Ρώμη, Μάρκιος

Page 1



Ρώμη Μάρκιος


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Ρώμη - Μάρκιος» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε. - Αθήνα 2011 © Νίκος Μπατσιούλας

Επιμέλεια Κειμένου Παναγιώτης Ηλιόπουλος

Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Πανόρμου 83, Τ.Κ. 115 24 - Αθήνα Τηλ.: 2103315186, Fax: 2103315134 e-mail: info@batsioulas.gr url: www.batsioulas.gr ISBN: 978-960-6813-11-5 ΑΘΗΝΑ 2011


Νίκος Μπατσιούλας

Ρώμη Μάρκιος



Στην οικογένειά μου, που πάντα με στηρίζει



Περιεχόμενα I. Άνγκους ΙΙ. Αριμίνιουμ ΙΙΙ. Σέξτος και Φίλωνας IV. Σικίνιοι V. Ενηλικίωση VI. Πεδίο του Μαρς VIΙ. Μάρκελλος VIΙI. Συρακούσες IX. Απουλία X. Λίβια XΙ. Αριάδνη XII. Ζάμα XIII. Κυνός Κεφαλές XIV. Μούτινα XV. Ρώμη Χρονολόγιο

13 21 27 79 103 139 167 223 257 307 357 393 439 483 511 529



Vae Victis! (Αλλοίμονο στους ηττημένους) Βρέννος, Γαλάτης πολέμαρχος, 390 π.Χ., μετά τη νίκη των Γαλατών επί των Ρωμαίων



I – Άνγκους «Ο Αννίβας έρχεται!» «Τρέξτε να σωθείτε!» «Θεοί, λυπηθείτε μας!» «Ο Αννίβας έρχεται!» Άνοιξα τα μάτια μου. Η μυρωδιά του ξεραμένου αίματος, του δικού μου αίματος, ανακατεμένου με τα κάτουρά μου, έκαναν την ατμόσφαιρα στο μικρό δωμάτιο αποπνιχτική. Ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο χωμάτινο δάπεδο και το στεγνό στόμα μου έχασκε ακουμπώντας στην πατημένη σκόνη. Προσπάθησα να βγάλω λίγο σάλιο, μπας και δροσίσω τον λαιμό μου. Μάταια, ο ξερός λαιμός μου διαμαρτυρήθηκε και άρχισα να βήχω με μανία. Αναγκαστικά όλοι οι μύες του σώματός μου άρχισαν να λειτουργούν και ο πόνος από τη χαρακωμένη μου πλάτη έκανε το κεφάλι μου να σπάσει. Ασυναίσθητα κουλουριάστηκα, φέρνοντας τα γόνατά μου στο ύψος του στήθους και το κεφάλι κοντά στα γόνατα. Αμέσως τινάχτηκα προς τα πίσω σφαδάζοντας, πλέον, από τον αφόρητο πόνο. Το μαστίγιο του Φέστου πρέπει να είχε κάνει καλή δουλειά. Έσφιξα τα δόντια ενώ ο βήχας δεν 13


Νίκος Μπατσιούλας

με είχε αφήσει ακόμα. Ανάσαινα γρήγορα και προσπαθούσα να βήχω με κλειστό το στόμα και να παραμένω ακίνητος. Μετά από λίγο, κατάφερα να χαλαρώσω. Δεν έπρεπε να φωνάξω. Δεν ήθελα να φωνάξω. Πόση ώρα -ή μήπως μέρες- ήμουν αναίσθητος, δεν ξέρω. Αισθανόμουν τις πληγές μου να βγάζουν ακόμα αίμα, αλλά αυτό θα οφειλόταν μάλλον στις κινήσεις που έκανα πριν. Πίσω από τους τοίχους οι κραυγές των Ρωμαίων για τον ερχομό του Αννίβα συνεχίζονταν, μαζί με ένα βουητό, θαρρείς σαν από σμήνος μελισσών, το οποίο ήταν θρήνοι και μοιρολόγια. Αυτό σήμαινε ένα πράγμα, ο Αννίβας νίκησε και ερχόταν στη Ρώμη! Όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν. Και δεν εννοώ την ήττα των Ρωμαίων, άλλωστε ο Αννίβας έδειξε τις ικανότητές του σε όλες τις προηγούμενες μάχες και ιδιαίτερα σε αυτές στον ποταμό Τρέβια και τη λίμνη Τρασιμένη, αλλά το να μπορέσει ο Καρχηδόνιος στρατηγός να έρθει τόσο γρήγορα μετά τη μάχη μπροστά από τα τείχη της Ρώμης για να την καταλάβει. Λίγο πριν το συμβάν με τη Λίβια και την τιμωρία από τον Φέστο, ο ρωμαϊκός στρατός και ο Αννίβας ήταν στρατοπεδευμένοι για δύο ημέρες στην Απουλία, κοντά σε μια μικρή πόλη, τις Κάννες, και δεν είχε γίνει κάποια εχθροπραξία. Σίγουρα θα ήθελε τουλάχιστον δέκα μέρες για να κερδίσει την όποια μάχη, να ξεκουράσει τον στρατό του και να έρθει στη Ρώμη και δεν έπρεπε να ήμουν ξαπλωμένος εδώ τόσο πολύ. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε αναταραχή. Δεν ξέρω αν γύρισε ο αφέντης, αλλά τα νέα της ήττας αρκούσαν. Ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο διάδοχος των Σικινίων, το καμάρι του αφέντη, ο Λούσιος Σικίνιος, ήταν μέλος 14


Ρώμη, Μάρκιος

της νέας αυτής ρωμαϊκής στρατιάς και όλοι θα ετοίμαζαν τις δεήσεις στους θεούς για να γυρίσει πίσω σώος ή θα ξεκινούσαν να θρηνήσουν τον χαμό του. Η πόρτα του δωματίου που με είχαν άνοιξε. Ήταν η μάνα μου. Με δάκρυα στα μάτια, που μάλλον ήταν για εμένα και όχι για τους Ρωμαίους, έσκυψε από πάνω μου, χάιδεψε το κεφάλι μου και άρχισε να περιποιείται τις πληγές μου. Αφέθηκα στο γλυκό της άγγιγμα και έκλεισα τα μάτια.

Όμως, πρέπει να τα πάρω από την αρχή. Ποτέ δεν ήμουν καλός στα γράμματα και δεν θα έπρεπε να ξεκινήσω από τη μέρα που άλλαξε τη ζωή μου. Είμαι ο Σέξτος Σικίνιος Μάρκιος ή Μάρκιος ή Άνγκους και αυτή είναι η ιστορία μου. Γεννήθηκα ελεύθερος, έγινα σκλάβος ενός αφέντη, μετά σκλάβος της Ρώμης και τώρα σκλάβος του εαυτού μου, των τύψεων και των αναμνήσεών μου. Αγάπησα, πόνεσα, μόχθησα, ταξίδεψα, έκανα φίλους και εχθρούς, αλλά κυρίως σκότωσα… Οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες από αίμα και δάκρυα γιατί πρώτα από όλα είμαι ο Μάρκιος ο πολεμιστής. Ξεκινάω, λοιπόν, να γράψω την ιστορία μου, όχι για τις επόμενες γενιές, ούτε για τους απογόνους μου, αλλά για εμένα, μήπως και βρω την ησυχία που ψάχνω μετά από εκείνο το πρωινό στη Μούτινα. Γι’ αυτό θα γράψω όπως έζησα, όπως αισθάνομαι, όπως ξέρω, με τη ρωμαϊκή πειθαρχία της λεγεώνας και τη λιτή ζωή του στρατιώτη και όχι με τον ελληνικό, όμορφο τρόπο που πάσχιζε να μου μάθει ο αγαπημένος μου Φίλωνας. 15


Νίκος Μπατσιούλας

Οι γονείς μου ανήκαν στη γαλατική φυλή των Βόιων, που κατοικούσε τότε από τη δεξιά πλευρά του ποταμού Πάδου στη βόρεια Ιταλία έως και πέρα από τις Άλπεις προς τα βορειοανατολικά. Ο πατέρας μου λεγόταν Γουίνφρεντ, που στη γλώσσα των Βόιων σημαίνει «ο φίλος της ειρήνης» και, σύμφωνα με τις νοσταλγικές ιστορίες που μου έλεγε η μάνα μου στα παιδικά μου χρόνια, το όνομά του αντικατόπτριζε ακριβώς και τη συμπεριφορά του. Παρά τον πολεμικό χαρακτήρα της φυλής του, ήταν φιλήσυχος, ασχολιόταν κυρίως με τα ζωντανά του και απέφευγε να μπλέκει σε αψιμαχίες. Οι συγχωριανοί του τον σέβονταν, αν και δεν ήταν πολεμιστής όπως αυτοί, και πολλές φορές κατέφευγαν στις συμβουλές του, παρά το νεαρό της ηλικίας του, αφού μπορούσε να συμβιβάσει ακόμα και τις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Βέβαια, δεν έμενε και αυτός αμέτοχος στις πολεμικές συγκρούσεις της φατρίας του ή του λαού του, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο στους Γαλάτες. Το παρουσιαστικό του ήταν το αντίθετο από αυτό που έκανε. Ήταν ψηλός, ο ψηλότερος από τους άλλους της φατρίας του, με πολύ μεγάλη φυσική δύναμη, με μακριά ξανθά μαλλιά και, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της μάνας μου, ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει και θα έβλεπε ποτέ. Το 521 από την ίδρυση της Ρώμης1, ένας μεγάλος λιμός χτύπησε την περιοχή που έμεναν και ανάγκασε τον πατέρα μου και πολλούς συγχωριανούς του να ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι προς τον νότο. Στόχος τους ήταν να περάσουν τις Άλπεις και να φτάσουν στην εύφορη κοιλάδα του Πάδου, στη σημερινή εντός των Άλπεων Γαλατία, όπου οι 1 Η ίδρυση της Ρώμης υπολογίζεται το 753 π.Χ., οπότε το 521 από την ίδρυση της Ρώμης είναι το έτος 233 π.Χ. 16


Ρώμη, Μάρκιος

πρώτοι Βόιοι είχαν έρθει πριν από εκατόν πενήντα περίπου χρόνια. Οι φήμες που έφταναν στο χωριό τους έλεγαν για τον πλούτο και τις απέραντες, εύφορες πεδιάδες της περιοχής. Ο πατέρας μου ήταν τότε είκοσι χρονών και η μάνα μου δεκαεφτά. Ήταν παντρεμένοι τρία χρόνια και παρά το γεγονός ότι η μητέρα μου ήταν ήδη σε προχωρημένη εγκυμοσύνη πήραν τη δύσκολη απόφαση. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, το κρύο σου διαπερνούσε τα κόκαλα και οι προμήθειές τους ελάχιστες. Όμως, πίσω τους δεν είχαν ελπίδα επιβίωσης και αυτό τους έδινε κουράγιο. Ήταν σίγουρα μια απελπισμένη προσπάθεια. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, μέσα στα χιονισμένα βουνά, γεννήθηκα εγώ. «Πώς θα το ονομάσεις;», ρώτησε ένας από τους συνοδοιπόρους του, τον πανευτυχή που απέκτησε γιο πατέρα μου. «Αυτός θα είναι ο Άνγκους, ο δυνατός. Θα είναι δυνατός γιατί θα επιζήσει από αυτή την πορεία μας και θα συνεχίσει τη γενιά μου». Έτσι λοιπόν πήρα το πρώτο μου όνομα, που στη γλώσσα τον Βόιων σημαίνει ο άνθρωπος που κατέχει πρωτόγνωρη δύναμη. Ο πατέρας μου είχε μιλήσει προφητικά. Παρά το χαρούμενο γεγονός της γέννησής μου, πολλοί δεν ευχαριστήθηκαν, αφού η μάνα μου ήδη είχε αρχίσει να τους καθυστερεί και ήθελαν να περάσουν όσο πιο γρήγορα τα βουνά. Έτσι, πολλοί αποφάσισαν να συνεχίσουν και να μη μας περιμένουν. Αυτοί που έμειναν δίπλα μας ήταν κάποιοι λιγοστοί συγγενείς, που υπολόγιζαν τον πατέρα μου ως τον αρχηγό τους, περισσότερο για το θάρρος και την αισιοδοξία που έδειχνε παρά για την ηλικία του. Από τους περίπου τριακόσιους που ξε17


Νίκος Μπατσιούλας

κίνησαν από το χωριό τους, έμειναν πλάι τους μόνο οι είκοσι. Αυτό δεν τους πτόησε και ξεκίνησαν τη δύσκολη κατάβαση των βουνών. Μετά από δεκαπέντε κοπιαστικές μέρες, ακολουθώντας πορεία προς τον νότο, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια, έφτασαν στις αρχές μιας μεγάλης πεδιάδας που διέσχιζε ένας μεγάλος ποταμός. Όσο την πλησίαζαν δεν είχε σταματήσει να βρέχει με μανία και είχαν αποπροσανατολιστεί. Είχαν χαθεί και δεν ήταν σίγουροι για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στην πεδιάδα του Πάδου. Ακόμη δεν ήταν σίγουροι για το αν ήταν σε εχθρικό ή φιλικό έδαφος και το μέγεθος της ομάδας τους οπωσδήποτε δεν θα τρόμαζε κανέναν. Αποφάσισαν να προχωρήσουν προς τα νοτιοδυτικά, αφού πρώτα περνούσαν τον ποταμό που είχε φουσκώσει από τη βροχή και τους έφραζε τον δρόμο. Υπήρχαν δύο επιλογές, να γυρίσουν πίσω ψάχνοντας να βρούνε την πηγή του ή κάποιο ρηχό σημείο και στη συνέχεια να ξανακατέβουν ή να προχωρήσουν στην πεδιάδα ελπίζοντας να βρούνε κάποια γέφυρα ή πέρασμα. Αποφάσισαν να μη γυρίσουν προς τα πίσω. Άρχισαν να περπατούν κατά μήκος του ποταμού και μετά από δύο μέρες και αρκετές προφυλάξεις κατάφεραν να μάθουν πού βρίσκονταν, παίρνοντας το θάρρος και ρωτώντας έναν γέρο χωρικό που ζούσε μόνος του σε μια μικρή αγροικία. Ήταν σε γαλατικό έδαφος που ανήκε στη φυλή των Βενέτι, αλλά είχαν βγει εκτός πορείας κατά πολύ. Απείχαν περίπου μια μέρα από τη θάλασσα, την οποία και κανένας τους δεν είχε δει ποτέ και δεν ήξερε τι ήταν, και έπρεπε να στραφούν προς τα νότια για μισή μέρα, όπου και θα μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό, και στη συνέχεια προς τα δυτικά. 18


Ρώμη, Μάρκιος

Το σούρουπο φτάσαμε στο πέρασμα. Εκεί μας επιτέθηκαν. Ήταν γύρω στους σαράντα, πάνοπλοι και αγριεμένοι. Ήταν πειρατές από την Ιλλυρία που είχαν βγει προς αναζήτηση σκλάβων στις γαλατικές ακτές. Τότε δεν είχε ξεκινήσει ακόμα ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των Ρωμαίων και των Ιλλυριών πειρατών και οι τελευταίοι λυμαίνονταν τις ακτές και τα νερά της Αδριατικής, προς όφελος, βεβαίως, και της Ρώμης που μαζί με τις ελληνικές πόλεις ήταν οι βασικοί αγοραστές των σκλάβων που έπιαναν. Μας χτύπησαν ακριβώς την ώρα που περνάγαμε τον ποταμό. Οι μισοί από εμάς, μαζί με εμένα και τη μάνα μου, είχαμε ήδη περάσει απέναντι, ενώ ο πατέρας μου και ο θείος μου ήταν ακόμα στην απέναντι όχθη και βοηθούσαν τους υπόλοιπους. Αυτοί οι δύο ήταν και οι μόνοι που πρόλαβαν να τραβήξουν τα σπαθιά τους. Στον θείο μου έπεσαν τρεις και τον ξεκοίλιασαν αμέσως. Ο πατέρας μου ήταν πιο γρήγορος και απέφυγε την πρώτη επίθεση με μόνο τραύμα ένα κόψιμο στο αριστερό χέρι. Κατάφερε ένα χτύπημα στην κοιλιά ενός από τους αντιπάλους του ρίχνοντάς τον στο ποτάμι και προσπάθησε να το περάσει για να φτάσει σε εμάς. Αυτό ήταν και το λάθος του. Γύρισε την πλάτη του στους διώκτες του και έγινε αργός εξ’ αιτίας του νερού. Δέχθηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι, έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή και έπεσε στο νερό, που άρχισε να τον παρασέρνει. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε η μάνα μου. Τους υπόλοιπους μας έδεσαν με αλυσίδες και μας μετέφεραν προς την ακτή που είχαν το πλοίο τους. Εμένα με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της η μάνα μου όλη την ώρα. Θα μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει ή να με πετάξουν στο ποτάμι, αλλά όπως έλεγε η μάνα μου ο θεός του ποτα19


Νίκος Μπατσιούλας

μού με προστάτεψε. Εγώ πιστεύω ότι ήθελαν να δουν τι τιμή θα πιάναμε μάνα και γιος, ενώ αν ο αγοραστής ήθελε μόνο τη μάνα μου, απλώς θα με ξεφορτώνονταν αργότερα. Στο πλοίο, μας κατέβασαν στο αμπάρι. Εκεί βρίσκονταν ήδη καμιά τριανταριά άλλοι, άντρες και γυναίκες. Μετά από δύο-τρεις μέρες φτάσαμε σε ένα ρωμαϊκό λιμάνι. Κανένας δεν ήξερε φυσικά πού ήμασταν, αλλά όπως έμαθα αργότερα βρισκόμασταν στη ρωμαϊκή αποικία του Αριμίνιουμ2.

2

Αριμίνιουμ: σημερινό Ρίμινι. 20


ΙΙ - Αριμίνιουμ «Φίλωνα, τι λες; Αυτή φαίνεται να μας κάνει». «Σίγουρα είναι πολύ όμορφη, αφέντη. Να ξεκινήσω το παζάρι;» Ο Σέξτος Σικίνιος έκανε ένα νεύμα στον Φίλωνα και πλησίασαν στην πλατφόρμα με τους σκλάβους. Ο δουλέμπορος μόλις είδε τη λευκή καλοδουλεμένη τήβεννο και τα κόκκινα σανδάλια του Σέξτου, αμέσως έστρεψε την προσοχή του σε αυτούς και είπε, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση: «Αφέντη μου, περάστε. Σήμερα έχουμε εκλεκτούς σκλάβους από τη Γαλατία. Έχουμε δυνατούς άντρες, όμορφες γυναίκες, τους καλύτερους που θα βρείτε σε όλο το Αριμίνιουμ. Πείτε μου, είδατε κάτι που σας άρεσε;» και έδειξε προς την πλατφόρμα. Όλη η λεία των πειρατών από τις προηγούμενες μέρες στεκόταν πάνω σε αυτή την ξύλινη κατασκευή. Όλοι οι νέοι σκλάβοι ήταν όρθιοι, γυμνοί, με μόνο τους ρούχο μια ξύλινη ταμπέλα που κρεμόταν με ένα σκοινί από το λαιμό τους και έγραφε τα προτερήματά τους, την ηλικία και την καταγωγή τους. Κάπου ανάμεσα σε όλους αυτούς 21


Νίκος Μπατσιούλας

ήταν η μάνα μου, με εμένα στη σφιχτή αγκαλιά της. Αργότερα στη ζωή μου, είδα πολλές φορές σκλαβοπάζαρο, είτε στην αγορά κάποιας πόλης, είτε μετά από μια μάχη, άρα ξέρω καλά πώς θα δείχναμε τότε. Φοβισμένοι, ντροπιασμένοι, χωρίς ίχνος χαμόγελου και ελπίδας. Τι έγινε όμως εκείνη τη μέρα, το ξέρω καλά από τον μετέπειτα δεύτερο πατέρα και παιδαγωγό μου, τον πιστό σκλάβο του Σέξτου, τον Φίλωνα. «Ενδιαφερόμαστε για τη Γαλάτισσα», είπε ο Φίλωνας. «Είναι γερή;» «Είναι γερή και, όπως βλέπεις αφέντη μου, είναι και πολύ όμορφη» είπε ο δουλέμπορος, ενώ ένα πονηρό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του. «Θέλετε να τη δείτε καλύτερα;» συνέχισε. Ο Σέξτος με ένα νεύμα τού έδειξε να προχωρήσει. Ο δουλέμπορος έβγαλε την πινακίδα που κάλυπτε το στητό στήθος της, της έφτιαξε τα μαλλιά προς τα πίσω, ώστε να φαίνεται το όμορφο πρόσωπό της και έκανε μια κίνηση να με πάρει από την αγκαλιά της, για να μπορέσει ο υποψήφιος αγοραστής να θαυμάσει εξ’ ολοκλήρου τη σφριγηλότητα και νεανικότητα του κορμιού της. Όμως, μόλις η μάνα μου κατάλαβε ότι πάνε να της πάρουνε το παιδί της μέσα από τα χέρια, έβγαλε μια κραυγή που κατάφερε να στρέψει τα περισσότερα μάτια της αγοράς πάνω της, και με τράβηξε προς το μέρος της για να με προστατέψει. Η ίδια έκανε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω, όσο της επέτρεπαν οι αλυσίδες που είχε στα πόδια, και έσκυψε λίγο, βάζοντάς με κάτω από τα στήθια της, στο ύψος της κοιλιάς της. Ευθύς ο δουλέμπορος, προσβεβλημένος, την άρπαξε από το χέρι, ενώ εκείνη πάλευε να με κρατήσει στην αγκαλιά της με το άλλο, και 22


Ρώμη, Μάρκιος

σήκωσε το χέρι του για να τη χτυπήσει, αλλά το νεύμα του Σέξτου τον έκανε να σταματήσει. Με το χέρι ακόμα στον αέρα και τη μάνα μου σε στάση άμυνας, γύρισε προς τον Σέξτο και τον Φίλωνα και είπε: «Είναι λίγο ατίθαση ακόμα, αλλά σας διαβεβαιώ ότι θα μάθει…» «Αυτό θα ρίξει την τιμή, ξέρεις» είπε ο Φίλωνας. «Αλλά άσ’ τη, προς το παρόν. Το παιδί είναι δικό της;» Ο δουλέμπορος έκανε έναν μορφασμό, που μάλλον θα οφειλόταν στην παρατήρηση του Φίλωνα για την τιμή, και είπε: «Αν μη τι άλλο δικό της πρέπει να είναι, για να το προστατεύει έτσι. Αν θέλετε την παίρνετε, με ή χωρίς αυτό, στην ίδια τιμή…» Στο μεταξύ είχε έρθει και ένας από τους βοηθούς του δουλέμπορου και είχε σταθεί απειλητικά πίσω μας, σε περίπτωση που η μάνα μου επιχειρούσε να προβάλει αντίσταση ξανά. «Το μωρό δεν πρέπει να είναι δύο μηνών», είπε ο Φίλωνας, «αν είναι δικό της, θα έχει γάλα. Δες και πες μας!» Ο δουλέμπορος απόρησε με το περίεργο αίτημα. Έκανε ένα νεύμα στον βοηθό του ο οποίος γράπωσε τη δύσμοιρη γυναίκα που δεν καταλάβαινε τίποτα. Την έστησε πάλι όρθια. Έτσι όπως ήταν ακινητοποιημένη, της έπιασε το αριστερό βυζί και άρχισε να το ζουλάει με δύναμη. Η μάνα μου ούρλιαξε από τον πόνο ενώ το γάλα της είχε αρχίσει να τρέχει. Ο δουλέμπορος γύρισε προς τον Φίλωνα και τον Σέξτο, με τον τελευταίο να χαμογελάει ικανοποιημένος. «Ρώτησέ τη πώς τη λένε» είπε ο Σέξτος στον δουλέμπορο, απευθυνόμενος σε αυτόν για πρώτη φορά. 23


Νίκος Μπατσιούλας

Αυτός κοίταξε τον βοηθό του, ο οποίος ρώτησε τη μάνα μου στη γλώσσα της. «Ρόσγουεν» ψέλλισε η μάνα μου. «Σημαίνει λευκό ρόδο…» είπε ο βοηθός, ενώ ο δουλέμπορος τον κοίταζε εκνευρισμένος που απευθύνθηκε στον Σέξτο απευθείας. Ο πελάτης φαινόταν αρκετά πλούσιος για να φύγει προσβεβλημένος από έναν σκλάβο. «…αφέντη» συμπλήρωσε αυτός και χαμήλωσε τα μάτια καταλαβαίνοντας το σφάλμα του. Το πρόσωπο του Σέξτου είχε έναν μορφασμό αηδίας που κανείς δεν ήξερε αν ήταν για τον σκλάβο που του απευθύνθηκε ή για το όνομα που άκουσε. «Αφού είναι λουλούδι και έχει και όνομα λουλουδιού, πες της ότι από εδώ και πέρα θα τη λένε Φλόρια», είπε προς τον βοηθό, και γυρνώντας προς τον Φίλωνα: «Διαπραγματεύσου την τιμή!» «Αφέντη μου, τι θα κάνουμε το μωρό;» ρώτησε ο Φίλωνας. «Α, ναι, είναι και αυτό… Άσε το σε αυτόν εδώ να το κάνει ότι θέλει». «Αφέντη μου, συγχώρεσέ με αλλά μπορεί να μας συμφέρει να το κρατήσουμε» είπε χαμηλόφωνα ο Φίλωνας με έναν έντονο προβληματισμό στο πρόσωπό του. «Πρώτον, αν την πάρουμε από το παιδί της τώρα, μπορεί να της κοπεί το γάλα και τότε δεν θα κάνουμε τη δουλειά μας. Κι έπειτα…» συνέχισε χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του και πλησιάζοντας προς τον Σέξτο, «…είναι στην ίδια τιμή με τη μάνα του. Μπορούμε να τον εκπαιδεύσουμε, όπως έχουμε σκεφτεί να κάνουμε με τον Νέριο, και να κερδίσουμε έναν καλό σκλάβο στο μέλλον». «Ναι, αλλά ο Νέριος είναι άλλο. Αυτός είναι βάρβα24


Ρώμη, Μάρκιος

ρος, αυτοί δεν κάνουν για γράμματα, υπολογισμούς και εμπόριο» αντέταξε ο Σέξτος. «Σίγουρα αφέντη μου, αλλά δεν θα μεγαλώσει με τους υπόλοιπους βάρβαρους, ακόμα και η γλώσσα που θα μάθει θα είναι η δική μας. Και ένας βάρβαρος σκλάβος που θα μεγαλώσει μέσα στην οικία σου θα είναι καλύτερος από έναν που ενδεχομένως να αγοράσουμε αργότερα και θα πρέπει να του τα μάθουμε όλα σε μεγαλύτερη ηλικία. Τελικά, αν αποδειχθεί ότι η ράτσα του δεν μπορεί να μάθει καμία τέχνη ή γράμματα, τον στέλνουμε στα χωράφια, στα πλοία ή τον ξεφορτωνόμαστε αργότερα». «Πρόσεξε Φίλωνα γιατί εσύ θα τον αναλάβεις. Αν έχω ένα αγρίμι στο σπίτι μου, θα την πληρώσεις εσύ!» Ο Φίλωνας έκανε μια μικρή υπόκλιση συγκατάθεσης και γύρισε προς τον δουλέμπορο για να διαπραγματευτεί την τιμή μας. Μετά από μερικά παζάρια, στα οποία ο Φίλωνας ήταν από τους καλύτερους που θα γνωρίσει ποτέ η Ρώμη, η τιμή κατέληξε στα χίλια τετρακόσια δηνάρια, όχι και άσχημα αν σκεφτεί κανείς ότι ένας δυνατός Γαλάτης έπιανε τότε περίπου εξακόσια με οκτακόσια δηνάρια και μια όμορφη σκλάβα, όπως η μάνα μου, πάνω από δύο χιλιάδες. Λίγο πριν μας κατεβάσουν από την πλατφόρμα, ο Σέξτος με σαφέστατα καλύτερη διάθεση από πριν, κυρίως λόγω της τιμής που πέτυχε ο Φίλωνας, ρώτησε τον σκλάβο του δουλέμπορου: «Ρώτα τη πώς λένε το παιδί». «Άνγκους» απάντησε η μάνα μου, στον ίδιο τόνο που είχε απαντήσει και πριν. Αυτή τη φορά ο σκλάβος δεν έκανε το λάθος να μιλή25


Νίκος Μπατσιούλας

σει, όμως ο Σέξτος που πλέον είχε ευθυμήσει τον ρώτησε τι σήμαινε το όνομά μου. «Μοναδική δύναμη, αφέντη» απάντησε ο σκλάβος. «Μα τον Γιούπιτερ, αυτοί οι Γαλάτες είναι διασκεδαστικοί!» αναφώνησε ο Σέξτος με ένα χαμόγελο στα χείλη του. «Επομένως έχουμε μπροστά μας έναν τρομερό πολεμιστή!» είπε και έδειξε προς το μέρος μου. «Εμείς θα τον φωνάζουμε λοιπόν Μάρκιο, από τον θεό του πολέμου1…» Γύρισε την πλάτη ενώ συνέχιζε να χαμογελάει και ο Φίλωνας έριξε έναν μανδύα σε εμένα και τη μάνα μου, που στο μεταξύ την είχαν λύσει από τις αλυσίδες που την ένωναν με τους υπόλοιπους της φυλής της, και τον ακολουθήσαμε. Προορισμός μας η Ρώμη και το σπίτι του πατρίκιου Σέξτου Σικίνιου Πατέρκουλου. Έτσι λοιπόν πήρα και το δεύτερό μου όνομα και από ελεύθερος έγινα σκλάβος για πρώτη φορά.

1 Ο θεός του πολέμου για τους Ρωμαίους (αντίστοιχος με τον Άρη της ελληνικής μυθολογίας) ήταν ο Μαρς. 26


ΙΙΙ – Σέξτος και Φίλωνας Ο Σέξτος Σικίνιος Πατέρκουλος τον καιρό που με αγόρασε ήταν ήδη τριάντα έξι χρονών και η γυναίκα του μόλις είχε γεννήσει τον τρίτο τους γιο. Οι Σικίνιοι ήταν από τις παλιότερες οικογένειες στη Ρώμη αλλά η περίοδος της δύναμής τους είχε περάσει προ πολλού. Σύμφωνα με τα αρχεία της πόλης ο τελευταίος Σικίνιος που είχε αναλάβει την υπατεία ήταν ο Τίτος Σικίνιος Σαμπίνος, ο οποίος είχε ζήσει τουλάχιστον διακόσια πενήντα χρόνια πριν από τον Σέξτο. Έκτοτε η οικογένεια βρίσκονταν σε μια διαρκή παρακμή, με αποτέλεσμα κατά τη γέννηση του Σέξτου να διατηρεί μόνο ελάχιστα κτήματα και να μην ξεχωρίζει από μια οποιαδήποτε μέση οικογένεια πληβείων, παρά μόνο στην καταγωγή και τον τίτλο του πατρικίου που έφερε ο πατέρας του Σέξτου, Μάνιος. Ο τελευταίος έβρισκε διέξοδο από τα οικονομικά του προβλήματα στον στρατό, επιδιώκοντας τα λάφυρα μετά από μια μεγάλη νίκη, και κατατασσόταν οικειοθελώς σε όποιον στρατό συγκροτούσαν οι εκάστοτε ύπατοι από τους πρώτους. Αν και δεν ήταν ο κορυφαίος πολεμιστής, ήταν ανδρείος και σκληραγωγημένος και είχε τον σεβα27


Νίκος Μπατσιούλας

σμό των ανωτέρων του, ενώ από όσους τον ήξεραν θεωρείτο τυχερός, αφού σε όλες τις μάχες που είχε συμμετάσχει ο ρωμαϊκός στρατός είχε βγει νικητής. Πράγματι, είχε πάρει μέρος στην πολιορκία του Αγγριγγέντουμ1 και τη μεγάλη μάχη που ακολούθησε, όπου οι Ρωμαίοι είχαν κερδίσει τους Καρχηδόνιους και εν τέλει είχαν καταλάβει την πόλη, και στη μεγάλη ναυμαχία στο ακρωτήρι Έκνομους, όπου πάλι οι Ρωμαίοι είχαν θριαμβεύσει επί των ιδίων εχθρών. Τα λάφυρα που έφερε πίσω από το Αγγριγγέντουμ και οι διηγήσεις από τη ναυμαχία άλλαξαν για πάντα τη ζωή και τις βλέψεις του νεαρού τότε Σέξτου. Το Αγγριγγέντουμ ήταν ελληνική πόλη στη Σικελία και είχε τότε συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους, στον πρώτο τους μεγάλο πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων. Μετά από πολιορκία και σκληρή μάχη οι λεγεώνες μπήκαν νικηφόρα στην πόλη, την οποία κατέκαψαν και πούλησαν ολόκληρο τον πληθυσμό της σκλάβους. Μέσα σε όσα κατάφερε να αρπάξει ο Μάνιος ήταν και δύο ξεχωριστά αντικείμενα, που ήταν και τα μόνα που δεν πούλησε για να πληρώσει τους πιστωτές του. Το ένα ήταν ένας μικρός ορειχάλκινος κρατήρας, περίπου ένα πόδι2 ψηλός, που παρίστανε τον θεό Διόνυσο των Ελλήνων να ξεκουράζεται πλάι στη γυναίκα του Αριάδνη, μετά την ερωτική τους πράξη, περιτριγυρισμένοι από την ακολουθία του θεού, τις Μαινάδες. Το δεύτερο ήταν ένα λεπτεπίλεπτο χρυσό διάδημα με τη μορφή ανθισμένων άνθεων, μια μίξη χρυσού, σμάλτου και γυαλιού. Φυσικά ο κρατήρας από το Αγγριγγέντουμ δεν συγκρινόταν με τίποτα με αυτούς 1 2

Αγγριγγέντουμ: Ακράγαντας. 1 ρωμαϊκό πόδι: περίπου 29,3 εκατοστά. 28


Ρώμη, Μάρκιος

που είχαν στο σπίτι τους αλλά ούτε και με όσους άλλους υπήρχαν στην αγορά ή σε σπίτια φίλων της οικογενείας, ενώ το διάδημα αποτελούσε το τελειότερο πράγμα που είχε δει ποτέ ο Σέξτος. Από τη στιγμή που τα αντίκρυσε και τα έπιασε κατάλαβε ότι η δύναμη και ο πλούτος της τέχνης αυτής ήταν απεριόριστα και ότι αυτή βρισκόταν ανεξερεύνητη από τους Ρωμαίους στην ανατολή, στις δωρικές, αχαϊκές, ιωνικές και μακεδονικές πόλεις. Από τις διηγήσεις του πατέρα του από τη μεγάλη ναυμαχία στο ακρωτήρι Έκνομους, ξανά εναντίον των θαλασσοκρατόρων Καρχηδονίων, απέκτησε μια ιδιαίτερη αγάπη προς τη θάλασσα, όχι τόσο ως προς το ίδιο το ταξίδι πάνω σε αυτή, όσο ως μέσον για την επίτευξη των ολοένα αυξανόμενων φιλοδοξιών του. Η τύχη του Μάνιου τον εγκατέλειψε το 499 από την ίδρυση της Ρώμης, τη χρονιά που ύπατοι ήταν ο Νομπιλίορ και ο Πάουλλος3. Τότε οι Ρωμαίοι, που συνέχιζαν να μάχονται τους Καρχηδόνιους κοντά στα δέκα χρόνια, αποφάσισαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αφρική. Σίγουροι ότι το κατά πολύ ανώτερο πεζικό τους δεν θα είχε πρόβλημα με τον καρχηδονιακό στρατό, κατέβασαν στην Τύνιδα περίπου δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες και πεντακόσιους ιππείς υπό την ηγεσία του Μάρκου Ατίλιου Ρέγκουλου. Ο Μάνιος ήταν ένας από αυτούς, δεν θα μπορούσε να λείπει άλλωστε από μια μάχη που αν κερδιζόταν θα του απέφερε λάφυρα από τη φημισμένη και πλούσια Καρχηδόνα. Όμως οι Ρωμαίοι δεν είχαν υπολογίσει σε έναν μισθοφόρο από τη Σπάρτη, τον Ξάνθιππο. Οι Καρχηδόνιοι βλέποντας ότι δεν είχαν τύχη απέναντι στο ρωμαϊκό πεζικό, αποφάσισαν να στραφούν στη 3

255 π.Χ. 29


Νίκος Μπατσιούλας

βοήθεια της πιο φημισμένης πολεμικής σχολής και τον έκαναν στρατηγό τους. Ο Ξάνθιππος έκανε κάτι που οι Καρχηδόνιοι φοβούνταν να κάνουν όλα αυτά τα χρόνια: μάχη σε ανοιχτό πεδίο. Οι Ρωμαίοι θεώρησαν ότι έκανε λάθος, αφού το πεζικό τους θα μπορούσε εύκολα να αναπτυχθεί, και θεωρούσαν τη νίκη τους δεδομένη. Όμως ο Ξάνθιππος είχε καταλάβει κάτι που ούτε οι Ρωμαίοι αλλά ούτε και οι ίδιοι οι Καρχηδόνιοι είχαν αντιληφθεί. Η δύναμη του καρχηδονιακού στρατού ήταν το ιππικό τους, και πολύ περισσότερο οι τρομεροί πολεμικοί ελέφαντες. Και αυτά για να δράσουν ήθελαν χώρο, που σε όλες τις προηγούμενες μάχες δεν είχαν. Τοποθέτησε τους εκατό του ελέφαντες μπροστά από το πεζικό του, μοίρασε τους τέσσερις χιλιάδες ιππείς του στις δύο πλευρές και ξεκίνησε τη μάχη. Το αποτέλεσμα ήταν η ολοκληρωτική ήττα των Ρωμαίων που έχασαν σχεδόν όλο το ιππικό τους και δώδεκα χιλιάδες άνδρες, ενώ ο Ρέγκουλος, παλιότερα ύπατος της Ρώμης, πιάστηκε αιχμάλωτος. Μαζί με αυτή τη μάχη, οι Ρωμαίοι έχασαν και κάθε ελπίδα να τελειώσουν τον πόλεμο σε αφρικανικό έδαφος. Ο Μάνιος δεν γύρισε ποτέ. Σύμφωνα με τους ρωμαϊκούς νόμους, εφόσον κάποιος δεν γυρνούσε από τον πόλεμο σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα θεωρείτο νεκρός και ανοιγόταν η διαθήκη του. Ο διάδοχος στην αρχηγία της οικογένειας ήταν ο θείος του Σέξτου, ο Βίμπιος, μικρότερος αδερφός του πατέρα του, αφού τόσο ο Σέξτος όσο και ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν ακόμα ανήλικοι, κάτω των δεκαέξι ετών. Ο Σέξτος ήταν δεκατριών, και ο αδερφός του έναν χρόνο μεγαλύτερος. Ο Βίμπιος ήταν άξιος συνεχιστής της μακράς παράδοσης των Σικινίων, που από την εποχή του 30


Ρώμη, Μάρκιος

Τίτου Σικίνιου Σαμπίνου, του τελευταίου ύπατου της οικογενείας, δεν είχαν κάνει τίποτα για να διακριθούν. Ακόμη, δεν είχε καν αυτή τη σπίθα τυχοδιωκτισμού του Μάνιου, αφού δεν έβρισκε τίποτα χρήσιμο και ενδιαφέρον στον πόλεμο και έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να μην επιστρατευτεί. Η οικονομική κατάσταση των Σικινίων ήταν πολύ άσχημη πολύ πριν ο Μάνιος φύγει για την εκστρατεία και ο Βίμπιος φαινόταν και ήταν ανίκανος να κάνει οποιαδήποτε κίνηση για να τη βελτιώσει. Μετά από δύο χρόνια ανέχειας είχε καταφέρει να συρρικνώσει την περιουσία της οικογένειας στο ελάχιστο και είχε πουλήσει τα περισσότερα κτήματα και αντικείμενα που είχε συγκεντρώσει ο Μάνιος, μεταξύ των οποίων και τον κρατήρα και το διάδημα από το Αγγριγγέντουμ. Ο Σέξτος και ο αδερφός του ήταν εξοργισμένοι και πλέον δούλευαν στα λιγοστά τους χωράφια σαν σκλάβοι του Βίμπιου, αλλά οι νόμοι της Ρώμης, ως γνωστόν, είναι σαφέστατοι: ο αρχηγός της φαμίλιας έχει απόλυτο δικαίωμα πάνω σε όλα τα μέλη και όλες οι αποφάσεις του πρέπει να εκτελούνται. Ακριβώς αυτά τα δικαιώματα άσκησε ο Βίμπιος, όταν λίγο μετά την ενηλικίωση του αδερφού του Σέξτου τον πούλησε σκλάβο για να μπορέσει να εξοφλήσει κάποιους από τους πιστωτές του. Αν και ο Βίμπιος δεν έκανε κάτι ασυνήθιστο, αφού οι Ρωμαίοι έχουν αυτό το δικαίωμα με νόμο για αιώνες, από τον ιδρυτή της πόλης Ρωμύλο, ο Σέξτος δεν του το συγχώρεσε, αλλά παράλληλα ήξερε πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να έφτανε και η δική του σειρά. Η επίσημη εκδοχή για τον θάνατο του Βίμπιου είναι ότι ένα βράδυ μέθυσε τόσο πολύ που πνίγηκε στον ίδιο 31


Νίκος Μπατσιούλας

του τον εμετό. Το γεγονός ξένισε όσους τον συναναστρέφονταν, αφού παρά τα ελαττώματά του δεν έπινε σχεδόν ποτέ τόσο όσο να μεθύσει και ιδιαίτερα στο σπίτι του, ενώ όλα ήταν πολύ βολικά για τον Σέξτο που θα ενηλικιωνόταν σε λιγότερο από έναν μήνα. Παρά τους διάφορους ψίθυρους που ακούστηκαν κανένας δεν κατηγόρησε κανέναν, αφού ο Βίμπιος δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έλειπε από οποιονδήποτε. Εκτός φυσικά από τους πιστωτές του οι οποίοι έβλεπαν πλέον όλες τις ελπίδες τους για να πάρουν τα χρήματά τους πίσω να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του νεαρού διαδόχου. Ο Σέξτος βρέθηκε επομένως στα δεκαέξι του χρόνια να είναι ο πάτερ φαμίλιας των Σικινίων. Από εκείνη τη στιγμή απέκτησε και το προσωνύμιο που θα τον χαρακτήριζε στην υπόλοιπή του ζωή, το Πατέρκουλος, αυτός που έγινε αρχηγός της οικογένειάς του πολύ νέος. Τα μόνα του υπάρχοντα ήταν το σπίτι της φαμίλιας στη Ρώμη και δύο κτήματα λίγο έξω από αυτή, τα οποία δεν ήταν και ό,τι καλύτερο διέθετε η πεδιάδα, καθώς και ο ξεφτισμένος του τίτλος του πατρίκιου, που δεν υπολόγιζε κανένας, αφού όλη η Ρώμη γνώριζε το είδος των ανδρών που έβγαζαν οι Σικίνιοι. Στο σπίτι έμενε όλη η φαμίλια, που είχε και αυτή συρρικνωθεί και απαρτιζόταν από τον ίδιο, τη μάνα του, τη μικρότερη κατά τέσσερα χρόνια αδερφή του και τη γυναίκα του Βίμπιου με τα δύο τους παιδιά, ένα αγόρι στα δώδεκα και ένα κορίτσι που κόντευε στα δεκατέσσερα. Ούτε σκλάβος, ούτε υπηρέτης. Από τους πελάτες4 της φατρίας πίστευε ότι μπορούσε να 4 Πελάτες μιας ρωμαϊκής οικογένειας πατρικίων ήταν οικογένειες πληβείων που παραδοσιακά ακολουθούσαν και στήριζαν τους πατρικίους αλλά και βοηθούνταν από αυτούς. 32


Ρώμη, Μάρκιος

υπολογίζει μόνο σε δύο ολιγομελείς οικογένειες οι οποίες τότε βοηθούσαν κυρίως στα κτήματά τους, πιο πολύ γιατί ήταν πιστοί στις παραδόσεις τους, παρά γιατί είχαν κάποιο όφελος από αυτά. Δύο μέρες μετά την ενηλικίωσή του, άρχισαν να καταφθάνουν στο σπίτι του οι πιστωτές του Βίμπιου, που πλέον ήταν και δικοί του. Όλοι τους τον είχαν δει στις διάφορες επισκέψεις τους στο σπίτι, αλλά η εικόνα του μικρού άτολμου παιδιού, την οποία είχαν παλαιότερα, είχε τώρα αντικατασταθεί με αυτή ενός αγέρωχου και σοβαρού νέου. Ντυμένος με μια, φθηνή είναι η αλήθεια, λευκή τήβεννο και τα κόκκινα σανδάλια που έδειχναν ότι είναι πατρίκιος, τους περίμενε με σταθερό βλέμμα, που τους κοιτούσε κατάματα, και την απαιτούμενη ευγένεια. Ήταν μετρίου αναστήματος, αδύνατος, με κοντά σγουρά ξανθά μαλλιά. Δεν ήταν αυτό που θα έλεγε κάποιος Γανυμήδη και σίγουρα η μυτερή του μύτη και πηγούνι δεν βοηθούσαν. Όμως όσοι ήταν χρόνια στις αγορές και στα παζάρια, και οι πιστωτές του ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, μπορούσαν να διακρίνουν μέσα στα μαύρα του μάτια την αποφασιστικότητα, το θάρρος, την ενέργεια και τη φιλοδοξία του. Μετά από αρκετά παζάρια κατάφερε να πάρει μια πίστωση χρόνου, την οποία πλήρωσε με επιπλέον τόκους, ενώ κατάφερε από κάποιους να αποσπάσει ακόμα και κάποια μικρά νέα δάνεια. Στο τέλος όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Ο Σέξτος γιατί είχε κερδίσει τον χρόνο που επιζητούσε και οι πιστωτές του γιατί, εκτός του ότι είχαν πετύχει καλύτερους όρους, έβλεπαν έναν Σικίνιο που ίσως μπορούσε κάποτε να τους ξεχρεώσει. Μετά από τις συναντήσεις με τους πιστωτές του, ο Σέξτος έπρεπε να δράσει πολύ γρήγορα. Η πρώτη του 33


Νίκος Μπατσιούλας

κίνηση ήταν να πάρει τη γυναίκα του Βίμπιου και τον γιο του και να τους πουλήσει σκλάβους. Στη συνέχεια πήρε την κόρη του Βίμπιου και ξεκίνησε για το λιμάνι της Ανκόνας, στα ανατολικά της Ρώμης. Σύμφωνα με τις φήμες, το πρώτο πράγμα που έκανε εκεί ήταν να βρει το χειρότερο μπουρδέλο του λιμανιού και να τους την πουλήσει. Δεν γνωρίζω αν ήταν όντως το χειρότερο, αλλά σίγουρα ο Σέξτος με αυτόν τον τρόπο ξεφορτώθηκε ό,τι είχε σχέση με τον Βίμπιο και τη γενιά του, με καλό κέρδος μάλιστα, γιατί η νεαρή του ξαδέρφη ήταν παρθένα και φημολογείτο ότι διέθετε ιδιαίτερο κάλλος. Άλλωστε, σε αντίθεση με τους απογόνους του Μάνιου, αυτοί του Βίμπιου θεωρούνταν εξαιρετικής ομορφιάς, οπότε σίγουρα θα έπιασαν καλή τιμή. Ο Σέξτος φαίνεται ότι είχε επεξεργαστεί το σχέδιό του πολύ καιρό, ή τουλάχιστον ένα μέρος αυτού. Αντί να πάει στο κεντρικό λιμάνι της Ρώμης, την Όστια, αποφάσισε να διανύσει εκατόν ενενήντα στάδια5 για να ξεκινήσει τη νέα του ζωή από το ελληνικό λιμάνι της Ανκόνας. Βέβαια, από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να δοκιμάσει την τύχη του σε ελληνικό λιμάνι, θα μπορούσε να κινηθεί νοτιότερα προς το Μπρουντίζιουμ, που είναι και πιο κοντά στην Ελλάδα. Ίσως η μεγαλύτερη απόσταση που έπρεπε να διανύσει, ίσως το ότι είχε καταληφθεί από τους Ρωμαίους μερικά χρόνια πριν, κανείς δεν ξέρει τι τον ώθησε στην Ανκόνα που ήταν αποικία των Συρακουσών και το όνομά της προέρχεται από το ακρωτήρι στα νότια της που μοιάζει με αγκώνα και που ουσιαστικά είναι και η μόνη προστασία του λιμανιού της. Παρά το γεγονός ότι η πόλη είχε αποδεχθεί τη ρωμαϊκή ηγε5

280 χλμ. 34


Ρώμη, Μάρκιος

μονία για τριάντα περίπου χρόνια, οι Ρωμαίοι, καταλαβαίνοντας τη σπουδαιότητα του λιμανιού, την άφησαν να διατηρήσει την ελληνική γλώσσα ως επίσημη και να εκδίδει δικό της νόμισμα. Η επιρροή των ελληνικών λαφύρων του Μάνιου, του κρατήρα και του διαδήματος, φαίνεται ότι ήταν ακατάβλητη στο μυαλό του Σέξτου και η ιδέα που του έτρωγε τα σωθικά όλον αυτόν τον καιρό ήταν να μπορέσει να εμπορευθεί αντίστοιχης ποιότητας και κάλλους έργα απ’ ευθείας με κάποιο εργαστήρι ελληνικής πόλης. Εκείνο όμως το σημείο ήταν και το μέρος του σχεδίου που δεν μπορούσε να ελέγξει. Δεν ήξερε καθόλου ελληνικά, δεν ήξερε τίποτα από πλοία ή εμπόριο, ούτε σε ποια ελληνική πόλη έπρεπε να πάει, ούτε τι να εμπορευθεί, ενώ αυτή ήταν η πρώτη φορά που έφευγε μακριά από τη Ρώμη. Ακόμη, μολονότι είχε μαζέψει ένα καλό ποσό από τους πιστωτές του και από την πώληση των παιδιών και της γυναίκας του Βίμπιου, δεν ήξερε αν αυτό ήταν αρκετό. Άρχισε να περιδιαβαίνει άσκοπα στα σοκάκια της πόλης, με την απογοήτευση να αρχίζει να τον κυριεύει. Μετά από κάποια ώρα, έφτασε σε μια μικρή πλατεία που τη στόλιζε μια περίτεχνη κρήνη. Είχε διψάσει. Την ώρα που έσκυβε να πιει νερό, με την άκρη του ματιού του είδε έναν ναό. Δεν πρόλαβε να βάλει μια γουλιά στο στόμα του και τινάχτηκε προς τα πίσω. Είχε βλασφημήσει! Όλες αυτές τις μέρες, εκτός από τα τυπικά της ανάδειξής του σε αρχηγό της οικογενείας, δεν είχε κάνει ούτε μια δέηση, μια σπονδή ή έστω μια προσευχή στους θεούς. Αποφάσισε να μπει στον ναό μπροστά του. Όμως πώς θα μπορούσε να προσευχηθεί σε ξένους, ελληνικούς θεούς, και όχι στους δικούς του; «Αν ο Θεός θέλει να σε 35


Νίκος Μπατσιούλας

βοηθήσει, τότε είναι ο ίδιος παντού, με όποιο όνομα και αν τον φωνάζεις» σκέφτηκε. Ήταν μια φράση που θα επαναλάμβανε συνέχεια από τότε. Προχώρησε με σταθερό βήμα προς τον ναό, ανέβηκε τα πέντε σκαλιά μέχρι να φτάσει στους κίονες που τον περιστοίχιζαν και πέρασε στον πρόναο, ο οποίος ήταν ζωγραφισμένος με απαλό μπλε χρώμα, δίνοντάς σου την αίσθηση ότι ήσουν στον ουρανό. Ο Σέξτος, παρότι εντυπωσιάστηκε για ακόμη μια φορά, προτίμησε να περάσει στον κυρίως ναό, από το να καθίσει και να χαζέψει τον χώρο όπου βρισκόταν. Έπρεπε να εξιλεωθεί για τη βλασφημία του όσο πιο γρήγορα. Μέσα υπήρχε το άγαλμα μιας θεάς. Ήταν καθισμένη πάνω σε έναν βράχο σε σχήμα ανθρώπινου αγκώνα, με τα πόδια της να ακουμπάνε σε κύματα. Το αριστερό χέρι της θεάς ήταν ακουμπημένο στο αριστερό της πόδι, ενώ στο δεξί της κρατούσε ένα πλοίο. Το φόρεμά της ήταν βαμμένο πορφυρό και φορούσε ένα διάδημα ίδιο με τα τείχη μιας πόλης. «Πρέπει να είναι η θεά της πόλης» σιγομουρμούρισε ο Σέξτος και έσκυψε μπροστά στο άγαλμα. Δίπλα του έκαιγε θυμίαμα, προσφορά κάποιων πιστών, ενώ στα πόδια της θεάς ήταν απλωμένα διάφορα αγαθά, κυρίως φρούτα, λαχανικά, δημητριακά αλλά και υφάσματα, επίσης προσφορές. Ο Σέξτος τότε συνειδητοποίησε ότι δεν είχε φέρει μαζί του καμία προσφορά, αλλά και ούτε ήξερε αν θα έπρεπε να φερθεί σύμφωνα με τα ρωμαϊκά έθιμα ή αν έπρεπε να ακολουθήσει κάποιο άλλο τελετουργικό. Κοίταξε γύρω του, δεν ήταν κανένας. Αποφάσισε να κάνει ό,τι νόμιζε σωστό. Έτσι όπως ήταν πεσμένος στα γόνατα, άρχισε να λέει μια προσευχή στη γλώσσα του και να παρακαλεί την «άγνωστη» θεά να τον 36


Ρώμη, Μάρκιος

συγχωρήσει για την ασέβειά του και την ύβρη που διέπραξε και να μεσολαβήσει στους υπόλοιπους θεούς για να τον συγχωρήσουν και αυτοί. Συνέχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια λόγια για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή σταμάτησε και ξεκίνησε να παρακαλεί τη θεά να τον βοηθήσει στις μελλοντικές αποφάσεις του και στο νέο του εγχείρημα. Μόλις θεώρησε ότι είχε προσευχηθεί αρκετά έβαλε το χέρι του στο πουγκί του, έπιασε μερικά νομίσματα και, χωρίς να τα μετρήσει, τα άφησε μαζί με τις υπόλοιπες προσφορές. Σηκώθηκε ξαλαφρωμένος και βγήκε από τον ναό με διαφορετική διάθεση, είχε αρχίσει να πιστεύει ξανά στο σχέδιό του. Ήταν μεσημέρι και είχε αρχίσει να πεινάει. Κατέβηκε προς το λιμάνι και την αγορά της πόλης, όλο και κάτι θα έβρισκε εκεί. Προχωρώντας είδε στα αριστερά του ένα σκλαβοπάζαρο. Σταμάτησε και άρχισε να χαζεύει. Ήταν η ώρα που τελείωνε και ο κόσμος είχε αρχίσει να φεύγει, ενώ μόνο πέντε ή έξι σκλάβοι ήταν στην πλατφόρμα. «Οι πιο σκάρτοι» σκέφτηκε. Όντως, ήταν τρεις γέροι, γύρω στα πενήντα, μάλλον από τη Γαλατία, ένα κορίτσι κοντά στα πέντε, που μάλλον θα το είχαν χωρίσει από τη μάνα του γιατί μυξόκλαιγε όση ώρα τους κοίταγε, και ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, ίσως Έλληνας. Πλησίασε τον άνδρα με περιέργεια, για να δει το ελάττωμα που τον είχε κρατήσει ακόμα στην πλατφόρμα. Στεκόταν γυμνός, με τα χέρια στο πλάι και με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν ήταν ιδιαίτερα γυμνασμένος για να πεις ότι ήταν πολεμιστής και πρέπει να ήταν στο ίδιο ύψος με τον Σέξτο, ο οποίος είχε πλησιάσει αρκετά και παρατηρούσε τον σκλάβο από τη δεξιά του πλευρά. Τα πυκνά μαύρα του μαλλιά και γένια έκρυβαν το πρόσωπό 37


Νίκος Μπατσιούλας

του, όχι όμως τόσο ώστε να μη φαίνεται η ταλαιπωρία και η κούρασή του. Τα μάτια του ήταν κλειστά και, έτσι όπως είχε γύρει το κεφάλι του προς τα εμπρός, νόμιζες πως θα πέσει. Ο Σέξτος μετακινήθηκε προς τα δεξιά για να κοιτάξει τον σκλάβο από μπροστά, ενώ ο δουλέμπορος τον παρατηρούσε από την άκρη της πλατφόρμας. Η ματιά του Σέξτου έπεσε πρώτα πάνω στην επιγραφή που ήταν κρεμασμένη πάνω στον άμοιρο αυτό, η οποία ήταν στα ελληνικά και δεν την κατάλαβε, και στη συνέχεια πρόσεξε το αριστερό του χέρι που ήταν κομμένο από τον καρπό. Το τραύμα δεν φαινόταν ακόμα να έχει επουλωθεί, άρα πρέπει να ήταν πρόσφατο. «Άχρηστος» σκέφτηκε ο Σέξτος και κίνησε να φύγει. «Τριακόσια δηνάρια» άκουσε πίσω του στα λατινικά. Γύρισε να δει ποιος μίλησε. Ήταν ο δουλέμπορος. «Τριακόσια δηνάρια μικρέ αφέντη, ειδική τιμή για εσάς» επανέλαβε ο δουλέμπορος κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Αυτός είναι ετοιμοθάνατος, δεν αξίζει ούτε πέντε ασσάρια6» αποκρίθηκε ο Σέξτος και έκανε πάλι την κίνηση να φύγει. «Άρχοντά μου, είμαι σίγουρος πως με ένα καλό πιάτο φαΐ και λίγη ξεκούραση, αυτός ο σκλάβος θα κάνει όσο για δύο». «Και τότε γιατί δεν τον ταΐζεις και δεν τον ποτίζεις μόνος σου να διπλασιάσεις και την τιμή του;» ρώτησε ειρωνικά ο Σέξτος. «Δεν βλέπεις ότι δεν έχει καν χέρι; Τι δουλειά μπορεί να κάνει;» «Συγχώρεσέ με μικρέ αφέντη, αλλά μάλλον δεν ξέ6 Ασσάριο: Χάλκινο νόμισμα, το μικρότερο σε αξία. 1 δηνάριο ήταν 10 ασσάρια. 38


Ρώμη, Μάρκιος

ρεις ελληνικά και δεν διάβασες την επιγραφή του. Αυτός ο Σικυώνιος μπορεί να μιλάει και να γράφει, εκτός από τα ελληνικά που είναι η γλώσσα του, και στα λατινικά αλλά και τα φοινικικά» είπε ο δουλέμπορος και συνέχισε: «Είμαι σίγουρος ότι ένας σκλάβος σαν αυτόν θα ήταν πολύ χρήσιμος σε έναν νεαρό πατρίκιο όπως εσείς» προφέροντας τη λέξη «πατρίκιος» λίγο τονισμένα. Ο Σέξτος ενοχλήθηκε από τον τόνο του δουλέμπορου αλλά κατάλαβε ότι μόνο τα κόκκινα σανδάλια που φόραγε και τα χρήματα που είχε δεν έφταναν για να πετύχει. Αν ξεκινούσε εμπόριο με τους Έλληνες εκείνη τη στιγμή και χωρίς κάποια βοήθεια, το μικρότερο κακό που θα πάθαινε ήταν να χάσει ό,τι είχε και δεν είχε και το μεγαλύτερο να καταλήξει νεκρός στον πάτο κάποιου λιμανιού ή ζωντανός πάνω σε μια πλατφόρμα, όπως αυτός ο δύσμοιρος μπροστά του. Ακόμη κατάλαβε ότι η άγνοιά του ήταν μεγαλύτερη από όσο νόμιζε, δεν ήξερε καν τι είναι η Σικυώνα, και το χειρότερο ότι το είχε καταλάβει και ο δουλέμπορος. «Ρώτησέ τον πώς τον λένε και τι δουλειά έκανε». «Με λένε Φίλωνα και ήμουν έμπορος από τη Σικυώνα» αποκρίθηκε ο σκλάβος σε τέλεια λατινικά απ’ ευθείας στον Σέξτο. Ο δουλέμπορος κοκκίνησε από τον θυμό του και έριξε μια με το μαστίγιό του στο πόδι του Φίλωνα. «Σκάσε σκύλε!» ούρλιαξε. «Θα μιλάς μόνο όταν σου λέω εγώ! Συγγνώμη αφέντη μου» συμπλήρωσε και γύρισε προς τον Σέξτο με ένα χαμόγελο που προσπαθούσε με κόπο να κρύψει τον θυμό του. Ο Σέξτος συνέχιζε να κοιτάει τον σκλάβο. Σίγουρα θα του ήταν χρήσιμος ένας σκλάβος με τέτοια προσόντα, αν 39


Νίκος Μπατσιούλας

έμενε ζωντανός βεβαίως. Επίσης δεν φόραγε στο κεφάλι του το πίλεϊ7, πράγμα που σήμαινε ότι ο έμπορος έλεγε την αλήθεια. Εκτός βέβαια αν οι Έλληνες δεν είχαν τις ίδιες συνήθειες με τους Ρωμαίους. «Σου δίνω εκατό δηνάρια» είπε ο Σέξτος. «Είναι λειψός και δεν ξέρει τη θέση του. Άσε που δεν νομίζω να ζήσει και πολύ». Ο δουλέμπορος άρχισε να χτυπιέται και να διαμαρτύρεται ότι ο Σέξτος τον κλέβει με τέτοια προσφορά, ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο το παζάρι για την τιμή του σκλάβου. Στο τέλος, με εκατόν πενήντα δηνάρια, ο Φίλωνας κατέβηκε από την πλατφόρμα, φόρεσε έναν άθλιο χιτώνα και στάθηκε πίσω από τον Σέξτο. Κρατιόταν όρθιος μετά βίας και ο Σέξτος αμέσως αισθάνθηκε ότι μόλις είχε πετάξει τα χρήματά του. Ήταν όμως ήδη αργά. «Είμαι ο Σέξτος Σικίνιος Πατέρκουλος. Πάμε» είπε και, χωρίς να γυρίσει να δει τον νέο του σκλάβο, ξεκίνησε. Ο Φίλωνας άρχισε και αυτός να ακολουθεί με αργούς ρυθμούς, σέρνοντας τα πόδια του. Ήδη στα πρώτα είκοσι βήματα και ενώ ο Σέξτος είχε ήδη προχωρήσει αρκετά, άρχισε να παραπατάει και στο τέλος πήγε στην άκρη του δρόμου και γονάτισε στο χώμα αποκαμωμένος. Ο Σέξτος είχε προχωρήσει λίγο ακόμα, όταν αισθάνθηκε ότι κανένας δεν τον ακολουθούσε. Γύρισε μεμιάς και κατευθύνθηκε οργισμένος προς τον Φίλωνα. Έφτασε από πάνω του, σήκωσε επιθετικά το χέρι του αλλά, πριν προλάβει να πει ή να κάνει οτιδήποτε, ο Φίλωνας γύρισε το κεφάλι του και με σταθερή και αποφασισμένη φωνή μίλησε: 7 Pillei: ειδικό καπέλο που φόραγαν οι Ρωμαίοι στους σκλάβους των οποίων τα προσόντα δεν μπορούσαν να εγγυηθούν. 40


Ρώμη, Μάρκιος

«Νέε μου αφέντη, παλιότερα είχα πολλούς σκλάβους στην κατοχή μου, αλλά όπως φαίνεται εσύ δεν είχες. Ξέρω ότι ζω χάρη σε εσένα και αν ήθελες απλώς να πετάξεις εκατόν πενήντα δηνάρια για να με δεις να πεθαίνω σε αυτόν τον βρομερό δρόμο, δικαίωμά σου. Αν όχι, θα πρέπει να φροντίσεις την ιδιοκτησία σου για να σου αποδώσει, θα πρέπει να μου δώσεις νερό να ξεδιψάσω και φαΐ να στηλωθώ για να μπορέσω και εγώ να σου φανώ χρήσιμος». Ο Σέξτος έμεινε με το χέρι να αιωρείται. Μόλις είχε πάρει το πρώτο του μάθημα. «Εντάξει λοιπόν» είπε με έναν απροσδιόριστο μορφασμό. «Θα φας και θα πιείς». «Και εγώ κάποτε είχα έναν σκύλο αφέντη μου, και όταν του έμαθα να μην τρώει και να μην πίνει ψόφησε…» απάντησε ο Φίλωνας και πριν προλάβει ο Σέξτος να απαντήσει συνέχισε: «Από ό,τι κατάλαβα δεν ξέρεις καθόλου ελληνικά… Πάμε σε αυτήν εκεί την ταβέρνα να φάμε και να μου πεις τι δουλειά έχει ένας μορφονιός σαν εσένα εδώ πέρα… αφέντη». Πήγαν για φαγητό στην ταβέρνα που υπέδειξε ο Φίλωνας. Ο Σέξτος έκατσε στο τραπέζι και ο Φίλωνας ανέλαβε να παραγγείλει και έκατσε στο πάτωμα δίπλα του. Αφού έφαγαν, ο μεν Σέξτος με πολύ όρεξη και ο Φίλωνας σαν ζώο, πήγαν σε μια διπλανή κρήνη όπου έκατσαν σαν δύο καλοί φίλοι. «Είπες ότι ήσουν έμπορος» ξεκίνησε την κουβέντα ο Σέξτος. «Ναι, έτσι είναι. Κατάγομαι από τη Σικυώνα, γνωρίζεις πού βρίσκεται;» Ο Σέξτος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. 41


Νίκος Μπατσιούλας

«Είναι μια παλιά και ένδοξη πόλη μεταξύ της Κορίνθου και της Αχαΐας, στο νότιο μέρος της Ελλάδας» είπε με περηφάνεια και μελαγχολία. «Η οικογένειά μου αποτελείτο από τους γονείς μου και τη γυναίκα μου, με την οποία ήμουν δεκαπέντε χρόνια παντρεμένος. Ο πατέρας μου, όπως και ο πατέρας του και άλλες τρεις γενιές πριν ήταν όλοι έμποροι». «Παιδιά έχεις;» διέκοψε ο νεαρός Ρωμαίος. Ο Φίλωνας χαμήλωσε τα μάτια και με ένα αίσθημα ντροπής αποκρίθηκε: «Όχι…» «Ούτε με κάποια σκλάβα;» συνέχισε να επιμένει ο Σέξτος. «Ούτε…» «Τέλος πάντων, συνέχισε». «Με τον πατέρα μου είχαμε τέσσερα πλοία που ξεκινούσαν φορτωμένα με το φημισμένο λάδι και το εξαιρετικό κρασί της περιοχής, με προορισμό τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, την Κρήτη και την Καρχηδόνα. Στη συνέχεια, ανάλογα με τη διαδρομή, αφού πουλούσαν το αρχικό εμπόρευμα, αγόραζαν τοπικά αγαθά και συνέχιζαν για το επόμενο λιμάνι, συνεχίζοντας αυτή τη διαδικασία έως ότου επέστρεφαν στη βάση τους στο τέλος της περιόδου ναυσιπλοΐας. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά και ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό που είχαμε αναπτύξει πολύ καλές φιλικές σχέσεις με τον τύραννο της πόλης, τον Αβαντίδα. Ο πατέρας μου τον γνώριζε από παλιά και είχαμε κοιτάξει να επωφεληθούμε της γνωριμίας για να βοηθήσουμε τις δουλειές μας. Όμως ένα μήνα πριν, τα πάντα ανατράπηκαν στην πόλη, όταν ξέσπασαν ταραχές και οι κάτοικοι της πόλης ξεσηκώθηκαν». 42


Ρώμη, Μάρκιος

Ο Φίλωνας έκανε μια μικρή παύση, ενώ τα μάτια του είχαν βουρκώσει. «Δεν είχατε καταλάβει τίποτα;» ρώτησε ο Σέξτος. «Όχι, η επανάσταση ήταν πολύ καλά οργανωμένη, τίποτα δεν έδειχνε ότι ο Αβαντίδας θα έχανε την εξουσία. Λογικό, αν σκεφτείς ότι τον τύραννο δολοφόνησε ο ίδιος του ο πατέρας, ο Πασέας, που ανέλαβε νέος άρχοντας της πόλης». «Μικρό το κακό, θα έλεγε κάποιος» διέκοψε ο Σέξτος. «Με τον πατέρα του δεν γνωριζόσασταν; Φαντάζομαι θα είχατε βρεθεί πολλές φορές». «Σε συμπόσια, αγώνες, πολλές φορές» συνέχισε ο Φίλωνας. «Όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν μας συμπαθούσε και τόσο, ή καλύτερα είχε πιο στενές σχέσεις με κάποιους από τους ανταγωνιστές μας που βρήκαν την ευκαιρία να μας βγάλουν εκτός αγοράς μια και καλή. Όσο για τον νέο τύραννο, θα μπορούσε να δημεύσει την περιουσία μας, που ήταν από τις πιο μεγάλες στην πόλη, επομένως θα ήταν όλοι τους κερδισμένοι. Ήταν μια εξέλιξη που δεν είχαμε προβλέψει με τον πατέρα μου. »Το απόγευμα που άρχισαν οι φασαρίες ήμασταν όλοι μαζί στο σπίτι μας. Αρπάξαμε κάποια πουγκιά με χρήματα αλλά την ώρα που βγαίναμε από το σπίτι με κατεύθυνση προς το λιμάνι, πέντε οπλισμένοι μας περίμεναν. Σπρώξαμε τις γυναίκες πίσω στο σπίτι, βγάλαμε από τις θήκες δύο μικρά εγχειρίδια και ξεκινήσαμε την άνιση μάχη μαζί με τον πατέρα μου». Ο Φίλωνας σταμάτησε τη διήγησή του και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Ο νεαρός Ρωμαίος περίμενε ευγενικά τον συνομιλητή του να ξαναβρεί την ψυχραιμία του. 43


Νίκος Μπατσιούλας

«Ο πατέρας μου έπεσε γρήγορα νεκρός από τα χτυπήματά τους, ενώ εγώ δέχθηκα μια σπαθιά στον καρπό μου» συνέχισε ο Φίλωνας ενώ κοιτούσε το κομμένο χέρι του. «Τρεις πιστοί σκλάβοι μου, που ήρθαν για βοήθεια, μου έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο για να ξεφύγω προς τον δρόμο και να χαθώ στα γύρω στενά που ήξερα καλά. Νόμιζα ότι με ακολουθούσαν και έκανα κάποιους κύκλους για να σιγουρευτώ ότι οι διώκτες μου με είχαν χάσει, έκοψα ένα κομμάτι από τον χιτώνα μου και έδεσα πρόχειρα το χέρι μου και γύρισα προς το σπίτι. Κρύφτηκα στο περιβόλι ενός γείτονα και παρατηρούσα τον όχλο, που διαδέχτηκε τους δολοφόνους, να λαφυραγωγεί το σπίτι μου. Είδα τους πιστούς μου σκλάβους νεκρούς δίπλα στον πατέρα μου και άκουγα τις φωνές της μάνας μου και της γυναίκας μου, οι οποίες μετατράπηκαν σε κραυγές μετά τη φωτιά που έβαλαν στο σπίτι. Τις έκαψαν ζωντανές» γύρισε προς τον Σέξτο με φωνή βραχνιασμένη από τη θλίψη. «Ήθελα να ορμήξω προς τα εκεί» συνέχισε πριν προλάβει να πει κάτι ο Ρωμαίος, «όμως συγκρατήθηκα. Έπρεπε να φύγω από την πόλη όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλιώς η τύχη μου ήταν σίγουρη. »Η Σικυώνα είναι χτισμένη στους πρόποδες ενός τριγωνικού οροπεδίου και έχει τείχη μόνο από τη μπροστινή πλευρά, αφού από την πίσω της προστατεύεται από το βουνό. Στην κατάσταση που ήμουν δεν θα κατόρθωνα να ξεφύγω από το βουνό, επομένως η μόνη διέξοδος που σκέφτηκα ήταν από τις κεντρικές πύλες της πόλης, οι οποίες λογικά θα φρουρούνταν. Με δάκρυα στα μάτια κατευθύνθηκα προς την πύλη που οδηγούσε στο λιμάνι. Εκεί επικρατούσε αναρχία, άλλοι γιόρταζαν την ανα44


Ρώμη, Μάρκιος

τροπή του τυράννου, άλλοι εξαγριωμένοι και οπλισμένοι με ρόπαλα και μαχαίρια έψαχναν να ικανοποιήσουν τον θυμό τους και άλλοι απλώς χάζευαν ή συζητούσαν. Οι περισσότεροι πάντως είχαν ήδη αρχίσει να πίνουν. Η είσοδος δεν φρουρείτο. Ακούμπησα σε έναν τοίχο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, για να σκεφτώ έναν τρόπο να περάσω. Εκείνη την ώρα πέρασε από δίπλα μου ένα κάρο με καλυμμένη την καρότσα του με μια προβιά. Ο οδηγός του ήταν ένας σκλάβος που το πρόσωπό του μου φαινόταν γνωστό, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ σε ποιόν ανήκε. Δεν ήξερα αν έπρεπε να εμπιστευθώ τη μνήμη μου ή να συνεχίσω να κρύβομαι όταν η προβιά ανασηκώθηκε κάπως και πρόβαλε το κεφάλι του γιατρού του Αβαντίδα. Ήμασταν μαζί στα περισσότερα συμπόσια του τυράννου και μας ένωνε βαθιά φιλία. »Ο γιατρός μου ψιθύρισε να μπω κάτω από την προβιά, όπου βρίσκονταν ακόμα η γυναίκα του και οι δύο κόρες του. Ήμουν τόσο εξαντλημένος που θεώρησα την πρόσκληση θείο δώρο. Με τρόπο χώθηκα στο κάρο. Το σχέδιο ήταν ότι ο νέος σκλάβος του γιατρού θα έλεγε ότι κουβαλούσε τους σκοτωμένους φίλους του τυράννου που πήγαινε να τους πετάξει στα αγρίμια έξω από την πόλη για να μην τη μολύνουν. Μόλις το άκουσα μετάνιωσα αμέσως αλλά δεν είχα δυνάμεις για να κάνω κάτι άλλο και ο σκλάβος είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία του προς την έξοδο». «Και πέτυχε αυτό το σχέδιο;» ρώτησε απορημένα ο Σέξτος που τον είχε συνεπάρει η αφήγηση. «Για να είμαι εδώ, ναι. Παραδόξως βέβαια, αλλά οι περισσότεροι που άκουγαν τα νέα έφτυναν πάνω στην προβιά ή κλώτσαγαν, ευτυχώς στα πλάγια του κάρου 45


Νίκος Μπατσιούλας

που ήταν αρκετά ψηλό. Ένας που ανασήκωσε το κάλυμμά μας είδε τον γιατρό που έκανε τον πεθαμένο και που ήταν γεμάτος με αίματα από την πληγή μου. Βλέπεις συνέχιζα να αιμοραγώ, παρά το δέσιμο που είχα κάνει στην πληγή μου και τους είχα λερώσει όλους όπως ήμασταν στριμωγμένοι. Έτσι ο ξένος που ήθελε να ελέγξει το περιεχόμενο του κάρου χαμογέλασε με ικανοποίηση και έφυγε. »Με αυτόν τον ριψοκίνδυνο τρόπο καταφέραμε να βγούμε από την πόλη. Όταν βρισκόμασταν αρκετά στάδια από την πόλη, και ενώ το σκοτάδι μας έκρυβε, βγήκαμε από τον δρόμο για να αποφασίσουμε πού θα πηγαίναμε. Το λιμάνι της πόλης βρισκόταν περίπου τρία μίλια μακριά, είχε δικά του τείχη και θα φυλασσόταν, αλλά το κυριότερο δεν ξέραμε την κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Επομένως η πιθανότητα να επιβιβαστούμε σε κάποιο από τα πλοία μου δεν υπήρχε, συν το γεγονός ότι η εποχή της ναυσιπλοΐας δεν είχε αρχίσει ακόμα και τα πληρώματα βρίσκονταν στα σπίτια τους. Η κοντινή Κόρινθος ήταν η επόμενη λύση, αλλά σίγουρα το πρωί οι άντρες του Πασέα θα μας προλάβαιναν, αφού ήμασταν αρκετά δυσκίνητοι. Ήμασταν απελπισμένοι. Στο μεταξύ ο σκλάβος, με εντολή του γιατρού, είχε ανάψει μια μικρή φωτιά και είχε ρίξει μέσα της τη λεπίδα του εγχειριδίου μου. Η πληγή μου χειροτέρευε και έπρεπε να την πυρακτώσουν». «Πόνεσες;» ρώτησε χαζά ο Σέξτος. Ο Φίλωνας έκλεισε απλώς τα μάτια και συνέχισε: «Ο σκλάβος μου έδωσε ένα κλαδί για να δαγκώσω και να μην ακουστεί η φωνή μου, με αγκάλιασε από πίσω, κλείνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος μου και 46


Ρώμη, Μάρκιος

πάνω από τα μπράτσα μου, ώστε να με κρατάει όσο πιο σταθερό, και ο γιατρός με μια γρήγορη κίνηση πέρασε την καυτή λεπίδα πάνω από την πληγή. Ο αφόρητος πόνος με έριξε σε λήθαργο. »Ξύπνησα από το ελαφρύ κούνημα του καραβιού. Νόμιζα πως όλα ήταν ένα κακό όνειρο και ότι βρισκόμουν σε ένα από τα πλοία μου. Ο πόνος στο χέρι με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήμουν στο αμπάρι ενός πλοίου, με τον γιατρό και αρκετούς άλλους, τους οποίους αναγνώριζα. Ήταν όλοι τους φίλοι και συνεργάτες του Αβαντίδα αλλά και δικοί μας. Ο γιατρός, περιχαρής, μου εξήγησε ότι ήμασταν σε ένα πλοίο με προορισμό τις Συρακούσες. Αφότου λιποθύμησα, πέρασε από δίπλα μας μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ήταν οι τωρινοί μας συνταξιδιώτες. Αρχηγός τους ήταν ο Τηλέμαχος ο γιος του Διοκλή, που ήταν πολύ στενός φίλος του Αβαντίδα, και πήγαιναν προς το λιμάνι. Σύμφωνα με τον Τηλέμαχο, οι άντρες του Πασέα προσπαθούσαν να επαναφέρουν την τάξη στην πόλη και είχαν λίγο χρόνο για να ξεφύγουν. Οι πύλες του λιμανιού ήταν κλειστές, αφού ο Πασέας είχε φροντίσει να διαφυλάξει τα πολύτιμα πλοία της πόλης από τις ταραχές, αλλά υπήρχε ένα πλοίο από τις Συρακούσες που έφυγε από το λιμάνι μόλις αυτές ξεκίνησαν και είχε αράξει σε μια μικρή παραλία όχι μακριά από αυτό. Θα μπορούσαμε με αυτό να ξεφύγουμε και να πάμε σε κάποιο ασφαλές λιμάνι, αρκεί να είχαμε τα ναύλα. ”Δεν ήξερα αν είχες χρήματα πάνω σου και πλήρωσα και τα δικά σου ναύλα, φίλε μου“ είπε περήφανα ο γιατρός που συνέχιζε να περιποιείται το τραύμα μου με όσα μέσα είχε. ”Έχεις γερή κράση“ συμπλήρωσε, κοιτάζοντας το κομμένο μου χέρι. 47


Νίκος Μπατσιούλας

»Ανασηκώθηκα όσο μπορούσα. Το χέρι μου με πέθαινε. Έριξα μια ματιά γύρω μου και αναρωτήθηκα αν ο φόβος όλων αυτών των ανθρώπων τους έκανε τόσο μωρούς ώστε να μη βλέπουν την αλήθεια. ”Και πού είναι ο Τηλέμαχος;” ρώτησα και όλοι σαν υπνωτισμένοι κοίταξαν γύρω τους. Κανένας δεν απάντησε. Ο Τηλέμαχος, φυσικά, δεν ήταν μαζί μας. ”Δεν αναρωτήθηκε κανένας σας πώς ο Τηλέμαχος ήξερε για αυτό το πλοίο;” ξεκίνησα να τους λέω οργισμένος. “Δεν νομίζω κανένας από εσάς να ήξερε ότι θα γίνουν όλα αυτά σήμερα; Ακόμα και αν γνώριζε για την επανάσταση, όπως φαίνεται ότι γνώριζε ο Τηλέμαχος, θα κατέβαινε στο λιμάνι, θα έβρισκε το πλοίο και θα ρίσκαρε να ανέβει τρία μίλια στην πόλη όπου μπορούσαν να τον σκοτώσουν;” ”Το έκανε για να βοηθήσει τους φίλους του“ είπε κάποιος από το βάθος του αμπαριού. “Είναι παγίδα και εσείς πέσατε μέσα σε αυτή. Δεν ήρθε κανένα πλοίο από τις Συρακούσες στο λιμάνι τις προηγούμενες μέρες και ακόμα και αν ερχόταν θα έπρεπε να ξεκινήσει από εκεί τουλάχιστον έναν μήνα πριν… και η εποχή της ναυσιπλοΐας αρχίζει σε περίπου έναν μήνα από τώρα”. Τα χαμόγελα έφυγαν και τα πρόσωπα όλων άρχισαν να σκυθρωπιάζουν. ”Από ό,τι φαίνεται” συνέχισα, ”ο καλός Πασέας αποφάσισε ότι δεν ήθελε να στείλει στην εξορία τους αντιπάλους του, όπως έκανε ο γιος του, αλλά στον Άδη. Και επειδή έπρεπε να κρατήσει την πόλη του και χρειαζόταν τους δικούς του εκεί, σκότωσε όσους μπόρεσε στη Σικυ48


Ρώμη, Μάρκιος

ώνα και για εμάς τους υπόλοιπους σκέφτηκε να μας πνίξει. Είμαστε ήδη νεκροί… Πόσες μέρες είμαστε εδώ;” »Οι υπόλοιποι άρχισαν να φωνάζουν, κανένας δεν απάντησε. Τότε τα λόγια μου δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Τρεις οπλισμένοι μπήκαν στο αμπάρι και με έναν βούρδουλα όρμησαν να μας χτυπάνε. Άρχισαν να μας ψάχνουν έναν-έναν και, αφού μας πήραν ό,τι πολύτιμο είχαμε, μας πέρασαν αλυσίδες. Μόνο τις δύο κόρες του γιατρού δεν έδεσαν, γιατί τις ανέβασαν πάνω στο κατάστρωμα μαζί τους… »Τελικά ήμασταν σε ένα πλοίο από την Κέρκυρα, με την οποία είχε στενές εμπορικές σχέσεις ένας ανταγωνιστής μου και στενός φίλος του Πασέα. Ωστόσο οι Κερκυραίοι έβαλαν πάνω από τη συμφωνία τους με τον νέο τύραννο τη φιλοχρηματία τους και, αντί να μας πετάξουν στη θάλασσα όπως περίμενα, αποφάσισαν ότι θα είχαν μεγαλύτερο κέρδος αν θα μας πουλούσαν σκλάβους. Επειδή είχαν συμφωνήσει ότι θα μας έπνιγαν όταν ήταν στα ανοιχτά, δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να μας πουλήσουν στην Κέρκυρα ή σε κάποια άλλη ελληνική πόλη κοντά στη Σικυώνα, μόνο πήγαν ως το νησί τους, φόρτωσαν και κάποια εμπορεύματα και έβαλαν πλώρη για την Ανκόνα. Οι Ρωμαίοι πάντα ήθελαν νέους σκλάβους και οι μορφωμένοι Έλληνες, όπως ήταν οι περισσότεροι εκεί, πάντα έπιαναν καλή τιμή». Ο Φίλωνας σταμάτησε την αφήγησή του, ενώ τα δάκρυα συνέχιζαν να κυλάνε στα μάγουλά του. Για λίγο ακολούθησε σιγή. Ο Σέξτος είχε βυθιστεί στις σκέψεις του. Από τη μια λυπήθηκε για την ατυχία αυτού του ανθρώπου και από την άλλη σκεφτόταν όλα τα μαθήματα που πήρε από μια μόνο αφήγηση, όπως ότι 49


Νίκος Μπατσιούλας

έπρεπε πάντα να έχει τα μάτια του και τα αυτιά του ανοιχτά, να έχει εναλλακτικά πλάνα για τα πάντα, ότι πολλές φορές κάποιος δεν είναι αυτός που δείχνει και άλλα τα οποία είχαν αρχίσει να στριφογυρίζουν στο μυαλό του. Πρώτος, τους έβγαλε από τις σκέψεις τους ο Φίλωνας. «Αφέντη, εξήγησέ μου. Τι κάνει ένας νεαρός φτωχός πατρίκιος σαν εσένα στην Ανκόνα; Σίγουρα δεν ήρθε για να αγοράσει σκλάβους» ρώτησε ο Φίλωνας και, βλέποντας την απορία του Σέξτου, συνέχισε δείχνοντας την τήβεννό του: «Μερικά πράγματα φαίνονται…» Ο Σέξτος άρχισε τότε να λέει την ιστορία του, από τις διηγήσεις του πατέρα του και τα ελληνικά λάφυρα ως το ταξίδι του στην πόλη. Ο Φίλωνας άκουγε όλο προσοχή. «Και πιστεύεις ότι αν φέρεις ελληνικούς κρατήρες, κύλικες και αμφορείς από την Ελλάδα θα πουληθούν στη Ρώμη;» έκανε στο τέλος δύσπιστα. «Όχι απλούς αμφορείς. Θα πρέπει να είναι εφάμιλλοι με αυτόν που είχε φέρει ο πατέρας μου. Τέτοια έργα δύσκολα βρίσκεις στη Ρώμη». Ο Φίλωνας έκανε μια γκριμάτσα, έκλεισε προς στιγμή τα μάτια του και γύρισε προς τον Σέξτο. «Αφέντη, συγχώρα με, αλλά δεν νομίζω ότι οι Ρωμαίοι μπορούν να εκτιμήσουν το κάλλος και την τέχνη όπως μπορούν οι Έλληνες. Χρόνια τώρα κάνω εμπορικές συναλλαγές μαζί σας, έτσι έμαθα και τη γλώσσα σας, και ενδιαφέρεστε περισσότερο για απτά πράγματα όπως λάδι, κρασί και σιτάρι. Δεν έχω δει ακόμα κανέναν να αγοράζει κάτι για την ομορφιά του αλλά για το περιεχόμενο… Όμως, εσύ είσαι ο αφέντης και εγώ θα κάνω όπως με προστάξεις». Ο Σέξτος είχε αρχίσει να θυμώνει, ωστόσο κατάλαβε 50


Ρώμη, Μάρκιος

ότι ο Φίλωνας είχε ένα δίκιο. Πριν προλάβει να πει κάτι, μίλησε ο Φίλωνας. «Πόσα χρήματα έχεις;» Μόλις άκουσε την απάντηση, χαμογέλασε και λίγο περιπαιχτικά είπε: «Αφέντη, το σχέδιό σου έχει κενά… Με αυτά τα χρήματα δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα. Δεν φτάνουν για να πας στην Ελλάδα, να αγοράσεις αυτά που θέλεις, να νοικιάσεις ένα πλοίο για να τα μεταφέρει και μετά να τα πας ως τη Ρώμη και να τα πουλήσεις. Μερικοί αμφορείς ή κύλικες, όπως αυτοί που μου περιέγραψες, κοστίζουν όσα χρήματα έχεις πάνω σου και παραπάνω». Ο Σέξτος ένιωθε πως η γη υποχωρούσε κάτω από τα πόδια του. Σκυθρώπιασε. «Έχω να σου προτείνω κάτι» συνέχισε ο Φίλωνας «και αν θέλεις το κάνουμε. Πρώτα είσαι ήδη αρκετά τυχερός που η εποχή της ναυσιπλοΐας δεν έχει λήξει. Προλαβαίνουμε ένα ταξίδι σε μια πόλη της δυτικής Ελλάδας και πίσω. »Το καλύτερο που θα μπορούσες να κάνεις είναι να πας σε μια ελληνική πόλη, έχοντας ήδη κάποιο εμπόρευμα που θα μπορούσες να πουλήσεις. Εδώ στην Ανκόνα, οι Συρακούσιοι έχουν στήσει ένα εξαιρετικό εργοστάσιο που παράγει πορφύρα της καλύτερης ποιότητας, ισάξια με αυτή της Τύρου. Μπορείς να νοικιάσεις ένα πλοίο ή ένα μέρος ενός πλοίου και να αγοράσεις από εδώ πορφύρα με σκοπό να την πουλήσεις σε μια ελληνική πόλη, θα πρότεινα την Κόρινθο και θα σου πω γιατί. Σίγουρα δεν θα είσαι ο μόνος που θα πουλάει πορφύρα, αλλά έχει ένα σίγουρο και καλό κέρδος. Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο επιλογές. Είτε αγοράζεις τα προϊόντα της πε51


Νίκος Μπατσιούλας

ριοχής, όπως κάνουν οι πιο πολλοί, ή… αγοράζεις τέχνη για τους Ρωμαίους…» «Πώς θα γίνει αυτό;» «Εδώ έρχεται η επιλογή της Κορίνθου. Είναι μεγάλη και πλούσια πόλη, οπότε λογικά δεν θα έχεις πρόβλημα να διαθέσεις το εμπόρευμα. Επίσης είναι κοντά στη Σικυώνα, την πόλη μου. Λίγο έξω από τα τείχη της, μένει ο Ξενοκράτης, ένας από τους καλύτερους γλύπτες και ζωγράφους που έχω δει. Τον γνωρίζω προσωπικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι φίλος μου αλλά ούτε και εχθρός μου. Όταν δεν δουλεύει στο σπίτι του απομονωμένος από τους υπόλοιπους, ή είναι σαν υπνωτισμένος ή απλώς παρατηρεί τα πάντα με μια αδιάκριτη ματιά. Μάλλον τους βλέπει όλους σαν μοντέλα για τα επόμενα έργα του. Είναι σίγουρα ο πιο παράξενος άνθρωπος που έχω δει. »Από τον Ξενοκράτη δεν θα πάρουμε γλυπτά, γιατί είναι ήδη γνωστός και ακριβός. Θα πάρουμε όμως πίνακες που είναι πιο φθηνοί». Ο Φίλωνας μέσα στον συλλογισμό του άρχισε να περιλαμβάνει και τον εαυτό του στο εγχείρημα. Ο Σέξτος το παρατήρησε και αντί να οργιστεί χαμογέλασε με ικανοποίηση. Ο έμπορος μέσα στον νέο του σκλάβο μιλούσε και έδειχνε ότι το σχέδιο του είχε ελπίδες. «Μάλιστα, δεν θα πάρουμε απλώς μερικούς πίνακες, αλλά θα προσπαθήσουμε να έχουμε την αποκλειστικότητα για τους πίνακές του στη Ρώμη ή και την Ιταλία αν δεν την έχει ήδη δώσει…» συνέχισε ο Φίλωνας με ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του. «Βέβαια, αν αποτύχουμε, αγοράζουμε μερικά από τα συνήθη ελληνικά προϊόντα και επιστρέφουμε…» πρόσθεσε. 52


Ρώμη, Μάρκιος

«Μόνο, θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη, ελπίζοντας στην ευσπλαχνία και επιείκεια σου. Όταν θα πάμε να συναντήσουμε τον Ξενοκράτη, να μην πάμε και στην πόλη της Σικυώνας. Εκτός του ότι φοβάμαι για τη ζωή μου, δεν θα ήθελα να μπω στην πόλη που μεγάλωσα ως σκλάβος» είπε και χαμήλωσε τα μάτια. «Εντάξει» είπε ο Σέξτος, υποθέτοντας ότι ο δεύτερος λόγος ήταν πολύ πιο δυνατός από τον πρώτο. «Πρώτα όμως, θα πρέπει να κάνουμε κάτι για αυτό» είπε ο Φίλωνας και έδειξε τη φτηνή τήβεννο του Σέξτου. «Κανένας δεν θα σε πάρει σοβαρά αν δεν είσαι καλά ντυμένος». «Πρώτα θα πάμε σε ένα γιατρό για να δει το χέρι σου» είπε ο Σέξτος, κάνοντας τον Φίλωνα να χαμογελάσει με ικανοποίηση, «και μετά θα ψάξουμε για ρωμαϊκά ρούχα για εμένα και εσένα σε μια ελληνική πόλη». Σηκώθηκαν και πήγαν σε έναν από τους γιατρούς της πόλης, που περιποιήθηκε το χέρι του Φίλωνα. Ύστερα βρήκαν έναν έμπορο που είχε και ρωμαϊκά ρούχα και αγόρασαν έναν χιτώνα και μια τήβεννο πολύ καλής ποιότητας για τον Σέξτο και έναν καλό, για σκλάβο, χιτώνα για τον Φίλωνα. Τα χρήματα που έδωσαν φάνηκαν πάρα πολλά στον Σέξτο, αλλά οι κινήσεις και η αποφασιστικότητα του Φίλωνα τον καθησύχασαν και αφέθηκε στην επιρροή του. Πέρασαν το βράδυ σε ένα πανδοχείο του λιμανιού και την επόμενη μέρα το πρωί πήγαν στο λιμάνι της πόλης. Ο Φίλωνας με την εμπειρία του κατάφερε να κλείσει θέσεις σε ένα δυνατό σκαρί με προορισμό την Κόρινθο, καθώς και το ένα τρίτο του αμπαριού για το εμπόρευμά τους. Έφευγαν την επόμενη το πρωί. Ο επόμενος προο53


Νίκος Μπατσιούλας

ρισμός τους ήταν το εργοστάσιο πορφύρας. Μετά από αρκετά απαραίτητα παζάρια ο Φίλωνας, που πλέον διαχειριζόταν τα χρήματά τους, κατάφερε να αγοράσει μια καλή ποσότητα υφασμάτων και ένα μικρό βάζο με χρώμα, δώρο για τον Ξενοκράτη. Τα χρήματα που τους είχαν μείνει πλέον έφταναν μόνο για τα πολύ βασικά. Πέρασαν μια νύχτα ακόμα στην Ανκόνα και την επόμενη μέρα το πρωί ξεκίνησαν. Την ώρα που επιβιβάζονταν στο πλοίο, ο Σέξτος γύρισε προς τον Φίλωνα: «Δεν μου είπες, πώς σκοπεύεις να πείσεις τον Ξενοκράτη να μας δώσει τα έργα του;» «Θα ποντάρω στη ματαιοδοξία του…» είπε και έκλεισε το ένα μάτι, ενώ ένα μειδίαμα διαγράφηκε στο πρόσωπό του. Μόνο πάνω στο πλοίο ο Σέξτος σκέφτηκε ότι ο Φίλωνας τον οδηγούσε σε μια άγνωστη χώρα, που αν ήθελε να του ξεφύγει ή να τον βλάψει θα μπορούσε να το κάνει με ευκολία. Βέβαια, ένας σκλάβος παρέμενε το ίδιο και στη Ρώμη αλλά και στην Ελλάδα, όπως φανταζόταν, και δεν πίστευε ότι ο Σικυώνιος που εμπιστευόταν θα ρίσκαρε να αντιμετωπίσει την οργή των συμπατριωτών του ως σκλάβος που δολοφόνησε ή παράτησε τον αφέντη του. Όσο ζύγιαζε αυτά στο μυαλό του, σκέφτηκε ότι ως εκείνη την ώρα είχε ακολουθήσει μόνο το ένστικτό του, την εσωτερική αυτή φωνή που του έλεγε πως μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό και που εκείνη την ώρα χαρακτήριζε τον νέο του σκλάβο σαν θείο δώρο και όχι ως απειλή.

54


Ρώμη, Μάρκιος

Στην Κόρινθο τα πράγματα πήγαν καλύτερα από ό,τι περίμεναν. Πούλησαν όλο το εμπόρευμα γρήγορα και σε υψηλή τιμή, αφού δύο πλοία με πορφυρά υφάσματα που αναμένονταν πριν από έναν μήνα δεν είχαν φτάσει ποτέ και υπήρχε έλλειψη. Χαρούμενοι που το πρώτο μέρος του σχεδίου τους είχε πετύχει, ξεκίνησαν για τη Σικυώνα όπου ο Σέξτος κράτησε την υπόσχεσή του και πήγαν από τους λιγότερο πολυσύχναστους δρόμους, ενώ απέφυγαν να μπούνε στην πόλη. Στο μεταξύ, όλον αυτόν τον καιρό και μετά από το πολυήμερο ταξίδι, είχε αναπτυχθεί μια ιδιότυπη σχέση μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Σέξτος είχε αρχίσει να εκτιμάει όλο και περισσότερο τις αρετές και την εξυπνάδα του Φίλωνα, να τον εμπιστεύεται και να τον βλέπει σαν τον πατέρα που θα ήθελε να έχει. Από την άλλη πλευρά τα αισθήματα ήταν αμοιβαία και ο Φίλωνας είχε αρχίσει να βλέπει στον Σέξτο τον γιο που δεν απέκτησε ποτέ. Η σχέση τους αυτή διατηρήθηκε με αυτόν τον αλληλοσεβασμό καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Μάλιστα ήταν πολλές οι φορές που είχα κρυφακούσει τον Φίλωνα να μαλώνει, σαν πατέρας, τον Σέξτο και αυτός να μην αντιδρά, σαν να μην του μίλαγε σκλάβος του. Βέβαια, μπροστά σε τρίτους, ο Φίλωνας δεν έκανε ποτέ κάτι που να προσβάλει τον Σέξτο. Ο Ξενοκράτης τους δέχτηκε με έκπληξη. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, ατημέλητος, με μακριά μαύρα μαλλιά που πετούσαν ανακατεμένα, πυκνά γένια και σπινθηροβόλο βλέμμα. Όλα πάνω του ήταν καλυμμένα με πυκνή άσπρη σκόνη, τα μαλλιά του, τα γένια του και ο χιτώνας του που καλύπτονταν από διαφόρων λογής ξεραμένα χρώματα. Τον είχαν πετύχει την ώρα που δού55


Νίκος Μπατσιούλας

λευε πάνω σε ένα άγαλμα. Ένας σκλάβος του έφερε νερό για να πλύνει τα χέρια του και το πρόσωπό του και τους πέρασε στο εργαστήρι του. Σίγουρα δεν περίμενε να δει έναν Ρωμαίο στην πόρτα του και πολύ περισσότερο τον Φίλωνα που όλοι είχαν για νεκρό! Ο Φίλωνας με τον Ξενοκράτη ξεκίνησαν να μιλάνε στα ελληνικά, οπότε ο Σέξτος μη μπορώντας να καταλάβει τι λέγανε σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να χαζεύει τα έργα, έτοιμα και μισοτελειωμένα, που βρίσκονταν στο εργαστήρι. Τα αγάλματα, ακόμα και αυτά που δεν είχαν ακόμη χρωματιστεί, ήταν σίγουρα ανώτερα από όσα είχε δει ως τώρα. Όμως εκεί που πραγματικά έμεινε έκθαμβος ήταν μπροστά από τον πρώτο πίνακα του Ξενοκράτη που αντίκρισε, ο οποίος αντικατέστησε μέσα του τον κρατήρα και το διάδημα. Για αυτόν τον πίνακα θα μίλαγε σε όλη του τη ζωή. Ήταν ζωγραφισμένος σε ξύλινες τάβλες που σχημάτιζαν ένα τετράγωνο με πλευρές μήκους τριών περίπου ποδιών, απεικόνιζε ένα τσαμπί σταφύλια που κρέμονταν από το κλαρί τους και έναν κοκκινολαίμη που ετοιμαζόταν να τσιμπήσει μια ρώγα. Τα φύλλα έμοιαζαν να κουνιούνται από το ελαφρύ αεράκι, τα σταφύλια, ζουμερά και λαμπερά, ήθελες να τα πιάσεις, αλλά το κυριότερο ήταν το πουλί. Νόμιζες ότι άκουγες τις φτερούγες του, ότι αν έκλεινες τα μάτια, μετά από λίγο, τρομαγμένο από την παρουσία των ανθρώπων, θα είχε πετάξει, θα είχε φύγει. Καθόταν συνεπαρμένος μπροστά από αυτό το θεσπέσιο θέαμα, ποιος ξέρει για πόση ώρα. Κάποια στιγμή ο θόρυβος από τη συνομιλία του Ξενοκράτη με τον Φίλωνα σταμάτησε, και γύρισε σα να βρίσκεται σε έκσταση. Αυτοί άρχισαν να γελούν. «Όλα εντάξει αφέντη» είπε ο Φίλωνας, χαμογελαστός. Ο Σέξτος δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του. 56


Ρώμη, Μάρκιος

«Ο Ξενοκράτης ευχαριστεί για την πορφύρα και θα μας δώσει τριάντα πέντε πίνακες του» συνέχισε ο Φίλωνας. «Διέθεσα όλα τα χρήματά μας, εκτός από τα απαραίτητα για να γυρίσουμε». Ο Σέξτος έγνεψε με ικανοποίηση και είπε: «Παρακάλεσέ τον να είναι και αυτός ο πίνακας μέσα σε αυτούς που θα μας δώσει. Ας βγάλουμε κάποιους άλλους…» «Μην ανησυχείς αφέντη. Αυτός είναι ο πρώτος πίνακας που αγόρασες…» Όση ώρα ο σκλάβος του Ξενοκράτη τύλιγε με δέρματα και προβιές τους πίνακες και τους τοποθετούσε στο κάρο που είχαν νοικιάσει, απολάμβαναν τη φιλοξενία του καλλιτέχνη πίνοντας από το εκλεκτό κρασί του. «Πώς ήταν τα νέα από την πατρίδα σου;» ρώτησε ο Σέξτος, ξέροντας ότι δεν θα είχαν αποφύγει αυτήν την κουβέντα. «Δεν υπάρχει τίποτα πλέον για εμένα εδώ» απάντησε μουρμουριστά και με πόνο ο Φίλωνας. Μετά από μια παύση σιωπής, μίλησε πρώτος ο Σέξτος. «Πες μου Φίλωνα, πώς τον κατάφερες, ή μάλλον τι κατάφερες;» «Αφέντη μου, του είπα πως είσαι ένας Ρωμαίος αριστοκράτης που άκουσες ότι στη Σικυώνα υπάρχει ο καλύτερος ζωγράφος του κόσμου και ήθελες να δεις τα έργα του από μόνος σου. Το ότι έμεινες πάνω από μια κλεψύδρα καρφωμένος μπροστά από αυτόν τον πίνακα βοήθησε, ήταν καλό τέχνασμα». «Δεν ήταν τέχνασμα…» «Τέλος πάντων, ο Ξενοκράτης κολακεύτηκε τόσο πολύ όταν του έκανα την πρότασή μας, όχι τόσο για το 57


Νίκος Μπατσιούλας

εμπορικό της κομμάτι, όσο για το ότι με αυτόν τον τρόπο θα έδειχνε το μεγαλείο της τέχνης του στους… βάρβαρους Ρωμαίους. Επιπλέον, δέχθηκε να μας έχει έτοιμους την επόμενη άνοιξη άλλους τόσους πίνακες και να μη δώσει πίνακές του σε κανέναν άλλο που εμπορεύεται με τη Ρώμη ή τις αποικίες της. Τέλος, την άνοιξη που θα παίρνουμε την πρώτη παρτίδα, θα μπορούμε να του αφήνουμε και παραγγελίες που θα τις παίρνουμε τέτοια εποχή, στο τέλος του καλοκαιριού». «Δύο ταξίδια την περίοδο, δύο παρτίδες με πίνακες. Είναι καλύτερο από ό,τι περιμέναμε». «Αρκεί να πουληθούν οι πίνακες στη Ρώμη, αφέντη…»

Πήραν το πρώτο γερό πλοίο από την Κόρινθο με προορισμό την Ανκόνα. Στη συνέχεια θα φορτώνανε το εμπόρευμά τους σε ένα κάρο που θα νοίκιαζαν με προορισμό τη Ρώμη. Φτάσανε στο λιμάνι της Ιταλίας χωρίς προβλήματα. Λίγο πριν φύγουνε από την πόλη, γυρίζει ο Σέξτος προς τον Φίλωνα. «Πόσα χρήματα έχουν μείνει;» «Αρκετά μόνο για την επιστροφή μας, αφέντη». «Πριν σε συναντήσω έγινε κάτι που δεν σου το έχω αναφέρει ως τώρα. Ήμουν απελπισμένος και κατάλαβα ότι είχα διαπράξει μεγάλη ύβρη που δεν είχα προσευχηθεί και ζητήσει την εύνοια των θεών. Έτσι, μπήκα στον πρώτο ναό που βρήκα, εδώ στην Ανκόνα, αφού είχα ήδη φύγει από τη Ρώμη. Δεν ξέρω ποια ήταν η θεά, μάλλον ήταν η θεά της πόλης ή κάτι τέτοιο, έκανα μια προσφορά και προσευχήθηκα. Πιστεύω ότι η άγνωστη αυτή θεά 58


Ρώμη, Μάρκιος

μας βοήθησε στο ταξίδι μας και θέλω να της κάνω μιαν ακόμα προσφορά για να την ευχαριστήσω». Ο Φίλωνας έγνεψε καταφατικά αλλά ταυτόχρονα άνοιξε την παλάμη του χεριού του, δείχνοντας ότι δεν είχαν χρήματα. Τότε ο Σέξτος με αποφασιστικότητα πήρε έναν από τους πίνακες που ήταν στο κάρο. «Αυτόν θα προσφέρω!» Ο Φίλωνας πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά είδε στο πρόσωπο του Σέξτου ότι δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Οδήγησέ μας στον ναό, λοιπόν, αφέντη…» Άφησαν το κάρο τους έξω από τον ναό και μπήκαν μέσα. «Αφέντη, η θεά που παρακάλεσες για βοήθεια είναι η θεά Τύχη» είπε ο Φίλωνας. «Ο λόγος που μπερδεύτηκες και νόμιζες ότι είναι κάποια θεά της πόλης είναι ότι είναι παρουσιασμένη με τέτοιον τρόπο σαν να ήταν η τύχη της πόλης, που κάθεται πάνω στο ακρωτήρι της Ανκόνας και είναι εστεμμένη με τα τείχη της». Έκανε μια παύση και κοίταξε τον πίνακα που θα αφιέρωναν. «Η θεά σίγουρα θα ευχαριστηθεί με την προσφορά σου. Ο πίνακας δείχνει την ερωτική συνεύρεση του Ερμή, θεού του εμπορίου, με την Αφροδίτη, θεά της ομορφιάς. Καρπός τους ήταν η Τύχη». Ο Φίλωνας έγραψε στα λατινικά και ελληνικά στο πίσω μέρος του πίνακα «Αυτόν τον πίνακα προσφέρει ο Σέξτος Σικίνιος Πατέρκουλος στη θεά, από ευγνωμοσύνη», τον άφησε με τις άλλες προσφορές και, αφού προσευχήθηκαν λίγο, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής. Στη Ρώμη, αν και τις πρώτες μέρες οι προβλέψεις του Φίλωνα φαίνονταν να επιβεβαιώνονται, τελικά η θεά Τύχη χαμογέλασε στον Σέξτο ξανά. Είχαν στήσει έναν πά59


Νίκος Μπατσιούλας

γκο κοντά στον ναό του Γιούπιτερ8, στο βόρειο άκρο της αγοράς, και περίμεναν. Το σημείο, αν και κοντά στον κεντρικό ναό του φόρουμ, δεν ήταν και το καλύτερο, λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Σέξτος ήταν νέος έμπορος. Ο λιγοστός κόσμος που πέρναγε από εκεί, χάζευε τους πίνακες, τους σχολίαζε αλλά δεν ρωτούσε ούτε καν την τιμή, βυθίζοντας τον Σέξτο και τον Φίλωνα στην απελπισία. Αυτά έως ότου εμφανίστηκε ο τότε ύπατος της Ρώμης, Πούμπλιος Σερβίλιος Τζέμινος, γόνος μιας από τις αρχαιότερες οικογένειες και πολύ πλούσιος. Η αντίδρασή του ήταν ίδια με του Σέξτου στο εργαστήρι του Ξενοκράτη και μάλιστα μπροστά στον ίδιο πίνακα. Στεκόταν μπροστά τους αμίλητος, κοντά μισή κλεψύδρα χωρίς κανένας να τολμάει να τον διακόψει. Όταν τελικά αποφάσισε να μιλήσει, γύρισε προς τον Σέξτο, τον κοίταξε καλά-καλά και, βλέποντας ότι απευθυνόταν σε πατρίκιο, είπε: «Αγαπητέ μου, σήμερα γιορτάζω τη γέννηση του παιδιού και διαδόχου μου. Έψαχνα να του κάνω ένα δώρο αντάξιο της χαράς που μου πρόσφεραν οι θεοί και, μα τον Μερκούριο9, δεν έχω ξαναδεί τίποτα σαν αυτό στη ζωή μου». Έγνεψε στον σκλάβο του να διαπραγματευτεί την τιμή. Το ποσό των πέντε χιλιάδων δηναρίων που ζήτησε ο Φίλωνας συνοδεύτηκε από επιφωνήματα έκπληξης από τους περίεργους που είχαν μαζευτεί γύρω από τον ύπατο, ενώ ακόμη και ο Σέξτος πάγωσε. Ο σκλάβος του ύπατου γύρισε απορημένος προς το μέρος του, αλλά αυτός με μια 8 Ο βασιλιάς των θεών, για τους Ρωμαίους. Αντίστοιχος με τον θεό Δία των Ελλήνων. 9 Ο θεός του εμπορίου, για τους Ρωμαίους. Αντίστοιχος με τον θεό Ερμή των Ελλήνων. 60


Ρώμη, Μάρκιος

καταφατική κίνηση του κεφαλιού σφράγισε τη συναλλαγή, χωρίς καν παζάρια. Τα επιφωνήματα είχαν πλέον μετατραπεί σε μουρμουρητά. Σε λίγο όλο το φόρουμ ήξερε για την αγορά του ύπατου, που αγόρασε «ένα κομμάτι χρωματιστό ξύλο» όσο δύο πολύ καλές σκλάβες ή τους μισθούς δεκαέξι μηνών ενός εκατόνταρχου. Όση ώρα ο Φίλωνας κανόνιζε τις λεπτομέρειες για την πληρωμή και τη μεταφορά, ο Πούμπλιος έπιασε κουβέντα με τον Σέξτο. Δυσανασχέτησε κάπως ακούγοντας ότι ο συνομιλητής του ήταν ο συνεχιστής των Σικινίων, που τα τελευταία χρόνια δεν είχαν και το καλύτερο όνομα, αλλά στο τέλος, και με μεγάλη έκπληξη του Σέξτου, τον κάλεσε στο συμπόσιο που θα έκανε το ίδιο βράδυ προς τιμήν του γιου του. Μπορεί ως εκείνη την ώρα η υλοποίηση της ιδέας του να βασιζόταν αποκλειστικά στον Φίλωνα, όμως και ο Σέξτος είχε τα δικά του χαρίσματα και ένα από αυτά ήταν να κάνει τους άλλους να τον συμπαθούν και να τον εμπιστεύονται, χάρη σε μια ξεχωριστή γοητεία που διέθετε, η οποία δεν είχε σχέση με τη μέτρια ομορφιά του. Το ίδιο βράδυ και μπροστά σε όλους τους εκλεκτούς καλεσμένους του, ο ύπατος παρουσίασε τον θεϊκό, όπως τον χαρακτήρισε, πίνακα. Βέβαια, κάποια νέα διαδίδονται πολύ γρήγορα και οι περισσότεροι συνδαιτυμόνες αδημονούσαν να δουν τι έκανε τον ύπατο να ξοδέψει μια μικρή περιουσία και οι περισσότεροι από αυτούς έμεναν έκπληκτοι ή προσποιούνταν ότι καταλάβαιναν. Σε λιγότερο από τρεις ημέρες, ο Σέξτος είχε πουλήσει όλους τους πίνακες και είχε ήδη δεχθεί αρκετές παραγγελίες. Έχοντας πλέον αποκομίσει σημαντικό όφελος, αφού πουλούσαν τους πίνακες πολλές φορές πάνω από την 61


Νίκος Μπατσιούλας

τιμή αγοράς, ο Σέξτος ξεχρέωσε τους πιστωτές του και βάλθηκε να αναζητά τον αδερφό του που είχε πουλήσει για σκλάβο ο Βίμπιος, κάτι που θα συνέχιζε να κάνει όσο ζούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα, είχε την πρώτη διαφωνία του με τον Φίλωνα αφού ήθελε να αγοράσει, με τα χρήματα που περίσσευαν, γη, ενώ ο Φίλωνας πίστευε ότι έπρεπε να επενδύσουν στην κατασκευή ενός πλοίου για να μπορούν να εμπορεύονται με μεγαλύτερη άνεση και κέρδος. Οι συζητήσεις τους κρατούσαν αρκετές μέρες όταν ο Φίλωνας, που είχε αρχίσει να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στο φόρουμ, άκουσε για ένα ναυπηγείο που πουλιόταν κοντά σε ένα μικρό χωριό, το Νάρνι. Ο ιδιοκτήτης του μέρους είχε πολλά οικονομικά προβλήματα και φημολογείτο ότι το πούλαγε σε καλή τιμή. Ο Φίλωνας κατάφερε να πείσει τελικά τον Σέξτο να επισκεφθούν το μέρος, ο οποίος τον ακολούθησε περισσότερο από περιέργεια, αφού δεν είχε καταλάβει πώς γινόταν να επισκεφθούν ένα ναυπηγείο στην Ούμπρια, στα βουνά, σε απόσταση τουλάχιστον σαράντα μιλίων ανατολικά της Ρώμης, στο κέντρο σχεδόν της Ιταλίας. Όταν φτάσανε, ο Φίλωνας ενθουσιάστηκε και άρχισε να εξηγεί στον Σέξτο ότι το ναυπηγείο ήταν σε πολύ καλό σημείο αφού ήταν ανάμεσα σε δάση που χρειάζονταν για την ξυλεία, κοντά σε ορυχεία σιδήρου, απαραίτητα για τα μεταλλικά μέρη των καραβιών, και δίπλα ακριβώς στο σημείο που ο ποταμός Νέρα γινόταν πλωτός και που στη συνέχεια χυνόταν στον Τίβερη. Ακόμη, το σημείο δεν ήταν στα παράλια, όπου θα ήταν και ευάλωτο σε πειρατές. Το ναυπηγείο είχε κατασκευαστεί περίπου δέκα χρόνια πριν, μετά τη μάχη στο Αγγριγγέντουμ, στη Σικελία. 62


Ρώμη, Μάρκιος

Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη στρατιωτική επιτυχία των Ρωμαίων εκτός της Ιταλικής χερσονήσου και τους έδωσε την αυτοπεποίθηση ότι μπορούσαν να επεκτείνουν την επιρροή τους και πέρα από τη θάλασσα. Ως τότε η Ρώμη διέθετε μόνο έναν μικρό στόλο για να προστατεύει τα παράλιά της από τους πειρατές και αποφάσισε να υλοποιήσει ένα παράτολμο σχέδιο, να φτιάξει πολεμικά πλοία για να χτυπήσει τους Καρχηδόνιους εκεί που πλεονεκτούσαν, στη θάλασσα. Με βοήθεια από τους τότε συμμάχους τους, τους Συρακούσιους, που ήταν θαλασσοπόροι, έφτιαξαν μέσα σε δύο μόνο μήνες έναν στόλο από εκατόν πενήντα τριήρεις και πεντήρεις. Παρότι ξεκίνησαν με ήττα στα νησιά Λιπάρι, οι Ρωμαίοι κέρδισαν στη συνέχεια μερικές αποφασιστικές ναυμαχίες, όπως η λαμπρή νίκη στο ακρωτήρι Έκνομους, όχι τόσο λόγω της σπουδαιότητας των ναυάρχων ή των καπετάνιων τους όσο γιατί κατάφεραν να μετατρέψουν μια ναυμαχία σε μάχη πεζικάριων, βάζοντας πάνω σε κάθε πλοίο μια πλατφόρμα, το κόρβους, που έπεφτε πάνω στο κατάστρωμα του αντίπαλου πλοίου και στερεωνόταν εκεί με ένα καρφί που είχε από κάτω του. Στη συνέχεια, το πεζικό που κουβαλούσε το κάθε πλοίο, διέσχιζε το κόρβους σαν γέφυρα και πολεμούσε σώμα με σώμα με τους Καρχηδόνιους ναυτικούς και στρατιώτες, που ήταν έτσι και αλλιώς υποδεέστεροι των Ρωμαίων. Παρά τη χρησιμότητά του, το κόρβους, είχε και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Επειδή ήταν ένα ξένο σώμα στο πλοίο, μείωνε την ισορροπία του και το έκανε ασταθές και πιο δύσκολο στον χειρισμό, με αποτέλεσμα η Ρώμη να έχει διαρκείς απώλειες σε πλοία, τόσο από τις ναυμαχίες όσο και από τις καταιγίδες που αποδει63


Νίκος Μπατσιούλας

κνύονταν μεγαλύτερος εχθρός από τους Καρχηδόνιους, με αποκορύφωμα την καταστροφή στην Καμαρίνα που χάθηκαν περίπου τριακόσια πλοία και εκατό χιλιάδες άντρες, κωπηλάτες, αξιωματικοί και λεγεωνάριοι. Παρά αυτή την απίστευτη απώλεια που είχε η πόλη, χωρίς καν να δώσει μάχη, η σύγκλητος αποφάσισε να ξαναφτιαχτεί ο στόλος, οπότε το ναυπηγείο συνέχιζε να δουλεύει διαρκώς και με μεγάλα κέρδη για τους ιδιοκτήτες του. Όμως, δύο χρονιές πριν, οι παραγγελίες σταμάτησαν αφού πλέον η Ρώμη διέθετε έναν μεγάλο στόλο από τριακόσια και παραπάνω πλοία, που από τα περισσότερα είχε αφαιρεθεί και το κόρβους, καθώς οι Ρωμαίοι είχαν αρχίσει να αισθάνονται ικανοί και στη θάλασσα. Ο πρώτος ιδιοκτήτης του ήταν ένας δραστήριος πατρίκιος, όμως ο γιος του, που τον κληρονόμησε την ίδια περίοδο που ξεκίνησαν και οι αναδουλειές, έδειχνε να προτιμάει τις απολαύσεις περισσότερο από τη δουλειά. Το πάθος του για τα ζάρια, το κρασί και τις γυναίκες, τον έφτασε στο σημείο να έχει πουλήσει όσους σκλάβους είχε από τον πατέρα του και το ναυπηγείο να είναι το τελευταίο περιουσιακό του στοιχείο, πριν πουλήσει και τον εαυτό του. Ο ενθουσιασμός και η εμπειρία του Φίλωνα έπεισαν τελικά τον Σέξτο να αγοράσουν το ναυπηγείο. Κατάφεραν να δανειστούν με ευκολία το ποσό που τους έλειπε, εκμεταλλευόμενοι τη φήμη που είχαν αρχίσει να αποκτούν από τους πίνακες αλλά και τη φερεγγυότητα που επέδειξαν στους πιστωτές τους, και το ναυπηγείο πέρασε στην ιδιοκτησία του νεαρού πατρίκιου. Ήταν μέσα φθινοπώρου και έβαλαν στόχο να έχουν το πρώτο τους πλοίο έτοιμο στις αρχές του επόμενου χρόνου, που τότε 64


Ρώμη, Μάρκιος

ξεκινούσε τον Μάιο10. Ναυπηγός θα ήταν ο Φίλωνας. Τα φιλόδοξα σχέδιά τους, όμως, ήρθε να χαλάσει μια απρόβλεπτη εξέλιξη. Ο Σέξτος επιλέχθηκε να καταταγεί στον στρατό που συγκέντρωνε ο τότε ύπατος Λούσιος Κεκίλιος Μέτελος. Έπρεπε να υπηρετήσει για τη διάρκεια της επερχόμενης εκστρατείας, δηλαδή από την αρχή της χρονιάς έως τουλάχιστον μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, και ανάλογα με το μέρος που θα γίνονταν οι επιχειρήσεις το διάστημα αυτό μπορεί να επιμηκυνόταν σε όσους μήνες ή χρόνια χρειάζονταν. Τα προβλήματα ήταν τεράστια. Εκτός του ότι ο Σέξτος κινδύνευε να μη γυρίσει ποτέ πίσω από την εκστρατεία ενάντια στους Καρχηδόνιους, έπρεπε να βρεθεί αντικαταστάτης του για τα ταξίδια στην Ελλάδα και την αγορά των πινάκων από τον Ξενοκράτη, αφού ο Φίλωνας ως σκλάβος δεν μπορούσε να πάει μόνος του. Βυθίστηκαν σε απελπισία. Μια λύση ήταν να δώσει ο Σέξτος στον Φίλωνα την ελευθερία του και ως απελεύθερός του να συνεχίσει τις δουλειές του. Ως απελεύθερος θα γινόταν πελάτης των Σικινίων, θα μπορούσε να έχει το δικό του σπιτικό και θα έπρεπε να δουλεύει για τον Σέξτο μερικές μέρες τον χρόνο. Όμως ο Σέξτος αισθανόταν πως τον είχε ανάγκη να βρίσκεται συνέχεια δίπλα του και φοβόταν μήπως αυτός περιοριζόταν μόνο στα τυπικά μετά την απελευθέρωσή του. Ο Φίλωνας το είχε καταλάβει και μου το είχε εκμυστηρευθεί σε μια από τις πολλές συζητήσεις που είχαμε αργότερα. Πάντως, ο Σέξτος, στη διαθήκη που έκανε πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία, έδινε στον Φίλωνα 10 Το ρωμαϊκό έτος ξεκινούσε την 1η Μαΐου ως το 222 π.Χ., την 15η Μαρτίου από το 222 π.Χ έως το 153 π.Χ. και στη συνέχεια την 1η Ιανουαρίου. 65


Νίκος Μπατσιούλας

την ελευθερία του καθώς και το ναυπηγείο, με την προϋπόθεση να φροντίζει τη μάνα του και την αδερφή του. Τελικά, μετά από πολύ σκέψη, αποφάσισαν να αναθέσουν το ταξίδι στην Ελλάδα στον γιο ενός από τους πελάτες της οικογενείας, τον Κορβίνο. Ο Κορβίνος ήταν τότε είκοσι δύο χρονών και είχε πάντα καλές σχέσεις με τον Σέξτο. Τα μέλη της οικογένειάς του ήταν για αιώνες πελάτες των Σικινίων και ο πατέρας του Κορβίνου, πιστός στις παραδόσεις, δεν είχε σταματήσει να τους στηρίζει ακόμα και όταν αυτοί δεν είχαν να του προσφέρουν τίποτα. Τόσο ο Σέξτος όσο και ο Φίλωνας, που στο μεταξύ γνώρισε τον νεαρό, αποφάσισαν πως ο Κορβίνος μπορούσε να ανταπεξέλθει αλλά και να μάθει ώστε να τους είναι χρήσιμος και αργότερα. Ταυτόχρονα, δίνοντάς του κάποιο μερίδιο από τα μελλοντικά κέρδη, θα μπορούσε ο Σέξτος να ανταμείψει μερικώς την πίστη και συμπαράσταση της οικογενείας του για τα προηγούμενα χρόνια. Φυσικά ο Σέξτος κατέστησε σαφές στον Κορβίνο ότι δεν θα έπρεπε να πάρει καμία πρωτοβουλία μόνος του και ότι θα έπρεπε να κάνει ό,τι του έλεγε ο Φίλωνας και ο νεαρός, που διψούσε για περιπέτεια αλλά και για χρήματα ώστε να ξεφύγει από τη φτώχεια του, δέχτηκε με ενθουσιασμό. Ο στρατός του ύπατου Μέτελου, στον οποίο κατατάχθηκε ο Σέξτος, είχε προορισμό τη Σικελία, όπου παράλληλα με τον στρατό του έτερου ύπατου, Γάιου Φούριου Πάκιλου, έπρεπε να παρεμποδίσουν τον καρχηδονιακό στρατό του Ασδρουβάλ, ο οποίος επιχειρούσε ήδη επί δύο χρόνια στο ανατολικό μέρος του νησιού, γύρω από το Λιλύβαιο. Η τελευταία απογραφή της Ρώμης είχε γίνει τρεις πενταετίες πριν, την περίοδο που αρχηγός των Σικινί66


Ρώμη, Μάρκιος

ων ήταν ο Μάνιος και από τότε, λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου, αναβαλλόταν διαρκώς μέχρι τη χρονιά που κατατάχθηκε ο Σέξτος για πρώτη φορά, δηλαδή το 503 από την ίδρυση της Ρώμης11 η οποία ωστόσο δεν είχε ολοκληρωθεί. Σύμφωνα με τα παλιά αρχεία, η περιουσία του Σέξτου τον κατέτασσε στη δεύτερη τάξη των πολιτών, οπότε θα έπρεπε να καταταγεί ως λεγεωνάριος. Στη Σικελία οι δύο στρατοί των υπάτων παρακολουθούσαν στενά αυτόν του Ασδρουβάλ, χωρίς να εμπλακούν σε κάποια μάχη και παίρνοντας συνήθως αμυντικές θέσεις στα υψώματα. Προς το τέλος του καλοκαιριού ο Πάκιλος και ο στρατός του αποσύρθηκαν από το νησί και βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τη Ρώμη, ενώ ο στρατός του Μέτελου βρισκόταν κοντά στην ελληνική πόλη του Πάνορμου12, την οποία η Ρώμη κατείχε κοντά στα τρία χρόνια. Ο Ασδρουβάλ θεώρησε ότι είχε μια μοναδική ευκαιρία να επιτεθεί, αφού ο δεύτερος ρωμαϊκός στρατός ήταν μακριά, και να επανακτήσει την πόλη και το σημαντικό της λιμάνι. Ο Μέτελος έστησε μια παγίδα κρύβοντας τα ελαφρά του στρατεύματα, σε χαντάκια γύρω από την πόλη, που αιφνιδίασαν τους ελέφαντες του Ασδρουβάλ με τα ακόντιά τους. Οι ελέφαντες, που λόγω της υπερβολικής αισιοδοξίας του Ασδρουβάλ είχαν προχωρήσει χωρίς επαρκή κάλυψη, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, ποδοπατώντας και διασπώντας τους Καρχηδόνιους. Στη συνέχεια ανέλαβαν οι λεγεώνες του Μέτελου και πέτυχαν μια αποφασιστική, όπως αποδείχθηκε, νίκη, αφού οι Καρχηδόνιοι δεν θα αποτελούσαν πλέον απειλή στη Σικελία για το υπόλοιπο του πολέμου. 11 12

251 π.Χ. Σημερινό Παλέρμο. 67


Νίκος Μπατσιούλας

Στη μάχη στον Πάνορμο ο Σέξτος βρέθηκε μια ανάσα από τον Άδη, όταν δέχθηκε ένα δυνατό χτύπημα στο κράνος του, που τον έκανε να ζαλιστεί και να χάσει την ισορροπία του. Την ώρα που ο αντίπαλός του ήταν έτοιμος να τον αποτελειώσει, η λύτρωση ήρθε από τον Βάρο, έναν έμπειρο λεγεωνάριο της εκατονταρχίας του, ο οποίος με μια γρήγορη κίνηση πετάχτηκε μπροστά από τον Καρχηδόνιο που είχε επικεντρωθεί στον Σέξτο και του πέτυχε ένα χτύπημα στο πρόσωπο. Ύστερα τον βοήθησε να αποσυρθεί στα μετόπισθεν και συνέχισε τη μάχη. Από τότε ο Σέξτος συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον Βάρο, ο οποίος ήταν πληβείος και ουσιαστικά επαγγελματίας στρατιώτης, αφού τότε κατατασσόταν συνέχεια επί δέκα χρόνια. Η επιστροφή του στρατού του Μέτελου στη Ρώμη, στις αρχές Σεπτεμβρίου, συνοδεύτηκε από θρίαμβο. Είχε νικήσει δεκατρείς στρατηγούς του εχθρού, τουλάχιστον πέντε χιλιάδες Καρχηδόνιοι είχαν σκοτωθεί και περίπου εκατόν τριάντα πολεμικοί ελέφαντες είχαν περιέλθει στην κατοχή του. Το πλήθος παραληρούσε και ο Σέξτος παρέλασε με υπερηφάνεια δίπλα από τον Βάρο, μεθυσμένος από την επιτυχία. Μετά από την εκστρατεία αυτή, στις φιλοδοξίες του προστέθηκε και η πολιτική καταξίωση, η οποία ερχόταν μέσα από την περιουσία και την πολεμική αρετή. Αποφάσισε ότι πρώτα έπρεπε να αυξήσει την περιουσία του, ώστε να μπορέσει να μπει στη Σύγκλητο ή έστω στις τάξεις των ιππέων, και στη συνέχεια θα μπορούσε να πάρει στρατιωτικά αξιώματα που θα τον οδηγούσαν στη διάκριση και -γιατί όχι;- ακόμα και στην υπατεία. Όταν αποστρατεύτηκε, η θεά Τύχη, στην οποία δεν παρέλειπε ποτέ να κάνει θυσίες, συνέχιζε να τον ευνο68


Ρώμη, Μάρκιος

εί. Η δουλειά με τους πίνακες πήγαινε θαυμάσια, ο Ξενοκράτης τους περίμενε και είχε ετοιμάσει είκοσι πέντε καινούργιους. Στην αρχή παραξενεύτηκε βλέποντας τον Κορβίνο να έχει πάρει τη θέση του Σέξτου και ο Φίλωνας, που είχε προβλέψει αυτό το πρόβλημα, αναγκάστηκε να του εξηγήσει την κατάσταση με τον συνεχιζόμενο πόλεμο μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας και ότι ο αφέντης του έπρεπε να συμμετέχει σε αυτόν. Οι όποιες επιφυλάξεις του ζωγράφου εξανεμίστηκαν μόλις τον πληροφόρησαν ότι είχαν πουλήσει τους προηγούμενους μέσα σε μια εβδομάδα και ότι όλη η αριστοκρατία της Ρώμης συζητούσε για αυτόν, δείχνοντάς του παράλληλα και τις παραγγελίες που είχαν και για τις οποίες του έδωσαν και τα μισά χρήματα ως προκαταβολή. Βέβαια, δεν του ανέφεραν τα ποσά που τους πουλούσαν, αν και τον ίδιο δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρουν καθόλου, αφού το μόνο που τον απασχολούσε ήταν τα σχόλια των Ρωμαίων που του μετέφερε ο Φίλωνας και που τον έκαναν να φουσκώνει από περηφάνεια και να χαίρεται σαν μικρό παιδί. Οι παραγγελίες που είχαν ήταν περίπου δεκαπέντε και ο ζωγράφος θα τις παρέδιδε μέχρι το τέλος του καλοκαιριού που θα πραγματοποιούσαν το επόμενο ταξίδι μαζί με άλλους δέκα ή δεκαπέντε πίνακες, ανάλογα με τον χρόνο που θα είχε, ενώ χρειάστηκε αρκετή ώρα για να του εξηγήσουν τι θα απεικόνιζαν, καθώς αρκετές αφορούσαν θέματα της ρωμαϊκής μυθολογίας. Αν και οι θεοί των Ελλήνων και των Ρωμαίων έχουν πάρα πολλά κοινά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, με αυτούς των δεύτερων να έχουν επηρεαστεί πάρα πολύ από τις ελληνικές αποικίες στην Ιταλία και τη Σικελία, έχουν και αρκετές διαφορές για τις οποίες ο Φίλωνας είχε φροντίσει να μάθει, 69


Νίκος Μπατσιούλας

ώστε να ενημερώσει τον ζωγράφο και να μη γίνει κάποιο λάθος ή να μη βγει κάποιο αποτέλεσμα που δεν θα ικανοποιούσε τους πελάτες τους. Μετά το πρώτο ταξίδι του γυρισμού, κατάφεραν να πουλήσουν σχεδόν όλους τους νέους πίνακες του Ξενοκράτη, τους οποίους οι πλούσιοι Ρωμαίοι και κυρίως όσοι είχαν αρχίσει να επηρεάζονται από την ελληνική παιδεία και τον τρόπο ζωής εκτίμησαν και με το παραπάνω και δέχθηκαν και κάποιες παραγγελίες, που κατά τον Φίλωνα δεν έφταναν τον αναμενόμενο αριθμό. Σίγουρα η απουσία του Σέξτου επηρέαζε την κατάσταση, αφού το ότι ήταν πατρίκιος, έστω και φτωχός, του επέτρεπε να συναναστρέφεται με μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι ο σκλάβος Φίλωνας και ο φιλότιμος μεν, πληβείος και λίγο άξεστος Κορβίνος, δε. Άλλωστε, πολλοί πελάτες τους περίμεναν να δουν και το αποτέλεσμα των προηγούμενων παραγγελιών που είχαν γίνει. Το δεύτερο ταξίδι στη Σικυώνα έγινε όπως είχε προγραμματιστεί, χωρίς απρόοπτα και προβλήματα, ενώ είχανε πέντε πίνακες από τους προηγούμενους απούλητους, κάτι που φυσικά δεν ανέφεραν καν στον Ξενοκράτη. Ο ζωγράφος είχε προλάβει όλες τις παραγγελίες και είχε ακόμα δέκα πίνακες έτοιμους, όμως απόρησε για τον μικρό αριθμό των νέων παραγγελιών και παρά λίγο να θυμώσει μαζί τους, αν ο Φίλωνας δεν είχε καταφέρει να τον πείσει ότι ο πόλεμος ήταν αποτρεπτικός, αλλά ότι, κυρίως, η βαρβαρική φυλή των Ρωμαίων μάθαινε την τέχνη και τον θαυμασμό του ωραίου από τους πίνακές του και ήταν ένα δύσκολο μάθημα που κρατούσε καιρό. Όταν ο Ξενοκράτης ηρέμησε, τους παρουσίασε τις προηγούμενες παραγγελίες, για τις οποίες ο Φίλωνας είχε τις αμφιβο70


Ρώμη, Μάρκιος

λίες του κατά πόσον θα ήταν επιτυχημένες ως προς τα ρωμαϊκά έθιμα και τον τρόπο ζωής. Το αποτέλεσμα ήταν πέραν κάθε προσδοκίας. Ιδιαίτερα μια παραγγελία που αφορούσε τη φυγή του Αινεία από την Τροία, τον οποίον και δεν πείραξαν οι Έλληνες, όταν τον είδαν να κουβαλάει στις πλάτες του τον ανήμπορο πατέρα του Αγχίση, και στη συνέχεια κατέφυγε στην Ιταλία και οι απόγονοί του Ρώμος και Ρωμύλος ίδρυσαν τη Ρώμη. Ήταν αδύνατον ακόμα και ο πιο ανίδεος, ο πιο άξεστος, ο πιο βάρβαρος άνθρωπος να μη θαυμάσει τη δεξιοτεχνία του ζωγράφου, που ήταν σαν να έδινε κίνηση στις χρωματισμένες εικόνες αποτυπώνοντας επάνω τους το άγχος, την υπερένταση και την προσπάθεια να γλυτώσουν από την καταστροφή της πόλης τους. Την ίδια αντίδραση με τον Φίλωνα είχε και ο συγκλητικός που είχε παραγγείλει το έργο. Μάλιστα, διοργάνωσε ειδική γιορτή στο σπίτι του για να το παρουσιάσει, ανεβάζοντας για μια ακόμα φορά τις πωλήσεις τους και τις νέες παραγγελίες. Μέχρι να γυρίσει ο Σέξτος, είχανε ξεπουλήσει. Εκτός από το εμπόριο πινάκων και των πορφυρών υφασμάτων από την Ανκόνα, που συνέχιζαν κάθε φορά που απέπλεαν με προορισμό τη Σικυώνα, το πρώτο πλοίο προϊόν του ναυπηγείου ήταν έτοιμο. Επρόκειτο για ένα εμπορικό, μέτριας χωρητικότητας, περίπου πεντακοσίων αμφορέων, κατά τα ελληνικά πρότυπα, χωρίς κουπιά για να έχει περισσότερο χώρο για εμπορεύματα, με ένα κεντρικό κατάρτι, με λευκό πανί από λινό ύφασμα και υπερυψωμένη πρύμνη. Ο Φίλωνας το είχε νοικιάσει και εμπορευόταν με τη Μασσαλία, μακριά από την εμπόλεμη ζώνη, αποφέροντας σημαντικά οφέλη. Ο Κορβίνος αποδείχθηκε ικανός έμπορος, κατά τον Φίλωνα, αλλά 71


Νίκος Μπατσιούλας

είχε ακόμα περιθώρια βελτίωσης, του έλειπαν η εμπειρία και οι τρόποι. Αυτό όμως που τον μάγεψε ήταν η θάλασσα, την οποία είδε για πρώτη φορά όταν πήγαν στην Ανκόνα. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ταξιδιών που κάνανε, έδειξε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τη ναυσιπλοΐα, αναλαμβάνοντας μάλιστα και καθήκοντα στα πλοία που τους μετέφεραν. Ο Φίλωνας πίστευε ότι στο πρόσωπο του Κορβίνου ίσως έβρισκαν στο μέλλον τον πρώτο δικό τους καπετάνιο. Η οικονομική κατάσταση του Σέξτου είχε βελτιωθεί, παρόλο που ακόμα δεν ήταν σταθερή. Από τη στιγμή που είχε ήδη καταταγεί, μπορούσε να αποφύγει τη στράτευση για τουλάχιστο πέντε χρόνια και έκανε χρήση του δικαιώματος αυτού την επόμενη χρονιά, αφού δεν είχαν βρει αντικαταστάτη του Κορβίνου που θα ακολουθούσε το πρώτο τους πλοίο για να εκπαιδευτεί για καπετάνιος. Παράλληλα είχαν μια παραγγελία από έναν συγκλητικό για ένα πλοίο, αρκετές παραγγελίες για πίνακες, και σχεδίαζαν την κατασκευή του δεύτερου εμπορικού τους, που θα στέλνανε στην Ανκόνα ώστε να κάνανε το ταξίδι ως τη Σικυώνα με δικά τους μέσα. Όλα πήγαν όπως τα σχεδίαζαν. Την επόμενη χρονιά ο Σέξτος επανέλαβε το ταξίδι στην Ελλάδα με τον Φίλωνα και ανέβαλε τη στράτευσή του για ακόμα μια φορά. Πλέον είχε τρία πλοία, τα δύο νοικιασμένα να εμπορεύονται στα δυτικά και το άλλο, που ανέλαβε ο Κορβίνος, έπρεπε να περιπλεύσει την Ιταλία, να φτάσει από εκεί στη Σικυώνα και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να κάνανε το ταξίδι του γυρισμού προς την Ανκόνα όλοι μαζί. Η απόφαση του Σέξτου να μην καταταγεί αποδείχθηκε, αν όχι σοφή, σίγουρα τυχερή. Ο ρωμαϊκός στρα72


Ρώμη, Μάρκιος

τός πολιορκούσε το Λιλύβαιο, σημαντική πόλη των Καρχηδονίων στη Σικελία. Οι Καρχηδόνιοι, έχοντας ως βάση ένα κοντινό λιμάνι, τα Δρέπανα, έσπαζαν συνέχεια τον ναυτικό αποκλεισμό των Ρωμαίων και τροφοδοτούσαν την πόλη. Ο ύπατος Πούμπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, που διοικούσε τον ρωμαϊκό στόλο, θεώρησε μεγάλη προσβολή τις συνεχείς επιτυχίες των Καρχηδονίων και οδήγησε τα εκατόν είκοσι πλοία του στα Δρέπανα για να τιμωρήσει τους θρασύτατους εχθρούς. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν καταστροφικό, ενενήντα πέντε πλοία των Ρωμαίων καταστράφηκαν ή πιάστηκαν, ενώ οι απώλειες της άλλης πλευράς ήταν ελάχιστες. Όπως φαινόταν, παρά τη σπουδαία πρόοδο που είχαν κάνει οι Ρωμαίοι, υπολείπονταν ακόμα σημαντικά απέναντι στους Καρχηδόνιους, οι οποίοι για αιώνες βάσιζαν τη δύναμή τους στη θάλασσα. Ο Φίλωνας στο άκουσμα του αποτελέσματος της ναυμαχίας χάρηκε, προς έκπληξη και απογοήτευση του Σέξτου, ο οποίος θρηνούσε όπως όλοι οι Ρωμαίοι. Περίμενε ότι, με τον στόλο κατεστραμμένο, η Ρώμη θα έφτιαχνε νέα πλοία και ότι θα ωφελούνταν από το ναυπηγείο. Όμως, προς απογοήτευση και των δύο, αφού ο Σέξτος μετά την αρχική του στεναχώρια κατάλαβε το συμφέρον που μπορεί να είχε, η σύγκλητος αποφάσισε να μη δημιουργήσει άλλον έναν πολυδάπανο στόλο παρά να επικεντρωθεί σε χερσαίες επιχειρήσεις, κυρίως στη Σικελία. Εν τω μεταξύ, οι Καρχηδόνιοι επικεντρώθηκαν σε ναυτικές επιδρομές αφού δεν είχαν την ποσότητα και την ποιότητα του πεζικού των Ρωμαίων. Αυτή η στρατηγική συνεχίστηκε και από τις δύο πλευρές για τα επόμενα εφτά χρόνια, οδηγώντας τον πόλεμο σε μια περίεργη 73


Νίκος Μπατσιούλας

τροπή, αφού και οι δύο αντιμαχόμενοι απέφευγαν να δίνουν μάχες ενάντια στα μέσα υπεροχής του αντιπάλου τους, με αποτέλεσμα να μη διαφαίνεται πουθενά η λήξη των εχθροπραξιών. Τα επόμενα χρόνια ο Σέξτος πολλαπλασίασε την περιουσία του και στην απογραφή που έγινε επί της υπατείας των Μέτελου και Μπούτεο, ή το έτος 507 από την ίδρυση της Ρώμης13, οι τιμητές τον κατέταξαν στην τάξη των ιππέων. Πάντρεψε την αδερφή του Βελέρια με τον τρίτο γιο μιας δυνατής οικογένειας πατρικίων, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο έναν ακόμα σύμμαχο στη Ρώμη. Αποκατέστησε τις σχέσεις του με παλιούς πελάτες της οικογενείας του και βρήκε ανάμεσά τους ικανούς άντρες για να τον υποστηρίξουν με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις του, επιτρέποντάς του να συνεχίσει τη στρατιωτική του σταδιοδρομία, που μπορεί να του άνοιγε τις πύλες της πολιτικής. Την ίδια χρονιά με την απογραφή παντρεύτηκε την Κρίσπινα Βολούμνια, που ανήκε σε μια παλιά φατρία πατρικίων παίρνοντας προίκα αρκετά κτήματα. Άλλωστε είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός για την εμπορική του δραστηριότητα και αρκετές γνωστές οικογένειες της Ρώμης ήθελαν να τον κάνουν γαμπρό τους. Τον δεύτερο χρόνο από τον γάμο τους η Κρίσπινα έμεινε έγκυος αλλά πέθανε στη γέννα, όπως και ο νεογέννητος γιος του. Το γεγονός αυτό τον έριξε σε βαρύ πένθος και αν δεν ήταν ο Φίλωνας, όλοι οι κόποι που είχε κάνει θα πήγαιναν χαμένοι. Το 512 από την ίδρυση της Ρώμης14 ήταν η χρονιά που ο Σέξτος έφτασε στο κατώφλι της συγκλήτου. Οι Ρωμαίοι, 13 14

247 π.Χ. 242 π.Χ. 74


Ρώμη, Μάρκιος

κουρασμένοι από τον εικοσαετή πόλεμο με τους Καρχηδόνιους, αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν νέο στόλο για να μπορέσουν να χτυπήσουν τους αντιπάλους τους στον τομέα που υπερτερούσαν. Επειδή τα ταμεία της πόλης ήταν άδεια, όλοι οι πλούσιοι πολίτες αποφάσισαν να κάνουν γενναίες δωρεές και ένας στόλος διακοσίων πλοίων κατασκευάστηκε. Το ναυπηγείο είχε έμπειρους εργάτες και δούλευε με φρενήρεις ρυθμούς. Η ψυχολογική ανάταση του Σέξτου ήρθε μέσα από τις καινούργιες ευθύνες, το βεβαρημένο πρόγραμμα και φυσικά τα τεράστια κέρδη, τα οποία αποφάσισε να επενδύσει σε κτήματα, παρά τις διαφωνίες του Φίλωνα. Οι φιλοδοξίες του για θέση συγκλητικού περνούσαν από την κατοχή γης τουλάχιστον διακοσίων πενήντα χιλιάδων δηναρίων. Αυτή τη φορά οι Ρωμαίοι απέφυγαν τα λάθη του παρελθόντος, αφαίρεσαν τελείως το κόρβους, ενώ έκαναν γυμνάσια σε ασφαλή νερά γύρω από την Όστια, πριν ξεκινήσουν την εκστρατεία. Την αρχηγία πήρε ο ύπατος Γάιος Λουτάτιος Κάτουλος, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε άντρες με εμπειρία, όπως ήταν ο Κορβίνος και οι περισσότεροι πλοίαρχοι του Σέξτου. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε πρόβλημα στα εμπορικά πλοία της οικογενείας, αλλά τα κέρδη από την κατασκευή των πλοίων αντιστάθμιζαν τις ζημιές και με το παραπάνω. Αφού εκπαίδευσε τον στόλο του, ο Κάτουλος ξεκίνησε τον ναυτικό αποκλεισμό του Λιλύβαιου και των Δρεπάνων με όλα τα πλοία του. Οι Καρχηδόνιοι, εφησυχασμένοι από τη ναυτική υπεροχή τους και την προηγούμενη στάση της Ρώμης, είχαν παροπλίσει το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους κρατώντας τα απαραίτητα πλοία για μικρές ναυτικές επιδρομές και για την προστασία των λιμανιών 75


Νίκος Μπατσιούλας

τους. Παρά την έκπληξή τους, αντέδρασαν άμεσα και ένας νέος καρχηδονιακός στόλος, απαρτιζόμενος από διακόσια πενήντα πλοία, έσπευσε να αντιμετωπίσει τον Κάτουλο. Η μεγάλη ναυμαχία έγινε κοντά στις Εγάδιους νήσους, δυτικά της Σικελίας, και η νίκη των Ρωμαίων ήταν ολοκληρωτική, βυθίζοντας πενήντα και αιχμαλωτίζοντας εβδομήντα εχθρικά πλοία. Οι απώλειες του ρωμαϊκού στόλου ήταν μόλις τριάντα πλοία. Ο πόλεμος από τη ναυμαχία και ύστερα κράτησε πολύ λίγο. Ο Κάτουλος κατέλαβε το Λιλύβαιο και οι Καρχηδόνιοι, μη έχοντας άλλους πόρους για τη δημιουργία ενός νέου στόλου, πρότειναν ειρήνη. Οι όροι της Ρώμης ήταν ιδιαιτέρως σκληροί. Η Καρχηδόνα έπρεπε να αφήσει όλες τις κτήσεις της εκτός Λιβύης στη Ρώμη, να επιστρέψει όλους τους αιχμαλώτους πολέμου χωρίς λύτρα, να δεσμευτεί ότι δεν θα επιτεθεί στις συμμάχους των Ρωμαίων Συρακούσες και να πληρώσει δύο χιλιάδες διακόσια τάλαντα15 μέσα σε δέκα χρόνια, καθώς και χίλια τάλαντα για την υπογραφή της συμφωνίας. Το τέλος του πολέμου βρήκε τη Ρώμη να γιορτάζει τη μεγάλη της νίκη. Ο Σέξτος ήταν πλέον πλούσιος, ευυπόληπτος πολίτης και περίμενε την απογραφή, που ξεκίνησε τη χρονιά της νίκης, για να βάλει τις μωβ ρίγες του συγκλητικού στον χιτώνα του. Για ένα πράγμα φοβόταν. Εκτός του ότι ήταν άτεκνος, δεν ήταν και παντρεμένος, κάτι που όχι μόνο μπορεί να του στοίχιζε τη θέση του στη σύγκλητο αλλά και να τον υποβάθμιζε ακόμα και από την τωρινή του θέση, παρά την οικονομική του επιφάνεια. Μολαταύτα η θεά Τύχη συνέχιζε να τον ευνοεί, και δύο μήνες πριν την απογραφή του ήρθε προξε15

66 τόνοι. 76


Ρώμη, Μάρκιος

νήτρα για τη Ντομίτια Κλαυδία, την οποία και δέχτηκε να παντρευτεί. Εκτός από το ότι έκανε το χρέος του ως γνήσιος και σωστός Ρωμαίος πολίτης, βγήκε διπλά ωφελημένος, αφού η Ντομίτια προερχόταν από οικογένεια με μεγάλη παράδοση και δύναμη, αυξάνοντας έτσι την επιρροή του.

77



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.