Σακελλαρίδου Ρ.,
«Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο
πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη, 14.12.2015. Τικτόπουλος Λ., «Μοντέλα αρχιτεκτονικής, παράλληλοι κόσμοι», στο πλαίσιο της ημερίδας Swiss Now, Μουσείο Μπενάκη, 14.12.2015
328
Clos J., A Conversation with Koolhaas, Foster and More at the Biennale's First «Meeting on Architecture», Peripheries, Venice Biennale 2016, προσωπικό αρχείο, 2016. Riedijk Μ., «Ταυτότητα, Διακόσμηση και Δημόσιος Χώρος», ομιλία, Μουσείο Μπενάκη, 20.06.2016.
329
Βιβλία Αναστασάκης Α., «Εισαγωγή στη δημόσια Οικονομική», Σχολή Διοίκησης και
Οικονομίας,
Πρόγραμμα
Προπτυχιακών
Σπουδών
Τμήματος
Λογιστικής ΤΕΙ Κρήτη: διαλέξεις διδασκαλίας, 2015. Αποστολάκης
Α.,
«Μεθοδολογία
έρευνας»,
https://eclass.teicrete.gr/courses/DSH208, 2015. Γούγας Γ., «Αναμόρφωση του συστήματος Ανάθεσης Δημοσίων Έργων», Γενική Γραμματεία Δημοσίων έργων, 2010. Γιακουμακάτος
Α., Κωνσταντόπουλος Η., Κοκκίνου Μ., Κούρκουλας
Α., Wang W., Λεβίδης Αλέκος Β., Μουτσόπουλος Θ., Αρβανίτη - Κρόκου Λ., Κρόκος Κ., Κοσμάς Κυριάκος, Κακίσης Σ., «Κυριάκος Κρόκος 19411998», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2012. Καστρινάκη, Α., «Η κοστολόγηση των τεχνικών έργων», ΤΕΙ Πειραιά,1993. Κρόκος
Κ.,
«Με
αφορμή
τα
σχέδια
του
Βυζαντινού
Μουσείου
Θεσσαλονίκης», στο: Δ. Φιλιππίδης (επιμέλεια), Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, Αθήνα: Μέλισσα, 2006. Μπίρης Τ., «Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα. Στο ίχνος της συνθετικής δομής», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα, 1996. Ομπέση Φ.,
«Μελέτη και κατασκευή δημόσιων έργων. Νομοθετικές
ρυθμίσεις ερμηνεία -νομολογία» , 2η έκδοση, Εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1993. Παυλόπουλος Π., «Η Σύμβαση εκτέλεσης δημόσιου έργου: Άρθρα και γνωμοδοτήσεις, Βλαχόπουλος», (επιμέλεια), Αθήνα: εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997. Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές», 2η έκδοση, εκδόσεις Κριτική: Αθήνα, 2011.
330
Ρουμπούτσου Α., (2005), «Άνθρωποι στη Διοίκηση έργου στη Ελλάδα» στο βιβλίο Project Management: H ελληνική εμπειρία,(Επιμέλεια) Συρακούλης Υψηλάντης, 2005) εκδόσεις Προπομπός, Αθήνα, 2005. Σολδάτος Δ., «Δημόσια Έργα: κωδικοποιημένη νομοθεσία δημοσίων έργων και μελετών -ερμηνεία—νομολογία», εκδόσεις Μ. Δημοπούλου, Θεσσαλονίκη, 2005. Συρακούλης Α., Υψηλάντης Η.,
«Άνθρωποι στη Διοίκηση έργου στη
Ελλάδα» στο βιβλίο Project Management: H ελληνική εμπειρία, επιμ. Ρουμπούτσου Α., εκδόσεις Προπομπός, Αθήνα, 2005. Τάσιος, Θ.Π., «Πρόσφατα δημοσιευμένο έργο 1996 – 2008» , επιμέλεια Γιώτα Καζάζη, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, 2009. Τζίκα- Χατζοπούλου Α., «Κατασκευή δημοσίων έργων συμπλήρωμα 4ης έκδοσης», δ’ έκδοση, Παπασωτηρίου: Αθηνα,1995. Τζίκα -Χατζοπούλου Α., «Δημόσια έργα: εθνική και κοινοτική νομοθεσία και νομολογία», Παπασωτηρίου: Αθήνα, 2012. Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. Τροβά Β., Μανωλίδης Κ., Παπακωνσταντίνου Γ. (επιμ.), (2006): «Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης», Βόλος: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2006. Φατούρος Δ. «Η επιμονή της αρχιτεκτονικής», Καστανιώτης: Αθήνα,2003 Φατούρος
Δ.,
«Ένα
συντακτικό
Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2006.
331
της
αρχιτεκτονικής
σύνθεσης»,
Φίλιας Β., «Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις τεχνικές των Κοινωνικών Ερευνών», Εκδόσεις Gutenberg: Αθήνα, 2001. Alberti L. B., «De re aedificatoria», English translation by James Leoni (1726), Ten Books on Architecture. London: Alec Tiranti, 1485. Alberti L. B.: «L' Architettura :De Re Aedificatoria», Μιλάνο: Il Polifilo, 1966. Alexander C., «Notes on the Synthesis of Form» Cambridge, Mass: Harvard University Press, 1964. Archer L. B., «Systematic Method for Designers», στο Developments in Design Methodology, edited by Nigel Cross, 57-82. Chichester: John Wiley & Sons, 1963. Asimow M., «Introduction to Design», New Jersey: Prentice-Hall,1962. Lawson B., «The Art of the Process», London: RlBA, 1993. Barrett P.S., Stanley C., «Better Construction Briefing», Blackwell Science, Oxford, UK, 1999. Bey R., Doersch R., Patterson J., «The net present value criterion: Its impact on project scheduling», Project Management Quarterly,12(2),35-45, 1981. Burke R., «Project Management - Διαχείριση τεχνικές σχεδιασμού και ελέγχου», Αθήνα: Κριτική, 2002. Burke R., «Διαχείριση έργου αρχές και τεχνικές», Αθήνα: Κριτική, 2014. Crosby P. B., «Quality is Free: The Art of Making Quality Certain», McGrawHill, New York, 1979. Broadbent G., «Design in Architecture: Architecture and the Human Sciences», UK: John Wiley and Sons,1973. Broadbent G., «Architectural Education», στο: Martin Pearce and Maggie Toy, εκδόσεις Educating Architects. London: Academy, 1995.
332
Deming W. E «Out of the Crisis» MIT Press: New York,1986. Duerk D., (1993), «Architectural Programming: Information Management for Design», 1st Edition, John Willey & sons, New York, 1993. Frampton Κ., «Ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής» 4η έκδοση, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2007. Ghauri P., Gronhaug K., «Research Methods in Business Studies: A Practical guide», Prentice Hall: Michigan, 1995. Rowe C., Koetter F., «Collage city», Cambridge: MIT Press, 1983. Frascari M., Hale J., Starkey B., (2007): «From models to Drawing: Imagination and Representation in Architecture», Λονδίνο: Routledge, 2007 Herbert D., «Architectural Study Drawings», New York: Van Nostrand Reinhold, 1993. Kahn L. I, Twombly R., «Louis Kahn: Essential Texts», Norton, 2003. Le Corbusier, «Για μια Αρχιτεκτονική», μετάφραση Π. Τουρνικιώτης, B' έκδοση, Αθήνα: εκδόσεις Εκκρεμές, 2005. Lang J., «Creating Architectural Theory: The Role of the Behavioral Sciences in Environmental Design» New York: VanNostrand Reinhold Company, 1987.
Laugier M. A., «Essai sur L'architecture» Republished 1966. Farborough: Gregg Press,1753. Mesarovlc, M. D., «Views on General Systems Theory», New York: Wiley, 1964. Perez -Gomez A., Pelletier L., «Architectural Representation and the Perspective Hinge», 2η έκδοση, Cambridge, MIT Press,1997.
333
Moneo R., «The Solitude of Buildings: Kenzo Tange Lecture», March 9, Cambridge, MA: Harvard University, Graduate School of Design, 1985. Peña, W., Parshall, S., «Problem seeking: An architectural programming primer», έκδοση 15 η. New York: Wiley, σσ.15, 2001. Piaget J., : «Στρουκτουραλισμός», Αθήνα: Καστανιώτης, 1972. Paulson B. C., «Professional Construction Management», Mc-GrawHill: NewYork, 1992. Jones C., «A Method of Systematic Design», Conference on Design Methods. Oxford: Pergamon, 1963. ShtubA.,
BardJ.F.,
Globerson
S.,
«Διαχείριση
έργων:
Διεργασίες,
Μεθοδολογία και Τεχνοοικονομική» , (Επιμέλεια) Αναγνωστόπουλος Κ.Π. (2η έκδοση), Αθήνα. Επίκεντρο ΑΕ, 2008. Tadao Α., «Beyond Horizons in Architecture», In: Harriet Schoenzholz Bee, σσ. 75-76, Tadao Ando, New York, 1991. Thornley, D.G., «Design Method in Architectural Education» στο: C. Jones and D.G. Thomley ed. Conference on Design Methods. Oxford: Pergamon, 1963. Turner R., «Handbook of Project Based Management», McGraw-Hill, 1993.
Watts R. D., «The Elements of Design», In: S.A. Gregory ed. The Design Method. London: Butterworths. σσ. 85, 1966.
334
Άρθρα
Αντωνακάκης Δ., «Η ευθύνη της κρίσης», Αρχιτέκτονες , περιοδικό του ΣΑΔΑΣ ΠΕΑ τεύχος 5/6, περίοδος Α, Δεκέμβριος
95, Ιανουάριος
Φεβρουάριος 1996. Γιακουμακάτος Α., «Σε τι χρειάζεται ο αρχιτέκτονας;», 27.05.1999, Το Βήμα, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=11301, 1999. Ησαΐας Δ., Παπαϊωάννου Τ., «Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί σε κρίση», Αρχιτέκτονες 1996, περιοδικό του ΣΑΔΑΣ ΠΕΑ τεύχος 5/6, περίοδος Α, Δεκέμβριος 95, Ιανουάριος Φεβρουάριος 1996. Καλογεράς Ν., «Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Μύθος και πραγματικότητα» Αρχιτεκτονικά Θέματα, (24), σ.94,1990. Κρόκος Κ., «Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (23), 122,1989. Λαμπρόπουλος Σ., «Δημοπράτηση δημοσίων έργων: Κριτήρια ανάθεσης», 08/05/2015, Τα Νέα, 2005. Λαμπρόπουλος Σ., «Δημοπράτηση δημοσίων έργων: Προγράμματα, κατατμήσεις, υπεργολάβοι» ,02/06/2015, Τα Νέα, 2015. Μπίρης Τ, «Δημαρχείο Θεσσαλονίκης», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (23) 1989. Μπίρης Τ., «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (27) 1993. Μπίρης Τ., «Πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Σκέψεις μετά 20 έτη.», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (24) 1990. Νικηφορίδης, Π., «Reinventing public spaces through local history», TEDx Thessaloniki, 07.05.2014.
335
Ρόβλιας Ν., Κουρκουμέλης Δ., «Τα μεγάλα έργα και ο ρόλος του αρχιτέκτονα», Αρχιτέκτονες, Τεύχος 9/10, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, 1997. Τομπάζης Α., «Απόηχοι του συστήματος μελέτη-κατασκευή», Αρχιτέκτονες, Τεύχος 29, περίοδος β, Σεπτέμβριος -Οκτώβριος, 2001. Τριανταφύλλου
Γ.,
«Τα
ετερόκλητα
έλκονται
με
επιτυχία»,
06.06.2016,ανάκτησηhttp://triantafylloug.blogspot.gr/2016/06/blogpost_6.html, 2016. Φατούρος
Δ.,
«Νοητικοί
χειρισμοί
στη
διαδικασία
λύσεως
του
αρχιτεκτονικού προβλήματος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (6), σσ. 89-96, 1972. Φιντικάκης Ν., «Σχέση Μ/Κ και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού», Αρχιτέκτονες, Τεύχος 29, περίοδος β, Σεπτέμβριος -Οκτώβριος, 2001. Alharbi Μ, Emmitt S, Demianc P., «Transferring architectural management into practice: A taxonomy framework», Frontiers of Architectural Research 4, 237–247, 2015. Ankrah Ν. Α., Langford D. A., «Architects and contractors: a comparative study of organizational cultures», Construction Management and Economics, Jult 23, 595-60, 2005. Archer, L.B., «The structure of the design process» στο G. Broadbent &A. Ward, Design methods of architecture. New York: Wittenborn, 1969 Evans R.: «Translations from Drawing to Building», AA files, (12), σσ.3-18, http://arts.berkeley.edu/wp-content/uploads/2016/01/arc-of-lifeRobin_Evans_Translations_From_Drawing_to_Building1.pdf,
ανάκτηση:
03/02/2016, 1986. Herbert D., «Study Drawings: Their properties as a Graphic Medium», Journal of Architectural Education, (41), 2, Χειμώνας, σσ. 26-38, 1988.
336
Hershberger R., «Architectural Programming and Predesign Manager», McGraw-Hill, USA, 1999. Johansson M. Y., «Agile project management in the construction industry: An inquiry of the opportunities in construction projects», Master of Thesis, Supervisor: Gustavsson K. T., Department of Real Estate and Construction Management Civil Engineering and Urban Management, Architectural Design and Construction Project Management, Stockholm, 2012. Kamara J. M., Anumba C., J., Evbuomwan N., F., O., «Capturing client requirements in construction projects», Thomas Telford: London, 2002. Leatherbarrow D., «Showing what otherwise hides itself», Harvard Design Magazine, (9), Φθινόπωρο, σσ. 51-52, 1998. Mohammadreza Y., Mohammad M., Rosli M.,Z.,Bachan S., «Architect Critical Challenges as a Project Manager in Construction Projects: A Case Study», Advances in Civil Engineering, Hindawi Publishing Corporation Volume
2014,
http://www.hindawi.com/journals/ace/2014/205310/,
2014. Ning Y., Ling F., «Comparative study of drivers of and barriers to relational transactions faced by public clients, private contractors and consultants in public projects», Habitat International 40, (2013), 91-99,2013. Ning Y., «Quantitative effects and barriers on networking strategies in public
construction
projects',
International
Journal
of
Project
agile
project
14th
Annual
Management, (32), 286-297, 2014. Owen,
R, Koskela,
management
LJ, Henrich,
applicable
to
G, Codinhoto, construction?
R, «Is »
στο:
Conference of the International Group for Lean Construction, 25-27 July 2006, Ponteficia Universidad Católica de Chile, Santiago: Chile, 2006.
337
Pantouvakis
J.P,
«An
investigation
of
the
construction
project
management practices in Greece», 3rd International Conference on Decision Making in Urban and Civil engineering, London, 6-8 November 2002. Shen, Q. P. Li, H., Hui P.Y. representation
of
client
«A framework for identification and
requirements
in
the
briefing
process»,
Construction Management Economics, 22(2), 213-221, 2004 Smith, J. M., Kenley, R., Wyatt, R., «Evaluating the client briefing problem: an exploratory study”, Engineering Construction and Architectural Management 5(4), 387-398, 1998. Vidler A., «Diagrams of Diagrams: Architectural Abstraction and Modern Representation Anthony Vidler Representations», (72), Φθινόπωρο, σσ. 120, http://iris.nyit.edu/~rcody/Thesis/Readings/Anthony-Vidler-Diagramsof-Diagrams-Architectural.pdf, ανάκτηση 25/11/2015, 2000. Yu, A. T. W.,Shen, Q., Kelly, J., Hunter K., «Application of value management in project Briefing» , Facilities , 23:(7/8), σ.σ. 330-342, 2005. Yu Α. T.W., Shen, Q., Kelly, J., Hunter, K., «An empirical Study of the variables
affecting
construction
Project
Briefing/Architectural
Programming», International Journal of Project Management, Volume 25, Issue 2, February 2007, σ.σ. 198–212, 2007. Yu A. T W., Shen Q., Kelly J., Hunter K., «Comparative study of the variables in Construction Project Briefing /Architectural programming», Journal of Construction Engineering and Management, 134:122, February 2008.
338
Μεταπτυχιακές Εργασίες Βαγγέλη, Ε., «Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και η αρχιτεκτονική σκέψη του Κυριάκου Κρόκου», Μεταπτυχιακή εργασία. Επιβλέπων καθηγ. Μυκονιάτης Η., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας της Τέχνης. 26.09.2008. Mahmoodi Α., «The Design Process in Architecture: A Pedagogic Approach using interactive thinking», The University of Leeds, UK, Μεταπτυχιακή εργασία, Σεπτέμβριος 2001.
339
Διάφορα Βαλσαμάκης Ν., «Ομιλία του Ν. Βαλσαμάκη», Μegaronplus, 10 Οκτωβρίου 2005, αρχείο προσωπικών σημειώσεων, 2005. Βεντουράκη Μ., «Απόσπασμα από την ομιλία της Μ., Βεντουράκη» στο πλαίσιο της ημερίδας ΕΣΩ, 17.02.2016. Γκαβελα Σ., «ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 9001 για την Ποιότητα» Ειδική επιστημονική επιτροπή θεμάτων Τυποποίησης Πιστοποίησης και Διαχείρισης ποιότητας', από Ενημερωτική εκδήλωση ΤΕΕ για τη διαχείριση της ποιότητας 4/4/2012, ΤΕΕ, 2012. Δήμος
Θεσσαλονίκης,
«Περιγραφή
έργου:
Νέο
Δημαρχείο
Θεσσαλονίκης», http://centre-architecture.thessaloniki.gr/, 2015. Διοσκουρίδης Σ., «Ο αρχιτέκτονας της γαλήνης» από Γ. Γούγα, Lifo, 2012 Δομές, Μπίρης Τ., «Περιγραφή έργου: Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης», Ημερίδα Δομές, 2013.
Ηλιόπουλος Δ., «Οδηγός διαδικασιών ωρίμανσης κτηριακών έργων», Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων ΜΟΔ Α.Ε.,2000. Καλλιάννης Δ., «Σημειώσεις Διαχείρισης Τεχνικών έργων», για το 7ο εξάμηνο των Πολιτικών Μηχανικών, Διαχείριση της ποιότητας στα Τεχνικά έργα, 2003 Καλλιάνης Δ., Λαμπρόπουλος Σ., «Ποιότητα Τεχνικών έργων», στο πλαίσιο του Μαθήματος Παραγωγή και Διαχείριση Τεχνικών έργων, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, έτος 2003/2004, έκδοση 2002. Κτενάς Ν., Megaron Plus Greek Architectural Talent: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 20.05.2013.
340
Ματατσής Θ., «Αναθέσεις Μελετών Δημοσίου Διαπιστώσεις και προτάσεις στο πλαίσιο της έκδοσης Μικρά Αρχιτεκτονικά Γραφεία: Κοινωνικός Ρόλος και επαγγελματική πρακτική», Δίκτυο μικρών αρχιτεκτονικών γραφείων, Μάρτιος 2011. Πανέτσος Γ., «Το Μουσείο Ακροπόλεως in context», ομιλία Γ. Πανέτσου στην εκδήλωση ‘To Μουσείο της Ακρόπολης’, 22/05/2011, ανάκτηση : 12/05/2016,http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?Lectur eID=73, 2011. Παντουβάκης Π., «Παραγωγή και διαχείριση τεχνικών έργων», Σχολή πολιτικών Μηχανικών - Τομέας προγραμματισμού και διαχείρισης τεχνικών έργων, ΕΜΠ Αθήνα, 2003 α. Παντουβάκης
Π.,
«Θεωρία
και
Πράξη
στη
Διαχείριση
Έργου:
(ProjectManagement)» Τεχνικά Χρονικά, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2003 http://library.tee.gr/digital/techr/2003/techr_2003_3_1_pantouvakis.pdf, 2003 β.
Παπαδημητρίου Γ., «Ο ρόλος του Project Management στη διασφάλιση της ποιότητας των Τεχνικών Έργων», Φεβρουάριος 1998, Μόνιμη επιτροπή Τυποποίηση και Ευρωκωδικών, ΤΕΕ, 1998. Πολυδωρίδης Ν., «Ο αρχιτέκτονας ως επιστήμονας, ερευνητής στο σημερινό δομημένο περιβάλλον», ημερίδα ‘Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση & Επαγγελματική Πρακτική’, Πάτρα, 1999, στο Κατσάνη Μαρία (2010), ‘Αρχιτεκτονική
εκπαίδευση:
Επαναπροσδιορίζοντάς
τον
ρόλο
του
αρχιτέκτονα’, Ξάνθη, Οκτώβριος 2010, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Πολυτεχνική Σχολή Ξάνθης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών,1999. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, «Ιστορία» , http://www.mbp.gr , 2015.
341
Μπίρης Τ.,
«Απόσπασμα από την ομιλία του Τ. Μπίρη σχετικά με τη
Δημόσια αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Ημερίδα ΔΟΜΕΣ, Μουσείο Μπενάκη, ανάκτηση: https://vimeo.com/69326344, 2013. Ν. 3316/2005, «Ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων, εκπόνηση μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις», 2005 Παλιαράκη Ε., «Μελέτη και κατασκευή δημοσίων έργων» κείμενο στο πλαίσιο ενημερωτικών σεμιναρίων για Νέους μηχανικούς, ΤΕΕ, Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, Τμήμα επαγγελματικών θεμάτων,2012. Παπαγιάννης Θ., «Αρχιτεκτονική πορεία προς την αλλαγή κλίματος», Απόσπασμα από την ομιλία του Θύμιου Παπαγιάννη, Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, 15.05.08. Παπαδημητρίου Γ., «Ο ρόλος του Project Manager στην διασφάλιση της ποιότητας των τεχνικών έργων», Μόνιμη επιτροπή τυποποίηση και ευρωκωδικών, ΤΕΕ, 1998. ΠΔ-696, «Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβή κλπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και κτιριακών Έργων, ως και Τοπογραφικών Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών
τεχνικών
προδιαγραφών
μελετών»
ΦΕΚ-301/Α/8-10-74,
Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1974. Σακελλαρίδου Ε., «Ideas are in buildings: Doing and thinking architecture», απόσπασμα από διάλεξη της Ε. Σακελλαρίδου στο Harvard University, Harvard
GSD,
18
Απριλίου
http://triantafylloug.blogspot.gr/2014/05/harvard.html,
2014, ανάκτηση
13/05/2016, 2014. ΤΕΕ, «Οδηγίες για την εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης ποιότητας σε τεχνικές εταιρίες»,
Μόνιμη επιτροπή τυποποίησης και Ευρωκωδικών,
Φεβ,1998.
342
Τεύχος ΤΕΕ, «Άλλο πραγματικότητα και άλλο επικοινωνιακά παιχνίδια», Τεύχος 2615, σ.3, 2011. Τζοβαρίδης Σ.,
Τουλιάτος Δ., «'Έκδοση οδηγιών για την ποιότητα στα
δημόσια έργα», ΥΠΕΧΩΔΕ Γενική διεύθυνση ποιότητας δημοσίων έργων, Αθήνα, 2000. ΥΠΕΧΩΔΕ (2005), κείμενο από Ομιλία του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ κ. Γιώργου Σουφλιά στο Συνέδριο του ΤΕΕ με θέμα: «τα Δημόσια έργα», Αθήνα, 19 Απριλίου 2005, Τελευταία επίσκεψη 05/04/2016: www.ggde.gr, 2005. ΥΠΟΙΟ, «Εγχειρίδιο για την Υλοποίηση έργων και Υπηρεσιών μέσω ΣΔΙΤ», Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών,2010. Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, «Συμπράξεις Ιδιωτικού Δημοσίου Τομέα», Ειδική γραμματεία συμπράξεων Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα, Αθήνα, ανάκτηση:25/02/2016,http://hefaistos.anko.gr:7779/images/tabs/anko/S DIT/anko/gr_low.pdf, 2006. Φατούρος Δ., «Οίκοι Αξιολόγησης & Οίκοι Αρχιτεκτονικής» Συνέντευξη στον Μανώλη Ηλιάκη, MA Architecture & Spatial Culture, online: www.yolkstudio.gr, ανάκτηση 12/10/2015, 2011. Χασιάκος Α., «Εισαγωγή στη Διαχείριση και στον Προγραμματισμό των έργων», τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Πανεπιστήμιο Πατρών - μάθημα Διαχείρισης
Τεχνικών
Έργων,
https://eclass.upatras.gr/modules/document/?course=CIV1529, 2016. AIA, «Defining the Architect’s Basic Services», American Institute of Architects(AIA): New York Βest Practices, 2015. Evans R., «Architectural Projection» στο Blau E., Kaufman E., 'Architecture and its Image: Four centuries of Architectural Representation works from the Canadian Centre for Architecture, Montreal: Canadian Centre for Architecture,σσ.19-35,
343
https://arch2281sp14.files.wordpress.com/2014/01/evans-1989 architectural-projection.pdf, ανάκτηση 01/02/2016, 1989. General Electric Corporation, «Guidelines for Use of Program/ Project Management in Major Appliance Business Group» στοCleland D.J., King W.R. (Επιμέλεια), «System Analysis and Project Management», McGrawHill, New York, 1983. IS/ISO 10006, Quality Management Systems - Guidelines for Quality Management in Projects. MSD 2: Quality Management, ανάκτηση 24/04/2016, https://www.iso.org , 2003. Νorouzi N., Shabak M., Embi M. R.B., Khan T. H, «The architect, the client and effective communication in architectural design practice», Global conference on Business & Social science 15& 16 December, Kuala Lumpur, Procedia-Social and Behavioral Sciences, 172, (2015), 635-642, 2015. PMBOK, «A Guide to the Project Management Body of Knowledge» , 4η έκδοση , Project Management Institute, Pennsylvania.
τελευταία
πρόσβαση 24/04/2016, http://www.works.gov.bh/English/ourstrategy/Project%20Management/ Documents/Other%20PM%20Resources/PMBOKGuideFourthEdition_prot ected.pdf,2008. Project
Management,
«Project
Management»
,'Μετάφρ.:
ΔημήτρηςΑρβανίτης, Alexander HamiltonI nstitute, Κριτηριον εκδοτική, Αθήνα, 1994. RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. RIBA, «Plan of Work 2013: Consultation document», London: RIBA, 2013
344
Πηγές εικόνων
Εικόνα 1.1: Maslow hierarchy. Πηγή: Maslow A. H, : «Motivation and personality», 3rd edition, Harpers & Row publishers (επανασχεδιασμός από τη συγγραφέα), 1954. Εικόνα 2.1: Μεταβλητές αξιολόγησης μιας δημόσιας επένδυσης Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 2.2: Συντελεστές δημοσίων τεχνικών έργων Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 2.3: Πρόπλασμα - Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Κυριάκος Κρόκος ΜΠΒ, 1978-1979 Πηγή:
«Βυζαντινό
Μουσείο
Θεσσαλονίκης»
παρουσίαση
του
διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (12), 1978. Εικόνα 2.4: Τοπογραφικό Πηγή: «Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης» παρουσίαση του διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (12), 1978. Εικόνα 2.5: Εκθεσιακοί χώροι και διοίκηση - Σχέδια Α’ Βραβείου διαγωνισμού Πηγή : «Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης» εκθεσιακοί χώροι και διοίκηση, παρουσίαση του διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (12), 1978. Εικόνα 2.6: Κάτοψη- Σχέδια Α’ Βραβείου διαγωνισμού. Πηγή: «Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης» παρουσίαση του διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (12), 1978.
345
Εικόνα 2.8: Εκθεσιακοί χώροι και διοίκηση - – Σχέδια Β’ Φάσης υλοποίησης, Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης Πηγή: Γιακουμακάτος Α., Κωνσταντόπουλος Η., Κοκκίνου Μ., Κούρκουλας Α., Wang W., Λεβίδης Αλέκος Β., Μουτσόπουλος Θ., Αρβανίτη - Κρόκου Λ., Κρόκος Κ., Κοσμάς Κυριάκος, Κακίσης Σ., (2012), «Κυριάκος Κρόκος 1941-1998», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Εικόνα 2.9: Κάτοψη – Σχέδια Β’ Φάσης υλοποίησης, Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης Πηγή: Γιακουμακάτος Α., Κωνσταντόπουλος Η., Κοκκίνου Μ., Κούρκουλας Α., Wang W., Λεβίδης Αλέκος Β., Μουτσόπουλος Θ., Αρβανίτη - Κρόκου Λ., Κρόκος Κ., Κοσμάς Κυριάκος, Κακίσης Σ., (2012), «Κυριάκος Κρόκος 1941-1998», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Εικόνα 2.10 : Πρόπλασμα – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987) Πηγή: «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης» παρουσίαση του διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (27), 1993 Εικόνα 2.11 : Κάτοψη Ισογείου – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987) Πηγή: «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης» παρουσίαση του διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (27), 1993. Εικόνα 2.12 : Τομή Α-Α’– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987) Πηγή: «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης» παρουσίαση του διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (27), 1993. Εικόνα 2.13 : Πρόσοψη– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (1987) Πηγή: «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης» παρουσίαση του διαγωνισμού, Αρχιτεκτονικά Θέματα (27), 1993 Εικόνα 2.14 : Τομή Α-Α’– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης(2010) Πηγή: http://biris-tsiraki-architects.com 346
Εικόνα 2.15 : Κάτοψη ορόφου– Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (2010) Πηγή: http://biris-tsiraki-architects.com Εικόνα 2.16 : Kτηριολογικό πρόγραμμα – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης Πηγή: http://biris-tsiraki-architects.com Εικόνα 2.17 : Κάτοψη Ισογείου – Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης (2010) Πηγή: http://biris-tsiraki-architects.com Εικόνα 2.18 : Σκίτσο απεικόνισης κτηριακού όγκου, Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης Πηγή: http://biris-tsiraki-architects.com Εικόνα 2.19 : Σκίτσο παρουσίασης χώρου εισόδου, Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης Πηγή: http://biris-tsiraki-architects.com Εικόνα 3.1: Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός: αρχιτεκτονική ιδεολογία
&
στρατηγική Πηγή: Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. Εικόνα 3.2: Πρόταση του Le Corbusier. Infinite Museum (Musée à croissance illimitée): α. Πρόταση Γραμμικών σχεδίων - γραμμική απεικόνιση, β. Ελεύθερα σκίτσα: Ιδέες, προθέσεις, διάταξη ιδεών, Πηγή: https://tallerdeteoriafau.files.wordpress.com Εικόνα 3.3: Διάγραμμα αρχιτεκτονικής σκέψη - αρχιτεκτονική δημιουργία Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα
347
Εικόνα 3.4: Διαγραμματικό σκίτσο. Το Μεθοδολογικό πέρασμα των ιδεών στο πεδίο εφαρμογής Πηγή: Piaget J., «Στρουκτουραλισμός», Αθήνα: Καστανιώτης, 1972. Εικόνα 3.5 : Συνθετική διαδικασία: από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο Πηγή: Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. Εικόνα 3.6: Φύση σχεδιαστικής δραστηριότητας-αρχιτεκτονική ιδεολογία Πηγή: Τζώνος Π., «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; O πειρασμός μια θεωρίας», Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996. Εικόνα 3.7: Σχεδιαστικές απεικονίσεις: The Guggenheim Museum Bilbao από Pagnotta B., (2013) 'AD Classics: The Guggenheim Museum Bilbao' / Frank.
http://www.archdaily.com/422470/ad-classics-the-guggenheim-
museum-bilbao-frank-gehry .ανάκτηση 07/02/2016. Εικόνα 3.8: Διάγραμμα αρχιτεκτονική σκέψη - αρχιτεκτονική δημιουργία Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα
Εικόνα 4.1: Μοντέλο διαδικασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού Πηγη: Watts R. D., «The Elements of Design», In: S.A. Gregory ed. The Design Method. London: Butterworths. σσ. 85, 1966. Εικόνα 4.2: Μοντέλο απεικόνισης σταδίων αρχιτεκτονικού σχεδιασμού: παράλληλες δραστηριότητες Πηγή: Archer L. B., «Systematic Method for Designers», στο Developments in Design Methodology, edited by Nigel Cross, 57-82. Chichester: John Wiley & Sons, 1963 Εικόνα 4.3: Μοντέλο διαδικασίας σχεδιασμού-διαδραστικότητα
348
Πηγή: Lang J., «Creating Architectural Theory: The Role of the Behavioral Sciences in Environmental Design» New York: VanNostrand Reinhold Company, 1987. Εικόνα 4.4: Μοντέλο διαδικασίας σχεδιασμού- environmental model Πηγή: Broadbent G., «Design in Architecture: Architecture and the Human Sciences», UK: John Wiley and Sons,1973. Εικόνα 4.5: Διαδικασία σχεδιασμού: Κυκλική διασύνδεση - Ανάλυση, σύνθεση & αξιολόγηση Πηγή: Duerk D. P., «Architectural Programming: Information Management for Design», New York: Van Nostrand Reinhold, 1993. Εικόνα 4.6: RIBA Plan of Work (2013) Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Εικόνα 4.7: RIBA Plan of Work (2013) – Στάδια Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Εικόνα 4.8: RIBA Plan of Work (2013) - Εργασίες σε στάδια Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Εικόνα 4.9: RIBA Πλάνο Εργασίας Plan of Work strategic diagram (2013) Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Εικόνα 4.10: RIBA Πλάνο Εργασίας (Plan of Work 2013) : η ανάλυση Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991.
349
Εικόνα 4.11: RIBA Plan of Work (2013) : Στάδια εργασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού σε σχέση με το υλοποιημένο έργο. Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Εικόνα 4.12: Στάδια εργασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού σε σχέση με το υλοποιημένο έργο, HMH Architectures & Interiors σύμφωνα με την AIA. Πηγή: AIA, «Defining the Architect’s Basic Services», American Institute of Architects(AIA): New York Βest Practices, 2015. Εικόνα 5.1α : Νομοθεσία ανάθεσης και κατασκευής Δημοσίων Έργων Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 5.1β : Νομοθεσία ανάθεσης και κατασκευής Δημοσίων Έργων Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 5.2 : Δημόσια και Ιδιωτικά έργα: διαγραμματική απεικόνιση συντελεστών Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 5.3: α. Διάγραμμα διάκριση έργων προς ανάλυση β. Φάσεις τεχνικού έργου Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα: 5.4 Γενικά Στάδια ενός έργου Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 5.5: Διαγραμματική απεικόνιση διαδικασία ανάθεσης μελέτης κατασκευής Πηγή: Διάγραμμα της συγγραφέως 350
Εικόνα 5.6: Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Ανοικτές διαδικασίες Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα
5.7:
Διαδικασία
σύναψης δημοσίων
συμβάσεων.
Κλειστές
διαδικασίες Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 5.8 : Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Ανάθεση με διαπραγμάτευση Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 5.9 : Σύστημα παραγωγής κτηριακών έργων Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Εικόνα 6.1: Διάγραμμα Gantt (Henri Gantt (1861-1919) Πηγή: Burke R., «Project Management - Διαχείριση τεχνικές σχεδιασμού και ελέγχου», Αθήνα: Κριτική, 2002. Εικόνα 6.2 : Το τρίγωνο χρόνου, κόστους, ποιότητας : ισορροπίες ανάμεσα στις παραμέτρους Πηγή: Burke R., «Διαχείριση έργου αρχές και τεχνικές», Αθήνα: Κριτική, 2014. Εικόνα 6.3: Βέλτιστη επιλογή μεταξύ κόστους, χρόνου και ποιότητας Πηγή: Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές' , 2η έκδοση, , εκδόσεις Κριτική: Αθήνα, 2011. Εικόνα 6.4 : Δομή: Βασικές διαδικασίες διαχείρισης έργου Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα
351
Εικόνα 6.5: Ta στάδια του κύκλου ζωής ενός έργου Πηγή: Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές' , 2η έκδοση, , εκδόσεις Κριτική: Αθήνα, 2011. Εικόνα 6.5: Ta στάδια του κύκλου ζωής ενός έργου Πηγή: Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Mέθοδοι και τεχνικές', 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις Κριτική, 2011. Εικόνα 6.7: Aνάπτυξη έργου - Σημείο χωρίς επιστροφή. Πηγή: Πολύζος Σ., «Διοίκηση και διαχείριση έργων: Μέθοδοι και τεχνικές', 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις Κριτική, 2011. Εικόνα 6.8: Μοντέλο περιβάλλοντος έργου Burke R., «Project Management - Διαχείριση τεχνικές σχεδιασμού και ελέγχου», Αθήνα: Κριτική, 2002.
352
Πίνακες Πίνακας 2.1: Στοιχεία συμμετεχόντων στην πρωτογενή έρευνα Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Πίνακας 2.2 : Συγκεντρωτικός Πίνακας απόψεων συμμετεχόντων στην έρευνα Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα Πίνακας 2.3 : Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης Πηγή: Περιοδικό Κτήριο, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Κυριάκος Κρόκος ΜΠΒ Πίνακας 2.3: Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης Πηγή: Περιοδικό Δομές Πίνακας 4.1 : Βήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού Πηγή: Asimow M., «Introduction to Design», New Jersey: PrenticeHall,1962. Πίνακας 4.2: Βήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού|Imperial College Πηγή: Broadbent G., «Design in Architecture: Architecture and the Human Sciences», UK: John Wiley and Sons,1973. Πίνακας 4.3: Βήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού Archer (1963) Πηγή: Archer L. B., «Systematic Method for Designers», στο Developments in Design Methodology, edited by Nigel Cross, 57-82. Chichester: John Wiley & Sons, 1963 Πίνακας 4.4: Bήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού _ Archer (1963) Πηγή: Archer L. B., «Systematic Method for Designers», στο Developments in Design Methodology, edited by Nigel Cross, 57-82. Chichester: John Wiley & Sons, 1963 353
Πίνακας 4.5: Βήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού Πηγή: Jones C., «A Method of Systematic Design», Conference on Design Methods. Oxford: Pergamon, 1963. Πίνακας 4.6: Βήματα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού Πηγή: Thornley, D.G., «Design Method in Architectural Education» στο: C. Jones and D.G. Thomley ed. Conference on Design Methods. Oxford: Pergamon, 1963. Πίνακας 4.7: Management Handbook- RIBA Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Πίνακας 4.8: Plan of Work -RIBA Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Πίνακας 4.9: AΙA Στάδια αρχιτεκτονικού σχεδιασμού & διαχείρισης υλοποίησης Πηγή: AIA, «Defining the Architect’s Basic Services», American Institute of Architects(AIA): New York Βest Practices, 2015. Πίνακας 4.10: AΙA Διαδικασία αρχιτεκτονικού σχεδιασμού Πηγή: AIA, «Defining the Architect’s Basic Services», American Institute of Architects(AIA): New York Βest Practices, 2015. Πίνακας 4.11: Πίνακας ιστορικής εξέλιξης διαδικασιών αρχιτεκτονικού σχεδιασμού εντός του γενικού μοντέλου των πέντε βημάτων Πηγή: Συντάχθηκε από τη συγγραφέα
354
Πίνακας 4.12: RIBA Plan of Work (2013) – Στάδια του έργου: Εργασίες, παραδοτέα Πηγή: RIBA, «Handbook of Architectural Practice and Management», London: RIBA, 1991. Πίνακας 4.13: Σχέδια αρχιτεκτονικής μελέτης Τζωνος Πηγή: Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. Πίνακας 4.14: Σχέδια προκαταρκτικής μελέτης Πηγή: Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. Πίνακας 4.15: Περιεχόμενα προμελέτης Πηγή: Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. Πίνακας 4.16: Περιεχόμενα οριστικής μελέτης Πηγή: Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982. Πίνακας 4.17: Περιεχόμενα μελέτης εφαρμογής Πηγή: Τζώνος, Π., «Οργάνωση της Αρχιτεκτονικής Μελέτης», εκδόσεις Ζήτη: Θεσσαλονίκη, 1982.
355
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Παράρτημα 4.1 - ΠΔ 696 -1974 «Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβή κλπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και κτιριακών
Έργων,
ως
και
Τοπογραφικών
Κτηματογραφικών
και
Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών τεχνικών προδιαγραφών μελετών» ΦΕΚ-301/Α/8-10-74, Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1974. Σύμφωνα με το ΠΔ 696 -1974 η μελέτη εφαρμογής περιέχει: 1. Πλήρη σχέδια οικοδομικών και άλλων συναφών εργασιών που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του έργου. Συγκεκριμένα, κρίνεται απαραίτητη η σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος που απεικονίζεται η ακριβής τοποθέτηση του έργου στο χώρο, τα πλήρη σχέδια κατόψεων και όψεων και τομών, με τις πλήρεις διαστάσεις των οικοδομικών στοιχείων και την
σχέση
τους
με
τα
στοιχεία
της
φέρουσας
κατασκευής.
Περιλαμβάνονται όλα τα σχέδια λεπτομερειών, όπου παρουσιάζονται αναλυτικά οι διαστάσεις και το είδος των υλικών των διαφόρων οικοδομικών ή άλλων συναφών στοιχείων του έργου. 2. Σχέδια κατασκευής που περιλαμβάνουν: 2.1 Κατόψεις χάραξης και εκσκαφής θεμελίων των τοίχων που αναγράφονται οι οριστικές διαστάσεις των σταθμών του βάθους εκσκαφών,
των χαρακτηριστικών τομών και ειδικότερα υπό
κλίμακα 1:50. 2.2 Κατόψεις υπογείων υπό κλίμακα 1:50. 2.3 Κατόψεις ισογείων υπό κλίμακα 1:50. 2.4 Κατόψεις όλων των ορόφων υπό κλίμακα 1:50. Στις κατόψεις αναγράφονται οι γενικές και οι επιμέρους διαστάσεις, ο τύπος και οι διαστάσεις όλων των ανοιγμάτων και κουφωμάτων σε συνάρτηση με τους πίνακες κουφωμάτων. Καταγράφονται τα κατώφλια,
356
τα υπέρθυρα, οι ακριβείς θέσεις του φέροντος οργανισμού, οι θέσεις των υδρορροών, οι ακριβείς και οριστικές θέσεις των υδραυλικών, το είδος κατασκευής των τοίχων, το είδος κατασκευής των δαπέδων, έως και οποιαδήποτε επιπλέον απαιτούμενη ειδική λεπτομέρεια. 2.5 Κατόψεις δωμάτων και στεγών, υπό κλίμακα 1:100 2.6 Σχέδια όλων των όψεων υπό κλίμακα 1:100 ή 1:50 όπου αναφέρεται ο τρόπος τα υλικά επικάλυψης και διαμόρφωσης των επιφανειών των όψεων. 2.7 Τομές δύο κατευθύνσεων (πλάτος και μήκος) των κτιρίων, υπό κλίμακα 1:50 και επιπλέον απαραίτητες τομές υποκλίμακα 1:20. Οι τομές περιλαμβάνουν τα ύψη, ως και τα απαραίτητα υψόμετρα (σε συνάρτηση των κατόψεων και των όψεων). 3. Σχέδια λεπτομερειών που περιλαμβάνουν: 3.1 Πίνακες όλων των κουφωμάτων (εσωτερικών και εξωτερικών) των κτηρίων, υπό κλίμακα 1:20 (διαστάσεις ανοίγματος και κουφώματος, είδος κατασκευής, υλικό, αριθμός φύλλων, τα υψόμετρα υπερθύρων, κατώφλια ποδιάς, τη θέση και τον τρόπο του ανοίγματος των κινητών φύλλων) που αντιστοιχούν στα λοιπά σχέδια και τομές 3.2 Πίνακες όλων των κλιμάκων των κτηρίων, υπό κλίμακα 1:20, που περιλαμβάνουν τη χάραξη και τη διάρθρωση σε κάτοψη και του αναπτύγματος όλων των βαθμιδοφόρων. 3.3 Τομές καθ' ύψος από τη στέψη μέχρι τη βάση των κτηρίων σε χαρακτηριστικές θέσεις υπό κλίμακα 1:1 ή 1:10 με σαφείς κατασκευαστικές
επεξηγήσεις
και
επεξηγήσεις
των
χρησιμοποιουμένων υλικών. 3.4 Σχέδια κατασκευής τυχόν ψευδοροφών υπό κλίμακα 1:20, 1:1.
357
3.5 Σχέδια αναπτυγμάτων ειδικών χώρων, ως εισόδων, μεγάλων αιθουσών ειδικής λειτουργίας κλπ. υπό κλίμακας 1:20 ή 1:50 αναλόγως του μεγέθους. 3.6 Σχέδια τομών των λεπτομερειών σε όλα τα κουφώματα, σε φυσικό μέγεθος. 3.7 Σχέδια λεπτομερειών των στηθαίων, κιγκλιδωμάτων, εξωστών, κλιμάκων, χειρολισθήρων υπό κλίμακα 1:10, 1:1. 3.8
Σχέδια
λεπτομερειών
επενδύσεων,
δαπεδοστρώσεων,
σοβατεπιών υπό κλίμακα 1:10, 1:1. 3.9 Σχέδια λεπτομερειών αρμών διαστολής, υπό κλίμακα 1:10, 1:1. 3.10 Σχέδια κατασκευής και λεπτομερειών μόνωσης και άλλων συναρμογών
καθώς
και
άλλων
στοιχείων
που
θεωρείται
απαραίτητο να απεικονιστεί για την απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου. 4. Η Τεχνική Περιγραφή αποσκοπεί στην πλήρη περιγραφή της εικόνας των εκτελουμένων εργασιών, την επεξήγηση και τη συμπλήρωση των σχεδίων της μελέτης, έτσι ώστε να είναι δυνατή η απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου και ο έλεγχος επί των στοιχείων του έργου. Στην Τεχνική Περιγραφή αναλύονται λεπτομερέστερα οι εκτελούμενες εργασίες, οι μέθοδοι και τα υλικά κατασκευής των στοιχείων και τις αντιστοιχίσεις τους με τα σχέδια κατασκευής. 5. Πρόπλασμα υπό κλίμακα 1:200 ή 1:100 με τις λεπτομέρειες των προσόψεων. 6. Στοιχεία χρονικού προγραμματισμού της κατασκευής. (ΠΔΠ 696, άρθρο 224)
358
Παράρτημα 5.1: Κατηγορίες μελετών
Το Π.∆. 541/1978, καθορίζει τις κατηγορίες µελετών ως εξής: Οι µελέτες, αναλόγως του κυρίου αντικειμένου αυτών, διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες: i.
Χωροταξικές και Ρυθμιστικές Μελέτες.
ii.
Πολεοδομικές και Ρυμοτομικές Μελέτες
iii.
Μελέτες Οικονομικές.
iv.
Μελέτες Κοινωνικές.
v.
Μελέτες οργάνωσης και επιχειρησιακής έρευνας.
vi.
Αρχιτεκτονικές Μελέτες Κτηριακών Έργων.
vii.
Ειδικές Αρχιτεκτονικές Μελέτες (∆ιαµόρφωσης εσωτερικών και παραδοσιακών κτηρίων και οικισμών και τοπίου).
viii.
Στατικές Μελέτες (Μελέτες για φέρουσες κατασκευές κτηρίων και µεγάλων ή ειδικών τεχνικών έργων).
ix.
Μελέτες Μηχανολογικές – Ηλεκτρολογικές .
x.
Μελέτες
Συγκοινωνιακών
Έργων
(οδών,
σιδηροδροµικών
γραµµών, µικρών τεχνικών έργων, έργων υποδοµής αερολιμένων και κυκλοφοριακές). xi.
Μελέτες Λιµενικών Έργων.
xii.
Μελέτες Μεταφορικών Μέσων (χερσαίων, πλωτών, εναέριων). 13. Μελέτες
Υδραυλικών
Έργων
(Εγγειοβελτιωτικών
Έργων,
Φραγµάτων, Υδρεύσεων και Αποχετεύσεων). xiii.
Ενεργειακές
Μελέτες
(Θερµοηλεκτρικές,
Υδροηλεκτρικές,
Πυρηνικές). xiv.
Μελέτες
Βιομηχανιών
(Προγραµµατισµός
–
Σχεδιασµός
–
Λειτουργία). xv.
Μελέτες
Τοπογραφίας
(Γεωδαιτικές,
Φωτογραµµετρικές,
Χαρτογραφικές, Κτηµατογραφικές και Τοπογραφικές). xvi.
Χηµικές Μελέτες και ΄Ερευνες.
xvii.
Χηµικοτεχνικές Μελέτες. 359
xviii.
Μεταλλευτικές Μελέτες και ΄Ερευνες.
xix.
Μελέτες και ΄Ερευνες Γεωλογικές Υδρογεωλογικές και Γεωφυσικές.
xx.
Γεωτεχνικές Μελέτες και ΄Ερευνες.
xxi.
Εδαφολογικές Μελέτες και ΄Ερευνες.
xxii.
Μελέτες Γεωργικές (Γεωργοοικονοµικές- Γεωργοτεχνικές Εγγείων Βελτιώσεων,
Γεωργοκτηνοτροφικού
Προγραµµατισµού,
Γεωργοκτηνοτροφικών Εκµεταλλεύσεων). 24. Μελέτες ∆ασικές (διαχείρισης δασών και ορεινών βοσκοτόπων, δασοτεχνική διευθέτησης
ορεινών
λεκανών
χειµάρρων,
αναδασώσεων,
δασικών οδών και δασικών µεταφορικών εγκαταστάσεων). xxiii.
Μελέτες φυτοτεχνικής διαµόρφωσης περιβάλλοντος χώρου και έργων πρασίνου.
xxiv.
Μελέτες Αλιευτικές.
xxv.
Περιβαλλοντικές Μελέτες (Π.∆. 256/1998).
xxvi.
Μελέτες συστηµάτων πληροφορικής και δικτύων (Ν. 3316/2005) .
xxvii.
Ηλεκτρονικές Μελέτες (Ν. 3316/2005) .
Πηγή: Σολδάτος Δ., «Δημόσια Έργα: κωδικοποιημένη νομοθεσία δημοσίων έργων και μελετών -ερμηνεία—νομολογία», εκδόσεις Μ. Δημοπούλου, Θεσσαλονίκη, 2005.
360
Παράρτημα 5.2: Απαιτήσεις σημερινού Συστήματος παραγωγής μελετών Δημοσίων κτηριακών Έργων Το είδος και το περιεχόμενο των Μελετών προδιαγράφεται από το Ν.696/74, το Ν.3316/2005 και την Εγκύκλιο 38/2005 και κατά την εκπόνησή τους λαμβάνονται υπόψη οι εκάστοτε ισχύοντες Κανονισμοί. To βασικό πλαίσιο Κανονισμών που διέπει τις μελέτες κτηριακών έργων περιλαμβάνει: • To Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (Γ.Ο.Κ.) • Τον Κτηριοδομικό Κανονισμό • Τον Κανονισμό Θερμομόνωσης • Την ΚΥΑ για το καθορισμό μέτρων και όρων για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων • Τις διατάξεις για τους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων • Τον Κανονισμό Πυροπροστασίας • Toν Ευρωκώδικα 3 : Σχεδιασμός κατασκευών από χάλυβα • Toν Ευρωκώδικα 4 : Σχεδιασμός Σύμμικτων κατασκευών από χάλυβα & σκυρόδεμα • Toν Ευρωκώδικα 5 : Σχεδιασμός κατασκευών από Ξύλο • Toν Ευρωκώδικα 6 : Σχεδιασμός κατασκευών από Τοιχοποιία • Τον Κανονισμό Φορτίσεων Δομικών Έργων • Τον Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος • Τον Κανονισμό Τεχνολογίας Χαλύβων Οπλισμένου Σκυροδέματος • Τον Ελληνικό Κανονισμό Οπλισμένου Σκυροδέματος • Τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό • Τους Κανονισμούς εγκαταστάσεων • Τους Κανονισμούς ειδικών κτηριακών Έργων Πηγή: Τζίκα -Χατζοπούλου Α., «Δημόσια έργα: εθνική και κοινοτική νομοθεσία και νομολογία», Παπασωτηρίου: Αθήνα, 2012.
361
Παράρτημα 5.3: Εννοιολογία: αναλυτικός ορισμός Δημόσιων Έργων
i.
Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού.
ii.
Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού.
iii.
Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία , που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση.
iv.
Για την εκπλήρωση των επιδιωκόμενων στόχων
στον τομέα των
δημόσιων έργων οι διατάξεις του νόμου αυτού αποσκοπούν να καθιερώσουν: a) τους ενιαίους κανόνες για την κατασκευή όλων των δημόσιων έργων και την αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων φορέων και έργων με τα διατάγματα του άρθρου 19 του νόμου αυτού, β)τον κοινωνικό έλεγχο που συνίσταται στη θεσμοθετημένη συμμετοχή στις σχετικές διαδικασίες εκπροσώπων των φορέων που θα χρησιμοποιήσουν ή θα λειτουργήσουν τα έργα, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλων μαζικών κοινωνικών φορέων. Ο κοινωνικός έλεγχος χωρίς να μειώνει την ευθύνη της δημόσιας
362
διοίκησης ή του αντίστοιχου φορέα, εξασφαλίζει ιδιαίτερα τη διαφάνεια των διαδικασιών, την τήρηση του χρονοδιαγράμματος κατασκευής, τη παρακολούθηση του κόστους του έργου, τη αιτιολογημένη αποδοχή ενδεχόμενων τροποποιήσεων, την προστασία του περιβάλλοντος. γ)την ανάπτυξη του Υπουργείου Δημοσίων έργων σε κρατικό επιτελικό φορέα για την παραγωγή των δημοσίων έργων στη χώρα και την εποπτεία στην όλα κατασκευαστική δραστηριότητα της χώρας. δ)το
ορθολογικό
παρακολούθηση
πλαίσιο των
για
τεχνικών,
την
ανάπτυξη
οργανωτικών
και και
τη
συνεχή
οικονομικών
δραστηριοτήτων των εργοληπτικών επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν την κατασκευή των έργων. » Πηγή: Χατζηχαλκιάς Ζ. (επιμ)(1994), Δημόσια Έργα- 1ος Τόμος 7η έκδοση, Περιστέρι, Εκδόσεις ΙΩΝ. σσ.11-12 (Ν1418 29 Φεβρουαρίου 1984, ΦΕΚ 23Α', με τροποποίηση του Ν.2229 29 Αυγούστου 1994, ΦΕΚ138Α'/31.08.94).
363
Παράρτημα 5.4: Εννοιολογία δημοσίων έργων: συντελεστές Εθνική νομοθεσία
α. «Εργοδότης ή κύριος του έργου» είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση ή κατασκευάζεται το έργο. β. «Φορέας κατασκευής του έργου» είναι η αρμόδια αρχή ή υπηρεσία που έχει την ευθύνη παραγωγής και διοίκησης του έργου. γ. « Ανάδοχος εργολήπτης» ή ανάδοχος» είναι η εργοληπτική επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί με σύμβαση η κατασκευή του έργου. δ.«Σύμβαση» είναι η γραπτή συμφωνία μεταξύ του εργοδότη ή του φορέα κατασκευής του έργου και του αναδόχου για την κατασκευή του έργου, καθώς και όλα τα σχετικά τεύχη σχέδια και προδιαγραφές. ε. «Διευθύνουσα Υπηρεσία» ή «Επιβλέπουσα Υπηρεσία» είναι η τεχνική υπηρεσία του φορέα κατασκευής του έργου που είναι αρμόδια για την παρακολούθηση, έλεγχο και διοίκηση κατασκευής του έργου. στ. « Προϊσταμένη Αρχή» ή «Εποπτεύουσα αρχή» είναι η αρχή ή Υπηρεσία ή όργανο του φορέα κατασκευής του έργου που διενεργεί και κατοχυρώνει το διαγωνισμό, εποπτεύει την κατασκευή του και ιδίως αποφασίζει για κάθε μεταβολή των όρων της σύμβασης ή άλλων στοιχείων αυτής. ζ. «Τεχνικό Συμβούλιο» είναι το συλλογικό όργανο του φορέα κατασκευής του έργου το οποίο γνωμοδοτεί στα θέματα που ορίζει ο νόμος αυτός (Τζίκα -Χατζοπούλου, 2012). Ευρωπαϊκή νομοθεσία
α. «Αναθέτουσες αρχές» είναι το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις που συγκροτούνται από έναν ή περισσότερους από τους προαναφερόμενους
364
οργανισμούς
τοπικής
αυτοδιοίκησης
ή
δημοσίου
δικαίου,
είτε
περιλαμβάνονται είτε όχι στο δημόσιο τομέα. β. «Δικαιούχοι εργολήπτες» μπορεί να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ που είναι εγκατεστημένα σε κοινοτικό έδαφος ή σε κράτη- μέλη του ΕΟΧ και ασκούν νομίμως το επάγγελμα του εργολήπτη στη χώρα τους έχουν το δικαίωμα στη συμμετοχή και εκτέλεση συμβάσεων δημοσίων έργων. Στην περίπτωση κοινοπραξιών για την υποβολή προσφοράς ή αιτήσεως συμμετοχής οι Αναθέτουσες Αρχές δεν δικαιούνται να απαιτήσουν οι κοινοπραξίες αυτές να έχουν συγκεκριμένη νομική μορφή. γ. «Προσφέρων εργολήπτης» είναι η εργοληπτική επιχείρηση η οποία υποβάλλει προσφορά σε ανοικτές δημοπρασίες. δ. «Υποψήφιος εργολήπτης» είναι η εργοληπτική επιχείρηση, η οποία εκδηλώνει ενδιαφέρον συμμετοχής σε δημοπρασία με προεπιλογή (κλειστή διαδικασία) ή με διαπραγματεύσεις. ε. «Ανάδοχος εργολήπτης ή ανάδοχος» είναι η εργοληπτική επιχείρηση στην οποία ανατίθεται με σύμβαση η εκτέλεση του έργου. στ. «Ανάδοχος συμβάσεως παραχωρήσεως»
είναι η επιχείρηση ή
επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εκτέλεση ενός έργου σύμφωνα με μία σύμβαση παραχωρήσεως. ζ. «Σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων» είναι η σύμβαση δημοσίων έργων, η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μία σύμβαση ΔΕ εκτός από το γεγονός ότι σε αυτή το σύνολο ή μέρος της αποζημιώσεως του αναδόχου για την εκτέλεση του έργου συνίσταται στο δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του έργου από αυτόν, είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής. (Tζίκα- Χατζοπούλου) Σχόλια: Σε ορισμένες περιπτώσεις ο φορέας κατασκευής ταυτίζεται με τον κύριο του έργου, όπως όταν ο κύριος του έργου είναι το Δημόσιο και φορέας κατασκευής η αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία.
365
Κατηγορίες αναδόχων.
α. «Μελετητής» είναι ο επιστήμονας διπλωματούχος ανώτατης σχολής ημεδαπής ή ομοταγούς αναγνωρισμένης σχολής του εξωτερικού που ασχολείται με εκπόνηση μελετών και επιβλέψεις τεχνικών και άλλων έργων που ασκεί νόμιμα το επάγγελμα στην Ελλάδα (Ομπέση, 1993). β. «Ανάδοχος εργολήπτης
ή ανάδοχος» ορίζεται η εργοληπτική
επιχείρηση στην οποία έχει ανατίθεται με σύμβαση η κατασκευή του έργου.
γ. «Εργοδότης ή κύριος του έργου» είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση ή κατασκευάζεται το έργο. δ. «Γραφείο μελετών» ορίζεται μία ενιαία μονάδα εκπόνησης μελετών που συγκροτείται από έναν ή περισσότερους μελετητές με οποιαδήποτε εταιρικής μορφή. Αποκλειστικός σκοπός ενός γραφείου μελετών είναι η εκπόνηση μελετών και η επίβλεψη έργων που αναλαμβάνουν.
ε. «Συμπράττοντα γραφεία μελετών» ονομάζει ο νόμος δύο ή περισσότερα γραφεία μελετών που συνεργάζονται και αναλαμβάνουν, με δική τους συμφωνία από κοινού, την εκπόνηση μελετών.
366
Παράρτημα 5.5: Νομοθεσία Δημοσίων έργων Α. ΝΟΜΟΙ 1. Ν. 679/77 (Α’ 245) «Περί αυξήσεως θέσεων προσωπικού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». 2. Ν. 1418/84 (Α’ 23) «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων». 3. Ν. 2052/92 (Α΄94) « Μέτρα για την αντιμετώπιση του νέφους και πολεοδομικές ρυθμίσεις». 4. Ν. 2229/94 (Α΄138) «Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν.1418/84 και άλλες διατάξεις». 5. Ν. 2261/94 (Α΄205) «Κύρωση της Σύμβασης Άκτιο – Πρέβεζα» . 6. Ν. 2300/95 (Α΄69) «Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης & άλλες διατάξεις» 7. Ν. 2308/95 (Α΄114) « Κτηματογράφηση για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου και άλλες διατάξεις». 8. Ν. 2328/95 (Α΄159) «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης». 9.
Ν.
2338/95
(Α΄202)
«Κύρωση
σύμβασης
του
νέου
Διεθνούς
Αεροδρομίου της Αθήνας στα Σπάτa και άλλες διατάξεις». 10. Ν. 2362/95 (Α΄247) «Περί δημόσιου λογιστικού» (άρθρο 83 – απευθείας ανάθεση). 11. Ν. 2372/96 (Α΄29) «Σύσταση φορέων για την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας και άλλες διατάξεις». 12. Ν. 2445/96 (Α΄274) «Κύρωση της Σύμβασης για τη Λεωφόρο Σταυρού – Ελευσίνας». 13. Ν. 2522/97 (Α΄178) «Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημοσίων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665 ΕΟΚ». 14. Ν. 2682/99 (Α΄16) «Διαρρυθμίσεις στη φορολογία των αυτοκινήτων οχημάτων και άλλες διατάξεις». 15. Ν. 2719/99 (Α΄106) «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας και άλλες διατάξεις».
367
16. Ν. 2741/99 (Α΄ 199) «Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων, άλλες ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Ανάπτυξης και λοιπές διατάξεις». 17. Ν. 2940/01 (Α΄180) « Αναπτυξιακά, φορολογικά και θεσμικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις του κατασκευαστικού τομέα και άλλες διατάξεις». 18. Ν. 2947/01 (Α’ 228) «Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενίας». 19. Ν. 3021/01 (Α΄143) «Περιορισμοί στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων με πρόσωπα που δραστηριοποιούνται ή συμμετέχουν σε επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης και άλλες διατάξεις». 20. Ν. 3044/02 (Α΄197) «Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης και ρυθμίσεις άλλων θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ». 21. Ν.3060/02 (Α΄242) «Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης». 22. Ν.3090/02 (Α΄329) Άρθρο 9 παρ.3 «Κατάργηση καθυστερημένης υποβολής δικαιολογητικών του ν.3060/02». 23. Ν.3074/02 (Α΄296) Άρθρο 12 «Δημοσίευση διακήρυξης για απευθείας ανάθεση των ΟΤΑ». 24. Ν.3103/03 (Α΄23) Άρθρο 14 «Ασφαλής κυκλοφορία ορισμένων κατηγοριών οχημάτων». 25. Ν.3147/03 (Α΄135) Νόμος λειτουργίας Συνεργείων Μηχανημάτων. 26. Ν.3193/03 (Α΄266) Άρθρο 19 «Προσδιορισμός του ποσού της προϋπολογιζόμενης δαπάνης των συμβάσεων χωρίς τον ΦΠΑ». 27. Ν.3263/04 (Α΄179) «Μειοδοτικό σύστημα ανάθεσης των δημοσίων έργων και άλλες διατάξεις». 28. Ν.3316/05 (Α΄42) «Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις». 29. Ν.3310/05 (Α΄30) «Μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και την αποτροπή καταστρατηγήσεων κατά τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων».
368
30. Ν.3669/08 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων». Β. ΠΡΟΕΔΡΙΚΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 1. Π.Δ. 472/85 (Α΄168) «Σύνθεση επιτροπών ΜΕΕΠ & ΜΕΚ και άλλες ρυθμίσεις σχετικές με την εφαρμογή των άρθρων 15, 16 και 17 του Ν.1418/84». 2. Π.Δ. 609/85 (Α΄) «Κατασκευή δημοσίων έργων» . Ακολουθεί σειρά προεδρικών διαταγμάτων που έχουν τροποποιήσει εν μέρει το παρόν βασικό π.δ. 218/99. Σημειώνεται ότι ορισμένες από τις διατάξεις του ανωτέρω διατάγματος έχουν τροποποιηθεί ρητά ή σιωπηρά από μεταγενέστερες διατάξεις νόμων. 3. Π.Δ. 393/91 (Α’ 140) «Επιβολή προστίμου για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 21 του Ν.1418/84) 4. Π.Δ. 368/94 (Α΄201) «Τροποποίηση και συμπλήρωση του Π.Δ. 472/85 και του Π.Δ. 609/85». Οι περισσότερες διατάξεις του είναι ήδη καταργημένες. 5. Π.Δ. 82/96 (Α΄66) «Ονομαστικοποίηση των μετοχών Ελληνικών Ανωνύμων Εταιρειών που μετέχουν στις διαδικασίες ανάληψης έργων ή προμηθειών του Δημοσίου» 6. Π.Δ 278/99 (Α΄ 232) «Άσκηση πειθαρχικού ελέγχου των εργοληπτικών επιχειρήσεων και των στελεχών τους και συγκρότηση Πειθαρχικών Συμβουλίων στη Γ.Γ.Δ.Ε του ΥΠΕΧΩΔΕ.» 7. Π.Δ. 334/00 (Α΄279) «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας για τα δημόσια έργα προς τις διατάξεις της οδηγίας 37/93/ΕΟΚ» 8. Π.Δ. 121/01 (Α΄112) «Επιβολή προστίμου για παράβαση διατάξεων του άρθρου 21 του ν.1418/84» 9. Π.Δ. 336/02 (Α΄281) «Τροποποίηση του Π.Δ. 334/02 προς την οδηγία 2001/78/ΕΚ 10. Π.Δ. 101/04 (Α΄72) «Καθορισμός κριτηρίων για την εγγραφή, κατάταξη και
αναθεώρηση
των
εργοληπτικών
Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (ΜΕΕΠ)». 369
επιχειρήσεων
στο
Μητρώο
Γ. ΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 1. Υ.Α. αρ. ΕΔ2α/01/27/Φ.Ν.294/18-3-85 (Β΄170) « Μητρώα επιχειρήσεων κατασκευής δημοσίων έργων (ΜΕΕΠ και ΜΕΚ) και άλλες ρυθμίσεις για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις». Η ανωτέρω απόφαση έχει τροποποιηθεί πολλές φορές, ιδίως ως προς τα όρια προϋπολογισμού των έργων, με κυριότερη την απόφαση αρ. Δ17α/03/74/Φ.Ν. 312/16- 12-1994 (Β΄953). Σημειώνεται επίσης ότι πολλά από τα άρθρα της καταργήθηκαν σιωπηρώς από το ν. 2940/01 ο οποίος ρύθμισε τα θέματα αυτά. ΄Ηδη και κατ΄ εξουσιοδότηση του ν. 2940/01 εκδόθηκαν οι υπουργικές αποφάσεις αριθμ.
Δ17α/03/44/ΦΝ312/20-8-01
(Β΄1114)
«Επιτροπή
μητρώου
εργοληπτικών επιχειρήσεων (ΜΕΕΠ)», αριθμ. Δ17α/04/50/ΦΝ430/2-10-01 (Β΄1314) «Διαδικασία τήρησης του ΜΕΕΠ – Λειτουργία της Επιτροπής ΜΕΕΠ και άλλες διατάξεις» και αριθμ. Δ17α/10/54/ΦΝ430/17- 10-01 (Β΄1418) «Εγγραφή στο ΜΕΕΠ εξειδικευμένων επιχειρήσεων για εξειδικευμένες εργασίες και καθορισμός ορίων προϋπολογισμών έργων που μπορούν αυτές να αναλαμβάνουν», οι οποίες κατ΄ ουσία αποτελούν τροποποιήσεις της ανωτέρω απόφασης. 2.
α)
Δ17α/08/78/ΦΝ357-3-11-95
(Β΄941)
«Καθορισμός
ποσού
απροβλέπτων ως ποσοστού στο αρχικό συμβατικό ποσό στα μεγάλα έργα» β) Δ17α/07/45/ΦΝ380/27-5-96 (Β΄409) «Καθορισμός ποσού απροβλέπτων ως ποσοστού στο αρχικό συμβατικό ποσό για μικρά έργα» 3. 433/19-9-00 (Β΄1176) του Υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ «Καθιέρωση του Φακέλου Ασφάλειας και Υγείας (ΦΑΥ) ως απαραίτητου στοιχείου για τη προσωρινή και οριστική παραλαβή κάθε δημόσιου έργου». 4. ΔΕΕΠΠ/οικ./85/14-5-01 (Β΄686) του Υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ «Καθιέρωση του Σχεδίου Ασφάλειας και Υγείας (ΣΑΥ) και του Φακέλου Ασφάλειας και Υγείας (ΦΑΥ) ως απαραίτητων στοιχείων για την έγκριση μελέτης στο στάδιο της οριστικής μελέτης ή/και της μελέτης εφαρμογής σε κάθε δημόσιο έργο». 5.
Δ17α/02/59/ΦΝ430/8-8-02
(Β΄1081)
«Επανακαθορισμός
προϋπολογισμού έργων των επιχειρήσεων Α1 και Α2 τάξης ΜΕΕΠ» 370
ορίου
6. Δ17α/01/13/ΦΝ430/27-2-02 (Β΄267) «Όροι και διαδικασία έγκρισης κατασκευαστικής κοινοπραξίας και υπεργολαβίας». 7.
Δ17α/08/35/ΦΝ430/8-4-03
(Β΄469)
«Επανακαθορισμός
ορίων
προϋπολογισμού έργων τα οποία επιτρέπεται να αναλάβουν εργοληπτικές επιχειρήσεις εγγεγραμμένες στο ΜΕΕΠ». 8.
Δ15/οικ/10128/2-6-03
βεβαιώσεων
ανεκτέλεστου
(Β΄882)
«Ενημερότητα
και
και
καλής
πτυχίου
εμπρόθεσμης
–
Έκδοση εκτέλεσης
εργασιών από τις υπηρεσίες». 9. Δ17α/03/101/ΦΝ437/18-10-04 (Β΄1581) «Καθορισμός ορίου ποσοστού έκπτωσης άνω του οποίου είναι υποχρεωτική η προσκόμιση πρόσθετων εγγυήσεων σε έργα που ανήκουν στις κατηγορίες Οδοποιίας, Υδραυλικών, Λιμενικών και Πρασίνου». 10. Δ17α/03/101/ΦΝ437/18-10-04 (Β΄1581) «Έγκριση πρότυπων τευχών διακηρύξεων δημοσίων έργων και εντύπου οικονομικής προσφοράς». 11. Δ17α/01/93/ΦΝ437/18-10-04 (Β΄1556) «Έγκριση ενιαίων τιμολογίων εργασιών δημοπράτησης δημοσίων έργων Οδοποιίας, Υδραυλικών, Λιμενικών και Πρασίνου». 12. Δ17α/03/136/ΦΝ437/29-12-04 (Β΄1939) «Έγκριση ενιαίου τιμολογίου εργασιών της κατηγορίας Οικοδομικών έργων και 1η βελτίωση των εγκεκριμένων ενιαίων τιμολογίων εργασιών στις κατηγορίες Υδραυλικών και Λιμενικών Έργων». 13. Δ17α/07/14/ΦΝ437/7-2-05 (Β΄182) «Καθορισμός ορίου ποσοστού έκπτωσης άνω του οποίου είναι υποχρεωτική η προσκόμιση πρόσθετων εγγυήσεων σε έργα που ανήκουν στην κατηγορία των Οικοδομικών Εργασιών, καθώς και σε έργα που εκτελούνται σε νησιωτικές περιοχές». 14. Δ17α/04/15/ΦΝ437/8-2-05 (Β΄205) «Τροποποίηση κατηγοριών στα εγκεκριμένα ενιαία τιμολόγια εργασιών για έργα οδοποιίας». Πηγή: Χατζηχαλκιάς Ζ. (επιμ)(1994), Δημόσια Έργα- 1ος Τόμος 7η έκδοση, Περιστέρι, Εκδόσεις ΙΩΝ. σσ.11-12 (Ν1418 29 Φεβρουαρίου 1984, ΦΕΚ 23Α', με τροποποίηση του Ν.2229 29 Αυγούστου 1994, ΦΕΚ138Α'/31.08.94).
371
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕ Διαχείριση Έργου ΔΤΕ Διαχείριση Τεχνικών Έργων ΔΥ Δημόσιες Υπηρεσίες ΙΟΒΕ Ίδρυμα Οικονομικών Βιομηχανικών Ερευνών Κ.Υ.Α Κοινή Υπουργική Απόφαση Μ.Ε.Ε.Π. Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων Μ.Ε. Κ Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευαστών Ν. Νόμος Ν.Δ. Νομοθετικό Διάταγμα Π.Δ. Προεδρικό διάταγμα ΤΕΕ Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας Τ.Υ - Τεχνικές Υπηρεσίες ΦΕΚ - Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως AIA-American Institute of Architects APMΒοΚ - Βιβλίο πρακτικών της ένωσης για τη Διαχείριση Έργου PM- Project Management: Διαχείριση έργου PMI - Project Management Institute: Ινστιτούτο διαχείρισης έργου PERT - Project Evaluation and Review Technique PMBOK - Project Management body of knowledge: Άθροισμα γνώσης στο πλαίσιο του επαγγέλματος Διαχείρισης Έργου RIBA - Royal Institute of British Architects WBS - Work Breakdown Structure: Δομή Υποδιαίρεσης εργασιών
372
373
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ΤΗΝ 29.06.2016
374
318