ςσ“Ξερ»οποξ»
38:
16
«Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυ.ρέίου ἡμῶν Ἰησοῦ ὠριστοῦ, διε’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρώται κἀγὼ τῷ κό-
, Ξ ν
ἱ
σμῳ» (Γαλ. 8.14}
Ταχυδρ. Διεύθυνσι: Τ.Θ. 3415, (Κ.Τ.Α.) 102 10 ΑΘΗΝΑ Ὑἴ
ε
Ἂ
ι
]
ΔΙΝ
7
,ἴι
ἄνθρωπος, ἀγαπητοί!
μου, κάθε ἄνθρωπος, εἶνε
ἁμαρτωλός. Ἀλλὰ τὸ παραδέχονται ὅλοι; Τὸ ἀναγνωρίζουν καὶ τὸ συναισθάνονται; Ζη-
τοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ κράζουν ὅπως ὁ Δαυΐδ, «Ἐλέἡσόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου» (Ψαλμ. 50, 3), καὶ
ὅπως ὁ ἄσωτος, «Πάτερ, ἥ- | μαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν -. Σ ἔ καὶ ἐνώπιόν σου, καὲ οὐκέτι εἰμὲ; ἄξιος μληθηυαι Ἤἀσ. σἃ ου»; (Λουκ. 15, 21). Δυστυχῶςὀλίγοι εἶνε αὐτοί, ποὺ ἔχουν τὴ βαθειὰ αὐτὴ συναίσθησι. Οἱ περισσότεροι δὲν αἰσθάνονται τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲν ζητοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἀδιάφοροι καὶ ἀναίσθητοι καὶ καμμιὰ φορὰ στὴ ζωή τους δὲν πῆγαν σὲ πνευματικὸ πατέρα, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τοὺς καὶ νὰ λάβουν ἀπ᾽ τὸ Θεὸ συγχώρησι. Ἐὰν δὲ ὁ ἱερεὺς τῆς ἐνορίας ἢ κάποιος ζηλωτὴς χριστιανός. ὅταν πλησιάζουν οἱ μεγάλες γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης, σὲ ἕνα τέτοιο χριστιανὸ κάνῃ σύστασιγιὰ ἐξομολόγησι, αὐτὸς ἀπαντᾷ’ «ἜΠγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτίες. Δὲν ἔκλεφα. Δὲν πόρνευσα. Δὲν μοίχευσα. Δὲν σκότωσα. Δὲν πῆγα στὸ δικαστήριο νὰ πάρω φεύτικοὺυς ὅρκους. Χριστιανὸς καλλίτερος ἀπὸ μένα δὲν ὑπάρχει..». Αὐτὰ λέγουν οἱ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι. Μόνοι τους ἐχδίδουν πιστοποιητικὸ ἁγιότητος καὶ τὸ ὑπογράφουν καὶ τὸ σφραγίζουνοἱἴδιοι Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε στοὺς χριστιανοὺς αὐτούς; Μὲ τί λόγια νὰ τοὺς κάνουμε νὰ πεισθοῦν, ὅτι καὶ αὐτοὶ εἶνε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔχουν ἀνάγκὴ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως;
ἜΤΟΣ Ξκ5 ἌΘΗΝΑΒ' ΦΕΒΡΟΥΆΡΙΟΣ 2012 ΒΒ ΑΡΙΘ. ΤΕΥΧΟΥ͂Σ 575.