Ο Ατση - Λεβέντης

Page 1

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας

Ο Άτσι- Λεβέντης θα κρατήσει

πατέρας που είχε τρεις κόρες. Ήταν

την υπόσχεσή του. Θα πάρει την

πολύ φτωχός και δεν µπορούσε να τις

κοπέλα και θα δώσει ένα πουγκί

ζήσει. Μια µέρα, καθώς αναστέναζε,

φλουριά στον πεθερό του. Καθώς

εµφανίστηκε µπροστά του ο Άχης ή

οδηγεί τη γυναίκα του στο σπίτι τους,

Άτσι- λεβέντης, που του έκανε µια

της αποκαλύπτει ότι κινδυνεύει από

περίεργη πρόταση: Αν µία από τις κόρες

τη δράκαινα µάνα του. Της δίνει

του φτωχού τον παντρευτεί, θα του

οδηγίες πώς να καταφέρει εκείνη να

έδινε ένα πουγκί φλουριά. Όµως η κόρη

αντιµετωπίσει την πεθερά της. Όµως

του δεν θα ανέβαινε ποτέ ξανά πάνω

τα πράγµατα δεν είναι τόσο απλά, όσο

στη γη, ούτε θα πήγαινε ξανά στο

περιµένει η κοπέλα. Τα βάσανα και οι

πατρικό της. Γιατί το σπίτι του Άτσι-

δοκιµασίες

λεβέντη βρισκόταν 40 σκαλοπάτια κάτω

καθώς,

από τη γη…

δράκαινα,

Οι

δυο

µεγάλες

κόρες

θα

αρνηθούν την πρόταση του Άτσι. Θα δεχτεί, όµως, η µικρή κόρη.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΥΣΣΟΣΠΙΤΙΟΥ

Ο ΑΤΣΙ- ΛΕΒΕΝΤΗΣ (Λαϊκό παραµύθι)

της

τώρα

εκτός

από

η

κοπέλα

αρχίζουν, τη

φοβερή έχει

να

αντιµετωπίσει και την αδερφή της δράκαινας. Θα τα καταφέρει;


Ο ΑΤΣΙ ΛΕΒΕΝΤΗΣ

Παραδοσιακό παραµύθι από τη Σητεία Αφηγητής: Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας πατέρας κι είχε τρεις κόρες. Ήτανε φτωχός και δεν εµπορούσε να τσι ζήσει. Μια µέρα ξεκίνησε να πάει στο βουνό να βρει ξύλα και λάχανα να τα ψήσουνε. Κι επήγαινε… κι επήγαινε… και βρέθηκε στην κορφή του βουνού κι έκατσε να ξεκουραστεί. Πατέρας: Άχι!!! Άτσι- λεβέντης: Ήντα µε θες; Εγώ είµαι ο Άχης που φώναξες! Πατέρας: Παναγία µου! Που εξεφύτρωξες του λόγου σου; Ηντά ‘ναι που µου λες; Άτσι- λεβέντης: Εσύ δε µε γύρεψες µε τα’ όνοµά µου; Ο Άχης είµαι. Ήντα µε θες; Πατέρας: Εγώ παιδί µου δε σου φώνιαξα εσένα, γιατί δε σε γνωρίζω και ούτε σ’ έχω θωρώντας. Εγώ αναστέναξα και είπα «άχι» για την κακή µου µοίρα και τη φτώχια µου, απού ‘χω τρεις θυγατέρες και πολεµώ να τσι ζήσω µε βάρη βάσανα. Άτσι- λεβέντης: Ε, κακοµοίρη µπάρµπα, µη στενοχωράσαι µα ο Θεός είναι µεγάλος. Πατέρας: Καλά το λες, παιδί µου. Μα είµαι γέρος και θα γοργοποθάνω κι ήντα θα γενούνε ύστερα; Άτσι- λεβέντης: Μπάρµπα, να µου δώσεις τη µια σου κόρη να τηνε παντρευτώ. Αράπης είµαι κι άσκηµος και το σπίτι µου είναι µέσα στη γη, µα κάτεχε πως θα την αγαπώ και θα τηνέ προσέχω και θα περάσει καλά στα χέρια µου. Και γιάε, ανέ συβάσεις καµιά και µε παντρευτεί, εγώ θα σου φέρω ένα σακί φλουριά να ζήσεις κι εσύ και οι άλλες δυο κόρες σου. Πατέρας: Αλήθεια το λες; Άτσι- λεβέντης: Λόγω τιµής! Ανέ σου λέω ψέµατα να µη βραδιαστώ! Πατέρας: Εγώ, Άχη παιδί µου, θα τως το πω. Όχι µόνο για τα φλουριά αλλά και γιατί µου φαίνεσαι καλός άθρωπος! Αλλά το πράµα δεν είναι εύκολο! Άτσι- λεβέντης: Πες τους το εσύ κι όπως καταλαβαίνουνε. Κι αν είναι και δεχτεί καµιά τους, να ‘ρθεις πάλι επαέ και να µου φωνιάξεις. Άντε στο καλό και περιµένω νέα! Αφηγητής: Εγύρισε ο άθρωπος στο σπίτι του κι ήταν συλλογισµένος. Δεν ήξερε αν πρέπει να κάνει κουβέντα στσι κόρες του για τον Άχη. Αυτές, µόλις τον είδανε, καταλάβανε την ταραχή του και τον πρωτορωτήξανε. Μεγάλη κόρη: Ηντά ‘ναι, πατέρα µου; Ήντα τρέχει; Πατέρας: Ακούσετε, κόρες µου. Έσµιξα έναν αράπη στο βουνό και µου ‘πε να µου φέρει ένα σακί φλουριά- αλλά θέλει να του πάω τη µια σας να τηνε παντρευτεί! Μεσαία κόρη: Αράπης, πατέρα; Πού εβρέθηκε αράπης στον τόπο µας; Μπας είναι πράµα γενίτσαρος στο ασκέρι του πασά και διαφεντεύει τσι τόπους µας; 1


Μεγάλη κόρη: Πες µας, πατέρα, επήες στο σεράι του, είδες τα πλούτη του; Γιατί, για να σου δίνει ολόκληρο σακί φλουριά, θα πει πως είναι µεγιστάνας. Πατέρας: Δε ζει σε σαράι, µούδε µεγιστάνας είναι! Το σπίτι του µου ΄πενε πως είναι 40 σκαλούνια µέσα στη γη, γι αυτό επετάχτηκε οµπρός µου όντεν είπα «άχι». Μεγάλη κόρη: Ήντα λες, πατέρα, πως ζει µέσα στη µαύρη γη! Αν είναι ετσά, δεν το νε θέλω και κακά που µας το πες. Μεσαία κόρη: Ούτε ‘γω τονε θέλω, πατέρα. Μέσα στη γη δε σταίνω εγώ νοικοκεριό. Να τα χαίρεται τα φλουριά του και να µας αφήσει ήσυχους στη φτώχια µας. Πατέρας: Εµπόρειε, όµως, µε τούτο- να το γάµο να σωθείτε σκιας οι δυο. Καλά κατέχετε τη φτώχεια µας και την πείνα που περνούµε. Όποια τον-ε πάρει, θα περάσει καλά στα χέρια του. Ήντα πως είναι αράπης; Και θα βοηθήσει και τις αδερφές τση. Εγώ είµαι γέρος και θα ποθάνω και δεν µπορώ να σας-ε σκέφτοµαι µοναχές, χωρίς στον ήλιο µοίρα! Μεσαία κόρη: Πατέρα, καλά το κατέχεις πως σε σέβοµαι και σε στενοχωρούµαι να γυρίζεις στα βουνά –γέρος άθρωπος- και να γυρεύεις ξύλα να µας-ε ζήσεις. Όµως ετούτο-να που µου ζητάς δε µπορώ να το κάνω και να µε συµπαθάς. Πατέρας: Ξα σου, κόρη µου. Μικρή κόρη: Τόση- νιε ώρα σας-ε γροικώ και δε µιλώ. Αφού, πατέρα, δε συβάζονται οι αδερφές µου να τον-ε πάρουν, θα τον-ε παντρευτώ εγώ τον αράπη. Πατέρας: Και δε φοβάσαι, παιδί µου, να του κλουθάς µέσα στη γη; Μικρή κόρη: Πόσο καιρό θα φοβούµαι; Σιγά σιγά θα συνηθίσω. Πατέρας: Καλιά, παιδί µου, έχω να µην πας γιατί είσαι άµαθη και θα δυσκολευτείς µακριά µας. Μικρή κόρη: Πατέρα, θα πάω γιατί σε λυπούµαι. Γέρος είσαι µπλιο και δεν µπορείς να δουλεύγεις. Ήντα θα γεννούµε; Πατέρας: Ε, αφού θες να ετοιµαστείς κι αύριο θα πάµε εκειά που είναι ο Άχης. Αφηγητής: Την άλλη µέρα, πατέρας και κόρη ανεβαίνουνε στο βουνό. Φωνάζει ο γέρος του Άχη και να ‘σου τον-ε και παρουσιάζεται. Βαστούσε και το σακί µε τα φλουριά και τα ‘ δωσε του γέρο. Ύστερα παίρνει την κοπελιά από τη χέρα και κατεβαίνουνε

τα 40 σκαλούνια και φτάνουνε στο σπιτικό του. Ήτονε ένα σπίτι

αρχοντικό µε όλα τα καλά του κόσµου µέσα. Στο σπίτι, όµως, αυτό δε ζούσε µόνο ο Άχης. Ζούσε εκεί και µια δράκαινα, που λέγανε πως ήταν η µάνα του- αλλά δεν ήτανε. Σαν εκατεβήκανε στο σπίτι, λέει ο Άχης στην κοπελιά. Άτσι- λεβέντης: Γυναίκα, γροίκα ήντα θα σου πω. Η µάνα µου είναι δράκαινα και θα σου ψήσει το ψάρι στα χείλη. Εσκέφτηκα, λοιπόν, ένα τρόπο να τηνε αναγκάσουµε µα µη σε πειράξει. 2


Μικρή κόρη: Δράκαινα είναι η µάνα σου; Όφου, ήντα µε περιµένει! Άτσι- λεβέντης: Μη φοβάσαι και πρόσεξε καλά ό, τι σου πω. Αυτή θα ‘ ρθει όπου να ‘ναι και δεν πρέπει να σε δει. Γι’ αυτό θα χωστείς στη ντουλάπα. Θα κάτσει να φάει κι έτσα κουρασµένη που είναι θα πάει ντελόγο να θέσει.

Άµα την-ε δεις πως

κοιµάται, θα βγεις από τη ντουλάπα και θ’ αρχίσεις να την-ε δέρνεις µε τούτο το ξύλο, µέχρι να σου ορκιστεί στο γιο τζη πως δε θα σε πειράξει. Μικρή κόρη: Ώφου, Άχι, ήντα πράµατα µε βάζεις να κάνω; Φοβούµαι πως δε θα τηνε κάνω καλά και, αντί να τη δείρω, θα µου τσι παίξει αυτή! Άτσι- λεβέντης: Να µη φοβάσαι. Αυτή όντε φάει και θέσει, ναρκώνεται και χάνει όλη τζη τη δύναµη. Μόνο άµε να χωστείς, γιατί γροικώ καταχτυπιό και πρέπει πως έρχεται… Δράκαινα: Άτσι- λεβέντη, Άτσι- λεβέντη! Εφάνηκέ µου ή άκουσα τη φωνή ντου. Κι από κειας λείπει. Όχι άλλως. Να φάω σκιας µέχρι να ‘ρθει. (Χασµουριέται). Νυστάζω που θα κοιµηθώ όρθια, µου φαίνεται. Ας πάω να θέσω και θα τον-ε δω µετά, το λεβέντη µου. (Ροχαλίζει. Η µικρή βγαίνει κι αρχίζει να την δέρνει µε το ξύλο). Δράκαινα: Ποια είσαι συ, µωρή; Γιάντα µε δέρνεις; Μικρή κόρη: Ορκίσου µου στο γιο σου, τον Άτσι- λεβέντη, πως δε θα µε πειράξεις και σταµατώ να σε δέρνω. Δράκαινα: Δεν µπορώ να κουνήσω, µ’ αλλιώς δεν εγλύτωνες απ’ τα χέρια µου. Μικρή κόρη: Ορκίσου µου, αλλιώς θα σου παίξω κι άλλες! Δράκαινα: Μη, µωρή, και πονώ! Μη µε δέρνεις και δε σε πειράζω! Μικρή κόρη: Ορκίσου µου πρώτα. Δράκαινα: Εντάξει, ορκίζοµαι στο γιο µου, τον Άτσι- λεβέντη να µην πειράξω ούτε τρίχα τση κεφαλής σου. Μικρή κόρη (σταµατά να τη δέρνει): Εδά το ‘πες καλά. Γροίκα, Δράκαινα, από σήµερα θα ‘µαστε µαζί σε τούτο-νε το σπίτι, γιατί εγώ θα τον-ε παντρευτώ τον Άτσιλεβέντη και θέλω να τα περάσουµε καλά. Γι’ αυτό σου ‘καµα τούτο το καταχέρισµα, για να κατέχω πως δεν κινδυνεύω στα χέρια σου. Δράκαινα: Δασκαλεµένη ήρθες και µ’ έπιασες στον ύπνο κι έκαµες τη δουλειά σου. Έβαλές µε και ορκίστηκα κι έτσα δεν µπορώ να σε αγγίξω, αλλά κάτεχε πως θα περάσεις κακή ζωή έπαε µέσα. Θα σε πέψω να πας σ’ ένα τόπο, κι αλλοίµονό σου και δεν πας. Μικρή κόρη: Να κάµω ό, τι θες, µόνο µη µε δείρεις. Δράκαινα: Θα πας στση αδερφής µου τση δράκαινας να µου φέρεις το βιολί ταµπουρατζή, να µου φέρεις την κνισάρα, να µου φέρεις και τα ξεροτήγανα που έχει καµωµένα, να κάµουµε το γάµο του Άτσι- λεβέντη.

3


Αφηγητής: Ξεκίνησε η κοπελιά στεναχωρηµένη και κλαµένη και δεν ήξερε πού να πάει. Στο δρόµο τη συνάντησε ένας άγνωστος. Άγνωστος: Πού πας, κοπελιά µου; Μικρή κόρη: Στην κακή µου µοίρα. Άγνωστος: Δώσε µου το µαντήλι σου κι εγώ θα σε βοηθήσω. Μικρή κόρη: Καλλιά να καεί η καρδιά µου παρά να σου δώσω το µαντήλι µου. Άγνωστος: Γιάντα, αλλουνού το χεις τάξει το µαντήλι σου; Μικρή κόρη: Άφησέ µε, άνθρωπέ µου, στη δυστυχία µου, και γύρευε τη δουλειά σου. Άγνωστος: Στάσου, κάτσε σε τούτο το πεζούλι να σου πω. Εσύ θα περάσεις από µια βρύση που είναι βουρκιασµένη και γεµάτη σκουλήκους. Θα πιάσεις να την-ε καθαρίσεις, να την-ε ξεβροµίσεις κι ύστερα θα πιεις νερό και θα πεις: «Χαρώ το νερό και να’ τανε κοντά, άµα παντρευτεί ο Άτσι- λεβέντης να ‘ρθουνε οι γαµουλιώτες να πιούνε νερό». Ύστερα θα περάσεις από ένα κάµπο που είναι γεµάτος αγκάθες και αντριβόλους, αλλά εσύ να βγάλεις τα παπούτσια σου και να πεις «χαρώ τον-ε για κάµπο και να ‘τανε κοντά άµα στεφανωθεί ο Άτσι- λεβέντης, να ‘ρθουνε να χορέψουνε οι γαµουλιώτες». Κι ύστερα θα περάσεις από ένα φούρνο και θα δεις τη φουρναρού να πανίζει το φούρνο µε τα χέρια τζη. Θα κόψεις ένα κοµµάτι πανί από το φουστάνι σου να τση το δώσεις να πανίζει το φούρνο. Κι ύστερα θα πας στση δράκαινας το σπίτι, εκειά που σε πέψανε. Άµα την-ε δεις κι είναι τα µάθια τζη κλειστά είναι ξυπνητή κι άµα τα ‘χει ανοιχτά τότες κοιµάται. Θα µπεις να πάρεις τα ξεροτήγανα απού ‘ναι στο τραπέζι και την κνισάρα απού ‘ναι κρεµασµένη πάνω στον τοίχο. Το βιολί ταµπουρατζή µην το πειράξεις. Αυτό θα το αγγίξεις µόνο µε το δαχτυλάκι σου και θα παίζει να σου κλουθά. Μικρή κόρη: Να ‘σαι καλά. Αν δε µ’ αρµήνευες, πράµα δεν έκανα. Αλλά πε µου, που τα ξέρεις εσύ και γιατί µε βοηθάς; Άγνωστος: Για το µαντήλι σου, αλλά αφού δε θες να µου τα δώσεις, δεν πειράζει. Αφηγητής: Σηκώνεται, λοιπόν, η κοπελιά και πάει και τα κάνει όλα, όπως τση τα ‘πε ο άγνωστος. Τση παντήχνει πρώτα η βρύση. Καθίζει, την καθαρίζει και πίνει νερό κι ύστερα λέει «Χαρώ το το νερό και να’ τανε τούτη η βρύση κοντά, άµα παντρευτεί ο Άτσι- λεβέντης να ‘ρθουνε οι γαµουλιώτες να πιούνε νερό». Και φεύγει από ‘κεια και πηγαίνει και φτάνει σ’ ένα κάµπο που ήτανε γεµάτος αγκάθες κι αντριβόλους. Βγάνει τα παπούτσια τση, περνά κι ύστερα λέει: «Χαρώ τον-ε ωραίος κάµπος και να ‘τανε κοντά, άµα παντρευτεί ο Άτσι- λεβέντης να ΄ρθουνε οι γαµουλιώτες να χορέψουνε». Φεύγει κι από κει και πηγαίνει, και πηγαίνει… Και φτάνει σ’ ένα φούρνο κι επάνιζε η φουρναρού το φούρνο µε τα χέρια τζη. Εκαίγουντον η κακοµοίρα αλλά, αφού δεν είχε πανί, ήντα ‘θελα κάµει; Κόβει αυτή από το φουστάνι τζη και τση δίδει και τν-ε πανίζει. Φεύγει κι από κεια και µε τα πολλά φτάνει στση δράκαινας το σπίτι. 4


Μικρή κόρη: Ετούτο-νε θα είναι τση δράκαινας το σπίτι. Α… (ψιθυριστά) να και τη δράκαινα. Καλή εβγήκε. Θωρώ

κι έχει τα µάτια τζη ανοιχτά. Να στριφογυριστώ

πριχού ξυπνήσει. (Παίρνει από το τραπέζι τα ξεροτήγανα, ξεκρεµά από τον τοίχο

την κνισάρα και ακουµπά µε το δαχτυλάκι της το βιολί ταµπουρατζή). Βιολί ταµπουρατζή: Τι έγινε, τι µε ζητείς, τον ύπνο µου ταράζεις. Θέλεις να παίξω µουσική και συ να διασκεδάζεις; Μικρή κόρη: Σσσσσς … Μίλειε πιο σιγά µην ξυπνήσεις τη δράκαινα. Κλούθα µου να πάµε στο γάµο του Άτσι- λεβέντη. Βιολί ταµπουρατζή: Καλά το λες… Εξέχασα τη δράκαινα, τη σκύλα… Μα πού µου είπες πώς πας; Σε γάµο; Πες µου, µίλα! Μικρή κόρη: Σου το ‘πα, µα εσύ αλλού το νου, βιολί ταµπουρατζή. Πάµε. Θα παίξεις στο γάµο του Άτσι- λεβέντη. Βιολί ταµπουρατζή: Μετά χαράς και έρχοµαι και γρήγορα θα κάµω. Να µην καθυστερήσουµε σε ένα τέτοιο γάµο.

(Με τη φασαρία ξυπνά η δράκαινα). Δράκαινα- αδερφή: Μα ήντα κουβέντες και µουσικές γρικούνται! Βιολί ταµπουρατζή, έδιωξέ σου πάλι και τραγουδάς µοναχός σου; Βιολί ταµπουρατζή (προς τη δράκαινα δυνατά): Βαρέθηκα στη µοναξιά κι άρχισα το τραγούδι. (Προς τη µικρή) Τρέχουµε, τώρα, γρήγορα, προτού καλοξυπνήσει. Δράκαινα- αδερφή: Άµα στσι ξεπατώσω τσι χορδές σου, δε θα σου κάνει όρεξη να τραγουδείς. Εξύπνησές µε πάλι κι εθώρου στ’ όνειρό µου πως ήτρωγα µπακαλιάρο.

(Σηκώνεται και αντιλαµβάνεται πως λείπουν τα πράγµατα. Βλέπει τη µικρή και το βιολί ταµπουρατζή να τρέχουν). Μα, ήντα γίνεται έπαε µέσα; Α! βιολί, εξεγέλασές µε. Εδά θα σας-ε πω και των δυο. (Πιάνει µια κρεµµύδα και την πετά προς την κοπέλα.

Και καθώς δεν την πετυχαίνει, τρέχει να τους προλάβει. Απευθύνεται στη φουρναρού). Γειτόνισσα, φουρναρού, πιάσε µου την κλέφτρα! Φουρναρού: Εδά το θυµήθηκες πως είµαστε γειτόνισσες; Τόσα-να χρόνια είµαι έπαε χάµε και δε µου ’δωσες ένα κοµµατάκι ρούχο να πανίσω το φούρνο, µόνο τον-ε πανίζω µε τα χέρια µου. Κι αυτή επέρασε µια τζη µιας κι έσκισε το φουστάνι τζη και µου το ‘δωκε. Άµε, κοπελιά µου, στη δουλειά σου, κι άστηνε αυτή να γαυγίζει! Μικρή κόρη: Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά. Βιολί ταµπουρατζή: Εύγε σου, κέρα- φουρναρού, που εκτίµησες την πράξη γιατί, σαφώς, δίχως πανί, το χέρι είχε αρπάξει. Δράκαινα- αδερφή: Με σένα, κυρά- Φουρναρού, θα λογαριαστούµε άλλη ώρα. Φουρναρού: Όντε θες, µα κάτεχε πως φούρνιστρο δεν έχω µα φτυάρι κρατώ.

(Εξακολουθούν να τρέχουν). Δράκαινα- αδερφή: Πιάσε µου την-ε, κάµπε, πιάσε µου την-ε κι ό, τι θες!

5


Κάµπος: Μια καλή σου κουβέντα περίµενα τόσους χρόνους κι εσύ µ’ εβλαστήµας κι εµένα και τα’ αγκάθες µου. Κι αυτή επέρασε µια τζη µιας κι έβγαλε τα παπούτσια τζη κι επαίνεσέ µε κιόλας. Άµε κοπελιά µου στη δουλειά σου. Μικρή κόρη: Να’ σαι καλά, κάµπε! Βιολί ταµπουρατζή: Κάµπε, γι’ αυτό που έκανες χρωστούµε ευγνωµοσύνη. Και τα’ όνοµά σου αξέχαστο στη µνήµη µας θα µείνει! Δράκαινα- αδερφή: Δε µε βοηθάς, αλλά θα το θυµούµαι! Κάµπος: Το ίδιο σου κάνει! Δράκαινα- αδερφή: Βρύση, πιάσε µου την κλέφτρα και δεν µπορώ µπλιο να γλακώ! Πιάσε µου την-ε κι ό, τι θες από µένα. Βρύση: Εδά που µε χρειάζεσαι µε καλοπιάνεις! Πια µπρος, όµως, εβλαστήµας κι εµένα και το βουρκισµένο µου νερό. Κι αυτή ήρθε και µε καθάρισε, κι ήπιε απ’ το νερό µου, κι επαίνεσέ µε κιόλας. Εδά ήντα θες, να την πιάσω; Γιάντα να µη δυσκολέψω εσένα; (Η πηγή καταβρέχει τη δράκαινα). Δράκαινα- αδερφή: Αχαΐρευτο νερό, που να ξεραθείς και να στερέψεις! Βρύση: Ό, τι παθαίνεις, το παθαίνεις για την κακή σου ταχτική, που δε σεβόσουν τσι γείτονές σου. Γιάγυρε δα στο σπίτι, µα την κοπελιά δεν την-ε προλαβαίνεις και τούτο-να να σου γενεί µάθηµα. Δράκαινα- αδερφή: Αύριο θα σας-ε στολίσω εγώ όλους. Κι εσένα βουρκόνερο και τον ξερόκαµπο και την ανεπρόκοπη τη φουρναρού. Αφηγητής: Έτσι, η κοπελιά γύρισε στο σπίτι τση δράκαινας, τση πεθεράς τση και κρατούσε ό, τι τση γύρεψε. Αυτή, µόλις την είδε, τση ‘ρθε νταµπλάς, γιατί, βέβαια, δεν επερίµενε πως θα τα κατάφερνε. Γυρίζει και τση λέει: Δράκαινα (ειρωνικά): Θωρώ κι έφερες τα πράµατα! Μπράβο! Σπω την κεφαλή µου να δω πώς το ‘καµες. Αλλά δε βρίσκεται άλλη εξήγηση. Γη µάγισσας παιδί είσαι, γη αµοναχή σου είσαι µάγισσα, γη ο γιος µου, ο Άτσι- λεβέντης σ’ έχει δασκαλέψει. Μικρή κόρη: Μήδε µάγισσας παιδί είµαι, µήδε µάγισσα µοναχή µου, µήδε ο γιος σου µε δασκάλεψε.

Έβαλα τα δυνατά µου να κάµω αυτό που µου ζήτησες για να σ’

ευχαριστήσω. Αυτό είναι όλο. Δράκαινα: Ας τσι τούτεσας τσι γαλιφιές και σε µένα δεν περνούνε. Κι άκου καλά ήντα θα σου πω. Εµείς οι δυο δεν ετελειώσαµε ακόµη. Αν είσαι µια φορά καπάτσα, εγώ είµαι δέκα. Κι επειδή θες να µ’ ευχαριστήσεις (ειρωνικά) εσκέφτηκα να µου κάνεις κι ετούτη τη δουλειά που θα σου πω. Μικρή κόρη: Όπως έκαµα την πρώτη, έτσα θα κάµω και τη δεύτερη! Δράκαινα: Θα πάρεις τρία σακιά αδειανά και θα πας να µου τα γεµίσεις πούπουλα των πουλιών, να γεµίσω το στρώµα του Άτσι- λεβέντη, εδά που θα παντρευτεί. Και 6


θα πάρεις και το γάιδαρο και το σκύλο, και θα πάρεις και δυο σακιά άχερα για το γάιδαρο κι ένα σακούλι ψωµί για το σκύλο. Και θα γυρίσεις οπίσω και θα µου φέρεις τα τρία σακιά γεµάτα πούπουλα, το σκύλο χορτάτο και το ψωµί ολάκερο, το γάιδαρο χορτασµένο και τα δυο σακιά τα άχυρα όπως σου τα δίδω! Μικρή κόρη (µονολογώντας): Εδά πώς θα τα καταφέρω; Πού να πάω και πού να µην πάω; Γάιδαρος: Αν πεινάσω, να ξέρεις πως θα φάω τ’ άχερα. Σκύλος: Κι εγώ τα ψωµιά. Μικρή κόρη: Δε µε λυπάστε; Αν τα φάτε, πώς θα γυρίσω µετά στση Δράκαινας που αφορµή γυρεύει να µε καταφρονέψει. Γάιδαρος: Να µην την έκανες πεθερά. Σκύλος: Έτσι κι αλλιώς από τα χέρια τζη δε γλυτώνεις, ίσαµε να ‘σαι στο σπίτι τζη. Μικρή κόρη: Αυτή ‘ναι η αλήθεια. Εκαταδικάστηκα σε τούτο-νε το σπίτι κι ούτε ο άντρας µου παρουσιάζεται να µε βοηθήσει ούτε και κανείς άλλος. Κι έχω κι εσάς, να µην µπορείτε να κουµαντάρετε την πείνα σας. Γάιδαρος: Σώπα, µην κλαις και λύση θα βρεθεί. Σκύλος: Στο κάτω κάτω µόνο να µανίζει και να βλαστηµά µπορεί η δράκαινα. Αφού σου ‘δωσε το λόγο τζη πως δε σε πειράζει, ήντα την-ε φοβάσαι; Μικρή κόρη: Και λίγο πράµα το ‘χεις να σου βαταλαλούνε από το πρωί ως το βράδυ;

(Εκείνη την ώρα πλησιάζει ο άγνωστος). Άγνωστος: Πού πας, κοπελιά µου; Μικρή κόρη: Εσύ έτυχες πάλι στο δρόµο µου; Σκύλος: Μην τον αποπαίρνεις κι αυτός σε ξελάσπωσε την άλλη φορά. Μικρή κόρη: Δε θέλω µπλιο από τσι βοήθειές του. Γάιδαρος: Μην τση συνορίζεσαι τση κακοµοίρας και από τα βάσανα που περνά δεν ξέρει ποιος τση φταίει. Άγνωστος (προς το γάιδαρο): Δεν τση κακιώνω εγώ και δικαιολογηµένη είναι. (Προς

την κοπέλα). Να µου το δώσεις εδά το µαντήλι, που σου γύρεψα και την άλλη βόλτα; Μικρή κόρη: Να γιατί δεν τσι θέλω τσι βοήθειές σου. Και την άλλη φορά στο ‘πα. Το µαντήλι µου το φυλάσσω αυτηνού που κρατώ χατίρι. Άγνωστος: Όχι άλλως. Μα άκουσε καλά ήντα θα κάµεις. (Της µιλεί ψιθυριστά στ’

αυτί, να µην ακούσει ο σκύλος και ο γάιδαρος). Αφηγητής: Σαν τση ‘πε ο άνθρωπος εκείνος ήντα να κάµει, η κοπελιά επήρε θάρρος και µε άλλη όρεξη εσυνέχισε το δρόµο τζη. Ώρα µια, στένεται σε ένα ξέφωτο κι αρχίζει να φωνάζει δυνατά, να την ακούσουνε τα πουλιά. Μικρή κόρη: Επόθανε ο Άτσι- λεβέντης! Επόθανε ο Άτσι λεβέντης! 7


Πουλιά: Συµφορά µας, να χαθεί τέτοιος λεβέντης! Άλλα πουλιά: Ήντα είναι αυτό που ακούµε! Πώς θα περνούµε από δα κι ύστερα χωρίς τα καληµερίσµατά του! (Μαδιούνται και κάποια πέφτουν νεκρά στο χώµα).

(Μετά από λίγο). Μικρή κόρη: Ψόµατα σας το ‘πα! Δεν επόθανε ο Άτσι- λεβέντης! Πουλιά: Ψόµατα! Ψόµατα! Ακούσατε; Ψόµατα ήταν! Δεν επόθανε ο Άτσι- λεβέντης! Ζει! Ζήτω ο Άτσι- λεβέντης! (Τα πουλιά φεύγουν). Μικρή κόρη (προς το σκύλο): Να δα, φαΐ δεν ήθελες; Υπάρχει καλύτερος µεζές από τούτα τα πουλιά; Σκύλος: Ασφαλώς όχι! Ορµώ στο φαΐ. Κι έχω και µια πείνα!!! Μικρή κόρη (προς το γάιδαρο): Άµε κι εσύ, γάιδαρε, να βοσκαρίσεις ώστε να µαζέψω τα πούπουλα, να γεµίσω τα σακιά. Να, επαέ έχει χόρτα µπόλικα! Γάιδαρος: Ευχαρίστως, πάω. (Ενώ µασουλά χόρτα) Είδες που πάλι βρήκες τη λύση; Μικρή κόρη (πιο σιγά): Να ‘ναι καλά κι εκείνος ο άθρωπος που µε βοήθησε πάλι! (πιο

δυνατά, απευθυνόµενη στα ζώα). Αντέστε δα, µην αργήσουµε και µανίζει πάλι η δράκαινα. (Προχωρούν). Δράκαινα (ειρωνικά): Καλώς τη-νε τη νύφη µου. Πώς επήγε; Δε φαντάζοµαι να δυσκολεύτηκες ετούτη τη φορά. Μικρή κόρη: Εδυσκολεύτηκα αλλά κάτι κατάφερα. (Της δείχνει τα πράγµατα). Να και τα πούπουλα, να και τ’ άχερα, να και τα ψωµιά. Και τα ζα είναι χορτάτα. Άµα θες, ρώτα τα. Δράκαινα (πολύ εκνευρισµένη): Δε θέλω να ρωτώ πράµα. Θωρώ όµως πως έχεις δάσκαλο καλό, αλλά δεν κατέχω αν-ε σου βολέψει και την άλλη φορά. Ίσαµε δα κερδίζεις, αλλά µέχρι πότε; (Φεύγει θυµωµένη).

(Παρουσιάζεται ο άγνωστος). Άγνωστος: Τόσες-ας φορές που σε βοήθησα και δε µου δίνεις το µαντήλι σου ούτε τον ιδρώτα µου να σκουπίσω! Μικρή κόρη (Δίνοντας το µαντήλι της): Να στο δώσω, γιατί, αν δεν ήσουν εσύ, θα µε είχε φαωµένη ή η δράκαινα ή η αδερφή τζη. Γι’ αυτό σ’ ευχαριστώ. (Του δίνει ένα φιλί

στο µάγουλο. Ο άγνωστος µεταµορφώνεται σε πρίγκιπα). Μικρή κόρη; Ω! Μα τι έγινε! Ποιος πάλι είσαι συ; Πρίγκιπας: Εγώ είµαι ο Άτσι- λεβέντης που πρωτογνώρισες, εγώ κι ο Άτσιλεβέντης ο γιος της Δράκαινας, εγώ είµαι κι έπαε εµπρός σου µε τη µορφή µου την αληθινή. Μικρή κόρη: Και πώς; Πώς; Πράµα δεν καταλαβαίνω! Πρίγκιπας: Με την υποµονή, θα σου τα εξηγήσω όλα. Εγώ είµαι ενός Βασιλιού παιδί. Μα το ‘φερε η µοίρα και µια µάγισσα, που ήθελε να κάνει κακό στους γονείς µου, γιατί δεν την καλέσανε στσι γιορτές για τη γέννησή µου, µου καταράστηκε τη µέρα 8


που θα γενώ δεκαοχτώ χρονών να µεταµορφωθώ σε αράπη και να βρεθώ σε τούτης της δράκαινας το σπίτι. Κι έτσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή µου, εκτός µόνο και να βρεθεί µια κοπελιά να µου δώσει το µαντήλι τζη κι ένα φιλί, όχι όµως στανικώς τζη ή από ανάγκη αλλά µε την όρεξή τζη, επειδή µ’ αγάπησε! Μικρή κόρη: Η αλήθεια είναι πως η ανάγκη µ’ έφερε σ’ ετούτο το σπίτι. Αλλά στα βάσανα που περνούσα, πάντα ήσουν κοντά µου και τα κατάφερα και γλύτωσα από τση δράκαινας τα χέρια. Πώς, λοιπόν, να σου ξεχάσω, µετά από όσα έκαµες για µένα; Πρίγκιπας: Πάµε, κοπελιά µου, να φύγουµε όσο πιο γλήγορα µπορούµε. Πριχού κακοβάλει η δράκαινα! Και θα τα πούµε όλα µε την ησυχία µας, στο παλάτι µας. Αφηγητής: Και την-ε παίρνει δα ύστερα από κεια και πάνε στο παλάτι κι εκάµανε χαρά οι γονέοι του, που δεν κατέχανε αν ζούσε ή αν πόθανε. Καλέσανε και τσ’ αδερφές τση κοπελιάς και τον πατέρα τζη και τσι στεφανώσανε. Κι επεράσανε αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα.

9


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.