Ένα καλοκαίρι κάποτε...

Page 1

Κωνσταντία Φαγαδάκη

Ένα καλοκαίρι κάποτε…

Α΄ Βραβείο Διηγήματος

2019 ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ



Κωνσταντία Φαγαδάκη

Ένα καλοκαίρι κάποτε…

Aθήνα 2019


Ένα καλοκαίρι κάποτε..., Κωνσταντίας Φαγαδάκη Εικονογράφηση Κωνσταντία Φαγαδάκη Επιμέλεια έκδοσης: 5|ανδρον Αθήνα 2019 Σελ. 32 ISBN: 978-618-5323-48-6 Πέντανδρον 2019


Περιεχόμενα Πρόλογος

7

Ένα καλοκαίρι κάποτε...9 Τα μάτια της θάλασσας

17



Πρόλογος O απόλυτα ορισμένος σκοπός του ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ., όπως αυτός προκύπτει από το καταστατικό του επιτάσσει τη «...συστηματική καλλιέργεια και ανάπτυξη των δυνατοτήτων των παιδιών, των νέων και των ενηλίκων με στόχο τη συμμετοχή σε πολιτιστικές, επιστημονικές και ποικίλες τα τεχνολογικές εκδηλώσεις και δράσεις...». Και καθώς στην ακρωνυμική του ονομασία ενυπάρχει η λέξη Πολιτισμός τον υπηρετούμε στο ακέραιο, με τα μέσα και τα εργαλεία που διαθέτουμε. Το ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. προβαίνει στην έκδοση και παρουσίαση έργων νέων και ταλαντούχων δημιουργών με στόχο τη γνωστοποίηση και ανάδειξη στο ευρύτερο κοινό του έργου τους μέσω της εκδοτικής του ομάδας Πέντανδρον. Εντείνοντας την προσπάθεια αυτή έχει θέσει μεταξύ άλλων ως άμεση προτεραιότητα την έκδοση μνημειακών και συνάμα συμβολικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που ευελπιστούμε ότι στις στείρες ημέρες μας έχουν πολλά να «πουν» στο αναγνωστικό κοινό και την κοινωνία. Ελπίζουμε η προσπάθεια αυτή να βρει πρόσφορο έδαφος και γιατί όχι να ταράξει τους εν υπνώσει Κύκλους.



Ένα καλοκαίρι κάποτε… Στο απομακρυσμένο ψαροχώρι οι ρυθμοί πε-

ρνούσαν σε άλλο χρόνο. Οι μέρες του καλοκαιριού εκείνης της εποχής έκρυβαν μια μαγεία. Ιδιαίτερα το βράδυ που σκεπάζονταν με το έναστρο πέπλο της νύχτας. Τότε ήταν που οι πέντε φίλοι Γιάννης, Κατερίνα, Θωμάς, Μαρία και Φρόσω –ηλικίας 12-14 χρονών– ξαπλώνανε στην ταράτσα και μιλούσαν για τα μυστήρια του κόσμου. Συζητήσεις ατελείωτες που συχνά διακόπτονταν στη μέση απ’ τις φωνές των γονιών τους όταν τα καλούσαν να πάνε να κοιμηθούν. Καιρό τώρα τους τριβέλιζε το μυαλό η επιθυμία να κάνουν εκείνη την πεζοπορία στους πρόποδες του βουνού. Είχαν ακούσει για έναν εντυπωσιακό καταρράκτη που έκρυβε το δάσος στα σπλάχνα του και ανυπομονούσαν να τον δουν! Συναντήθηκαν μια μέρα στην προβλήτα που έδεναν οι λίγοι ψαράδες τις βάρκες τους και πήραν την ποθητή απόφαση. Μετά το μεσημεριανό με τα σακίδια στην πλάτη γεμάτα φαγητό και νερό, ξεκίνησαν!


Περπατούσαν ώρες ανάμεσα σε βάτα και πυκνή βλάστηση ακούγοντας τον απόηχο του νερού ανακατεμένο με ήχους του δάσους. Ήξεραν ότι βάδιζαν προς την σωστή κατεύθυνση. Η δροσιά τους ακολουθούσε βήμα-βήμα και χαϊδευε τα πρόσωπά τους όλο και πιο πολύ, ώσπου έφτασαν! Το τοπίο ήταν επιβλητικό! Το μέρος γύρω περιστοιχίζονταν από αιωνόβια δέντρα και κισσοί δημιουργούσαν σχοινιά ανάμεσα στα φυλλώματα σαν αίσθηση ζουγκλας. Το φως ελάχιστο παιχνίδιζε μια ηλιοδάχτυλη άρπα που σχημάτιζε ουράνιο τόξο μπροστά από τον γιγάντιο βράχο που το νερό έρεε με μεγάλη ορμή! Ο καταρράκτης! Τι μουσική και μεγαλείο! Έμοιαζε σαν ανακάλυψη αρχαίου πολιτισμού και εκείνοι…, μικροί Ιντιάνα Τζόουνς! Η καρδιά τους πετάριζε από χαρά. -Πωπώ ! φώναξε ο Γιάννης βρέχοντας το πρόσωπό του - να μείνουμε εδώ παιδιά να εξερευνήσουμε το μέρος γύρω. - Δεν νομίζω ότι έχουμε πολύ χρόνο, απάντησε η Μαρία. Σε λιγάκι που ο ήλιος θα πέσει πιο χαμηλά δεν θα φωτίζει το μονοπάτι και το δάσος θα δείχνει διαφορετικό. - Εντάξει παιδιά είπε ο Θωμάς, προτείνω μια μικρή στάση για κολατσιό και επιστρέφουμε. - Έγινε! συμφώνησαν όλοι με μια φωνή. Με την εικόνα να πλημμυρίζει όλες τις αισθήσεις στην μνήμη τους, ξεκίνησαν για το δρόμο της

10


επιστροφής ενώ το ηλιοβασίλεμα που γίνονταν εκείνη την ώρα χρύσιζε τα πρόσωπά τους. Η Κατερίνα ήταν σκεπτική σε όλη την διαδρομή ώσπου αποφάσισε να μιλήσει. - Έχω να σας κάνω μια πρόταση. Θέλετε να δείτε κατι μαγικό; - Χαχαχα τι μαγικό ρώτησε γελώντας ο Γιάννης. Θα μας κάνεις μαγικά; - Όχι είπε η Κατερίνα. Αλλά αν έχεις περιέργεια και υπομονή θα δεις εκεί που θα σας πάω. - Πού θα μας πας ρωτά η Φρόσω. - Θα δείτε! Δεν το εχετε δει αυτό το μέρος είμαι σίγουρη! Τα παιδιά γεμάτα περιέργεια ακολούθησαν την Κατερίνα , όταν τους έδειξε να συνεχίσουν σ’ ένα άλλο μονοπάτι που με δυσκολία φαινόταν απ΄το σημείο που βρίσκονταν. Ο ουρανός είχε πλέον φορέσει το μωβ ρούχο του και ασυνήθιστοι ήχοι φτερούγιζαν γύρω τους. - Αργούμε; ρώτησε ο Γιάννης, νύχτωσε! - Όχι σε λιγάκι θα δείτε απάντησε η Κατερίνα. Έφτασαν σε ένα ξέφωτο. Γύρω είχε ελιές και στη μέση μια μικρή ολοστρόγγυλη λίμνη καθρέφτιζε τα αστέρια. Η μια της πλευρά σχημάτιζε μια λωρίδα άμμο που έβρεχε η θάλασσα. Η παρέα ήταν ενθουσιασμένη ! - Τι όμορφο και παράξενο μέρος είπε ο Γιάννης! Δεν ακούγεται τίποτα. Όλα θαρρείς ότι σώπασαν … και πριν τελειώσει τον λόγο του είδαν κάτι φωτεινό να πλησιάζει προς αυτούς.

11


Φοβισμένοι κρύφτηκαν πίσω από θάμνους. Το φως δεν προχωρούσε, ολίσθαινε μέχρι που έφτασε πάνω από την λίμνη αιωρούμενο κι με μια ανεξήγητη ορμή βυθίστηκε μέσα της χωρίς να ξαναβγεί! Τα παιδιά ανατρίχιασαν πάγωσαν… Η καρδιά τους αντηχούσε σε όλο τους το σώμα μέχρι τις πατούσες. Ξαφνικά η λίμνη γέμισε θεόρατα κύματα και λάμψεις υψώνονταν σαν να ζωντάνευε κάτι … αλλά τι ήταν αυτό; - Θεέ μου με τόσο φως θα μας δουν! μονολόγησε ο Θωμάς Ας ανοίξει η γη να μας καταπιεί σκέφτηκε. Κρατημένα τα παιδιά χέρι-χέρι ξαφνικά ένιωσαν τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια τους και ένα ρήγμα άνοιξε σαν στόμα. Έπεφταν και έπεφταν μέχρι που βρέθηκαν να κουτρουβαλούν σε μια σκάλα που στο τέλος της έβλεπαν μια πόλη σαν καρτ ποστάλ. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής. Το μόνο που διαπερνούσε την εικόνα ήταν ο υπόκωφος ήχος του νερού που ερχόταν από το βάθος. Περπάτησαν στην άψυχη πόλη στον πλακόστρωτο δρόμο ακολουθώντας τον ήχο του νερού. Μπήκαν σε ένα τούνελ. Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό που νόμιζαν ότι είχε σώμα. Απελπισμένοι συνέχιζαν με την καρδιά φακό να ψάχνει για λίγη ζωή. Σιγά σιγά ένιωθαν ένα άνοιγμα ελπίδας φωνές και αντηχήσεις δυνάμωναν όλο και πιο πολύ. Αέρας φυσούσε τα μαλλιά τους καθώς πλησίαζαν στο

12


άγνωστο ώσπου ξεπρόβαλε το πρώτο ίχνος ανθρώπινης ύπαρξης και η εικόνα που τους έκανε να χαμογελάσουν και να τρέξουν με όλη τους την δύναμη προς την έξοδο στο Φως. Βρέθηκαν στην γνώριμη προβλήτα! Έκπληκτοι δεν πίστευαν οτι ο εφιάλτης τους τελείωσε, νόμιζαν ότι ήταν πάλι άλλη μια δοκιμασία. Κοίταξαν πίσω και το άνοιγμα από όπου βγήκαν είχε γίνει μια μικρή οπή στην άκρη του δρόμου που καλύπτονταν από θάμνους. Η πραγματικότητα ήταν εκεί και μπορούσαν να την αγγίξουν να την ακούσουν να την γευτούν! Και αυτό ήταν υπέροχο! Όλα φυσιολογικά και ανθρώπινα! Δεν είχαν όμως αίσθηση του χρόνου. Πόσες ώρες ή μέρες έλειπαν; Τι θα έλεγαν στους γονείς τους; Ποιος θα πίστευε την ιστορία τους; Συμφώνησαν λοιπόν να μην πουν κουβέντα για αυτό που έζησαν αλλά να σκεφτούν διάφορες συνηθισμένες δικαιολογίες. Μόνο η Κατερίνα έφερε αντίρρηση. - Ξέρω έναν που θα μας πιστέψει. Είναι ο παππούς μου που με είχε πάει κάποτε στην λίμνη ! Όπως ξέρετε ήδη, έχει το χάρισμα να βλέπει και να γνωρίζει πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν. Το γνωρίζουν όλοι στο χωριό και γι’ αυτό τον σέβονται. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, με το να του το πούμε. Η παρέα συμφώνησε με την Κατερίνα. Περίμεναν

13


να συναντήσουν τον παππού την ημέρα που ήταν μόνος του στο σπίτι. Τον βρήκαν να κάθεται στην κουνιστή καρέκλα και να σιγοτραγουδά με κλειστά μάτια. Η βιβλική του φιγούρα τον έκανε σεβαστικό. - Παππού κοίτα ποιους έφερα; του είπε η Κατερίνα. Μόλις άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε την παρέα έκπληκτος και με χαμόγελο αναφώνησε: - Βρε, βρε, βρε… πώς από ‘δώ παιδιά; Παίρνει τον λόγο ο Γιάννης και μετά από λίγο ανέφεραν ο καθένας, την εμπειρία τους. Ο παππούς άκουγε με αφοσίωση και αφού ρώτησε αν είχαν παραλείψει κάτι να πουν τους διηγήθηκε. - Ευτυχώς παιδιά που έχω τώρα και εσάς σε όσα γνωρίζω γι’ αυτήν την πόλη. Εδώ στην περιοχή όλοι λένε για τον μύθο που σκεπάζει την αλήθεια γιατί θα σε περάσουν για τρελό αν επιμείνεις για αυτά που θα σας πω. Όταν ήμουν περίπου στην ηλικία σας είχα παει με τον φίλο μου τον Διονύση στην λίμνη. Εκείνη την ημέρα συνέβη αυτό που ζήσατε κι εσείς…, το ρήγμα στην γη. Ο φίλος μου έπεσε μέσα και τον έχασα…. Από τότε, δεν βρέθηκε ίχνος του. Πιστεύαμε ότι δεν ζει. Όμως πριν από λίγα χρόνια και ενώ έκανα την βόλτα μου στην παραλία, εμφανίστηκε μπροστά μου! Ίδιος και απαράλλακτος σαν να μην είχε περάσει μέρα από τότε. Κοντοστάθηκα να τον δω και δάκρυα

14


ασυγκράτητα έτρεχαν απ’τα μάτια μου. Διονύση φώναξα! Μόνο… που εγώ ήμουν γέρος κι εκείνος ακόμη παιδί. Τι συνέβη; Πού ήσουν; Τον ρώτησα. Τότε μου μίλησε γι’ αυτήν την πόλη που κινείται σαν τρένο μέσα σε μαύρες – μωβ τρύπες. Ο χρόνος δεν υπάρχει και κανένας δεν μεγαλώνει. Σοκαρίστικα νόμιζα ότι έβλεπα φάντασμα! Ο Διονύσης αν και μου τα έλεγε όλα αυτά με κοιτούσε σαν ξένο, δεν με γνώριζε… γι’αυτό και δεν ήξερα τι άλλο να πω. Τον κοιτούσα άφωνος να ξεμακραίνει ώσπου τον έχασα και πάλι. Αναρωτιόμουν αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα εκείνο το μεσημέρι. Αρχίζω όμως και σκέφτομαι τούτο: Είσαστε πολύ τυχερά που ανεβήκατε στην πραγματικότητα προτού «ταξιδέψει» η πόλη! Να μην ξαναπάτε εκεί! Είπε με αυστηρό υφος. Κι όλα αυτά εδώ να μείνουν μεταξύ μας. Μάθατε τώρα! Ζήστε την ισορροπία της ζωής απ’ την αρχή ως το τέλος της και να θυμάστε τους σταθμούς της!

15



Τα μάτια της θάλασσας … Η θάλασσα απλωνόταν γύρω από το νησί αγριεμένη. Θαρρείς πως είχαν ξεσηκωθεί τα στοιχειά της να κυριέψουν την στεριά. Όλα είχαν ερημώσει μετά το καλοκαίρι και οι λιγοστοί ντόπιοι δεν έφταναν να δώσουν την απαιτούμενη ζωή ακόμη και στο πιο πυκνοκατοικημένο μέρος του νησιού, το λιμάνι. Μόνο μια μικρή μοναχική παραλία στην βορεινή πλευρά δεν άλλαξε τους ανθρώπους της. Οι δύο οικογένειες με τα γραφικά σπίτια τους που στόλιζαν τις άκρες της, πάνω στα βράχια, έμοιαζε, σαν να βγήκε από μια καρτ ποστάλ. Το ψάρεμα ήταν η βασική απασχόληση των αντρών και τα παιδιά τους μεγάλωναν σαν αδέρφια. Η μικρή Ιώ από την μια οικογένεια και η γιαγιά από την άλλη, ήταν οι ψυχές που ένωναν τους δεσμούς τους. Η αθωότητα μαζί με την ωριμότητα, οι ιστορίες και τα αστεία τους, έκαναν τις συναντήσεις τους να γεμίζουν από θαλπωρή. Μια μέρα ήταν και η σημερινή που όση ώρα η γιαγιά συνέχιζε την διήγηση της ιστορίας η μικρή Ιω ένιωθε ότι ζωντάνευε η φωτογραφία που κρατούσε. Είχε αφεθεί στην μαγεία. Περπατούσε εκεί


δίπλα στο ακροθαλάσσι… μαζί με τους πρωταγωνιστές. Οι δυο άντρες –ο Πέτρος και ο Παύλος– μάζευαν τα δίχτυα τους ταλαιπωρημένοι από την τρικυμισμένη θάλασσα που λίγο πριν, θα τους έπνιγε. Τα ψάρια ήταν όμως πολλά και αυτό θα τους έφερνε αρκετά χρήματα αν τα πουλούσαν στη μεγάλη τράτα που τα πήγαινε στην ψαραγορά της πρωτεύουσας. Τα δυο καΐκια τους ήταν αχώριστα όπως και οι ζωές τους, ζούσανε με νερό και αλάτι από τις ιστορίες της θάλασσας. Μια μέρα κι ενώ είχαν ανοιχτεί στον μωβ ορίζοντα του πελάγους, ένα τεράστιο ψάρι κολυμπούσε ήρεμα κοντά τους. Φαινόταν είδος σπάνιο. Ο Πέτρος φοβήθηκε μην μπλέξει στα δίχτυα τους. Όπως κι έγινε… Πάλευαν ώρες μέχρι να καταφέρουν να το δαμάσουν και να τραβήξουν το μισό σώμα του πάνω στο καΐκι. Σπαρτάραγε και όση ώρα χτυπιόταν η ουρά του, όλα γύρω έχαναν την ισορροπία τους. Από πάνω η Νύχτα τους σκέπαζε με το μαύρο έναστρο πέπλο της, ενώ μια φωνή ακούστηκε να λέει: «αφήστε το παιδί μου να ζήσει». Ξαφνιασμένοι και οι δύο αντίκρισαν ένα ακόμα μεγαλύτερο ψάρι με σπάνια χρώματα στα μάτια του να κολυμπά δίπλα στα καΐκια τους. Τα πιο όμορφα μάτια που είχαν δει! - «Αφήστε το παιδί μου να ζήσει επανέλαβε» -«Mιλάς ανθρώπινα; Ρώτησε έκπληκτος ο Παύλος.

18


Τι είσαι; και πώς γίνεται αυτό; - Ζω στην ψαροχώρα εκεί που γεννιούνται οι γοργόνες. Δεν έχει δει ποτέ άνθρωπος την πόλη μας. Αφήστε το παιδί μου να ζήσει κι εγώ θα κάνω ό,τι επιθυμείτε. - Θέλω να μου φέρεις το πιο πολύτιμο της χώρας σας, κι εμείς θα ελευθερώσουμε το παιδί σου. - Θα σε πάω εκεί, αν θες όταν θα γεμίσει το φεγγάρι στο ακρωτήρι κάτω από τον Φάρο, θα σας περιμένω, απάντησε η μαμά του ψαριού. Είναι σε μεγάλο βάθος. Πρέπει να είσαστε προετοιμασμένοι. - Εντάξει είπε ο Παύλος και άφησε ελεύθερο το παιδί της να γλιστρήσει ξανά στην θάλασσα. Έκαναν δύο σάλτα με χαρά και καταδύθηκαν στην άβυσσο. - Είσαι τρελός ρε φίλε είπε ο Πέτρος. - Γιατί; Είπε ο Παύλος - Ξέρεις πόσα χρήματα θα παίρναμε από αυτό το ψάρι; Πέταξες το όνειρό μας! Την ευκαιρία να αγοράσουμε μια σύγχρονη τράτα για εμάς! - Περίμενε στην πανσέληνο και θα δεις τι θησαυρός μας περιμένει…! Θα δεις ! - Πιστεύεις ότι θα έρθει; - Πιστεύω… Εκείνο το βράδυ γύρισαν άπραγοι. Ούτε ψάρια είχαν…, ούτε καν δίχτυα μόνο την ανάμνηση που έκανε την σκέψη τους να ταξιδεύει στα πιο ονειρεμένα παραμύθια. Γι’ αυτό και την επόμενη κιόλας μέρα έβαλαν πλώρη για να ανακαλύψουν το παραμύθι τους. Πήγαν

19


στην πόλη αγόρασαν καταδυτικές στολές, φιάλες οξυγόνου και όλο τον εξοπλισμό που θα βοηθούσε να ρίξει φως στα σπλάχνα των μυστηρίων που κρύβει η θάλασσα. Κοιτούσαν τις νύχτες τον Φάρο να αναβοσβήνει ρυθμικά σαν τα λεπτά σαν τις μέρες… που αποκτούν πρόσωπο, όταν ολοκληρώνεται το φεγγάρι. Ακολουθώντας την συνηθισμένη ρου-τίνα έφτασε και η ποθητή πανσέληνος… Η νύχτα θαρρείς και ανέπνεε την άπνοια που βασίλευε πάνω από την λεία επιφάνεια της θάλασσας. Ησυχία πλανιόταν και μόνο το φεγγαρόφως χάιδευε τις ρυτίδες των κοσμογονικών νερών. Περίμεναν στο ακρωτήρι… το βλέμμα τους περιστρέφονταν μαζί με τον φάρο μήπως δουν το ψάρι. Οι ώρες περνούσαν κατω από την τροχιά που διέγραφε στον ουρανό το ολόγιομο φεγγάρι χω-ρίς να διαταράξει τίποτα την εικόνα. Ώσπου η απελπισία άρχισε να κοκκινίζει μαζί με την δύση της πανσελήνου πίσω από τα βουνά του ορίζοντα. Κι ενώ ήταν έτοιμοι να φύγουν με το κεφάλι κατεβασμένο τότε άκουσαν την γνώριμη φωνή: - Μην φεύγετε! Γύρισαν και κοίταξαν με λαχτάρα. Ήταν το ψάρι. Τα μάτια του ήταν υγρά και λαμπύριζαν σκορπίζοντας ιριδισμούς πάνω στο νερό. - Συγνώμη που άργησα να έρθω. Αλλά το παιδί μου είναι πολύ άρρωστο. Αν δεν έχετε αλλάξει

20


γνώμη πρέπει να βιαστούμε! - Πέτρο μείνε εδώ εσύ και πάω εγώ. Είπε ο Παύλος και αφού φόρεσε την καταδυτική στολή και τις φιάλες οξυγόνου, δέθηκε από την μέση μ΄ ένα σκοινί και καταδύθηκε μαζί με το ψάρι στα άδυτα της θάλασσας. Χάρη σε μια περίεργη λάμψη, σαν φωτοστέφανο, γύρω από το ψάρι μπορούσε να βλέπει λίγο από το περιβάλλον γύρω τους. Ένιωθε την θερμοκρασία να πέφτει και το σκοτάδι να γίνεται όλο και πιο αδιαπέραστο. Μέχρι που χρώματα έσβηναν απαλά το σκότος … σαν να πλησιάζαμε την γη από την άκρη του διαστήματος. Ήταν η ψαροχώρα… Ένας παράξενος θόλος εμφανίστηκε! τέσσερα ουράνια τόξα τον αγκάλιαζαν… Σχηματίζοντας έναν… Σταυρό. Άπλετο φως ακτινοβολούσε λαμπύριζαν χιονονιφάδες που από μέσα τους έβγαιναν παράξενα όντα(!) κι ενώ όλα αυτά με είχαν συνεπάρει, ψάρια με ανθρώπινη μορφή, γοργόνες, κολυμπούσαν γύρω από ένα ψάρι ξαπλωμένο στο βυθό. Ακουγόταν ο πόνος στην φωνή του ... - Το παιδί μου! φώναξε το ψάρι και κολύμπησε με τέτοια ταχύτητα, σαν να πέταξε κοντά του. Ήμουν σε αμηχανία δεν ήξερα τι να κάνω. - Γιατί είναι άρρωστο; Τι έχει; Ρώτησα. - Χρειάζεται νερό από τα ουράνια τόξα. Διψάει…! μου απάντησε με αγωνία. Είμαστε το είδος που ζει από την βροχή τους, Το πρώτο είδος από όπου

21


δημιουργήθηκε η ζωή εδώ. Όμως… από τότε που άρχισε να χάνεται η βροχή κάτω από τα ουράνια τόξα, ήταν που άνοιξε η φλέβα της αιώνιας ζωής και άρχισε να αιμορραγεί. Δεν έχει δύναμη να κολυμπήσει ως την επιφάνεια της θάλασσας και η πληγή του δεν κλείνει. - Μα … υπάρχει αιώνια ζωή; Ρώτησα έκπληκτος. - Αυτό είναι το πολύτιμο που σου έλεγα, απάντησε. Βρίσκεται μέσα σε εκείνη την σπηλιά. Θα σε πάω αλλά μόνο ένας μπαίνει εκεί. Θα σε αφήσω στην είσοδο. Έτσι κι έγινε. Πλησιάσαμε την σπηλιά. Από μέσα της έβγαινε ένα απαλό αχνό γαλάζιο φως. Αν και φοβόμουν κολύμπησα εντός της… μια φωνή ακούστηκε. Ερχόταν από εκείνο το φως που αιωρούταν σαν πολύχρωμο άστρο. - Έλα, πλησίασε. Είσαι ο Παύλος το ξέρω και για να σε φέρει εδώ η Δάη σημαίνει ότι το αξίζεις. Έμαθα ότι έσωσες το παιδί της. Πάρε με στα χέρια σου. Είμαι το μυστικό της αιώνιας ζωής. Πλησίασα… το κοιτούσα και με μαγνήτιζε. Ήταν ένα φωτεινό σύννεφο…! Άπλωσα τα χέρια μου να το αγγίξω. Ένιωσα να με πλημμυρίζει ευφορία! Σκέφτηκα να το πάρω και να φύγω. Ήμουν στην έξοδο της σπηλιάς και κοιτούσα δεξιά και αριστερά μην με δει κανείς. Όλοι ήταν απασχολημένοι με το ψάρι. Ευκαιρία ήταν… Όμως καθώς έβγαινα… έγινε ένας μεγάλος σεισμός! Σκοτείνιασε ο θόλος … Ταραχή μεγάλη βασίλεψε. Οι χιονονιφάδες χά-

22


θηκαν… Τα ουράνια τόξα έπεσαν πιο χαμηλά και μια βροχή δυνατή άρχισε να πέφτει. Όλα άλλαζαν… ένιωσα ότι η δική μου κίνηση ίσως ήταν η αιτία για το κακό. Φοβήθηκα! Μπήκα ξανά μέσα στην σπηλιά έμοιαζε τώρα διαφορετική. Δεν υπήρχε σκοτάδι φαινόντουσαν όλα πιο καθαρά τα κοράλια, τα κοχύλια, τα άνθη της θάλασσας και οι πεταλούδες! Παραμιλούσα επαναλαμβάνοντας «…πού να αφήσω το μυστικό της αιώνιας ζωής…». Ώσπου ένας γιγάντιος αστερίας φαινόταν να μου έγνεφε με το ένα του άκρο σηκωμένο σαν να μου έλεγε άφησέ το εδώ. Το ακούμπησα απαλά πάνω του και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, καθώς ένιωθα την καλή ενέργεια να ποτίζει… Βγαίνοντας έξω με χαρά είδα το άρρωστο ψάρι να θεραπεύεται και όλα να γίνονται φωτεινά μέσα σε ένα ψιλόβροχο που ζωντάνευε τα πάντα γύρω. Πόση ώρα είχα ξεχαστεί… ο χρόνος μου είναι συγκεκριμένος και έβλεπα τώρα το οξυγόνο να λιγοστεύει! Βρήκα την Δάη χαρούμενη με το παιδί της και της είπα ότι αν μείνω άλλο θα κινδυνεύσω. ‘Έπρεπε να φύγω άμεσα! - Θα σε πάμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε! μου είπε με εκείνα τα υπέροχα πολύχρωμα μάτια της να λαμπυρίζουν από σιγουριά. Με έβαλαν στην ράχη τους και με όλη τους την δύναμη με ώθησαν σαν πύραυλο προς την επιφάνεια της θάλασσας! Λίγο πριν αποχωριστούμε με

23


τα ψάρια τους υπέροχους φίλους μου η Δάη μου είπε: Μπορεί να μην πήρες τον θησαυρό που ονειρευόσουν αλλά… μην ξεχάσεις να δεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη αύριο το πρωί με την πρώτη αχτίνα του ηλίου. Και με δυο χαρωπές βουτιές γύρω μου με αποχαιρέτησαν και χάθηκαν … Όταν πήρα την πρώτη αναπνοή πάνω από το νερό ένιωσα σαν τον αστροναύτη που προσγειώνεται σε έναν εξωγήινο πλανήτη... Μόνο η φωνή του Πέτρου μου θύμισε ποιος ήμουν… - Πού είσαι; Είχα φοβηθεί… έλλειπες πολλές ώρες. Τι έγινε; Πού είναι ο θησαυρός; - Ανέβασέ με και θα σου πω… του απάντησα. Επιστρέφαμε και του διηγιόμουν όσα έζησα. Το δειλινό μας αποχαιρετούσε και όση ώρα το κοιτούσα ήθελα να το κρατήσω σαν φωτογραφία στην μνήμη μου. Έτσι για να θυμάμαι τι χρώματα παίρνει ο ουρανός όταν κοιτά την μαγεία…! Ο Πέτρος μετά από όσα άκουσε ήταν θυμωμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά δεν είχαν κάτι χειροπιαστό παρά μόνο ένα παραμύθι… – Τι μου λες …σε ακούω τόση ώρα, να μου λες, να μου λες… και σκέφτομαι οτι πολύ εντυπωσιακά όλα αυτά… αλλά …, φάε λέξεις ρε φίλε και ζήσε! Εγώ όμως δεν ζω έτσι! Μου λες να πιστέψω τι; το παραμύθι σου; Είχα παγώσει. Δεν είχα ξαναδεί τον Πέτρο έτσι. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι κάτι μέσα μου είχε αλλάξει. Ότι ο θησαυρός όντως υπάρχει και ζει ... Δεν είναι λάφυρα δεν είναι χρυσάφι είναι…

24


Όμως, δεν κατάφερα να τον πείσω. Απογοητεύτηκα κι εγώ με το ξέσπασμα του Πέτρου. Για πρώτη φορά οι δυο φίλοι αποχωρίστηκαν θυμωμένοι. Σαν να σχίζονται δυο κόσμοι όπως ένα φύλλο χαρτί. Όταν επέστρεψε στο σπίτι ο Παύλος προσπάθησε να ξεφύγει από τις πολλές ερωτήσεις της οικογένειάς του γλιστρώντας σαν χέλι ανάμεσά τους. Έκλεισε την πόρτα και πήγε να ησυχάσει στο δωμάτιο της σοφίτας μακριά από όλους. Στην άκρη του υπνοδωματίου υπήρχε ένας ολόσωμος καθρέφτης. Αναρωτιόταν… τι θα έβλεπε με την πρώτη αχτίνα του ηλίου …Δεύτερη μέρα της πανσελήνου η νύχτα ήταν φωτεινή και όπως ξαγρυπνούσε το φεγγάρι έτσι και ο Παύλος δεν κοιμόταν. Περπατούσε στο δωμάτιο του ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στον καθρέφτη σαν να περίμενε κάποιον να φανεί. Οι σκέψεις του έσφιγγαν το μυαλό και τον λαιμό. Βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα. Κατέβηκε στην παραλία και η βουή των κυμάτων ήταν ο μόνος ήχος που ήθελε να διώξει τις σκέψεις μακριά. Κάθισε στην αμμουδιά και άκουγε την θάλασσα. Μια φιγούρα από την άλλη άκρη της παραλίας περπατούσε αργά. Του θύμισε τον Πέτρο. Αυτός θα ήταν… Δεν ήθελε όμως να τον δει. Κρύφτηκε πίσω από μια βάρκα δεμένη σ’ ένα δέντρο. Ευτυχώς δεν πλησίασε περισσότερο. Στάθηκε για λίγη ώρα κοιτώντας προς το πέλαγο άναψε ένα τσιγάρο και μετά έφυγε. Ένας αναστεναγμός βγήκε σαν φωνή που δεν ήθελε να ακουστεί από τον Παύλο

25


ενώ ζωγράφιζε κύκλους στην άμμο με ένα κλαράκι περιμένοντας να χαράξει. Η γιαγιά γινόταν όλο και πιο παραστατική τώρα που πλησίαζε το τέλος. Τα μάτια της μικρής Ιώς την κοιτούσαν με λαχτάρα. Ρούφαγε κάθε λέξη της. Το ζούσε. Το πρωινό αγιάζι άρχισε να μου τρυπά τα κόκκαλα. Ανέβηκα αθόρυβα από την πίσω σκάλα στη σοφίτα. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Μετέφερα τον καθρέφτη κοντά στο παράθυρο, έτσι ώστε να βλέπει στην Ανατολή. Τον κρατούσα στα χέρια μου σαν μικρό παιδί που θέλει να δει για πρώτη φορά τον Άγιο Βασίλη με εκείνη την λαχτάρα της αναμονής! Όλα φωτίζονταν σιγά-σιγά γύρω. Ο καθρέφτης έπαιρνε το χρώμα το γκρίζο-γαλάζιο εκείνο…του βυθού. Κάτι γινόταν… το ένιωθα…! Και να! Η πρώτη ηλιαχτίδα! Σαν χρυσό πινέλο ακούμπησε τον καθρέφτη με το είδωλό μου. Και είδα…! Τα ουράνια τόξα της ψαροχώρας και μια ολοζώντανη βροχή να πέφτει μπροστά μου σαν ανοιχτό παράθυρο σε άλλο κόσμο! Μια γραφή από αόρατο χέρι να γράφει: «το νερό αυτό που αγγίζεις θα σου δώσει το χάρισμα να γιατρεύεις ό,τι αληθινά αγαπάς σε ό,τι ζωντανό ον είναι πάνω στη γη». Θα ζήσεις πάρα πολλά χρόνια. Φτιάξε κήπο από διαλεχτούς καρπούς. Αγάπα αληθινά και τίποτα

26


δεν θα αρρωσταίνει. Μοίρασε και δώσε! Χαιρέτα την θάλασσα και ξαναδές την με άλλα μάτια! Πλούτος θα είναι ο κόσμος που θα αναζητά τον καρπό σου!» Αυτά έγραφε το αόρατο χέρι στον καθρέφτη και η δροσιά έγλυφε τα δάχτυλά μου σαν πιστό σκυλί. Ταραχή μαζί με συγκίνηση σαν ρεύμα διαπέρασε όλο μου το σώμα. Όπως η ανατολή ζεσταίνει την πλάση έτσι ποτίστηκε κάθε κύτταρό μου με ελπίδα! Χαμογέλασα στο όνειρο! Χαμογέλασα στην αλήθεια της Αγάπης! Ευχαριστώ λέω στο θαύμα της ζωής! Κράτησα αυτήν την πυξίδα κι ένας νέος κόσμος φωτίστηκε!

27


28


29



ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΠΟΤΕ...,ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΦΑΓΑΔΑΚΗ ● ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΕΤΑΞΑΣ ● ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. ● ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2019 Η ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ 5|ΑΝΔΡΟΝ ● ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΣΕ ΟΛΟΥΣ Αριθμός έκδοσης 22


Α΄ Βραβείο Διηγήματος

2019 ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ISBN: 978-618-5323-48-6


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.