ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Β. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΑ ΝΗΣΙΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Β. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΑ ΝΗΣΙΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Β. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΑ ΝΗΣΙΑ Α′ ΕΚΔΟΣΗ ISBN: 978-618-83361-6-2 ΑΘΗΝΑ 2017 ΣΕΛ. 32 Πέντανδρον 2017
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΑ ΝΗΣΙΑ
Δρ. Αριστοτέλης Β. Αλεξόπουλος Διεθνολόγος Περιβαντολλόγος Διευθυντής Έρευνας & Ανάπτυξης, Τμήμα Ναυτιλίας, Μεταφορών και Εφοδιασμού BCA College of Athens
ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ 2017
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Λαμβάνοντας υπόψη το εύρος της ακτογραμμής και το πλήθος των νησιών και νησίδων, που αποτελούν το Αιγαίο Αρχιπέλαγος καθίσταται απολύτως σαφές το ερώτημα πώς και αν η Ελληνική Πολιτεία εκμεταλλεύεται τον φυσικό πλούτο που τόσο άπλετα η φύση της κληροδότησε; Το Δίκαιο της Θάλασσας, οι Συνθήκες και οι Κανονισμοί που το διέπουν επιτρέπουν και σε ποιο βωμό, λόγω της εγγύτητας με την γείτονα, τέτοιου είδους επενδύσεις; Ο σκοπός της Α′ Έκδοσης του πονήματος «Προοπτικές Αξιολόγησης και Αξιοποίησης των Ελληνικών Νησιών με Ειδική Αναφορά στα Ακατοίκητα Νησιά» του κ. Αριστοτέλη Αλεξόπουλου, είναι να προκαλέσει το ερέθισμα ή να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα μιας συζήτησης, καταρχάς σε διαδικτυακό επίπεδο και στη συνέχεια σε επίπεδο ημερίδας προκειμένου να διατυπωθούν σε Β′ Έκδοση πλέον επιχειρήματα εμπεριστατωμένα νομικά και οικονομικά για την εκμετάλλευση προς όφελος των μελλοντικών γενεών του πλούτου αυτού. Αν μπορέσουν με έναν ή με συνδυασμό από τους τρόπους που θα προταθούν και αν ποτέ η Ελληνική Πολιτεία υιοθετήσει κάποιον ή κάποιους κατά περίσταση απ’ αυτούς τότε η θάλασσα που μας περιβρέχει αιώνες με τα στολίδια της θα αποτελέσει την τράπεζα του μέλλοντος, το αποθετήριο μιας αξίας για μέλλουσα χρήση. Όνειρο; Ίσως! Απραγματοποίητο; Μπορεί! Όμως η προσπάθεια και η πρόταση είναι για τις επερχόμενες γενιές και όχι για μας. Το ΔΣ
Η
Ελλάδα λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογικής φύσης της εμφανίζεται να έχει ένα πολύ μεγάλο αριθμό νησιών, νησίδων, βραχονησίδων (άνω των 9.800), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι ακατοίκητα1. Επίσης, σημαντικός αριθμός αυτών είναι ανώνυμα. Ο ακριβής αριθμός των νησιωτικών αυτών εκτάσεων είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί. Παλαιότερες εκτιμήσεις υπολόγιζαν τον αριθμό των ελληνικών νησιών σε περίπου 3.000, ενώ νεότερες εκτιμήσεις εκτοξεύουν τον αριθμό τους σε περίπου 9.800 (περιλαμβάνοντας και τους βράχους) με συνολική έκταση 25.019 km2. Από τα νησιά αυτά, μόνο τα μεγαλύτερα, λίγο περισσότερα από 100, τα οποία και αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος επί του συνόλου, κατοικούνται. Τα υπόλοιπα νησιά παραμένουν ακατοίκητα και ελάχιστα από αυτά αποτελούν πεδίο οικονομικής δραστηριότητας. Βάσει των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, η δυνατότητα διαβίωσης ή εναλλακτικά η ύπαρξη οικονομικής δραστηριότητας αποτελούν βασικό κριτήριο για την κατάταξη μίας νησιωτικής έκτασης στην κατηγορία των νησιών (που έχουν όλα τα κυριαρχικά και οικονομικά δικαιώματα των χερσαίων εδαφών) ή των βράχων (που έχουν μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη και στερούνται υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης – ΑΟΖ). Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η μη ενεργή άσκηση δικαιωμάτων, φαίνεται να δημιουργεί αξιώσεις από την πλευρά της Τουρκίας, είναι απαραίτητη η ανάδειξη της 1
έρος της παρούσας εισήγησης βασίζεται σε προηγούμενη πρόταση μελέτης Μ από το Πάντειο Πανεπιστήμιο προς το Ίδρυμα Λάτση με τίτλο: Γ. Τσάλτας, Α.Β. Αλεξόπουλος, Γ. Ροδοθεάτος και Τ. Μπούρτζης, (2012), “Καταγραφή, Κατηγοριοποίηση και Αξιολόγηση των Ελληνικών Ακατοίκητων Νησιωτικών Συμπλεγμάτων. Μία Περιπτωσιολογική Αναφορά”.
Εισαγωγή
10
σημασίας τους, η ανάπτυξη τους (τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο) και η άσκηση νέας πολιτικής για την αξιοποίηση των ακατοίκητων νησιών. Το Διεθνές Δίκαιο και τα νησιά
Σ
ύμφωνα με το άρθρο 10 της Σύμβασης της Γενεύης (1958) για την αιγιαλίτιδα ζώνη και το άρθρο 121 της Σύμβασης της Τζαμάικα του 1982 (Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας – ΣΔΘ) νησί είναι η φυσικά σχηματισμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από νερό και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του νερού κατά τη μέγιστη πλήμμη. Η μόνη εξαίρεση που εισάγεται από τη δεύτερη σύμβαση αφορά στους βράχους που στερούνται οικονομικής ζωής ή δεν μπορούν να διατηρήσουν μόνιμο πληθυσμό. Στους βράχους αναγνωρίζονται μόνο δικαιώματα αιγιαλίτιδας ζώνης και συνορεύουσας ζώνης, αλλά όχι ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό του νησιού προκύπτει ότι και ένας μικρός βράχος από νομική άποψη χαρακτηρίζεται ως νησί, ενώ ταυτόχρονα η γεωγραφική του θέση έχει πολύτιμη σημασία διότι μπορεί να αυξήσει λιγότερο ή περισσότερο τις ζώνες θαλάσσιας κυριαρχίας του παράκτιου κράτους. Από την άλλη πλευρά ως βράχος ορίζεται ο πετρώδης όγκος εντός της θάλασσας2. Συχνά στην Ελληνική βιβλιογραφία συναντάμε ατυχείς όρους όπως βραχονησίδα, ερημονησίδα, ξερονήσι, νησαίο έδαφος, νησίδιο3, οι οποίοι προσπαθούν λιγότερο ή περισσότερο να δώσουν μία ερμηνεία που ανταποκρίνεται καλύτερα στη διάταξη του άρθρου 121 (3) της ΣΔΘ. Θεωρούμε ότι ο πλέον κατάλληλος όρος είναι ο όρος ακατοίκητο νησί. Άλλωστε ο
ία άλλη ερμηνεία του βράχου αποδίδεται ως κρημνός πετρώδης ή λείψανον Μ διάβρωσης απορρώγων ακτών από τις τρικυμίες. Πρβλ. Επίτομον Ορθογραφικόν Λεξικόν Ηλίου, (1953), σελ. 937-38. 3 Οι παραπάνω όροι συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Βραχονησίδα σημαίνει μία μικρή νήσος, βραχώδης που πλήττεται από τα κύματα σ’ όλες τις πλευρές της. Ξερονήσι είναι έννοια παρεμφερής που πιθανόν τονίζει περισσότερο το άγονο έδαφος. Ερημονήσι ως ορισμός πλησιάζει περισσότερο στην ανικανότητα διατήρησης μόνιμου πληθυσμού. Νησίδιο είναι το πολύ μικρό νησί (islet), δηλαδή μία έκταση ξηράς, που έχει εμβαδόν επιφάνειας μικρότερο του 1 km2, έτσι όμως είναι πιθανόν να ταυτίζεται με την έννοια του βράχου. Νησαίο έδαφος ως όρος παρουσιάζει μία γενικότερη σημασία που μπορεί να συμπεριλάβει τους βράχους και τους φάρους, αλλά όχι τους σκοπέλους, τα αβαθή, τα αγκυροβόλια και τα λιμενικά έργα. 2
όρος βραχονησίδα προέρχεται από τον αντίστοιχο αγγλικό όρο rock-island, που κάποτε εξυπηρετούσε κάποιους σκοπούς και σήμερα έχει αποσυρθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία, για ευνόητους λόγους, σε αντίθεση με ορισμένα ελληνικά κείμενα. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται όταν επιχειρούμε μία διάκριση μεταξύ νησιού και βράχου έχουν την κύρια πηγή τους στη διατύπωση του άρθρου 121 παρ. 3 της Σύμβασης. Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης για την καθιέρωση της ΣΔΘ η διάταξη αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες κρατών. Η πρώτη ομάδα αποτελούμενη από τις Ελλάδα, Καναδά, Κύπρο, Νέα Ζηλανδία, Φίτζι, Τόνγκα, Τρίνιταντ και Τομπάγκο, Βενεζουέλα και Δυτική Σαμόα, υποστήριξε ότι ο ορισμός του νησιού που βρίσκεται στο άρθρο 10 της Σύμβασης της Γενεύης για την αιγιαλίτιδα ζώνη (TSC) και στο άρθρο 121 της ΣΔΘ είναι επαρκής. Αντίθετα, μία άλλη ομάδα με πρωτοβουλία της Ρουμανίας και της Τουρκίας θεώρησε ότι ο ορισμός είναι αρκετά ασαφής διότι καλύπτει σχεδόν όλες τις μορφές εδαφών απ’ τα μεγαλύτερα μέχρι τα πολύ μικρά νησιά, τους βράχους και τους υφάλους και επομένως χρειάζεται να αναλυθεί με περισσότερη λεπτομέρεια. Η Μάλτα με τη σειρά της πρότεινε την αναγνώριση του νησιού μόνο όταν το εμβαδόν επιφάνειας του υπερβαίνει το 1 m2. Η ΣΔΘ θέτει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ νησιού και βράχου. Συγκεκριμένα ως βράχος χαρακτηρίζεται η εδαφική έκταση, η οποία δεν μπορεί να διατηρήσει μόνιμο πληθυσμό (sustain human habitation) ή στερείται οικονομικής δυνατότητας (economic life). Το ερώτημα λοιπόν είναι ποια εδάφη θεωρούνται ως βράχοι δεδομένου ότι οι δύο παραπάνω ιδιότητες είναι εύκολα ανατρέψιμες. Το κριτήριο του πληθυσμού δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο κυριαρχίας ενός κράτους. Υπάρχουν μεγάλα νησιά που είναι ακατοίκητα, ένας μάλιστα αριθμός αυτών έχει μεγαλύτερη έκταση από ορισμένα κράτη, ενώ υπάρχουν μικρά (σε μέγεθος) νησιά, που διαθέτουν σημαντική πληθυσμιακή πυκνότητα και εξαρτώνται αποκλειστικά απ’ το θαλάσσιο στοιχείο. Ειδικότερα για τον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, πολλά νησιά που είχαν κατοικηθεί κατά το παρελθόν, ερήμωσαν λόγω πρόσκαιρων ή οριστικών διαφοροποιήσεων και κατά συνέπεια σή-
11
12
μερα είναι ακατοίκητα, λ.χ. η νήσος Ρω που διατηρούσε μόνιμο πληθυσμό μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα όμως διαμένουν μόνιμα τρία άτομα. Επίσης, η νήσος Σπιναλόγκα μέχρι το 1954 αποτελούσε τη μόνιμη κατοικία των λεπρών αλλά στις ημέρες μας έχει εγκαταλειφθεί, δεν φυλάγεται ούτε προστατεύεται, αντίθετα ρυπαίνεται σε καθημερινή βάση από τις συχνές επισκέψεις τουριστών. Το δεύτερο κριτήριο της οικονομικής δραστηριότητας ή αυτονομίας δεν φαίνεται να παρουσιάζει λιγότερες ερμηνευτικές δυσχέρειες. Εύκολα θα αναρωτηθεί κάποιος εάν η εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων στα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα ενός νησιού ή βράχου ταυτίζεται με την οικονομική δραστηριότητα. Η νήσος Κυρά Παναγιά, που ανήκει στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, καλλιεργείται συστηματικά από μοναχούς που διαχειρίζονται το νησί. Επίσης, η νήσος Οξειά μισθωνόταν από τους ιδιοκτήτες της σε κτηνοτρόφους από την κοντινή Ιθάκη με τη μορφή της έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως, ο όρος βράχος πιστεύουμε ότι θα έχει περισσότερη χρησιμότητα και σαφήνεια όταν συνδέεται με το κριτήριο της εδαφικής έκτασης, σε αντίθεση με τον όρο νησί. Για να χαρακτηριστεί μία εδαφική έκταση που περιβρέχεται από τη θάλασσα ως βράχος, δεν θα πρέπει το εμβαδόν επιφανείας της να υπερβαίνει το 1 m2. 4 Ο ελληνικός θαλάσσιος χώρος
Η
έννοια του νησιού από γεωγραφική άποψη είναι κάθε τμήμα ξηράς μικρότερο από μία ήπειρο, το οποίο περιβάλλεται από νερό, ανεξάρτητα από το μέγεθος του, π.χ. η Γροιλανδία με έκταση 2.175.600 km2 είναι το μεγαλύτερο νησί του πλανήτη και η Στρογγυλή το ανατολικότερο σημείο της Ελλάδος με έκταση 0.9780 km2 θεωρούνται νησιά. Από τη νομική άποψη όπως έχουμε ήδη αναφέρει, νησί θεωρείται μία φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μεγίστη πλήμμη [άρθ. 121(1) της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, 1982]. Από τους παραπάνω ορισμούς γίνεται αντιληπτό ότι δεν
4
εγονός που δικαιολογεί την εγκατάσταση ενός φάρου αυτόματα λειτουρΓ γούμενου.
13
υπάρχει ταύτιση εννοιών. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας τα νησιά που βρίσκονται σε διεθνείς ποταμούς και λίμνες υπάγονται σε ειδικό καθεστώς ενώ εξαιρούνται από την έννοια του νησιού τα τεχνητά νησιά (artificial islands), δηλαδή κατασκευές που εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς και οι φυσικοί σχηματισμοί που υπερκαλύπτονται από τη μέγιστη πλημμυρίδα, π.χ. οι σκόπελοι. Η παρουσία νησιών-κρατών, π.χ. Κύπρος, Μάλτα, Μαυρίκιος κ.λπ. δεν επηρεάζει το νομικό καθεστώς εκτός εάν πρόκειται για αρχιπελαγικά κράτη, π.χ. Φιλιππίνες. Τα νησιά απολαμβάνουν όλων των θαλάσσιων ζωνών όπως και η ξηρά εκτός εάν πρόκειται για μία ειδική κατηγορία βράχων. Ο κανόνας αυτός αποτελεί εθιμικό δίκαιο. Στην περίπτωση της αιγιαλίτιδας ζώνης υπάρχει αναφορά στη συνδιάσκεψη της Χάγης (1930) ότι κάθε νησί διαθέτει τα δικά του χωρικά ύδατα. Η διάταξη αυτή σχεδόν επαναλαμβάνεται στη Σύμβαση της Γενεύης για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη και τη Συνορεύουσα Ζώνη (1958) και στη ΣΔΘ στο άρθρο 121(2). Η Ελλάδα διαθέτει το προνόμιο να είναι μία από τις λίγες αριθμητικά χώρες που κατέχει χιλιάδες νησιά διεσπαρμένα σ’ όλα τα πελάγη της. Κατά το παρελθόν είχαν γίνει απόπειρες για την καταμέτρηση των νησιών με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διάφορες μεταβολές. Η συστηματική διερεύνηση της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα διαθέτει 9.835 νησιά, νησίδες και βράχους, περιλαμβάνοντας τα νησιά που βρίσκονται σε λίμνες και σε ποτάμια. Ωστόσο, σχεδόν πάντοτε θα υπάρχει μία απόκλιση από τον παραπάνω αριθμό λόγω καταβυθίσεων και αναδύσεων, διαχωρισμού ή κατακερματισμού, διάβρωσης ή άλλης αιτίας, συνένωσης και προσάρτησης με το πλησιέστερο ηπειρωτικό έδαφος, παραλείψεων ή διπλών εγγραφών5.
Γ
ια τα ακατοίκητα μικρά νησιά της Ελλάδας είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι σχεδόν πάντοτε συνδέονταν με ακραίες καταστάσεις. Η ερήμωση και η απομόνωση σε διάφορες χρονικές φάσεις προσέλκυαν μόνο ειδικά στρώματα 5
πό το σύνολο των Ελληνικών νησαίων εδαφών οι 6.337 νησίδες έχουν επιΑ φάνεια μικρότερη από 0,000386 km², ενώ τα κατοικημένα νησιά δεν ξεπερνούν τα 115 (απογραφή 2011).
Το ιδιαίτερο καθεστώς
14
του πληθυσμού, λ.χ. χρήση για μοναστική ζωή, για στρατιωτική δραστηριότητα, για εγκλεισμό κρατούμενων ή ασθενών, ενώ στη σημερινή εποχή είναι ελκυστικά ως χώροι ιδιωτικής αναψυχής. Το ενδιαφέρον για τα ακατοίκητα νησιά ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και συνεχίστηκε την επόμενη δεκαετία με τη ροπή των εθνικών αρχών αλλά και ικανού αριθμού ιδιωτών να προχωρήσουν σε αγοραπωλησίες. Η κορύφωση αυτού του φαινόμενου έγινε στις αρχές του 1990 και με τη διάσταση που δόθηκε από τα μέσα ενημέρωσης μετατράπηκε σε εθνικό ζήτημα. Η αυξανόμενη ζήτηση εν μέρει δικαιολογείται από το ενδιαφέρον ξένων υπηκόων υψηλού εισοδήματος ή μη διαφανών αλλοδαπών επιχειρήσεων που τελικά δεν αποβλέπουν στην μόνιμη ή περιοδική κατοίκηση των νησιών αλλά στην εκμετάλλευση γενικότερα του θαλάσσιου πλούτου γύρω από αυτά. Τι σημαίνει τελικά ιδιωτικά νησιά, που από τη θεσμική και οικονομική σκοπιά υπάρχει μεγάλος βαθμός δυσχέρειας στη συγκέντρωση των διαθέσιμων στοιχείων. Πρόκειται για τα καλούμενα νησιά-παραδείσους που ανήκουν σε αρκετές οικογένειες κυρίως πλοιοκτητών ή κοινωνικές ομάδες υψηλών εισοδημάτων (ελίτ) που μπορούν να αποσύρονται όταν το επιθυμούν, μακριά από τον μαζικό τουρισμό. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτά τα νησιά είναι η περιορισμένη έκτασή τους σε συνδυασμό με το αυστηρά ελεγχόμενο καθεστώς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας νησιών είναι τα ακόλουθα: Σκορπιός
Ο Σκορπιός βρίσκεται στο Ιόνιο πλησίον της νήσου Λευκάδος, έχει έκταση 800 στρέμματα και ανήκε στην οικογένεια Ωνάση (σήμερα ανήκει σε Ρώσο επιχειρηματία). Αγοράστηκε την 13/06/1963 μαζί με το γειτονικό νησί Καστρί από την οικογένεια Φίλιππα έναντι 1.800.000 δρχ.. Ως προκάτοχος του νησιού φέρεται ο Θ. Μαυροειδής-Μουστοξύδης, ενώ ως επίσημος αγοραστής είναι η Ανώνυμος Κτηματική Εταιρία «Μυκήναι». Στην οικογένεια Ωνάση ανήκουν και οι πλησιέστερες νησίδες, Τσοκάρι και Σπάρτη. Η πρώτη, έκτασης 9 στρεμμάτων, αγοράστηκε την 03/10/1969 προς 300.000 δρχ. από την οικογένεια Καββαδά. Η δεύτερη έκτασης 700 στρεμμάτων αγοράστηκε το ίδιο έτος προς 3.000.000 από την οικογένεια Σταύρου, ενώ ως αγοραστής εμφανίζεται η Ανώνυμος Κτηματική Εταιρία «Αγαμέμνων».
15 Σκορπιός & Σκορπίδι
Σπετσοπούλα
Νησίδα πολύ κοντά στον Σκορπιό έκτασης 100 στρεμμάτων, η μόνη που δεν ανήκει στην οικογένεια Ωνάση διότι έχει αγοραστεί από την οικογένεια Δ. Λιβανού προς 295.000 δρχ. στις 17/12/1962. Πωλητές ήταν 12 συγγενείς του προκάτοχου της νησίδας Γ. Κούρτη.
Σκορπίδι
Η νήσος αυτή βρίσκεται στον Αργοσαρωνικό πολύ κοντά στη νήσο Σπέτσες και αγοράστηκε από την οικογένεια Νιάρχου προς 150.000 δολάρια από τον ιδιώτη Γ. Λεωνίδα το έτος 1958.
Σπετσοπούλα
Οι Πεταλιοί αποτελούν σύμπλεγμα 10 νησίδων στον Νότιο Ευβοϊκό πλησίον του κόλπου της Καρύστου. Ένα νησί παραμένει στην οικογένεια Εμπειρίκου, ενώ τα υπόλοιπα έχουν περάσει στην ιδιοκτησία της οικογένειας Καρνέση. Οι τελευταίοι πούλησαν ένα από τα νησιά (Ξερό) στην οικογένεια Πικάσο έναντι ποσού 380 εκατομμυρίων δρχ..
Πεταλιοί
16 Πεταλιοί
Αγία Τριάδα
Βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το λιμάνι της Ερέτριας και ανήκει σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές στον κύριο Παπανικολάου, επιμελητή της βασιλικής χορηγίας.
Κορωνίδα
Η νησίδα αυτή βρίσκεται απέναντι από το λιμάνι της Ερμιόνης και έχει αγοραστεί από την οικογένεια Σ. Λιβανού. Παραμένει ανεκμετάλλευτη.
Αγία Τριάδα
Κορωνίδα
17 Ρευματονήσι
Το Ρευματονήσι βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή των Κυκλάδων μεταξύ των νήσων Πάρου και Αντιπάρου και ανήκει στην οικογένεια Γουλανδρή6. Είναι γεγονός ότι τα παραπάνω νησιά τυχαίνουν σημαντικής προστασίας από τους ιδιοκτήτες τους από τη στιγμή που έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να διατηρούν τη φυσική εικόνα τους με τη συμβολή της σύγχρονης τεχνολογίας. Τούτο σημαίνει ότι εάν είχαν παραμείνει ως κρατική περιουσία πιθανότατα να μην είχαν γίνει οι ανάλογες επενδύσεις. Σημειώνουμε ότι ένας ικανός αριθμός νησιών αποτελούν είτε μετόχια μοναστηριών είτε ανήκουν στον ΕΟΤ, π.χ. η νησίδα Πεζονήσι στον Νότιο Ευβοϊκό που γίνεται τουριστική εκμετάλλευση της, είτε ανήκουν πλέον σε ιδιώτες, πολλές φορές δίχως διαφανείς διαδικασίες, με τη μορφή της έκτακτης χρη6
ο ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησίδων και βραχονησίδων είναι περίπλοκο. Τ Ο Χ. Θεοχαράτος (εφημ. ΕΘΝΟΣ 11/11/91) αναφέρεται στα εξής: 1) όσες από τις νησίδες ήταν παλαιότερα κατοικημένες (π.χ. Φαρμακονήσι, Σεσκλί, Αλιμνιά κ.λπ.) έχουν συνήθως πολλούς κλήρους ιδιοκτησίας και δεν ανήκουν ολόκληρες σε έναν ιδιοκτήτη. 2) Υπάρχουν νησίδες που ύστερα από αγοραπωλησίες κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες ανήκουν με τίτλους σε κάποιον ιδιοκτήτη εξολοκλήρου (Σκορπιός, Σπετσοπούλα, Ρευματονήσι κ.λπ.). 3) Υπάρχουν νησίδες που ανήκουν σε δήμους ή κοινότητες, π.χ. στον Δήμο Κάσου ανήκουν οι νησίδες Μακρά, Στρογγυλή, Αστακίδα, Ιούνια, Λίτσα, Πεντηκονήσια, Πλάτη και Κιούρκια. Στον δήμο Μεγίστης ανήκουν η Ρω (Αγ. Γεώργιος) και η Στρογγυλή (Υψηλή). 4) Επίσης υπάρχουν νησίδες που ανήκουν στην εκκλησία ή διεκδικούνται από την εκκλησία, π.χ. οι Στροφάδες που ανήκουν στη Μητρόπολη Ζακύνθου, το Τρίκερι που ανήκει στην Μητρόπολη Ύδρας κ.λπ.. 5) στο κράτος ανήκουν οι νησίδες και βραχονησίδες των οποίων συνήθως η επιφάνεια δεν ξεπερνά τα 200 στρέμματα και που όλη την έκταση ξεπλένουν ή ραντίζουν τα χειμέρια κύματα.
Ρευματονήσι
18
σικτησίας ή τέλος υπάρχει ένα ιδιόμορφο ιδιοκτησιακό καθεστώς με τριχοτομημένη διοικητική μορφή, π.χ. η νήσος Σπιναλόγκα αποτελεί περιουσία του ΕΟΤ, διοικητικά εντάσσεται ως τμήμα της κοινότητας Ελούντας, ενώ ενοριακά εντάσσεται στην κοινότητα Βρουχά του Νομού Λασιθίου7. Όμως το φαινόμενο της εκχώρησης νησιών σε ιδιώτες και η εκμετάλλευση τους πιθανόν να οδηγήσει και σε ρύπανση της γύρω θαλάσσιας περιοχής διότι, η βαθμιαία ανάπτυξη μίας περιοχής συνήθως συνοδεύεται και από ζημιά στο περιβάλλον. Οι θαλάσσιες περιοχές στις οποίες βρίσκονται πολλά μικρά νησιά και βράχοι συχνά αποτελούν καταφύγιο για τη θαλάσσια πανίδα που έτσι και αλλιώς απειλείται από άλλες πηγές θαλάσσιας ρύπανσης. Βιώσιμη ανάπτυξη και προστασία των νησιών
Τ
α μικρά νησιά και ιδιαίτερα οι ακατοίκητες νησίδες αποτελούν ευαίσθητα οικοσυστήματα. Μολονότι τα χαρακτηρίζει το στοιχείο της απομόνωσης και της σταδιακής ερήμωσης (όσα ακόμη κατοικούνται μόνιμα) δεν μπορούν να θεωρηθούν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ως βράχοι. Επομένως, η ενδεχόμενη χειροτέρευση ή/και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντός τους εγκυμονεί κινδύνους για τη βιοποικιλότητα. Τα τελευταία χρόνια περισσότερο τα μικρά νησιά αλλά και ορισμένες ακατοίκητες νησίδες είναι προσιτά σε μεγάλο αριθμό επισκεπτών, ιδιαίτερα εκείνων που διαθέτουν σκάφη αναψυχής. Επόμενο είναι η προστασία και η διατήρησή τους να αποτελούν πρωταρχικό στόχο υπεύθυνης κρατικής πολιτικής αλλά και διεθνούς υποχρέωσης. Εξάλλου, πολλές νησίδες
7
νας από τους βασικούς λόγους που ανεξέλεγκτα αγοράζονται και πωλούνται Έ νησιά σχετίζεται με την έλλειψη εθνικού κτηματολογίου. Η Κτηματική Εταιρεία δεν μπορεί να επέμβει σε ζητήματα αγοραπωλησίας νησιών που αφορούν αποκλειστικά ιδιώτες, πόσο μάλλον όταν τα περισσότερα από τα νησιά και βράχους δεν έχουν καταχωρηθεί στο αντίστοιχο μητρώο περιουσιακών στοιχείων του κράτους. Κατά τέλη της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε μία προσπάθεια συστηματικής καταγραφής όλων των ακατοίκητων νησιών από την πλευρά της Υπηρεσίας Κτηματογράφησης (Ν.973/1979) με τη συμβολή της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Π.Ν., η οποία έχει ήδη καταχωρήσει όλα τα νησιά σε 4 τόμους (ΠΛΟΗΓΟΣ) που όμως στόχευε σε διαφορετικό αντικείμενο έρευνας (ναυτιλιακές οδηγίες των ελληνικών ακτών). Μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο έργο.
έχουν επίσημα αναγνωριστεί ως ειδικές περιοχές προστασίας (έχουν ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο NATURA 2000) σύμφωνα και με τις σχετικές οδηγίες 92/43/ΕΟΚ και 79/409/ΕΟΚ, ενώ σημαντικός αριθμός μικρών ελληνικών νησιών τελεί υπό ειδικό καθεστώς διαχείρισης και προστασίας σύμφωνα με τον Ν. 1650/86 για την προστασία του περιβάλλοντος (σχετική Υ.Α.31863/Β1811-22.09.2000 περί χαρακτηρισμού ορισμένων νησίδων ως ιδιαίτερου φυσικού κάλλους). Ωστόσο, σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει μία βασική διάκριση των νησιών σε δύο κύριες ομάδες, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική και τη γεωγραφική πραγματικότητα: 1) παράκτια νησιά (coastal islands) και 2) ωκεάνια νησιά (mid-ocean islands). Γενικότερα υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στα νησιά αλλά και αρκετά κοινά χαρακτηριστικά όπως: 1) Το μικρό μέγεθος που δεικνύει την περιορισμένη επάρκεια πρώτων υλών και τη μη αποδοτική χρήση των περιορισμένων συντελεστών παραγωγής, 2) ο περιφερειακός τους χαρακτήρας και το στοιχείο της απομόνωσης με προφανείς επιπτώσεις στο λειτουργικό κόστος (π.χ. κόστος υπηρεσιών, κόστος υποδομής, κόστος επικοινωνιών κ.λπ.) και 3) τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία και το ευαίσθητο περιβάλλον τους που χρήζουν ειδικής προστασίας8. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση της ΟΚΕ της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα μικρά νησιά είναι μεταξύ άλλων, η διαφορετική μορφολογία του εδάφους των, η σταδιακή γήρανση του τοπικού πληθυσμού, οι ειδικές κλιματολογικές συνθήκες, η υψηλή εξάρτηση από άλλες περιοχές, η έλλειψη αυτοδιοίκησης, η διάρθρωση των τομέων παραγωγής, η ανεπαρκής υποδομή στους τομείς των μεταφορών, επικοινωνιών και υγείας, τα προβλήματα ύδρευσης και ενέργειας κ.λπ.9. Από τα παραπάνω εύκολα συνάγουμε ότι η σταδιακή περιθωριοποίηση των νη λληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, (1999), «Κώδικας Συμπεριφοράς στις ΜιΕ κρές Νησίδες», Κοινοτικό Πρόγραμμα INTERREG II: Integrated Actions on Small Islets of the Aegean. 9 Βλ. ΟΚΕ, «Κοινοτικό Πλαίσιο Δράσης για τον Τουρισμό», Μάιος, 1986 και Οικονομικός στο φ. 6/10/1986, «Κίνδυνος Περιθωριοποίησης των Μικρών Νησιών στα Πλαίσια της Ε.Κ.». 8
19
20
σιών έχει ποικίλες μορφές, π.χ. οικονομική (αντι-οικονομίες κλίμακας), δημογραφική (δημογραφικές ανισορροπίες, σταδιακή ερήμωση, εργασιακές μετακινήσεις), τεχνολογική (ταχεία και απρόσκοπτη ανάπτυξη μαζικού τουρισμού δίχως τεχνολογικές καινοτομίες, εναλλακτικές μορφές ενέργειας), πολιτιστική (πολιτισμικές διαφορές και εντάσεις) και πολιτική (έλλειψη εφαρμογής μέτρων προστασίας των οικολογικά εύθραυστων και εκτεθειμένων περιβαλλόντων). Καταλήγοντας, στη σημερινή εποχή τα νησιά αντιμετωπίζουν δύο μεγάλες προκλήσεις: 1) την αξιοποίηση του μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος (τεχνολογικές αλλαγές ιδιαίτερα στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και της πληροφόρησης) ώστε να αντιμετωπιστούν με ορθολογικό τρόπο οι νησιωτικές ιδιαιτερότητες και 2) την εφαρμογή της αρχής της βιώσιμης (ή αλλιώς αειφόρου) ανάπτυξης, δηλαδή της σταθερής αναπτυξιακής πορείας που να επιτρέπει τη διατήρηση της φυσιογνωμίας τους και των χαρακτηριστικών τους. Τουρισμός και νησιωτικό περιβάλλον
Γ
εγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί σημαντικό ενδιαφέρον και κατά συνέπεια αυξανόμενη ζήτηση για τα ακατοίκητα μικρά νησιά, ιδιαίτερα στην Ελλάδα με την ανοχή της κρατικής πολιτικής αλλά και των ιδιωτών (π.χ. αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις για μεγάλες χρονικές περιόδους). Τα μικρά νησιά αντιμετωπίζουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα και τις προκλήσεις που χαρακτηρίζουν μία βεβαρημένη παράκτια ζώνη, όμως συγκεντρώνονται σε αρκετά πιο περιορισμένη έκταση. Επίσης, είναι αρκετά ευπαθή στην αύξηση της θερμοκρασίας της γης και στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ιδίως αυτά με χαμηλά ύψη, που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν10. Αυτό θα έχει συνέπειες για το κράτος που ανήκουν αυτά τα νησιά διότι αυτομάτως θα απολεστούν ζώνες θαλάσσιας κυριαρχίας. Η κυριαρχία ενός κράτους σε κάποιο μικρό νησί ή βράχο (ανεξάρτητα από την έκτασή του) συνεπάγεται κυριαρχία επί θαλασσίων εκτάσεων πολλαπλάσιων της επιφάνειάς του. Ιδι-
10
λ. www.unep.ch/islands/da21clg.htm (21/11/2001) και UNEP, (1996), Β “Sustainable Tourism Development in Small Island Developing States”, 4th Session (Doc. E/CN.17/1996/20/Add.3 of 29 February 1996).
αίτερα στην περιοχή του Αιγαίου, ας μην λησμονούμε την αμφισβήτηση της κυριαρχίας σε μεγάλο αριθμό ελληνικών νησίδων και βράχων (ως γκρίζες ζώνες) από την τουρκική πλευρά. Επομένως είναι πλέον επιτακτική ανάγκη τα κράτη που διαθέτουν μικρά νησιά, είτε κατοικημένα είτε ακατοίκητα, να αναγνωρίσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία και να υιοθετήσουν δράσεις και προγράμματα που θα υποστηρίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και θα βασίζονται στις εξής παραμέτρους11: 1) Ορθολογική διαχείριση των θαλάσσιων και παράκτιων πόρων. 2) Διατήρηση της βιοαποικιλότητας και βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής. 3) Προώθηση περιφερειακής συνεργασίας και ανταλλαγή πληροφοριών. 4) Διατήρηση ειδών που τείνουν να εξαφανιστούν (χλωρίδα και πανίδα). 5) Διοίκηση και προσαρμογή των νησιωτικών παράκτιων περιοχών με τη μέθοδο των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Geographic Information System – G.I.S.), και 6) εναλλακτικές μορφές τουριστικής ανάπτυξης. Παράλληλα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αναγκαία η εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών στις νησιωτικές περιοχές ιδιαίτερα σε τομείς όπως ενέργεια, μεταφορές, γεωργία, κτηνοτροφία κ.λπ., ώστε να επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα των διαφόρων τοπικών επιχειρήσεων με τους ίδιους όρους με σκοπό την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση12 και γενικότερα την αειφόρο ανάπτυξη13. Ειδικότερα για τη σχέση τουρισμού και περιβάλλοντος οι συναφείς επιπτώσεις (θετικές και αρνητικές) του πρώτου στο δεύτερο προσέλκυσαν το ενδιαφέρον απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Την επόμενη δεκαετία αναγνωρίστηκε η επίδραση της ποιότητας του περιβάλλοντος στην τουριστική έλξη μίας λ. το Ερευνητικό Πρόγραμμα TELEINSULA στο European Island Agenda Β (European Conference on Sustainable Island Development), www.teleinsula. com/ilsand.htm, (24/10/2000). 12 Άρθρο 130 της συνθήκης του Μάαστριχ. 13 Βλ. αναλυτικότερα στο Γ. Σπιλάνης, «Νησιωτική ανάπτυξη και δίκτυα συνεργασίας των νησιών της Ευρωπαϊκής κοινότητας», Περιοδικό Τόπος, Τεύχος Νο 6, 1993, σελ. 5-28. 11
21
22
περιοχής14. Οι δύο βασικές συνιστώσες ήταν η προστασία και διατήρηση των φυσικών και πολιτιστικών αγαθών εξαιτίας της ταχύρυθμης τουριστικής ανάπτυξης και η σταδιακή βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος με τη διεξαγωγή έργων υποδομής που εξυπηρετούσαν τους μόνιμους πληθυσμούς αλλά και τους επισκέπτες. Τα τελευταία χρόνια όμως η παροχή υπηρεσιών στον τουριστικό τομέα δεν λειτουργεί με αντικειμενικά κριτήρια. Γνωστό είναι ότι ο συμβατικός τουρισμός (τυποποίηση και μαζικότητα) δεν αφήνει σημαντικά έσοδα στις περιοχές ψυχαγωγίας που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τα κόστη λειτουργίας, πόσο μάλλον όταν η τουριστική περίοδος είναι μικρή. Οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού15 βασίζονται στη μη αλλοίωση των χαρακτηριστικών του τόπου και επομένως στηρίζουν τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Άλλωστε ο βασικός σκοπός του πολιτισμικού τουρισμού, ως μία εναλλακτική μορφή, είναι η προώθηση της γνώσης στους τομείς της ιστορίας, της τέχνης και του τοπικού τρόπου ζωής. Τέλος, οφέλη μπορεί να προκύψουν επειδή οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού είναι δυνατόν να επεκτείνουν χρονικά την τουριστική περίοδο16. Εφαρμογή πολιτικών ανάπτυξης
Γ
ια να ασκηθεί μία σωστή κρατική πολιτική προστασίας και διατήρησης του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος των μικρών νησιών, είναι απαραίτητο να γίνει πλέον συστηματική καταγραφή όλων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Άλλωστε η μόνη καταγραφή νησιών που υπάρχει αφορά στην επεξεργασία στοιχείων από την Υδρογραφική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού και την Ε.Σ.Υ.Ε. σχετικά με τη γεωγραφική θέση και τη διοικητική υπαγωγή τους. Πρόσθετα, ζητήματα εποικισμού ή προσέλκυσης κατοίκων σε ακατοίκητα νησιά θεωρούνται σημαντικά. Η επίσημη και με κάθε λεπτομέρεια καταγραφή των χαρακτηριστικών του οικι-
λ. Χ. Κοκκώσης, (1995), «Τουρισμός-Περιβάλλον: Μία Αμφίδρομη ΣχέΒ ση», στο Συλλογικό Τόμο Οικολογία και Περιβάλλον στην Ελλάδα του 2000, σελ. 87-93. 15 Σύμφωνα με άλλες πηγές αποδίδεται με τη συναφή έννοια «οικο-τουρισμός». 16 Βλ. Η. Καϊναδάς, (1995), «Οικοτουρισμός: Μία Πρόκληση για το Μέλλον», στο Συλλ. Τόμο Οικολογία και Περιβάλλον στην Ελλάδα του 2000, σελ. 95-101. 14
στικού και του φυσικού περιβάλλοντος κάθε νησιού17 θα πρέπει να βασιστεί στη δημιουργία ψηφιακής βάσης δεδομένων, στην οποία θα συγκεντρωθούν πληροφορίες για θέματα όπως οι επικοινωνιακές οδοί (ακόμη και μονοπάτια), οι γέφυρες, οι υδραυλικές ή/και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, τα εργοτάξια, τα υδραγωγεία, τα φρεάτια και οι φυσικές πηγές, οι ποταμοί, οι χείμαρροι και οι καταρράκτες, οι υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις, οι εκκλησίες και οι μονές, τα οικήματα κάθε είδους (μέχρι παραπήγματα και καλύβες), τα κοιμητήρια, τα μεταλλεία, οι ανεμόμυλοι, τα ερείπια ιστορικών μνημείων, οι φάροι, τα δάση και οι καλλιέργειες (με αναφορά στα είδη δένδρων και φυτών). Επίσης, πρέπει να ξεκαθαριστεί ποια είναι τα κριτήρια χαρακτηρισμού ορισμένων νησίδων και νησιών ως ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με στόχο την αποτελεσματική προστασία, διατήρηση και ανάδειξη του φυσικού τους περιβάλλοντος. Στις νησίδες που έχουν ήδη ανακηρυχθεί ως ειδικές περιοχές προστασίας επιτρέπονται μόνο: 1) Η άσκηση των παραδοσιακών ασχολιών αγροτικού χαρακτήρα, π.χ. αλιεία, μελισσοκομία, γεωργία, κτηνοτροφία. 2) Η επισκευή και αποκατάσταση τυχόν υφιστάμενων κτισμάτων και υποδομών (π.χ. διαβατικά, κελιά, μάνδρες) και 3) η κατασκευή νέων κτισμάτων προσαρμοσμένων στο περιβάλλον για την εξυπηρέτηση αναγκών εθνικής άμυνας, φαροφύλαξης, αρχαιολογίας και επιστημονικής έρευνας. Τα μικρά νησιά και οι ακατοίκητες νησίδες διαμορφώνουν ένα περίπλοκο ιστό πολιτισμικών μονάδων, καθένα από τα οποία με την παράδοσή του και τα δικά του κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς αλλά αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα, ορισμένες φορές δισεπίλυτα, εξαιτίας των πιέσεων που υφίστανται από ανθρώπινες δραστηριότητες και την οικιστική ανάπτυξη. Η διατήρηση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος των μικρών νησιών, νησίδων και βράχων του ελληνικού θαλάσσιου χώρου θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις συνιστώσες, οι οποίες είναι άρρηκτα συνυφασμένες, δηλαδή, προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού, χρήση γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών και δημιουργία βάσης δεδο-
17
λ. Instituto Geografico Militare, [1928-1993], Biblioteca Guerini Stampalia Β Venezia, περί χαρτογράφησης της Δωδεκανήσου κατά την Ιταλική κυριαρχία, στο Κ. Σβολόπουλος, (2002), «Το Καθεστώς των Νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο. Η Μαρτυρία των Πηγών», σελ. 18-19.
23
24
μένων που περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες για κάθε νησί. Αναλυτικότερα: Οικοτουρισμός
Ο περιορισμός της ανεξέλεγκτης τουριστικής ανάπτυξης την τελευταία εικοσαετία συνδυάζεται με τον προσδιορισμό κατά νησί του επιθυμητού επιπέδου τουριστικής ανάπτυξης και την κατάρτιση ρυθμιστικού σχεδίου (π.χ. χρήσεις γης) για κάθε νησί να αποτελούν αναγκαιότητα πριν από κάθε σχεδιασμό. Η στροφή προς τον τουρισμό υψηλής ποιότητας, η προώθηση νέων μορφών όπως ο ναυταθλητικός, ο πολιτιστικός, ο τουρισμός στη φύση, ο συνεδριακός κ.λπ. με αντίστοιχο ανασχεδιασμό της εκμετάλλευσης του νησιωτικού χώρου σε ένα πλαίσιο μη διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας αποτελούν μερικά από τα σημεία πολιτικής που θα πρέπει να συνοδεύονται από τα αντίστοιχα μέτρα. Η νέα μορφή εναλλακτικού τουρισμού είναι απαραίτητη πλέον για τα επίπεδα τουριστικής ανάπτυξης, δηλαδή πρόκειται για τουριστική ανάπτυξη συμβατή με τη διατήρηση των υπαρχόντων οικοσυστημάτων και τη συντήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς. Ο οικο-τουρισμός στηρίζεται: 1) στη σωστή αναλογία τουριστών – επισκεπτών σε σχέση με τον τοπικό πληθυσμό, 2) στη γνωριμία με τις τοπικές παραδόσεις και συνήθειες (διαφορετικοί κοινωνικοί ρόλοι) και 3) στην προστασία και ανάδειξη του τοπικού τρόπου ζωής και του τοπικού τρόπου παραγωγής (π.χ. μνημεία, ήθη και έθιμα, γεωργικές, αλιευτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες).
Χρήση γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών
Οι νέες τεχνολογίες θα συνδράμουν στην ορθολογικότερη διαχείριση των φυσικών πόρων κάθε μικρού νησιού και κατά συνέπεια θα προωθήσουν τις εναλλακτικές μορφές τουριστικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα η συμβολή των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών αφορά: 1) Στη συλλογή δορυφορικών πληροφοριών για τη λήψη αποφάσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδιαίτερα σε περιβαλλοντικές, μετεωρολογικές και κλιματολογικές εφαρμογές, 2) στην καταγραφή μεγάλου αριθμού παραμέτρων για την ατμόσφαιρα, τη θάλασσα και το έδαφος και δυνατότητα συνδυασμού των παραπάνω για ταχεία επαλήθευση και εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για μία περιοχή και 3) στο γρήγορο έλεγχο των εναλλακτικών ιδεών και προ-
25
τάσεων με βάση τα πραγματικά δεδομένα. Παράλληλα με τη χρήση της πληροφορικής και των επικοινωνιών μπορεί να επιτευχθεί η επέκταση των τηλεπικοινωνιών, η δορυφορική σύνδεση με δημιουργία δικτύου on-line, η εφαρμογή συστημάτων τηλεπληροφορικής στα νησιά για επιλεγμένες υπηρεσίες και περιοχές. Για να προσεγγίσουμε τον νέο θεσμό του οικο-τουρισμού είναι απαραίτητη μία διεπιστημονική περιβαλλοντική μελέτη, που θα περιλαμβάνει τη λεπτομερή και ακριβή αποτύπωση ενός νησιού και θα βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Ένα προτεινόμενο μοντέλο βάσης δεδομένων θα μπορούσε να περιλαμβάνει: 1) Περιγραφικά στοιχεία: όνομα, γεωγραφικά δεδομένα, επιφάνεια έκτασης, μήκος ακτογραμμής, υποθαλάσσιος πλούτος, αποστάσεις από μεγαλύτερα νησιά ή την ενδοχώρα κ.λπ., 2) είδος νησιού: ηπειρωτικά, ατόλλες, κοραλλιογενή, ηφαιστιογενή, ανάλογα με το ύψος του νησιού ή τα βάθη της θάλασσας, ανάλογα με τη γεωμορφολογία του εδάφους ή συνδυασμός των παραπάνω κλπ., 3) κλίμα: βροχοπτώσεις, θερμοκρασίες, 4) καταστροφικές απειλές (φυσικές ή τεχνητές): κυκλώνες, ηφαιστειακές εκρήξεις, σεισμοί, παρατεταμένες ξηρασίες, ευπάθεια σε πυρκαγιές ή πετρελαιοκηλίδες κλπ., 5) ανθρώπινη διαβίωση: ανάλογα με τη διακύμανση και την πυκνότητα του πληθυσμού, ανάλογα με τις επιδράσεις, π.χ. αστικές περιοχές, οικονομικές δραστηριότητες και αγροτικές καλλιέργειες, ανάλογα με τους εκτιθέμενους δείκτες-κινδύνους, 6) οικοσυστήματα/ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντος: ύπαρξη περιοχών προστασίας ή που πρόκειται να προστατευθούν βάσει κοινοτικής ή εθνικής νομοθεσίας, ενδημικά είδη ιδιαίτερα όταν χαρακτηρίζονται μοναδικά, στοιχεία χλωρίδας και πανίδας, επιδημίες, νοσήματα και θανατηφόρα είδη που εισβάλλουν στα νησιά και προκαλούν προβλήματα διατήρησης, και 7) σχετικές αναφορές - πληροφορίες/ειδική βιβλιογραφία. Παράλληλα μπορούν να εκπονηθούν ειδικές μελέτες όπως: 1) Συστηματική απογραφή και εκτίμηση των φυσικών πόρων των νησιών. 2) Ανθρωπολογική χαρτογράφηση των νησιωτικών μικροκοινωνιών με έμφαση στα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και 3) κατασκευή ενός δυναμικού μοντέλου μεταφορών στα νη-
Δημιουργία ψηφιακής βάσης δεδομένων μικρών νησιών
26
σιά με δυνατότητες διερεύνησης. Ειδικότερα για την Ελλάδα, ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι εξαιρετικά σημαντικός διότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ζητήματα χρήσεων γης και ιδιοκτησιακού καθεστώτος αλλά και προστασίας της ενάλιας αρχαιολογικής κληρονομιάς.
Ελληνική Βιβλιογραφία Αλεξόπουλος, Α., Καρρής, Γ., και Κόκκαλη, Α., (2010). Προσδιορισμός των Προτεραιοτήτων της Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη στους Παξούς και Αντίπαξους, Πρακτικά 5ου Συνεδρίου ΠΕΕΚΠΕ. Αλεξόπουλος, Α., (2008). Πολιτικές Ολοκληρωμένης Διαχείρισης και Προστασίας των Περιβαλλοντικά Ευαίσθητων Μικρών Νησιών και των Ακατοίκητων Νησίδων, Πρακτικά Συνεδρίου: Περιβαλλοντική Πολιτική & Διαχείριση Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Αλεξόπουλος, Α., (2001). Μερικές Σκέψεις για το Ιδιοκτησιακό Καθεστώς Ορισμένων Νησιών και Νησίδων του Ελληνικού Θαλάσσιου Χώρου, Στρατηγική, Νο. 80, 116-120. Αλεξόπουλος, Α., (2001). Τα Ακραία Γεωγραφικά Σημεία – Νησίδες της Ελληνικής Επικράτειας. Μία Διαφορετική Κριτική Προσέγγιση για τον Καθορισμό των Θαλασσίων Συνόρων, Στρατηγική, No. 79, 114-119. Αλεξόπουλος, Α., (1997). Το Νομικό Καθεστώς των Βραχονησίδων σύμφωνα με τη Νέα Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας η Εφαρμογή του στην Ελληνική Επικράτεια και η Προστασία του Θαλασσίου Περιβάλλοντος, Πρακτικά Συνεδρίου: Τεχνολογίες Αρχιπελάγους, Τ.Ε.Ι. Πειραιώς, 89-93. Καραγεώργου, Β., (2005). Θεσμικό Πλαίσιο, Άξονες και Αρχές για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιωτικών Περιοχών, σε Διεθνές και Περιφερειακό Επίπεδο, στο: Τσάλτας, Γρ. Ι., (επιμ-παρούσ.), Αειφορία και Περιβάλλον. Ο Νησιωτικός Χώρος στον 21ο Αιώνα, Εκδ. Ι. Σιδέρης, 89-104. Παπακωνσταντίνου, Α., (2005). Η Συνταγματική Αρχή της Βιώσιμης Ανάπτυξης των Νησιωτικών Περιοχών, στο: Τσάλτας, Γρ. Ι., (επιμπαρούσ.), Αειφορία και Περιβάλλον. Ο Νησιωτικός Χώρος στον 21ο Αιώνα, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 157-176. Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία Alexopoulos, A., Karris, G., Kokkali, A., (2013). Sustainable Research and Development of the Small Uninhabited Islands: The Case of Ionian Oinousses, Journal of Global Nest, under publication, Vol.15, 1: 111-120. Alexopoulos, A., Konstantopoulos, N and Sakkas, D, (2009). Evaluating the Prospects for Alternative Forms of Tourism. Applying a Strategic Plan for the Small Cyclades, in: International Conference on Tourism Development and Management, organizing the Symposium: “Strategic Management Applications for Sustainable Tourism and Transport Services with particular reference to Island Communities”, Scientific Events, 565-569. Alexopoulos, A., (2005). A Theoretical Model for Sustainable Tourism Prospects in Small Island Communities: The Case of Arkoi Island, in: Proceedings of International Symposium on: Participatory Planning Tools and Methods for Sustainable Development of Marine, Coastal and Island Resources, Medsos Network, Sifnos Island, 1-11. Alexopoulos, A., Katarelos, E., (2003). Strategic Planning for Alternative Forms of Tourism in Small Islands: The cases of Agathonisi and Farmakonisi, 2nd International Scientific Conference “Sustainable Tour-
Βιβλιογραφικές παραπομπές
27
28
ism Development and the Environment”, University of the Aegean. Alexopoulos, A., (2003). The Legal Regime of Uninhabited Islets and Rocks in International Law. The Case of the Greek Seas, Revue Hellenique de Droit International, 56: 131-151. Alexopoulos, A. and Theotokas, I, (2000). Quality Services in the Coastal Passenger Shipping Sector and its Contribution to the Development of Tourism in Small Islands. The Case of Psara Island, Proceedings of International Conference on Tourism in Island-Areas and Special Destinations, University of the Aegean. Hayashi, M., (2010). The International Legal Implications of Climate Change/Variability for the Rights of Island States over their Surrounding Waters Management, Proceedings of the International Seminar on Islands and Oceans 2010, Ocean Policy Research Foundation, Tokyo, March, 127-136. Kwiatkowska, B., Soons, A., H., (1990). Entitlement to Maritime Areas of Rocks which cannot Sustain Human Habitation or Economic Life of their Own, Netherlands International Law Review, 131-189 Lusthaus, J., (undated). Shifting Sands: Sea Level Rise, Maritime Boundaries and Inter-state Conflict, Politics, 30: 113–118. Soons, A.,H., (undated). The Effects of a Rising Sea Level in Maritime Limits and Boundaries, Netherlands International Law Review, 37: 207-232. Tsaltas, Gr., Rodotheatos, G., Bourtzis, T., (2010). Artificial Islands and Structures as a Means of Safeguarding State Sovereignty against Sea Level Rise. A Law of the Sea Perspective, 6th ABLOS Conference Contentious Issues in UNCLOS - Surely Not? International Hydrographic Bureau, Monaco. Van Dyke, J. M., Brooks, R., A., (1983). Uninhabited Islands: Their Impact on the Ownership of the Oceans’ Resources, Ocean Development & International Law, Vol. 12, 3: 265-300.
Αριστοτέλης Β. Αλεξόπουλος ● ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΑ ΝΗΣΙΑ ● ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. ● ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΕΤΑΞΑΣ ● ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΕΙΡΗΝΗ ΒΡΕΤΤΟΥ ● ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 2017 Η ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ ● ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΣΕ ΟΛΟΥΣ Αριθμός έκδοσης XVII
ISBN: 978-618-83361-6-2