Τα Ντουρντουβάκια

Page 1



Δημήτρης Μπατσιούλας

ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ Ιστορικό Μυθιστόρημα


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

1η Έκδοση: Μάιος 2006 2η Έκδοση: Μάρτιος 2011 «ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε. - 2011 © Δημήτρης Μπατσιούλας - 2006 Καλλιτεχνική Επιμέλεια, Σχεδιασμός Εξωφύλλου Νικόλαος Δερμάτης

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Πανόρμου 83, Τ.Κ. 115 24 - Αθήνα Τηλ.: 2103315186, Fax: 2103315134 e-mail: info@batsioulas.gr url: www.batsioulas.gr - Οι πίνακες περιλαμβάνονται στο βιβλίο των Δημ. Πασχαλίδη και Τάσου Χατζηαναστασίου «ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ [ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1941] Εξέγερση ή προβοκάτσια;» και συντάχτηκαν από τον Δημήτρη Πασχαλίδη. - Οι φωτογραφίες στις σελίδες 410, 413-415 προέρχονται από το αρχείο του Πολεμικού Μουσείου, στις σελίδες 415 - 420 από το προσωπικό αρχείο του Γιώργου Κυριακόπουλου (Νέο Σούλι Σερρών), στην 421 από το αρχείο του Δήμου Δοξάτου και στην 422 από το αρχείο της Πόπης Παπαδοπούλου.

ISBN-13: 978-960-6813-44-3


Στη δικιά μου Λένκα στον Στέργιο και στον Νίκο.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

9 11 14 26 44 60 82 88 97 113 120 132 135 145 156 161 166 172 177 192

209 211 220 240 249 267 274 284 294 307 317 328 349 355 384 401


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

410

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

425

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

427 456 470 481 488 502 511 531 549 575

599

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

601 616 626 640 651 667 681 696 714 733

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΑ

746 749 752


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Χρυσό Σερρών, 1964.

Κ

ατηφόριζα το γιόμα κείνο του Ιανουαρίου του 1964 για να επισκεφτώ τον παπα-Στέφανο στο σπίτι του γιατί με μήνυσαν ότι γλίστρησε στα χιόνια. Μισό μέτρο το χιόνι, κράταγε μια βδομάδα τώρα, παγωμένο σα ζαχαρένιος αχνός, από τις ξαστεριές που ’κανε τις δυο προηγούμενες νύχτες. Το ’παιρνε ο παγερός αγέρας και το σφουντούριζε απάνω από τα σπίτια. Ολούθε, ολοτρίγυρα μια άσπρη ανατριχίλα. Κράταγα γερά την πατερίκα1 του μακαρίτη του πατέρα μου, μη με πάρει η κουτρουβάλα απάνω στο πατημένο χιόνι και ’φτανα μεμιάς στο σιντριβάνι. Από κει λίγο πιο κάτω πήρε κουτρουβάλα ο παπα-Στέφανος κατά τη Ρομάντσα, την κεντρική πλατεία. Όρμησαν οι χωριανοί να κρατήσουν τον παπά τους, κουτρουβάλησαν κι αυτοί μαζί του, ράσα, γένια, ανθρώποι γινήκαν όλοι μαζί ένα κουβάρι, για να σταματήσουν κει που σβήνει η κατηφοριά. Στην πλατεία στο σιντριβάνι, τσούρμο τα σχολιαρούδια χαλνούσαν τον κόσμο απ’ τη φασαρία. Είχαν κλείσει τα σχολεία από την πρώτη μέρα που ’πεσε το χιόνι για να μη κρυολογήσουν, μα κείνα τα αφιλότιμα δεν έκατσαν στιγμή στα σπίτια τους. Μοναχά για φαΐ και ύπνο μαζευόντουσαν. Μα δεν ήταν μοναχά μικρά σχολιαρούδια στο τσούρμο. Ήταν και πιο τρανά παιδιά, γυμνασιόπαιδα, με τα γυμνασιακά καπέλα τους. Κάποιον παράχωναν 1 Πατερίκα: Μπαστούνι

11


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

μες τα χιόνια. Κοντοζύγωσα. Ήταν ο Δημοσθένης Ζέμος που τον είχαν καταγής και τον βάραγαν με χιονιές όλα μαζί. Ξενομερίτης από την Τσιατάλτζα της Δράμας, ολοχρονίς πιωμένος, βρέθηκε άξαφνα μια μέρα στο χωριό και ρίζωσε. Έμεινε σ’ ένα γκρεμόσπιτο μαζί με δυο άλλους σαν κι αυτόν και δεν νομίζω να υπήρχε κανένας απ’ το χωριό, όσο πονετικός και να ’ταν, που να δρασκέλισε το κατώφλι κείνου του γκρεμόσπιτου, για να διεί πώς ζούσαν αυτοί οι τρεις μεθουκλιάρηδες. Κοντοζύγωσα μ’ ένα χαζογέλιο στο στόμα, όπως έκανα κάθε φορά που ο κόσμος περιέπαιζε το Ζέμο. Ένα ανθρώπινο κουφάρι παραχωμένο μες τα χιόνια που κοίταζε· αλήθεια αυτή τη φορά ο Ζέμος κοίταζε αλλιώτικα. Παραμέρισα τα παιδιά κι έσκυψα κατά πάνω του. Ναι, είχε αλλιώτικη θωριά. Δεν κορόιδευε αυτούς που τον βαρούσαν όπως έκανε άλλες φορές, δεν τους έβγαζε τη γλώσσα του, μακριά σα φκιάρι. Κοίταζε ανέκφραστα, με σβησμένη ματιά. Αγρίεψα, σήκωσα την πατερίκα, έδιωξα το τσούρμο. Τράβηξα το Ζέμο απ’ το χέρι, ένα άδειο χούφταλο, τον στέριωσα στα ποδάρια του. «Είσαι καλά, Ζέμο;» τον ρώτησα. Με είδε, με την άδεια, σβησμένη ματιά του. «Συ ’σαι Στέργιο;» αποκρίθηκε. «Ναι, γω ’μαι». «Βόηθα με να βγάλω την κατηφοριά μη κουτρουβαλήσω, να πάω σπίτι να ξαπλώσω. Δεν νιώθω καλά σήμερα». Τον πήρα μαζί μου. Τρέκλιζε σιμά μου. Τραγιάσκα χωμένη βαθιά. Μάτια βαθουλωμένα, στόμα ξεδοντιάρικο που ’χασκε, τραχιά αξούριστα γένια. Κι ύστερα μια χλαίνη ξεκούμπωτη, χοντρό σχεδόν καινούργιο πουλόβερ, άτρυπιο πανταλόνι, χοντρές αρβύλες. Κόντεψε να πέσει κάνα δυο φορές, τον συγκράτησα. «Τι βλέπω, Ζέμο; Καινούργια ρούχα, πού βολεύτηκες;» «Να ’ναι καλά ο μακαρίτης ο μπάρμπα Μαναζής. Πότε απόθανε... μου τα ’στειλε η γριά του, να ’ναι καλά». «Έχεις σκεπάσματα κει που κοιμάσαι;» «Ε... έχω, μα δεν νιώθω να κρυγιώνω... Απόψε όμως θαρρώ πως κρυγιώνω». Φτάσαμε στην πλατεία. Μας αντάμωσαν πέντε-έξι. Μπορεί

12


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

και να μη χαιρέτησαν εμένα, μα το Ζέμο όλοι κάτι βρήκαν για να τον περιπαίξουν. «Θες ένα ρακί, Ζέμο;» «Δε μπορώ σήμερα, αύριο μ’ υγεία. Κι ύστερα σε καρτερεί μες τον Βλάχο ο παπάς. Άντε, καλό ξημέρωμα Στέργιο». Ο παπα-Στέφανος καθόταν μέσα στο καφενείο. Δεν θυμάμαι ν’ αντιχαιρέτησα το Ζέμο. «Καλώς τον Στέργιο», με φώναξε ο παπάς σαν μπήκα στο καφενείο του Βλάχου. «Πώς κι έτσι νωρίς σήμερα; Κάτσε να πιούμε καφέ. Κι εγώ τώρα βγήκα». «Για σένα βγήκα παπά μ’. Μ’ είπαν ότι κατέβηκες μεμιάς την κατηφοριά κι ότι σε πήγαν στα χέρια στο σπίτι». «Γλίστρησα κι έπεσα με τον πισινό κι έτσι πήρα την κατηφοριά. Παραμάζεψα και δυο-τρεις μαζί. Δόξα σοι ο Θεός, δεν επάθαμε τίποτα».

13


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ν

ωρίς την άλλη μέρα το πρωί ακούστηκαν χτυπήματα στην αυλόπορτα του σπιτιού. Πασταλιάζαμε τον καπνό και δεν είχαμε ξεμανταλώσει ακόμα. «Γιώργο, για πήγαινε ν’ ανοίξεις», είπα στον γιο μου. Γύρισε φέρνοντας μαζί του τον Ζέμο. Ήταν στα ίδια χάλια με την προηγούμενη μέρα. Μας καλημέρισε κι αγκάλιασε τις σωλήνες από τη σόμπα που ’καιγε με κάρβουνο. «Καλώς τον», αποκρίθηκα. «Κάτσε να ζεσταθείς, να φας, να συνέλθεις λίγο». «Ένα τσιάι, βρε Ελένη», είπε στη γυναίκα μου, «καυτό, μπας και ανοίξει ο λαιμός μου και μπορέσω να καταπιώ το σάλιο μου. Ξεράθηκε ο λαιμός μου... Δεν κατεβάζει τίποτα». «Μπα, θείε Ζέμο, το ’κοψες το ρακί;» πετάχθηκε η κόρη μου, η Αφροδίτη. «Συ τα μαθήματά σου», της αποκρίθηκε ο Ζέμος. Σηκώθηκε η γυναίκα μου κι έβαλε το τσαγιερό στη σόμπα. Έκοψε ψωμοτύρι και τ’ απίθωσε μπροστά στο Ζέμο. «Φάγε λίγο να στυλωθεί η ψυχή σου», του ’πε, «και μετά πίνεις το τσιάι, μόλις γίνει. Και μη φύγεις, το μεσημέρι θα μαγειρέψω φασολάδα με χοιρινό μέσα. Γω, Στέργιο, θα πεταχτώ μέχρι τη μάνα μου για να διώ τι κάνουν μ’ αυτόν τον ψόφο. Δε θ’ αργήσω». «Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σου να διώ τη γιαγιά μου», πετάχθηκε η κόρη μου.

14


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Θα βγω και γώ καμιά βόλτα μέχρι την πλατεία», είπε ο γιος μου. «Αλλά καλύτερα να κάτσω μέσα. Ποιος θα ’ναι απ’ τους φίλους μου τέτοια ώρα έξω!» Ο Ζέμος συνέχιζε να κάθεται σχεδόν κολλημένος στη σόμπα. Του ’δωκα ένα κύπελλο καυτό τσιάι. Στην αρχή το χούφτιασε και με τα δυο του χέρια κι ύστερα τ’ απίθωσε απάνω στη σόμπα. «Λοιπόν, Ζέμο, τι λέει ο κόσμος για τον καιρό;» τον ρώτησα. «Δύσκολος Στέργιο, πολύ χιόνι. Αλήθεια από πότε έχει να χιονίσει έτσι;» «Πάνε πολλά χρόνια. Εσύ πόσα χρόνια είσαι εδώ στο χωριό;» «Πόσα χρόνια... σάμπως και λογαριάζω τον καιρό... Σάμπως και λογαριάζω τίποτα». Πήρε το κύπελλο με το τσιάι κι αρχίνησε να το κατεβάζει γουλιά γουλιά. Με μια ματιά γυάλινη κι απόμακρη. «Αλήθεια, Στέργιο, πόσο χρονώ ήσουνα στην κατοχή;» ρώτησε ύστερα από κάμποση ώρα. «Γιατί ρωτάς; Αφού στο ’χω πει πολλές φορές. Φαντάρος ήμουνα στον πόλεμο του ’40, λοχίας στο οχυρό Παληουριώνες όταν το πήραν οι Γερμανοί και μας έκαναν “παρουσιάστε” αντί να μας τουφεκίσουν όπως έκαναν με όλους τους άλλους στρατούς. Δοξασμένες στιγμές, Ζέμο, αλλά τι να τα κάνεις μ’ όλα εκείνα που ακολούθησαν. Με τους Βούλγαρους, τον ανταρτοπόλεμο...» «Μ’ όλα κείνα που ακολούθησαν... μονολόγησε κι ο Ζέμος. Μ’ όλα κείνα... Θυμάσαι τη σφαγή στη Δράμα... στο Δοξάτο...» «Ξεχνιούνται αυτά, Ζέμο;» «Τη θυμάσαι αλλά δεν την ξέρεις... δεν την έζησες όπως εγώ». «Γιατί εσύ που ήσουνα τότε;» τον ρώτησα. «Από τότε που ήρθες εδώ όλο λες πως ήσουνα αιχμάλωτος σε στρατόπεδο στη Γερμανία». «Ναι, στο Νταχάου ήμουνα... κλεισμένος και απείραχτος». «Τι απείραχτος; Ως τα τώρα λες πως σ’ είχαν για εκτέλεση». «Είναι αλήθειες Στέργιο που δεν θα μαθευτούν ποτές... Γιατί τις ξέρουν λίγοι μοναχά άνθρωπoι κι αυτοί ίσως όλοι πεθαμένοι. Να ’ναι κάνα δυο ζωντανοί κι αυτοί πάλι δεν γίνονται πιστευτοί». «Τι είναι αυτά που λες σήμερα, δεν σε καταλαβαίνω».

15


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Γω Στέργιο, στον πόλεμο ήμουνα τριαντάρης. Δε με βρήκε εδώ η επιστράτευση για τον πόλεμο γιατί ήμουνα στη Γερμανία. Από πολύ καιρό... Πώς βρέθηκα εκεί είναι άλλη ιστορία... θα στην πω μια άλλη φορά». «Για να διούμε τι θες να πεις». «Θα στα πω στα γρήγορα γιατί σήμερα δεν είμαι καλά... και μπορεί να καταλάβεις γιατί ρεμάλιαξα έτσι. Ήμουνα στην προπαγάνδα του Χίτλερ. Δεν ξέρω πώς με διάλεξαν, μα με διάλεξαν κατά το ’36 και με πήγαν στη Γερμανία, σε πολλές πόλεις, σε πολλά στρατόπεδα. Ήμασταν απ’ όλα τα κράτη του κόσμου εκεί. Έλληνες ήμαστε τέσσερις. Εκεί να διείς προπαγάνδα. Έπρεπε μείς να βρούμε άλλους. Να αυγατίσουμε την προπαγάνδα, να ετοιμάσουμε το δρόμο για να περάσει η Γερμανία από κει που ’θελε. Κι έτσι στον πόλεμο ήμουνα στα μετόπισθεν. Στο χωριό μου ήξεραν ότι δούλευα στις φάμπρικες της Γερμανίας κι ότι αποκλείστηκα εκεί από τον πόλεμο. Μας έστειλαν πίσω στην Ελλάδα λίγο μετά που μπήκαν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι. Γω είχα αποστολή να στρατολογώ προπαγανδιστές, μα πιο πολύ ανθρώπους, που ήξεραν τα βουλγάρικα, αλλά ήθελαν να δουλέψουν για την Γερμανία». Σταμάτησε για λίγο, πίνοντας μια γουλιά τσιάι και συνέχισε. «Γιατί, μη με πεις ότι η Γερμανία του Χίτλερ κι ο Χίτλερ ακόμα, δεν είχαν μεγαλείο; Αλλιώς πως μπορεί να εξηγηθεί όλη εκείνη η αφοσίωση, εκείνη η τυφλή υποταγή ολόκληρου του γερμανικού μα και του αυστριακού λαού στον Χίτλερ;» «Εγώ έχω άλλη γνώμη γι’ αυτά», είπα. «Αυτούς που στρατολογούσα, τους διάλεγα πολύ προσεκτικά», συνέχισε να μιλά ο Ζέμος σαν να μην άκουσε την παρατήρηση μου. «Τους πήγαινα στη Γερμανία κι εκεί οι Γερμανοί τους εκπαίδευαν για το σκοπό που τους ήθελαν. Να μαθαίνουν πληροφορίες από τους Βούλγαρους αλλά και να διαδίδουν τις πληροφορίες που ήθελαν οι Γερμανοί να περάσουν σε αυτούς. Κι όλα αυτά για να εμποδίσουν με κάθε τρόπο να επικρατήσει ο κομμουνισμός στα Βαλκάνια κι έτσι να μην αποκτήσουν οι Ρώσοι έξοδο στη Μεσόγειο Θάλασσα». «Και γιατί με τα λες όλα αυτά σήμερα Ζέμο;» τον ρώτησα με

16


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

απορία. Κοίταξα κατά τον γιο μου. Με φάνηκε ότι κι αυτός άκουγε απορημένα. «Θα το καταλάβεις απ’ αυτά που θα σε πω παρακάτω. Προπολεμικά, το ξέρεις ίσως καλύτερα από μένα, το κομμουνιστικό κίνημα ήταν πολύ δυνατό στη Βουλγαρία, στη Σερβία, όπως και στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί, για κάθε ενδεχόμενο, μπόρεσαν κι έβαλαν μέσα στους κομμουνιστές, πράχτορες δικούς τους. Έτσι ήξεραν τι σχεδίαζαν οι κομμουνιστές. Όταν ήταν να χτυπήσουν την Ελλάδα ήξεραν τις δυσκολίες που θα έβρισκαν. Γι’ αυτό συμφώνησαν με τη Βουλγαρία, πέρασαν από μέσα και χτύπησαν ανενόχλητοι την Ελλάδα κάνοντας δώρο στους Βουλγάρους την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη». «Να ’ξερες τι μου θυμίζεις τώρα, Ζέμο!» είπα μ’ ένα κρυφό καμάρι. «Μπαίνοντας όμως οι Βούλγαροι στη Μακεδονία», συνέχισε ο Ζέμος. «δεν ακολούθησαν τη συμφωνία που έκαναν με το Χίτλερ. Αυτός ήθελε τους Βούλγαρους, συμμάχους του, βοηθούς του, ενώ αυτοί το θεώρησαν σαν τη μεγάλη ευκαιρία για να κάνουν τη Μεγάλη Βουλγαρία του Αιγαίου και για το λόγο αυτό έριξαν όλο σχεδόν το στρατό τους εδώ. Θυμάσαι πόσο στρατό κουβάλησαν. Σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό είχαν στρατώνες. Αυτό δεν βόλευε τους Γερμανούς, που έβλεπαν ότι οι Βούλγαροι θα ξόδευαν όλες τους τις δυνάμεις και θα είχαν όλο το στρατό τους για να επιβάλουν την κατοχή τους στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, από το Στρυμώνα μέχρι τον Έβρο κι όχι να βοηθούν τους Γερμανούς. Γι’ αυτό έπρεπε να βρουν τρόπο να αναγκαστούν οι Βούλγαροι να φύγουν από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, χωρίς να φανεί ότι το έκαναν οι ίδιοι οι Γερμανοί». Έστριψα τσιγάρο βλέποντάς τον με μισόκλειστα μάτια, ενώ εκείνος συνέχιζε: «Ένας τρόπος μονάχα υπήρχε, να ξεσηκωθούν οι Έλληνες και να τους διώξουν, πράγμα που δεν μπορούσε να γίνει εκείνη την περίοδο, γιατί οι Βούλγαροι δεν άφηναν να κουνηθεί τίποτα στην Ελλάδα. Ώσπου οι πράχτορες των Γερμανών, που ’ταν μέσα στους Βούλγαρους κομμουνιστές έδωκαν την πληροφορία ότι οι κομμου-

17


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

νιστές εξέταζαν την περίπτωση να ξεσηκωθούν μαζί με τους Έλληνες κομμουνιστές στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εναντίον του Βούλγαρου βασιλιά, του Μπόρις, να τον διώξουν και να ιδρύσουν την πολυπόθητή τους, Βαλκανική Κομμουνιστική Συνομοσπονδία. Αυτή την πληροφορία οι Γερμανοί την πέρασαν στον Βούλγαρο βασιλιά. Ο Μπόρις το θεώρησε σαν τη μοναδική ευκαιρία να ξεκαθαρίσει μια και καλή και με τους Βούλγαρους κομμουνιστές αλλά και με τους Έλληνες, που δεν έλεγαν να σκύψουν το κεφάλι και να υποταχτούν. Σκέφτηκαν ότι άμα ξεσηκώνονταν οι Βούλγαροι κομμουνιστές, που υπολόγιζαν πολύ στη βοήθεια των Ελλήνων κομμουνιστών, θα ορμούσε ο Μπόρις και θα τους διέλυε μιας και βοήθεια δεν μπορούσαν να έχουν από πουθενά, αφού η Ρωσία, η μάνα τους, ήταν κιόλας σε πόλεμο με τη Γερμανία. Και με τη δικαιολογία ότι οι Έλληνες βοήθησαν τους Βούλγαρους κομμουνιστές στο κίνημα εναντίον του, θα κατέσφαζε κι αυτούς, για να κατακτήσει πιο εύκολα τη Μακεδονία και τη Θράκη. Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια. Γι’ αυτό άφησε τους κομμουνιστές να κινιούνται ελεύθερα για να οργανώσουν το κίνημα τους τόσο φανερά μάλιστα, που πολλοί αναρωτιούνταν τι σόι Βασιλιάς ήταν αυτός που άφηνε τόσο ελεύθερα τους κομμουνιστές! Πού ήταν ο στρατός του, η χωροφυλακή του, η ασφάλεια του! Από την άλλη μεριά οι Γερμανοί σχεδίαζαν πολύ προσεκτικά τις κινήσεις τους. Αν επικρατούσαν οι Βούλγαροι κομμουνιστές, τότε οι Γερμανοί, απαλλαγμένοι από τον Μπόρις, θα έβαζαν δικιά τους κυβέρνηση στη Βουλγαρία, αφού βέβαια έδιωχναν πρώτα τους κομμουνιστές, πράγμα πολύ εύκολο για ’κείνη την περίοδο. Αν νικούσε ο Μπόρις και κατέσφαζε τους Έλληνες, τότε θα τους έδινε το δικαίωμα να τα χαλάσουν μαζί του, γιατί δεν θα συμφωνούσαν με τις αγριότητες του. Γι’ αυτό το κίνημα έπρεπε να γίνει με κάθε θυσία». «Ζέμο, το πας πολύ βαθειά», τον είπα, «καλύτερα να το κόψεις εδώ». «Άσε τον, πατέρα, καλά τα λέει», είπε ο γιος μου. «Γιώργο εσύ τ’ ακούς κάθε μέρα αυτά», αποκρίθηκα στο γιο μου. «Σχεδόν μονάχα αυτά λέμε όταν συναντιόμαστε με τους άλλους που ’μασταν μαζί ντουρντουβάκια».

18


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Δεν τα λέτε όμως έτσι όπως τα λέει ο θείος Ζέμος». «Το κίνημα», συνέχισε να μιλά ο Ζέμος απόμακρος πάντα, «διαδόθηκε, ότι θα γινόταν στις είκοσι οχτώ Σεπτεμβρίου του 1941, σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι κομμουνιστές βλέποντας ότι ο Μπόρις δεν τους κυνηγούσε όπως παλαιότερα, αναθάρρεψαν και κατέβασαν στην Ελλάδα πολλά στελέχη τους, διαδίδοντας ότι οι Ρώσοι βρίσκονταν στα βόρεια σύνορα της Βουλγαρίας, έτοιμοι να τους βοηθήσουν. Ειδήσεις δεν υπήρχαν τότε για να μπορέσει ο κόσμος να διασταυρώσει αυτές τις πληροφορίες κι έτσι τις πίστευε. Πολλοί από τους Βούλγαρους κομμουνιστές που ήρθαν στην Ελλάδα, μιλούσαν ελληνικά και διάδιδαν στους Έλληνες ότι ήταν Ρώσοι και ότι ήρθαν στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα για να οργανώσουν το κίνημα. Κανένας όμως εδώ στην Ελλάδα, δεν αναρωτήθηκε πως βρέθηκαν τόσοι πολλοί Ρώσοι που να μιλούν τα ελληνικά. Σε κάθε χωριό και σε κάθε πόλη, παρουσιάστηκαν ξαφνικά ένας ή δύο Ρώσοι, που μιλούσαν ελληνικά και προσπαθούσαν να οργανώσουν το κίνημα. Οι περισσότεροι είχαν μαζωχτεί στην περιοχή της Δράμας και η εξήγηση ήταν ότι μάλλον ήθελαν να πιάσουν το αεροδρόμιο της Καβάλας, που ανήκει στον ίδιο Νομό, αλλά είναι πιο κοντά στη Δράμα. Κι όλα αυτά μέχρι τα μισά του Σεπτεμβρίου του 1941. Τότε ο Βούλγαρος βασιλιάς, ο Μπόρις, τ’ αντιγύρισε. Φοβήθηκε φαίνεται ότι οι κομμουνιστές θα του έπαιρναν την εξουσία κι αρχίνησε ν’ αποτραβιέται από κείνο το κίνημα, που θα το έκαναν ξεχωριστά οι κομμουνιστές κι οι βασιλικοί, αλλά στην πραγματικότητα θα το έκαναν μαζί. Έβαλε πάλι τους ανθρώπους του να παρακολουθούν πολύ στενά τους κομμουνιστές και να οργανώσουν πολύ καλά το χτύπημα που θα τους έκαναν αν τελικά ξεσηκώνονταν στις είκοσι οχτώ Σεπτεμβρίου. Αυτά οι κομμουνιστές τα ’μαθαν από την πρώτη στιγμή αφού είχαν παντού δικούς τους ανθρώπους, κι η απόφαση τους ήταν να μη σταματήσουν. Ακόμα έμαθαν ότι βγήκε διαταγή του βασιλιά, όλοι οι Βούλγαροι που ’ταν στην Ελλάδα, να μην έβγαιναν από τα σπίτια τους τις μέρες κείνες ή να μαζευτούν στους πιο κοντινούς στρατώνες. Αυτό ήταν που το πήραν για τη μεγάλη ευκαιρία. Θα ορμούσαν

19


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

στους στρατώνες και θα τους έπιαναν στον ύπνο, έφτανε κάποιος να ’δινε την αφορμή». «Και ποιος την έδωκε, Ζέμο;» τον ρώτησα ενώ άναβα κι άλλο τσιγάρο χωρίς να τελειώσω το προηγούμενο. «Τώρα θα μάθεις πράγματα που τα ξέρει άλλος ένας, αν ζει ακόμα. Εμένα κείνες τις μέρες με φώναξαν στην Καβάλα, στα γραφεία της Γκεστάπο, που είχαν εκεί. Βρήκα έναν Γερμανό ταγματάρχη, Χανς Φίσερ έτσι μ’ είπε από την αρχή που τον γνώρισα ότι λεγόταν και δεν ξέρω αν ήταν το πραγματικό του όνομα, γιατί ήταν της αντικατασκοπίας και όλοι όσοι ήταν σ’ εκείνη την υπηρεσία κυκλοφορούσαν με άλλα και πολλά ονόματα. Αφού κι εμένα με ήξεραν με το όνομα Γιάννης, αντί Δημοσθένης που είναι το κανονικό μου. Στην Καβάλα ο Γερμανός ταγματάρχης με ενημέρωσε για τις κινήσεις του Βούλγαρου βασιλιά, των Βούλγαρων και Ελλήνων κομμουνιστών, καθώς και για τις πληροφορίες που είχαν οι ίδιοι. Και αφού μ’ έδωκε χαρτιά για να κυκλοφορώ ελεύθερα ανάμεσα στους Βούλγαρους και στους Γερμανούς, μ’ είπε να γυρίσω στο χωριό μου, στην Τσατάλτζα, Χωριστή τη λένε τώρα, και να παρακολουθώ τα πάντα, πηγαινοερχόμενος στη Δράμα, που είναι δίπλα, όσες φορές τη μέρα μπορούσα. Ότι παρατηρούσα ή μάθαινα, θα το έγραφα σε σημείωμα που θα το άφηνα σ’ ένα σημείο του δρόμου που το χρησιμοποιούσαμε από πολύ καιρό για αυτή τη δουλειά. Εκεί άφηνε κι ο ταγματάρχης τα δικά του σημειώματα με τις οδηγίες που ήθελε να δώσει. Το μεσημέρι στις είκοσι οχτώ Σεπτεμβρίου του 1941 αφήκε ένα σημείωμα στο οποίο έγραφε να τον περιμένω το βράδυ της ίδιας μέρας στο δρόμο για τη Δράμα, απ’ όπου θα περνούσε να με πάρει. Τίποτα άλλο. Ήρθε οδηγώντας ο ίδιος ένα στρατιωτικό τζιπ. Μ’ έβαλε στο αυτοκίνητο και συνέχισε το δρόμο για τη Δράμα. Μ’ έδωκε ένα γερμανικό όπλο λέγοντας με ότι οι Έλληνες κομμουνιστές πήραν απόφαση να ανατινάξουν ένα εργοστάσιο που έδινε ηλεκτρικό ρεύμα στη Δράμα, αλλά δεν ήταν ολότελα αποφασισμένοι να το κάνουν γιατί φοβούνταν και ότι εμείς έπρεπε να τους διευκολύνουμε να πάρουν την απόφαση τους. Τον ρώτησα τι εννοούσε και μ’ είπε ότι θα το καταλάβαινα σε

20


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

λίγο από μόνος μου. Όταν επέμεινα να μ’ εξηγήσει, μ’ είπε ότι ο Βούλγαρος βασιλιάς ετοιμαζόταν να κάνει συλλήψεις· έτσι έλεγαν οι πληροφορίες που έρχονταν καθημερινά κι αν γινόταν κάτι τέτοιο, τότες όλα τα σχέδια των Γερμανών θα πήγαιναν χαμένα. Οι κομμουνιστές τα μάθαιναν αυτά και κουμπώνονταν. Μονάχα στην περιοχή της Δράμας κινούνταν ακόμα κανονικά, γιατί ο Βούλγαρος Νομάρχης ήταν κομμουνιστής κι αυτός φαίνεται ότι ήταν ο συντονιστής. Βλέποντας ο Γερμανός ταγματάρχης ότι η ευκαιρία πήγαινε να χαθεί, αποφάσισε να περάσει στο Νομάρχη της Δράμας την ψεύτικη πληροφορία ότι ο Βουλγάρικος στρατός κι η χωροφυλακή δεν ήταν και τόσο με το μέρος του βασιλιά τους κι ότι το βράδυ στις είκοσι οχτώ Σεπτεμβρίου, ένα μεγάλο μέρος από αυτούς θα ξεσηκωνόταν. Ο Νομάρχης φαίνεται ότι πίστεψε αυτές τις πληροφορίες και ότι τις μετάδωσε. Δεν τον είπε για την ανατίναξη του εργοστασίου του ρεύματος που είχαν αποφασίσει οι Έλληνες κομμουνιστές και που πιθανόν να την ήξερε». Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί συνέχιζα να τον ακούω χωρίς να αντιδρώ. Μονάχα κάπνιζα ξεφυσώντας τον καπνό. «Στο δρόμο για τη Δράμα είχε συνέχεια μπλόκα. Είχα το όπλο κρυμμένο κάτω από τα πόδια μου. Βλέποντας οι Βούλγαροι το Γερμανό ταγματάρχη μας άνοιγαν αμέσως το δρόμο. Μπήκαμε στη Δράμα και στον πρώτο αδειανό δρόμο μ’ είπε να πυροβολήσω στον αέρα. Στο πρώτο Βουλγάρικο μπλόκο που βρήκαμε γυρίζοντας, ο ταγματάρχης είπε στα γερμανικά, που δεν ξέρω αν οι Βούλγαροι τα κατάλαβαν, ότι κάποιοι μας πυροβόλησαν και γι’ αυτό το λόγο γυρίζαμε πίσω στην Καβάλα. Ξαφνικά έστριψε για το Δοξάτο. Φαίνεται πως ήξερε το χωριό γιατί με πήγε ίσια στο σταθμό χωροφυλακής. Απόξω φύλαγε ένας Βούλγαρος χωροφύλακας που κίνησε να έρθει κατά το μέρος μας. Ο Γερμανός κόλλησε το πιστόλι του στο λαιμό μου λέγοντας με να σκοτώσω το Βούλγαρο χωροφύλακα, γιατί αλλιώς θα σκότωνε πρώτα εμένα και κατόπι το Βούλγαρο. Θα πέταγε το κουφάρι μου στο δρόμο κι έτσι οι Βούλγαροι θα πίστευαν ότι τον δικό τους τον σκότωσαν οι Έλληνες και από κει και μετά μ’ είπε ότι δεν ήταν δύσκολο να φανταστώ τι θα έκαναν οι Βούλγαροι στους συμπατριώτες μου

21


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

τους Έλληνες. Θέλοντας και μη πυροβόλησα σχεδόν από το ένα μέτρο το Βούλγαρο χωροφύλακα και τον σκότωσα. Το αυτοκίνητο έφυγε με μεγάλη ταχύτητα από το σημείο εκείνο και προτού προλάβω να διώ τι έκαναν οι άλλοι χωροφύλακες που ήταν μέσα στο σταθμό. Με πήγε στην κοινότητα, λέγοντας με ότι ο Βούλγαρος Νομάρχης είχε πάει από νωρίς στο Δοξάτο και ήταν ακόμα εκεί και ότι αν είχε ακούσει τον πυροβολισμό που σκοτώσαμε το χωροφύλακα και έβγαινε από την κοινότητα θα σκοτώναμε κι εκείνον. Δεν ξέρω αν εκείνοι που ήταν μέσα στην κοινότητα άκουσαν τον πυροβολισμό, αλλά η κοινότητα είχε φώτα. Ο ταγματάρχης μ’ είπε να ρίξω στα φωτισμένα παραθύρια καθώς εκείνος θα οδηγούσε το αυτοκίνητο. Δεν ξέρω αν σκότωσα κανέναν από αυτούς που ήταν μέσα». «Ζέμο, ξέρεις πόσοι αθώοι σκοτώθηκαν στη Δράμα, στο Δοξάτο και στα γύρω χωριά εξαιτίας των πυροβολισμών σου;» ρώτησα οργισμένα. «Ξέρω, Στέργιο, τα ξέρω όλα. Ξέρω ότι την ίδια νύχτα οι Βούλγαροι έβαλαν σφαγή στη Δράμα. Ξέρω ότι την άλλη μέρα σκότωσαν στο Δοξάτο πολύ κόσμο, όπως και σε όλα τα χωριά της Δράμας, μα και πιο πέρα. Ξέρω τι τράβηξες από τους Βουλγάρους όταν σ’ έπαιρναν ντουρντουβάκι, ξέρω για το παιδί που ’χασες, ξέρω για το αίμα που χύθηκε στη Δράμα και το Δοξάτο... Μόνο στο χωριό μου σκότωσαν πάνω από εκατόν είκοσι άτομα την άλλη μέρα, στις είκοσι εννέα Σεπτεμβρίου του 1941. Πολύ αίμα, Στέργιο, πολύ αίμα, με πνίγει, γι’ αυτό κατάντησα έτσι...» «Φύγε, ρε πούστη, από μπροστά μου», ούρλιαξα κι ανασηκώθηκα ανταριασμένος σκορπώντας το καπνό που παστάλιαζα, «φύγε, ρε κωλογαμημένε ρουφιάνε, μη σε καθαρίσω». «Μη πατέρα, άστον, δεν τον βλέπεις πως τον τιμωρούν κι ο Θεός κι οι άνθρωποι», μπήκε στη μέση ο γιος μου πασκίζοντας να με συγκρατήσει. «Ποιος Θεός; Ποιοι άνθρωποι;» «Ζέμο, φύγε! Φύγε και μη ξαναπατήσεις το ποδάρι σου στο σπίτι μου γιατί εγώ θα είμαι αυτή που θα σε σκοτώσω». Ήταν η Ελένη που μίλησε σφυριχτά στο Ζέμο και που ποιος

22


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

ξέρει πόση ώρα άκουγε αυτά που ’λεγε. Κι εκείνος έφυγε. Απομείναμε στο δωμάτιο, με την Ελένη και τον Γιώργο, να μην ξέρουν τι να με κάνουν. Ένοιωθα το βρόντο της καρδιάς μου, σαν να ’σπαγε τα σωθικά μου, το πνίξιμο στο λαιμό μου, τα χέρια μου να κρέμονται ανήμπορα απ’ τους ώμους μου. «Έλα κάτσε δω στο ντιβάνι, μ’ είπε γλυκά η Ελένη. Έλα, να σε κάνω ένα τσιάι ζεστό, έλα, θα το ξεπεράσουμε». Ο κόμπος ήταν ακόμα στο λαιμό μου. Την κοίταζα με παράπονο. «Θα πάω... μια βόλτα», είπα σαν βρήκα τη λαλιά μου. «Μέχρι το καφενείο, να πιω ένα ρακί και θα γυρίσω». «Όλο έτσι κάνεις», είπε η γυναίκα μου παραπονιάρικα. «Δεν θ’ αργήσω, Ελένη, θα διείς ότι σήμερα θα το ξεπεράσω γρήγορα». Κατέβαινα στην πλατεία, τη Ρομάντσα, όπου ήταν τα καφενεία, με μεγάλες δρασκελιές, τσαλαβουτώντας άτσαλα μέσα στο παγωμένο χιόνι. Χαιρετούσα βιαστικά όσους αντάμωνα. Όταν ανακάλυψα ότι ήμουνα εκτός εαυτού, βρισκόμουνα μέσα στο καφενείο του Βλάχου. Χαιρέτησα αυτούς που ’ταν εκεί. Στο τραπέζι στο βάθος της γωνιάς καθόταν κουλουριασμένος ο Ζέμος. Έκανα νόημα στο Βλάχο να βάλει δυο ρακιά. «Σήμερα δεν πίνει», είπε ο Βλάχος εννοώντας το Ζέμο. «Μαζί μου θα πιεί», αποκρίθηκα. Κατέβασα μονορούφι το ρακί μου και παρήγγειλα κι άλλο ένα. Ο Ζέμος κρατούσε σφιχτά το ποτήρι του και με τα δυο του χέρια. «Έπρεπε να το είχα καταλάβει... δεν πρόσεξα, δεν το μελέτησα όσο έπρεπε, μουρμούρισε. Δεν μπορεί, αν το μελετούσα κάποια κίνηση τους θα ’πιανα που θα μαρτύραγε τα σχέδια τους. Να το αποτέλεσμα... Να μη μπορώ να ησυχάσω, να με πνίγει το αίμα. Πολύ αίμα... δεν δοκίμασα να ζητήσω συγχώρεση από κανέναν... γιατί δεν νομίζω να υπάρχει συγχώρεση για το δικό μου έγκλημα... για τις δικές μου αμαρτίες. Να, πάρε και το δικό μου ρακί... δεν μπορώ να το κατεβάσω. Δεν κατεβαίνει τίποτα, ακόμα και το πιοτό, που το ’πινα για να μεθύσω και να βουτηχτώ στις λήθες. Δεν μπορώ...»

23


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Καλά κάνεις, μεθούκλιακα», σφύριξα άγρια «και λίγα είναι αυτά που περνάς, παλιοτόμαρο του κερατά». Πλήρωσα και βγήκα από το καφενείο. Ανηφόρισα για το σπίτι κάπως ξαλαφρωμένος. Πήγα ίσια στο αχούρι, έβγαλα τα ζώα στη βρύση όξω στο δρόμο για να ποτισθούν και τα ετάισα. Κατόπι μπήκα στο σπίτι, στο δωμάτιο που πασταλιάζαμε. «Α!, γύρισες κιόλας Στέργιο», έκανε η γυναίκα μου και διέκρινα στη φωνή της κάποια ανακούφιση. «Να στρώσω το τραπέζι κι όπου να ’ναι έρχεται και η Αφροδίτη». Παστάλιαζα τα καπνά μέχρι αργά το βράδυ. Επίτηδες, για να περνά η ώρα. Ύστερα, την ώρα που συνήθως έβγαινα όξω στο καφενείο, αρχίνησα να κόβω τα παστάλια για να τα ντενκιάσω σε δέματα. Δεν ένοιωθα το ίδιο βάρος όπως τις άλλες φορές. Αναρωτιόμουνα εάν το είχα ξεπεράσει. Από την άλλη μεριά η γυναίκα μου με κοίταζε κάπως ανακουφισμένη. Πήγα για ύπνο χωρίς να πολυσκέφτομαι ιδιαίτερα το επεισόδιο με τον Ζέμο. Η γυναίκα μου με σφιχταγκάλιασε και με προκάλεσε για έρωτα. Την ένοιωσα να με δίνεται πολύ πιο χαρούμενα από τις άλλες φορές. Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί ακούστηκαν οι καμπάνες της εκκλησιάς να χτυπούν πεθαμενίτικα. Ο γιος μου βγήκε να μάθει ποιος πέθανε μ’ αυτό το χιόνι. «Ποιος;» τον ρώτησα μόλις μπήκε. «Ο Ζέμος, τον βρήκαν παγωμένο στην αχερώνα του Κορακά». Ένοιωσα στη ματιά της γυναίκας μου την ίδια άγρια χαρά που ’νιωθα μέσα μου. «Η φύση απόδωσε δικαιοσύνη», μουρμούρισα σιγανά. «Τι μουρμουράς, πατέρα;» ρώτησε η θυγατέρα μου. «Τίποτα, παιδί μου, τίποτα. Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Κάποτε ο Ζέμος, έτσι όπως ζούσε, θα πέθαινε...» Το απομεσήμερο έγινε η κηδεία. Πολύς κόσμος, σχεδόν όλο το χωριό. Γιομάτη η εκκλησιά. Παρακολουθούσα ανέκφραστος. Ώσπου σε κάποια στιγμή ο παπα-Στέφανος αρχίνησε να ψέλνει το «Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων»... Δεν άντεξα άλλο, δεν μπορούσα ν’ ακούσω παρακάτω. Τίναξα άγρια το κεφάλι

24


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

μου καταπάνω και η ματιά μου έπεσε ίσια απάνω στη ματιά της γυναίκας μου της Ελένης. Όπως τότε που ήμασταν παιδιά ερωτευμένα και οι ματιές μας πάσχιζαν ν’ ανταμωθούν κυρίως μέσα στην εκκλησιά. Εκείνη κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της. Κατάλαβε τι ένοιωθα. Ήταν βαθιά ερωτευμένη μαζί μου, παρά τα χρόνια που πέρασαν. Με ήξερε, ήταν ο εαυτός μου. Έσπρωξα ελαφριά τους γύρω μου και βγήκα από την εκκλησιά. Όλοι με ρωτούσαν τι έπαθα. Απαντούσα ότι κάτι ξέχασα στο σπίτι κι έπρεπε να φύγω. Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα να κατηφορίζω μ’ ένα άδειο κοφίνι στον ώμο πηγαίνοντας στην αχερώνα για να πάρω άχερο για τα ζώα. Και τότε αρχίνησα να τα θυμούμαι όλα, ξανά, για μια ακόμα φορά, από την αρχή.

25


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ό

λα ξεκινούσαν από το ίδιο σημείο. Από τη μέρα κείνη του Οκτωβρίου του 1932 που κατέβηκα στα Σέρρας με τον πατέρα μου, με το κάρο, για να γραφτώ στην πρώτην τάξη του Γυμνασίου, όπου πέτυχα πρωτύτερα στις εισαγωγικές εξετάσεις μαζί με άλλα δυο παιδιά από το χωριό. Θα νοίκιαζα το ίδιο δωμάτιο με τον ξάδελφό μου, Στέργιος Αλεξανδρής κι αυτός, γιος του αδελφού του πατέρα μου, που θα πήγαινε στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου. Πρώτα, όμως, ο πατέρας μου, όπως κάθε φορά που κατέβαινε στα Σέρρας, ήθελε να περνάει από το εμποροραφτάδικο του φίλου του, του Αποστόλη του Ακρίτα. Ήταν μαζί στη Μικρασιατική εκστρατεία όπου δέθηκαν γερά με φιλία, που την έδεσε πιο πολύ ο τραυματισμός του φίλου του και το κουβάλημα που του ’κανε ο πατέρας μου για πέντε μερόνυχτα μέχρι να φθάσουν στη θάλασσα απέναντι από τη Λέσβο και να τους σώσει ένα περαστικό καράβι. Εκεί στο εμπορικό του κυρ Αποστόλη Ακρίτα έβρισκα σχεδόν πάντα το γιο του, τον Γιώργο. Ένα κοντό κι αδύνατο παιδί, σχεδόν μισός από μένα, που πέτυχε κι αυτός στο Γυμνάσιο. Όταν την άλλη μέρα, μετά τον αγιασμό, μας οδήγησαν στην τάξη, ο Γιώργος Ακρίτας κάθισε στο ίδιο θρανίο με μένα. Επειδή όμως ήταν κοντός, ο καθηγητής τον άλλαξε και τον έβαλε στο πρώτο θρανίο και μένα στο τελευταίο, γιατί ήμουνα ο ψηλότερος στην τάξη. Στα διαλείμματα όλα τα χωριατόπαιδα μαζευόμασταν

26


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

στη μια μεριά της αυλής και στην άλλη τα παιδιά της πόλης των Σερρών. Οι διαφορές μας ήταν ολοφάνερες. Αυτοί ήταν με λεπτά λινά ρούχα, ενώ εμείς με χοντρά μάλλινα καθώς και λαστιχένια παπούτσια ή χοντροπάπουτσα. Έτρωγαν βουτυρόμελα με ψωμί από το φούρνο, μαρμελάδες, χαλβάδες, τυρί κασέρι, ενώ εμείς τα χωριάτικα ξεροκόμματα, που τα βρέχαμε στη βρύση για να μαλακώσουν, με ελιές και που και που κανένα κομμάτι τυρί κι όλα αυτά τα φέρναμε από τα χωριά μας, όπου πηγαίναμε κάθε Σαββατοκύριακο. Παρ’ όλα αυτά ο Γιώργος Ακρίτας ξέκοβε από τα παιδιά της πόλης κι ερχόταν μαζί μου, για να μοιραστεί πάντοτε μαζί μας αυτά που του ’δινε η μάνα του και που εγώ τα κατέβαζα με μια χαψιά γιατί ήμουνα μόνιμα πεινασμένος. Τα μεσημέρια τρώγαμε με τον ξάδελφό μου τον Στέργιο στο μαγειρείο του Παλλίκαρη, όπου οι πατεράδες μας κανόνισαν τι θα τρώμε και θα τον πληρώναμε κάθε Δευτέρα που θα γυρίζαμε από το χωριό. Με τον Στέργιο νοικιάζαμε το ίδιο δωμάτιο, που ’ταν στην άκρη της αυλής ενός σπιτιού και που οι σπιτονοικοκύρηδες του, δυο ηλικιωμένοι ανθρώποι με μεγαλωμένα παιδιά δεν μας έδιναν και τόση σημασία. Κάθε Σάββατο, αμέσως μετά το σχολείο, φεύγαμε έτσι όπως ήμασταν όλα τα παιδιά του χωριού μου, εννέα μαθητές, από όλες τις τάξεις, με τα πόδια, για το χωριό, δέκα χιλιόμετρα δρόμο. Υπήρχαν και παιδιά που πήγαιναν 20 και 30 χιλιόμετρα δρόμο για να πάνε στα χωριά τους. Τις Δευτέρες μας κατέβαζαν οι πατεράδες μας με τα κάρα, κουβαλώντας και τις προμήθειες που κατά κανόνα ήταν ψωμί χωριάτικο, ελιές, τυρί, αυγά και κανένα ζαρζαβατικό. Το καλοκαίρι της χρονιάς κείνης κατασκευάστηκε ο δρόμος Σερρών-Δράμας κι έτσι κάποιος Αγησίλαος έβαλε ένα λεωφορείο κι αρχίνησε η συγκοινωνία με το χωριό που ήταν ένα χιλιόμετρο μέσα απ’ το δρόμο ΣερρώνΔράμας. Έτσι, όταν μας περίσσευαν χρήματα, από αυτά που μας έδιναν τα Σαββατοκύριακα παίρναμε το λεωφορείο, αλλιώς πηγαίναμε με τα πόδια βρέξει χιονίσει. Στην αρχή της δευτέρας τάξης πέθανε ο πατέρας του ξαδέλφου μου του Στέργιου κι αναγκάσθηκε να διακόψει το Γυμνάσιο

27


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ενώ ήταν στην τετάρτη τάξη. Έτσι αναγκάσθηκα να μείνω μοναχός μου στο δωμάτιο. Στην αρχή νόμισα ότι θα τρελαθώ από τη μοναξιά. Πήγαινα στα δωμάτια των άλλων συγχωριανών μου, προσπαθούσα να παίξω με τα παιδιά της γειτονιάς, με ήθελαν δεν με ήθελαν και γενικά έκανα τα πάντα για να αποφεύγω να βρίσκομαι μοναχός μου στο δωμάτιο. Ώσπου ο Γιώργος Ακρίτας αρχίνησε να με ζυγώνει πιο πολύ. Στην αρχή, στο σχολείο, σε κάθε διάλειμμα, όπου ρίχναμε τις τελευταίες ματιές στο βιβλίο για το μάθημα της επόμενης ώρας και κατόπιν ήρθε στο δωμάτιο μου για να διαβάσουμε μαζί. Ύστερα με κάλεσε στο σπίτι του όπου όπως έλεγε είχε και σόμπα στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν για διάβασμα αυτός και οι αδερφές του. Πράγματι στο σπίτι τους είχαν δυο σόμπες. Μια στο χώρο που κάθονταν και την άλλη σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο που υπήρχαν και τρία τραπέζια για να διαβάζουν ο Γιώργος και οι δυο αδερφές του· η Ειρήνη που πήγαινε στην έκτη Γυμνασίου και η Βαγγελίτσα στην τετάρτη. Διαβάζαμε σιγανά για να μην ενοχλούμε τις αδερφές του, βγαίναμε μετά το διάβασμα και παίζαμε στη γειτονιά και κατόπι αφού μας φίλευε η μάνα του, έφευγα για το δωμάτιο μου όπου πια δεν με απασχολούσε και πολύ το κρύο και η μοναξιά. Τα Σαββατοκύριακα που πήγαινα στο χωριό, όταν ήμουν στην τρίτη τάξη, παρατηρούσα ότι ο πατέρας μου ήταν πολύ νευρικός, σε σχέση με παλιότερα και έβηχε συνέχεια, προπαντός το πρωί που ξυπνούσε. Έτσι ψηλός που ’ταν, δυο μέτρα μπόι, και γιομάτος σαν θεριό, ήταν σαν να συντάραζε συθέμελα το σπίτι όταν τον έπιανε ο βήχας. Στην αρχή τον έπιανε αραιά, μα όσο περνούσε ο καιρός συνέχεια. Του ’φτιαχνε η μάνα μου ζεστό χαμομήλι, μα εκείνος μόνο που το γλώσσιαζε, τ’ άφηνε παράμερα και τραβούσε κάνα δυο γουλιές ρακί για να καλμάρει, όπως έλεγε. Στα μέσα Νοεμβρίου κείνης της χρονιάς ήρθαν τα προξενιά για τη μεγάλη μου αδελφή, την Κατερίνα. Σε μια εβδομάδα την αρραβωνιάσαμε και την Κυριακή, δέκα Δεκεμβρίου έγινε ο γάμος. Κόσμος πολύς, γλέντι, χορός, νταούλια και ζουρνάδες να παίζουν από το απόγευμα της Πέμπτης, τα σφαχτά να βράζουν σε μεγάλα καζάνια στην αυλή και το καινούργιο κρασί να έρχεται από τα βαρέλια συνέχεια.

28


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

Στην αρχή ήταν κέφι, αλλά πολύ γρήγορα γινόταν μεθύσι και άγριος χορός. Χόρευε ο πατέρας μου, το θεριό, και τρανταζόταν το πάτωμα, έβηχε και ήταν σαν να σκέπαζε και τα νταούλια και τους ζουρνάδες. Χόρευαν μαζί του κι οι φίλοι του, ψηλοί γεροδεμένοι σαν κι αυτόν κι μ’ έπιανε ο φόβος ότι τώρα θα γκρεμισθεί το ξύλινο πάτωμα, του δεύτερου ορόφου, όπου γινόταν το γλέντι και θα μας πλάκωνε όλους. Την Κυριακή του γάμου, ήρθαν με το λεωφορείο, ο Γιώργος Ακρίτας με τους γονείς του και τις αδελφές του. Τρέξαμε όλοι να τους περιποιηθούμε, τους βάλαμε στο τραπέζι του γλεντιού, αλλά οι άνθρωποι φαίνονταν σαν να τρομοκρατήθηκαν από αυτά που έβλεπαν. Κάποια στιγμή το κατάλαβα και πήρα μαζί μου τον Γιώργο με τις αδελφές του, κάτω στην αυλή. Όμως κι εκεί ο κόσμος χόρευε γύρω από τα καζάνια που έβραζε το φαγητό. «Μ’ αρέσει», είπε η Ειρήνη η αδελφή του Γιώργου. «Είναι το γνήσιο, το πατροπαράδοτο γλέντι. Όταν θα παντρευτώ, θέλω να παντρευτώ μ’ ένα τέτοιο γλέντι». «Για να κάνεις ένα τέτοιο γλέντι πρέπει να βρεις και τέτοιους καλεσμένους», αποκρίθηκε η αδελφή της η Βαγγελίτσα. «Εμείς στα Σέρρας θεωρούμαστε πρωτευουσιάνοι και τα παρεξηγούμε αυτά. Και είδατε τι χάνουμε. Εγώ πάω μέσα να χορέψω κι όποιος θέλει με ακολουθεί». «Θα την ακολουθήσω κι εγώ», είπε: η Ειρήνη. «Πάμε κι εμείς», πρότεινα στον Γιώργο. «Γιατί, ξέρεις να χορεύεις;» ρώτησε ο Γιώργος. «Εγώ πάντως δεν ξέρω». «Ούτε κι εγώ, θα διούμε τι κάνουν οι άλλοι και θα μάθουμε». Καμιά δεκαπενταριά μέρες προτού τα Χριστούγεννα, ο πατέρας μου με έστειλε να πάω κατ’ ευθείαν στο μαγαζί του πατέρα του Γιώργου, μόλις θα σχολνούσα από το Γυμνάσιο, για να μ’ αγοράσει καινούργια ρούχα. Δεν έβλεπα την ώρα να σχολάσω. Καινούργια ρούχα τα Χριστούγεννα, στην εκκλησιά... Αρχίνησα να θέλω να ντύνομαι καλά. Έβλεπα τον Γιώργο και χαιρόμουνα που ’ταν έτσι καλά ντυμένος. Χαιρόμουνα γι’ αυτόν, δεν τον ζήλευα. Ένα παράξενο πράγμα. Ούτε αδερφός μου να ’ταν.

29


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Κι έπειτα τι μας έλεγε τις προάλλες η καθηγήτρια των Αρχαίων Ελληνικών, ότι μια καλή φιλία ξεπερνά πολλές φορές και την αδελφοσύνη. Στο ραφτάδικο του πατέρα του Γιώργου ήταν και η αδερφή του, η Ειρήνη. Όταν άκουσε γιατί πήγα εκεί γύρισε κι είπε στον πατέρα μου. «Καλέ, κύριε Αλέξανδρε, γιατί δεν το ντύνετε το παιδί με ρούχα της προκοπής; Τώρα είναι στο γυμνάσιο κι έτσι όπως είναι καλός μαθητής θα μπει στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει ν’ αρχίσει να μαθαίνει να ντύνεται καλά». «Δηλαδή τώρα δεν είναι καλά;» αντιγύρισε ο πατέρας μου. «Καλά μπορεί να’ ναι για το χωριό», αποκρίθηκε η Ειρήνη. «Εδώ όμως στην πόλη, όπου ζει ο Στέργιος, ο κόσμος ντύνεται διαφορετικά». «Καλά σε λέει η Ειρήνη», μίλησε κι ο κυρ Αποστόλης. «Από την αρχή ήθελα να στο πω. Αλλά περίμενα ότι θα το καταλάβεις μοναχός σου. Συ ’σαι, τα ’παμε πολλές φορές αυτά, προοδευτικός άνθρωπος και κακώς κάθεσαι στο χωριό. Να ’ρθεις εδώ ν’ ανοίξεις μια επιχείρηση». «Αυτά θα τα ξαναπούμε, Αποστόλη», είπε ο πατέρας μου. «Για τα ρούχα τώρα. Να, τα φοβάμαι αυτά τα λινά μην κρυώσει το παιδί». «Τι να κρυώσει, κύριε Αλέξανδρε», πετάχτηκε η Ειρήνη. «Εδώ δεν κρυώνει ο δικός μας ο Γιώργος που ’ναι μισός από τον Στέργιο. Κι ύστερα όλος ο κόσμος εδώ στην πόλη έτσι είναι ντυμένος και δεν κρυώνει». Με τα λίγα με τα πολλά τον κατάφεραν τον πατέρα μου. «Πόσα χρήματα διαθέτεις;» ρώτησε ο κυρ Αποστόλης. «Δεν έχω πρόβλημα», αποκρίθηκε ο πατέρας μου. «Φέτος πήγε καλά η σοδειά». «Τότε θα του ράψω δυο κουστούμια, ένα γιορτινό κι ένα για το σχολείο». «Καν’ τα τρία, Αποστόλη», είπε ο πατέρας μου. «Δυο για το σχολείο κι ένα γιορτινό. Εμείς, Ειρήνη, πάμε όλοι μαζί να πάρουμε πουκαμίσες και παπούτσια». Παλτό, παπούτσια, πουκαμίσες, κάλτσες λεπτές, μαντήλια και

30


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

τρία κουστούμια. Κόντευα να ζαλιστώ. Μονάχα τα μάλλινα εσώρουχα μου δεν δέχθηκε ο πατέρας μου ν’ αλλάξω. Προπαντός την μάλλινη εσωτερική φανέλα. Με τίποτα, δε σήκωνε κουβέντα. «Είναι ζεστή το χειμώνα και το καλοκαίρι κρατά τον ίδρωτα», έλεγε. Η Ειρήνη δεν είπε τίποτα. Μονάχα σαν τελείωσαν τα ψώνια μ’ είπε. «Τώρα θα διείς ότι θα νιώθεις πιο όμορφα. Κάποια μέρα θα καταφέρω και τις αδελφές σου να πετάξουν από πάνω τους όλες εκείνες τις χοντράδες που φορούν». Ξαναγυρίσαμε στο ραφτάδικο. Ο κυρ Αποστόλης έβαλε κιόλας μπροστά το πρώτο κουστούμι. «Αλέξανδρε, θα τα κάνω με μακριά παντελόνια και με μπόλικο γύρισμα για να το κατεβάσουμε όσο μεγαλώσει. Αυτός τώρα είναι 1,60 και βλέπω να σε ξεπερνά». «Μακάρι, Αποστόλη, εσύ ξέρεις, σ’ έχω απόλυτη εμπιστοσύνη». Να ξεπεράσω τον πατέρα μου. Ένας λόγος ήταν αυτός. Δυο μέτρα μπόι, γεροδεμένος και δυνατός σα βουβάλι. «Πάμε, Αποστόλη, να σε φιλέψω», ξανάπε ο πατέρας μου. «Γιατί νυχτώνει γρήγορα τώρα και πρέπει να γυρίσω στο χωριό». «Θα πάμε στο σπίτι, Αλέξανδρε, έστειλα τα πράγματα που ’φερες κι η Φωτούλα θα τα έχει μαγειρέψει κιόλας». «Δεν πρέπει να πρόλαβε, προτού δυο ώρες στα ’φερα. Πάμε στο μαγειρείο που τρώει ο Στέργιος, θέλω να τον πληρώσω». «Εγώ θα πάω στο σπίτι, είπε η Ειρήνη. Να σας περιμένουμε;» «Όχι», είπε ο πατέρας μου, «μια άλλη φορά. Χαιρετίσματα στη μάνα σου. Και που ’σαι Ειρήνη, στείλε τον Γιώργο στο μαγειρείο να φάει μαζί μας». Τρώγοντας συζητούσα με το Γιώργο για τα μαθήματα και τα βιβλία που διαβάζαμε, ενώ οι πατεράδες μας μιλούσαν για πολιτικά και για την κακή οικονομική κατάσταση. Ανάφεραν κάτι ονόματα Βενιζέλος, Πλαστήρας που τα είχα ακούσει κι άλλες φορές, αλλά δεν έδινα σημασία. «Ξέρετε πως γίναμε φίλοι εμείς οι δυο;» μας ρώτησε κάποια στιγμή ο πατέρας του Γιώργου.

31


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Ναι», πετάχτηκε ο Γιώργος, «ήσασταν μαζί φαντάροι και στον πόλεμο σε βοήθησε να γυρίσεις πίσω». «Να ’ταν μονάχα αυτό!» είπε ο πατέρας του Γιώργου. «Έλα Αποστόλη, είπε ο πατέρας μου. Τι ανακατώνεις τα παιδιά μ’ αυτά τα πράγματα». «Κει στον πόλεμο της Μικρασίας, στο Σαγγάριο εγώ λαβώθηκα ελαφριά, δω κάτω στο πόδι», συνέχισε ο πατέρας του Γιώργου. «Μάλλον εξοστρακισμένη σφαίρα θα ήταν. Αλλά το αίμα δεν έλεγε να σταματήσει. Στο μεταξύ το τάγμα μας άρχισε να διαλύεται. Τότε, ο φίλος μου ο Αλέξανδρος απ’ εδώ, με πήρε στην πλάτη και μέσα από τα χαρακώματα, με τις σφαίρες να πέφτουν σα χαλάζι ολόγυρά μας, μ’ έβγαλε από το χαλασμό. Βρεθήκαμε μακριά, σ’ ένα μαντρί που ’ταν μια γριούλα μοναχά, που δεν μίλαγε ελληνικά. Μας περιποιήθηκε κι έβαλε κάτι βότανα στην πληγή μου που σταμάτησαν το αίμα. Ο πατέρας σου, Στέργιε, φύλαγε σκοπιά όλη νύχτα γιατί φοβόμασταν μήπως η γριά μας καταδώσει. Το πρωί μας έδωκε γάλα και ξανάβαλε βότανα στο πόδι μου, αφού πρώτα το ’πλυνε με χαμομήλι. Ύστερα το ’δεσε με μια μαύρη μαντίλα και μου ’δωκε ένα σακούλι με τα ίδια βότανα. Κατόπι μας έδειξε με το χέρι της το δρόμο που ’πρεπε να πάρουμε. Εγώ φοβήθηκα ότι μας γύριζε πίσω στα χαρακώματα των Τούρκων και το ’πα στον πατέρα σου. Τότε η γριούλα παραμέρισε κάτι ξύλα, σήκωσε μια πέτρινη πλάκα κι έβγαλε από μέσα κάτι τυλιγμένο σε άσπρα πανιά. Το ξετύλιξε, ήταν μια εικόνα της Παναγίας και μου την έδωκε. Είναι αυτή, Γιώργο, που ’χουμε στο εικονοστάσι. Καταλάβαμε ότι ήταν Χριστιανή, ίσως και Ελληνίδα που ξέχασε τα Ελληνικά κι ότι δεν ήθελε το κακό μας. Φύγαμε αμέσως για να μη μας βρουν οι Τούρκοι μαζί της και τη χαλάσουν. Με ξαναπήρε στον ώμο ο πατέρας σου, Στέργιο. Περάσαμε βουνά, κάμπους, λαγκάδια, ποτάμια κι ύστερα από εννιά μέρες...» «Αποστόλη, δέκα ήτανε», είπε ο πατέρας μου. «Γιατί δεν μπορείς να το χωνέψεις αυτό. Ήτανε τη πέμπτη μέρα που ’σουνα λιπόθυμος. Λιποθύμησες το ένα πρωί κι άνοιξες τα μάτια σου την άλλη μέρα το πρωί κι έτσι έχασες μια μέρα».

32


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Εν πάση περιπτώσει», ξανάπε ο κυρ Αποστόλης, «αντικρίσαμε τη θάλασσα από μακριά και στο βάθος αριστερά μια πολιτεία. Πού να ζυγώσουμε... Κανένας δεν ήξερε μέχρι που είχαν φτάσει οι Τούρκοι. Κρυφτήκαμε στα βράχια και καρτερούσαμε δίχως να ξέρουμε τι. Κατά το γιόμα φάνηκε ανοιχτά ένα πλεούμενο. Έβγαλε ο πατέρας σου την πουκαμίσα του και την ανέμιζε στον αέρα. Μας είδαν. Έστειλαν μια βάρκα και μας μάζεψε. Ήταν ένα ελληνικό φορτηγό. Πήγαινε στην Καβάλα όπου έφτασε ύστερα από δυο μερόνυχτα. Μας περιποιήθηκαν και μας παρέδωκαν στο λιμεναρχείο. Από κει ήρθε και μας πήρε η στρατιωτική αστυνομία και μας πήγε στο στρατώνα. Μας ανάκριναν για λίγο κι ύστερα αφού μας έδωκαν καινούργιες στολές έστειλαν εμένα στο νοσοκομείο και τον πατέρα σου τον κράτησαν εκεί. Ανταμωθήκαμε ξανά όταν απολυθήκαμε το 1923 αφού στο μεταξύ η πατρίδα μας έχασε για πάντα την Σμύρνη κι ολάκερη τη Μικρασία.... Κρίμα στα παλικάρια που χάθηκαν». «Και τι τρώγατε όλες αυτές τις μέρες;» ρώτησε ο Γιώργος. «Ό,τι βρίσκαμε», απάντησε ο πατέρας του. «Πιο πολύ άγρια φρούτα, καρπούζια και πεπόνια από ξέμακρα μποστάνια και μια φορά ζυγώσαμε σ’ ένα μαντρί, που ’ταν δυο γέροι που δε μίλαγαν ελληνικά. Αυτοί πρέπει να ’ταν Τούρκοι κι όμως μας φίλεψαν και μας έδωκαν ψωμί και τυρί που περάσαμε δυο μέρες». Το βράδυ, σαν έμεινα μοναχός μου στο δωμάτιο, σκεφτόμουνα ότι τόσα χρόνια ο πατέρας μου κάτι μισόλογα έλεγε γι’ αυτό το θέμα στις εξιστορήσεις που μας έκανε για τον πόλεμο εκείνο. Απόφευγε πάντα να κομπορεύεται για οτιδήποτε. Κι ούτε δεχόταν παινέματα. Άλλαζε τη συζήτηση σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Είχε μέσα του μια τραχιά περηφάνια, που όσο μεγάλωνα την ανακάλυπτα όλο και περισσότερο. Κείνα τα Χριστούγεννα του 1934 ήρθε μαζί μου στο χωριό κι ο Γιώργος Ακρίτας. Ήταν αναμφισβήτητα τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου. Φτάσαμε στο χωριό προπαραμονή Χριστουγέννων. Η μάνα μου μας έδωκε να φάμε φασολάδα χωρίς λάδι και λίγες ελιές γιατί ήταν η νηστεία της σαρακοστής των Χριστουγέννων. Εμείς όμως ίσα που δοκιμάσαμε το φαγητό.

33


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Βγήκαμε στην πλατεία. Ο καιρός ήταν καλός για Χριστούγεννα. Είχε χιονίσει προτού λίγες μέρες αλλά τα χιόνια έλιωσαν και κρατούσαν μονάχα σε ανήλιαγες μεριές. Εκεί στην πλατεία μαζώχτηκαν οι φίλοι μου απ’ το δημοτικό. Οι πιο πολλοί δούλευαν στο παστάλιασμα του καπνού στα σπίτια τους και βγήκαν να ξεμουδιάσουν. Μερικοί βγήκαν για να καπνίσουν τσιγάρο μακριά από τους δικούς τους. Στριφτό τσιγάρο, με ροζ τσιγαρόχαρτο που το κράτος έδινε στους καπνοπαραγωγούς και καπνό που οι ίδιοι έκοβαν πολύ-πολύ ψιλό, κρυφά από τους πατεράδες τους. Ήθελε ειδική επιδεξιότητα για να κόψει κανείς τα καπνόφυλλα ψιλά, να τα τυλίξει στο τσιγαρόχαρτο και να κάνει το τσιγάρο. Όσο πιο ψιλά τα έκοβε τόσο πιο επιδέξιος ήταν. Έστριψα κι εγώ ένα τσιγάρο κι όταν το άναψα και τράβηξα την πρώτη ρουφηξιά τότε πρόσεξα την έκπληκτη ματιά του Γιώργου Ακρίτα. «Στέργιο καπνίζεις;» ρώτησε, «Δεν το ’ξερα, δεν το ’χεις δείξει μέχρι τώρα». «Όχι συστηματικά», απάντησα, «όποτε μου τύχει και πάντα κρυφά από τον πατέρα μου». Θέλεις να δοκιμάσεις; Να σε στρίψω ένα; «Δεν ξέρω, δεν δοκίμασα ποτέ». «Έλα μη φοβάσαι, δεν το συνηθίζεις με την πρώτη». Έστριψα ένα τσιγάρο και του το ’δωκα. Ένας από την παρέα του ’δωκε φωτιά από έναν αναπτήρα με φυτίλι. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά κι όλοι περιμέναμε το πνίξιμο που παθαίνει κάποιος όταν ρουφά για πρώτη φορά τον καπνό του τσιγάρου. Πνίγηκε, αλλά όχι τόσο πολύ για πρωτάρης. «Είναι λίγο πικρό», είπε. «Μέχρι να το συνηθίσεις», απάντησα, «μετά το αποζητάς». «Και τι καλό κάνει το τσιγάρο;» ρώτησε ο Γιώργος. «Διώχνει τα φαρμάκια και τους καημούς», αποκρίθηκε ένας από την παρέα. Κάποιος πρότεινε να πάμε στο γήπεδο να παίξουμε ποδόσφαιρο. Φύγαμε όλοι μαζί. Το γήπεδο ήταν γιομάτο από παρέες, από τις γειτονιές του χωριού, που ’παιζαν μεταξύ τους. Κάπου εκεί στη μέση δυο παρέες δέρνονταν. Όταν τελείωσαν τον καυγά έφυγε η

34


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

μια παρέα και πήραμε εμείς τη θέση τους. Το ευτύχημα ήταν ότι αρχίνησε να σκοτεινιάζει και δεν πιαστήκαμε στα χέρια με τους άλλους παρά τις αφορμές που δόθηκαν. Διαλύσαμε το παιχνίδι με την υπόσχεση να το συνεχίσουμε την επόμενη μέρα παραμονή Χριστουγέννων, βάζοντας και στοίχημα για το νικητή. «Έχω μια πείνα», είπε ο Γιώργος αναψοκοκκινισμένος από το παιχνίδι καθώς κατηφορίζαμε για το σπίτι. «Κι εγώ το ίδιο, αποκρίθηκα. Για να διούμε τι θα μας έχει ετοιμάσει η μάνα μου». Αυτό που μας είχε ετοιμάσει η μάνα μου ήταν τσιάι του βουνού και ελιές πράσινες. Φάγαμε από ένα πιάτο ελιές και από ένα πλαστό ψωμί, ήπιαμε και μπόλικο τσιάι και φουσκώσαμε. «Ακόμα αύριο η νηστεία», είπε η μάνα μου που ήταν βαθιά θρησκόληπτη όπως εξάλλου ήταν και όλο το χωριό. «Αύριο θα σφάξουμε το γουρούνι και από τα Χριστούγεννα, μετά την εκκλησιά, θα ’χουμε κάθε μέρα κρέας μέχρι να το βαρεθούμε». «Αύριο το πρωί σας θέλω να με βοηθήσετε να σφάξουμε το γουρούνι», είπε ο πατέρας μου. «Πρωί-πρωί, μόλις χαράξει». «Να σφάξουμε το γουρούνι;» ρώτησε ο Γιώργος Ακρίτας. «Πως δηλαδή;» «Τι πως;» έκανε ο πατέρας μου. «Άντρες είμαστε, θα το πλακώσουμε όλοι μαζί και θα το σφάξουμε». «Δεν έχω ξαναδοκιμάσει τέτοιο πράγμα», είπε πάλι ο Γιώργος. «Δεν είναι επικίνδυνο κύριε Αλέξανδρε;» «Θα διείς αύριο, Γιώργο, θα διείς», ξανάπε ο πατέρας μου. «Λοιπόν, κάντε ότι έχετε να κάνετε αλλά το πρωί με το χάραμα να είστε έτοιμοι». Το πρωί δεν χρειάστηκε να μας ξυπνήσουν. Με την πρώτη φασαρία που ακούσαμε στο κάτω πάτωμα σηκωθήκαμε. Κατεβήκαμε κάτω, η μάνα μου μας είχε και πάλι έτοιμο ζεστό τσιάι με ελιές και ψωμί. Κατόπι μας έδωκε παλιά ρούχα. Στο Γιώργο έδωκε κάτι που φορούσα όταν πήγαινα στο Δημοτικό. Βγήκαμε στην αυλή. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο πατέρας μου και η αδελφή μου ήταν κιόλας εκεί. Ζέσταιναν νερό στο καζάνι με φωτιά που άναψαν από κάτω ενώ ο πατέρας μου κουβαλούσε μια παλιά πόρτα

35


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

την οποία άφηκε δίπλα στο καζάνι. Εκεί απάνω στην ξύλινη πόρτα θα γινόταν το σφάξιμο και το καθάρισμα του γουρουνιού για να μη λερωθεί από τις λάσπες της αυλής. «Καλώς τα αντράκια», έκανε μόλις μας είδε. «Είμαστε έτοιμοι; Πάμε να το βγάλουμε από το κουμάσι». Πηγαίνοντας προς τα κει ακούστηκαν τα πρώτα τσιριχτά από τα διπλανά σπίτια. «Τι είναι αυτά τα τσιρίγματα;» ρώτησε ο Γιώργος. «Από τα γουρούνια που σφάζουν στα διπλανά σπίτια», απάντησα. «Σήμερα σ’ όλο το χωριό σφάζουν γουρούνια». «Έτσι τσιρίζουν», τόσο δυνατά; «Έτσι και καμιά φορά ακόμα πιο πολύ». Στο μεταξύ ο πατέρας μου έδεσε το γουρούνι από το δεξί μπροστινό ποδάρι και το έσπρωξε από τα πλάγια, βγάζοντας το από το κουμάσι. «Να το σπρώχνετε από πίσω», είπε, «αλλά με το μαλακό, μη το αγριέψουμε». «Ολόκληρο θηρίο είναι», είπε ο Γιώργος. «Ίσαμε πόσες οκάδες θα ’ναι;» «Υπολογίζω γύρω στις εκατόν είκοσι», απάντησε ο πατέρας μου και φθάνοντας στο μέρος που ήταν η ξύλινη πόρτα αρχίνησε να δίνει οδηγίες. «Πρώτα-πρώτα οι γυναίκες να φύγουν μακριά. Εγώ θα είμαι από την αριστερή μεριά κι όπως θα τραβήξω το σχοινί αυτό θα πέσει στη δεξιά πλευρά του κι αμέσως θα πέσουμε απάνω του για να μη σηκωθεί. Εγώ στα μπροστινά ποδάρια, εσύ, Στέργιο, στη μέση και συ, Γιώργο, στον κώλο του και με τα ποδάρια σου θα πατάς τα πισινά ποδάρια του. Εντάξει;» Δάγκωσε με τα δόντια του ένα μεγάλο μαχαίρι κι έφερε το γύρω του γουρουνιού. «Έτοιμοι;» φώναξε. «Ναι», αποκρίθηκα. Τράβηξε με δύναμη το σχοινί και το γουρούνι έπεσε στη δεξιά πλευρά του. Ορμήξαμε όλοι μαζί και το πλακώσαμε και ο πατέρας μου έχωσε το μαχαίρι βαθιά μέσα στο λαιμό του. Το γουρούνι έβγαλε ένα ουρλιαχτό μέχρι τα ουράνια και προσπάθησε να σηκωθεί. Ο

36


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

πατέρας μου όμως, εκατό οκάδες βαρύς το πλάκωνε με το βάρος του πιο πίσω από το λαιμό, κρατώντας το μέρος εκείνο ακούνητο και το μόνο που μπορούσε να κάνει το γουρούνι, μέσα στα φοβερά ουρλιαχτά του, ήταν να τινάζει τα πισινά του ποδάρια ώσπου σε κάποια στιγμή κοίταξα το Γιώργο κάνα δυο μέτρα μακριά ανάσκελα. Έχασε το χρώμα του ο Γιώργος, ήθελα να τον βοηθήσω, αλλά εάν έφευγα από τη θέση μου υπήρχε φόβος να σηκωθεί το γουρούνι και να τρέχει μέσα στην αυλή με το μαχαίρι στο λαιμό, όπως έγινε προτού τρία-τέσσερα χρόνια κι είδε κι έπαθε ο πατέρας μου για να το αποτελειώσει. Κι ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις, είδα το Γιώργο να ξανασηκώνεται και να ορμά, με αγριεμένη ματιά, για να ακινητοποιήσει το πίσω μέρος του γουρουνιού φωνάζοντας. «Πού θα με πας άτιμο γουρούνι, θα σε νικήσω». Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει και το γουρούνι σταμάτησε να κουνιέται· ξεψύχησε. Κόντευε μεσημέρι όταν τελειώσαμε. Το ζυγίσαμε με το κοντάρι και βγήκε εκατόν οχτώ οκάδες. «Να κάνουμε και καμιά τηγανιά τώρα», είπα στη μάνα μου, να στυλώναμε λίγο το στομάχι μας. «Δεν κάνει, Στέργιο, είναι αμαρτία, από αύριο είναι όλo δικό σας. Σήμερα θα φάμε ψάρι για να στρώσει το στομάχι, γιατί άμα πέσουμε κατευθείαν στο κρέας ύστερα από σαράντα μέρες νηστεία υπάρχει φόβος να πάθουν ζημιά τα στομάχια μας, τα άντερα μας, όλα τα σωθικά μας». Η χριστουγεννιάτικη λειτουργία άρχισε την άλλη μέρα πολύ πρωί, σχεδόν νύχτα. Πάντοτε μ’ άρεσε η λειτουργία αυτή, καθώς και της Μεγάλης Παρασκευής. Κάθε μια είχε τα ξεχωριστά της τροπάρια και τους δικούς της ψαλμούς. Κι ενώ τ’ άκουγα όλα αυτά με κατάνυξη, ο Γιώργος που ’ταν δίπλα μου τεντώθηκε και με μουρμούρισε στο αυτί. «Ποια είναι αυτή εκεί απέναντι;» «Ποια;» «Αυτή με τα μαύρα μαλλιά». «Η Ελένη Βενέτη, γιατί;» «Έχει στραβώσει ο λαιμός της να σε βλέπει». «Είσαι σίγουρος; Μήπως βλέπει εσένα που ’σαι ξένος;»

37


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Δεν νομίζω, γιατί εγώ είμαι δίπλα σου και δεν φαίνομαι καλά από το μέρος της». «Καλά θα γυρίσω με τρόπο να τη διώ». Γύρισα δειλά να την κοιτάξω. Τα μάτια της, δυο μαύρα μεγάλα μάτια, ήταν καρφωμένα απάνω μου. Την κοίταξα αρκετή ώρα. Δεν σάλευε η ματιά της. Ούτε κι η δικιά μου. Ήταν δυό χρόνια μικρότερη μου. Κι εξακολουθούσε να με κοιτάζει. Το ίδιο κι εγώ. Κάτι σαν σφίξιμο ένιωσα μέσα μου, κάτι σαν βαθιά ανάσα βγήκε από τα σωθικά μου. Γύριζα και την κοίταζα συνέχεια. Το ίδιο κι εκείνη. Με φάνηκε ότι ένα αδρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της. Κάπως πήγα να χαμογελάσω κι εγώ μα κρατήθηκα. Και φυσικά δεν ήταν δυνατό να παρακολουθώ τις κατανυκτικές χριστουγεννιάτικες μελωδίες. «Θα πάμε να ευχηθούμε “Χρόνια Πολλά” στην Ελένη;» ρώτησε ο Γιώργος μετά το τέλος της εκκλησιάς. «Να, εκεί πέρα είναι, με τα άλλα κορίτσια». «Κάτσε καλά μην έχουμε φασαρίες». «Από ποιόν;» «Από τους δικούς της». «Πάμε προς τα εκεί. Θα κάνουμε τους περαστικούς και εγώ θα κάνω τον ανήξερο και θα ευχηθώ σε όλη την παρέα της. Έτσι κάνουμε στα Σέρρας». «Γιώργο εδώ είναι χωριό κι όχι πόλη και τα πράγματα είναι διαφορετικά». «Πάμε και θα διείς». Με τραβούσε από το χέρι κι ένιωθα ότι θα ’σπαγαν τα στήθια μου από τους χτύπους της καρδιάς μου. Μου ’ρθε να το βάλω στα πόδια, αλλά ο Γιώργος σταμάτησε κιόλας μπροστά τους. «Χρόνια πολλά, κορίτσια», είπε και άπλωσε το χέρι του. Άπλωσαν κι εκείνες τα χέρια τους και τον αντευχήθηκαν. Τελευταία η Ελένη Βενέτη. «Χρόνια Πολλά, Γιώργο, του ’πε». «Πώς ξέρεις το όνομα μου;» «Είσαι φίλος του Στέργιου και το ’μαθα. Χρόνια Πολλά, Στέργιο», είπε και σε μένα κι άπλωσε το χέρι της.

38


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

Άπλωσα κι εγώ το χέρι μου, δε θυμάμαι αν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, αλλά αυτό που θυμάμαι ήταν ότι περιλούστηκα από ιδρώτα. Μπόρεσα κι ευχήθηκα στις φιλενάδες της, που αμέσως μετά κίνησαν να φύγουν, ενώ η Ελένη Βενέτη γύρισε και μ’ είδε δυο-τρεις φορές καθώς στεκόμουνα σαν μαρμαρωμένος και την παρακολουθούσα. «Είδες πόσο εύκολο ήταν;» είπε ο Γιώργος. «Άσε που είναι και πιο εξελιγμένη από σένα». «Λες;» «Τι λέω; Αυτή πρέπει να σ’ έχει βάλει στο μάτι καιρό, αλλά εσύ δεν πήρες χαμπάρι. Τέλος πάντων, πάμε τώρα να φάμε μια τηγανιά χοιρινό όπως μας υποσχέθηκε η μάνα σου και βλέπουμε για τα υπόλοιπα». Από τη στιγμή εκείνη κάτι άλλαξε μέσα μου. Ένιωθα μια γλυκιά αλαφροσύνη, μια απαλή τρυφεράδα. Και κείνα τα δυό μαύρα, λαμπερά μάτια, καρφωμένα μπροστά μου να με βλέπουν με κείνο το τελευταίο αδρό χαμόγελο. Δεν ήξερα πως ήταν ο έρωτας. Αν όμως ήταν όπως αυτά που ένιωθα, τότε μ’ άρεσε αφάνταστα αυτό το συναίσθημα. Είχαν περάσει δυο-τρεις μήνες από τότε, όταν ο Γιώργος μ’ είπε σ’ ένα διάλειμμα στο Γυμνάσιο: «Στέργιο έλα να σε δείξω κι εγώ την δικιά μου Ελένη». «Αλήθεια;» «Ναι. Κι εγώ στην εκκλησιά τη γνώρισα». Ήταν μια μαθήτρια της δευτέρας τάξεως του Γυμνασίου. Στο μπόι του Γιώργου, με μακριά ξανθά μαλλιά. Έπαιζε με τις φίλες της και όταν μας είδε κοντοστάθηκε για λίγο και μετά συνέχισε το παιχνίδι, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. «Σ’ άρεσε;» ρώτησε. «Ναι, είναι όμορφη». «Τη λένε Ελένη κι αυτή. Με την πρώτη ευκαιρία θα της μιλήσουμε. Όχι όμως εδώ στο σχολείο. Της μίλησα για σένα». «Μα εσύ είπες ότι εδώ στην πόλη τα πράγματα είναι πιο εύκολα». «Μπα κι εδώ τα ίδια είναι. Έχει μια αδελφή στην τετάρτη τάξη κι έναν αδελφό στην έκτη».

39


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Πάμε μη μας πάρει μυρουδιά ότι κολλάμε στην αδελφή του και μας πλακώσει στο ξύλο», είπα. «Όχι, είμαι προσεχτικός και μόλις βρίσκω την κατάλληλη ευκαιρία της λέω καμιά κουβέντα». Έψαχνε ο Γιώργος να βρει ευκαιρία να μιλήσει στην Ελένη Γεωργιάδη, έψαχνα κι εγώ να μιλήσω στην Ελένη Βενέτη, χωρίς να ξέρω τι ήθελα ή τι μπορούσα να της πω. Περνούσαν τα Σαββατοκύριακα και το μόνο που έκανα ήταν να τη βλέπω στην εκκλησιά, εάν και εφόσον ερχόταν. Είχε δυο μεγαλύτερες αδελφές κι έναν αδελφό δυο χρόνια μεγαλύτερο μου κι έπρεπε να είμαι πολύ προσεχτικός. «Έλα το απόγευμα στο σπίτι ν’ ακούσουμε ειδήσεις», μ’ είπε στις δυο Μαρτίου ο Γιώργος. «Ο πατέρας μου αγόρασε ραδιόφωνο. Έχει γίνει κίνημα εναντίον της Κυβερνήσεως». «Τι κίνημα, ποιος το έκανε;» ρώτησα χωρίς να έχω ιδέα για όλα αυτά. «Ακούστηκε το όνομα του Βενιζέλου». «Καλά θα έρθω». Στο χωριό άκουγα που μαλώνανε για τα κόμματα και για τον Βασιλιά αλλά δεν έδινα σημασία. Σε κάθε επίσκεψη που είχαμε στο σπίτι ο πατέρας μου καυγάδιζε, υποστηρίζοντας το Λαϊκό Κόμμα, με τους άλλους που υποστήριζαν τους Φιλελεύθερους και τους Κομμουνιστές, άκουγα και διάφορα ονόματα, όπως του Βενιζέλου, του Πλαστήρα, του Τσαλδάρη, χωρίς να μ’ ενδιαφέρουν. Και τώρα ήρθε ο Γιώργος να με μπερδέψει μ’ αυτά. «Και τι μας νοιάζει εμάς τι κάνουν αυτοί;» τον ρώτησα. «Πώς τι μας νοιάζει, να μη ξέρουμε ποιοι μας κυβερνούν;» «Γιατί, τους είδες ποτέ;» «Όχι, αλλά δεν έχει σημασία. Σε λίγα χρόνια θ’ αρχίσουμε να ψηφίζουμε και πρέπει από τώρα να μαθαίνουμε. Έχω ανακαλύψει ότι μπορούμε να δανειζόμαστε βιβλία για δέκα μέρες από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Ξέρεις, διάφορα βιβλία, όχι αυτά που έχουμε στο σχολείο. Επίσης εκεί έχουν και εφημερίδες που μπορούμε να τις διαβάζουμε και να μαθαίνουμε τι γίνεται στον κόσμο. Τι λες;»

40


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Ας δοκιμάσουμε». «Εντάξει τότε, θα περάσω να σε πάρω κατά τις τρεις με τρεισήμισι, να πάμε πρώτα στη βιβλιοθήκη και μετά στο σπίτι να ακούσουμε τις ειδήσεις». Φθάνοντας το απόγευμα στη βιβλιοθήκη ο Γιώργος πρότεινε να ρίξουμε πρώτα μια ματιά στις εφημερίδες. Αλλά αυτές, τρεις τον αριθμό ήταν πιασμένες από ηλικιωμένους που μάλιστα τις διάβαζαν δυο και τρεις μαζί. Μετά από αυτό πήγαμε στα ράφια με τα βιβλία. Εκατοντάδες βιβλία στα ράφια, ταξινομημένα κατά αλφαβητική σειρά. Υπήρχαν κι άλλα παιδιά που έψαχναν για να διαλέξουν το βιβλίο που ήθελαν να διαβάσουν. «Ξέρεις τι θα διαλέξουμε;» ρώτησα τον Γιώργο, «γιατί εγώ δεν ξέρω». «Ούτε κι εγώ ξέρω, αλλά κάτι μ’ είπε η αδελφή μου η Ειρήνη. Α! να το βρήκα, είναι οι Άθλιοι, μιλά για τη Γαλλική Επανάσταση, θα την κάνουμε στην πέμπτη τάξη. Πάμε να διούμε αν βρούμε και το άλλο». Προχωρήσαμε στο βάθος της βιβλιοθήκης. «Α! να και το άλλο, ο Χιτώνας, μιλά για τον χιτώνα του Χριστού που έριξαν κλήρο οι Ρωμαίοι στρατιώτες στη σταύρωση για να δουν ποιος θα τον πάρει. Λοιπόν, Στέργιο. Εγώ θα διαβάσω τους Άθλιους και συ τον Χιτώνα. Σε πέντε μέρες όμως θα πρέπει να τελειώσουμε για να κάνουμε ανταλλαγή, ώστε να προλάβουμε να τα επιστρέψουμε σε δέκα μέρες από σήμερα. Πάμε τώρα να ακούσουμε τις ειδήσεις». Το ραδιόφωνο του Γιώργου ήταν λίγο διαφορετικό από τα δυο-τρία που υπήρχαν στα καφενεία του χωριού. Όταν πήγαμε, το ράδιο έπαιζε τραγούδια και μέχρι να αρχίσουν οι ειδήσεις η μάνα του Γιώργου μας έβαλε να φάμε. Κατόπιν, στις ειδήσεις μαζώχτηκαν όλοι όσοι ήταν στο σπίτι, εκτός από τον πατέρα του, που ήταν στο μαγαζί, καθώς και μερικοί γείτονες. Έλεγε ο εκφωνητής για τον Βενιζέλο, για τον Βασιλιά, για τα πολεμικά καράβια και για κάποιους Χατζηκυριάκο, Δεμέστιχα και Σαράφη. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει γιατί δεν είχα τη συνέχεια, πρώτη φορά άκουγα ειδήσεις.

41


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Αυτό είναι», είπε ένας από τους γείτονες του Γιώργου, «εάν τα πολεμικά πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη αντί για την Κρήτη, τώρα θα είχαμε καθαρίσει. Τι γύρευαν στην Κρήτη;» «Προφανώς πήγαν για να πάρουν τον Βενιζέλο και μετά να ανέβαιναν όλοι μαζί», απάντησε ένας άλλος. «Ποιος ξέρει», ξανάπε ο πρώτος, «ίσως κάποτε να το μάθουμε. Προς το παρόν ένα ξέρουμε, ότι το κίνημα έχει κατασταλεί και ότι ο Βασιλιάς όπου να ’ναι θα μας φορτωθεί και πάλι». Τελείωσαν οι ειδήσεις, έφυγε ο κόσμος κι εγώ έμεινα με κάμποσα ερωτηματικά. «Τι λες, πάμε στο δωμάτιο σου να διαβάσουμε;» πρότεινε ο Γιώργος. «Δε φοβάσαι ότι θα ψοφήσουμε από το κρύο», αποκρίθηκα. «Δεν έχω σόμπα». «Δεν έχεις σόμπα;» φώναξε απορημένα η μάνα του Γιώργου, η κυρία Φωτούλα. «Θέλεις να πεις ότι όλα αυτά τα χρόνια ζεις και διαβάζεις χωρίς ζεστασιά; Θα τον σκοτώσω τον πατέρα σου και πιο πολύ τη μάνα σου. Άκου να έχουν το παιδί χωρίς ζεστασιά». «Έτσι είναι όλα τα παιδιά από το χωριό κυρία Φωτούλα», είπα. «Δεν μ’ ενδιαφέρει πώς είναι τα’ άλλα παιδιά», είπε φωναχτά και πάλι. «Θα πάτε τώρα με τον Γιώργο να κουβαλήστε τα πράγματα σου εδώ, στο δωμάτιο στην αυλή, που είναι αδειανό και δε θέλουμε να βάλουμε νοικάρη, γιατί μεγάλωσαν τα κορίτσια μας και δε θέλουμε να τα ενοχλούν. Εσύ όμως είσαι δικό μας παιδί. Μέχρι να τελειώστε με το Γιώργο εγώ θα το έχω συγυρίσει και θα έχω ανάψει και τη σόμπα κι’ έτσι συγυρισμένο και ζεστό θα το βρίσκεις κάθε μέρα. Άκου εκεί να μένει χωρίς σόμπα! Πήγαινε κι’ αν τυχόν σε κάνει τίποτα δυσκολίες η σπιτονοικοκυρά σου, θα τα κανονίσω εγώ». Ύστερα από δυο μέρες γύρισε ο πατέρας του Γιώργου από το ραφείο τρέχοντας, προτού να πάμε στο σχολείο και μας είπε να μη βγούμε από το σπίτι μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα. Ο στρατός που ήταν στα Σέρρας πήγε με το μέρος των επαναστατών κι έπιασε τη γέφυρα του Στρυμώνα, στο δρόμο για τη

42


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

Θεσσαλονίκη. Από την άλλη μεριά ήρθαν τα στρατεύματα της Κυβέρνησης κι αρχίνησαν να σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Δυο μέρες από τότες ήρθαν και αεροπλάνα κι έριχναν μπόμπες. Ένα μάλιστα από αυτά έριξε μία μπόμπα στη πλατεία μπροστά στο Δημαρχείο, που ήταν εκείνη τη στιγμή γιομάτη κόσμο και σκότωσε πάνω από δέκα, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους τριάντα. Σε δέκα μέρες οι επαναστάτες νικήθηκαν. Τι έγινε από εκεί και πέρα δεν με ένοιαζε να μάθω, αν κι ο Γιώργος σε κάθε ευκαιρία πάσκιζε να με πει τι απόγιναν οι αρχηγοί της επανάστασης.

43


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Σ

χεδόν όλο το καλοκαίρι του 1935 ο Γιώργος Ακρίτας το πέρασε μαζί μου στο χωριό. Ήρθε μια βδομάδα αφότου έκλεισαν τα σχολεία για το καλοκαίρι κουβαλώντας καμιά ντουζίνα βιβλία από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και άλλες τόσες εφημερίδες. «Αυτά τα έφερα για να τα διαβάζουμε τα απογεύματα, όταν θα σταματάμε από τη δουλειά», είπε. «Εδώ δεν ήρθα για παραθέριση. Ήρθα να δουλέψω για να διώ πώς βγαίνει το μεροκάματο, χωρίς να θέλω καμιά πληρωμή. Έτσι για να ψηθώ στη δουλειά. Κι όταν θα ’χουμε ελεύθερο χρόνο, θα διαβάζουμε». «Από δουλειά όση θές», απάντησε ο πατέρας μου. «Ειδικά φέτος που μέχρι τώρα, δόξα σοι ο Θεός, ο καιρός πάει καλά, θα τρέχουμε και δεν θα προκάνουμε». «Εγώ θα κάνω ότι θα κάνει ο Στέργιος», είπε Γιώργος. «Για να διούμε τι θα κάνουν φέτος τα παλικάρια! Αύριο αρχινάμε το θέρος και κατόπι το αλώνι κι έχει ο Θεός. Όποτε κουραστείς μπορείς να σταματήσεις και να κάθεσαι στο σπίτι για να διαβάζεις τα βιβλία σου. Ο Στέργιος όμως δεν θα σταματήσει. Βρέξει χιονίσει θα βγαίνει στον κάμπο γιατί αλλιώς θα τον κατηγορήσουν ότι είναι άρρωστος». «Και μένα δεν θα με κατηγορήσουν;» «Εσύ είσαι παιδί της πόλης και δεν θα ασχοληθούν στο χωριό ιδιαίτερα μαζί σου».

44


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

Την άλλη μέρα μας ξύπνησαν από τα άγρια χαράματα. Το κάρο ήταν ζεμένο στην αυλή κι απάνω κάθονταν καμιά δεκαριά, άνδρες και γυναίκες. «Άντε, θα αργήσουμε», είπε ο πατέρας μου. «Στέργιο, για φώναξε τη Σοφία να βιαστεί». «Η μάνα μου δεν θα ’ρθει;» ρώτησα. «Θα ’ρθει αργότερα με τη γαδάρα. Να ετοιμάσει το φαΐ για το μεσημέρι και θα ξαναφύγει για να ετοιμάσει πάλι για το γιόμα. Όλος αυτός ο κόσμος θέλει φαΐ για να χορτάσει», είπε βήχοντας γερά δυο -τρεις φορές. «Κύριε Αλέξανδρε χθες είπες ότι θα ’παιρνες δυο εργάτες κι εδώ είναι δέκα», είπε ο Γιώργος. «Οι δυο είναι μόνιμοι, για όλο το καλοκαίρι. Οι άλλοι οχτώ είναι θεριστάδες, μόνο για το θέρος». Μόλις ήρθε η αδελφή μου η Σοφία ανεβήκαμε κι εμείς στο κάρο και στριμωχτήκαμε στην πίσω μεριά. Ήμασταν ντυμένοι με παλιά ρούχα και φορούσαμε ψάθινα καπέλα γιατί σε λίγο ο ήλιος θα χτύπαγε αλύπητα. Η Σοφία έσπαγε πλάκα με το ντύσιμο του Γιώργου και γελούσαμε κι οι τρεις μας, ενώ οι θεριστάδες κάθονταν κατσουφιασμένοι, κρατώντας στα χέρια τους τα δρεπάνια τους και καπνίζοντας αδιάκοπα στριφτά τσιγάρα. Στο χωράφι ο πατέρας μου μας έδωκε από ένα δρεπάνι και μας έδειξε βιαστικά πώς να θερίζουμε. «Προσεχτικά, μη κόψετε κανένα χέρι ή κανένα ποδάρι», είπε και έφυγε για να βάλει στη δουλειά τους θεριστάδες. «Θα ’ναι και η Σοφία δίπλα σας για να σας δείχνει». «Σιγά τη θερίστρια», είπα εγώ. «Έλα ντε», συμπλήρωσε ο Γιώργος. «Καλά, θα τα διούμε τα σχολιαρόπαιδα», έκανε η Σοφία και ξεκίνησε να θερίζει, ενώ έδενε τον άσπρο τσεβρέ στο κεφάλι της για τον ήλιο. Ξεκινήσαμε κι εμείς να θερίζουμε αλλά τα πράγματα δεν ήταν όπως μας τα έδειξαν. Δεν μπορούσαμε να πιάσουμε τις ρίζες του σταριού, τα δρεπάνια ήταν σαν να πήγαιναν ίσια στα ποδάρια μας και ενώ οι άλλοι προχωρούσαν εμείς ήμασταν στο ίδιο μέρος.

45


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Δε σας τα ’λεγα γω;» έκανε κάποια στιγμή η Σοφία. «Τι είναι εδώ, το Γυμνάσιο;» «Καλά, θα διείς σε λίγο», αποκρίθηκα πεισμωμένος. Όσο όμως και να πείσμωνα δεν κατάφερα και πολλά πράγματα. Ο ίδρωτας μ’ είχε περιλούσει, έτρεχε στο κούτελό μου και με σφαλούσε τα μάτια. Τα ρούχα μου, μ’ έρχονταν στενάχωρα. Τα χέρια μου αρχίνησαν να πιάνονται κι ήταν ακόμα εννιά η ώρα το πρωί κι έπρεπε να δουλέψουμε έτσι τουλάχιστον μέχρι το ηλιοβασίλεμα γύρω στις οχτώ με οχτώμιση το απόγιομα. Γύρισα να διώ το Γιώργο. Ήταν χωμένος μέσα στα στάχια και πάσκιζε να προχωρήσει. «Γιώργο, πάω στο κάρο να πιω νερό», είπα. «Έρχομαι κι εγώ γιατί κοντεύει να ξεραθεί η γλώσσα μου». «Για πού το βάλατε εσείς οι δυο;» φώναξε ο πατέρας μου μόλις μας είδε να φεύγουμε. «Να πιούμε νερό», αποκρίθηκα. «Να φέρετε να πιούμε κι εμείς», ξανάπε ο πατέρας μου. «Να κουβαλήσετε εδώ το ένα από τα δυο βαρελάκια και να το μοιράσετε σε όλους μας». Ήπιαμε από δυο-τρία κύπελλα ο καθένας, ενώ κοιταζόμασταν με κείνη τη χαζοηλίθια ματιά της εφηβικής ηλικίας που όλα φαίνονται σοβαρά και αστεία μαζί. «Κι εγώ νόμιζα ότι το δρεπάνι θα οδηγούσε το χέρι μου», είπε αστειευόμενος ο Γιώργος. «Στα παραμύθια που διαβάζουμε μπορεί να γίνονται έτσι», είπα, «αλλά εδώ απ’ ότι κατάλαβες θέλει μπράτσα για να γίνει η δουλειά και όχι κλανιές». «Αυτό κατάλαβα κι εγώ. Έλα πάμε να δώσουμε νερό και στους εργάτες, γιατί αυτούς σκέφτομαι πιο πολύ απ’ όλους». «Γιατί αυτούς;» «Να, κοίταξε, τ’ αφεντικά μαζεύουν τη σοδειά, την πουλάνε, πορεύονται. Αυτοί ζουν μονάχα με το μεροκάματο κι αυτό όποτε το κάνουν. Γιατί υπάρχουν περίοδοι που στην αγροτική δουλειά δεν υπάρχουν μεροκάματα». «Ναι έτσι είναι. Οι πιο πολλοί από αυτούς είναι από τα προ-

46


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

σφυγοχώρια, που παρόλο που έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια που ήρθαν από τη Μικρασία δεν μπορούν ακόμα να ορθοποδήσουν». «Αυτό είναι ένα θέμα που κάποια μέρα θα στο αναλύσω». «Καλά, πάμε τώρα». Πιάσαμε το βαρελάκι με το νερό, μαζί και με τα δυο μας χέρια, εγώ δάγκωσα το κύπελλο από το χερούλι και πήγαμε να δώσουμε νερό πρώτα στην αδελφή μου τη Σοφία. «Ναι, σπουδαία δουλειά κάνετε εσείς οι δυο», είπε πίνοντας το νερό που της δώσαμε. «Το βράδυ να βγείτε στην πλατεία να σας πάρουν για μεροκάματο». «Θα διείς σε λίγες μέρες», της είπε ο Γιώργος, «θα διείς». Δώσαμε νερό σε όλους τους εργάτες. Όλοι ήπιαν από το ίδιο κύπελλο. Δυο και τρία κύπελλα. Κι ύστερα έσκυψαν και αρχίνησαν να θερίζουν με δύναμη. Τελευταίος ήπιε ο πατέρας μου. «Αυτό το βαρέλι τελείωσε», είπε ο πατέρας μου. «Στέργιο, να ζέψεις το κάρο και να πάτε να το γιομίσετε από τη βρύση της μεγάλης στέρνας. Κατεβάστε όμως πρώτα το άλλο βαρέλι μήπως χρειαστεί κανένας νερό μέχρι να γυρίσετε. Και γρήγορα γιατί έχουμε πολλή δουλειά». Έζεψα στα γρήγορα το κάρο και φύγαμε για να φέρουμε νερό. Ήταν ότι έπρεπε για να ξεφύγουμε από τη δυσκολία του θέρους. «Στέργιο, πόσο μεροκάματο τους δίνει ο πατέρας σου;» «Δεν τους πληρώνει με μεροκάματο». «Αλλά;» «Με στρέμματα. Αν τους πάρεις με το μεροκάματο όλη μέρα κοντοβαρούν1 και κάθε λίγο και λιγάκι τρέχουν για κατούρημα. Ενώ με το στρέμμα αγωνίζονται να θερίσουν όσο πιο πολλά μπορούν για να πάρουν περισσότερα χρήματα». «Σκέτη εκμετάλλευση, δηλαδή». «Γιατί ρε, Γιώργο, ο καθένας με τη δουλειά του». «Που θα μπορούσε όμως να είναι για όλους η ίδια». «Αυτά μας έλεγε τις προάλλες ένας λίγο μεγαλύτερος μου στο 1 κοντοβαρώ: αργοπορώ, καθυστερώ

47


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

χωριό. Είναι άρρωστος και οι δικοί του δεν τον βγάζουν στον κάμπο. Τον αφήνουν στο σπίτι να δυναμώσει, αλλά αυτός όλη τη μέρα κάθεται στα καφενεία και τους μιλά για ισότητες και ότι για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να μοιράσουν όλοι το βιός τους στα ίσια με όλους τους άλλους». «Ναι αυτή είναι η πραγματική ισότητα». Τότες δεν έπιασα το νόημα αυτών που είπε ο Γιώργος. Και ούτε το ξανάβαλα στο νου μου μέσα στη ζέστη του θέρους. Μέχρι να γυρίσουμε, οι εργάτες είχαν πιει και το άλλο μισό βαρέλι. «Δουλέψτε για λίγο», είπε ο πατέρας μου «και όταν θα κοντεύει μεσημέρι να πάτε να γιομίσετε και τα δυο για να ’χουμε νερό για το μεσημεριανό». Αρχινήσαμε πάλι να θερίζουμε. Ο ήλιος ανέβαινε και όσο ανέβαινε τόσο πιο πολύ ζεματούσε. Ο ίδρωτας έτρεχε από το κούτελο μου. Δίπλα μου ο Γιώργος είχε αναψοκοκκινίσει κι έσταζε στην κυριολεξία. «Μόλις φτάσουμε στη στέρνα», είπα καθώς πηγαίναμε να γιομίσουμε τα βαρέλια με νερό, «θα ρίξω μια σούγλα στη στέρνα για να δροσιστώ». «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Γιώργος. «Θα σταματήσω στην άκρη της στέρνας και θα πέσω με το κεφάλι στο νερό». «Βουτιά το λένε…» «Εμείς το λέμε σούγλα». «Και πώς θα κολυμπήσεις, με τα ρούχα;» «Όχι ξεβράκωτος, δε θέλω να βρέξω τα ρούχα μου στο πλέξιμο». «Το πλέξιμο προφανώς είναι το κολύμπι». «Ναι». «Και το νερό είναι καθαρό;» «Σαν νερό σε στέρνα. Έχει βαθράκους2 και καμιά φορά και νεροφίδες. Αλλά δεν πειράζουν». «Εγώ δεν μπαίνω». «Γιατί, φοβάσαι;» 2 βάθρακας: βάτραχος

48


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Όχι, σιχαίνομαι. Εμείς πάμε για μπάνιο στον Αη Γιάννη. Εκεί το νερό είναι τρεχούμενο και πεντακάθαρο». «Όπως θέλεις, εγώ πάντως θα μπω». «Δε ντρέπεσαι μήπως σε διεί κανένας ξεβράκωτο;» «Τέτοια ώρα δεν υπάρχει κανένας. Το πολύ-πολύ να έρθει κανένας σαν εμάς για να γιομίσει νερό. Κι έπειτα όλοι ξεβράκωτοι πλέκουν στο χωριό». «Κολυμπούν». «Εντάξει, κολυμπούν». Βούτηξα με το κεφάλι στο νερό προσπαθώντας να μη φτάσω στον πάτο και ανακατέψω τα λασπόνερα. Η στέρνα ήταν μικρή. Κι απάνω εκεί που προσπαθούσα να απλωθώ ακούω ένα μπλουμ που κάνει το νερό όταν πέφτει μέσα άνθρωπος. Ήταν ο Γιώργος. Αρχινήσαμε να γελάμε, έτσι χωρίς λόγο. Όταν βγήκαμε από το νερό η ματιά του καθενός πήγε αθέλητα στο πέος του άλλου. Εφηβικά, αρχίνησαν να ξεπετάγονται. Ένοιωσα κάποια ντροπή και αρχίνησα γρήγορα να ντύνομαι. Το ίδιο και ο Γιώργος. Όταν γυρίσαμε στο χωράφι η αδελφή μου είχε ετοιμάσει το μεσημεριανό. Έκοψε ντομάτες, αγγούρια και κρομμύδια σε μια μεγάλη σουπιέρα. Σε μια άλλη έβαλε ελιές, πάνω από δυό οκάδες και παραδίπλα παστωμένες σαρδέλες. «Βάλτε το κάρο εδώ», είπε μόλις φτάσαμε. «Αρχινάτε να φτιάξετε το αντίσκηνο». Ξέζεψα το μουλάρι και το παλούκωσα πιο πέρα για να βοσκήσει. Πήρα το μουσιαμά και με τη βοήθεια του Γιώργου στήσαμε το αντίσκηνο, στερεώνοντας τις δυό άκριες του στην κάσσα του κάρου και τις άλλες δυο σε ειδικά γι’ αυτή τη δουλειά ξύλα και στη συνέχεια τραβήξαμε τα δυο σκοινιά και παλουκώσαμε με πέτρες τα δυο παλούκια στα οποία κατέληγαν τα σκοινιά. Η αδελφή μου, η Σοφία, άπλωσε στη σκιά ένα άλλο μικρότερο μουσιαμά κι απάνω σ’ αυτό μια μεγάλη χρωματιστή τάβλα3. Έβαλε τη σουπιέρα με τη σαλάτα στη μέση, τις ελιές και τις παστές σαρδέλες. Έβγαλε από τον τουρβά ένα μπουκάλι με λαδόξιδο, πιρούνια που ήταν μέσα σε μια πάνινη σακούλα και δυο μεγάλα ψωμιά. 3 τάβλα: μεγάλη πολύχρωμη πετσέτα, τραπεζομάντιλο

49


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Χώρισε σαλάτα, ελιές και σαρδέλες σε τρία μικρότερα πιάτα για κείνη, το Γιώργο και μένα. Ο πατέρας μου θα έτρωγε από την ίδια σουπιέρα με τους εργάτες. Πέρασε το τρένο για τη Δράμα και λες κι ήταν το σύνθημα να μαζωχτούν οι θεριστάδες και να κάτσουν ολόγυρα στην τάβλα. Πήρε ο πατέρας μου το ψωμί και το μαχαίρι και προτού το κόψει έκανε το σταυρό του. Άλλοι τον μιμήθηκαν κι άλλοι όχι. Μοίρασε το ψωμί και πέσαμε όλοι με τα μούτρα στο φαΐ και στο νερό εκτός από τον Γιώργο που έτρωγε σαστισμένος. Κοίταγε τους θεριστάδες που ’κοβαν κομμάτια ψωμί ίσαμε τις παλάμες τους, τα βούταγαν στο λαδόξυδο και το ’καναν μια χαψιά, κατέβαζαν παστωμένες σαρδέλες χωρίς καν να τινάξουν το αλάτι τους, δυό τρεις ζούληξαν κρομμύδια στα γόνατα τους με τις γροθιές τους κι αφού τα καθάριζαν έκοβαν τα μισά και τα ’τρωγαν, ένας δεν έφτυνε τα κουκούτσια από τις ελιές και φαινόταν ότι τά ’σπαγε με τα δόντια του. «Πώς τρώνε έτσι;» μουρμούρισε ο Γιώργος. «Τρώγε κι εσύ γιατί στο τέλος θα μείνεις νηστικός,» απάντησε η αδερφή μου. «Γιατί;» «Γιατί αυτά τα θεριά θα φάνε και σένα μαζί». «Από πού είναι; Από το χωριό;» ρώτησε ο Γιώργος. «Όχι, από τα διπλανά χωριά, πρόσφυγες», αποκρίθηκα. Τέλειωσαν το φαΐ κι αρχίνησαν ένας ένας να αποτραβιούνται όπου έβρισκαν ίσκιο, ακόμα και μονάχα για τα κεφάλια τους. Προτού από αυτό έστριψαν τσιγάρο από την καπνοσακούλα του πατέρα μου και οι πιο πολλοί δεν πρόλαβαν να αποτελειώσουν τα τσιγάρα τους κι έτσι όπως ήταν γερμένοι τους πήρε ο ύπνος, το ίδιο και τον πατέρα μου. Η αδελφή μου μάζεψε τα σκεύη και τα έπλυνε πρόχειρα κι ύστερα ξάπλωσε κι αυτή εκεί δίπλα μας, κάνοντας μας νόημα να ξαπλώσουμε κι εμείς. Δεν ξέρω αν κοιμηθήκαμε κι εγώ με τον Γιώργο. Πάντως όταν πέρασε σφυρίζοντας το τρένο για τα Σέρρας τινάχθηκα απάνω και μαζί μου κι ο Γιώργος, αλλά και όλος ο κάμπος λες κι ο τρενάρης ήξερε την ώρα που ’πρεπε να τελειώσει ο μεσημεριάτικος ύπνος και κατέβαινε σφυρίζοντας. Όσο έπεφτε ο ήλιος τόσο και δρόσιζε. Κά-

50


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

ποια στιγμή μας φώναξε η αδερφή μου και μας έδωκε κομμάτια ψωμί, ελιές και κρομμύδια να τα μοιράσουμε στους θεριστάδες για γιόμα. Έβγαζαν τα καπέλα τους οι θεριστάδες, έπαιρναν το γιόμα τους και κάθονταν σιωπηλοί απάνω στα δεμάτια του σταριού που έδεναν με το θέρος τους και μασουλούσαν σιωπηρά. Κι ύστερα σαν τέλειωναν το φαγητό τους έπαιρναν ένας ένας τα δρεπάνια τους και ξανάρχιζαν. Κι αυτή τη φορά όχι βουβαμένοι από τη ζέστη, αλλά με τραγούδια. Στην αρχή έπιασε ένας το τραγούδι. Κι ύστερα τον ακολούθησαν οι πιο πολλοί. Τραγούδια της προσφυγιάς, της λύπης, του πόνου. Τραγούδια της ξεριζωμένης πατρίδας τους, της Θράκης και της Μικρασίας. Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος όταν αρχίνησε να αδειάζει ο κάμπος. Σα να ’δωκε κάποιος το σύνθημα για να σταματήσουν τις δουλειές. Ανέβηκαν όλοι στα κάρα και κίνησαν για το χωριό. Κι εκεί στους χωραφόδρομους, καθώς τα κάρα σέρνονταν αργά, ακούγονταν και πάλι τα ίδια τραγούδια. Στο σπίτι μπήκαμε στην αυλή με το κάρο και καθώς το ξέζευε ο πατέρας μου, πήγαμε όλοι στο πηγάδι. Βγάζαμε παγωμένο νερό και πλέναμε τα πρόσωπα μας που ’χαν ξεραθεί από το λιοπύρι καθώς και τα μπράτσα μας και τα ποδάρια μας, που ’ταν γιομάτα χωραφόσκονη. Κι ύστερα ένας ένας που τέλειωνε πήγαινε στο χαγιάτι όπου η μάνα μου είχε στρωμένο το χαμηλό τραπέζι μ’ ένα τεράστιο ταψί φαγητό, πιπεριές, και μελιτζάνες μαγειρεμένες με ντομάτα, αγγουροντομάτα σαλάτα με κρομμύδια και ελιές, τυρί, μπόλικο ψωμί, τηγανισμένες καυτερές πιπεριές κι ένα μπουκάλι ρακί τσίπουρο. Κάθισαν οι θεριστάδες ολόγυρα στο χαμηλό τραπέζι μαζί κι ο πατέρας μου, ενώ σ’ εμένα, τον Γιώργο και την αδελφή μου μας έστρωσε παράμερα μια τάβλα κι έβαλε στη μέση σουπιέρες με τα ίδια φαγητά. Έκανε ο πατέρας μου το σταυρό του και γιόμισε τα ποτήρια γύρω - γύρω με ρακί. Ένας ψηλός, κατσαρομάλλης, θεριακλής, μουστακαλής, κατέβαζε μονορούφι το τσίπουρο και απανωτά δυό καυτερές πιπεριές που ’καιγαν απόξω πόσον μάλλον όταν τις έτρωγες. «Για να κόψει τη δίψα», είπε στον Γιώργο που τον κοίταγε με γουρλωμένα μάτια. Τελειώσαμε το φαΐ και ξαπλώσαμε εκεί, όπως καθίσαμε. Η γκα-

51


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ζόλαμπα έριχνε το κιτρινωπό φως της. Αρχίνησαν οι θεριστάδες να σηκώνονται. Δυο-τρεις ρεύτηκαν βουερά και όλοι μαζί απoτραβήχτηκαν για ύπνο. Κι όλη αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν μέχρι το Σαββάτο, οπότε προτού να πέσει ο ήλιος, τους πλήρωνε ο πατέρας μου για τη δούλεψη τους κι έφευγαν για τα χωριά τους, για να γυρίσουν τη Δευτέρα χαράματα, ξεκούραστοι, με καθαρά ρούχα, για να αρχινήσουν πάλι τις δουλειές της εποχής. Όταν τέλειωσε και τ’ αλώνισμα, ο πατέρας μου πήρε μαζί του εμένα και τον Γιώργο για να μαζέψουμε τον γιοντζέ4. Το χωράφι που ’χαμε σπαρμένο τον γιοντζέ ήταν κάτω στη βάλτα, εκεί που πριν πέντε-έξι χρόνια νωρίτερα ήταν η λίμνη της Αχινούς που σχηματίσθηκε από τα νερά του Στρυμώνα, για χρόνια πολλά, αιώνες. Εγώ είχα πάει πολλές φορές εκεί και πάντα μ’ άρεσε· προπαντός το καλοκαίρι γιατί τα χωράφια ήταν σπαρμένα με μποστάνια, καρπούζια και πεπόνια, καθώς και με μισίρια5, από τα οποία κάτι κλέβαμε κάθε φορά. Αυτή τη φορά ο πατέρας μου πήρε και το Γιώργο για να διεί κι αυτός το μεγάλο έργο της αποξήρανσης της λίμνης, όπως έλεγε. Ήταν Σαββάτο γιόμα όταν φύγαμε από το χωριό. Θα μέναμε εκεί όλη τη νύχτα γιατί έπρεπε να σηκωθούμε πολύ πρωί για να μπορέσουμε να μαζέψουμε τον γιοντζέ σε δεμάτια, έτσι όπως ήταν υγραμένος από τη νυχτιάτικη δροσιά. Αλλιώς εάν τυχόν και ξεραινόταν με τον ήλιο, ήταν αδύνατο να μαζωχτεί σε δεμάτια και να φορτωθεί στο κάρο γιατί θα τριβόταν. Κι αυτή η νυχτερινή δουλειά, εκτός από το ξενύχτι και την κούραση είχε κι άλλο μεγάλο πρόβλημα: τα κουνούπια της βάλτας. Μυριάδες κουνούπια εμφανίζονταν μόλις κόντευε να πέσει ο ήλιος και τρύπωναν παντού ότι και να κάναμε για να προφυλαχτούμε. Αφήσαμε στα δεξιά μας τη Μεσοκώμη, ένα προσφυγικό χωριό και κανά χιλιόμετρο πιο κάτω αριστερά, ψηλά σ’ έναν λόφο το Παραλίμνιο· κι αυτό προσφυγικό χωριό. Κι ύστερα από ένα φαρδύ άνοιγμα αρχίναγε η βάλτα. «Μέχρι δω έφτανε η λίμνη», είπε ο πατέρας μου πού μέχρι τα τότες, λαλούσε το μουλάρι για να προχωρά γρήγορα, χωρίς 4 γιοντζές: θερισμένο τριφύλλι 5 μισίρι: το καλαμπόκι.

52


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

μιλιά. «Να, Γιώργο, βλέπεις ζερβά και δεξιά αυτά τα απότομα κοψίματα στη γης; Ήτανε ο όχτος της λίμνης, μέχρι κει απάνω έφταναν τα νερά. Γι’ αυτό και το χωριό που ’ναι κει, το βλέπεις, το Βερνάρι, του ’δωκαν καινούργιο όνομα και το ’παν Παραλίμνιο. Δω να ’βλεπες δέντρα και κακό. Ρουμάνι αδιάβατο μέσα στα νερά. Γιομάτο νεροφίδες, βαθράκια, αβδέλες, κυνήγι και ψάρια. Μα πού να μπεις όμως. Μοναχά με βάρκα έμπαινες κι αυτό επικίνδυνα. Γιατί μπορεί να σ’ έκλειναν οι ρίζες άξαφνα και να αναποδογύριζε η βάρκα και τότες ο Θεός βοηθός. Άσε τα κουνούπια. Σαν σπουργίτια ήτανε τα άτιμα. Και κουβαλούσαν κι αυτή την αρρώστια, την ελονοσία. Πέθανε κόσμος και κοσμάκης. Να φανταστείς, δω πιο πέρα από το Βερνάρι, είναι ένα χωριό που το ονόμασαν Πεθελινό γιατί μια χρονιά πεθάναν όλοι από την ελονοσία. Ευτυχώς έγιναν τα έργα και τραβήχτηκαν τα νερά. Στην αρχή ήταν ακόμα δύσκολα, μα σιγά - σιγά λιγοστεύουν τα νερά. Τώρα μονάχα το χειμώνα γιομίζουν. Από το Νοέμβριο μέχρι κει κοντά στη Λαμπρή. Ύστερα αποτραβιούνται. Έχει και τώρα κουνούπια, μα όχι όπως παλιά. Γι’ αυτό μόλις πέσει ο ήλιος θ’ ανάψουμε φωτιά και θα ρίξουμε κλαδιά από ουτιά6 γιατί ο καπνός της διώχνει τα κουνούπια. Αλλά όσο και να τα διώξει αυτά όλο και θα ξετρυπώσουν για να κάνουν το τσίμπημα τους. Βραδιά είναι, θα περάσει», είπε τελειώνοντας. Περνώντας ανάμεσα από μισίρια, μπαμπάκια, μποστάνια και γιοντζέδες φτάσαμε στο δικό μας γιοντζέ. «Στέργιο, πάρε τον Γιώργο και πάτε να διείτε το Στρυμώνα», είπε ο πατέρας μου ξεζεύοντας το μουλάρι. «Μην αργήσετε όμως για να φάμε προτού νυχτώσει. Κι όπως θα ’ρχεστε κόψτε από κάνα μποστάνι κανά δυο καρπούζια και πεπόνια. Γω θα ανάψω φωτιά και θα ψήσω γκουγκουνάρες7». Θα ’ταν κανά χιλιόμετρο το χωράφι από το πρώτο ανάχωμα όπου φτάσαμε σχεδόν τρέχοντας. Σκαρφαλώσαμε απάνω δυο-τρία μέτρα ύψος. Κανά χιλιόμετρο πιο κάτω ήταν ένα άλλο ανάχωμα σαν αυτό που ήμασταν, κι ανάμεσα τους το ποτάμι, ο Στρυμώνας. 6 ουτιά: η ιτιά 7 γκουγκουνάρα: νωπό καλαμπόκι

53


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Από κει που ’μασταν τον βλέπαμε αλλού να φαρδαίνει κι αλλού να στενεύει. Κι όπου δεν είχε νερά να ’ναι γιομάτο από κάθε είδους βλάστηση, από χορτάρια μέχρι δέντρα θεριωμένα, τόσο πυκνά που δεν φαινόταν να μπορεί να τα περάσει άνθρωπος. Κι όμως εγώ πρότεινα στον Γιώργο: «Πάμε μέχρι το ποτάμι». «Δεν φοβάσαι;» «Όχι, θα κόψουμε από ’να χοντρό ξύλο και ότι κουνηθεί μπροστά μας θα το σκοτώσουμε». «Πόσο μακριά είναι μέχρι απέναντι;» ρώτησε ο Γιώργος. «Δε θα ’ναι κανά χιλιόμετρο», αποκρίθηκα. «Πάμε;» Φύγαμε. Κόψαμε από ’να ξερόκλαδο από καβάκι ίσαμε με το μπόι μας και χωθήκαμε μέσα στη βλάστηση. Μονοπάτια δεν είχε, μονάχα ψηλά χορτάρια, αγκάθια, βούρλα και νερόδεντρα, ιτιές και καβάκια. Περπατούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο χτυπώντας με τα ξύλα τα χορτάρια και τ’ αγκάθια για να ανοίξουμε δρόμο. Ξεπετάγονταν τα πουλιά, σμάρια τα μικροπούλια, κρώζοντας οι αγριόπαπιες. Η βλάστηση αρχίνησε να αραιώνει καθώς φθάναμε στην όχθη του Στρυμώνα. Στην αρχή το νερό ήταν ρηχό. Αφήσαμε τα παπούτσια μας στην όχθη και πηδήσαμε μέσα στο ποτάμι. Προχωρήσαμε για απέναντι και το νερό έφτανε δεν έφτανε μέχρι τα κότσια. Κι ύστερα, κι ενώ ήμασταν σχεδόν στη μέση του ποταμού, το νερό αρχίνησε να βαθαίνει. Μας έφτανε μέχρι τα γόνατα κι όσο πήγαινε βάθαινε και πιο πολύ. «Να το μετράμε με τα ξύλα πρώτα και μετά να προχωράμε», πρότεινε ο Γιώργος. «Ναι», συμφώνησα. Κάποια στιγμή το νερό έφτασε μπροστά μας ίσαμε τη μέση του ξύλου. Σταματήσαμε. «Δε μπορούμε να φτάσουμε απέναντι», είπα. «Θα μας παρασύρει το νερό». «Κι αυτός εκεί κάτω πως περνά με το κάρο;» Πράγματι κανά χιλιόμετρο ίσως και παραπάνω, ένας αραμπάς που τον έσερναν δυο βόδια, διέσχιζε το ποτάμι.

54


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Μάλλον θα ’χει κανένα πέρασμα που το ξέρουν οι ντόπιοι. Είναι μακριά να πάμε μέχρι κει». «Μια άλλη φορά», είπε ο Γιώργος. «Τώρα περίπου ξέρουμε το πέρασμα που μπορούμε να περάσουμε απέναντι». Επιστρέφοντας στο χωράφι μας, περάσαμε από ’να μποστάνι με καρπούζια και πεπόνια. Διάλεξα από δυο γενομένα. «Πώς ξεχωρίζεις ποια είναι τα γενομένα;» ρώτησε ο Γιώργος. «Από το θόρυβο που κάνει το καρπούζι όταν το χτυπάς με το δάκτυλο». «Να δοκιμάσω κι εγώ;» «Δοκίμασε», του είπα. «Να κάνουμε όμως γρήγορα μη μας διεί κανένας ντραγάτης8». «Γιατί κλεμμένα είναι;» «Τι νόμιζες, αγορασμένα;» «Πάμε να φύγουμε». Στο χωράφι μας περίμενε ο πατέρας μoυ για φαγητό. Κόψαμε πρώτα το καρπούζι του Γιώργου. Ήταν μισογενομένο. «Γιατί;» έκανε ο Γιώργος, «αφού το χτύπησα με το δάκτυλο κι είχε βαθύ κρότο». «Άμα χαλάσεις καμιά πενηνταριά θα μάθεις», του αποκρίθηκε γελώντας ο πατέρας μου. Με το πρώτο σούρουπο έκαναν την εμφάνιση τους τα κουνούπια. Μυριάδες. Όσο και να καθόμασταν δίπλα στη φωτιά που ’βγαζε καπνό με έντονη μυρωδιά, αυτά ορμούσαν και μας τσίμπαγαν. Ακόμα και το μουλάρι τσιμπούσαν παρόλο που ο πατέρας μου το σκέπασε σχεδόν ολάκερο μ’ ένα χονδρό μουσιαμά. Το ίδιο πάθαμε κι εμείς όσο κοιμόμασταν παρά του ότι είχαμε κουκουλωθεί με μουσιαμάδες. Ήταν σαν να τους τρυπούσαν. Το πρωί που ξυπνήσαμε ήμασταν όλο πρηξίματα και κοκκινίλες. Ο Γιώργος έφυγε από το χωριό και ξαναγύρισε δυο-τρεις μέρες προτού τον Δεκαπενταύγουστο. Εγώ στο μεταξύ, όπως και όλη η οικογένεια μου, δουλεύαμε στα καπνά. Ξυπνάγαμε γύρω στις δυό τα μεσάνυχτα, μαζί κι όλο το χωριό, και μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από τη φασαρία που κάνουν τα κάρα στα καλντε8 ντραγάτης: αγροφύλακας

55


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ρίμια των δρόμων, ξεκινάγαμε για τα χωράφια. Εκεί με λάμπες που δούλευαν με ασετιλίνη ή με πετρέλαιο μαζεύαμε τα φύλλα του καπνού, τα γενομένα μονάχα, τρία τέσσερα φύλλα από κάθε ρίζα. Γι’ αυτό και πηγαίναμε στο ίδιο χωράφι με τα καπνά τέσσερις με πέντε φορές όλο το καλοκαίρι. Όταν ήρθε ο Γιώργος για πρώτη φορά στο σπάσιμο, τον αφήκαμε στο κάρο να κοιμηθεί. Μονάχα σαν αρχίνησε να φέγγει η μέρα κι ο κόσμος έσβηνε τις λάμπες, τον ξύπνησε ο πατέρας μου, σαν πήγε το πρώτο κοφίνι γιομάτο με καπνό. Ήρθε δίπλα μου φορώντας παλιά δικά μου ρούχα, που ’ταν σχεδόν διπλάσια γι’ αυτόν και προσπαθούσε να μάθει να σπάζει τα φύλλα από τις ρίζες παρακολουθώντας τις κινήσεις μου. Του ’δειξα δυο-τρεις φορές πώς σπάζονται τα φύλλα κι ύστερα τον αφήκα να βασανίζεται μοναχός του. Εγώ, όπως και όλοι όσοι δουλεύαμε κείνη την ώρα στο κάμπο, έπρεπε να βιαστούμε να γιομίσουμε τα κοφίνια, προτού ζεστάνει ο ήλιος, οπότε τόσο το σπάσιμο όσο και η δουλειά γινόταν δύσκολα. Όταν σε καμιά ώρα καθίσαμε να φάμε, ο Γιώργος είχε δυσκολία να πιάσει με τα χέρια του το ψωμί, τις ελιές και το κρομμύδι, γιατί ήταν μαυρισμένα από την πίσσα, την πίκρα που αφήνει η νικοτίνη των φύλλων του καπνού στα χέρια. Εμείς τρίψαμε τα χέρια μας με χώμα και τα καθαρίσαμε κάπως από τη νικοτίνη, ενώ το χώμα το σκουπίσαμε επίσης στα λερωμένα ρούχα μας. Σα γυρίσαμε στο σπίτι, πλύναμε τα χέρια μας με νερό και στάχτη γιατί μονάχα έτσι έβγαινε η πίκρα. Βγάλαμε τα ρούχα που φοράγαμε στο σπάσιμο αφού ήταν κατάμαυρα κι αυτά από την πίκρα και τα κρεμάσαμε στην αποθήκη για να τα φορέσουμε την άλλη μέρα. Φορέσαμε άλλα, λιγότερο λερωμένα, που δεν κόλλαγαν όμως από τη πίκρα σαν αυτά που φορούσαμε στο χωράφι, για να περάσουμε τον καπνό με τις βελόνες σε σπάγκο, να τον κρεμάσουμε στα σαρίκια9, να τα βάλουμε στις σχάρες να στεγνώσουν. Δουλειά μέχρι τις εννιά με δέκα το βράδυ και το πρωί ξανά ξύπνημα στις δύο. Σε δυο μέρες ήταν Δεκαπενταύγουστος. Κανένας δεν πήγαινε για σπάσιμο τις Κυριακές και τις σκόλες, πόσο μάλλον σε μια τέτοια μεγάλη σκόλη. Ξυπνήσαμε αφού βγήκε ο ήλιος, χορταίνοντας 9 σαρίκια: βέργες για το στέγνωμα των καπνών

56


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

τον ύπνο. Ο πατέρας μου έσφαξε δυο καλοθρεμμένες όρνιθες για να τις κάνει η μάνα μου παραγεμιστές και με την τρίτη καμπάνα πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησιά. Γιομάτη η εκκλησιά κι εμένα στράβωσε ο λαιμός μου να ψάχνω την Ελένη και να μην τη βλέπω. «Δεν ήρθε ε;» έκανε ο Γιώργος. «Δεν τη βλέπω πουθενά. Μάλλον θα τους έμεινε καπνό από χθες και κάθονται να το περάσουν σήμερα. Αλλιώς δεν εξηγιέται. Ας πιστέψουμε ότι θα τη διούμε το απόγευμα στη βόλτα». Νωρίς τ’ απόγευμα βολταρίζαμε με τον Γιώργο και τους φίλους μου χαζολογώντας. Γιόμιζε ο δρόμος που γινόταν η βόλτα από παλικάρια και κορίτσια. Έπεφταν γλυκειές ματιές και πλάθονταν οι έρωτες. Ότι όμως και να συνέβαινε, αρραβώνας και γάμος δεν γινόταν χωρίς τη μεσολάβηση της προξενήτρας. Κι εγώ να μη βλέπω την Ελένη! Αν δεν την έβλεπα ποιος ξέρει πότε θα ξανάβγαινε. Ίσως όταν θα τέλειωνε το σπάσιμο των καπνών. Πήγαινα πάνω κάτω μ’ αυτές τις μαύρες σκέψεις όταν ακούστηκε η πρώτη βροντή κι ύστερα φύσηξε απότομα δυνατός αέρας. Ακολούθησαν απανωτά αστραπόβροντα και με τις πρώτες ψιχάλες όλος ο κόσμος αρχίνησε να τρέχει προς τα σπίτια του για να σκεπάσει τα καπνά που είχε στις σχάρες για στέγνωμα. Φτάσαμε στο σπίτι σχεδόν ταυτόχρονα με τον πατέρα μου. Η μάνα μου και η αδελφή μου πάσκιζαν κιόλας να σκεπάσουν την πρώτη από τις τρεις σχάρες. Ορμήσαμε με τον πατέρα μου να κάνουμε γρήγορα. Φωνές ακούγονταν από όλα τα σπίτια καθώς η βροχή και προπαντός ο αέρας όλο και δυνάμωναν, κι ο κίνδυνος να βραχούν τα καπνά και να χαλάσουν ήταν άμεσος. Μπορέσαμε και σκεπάσαμε και τη δεύτερη σχάρα. «Αφροδίτη, εσύ με τη Σοφία πιάστε να δέστε σφιχτά αυτές τις δυό σχάρες», φώναξε ο πατέρας μου. «Στέργιο, συ με τον Γιώργο πιάστε από την άλλη μεριά να σκεπάσουμε και την τελευταία. Κι αυτοί οι παλιοεργάτες πού ’ναι και δε φάνηκαν ακόμα; Θα τους ξηγήσω γω σα γυρίσουν». Πιάσαμε με τον Γιώργο τη μια άκρη του μουσιαμά από το σκοινί και από την άλλη μεριά της σχάρας ο πατέρας μου. Τρα-

57


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

βούσαμε με δύναμη να απλώσουμε το μουσιαμά, η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, ο αέρας φούσκωνε το μουσιαμά, δεν μπορούσαμε να τη σκεπάσουμε. «Γρήγορα, δυνατά», φώναξε ο πατέρας μου μες το ανεμοβρόχι. «Έλα, πιο γρήγορα». Δυναμώσαμε τις προσπάθειες μας, δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε το μουσιαμά μέχρι το τέλος για να τον δέσουμε στη σχάρα. Κι ενώ εγώ σκεφτόμουνα ότι με τέτοιο κακό ήταν αδύνατο να βγει όξω η Ελένη για να τη διώ από μακριά, όπως γινόταν κάθε φορά, ξέφυγε από τα χέρια μου ο μουσιαμάς, και μαζώχτηκε στην άκρια, αφήνοντας ξέσκεπα τα καπνά. «Το βιός μου, πάει το βιός μου», ούρλιαξε πραγματικά ο πατέρας μου βλέποντας τη βροχή να πέφτει και να μουσκεύει τα καπνά. Αφήκα το Γιώργο να κρατά το σκοινί της μιας άκρης κι έτρεξα να πιάσω την άλλη που ξέφυγε κι ανέμιζε ψηλά. Τραβώντας το μουσιαμά, που ’γινε ασήκωτος από τη βροχή, βρήκα το σκοινί της άκρης του, την έδωκα στον πατέρα μου κι έτρεξα να βοηθήσω τον Γιώργο. «Ελάτε πάλι, όλοι μαζί», φώναξε ο πατέρας μου. Τραβήξαμε με δύναμη, τράβαγε κι ο πατέρας μου, φούσκωσε ο μουσιαμάς από τον δυνατό αέρα, τραβάγαμε όλοι μαζί κι ενώ κοντεύαμε να σκεπάσουμε τη σχάρα, δυνάμωσε ο αέρας και μ’ ένα δυνατό θόρυβο, πιο δυνατό κι απ’ τις βροντές τον έσκισε στο εγκάρσιο. Μείναμε με τα σκοινιά στα χέρια. Κοίταζα τρομαγμένος τον πατέρα μου. Τον είδα μες το ανεμοβρόχι, αναμαλλιασμένο, με τα νερά να τρέχουν από πάνω του, να στριφογυρίζει αγριεμένος κι ύστερα να σηκώνει το κεφάλι του στον ουρανό και να βογκάει. «Α! ρε πούστη Θεέ, άμα είσαι άντρας κατέβα τώρα να λογαριαστούμε». Τρόμαξε ο Γιώργος και στριμώχθηκε απάνω μου ακουμπώντας το κεφάλι του στη μασχάλη μου. Χάιδεψα το μουσκεμένο του κεφάλι , ενώ ο πατέρας μου έμπαινε στο σπίτι. Τον ακολούθησε η μάνα μου κάνοντας μας νόημα να ησυχάσουμε. Εγώ είδα

58


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

τη Σοφία που πάσκιζε να αποτελειώσει το δέσιμο του μουσιαμά της δεύτερης σχάρας και πήγα να τη βοηθήσω. Μ’ ακολούθησε κι ο Γιώργος. Σαν μπήκαμε στο σπίτι, μούσκεμα ίσαμε το κόκαλο, ο πατέρας μου κατέβαζε κιόλας ένα ποτήρι τσίπουρο. Κείνη τη στιγμή μπήκαν και οι δυο εργάτες. «Δεν προκάναμε να ’ρθούμε», είπαν φοβισμένα. «Έβρεχε πολύ». «Δεν πειράζει», αποκρίθηκε ο πατέρας μου. «Δεν φταίτε σεις».

59


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Κ

ι ενώ όλα πήγαιναν καλά κι εγώ γράφτηκα στην τετάρτη τάξη του Γυμνασίου, η υγεία του πατέρα μου κλονίστηκε. Ήταν κείνος ο βήχας που τον ταλαιπωρούσε χρόνια και που τον Σεπτέμβριο του 1935 χειροτέρεψε. Έκανε πολλές βροχές και κρύο μαζί τη χρονιά εκείνη. Κι ο κόσμος πηγαινοερχόταν στον κάμπο για να προετοιμάσει τα χωράφια να σπείρει τα στάρια του, τα κριθάρια, τις βρώμες και τις σίκαλες και γύριζε μούσκεμα ως το κόκαλο και πουντιασμένος από το κρύο. Τότε ήταν που θέριεψε ο βήχας του πατέρα μου. Έβηχε το πρωί που σηκωνόταν από τον ύπνο και τρανταζόταν συθέμελα το σπίτι. Κι έτσι με το βήχα κίναγε για το χωράφι. Το βράδυ γύριζε με πιο πολύ βήχα. Η μάνα μου του ετοίμαζε ζεστό τσιάι για να πίνει μόλις γυρνούσε και ζεστά πανιά για να βάζει στα στήθια του μήπως και καλυτερέψει, τίποτα. Γιατρό δεν είχε στο χωριό και δεν ήθελε να κατεβεί στα Σέρρας για να μη χασομερήσει στο σπαρμό. Στα καφενεία όλοι γύριζαν τα κεφάλια τους και τον έβλεπαν, όταν έβηχε, με διαφορετικά συναισθήματα ο καθένας. Το ίδιο και στην εκκλησιά, που πήγαινε τις Κυριακές και τις σκόλες. Κει ο βήχας σκέπαζε τις ψαλμωδίες του παπά και των ψαλτάδων. Αρχικά σταμάτησε να πηγαίνει στην εκκλησιά κι ύστερα στο καφενείο. Κι αυτό ήταν που τον τσάκισε. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στο χωριό για έναν άντρα, από το να μην πηγαίνει στο καφενείο. Την άλλη μέρα το μαθαίνει όλο το χωριό κι ο καθένας βγάζει τα δικά του συμπε-

60


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

ράσματα, από τα πιο λογικά μέχρι τα πιο παράλογα. Αποτέλεσμα ήταν κάθε βράδυ να γιομίζει το σπίτι από φίλους και συγγενείς που όλοι ήθελαν να μάθουν τι συμβαίνει με τον πατέρα μου και όλοι ήθελαν να πιούν τσίπουρο. Κι ο πατέρας μου, να τους διαβεβαιώνει ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από ’να κρύωμα κι ότι κάθεται μέσα για να γιάνει με ζεστά. Και για να τους αποδείξει ότι έλεγε αλήθεια έπινε μαζί τους. Ώσπου μια μέρα έφτυσε αίμα. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Βρήκε μια δικαιολογία και κατέβηκε την επόμενη στα Σέρρας με το λεωφορείο. Έψαξε μοναχός του και πήγε στον γιατρό, τον Πετρίδη, ο οποίος μόλις τον άκουσε με τα ακουστικά του, διάγνωσε ότι πάσχει αρχικά από κρυολόγημα αλλά φοβόταν ότι την αιμόπτυση την προκαλούσε σοβαρότερο πρόβλημα στα πνευμόνια. Για να εξακριβώσει όμως ποιο ήταν το πρόβλημα έπρεπε να βγάλει ακτινογραφίες και τον έστειλε στον μοναδικό ακτινολόγο που υπήρχε τότες στην πόλη. Ο πατέρας μου πρώτη φορά αντίκριζε τέτοιες καταστάσεις και παρόλα αυτά περίμενε δυο με τρεις ώρες για να πάρει τις ακτινογραφίες, χωρίς να περάσει να διεί ούτε εμένα. Όταν ο γιατρός είδε τις ακτινογραφίες κούνησε το κεφάλι του λέγοντας: «Πολύ φοβάμαι, κύριε Αλεξανδρή, πως πρόκειται για φυματίωση». «Τι; Φθισικός, χτικιάρης εγώ;» αντέδρασε ο πατέρας μου. «Πολύ φοβάμαι... Θα κάνουμε πρώτα μια θεραπεία με φάρμακα κι ενέσεις. Κι αν σ’ ένα μήνα δεν υποχωρήσει ο βήχας κι εξακολουθείς να έχεις αιμόπτυση τότε θα πρέπει να πας σε σανατόριο». «Τι;» «Δυστυχώς, κύριε Αλεξανδρή. Μέχρι τότε θα κόψεις το κάπνισμα, το πιοτό και θα αποφεύγεις να βγαίνεις όξω με κρύο και προπαντός με υγρασία». «Δε γίνονται αυτά τα πράγματα γιατρέ, γω είμαι αγρότης, γεωργός, ποιος θα δουλέψει τα χωράφια μου;». «Διαλέγεις. Ή θα ακολουθήσεις τις συμβουλές του γιατρού για να γιατρευτείς όσο γίνεται πιο γρήγορα, ή θα πάθεις χειρότερα, οπότε τότε δεν θα μπορείς να δουλέψεις καθόλου».

61


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Και τι πρέπει να κάνω;» «Πρώτα απ’ όλα να κάνεις τις ενέσεις. Είναι κανένας στο χωριό που ξέρει να κάνει ενέσεις;» «Ξέρω γω; Είναι ένας που ’ταν νοσοκόμος στο στρατό, στη Μικρασία. Αυτός κάνει τις ενέσεις». «Καλός είναι, θα του γράψω κι εγώ στη συνταγή κάθε πότε να τις κάνει. Μια το πρωί και μια το βράδυ». «Γραψ’ τον και να μη πει τίποτα σε κανέναν γιατί θα τον γδάρω ζωντανό». «Μη στενοχωριέσαι, εμείς οι γιατροί έχουμε δώσει όρκο ιερό στον Ιπποκράτη να μη μαρτυράμε τις αρρώστιες σε κανέναν, ακόμη και στο δικαστήριο». «Αυτός όμως δεν είναι γιατρός». «Όταν τον εκπαίδευσαν στον στρατό για νοσοκόμο του εξήγησαν πως πρέπει να κρατά το στόμα του κλειστό. Αλλιώς θα του πάρουν την άδεια που του επιτρέπει να κάνει ενέσεις». «Μακάρι να ’ναι έτσι». Το Σαββάτο που πήγα στο χωριό, αφήκα τα πράγματα μου και βγήκα όξω. Το πρωί της Κυριακής άκουσα φασαρία στο κάτω πάτωμα αλλά δεν έδωκα σημασία γιατί ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στο χωριό να ξυπνούν νωρίς το πρωί και να επισκέπτονται κείνη την ώρα συγγενικά ή γειτονικά σπίτια να συζητήσουν για δουλειές, πίνοντας καφέ. Κι έτσι δεν κατάλαβα τίποτα. Μονάχα σα νύχτωσε κι είδα τον νοσοκόμο να μπαίνει στο σπίτι με τα σύνεργα του ανησύχησα. Κείνος αφού συζήτησε για λίγο παρακάλεσε να βγούμε όξω εγώ και η αδελφή μου, η Σοφία, γιατί ήθελε να κάνει ένεση στη μάνα μου. «Τι έχει η μάνα μας Σοφία;» ρώτησα. «Δε ξέρω, είναι τρεις μέρες τώρα που ’ρχεται ο νοσοκόμος». «Καλή ’σαι και συ». «Ρώτησα τη μάνα αλλά δε μ’ είπε». Σαν έφυγε ο νοσοκόμος και μπήκαμε στο δωμάτιο είδαμε τη μάνα μας να βάζει κάρβουνα στη σόμπα ενώ ο πατέρας μας καθόταν κάπως μουδιασμένα. Δεν μιλήσαμε. Μονάχα εγώ πάσκιζα να τους κοιτάξω στα μάτια αλλά κι οι δυο με απέφευγαν.

62


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Γω είμαι άρρωστος», έσπασε τη σιωπή ο πατέρας μου. «Τι έχεις πατέρα;» πετάχτηκε πρώτη η Σοφία. «Τίποτα», αποκρίθηκε κείνος. «Πώς τίποτα», είπα εγώ. «Τίποτα και ενέσεις δεν γίνεται». «Να, ένα κρύωμα είναι μονάχα», μεσολάβησε η μάνα μου. «Ένα κρύωμα που θα περάσει με τις ενέσεις». «Αφροδίτη, εγώ νομίζω ότι είναι καλύτερα να πούμε στα παιδιά την αλήθεια. Στην Κατερίνα θα το πούμε με την πρώτη ευκαιρία αφού την ορκίσουμε να μη το πει ούτε στον άνδρα της... Αν δεν περάσει με τις ενέσεις θα πάω στο σανατόριο...» Πάγωσα σύγκορμος. Η αδελφή μου αρχίνησε να κλαίει σιωπηλά. Η μάνα μου που το ’ξερε κιόλας, κοιτούσε το πάτωμα. «Μη στεναχωριέστε», ξανάπε ο πατέρας μου. «Θα το ξεπεράσω. Στο μεταξύ τα υπόλοιπα σπαρτά θα τα σπείρουν οι δυο εργάτες που ’χουμε, μαζί με το ζευγά, τον Αγησίλαο. Εγώ θα αποφεύγω να βγαίνω στα χωράφια. Ούτε στο καφενείο. Κι ας λέει ο κόσμος ότι θέλει. Πάντως ύστερα από τρεις μέρες ενέσεις νιώθω καλύτερα». «Μακάρι πατέρα», είπα. «Κι εσείς δεν θέλω να στεναχωριέστε. Σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Έτσι, Σοφία;» «Ναι πατέρα». Όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως θα θέλαμε. Οι πολλές βροχές που συνέχιζαν να πέφτουν και τον Οκτώβριο, οι υγρασίες, μαζί και το κρύο, χειροτέρεψαν την υγεία του πατέρα μου. Κάθε φορά που κατέβαινε στον γιατρό περνούσε να με διεί εκτός από την Τρίτη είκοσι τρεις Οκτωβρίου, που με ειδοποίησε ο πατέρας του Γιώργου να περάσω μοναχός μου από το μαγαζί του, χωρίς τον Γιώργο. Βρήκα μια δικαιολογία να ξεφύγω από τον Γιώργο κι έτρεξα στο μαγαζί του πατέρα του. Ήταν εκεί και ο πατέρας μου. Πρέπει να ’μουνα πολύ σαστισμένος γιατί σχεδόν αμέσως σηκώθηκε ο πατέρας του Γιώργου κι αφού μ’ αγκάλιασε είπε: «Μη στενοχωριέσαι, Στέργιο, θα το ξεπεράσει». «Τι πράγμα, πατέρα;» ρώτησα. «Δυστυχώς παιδί μου δεν το ξέφυγα το σανατόριο».

63


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Μούδιασα. Δεν ήξερα τι να πω ή τι να κάνω. «Άκουσε, Στέργιο», αρχίνησε ο πατέρας του Γιώργου, «ο πατέρας σου είναι γερό κόκαλο και θα το ξεπεράσει. Εσύ θα συνεχίσεις το Γυμνάσιό σου, γιατί το μεράκι μας είναι να σας διούμε μια μέρα σπουδαγμένους. Λοιπόν θα πάμε τώρα όλοι μαζί στο σπίτι κι από κει θα πάρω τις δυο βαλίτσες που ’χω άδειες και θα πάω με τον πατέρα σου στο χωριό. Το πρωί θα ξαναφύγουμε με γεμάτες τις βαλίτσες με τα ρούχα του πατέρα σου για να τον πάω στη Θεσσαλονίκη με το τρένο κι έτσι δεν θα καταλάβει κανένας τίποτα». «Σε δυο μέρες θα ρωτά όλο το χωριό να μάθει που ’ναι ο πατέρας μου». «Εμείς θα το κρατήσουμε κρυφό όσο μπορούμε. Από κει και πέρα έχει ο Θεός». Έγινε όπως είπε ο πατέρας του Γιώργου. Έφυγαν με το λεωφορείο και με τις βαλίτσες να τις κρατά ο κύριος Αποστόλης. Όσοι ρωτούσαν τους αποκρίθηκε ο πατέρας μου ότι ο φίλος του έφερε να δείξει κάτι προικιά για την αδελφή μου, τη Σοφία. Έγινε, όμως, όπως το φοβήθηκα κι εγώ. Σε δυο μέρες βούιξε το χωριό ότι ο Αλέξανδρος Αλεξανδρής είναι άρρωστος. Όταν πήγα το Σάββατο το βράδυ στο χωριό, δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Με το που κατέβηκα από το λεωφορείο, όλοι με ρωτούσαν τι κάνει ο πατέρας μου κι εγώ δεν ήξερα τι να τους αποκριθώ, αφού δεν ήξερα τίποτα, μιας κι ο πατέρας του Γιώργου δεν είχε γυρίσει ακόμα από τη Θεσσαλονίκη για να με πει τα καθέκαστα. Την άλλη μέρα, Κυριακή, δεν πήγα στην εκκλησιά μα ούτε και η μάνα μου πήγε. Καθίσαμε το πρωινό της Κυριακής, με τη σόμπα αναμμένη γιατί έκανε πολύ κρύο, να διούμε τι θα κάνουμε. Η αδελφή μου η Σοφία ήταν συνέχεια βουρκωμένη. Ήρθε και η άλλη η αδελφή μου, η Κατερίνα, μοναχή κι ο άνδρας της θα ’ρχόταν σε λίγο γιατί είχε κάτι δουλειές με τα ζωντανά του. «Ακούστε τι θα σας πω», είπε αποφασιστικά η μάνα μου, τόσο αποφασιστικά που δεν την είχα ξανακούσει έτσι. «Ήταν θέλημα Θεού να γίνει κι έγινε. Μεις έχουμε χρέος να σταθούμε στα ποδάρια μας και να πορευτούμε για να τα καταφέρουμε. Τα χωράφια θα τα ζευγαρίσει ο ζευγάς, ο Αγησίλαος. Μεγάλος άνθρωπος

64


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

είναι, τον έχουμε στη δούλεψη μας από τότες που ξεριζώθηκε απ’ τον τόπο του, απ’ τον Πόντο το ’22. Πρέπει να βρούμε κι έναν άλλο για τις δουλειές του σπιτιού, κοπριές, αγελάδες, βοήθεια γενικά. Γω με τη Σοφία θα βάλουμε πιο πολύ τα δυνατά μας. Και συ, Στέργιο, θα εξακολουθήσεις να σπουδάζεις όπως είναι και το μεράκι του πατέρα σου. Πιστεύω ότι ο πατέρας σας θα γυρίσει γρήγορα πίσω». «Έτσι θα κάνουμε», είπε η Σοφία. «Θα βοηθάμε κι εγώ με τον άνδρα μου όσο μπορούμε», συμπλήρωσε η άλλη αδελφή μου η Κατερίνα. «Κι εγώ όταν θα ’ρχομαι τα Σαββατοκύριακα θα πέφτω με τα μούτρα στις δουλειές», είπα. «Θα κόψω και τη μπάλα ακόμα και την εκκλησιά, άμα χρειαστεί». Μόλις σκόλασε η εκκλησιά μαζώχτηκαν στο σπίτι οι πιο κοντινοί μας συγγενείς και μαζί κι ο πρωτοξάδερφος μου, ο Στέργιος, που ’ταν γραμματέας στην κοινότητα. Όλοι έλεγαν τη γνώμη τους, τη συμβουλή τους. Μιλούσαν όλοι μαζί, φώναζαν, δεν έβγαινε νόημα. Μείς τους ακούγαμε όλους. Σε όλους λέγαμε ότι συμφωνούμε μαζί τους αφού νωρίτερα είχαμε πάρει τις δικές μας αποφάσεις. Τη Δευτέρα που γύρισα στα Σέρρας πέρασα πρώτα από το δωμάτιο ν’ αφήκω τα πράγματα μου. Με περίμενε ο πατέρας του Γιώργου που γύρισε από τη Θεσσαλονίκη το προηγούμενο Βράδυ. «Στέργιο, τα πράγματα δεν είναι τόσο σοβαρά όσο φοβηθήκαμε», μ’ είπε. «Θα χρειαστεί βέβαια πολύς καιρός για να τον αφήσουν να βγει από το σανατόριο». «Πόσος καιρός, κύριε Αποστόλη;» «Πάνω από χρόνο». «Και που είναι τώρα; Σε ποιο σανατόριο;» «Στο Ασβεστοχώρι. Είναι ένα μέρος, αριστερά προτού μπούμε στη Θεσσαλονίκη, με ξερό κλίμα, ότι πρέπει γι’ αυτές τις αρρώστιες». «Πώς νοιώθει ο πατέρας μου;» «Ε! πώς να νοιώθει παιδί μου. Κοντεύει να σκάσει. Σ’ όλο το δρόμο πάσκιζα να τον δασκαλέψω να κάνει υπομονή και να

65


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ακούει τους γιατρούς, αλλιώς δεν θα πετύχει τίποτα και θα γυρίσει πίσω χειρότερα. Αυτό που θέλω όμως από σένα είναι να κάνεις κουράγιο, να μη παρασυρθείς από τις έγνοιες και τις στενοχώριες σου και να διαβάζεις. Το μεράκι του πατέρα σου είναι να σε διεί μια μέρα γιατρό, κι εγώ τον Γιώργο δικηγόρο». «Μακάρι, κύριε Αποστόλη». «Κι ότι χρειαστείς, μα ότι χρειαστείς μη ντραπείς να το ζητήσεις. Έλα, φώναξε τον Γιώργο να πάτε στο σχολείο». Πηγαίνοντας για το Γυμνάσιο ο Γιώργος μ’ είπε ότι άκουσε το πρωί στο ραδιόφωνο ότι προκηρύχθηκαν εκλογές για τις είκοσι έξι Νοεμβρίου. «Πάλι; ρώτησα. Πότε είχαμε εκλογές; Πριν από δυο-τρεις μήνες». «Αυτή τη φορά είναι δημοψήφισμα και θα αποφασίσει ο Ελληνικός λαός τι πολίτευμα θα έχουμε. Προεδρική Δημοκρατία ή Βασιλευομένη Δημοκρατία». «Καλά δεν είμαστε τώρα, τι τις θέλουμε τις εκλογές; Ξανά φασαρίες και πάθη». «Κι εγώ δεν καταλαβαίνω. Κι έπειτα τι τους θέλουμε τους Βασιλιάδες;» «Εγώ, Γιώργο, δεν ξέρω τίποτα από αυτά», είπα δρασκελώντας την πόρτα του Γυμνασίου. «Θέλω μια μέρα να με κάνεις μια γενική ενημέρωση για να μπω κι εγώ στο νόημα». «Θα βρούμε μια ευκαιρία. Αλήθεια τι κάνει ο πατέρας σου;» «Απ’ ότι μ’ είπε ο δικός σου, δεν είναι σοβαρά τα πράγματα. Αλλά εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Σανατόριο και καλά δεν γίνονται». Κάθε Σαββάτο, μόλις σχόλαγα από το Γυμνάσιο, κοίταζα πώς να φύγω το ταχύτερο για το χωριό. Εκεί καταπιανόμουνα με ότι δουλειές έκανε ο πατέρας μου, όσο ήτανε στο σπίτι. Κι ήτανε πολλές που δεν προλάβαινε να τις κάνει ο ζευγάς που ’χαμε, ο Αγησίλαος. Ότι δουλειές όμως και να ’χα, τις Κυριακές πήγαινα για καμιά ώρα στην εκκλησιά μήπως και διώ την Ελένη. Έτσι να ανταλλάξουμε κείνες τις γλυκές ματιές που με γιόμιζαν χαρά, αγαλλίαση, κουράγιο και προπαντός ένα ανάλαφρο συναίσθημα, που αυτό πρέπει να ήταν η ευτυχία. Στο μεταξύ, είχε αρχίσει το

66


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

παστάλιασμα του καπνού κι η μάνα μου πήρε τους ίδιους πασταλτζήδες και τον ίδιο ντενκτζή1 . Εγώ όμως είχα την εντύπωση ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά όπως πρώτα. Ήταν ολοφάνερη η απουσία του πατέρα μου. Καταρχή τα ψώνια που ’πρεπε να γίνουν για να ταϊστούν όλοι αυτοί οι εργάτες. Τα ανέλαβε η μάνα μου και τη βοηθούσε κι ο γαμπρός μου. Όμως πάλι δεν γινόταν όπως έπρεπε. Στο δημοψήφισμα που έγινε τον Νοέμβριο οι ψήφοι για να γυρίσει ο βασιλιάς βγήκαν παραπάνω από τους αντίθετους. «Κι έτσι γυρίσαμε πάλι στα ίδια», μ’ είπε ο Γιώργος το πρωί της Δευτέρας μετά το δημοψήφισμα καθώς πηγαίναμε στο Γυμνάσιο μετά την επιστροφή μου από το χωριό. «Δηλαδή;» ρώτησα. «Μ’ ένα τραγελαφικό δημοψήφισμα και με τη συνδρομή του στρατού το δημοκρατικό πολίτευμά μας γίνεται Βασιλευομένη Δημοκρατία». «Το ίδιο δεν είναι; Κάποιος πρέπει να είναι αρχηγός του κράτους». «Άλλο να έχεις τον πρόεδρο της δημοκρατίας τον οποίο τον εκλέγει ο λαός κι άλλο να έχεις τον Βασιλιά που είναι δεν είναι καλός τον έχεις να σε κυβερνά. Και επιπλέον και τα παιδιά του, ο διάδοχος του, είναι δεν είναι σωστός και ικανός θα γίνει μια μέρα Βασιλιάς». «Σα να ’χεις δίκιο», είπα. Ύστερα από καμιά εικοσαριά μέρες ο Γιώργος μ’ έκανε καινούργια ενημέρωση. «Ο βασιλιάς απέλυσε τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό, τον απόστρατο στρατηγό Κονδύλη και προκήρυξε εκλογές για την Κυριακή είκοσι έξι Ιανουαρίου του επόμενου χρόνου, το 1936». «Πάλι;» ρώτησα. «Αυτή τη φορά για να βγει κυβέρνηση, πρωθυπουργός, υπουργοί και βουλευτές. Θα χαλάσει πάλι ο κόσμος από τα πολιτικά πάθη». 1 Ντενκτζής: Έκοβε τα παστάλια σε μικρά μάτσα και τα αράδιαζε με τέχνη στο σεντούκι για να τα δέσει σε δέματα.

67


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Κι εγώ αυτό φοβάμαι, Γιώργο». Τα Χριστούγεννα έπεφταν Δευτέρα και τα μαθήματα σταμάτησαν την Παρασκευή το μεσημέρι. Έφυγα αμέσως για το χωριό. Την παραμονή ήρθε πρωί - πρωί κι ο Γιώργος για να βοηθήσει να σφάξουμε το γουρούνι. Επειδή όμως ήταν μεγάλο, όπως και τις άλλες χρονιές, η μάνα μου είχε κανονίσει να έρθουν οι συγγενείς μας, οι οποίοι τελικά έκαναν όλη τη δουλειά. Το πρωί στην εκκλησιά την είδα. Με είδε κι εκείνη μόλις μπήκε. Διασταυρώθηκαν οι ματιές μας κι έτσι έμειναν μέχρι το σχόλασμα της εκκλησιάς. Όσο και να με τραβούσε ο Γιώργος να σκύψω για να με ψιθυρίσει κάτι στο αυτί εγώ εκεί απέναντι είχα κολλημένη τη ματιά μου. Είχα πάρει μια στάση λοξή, το ίδιο κι η Ελένη και κοιταζόμασταν ίσια στα μάτια. Κι έτσι ήταν σαν να την έλεγα πόσο πολύ την αγαπούσα, πόσο απέραντη ήταν η ευτυχία που ’νοιωθα. Αφού φάγαμε τις τηγανιές μετά την εκκλησιά στο σπίτι, σε πολύ βαριά ατμόσφαιρα μιας κι έλειπε ο πατέρας μου κι όλες οι ευχές ήταν να γυρίσει σύντομα κοντά μας, ο Γιώργος ζήτησε να βγούμε βόλτα. Ο καιρός, από την παραμονή είχε καλυτερέψει, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος κι ένας ήλιος λαμπρός περιδιάβαινε από πάνω μας. Φορώντας τα γιορτινά μας πήγαμε στην πλατεία, τη Ρομάντσα κι από κει μετά τις ευχές που ανταλλάξαμε μ’ όσους βρήκαμε, ο Γιώργος με παρέσυρε κατά το δρόμο που έβγαζε για τη δημοσιά, την ταμπέλα. Ήταν ένα χιλιόμετρο μέχρι εκεί, άλλα δυο χιλιόμετρα ανατολικά στην άλλη διασταύρωση κι από κει άλλο ένα χιλιόμετρο για το χωριό. Και σ’ όλο αυτό το περπάτημα μ’ ανέλυσε την πολιτική κατάσταση της χώρας. Αρχίνησε από τον 19ο αιώνα, όταν ένα μέρος της Ελλάδας μονάχα απόκτησε την ανεξαρτησία του από τον Τουρκικό ζυγό. Σκλαβωμένη παρέμεινε η Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Θράκη. Και λέγοντας Μακεδονία εννοούσε το Ελληνικό τμήμα της, αφού οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της κατοχής τους και για καθαρά διοικητικούς λόγους, διαίρεσαν τη Μακεδονία του Μεγαλέξανδρου σε τρία κομμάτια, την Ελληνική Μακεδονία, τη Μακεδονία του Βαρδάρη στη Σερβία και τη Μακεδονία του Πιρίν στη Βουλγαρία. Ο ελληνικός πληθυσμός της

68


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

Μακεδονίας του Μεγαλέξανδρου, με την πάροδο των εκατονταετιών, είχε υποστεί αλλοιώσεις από τις προσμίξεις και τις διαρκείς μετακινήσεις, αφού την εποχή των Ρωμαίων, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του Τουρκικού ζυγού, δεν υπήρχαν σύνορα. Και όλες αυτές οι μετακινήσεις δημιούργησαν αργά αλλά σταθερά τις διάφορες εθνικές μειονότητες μέσα στον απέραντο χώρο της Μακεδονίας, οι οποίες, η κάθε μια, επεδίωκε να ενωθεί με τη Μητέρα Πατρίδα της. Μια από αυτές τις επιδιώξεις, αυτή των Βουλγάρων, ικανοποιήθηκε κατά τον πιο επικίνδυνο κι ανορθόδοξο τρόπο. Η Ρωσία, συντρίβοντας την Τουρκία το 1878 στον Κριμαϊκό πόλεμο, επέβαλε, μέσα στα πλαίσια της Πανσλαβικής Ιδέας, κατά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία περιλάμβανε και ολάκερη τη Μακεδονία με τη φυσική της πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Αυτό βέβαια το κατασκεύασμα ήταν προσωρινό, αφού λίγους μήνες αργότερα, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης με τη Συνθήκη του Βερολίνου, επανέφεραν τη Μακεδονία μέσα στα όρια της Τουρκίας. Όμως το πρόβλημα δημιουργήθηκε. Οι Βούλγαροι πιάστηκαν από την προσωρινή αυτή συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, δεν θέλησαν να αποδεχτούν την ανατρεπτική συνθήκη του Βερολίνου και δημιούργησαν αντάρτικα σώματα, τους κομιτατζήδες, τα οποία με ασύλληπτες αγριότητες και θηριωδίες, προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν τον Ελληνικό πληθυσμό και να τον εξαναγκάσουν να αποδεχτεί τη Βουλγαρική κυριαρχία. Χωρίς αποτέλεσμα όμως, γιατί ο Ελληνικός πληθυσμός αντέδρασε, οργανώθηκε και με τον Μακεδονικό Αγώνα, που με τη βοήθεια και της Μητέρας Πατρίδας της Ελλάδας, διατήρησε την Ελληνική ταυτότητά του. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 και την ήττα των Τούρκων, η Μακεδονία τριχοτομήθηκε, στην Ελληνική Μακεδονία, στου Βαρδάρη που δόθηκε στη Σερβία, και στου Πιρίν που ήταν το μικρότερο τμήμα και δόθηκε στη Βουλγαρία. Με την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1915, οι Βούλγαροι μην ξεχνώντας τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου κατέβηκαν και πάλι στην Ελληνική Μακεδονία. Στρατός, κατοχή, βασανιστήρια, εκτελέσεις, ομηρίες στα αλατω-

69


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ρυχεία του Δούναβη για να αποδυναμώσουν την κάθε αντίδραση από τη μεριά των Ελλήνων. Όμως αυτό δεν κράτησε πολύ. Ο πόλεμος τέλειωσε. Οι Βούλγαροι τα μάζεψαν κι έφυγαν. Αλλά μαζί μ’ αυτούς έφυγαν κι όσοι είχαν απομείνει μετά τους Βαλκανικούς πολέμους κι ένιωθαν πως ήταν Βούλγαροι. Το ίδιο έγινε και με τους Σέρβους μα και με τους Έλληνες που είχαν τα νοικοκυριά τους στις Μακεδονίες του Βαρδάρη και του Πιρίν. Αυτό που έγινε τότε ήταν πρωτοφανέρωτο. Υποχρεωτική ανταλλαγή μειονοτήτων. Ξεριζωμός από τον τόπο τους, προσφυγιά. Από την άλλη μεριά, όμως, ξεκαθάρισε και το εθνολογικό κράμα της Μακεδονίας. Η κάθε μειονότητα εντάχθηκε στην αντίστοιχη Μητέρα Πατρίδα, εκτός από ένα ασήμαντο ποσοστό, που δεν θέλησε να μετακινηθεί για περιουσιακούς κυρίως λόγους και σταδιακά απορροφήθηκε και εντάχθηκε στην εθνότητα που διάλεξε. Έτσι, όταν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έγινε η δεύτερη αλλά και τραγικότερη ανταλλαγή μειονοτήτων, η εθνολογική σύνθεση των κατοίκων της Μακεδονίας, μετά την εγκατάσταση και της προσφυγιάς της Μικρασίας, άγγιξε σχεδόν το εκατό τοις εκατό του πληθυσμού. Κείνες τις εποχές ήταν που αρχίνησε κι επικράτησε η επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία. Ήταν φυσικό και επόμενο τα συνθήματα, οι θέσεις και η ιδεολογία των Μπολσεβίκων να επηρεάσουν κόσμο και εκτός της Ρωσίας. Έτσι σε κάθε χώρα γεννήθηκαν κομμουνιστικές οργανώσεις οι οποίες πολύ γρήγορα μετεξελίχθηκαν σε πολιτικά κόμματα, τα οποία από γεννησιμιού τους και αυτόβουλα εντάχθηκαν στην επιρροή της Ρωσίας θεωρώντας την τη Μητέρα Πατρίδα. Το ίδιο έγινε και στην Ελλάδα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1918 με άλλη μορφή και με τίτλο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Τότε οι Μπολσεβίκοι συγκαλούσαν στη Μόσχα και τα Κομμουνιστικά Κόμματα των άλλων χωρών και τις συνεδριάσεις εκείνες τις ονόμαζαν Κομμουνιστικές Διεθνείς. Έτσι το 1920 το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος έγινε δεκτό στο μεγάλο συνέδριο της τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς που θα γινόταν στη Μόσχα τον Μάιο του 1921.

70


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

«Και πώς τα ξέρεις όλα αυτά εσύ, Γιώργο;» «Είναι ένας πρόσφυγας από τα Δαρδανέλια της Μικράς Ασίας, έχεις ακουστά από τη μυθολογία τα στενά των Δαρδανελίων; Λοιπόν αυτός ο πρόσφυγας, ο κύριος Σοφοκλής Καλλιμάνης, είναι πολύ διαβασμένος άνθρωπος κι έχει έναν ιδιαίτερο μεταδοτικό τρόπο, όταν μιλάει ή όταν διηγείται κάτι». «Δηλαδή ινστρούχτορας του κομμουνισμού», είπα. «Πες το όπως θέλεις. Και τώρα άκου τη συνέχεια. Λοιπόν τον Μάιο του 1921 και ενώ η Ελλάδα πολεμούσε να απελευθερώσει τη Μικρασία και την Κωνσταντινούπολη, έγινε η Τρίτη Διεθνής και εκεί ο αρχηγός του Κ.Κ.Ε, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, πήρε εντολή να αγωνιστεί για μια ανεξάρτητη Μακεδονία. Δηλαδή η Ελληνική Μακεδονία, αυτές του Βαρδάρη και του Πιρίν, θα ’πρεπε σύμφωνα με τις αποφάσεις, να αποτελέσουν ένα ανεξάρτητο κράτος, κάτω, όμως, από την επιρροή του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ώστε αυτό να ωφεληθεί και να κυριαρχήσει». «Στάσου, στάσου, δεν με τα λες καλά», αντέδρασα. «Δηλαδή εγώ κι εσύ πρέπει να αποσχιστούμε από την Ελλάδα, όπου ιστορικά και αισθηματικά ανήκουμε και να γίνουμε Βούλγαροι;» «Έτσι ακριβώς, όπως το λες. Αυτός ο αρχηγός του Κ.Κ.Ε. όμως, μόλις γύρισε στην Ελλάδα, αφού έδωκε αόριστες υποσχέσεις στη Τρίτη Διεθνή, παραιτήθηκε γιατί θεώρησε ότι θα ήταν η μεγαλύτερη προδοσία προς την πατρίδα εάν συμφωνούσε να αγωνιστεί για την απόσχιση της Μακεδονίας από την Ελλάδα. Τον διαδέχθηκαν άλλοι, οι οποίοι προσπαθούσαν με αόριστες υποσχέσεις και υπεκφυγές να αποφύγουν να δεσμευτούν ότι ο αγώνας τους θα επικεντρωνόταν στην απόσχιση της Μακεδονίας και στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους. Ώσπου ήρθε από τη Ρωσία ο Ζαχαριάδης, απόφοιτος ενός Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου, αριστούχος, γεννημένος κάπου στη Μικρασία με άπταιστα ρωσικά. Αυτόν λοιπόν τον έστειλαν οι Ρώσοι να οργανώσει από τα παρασκήνια το Κομμουνιστικό Κίνημα στην Ελλάδα. Στο μεταξύ, το 1924 και ενώ στην Ελλάδα είχαν εγκατασταθεί γύρω στα δυο εκατομμύρια πρόσφυγες, το ένα εκατομμύριο από αυτούς στη Μακεδονία, έγινε η Πέμπτη

71


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Διεθνής στη Ρωσία. Σ’ αυτή τη Διεθνή ο αρχηγός της αντιπροσωπείας του Κ.Κ.Ε. αρχικά αντέδρασε στις έντονες πιέσεις για ανεξάρτητη Μακεδονία, στο τέλος όμως αποδέχθηκε όσα είχαν υποστηρίξει οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι, οι οποίοι επέκτειναν το θέμα μέχρι και τη Θράκη. Έτσι όταν η αντιπροσωπεία γύρισε στην Ελλάδα, έγινε ένα έκτακτο συνέδριο, στο οποίο παρά τις έντονες αντιδράσεις πολλών μελών, πάρθηκε η απόφαση να αγωνιστούν για την ενοποίηση και ανεξαρτησία των τριών τμημάτων της Μακεδονίας και της Θράκης. Στη συνέχεια και όταν ο Ζαχαριάδης ανέλαβε την πλήρη αρχηγία του Κ.Κ.Ε. οι αποφάσεις έγιναν σαφέστερες. Αγώνας για μια ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη με Κομμουνιστικό καθεστώς. Κι έτσι φτάσαμε εδώ, στα Χριστούγεννα του 1935». «Κι εσύ, Γιώργο, τι κάνεις με όλα αυτά;» τον ρώτησα. «Απ’ ότι έχω καταλάβει μέχρι τώρα συμπαθείς τον Κομμουνισμό αφού όλο για ισότητες και καταπιέσεις των αδυνάτων μιλάς». «Μέχρι τώρα δεν θα είχα κανένα δισταγμό να προσχωρήσω στο κομμουνιστικό κίνημα. Τώρα όμως δεν πρόκειται. Δεν μπορώ να συνηγορήσω στο γεγονός ότι εγώ αλλά και όλοι όσοι ζούμε στη Μακεδονία και στη Θράκη θα πάψουμε να ανήκουμε στο Ελληνικό Έθνος και ότι σιγά - σιγά θα γίνουμε Βούλγαροι. Όχι, ποτέ. Εσύ;» «Εγώ θα αγωνιστώ για να μη γίνει αυτό», αποκρίθηκα. Φθάσαμε στα πρώτα σπίτια κι αλλάξαμε συζήτηση. Ανταμώναμε συγχωριανούς και ανταλλάσαμε Χριστουγεννιάτικες ευχές, μέχρι που φθάσαμε στην πλατεία στη Ρομάντσα. Εκεί κόσμος πολύς, μπερδευτήκαμε και μείς και περάσαμε τη μέρα μας. Τέλειωσαν οι γιορτές των Χριστουγέννων κι αρχίνησαν πάλι τα σχολεία. Ήταν και προεκλογική περίοδος. Ο Γιώργος πάσκιζε να με ενημερώνει, αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν πίσω στο σπίτι, στις δουλειές που άφηνα ατέλειωτες τις Δευτέρες που έφευγα και σ’ αυτές που θα ’βρισκα γυρίζοντας πίσω το Σαββάτο. Και το κυριότερο ήταν ότι έπρεπε να διαβάζω για να μη στεναχωρήσω τους δικούς μας και προπαντός τον πατέρα μου, πράγμα που με το τόνιζε σε κάθε ευκαιρία κι ο πατέρας του Γιώργου.

72


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

Ήταν Ιανουάριος του 1936, χιόνια δεν έπεσαν εκείνη τη χρονιά κι ο κόσμος πορευόταν μέσα σε ασταμάτητο φανατισμό και πολιτικά πάθη για τις εκλογές στις 26 του μήνα, τις οποίες θα έκανε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Δεμερτζή. Τι ήταν αυτός ιδέα δεν είχα και ούτε ρώτησα τον Γιώργο για να μάθω. «Οι Κομμουνιστές ανακάλεσαν τις απόψεις τους για την Μακεδονία και Θράκη», μ’ είπε μια μέρα ο Γιώργος. «Τώρα φαίνονται να υποστηρίζουν διαφορετικά πράγματα σύμφωνα μ’ αυτά πoυ άκουσα προχθές από τον κύριο Σοφοκλή Καλλιμάνη. Αλλά δεν φαίνεται να τοuς πιστεύουν οι πλατιές μάζες, όπως λένε κι αυτοί». «Γιώργο, με φαίνεται ότι πας για πολιτικός». «Όχι, απλά μ’ αρέσει να είμαι ενημερωμένος». «Όλους μας αρέσει να είμαστε ενημερωμένοι, αλλά εσύ το παρακάνεις. Πας, πας όλο στην πολιτική το γυρίζεις. Θυμάσαι τις προάλλες πώς σε αποκάλεσαν στην τάξη οι συμμαθητές μας;» «Ναι, ψευτογιώργο κατά το ψευτοθόδωρο, όπως λένε τους βουλευτές, οι οποίοι δίνουν πολλές υποσχέσεις χωρίς να μπορούν να τις κρατήσουν. Εγώ όμως δε δίνω υποσχέσεις, δε θέλω να γίνω πολιτικός. Απλά στο ξαναλέω, θέλω να είμαι ενημερωμένος». Στις εκλογές κανένα κόμμα δεν πήρε πλειοψηφία για να σχηματίσει κυβέρνηση. Το Λαϊκό Κόμμα πήρε 143 έδρες, οι Φιλελεύθεροι 141 και τις υπόλοιπες 16 οι Κομμουνιστές. Οι διαφορές ανάμεσα στους Λαϊκούς και στους Φιλελεύθερους ήταν αγεφύρωτες και δεν υπήρχε περίπτωση να τα βρουν για να σχηματίσουν μαζί κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά κανένα από τα δυο κόμματα δεν ήθελε να τα φτιάξει με τους Κομμουνιστές εξαιτίας της πολιτικής και των απόψεων τους για την αυτονομία της Μακεδονίας και Θράκης. «Για πες μας, Ακρίτα, τι θα γίνει τώρα;» τον ρώτησε δυο βδομάδες μετά τις εκλογές ο καθηγητής της Πολιτικής Αγωγής την ώρα πoυ ο Γιώργος έλεγε το μάθημα στον πίνακα, ενώ εγώ δαγκώθηκα μέσα μου ότι τον πήρανε χαμπάρι. «Δεν ξέρω, κύριε καθηγητά», αποκρίθηκε με ψυχραιμία ο Γιώργος. «Ότι ακούω και όποτε ακούω από το ραδιόφωνο που έχουμε στο σπίτι».

73


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Και καλά κάνεις», ξανάπε ο καθηγητής. «Στην ηλικία σας προέχουν το διάβασμα και το παιχνίδι. Αφήστε τα πολιτικά για εμάς τους μεγαλύτερους. Και για να ξέρετε τι γίνεται στην πατρίδα μας, μια και το μάθημα μας, της Πολιτικής Αγωγής έχει σχέση με την εν γένει πολιτική κατάσταση της χώρας μας, σας ενημερώνω ότι τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα, οι Λαϊκοί και οι Φιλελεύθεροι αποφάσισαν να μη συνεργαστούν για να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού. Πρότειναν στο Βασιλιά να διατηρήσει την υπηρεσιακή κυβέρνηση και να προκηρύξει νέες εκλογές, όποτε εκείνος το κρίνει σκόπιμο. Ο Βασιλιάς δέχθηκε την πρόταση τους και για να ενισχύσει την υπηρεσιακή κυβέρνηση διόρισε αντιπρόεδρο έναν απόστρατο στρατηγό, τον Ιωάννη Μεταξά». Όσο μαλακό καιρό είχε τον Ιανουάριο, τόσος κρύος ήταν ο Φεβρουάριος. Τρεις μέρες μετά την ενημέρωση από τον καθηγητή της Πολιτικής Αγωγής, αρχίνησε να χιονίζει. Ήταν Πέμπτη και την άλλη μέρα το χιόνι κόντευε το ένα μέτρο. Τα σχολεία σταμάτησαν για δέκα μέρες και θα ξανάρχιζαν μόνο εφόσον θα έλιωναν τα χιόνια. Μαζωχτήκαμε όλα τα παιδιά του χωριού στο προαύλιο του Γυμνασίου κι έτσι όπως ήμασταν κινήσαμε για το χωριό. Δέκα χιλιόμετρα δρόμος, μέσα από το απάτητο χιόνι που σε πολλά σημεία μας έφτανε μέχρι τη μέση και έχοντας ο καθένας από ένα χοντρό ξύλο για να αντιμετωπίσουμε τίποτα λύκους που τυχόν θα μας έβγαιναν στο δρόμο, φτάσαμε στο χωριό ύστερα από τρεις ώρες. «Δόξα τω Θεώ», είπε η μάνα μου, μόλις με είδε. «Βγάλε τα ρούχα σου να τα στεγνώσουμε στη σόμπα. Ανέβα απάνω να φορέσεις στεγνά. Κι έλα να σ’ ετοιμάσω ένα καυτό τσιάι για να συνέλθεις». «Πεινάω, μάνα». «Θα σε τηγανίσω αυγά». Τα χιόνια δεν έλεγαν να λιώσουν. Το παστάλιασμα κόντευε να τελειώσει. Δυο-τρεις μέρες ακόμα. Αλλά εκείνο το πρωί ο ζευγάς, ο Αγησίλαος, που κοιμόταν σ’ ένα δωμάτιο δίπλα στο αχούρι δεν φάνηκε. «Πάω να διώ τι σκαρώνει αυτός ο μασκαράς ο Αγησίλαος», είπε ο ντενκτζής, που ’ταν στη δούλεψη μας τα ίδια σχεδόν χρό-

74


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

νια με τον Αγησίλαο. Γύρισε ύστερα από λίγο. Η θωριά του ήταν παγωμένη, το απάνω του χείλος έτρεμε. «Ο Αγησίλαος μας αφήκε χρόνους, είπε ξέπνοα κι έκατσε βαρύς στη θέση του». «Θε μου», φώναξε η μάνα μου κι ευθύς σηκωθήκαμε όλοι και ορμήσαμε κατά το δωμάτιο του Αγησίλαου. Τον βρήκαμε ανάσκελα στο στρώμα του. Η μικρή του σόμπα ήταν σβησμένη, φαινόταν ήρεμος, σαν να κοιμόταν. Μοναχά η κιτρινάδα του προσώπου του μαρτυρούσε πως ήταν πεθαμένος. «Να τον πάρουμε μέσα στο σπίτι, απάνω στον καλό τον οντά να τον αλλάξουμε», είπε η μάνα μου. «Εσύ, Στέργιο, πήγαινε να βρεις τον παπα-Στέφανο να πει να βαρέσουν την καμπάνα και να βρει ανθρώπους να σκάψουν το μνήμα του. Με τέτοιο χιόνι... Κι εσύ Σοφία πήγαινε να βρεις τον μαραγκό να έρθει να μετρήσει τον μακαρίτη για να του φτιάξει το κιβούρι. Θεός σχωρέστον τον φουκαρά». Κάναμε όλοι το σταυρό μας και φύγαμε να κάνει ο καθένας αυτά που του ορίστηκαν. Μαζώχτηκε κόσμος στο σπίτι, Η μάνα μου κι οι αδερφές μου έκλαιγαν τον Αγησίλαο σαν να ’ταν ο πιο κοντινός τους συγγενής και το απόγιομα, μέσα στα χιόνια τον σήκωσαν οι συγγενείς μας και τον πήγαν στην εκκλησιά κι από κει, μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον παραχώσαμε στο κοιμητήρι ανάμεσα στις λάσπες και τα χιόνια. «Πρέπει να βρούμε καινούργιο ζευγά», είπε η μάνα μου σαν γυρίσαμε στο σπίτι κι έφυγε ο κόσμος μετά τον καφέ και το κρασί που δώκαμε για το συχώριο. «Πρέπει», αποκρίθηκα «και μάλιστα το γρηγορότερο γιατί μόλις λιώσουν τα χιόνια κι ανοίξει ο καιρός θ’ αρχίσουν οι δουλειές». «Και πού θα τον βρείτε;» ρώτησε ο Κώστας ο ντενκτζής. «Θα ψάξουμε, θα ρωτήσουμε», είπα. «Στέργιο, τα πράγματα άλλαξαν», ξανάπε ο ντενκτζής. «Όλοι μείς οι ξεριζωμένοι απ’ τα χώματα μας, η προσφυγιά, σιγά-σιγά τακτοποιηθήκαμε, νοικοκυρευτήκαμε. Οι εντελώς ξεκρέμαστοι, που έχασαν τους δικούς τους ολότελα, όπως ο μακαρίτης ο Αγησίλαος, λιγοστεύουν. Πόσο να αντέξουν οι ψυχούλες τους!» «Και τι προτείνεις;» ρώτησα.

75


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Με τα ψέματα δεν γίνονται δουλειές. Στα μέρια μας λέγαμε με κλανιές δεν βάφονται τα πασχαλινά αυγά, θέλουν μπογιά κι εδώ λείπει η μπογιά». «Δηλαδή;» ξαναρώτησα. «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», αποκρίθηκε πάλι ακαταλαβίστικα. «Τι θες να πεις;» ρώτησε ανήσυχη η μάνα μου. «Θέλω να πω ότι ο Στέργιος πρέπει να σταματήσει το σχολείο και να κοιτάξει το βιός του, γιατί αλλιώτικα θα το χάσετε χωρίς να το πάρετε χαμπάρι». Παγώσαμε. «Δεν γίνεται», είπε η αδερφή μου, η Σοφία. «Το μεράκι του πατέρα μας είναι να σπουδάσει ο Στέργιος». «Δεν ξέρω», είπε ο ντενκτζής «και σαν πολύ να ανακατεύτηκα εγώ. Απ’ την άλλη μεριά όμως για να σπουδάσει σήμερα κάποιος χρειάζονται πολλοί παράδες και για να βγουν οι παράδες χρειάζεται πολύς κόσμος να δουλεύει από πίσω. Αυτά είχα να πω και να με σχωρνάτε που ανακατώθηκα». Δυο μερόνυχτα στριφογύριζα άγρυπνος. Ότι και να ’κανα μέτραγα όλες τις πιθανότητες και δυνατότητες. Ώσπου πήρα την απόφαση μου. «Μάνα τ’ αποφάσισα», της είπα το πρωινό της τρίτης μέρας. «Θα σταματήσω, δεν γίνεται αλλιώς. Έχουμε να παντρέψουμε και τη Σοφία». «Κι ο πατέρας σου; Πώς θα το πάρει ο πατέρας σου;» «Θα πάω να του εξηγήσω εγώ ο ίδιος, μόλις θα λιώσουν τα χιόνια κι ανοίξουν οι δρόμοι». «Αχ παιδάκι μου, θα στενοχωρηθεί, θα σκάσει από το κακό του, το ίδιο κι εγώ». «Δεν γίνεται αλλιώς μάνα. Κι εγώ θέλω να σπουδάσω, να ξεφύγω από τις ταλαιπωρίες του αγρότη. Όμως με τα ψέματα δεν αντιμετωπίζονται οι καταστάσεις. Αν ήταν ο πατέρας εδώ δεν θα είχαμε πρόβλημα». Έλιωσαν τα χιόνια κι εγώ αντί για τη σχολική τσάντα μου και το τουρβά με τα φαγώσιμα, κράταγα στην πλατεία, απ’ όπου θα

76


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

παίρναμε το λεωφορείο για τα Σέρρας, μια βαλίτσα με τα δικά μου ρούχα καθώς και αλλαξιές για τον πατέρα μου. «Τι έγινε, Στέργιο; Εκδρομή;» με ρώτησε ο συμμαθητής μου, ο Γιώργης ο Παλάζης. «Όχι Γιώργη, όχι», αποκρίθηκα. «Πώς όχι, εδώ ούτε βιβλία ούτε φαγητά βλέπω, όπως κάθε φορά που γυρίζουμε στα Σέρρας για το γυμνάσιο. Και ντυμένος σα γαμπρός». «Γιώργη, κόβω το γυμνάσιο και πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη να το πω στον πατέρα μου». Τ’ άκουσαν και τ’ άλλα παιδιά και με περικύκλωσαν. «Τελικά, Στέργιο, δεν μπορείς να τα καταφέρεις», μ’ είπε ο μεγαλύτερος από τα παιδιά και που πήγαινε στην έκτη γυμνασίου. «Όλοι έχουμε τις δυσκολίες μας αλλά οι δικές σου παραέγιναν. Κοίταξε αν μπορείς να συνεχίσεις, αλλιώς προσπάθησε να προκόψεις ως γεωργός». Στα Σέρρας, ο Γιώργος δεν ήταν στο σπίτι γιατί είχε φύγει για το γυμνάσιο. Χαιρέτησα μόνο τη μάνα του κι αντί για το γυμνάσιο πήγα στο εμποροραφτάδικο του πατέρα του. «Τι έγινε, Στέργιο, άργησες», είπε αυτός μόλις μ’ είδε. «Κύριε Αποστόλη, θα διακόψω», ψέλλισα και με χίλια ζόρια κράτησα το λυγμό μου. «Τι θα διακόψεις, παιδί μου, το σχολείο;» «Ναι». «Και γιατί έτσι ξαφνικά;» Του εξήγησα πώς ήταν η κατάσταση ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια μου. Στο τέλος του ζήτησα να μ’ εξηγήσει πώς θα πήγαινα να βρω τον πατέρα μου. «Δεν θέλω να διακόψεις, όπως δεν θα το θέλει κι ο πατέρας σου. Αλλά καλύτερα να πάμε να τα συζητήσουμε και μαζί του. Σε μια ώρα έχει τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Πάμε να πάρουμε τα πράγματά μας για να προλάβουμε». Η μάνα του Γιώργου στριφογύριζε μουρμουρίζοντας και κάνοντας συνέχεια το σταυρό της, ενώ προσπαθούσε να ετοιμάσει μια βαλίτσα για τον κύριο Αποστόλη.

77


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Φωτούλα, το βράδυ θα γυρίσουμε, έχει ένα τρένο αργά, κατά τα μεσάνυχτα», της είπε. «Γι’ αυτό μην ετοιμάζεις τίποτα. Μονάχα λίγο προσφάι για το δρόμο». Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα με τρένο καθώς και η πρώτη φορά που θα πήγαινα στη Θεσσαλονίκη. Αλλιώς τα ’χα ονειρευτεί όλα αυτά. Και τώρα έβλεπα τα χωριά, τους κάμπους, τα βουνά να περνούν με ταχύτητα μπροστά από τα μάτια μου, χωρίς να με εντυπωσιάζουν. Με τον πατέρα του Γιώργου πολύ λίγες κουβέντες αλλάξαμε. Κι όταν κάποια στιγμή γύρισα το κεφάλι μου κατά τη μεριά του, τον είδα να κοιμάται. Στο σταθμό της Θεσσαλονίκης γινόταν χαλασμός από τον κόσμο που πηγαινοερχόταν μέσα σ’ ένα βουητό από τις μηχανές των τρένων, από τα τρεχάματα, από τα αυτοκίνητα που ’ταν παραόξω. Όλοι φώναζαν τους προορισμούς των δρομολογίων τους και μέσα στην οχλοβοή ακούσαμε κάποιον να φωνάζει πως πήγαινε στο σανατόριο στο Ασβεστοχώρι. Στριμωχτήκαμε και μεις μέσα κι ύστερα από καμιά ώρα με σκαμπανεβάσματα κι ανηφοριές σταμάτησε σ’ έναν ερημότοπο. «Φθάσαμε», είπε ο κύριος Αποστόλης. «Πού φθάσαμε», είπα, «εδώ είναι ερημιά, που είναι το σανατόριο;» «Από την άλλη μεριά είναι, έλα πάμε και ψυχραιμία με τον πατέρα σου. Με το μαλακό». «Το επισκεπτήριο τελειώνει στις έξι», φώναζε ο οδηγός του λεωφορείου. «Έχετε δυο ώρες καιρό για να προλάβετε και να γυρίσετε πίσω στη Σαλονίκη, αλλιώς αύριο την ίδια ώρα». Από την άλλη μεριά του αυτοκινήτου, ήταν ένα φορτηγό, που του είχαν κλείσει την καρότσα και την είχαν κάνει καμπίνα με κάτι μικρά παραθύρια και ξύλινους πάγκους για καθίσματα. Δίπλα του ήταν ένας μαντρότοιχος με μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Πίσω από την πόρτα ήταν ένα μικρό φυλάκιο και οι δυο φύλακες, χωρίς πολλές δυσκολίες μας αφήκαν να προχωρήσουμε, λέγοντας στον καθένα το θάλαμο που θα ’βρισκε τον ασθενή του. Το σανατόριο ήταν καμιά τρακοσαριά μέτρα πιο μέσα, ανάμεσα σε μεγάλα πεύκα. Μ’ έκαναν εντύπωση οι κάτασπροι ασβεστωμένοι τοίχοι του καθώς και τα παραθύρια που ’ταν ορθάνοιχτα,

78


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

χειμώνα καιρό, σε όλους τους θαλάμους που περνούσαμε μέχρι να φτάσουμε στο θάλαμο που ’ταν ο πατέρας μου. Την έκπληξη που ένοιωσε ο πατέρας μου σαν μας είδε την κατάλαβα αμέσως. «Τι καμώματα είναι αυτά, Αποστόλη;» έσκουξε προς τον πατέρα του Γιώργου αντί για μένα. «Καλησπέρα Αλέξανδρε», αποκρίθηκε ο κύριος Αποστόλης, «καλώς σε βρήκαμε. Καλησπέρα σε όλους σας», είπε και στους άλλους εφτά που ’ταν στον ίδιο θάλαμο. «Καλά όλα ετούτα», ξανάπε ο πατέρας μου, «αλλά τι σας έφερε εδώ, ε Στέργιο, τι έγινε;» Ήταν σα να δέθηκε η γλώσσα μου. Δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Τον έβλεπα εκεί μπροστά μου, πιο ψηλό από μένα, πιο παχύ απ’ ότι όταν έφυγαν απ’ το σπίτι, με ασπρισμένο πρόσωπο από την κλεισούρα μέσα στο σανατόριο μακριά από τον ήλιο των χωραφιών. «Αλέξανδρε πάμε έξω να τα πούμε, να μην ενοχλούμε και τους φίλους σου», είπε ο κυρ Αποστόλης. «Ναι, πάμε, παιδιά είναι ο γιος μου ο Στέργιος που σας έλεγα», είπε ο πατέρας μου απευθυνόμενος στους άλλους που ’ταν στον ίδιο θάλαμο. «Κι απ’ εδώ ο φίλος μου ο Αποστόλης». Όξω στο διάδρομο, σ’ ένα ανοιχτό παραθύρι που από κάτω είχε ένα μεγάλο μακρόστενο σιδερένιο κουτί που ζεματούσε από τη ζέστη, ο κύριος Αποστόλης εξήγησε στον πατέρα μου με απλά λόγια την κατάσταση. «Α, το φουκαρά τον Αγησίλαο, Θεός σχωρέστον», είπε ο πατέρας μου. «Από το 23 τον έχουμε στο σπίτι. Και συ, Στέργιο, πού ’σαι, μόλις μού ’παν ότι έπρεπε να κλειστώ εδώ μέσα το ’ξερα ότι κάπως έτσι θα κατέληγαν τα πράγματα. Το ’ξερα κι αυτό είναι που μ’ αφήνει ξάγρυπνο τις νύχτες που με τρώει τα σωθικά μου πιότερο από το χτικιό που ’χω μέσα μου». «Τι να κάνουμε πατέρα, τι να κάνουμε», άνοιξα για πρώτη φορά το στόμα μου ενώ ένιωσα πάλι τον κόμπο στο λαιμό και τα δάκρυα έτοιμα να ξεχυθούν από μέσα μου. «Θα σταματήσεις το γυμνάσιο αλλά με μια συμφωνία», ξανάπε ο πατέρας μου. «Αν βγω από δω μέχρι το καλοκαίρι, τότες το

79


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Σεπτέμβριο θα συνεχίσεις το γυμνάσιο ακόμα κι άμα χάσεις την τάξη. Οι γιατροί εδώ λένε ότι αυτό που ’χω δεν είναι ακριβώς φυματίωση. Είναι πειραγμένο το αριστερό μου πνευμόνι. Έτσι λέει ένας καινούργιος γιατρός που ’ρθε σπουδαγμένος από τη Ρωσία. Με δίνει κάτι καινούργια φάρμακα, όπως και στους άλλους και υπολογίζει ότι κατά το καλοκαίρι με τις ζέστες θα μας κάνει εγχείρηση για να αφαιρέσει τα χαλασμένα πνευμόνια. Το κάνουν λέει με επιτυχία στη Ρωσία όπου το χτικιό θερίζει εξαιτίας του δυνατού κρύου που ’χουν εκεί». «Μακάρι, Αλέξανδρε, μακάρι να δεήσει ο Θεός κι η Παναγιά», είπε ο κυρ Αποστόλης και σταυροκοπήθηκε. «Αυτό προσεύχομαι κι εγώ μέρα και νύχτα», είπε ο πατέρας μου, «οπότε λογικά θα γυρίσω στο σπίτι κατά τον τρυγητή. Και τότε θα τα βολέψουμε. Να φανταστείς έκοψα το τσιγάρο και το ρακί με το μαχαίρι. Κι ακούω ότι με λένε οι γιατροί». «Το βλέπω, Αλέξανδρε. Πρώτα απ’ όλα έφτιαξε και το παρουσιαστικό σου. Πάχυνες. Άλλαξε η θωριά σου». «Είναι το συσσίτιο Αποστόλη, το πρόγραμμα. Σαν το στρατό. Λοιπόν έτσι θα γίνει, Στέργιο. Κι άμα χρειαστεί ν’ ανοίξεις τις δουλειές και χρειαστείς παράδες, η μάνα σου ξέρει που τα ’χουμε. Αλήθεια τι κάνει η μάνα σου, η Σοφία, η Κατερίνα;» «Δεν θα ’λεγα ότι χαίρονται», αποκρίθηκα, «Και στο χωριό τι λένε για μένα;» «Όλοι ξέρουν ότι είσαι στο σανατόριο. Δεν ξέρω πως το ’μαθαν, αλλά το ξέρουν και όλοι μας ρωτούν πως τα πας». «Δεν μπορούσε να μείνει κρυφό, Αλέξανδρε», είπε ο κύριος Αποστόλης. «Στο χωριό είσαστε όλοι τόσο γνωστοί που είναι αδύνατο τέτοια πράγματα να μείνουν κρυφά». «Ε, τι να κάνουμε, θα πορευτούμε κι έτσι», είπε ο πατέρας μου. Μια νοσοκόμα φάνηκε στην άκρη του διαδρόμου φωνάζοντας ότι το επισκεπτήριο τελείωσε. Ο πατέρας μου χαιρέτησε τον κύριο Αποστόλη ενώ εμένα με χτύπησε στον ώμο. «Άιντε καλό ταξίδι να ’χετε και όπως είπαμε». «Ναι πατέρα». Γυρίσαμε στα Σέρρας χαράματα. Πήγαμε με τα πόδια από το

80


ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

σταθμό μέχρι το σπίτι. Δεν προλάβαμε ν’ ανοίξουμε την αυλόπορτα κι εμφανίστηκε αγουροξυπνημένος ο Γιώργος. Ο πατέρας του μας αφήκε μόνους. Μπήκαμε στο δωμάτιο μου. «Με το ’παν τα παιδιά από το χωριό στο πρώτο διάλειμμα», είπε ο Γιώργος. «Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά, Γιώργο, ήταν και τα χιόνια, δεν υπήρχε τρόπος να σε ειδοποιήσω». «Στέργιο, η απόφαση σου είναι τελειωτική;» «Δυστυχώς ναι, Γιώργο». Έγινε σιωπή μεταξύ μας. Καθόμασταν στο κρεβάτι μου, με τα κεφάλια μας να στηρίζονται μέσα στα χέρια μας. «Ένα πράγμα θέλω να με υποσχεθείς Στέργιο». «Λέγε». «Στο χωριό που θα ’σαι να μη μπλέξεις με παρέες και αρχίσεις τα τσιγάρα και τα μεθύσια όπως κάνουν εκεί και πιστεύουν ότι μ’ αυτά δείχνουν την παλικαριά τους. Δείξε τους ότι η παλικαριά μπορεί να αναδειχθεί και με άλλους τρόπους». Ξαφνιάστηκα πραγματικά από τις παραινέσεις του φίλου μου. Περίμενα ότι θα ήθελε να τον υποσχεθώ ότι δεν θα τον ξεχνούσα και τέτοια. Κι ο Γιώργος, ο ρομαντικός κι ο ανήσυχος, έκανε την υπέρβαση. «Το υπόσχομαι, Γιώργο, με όλη μου την καρδιά. Κι εσύ, Γιώργο, θέλω να έρχεσαι όποτε μπορείς στο χωριό, όπως έκανες μέχρι τώρα». «Στο υπόσχομαι, Στέργιο». Μπήκε η μάνα του Γιώργου με δυο κούπες αχνιστό τσιάι και ψημένες φέτες ψωμί. «Πιείτε να συνέλθετε λίγο», είπε. «Κυρία Φωτούλα, μόλις μπορέσω θα ’ρθω να πάρω τα πράγματα μου», είπα. «Δεν θα πάρεις τίποτα», απάντησε. «Θα τα αφήσεις εδώ όπως είναι για να μένεις όποτε θα ’ρχεσαι στα Σέρρας και θέλουμε να ’ρχεσαι αν είναι δυνατό κάθε Σαββατοκύριακο».

81


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.