Η τελευταία εβδομάδα

Page 1



Η τελευταία εβδομάδα


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Η τελευταία εβδομάδα» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2012 © Στέφανος Ξένος, 2012 e-book ISBN: 978-960-6813-63-4 1η έκδοση: Οκτώβριος 2012 2η έκδοση: Ιανουάριος 2013

Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε. Πανόρμου 83, 11524 Αθήνα τ: 210 3315186, 2130229425 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα τ: 2262100795, f: 2262027275 www.batsioulas.gr, info@batsioulas.gr


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Η τελευταία εβδομάδα



Η ασφυξία της καθημερινότητας

Από τον κριτικό λογοτεχνίας Κωνσταντίνο Μπούρα

Π

ροσπαθούσε να αντιληφθεί το πλήθος λαθών που πρέπει να έχει κάνει ο καθένας, ώστε να καταπλακωθεί από την ίδια του τη ζωή, από την ίδια του την ανάσα. Και γνώριζε ότι μια λάθος ζωή είχε δύσκολες ημέρες, όμως μια σωστή ζωή είχε ακόμα δυσκολότερες. Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται όλη η εσωτερική προβληματική της πρώτης νουβέλας του ποιητή και δοκιμιογράφου Στέφανου Ξένου. Η ζωή ως χαρμολύπη, οι άνθρωποι δέσμιοι των επιλογών τους, η ανάγκη να επιβεβαιώσουν την κανονικότητά τους και να επιβεβαιωθούν στα μάτια εκείνων που νοιάζονται για τη συμμόρφωση με τους κανόνες και τις υποδείξεις των ανωτέρων τους στην ιεραρχική κλίμακα της κοινωνίας. Η βραδιά κύλησε με φαγητό σε μια ταβέρνα και ποτό σ’ ένα κοντινό μπαρ. Τα γέλια που ακούγονταν κάθε στιγμή στην παρέα τους, ανέδυαν την αίσθηση - όλο και πιο πυκνή, ότι πατούσαν κάτω τις αντιξοότητες της καθημερινότητας. Είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν έρωτα στο ασανσέρ και μπήκαν παραπατώντας και χωρίς να ξεκολλάνε ο ένας από τον άλλο, στο σπίτι. Έρωτας, πόθος, ελευθερία... Ίσα που πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα... 7


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Η μόνη διαφαινόμενη διέξοδος προς την πολυπόθητη ελευθερία είναι η ένωση με το αλλότριο κορμί, η πρόσκαιρη απόδραση, ο προσωρινός συγχρωτισμός, ο αναπόφευκτα στιγμιαίος συντονισμός με την άλλη ύπαρξη, που αποτελεί πάντα για εμάς ένα δυσεπίλυτο μυστήριο. Ήθελε απλά να ζει ελεύθερος, κάνοντας μια δουλειά που να του αρέσει και όχι αυτή την καταναγκαστική εργασία που λίγο λίγο του έτρωγε τα σωθικά. Ήθελε να απολαύσει, να ζήσει, να νιώσει - όχι αυτά τα ημιθανή βιώματα. Το πανανθρώπινο αίτημα της χαράς, της δημιουργικότητας, της αβίαστης παραγωγικότητας, της απελευθέρωσης από κάθε είδους δεσμά, ωθεί τον ταπεινό τραπεζικό υπάλληλο, τον σεμνό, τον μετρημένο να προβεί σε αναγκαστικές αλλαγές του τρόπου ζωής κι εργασίας του. Θα τα καταφέρει; Εκνευριζόταν να ακούει από ανθρώπους που δεν είχαν εσωτερικές ανάγκες στη ζωή τους, να αμπελοφιλοσοφούν με περισπούδαστο ύφος και να θεωρούν ότι έβγαλαν κάποιο σπουδαίο συμπέρασμα. Ήταν οξύμωρο. Κυρίως, ήταν αφόρητα βαρετό. Ο ήρωας γιορτάζει τη χαρά της ύπαρξης και ξέρει πως πρέπει να επινοήσει τον εαυτό του, γιατί όσο κι αν μοιάζει μονότονα ίδιος με τους άλλους στην καθημερινή έκφρασή του και περνάει μάλλον απαρατήρητος, μέσα του σιγοβράζει ένα ηφαίστειο που δεν ξέρουμε πού και πότε θα εκραγεί. Και κυρίως, με ποιο τρόπο. Αυτή η σταδιακή κορύφωση της αγωνίας και η ταύτιση του αναγνώστη με τις υποφώσκουσες σκέψεις του πρωταγωνιστή δημιουργεί το απαραίτητο μυθοπλαστικό πλαίσιο για την τεχνουργημένη συνύφανση της πλοκής. Ο αφηγητής είναι τριτοπρόσωπος με πρόσβαση στον εσωτερικό κόσμο του Χάρη (αποκλειστικώς και μόνον – αφού τα υπόλοιπα πρόσωπα διϋλίζονται μέσα από το προσω8


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

πικό του φίλτρο και υπάρχουν στο βαθμό που διασταυρώνονται μαζί του κι εξυπηρετούν κάποιες ανάγκες του, ή απλώς επιβάλλουν αναγκαστικά την παρουσία τους). Παρατηρούσε τα μαγαζιά που ανοίγανε, μανάβικα, ειδών ρουχισμού, περίπτερα. Άνθρωποι διαφορετικών κοινωνικών επιπέδων, διαφορετικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων, διαφορετικής μόρφωσης, αλλά μ’ έναν κοινό σημείο: κανείς δεν χαμογελούσε. Σαν οπτασία παρουσιάστηκε ο εαυτός του μπροστά του, ίδιος μ’ αυτούς, πνιγμένος στην άνυδρη πραγματικότητα, ευνουχισμένος από την καθημερινότητα. Τρομοκρατήθηκε προσωρινά και ένιωσε αηδία για τον εαυτό του. Ποτέ πριν δεν είχε καταλάβει πόσο μίζερος είχε γίνει, πόσο άμορφο στοιχείο της μάζας αποτελούσε. […] Το βήμα του γινόταν νωχελικό, καθώς οι σκέψεις του τον κρατούσαν απομονωμένο από τον κόσμο γύρω του. Χαμογέλασε σε κάποιον περαστικό, που δεν του έδωσε καμία σημασία, περισσότερο τον κοίταξε περίεργα, σαν να έβλεπε τρελό ή εξωγήινο. Εκείνη τη στιγμή ήθελε να φωνάξει δυνατά, να γελάσει, ώστε να τον ακούσει όλη η πόλη, να κοροϊδέψει και να σαρκάσει τους πάντες. Η ευτυχία του, φαινόταν απύθμενη και τόσο πηγαία. Οι κοινωνικοί περιορισμοί, που αποτυπώνονταν στα πρόσωπα των ανθρώπων, ολιγωρούσαν και η απορία, που διαγραφόταν στην έκφρασή τους δεν είχε καμία απάντηση να πάρει. Όπως και στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ, οι άγγελοι παίρνουν μορφή αγοριών κι έρχονται να τονώσουν ή να επιβεβαιώσουν την κλονισμένη αυτοπεποίθηση του ήρωα που ταλανίζεται μεταξύ της εσωτερικής Σκύλλας και της εξωτερικής Χάρυβδης. Η σταδιακή απανθρωποποίησή του όμως τον κάνει να απαρνηθεί κάπου μεταξύ Πέμπτης και Παρασκευής τον έρωτά του για την Κατερίνα, ενώ οι κλεφτές ματιές με τη συνάδελφό του 9


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

στην τράπεζα και πρώην ερωμένη του, που είναι τώρα παντρεμένη με δυο παιδιά και χαμένη γι’ αυτόν ανεπιστρεπτί, επικυρώνουν απλώς και μόνον τη σταδιακή δυσανεξία που του προκαλεί το ανθρώπινό είδος και ο εαυτός τους ως μέλος αυτής της ομάδας των πιθηκοειδών, των θηλαστικών που επινοούν κι οργανώνουν διαρκώς πολυπλοκότερες φυλακές και λεπτεπίλεπτα βασανιστήρια. Κι όμως το πρωί της Παρασκευής, πήγε στο μπάνιο και έβρεξε το πρόσωπό του, ενώ απέμεινε να το κοιτάζει. Για πρώτη φορά οι σταγόνες του νερού δεν ήταν η ρουτινιασμένη καθημερινότητα, αλλά νερό, που έσταζε από την ανεξάντλητη πηγή της ζωής, έτσι τουλάχιστον εκείνος το ερμήνευσε. Και ήταν αποφασισμένος να την πιει, είτε σε ποτήρι, είτε σε μπουκάλι, δεν είχε σημασία για τον ίδιο το πώς, αλλά το ότι πια ήθελε να την νιώσει με κάθε σημείο του σώματός του, να την αφουγκραστεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Όμως οι στιγμές ευφορίας δεν διήρκεσαν όταν μπήκε στο κτήριο της τράπεζας και κάθησε στο πόστο του. Ο χρόνος τύραννος, κολλημένος σαδιστικά, δεν λέει να περάσει. Η Νίκη νιώθει την ανάγκη να τον ευχαριστήσει για τις ωραίες στιγμές που μοιράστηκαν. Μοιάζει σα να αποχαιρετιούνται. Το βράδυ της Παρασκευής παρατηρεί τις φωτεινές σκιές των ανθρώπων από την ανήλιαγη σπηλιά του, που θυμίζει αμυδρά το πλατωνικό “σπήλαιο των ιδεών”. Το Σάββατο το μεσημέρι ξαναπερνάει έξω από το κτήριο της δουλειάς-δουλείας του και νιώθει αυτο-οίκτο. Οραματίζεται λευκά άλογα που τρέχουν σε καταπράσινα λιβάδια. Όμως κι αυτή η εικόνα δεν μπορεί να ανα-ψύξει την ψυχή και τας φρένας του. Αδυνατούσε να διανοηθεί ότι τόσα χρόνια, ζωή ολόκληρη, είχαν σπαταληθεί, δίχως ουσία, δίχως ουσιαστική νόηση, από μια εγωκεντρική διάθεση να ικανο10


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

ποιεί τις επιθυμίες του, υποταγμένος πάντα στα όρια της κοινωνίας. «∆εν μπορεί να πήγαν χαμένα», είπε λίγο πιο δυνατά και σαν μικρό παιδί έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του, προσπαθώντας να κρύψει την ντροπή και να κρυφτεί συγχρόνως απ’ αυτήν. Μόνη ελπίδα η αγάπη, που “απελευθερώνει”, όπως παρατηρεί ο αφηγητής και διαπιστώνουν σταδιακά ο Χάρης και η Κατερίνα μετά από χρόνια παράλληλης μοναξιάς, μετά από χρόνια απόστασης από κάθε σαρκική επαφή. Αυτή η ιδεαλιστική, σχεδόν “χριστιανική” αντιμετώπιση του έρωτα θυμίζει τον σαλό σαιξπηρικό Άμλετ που προτείνει στην Οφηλία να κλειστεί σε μοναστήρι, αφού κάθε σωματική επαφή τού φέρνει στο νου κρέας που σαπίζει και το τρώνε τα σκουλήκια. Πίσω από όλη αυτή την υπαρξιακή ανησυχία, πίσω από αυτό το δυσαναπλήρωτο κενό υποφώσκει η μεσαιωνική αντίληψη για τη ρυπαρότητα του ανθρώπινου κορμιού, που λειτουργεί αποκλειστικά και μόνον ως καταναγκαστική φυλακή της ανθρώπινης ψυχής. Από τότε που διαχωρίστηκε ο ενιαίος ανθρώπινος εαυτός σε πνεύμα-ψυχή-σώμα, σε ανώτερο και κατώτερο, σε άγιο και δαίμονα, σε ηθικό και ανήθικο, σε καλό και κακό, σε άσπρο και μαύρο, αυτός ο αφύσικος και τεχνητός δυϊσμός προκάλεσε την αστοχία του δυτικού πολιτισμού, την ανεπάρκειά του να καταστήσει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Αντ’ αυτού, τους οδηγεί από νεύρωση σε ψύχωση κι από μανιοκατάθλιψη σε παράνοια, φορτώνοντάς τους με τοξίνες και κάθε λογής χημικά απόβλητα. Τα άτομα μετατρέπονται σε καταστροφικές μηχανές που υπερκαταναλώνουν διαρκώς κι εξαντλούν επιτυχώς με μαιναδική φρενίτιδα τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα ενεργειακά αποθέματα του πλανήτη. Ο Χάρης είναι πια εξήντα πέντε χρονών. Κάθε συμ11


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

βατική-συμβολική “ημέρα” αυτού του αφηγήματος γεφυρώνει δεκαετίες ολόκληρες. Αυτό, που φοβόταν πάντα, το αν θα προλάβαινε να ζήσει, ερχόταν τώρα ως λύτρωση μπροστά του να τον οδηγήσει σ’ ένα ταξίδι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ασφάλεια, αλλά με όλη την δίψα για ζωή. Καθώς γύριζε στο σπίτι, για να χαιρετήσει τα πράγματά του, ερχόντουσαν στο νου του αναμνήσεις από τις αναρίθμητες στιγμές, που είχε περάσει στα δωμάτιά του. Κυρίως, όμως, θυμόταν αυτήν την τελευταία εβδομάδα, που είχε αλλάξει την πορεία του. Είχε κρατήσει για τον Χάρη, δεκαετίες αυτή η εβδομάδα. Ακουμπώντας τα δάχτυλα στα χείλη του έστειλε ένα φιλί προς όλα τα αντικείμενα, που στέκονταν σκόρπια και παρατηρούσαν τη φυγή του. Μόλις βγει στους δρόμους της πόλης το μυστηριώδες αγόρι-άγγελος (το “εσωτερικό παιδί“ του ήρωα) κάνει πάλι την εμφάνισή του και χάνεται στο πουθενά. Το λεωφορείο θα τον οδηγήσει άραγε στην ελευθερία, τα όνειρα θα πραγματοποιηθούν ή θα γυρίσει άραγε από ∆ευτέρα στην ίδια ρουτίνα; Αυτή η συστολή-διαστολή του χρόνου, αυτό το ακορντεόν που παίζει μόνο μία νότα, αυτή η διαρκής δίψα για ελευθερία θα οδηγήσει στην απελευθέρωση; Αυτό θα εξαρτηθεί από τον αναγνώστη, που θα συν-δημιουργήσει τη δική του νουβέλα στο μυαλό του, αφού το “τέλος” παραμένει από τον συγγραφέα ανοικτό σε κάθε πιθανή ερμηνεία. Χαιρετίζω αυτή την πεζογραφική εμφάνιση του Στέφανου Ξένου. Μια τίμια και σεμνή φωνή στα ελληνικά γράμματα. Επιτέλους! Μελετήστε τον με προσοχή. Η γραφή του έχει περισσότερα επίπεδα απ’ όσα μπορεί να ψυχανεμιστεί και ο πλέον επαρκής αναγνώστης. Κωνσταντίνος Μπούρας 12


Κεριά Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων. τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά. ∆εν θέλω να τα βλέπω. με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά. ∆εν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν. Κ.Π. Καβάφης



ΔΕΥΤΕΡΑ

Ο

ι ακτίνες του ήλιου ξεπρόβαλαν αμυδρά από τα παραθυρόφυλλα. Το πρόσωπο του Χάρη φωτίστηκε. Ενοχλημένος άνοιξε τα μάτια του. ∆ευτέρα. Έκανε μια ψεύτικη προσπάθεια να σηκωθεί, αλλά το πάπλωμα τον κρατούσε αιχμάλωτο στη ζεστασιά του – αυτό έμοιαζε αρκετά ικανή δικαιολογία να τον κρατήσει ξαπλωμένο. Αργά ή γρήγορα θα σηκωνόταν κι όσο το καθυστερούσε, τόσο πιο δύσκολο θα γινόταν. Σηκώθηκε τελικά νωχελικά. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο, μόλις λίγα μέτρα μακριά από το κρεβάτι του, σταμάτησε μπροστά στο νιπτήρα ακουμπώντας με τα δυο χέρια του το μαρμάρινο κύκλο. Κοίταξε στον καθρέφτη το είδωλό του. Τα μπερδεμένα από τον ύπνο, καστανά μαλλιά του είχαν κάτι το αστεία γοητευτικό, τα γαλανά μάτια του είχαν ήδη ξυπνήσει, τα λεπτά χείλη πάλευαν ακόμα να βρουν το χρώμα τους. Έσκυψε, ρίχνοντας με γρήγορες κινήσεις το νερό που έτρεχε στο πρόσωπό του. ∆ιάλεξε ένα από τα καλύτερά του κουστούμια και το εναπόθεσε πάνω στο κρεβάτι. Σε λίγα λεπτά είχε ντυθεί και πηγαίνοντας προς την κουζίνα, άνοιξε για λίγο την τηλεόραση προκειμένου να ακούσει τα πρωινά νέα. Μία από τα ίδια. Ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν. 15


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Μερικές φρυγανιές με βούτυρο και μέλι - τις κατέβασε μονομιάς, και έπειτα το ποτήρι με το γάλα. Άρπαξε από το ξύλινο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα τα κλειδιά, τα τσιγάρα και το κινητό του, άνοιξε την πόρτα, κάλεσε το ασανσέρ. «Μία νέα ημέρα ξεκινάει», μονολόγησε χαμογελώντας. Κλείδωσε και επέλεξε να κατέβει από τις σκάλες, όπως έκανε κάθε φορά, όταν ένιωθε δυνατός, ικανός για όλα… Ζωντανός. Στην είσοδο της πολυκατοικίας εισέπνευσε μια γερή δόση αέρα, αφήνοντας κάθε σπιθαμή των πνευμόνων του να γεμίσει με την πρωινή αύρα και ξεκίνησε για την τράπεζα. ∆εν ήταν πολύς καιρός που είχε πιάσει δουλειά. Σε λίγες ημέρες θα έκλεινε εξάμηνο. Του άρεσε η επαφή με τον κόσμο, οι συνάδελφοί του, η οργάνωση και η λειτουργία της τράπεζας, η εργασία του. Μολονότι ήταν φρέσκος στην τράπεζα δεν έγινε ταμίας, όπως συνηθιζόταν σχεδόν κάθε φορά. Τον είχαν βάλει στο τμήμα των δανείων με πελάτες που είχαν μια στοιχειώδη οικονομική άνεση. Ήξερε και ο ίδιος ότι δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει από κάπου ψηλότερα. Προχωρούσε στο δρόμο, αφήνοντας ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του. Ένιωθε όμορφα περπατώντας στα σοκάκια της πόλης εφτά και τέταρτο το πρωί, βλέποντας ανθρώπους να μπαίνουν στα μαγαζιά τους. Γονείς κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι περπατούσαν στα πεζοδρόμια και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Ένα παιδί, δε θα ήταν πάνω από οκτώ χρονών, έπεσε πάνω του. Ο Χάρης το κοίταξε θαμπωμένος από τη λάμψη του προσώπου του και τα ολόφρεσκα χαρακτηριστικά του. Μικρά δαχτυλίδια καστανού χρώματος κάλυπταν το κεφάλι του, ενώ δυο ολογάλανα και καθαρά μάτια τον κοιτούσαν, με ανάμεικτα συναισθήματα. 16


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

«Συγγνώμη, κύριε», είπε το παιδί, εστιάζοντας τη ματιά του ακόμα πιο πολύ στο βλέμμα του Χάρη. «∆εν πειράζει», ανταπάντησε ο Χάρης μη μπορώντας να αποτραβήξει τα μάτια του από το μικρό. «Τώρα που σας βλέπω δε μου φαίνεστε και τόσο μεγάλος», αναφώνησε το μικρό αγόρι σαν να είχε κάνει την πιο σπουδαία ανακάλυψη. «∆εν είμαι… και ελπίζω ότι δε φαίνομαι κιόλας», είπε χαχανίζοντας ο Χάρης. Ο μικρός γέλασε, τον κοίταξε με μια διαπεραστική ματιά κι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που πήγαινε ο Χάρης. «Είμαι μόλις 27 ετών» αναλογίστηκε. Χαμογέλασε και συνέχισε να περπατά προς την τράπεζα. Ήδη η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να επιταχύνει. Ο δρόμος δεχόταν ευλαβικά τις ακτίνες του ήλιου, όσες απ’ αυτές κατάφερναν να διαπεράσουν τους πελώριους τσιμεντένιους όγκους και φώτιζαν τα γκρίζα πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητα, τους νυσταγμένους ανθρώπους. Το πρόσωπό του, φωτισμένο από μια αίσθηση ελπίδας και δίψας, ακτινοβολούσε μέσα σ’ αυτό το μουντό σκηνικό. Το κινητό του άρχισε να χτυπά. «Καλημέρα», ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου μια νυσταγμένη γυναικεία φωνή. «Καλημέρα μικρή μου, τι κάνεις;», ανταπάντησε ο Χάρης με γλυκύτητα. «Μόλις ξύπνησα. Και δε θέλω να σηκωθώ». «Τότε κάτσε σπίτι και χαλάρωσε». «Το ξέρεις ότι δε γίνεται, μακάρι να μπορούσα». «Επομένως δεν μπορείς να το αποφύγεις, αγάπη μου, οπότε…» «Θα τα πούμε σήμερα;» 17


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

«Λογικά. Θα σε πάρω τηλέφωνο το μεσημέρι μόλις κλείσει η συναλλαγή με το κοινό, να το κανονίσουμε, οk;» «Εντάξει. Καλημέρα και καλή δουλειά». «Επίσης». Έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελώντας και προσδοκώντας ήδη εκείνη τη στιγμή, λίγες ώρες αργότερα, που θα συναντούσε την Κατερίνα. Ακολούθησε την πιο μακριά διαδρομή, για να φτάσει στη δουλειά του. Σ’ όλη τη διάρκεια απολάμβανε τον κάθε θόρυβο, τα τυχαία λόγια που χωρίς καμία σημασία, σκορπίζανε στον αέρα, τις παρουσίες που απλά γέμιζαν το οπτικό του πεδίο. Όταν έφτασε στο γραφείο του, καλημέρισε μ’ ένα χαμόγελο τα σκυθρωπά και νυσταγμένα πρόσωπα των συναδέλφων του και κάθισε στη θέση του σαν να ήταν η πρώτη του ημέρα. Όλα του φαινόντουσαν τόσο διαφορετικά, ότι είχαν κάτι να πουν. Και το πιο ασήμαντο πράγμα, ακόμα και μια λευκή κόλλα χαρτί, είχε την δική της ξεχωριστή και μοναδική σημασία. ∆εν πρόλαβε να παρατηρήσει τα πάντα πάνω στο γραφείο του, όταν ο διευθυντής, ένας άνθρωπος, που οι άσπρες τρίχες του κάλυπταν τα μάγουλα και το στόμα, καθώς και τα λιγοστά μαλλιά της κεφαλής του, του ζήτησε να του παραδώσει σε λίγη ώρα το φάκελο με τις αιτήσεις των πελατών για δάνειο. Ο Χάρης μ’ ένα μορφασμό έγνεψε συγκαταβατικά. Ένιωσε την πρότερη διάθεσή του που έμοιαζε αστείρευτη, να απειλείται τώρα από το φάκελο, που έπρεπε να παραδώσει. Απέμεινε για λίγο να κοιτάζει τον διευθυντή, καθώς ξεμάκραινε και ύστερα αφιερώθηκε στο να ετοιμάσει τα χαρτιά. Άφησε το σακάκι στο γραφείο του και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Μπαίνοντας στο μικρό δωματιάκι συνάντησε τη Νίκη, μια ψηλή, 18


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

καστανή κοπέλα, λίγο μικρότερη από τον ίδιο, να ετοιμάζει τον καφέ της. Τα σπαστά μαλλιά της ανέδυαν μια ευωδιά, που τρύπαγε τα ρουθούνια του και διείσδυε σε κάθε σπιθαμή των αισθητήριων οργάνων του. «Καλημέρα...», της είπε τρυφερά. «Καλημέρα», αναφώνησε η Νίκη, που αγνοούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι κάποιος βρισκόταν πίσω της. «Τι κάνεις;» «Καλά. Εσύ;» «Καλά είμαι, ξέρεις μια από τα ίδια. Πώς τα πέρασες το Σαββατοκύριακο;» «∆εν έκανα τίποτα. Παρασκευή χαλάρωσα στο σπίτι, Σάββατο βγήκα με κάτι φίλες και χθες έκανα ως συνήθως τις δουλειές του σπιτιού και στη συνέχεια τίποτα ιδιαίτερο. Εσύ;» «Κι εγώ λίγο από ’δω λίγο από ’κει, ξέρεις, σε μια διαρκή βόλτα». «Ωραία», μονολόγησε η Νίκη, αφήνοντας να διαφανεί ένας θλιμμένος τόνος. «Λοιπόν, θα τα πούμε μετά». «Εντάξει, καλή συνέχεια». Ο Χάρης βγήκε από το δωμάτιο ξαλαφρωμένος τρόπον τινά, από τις τύψεις γι’ αυτή την εκ διαμέτρου διαφορετική ζωή που βίωνε από την κατά τι μικρότερή του, Νίκη. ∆εν ήθελε και δεν μπορούσε, τουλάχιστον στη φάση που βρισκόταν, να φανταστεί πώς περνούσαν οι ημέρες αυτής της κοπέλας. Και τελικά μάλλον δεν τον ένοιαζε κιόλας. Κάθισε στο γραφείο του, ήπιε μερικές γουλιές καφέ και έβγαλε ορισμένους φακέλους από το συρτάρι. Μετά από λίγα λεπτά η πόρτα άνοιξε για το κοινό, όμως ο Χάρης είχε ήδη ξεκινήσει να μελετά τους όρους και τις προϋποθέσεις για κάθε αίτηση δανείου που είχε μπροστά του. 19


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Η ημέρα κυλούσε με γρήγορο ρυθμό, κόσμος μπαινόβγαινε στο κατάστημα, εργαζόμενοι έτρεχαν να προλάβουν το χρόνο. Ο Χάρης καθόταν στην καρέκλα του προσηλωμένος πάνω από μια στοίβα χαρτιά. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα είχε πάει δύο και τέταρτο. Σε λίγο θα έκλειναν και θα μπορούσε να απολαύσει εκείνη τη μοναδική στιγμή που ο θόρυβος γίνεται ησυχία, ο σαματάς σιωπή. Σήκωσε το κεφάλι του, ακούμπησε με το χέρι του τους κροτάφους και έριξε ένα βλέμμα γύρω στο χώρο. Το βλέμμα του συναντήθηκε με εκείνο της Νίκης και ένα αμφίδρομο χαμόγελο σχηματίστηκε στα πρόσωπά τους. Χωρίς να βγάλει ήχο της έγνεψε αν είναι όλα καλά κι εκείνη του απάντησε χαμογελώντας. Γύρισε και κοίταξε τις αιτήσεις μπροστά του. Έβγαλε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε και πάλι στους αριθμούς, τα ονόματα και τις καταστάσεις. ∆εν είχε προσέξει τίποτα και κανέναν γύρω του μέχρι τη στιγμή που άκουσε μια φωνή δίπλα του: «Καλό απόγευμα». Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Χρήστο, έναν συνάδελφο, να τον χαιρετά και να βγαίνει από το κατάστημα. Κοίταξε και πάλι το ρολόι. Είχε πάει τέσσερις και μισή. «Εδώ θα κοιμηθείς;» ακούστηκε η φωνή της Νίκης δίπλα του. «Εεε… φαντάζομαι πως όχι» είπε με τον τόνο της φωνής του να προδίδει την προσήλωσή του σ’ αυτό που έκανε. «Νομίζω ότι πρέπει να ετοιμαστείς και ’συ σιγά σιγά. Κι ο διευθυντής είναι έτοιμος να κλείσει το κατάστημα, οπότε…» «Ναι ναι, ετοιμάζομαι», είπε και με μια αστραπιαία κίνηση έβαλε τα χαρτιά και ό,τι άλλο στο συρτάρι του, την 20


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

κούπα πίσω από την οθόνη, κλείδωσε τα ντουλάπια και τα συρτάρια του και πήρε το σακάκι από την καρέκλα. Η Νίκη δεν είχε βγει ακόμα από το κατάστημα, περιμένοντάς τον να ετοιμαστεί και να βγουν μαζί προς τα έξω. Ο Χάρης της άνοιξε την πόρτα, εκείνη τον ευχαρίστησε και κοντοστάθηκαν έξω από την τράπεζα. «Λοιπόν…» «Καλή ξεκούραση, Νίκη μου». «Ε, ξέρεις το βράδυ παίζει ένας φίλος σε ένα μπαράκι στα Πατήσια, οπότε αν θέλεις θα είμαστε εκεί, θα ’ρθουν και άλλοι συνάδελφοι, ο Χρήστος μάλλον, η Γεωργία…» «∆εν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα, με ξέρεις. Όμως, αν είναι να βγω θα περάσω σίγουρα μια βόλτα από ’κει». «Εντάξει τότε, καλό απόγευμα». «Επίσης». Ο ήλιος, αν και όχι πολύ δυνατός, ζέσταινε με τις ακτίνες του την πόλη. Τα περισσότερα μαγαζιά είχανε κλείσει, ενώ κάποιοι τελευταίοι έμποροι κατέβαζαν ρολά ή είχανε γυρίσει το σηματάκι στην πόρτα στην ένδειξη κλειστό και παρέμεναν μέσα στα μαγαζιά τους, κλείνοντας τα ταμεία, καταγράφοντας τις παραγγελίες για νέες προμήθειες και τις απαιτήσεις για τις επόμενες ημέρες. Ο Χάρης περπατούσε προς το σπίτι, κοιτώντας πότε τα πεζοδρόμια, πότε τα μαγαζιά, τους περαστικούς. Έβλεπε πρόσωπα σε πολλές περιπτώσεις κατεβασμένα, αγχωμένα, προβληματισμένα, έτοιμα να εκραγούν ανά πάσα στιγμή. Όπως συνήθως, διερωτόταν για τους λόγους που ωθούν έναν άνθρωπο να σκύψει κάτω από το βάρος της καθημερινότητας που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια και ανάγκες. 21


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Προσπαθούσε να αντιληφθεί το πλήθος λαθών που πρέπει να έχει κάνει ο καθένας, ώστε να καταπλακωθεί από την ίδια του τη ζωή, από την ίδια του την ανάσα. Και γνώριζε ότι μια λάθος ζωή είχε δύσκολες ημέρες, όμως μια σωστή ζωή είχε ακόμα δυσκολότερες. Με αυτές τις σκέψεις για παρέα σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας και για λίγο κόντεψε να την προσπεράσει. Χαμογέλασε και έψαξε στις τσέπες του για τα κλειδιά. Ανοίγοντας την πόρτα κοίταξε τα χέρια του, γεμάτα ζωή, νεανικά και δυνατά. Τσεκάρισε το γραμματοκιβώτιό του: Αρκετά διαφημιστικά και ένας λογαριασμός βρίσκονταν στο σκοτεινό ντουλαπάκι με το ξεφτισμένο ξύλο, να κάθονται πλάγια. Πήρε το λογαριασμό και μέχρι ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο, όπου βρισκόταν το διαμέρισμά του, τον είχε ανοίξει. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, πέταξε τα κλειδιά μαζί με τον ανοιγμένο φάκελο στο τραπεζάκι του χολ. Με μια αστραπιαία κίνηση άναψε το θερμοσίφωνα, έβγαλε το σακάκι του και κάθισε στην πολυθρόνα. Άναψε ένα τσιγάρο, όμως ένιωθε ότι κάτι έλειπε. Πήγε στην κουζίνα και έβαλε ένα ποτήρι χυμό και πήρε κι ένα τασάκι. Ξανακάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, μια μπερζέρα κεραμιδί χρώματος, με φαγωμένο το ύφασμα στις ραφές. Αυτός ήταν ο θρόνος του, το σώμα του διαμορφωνόταν στην κοψιά της πολυθρόνας, ανέβαζε τα πόδια του από τη μία πλευρά και τα άφηνε να κρέμονται κάτω. Ρούφηξε κάθε τζούρα σαν να ήταν η τελευταία και κατευθείαν άναψε και δεύτερο τσιγάρο. Είχε να καπνίσει από το πρωί, το κάπνισμα στην τράπεζα απαγορευόταν και το διάλειμμα ορισμένες ημέρες ήταν κάτι το άπιαστο. Ένιωθε δυνατός, η ένταση της δουλειάς είχε μείνει εκεί 22


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

στην πόρτα της τράπεζας. Την είχε αφήσει εκεί, για να μην τον βαραίνει για το υπόλοιπό της ημέρας. Μόλις τελείωσε και το δεύτερο τσιγάρο πήγε στο υπνοδωμάτιο, έβγαλε τα ρούχα του, έπειτα έκλεισε το θερμοσίφωνα και μπήκε στο μπάνιο. Άφησε το νερό να τον βρέχει για περίπου δεκαπέντε λεπτά. Οι εναπομείνασες ρανίδες κούρασης και άγχους που με κόπο είχαν γαντζωθεί στο κορμί του, έπεφταν στο σιφόνι σαν πεθαμένα έντομα. Ήδη το σώμα του επιτάχυνε τη διαδικασία αναδιοργάνωσης. Βγήκε από το μπάνιο, φόρεσε μια φόρμα και ένα μπλουζάκι και κάθισε πάλι στη μπερζέρα. Άναψε ένα τσιγάρο, έκανε δυο τζούρες και το έσβησε πλάι στα δυο προηγούμενα. Ξάπλωσε στο διπλό κρεβάτι του, έφερε το σεντόνι μέχρι πάνω και στη συνέχεια έπιασε να διαβάζει το βιβλίο που είχε δίπλα του. Μετά από πέντε σελίδες ένιωθε τα μάτια του να βαραίνουν. Αποκοιμήθηκε. Όνειρα δεν είδε, μόνο αφουγκραζόταν το γλυκό σκοτάδι της ξεκούρασης. Μέσα στο σκοτάδι άκουσε το κινητό του να χτυπά. Προς στιγμή ένιωσε ότι ο ήχος προερχόταν από κάποιο όνειρο, όμως ανοίγοντας τα μάτια του αντιλήφθηκε ότι ο θόρυβος εξακολουθούσε να υφίσταται. Κοίταξε δίπλα στο κομοδίνο, τίποτα. Το κινητό του βρισκόταν στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, κάπου στο σαλόνι. Σηκώθηκε με πολύ κόπο, νομίζοντας ότι δεν θα φτάσει ποτέ ως το σαλόνι. Βρήκε το σακάκι, πήρε το κινητό και το σήκωσε. «Ναι», είπε με ένα τόνο στη φωνή συνυφασμένο με τη σκοτεινή πλευρά που πριν από λίγο βρισκόταν. «Επιτέλους! Ετοιμαζόμουν να φύγω. Έχω πάρει πέντε φορές στο κινητό και άλλες τόσες στο σταθερό», είπε η Κατερίνα, κάνοντας παύση για να ακούσει κά23


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

ποια δικαιολογία από το στόμα του. «Κοιμόμουνα. Συγγνώμη». «Άνοιξε τώρα, είμαι από κάτω». «Οk». Με αργές κινήσεις κινήθηκε προς το θυροτηλέφωνο και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα στην είσοδο. Στη συνέχεια πήγε στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Η Κατερίνα δεν είχε φτάσει ακόμα. Κοντοστάθηκε ακουμπώντας στο φύλλο της πόρτας, ώσπου άκουσε το ασανσέρ να σταματάει στον όροφό του. Είδε την Κατερίνα να βγαίνει - όμορφη. Φορούσε ένα ξεβαμμένο τζιν κι ένα καρό πουκάμισο, με χαμηλά παπούτσια μπαλαρίνες. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της τα είχε αφημένα ελεύθερα, να τονίζεται το κυματοειδές τους σχήμα, ενώ ένα διακριτικό μακιγιάζ στα μάτια αναδείκνυε το σπινθηροβόλο, σκούρο βλέμμα της. «Γιατί αργήσαμε να ανοίξουμε, ε;» του είπε με χαριτωμένο τόνο στη φωνή της. «Βασικά, είχα μια άλλη κοπέλα παρέα, ε και μέχρι να τη διώξω, καταλαβαίνεις». «Α, συγγνώμη τότε, να φύγω αν είναι». «Τώρα, ήδη έχει φύγει». «Αστεία!», του είπε και του έδωσε ένα φιλί. Μπαίνοντας η Κατερίνα στο σπίτι, έβγαλε έναν αναστεναγμό. «Χαμός γίνεται εδώ μέσα». Ο Χάρης έχοντας μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό του, κοιτούσε τριγύρω μήπως και καταλάβαινε και ο ίδιος το χαμό που επικρατούσε. «Υπερβολές. Ένα τασάκι με τρία τσιγάρα και ένα σακάκι, δε νομίζω ότι είναι και τόσο μεγάλη καταστροφή». «Αφού τα έχουμε πει τόσες φορές, αν δεν τα μαζεύ24


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

εις την ώρα που πρέπει, τότε θα γίνονται συνεχώς περισσότερα». «Και να σου στερήσω τη χαρά να τα μαζέψεις εσύ; Αποκλείεται!» «Έχεις όρεξη για αστεία σήμερα, Χαρούλη;» «Είναι που σε είδα και γέμισε με φως το σκοτάδι, πεταλουδίτσα μου». Η Κατερίνα άφησε ένα χαμόγελο διαρκείας να διαγραφεί στο στόμα της. Ήξερε ότι ο Χάρης σιχαίνεται να λέει τέτοια υποκοριστικά - πεταλουδίτσα, ζαργάνα, μωρό μου… Και πάντοτε της άρεσε, όταν πέταγε κανένα για χαβαλέ. Μέσα σε λίγη ώρα η Κατερίνα είχε μαζέψει τα πεταμένα πράγματα σε διάφορα δωμάτια του σπιτιού και σκουπίζοντας τον πάγκο της κουζίνας, παρατηρούσε τον Χάρη που καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα και κάπνιζε. «Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε με δισταγμό. «Τίποτα ιδιαίτερο» απάντησε ο Χάρης, ενώ εξακολουθούσε ακόμα να κοιτάει τον καπνό που ανέβαινε στο ταβάνι. «∆εν περιμένεις να σε πιστέψω φυσικά;» «∆ικό σου θέμα το τι θα κάνεις, μικρή», είπε ο Χάρης κοφτά. Η Κατερίνα κρέμασε την πετσέτα στο πιαστράκι δίπλα από τα πάνω ντουλάπια της κουζίνας και κάθισε στα πόδια του Χάρη. Την τράβηξε απαλά πάνω του και πέρασε το δεξί του χέρι πάνω από τον ώμο της. Την κρατούσε τώρα σφιχτά στην αγκαλιά του. «Λοιπόν, θα μου πεις;» «Τι πράγμα;» «Ξέρεις, τι είναι αυτό που σε απασχολεί». 25


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

«Σκέφτομαι διάφορα». «Καλά ή άσχημα;» «Και μόνο οι σκέψεις, μου φαίνονται βαριές». «Εγώ… έχω κανένα ρόλο στο μυαλό σου;» «Και στο μυαλό και στην καρδιά». Τρίφτηκε χαδιάρικα πάνω του και τον κοίταξε ίσια στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν λέει αλήθεια. «Ψεύτη!» του είπε δήθεν θυμωμένα αλλά το στόμα της, πρώτα στα χείλη του, έπειτα στο στήθος του και τέλος ανάμεσα στα πόδια του, αποδείκνυε ότι η απάντηση την είχε ικανοποιήσει. Λίγο αργότερα κι ακόμα αγκαλιασμένοι στη μπερζέρα, έβλεπαν μαζί το τελευταίο φως της ημέρας να αποτραβιέται ενώ η νύχτα έμπαινε βιαστικά από τα παράθυρα. «Θες να πάμε καμιά βόλτα; Είχαν πάρει και ο Σωτήρης με τη Λήδα νωρίτερα μήπως βγαίναμε παρέα. Τι λες;» «Μέσα, έχω όρεξη για βολτίτσα». ∆εν πέρασε πολλή ώρα ως τη στιγμή που βρέθηκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας να περιμένουν το φιλικό ζευγάρι. Μόλις εκείνοι εμφανίστηκαν άρχισαν τα πειράγματα και τα γέλια, ενώ ξεκίνησαν να περπατάνε προς το κέντρο. Η βραδιά κύλησε με φαγητό σε μια ταβέρνα και ποτό σ’ ένα κοντινό μπαρ. Τα γέλια που ακούγονταν κάθε στιγμή στην παρέα τους, ανέδυαν την αίσθηση όλο και πιο πυκνή, ότι πατούσαν κάτω τις αντιξοότητες της καθημερινότητας. Είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν έρωτα στο ασανσέρ και μπήκαν παραπατώντας και χωρίς να ξεκολλάνε ο ένας από τον άλλο, στο σπίτι. Έρωτας, πόθος, ελευθερία... Ίσα που πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα...

26


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.