Κατά Μανιχαίων διάλογος. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Page 1

Ι. ΚΑΤΑ ΜΑΝΙΧΑΙΩ͂Ν ΔΙΑΛΟΙῸΣ


Τοῦ ἁγίου πατέρα μας μοναχοῦ πρεσβυτέρου ᾿Ιωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ Κατὰ Μανιχαίων

Ι. ᾽᾿Ορθόδοξος: Μιὰ καὶ συναντηθήκαμε γιὰ νὰ κάνου-

με διάλογο, σὲ ρωτάω᾽ ποιό εἶναι τὸ ζητούμενο; .ὋὋ Μανιχαῖος: Νὰ ἀσκήσουμξε τὴ σκέψη μας στὸ θέμα τῆς πίστης.

ὥστε νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια. ᾿Ορθόδοξος: Καὶ τί εἶναι ἣ

ἀλήθεια; Μανιχαῖος: Ἣ διάγνωση καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ ὄντος. ᾿Ορθόδοξος: Τό ψέμα εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὴν ἀλήθεια; Μανιχαῖος: ᾿Εξάπαντος. ᾿Ορθόδοξος: Πῶς τό ἐννοεῖς αὐτό; Μανιχαῖος: Λέω πώς ἡ ἀλήθεια εἶναι γνώση τῶν ὄντων, ἐνῶ τὸ ψέμα γνώση τοῦ μὴ ὄντος. ᾿Ορθόδοξος: Δὲν ἀπάντησες σωστά, ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι γνώση τῶν ὄντων, ἐνῶ τὸ ψέμα γνώση τοῦ μὴ ὄντος᾽ γιατὶ τὸ μὴ ὃν

δὲν γνωρίζεται. Μανιχαῖος: Τί εἶναι λοιπὸν τὸ ψέμα; Ὃρ-

θόδοξος: ᾿Αγνωσία τῶν ὄντων'. Μανιχαῖος: Σωστὰ τὸ λές.

᾿Ορθόδοξος: Ἂν λοιπὸν ἣ ἀλήθεια εἶναι γνώση τῶν ὄν-

Αὐτὸ ποὺ λέμε κακό, ψέμα, παραχάραξη καὶ πλαστογράφηση εἶναι κατ᾽ ἀνάγκη ὑστερογενές᾽ ποτὲ δὲν προηγεῖται. Πρῶτα ὑπάρχει τὸ πράγμα. ἡ ἀλήθεια ὡς ὁποιοδήποτε πράγμα, ἣ σχέση. ἡ φιλία, ἡ ἀγάπη. καὶ μετὰ ὡς διάβρωση καὶ ἔκπτωση ἀκολουθοῦν τὸ κακό, τὸ ψέμα, ἡ ἀφιλία, ἡ ἀντικοινωνικότητα καὶ ἡ βία. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ κακὸ δὲν εἶναι πράγμα ἀλλὰ διάβρωση ἑνὸς πράγματος. .Ὃ Διονύσιος ᾿Αρεοπαγίτης (καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε ὁ Ψευδοδιονύσιος) καὶ ὁ Μάξιμος ᾿Ὁμολογητὴς λένε χαρακτηριστικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει «αὐτότακον». Τὸ κακὸ δὲν ἔχει ὑπόσταση, ἀλλὰ εἶναι «παρυπόστασῃη». (Βλ. Περὶ θείων ὀνομάτων ΡΟ 3. 721. καί 732(. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης ΡᾺ Ὁ, 0594. Λεπτομερεῖς ἀπόψεις βλ. στὸ ἔργο τοῦ Νίκου Α. Μαιτσούκα, Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 35 κι ἐ.)


4]

τῶν, ἐνῶ τὸ ψέμα ἄγνοια τοῦ ὄντος, πές μου: εἶναι ἡ

γνώση κατοχὴ ἑνός πράγματος; Μανιχαῖος: Ναί. ᾿Ορθόδοξος: Ἂν ἡ γνώση εἶναι κατοχή, ἐξάπαντος ἡ ἄγνοια εἶναι

στέρηση. Μανιχαῖος: Καὶ ἡ ἄγνοια εἶναι κατοχή. ᾿Ορθό-

δοξος: Τί εἶναι ἄγνοια; Μανιχαῖος: Τὸ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς γνώση. ᾿Ορθόδοξος: Τὸ μὴ εἶναι στερητικὸ ἢ ἀποφαντικὸ καὶ ἑκτικό; Μανιχαῖος: Τὸ μὴ εἶναι στερητικό. ᾿Ορθόδοξος: Μὴ ὃν λέμε αὐτὸ ποὺ στερεῖται τὸ εἶναι; Μανιχαῖος: Καὶ βέβαια. ᾿Ορθόδοξος: Ἂν λοιπὸν τὸ νὰ μὴ ἔχει κανεὶς γνώση εἶναι ἡ ἄγνοια, καὶ τὸ μὴ εἶναι στερητικό, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἣ ἄγνοια εἶναι στέρηση καὶ ὄχι κατοχή. Μανιχαῖος: Σωστὰ τὸ λές. ᾿Ορθόδοξος: Ἂν λοιπὸν ἡ ἀ-

λήθεια εἶναι γνώση, ἑπομένως εἶναι κατοχή: καὶ ἂν τὸ ψέμα εἶναι ἄγνοια, κατὰ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας εἶναι στέρηση. Εἶναι λοιπὸν ἡ ἀλήθεια κατοχή, ἐνῶ τὸ ψέμα εἶναι στέρησῃ, καὶ ἔτσι ἡ ἀλήθεια εἶναι τὸ ὄν, καὶ τὸ ψέμα μὴ ὄν. Μανιχαῖος: ᾿Εξάπαντος. ᾿Ορθόδοξος: Ψέμα εἶναι ἡ κακία ἢ εἶναι ἀλήθεια; Μανιχαῖος: Ψέμα. ᾿Ορθόδοξος: Ἕ-

πομένως ἣ κακία δὲν εἶναι ὄν, ἀλλὰ στέρηση τοῦ ὄντος καὶ μὴ ὄν'", καὶ ὡς στέρηση εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ ἀγαθὸ προτεραιότητα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ ἀληθινοῦ, καὶ τὴν ὑστερογενὴ ἐμφάνισῃ τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ ψεύδους, ὡς ἔκπτωσης τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ ἀληθινοῦ. Τοῦτο μᾶς ὑπενθυμίζει ἐκεῖνο τὸ ἔξυπνο ἀπόσπασμα ἀπὸ τοὺς Στοχασμοὺς τοῦ Ῥᾶβοδὶ, ὅπου μᾶς λέει ὅτι ὑπάρχουν ψεύτικα φάρμακα. ψεύτικα θαύματα καὶ ψεύτικες θρησκεῖες, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ προηγοῦνται ἀληθινὰ φάρμακα, ἀληθινὰ θαύματα καὶ ἡ ἀληθινὴ ἀποκάλυψη τοῦ

Χριστοῦ (Βλ. Β. Ῥαβοδὶ, Ρεπϑέος, ἔκδ. 1.. Βτγιπβοῆνίορ., Ρατὶς 1977. σελ.

248-252. Βλ. Στοχασμοί, Μετάφραση Νίκου Α. Ματσούκα. Θεσσαλονίκη [986, σελ. 635-638).

3. Ἢ ἔννοια τοῦ μὴ ὄντος στὴν πατερικὴ γραμματεία καὶ στὰ λειτουργικὰ κείμενα ἔχει κατὰ τὰ σαφὴ συμφραζόμενα διάφορε ς σημασίες. ποὺ ὡστόσο ὅλες συγκλίνουν σὲ μιὰ κοινή, καθοριζόμενη ἀπὸ τὴν ἔννοιὰ τοῦ ὄντος ἢ τοῦ ἀεὶ ὄντος ποὺ ἀνήκει μονάχα στὸ Θεὸ καὶ στὸ

ἀγαθό. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε τέσσερις κύριες σημασίες τοῦ μὴ

ὄντος: 1) Μὴ ὃνεἶναι ὅλη ἡ κτίση, αἰσθητὴ καὶ νοητή, ποὺ κατ᾽ ἀνάγκη


43

κατὰ τὴν κατοχή. ᾿Αλλὰ τοῦτο τὸ θέμα θὰ τὸ ξαναπιάσου-

μὲ. Μανιχαῖος: Νὰ τὸ ξαναπιάσουμε. 2. ᾿Ορθόδοξος: Δέχεσαι μιὰ ἀρχὴ τῶν ὄντων ἢ δυό;

Μανιχαῖος: Δυό, μιὰ ἀγαθὴ καὶ μιὰ κακή᾽ καὶ τὴν ἀγαθὴ

τὴν ὀνομάζω δέντρο ἀγαθό, ποὺ περιέχει καὶ παράγει κάθε

ἀγαθό, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει καρπό κακό: τὴν κακὴ

ἀρχὴ τὴν ὀνομάζω σκοτάδι, φθορά, δέντρο πονηρό, ποὺ

περιέχει κάθε πονηρὸ καὶ κάθε κακία, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει καρπὸ ἀγαθό. ᾿Ορθόδοξος: ᾿Επικοινωνοῦν μεταξύ τοὺς αὐτὲς οἱ δυὸ ἀρχὲς ἢ ὄχι; Μανιχαῖος: Δὲν ἔχουν καμιὰ ἐπικοινωνία μεταξύ τοὺς καὶ εἶναι ἀντίθετες. ᾽Ορθόδοξος: Συνυπάρχουν καὶ συσχετίζονται ἢ εἶναι χωρισμένες; Μανιχαῖος: ᾿Εξαρχῆς ἦταν χωρισμένες, ἣ καθεμιὰ στὰ δικά της ὅρια. ᾿Ορθόδοξος: Πῶς λοιπὸν τώρα εἶναι ἀνακατωμένες; Μανιχαῖος: Ἦταν ὁ ἀγαθὸς στὸ δικό του τόπο, μ᾽ ὅλη του τὴν ἀγαθοσύνη καὶ τὴ μακαριότητα, ἐνῶ ἡ ὕλη, δηλαδὴ ἡ κακία, ἦταν ἄψυχη, ἀκίνητη, ἐλεεινή. ἕνα σκοτάδι πηχτό, ἀναίσθητη γιὰ πολλοὺς αἰῶνες: ὅμως ἀργότερα τά᾽βαλε μὲ τὸν ἑαυτό της, καὶ τὰ γεννήματά της ἄνοιξαν πόλεμο μεταξύ τους, καὶ καθὼς ἄλλοι κυνηγοῦσαν

κι ἄλλοι ἔφευγαν ἔφτασαν στὰ σύνορα τοῦ φωτός. καὶ

μόλις εἶδαν τὸ φῶς λαχτάρησαν τὴν ὀμορφιά του καὶ σταμάτησαν τὸν πόλεμο μεταξύ τοὺς καὶ συμφώνησαν νὰ

ἐπιτεθοῦν στὸ φῶς κι ἔστειλε ὁ ἀγαθὸς δύναμη ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, κι ἀφοῦ πιάστηκαν σὲ μάχη οἱ ἄρχοντες τοῦ σκότους ἔφαγαν ἕνα μέρος τοῦ φωτός. Ἄλφησε βέβαια ὁ ἀγαθὸς ν᾿ ἁρπάξουν ἕνα κομμάτι δύναμη ἀπ᾽ αὐτόν. μιὰ καὶ φοβήθηκε μήπως κυριεύσουν τὸ χῶρο του. Κι ἔκανε ΡΟ 151, δ0ΑΒ: «᾿. καὶ ὁμιλεῖ τούτῳ καὶ προσλαλεῖ, καθάπερ εἴ τις

λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον, καὶ μανθάνει παρὰ Θεοῦ, καὶ διδάσκει

πάντα περὶ αὐτοῦ, ὡς αὐτός ἐστιν ὁ ἀεὶ ὧν, καὶ πρὸς τὸ μὴ ὃν οὐκ ἰὼν, ἀλλὰ καὶ τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα καλῶν, καὶ ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγών, καὶ πρὸς τὸ μὴ ὃν διαπεσεῖν οὐκ ἐῶν»


45

αὐτὸ τὸ πράγμα, γιὰ νὰ ἐξουσιάσει τὴν κακία μὲ τὸ κομμάτι τῆς δύναμης ποὺ τὸ παρέδωσε. Κι ἔτσι ἀναμίχτηκαν

τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακό: ἀπὸ τὸ κομμάτι τοῦ ἀγαθοῦ ἔγιναν οἱ ψυχές, ἐνῶ ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς κακίας τὰ σώματα. Ὃρθόδοξος: ᾿Εντωμεταξὺ ἂς ἐξετάσουμε αὐτὰ τὰ πράγματα. Μανιχαῖος: Νὰ τὰ ἐξετάσουμε.

3. .᾿Ορθόδοξος: Ἣ ἀρχὴ μὲ πόσες σημασίες χρησιμο-

ποιεῖται; Μανιχαῖος: Πές μου ἐσύ. ᾿Ορθόδοξος: ἼΑναρχο εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲν εἶχε ποτὲ ἀρχή, ἐνῶ τὸ ὄνομα τῆς ἀρχῆς μένει πάντοτε τὸ ἴδιο, καὶ συνάμα ἔχει πολλὲς

σημασίες. Γιατί λέμε ἀρχὴ προσδιορίζοντας χρόνο, ὅπως

λέμε ἀρχὴ ἡμέρας τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, καὶ λέμε ἀρχὴ τοῦ ἔτους. Λέμε ἀρχὴ προσδιορίζοντας καὶ χῶρο, ὅταν λόγου χάρη λέμε: ἀρχὴ ὁδοῦ, καὶ ἀρχὴ τοῦ Φυσὼν τὸν παράδεισο. Λέμε ἀρχὴ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ἐξουσία, ὅταν λόγου χάρη λέμε πὼς ὁ βασιλιὰς εἶναι ἀρχὴ τῶν ὑπηκόων. Λέμε ἀρχὴ καὶ αὐτὸ ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὴ φύση του. ὅπως συμβαίνει στοὺς ἀριθμούς. Γιατὶ ἂν ὑπάρχουν τὰ δυό κατ᾽ ἀνάγκη θὰ ὑπάρχει τὸ ἕνα, ἐνῶ ἂν ὑπάρχει τὸ ἕνα δὲν ὑπάρχουν κατ᾽ ἀνάγκη δύο᾽ γιατί δύο εἶναι ἕνα καὶ ἕνα, ἐνῶ τὸ ἕνα δὲν εἶναι δύο. Ἢ ἀρχὴ λοιπὸν τῶν δύο εἶναι τὸ ἕνα. Λέμε ἀρχὴ προσδιορίζοντας καὶ τὴν τάξη, ὅπως πρῶτο τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀναγνώστη, ἔπειτα τοῦ ὑποδιακόνου, ἔπειτα τοῦ διακόνου, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τοῦ πρεσβυτέρου, καὶ παρόμοια τοῦ ἐπισκόπου. Λέμε ἀρχὴ προσδιορίζοντας καὶ τὸ αἴτιοΐ, καὶ τοῦτο μὲ τρεῖς ση-

μασίες: ἢ φυσικὸ αἴτιο ὧς ἀρχὴ τοῦ Υἱοῦ ὁ Πατέρας. ἢ

ποιητικὸ ὡς ἀρχὴ τῆς κτίσης ὁ κτίστης, ἢ μιμητικὸ ὡς ἀρχὴ τῆς εἰκόνας τὸ εἰκονιζόμενο. ᾿Ενῶ λοιπὸν μὲ τόσους τρόπους λέγεται ἡ ἀρχὴ, ἕνα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγεται 'ῆς παράδειγμα μπορῶ ν᾿ ἀναφέρω τοὺς φρικαλέους νεολογισμοὺς - ποὺ τιλικὰ δὲ λένε τίποτα - τοῦ Κορνήλιου Καστοριάδη στὸ βιβλίο του, Ἢ φωντασιωκὴ θέσμιση τῆς κοινωνίας, ᾿Αθήνα 1978


47

πράγματι ἄναρχο, δηλαδὴ τὸ λεγόμενο ἄναρχο μὲ ὅλους

τοὺς τρόπους. Πῶς λοιπὸν ἐσὺ λὲς δυὸ ἀρχὲς ἄναρχες;

Μανιχαῖος: Μὲ ὅλους τοὺς τρόπους᾽ γιατὶ ἔτσι θὰ εἶνα ι

ἄναρχες. ᾿ρθόδοξος: ᾿Αλλὰ ἐναντίον τῆς κεφαλῆς σου διέστρεψες τὴν ἀλήθεια: ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ψέμα, ἄσκημο

τέλος θὰ ἔχεις. Μανιχαῖος: Πῶς τὸ ἐννοεῖς αὐτό; ᾽Ορθόδοξος: Λέγοντας δύο ξεκίνησες ἀπὸ ἀριθμό, ἀλλὰ τὰ δύο δὲν εἶναι ἀρχή’ γιατὶ ἄλλη εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν δύο, δηλαδὴ ἡ μονάδα. Ὅταν λοιπὸν μιλᾶς γιὰ ἀρχή, ὀνομάτισε μιά μόνο ἀρχή, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τέλεια ἀπὸ τὴ φύση της ἡ μονάδα εἶναι ἀρχὴ τῆς δυάδας. Ἂν λοιπὸν ὑπάρχουν δύο ἀρχές, ποῦ εἶναι ἡ πρώτη ἀρχὴ ἀπὸ τὴ φύση της, μὲ ἄλλα λόγια ἡ μονάδα;

4. Μανιχαῖος: Καὶ σὺ λοιπὸν λὲς τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ πῶς ἰσχυρίζεσαι ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀρχίζουμε ἀπὸ τὴ μονάδα; ᾿Ορθόδοξος: Ἂν καὶ λέω τρεῖς ὑποστάσεις, ἀλλὰ μιὰ ἀρχὴ δέχομαι: γιατὶ ὁ Πατέρας εἶναι ἀρχὴ" τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, ὄχι κατὰ τὸ χρόνο, μὰ κατὰ τὴν αἰτία.

᾿Αφοῦ ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα ὑπάρχουν ἀπὸ τὸν Πατέρα. παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν εἶναι μετὰ τὸν Πατέρα. Ὅπως τὸ φῶς προέρχεται ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ δὲν προηγεῖται χρονικὰ ἡ

φωτιὰ ἀπὸ τὸ φῶς- γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχει φωτιὰ

ἀφώτιστη, μιὰ καὶ ἡ φωτιὰ εἶναι ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ φω-

τὸς ποὺ προέρχεται ἀπ᾽ αὐτήν -, ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας εἶναι

ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος - ἀπὸ τὸν Πατέρα ὁ Λόγος καὶ τὸ [ἰΪνεῦμα -. καὶ δὲν προηγεῖται χρονικά᾽ καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχει ὁ Πατέρας ἀπὸ

τὸν Υἱὸ ἢ ὁ Λόγος ἀπὸ τὸ [Ινεῦμα. ᾿Επομένως ὁμολογῶ

μιὰ ἀρχή, ὅπως καὶ φυσικὸ αἴτιο τοῦ Λόγου καὶ τοῦ

Πνεύματος τὸν Πατέρα. ᾿Εσὺ ὅμως δὲν λὲς τὸν πονηρὸ ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ οὔτε τὸν ἀγαθὸ ἀπὸ τὸν πονηρό. 5, Ὅτι λοιπὸν δὲν εἶναι δυνατὸ οἱ δυὸ ἀρχές, κατὰ τοὺς δικούς σὰς ἰσχυρισμούς, νὰ εἶναι ἄναρχες χρονικά,

μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε ὡς ἑξῆς: Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει


49

ἀρχή. εἶναι ἄτρεπτο᾽ γιατί, ἂν παρουσίασε τροπή, δὲν εἰἴ-

ναι ἐντελῶς ἄναρχο. Κι ἂν τρέπεται ἀπὸ ἀσώματο σὲ σῶ-

μα ἢ ἀπὸ ἄμορφο σὲ μορφοποιημένο ἢ ἀπὸ ἀκίνητο σὲ

κινούμενο ἢ ἀπὸ ἥσυχο καὶ ἤρεμο σὲ δραστικό ἀρχίζει νὰ γίνεται, ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν πρωτύτερα. Καὶ δὲν εἶναι ἄναρχο αὐτὸ ποὺ τρέπεται ἀπὸ ἄναρχο σὲ πράγμα ποὺ ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει γιατὶ αὐτὸ πού παίρνει ἀρχὴ καὶ ἔχει φτιαχτεῖ δὲν εἶναι ἄναρχο. Μανιχαῖος: Τί λοιπόν: Ὃ Θεός, ὅπως τὸν ἀντιλαμβάνεσαι, ἀφοῦ γέννησε τὸν Υἱὸ καὶ πρόβαλε τὸ Πνεῦμα, δὲν ἀλλοιώθηκε; ᾿Ορθόδοξος: Διόλου: δὲν ἰσχυρίζομαι πὼς μὴ ὄντας πρὶν [Πατέρας. ὕστερα ἔγινε Πατέρας, ἀλλὰ πάντοτε ἦταν ἔχοντας ἀπὸ

τὸν ἑαυτό του τὸ Λόγο του, καὶ διαμέσου τοῦ Λόγου του

τὸ Πνεῦμα του ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. 6. Μανιχαῖος: Οὔτε ὕστερα ἀλλοιώθηκε σὰν ἔκτισε τὴν κτίση κι ἔγινε δημιουργός; ᾿Ορθόδοξος: Διόλου. Μανιχαῖος: Πῶς τὸ ἐννοεῖς αὐτό; ᾿Ορθόδοξος: Μιὰ καὶ δὲν

δημιούργησε τὴν κτίση ἀπὸ τὴν οὐσία του, ἀλλὰ μὲ τὸ

θέλημά του ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι. Μανιχαῖος: Ἔπειτα. ὅταν θέλησε νὰ φτιάξει τὴν κτίση, δὲν ἀλλοιώθηκε, ἀφοῦ

θέλησε κάτι ποὺ δὲν τὸ ἤθελε πρωτύτερα; ᾿Ορθόδοξος: Διόλου: γιατὶ δὲν θέλησε ὕστερα, ἐνῶ πρὶν δὲν ἤθελε. ἀλλὰ πάντοτε ἤθελε νὰ φτιάξει τὴν κτίση σὲ καιρὸ ποὺ τὸν ὅρισε ὁ ἴδιος. 7. Ὅτι ἐπίσης δὲν εἶναι δυνατὸ οὔτε τοπικὰ νὰ εἶναι δυὸ ἄναρχες ἀρχές, μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε ὡς ἑξῆς: Τὰ δύο ἢ βρίσκονται συνδεδεμένα μεταξύ τοὺς - ὅμως εἶναι ἀδύνατο φῶς καὶ σκοτάδι νὰ εἶναι ἀναμεταξύ τους;

γιατὶ ἥ παρουσία τοῦ φωτὸς διαλύει τὸ σκοτάδι - ἢ τὸ καθένα ἀπ᾽ αὐτὰ βρίσκεται σὲ ἰδιαίτερο τόπο. ᾿Επομένως

περιορίζονται τὸ καθένα στὸ δικό τοῦ τόπο, καὶ τὸ τέλος τοῦ τόπου τοῦ ἑνὸς γίνεται ἡ ἀρχὴ τοῦ τόπου τοῦ ἄλλου.

μὲ ᾿Αλλὰ εἶναι καὶ ἀδύνατο νὰ μὴν ἀνακατώνεται τὸ Φῶς

τὸ σκοτάδι χωρὶς νά ὑπάρχει κάποιο διάφραγμα ποὺ νὰ


“]

ἐμποδίζει τὴ μεταξύ τοὺς ἕνωση. Πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρ-

χουν τὸ φῶς καὶ ὁ χῶρος του καὶ τὸ σκοτάδι καὶ ὁ χῶρος

του καὶ τὸ διάφραγμα ποὺ γίνεται τεῖχος καὶ ξεχωρίζει τὸ

χῶρο τοῦ καθενὸς κι ἔτσι θὰ εἶναι ὄχι δυὸ ἀρχές, ἀλλὰ πέντε.

ὃ, Μανιχαῖος: Τί λοιπόν; Ὃ Θεός, ὅπως τὸν ἀντιλαμ-

βάνεσαι, καὶ ὁ Υἱός του καὶ τὸ Πνεῦμα του δὲν θὰ βρε-

θοῦν στοὺς ἴδιους περιορισμούς; Ορθόδοξος: Διόλου. Γιατί ἐγὼ δὲν δέχομαι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι σὲ τόπο - ἀφοῦ δὲν ἔχει ποσό καὶ περιγράμματα - οὔτε πὼς οἱ ὑποστάσεις εἶναι χωρισμένες μεταξύ τους, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὁ λό-

γος γεννιέται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ δὲν ξεκόβει ἀπ᾿ αὐτὸν οὔτε χωρίζεται, μὰ γεννιέται ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ μένει σ᾽ αὐτόν, ἔτσι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ὑπάρχουν ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ μένουν σ᾽ αὐτόν. Μιὰ εἶναι ἡ οὐσία καὶ οἱ ὑποστάσεις

ἀδιάστατες, μιὰ καὶ οἱ δυνάμεις τοῦ νοῦ του εἶναι ἀδιάστατες. [τατί ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι μὲ ὑπερφυὴ τρόπο καὶ δυνάμεις ἀχώριστες τοῦ Πατέρα καὶ τέλειες ὑποστάσεις, ἐπειδὴ πρέπει οἱ δυνάμεις τοῦ ὑπερφυοῦς Θεοῦ νὰ εἶναι μὲ ὑπερφυὴ τρόπο ὑποστάσεις. Γι᾿ αὐτό, ἂν καὶ εἶναι

τρεῖς ὑποστάσεις, ὅμως εἶναι ἕνας Θεὸς καὶ ὄχι τρεῖς.

Γιατί ὁ νοῦς καὶ ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα του εἶναι ἕνας νοῦς καὶ ὄχι τρεῖς νόες, ὅπως ἡ τριανταφυλλιὰ καὶ τὸ

τριαντάφυλλο καὶ ἡ εὐωδιὰ τοῦ καθενὸς ἀπ᾽ αὐτὰ εἶναι καὶ λέγεται τριαντάφυλλο, καὶ δὲν λέγονται τρία τριαντάφυλλα καθὼς συναριθμοῦνται, ἀλλὰ ἕνα τριαντάφυλλο ἡ

ρίζα καὶ τὸ κλαδὶ καὶ τὸ λουλούδι.

9. Ὅτι ἐπίσης οὔτε κατὰ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ἐξουσία

ὑπάρχουν δύο ἀρχές, τὸ καταλαβαίνουμε ὡς ἑζῆς: Ἂν ὑπάρχουν μόνοι δύο, ὁ θεὸς καὶ ἡ ὕλη, ἢ ὁ ἕνας δξουσίαζε καὶ κυβερνοῦσε τὸν ἄλλον ἢ κανεὶς δὲν κυβερνοῦσε κανένα ἢ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλα ὄντα ποὺ ὑποτάσσοντανκαὶ ἔζουσιάζονταν ἀπὸτὶς δυὸ ἀρχές, καὶ εἶναι συναΐδια μὲ αὐτές, καὶ ἔτσι δὲν θὰ εἶναι μόνο δύο ἀλλὰ περισσότερα - δύω


523

ποὺ ἐξουσιάζουν καὶ ἄλλα ποὺ ἐξουσιάζονται - ἤ. ἂν τὰ ἐξουσιαζόμενα δὲν ἦταν συναΐδια μὲ τὶς ἀρχές, κάποτε

ὑπῆρχε χρόνος ὅταν δὲν ἦταν ἀρχές. Μανιχαῖος: ᾿Επομένὼς καὶ στὸ δικό σου Θεὸ δὲν θὰ συμβοῦν τὰ ἴδια πράγματα; Ἢ θὰ ἦταν συναΐδια μὲ αὐτὸν ἣ ὑποταγμένη στὸν ἴδιο κτίση ἢ ὑπῆρχε καιρὸς ποὺ δὲν ἐξουσίαζε τίποτα. ᾿Ορθόδοξος: Δὲν εἶναι ἔτσι γιατί, ἐνῶ ἡ κτίση δὲν εἶναι συναΐδια μὲ αὐτόν, ὁ ἴδιος πάντοτε ἦταν καὶ θὰ εἶναι κύριος, ἐξουσιάζοντας τὸ εἶναι καὶ παράγοντας ἀπὸ τὸ μὴ

ὃν στὸ εἶναι οὐσίες μὲ τὸ Λόγο του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ στόματός του. Καὶ ὁ Λόγος του μήτε προφορικὸς εἶναι,

ἀλλὰ οὐσιώδης καὶ ἐνυπόστατος, μήτε τὸ στόμα του σω-

ματικὸ μέλος μήτε τὸ Πνεῦμα τοῦ πνοὴ ποὺ διαλύεται.

ἀλλὰ ὅλα τοῦ ὑπερουσίου εἶναι ὑπερούσια, μολονότι ἐμεῖς καταλαβαίνουμε τοῦτα τὰ ὑπερβατικὰ μὲ σχήματα τοῦ δικοῦ μας κόσμου.

Ι0. ᾿Αλλὰ οὔτε κατὰ τὴ φυσικὴ καὶ οὐσιώδη αἰτία

ὑπάρχουν οἱ δυὸ ἀρχές, ποὺ ὑποστηρίζετε: γιατὶ ὁ Πατέρας εἶναι γεννήτορας ὁμοούσιου Υἱοῦ, ἀΐδιος ἀΐδιου Υἱοῦ.

ἀσώματος ἀσώματου. Ἂν λοιπὸν οἱ δυὸ ἀρχὲς κατὰ τὸ φυσικὸ αἴτιο, ὅπως τὶς ἀντιλαμβάνεστε, εἶναι ἀρχὲς ὅλων τῶν ὄντων, ὅλα θὰ εἶναι ὁμοούσια καὶ συναΐδια μὲ τοῦτες τὶς ἀρχές. Κι ἂν εἶναι ἀίδια, θὰ εἶναι καὶ ἄτρεπτα καὶ ἀντίθετα καὶ ἀκοινώνητα καὶ ἐξουσιαστικὰ καὶ ὄχι ἐξου-

σιαζόμενα, καὶ κυρίαρχα καὶ ὄχι ὑπόδουλα. Ἂν οἱ δυὸ ἀρχὲς κατὰ τὸ ποιητικὸ αἴτιο. τὶς ὁποῖες

ὑποστηρίζετε, εἶναι ἀρχὲς τῶν ὄντων. δὲν ἔγιναν οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ οὔτε ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς ὕλης τὰ

σώματα, ἀλλὰ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸεἶναι.

καὶ οὔτε πολέμησε ἣ ὕλη ἐναντίον τοῦ φωτὸς οὔτε ἅρπαξε

ἀπ᾽ αὐτὸ ἕνα μέρος κι ἔκανε τὶς ψυχὲς. Πῶς ἐξάλλου καὶ τὰ ἀντίθετα καὶ τὰ ἀκοινώνητα κατάφεραν νὰ φτιάξουν ἕνα κόσμο; Ἢ πῶς ὁ πονηρὸς κατασκεύασε τὸ σῶμα, ἐνὼ ὁ ἀγυβὸς τὴν ψυχή, κι ἔτσι ἔφτιαξαν ἕνα ζωντανὸ πλάσμα.


59 τὸν ἄνθρωπο;

Ἂν πάλι τὸ εἰκονιζόμενο θεωρεῖται ὡς πρωτότυπο αἴτιο εἰκόνας κατὰ μίμηση, ἄλλοι κόσμοι εἶναι οἱ ἀρχές,

ποὺ ὑποστηρίζετε, δηλαδὴ αὐτὲς ποὺ ὁ κόσμος ἔγινε καθ᾽ ὁμοίωσή τους. Γιατὶ δὲν ὑπάρχουν στὰ πράγματα ἕνα εἰ-

δος οὔτε μία ἢ δύο μορφές, μὰ ἀναρίθμητες. Καὶ πῶς τὰ ἀναρίθμητα εἴδη εἶναι εἰκόνες τῶν δύο ἀρχῶν, ὅπως τίς δέχεστε; Ἔτσι ἣ δοξασία σας γιὰ τὶς δυὸ ἀρχὲς εἶναι ἰσχνὴ καὶ ἀστήρικτη. Ρωτῆστε τὸ ἄκακο πλῆθος τῶν παιδιῶν᾽ ἡ δυάδα εἶναι ἀρχὴ ἢ ἡ μονάδα; Καὶ θὰ ἀπαντήσουν ὅτι ἣ μονάδα εἶναι ἣ ἀρχὴ κάθε ἀριθμοῦ. ἊῺ) σεῖς περισσότερο νήπιοι κι ἄμυαλοι ἀπὸ τὰ νήπια! 11. Καὶ τοῦτο πέστε μας καθὼς σᾶς ρωτᾶμε᾽ ἣ πολυαρχία εἶναι πράγμα καλὸ καὶ γαλήνιο καὶ μόνιμο ἢ ἣ μοναρχία; ᾿Αλλὰ σ᾽ ὅλους εἶναι φανερὸ πὼς ἣ πολυαρχία" εἶναι ἀναρχία καὶ προξενεῖ στάσεις καὶ πολέμους καὶ μάχες καὶ δεινὰ καὶ ἀφανισμούς. ἐνῶ ἣ μοναρχία εἶναι σταθερὴ καὶ ἔννομη καὶ φέρνει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν τάξη καὶ τὴ γαλήνη καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν παραπέρα προκοπή. Ἂν λοιπὸν δύο ἀρχὲς εἶναι ἄναρχες, ὅπως λέτε, ἡ πολυαρχία εἶναι ἀρχή τῶν ὄντων, καὶ ἀρχὴ ὅλων εἶναι ἡ κακία, κι ἔτσι μιὰ ἀρχὴ ὑπάρχει ἡ κακία. Ἔπειτα πῶς

λέτε ἐντελῶς ἀκοινώνητες τὶς δυὸ ἀρχές, τὶς ὁποῖες σεῖς οἱ ἴδιοι πλάσατε μὲ τὴ φαντασία σας. Γιατί, ἂν ὑπάρχει

καὶ αὐτὴ καὶ ἐκείνη, καὶ ἡ ἴδια οὐσία εἶναι ἄναρχη ἀρχὴ

καὶ ἀΐδια, καὶ ἐκείνη παρόμοια; δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀκοι-

νώνητες. ᾿Αφοῦ ἐπικοινωνοῦν κατὰ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ὅτι εἶναι οὐσία καὶ ἄναρχη καὶ ἀίδια ἀρχή, καὶ ἔτσι ἔχει

ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ λόγος σας εἶναι πέρα γιὰ πέρα ψεύτικος. 12. Καὶ πάλι’ ἂν ὑπάρχουν δυὸ ἀρχὲς ἄναρχες, τὸ καθένα χαίρεται καὶ εὐφραίνεται γιὰ τὰ δικά του ἀγαθά. καὶ λογαριάζει ὡς ἀγαθὸ τὰ συστατικὰ τῆς φύσης του" γιατὶ στὸ καθένα ἀγαθὸ εἶναι τὸ συστατικὸ τῆς δικῆς του φύσης. Καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ ὁ πονηρός. ὅπως σεῖς τοὺς ἀντι-


57

λαμβάνεστε, ὁ καθένας χαίρεται γιὰ τὴ δική του ὕπαρξη

καὶ εὐφραίνεται γιὰ τὰ δικά του πράγματα καὶ λογαριάζει

τὰ δικά τοῦ ἀγαθά. Ποιός λοιπὸν κρίνει τὸν ἕνα ἀγαθὸ καὶ τὸν ἄλλο πονηρό; Καὶ ἐκεῖνος βέβαια ὁ κριτὴς εἶναι θεός, μεγαλύτερος καὶ ἀπὸ τοὺς δύο" γιατὶ τὸ κατώτερο ἀπὸ τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ ἐξουσιαζόμενο ἀπὸ τὸν ἐξουσιαστὴ

κρίνεται. 13. Πές μας καὶ τοῦτο: ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ δυὸ αὐτὲς ἀρχές, ποὺ δέχεστε, ἢ εἶναι ἐντελῶς ἀκοινώνητες; Μανιχαῖος: Ἦταν ἐντελῶς ἀκοινώνητες: ἡ μιὰ ἦταν

γεμάτη ἀγαθά, ἐνῷ ἡ ἄλλη γεμάτη κακά, ἀλλὰ ὕστερα

ἑνώθηκαν. ᾿Ορθόδοξος: Τοῦτο τὸ θέμα τῆς ἕνωσης ἄφησέ το γιὰ ἀργότερα. Τώρα πές μας τὸ ὃν ἐναντιώνεται στὸ ὃν κατὰ τὸ εἶναι ἢ τὸ μὴ ὃν στὸ ὄν; Μανιχαῖος: Τὸ ὃν ὡς κακὸ ἐναντιώνεται στὸ ὃν ὡς ἀγαθό. ᾿Ορθόδοξος: Δὲν σὲ ρώτησα, ἂν ἐναντιώνονται κατὰ τὴν κακότητα καὶ τὴν ἀγαθότητα, ἀλλὰ κατὰ τὸ εἶναι. Γιατὶ τὰ ὄντα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετα᾽ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τοὺς κατὰ τὸ εἶναι. ἐνῶ τὸ μὴ ὃν ἐναντιώνεται πρὸς τὸ ὄν. Επομένως, ἂν τὸ κακὸ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετο πρὸς τὸ ἀγαθό, ὑπάρχει τότε τὸ ἀγαθό, ἐνῶ τὸ κακὸ εἶναι ἀνύπαρκτο. Ὥστε τὸ κακὸ εἶναι στέρηση τοῦ εἶναι καὶ ὀνομάζεται κακό: καὶ ἂν τὸ

ἀγαθὸ εἶναι οὐσία, τὸ κακὸ εἶναι ἀνούσιο ἢ ἀλλιώτικα

δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετα. 14. Μανιχαῖος: ᾿Εντάξει᾽ ὅμως δὲν ἐντοπίζεται κακία στὰ ὄντα; ᾿Ορθόδοξος: Ἣ ὁλοκληρωτικὴ κακία δὲν ἐντοπίζεται στὰ ὄντα γιατί οὔτε ὁ Θεός, ποὺ πραγματικὰ ὑπάρχει καὶ εἶναι αἴτιος τοῦ εἶναι, εἶναι κακία οὔτε κανένα

ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ὅπως δημιουργήθηκε, εἶναι κακό,

ἀλλὰ εἶναι ἀγαθὸ τὸ αἴτιο ὅλων τῶν πραγμάτων, καὶ ὅλα ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπ᾽ αὐτὸ εἶναι ἀγαθά. Ὅλα τὰ ὄντα

πραγματώθηκαν ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ αἴτιο καὶ ὅλα εἶναι καλὰ καὶ πολὺ καλά.

᾿Ἐξάλλου τὸ κακὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἀποβο-


59

λὴ καὶ ἐθελούσια στέρηση τῶν δωρεῶν ποὺ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς στὴ λογικὴ φύση, ὅπως ἀκριβῶς ἡ φτώχεια εἶναι ἀποβολὴ τοῦ πλούτου: γιατὶ πλοῦτος εἶναι ἀπόκτηση

πραγμάτων, ὅπως εἶναι τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι καὶ τὰ πολύτιμα ἀστραφτερὰ πετράδια καὶ τὰ ποικίλα ἐνδύματα. ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες, ἄλογα καὶ χωράφια καὶ τὰ πα-

ρόμοια, ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ τὸ καθένα εἶναι περιουσία. Γι᾿ αὐτὸ

καὶ πλούσιος λέγεται ὅποιος ἔχει ἀποκτήσει αὐτά, ὅπως κάποιος πάμπλουτος ποὺ ἔχει συγκεντρώσει γύρω του

πολλὴ περιουσία. Ἔτσι ἡ μερικὴ φτώχεια εἶναι μερικὸ χάσιμο αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, ἐνῶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ φτώχεια εἶναι ὁλοκληρωτικὴ στέρηση αὐτῶν, καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ σωματικὴ ἀκεραιότητα εἶναι καλό, ἣ ἀποβολὴ ἑνός σωμα-

τικοῦ μέλους δὲν εἶναι ὑπαρκτὸ μερικὸ κακό, ἀλλὰ στέρησῃ ἑνός ὑπαρκτοῦ ἀγαθοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια τοῦτο ἐντοπί-

ζεται ἢ ἐννοεῖται στὸ ὃν μὰ ὄχι ὡς ὄν, ἀλλὰ σὰ διάβρωση.

ὅπως τὸ μάτι καὶ ἡ ὅραση ὑπάρχει καὶ εἶναι, ἐνῶ ἢ τύ-

φλώση δὲν εἶναι οὐσία, ἀλλὰ ἀπώλεια τοῦ ματιοῦ ποὺ κάποτε ὑπῆρχε. Καὶ θεωρεῖται στὸ συγκροτημένο καὶ ὑ-

παρκτὸ σῶμα ὄχι ὡς ὄν, ἀλλὰ ὡς στέρηση ἑνὸς ματιοῦ

ποὺ ὑπῆρχε κάποτε. Καὶ ἔτσι ἡ ἐπιμέρους προσθήκη μιᾶς τέτοιας στέρησης μελῶν λέγεται προσθήκη κακοῦ: γιατὶ τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ λέγεται καὶ θεωρεῖται ἣ ἀνυ-

παρξία τῶν μελῶν στὸ ὑπολειπόμενο σῶμα ὄχι ὡς ὄν. ἀλλὰ ὡς μὴ ὄν, ὄχι ὡς κατοχή. ἀλλὰ ὡς στέρηση. Ἔτσι

καὶ ἣ κακία, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία, εἶναι ἐθελούσια ἀπώλεια

τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχει δωρίσει ὁ Θεὸς στὴ λογικὴ φύση;

γιατὶ στὰ ἄλογα καὶ ἄψυχα δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ

ἐθελούσιες πράξεις, ἀλλὰ στὰ λογικά.

Κακία λοιπὸν εἶναι ἣ κατάχρηση τῶν φυσικῶν δυνά-

μεῶν. [Ἰατί ἂν χρησιμοποιήσουμε τὶς δυνάμεις, μὲ τὶς

ὁποῖες ὁ Θεὸς ἔχει προικίσει τὴν ψυχή, γιὰ τὸ σκοπὸ ποὺ τὶς πήραμε, δηλαδὴ κατὰ τὸ νόμο τοῦ δωρητῆ, τοῦτο εἶναι καλό. Ἂν ὅμως δὲν τὶς χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὸ σκοπὸ


6]

ποὺ τὶς πήραμε. ἀλλὰ ἀντίθετα πρὸς τὸ νόμο τοῦ δωρητῆ. τοῦτο εἶναι κακὸ᾽ καὶ δὲν εἶναι οἱ ἴδιες οἱ δυνάμεις κακὲς οὔτε ἣ χρήση τοὺς εἶναι κακή, ἀλλὰ ὁ κακὸς τρόπος τῆς

χρήσης ποὺ γίνεται παρὰ τὸ νόμο τοῦ δωρητῆ Θεοῦ. [ατί ἂν ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, καὶ ὁ νόμος του εἶναι ἀγαθὸς καὶ φυσικός, καὶ ὑπάρχει ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ ὑπάρχει. Ὅμως ἢ

παρακοὴ τοῦ νόμου εἶναι στέρηση αὐτοῦ τοῦ νόμου ποὺ ὑπῆρξε γιὰ χάρη μας, ὅπως ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμὸς καὶ ἣ πράξη καὶ ἡ ἐνέργεια καὶ πρὶν ἀπ᾽ αὐτὰ ὁ λογισμὸς δὲν εἶναι κακά, ἀλλὰ καλά, ἄν, γιὰ τὸ σκοπὸ ποὺ τὰ πήραμε.

τὰ χρησιμοποιήσουμε κατὰ τὸ νόμο τοῦ δωρητῆ᾽ κακὰ

δὲν εἶναι αὐτὰ τὰ ἴδια, ἀλλὰ ἣ χρήσῃ ποὺ δὲν εἶναι σύμφωώνη μὲ τὸ νόμο τοῦ δωρητῆ. Γιατὶ ἂν γιὰ τὴ συγκρότησηῃ τῆς ζωῆς χρησιμοποιοῦμε τροφή. ποτό., ὕπνο καὶ τὰ

παρόμοια, τὸ καθένα ἀπ᾽ αὐτὰ εἶναι καλό. Καὶ ἂν ἐκδη-

λώνουμε ἐπιθυμία καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, τὸν μόνο κατὰ φύση ἐπιθυμητό, καὶ πρὸς τὸν πλησίον κατὰ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦτο εἶναι καλό. Καὶ ἂν γιὰ τὴν τεκνογονία μένουμε στὴ συζυγικὴ ἕνωση, ὁ καθένας μὲ τὴ γυναίκα

του, κατὰ τὸ νόμο ποὺ δόθηκε στὴ φύση ἀπὸ τὸ Θεό.

τοῦτο εἶναι καλό’ ἂν ὅμως ἐκδηλώνουμε ἐπιθυμία γιὰ ξένα

πράγματα, παρὰ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τοῦτο εἶναι κακό. Γιατί εἶπε ὁ Θεός: «Δὲν θὰ ἐπιθυμήσεις τὸ χωράφι τοῦ γείτο-

νά σοὺ οὔτε τὴ γυναίκα τοῦ οὔτε ὅσα ἔχει ὁ ἴδιος»). Ἢ

πορνεία εἶναι κακὴ ὄχι ἐξαιτίας τῆς ἕνωσης ἄντρα καὶ

γυναίκας, ἀλλὰ γιατὶ ἕνας ἄντρας ἑνώθηκε μὲ ξένη γυναίκα. Ἣ κενοδοξία δὲν εἶναι κακή. ἐπειδὴ κάποιος ἀγαπᾶ

τὴ δόξα, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἀγαπᾶ τὴ θεία δόξα. Τὸ μίσος καὶ ὁ θυμός, ἂν στρέφονται ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἐμποδίζοῦν τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ὀιαμέσου τῆς ὑπακοῆς, καὶ ποὺ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ Θεό, ἂν στρέφονται μὲ ἄλλα λόγια ἐναντίον τοῦ Διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων του, τότε εἶναι καλά. Γιατί λέγει: «Κι Ὁ γ6) δὲν μίσησα, Κύριε, ἐκείνους ποὺ σὲ μισοῦν. καὶ δὲν


63

ἀναλώθηκα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου; Τοὺς μισοῦσα δυνατὰ καὶ ἔγιναν δικοί μου ἐχθροί». Καὶ οἱ ἅγιοι μάρτυρες

ἀντρειώνονταν ἐναντίον τῶν τυράννων μὲ δίκαιο θυμό".

Καὶ ἂν ἐναντιωθῶ μὲ θυμὸ σὲ δικό μου λογισμό, ποὺ μὲ

χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό, τοῦτο εἶναι καλό. Καὶ ἂν κάποιος μοῦ στερεῖ τὴ σωτηρία, καλὸ εἶναι νὰ ἐναντιωθῶ πρὸς

αὐτὸν λύπες πήσω μόνου

καὶ νὰ τὸν μισήσω: ἂν ὅμως μοῦ προξενεῖ κοσμικὲς καὶ μὲ ὠφελεῖ στερώντας με τὰ ὑλικά, θὰ τὸν ἀγαπαρὰ θὰ τὸν μισήσω. Ὁ φόνος εἶναι κακό: γιατὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔργο νὰ χωρίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ

σῶμα, αὐτοῦ τοῦ ἴδιου ποὺ ἔκανε καὶ τὸ δεσμό: ἂν ὅμως

σκοτώσω, ἐπειδὴ μὲ προστάζει ὁ Θεός, τοῦτο εἶναι καλό! ""

γιατὶ καθετὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀγαθό.

Κακὸ λοιπὸν εἶναι ἧ ἐπιθυμία νὰ ἁρπάζουμε αὐτὸ ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ μᾶς, ἀλλὰ στὸ Θεό. Ἣ κατάκριση εἶναι κακή; μόνου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔργο νὰ κρίνει, καὶ εἶναι κακὸ νὰ σφετερίζονται μερικοὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ σ᾽ αὐτοὺς δὲν ἔχει δοθεῖ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνουν. Ἣ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κακή᾽ γιατὶ μονάχα στὸ Θεό ταιριάζει ἡ ἐξύψωση καὶ ἡ δόξα. Ὥστε τίποτα ἄλλο δὲν εἶναι ἣ κακία παρὰ ἡ χρήση

τῶν φυσικῶν δυνάμεων, ποὺ γίνεται ἀφύσικα καὶ παράνομα, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι οὐσία, ἀλλὰ δικό μας ἐφεύρημα. 15. Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι τόσο τὸ ἀγαθὸ ὅσο καὶ τὸ

φραση μιᾶς ἀκαταγώνιστης ἀγαπητικῆς σχέσης μ᾽ ἕνα ὑψηλὸ ἔργο. 11. Καὶ σ᾽ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις προὐποτίθεται ὅτι ὁποιαδήποτε πράξη θὰ ὑπαγορεύεται ὄχι ἀπὸ διαβρωμένη ἀγαπητικὴ σχέσῃη ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ ἀνώτερη ἀγαπητικὴ παρόρμηση. Ὡστόσο τὸ κακὸ ὡς κατάσταση ὑφίσταται. .ὋὋ φόνος εἶναι πάντοτε φόνος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ διάθεση᾽ καὶ ἡ ἧττα μπροστὰ στὸ κακὸ εἶναι πάντοτε ἧττα. (Πρβὰ καὶ τὸ μὴ γνήσιο ἔργο τοῦ ᾿Ιωάννη Δαμασκηνοῦ, Διάλεξις Ἰωάννου Ὀρθοδόξου πρὸς Μανιχαῖον ΡΩ 96, 132288: «Εἰ ὁ φόνος κατὰ σὲ φύσει

κακός, οἱ δικασταὶ τυμβωρύχους καὶ ἀνδροφόνους φονεύοντες κακῶς ποιοῦσι»».


65

κακὸ ὀνομάζονται μὲ διπλή σημασία᾽ γιατὶ λέγεται ἀγαθὸ

κυρίως αὐτὸ ποὺ ἔχει δωρίσει ὁ κατὰ φύση ἀγαθὸς Θεός.

Ὅπως ἀκριβῶς κάθε φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ φωτιά, φωτίζει, δηλαδὴ παίρνει τὸ φῶς του, ἔτσι κάθε ἀγαθὸ ὑπάρχει ἀπὸ τὸ ἀπεριόριστο καὶ ἀκατάληπτο πέλα-

γος τῆς ἀγαθότητας καὶ ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεὸ

εἶναι ἀληθινὰ καὶ κυρίως ἀγαθά. Λέγεται ὅμως ἀγαθὸ ὄχι κατὰ κυριολεξία, μὰ καταχρηστικὰ καὶ κατὰ τὴ συνήθειά μας, αὐτὸ ποὺ φαίνεται εὐχάριστο στὴν αἴσθησή μας καὶ στὴν ἐπιθυμία, ποὺ προσωρινὰ τέρπει, ἀλλὰ μετὰ φέρνει πικρὸ καρπό, ποὺ γίνεται παρὰ τὸ νόμο τοῦ κτίστη καὶ νομίζεται ἀγαθό, ἀλλὰ δὲν εἶναι, ἀφοῦ εἶναι τὸ κυρίως κακό.

Καὶ τὸ κακὸ παρόμοια᾽ κυρίως κακὸ εἶναι καὶ λέγεται

αὐτὸ ποὺ γίνεται παρὰ τὸ νὸμο τοῦ κτίστη. Ὅμως λέγεται κακὸ ὄχι κατὰ κυριολξξία, ἀλλὰ κατὰ τὴ συνήθειά μας.

αὐτὸ ποὺ στὴν αἴσθησή μας εἶναι ἐπίπονο καὶ ὀδυνηρό.

ποὺ προσωρινὰ φέρνει πόνους, ὕστερα ὅμως καρπὸ σωτη-

ρίας καὶ ἀτέλειωτης εὐφροσύνης.

Ι6. Πές καὶ τοῦτο ἀρχὴ κάθε πράγματος εἶναι μία ἢ δύο, ὅπως ἡ ἀρχὴ καὶ αἰτία τῆς ψυχῆς μία ἢ δύο; Μανιχαῖος: Μία. Γιατὶ ἂν εἶναι δύο, πῶς ἀπὸ δυὸ ἀντίθετα

προέρχεται ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πράγμα; Ὅσα εἶναι ἐντελῶς

ἀντίθετα ἔχουν ἀκοινώνητη τὴν ἐνέργεια πῶς λόγου χάρη ἢ ἄυλη ψυχὴ θὰ προερχόταν ἀπὸ ἄυλο πράγμα καὶ ἀπὸ ὕλη; Ἢ πῶς τὰ ἀντίθετα χωρὶς νὰ ὁμονοήσουν ἔφτιαξαν τὸ ἴδιο πράγμα; Γιατὶ τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα κατὰ φύση εἶναι μεταξύ τοὺς ἀκοινώνητα. Ορθόδοξος: Σωστὰ ἀπάντησες᾽ τοῦ καθενὸς ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα μιὰ εἶναι ἣ ἀρχή: Μανιχαῖος: ᾿Εξάπαντος. ᾿Ορθόδοξος: Τὸ εἰναι ἀρχὴ τῶν ὀύο ἀρχῶν, ὅπως τὶς ἀντιλαμβάνεσαι, εἶναι ἢ οἱ δύο ἀρχὲς εἶναι ἀρχὲς τοῦ εἶναι; Μανιχαῖος: Σὲ τί μᾶς ἐξυπηρετεῖ

τοῦτο; ᾿Ορθόδοξος: Ἂν τὸ εἰναι ἀρχὴ τῶν δύο ἀρχῶν. ὅπως τὶς δέχεσαι, εἶναι, ἰδοὺ μία ἀρχὴ καὶ ὄχι δύο. Γιατὶ


67

ἂν τὸ εἶναι σημαίνει ἀρχὴ τοῦ εἶναι, εἴμαστε λοιπὸν σὲ

μιὰ ἀρχή᾽ δὲν κάνω λόγο γιὰ τὸ πῶς τοῦ εἶναι, δηλαδὴ γιὰ τὸ κακὸ ἢ τὸ ἀγαθὸ εἶναι, ἀλλ᾽ γι᾿ αὐτὸ τὸ ἁπλῶς εἶναι. Ἂν λοιπὸν τὸ εἶναι ἀρχὴ τῶν δύο ἀρχῶν, ὅπωςτὶς

δέχεσαι, εἶναι, ἔχουμε μιὰ ἀρχὴ καὶ ὄχι δύο. Ἂν ὅμωςοἱ ἀρχές, ὅπως τὶς ἀντιλαμβάνεσαι, εἶναι ἀρχὲς τοῦ εἶναι, θὰ ὑπάρχουν δυὸ ἀντίθετα τοῦ ἴδιου πράγματος. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἁπλῶς οὐσία ἐνῶ εἶναι μία, συνάμα γίνεται δεκτικὴ διάφορων ποιοτήτων καὶ ἔτσι γίνεται λόγος γιὰ πολλὲς οὐσίες, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἔχουμε ἕνα εἶναι. μολονότι ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ εἶναι συμβαίνει νὰ ἐπισημαίνονται πολλὰ τὰ ὄντα, παρὰ τὴν ἀρχικὴ σημασία τοῦ εἶναι. ἐπειδὴ θεωρεῖται σὲ διάφορες καταστάσεις. Θὰ ἐπισημάνὼ λοιπὸν ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀκοινώνητη ἡ ἐνέργεια τῶν ἀντιθέτων, καί ὅτι τό εἶναι δὲν προέρχεται ἀπὸ δυὸ ἀρχὲς καὶ μάλιστα ἀντίθετες, ἀλλὰ ἀπὸ μιά. Γιατὶ τὸ εἶναι δὲν εἶναι αἴτιο τοῦ ὄντος δὲν προηγοῦνταν τὸ εἶναι ἀπὸ τὸ ὄν. Ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἐντοπιστεῖ; ᾿Αλλὰ, καθὼς θεω-

ρεῖται τὸ εἶναι στὸ ἄναρχο ὄν, σὲ τοῦτο καὶ ἐξαιτίας

τούτου ὡς αἰτίου ἔχει τὴν ὕπαρξη. Ἑπομένως μιὰ εἶναι ἡ

ἀρχὴ τοῦ εἶναι, καὶ δὲν ὑπάρχει τὸ ἀντίθετό της.

17. Καὶ πάλι: ἣ ἀρχὴ τῆς κίνησης τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὰ ὄντα εἶναι μία ἢ δύο, ὑπαρκτικὴ καὶ χρονικὴ καὶ τοπι-

κὴ καὶ ἐνεργητικὴ - ἣ ὑπαρκτικὴ ἀφορᾶ τὴ γένεση τοῦ καθενός, - ἣ χρονικὴ ἀφορᾶ τὸ χρόνο ἔναρξης. - ἣ τοπικὴ ἀφορᾶ τὸ χῶρο ἀπ᾽ ὅπου ξεκίνησαν αὐτὰ ποὺ ἄρχισαν τὴν κίνησῃη, - ἣ ἐνεργητικὴ ἀφορᾶ τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποία ἐνεργεῖ τὸ ἐνεργούμενο, ὅπως λόγου χάρη ἣ πρώτη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἣ χρονικὴ ἀφετηρία του καὶ ὁ χῶρος ἀπ᾿ ὅπου ἄρχισε νὰ κινεῖται, πιθανὸν νὰ βαδίζει, καὶ νὰ ἀσκεῖ τὴ βαδιστικὴ ἐνέργεια; Μανιχαῖος: Μία. ᾿Ορθόδοξος: Σωστὰ ἀπάντησες᾽ γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχουν δυὸ ἀρχὲς τῆς ὕπαρξης τοῦ ἑνός. Μανιχαῖος: Ἔτσι ἔχει. ᾿Ορθόδοξος; Τοῦτο θεωρεῖται στὸ καθένα ἀπὸ


69 τὰ ὄντα ἢ ὄχι; Μανιχαῖος: Στὸ καθένα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα. ᾿Ορθόδοξος: Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ θεωρεῖται στὸ καθένα ἀπ᾽ ὅλα τὰ ὄντα, θὰ θεωρηθεῖ κοινῶς σὲ ὅλα, λόγου χάρη, αὐτὸ

ποὺ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος, καὶ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα τό ἔχει.

ὅπως ἣ ζωὴ καὶ ὁ λόγος, καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει ἣ κάθε οὐσία, καὶ ἣ κοινὴ οὐσία τό ἔχει, ὅπως τὸ αὐθύπαρκτο καὶτὸ εἰναι ποὺ δὲν ἔχει ἀλλοῦ τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξης. Ἔτσι λοιπόν ἀφοῦ τὸ καθένα ἀπό τὰ ὄντα ἔχει συσταθεῖ ἀπὸ μιὰ ἀρχή, καὶ ὅλα τὰ ὄντα ἔχουν συσταθεῖ ἀπὸ μιὰ ἀρχὴ καὶ ὄχι ἀπὸ δυό, δὲν ὑπάρχουν δυὸ ἀρχές, ἀλλὰ μία. 18. Μανιχαῖος: Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἄναρχος; ᾿Ορθόδοἕος: Ἐπειδὴ τὸ μὴ ὃν δὲν ἔχει ἀφεαυτοῦ τὸ εἶναι. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ δὲν ἔχει ἀφεαυτοῦ τὸ εἶναι, πῶς μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀπὸ μόνο του; Καὶ εἶναι ἀνάγκη ἑπομένως τὸ μὴ ὃν νὰ λάβει τὸ εἶναι ἀπὸ κάποιο ὄν’ ἔτσι τὸ πρῶτο ὄν. ποὺ μεταδίδει τὸ εἶναι, καὶ ποὺ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἔχει τὸ εἶναι, θὰ εἶναι πάντοτε ἄναρχο. 19. Μανιχαῖος: Γιατί ὑπάρχει μιὰ ἀρχὴ καὶ ὄχι δύο; ᾿Ορθόδοξος: πειδὴ ἡ δυάδα προέρχεται ἀπὸ τὴ μονάδα ὡς γέννημα τῆς μονάδας, καὶ ἀρχὴ τῆς δυάδας εἶναι ἣ μονάδα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ δυάδα ἐξάπαντος ὑπῆρχε ἣ μονάδα, καὶ ἐπειδὴ ἣ ἀρχὴ κάθε πράγματος εἶναι μία. καὶ

ἐφόσον τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὰ ὄντα ἣ ἀρχὴ εἶναι μία. καὶ ὅλων τῶν ὄντων ἡ ἀρχὴ θὰ εἶναι μία γιατί ὁ λόγος ποὺ

ἔχει ἀποδοθεῖ στὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὄντα, θὰ ἀποδοθεῖ καὶ

σὲ ὅλα. 20. Καὶ πάλι: ἂν ὑπάρχουν δυὸ ἀρχές, θὰ ὑπάρχει πολυαρχία’ κι ἂν ὑπάρχει πολυαρχία, θὰ ὑπάρχει στάση; κι ἂν ἡ στάση εἶναι ἀρχὴ τῶν ὄντων, ἣ κακία θὰ εἶναι ἀρχὴ τῶν ὄντων᾽ γιατὶ ἣ στάση εἶναι κακία. Ταιριάςει λοιπὸν στὸ Θεὸ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἔχει κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ λεγόμενα καὶ τὰ ἐννοούμενα. Ποιὸ ὅμως εἰναι τοῦτο τὸ μεγαλύτερο, τὸ νὰ δημιουργεῖ οὐσίες ἀπὸ τὸ μὴ ὃν θεοπρεπῶς ἢ νὰ καταγίνεται μὲ τὴν ὕλη κατὰ τρόπο


7]

ἀνθρώπινο μὲ τὴ δημιουργική., φυσικὰ μὲ τὴν κατασκευαστικὴ τέχνη; Μανιχαῖος: ᾿Εξάπαντος, τὸ νὰ δημιουργεῖ ἀπὸ τὸ μὴ ὄν. ᾿Ορθόδοξος: Ἑπομένως στὸ Θεὸ ταιριάζει

νὰ δημιουργεῖ οὐσίες ἀπὸ τὸ μὴ ὄν, καὶ δὲν ὑπῆρχε ὕλη.

ἀλλὰ ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεό. 21. Μανιχαῖος: Ὃ Θεὸς εἶναι ἐξολοκλήρου ἄναρχος ἢ ἐνμέρει εἶναι καὶ ἐνμέρει δὲν εἶναι; ᾿Ορθόδοξος: Ἂν

δὲν εἶναι ἐξολοκλήρου ἄναρχος, θὰ εἶναι καὶ ἄναρχος καὶ μὴ ἄναρχος. Ἂν ὅμως εἶναι ἐξολοκλήρου ἄναρχος, θὰ

εἶναι ὄντως ἄναρχος καὶ κατὰ φύση ἄναρχος. Καὶ τὸ ἄ-

νάαρχο εἶναι συνάμα καὶ χωρὶς πέρατα᾽ γιατὶ ἕνα εἶδος

ἀρχῆς εἶναι καὶ τὸ πέρας. Καθετί ποὺ ἔχει ἀρχή, ἔχει καὶ πέρας κατὰ τή φύση του, καὶ καθετί ποὺ ἔχει πέρας, ἔχει καὶ ἀρχή. Καὶ οἱ ἄγγελοι βέβαια ἔχοντας ἀρχή. ἔχουν καὶ πέρας κατὰ τὴ φύση τοὺς, παρ᾽ ὅλο ποὺ μὲ τὴ θεία χάρη ξανὰ καὶ ξανὰ ἀρχίζουν τὸ εἶναι καὶ ἀνακαινίζονται. [Γιατί ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἀκίνητο σῶμα, σὰν ἀρχίσει νὰ κινεῖται, ἀπὸ κάποιο τόπο ἀρχίζει, δηλαδὴ κυκλικό. καὶ φθάνοντας τὸ σημεῖο, ἀπ᾿ ὅπου ξεκίνησε, ὁλοκληρώνει τὴν περιφέρεια καὶ τὸν κύκλο, καὶ ξανὰ ἀρχίζει νὰ κινεῖται καὶ κάνει νέα ἀρχὴ κίνησης, ἔτσι καὶ οἱ ἄγγελοι κι-

νούμενοι ζωτικῶς καὶ φτάνοντας τὸ φυσικὸ τέρμα τῆς

ὕπαρξής τους, ἀρχίζουν ξανὰ τὴ ζωτικὴ κίνηση. ἕως ὅτου μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ δημιουργοῦ θὰ σταματήσουν τὴν

κίνηση. Διαρκῶς παίρνουν τὸ εἶναι καὶ τὴ ζωτικὴ καὶ

νοερὴ κίνηση ἀπὸ τὸ Θεό, μιὰ καὶ δὲν τὰ ἔχουν ὅλα αὐτὰ

ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ τροχὸς ἀφοῦ κινηθεῖ κινεῖται καὶ σταματάει - ἂν ὅμως ἔχει τὸ ἀεικίνητο,

πάντοτε κινεῖται χωρὶς νὰ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτό τοῦ τὴν

κίνησῃ -, ἔτσι καὶ οἱ ἄγγελοι μὴν ἔχοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό τοὺς τὸ εἶναι, ὅσο τοὺς κινεῖ ὁ δημιουργός, κινοῦνται: ἂν ὅμως ἐκεῖνος δὲν τοὺς κινήσει, σταματοῦν τὴν κίνηση. Ὥστε ὁ.τι ἔχει ἀρχή, πάντως ἔχει καὶ πέρας, καὶ ὅ,τι ἔχει

πέρας, πάντως καὶ ἀρχή. Καὶ τὸ κατὰ φύση ἄναρχο εἶναι


73

ἐξολοκλήρου ἄναρχο, κατὰ τὴν αἰτία καὶ τό χρόνο καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ἐξουσία. 22. Τὰ δύο λοιπὸν ἢ βρίσκονται ἀναμεταξύ τους ἢ

περιγράφονται σ᾽ ἕνα χῶρο καὶ δὲν εἶναι ἄναρχοι. Πῶς

λοιπὸν βρίσκονται ἀναμεταξύ τοὺς τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι; [᾿τατί τὸ φῶς ἐξαφανίζει τὸ σκοτάδι. Ἂν δὲν ὑπάρχουν

σύνορα τοῦ φωτὸς καὶ σύνορα τοῦ σκοταδιοῦ, μήτε τὸ φῶς εἶναι ἀπερίγραπτο μιά καὶ δὲν εἶναι πανταχοῦ παρὸν μήτε τὸ σκοτάδι. Καὶ δὲν εἶναι ἐντελῶς ἄναρχα, ἀφοῦ ἔχουν τοπικὴ ἀρχή. Γιατί εἶναι ἀκατόρθωτο, ἂν δὲν ὑπάρχει κάποιο χώρισμα καὶ μεσότοιχο, νὰ μείνουν ἐντελῶς ἀνέπαφα τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι. Ἂν κατὰ τὴ νύχτα ἀνά-

ψουμε λυχνάρι, ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὸ λυχνάρι θὰ εἶναι

φωτεινότερος, ἀργὰ ἀργὰ ὅμως θὰ γίνεται σκοτεινότερος., ἕως ὅτου χαθεῖ τελείως τὸ φῶς, καὶ θὰ γίνει καθαρὸ σκοτάδι χωρὶς καμιὰ ἐπαφὴ μὲ φῶς. Γιατὶ ἢ ἐξαρχῆς τὸ σκοτάδι ἑνώθηκε μὲ τὸ φῶς, καὶ δὲν ἦταν αὐτὰ ἐντελῶς ἀντίθετα καὶ ἀκοινώνητα, ἢ ἀπαρχῆς κάποιο ἄλλο μεσότοιχο

ἦταν πού τὰ χώριζε, καὶ ἔτσι δὲν ὑπῆρχαν δυὸ ἀρχές.

ἀλλὰ τρεῖς. Αὐτὸ ποὺ κατὰ φύση ἔχει τὰ συστατικά του. δὲν μεταβάλλεται, ἐνῶ τὸ μεταβαλλόμενο δὲν εἶναι κατὰ

φύση. Ἂν λοιπὸν τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὴ φύση

τοὺς εἶναι ἀκοινώνητα, πῶς ὕστερα ἑνώθηκαν; Πῶς ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ πονηρὸ ἀποτελέστηκε ἕνα ζωντανὸ πλάσμα, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος; [Γατὶ ἂν συμβιβάστηκαν. ἐπικοινώνησαν μεταξύ τοὺς ἀφοῦ ὁ συμβιβασμὸς εἶναι κοινωνία γνώμης. Καὶ οὔτε ὁ ἀγαθὸς ἔμεινε καθαρὰ καὶ ἐντελῶς ἀγαθὸς οὔτε ὃ πονηρός, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο ἀλλοιώθη-

καν. Κι αὐτὸ ποὺ τρέπεται δὲν εἶναι ἄναρχο οὔτε Θεός;

γιατὶ ὁ Θεὸς καθὼς προγνωρίζει ὅλες τὶς ἐλεύθερες πράἕξεις μας, καθορίζει ὅσα δὲν ἐξαρτιοῦνται ἀπὸ τὴ δική μας θέληση. Καί πάλι: τὸ εἶναι πρὸς τὸ εἶναι ἐναντιώνεται ἢ τὸ

εἶναι πρὸς τὸ μὴ εἶναι; Μανιχαῖος: Τὸ εἶναι πρὸς τὸ μὴ


75

εἶναι. ᾿Ορθόδοξος: 'Επομένως ἀπὸ τὶς δυὸ ἐντελῶς ἀντίθετες ἀρχές, ὅπως τίς δέχεσαι, ἡ μιά ὑπάρχει, ἐνῶ ἡ ἄλλη δὲν ὑπάρχει.

23. Καὶ πάλι: τὸ εἶναι ἐναντιώνεται πρὸς τὸ εἶναι;

Μανιχαῖος: Τὸ εἶναι ὡς κακὸ ἐναντιώνεται πρὸς τὸ εἶναι ὡς ἀγαθό. ᾿ρθόδοξος: Ἑπομένως σ᾽ ἕνα καὶ στὸ ἴδιο

πράγμα τὰ ἀντίθετα συνυπάρχουν καὶ συνενώνονται κατ᾽

οὐσία. Κι ἔτσι πῶς εἶναι ἀντίθετα; Μανιχαῖος: Τὸ μὴ ὃν εἶναι ἀκατωνόμαστο᾽ ἐπειδὴ κατ᾽ ἀνάγκη ὑπάρχει καὶ ἔτσι ὀνομάζεται. Πῶς λοιπὸν τὸ μὴ ὃν εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ ὃν; ᾿Επειδὴ τὰ ἀντίθετα πρῶτα πρέπει νὰ βρίσκονται ἀναμεταξύ τοὺς καὶ τότε εἶναι ἀντίθετα καὶ ὀνομάζονται ἀντίθετα᾽ αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει ὡς πράγμα, δὲν ὀνομάζεται. ᾿Ορθόδοξος: Λέγοντας μὴ ὃν τὸ ὀνόμασες ἤ ὄχι; Μανιχαῖος: Τὸ ὀνόμασα ἀποφατικά, καὶ ὄχι καταφατικά. Ὃρθόδοξος: Ἣ κατάφαση φανερώνει κατοχὴ καὶ ἡ ἀπόφαση στέρηση; Μανιχαῖος: Ναί. ᾿Ορθόδοξος: Ἣ κατοχὴ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴ στέρηση; Μανιχαῖος: Ναί. ᾿Ορθόδοξος: Ἄραγε εἶναι ἀντίθετο τὸ μὴ ὃν πρὸς τὸ ὃν ὡς στέρηση

πρὸς τὴν κατοχή΄΄; Μανιχαῖος: Ναί. ᾿Ορθόδοξος: Τὸ κακὸ

λέγεται κατὰ τὴν κατοχή, ἢ κατὰ τὴ στέρηση; Μανιχαῖος: Κατὰ τὴν κατοχή. ᾿Ορθόδοξος: Τὸ καλὸ λέγεται κατὰ τὴν κατοχὴ ἢ κατὰ τὴ στέρηση; Μανιχαῖος: Κατὰ τὴν κατοχή. ᾿Ορθόδοξος: ᾿Επομένως δὲν εἶναι διόλου τὸ κακὸ ἀντίθετο πρὸς τὸ ἀγαθό᾽ γιατὶ ἣ κατοχὴ δὲνεἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν κατοχή. Μανιχαῖος: Καὶ δὲν εἶναι ἡ ἀρρώστια ἀντίθετη πρὸς τὴν ὑγεία; ᾿Ορθόδοξος: Ναί, ἀλλὰ ὡς στέρηση πρὸς τὴ κατοχὴ καὶ ὡς ἔλλειψη πρὸς τὸ πλήρωμα.

Μανιχαῖος: Καί τί ἐννοεῖς; ᾿Ορθόδοξος: Ἔτσι καὶ τὸ κακὸ

εἶναι βέβαια στέρηση καὶ ἔτσι εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ ἀγαθὸ ὡς στέρηση πρὸς τὴν κατοχή᾽ γιατὶ τὸ κακὸ δὲν

εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἣ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὸ ὁλοκληρωτικὸ κακὸ ὁλοκληρωτικὴ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ. ΕΓ αὐτὸ βέβαια λέμε τὸ κακὸ μὴ ὃν ὡς στέρησῃη τῆς


77] φυσικῆς κατοχῆς παρὰ ὄν. 24. Τί λὲς τὴν ὕλη. ζωὴ ἢ φθορὰ καὶ θάνατο; κίνηση

καὶ κινούμενη ἢ ἀκινησία καὶ κινητό(Ξ!ο), φῶς ἢ σκοτά-

δι; Μανιχαῖος: Φθορὰ καὶ θάνατο, ἀκινησία καὶ ἀκίνητο. σκοτάδι καὶ ὄχι φῶς. ᾿Ορθόδοξος: Ἂν λοιπὸν εἶναι φθορὰ πῶς ἔκανε καρπούς; Πῶς ἔζησε; Γιατί ἡ φθορὰ δὲν ζεῖ οὔτε ἔχει ζωὴ οὔτε ζωὴ μεταδίδει᾽ αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχει κανείς, πῶς θὰ τὸ μεταδώσει; Πῶς ἐνῷ ἦταν ἀκίνητη κινήθηκε κι ἔφτασε ὥς τὰ ὅρια τοῦ φωτός; Ποιός τῆς ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα γιὰ κίνηση; Κι ἂν εἶναι ὁ ἀγαθός, τότε δὲν θὰ εἶναι μήτε ἀγαθὸς μήτε σοφός - δὲν θὰ εἶναι ἀγαθός, ἐπειδὴ ἔδωσε ζωὴ καὶ κίνησῃη στὴν κακία, μήτε σοφὸς μήτε γνωστικός, μιὰ καὶ ἔβαλε τὸν ξαυτό τοῦ σὲ πολέμους καὶ προβλήματα, καὶ κίνησε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ τὴν κακία ποὺ ἠρεμοῦσε καὶ ἡσύχαζε: ἀφοῦ ἔγινε αἰτία νὰ προκληθοῦν στάσεις καὶ δεινά -. κι ἂν δὲν εἶναι ὁ Θεός, θὰ εἶναι ἄλλος, καὶ δὲν εἶναι τότε δύο ἀλλὰ τρεῖς: γιατὶ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει κανείς, δὲν μπορεῖ

νὰ τὸ ἀποκτήσει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μανιχαῖος: ᾿Αλλὰ ἣ ὕλη εἶχε δυνάμει τὴ ζωὴ καὶ τὴν κίνηση. ᾿Ορθόδοξος:

Ἂν εἶχε δυνάμει ζωὴ καὶ κίνηση, ἦταν δυνάμει ἀγαθή.

ἀφοῦ ζωὴ καὶ κίνηση εἶναι ἀγαθή. Μανιχαῖος: Ἣ ζωὴ καὶ ἣ κίνηση τῆς κακίας δὲν εἶναι ἀγαθὸ ἀλλὰ κακό. ᾿Ορθόδοξος: Αὐτὸ ποὺ ἔρχεται σὲ ἐνέργεια ἀπὸ δύναμη

εἶναι τρεπτὸ καὶ ἔχει ἀρχή, καὶ δὲν εἶναι ἄναρχο: κι ἂν σ

εἶχε δυνάμει ζωὴ καὶ κίνηση, ὕστερα ἀπέκτησε ἐνέργεια.

κι ἂν ἡ ζωὴ καὶ ἡ κίνηση τῆς ὕλης εἶναι κακή. ἧταν

δυνάμει κακὴ καὶ ὄχι ἐνεργεία, καὶ ἣ κακία δὲν εἶναι

ἄναρχη. Ἂν πάλι ἣ ζωὴ καὶ ἣ κίνηση τῆς ὕλης εἶναι

ἀγαθό, τὸ ἀγαθὸ προῆλθε ἀπὸ τὴν κακία. Μανιχαῖος: Τί

λοιπόν; Δὲν εἶναι ἣ φθορὰ ἑνός πράγματος ἣ γένεση ἑνός ἄλλου; ᾿Ορθόδοξος: Δὲν κάνει ἡ φθορὰ τὴ γένεση, ἀλλὰ ἢ πραγματικότητα ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ πρόσταγμά του, καὶ εἶναι τρεπτὴ


γιατί ἄρχισε ἀπὸ τροπή. Τροπὴ ἄλλωστε εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι: καὶ τὰ πράγ ματα, ποὺ τὸ εἶναι τοὺς ἄρχισε μὲ τροπή, εἶναι ἐξολοκλήρ ου τρεπτὰ καὶ ἀλλοιωτά. ᾿Ενῷῶ λοιπὸν ἢ ὕλη εἶναι τρεπτή, ζωοποιεῖται μὲ τὸ θεῖο πρόσταγμα, καὶ φθείρεται καὶ ξανὰ ζωοπ οι-

δῖται' ὥστε δὲν δημιουργεῖ ἡ φθορὰ γένεση, ἀλλὰ τὸ θεῖο πρόσταγμα ζωοποιεῖ καὶ δημιουργεῖ.

25. Πὲς τώρα καὶ τοῦτο: τὰ ὅρια τοῦ φωτὸς γεμίζουν

μὲ φῶς ἢ ὄχι; Μανιχαῖος: Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι γεμίζουν μὲ φῶς. ᾿Ορθόδοξος: Τὸ φῶς προσλαμβάνει τὸ σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς ἢ ὄχι; Μανιχαῖος: Ναί, εἶναι δεκτικά. ᾿Ορθόδοξος: “Επομένως δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους. αὐτὸ ποὺ εἶναι: γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει τὰ συστατικὰ του

κατὰ φύση δὲν ἀλλάζει, καὶ ἡ κατὰ φύση ζωὴ δὲν ὑπόκει-

ται στὸ θάνατο. Πῶς λοιπὸν τὸ σκοτάδι ἐπικοινώνησε μὲ τὸ φῶς καὶ δὲν διαλύθηκε; Ἔπειτα ὁ χῶρος τοῦ φωτὸς

ἦταν πλήρης μὲ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ φῶς ἢ ὄχι; Μανιχαῖος:

Ἦταν πλήρης. ᾿Ορθόδοξος: Πῶς λοιπὸν χώρεσε τὸ σκοτάδι; Γιατί ἕνα δοχεῖο χωρητικότητας ἑνὸς μέδιμνου δὲν

μπορεῖ νὰ χωρέσει δυὸ μέδιμνους, δηλαδὴ τὸ δοχεῖο χωρητικότητας ἑνὸς μόδιου δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει δυὸ μόδιους. 26. Ἔπειτα καθὼς τὰ γεννήματα τοῦ σκοταδιοῦ μπῆ-

καν στὰ ὅρια τοῦ φωτὸς τί ἔκαναν ἢ τί ἔπαθαν; Μανιχαῖος: Εἶδαν τὸ φῶς καὶ θαμπώθηκαν καὶ τὸ λαχτάρησαν μὲ πάθος κι ἔσμιξαν μαζί του. ᾿Ορθόδοξος: Ὃ σκοτεινοὶ καὶ ἀνόητοι. Τὸ σκοτάδι εἶναι τυφλὸ ἢ φωτεινό; Μανιχαῖος: Τυφλό. ᾿Ορθόδοξος: Καὶ πῶς τὸ τυφλὸ μπορεῖ νὰ

βλέπει ἢ πῶς τὸ ἐντελῶς κακὸ θαυμάζει ἢ ἀγαπάει τὸ

ἀγυθό;

ο

27. Ὅμως αὐτὲς οἱ δυὸ ἀρχὲς προξενοῦν μότάςτυτοὺς

φθορές; Μανιχαῖος: Ναί. ᾿Ορθόδοξος: ᾿Επομένως δὲν δὶς ναι μόνη ἣ κακία φθορά, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγαθός. Μανιχαῖος: Ἢ κακία εἶναι φθορά, ἐνῶ ὁ ἀγαθὸς ζωή.

Ορθοδοςος:


δ]

Ἑπομένως ἡ κακία φθείρει τὸν ἀγαθὸ καὶ δὲν ἔχει ὑπόσταση, ἐνῶ ὁ ἀγαθὸς ζωοποιεῖ τὴν κακία, καὶ ἔτσι ἢ κα-

κία παίρνει ὑπόστασῃη, ἐνῶ χάνεται ὁ ἀγαθός. Ὅπος λοιπὸν εἶπες, ἡ ὕλη εἶναι κακὸ καὶ φθορὰ καὶ θάνατος. Τὸ κακὸ λοιπόν, ἂν σ᾽ ἄλλους εἶναι κακό. στὸν ἑαυτό του

εἶναι ἀγαθό, συγκροτεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. καὶ

ἔτσι δὲν εἶναι μήτε ἐντελῶς κακὸ μήτε ἐντελῶς φθορά: ἀφοῦ συγκροτεῖ τὸν ἑαυτό του, κατὰ τοῦτο δὲν εἶναι κακό. Κι ἂν εἶναι ἐντελῶς κακὸ καὶ ἐντελῶς φθορά, θὰ ἀναιρεῖ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ εἶναι ἀνύπαρκτο. Πές μας τώρα καὶ τὴν αἰτία, ὅπως τὴν ἀνέφερες, τῆς ἕνωσης. 28. Μανιχαῖος: Ἦταν, ὅπως εἶπα, θεὸς καὶ ὕλη. τὸ καθένα στὰ δικά του ὅρια᾽ ὁ ἀγαθὸς θεὸς ζωή, φῶς, κίνησηῃ, γνώσῃ, νόηση καὶ κάθε ἀγαθό, ἐνῶ ἡ ὕλη κακία. φθορά, σκοτάδι, θάνατος, σὲ πλήρη ἠρεμία καὶ ἡσυχία καὶ ἀκινησία. Ὕστερα μετὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες στασίασε ἢ ὕλη πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ τὰ γεννήματά τῆς μεταξύ τους, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ μὲν δίωκαν οἱ δὲ διώκονταν᾽ καὶ ἦταν, ὅπως εἶπα, θεὸς καὶ ὕλη, δηλαδὴ δυὸ ἀρχές: καὶ ἣ ψυχὴ εἶναι μέρος τοῦ φωτός, ἐνῷ τὸ σῶμα δημιούργημὰ τοῦ σκοταδιοῦ καὶ τῆς ὕλης. Ἔπειτα ἡ μίξη ἔγινε ὡς ἑξῆς. Τὸ καθένα ἀπ᾽ αὐτὰ ἔπιανε ἕνα μέρος. καὶ ὁ ἀγαθὸς ἦταν σ᾽ ἕνα μέρος, ἐνῶ ὁ πονηρὸς σὲ τρία. Ἔπειτα

ὁ πονηρὸς κινήθηκε μὲ ἄτακτη ὁρμὴ ἀπὸ τὰ ὅριά του καὶ

πλησίασε τὰ ὅρια τοῦ ἀγαθοῦ, καὶ καθὼς ὁ ἀγαθὸς εἶδε τί γινόταν ἔβγαλε ἀπὸ μέσα του δύναμη. ποὺ λέγεται μητέρα ζωῆς, καὶ ἡ μητέρα τῆς ζωῆς πρόβαλε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, καὶ λέω τὰ πέντε στοιχεῖα αὐτὸν τὸν πρῶτο ἄνθρωπο.

ποὺ εἶναι ὁ ἀέρας, ὁ ἄνεμος" ", τὸ φῶς, τὸ νερὸ καὶ ἢ

Φωτιά. Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ ντύθηκε ἔφυγε καὶ πολέμησε

ἐναντίον τοῦ σκοταδιοῦ. Οἱ ἄρχοντες τοῦ σκοταδιοῦ ὅμως

ἔφαγαν ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν πανοπλία του, ποὺ εἶναι ἢ

ψυχή᾽ ἔπιωσων ἐπίσης καὶ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, καὶ βασα-

νιζόταων ἀπ᾿ αὐτοὺς μέσα στὸ σκοτάδι κι ἔβγαλε φωνὴ


δ3 μεγάλη πρὸς τὸν ἀγαθό, καὶ ὁ ἀγαθὸς πρόβαλε ἄλλη δύναμη ποὺ λέγεται ζωντανὸ πνεῦμα. Καὶ κατέβηκε κι ἔδωσε τὴ δεξιὰ στὸν πρῶτο ἄνθρωπο καὶ τὸν ὕψωσε. Ὅμως ἄφησε κάτω τὸ μέρος, ποὺ ἔφαγαν οἱ ἄρχοντες, δηλαδὴ τὴν ψυχή᾽ ἔτσι ἀπὸ τὴ μοίρα τοῦ ἀγαθοῦ ἔγιναν οἱ ψυχές. ἐνῶ ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς κακίας τὰ σώματα.

29. ᾽᾿Ορθόδοξος: ἼΑν, ὅπως λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος". δὲν ὑπάρχει κοινωνία τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι, πῶς ἔγινε ἢ ἕνωση σώματος καὶ ψυχῆς; Καὶ ἡ ἴδια ἡ πεῖρα, ποὺ

εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τοὺς μάταιους λόγους, τὸ διδάσκει. Μπῆκε τὸ σκοτάδι στὰ ὅρια τοῦ φωτός, καὶ δὲν διαλύθηκε; Καὶ πάλι: πῶς χώρεσε τὸ σκοτάδι στὰ ὅρια τοῦ φωτός; Καὶ πάλι: ἂν ἦταν σοφὸς ὁ ἀγαθός, πῶς δὲν ἤξερε ἀπὸ πρὶν τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ πονηροῦ καὶ δὲν ὀχύρωσε τὸν ἕξαυτό τοὺ καὶ τὴν περιοχή του; Γιατὶ ἄν δὲν ἦταν σοφὸς μήτε προγνώστης, θὰ ἦταν μωρός: πῶς ὅμως λὲς τὸν μωρό ἀγαθό; Καὶ πάλι: ἂν ὅλο τὸ σκοτάδι μπῆκε στὰ ὅρια τοῦ φωτός, ὁ χῶρος τοῦ ἔμεινε ἄδειος᾽ ἂν μπῆκε ἕνα μέρος τοῦ σκοταδιοῦ, πῶς τὸ μέρος τοὺ νίκησε τὸν ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ γιὰ νὰ πολεμήσει ἐναντίον του; Γιατὶ θὰ ἦταν ἄσοφος ὁ ἀγαθὸς στέλνοντας ἕνα λιγότερο δυνατὸ ἐναντίον ἑνὸς ἰσχυροῦ. Ἢ ὁ ἀγαθὸς θὰ ἦταν ἀσθενής. ἐνῶ ὁ πονηρὸς ἰσχυρότερος. Καὶ πάλι: ἂν ἐθελούσια ὁ ἀγαθὸς παραχώρησς ἕνα

μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδὴ τὴν ψυχή. δὲν θὰ ἦταν

ἀγαθὸς παραχωρώντας ἀγαθὸ στὸ κακό. Πῶς ὅμως ὁ ἴδιος

ἄφησε τὴν ψυχὴ ἔκθετη στὸν πονηρό; Καὶ πῶς θὰ κρίνει

ὁ ἀγαθὸς τοὺς ὑποδουλωμένους στὸν πονηρό; [Ἰατί θά τοῦ ποῦν: σὺ μᾶς παρέδωσες σ᾽ αὐτὸν, ἔχει ἀναιρεθεῖ ἣ κρίση. Ἄν πάλι παρὰ τὴ θέλησή τοῦ οἱ ἄρχοντες τὴς κακίας ἅρπαξαν ἕνα μέρος αὐτοῦ, εἶναι ἀσθενέστερος καὶ ἀμαθέστερος, πρῶτο γιατὶ ἔχασε ἕνα μέρος του, καὶ δεύτερο γιατὶ δὲν μπόρεσε νὰ πάρει πίσω τὸ μέρος ποὺ τοῦ


δ τὸ ἅρπαξαν: ὡστόσο ἂν ἐξαρχῆς δὲν κατόρθωσετίποτα. οὔτε μετὰ μπορεῖ νὰ ὑπερισχύσει. Πῶς ἐξάλλου πιάνοντας τοὺς ἄρχοντες τῆς κακίας τοὺς σταύρωσε καὶ ἀπὸ τὶς σάρκες τοὺς ἔκανε τοὺς οὐρα-

νούς, ἀπὸ τὰ ὀστά τους τὰ ὄρη, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ πάρει τὸ μέρος ποὺ τοῦ τὸ ἅρπαξαν; Καὶ ἔτσι ἀναιρεῖται ἢ κρίση. Δὲν εἶναι ἔνοχοι αὐτοὶ ποὺ ἁμάρτησαν᾽ γιατὶ ἂν ὁ ἴδιος δὲν μπόρεσε νὰ πάρει πίσω τοῦτο τὸ μέρος, πῶς ἢ ψυχή, ποὺ ὑποδουλώθηκε, θὰ μπορεῖ νὰ μὴν ἁμαρτάνει καὶ νὰ εἶναι ἄμεμπτη; Κι ἂν τελικὰ ὁ ἀγαθὸς θὰ δεσμεύσει τὴν κακία, θὰ πάρει πίσω ἐξολοκλήρου τὴν ψυχή, καὶ δὲν θὰ τιμωρηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ πάλι: ἂν ἡ κακία πηγαίνει στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἣ ψυχὴ δὲν εἶναι ἔνοχη. Καὶ πάλι: τὸ σῶμα καθὼς κείτεται νεκρὸ δὲν ἁμαρτάνει. .Ἑπομένως ἡ κακία δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλ-

λὰ ἀπὸ τὴν ψυχή “.

30. Πέστε μας, Μανιχαῖοι, ἣ ἄναρχη κακία, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνεστε, ποὺ τὴν ὀνομάζετε ὕλη, εἶναι ἀσώματῇ ἢ σῶμα ἢ κάτι τὸ σύνθετο; Κι ἂν εἶναι ἀσώματη, πῶς εἶναι ὕλη; Γιατὶ ἡ ὕλη δὲν εἶναι ἀσώματη. ᾿Αλλ᾽ ἴσως θὰ πεῖτε πὼς εἶναι βέβαια ἀσώματη, ἀλλὰ ἔφτιαξε τὸ σῶμα. Πέστε μας λοιπόν: ἀπὸ τὴν οὐσία του ἢ ἀπὸ τὸ μὴ ὄν;

Κι ἂν πεῖτε «ἀπὸ τὴ δική του οὐσία», λέτε ψέματα. ᾿Απὸ ἀσώματῃ οὐσία δὲν προέρχεται σῶμα - γιατὶ αὐτὸ ποὺ κατὰ φύση ἔχει τὰ συστατικά του δὲν ἀλλάζει οὔτε οὐσία τρέπεται ἀπὸ ἀσώματη κατάσταση σὲ σωματικὴ οὔτε ἀπὸ σωματικὴ σὲ ἀσώματη οὔτε ἀπὸ λογικὴ σὲ ἄλογη οὔτε ἀπὸ ἄλογη σὲ λογική. Γιατὶ ἡ οὐσιώδης ποιότητα εἰναι ἀκίνητη, ἐνῶ αὐτὰ ποὺ μεταβάλλονται καί τρέπονται, τρέπονται κατὰ συμβεβηκός, ποὺ γίνονται καὶ ξεγίνονται

χωρὶς τὴ φθορὰ τοῦ ὑποκειμένου.


δ] Ἂν πεῖτε «ἀπὸ τὸ μὴ ὄν», πέστε μας, γιατὶ ἐνῷ εἶναι ἀσώματος καὶ πονηρὸς δὲν ἔκανε καὶ τὴ σύμμιξη ἀπὸ πονηρὰ στοιχεῖα, γιατί δὲν ἔφτιαξε καὶ ψυχὲς κατὰ φύση πονηρὲς ὅπως καὶ τὸ σῶμα ποὺ εἶναι, καθὼς λέτε, κατὰ φύση κακό, γιατί ἀνέμιξε μέρος τοῦ ἀγαθοῦ μὲ τὴ δική

του κακία; Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανε ὁ ἀγαθός: ὥστε δὲν εἶναι ἐντελῶς πονηρός, ἀλλὰ ἔχει μέρος ἀγαθό. Κι αὐτὰ λοιπόν. ἂν ἀσώματη λέτε τὴν ὕλη. Ἂντὴν πεῖτε σῶμα, πῶς κινήθηκε; Γιατὶ κάθε σῶμα καθεαυτὸ εἶναι δίχως προαίρεση καὶ νεκρό. Πῶς λοιπὸν κινήθηκε; Ποιός ἔδωσε σ᾽ αὐτὸ κίνηση; Ὃ ἀγαθός; ΄Επομένως δὲν εἶναι ἀγαθὸς ἢ μήτε σοφὸς μήτε προνοητικός. ἀφοῦ κίνησε τὴν κακία. Ἂν πάλι τὴν πεῖτε σύνθετη, μάθετε, ὅτι καθετί τὸ σύνθετο εἶναι εὐδιάλυτο, καὶ κατ᾽ ἀνάγκη πρῶτα εἶναι τὰ

ἁπλά, μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται ἣ σύνθεση, ὅπως λόγου χάρη

κατ᾽ ἀνάγκη πρῶτα ὑπάρχει ἣ πίσσα καθεαυτή καὶ τὸ κερὶ καθεαυτό, καὶ ἔπειτα μπορεῖ νά γίνει ἡ σύνθεση τοῦ κηρόπισσου. - Θὰ εἶναι λοιπὸν οἱ ἀρχὲς τῆς κακίας δύο καὶ ὄχι μία.

31. Πέστε λοιπόν, Μανιχαῖοι: οἱ δυὸ ἀρχές. ὅπως τὶς ἀντιλαμβάνεστε, εἶναι ἐντελῶς ἀκοινώνητες ἢ ἐνμέρει ἐπι-

κοινωνοῦν καὶ ἐνμέρει διαφέρουν καί, ἂν εἶναι ἐντελῶς

ἀκοινώνητες, ἣ μία θὰ ὑπάρχει καὶ ἣ μία δὲν θὰ ὑπάρχει. Ἂν ἐξάλλου ἐπικοινωνοῦν κατὰ τὸ εἶναι ὡς οὐσία καὶ συμβεβηκός, τὸ ἕνα ἔχει τὴν ὕπαρξη στὸ ἄλλο: γιατὶ τὸ συμβεβηκὸς καθεαυτὸ δὲν ὑφίσταται. ὅπως τὸ χρῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει χωρὶς τὸ σῶμα. Καὶ τὸ σῶμα εἶναι

οὐσία, ἐνῷ τὸ χρῶμα συμβεβηκός: καὶ τὸ συμβεβηκὸς γί-

νεται καὶ ξεγίνεται χωρὶς τὴ φθορὰ τοῦ ὑποκειμένου, καθὼς τὸ χρῶμα ἀλλάζει, ἐνῶ τὸ σῶμα παραμένει τὸ ἴδιο. “Ὅποια λοιπὸν θέλετε, πέστε μιὰ οὐσία καί, ὅποιο θέλετε.

ἕνα συμβεβηκός ἂν εἶναι καὶ τὰ δυὸ οὐσίες, μάθετε, ὅτι οὐσία δὲν διαφέρει ἀπὸ οὐσία, καὶ δὲν εἶναι ἀντίθετα οὐ-


δ9

σία πρὸς οὐσία, ἐκτὸς ἂν εἶναι ἀντίθετα κατὰ συμβεβηκός.

Ἂν ὑπάρχει ὁ ἀγαθός, καὶ συνάμα ὑπάρχει καὶ ὁ πονηρό ς,

καὶ γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δύο θὰ ὑπάρχει οὐσία ἀίδια καὶ ἄτρεπτη. ἐνεργητική, δημιουργική᾽ καὶ οἱ δύο εἶναι ἕνα κατ ὰ

τὴν οὐσία, ἐνῶ Καὶ πάλι: καὶ τὸν οὐρανὸ τε τὰ ἴδια, καὶ

διαφέρουν κατὰ τὴν ποιότητα. βλέπουμε τὰ στοιχεῖα καὶ τοὺς καιρούς. καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα νὰ εἶναι πάντοτὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα καὶτὶς κινήσεις

τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης καὶ τῶν ἁἀστεριῶν καὶ τὶς

βροχὲς καὶ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ὅλα μὲ λογικὴ καὶ εἱρμὸ νὰ βρίσκονται σὲ μιὰ τάξη καὶ νὰ ρυθμίζονται. Ἂν λοιπὸν οἱ δυὸ ἀρχὲς εἶναι ἀντίθετες μεταξύ τους, πῶς τὰ πάντα λειτουργοῦν κανονικά, ἂν δὲν συμβιβάστηκανμὲ φιλικὸ τρόπο; Ἂν ἡ ὕλη κατανάλωσε τὸν ἑαυτό της, πῶς κινοῦνταν; Κι ἂν προχωροῦσε στὴ δική της φθορά, πῶς πλησίασε τὰ ὅρια τοῦ φωτός; ᾿Αφοῦ ἡ ὕλη ρέπει πρὸς τὰ κάτω καὶ ὁ φυσικός της τόπος εἶναι τὰ κα:ώτερα καὶ σκοτεινότερα, πῶς μπαίνον-

τας στὰ ὅρια τοῦ φωτὸς ἄλλαξε τὴ φύση της;

Τὸ σκοτάδι εἶναι τυφλό᾽ πῶς λοιπὸν εἶδε τὸ φῶς: Ἂν ἡ ὕλη δὲν ἔχει τάξη καὶ νοῦ, πῶς ἔχει ἄρχοντες;

Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ πολεμήσει αὐτὸν ποὺ ἔχει λόγο καὶ

τάξη; Ἢ καὶ πολεμώντας πῶς μπορεῖ νὰ γίνει κυρίαρχη.

ὥστε νὰ ἁρπάξει κάτι ἀπὸ τὸ σοφὸ καὶ νά μὴ λεηλατηθεῖ ἣ ἴδια; Κι ἂν ὁ ἀγαθὸς θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τοῦ ἁρπάξει ἕνα μέρος τοῦ γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴν ὕλη νὰ μὴ μπεῖ στὰ ὅριά του, μὴ μπορώντας νὰ κάνει κι ἀλλιῶς, τότε ὁ πονηρὸς

εἶναι ἰσχυρότερος καὶ ὁ ἀγαθὸς δολοπλόκος. Καὶ πῶς

εἶναι ἀγαθὸς ἢ θεὸς χρησιμοποιώντας δόλο καὶ ὄχι δύνα-

μη;

᾿

Δὐτὸ ποὺ εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο εἶναι ἀλήθεια, καὶ ἣ ἀλήθεια εἶναι ἀγαθό: τὸ ἄναρχο ἐξάλλου εἶναι ἄτρεπτο. Ἂνλοιπὸν ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχη. θὰ εἶναι καὶ ἀτρεέπτη᾽ κι


9]

ἂν εἶναι ἄτρεπτη, θὰ εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια κι ἂν εἶναι

πάντοτε ἣ ἴδια, θὰ εἶναι ἀλήθεια’ κι ἂν εἶναι ἀλήθεια, θὰ

εἶναι ἀγαθό. Ἂν τρέπεται ἣ ὕλη, τοῦτο γίνεται ἀπὸ ἀγαθὸ σὲ κακό, καὶ ἐνῶ πρὶν ἦταν ἀγαθὴ ὕστερα ἔγινε κακή, ἢ ἀπὸ κακὸ σὲ ἀγαθό, καὶ ἐνῷ πρὶν ἧταν κακὴ ὕστερα ἔγινε

ἀγαθή᾽ γιατὶ ἣ τροπὴ ὁδηγεῖ στὸ ἀντίθετο.

Ἢ ἀίδια οὐσία εἶναι ἄτρεπτη᾽ γιατὶ δὲν ἦλθε στὸ εἶναι ἀπὸ τὸ μὴ ὄν’ τοῦ πράγματος ποὺ ἡ ὕπαρξή του δὲν

προέρχεται ἀπὸ προκοπή, ἣ οὐσία του εἶναι ἄτρεπτη. Ὄντας λοιπὸν ὁ Θεὸς ἀγαθὸς καὶ ἀίδιος δὲν ὑπόκειται σὲ

τροπή, ἀλλὰ πάντοτε εἶναι ἀγαθός, καὶ αὐτὰ ποὺ δημιουρ-

γεῖ εἶναι ἀγαθά’ γιατὶ ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ

προέρχονται κακά, ὡστόσο εἶναι τρεπτά, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ

μὴ ὃν τὰ παράγει στὸ εἶναι. Καὶ τὰ λογικὰ λοιπὸν ἐπιδέ-

χονται τροπή, γιατὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι, ὡστόσο εἶναι αὐτεξούσια, ἐπειδὴ εἶναι λογικά. Καὶ παραμένουν αὐτεξούσια, ὅπως δημιουργήθηκαν. δηλαδὴ ἀγαθά, συγκαταβατικὰ καὶ συνετὰ καὶ ὑπάκουα στὸ δημιουργό, πράγμα ποὺ προσιδιάζει στὴν κτιστὴ φύση: γιατὶ εἶναι ἀρετὴ τὸ νὰ μένει κανεὶς στὰ ὅρια τῆς δικῆς του

φύσης. Αὐτεξούσια λοιπὸν ἁλλοιώθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐπει-

δὴ ἐπιθύμησε μεγάλο πράγμα, ὄχι ὅμως μὲ σωστὸ τρόπο: γιατὶ εἶναι μεγάλοι πράγμα νὰ εἶναι κανεὶς θεός. ἀλλὰ εἶναι κακὸ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι θεὸς νὰ ἀγνωμονεῖ ἐναντίον τοῦ δημιουργοῦ του καὶ νὰ ξεπερνάει τὴ δική του φύση καὶ νὰ θέλει νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀδύνατο. γιατί εἶναι ἀδύνατο ὁ μὴ ἄναρχος νὰ γίνει θεὸς ἢ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀρχὴ νὰ γίνει ἄναρχος. Ὅταν λοιπὸν κανεὶς δὲν ζη-

τύάει αὐτὰ ποὺ τοῦ πρέπουν, φέρνει τὴ στέρηση τῶν ὄντων.

32. Μανιχαῖος: Ποιά εἶναι ἡ κακία τοῦ Διαβόλου; Ορθόδοξος;: Ἢ ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ δημιουργοῦ. Ἔχει δώσει λοιπὸν σ᾽ αὐτὸν ὁ Θεὸς τὸ εἶναι, γιὰ νὰ μὴ φυνεῖ πὼς φοβᾶται τὴν ἐπανάσταση τοῦ δούλου καὶ γιὰ


93

νὰ μᾶς διδάξει νὰ ἔχουμε ἀγαθὴ διάθεση καὶ πρὸς τοὺς κακούς. [τπατί ὄχι μονάχα τὸν δημιούργησε, ἀλλὰ τὸν ἔ. κανε καὶ ἄρχοντα τοῦ κόσμου καί, ἂν τὸ ἤθελε νὰ γίνει

ἀγαθὸς, τὸν δέχεται καὶ τὸν εὐεργετεῖ. Γι᾿ αὐτό. καὶ ἐνῷ μπορεῖ νὰ τὸν ἐξαφανίσει, δὲν τὸν ἐξαφάνισε, ἀλλὰ ἀνέ-

χεται τὴν ἀφροσύνη του δίνοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ εἶναι εὐεργετικὰ καὶ ἄφθονα, αὐτὸ ποὺ ἀνήκει στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως καλός, δὲν ἐξαρτᾶται τοῦτο μόνο ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο’ γιατὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ βία δὲν εἶναι καλὸ μήτε ἀρετή. 33, Κι ἂν ρωτήσεις, γιατὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ πολεμάει τοὺς ἀνθρώπους, ἀπαντῷῶ πὼς τοῦτο εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τοὺς γιατὶ πολλοὶ διαμέσου αὐτοῦ στεφανώνονται. Κι ἂν ἰσχυριστεῖς πὼς καὶ πολλοὶ χάνονται, ἀπαντῶ ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὃ Διάβολος μπόρεσε, χωρὶς νὰ τὸν ἐπηρεάσει ἄλλος, νὰ γίνει κακὸς μὲ τὴ δική τοῦ θέληση. πράγμα ποὺ τοῦ καταλογίζεται ὡς τὸ χειρότερο ἔγκλημα. ἔτσι μποροῦσε καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ δική τοῦ προαίρεση καὶ μὴ δεχόμενος καμιὰ προσβολὴ ἀπὸ ἄλλον νὰ γίνει κακός, καὶ θὰ τοῦ καταλογιζόταν ἡ ἁμαρτία ὡς ἡ χειρό-

τερη᾽ γιατὶ ὅποιος ἁμαρτάνει μὲ τὸν ἐπηρεασμὸ ἀπὸ κά-

ποιο ὑποβολέα τοῦ ἀξίζει μεγαλύτερο δικαίωμα γιὰ ἀἁπολογία καὶ συγνώμη παρὰ ἂν ἁμαρτάνει μὲ τὴ δική τοῦ μόνο θέληση. Γιατί αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει ἐξεαυτοῦ εἶναι ἀναπο-

λόγητος, ὅπως καὶ αὐτὸς ποὺ ἐξεαυτοῦ πραγματώνει τὴν ἀρετὴ ἐπαινεῖται περισσότερο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Διάβολος. ἕπει-

δὴ ἁμάρτησε ἐξεαυτοῦ, ἔμεινε ἀμετανόητος, ἐνῶ ὁ ἄνθρω-

πος, ἐπειδὴ ἁμάρτησε ὄχι ἐξεαυτοῦ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προσβο-

λὴ τοῦ Διαβόλου, ὁδηγήθηκε στὴ μετάνοια καὶ ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν ἀνακαίνιση καὶ ἄφεσῃη ἁμαρτιῶν. Τὸ εἶναι

λοιπὸν εἶναι ἀγαθὸ καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Π

34. Μανιχαῖος; Γιατί ὁ Θεός, ἀφοῦ προγνῶώρισε τι ὁ

Διάβολος θὰ γινότων πονηρός, τὸν δημιούργησε; ᾿Ορθόδοἕος: ᾿Εξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγαθότητας τὸν δημιοῦρ-


95 γησε. Γιατί εἶπε ἐπειδὴ αὐτὸς μέλλει νὰ γίνει πονηρὸς

καὶ νὰ χάσει ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θὰ τοῦ στερήσω καὶ ἐγὼ ἐντελῶς τὸ ἀγαθὸ καὶ θὰ τὸν κάνω ἀνύπαρκτο; Διόλου. ᾿Αλλὰ ἂν καὶ θὰ γίνει πονηρός, ἐγὼ δὲν θὰ τοῦ στερήσω τὴ μετοχή τοῦ σὲ μένα, ἀλλὰ θὰ τοῦ

δώσω ἕνα ἀγαθό, μὲ τὸ εἶναι του νὰ μετέχει σὲ μένα. ὥστε

καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, νὰ μετέχει στὸ δικό μου ἀγαθὸ μὲ

τὸ εἶναι. Γιατί κανεὶς ἄλλος δὲν ὑπάρχει ποὺ συγκρατεῖ καὶ συνέχει τὰ ὄντα στὸ εἶναι παρὰ μόνο ὁ Θεός τὸ εἶναι

ἀγαθὸ καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι.

35, Μανιχαῖος: Τὸ εἶναι στὰ ὄντα προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεό’ ἂν λοιπὸν σ᾽ ὅλα τὰ ὄντα τὸ εἶναι ἀγαθὸ εἶναι, μιὰ καὶ δίνεται ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεό, καὶ στὸ Διάβολο θὰ εἶναι ἀγαθὸ τὸ εἶναι. ᾿Ορθόδοξος: Ὅλα τὰ ὄντα ἔχουν τὸ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅλα ποὺ δόθηκαν στὸν καθένα ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι ἀγαθά. Γιατί αὐτὰ ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀγαθά. Κακὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ἀποβολὴ τῶν ἀγαθῶν, δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν ἀπὸ τὸ Θεὸ μόνο τὸεἶναι. ὡς ἔσχατη συνέπεια ἔχουν μερικὴ μετουσία τοῦ ἀγαθοῦ. “Ἑπομένως καλὴ εἶναι ἣ ὕπαρξη τοῦ Διαβόλου καὶ διαμέσου τοῦ εἶναι μετέχει στὸ ἀγαθό. Τὸ εἶναι λοιπὸν εἶναι καλό. ἐνῶ τὸ εὖ εἶναι καλύτερο. [[᾿ατί τέλεια ὕπαρξη εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας, ἐνῶ τὸ νὰ ὑπάρχει κανεὶς καὶ νά εἶναι ἄρρωστος σημαίνει μερικὸ κακὸ καὶ φθορά᾽ δὲν ὑπάρχει τέλεια ἀνυπαρέξία, ἁλλὰ μερικὴ ὕπαρξη καὶ μερικὴ ἀνυπαρξία. Τὸ μὴ εἶναι σημαίνει τὸ ἐντελῶς κακό: γιατὶ τὸ ἐντελῶς μὴ ὃν εἶναι τέλεια φθορὰ καὶ ἀνυπαρζία. Τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι λοιπὸν εἶναι καλὰ καὶ προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ τὸ κακὸ γίνεται ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ μὲ τὴν

δλεύθερη γνώμη τοῦ γινομένου. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἑξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγα(ότητας ἔδωσε τὰ ἀγαθὰ καὶ στὸν πονηρώό. τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι.

40. Μᾶς κατηγορεῖτε, Μωνιχαῖοι, γιατί ὁ Θεὸς πρὸ


97

γνωρίζοντας ὅτι ὁ Διάβολος θὰ γίνει κακὸς τὸν δημιούρ-

γησε, καὶ ἀποδείξαμε μὲ τὸ παραπάνω ὅτι καλὰ ἔκανε καὶ

τὸν δημιούργησε σύμφωνα μὲ τὸ φυσικὸ λόγο τοῦ δικαί-

οὐ γιατὶ εἶναι προτιμότερο σύμφωνα μὲ τὸ φυσικὸ λόγο νὰ ἔχει ἔστω μόνο τὸ εἶναι καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ

εἶναι νὰ μετέχει στὸ ἀγαθό. ᾿Απὸ μόνο τὸ Θεό, ποὺ ὑπάρχει πάντοτε, προέρχξται τὸ ἴδιο τὸ εἶναι. ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ παρέχει κάθε ἀγαθὸ καὶ τὰ ἀγαθά’ καὶ ὅ,τι προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθό, εἶναι ἐξάπαντος ἀγαθό. Ἂν πάλι ἰσχυριστεῖτε, πὼς συνέφερε στὸ Διάβολο νὰ μὴν εἶχε γίνει παρὰ νὰ γίνει καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ἀτέλειωτα, λέμε ὅτι ἣ κόλαση ἐκείνη δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ φλόγα ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν κακία καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ φλόγα ποὺ ἀστοχεῖ στὴν

ἐπιθυμία. Γιατί ὅσοι ἀπέκτησαν τὸ ἄτρεπτο στὴν κακία

δέν ἐπιθυμοῦν τὸ Θεὸ ἀλλὰ τὴν κακία, καὶ ἐκεῖ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας δὲν ὑπάρχει. Γιατί οὔτε τρῶμε οὔτε

πίνουμε οὔτε ντυνόμαστε οὔτε παντρευόμαστε οὔτε πλου-

τίζουμε οὔτε ἰσχύει φθόνος οὔτε κανένα ἀπὸ τὰ εἴδη τῆς ἁμαρτίας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν ἐπιθυμοῦν καὶ δὲν ἔχουν τὰ ἀντικείμενα τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται σὰ φωτιὰ ἀπὸ τὴν

ἐπιθυμία'΄. Ὅσοι ὅμως ἐπιθυμοῦν τὸ ἀγαθό, δηλαδὴ μο-

νάχα τὸ Θεό, τὸ ὃν καὶ τὸ παντοτινὸ ὄν, πετυχαίνοντας τὸ στόχο τοὺς νιώθουν εὐφροσύνη ἀνάλογη μὲ τὴνἐπιθυμία τους, μέ τήν ὁποία πετυχαίνουν τὸν ἐπιθυμητὸ σκοπό. Τὸ πράγματι ἀγαθὸ λοιπὸν εἶναι τὸ κατὰ φύση ἀγαθό.

ἀκόμη κι ἂν τὸ εἶναι τοῦ ἀγαθοῦ μετέχει κατ᾽ ἐλάχιστοσ᾽ αὐτό. Κι αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἀγαθὸ δὲνεἶναι ἀγαθὸ κατὰ

φύση, ἀλλὰ κακό. Τὸ νὰ προτιμᾶ κανεὶς τὴν ἀπόλαυση

τῶν κτισμάτων ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τοῦ κτίστη καὶ τὸ δικό του θέλημα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ δημιουργοῦ δὲν εἶναι ἴδιο

Οὔτε δικαίου οὔτε ἀγαθοῦ, νὰ προτιμᾶ δηλαδὴ τὸ νομιζόμᾶνο σὲ μᾶς ἀγαθό, ποὺ ἀποδείχθηκε βέβαια κακό, ἀπὸ τὸ “ντικείμενο γιὼ νὼ ἱκανοποιηθεῖ


99

κατὰ φύση ἀγαθό’ ἀλλὰ εἶναι δίκαιο νὰ δημιουργηθεῖ αὖτὸς καὶ νὰ ἔχει κάποια μοίρα, καὶ ἐλάχιστη ἀκόμη, τοῦ

πραγματικοῦ ἀγαθοῦ παρὰ ἐξαιτίας τοῦ κακοῦ, δηλαδὴ τῆς

ἄδικης ἐπιθυμίας καὶ λύπης, νὰ στερηθεῖ αὐτὴ τὴ μικρὴ μοίρα τοῦ ἀγαθοῦ. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν κρίνει τὴν ἄλογη

κρίση μὲ τὰ μέτρα τῆς δικῆς μας κρίσης, ἀλλὰ σύμφωνα

μὲ τὸ πραγματικὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, μήτε ἀκολουθεῖ τὰ δικά μας πάθη μήτε προδίδει τὸ λόγο τοῦ δικαίου ἐξαιτίας

μιᾶς δῆθεν συμπάθειας, ποὺ εἶναι πράγματι ἐμπάθεια.

37. Καὶ πάλι: ὃ Θεὸς τὰ μὴ ὄντα πραγματώνει ὡς

ὄντα καὶ ἐκεῖνα ποὺ θὰ γίνουν τὰ θεωρεῖ καὶ τὰ κρίνει ὡς

ἤδη πραγματωμένα. Ὅπως λοιπὸν ὁ δικαστὴς αὐτὸν ποὺ ἤδη ἔσφαλε τὸν τιμωρεῖ δίκαια - κι ἂν δὲν τὸν τιμωρήσει, εἶναι ἄδικος - καὶ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος αἴτιος τῆς ἀδικίας ἐκείνου ποὺ τιμωρεῖται ἢ τῆς τιμωρίας, ἀλλὰ ἡ προαίρεση

ἐκείνου ποὺ ἀδίκησε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς βλέποντας ἐκεῖνο

ποὺ θὰ γίνει ὡς ἤδη πραγματωμένο ἔκρινε νὰ γίνει ὁ Διάβολος καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ἐξαιτίας τοῦ ἴδιου, ἂν γινόταν κακός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν δημιούργησε καὶ τὸν δημιούργησε ἀγαθό’ αὐτὸς ὅμως μὲ τὴ δική του προαίρεσῃ ἔγινε κακὸς καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τοῦ ἔγινε αἴτιος τῆς τιμωρίας, ἀλλὰ

μᾶλλον αὐτοτιμωρεῖται ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ τὰ μὴ ὄντα! 8. Ὅτι

δὲν ἔγινε ἡ πρόγνωση αἰτία στὸν ἴδιο τὸ Διάβολο γιὰ νὰ γίνει κακός, εἶναι φανερό᾽ γιατὶ οὔτε ὁ γιατρὸς ποὺ προ-

βλέπει τὴν ἐπικείμενη ἀρρώστια εἶναι αἴτιος τῆς ἀρρώ-

στιας, ἀλλὰ αἴτιο τῆς ἀρρώστιας εἶναι ἡ ἀταξία, ἐνῶ ἡ πρόγνωσῃ γνώρισμα τῆς ἐπιστήμης τοῦ γιατροῦ καὶ τὸ αἴτιο τῆς πρόγνωσης αὐτὸ ποὺ μέλλει νὰ γίνει ἔτσι. Καὶ

ὅτι τὸ πράγμα ἔχει ἔτσι, τὸ λέει ὁ ἀπόστολος: αὐτὸς ποὺ «τραγματώνει τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα»"", Καὶ τοῦτο ὀφείλου-

μὲ νὰ ξέρουμε; ὅτι, ὅπως βγαίνει ἣ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. ἔτσι τοῦ λοιποῦ παραμένει ἄτ ρεπτη εἴτε τὸ ἀγαθὸ ἐπιθυμεῖ εἴτε τὸ πονηρό.


10]

38. Σύμφωνα μὲ ὅλα αὐτὰ τοῦτο λέμε ἀγαθό, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ θέλει ὁ Θεός γιατὶ ὅπως ὁρίζεται τὸ φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ τὸ ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ Θεό. Καθετὶ λοιπόν, ποὺ θέλει ὁ ἀγαθός, εἶναι ἀγαθό., καὶ τοῦτο εἶναι ἀγαθό, αὐτὸ ποὺ θέλει. Κριτὴς εἶναι ὁ Θεός, καὶ δὲν εἴμαστε ἐμεῖς κριτὲς τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν, μποροῦμε νὰ ἀνα-

κρίνουμε τὸ Θεό; Ὃ Θεὸς σκιάζεται καὶ τρέμει καὶ φοβᾶ-

ται; Θεὸς ποὺ φοβᾶται δὲν θὰ ἦταν Θεός.

39. Ἂν ὃ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἔγιναν πλοῖα, γιὰ νὰ κουβαλήσουν τὸ μέρος, ποὺ ἅρπαξε ἣ ὕλη ἀπὸ τὸ Θεό. πρὶν ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπῆρχε ἥλιος μήτε σελήνη. καὶ ὑπῆρχε ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ σκοτάδι. 40. Ἂν κατὰ τὴν ἀντίληψή σας ἡ θλίψη εἶναι κακή. ὡστόσο ἣ ἡδονὴ καὶ ἣ ἀπόλαυση εἶναι ἀγαθή. καί, ἂν συμβαίνει τοῦτο, ἣ πορνεία ἐπίσης εἶναι ἀγαθὸ καὶ ἡ γαστριμαργία καὶ ὅσα εὐχαριστοῦν καὶ ἡδονίζουν αὐτὸν ποὺ ἐπιδίδεται σ᾽ αὐτά, καὶ ὅσα τὸν λυποῦν, δηλαδὴ ἡ ἐγκράτεια, ἣ νηστεία, ἣ ἀγρυπνία καὶ τὰ παρόμοια, εἶναι κακά. 41. Ἂν κατηγορεῖτε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν πλήρη καταστροφὴ ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ καὶ γιὰ τὸ κάψιμο τῶν Σοδομιτῶν καὶ γιὰ τὸν καταποντισμὸ τοῦ Φαραώ, θέλοντας νὰ παιδαγωγήσει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ συμφέρον τους, τότε νὰ

τὸν κατηγορήσετε κατὰ μείζονα λόγο ἐπειδὴ τιμωρεῖ αἰώ-

νια,

42. Ἣ προβολὴ ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν οὐσία δὲν εἶναι

δημιούργημα, ἐνῷ τὸ δημιούργημα προέρχεται ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα. Ἂν λοιπὸν δημιουργεῖ ἡ κακία, παράγει ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα, καὶ τότε τὸ σῶμα δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ὕλη: ἂν

πάλι προέρχεται ἀπὸ τὴν ὕλη. δηλαδὴ ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς

κακίας, θὰ συμβαίνει τὸ ἑξῆς" ἂν ἣ κακία εἶναι ἄναρχη. ἐξάπαντος θὰ εἶναι ἀθάνατη καὶ ἀτρεπτη - αὐτὸ ποὺ δὲν

ἔχει ἀρχὴ δὲν σταματᾶ νὰ ὑπάρχει μήτε ἀλλοιώνεται ἂν

ἀλλοιώνεται καὶ φθείρεται, δὲν εἶναι ἄναρχη -- κι ὼν ἣ κακία εἶναι ἄτρεπτη, καὶ τὸ σῶμα, ποὺ προέρχεται ἀπὸ


[03 τὴν οὐσία της, θὰ εἶναι ἄφθαρτο καὶ ἄτρεπτο. Τίνος λοι-

πὸν ἦταν ἣ φθορὰ καὶ ἣ κακία; Γιατὶ ἡ φθορὰ ἐξάπαντος ἀφανίζει κάτι, ἀλλιώτικα δὲν εἶναι φθορά. Ἂν τὸ ἀγαθὸ εἶναι παθητί, παθητὸς θὰ εἶναι καὶ ὁ ἀγαθός, καὶ πῶς εἶναι ἐντελῶς ἀγοθός; Κι ἂν φθείρεται ὁ ἀγαθὸς ἀπὸ τὴν κακία θὰ κατιιλήξει στὴν ἀνυπαρξία. Ἂν πάλι αὐτὴ ἔφθειρε τὸν ἑαυτό της, ἐξαφανίστηκε καὶ χάθηκε καὶ δὲν ὑπάρχει. Ἂν μέρος τοῦ ἀγαθοῦ ἔφθειρε, καὶ μέρος τοῦ ἑαυτοῦ της ἔφθειρε. Ἢ φύση ποὺ ἕνα μέρος της εἶναι φθαρτό,. ὁλόκληρη εἶναι φθαρτὴ, γιατὶ εἶναι ἀδύνατο ἡ ἴδια ἡ φύσῃ νὰ εἶναι καὶ φθαρτὴ καὶ ἄφθαρτη. Κι ἂν λέμε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου φθαρτό, ποὺ εἶναι μέρος του, ἐνῶ τὴν ψυχὴ ἄφθαρτη. τοῦτο εἶναι σωστό. ἀφοῦ δὲν εἶναι καὶ τὰ δύο τῆς ἴδιας φύσης. Γιατὶ ἡ ψυχή, μολονότι πολι-

τεύεται σὲ σῶμα, δὲν εἶναι σῶμα ἀλλὰ ἀσώματη᾽ ὥστε ἄλλης φύσης εἶναι ἡ ψυχὴ καὶ ἄλλης τὸ σῶμα, καὶ δὲν εἶναι τὸ ἕνα μέρος τῆς ἴδιας φύσης φθαρτό, ἐνῶ τὸ ἄλλο

ἄφθαρτο, ἀλλὰ ἡ μιὰ φύση τοῦ ἀνθρώπου φθαρτὴ καὶ ἡ

ἄλλη ἄφθαρτη. Καὶ οὔτε ἡ ψυχὴ ὅμως προέρχεται ἀπὸ

ἄναρχη οὐσία - ἀφοῦ εἶναι τρεπτὴ! - οὔτε τὸ σῶμα᾽ γιατὶ

καὶ αὐτὸ εἶναι φθαρτὸ καὶ τρεπτό. Μιᾶς φύσης λέγεται ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα εἶναι μιᾶς φύσης, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅμοια ὁ καθένας

ἔχει ψυχὴ καὶ σῶμα, καὶ ὁ καθένας ἔχει δυὸ φύσεις.

43. Ἣ τροπὴ εἶναι μεταβολὴ ἀπὸ τὸ ἀντίθετο στὸ

ἀντίθετο, ἀπὸ τὸ μὴ ὄν στὸ εἶναι ἢ ἀπὸ τὰ ὄντα στὸ μὴ ὃν ἢ ἀπὸ ἀρετὴ σὲ κακία, πράγμα ποὺ σημαίνει ἀπὸ τὴ Ν

ἀσύγκριτον παχὺ τε καὶ ὑλικὸν εὑρίσκεται, μόνον γὰρ ὄντως ἄυλον τὸ θεῖόν ἐστι καὶ ἀσώματον». Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας ἃ

ΡΟ 94,1345Α: «Ὃ μὲν γὰρ Θεὸς φύσει καὶ παντελῶς ἀσώματος ἄγγελ ος

δὲ καὶ ψυχὴ καὶ δαίμων πρὸς μὲν Θεὸν συγκρινόμενοι τὸν μόνον ἀσύγ: κριτὸν σώματά εἶσι, πρὸς δὲ τὰ ὑλικὰ σώματα ἀσώματοι». Εἴναι ἄκρως ἐνοιαφέρουσα τούτη ἣ σχετικότητα καὶ ἣ ἀνθρωπολογία τῆς πατερικὴς Θεολι )γίας


105

φυσικὴ κατοχὴ στὴ στέρηση αὐτῆς. Ἣ ἀρετὴ εἶναι ἐκ-

πλήρωσῃ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ νόμος εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ - γιατὶ κανεὶς δὲν δίνει μιὰ ἐντολὴ ποὺ δὲν τὴ θέλει -- καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθό, ἄτρεπτο. παντοτινὰ τὸ ἴδιο. Ὥστε τὸ ἀγαθὸ εἶναι ὄν, ὅμοια καὶ ἣ ἀρετὴ - γιατὶ ἣ ἀρετὴ εἶναι ἀγαθό -, ἐνῶ ἡ κακία μὴ ὄν. ἀλλὰ τοῦ ὄντος, δηλαδὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἐθελούσια παρακοὴ καὶ ἀναίρεση, ποὺ συμβατικὰ παρυφίσταται στὴν πράξη καὶ καθὼς παύει ἡ πράξη δὲν ἔχει καμιὰ ὑπόσταση. 44. Καὶ τοῦτο ὀφείλουμε νὰ ξέρουμε, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν

τιμωρεῖ"" κανένα στὸ μέλλον, ἀλλὰ ὁ καθένας κάνει τὸν

ἑαυτό του δεκτικὸ στὴ μετοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ μετοχὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι τρυφή, ἐνῶ ἡ ἀμεθεξία του κόλαση᾽ στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει τοὺς πειρα-

σμοὺς τιμωρώντας, ἀλλὰ θέλοντας νὰ παιδαγωγήσει καὶ νὰ γιατρέψει τὴν κακία, γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίζουμε καὶ νά ἐπιστρέφουμε καὶ νὰ παίρνουμξ τὴν ἁγιότητά του. «Γιατί

ἢ παιδεία τοῦ Κυρίου ἀνοίγει τὰ ἀφτιά μου». 45. Μανιχαῖος: ᾿Αφοῦ εἶναι ἀγαθός, γιατὶ στὴν αἰωνιότητα τιμωρεῖ τὸν πονηρὸ καὶ δὲν τὸν ἐξαφανίζει; ὋΟρ-

θόδοξος: ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, ἀλλὰ καὶ δίκαιος ὡς ἀγαθὸς λοιπὸν δημιούργησε, ὅσα δημιούργησε, ἀγαθά. Ὅπως λοιπὸν ἦταν δίκαιο, ὅσοι ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτὸν ἀγαθοὶ καὶ ἦταν διατεθειμένοι στὸ μέλλον ὄχι μόνο νὰ φυλάγουντὸ

ἀγαθό, ποὺ τοὺς δόθηκε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ ἀξιοποιοῦν, νὰ δημιουργηθοῦν καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ τέλειο ἀγαθὸ καὶ τὴν αἰώνια τρυφή, ἔτσι ἦταν ἐπίσης δίκαιο, ὅσοι ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτὸν ἀγαθοὶ καὶ δὲν ἦταν διατεθειμένοι νὰ φυλάγουν τὸ ἀγαθό, ποὺ τοὺς δόθηκε, ἀλλὰ νὰ ξεστρατίζουν ἐθελούσια στὴν κακία μὲ τὴν ἀποβολὴ τῶν ἀγαθῶν, νὰ δημιουργηθοῦν καὶ νὰ στερηθοῦν τὴν ἀίδια τρυφή. καὶ ἀποφατικῆς θεολογίας

2.

Ἣσ. 5).5


Ι07

46. Περισσότερο ἀπέχουν τὰ Σεραφὶμ ἀπὸ τὸ Θεὸ παρὰ ὁ πονηρὸς ἀπὸ τὰ Σεραφίμ. Ἂν λοιπὸν δὲν γινόταν ὁ Διάβολος, καὶ ἐμφανιζόταν ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν χειρότερος ἀπ᾽ ὅλους καὶ κακὸςσὲ σχέση πρὸς ὅσους βρίσκονταν πιὸ μπροστά, πάλι θὰ λέγαμε: γιατί ὁ Θεός, ἀφοῦ προγνώριζξε ὅτι μέλλει νὰ καταντήσει κακός. τὸν δημιούργησε; Παρόμοια θὰ λέγαμε καὶ γιὰ ὁποιονδήποτε πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνον, ἕως ὅτου φτάσουμε καὶ σ᾽ αὐτὰ τὰ Σεραφίμ. Γιατί καὶ πολλὲς φορὲς νομίζουμε ἕνα πράγμα φοβερότατο καί πιστεύουμε ὅτι κανένα ἄλλο δὲν εἶναι φοβερότερο ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ μετὰ βλέπουμε ἄλλο χειρότερο. Γιατὶ ὅποιο πράγμα κι ἂν λογαριάσουμε ὡς τὸ ἔσχατο

κακό, ἀπ᾿ ὅσα εἴδαμξε, ὑπονοοῦμε πὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο ἀπ᾽ αὐτό. 47. Δημιούργησε λοιπὸν ὁ Θεὸς τὰ πάντα πολὺ καλά.

τὸ καθένα κατὰ τὴ δική του φύση, ὅπως θέλησε: γιατὶ δὲν ὑπόκειται στὸ νόμο, ἀλλά, ὁτιδήποτε θέλει, τοῦτο εἶναι ἀγαθό, καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς κρίνουμε. Γιατί δὲν εἴμαστε ἐμεῖς κριτὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ τὸνἥλιο.

δηλαδὴ ἀπὸ τὴ φωτιά, κάθε φῶς παίρνει τὸ φωτισμό. ἔτσι ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κάθε ἀγαθὸ ὁρίζεται. Κι ἂν λὲς ὅτι καλῶς ἔπραξε ὁ Θεὸς σὲ τοῦτο καὶ κακῶς σὲ τοῦτο καί, γιατί ἔκανε τοῦτο καὶ γιατὶ δὲν ἔκανε τοῦτο. σὺ γίνεσαι κριτὴς τοῦ Θεοῦ καὶ μεγαλύτερος καὶ σοφότερος ἀπ᾿

αὐτόν. Ἔχει λοιπὸν ἐξουσία ὡς Θεὸς νά κάνει αὐτὸ ποὺ θέλει, καὶ τοῦτο εἶναι ἀγαθό, καὶ ἐξουσία. ἀπὸ ὅσα κάνει. ν᾽ ἀνακαλύψει σὲ μᾶς τὶς ὅποιες αἰτίες τοὺς θέλει, καὶ ν᾿

ἀποκρύψει τὶς ὅποιες ἐπίσης θέλει. Τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δημιουργημένα λογικὰ ἀγαθὰ ἐθελούσια ἢ παρέμεινε στὸ

ἀγαθό, ὅπως δημιουργήθηκε, ἢ ἐθελούσια ἀλλοιώθηκε καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ ἔχασε. Γιατὶ ἀγαθὸ εἶναι τάξη ἄριστη ποὺ στὸ καθένα διασώζει τὸ κατὰ φύση

συστατικό του - τὸ ἴδιο πράγμα εἶναι καὶ ἡ ἀρετὴ -, ἐνῶ κακία ἣ διάλυση τῆς τύξης, δηλαδὴ ἡ ἀταξία. Ὅλα τὼ


109 ὄντα. ὅσο ὑπάρχουν, καὶ ἀγαθὰ εἶναι καὶ ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ προέρχονται, ὅσο ὅμως στεροῦνται τὸ ἀγαθό. μήτε ἀγαθὰ

εἶναι μήτε ὄντα. Γιατὶ τὰ ἄζωα, ὅσο δὲν ἔχουν ζωὴ ἀπὸ

τὸ ἀγαθό, εἶναι ἄζωα ἐπειδὴ στεροῦνται τὴ ζωή, ὅμοια

καὶ τὰ ἀναίσθητα καὶ τὰ ἄλογα, ὅσο ὅμως μετέχουν στὴ ζωὴ καὶ στὴ λογικὴ, εἶναι ἀγαθά. 48. Γνωρίζει ὁ Θεὸς τὸ κακὸ ὡς ἀγαθό, ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζει τὴν πορνεία ὡς ἔφεση καὶ φιλία καὶ ἕνωση. Καὶ σ᾽ αὐτὸν καὶ οἱ αἰτίες τῶν κακῶν γίνονται δυνάμεις ἀγαθοποιές. πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν πορνεία ἔχουν ἀναδειχθεῖ σκεύη ἐκλογῆς. 49. Ἂν εἶναι κακὸ ἡ κακία, καλὸ εἶναι ἡ κόλαση ποὺ ἐξορίζει τὸ κακό. Γιατὶ κακὸ εἶναι ἡ πορνεία, ὄχι ὁ σωφρονισμός: δὲν εἶναι ἣ κόλαση κακή, ἀλλὰ τὸ νὰ κατα-

στήσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του ἄξιο γιὰ τὴν κόλαση. εἶναι

κακό. 50. Ἂν τὸ κακὸ εἶναι ἀίδιο καὶ δημιουργεῖ καὶ μπορεῖ

καὶ ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ, ἀπὸ ποῦ βρίσκονται σὲ τοῦτο ὅλα αὐτά; Ἢ ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ ἢ στὸ ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ κακὸ ἢ καὶ στὰ δύο ἀπὸ ἄλλη αἰτία, ἐπειδὴ καὶ τὸ κακὸ παρυφί-

σταται στὸ ἀγαθὸ καὶ ἐπειδὴ τὸ ἀγαθὸ ἀγαθύνει καὶ τὰ

κακὰ καὶ τὴν ἴδια τὴ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ. ᾿Επειδὴ ἐξάλ-

λοὺυ ἡ φιλία εἶναι ἀγαθὴ κάνει καὶ τὴν πορνεία νὰ φαίνεται ἀγαθό, ἀφοῦ στὸ ἀγαθὸ διεκδικεῖ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ ὑπάρχει καὶ τὸ μὴ ὄν. Καὶ μὴ εἶναι λέγεται ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἀποφατικὴ μέθοδο τῆς ὑπεροχικῆς ἀφαί-

ρέσης ὅλων“". 51. Ὅτι ἡ ἴδια ἣ φύση τὴν ἀρχὴ τὴν προβάλλει μία, τὸ δείχνει ὁ ἴδιος ὁ ἀριθμὸς ἀρχίζοντας ὄχι ἀπὸ δύο ἀλλὰ ἀπὸ μία. Ἂν λοιπὸν ἀρχὴ τοῦ ἀριθμοῦ εἶναι ἡ μονάδα. καὶ τῶν ὄντων μιὰ εἶναι ἡ ἀρχή.

52. Ἂν τὸ κακὸ εἶναι ἐξολοκλήρου“ ἀκοινώνητο

πρὸς τὸ ἀγαθό, κι ἀφοῦ τὸ ἀγαθὸ εἶναι ὄν, τὸ κακὸ εἶναι

μὴ ὄν’ γιατὶ δυὸ ὄντα ἔχουν κοινωνία κατὰ τὸ εἶναι. Ἂν


1]

εἶναι οὐσία τὸ ἀγαθό, τὸ κακὸ εἶναι ἀνούσιο᾽ γιατὶ δυὸ οὐσίες ἔχουν κοινωνία κατὰ τὸ εἶναι οὐσίας.

53. Ἂν ἐξαρχῆς τὸ κακὸ εἶναι ἀκίνητο, ἡ κίνηση εἶναι καλὸ καὶ ἡ ἀκινησία κακό. ᾿Απὸ ποῦ λοιπὸν πῆρε τὸ κακὸ τὴν κίνηση; Ἢ ζωὴ εἶναι ἀγαθὸ καὶ κίνηση καὶ

ἦταν πάντοτε καὶ εἶναι στὸν ἀγαθό, καὶ ὁ ἀγαθὸς εἶναι

ζωντανὸς καὶ ἦταν πάντοτε. ᾽Ο θάνατος, ὅπως λέτε, εἶναι κακὸ καὶ ἀκινησία καὶ φθορὰ καὶ νέκρωση καὶ μᾶλλον ἀνυπαρξία. Θάνατος ἦταν ἣ κακία, ὅπως σεῖς λέτε. Ὅπως

λοιπὸν εἶναι ζωὴ καὶ ζωντανὸς ὁ ἀγαθός, θάνατος καὶ νέκρωση καὶ νεκρωμένο εἶναι τὸ κακό. ᾿Απὸ ποῦ λοιπὸν πῆρε ζωὴ καὶ κινήθηκε; Ἂν τὴν πῆρε ἐξεαυτοῦ, τότε ἣ ζωὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ κακό, πράγμα ἄτοπο᾽ γιατὶ ἡ φθο-

ρά δὲν ζωοποιεῖ. Ἂν πάλι ἀπὸ τὸ ἀγαθό, δὲν εἶναι ἀγαθὸ

τὸ ἀγαθό, ἂν ἔγινε αἴτιο ζωῆς καὶ κίνησης στὸ κακό. Καὶ πῶς ἂν προγνώριζε τὰ κακά, ποὺ θά προέρχονταν ἀπ᾽ αὐτὸ

τό“ ζωοποίησε;

54. Τὸ κακό, ἐπειδὴ εἶναι κακό, εἶναι ἀκοινώνητο καὶ ἀντίθετο καὶ ἐχθρικὸ πρὸς τὸ ἀγαθό, ἐνῷ ἣ ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ ἀγαθό. Πῶς λοιπὸν τὸ ἄκρως κακὸ ἐπιθύμησε τὸ ἀγαθό;

55, Ἢ κακία εἶναι ἀκίνητη καὶ φυσικὰ φθορὰ καὶ ὄχι γένεση. Πῶς λοιπὸν πρόβαλε τὰ γεννήματὰ τῆς ἣ

κακία ἄζωη καὶ ἀναίσθητη; Πῶς λοιπὸν αἰσθάνεται τὸ ἀγαθὸ καὶ τὰ γεννήματα τοῦ ἀγαθοῦ; 56. Αὐτὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀνάρχου

καὶ ἀκτίστου εἶναι ἄναρχο καὶ ἄκτιστο. Πῶς λοιπὸν λέτε

ὅτι τὰ πάντα προέρχονται ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν ἀρχῶν. ὅπως τὶς ἀντιλαμβάνεστε; Γιατί ἂν ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν ἀρχῶν, εἶναι ἀρχὲς ἄναρχες καὶ τιποτὰ ἄλλο.

Ἂν πάλι εἶναι κτίσματα, δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν οὐσία τοὺς.

57. Τὸ κακὸ εἶναι φθορὰ καὶ θάνατος. Τὸ κακὸ λοι-

πόν, ὃν σ᾽ ἄλλους εἶναι κακό, στὸν ἑαυτὸ του ὅμως ἀγαθὸ,

συγκροτεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν εἶναι ἐντελῶς κακό" Υἱατὶ


113

συγκροτεῖ τὸν ἑαυτό του. καὶ κατὰ τοῦτο δὲν εἶναι κακό. Κι ἂν εἶναι ἐντελῶς κακό, καὶ στὸν ἑαυτό του εἶναι κακὸ

καὶ τὸν ἀφανίζει καὶ εἶναι ἀνύπαρκτο. Ἂν πάλι καὶ στὴ

φθορὰ ἄλλου προξενεῖ τὴ γένεση ἄλλων, δὲν εἶναι ἢ φθο ρὰ αἴτιο τῆς γένεσης, ἀλλὰ τὸ ἀγαθὸ ἑξαιτίας τῆς ὑπε ρβολικῆς ἀγαθότητας καθὼς ἀπὸ τὴ φθορὰ ἄλλου προκαλεῖ

τὴ γένεση ἄλλου. Ἣ ὕλη εἶναι ὑποδουλωμένη στὸ ἀγα θό.

ἐπειδὴ ἔγινε ἀγαθὴ ἀπ᾿ αὐτό: ἄλλωστε τὸ ἀγαθὸ προωτί στως ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι ἔχει παραγάγει τὰ πάν τα. σὅ, Τὸ ἴδιο πράγμα δὲν εἶναι στὰ δικά του ὅρια ἀγα θὸ καὶ κακὸ μήτε τοῦ ἴδιου πράγματος εἶναι φθορὰ καὶ γέν εσηῃ, καὶ ἢ ἴδια δύναμη στὰ δικά της ὅρια δὲν εἶναι μήτε αὐτοδύναμη μήτε αὐτοφθορά. Τὸ αὐτοκακὸν λοιπὸν δὲν εἶναι μήτε ὃν μήτε ἀγαθὸ οὔτε αἴτιο πραγμάτων οὔτ ε δημιουργικὴ δύναμη ὄντων ἢ ἀγαθῶν: ὅμως τὸ ἀγα θό. σὲ ὅποια πράγματα ἐνυπάρχει ἐντελῶς, τὰ ἀναδεικνύ ει τέλεια ἀγαθά, σὲ ὅποια μερικῶς, μερικά᾽ σὲ ὅποια διό λου. οὔτε ὑπάρχουν, καὶ λέγονται ἐντελῶς κακά. 59. Ἢ πορνεία ὡς ἔφεση καὶ φιλία καὶ ἕνωση εἶναι ἀγαθό, ὡς ἔφεση ὅμως ἀνάρμοστων καὶ ἀπα γορευμένων

πράξεων εἶναι κακό: γιατὶ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι ἐντολὴ ἀλλὰ

ἀπαγορευμένο δὲν εἶναι ὄν, ἐπειδὴ δὲν ἀποτελεῖ δεο ντικὴ

ἐπιταγή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἔφεση τοῦ μὴ ὄντ ος καὶ τῆς μὴ δεοντικῆς ἐπιταγῆς εἶναι κακό.

60. Τὸ κακὸ ἔχει διπλὴ σημασία. Πρώτη ἔννοια τοῦ κακοῦ κατὰ τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν φυσικἢ κατοχὴ τῶν πραγμάτων. «Γιατὶ ὁ Θεὸς δημιούργη σε

τοὺς ἀνθρώπους εὐθεῖς, αὐτοὶ ὅμως ζήτ ησαν πολλοὺς λο-

Τισμούς»"Ὁ, Δεύτερη ἔννοια τοῦ κακοῦ κατὰ τὴν ἐμπειρία

τῶν αἰσθήσεων. ὅπως οἱ θλίψεις ποὺ γεννιοῦνται κατὰ

τοὺς πειρασμούς᾽ ἔτσι τὸ ὄνομω τὴς κακίας χρησιμοποιεῖτόι τὸ ἴδιο μὲ διαφορετικὴς σημασίες, γιατὶ σημαίνει δυὸ πράγματα: πότε τῇ στέρηση τῆς ἀρετῆς καὶ πότε τὴ στέ.ΠΠση τῆς χαρᾶς, δηλαδὴ τοῦ ἐπιθυμητοῦ πράγματος. [1


115

αὐτὸ ἡ πορνεία δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ στέρησῃη τῆς σωφροσύνης καὶ κακὴ χρήση᾽ ἐπειδὴ ἀντὶ νὰ ἀγαπήσει κανεὶς καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ δικό του σκεῦος, δηλαδὴ μὲ τὴ δική του γυναίκα, ἀγαπᾶ καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ξένη. Ἢ ἀπιστία συμβαίνει ὅταν κανείς. ἀντὶ νὰ πιστεύσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸν κατὰ φύση Θεό, πιστεύει σὲ ἀνύπαρκτο θεό. Τοῦτο λοιπὸν εἶναι κακία τὸ νὰ χρησιμοποιεῖς τὸ ὃν ὡς

μὴ ὄν, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν ἀποδίδεις στὸ καθένα τὰ δικά

του ἴδια στὸ καθένα εἶναι αὐτὰ ποὺ ὁρίζονται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἴδιο Θεοῦ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμή, ὅπως ταιριάζει στὸ

δημιουργό, ἐνῶ ἴδιο τῶν κτισμάτων τὸ μέτρο, τὸ ὁποῖο

καθόρισε στὸν καθένα ὁ χορηγὸς τοῦ εἶναι. Στὴν ἐλευθε-

ρία μας εἶναι ἢ νὰ χρησιμοποιήσουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ τὸ σκοπὸ ποὺ μᾶς τὰ ἔδωσε, ἢ μὲ τὴν ἐλευθερία μας πάλι νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε ὄχι γιὰ τὸ σκοπὸ ποὺ μᾶς τὰ ἔδωσε, ὅπως λόγου χάρη μᾶς ἔδωσε τὸ ἐπιθυμητικό, γιὰ νὰ ἐπιθυμοῦμε αὐτὸν τὸν μόνο ἁἀγαθό. Ἂν ἡ ἐπιθυμία πάρει τούτη τὴν κατεύθυνση. τοῦτο εἶναι ἀρετὴ καὶ καλό ἂν ὅμως ἀγαπήσουμε κάτι ἄλλο. καὶ ὄχι αὐτόν, τοῦτο δὲν εἶναι χρήση ἀλλὰ κατάχρησῃη. Γιὰ τοῦτο τὸ σκοπὸ μᾶς δημιούργησε, γιὰ νὰ μετέχουμε σ᾽ αὐτὸνμὲ τὴν ἐπιθυμία μας. 61. Ἦταν, λέγει, ἣ ὕλη ἄναρχη., ἀγένητη. σὲ δικά της ὅρια, κινούμενη συνεχῶς χωρὶς τάξη. μαχόμενη ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ τῆς καὶ κατατρώγοντας τὸν ἑαυτό της. ἯἮταν ἀκόμη, λέγει, καὶ ὁ Θεὸς στὰ δικά του ὅρια, ἄναρχος, ἀγένητος, ἀΐδιος, ἀσώματος, ὅλος φῶς, ἀλλὰ ἡ ὕλη.

λέγει, κινούμενη μὲ ἄτακτο καὶ ἄλογο τρόπο ἔφτασε στὰ ὅρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ θαύμασε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ σταμά-

τησε τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της, ἐνῶ μαχόμενη ἐπιτέθηκε ἐναντίον τοῦ φωτὸς μὲ σκοπὸ νὰ ἁρπάξει ἕνα μέρος τοῦ γιὰ τὸν ἑαυτό της ἄλλωστε μᾶς βεβαιώνουν πως ἢ ὕλη ἔχει σὲ κρυφὸ βασίλειο καὶ ἄρχοντες, ποὺ τοὺς λένε «κοσμοκράτορες τοῦ σκοτεινοῦ βασιλείου» καὶ


17

«πονηρὰ πνεύματα»“ἡ. ᾿Επέτρεψε, λέγει. ὁ ἀγαθὸς θεὸς ν᾽ ἁρπάξει ἣ ὕλη ἕνα μέρος του καὶ νὰ τὸ αἰχμαλωτίσει. γιὰ

νὰ τὴν ἐγκλωβίσει καὶ νὰ τὴν περιορίσει, ὥστε νὰ μὴν προχωρήσει παραπέρα στὰ δικά του ὅρια.

Ἂν ἣ ὕλη εἶναι ἄναρχη, ἀγένητη, ἀσώματη. ἀόρατη.

χωρὶς ποιόν, παρόμοια καὶ ὁ ἀγαθὸς Θεός, κι ἂν ἀπὸ τὴν οὐσία τοὺς γίνονται τὰ πάντα, πῶς εἶναι ὁρατὰ τὰ δημιουργήματά τους; Γιατὶ αὐτὸ, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀσώματη καὶ ἀόρατη οὐσία, ἐξάπαντος θὰ εἶναι ἀσώματο καὶ ἀόρατο. Καὶ προπαντός, ἂν καὶ οἱ δύο οὐσίες εἶναι ἄναρχες καὶ ἀγένητες καὶ ἀίδιες, καὶ ἀπ᾿ αὐτὲς εἴμαστε ἐμεῖς. ὄχι δημιουργημένοι ἀπ᾿ αὐτὲς ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι.

ἀλλὰ ἀπὸ τὴν οὐσία τους, τότε ἄναρχοι καὶ ἀίδιοι εἴμαστε καὶ ἐμεῖς γιατὶ τὸ γέννημα κάθε οὐσίας εἶναι ὁμοούσιο μὲ τὴν οὐσία ποὺ τὸ γέννησε᾽ ἀίδιας οὐσίας ἀίδιο γέννημα, ἀγέννητης ἀγέννητο, ἄναρχης ἄναρχο. Καί πάλι: ἂν ἔχουμε συσταθεῖ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ πονηροῦ, δὲν εἴμαστε κτίσματα ἀλλὰ τέκνα, καὶ δὲν ὑπάρχει κτίση στὸν κόσμο.

Καὶ πάλι: ἂν εἶναι ἀδύνατο ἡ οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ νὰ

μεταβληθεῖ σὲ κάτι τὸ πονηρὸ καὶ ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ σκεφτεῖ ἢ νὰ πράξει τοῦτο τὸ πονηρό, καὶ ἀδύνατο ὁ

πονηρὸς νὰ μεταβληθεῖ καὶ νὰ σκεφτεῖ ἢ νὰ πράξει κάτι

τὸ ἀγαθὸ - καὶ ἡ ψυχή μας εἶναι ἀπὸ τὸ ἀγαθό - τότε εἶναι ἀδύνατο ἣ ψυχή μας νὰ σκεφτεῖ κάτι τὸ φαῦλο καὶ

τὸ σῶμα μας νὰ πράξει κάτι τὸ ἀγαθό. ᾿Αλλὰ βλέπουμε

πολλὲς ψυχὲς νὰ σκέφτονται πονηρά, ὅπως τὶς ψυχὲς τῶν Μανιχαίων, καὶ πολλὰ σώματα νὰ πράττουν ἀγαθὰ ἔργα, ὅπως εἶναι τὰ ἔργα τῶν ἁγίων. Καὶ πάλι: ἂν καὶ ὁ πονηρὸς εἶναι σύνθετος ἀπὸ ἀσώμάτη οὐσία καὶ σῶμα καὶ ὁ ἀγαθὸς παρόμοια, κι ἀφοῦ ἣ ψυχή μὰς εἶναι ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ, ἐνὼ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ πονηροῦ, καὶ ἡ ψυχὴ μας θὰ εἶναι σύνθεέτη ἀπὸ ἀσώματη οὐσία καὶ σῶμα, καὶ τὸ σῶμα μας


119

Καὶ πάλι’ ἂν ἣ ὕλη εἶναι ἄναρχη. κι ἂν εἶναι ἀσώματη. πῶς προῆλθε ἀπὸ ἀσώματη οὐσία; Γιατὶ τὸ ἄναρχο. ἐξάπαντος εἶναι ἄτρεπτο' τὰ κατὰ φύση ἁπλὰ δὲν ἐπιδέχονται ἕνωση. Πῶς λοιπὸν ἔγινε ἡ σύμμιξη;

Καὶ πάλι’ ἂν ἡ ὕλη εἶναι σύνθετη ἀπὸ ἀσώματη οὐσία

καὶ σῶμα, ἐνῶ τὸ σῶμα ἀντίθετο πρὸς τὸ ἀσώματο, ποιὸς

ἕνωσξ τὰ ἀντίθετα; Γιατί δὲν θὰ ἔρχονταν σὲ κοινωνία τὰ

ἀντίθετα μὲ τὰ ἀντίθετα συναρμοζόμενα φιλικὰ σὲ μιὰ

κατασκευὴ καὶ σὲ μιὰ ὑπόσταση, ἂν ἡ δύναμη τοῦ δη-

μιουργοῦ δὲν τὰ εἶχε συμβιβάσει σὲ μιὰ ἑνότητα. Ἄρα ἣ ὕλη εἶναι σύνθετη καὶ ἔχει πάρει τὸ εἶναι ἀπὸ τὸ θεῖκό λόγο.

Καὶ πάλι: ἡ ὕλη εἶναι φθορὰ ἢ φθαρτή; Γιατί ἡ φθο-

ρὰ φθείρει καὶ δὲν φθείρεται, ἐνῷ τὸ φθαρτὸ φθείρεται

ἀπὸ τὴ φθορά: καὶ τὸ φθαρτό, δηλαδὴ τὸ φθειρόμενο.

εἶναι ἡ ὕλη. 62. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ φθείρει, ἢ φθορὰ ἢ φθαρτὴ οὐσία; Φθορὰ εἶναι ἡ διάλυση τῶν συνθέτων. Φθείρει αὐτὸς ποὺ προξενεῖ τὴ φθορά, ἐνῶ φθείρεται τὸ διαλυόμενο σύνθετο. Τόσο αὐτὸ ποὺ φθείρει ὅσο καὶ τὸ φθειρόμενο εἶναι οὐσίες, ἐνῶ ἡ φθορὰ συμβεβηκός, γιατί θεωρεῖται

στὴ διάλυση τῶν συνθέτων, καὶ οὔτε προὐπάρχει οὔτε

παραμένει μετὰ τὴ διάλυση.

63. Τί εἶναι λοιπὸν ἡ ὕλη, αὐτὴ ποὺ φθείρει ἢ φθορὰ ἢ φθαρτή; Κι ἂν ἀπαντῆστε ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ φθείρει.

πέστε, τί φθείρει ἂν ὄχι τὸν ἀγαθό; Γιατί τίποτα ἄλλο δὲν

λέτε παρὰ τὴν ὕλη καὶ τὸν ἀγαθό. Ἂν λοιπὸν ἧταν δύο, φθείρει ἡ ὕλη, ἐνῶ ὁ ἀγαθὸς δημιουργεῖ, ἢ ἡ ὕλη συγκροτεῖται, ἐνῷ φθείρεται καὶ χάνεται ὁ ἀγαθός. Ἂν πάλι

φθείρει τὸν ἑαυτό της, μάθετε, ὅτι κανένα φθαρτικὸ δὲν εἶναι τοῦ δαυτοῦ του ὡστόσο ἂν κάτι ἔφθειρε τὸν ἑαυτό τοι), τὸν ξόδεψε καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν ἀνυπαρξία. Πῶς ὅμως καὶ τὸ φθειρόμενο εἶναι ἄναρχο; Ἂν πάλι ἡ ὕλη

εῖναι φθαρτή, ἀπὸ ποιόν φθείρεται παρὰ ἀπὸ τὸν ἀγαθό.


[2]

κι ἔτσι ὁ ἀγαθὸς θὰ εἶναι φθορέας. Ἂν εἶναι φθορά, ἀπὸ ποιὸν ἐνεργεῖται καὶ ὑπάρχει; Γιατί. ὅπως εἴπαμε, ἡ φθορὰ

εἶναι διάλυση. Ποιός εἶναι λοιπὸν αὐτὸς ποὺ διαλύει καὶ ποιὸ τὸ διαλυόμενο; Ὅτι ὅμως δὲν μπορεῖ ἡ ὕλη νὰ εἶναι

συγχρόνως φθορὰ καὶ φθαρτὴ οὐσία, τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ ἑξῆς: ἡ φθαρτὴ οὐσία προηγεῖται καὶ παίρνει πρὶν ὑπόσταση ὡς πραγματικότητα συντεθειμένη. Ὅμως ἡ φθο-

ρὰ εἰσβάλλει μετὰ τὴ σύνθεση διαλύοντας τὰ συντεθειμένα. Πῶς λοιπὸν καὶ ὑπῆρχε ἡ οὐσία τῆς ὕλης καὶ συνάμα

εἶχε σύνδρομη καὶ συνυφασμένη τὴ φθορά; ᾿Αλλ᾽ ἴσως θὰ πεῖτε, ὅτι ὑπῆρχε κάποτε φθορά, ὄχι ἐνεργεία ἀλλὰ δυνάμει, παρόμοια καὶ τὸ φθαρτό. ᾿Αλλὰ μάθετε πὼς πράγματι ὑπάρχει στὸ εἶναι ἡ φθαρτικὴ ἢ ἣ δημιουργικὴ δύναμη, ὅμως δὲν ἦταν ἐνεργεία ἡ φθορὰ ἢ ἡ δημιουργία, γιατί δὲν μποροῦν τὰ φθειρόμενα ἢ τὰ δημιουργούμενα νὰ εἶναι συναΐδια μὲ αὐτὸν ποὺ φθείρει ἢ δημιουργεῖ. ᾿Αλλὰ σεῖς δὲν λέτε τίποτα πού νὰ ἔχει παραχθεῖ ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι, μὰ ἰσχυρίζεστε ὅτι ἡ κακία

φθείρει καὶ ἀναλώνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, ὥστε αὐτὴ

ἦταν ἀτελής, ἐπειδὴ εἶχε δυνάμει καὶ ὄχι ἐνεργεία τὴ φθαρτικὴ ἱκανότητα καὶ τὴ φθαρτότητα. Κι αὐτὸ ποὺ ἀπὸ ἀτελὲς προκόβει καὶ γίνεται τέλειο δὲν εἶναι ἄναρχο: γιατὶ ἂν τὸ ἄτρεπτο εἶναι ἄναρχο,. τὸ τρεπόμενο δὲν εἶναι ἄναρ-

χο.

Καί πάλι: τί προηγεῖται στὴν ὕλη, ἡ οὐσία της ἢ ἡἧ

φθορά; Κι ἂν προηγεῖται ἡ φθορά, εἶναι ἀδύνατο ἡ ὕλη νὰ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὴν ἰδιότητά της νὰ φθείρεται. Ἂν πάλι ἡ οὐσία της ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὴ φθορά. οὐσία βέ-

βαια καὶ ὕπαρξη εἶναι ἡ ὕλη καὶ ὄχι φθορὰ καὶ κάποτε ὑπῆρχε ἀφθαρσία μὴν ἔχοντας ἀντίθετη τὴ φθορὰ καὶ δὲν εἶναι ὄναρχη ἢ φθορά. Ἂν ὅμως ὑπῆρχε πάντοτε ἣ οὐσία τῆς ὕλης κατατρώγοντας τὸν ἑαυτό της, πῶς πρόβαλε τὰ γεννήματα; Ἂνπάλι κατὰ ἕνα μέρος κατέτρωγε τὸν ἑαυτὸ της, δὸν ἦταν ἐντελῶς φθαρτικὴ μήτε ἐντελῶς φθαρτὴ καὶ


122

μήτε τελείως κακή. Κι ἄν, ἐνῶ ἦταν φθαρτική. σταμάτησε

νὰ φθείρει τὸν ἑαυτό της, ἢ τὸ φθείρειν εἶναι κακό. καὶ ἀπὸ τὸ κακὸ μεταβλήθηκε σὲ ἀγαθό, ἢ τὸ φθείρειν εἶναι

ἀγαθό, καὶ ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ ἔγινε κακή. Ἂν πάλι ἣ ὕλη εἶναι κακία, καὶ ἔφθειρε τὸν ἑαυτό της. τότε εἶναι ἀγαθή:

γιατί αὐτὸ ποὺ φθείρει τὸ κακὸ εἶναι ἀγαθό.

Καὶ πάλι ἀπαντῆστε: ἡἣ ὕλη φῶς ἦταν ἢ σκοτάδι; Κι ἂν ἦταν φῶς, ἦταν ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ: καὶ ἰδοὺ μία ἀρχὴ καὶ ὄχι δύο. Ἂν ὅμως ἦταν σκοτάδι, πῶς τὸ

σκοτάδι θεωρεῖ; Γιατί ἂν θεωρεῖ, ἔχει φῶς. Κι ἂν δὲν ἔχει

φῶς, εἶναι τυφλό, καὶ τότε πῶς εἶδε τὸ φῶς; Καὶ πῶς

ὑπάρχει σκοτάδι σὲ φωτεινὸ μέρος καὶ δὲν διαλύεται; Ἢ

«ποιὰ κοινωνία τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι;» ἢ.

Καὶ πάλι: ἡ ὕλη ζοῦσε ἢ ὄχι; Κι ἂν δὲν ζοῦσε. πῶς κινήθηκε; Γιατὶ καθετὶ ποὺ δὲν ἔχει ζωὴ εἶναι ἀκίνητο. Ἂν πάλι ζοῦσε, ἢ ἐξεαυτῆς ἔχει τὴ ζωὴ ἢ ἀπὸ ἄλλη

αἰτία. Κι ἂν τὴν ἔχει ἐξεαυτῆς, ζωὴ ἦταν καὶ ὄχι θάνατος.

Ἂν πάλι ἀπὸ ἄλλη αἰτία εἶχε τὴ ζωή, ἢ ἀπὸ τὸν ἀγαθό. ἀναρωτιέται κανεὶς πῶς εἶναι ἀγαθός, ἀφοῦ ζωοποίησε τὴν κακία; Κι ἂν ἀκόμη ἔχει τὴ ζωὴ ἀπὸ ἄλλον. δὲν θὰ εἶναι

δύο ἀρχὲς ἀλλὰ τρεῖς. Καὶ πάλι: ἡ ὕλη ἀφεαυτῆς ἦταν ἄναρχη ἢ ἔγινε ἀπὸ

ἄλλον. Κι ἂν ἔγινε ἀπὸ ἄλλον, δὲν εἶναι ἄναρχη. Ἂν

πάλι ἦταν ἄναρχη, πάντοτε εἶχε τὸ εἶναι καὶ ποτὲ δὲν εἶχε τὸ μὴ εἶναι. Πῶς ὅμως τὴ λέτε φθορὰ καὶ θάνατο: Γιατὶ ἣ φθορὰ προξενεῖ τὸ μὴ εἶναι, ἐνῶ ἡ ὕλη δὲν εἶχε ποτὲ τὸ μὴ εἶναι᾽ ὑπῆρχε πάντοτε. ὅπως λέτε. Πῶς λοιπόν, αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει. μπορεῖ νὰ τὸ δώσει; Καὶ πάλι: ἡ γένεση καὶ ἣ φθορὰ εἶναι ἀντίθετα. 1 τατὶ ἢ γένεση εἶναι παραγωγὴ ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι, ἐνῶ ἣ φθορὰ διάλυση ἀπὸ τὸ ὃν στὸ μὴ εἶναι. Ἂν λοιπὸν ἣ ὕλη

είναι φθορά, ὅπως ἰσχυρίζεστε, πῶς κάνει καρποὺς καὶ γεννάει;

Καὶ πάλι: ἣ φθορὰ ἡ ὁλοκληρωτικὴ φθείρει καὶ τὸν


125

ἑαυτό της ἂν ὅμως συγκροτεῖ τὸν ἑαυτό της, δὲν εἶναι ὁλοκληρωτικὴ φθορά. Ἂν πάλι φθείρει καὶ τὸν ξαυτό

της, δὲν ὑπάρχει.

64. ᾿Αγαθὸ λέγεται ἀπὸ τὸ ἄγαν θεῖν, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ

ὅτι ὅλα ὁρμοῦν μὲ σφοδρὴ ἐπιθυμία πρὸς αὐτὸ ποὺ ἀπὸ

τὴ φύση του εἶναι ἀγαπητὸ καὶ ἐπιθυμητό, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴ φύση τοὺς ὅλα τὰ ὄντα ἐπιθυμοῦν. Κακὸ εἶναι ἡ παρὰ

φύση ἔφεση. δηλαδὴ ὅταν ἐπιθυμοῦμε κάποιο ἄλλο παρὰ

τὸ κατὰ φύση ἐπιθυμητό. «Ὅλων λοιπὸν καὶ τῶν καλῶν καὶ τῶν κακῶν ἀρχὴ καὶ τέλος εἶναι τὸ ἀγαθό᾽ γιατὶ ἐξαιτίας τοῦ ἀγαθοῦ ὑπάρχουν τὰ πάντα, καὶ ὅσα ἀγαθὰ καὶ

ὅσα ἀντίθετα᾽ ἀφοῦ καὶ τὰ κακὰ πράττουμε ποθώντας τὸ ἀγαθό. Γιατί κανεὶς δὲν πράττει, ὅσα πράττει. ἀποβλέποντας στὸ κακό. Γι᾿ αὐτὸ μήτε ὑπόσταση ἔχει τὸ κακὸ ἀλλὰ

παρυπόστασῃ, μιὰ καὶ συντελεῖται ἐξαιτίας τοῦ ἀγαθοῦ

καὶ ὄχι αὐτοῦ τοῦ ἴδιου»᾽". Επομένως καθετί ποὺ γίνεται ἢ ὡς ἁγαθὸ γίνεται ἢ ὡς νομιζόμενο ἀγαθό.

65. Πλανιέται προφήτης ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ὅταν ὁ Θεὸς

ἐπιτρέπει νὰ πλανηθεῖ ὁ προφήτης σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἢ ὅταν ὁ προφήτης προλέγει καὶ ὁ Θεὸς ἄλλα πράττει, παρὰ ὅσα ὁ προφήτης προεῖπε: καὶ τότε λέγεται ὅτι ἔχει πλανηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, δηλαδή ὅτι ἔχει ἀποδειχθεῖ

πλάνος.

66. Πέστε μας λοιπόν, Μανιχαῖοι: ἣ ὕλη. ποὺ τὴ λέτε κακία καὶ σκοτάδι καὶ φθορὰ καὶ θάνατο, ἄναρχη καὶ ἀίδια, ἦταν οὐσία ἢ συμβεβηκός; Καὶ ἂν ἦταν οὐσία, ἢ σῶμα ἦταν, ὅπως γῆ, νερό, ἀέρας. φωτιά. ἢ ἀσώματο. ὅπως Θεός, ἄγγελος, ψυχή, ἢ σύνθετη ἀπὸ σῶμα καὶ ἀσώμάτη οὐσία. Καὶ ἂν ἦταν σῶμα, ἀκίνητη ἧταν' γιατί κάθε σῶμα εἶναι ἄψυχο καὶ ἀκίνητο. Καὶ πῶς χωρὶς νὰ κινεῖται ἔφτασε στὰ ὅρια τοῦ φωτός; Ἢ πῶς ἀπέκτησε κίνηση; Ἢ ἀγαθὸς καὶ ὄχι ἀγαθὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε κίνηση

στήν κακία ἢ ἄλλος, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν ἀγαθό,.

ἔδωσε στὴν ὕλη τὴν κίνηση. καὶ ἔτσι θὰ ὑπάρχουν τρεῖς


127 ἀρχὲς καὶ ὄχι δύο. Ἂνπάλι λέτε, ὅτι ἢ ὕλη ἦταν ἀσώμα-

τη, ἀπὸ ποῦ πῆρε σῶμα; Γιατὶ ἣ ἀσώματη καὶ ἄναρχη οὐσία δὲν μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ σῶμα. ᾿Απὸ ποῦ λοιπὸν προῆλθε τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν σωμάτων; Ἂν πεῖτε τὴν ὕλη σύνθετη ἀπὸ ἀσώματη οὐσία καὶ σῶμα.

μάθετε, ὅτι εἶναι ἀδύνατο κάτι νὰ γίνει σύνθετο παρὰ μόνο

ἀπὸ τὰ ἁπλά, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνουν δύο παρὰ ἀπὸ μιά καὶ μιὰ μονάδα καὶ ἀδύνατον νὰ γίνει ἄνθρῶπος παρὰ ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα καὶ ἀδύνατο νὰ γίνει σῶμα παρὰ ἀπὸ τὰ ἁπλὰ στοιχεῖα, τὴ γῆ καὶ τὸ νερὸ καὶ τὸν ἀέρα καὶ τὴ φωτιά. Πρέπει λοιπὸν πρωτίστως νὰ ὑ-

πάρχουν τὰ ἁπλὰ καὶ τότε νὰ γίνει ἀπὸ τὰ ἁπλὰ τὸ σύνθε-

το. Θὰ εἶναι λοιπὸν ὄχι δυὸ ἀρχὲς ἀλλὰ τρεῖς. Ἔτσι εἶναι

ἀδύνατο ἡ ὕλη νὰ εἶναι ἄναρχη. Καὶ ἂν εἶναι σύνθετη

ἀπὸ ἀσώματη οὐσία καὶ σῶμα, γιατὶ δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀσώματή του φύση καὶ ἀπό τὸ σῶμα: 67. «Ἄκουε, οὐρανέ, καὶ στῆσε τὸ ἀφτί σου. γῆ». «Πρόσεχε, οὐρανέ, γιατὶ θὰ μιλήσω, κι ἂς ἀκούσει ἡ γῆ “5 5»

τὰ λόγια τοῦ στόματός μου». Θὰ πῷ καὶ ἐγὼ λόγια ὄχι

τῆς καρὸιᾶς μου, ἀλλὰ τῶν σκοτισμένων καὶ μολυσμένων Μανιχαίων. ᾿Ακοῦστε, λαοὶ, φυλὲς, ξένοι, ἀκοῦστε. Σήμερα ἂς γίνουν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἕνα θέατρο. ᾿Ακοῦστε

τί λένε οἱ καταραμένοι Μανιχαῖοι, οἱ σκοτισμένοι στὸ φῶς, τὸ στόμα τοῦ Διαβόλου. Λένε ὅτι ἡ ὕλη πολέμησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέ-

σπᾶασξ ἕνα μέρος ἀπ᾿ αὐτόν. Λένε τὸ Θεὸ περιγραπτό. ποὺ πολεμάει καὶ πολεμιέται καὶ λυπᾶται καὶ κομματιάζεται. ΠΟολεμιέται ὁ Θεός; Κόβεται ὁ Θεός; ᾿Αλίμονο, ἀλίμονο,

δὲν τοὺς σκοτώνουμε αὐτούς; δὲν τοὺς παραδίνουμε στὴ

φωτιά; Θὰ τοὺς δεχτοῦμε σὲ κοινωνία; “Ὅποιος κοινωνεῖ μαζί τοὺς εἶναι ὅμοιος μὲ αὐτοὺς καὶ ἀνήκει στὴ μερίδα

τοὺς καὶ τώρα καὶ στὴν αἰωνιότητα. ᾿Αδελφοί, ὁ τρόπος 4

Δει)τ.

2}


129

τῆς ζωῆς μὰς εἶναι κοινωνία' νὰ πεθάνουμε καὶ νὰ μὴ δεχτοῦμξε σὲ κοινωνία τοὺς Μανιχαίους. Νὰ πεθάνουμε,

γιὰ νὰ ζήσουμε᾽ ὅποιος τοὺς δέχεται σὲ κοινωνία εἶναι Μανιχαῖος, ὅμοιος μὲ αὐτοὺς. Εἶναι προτιμότερο νὰ ἰουδαΐσεις καὶ νὰ πεθάνεις ᾿Ιουδαῖος παρὰ νὰ κοινωνήσεις

μὲ τοὺς Μανιχαίους. Ὦ, τί ἀκούει κανεὶς ἀπὸ τοὺς Μανιχαίους. ᾿Ακοῦστε λοιπὸν πρὸς Θεοῦ, ὦ ἄνδρες, ἀκοῦστε, τί λέει ὁ θεοκατάρατος Μάνης. Δὲν εἶναι, λέει, ὁ κόσμος

τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τοῦ Διαβόλου. Θέλουν νὰ μᾶς ἀποξενώσοὺυν ἀπὸ τὸ Θεό μας". Καὶ λυπήθηκε, λέγει, ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἀποκόπηκε ἕνα μέρος ἀπ᾿ αὐτόν, καὶ πόνεσε. Ἂν ὅμως ἀποκόπηκς ἕνα μέρος ἀπ᾽ αὐτόν, εἶναι φθαρτός᾽ γιατὶ καθετί ποὺ κομματιάζεται εἶναι φθαρτό. Λεηλάτησε καὶ ἅρπαξε, λέγει, ἢ κακία ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς στέλνει στρατιὲς καὶ ἀφαιρεῖ καὶ ἁρπάζει τὸ μέρος ποὺ ἀφαιρέθηκε ἀπ᾿ αὐτόν. Ληστὲς Θεοῦ παρουσιάζεις, θεοκατάρατε:

᾿Αλλὰ καὶ μηχανές, λέγει, κατασκεύασε ὁ Θεός, δώδεκα μεγάλα ἀγγεῖα καὶ τὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι. γιὰ νὰ πάρει πίσω αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀνῆκε. Κι ἔπειτα τί, γιὰ νὰ κάνει τί τελικά, γιὰ νὰ στείλει φωτιὰ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ νὰ κάψει τὸν κόσμο καὶ νὰ καταφάει τὰ πάντα καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ὕλη κάτω στὸν τόπο της καὶ τὶς ψυχὲς ποὺ δὲν

δέχτηκαν τὸ Μάνη; ᾿Ακοῦστε ὅμως, τί λέει ὁ ἀντίδικος τοῦ Θεοῦ, πόση δύναμη δίνει στὴν ὕλη᾽ κατατροπώνει τὴ

δύναμη τοῦ ὕψιστου Θεοῦ. Πρῶτα λέει πὼς λεηλατήθηκε

καὶ ληστεύθηκε. Ὦ τί ἀδυναμία! Τὸ Θεό μου λὲς ἀδύνατο:

᾿Αλλά, λέει, μὲ τὴ θέλησή του ἐπέτρεψε ὅλα αὐτά. Πῶς

λοιπὸν λυπήθηκε, ἀφοῦ δὲν ἐκβιάστηκε: Κανεὶς δὲν προδίδει τὰ δικά του ἐθελούσια καὶ ἔπειτα λυπᾶται. Ἂν πάλι λυπήθηκε. γιατί, μὴ μπορώντας νὰ κινήσει τὴν ὕλη ἀλ[0 νοητό, καὶ πάντα τὰ συγκεκριμένα, χάνει καὶ τὴ «σωστὴ» χρήσῃ ναι

πομένο)ςς καὶ τὸν ἴδιο τὸ Θεό.


[3]

λιώτικα καὶ γιὰ νὰ μὴν κατακτηθεῖ ὁ χῶρος του, ἔκανε

ὅλα αὐτά, τότε πῶς δὲν εἶναι ἀδύναμος; "Ἔπειτα λυπᾶται, καὶ κολάζεται τὸ μέρος ποὺ ἀποσπάσθηκε ἀπ᾽ αὐτόν. καὶ

ἐπινοεῖ τεχνάσματα καὶ κατασκευάζει μηχανές, γιὰ νὰ πάρει πίσω τὸ δικό τοὺ μέρος, καὶ δὲν τὸ παίρνει ὅλο: γιατὶ οἱ ψυχές, ποὺ δὲν ἀκολούθησαν τὸ Μάνη, κολάζονται αἰώνια: καὶ τελευταῖα ἣ ὕλη ξανὰ στὸ δικό της χῶρο στασιάζει ἐναντίον τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὸν ταλαιπωρεῖ, ἐνῶ αὐτὴ διόλου δὲν ταλαιπωρεῖται, ἀλλὰ τελικὰ παλινδρομεῖ στὰ ὅριά της μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Μάνη. Ὅμως πιθανὸν καὶ πάλι θὰ ἐπαναστατήσει. 6δὃ. Πέστε μας, Μανιχαῖοι: ἡ ὕλη, πρὶν ὅταν ἡσύχαζε. ἦταν καλὴ ἢ κακή; Κι ἂν ἦταν κακή, ὕστερα ὅταν στασία-

σε ἔγινε καλή. Ἂν ὅμως πρῶτα ἦταν καλή, μετὰ ἔγινε κακή. Ἔπειτα ὅταν στασίασε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ

κινήθηκε χωρὶς τάξη καὶ ἔφτασε τὰ ὅρια τοῦ φωτός, ἂν εἰὸς τὸ ἄυλο φῶς, πῶς εἶναι τυφλή; Πῶς καὶ ὕλη μπορεῖ

νὰ δεῖ τὸ ἄυλο φώς; Ἂν διανοήθηκε, πῶς εἶναι χωρὶς λόγο καὶ νοῦ; Ἂν ἔνιωσε ἔρωτα, ὅπως δέχεστε, πῶς εἶναι ἄψυχη; Πῶς εἶναι κακή; Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶ τὸ ἀγαθὸ δὲν εἶναι κακό. Πῶς εἶναι ἄμυαλη καὶ ἄσοφη αὐτὴ ποὺ

βγῆκε ἀπὸ τὰ ὅριά της, ὄχι σὰν ἄλογο ζῶο μὰ σὰν ἄριστος στρατηγὸς καὶ μὲ μελετημένα σχέδια, καὶ πῆρε τὸ πολύτιμο λάφυρο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ γύρισε στὰ μέρη της: Πῶς τὴν ἀποκαλεῖτε φαύλη αὐτὴ ποὺ δέχτηκε τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ ἐνστερνίστηκε; Γιατὶ αὐτὰ ποὺ ἐπιδέχονται τὸ ἀγαθὸ οὔτε ἀντίθετα οὔτε ἐχθρικὰ εἶναι. Καὶ πάλι: ἂν ἡ ὕλη ἅρπαξε μέρος ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι

ξνεργητικὴ καὶ δημιουργική, ἐνῶ ἣ φύση τοῦ ἀγαθοῦ πα-

θητὴ καὶ ρευστή. Κι ἂν ἐκείνη ἐπιθύμησε τὸ ἀγαθό, ἐνὼ

ὁ ἀγαθὸς ἔδωσε στὸ κακὸ μέρος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὰ δύο ἀλλοιώθηκαν᾽ γιατί καὶ τὸ κακὸ ἐπιθύμησε τὸ ἀγα-

θὸ καὶ ἔγινε ἀγαθό, καὶ τὸ ἀγαθὸ δέχτηκε νὰ σμίξει μὲ τὸ


κακὸ καὶ ἔγινε κακό.

Καὶ πάλι: βλάφτηκε τὸ ἀγαθὸ ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὸ σμίξιμο ἢ ἔβλαψε, ἢ ὠφέλησε ἢ ὠφελήθηκε; Ἂν ὠφελήθηκε. ἐνεργητικὸ καὶ ἀγαθὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ὠφέλησε, καὶ αὐτὸ ποὺ ὠφελήθηκε κατώτερο καὶ παθητό. Ἂν βλάφτηκε, πάλι κι ἔτσι εἶναι παθητὸ αὐτὸ ποὺ βλάφτηκε καὶ κυρίαρχο αὐτὸ ποὺ ἔβλαψε. Ἂν ἔβλαψε, τότε εἶναι κακό.

Ἂν πάλι ὠφέλησε, εἶναι φθονερὸς ὁ ἀγαθός, ἐπειδὴ λυπήθηκε καὶ μνησίκακος, ἐπειδὴ παρέδωσε τὴν ὕλη στὴ

φωτιά, καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ τῆς μνησικακίας, καὶ ἕνα

μέρος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του μαζὶ μὲ τὴν ὕλη. Κι ἂν μήτε ἔβλαψε μήτε βλάφτηκε μήτε ὠφέλησε μήτε ὠφελήθηκε.

πρῶτο εἶναι ἀνενέργητο᾽ γιατὶ τὸ ἀγαθό, ὅπου ἂν πάει.

ὠφελεῖ, μιὰ καὶ ἔχει ἀγαθὴ ἐνέργεια δεύτερο εἶναι ἄδικο. γιατὶ χωρὶς νὰ ὠφεληθεῖ μήτε νὰ βλαφτεῖ, τιμώρησε τὴν ὕλη χωρὶς νὰ ἀδικήσει σὲ τίποτα. Ἂν πάλι ὁ Θεὸς ὀργίζεται γιατὶ ἡ ὕλη τὸν ἀγάπησε καὶ ἔγινε μέτοχος σ᾽ αὐτόν. ὅπως ἰσχυρίζεστε, κανεὶς δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀγαπάει. ἜἌν, ὅπως λέτε, ὁ Θεὸς καταλαβαίνοντας ὅτι ἣ ὕλη ὁρμᾶ ἐναντίον του, παραχώρησε μέ τή θέλησή του νά ἁρπάξει ἕνα μέρος του, ὥστε ἐγκλωβίζοντας τήν κίνησή τῆς νὰ τὴν τιμωρήσει ρίχνοντάς την στὴ φωτιὰ τῆς κόλασης καὶ λιώνοντάς την, πεῖτε μας, πρῶτο, γιὰ ποιό λόγο δὲν τὴν ἔλιωσε ἀμέσως καὶ τὴν παρέδωσε στὴ φωτιὰ τῆς

κόλασης; Ἔπειτα ἂν δὲν μποροῦσε νὰ δράσει ἀλλιῶς παρὰ

μ᾽ ἕνα τέτοιο τρόπο, γιατί ψέγει ἐμᾶς ποὺ δὲν ἁἀντιστεκό-

μαστε στὸν πονηρό, ἐφόσον αὐτὸς ὁ ἴδιος πρόδωσε τὶς

ψυχές μας ἐξαιτίας ἀδυναμίας; Ἔπειτα λέγοντας φωτιὰ τῆς κόλασης ἢ τὴν ἐννοεῖτε ὁμοούσια μὲ τὸ ἀγαθὸ ἢ ὁμοούσια μὲ τὸ πονηρὸ ἢ σὰν μιὰ ἄλλη οὐσία, καὶ τότε δὲν ὑπάρχουν δυὸ ἀρχὲς ἀλλὰ τρεῖς. Ἂν εἶναι ὁμοούσια μὲ τὸ ἀγαθό, πῶς τιμωρεῖς γιατὶ

ἡ κόλυση δὲν εἶναι ἀγαθή. Ἂν εἶναι ὁμοούσια μὲ τὸ

πονηρό. δὲν τιμωρεῖ τὸ πονηρό" γιατί κανένα δὲν τιμωρεῖ


135 τὸν ἑαυτό του.Αν εἶναι κάποιο ἄλλο σ᾽ αὐτὰ τὰ δύο. τρεῖς ἀρχὲς ὑπάρχουν καὶ ὄχι δύο, ἢ ἣ κόλαση ἔγινε ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὴ “ἵνιι. Κι ἂν ἔγινε αὐτό, γιατί δὲν λέμε. τραβώντας τὴν εὐθεία πορεία, ὅτι τὰ πάντα ἔχουν παρα-

χθεῖ ἀπὸ τὸ τὴ ὃν στὸ εἶναι;

Τὸ ἄναρ)ο εἶναι ἄτρεπτο᾽ γιατί τροπὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ πρὶν δὲν ὑπάρχει κι ὕστερα πραγματώνεται. Τὰ πράγματα. ποὺ τὸ εἶναι τοὺς προέρχεται ἀπὸ τροπή, εἶναι κατὰ φύση τρεπτά᾽ τὰ πράγματα, ποὺ τὸ εἶναι τοὺς δὲν ἄρχισε ἀπὸ τροπὴ ἀλλὰ εἶναι ἄναρχο, κατὰ φύση εἶναι ἄτρεπτα. Πῶς λοιπὸν γίναμε ἀπὸ ἄναρχες οὐσίες; ᾿Εκτὸς ἂν κι αὐτὲς εἶναι τῆς ἴδιας φύσης, ὅπως ἐμεῖς, δηλαδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι. Κι ἂν εἶναι τέτοιες φύσεις, πῶς δὲν ἁλλοιώθηκαν; ᾿Αλλὰ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ τὶς ἄναρχες οὐσίες. ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μὴ ὄν. Ἂν ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχη ἀρχὴ καὶ ἀίδια καὶ ἣ κακία ἔχει ἐξεαυτῆς τὸ εἶναι καὶ ὅσα ἄλλα ἔχει, δηλαδὴ τὴν τυραννία καὶ τὴν ἰσχὺ καὶ τὴ μοχθηρία, ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχει ἄτρεπτα. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς ποὺ τὴ φοβήθηκε τόσο πολύ. ὥστε νὰ παραχωρήσει ἕνα μέρος του νὰ αἰχμαλωτιστεῖ ἀπ᾽ αὐτήν, τελικὰ θὰ μπορέσει νὰ κυριαρχήσει πάνω της: 69. Μανιχαῖος: Γιατί ὁ Θεός, ἐνῶ προγνώριζε ὅτι ὃ

Διάβολος θὰ ἄλλαζε ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ κακὸ καὶ ὅτι θὰ

ἔχανε τὸ ἀγαθὸ καὶ θὰ ἦταν σὲ ἀνυπαρξία τοῦ ἀγαθοῦ. σ᾽ αὐτὸ ποὺ εἶναι κακό, τὸν δημιούργησε; ᾿Ορθόδοξος: Ἂν τὸν προγνώριζε, ἐξάπαντος τὸν προγνώριζε στὴ μελλοντική του κατάσταση᾽ γιατὶ ἣ πρόγνωση ποὺ δὲν ἀναφέρεται στὸ μέλλον δὲν εἶναι πρόγνωση, ἀλλὰ ἀγνωσία καὶ πλάνῃ.

Μανιχαῖος: ᾿Ἐπειδὴ τὸν ἤθελε τὸν δημιούργησε ὁ Θεὸς;

Ορθόδοξος: Ναί, ἐπειδὴ τὸν ἤθελε. Μανιχαῖος: Ναὶ γιατι θέλησε νὰ τὸν δημιουργήσει, αὐτὸν ποὺ θὰ γινόταν κακὸς,

ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι ἀγαθός; ᾿Ορθόδοξος: Τὸν δημιουργησὲ

καλό: αὐτὸς ἐθελούσια ἄλλαξε κι ἔχασε τὸ ἀγαθὼὸ. Μανιχαῖος: Ττὰατί ἔχασε τὸ ἀγαθό; ᾿Ορθόδος ος: Ἐπειδὴ ὃη-


137 μιουργήθηκε αὐτεξούσιος. Μανιχαῖος: καὶ γιατί τὸν δη-

μιούργησε αὐτεξούσιο καὶ τρεπτό; ᾿Ορθόδοξος: Κάθε κτί-

σμα κατὰ φύση εἶναι τρεπτό: τὰ πράγματα, ποὺ ἢ γένεσή τοὺς ἄρχισε ἀπὸ τροπή, αὐτὰ εἶναι ἀνάγκη κατὰ φύση νὰ εἶναι τρεπτά. Πράγματι δὲν εἶναι τροπὴ ἢ παραγωγὴ ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι; Μόνο λοιπὸν κατὰ φύση ἄτρεπτο εἶναι τὸ θεῖο ὡς ἄκτιστο καὶ παντοτινὸ ὄν. “Ὅμως τὰ κτίσματα, ὅσα λογικά, εἶναι ἐθελότρεπτα, τρεπόμενα μὲ τὸ θέλημα. ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα κατὰ τὸ σῶμα. Τὸν ἔκανε αὐτεξούσιο, γιατὶ δὲν ἔγινε ἀπὸ ἀνάγκη, κάθε λογικὸ ὃν εἶναι αὐτεξούσιο. Γιατί τί νὰ τὸ κάνει τὸ λογικό, ἂν δὲν εἶναι αὐτεξούσιος; Ἢ πῶς θὰ ἐπιτελέσει τὴν ἀρετὴ ἢ θὰ γίνει ἀγαθός, ἂν δὲν εἶναι αὐτεξούσιος: Γιατί αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ βία ἢ ἀπὸ ἀνάγκη τῆς φύσης δὲν εἶναι ἀρετή ἑπομένως οὔτε ἀρετὴ ἔχουν τὰ ἄλογα ὄντα. Ἐπίσης τὸ νὰ καταστρέφει κανεὶς τὴν ἀρετὴ τῶν ἀγαθῶν ἐξαιτίας κάποιας ραθυμίας, δὲν εἶναι πράξη ὁδικαίοὐ. Μανιχαῖος: Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει μονάχα ὅσους θὰ γίνονταν ἐνάρετοι, γιὰ νὰ ὑπάρχει μόνο τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ πολιτεύεται μόνη ἣ ἀρετή. ᾿Ορθόδοξος: Τέλειο ἀγαθὸ εἶναι μόνος ὁ Θεός, ἐνῶ σὲ σύγκριση μὲ αὐτὸν τὰ πάντα εἶναι ἀτελή, καὶ κατὰ τοῦτο εἶναι ὄντα

καὶ λέγονται ἀγαθά, ὅσο μετέχουν σ᾽ αὐτόν. καὶ κατὰ τὴ σύγκριση μεταξύ τους. Γιατί ὅποιο μετέχει περισσότερο στὸ ἀγαθό, περισσότερο ἀγαθὸ εἶναι καὶ λέγεται" καὶ ὃποιο λιγότερο μετέχει. λιγότερο εἶναι καὶ λέγεται καὶ

ὅποιο διόλου δὲν μετέχει. διόλου δὲν εἶναι ἀγαθὸ. Τὸ διόλου ἀγαθό, εἶναι τὸ ἐντελῶς κακό. Κι αὐτὸ μόνο τὸ εἶναι ἀγαθὸ εἶναι᾽ γιατὶ τὸ εἶναι προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεό, ὥστε ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Διάβολος, κατὰ τοῦτο τὸ εἰναι, εἶναι ἀγαθός. 70. Μωυνιχαῖος: Γιατί λέγει ὁ Κύριος «Θά ταν καλὰ

σ᾽ ἐκεῖνο τὸν ἄνθρωπο, ἂν δὲν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἀνθρῶπος ὑκεῖνος;» ὅς, ᾿Ορθόδοξος; Ἐπειδὴ στὴ φύση τοῦ ἀγαθοῦ


139

εἶναι νὰ δίνει τὰ ἀγαθά, ἐνῷ αὐτοῦ ποὺ τά παίρνει εἶναι

ντροπὴ καὶ ἀτίμωση νὰ μὴ φυλάγει αὐτὰ ποὺ πῆρε, ὄχι ἐξαιτίας αὐτοῦ, ποὺ τὰ δίνει, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ ἑαυτοῦ

του καὶ τῆς ραθυμίας του. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ μὴ δίνει τὰ ἀγαθά, ἀφοῦ εἶναι ἀγαθός, δηλαδὴ δὲν θέλει (νὰ

μὴν τὰ δώσει)" καὶ ὅποιος δὲν θέλει νὰ πάρει τὰ ἀγαθά. εἶναι ὁ ἴδιος ἔνοχος γιὰ τὸν ἑαυτό του, θεωρώντας γιὰ

τὸν ἴδιο προτιμότερο νὰ μὴ τὰ πάρει παρὰ νὰ τὰ πάρει.

Δὲν εἶναι λοιπὸν δίκαιο οὔτε καλό, ἐπειδὴ δὲν θέλει αὐτὸς νὰ πάρει τὰ ἀγαθά, νὰ ἐμποδιστεῖ ὁ ἀγαθὸς νὰ εὐεργετήσει καὶ νὰ χορηγήσει τὰ ἀγαθά. Γιατί ἔτσι ἡ κακία θὰ νικοῦ-

σε τὸ ἀγαθό, ἂν ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγαθότητα δημιουργεῖ ἀπὸ

τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι, καὶ τὸ ἐπικείμενο κακὸ προερχόμενο

ἐθελούσια ἀπὸ μετατροπὴ τοῦ ἀγαθοῦ ἐμπόδιζε τὴν ἀγαθὴ

δημιουργία τοῦ ἀγαθοῦ. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπε ὁ Κύριος ἦταν συμφέρον, ἂν δὲν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ἀλλὰ «ἦταν συμφέρον στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο». Εἶναι καλὸ καὶ κατὰ φύση καὶ κατὰ τὸ δίκαιο ὁ ἀγαθὸς νὰ εὐεργετεῖ καὶ

νὰ δίνει τὰ ἀγαθά, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ τὰ πῆρε καὶ δὲν τὰ

φύλαξε ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἐπονείδιστη τὴν ἀποδοχής: γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν θέλει τὸ ἀγαθό, καὶ τὸ ἀγαθὸ ποὺ ἔχει δὲν τὸ θέλει μήτε μένει ἱκαοποιημένος. Τὸ εἶναι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλευθερία μας, ἀλλὰ ἀπὸ μόνο τὸ Θεό, ἐνῷ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἀγαθὸς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Θεὸ

καὶ ἀπὸ μᾶς. Ὃ Θεὸς λοιπόν, πράγμα ποὺ εἶναι ἔργο του.

παρέχει τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι, ἐνῶ ἐμεῖς, πράγμα ποὺ

εἶναι ἔργο τῆς ἐλευθερίας μας, δηλαδὴ τὸ νά φυλάξουμε

τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δόθηκαν, πράττουμε τοῦτο ἢ δὲν τὸ

πράττουμε. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἔργο μόνον τοῦ Θεοῦ, εἴτε θέλουμε εἴτε δὲν θέλουμε ἐμεῖς, τὸ χορηγεῖ ὁ ἴδιος ὡς ἀγαθός, ὥστε νὰ ὑπάρχει σὲ μᾶς ἔστω καὶ κατ᾽ ἐλάχιστο τὸ γαθό. 71], Ὃ Θεὸς καὶ στὸ Διάβολο διαρκῶς χορηγεῖ τὰ

ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν θέλει νὰ τὰ πάρει.

Καὶ στὴν


14]

αἰωνιότητα ὁ Θεὸς παρέχει σ᾽ ὅλους τὰ ἀγαθά: γιατί εἶναι

πηγὴ τῶν ἀγαθῶν ἀναβλύζοντας σ᾽ ὅλους τὴν ἀγαθότητα,

ἐνῶ ὁ καθένας καταπῶς ἔκανε δεκτικὸ τὸν ἑαυτό του. με-

τέχει στὸ ἀγαθό. ᾿Εδῶ λοιπὸν ἔχοντας τὴν ὄρεξη γιὰ ἄλλα καὶ πετυχαίνοντας αὐτά, νιώθουμε κάποια ἡδονή, ἐκεῖ ὅ-

μως, ὅταν «ὁ Θεὸς θὰ βασιλεύει ὁλοκληρωτικὰ σ᾽ ὅλα»"", καθὼς δὲν ὑπάρχει μήτε βρώση μήτε πόση μήτε σαρκικὴ

ἡδονὴ μήτε ἀδικία, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν τὶς συνηθισμέ-

νες ἡδονὲς ὑποφέρουν ἀθεράπευτα, χωρὶς ὁ Θεὸς νὰ ἔχει κάνει κόλαση, ἀλλα ἐμεῖς ἐπειδὴ στρώσαμε τὴν κόλαση γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, καὶ ἄλλωστε μήτε τὸ θάνατο τὸν ἔκανε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὸν προξενήσαμε γιὰ μᾶς. Γιατί κατὰ φύση καθετί τὸ σύνθετο διαλύεται, ἀλλὰ ὅσο ὁ ᾿Αδὰμ ἦταν ἑνωμένος μὲ τὸ Θεὸ διαμέσου τῆς θεωρίας, μέσα του εἶχε τὴ ζωὴ ποὺ ὑπερφυσικὰ ζωοποιοῦσε τὴ θνητή του φύση. Ὅταν ὅμως ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἕνωση μὲ τὴ ζωή, δηλαδὴ μὲ τὸ Θεό, κατέληξε ἀπὸ τὴν ὑπὲρ φύση ἀφθαρσία στὴν κατὰ φύση διάλυση τοῦ συνθέτου, πράγμα ποὺ εἶναι ὁ θάνατος. 72. ᾿ΕἘπειδὴ μερικοὶ λένε ὅτι ὁ Θεός, προγνωρίζοντας

ἐκείνους ποὺ θὰ ἁμάρταναν καὶ δὲν θὰ μετανοοῦσαν καὶ

θὰ κρίνονταν, ἔπρεπε νὰ μὴν τοὺς εἶχε δημιουργήσει ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι - δὲν εἶναι γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ νὰ δημιουργήσει καὶ νὰ τιμωρήσει -, τοὺς λέμε γιὰ ἀπάντηση πρῶτα τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου: «Ποιὸς εἶσαι λοιπόν, ἄνθρωπέ μου, ποὺ κρίνεις τὸ Θεό; Ποιός μπόρεσε νὰ ἅντι-

σταθεῖ στὸ θέλημά του;»"Ὁ. Αὐτὸ ποὺ θέλει, εἶναι καὶ τὸ

ἀγαθό: «Καὶ ἐξουσία ἔχει ὁ ἀγγειοπλάστης νὰ φτιάξει

σκεύη πολυτελείας καὶ σκεύη γιὰ φτηνὲς χρήσεις»). Ὃ

ἴδιος εἶναι ποὺ δημιουργεῖ καὶ τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς

ἁμαρτωλούς - ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ τοὺς κάνει δίκαι-

οὺς ἢ ἁμαρτωλούς - ἢ τίμιους ἢ ἄτιμους᾽ ὁ ἴδιος ἀπόστο-

λος στὴν ἐπιστολὴ Πρὸς Τιμόθεον ἀπαριθμώντας τὶς κα-

κίες τελικὰ λέγει: «Ὅποιος λοιπὸν καθαρίσει τὸν ἑαυτὸ


143 του ἀπ᾽ αὐτές, ἔχει γίνει σκεῦος ἐκλογῆς»: ᾿Επειδὴ γίνα-

με αὐτεξούσιοι ἔχουμε ἐξουσία νὰ καθαρίσουμε τοὺς ἑαυ-

τούς μας ἀπὸ τὰ ἁτιμωτικὰ πάθη καὶ νὰ μολύνουμςε τοὺς

ἑαυτούς μας. Ὅμως ὁ Θεὸς ὅλους τοὺς δημιούργησε ἀγαθούς. Ὃ ἴδιος λοιπὸν σ᾽ ὅλους παρέχει καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἥλιος ποὺ ἁπλώνει τὶς ἀχτίδες τῆς ἀγαθότητάς τοῦ πάνω σ᾽ ὅλα τὰ ἔργα του. Τὸ εἶναι βέβαια δὲν τὸ ἐπιλέγουμε μὲ τὴν ελευθερία μας, ἐνῷ τὸ εὖ εἶναι τὸ ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα. Ἂν λοιπὸν θελήσουμε καὶ ποθήσουμε, μετέχουμε στὴν ἀγαθότητά του καὶ θὰ εἴμαστε στὸ φῶς σ᾽ ὅλους τοὺς αἰῶνες: ἂν ὅμως ραθυμήσουμε καὶ τυφλώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ δὲν τὸν ποθήσουμε. ἀμέτοχοι θὰ παραμείνουμε. Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν ἐξαιτίας

τῆς ραθυμίας μας νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μεταδίνει τὶς δωρεὲς τῆς ἀγαθότητάς του, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πρώτη εἶναι τὸ εὖ

εἶναι: οὔτε ἔπρεπε ἡ δική μας κακία νὰ νικήσει καὶ νὰ κάνει ἀνενέργητη τὴν ἀγαθότητά του. Κι ἂν συνέβαινε τοῦτο, κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν θὰ γινόταν᾽ γιατί κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν πολιτεύεται μὲ τρόπο ποὺ νὰ τοῦ ἀξίζει

ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ἂν τὰ πάντα συγκρίνονται δίκαια μὲ αὐτόν, εἶναι ἀνάξια τοῦ εἶναι.

73. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μονάχα ἀγαθός, ἀλλὰ καὶ

δίκαιος καὶ βλέπει τὰ πάντα ὡς ὄντα πρὶν πραγματωθοῦν.

Εἶναι αὐτός, λέγει, ποὺ πραγματώνει «τὰ μὴ ὄντα ὡς ὃντα». Ἂν ὄφειλε ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς του νὰ μὴ δη-

μιουργήσει τοὺς κολαζόμενους, ὄφειλε περισσότερο ἔξαι-

τίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγαθότητάς τοῦ καὶ νὰ τοὺς ὁη-

μιουργήσει καὶ νὰ μὴν τοὺς κολάσει, ἀλλὰ νὰ τοὺς συγχὼ"

ρήσει ἂν ἁμαρτήσουν: γιατί ὁ ἴδιος εἶναι κύριος καὶ τῶν

ὀύο, καὶ τῆς δημιουργίας καὶ τῆς συγχώρησης. "ἂν εἶναι

δίκαιο νὰ τιμωροῦνται ὅσοι ἁμαρτάνουν, ἧταν δίκαιο καὶ

νὰ δημιουργηθοῦν. Γιατὶ ὁ Θεὸς βλέπει «τὰ μὴ ὄντα ὥς ὄντα» καὶ δὲν κρίνει ἀπὸ τὴν ἔκβαση τῶν πραγμάτων. ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρόγνωση ὅσων θὰ γίνουν Δὲν γνώριςει


[45

ἀπὸ τὴν ἔκβαση τῶν γινομένων, ἀλλὰ προγνωρίζει ὅσα

θὰ γίνουν καὶ τὰ προορίζει σύμφωνα μὲ τὴν πρόγνωση““. Πῶς γίνεται ὅμως, νὰ προγνωρίζει κι ἐκεῖνο ποὺ δὲν θὰ γίνει; Γιατί ἂν προγνώριζε ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἁμάρτανε καὶ δὲν τὸν δημιουργοῦσε, τοῦτο δὲν θά᾽ταν πρόγνωση, ἀλλὰ πλάνη ὅπως ἣ γνώση εἶναι γνώση τῶν ὄντων, ἔτσι καὶ ἡ πρόγνωση εἶναι ἐξάπαντος πρόγνωση ὅσων θὰ γίνουν. 74. Νὰ μὴν κρίνουμε λοιπὸν τὸ Θεό: γιατὶ δὲν ξέρουμ8 τὶς σκέψεις του. «Ποιὸς γνώρισε τὴ σκέψη τοῦ Κυρίου;

Ἢ ποιός ἔγινε ποτὲ σύμβουλός του;». Γιατὶ δὲν μᾶς ἀποκάλυψε ὅλο τὸ θέλημά του, ἀλλ᾽ ὅσο μᾶς συνέφερε νὰ μάθουμε᾽ κι αὐτὸ ποὺ δὲν συνέφερε νὰ τὸ ξέρουμε, τὸ ἀπέκρυψε. Νὰ μὴ διορθώνουμξε λοιπὸν τὸ Θεό᾽ αὐτὸς εἶναι ὁ κριτὴς καὶ αὐτὸς εἶναι ἣ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει, ὅπως ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει ἄλλο φῶς παρὰ αὐτὸ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν ἥλιο. 75. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Θεὸς κατὰ φύση ἀγαθὸς καὶ σπλαχνικὸς δὲν θέλει τὴν ἁμαρτία, μήτε θέλει τὸ θάνατο

τοῦ ἁμαρτωλοῦμήτε εὐχαριστιέται μὲ τὴν ἀπώλεια ζων-

τανῶν πλασμάτων“ μήτε διακατέχεται ἀπὸ πάθη ὀργῆς

μήτε τιμωρεῖ, ἀλλὰ σ᾽ ὅλους ἀναβλύζει τὰ ἀγαθά“. Ὅ-

ποιος τὰ ποθεῖ τὰ παίρνει καὶ ὁ ἀγαθὸς δέχεται ἀγαθά: κι ὅσο διαρκεῖ τούτη ἣ ζωὴ ὑπάρχει οἰκονομία καὶ κυβέρνηση καὶ ἄρρητη πρόνοια ποὺ καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ

ἐπιστρέφουν καὶ νὰ μετανοοῦν ἡ, ὅμως μετὰ τὸ θάνατο.

δὲν ὑπάρχει τροπὴ μήτε μετάνοια, ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν

Ο᾽

ἔχεται μετάνοια - ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν

40. Ἣσ. 4.13: Ρωμ. 11].34 47. εζ. 3.11]. 48. Σοφ. Σολ. 1.13. 49. Μωτύ. 7.8. 40.

Δουκ.

5.32


[45

ἀπὸ τὴν ἔκβαση τῶν γινομένων, ἀλλὰ προγνωρίζει ὅσου

θὰ γίνουν καὶ τὰ προορίζει σύμφωνα μὲ τὴν πρόγνωσης.

Πῶς γίνεται ὅμως, νὰ προγνωρίζει κι ἐκεῖνο ποὺ δὲν θὼὺ γίνει: Γιατί ἂν προγνώριζε ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἁμώρτανε καὶ δὲν τὸν δημιουργοῦσε, τοῦτο δὲν θά᾽ταν πρόγνωση. ἀλλὰ πλάνη ὅπως ἡ γνώση εἶναι γνώση τῶν ὄντων, ἔτσι καὶ ἢ πρόγνωση εἶναι ἐξάπαντος πρόγνωση ὅσων θὰ γίνουν. 74. Νὰ μὴν κρίνουμε λοιπὸν τὸ Θεό’ γιατὶ δὲν ξέρουμε τὶς σκέψεις του. «Ποιὸς γνώρισε τὴ σκέψη τοῦ Κυρίου:

Ἢ ποιός ἔγινε ποτὲ σύμβουλός του;». Γιατὶ δὲν μᾶς ἀποκάλυψε ὅλο τὸ θέλημά του, ἀλλ᾽ ὅσο μᾶς συνέφερε νὰ

μάθουμε: κι αὐτὸ ποὺ δὲν συνέφερε νὰ τὸ ξέρουμε. τὸ ἀπέκρυψε. Νὰ μὴ διορθώνουμε λοιπὸν τὸ Θεό’ αὐτὸς εἶναι ὁ κριτὴς καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν. καὶ δὲν

ὑπάρχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει. ὅπως ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει ἄλλο φῶς παρὰ αὐτὸ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν ἥλιο. 75. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Θεὸς κατὰ φύση ἀγαθὸς καὶ

σπλαχνικὸς δὲν θέλει τὴν ἁμαρτία, μήτε θέλει τὸ θάνατο

τοῦ ἁμαρτωλοῦ" μήτε εὐχαριστιέται μὲ τὴν ἀπώλεια ζωντανῶν πλασμάτωνμήτε διακατέχεται ἀπὸ πάθη ὀργῆς μήτε τιμωρεῖ, ἀλλὰ σ᾽ ὅλους ἀναβλύζει τὰ ἀγαθά“. Ὅποιος τὰ ποθεῖ τὰ παίρνει καὶ ὁ ἀγαθὸς δέχεται ἀγαθά: κι

ὅσο διαρκεῖ τούτη ἣ ζωὴ ὑπάρχει οἰκονομία καὶ κυβέρνησηῃ καὶ ἄρρητη πρόνοια ποὺ καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ ἐπιστρέφουν καὶ νὰ μετανοοῦν᾽ἡ, ὅμως μετὰ τὸ θάνατο. δὲν ὑπάρχει τροπὴ μήτε μετάνοια. ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν δέχεται μετάνοια - ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν

40. 47.

Ἣσ. 4..13: ῥὰὼωμ. 11.34. ἸΙεζ. 3.11.

4, Σοφ. Σολ. --

40ῶ.

Μωτί) 17.δ.

4). Δοιυκ.

“,,}Ὁ

1.18


[47 ἑαυτό του" οὔτε χάνει τὴ σπλαχνικότητα -, ἀλλὰ ἢ ψυχὴ

δὲν ἀλλάζει πιά"΄. Γι᾿ αὐτὸ κι ἂν ἀκόμη κανεὶς κάνει ὅλες τὶς δίκαιες πράξεις" καὶ ἀλλάζοντας ζωὴ ὅμως ἀρχίζει νὰ

ἁμαρτάνει καὶ ἀφήνει τούτη τὴ ζωὴ ποθώντας τὴν ἁμαρτία, θὰ πεθάνει μέσα στὴν ἁμαρτία του. Παρόμοια καὶ στὸν ἁμαρτωλό““, ἂν μετανοήσει καὶ πεθάνει μὲ τὴ μετάνοιά του, δὲν θὰ λογαριαστοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὅπως οἱ δαίμονες μετὰ τὴν ἔκπτωση δὲν μετανοοῦν καὶ οἱ ἄγγελοι

τώρα δὲν ἁμαρτάνουν, ἀλλὰ καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ ἀπέκτησαν τὸ ἄτρεπτο, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὸ θάνατο

ἔχουν τὸ ἄτρεπτο, ὥστε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ δίκαιοι πο-

θώντας τὸ Θεὸ καὶ ἔχοντας αὐτὸν πάντοτε νὰ εὐφραίνονται, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ποθώντας τὴν ἁμαρτία καὶ μὴν ἔχοντας τὸ ὑλικὸ τῆς ἁμαρτίας, σὰν ἀπὸ φωτιὰ καὶ σκουλήκια κατατρωγόμενοι, νὰ κολάζονται χωρὶς νὰ ἔχουν καμιὰ παρηγοριά. Γιατί τί εἶναι κόλαση παρὰ ἧ στέρηση ἐκείνου ποὺ σφοδρὰ ἐπιθυμεῖ κανείς; Κατὰ τὴν ἀναλογία λοιπὸν τοῦ πόθου ὅσοι ποθοῦν τὸ Θεὸ εὐφραίνονται καὶ ὅσοι ποθοῦν τὴν ἁμαρτία κολάζονται: γιατὶ ὅσοι πετυχαί-

νοῦν τὸ ποθούμενο κατὰ τὸ μέτρο τοῦ πόθου εὐφραίνονται

καὶ ὅσοι δὲν τὸ πετυχαίνουν νιώθουν τὴν ἀνάλογη ὀδύνη κατὰ τὸ μέτρο τοῦ πόθου.

76. Σεῖς τώρα πέστε μας᾿ τί εἶναι παντοκράτορας; Ἔξάπαντος ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα᾽ γιατί λέγει ὁ

ἀπόστολος: «Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα εἶναι ὁ

Θεός». Καὶ πῶς εἶναι ὁ Θεὸς παντοκράτορας, ἂν δὲν

ἐξουσιάζει τὴν ὕλη καὶ τὴν κακία; Ἢ πῶςεἶναι δημιουργός, ἂν αὐτὸς δὲν δημιούργησε τὴν ὕλη; Ἢ πῶς εἶναι

Θεός, ἂν εἶναι ἀτελὴς καὶ ἔχει λειψὴ τὴ δύναμη; Τιατί

53, "εἴ. γ1..13 54. εζ, 13, 14.16. 55. Ἑβρ. 1.4


149

δὲν ἀφάνισε τὴν ὕλη καὶ δὲν τὴν ὑπέταξε, ἀλλὰ τὴν ἄφησε νὰ στασιάζει καὶ ὡς τὶς ἔσχατες ἐξελίξεις τοῦ καιροῦ:

Κι ἂν δὲν ἤθελε, δὲν εἶναι ἀγαθός: γιατὶ δὲν εἶναι γνώρι-

σμα μήτε τοῦ ἀγαθοῦ μήτε τοῦ δικαίου νά ἐφησυχάζει ἀπέναντι σ᾽ ὅσους ἁμαρτάνουν. Ἂν πάλι δὲν μπόρεσε.

Θεὸς ἀδύνατος δὲν θά᾽ταν Θεός: καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ πεῖτε αὐτὸ ποὺ λέμε ἐμεῖς γιὰ τὴ δημιουργία καὶ τὴν ὕπαρξη

τοῦ Διαβόλου, ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ εἶναι τοῦ Διαβόλου εἶναι ἀγαθό. Γιατὶ ἐμεῖς, δίνοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ εἶναι ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεό, δίκαια θὰ λέγαμε ὅτι τὸ νὰ ὑπάρχει

ἁπλῶς ὁ Διάβολος, τοῦτο εἶναι ἀγαθό. “Οτιδήποτε δίνεται ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀγαθό. Σεῖς ὅμως μὴ δίνοντας ὕπαρξη στὴν ὕλη ἀπὸ τὸ ἀγαθό, ἀλλὰ καὶ κακὴ λέγοντάς την καὶ κατὰ φύση κακὴ καὶ ἐντελῶς ἀμέτοχη τοῦ ἀγαθοῦ, δὲν θὰ μπορέσετε νὰ πεῖτε ὅτι τὸ νὰ ὑπάρχει αὐτή, τοῦτο εἶναι ἀγαθό. “Ἑπομένως, ὅπως σεῖς ἀντιλαμβάνεστε τὰ πράγματα, ὁ Θεὸς ἢ δὲν εἶναι ἀγαθὸς ἢ δὲν εἶναι δυνατός, ἂν ἑξαρχῆς δὲν κατάφερε νὰ ὑποτάξει τὴν ὕλη. Καὶ πάλι: ἂν τὰ πάντα προῆλθαν ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὴν οὐσία τοῦ κακοῦ, δὲν εἶναι δημιουργὸς

μήτε ὁ ἀγαθὸς μήτε ὁ πονηρός, ἀλλὰ εἶναι πατέρες τῶν ὄντων.

Καὶ πάλι: ἂν ἡ κακία εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ ἀγαθὸ

ὡς ὃν πρὸς ὃν καὶ ὡς ἀρχὴ πρὸς ἀρχὴ καὶ ὡς οὐσία πρὸς οὐσία καί, ὅπως λέτε σεῖς, ὡς Θεὸς πρὸς Θεό. καὶ στὴν ἐξουσία μας εἶναι νὰ πράξουμε τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακό. τότε στὴν ἐξουσία μας εἶναι νὰ δώσουμε τὰ νικητήρια

στὸν ἀγαθὸ ἢ στὸν πονηρό. καὶ ἔτσι ἐμεῖς εἴμαστε αἴτιοι τῆς κυριαρχίας τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου.

77. ᾿Εμεῖς λέμε ἕνα Θεὸ ἀγαθό, δίκαιο, δημιουργὸ

τῶν πάντων, ἐξουσιαστὴ πάνω σ᾽ ὅλα, παντοδύναμο, ἱκανὸ νὰ κώνει ὅσω θέλει, καὶ ὅτι ἀπ᾿ αὐτὸν ἔχουν κτιστεῖ τὰ

πώντα καὶ τὰ ὁρωτὰ καὶ τὰ ἀόρατα, ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσία του, ὀλλὰ ὑπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ εἶναι - αἰ] τατί ὅλα, ὅσα


15]

θέλησε, τὰ δημιούργησε ὁ Κύριος»--᾿ καὶ τοῦτο λέμε ἀγαθό. αὐτὸ ποὺ θέλει: τὰ κτίσματα δὲν μποροῦν νὰ κρίνοὺυν τὸ δημιουργό. ᾿Αλλὰ δὲν ξέρουμε οὔτε τὸ λόγο τῆς πρόνοιάς του. «[Ἰατί ποιὸς γνώρισε τὴ σκέψη τοῦ Κυρίου

ἢ ποιὸς ἔγινε ποτὲ σύμβουλός του;»"΄. Ἂν εἶχε γίνει γνω-

στὴ ἡ σκέψη τοὺ καὶ τὸ θέλημά του, δὲν θά᾽ταν Θεὸς μήτε θαυμαστός. Ὅπως ἡ οὐσία του εἶναι ἀκατάληπτη.

ἔτσι καὶ ἣ θέληση καὶ ἡ πρόνοιά του. Ἂν ὅσα ἀφοροῦν τοὺς ἀνθρώπους κανεὶς δὲν τὰ ξέρει παρὰ μόνο τὸ πνεῦμα

τοῦ καθενὸς ποὺ εἶναι μέσα του, κι ἀπ᾿ αὐτὰ ὁ καθένας λίγα ξέρει - ἀφοῦ δὲν γνωρίζει τὸ μέλλον μήτε τί θέλει ἢ τί θὰ ἐπιθυμήσει καὶ θὰ θελήσει αὔριο -. πῶς λοιπὸν θὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σκέψη του, αὐτὸς ποὺ πολλὲς φορὲς καὶ ὅσα σκέφτηκε τὰ ξέχασς; 78. Κατὰ τὴν πρόγνωσή του ὁ Θεὸς προνοεῖ γιὰ ὅλα. Καὶ σὲ μᾶς, ποὺ δὲν ξέρουμε μήτε τὰ μελλοντικὰ μήτε ὅσα προηγήθηκαν μήτε ὅλα τὰ παρόντα, φαίνεται ἀνώμαλη ἡ κυβέρνησή του, ὡστόσο εἶναι ὁμαλὴ καὶ ἀγαθὴ καὶ δίκαιη. Προγνωρίζοντας ὡς πραγματωμένα ὅσα ἐμεῖς θὰ

πράξουμε ἐλεύθερα, τὰ κρίνει δίκαια ὅπως αὐτὸς θέλει

καὶ ἀποφασίζει: γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν βλέπει ὅπως ὁ ἄνθρω-

πος. «Ὃ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ἐνῶ ὁ Θεὸς στὴν

καρδιά»"δ, ᾿Εμεῖς καὶ ἐκεῖνο ποὺ κρίνεται ἀπὸ ὅλους δί-

καιο πολλὲς φορὲς τὸ βλέπουμε ἄδικο ἀπὸ τὸ ἐμπόδιο τῆς κακίας καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ ἴδιο πράγμα δὲν εἶναι σ᾽

ὅλους ἀρεστό᾽ δὲν ἔχει τὴν ἴδια ἀπήχηση σ᾽ ὅλους, ἀλλὰ διαφορετικὴ στὸν καθένα. Ὃ Θεὸς κρίνει ὄχι ὕστερα ἀπὸ μεταμέλεια ἢ ἐπίγνωση ἀλλὰ μὲ πρόγνωσῃη. ΠΙρογνωρίζοντας ὁ Θεὸς τὰ πάντα πρὶν νὰ γίνουν τὰ προόρισε γιὰ τὸν καθένα δίκαια καὶ προνοητικὰ καὶ κατὰ τὸ συμφέρον, ὅσα δὲν τὰ ἐξουσιάζουμε σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ πράττουμε ὃ-

λεύθερα. Ἄλλο εἶναι γνώση καὶ ἄλλο πρόγνωση καὶ ἄλλο ἐπίγνωση καὶ ἄλλο ὁρισμὸς καὶ ἄλλο προορισμὸς. Γνώσῃη εἶναι ἡ ἄμεση ἀντίληψη αὐτῶν ποὺ ὑπάρχουν ἢ αὐτῶν


153

ποὺ γίνονται. πρόγνωση εἶναι ἢ γνώση αὐτῶν ποὺ θὰ γίνοῦν πρὶν νὰ πραγματωθοῦν, ἐπίγνωση εἶναι ἡ ἀπόκτη σῃ ἀληθινῆς γνώσης ὕστερα ἀπὸ τὴ δοκιμὴ τῆς ψεύ τικης γνώσης᾽ καὶ ὁρισμὸς εἶναι Κρίση καὶ ἀπόφασ η γιὰ ὅσα ἔχουν γίνει, ἐνῷ προορισμὸς εἶναι κρίση καὶ ἀπόφασ η

γιὰ ὅσα θὰ γίνουν.

79. ΤΙρογνωρίζοντας λοιπὸν ὁ Θεὸς ὅσα θὰ γίνουν

ἀπὸ μᾶς ἐθελούσια, δηλαδὴ μὲ ἐλεύθερη ἐπιλογή, μὲ ἄλλα λόγια τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία, προορίζει ὅσα δὲν ἐξουσιάζουμΕ. Καὶ ἣ προγνωστικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τὴν αἰτία σὲ μᾶς, ἐνῶ ἣ πρόγνωση, δηλαδὴ ἡ γνώση ὅσων

θὰ πράξουμε, ἔχει τὴν αἰτία σὲ μᾶς Γιατὶ ἄν δὲν ἐπρόΚειτὸ νὰ πράξουμε κάτι, μήτε αὐτὸς θὰ προγνώριζε ἐκεῖνο ποὺ δὲν θὰ γινόταν. Καὶ ἣ πρόγνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι

ἀληθινὴ καὶ ἀμετάτρεπτη, ἀλλὰ ἐξάπαντος δὲν εἶναι ἣ

ἴδια ἡ αἰτία ὅσων θὰ γίνουν, ἀλλὰ προγνωρίζει ὁ Θεός. ἐπειδὴ πρόκειται νὰ πράξουμε τοῦτο ἢ τὸ ἄλλο. Προγνωρίζει πολλὰ ποὺ δὲν τοῦ εἶναι ἀρεστά, καὶ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος αἴτιος αὐτῶν. Οὔτε καὶ ὁ γιατρὸς εἶναι αἴτιος τῆς ἀρρώστιας, ἂν τὴν προβλέψει, ὅτι κάποιος μέλλει ν᾿ ἀρρωστήσει, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀρρώστια ὑπάρχει ἄλλη αἰτία ποὺ κάνει τὴν ἀρρώστια, ἐνῶ ἡ πρόγνωση τοῦ γιατροῦ

ὀφείλεται στὴν τέχνη του᾽ ἔτσι καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει τὴν αἰτία στὸ Θεό, ἀλλὰ στὸ δικό μὰς αὐτε-

ξούσιο θέλημα᾽ καὶ δὲν εἶναι τὸ αὐτεξούσιο κακό. ἄν. ὅπως μᾶς δόθηκε καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ ποὺ μᾶς δόθηκε, κά-

νοῦυμὲ τὴ χρήση του. Καὶ τὸ ὅτι προγνωρίζει ὁ Θεός,

τοῦτο ὀφείλεται στὴν προγνωστική τοῦ δύναμη. ᾿Αλλὰ μήτε καὶ οἱ τιμωρίες μας ἔχουν αἰτία τὸ Θεό. Ττατί οὔτε καὶ ὁ κριτὴς εἶναι αἴτιος τῆς τιμωρίας τοῦ πονηροῦ, παρ᾽ ὅλο ποὺ κρίνει μὲ τὴ θέληση του, ἀλλὰ αἴτιος τὴς τιμὼ-

βίας τοῦ εἰναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔφταιξε, ἐνῷ ὁ κριτὴς αἴτιὸς

τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἣ δικαιοσύνη εἶναι ἀγαθό.

“Ανκρι-

νει μὲ τὴ θέλησή του, τοῦτο γίνεται ὄχι κατὰ τὸ προῇ-


ο

155

γούμενο θέλημα, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἑπόμενο. Προηγούμενο

θέλημα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θέλει κανεὶς ἀφεαυτοῦ του. ἐνῷ ἑπόμενο ἐκεῖνο ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν αἰτία τῶν γινομέ-

νων προηγουμένως ἐξεαυτοῦ «ὁ Θεὸς θέλει νὰ σωθοῦν

ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ καταλάβουν καλὰ τὴν ἀλήθειω»“"",

Κι ὅταν ἁμαρτάνουμε θέλει νὰ δοκιμαζόμαστε γιὰ τὸ συμφέρον μας. Καὶ τὸ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι

τῆς ἀγαθότητάς του. ἐνῷ τὸ ἑπόμενο τῆς δικαιοσύνης του. δ0. Ὅτι ὁ Θεὸς προόρισε τὰ πάντα κατὰ τὴν πρόγνωσή του, τὸ καταλαβαίνουμε ὡς ἑξῆς. Τὸ θεῖο εἶναι ἄτρεπτο καὶ δὲν κρίνει ὕστερα ἀπὸ ἐπίγνωση, ἀλλὰ μὲ πρόγνωση.

Ἂν λοιπὸν κάθε μέρα κρίνει καὶ ὁρίζει, κάθε μέρα γνωρί-

ζει τὸ γινόμενο καί, ὅπως λένε μερικοί, μετανοεῖ καὶ προσθέτει χρόνια ζωῆς, μὴ γνωρίζοντας τί λένε. Γιατί ἂν μετανοεῖ καὶ κάνει προσθῆκες, ἔχει τρεπτὸ θέλημα καὶ τρεπτὴ γνώση, καὶ τοῦτο δὲν ἁρμόζει στὸ Θεό. Καὶ λέγεται βέβαια κατὰ τὴ Γραφὴ ὅτι ὁ Θεὸς πρόσθεσε χρόνια στὸν ᾿Εζεκία, ἀλλὰ τὰ πρόσθεσε ὄχι ἀγνοώντας καὶ χωρὶς νὰ τὰ ἔχει προορίσει, μὰ καὶ προγνώρισε καὶ προόρισε ὁτιδήποτε ἀφοροῦσε τὸν ᾿Εζεκία: προνοητικὰ παρουσίασε τὰ πράγματα ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας, γιὰ νὰ δείξει πόσο μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια. Λέγεται, σύμφωνα μὲ δικές μας παραστάσεις. ὅτι

μετανοεῖ. Ἢ Γραφὴ ἄλλωστε κάνει λόγο γιὰ τὸ Θεὸ ἀνθρωπομορφικὰ ἐξαιτίας τῆς νηπιότητας αὐτῶν ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ καταλαβαίνουμε, λόγου χάρη.

ἀπὸ τὴν ἔκφραση: «Γιατί κοιμᾶσαι, Κύριε;»"} - δὲν κοι-

μᾶται ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία του καὶ τὴν ἀναβολὴ τῆς βοήθειάς του ὁ ψαλμωδὸς τὴν ὀνόμασε

ὕπνο: ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὅσοι κοιμοῦνται δὲν β΄ η-

θοῦν - τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ μετάνοια᾽ ἐμεῖς, ὅταν ὀίνουμε σὲ κάποιον πλούτη καὶ ἑκεῖνος κάνει κακὴ χρή-

ση, μετανοοῦμε γιὰ τὴν πράξη μως. ἼἜτσι λέγεται, ἀφοῦ

ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔχρισε βασιλιὰ τὸ


[57

Σαοὺλ καὶ αὐτοὶ ἁμάρτησαν. ὅτι μετανόησε, ὄχι ὅμως ὅτι

ὁ Θεὸς μεταμελήθηκε - γιατὶ πρόβλεψε αὐτὸ ποὺ θὰ γινό-

ταν -. ἀλλὰ γιατὶ ἔκαναν ἔργα ποὺ συγχωροῦνται μόνο μὲ τὴ μετάνοια.ἊΑς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν νὰ πράξουμε τὸ ἀ-

γαθὸ καὶ νὰ γίνουμε ἀγαθοί, γιὰ νὰ ἀνήκουμε στοὺς ἀγα-

θοὺς ποὺ προγνωρίστηκαν καὶ προορίστηκαν γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. δ]. Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ἀγαθὸ εἶναι ἡ ἄριστη τάξη ποὺ στὸν καθένα διασώζει τὰ κατὰ φύση συστατικά του -

τὸ ἴδιο εἶναι καὶ ἀρετή -, ἐνῷ κακία εἶναι ἡ διάλυση τῆς

τάξης, δηλαδὴ ἡ ἀταξία. Τὸ ἀγαθὸ λέγεται μὲ διπλὴ σημασία: ἢ τὸ πράγματι ἀγαθό, ὅπως ἡ τάξη ποὺ εἰπώθηκε πρίν, ἢ καὶ τὸ νομιζόμενο ἀγαθό, ἣ ἡδονὴ ποὺ προξενοῦν οἱ αἰσθήσεις ἔξω ἀπὸ τὴν τάξη ποὺ μνημονεύθηκε πρίν. ποὺ δὲν εἶναι ἀγαθὸ ἀλλὰ ἐξάπαντος κακό. Καὶ ἡἣ κακία λέγεται μὲ διπλὴ σημασία ἢ τὸ πράγματι κακό, δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ γίνεται ἔξω ἀπὸ τὴ φυσικὴ τάξη καὶ τὸ νόμο τοῦ δημιουργοῦ κατὰ τὴν οἰκεία γνώμη τοῦ καθενὸς φυσικὴ τάξη εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὸ δημιουργό, ἐνῶ ἀταξία ἡ παρακοὴ - ἢ τὸ νομιζόμενο κακό, τὸ λυπηρὸ στὶς αἱ-

σθήσεις καὶ σὲ μᾶς ἐπίπονο ὅπως ἡ παιδεία, ποὺ εἶναι βέβαια ἀγαθὸ καὶ συμφέρον, ὁδηγώντας ξανὰ τὸν ἄνθρωπο στὴν κατὰ φύση τάξη. Καὶ λέγονται τὰ μὲν ἑκούσια κακά, ποὺ εἶναι πράγματι κακά, τὰ δὲ ἀκούσια, δηλαδὴ τὰ ἐπιπονα.

82. Μήτε αὐτῶν λοιπῶν μήτε ἐκείνων εἶναι αἴτιος ὁ

Θεός, ὅπως ἀποδείξαμε. Μολονότι καὶ τὰ λεγόμενα ἁκουσια κακά, ἐπειδὴ φαίνονται σὲ μᾶς ὅτι εἶναι κακὰ καὶ

ἐπειδὴ τὰ ἀποστρεφόμαστε καὶ τὰ ἀπωθοῦμε, καὶ τὰ ὑπὸφέρουμε γιὼ τὶς ἁμαρτίες μας, δηλαδὴ καθὼς ὁὲν πετυχαι-

νουμε; τὸ φυσικὸ σκοπό, κατὰ δίκαιο λόγο τὰ στέλνει ᾿

Θεὸς ἐναντίον τῆς ἐπιθυμίας μὰς γιὰ ἡδονὴ θέλοντας νὰ

μᾶς, ὁμῶς μᾶς παιδαγωγήσει γιὰ τὸ συμφέρον

τοῦτα τί

τὰ

ὁ τὰ ἑκουσια τῷ λει Ἰόμενα ἀκούσια κακὰ ἐξαρτιοῦνται απ


159

ἀκούσια ἀκολουθοῦν τὰ ἑκούσια κακά. Γιατὶ τιμωρίες καὶ σκληρὲς διαπαιδαγωγήσεις τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι οἱ συμφορὲς γιὰ τὴ διόρθρωσή μας καὶ ἢ κόλαση τῆς

αἰωνιότητας εἶναι ἀναίρεση τέλεια τῆς κακίας καὶ ἁμαρ-

τίας ἢ νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικὰ καὶ ἀντίστροφα ἢ κόλαση

εἶναι γιὰ ὅσους ποθοῦν τὶς σωματικὲς ἢδονές. ἔξω ἀπὸ τὸ φυσικὸ νόμο, καὶτὶς ἐξαιτίας αὐτῶν ἁμαρτίες, καὶ ἑπομένῶς ἣ ἀδυναμία νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς παραπάνω ἐπιθυμίες εἶναι ἣ αἰώνια κόλαση. Κόλαση εἶναι ἣ ἀποτυχία τοῦ

ποθουμένου. Ὅσο ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐνεργεία. ὑπάρχει ἤδο-

νὴ ἔξω ἀπὸ τὸ νόμο τῆς φύσης: αὐτὴ εἶναι διπλή. ἢ ψυχι-

κὴ ἢ σωματική: καὶ ψυχικὴ εἶναι ἡ ἔφεση τῆς δόξας. ἐνῷ

σωματικὴ ἡ βρώση, ἡ πόση, ἣ ἄνεση τοῦ σώματος. ὁ ὕπνος καὶ ἣ συνουσία γυναικῶν. Ὅλα αὐτὰ εἶναι φυσικὰ

καὶ καλά, ὅταν γίνονται κατὰ τὴ φυσικὴ τάξη καὶ τὸ νόμο τοῦ κτίστη, ἐνῶ εἶναι κακὰ παρὰ τὸ νόμο τοῦ κτίστη

καὶ τὴ φυσικὴ τάξη καὶ χρήσῃ.

83. Κατὰ τὴ φυσικὴ τάξη εἶναι ἡ ἔφεση τῆς δόξας ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ παρὰ φύση εἶναι ἡ ἔφεση

τῆς δόξας ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους: πρὸς τὸ Θεό, τὸ μόνο κατὰ φύση δοξαστὸ, ἁρμόζει ἣ δόξα, προσφερόμενη ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ἐνῷ σὲ μᾶς ἡ ταπείνωση

ἀπέναντι στὸ Θεὸ ὡς δημιουργὸ καὶ στοὺς συνανθρώπους

μας κατὰ τὸ νόμο τοῦ κτίστη. Γιατί τούτη εἶναι ἣ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. πράγμα ποὺ

εἶναι νόμος τοῦ Θεοῦ: «Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο τὸ Θεό σου μ᾽ ὅλη τὴν καρδιά σοὺ καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου»"", καὶ «ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό τοῦ θὰ τοπεῖινωθεῖ, ἐνῶ ὅποιος τὸν ταπεινώνει θὰ ὑψωθεῖ»" ἡ. ᾿Επομένως ἢ ἀγάπη τῆς δόξας ἀπὸ τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων σημαίνει ἀπιστία. Γιατί λέγει, «δὲν μπορεῖτε νὰ πιστεύετε σὲ μένα γυρεύοντας τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ ζητᾶτε τὴ

δόξα τοῦ μόνου Θεοῦ»"".

δά ΠΠλι᾿΄ ἡ σωματικὴ ἡδονή, ἣ βρώση καὶ ἣ πόση


16]

καὶ τὰ λοιπά. ὅταν λαμβάνονται κατὰ τὴ φυσικὴ χρήσῃ καὶ τὸ νόμο τοῦ κτίστη. εἶναι καλά’ ὅταν ὅμως γίνονται παρὰ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τὴ δική μὰς γνώμη καὶ κατάχρηση., τότε εἶναι κακά’ ὅπως λόγου χάρη ἡ βρώση καὶ ἣ πόση, ὅσο συντελοῦν στὴ ζωὴ καὶ στὴ διατήρηση τοῦ σώματος, εἶναι καλά παρόμοια καὶ ὁ ὕπνος καὶ ἡ

ἕνωση τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας, δηλαδὴ ἣ ἐπικοινωνία τοῦ καθενὸς μὲ τὸ δικό του σύντροφο, εἶναι καλά᾽ ἀλλὰ ἡ χρήση τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης καὶ ἣ σαρκικὴ ἕνω-

ση, ὅταν γίνονται γιὰ τὴν ἡδονή, ἄσκοπα καὶ μὲ τὸν τρόπο τῶν ἀλόγων ζώων, εἶναι κακά.

85. Γιὰ τὴν κενοδοξία λοιπὸν καὶ γιὰ τὴν ἄμετρη βρώση καὶ πόση καὶ γιὰ τὴν πορνεία ἐπιδιώκεται ἡ φι-

λαργυρία, τὸ στήριγμα ὅλων αὐτῶν, καὶ ἐκδηλώνονται

φθόνοι καὶ ἐχθρότητες καὶ κακίες καὶ ψέμα καὶ συκοφαντίες καὶ ἁρπαγὲς καὶ φόνοι καὶ τὸ μίσος πρὸς τόν πλη-

σίονό5. «᾿ Ἐπειδὴ θὰ περισσέψει ἣ ἀνομία, θὰ νεκρωθεῖ ἣ

ἀγάπη τῶν πολλῶν»“δ. Πολλοὺς ἐννοεῖ ὅσους ἐργάζονται

τὴν ἀνομία. ᾿Απὸ τὰ φυσικὰ λοιπὸν καλὰ ἔρχονται τὰ παρὰ φύση κακὰ μὲ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Διαβόλου.

86. ᾿Απέναντι σ᾽ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν γιὰ μᾶς δυὸ

σπουδαῖοι τρόποι ποὺ μᾶς βοηθᾶνε: ἣ ἀγωνιστικὴ πίεση

τοῦ ἑαυτοῦ μας - εἶναι δεῖγμα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ τούτη

ἡ βία - καὶ ἡ προσευχὴ᾽ δεῖγμα ταπείνωσης εἶναι ἣ προ-

σευχή. Ὅταν γνωρίζουμε καλὰ τὴν ἀρρώστια μας. τότε ἐπικαλούμαστε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι καὶ τὸ νὰ μὴν κρίνουμε τὸν πλησίον, τοῦτο μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία᾽ γιατί τὸ

μὴ κρίνειν εἶναι σημάδι ταπείνωσης. Τίποτα ἄλλο δὲν

φέρνει τόσο κοντὰ μας τὴ θεία βοήθεια ὅσο ἣ ταπείνωσῃ. Γιατί λέγει: «Δὲς τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὴν ταλαιπωρία

τοῦ ἀγώνα μου καὶ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου»΄, καὶ 607].

Ψωλμ. 24,18


163

«Δὲς τὴν ταπείνωσή μου καὶ λύτρωσέ με», δηλαδὴ ἀπὸ

τὸν ἐχθρὸ ποὺ μὲ πολεμάει καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀφροσύνη μου. Συμβάλλει πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ ἢ συναναστροφὴ μὲ ἐνάρετους - γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιμητικὸ ζῶο - καὶ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα ποὺ ἐρεθίζουν: ὅσο ἀπέχουν ἀπὸ τὰ μάτια, τόσο καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά. Γιατί μὲέσω αὐτῶν τῶν πραγμάτων

γίνεται στὴν ψυχή ἣ μνήμη τῶν αἰσθητῶν. Ὅμως ὁ ἀγώ-

νας μας εἶναι, νὰ ἀποσπάσουμε τὸ νοῦ ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν αἰσθητῶν, ὥστε ἀνάλαφρος νὰ πετάξει πρὸς τὸ νοητὸ ἥλιο καὶ νὰ καταυγαστεῖ ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἄρρητο κάλλος του. Γιατί παχαίνει ὁ νοῦς ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν αἰσθητῶν καὶ σέρνεται σ᾽ αὐτὰ καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κα-

τανόηση καὶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ νοητοῦ κάλλους" «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύει σὲ δυὸ ἀφεντικά»". Μὲ τὴ

συνήθεια οἱ ἄνθρωποι πραγματώνουν κάθε τέχνη καὶ μὲ ἐπιμονὴ καὶ μὲ ἀγώνα. 87. Μὲ τὸν ἀγώνα λοιπόν, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη. καὶ μὲ τὴν προσευχή, ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ταπείνωσῃη. καὶ μέ τὴν ἀποφυγὴ τῶν αἰσθητῶν καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ἀμελέστερων καὶ μὲ τὸ μὴ κρίνειν καὶ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ τὴ συναναστροφὴ τῶν ἐνάρετων καὶ μὲ ὑπακοὴ νὰ ἐργαστοῦμε τὴ σωτηρία μας. χωρὶς νὰ κρύβουμε τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη μας. [᾿ατί καθετὶ τὸ κρυφὸ εἶναι φαῦλο, ἐνῶ ὁτιδήποτε φανερώνεται εἶναι

φῶς". Τὸ φίδι δὲν γεννάει ὑπὸ τὸν ἥλιο, ἀλλὰ σὲ φωλιές.

Θεό. Καὶ γιὰ τὴν ὕλη. ἀφοῦ δὲν εἶναι προικισμένη μὲ τὸ νοῦς τοῦτο δὲν εἶναι κακὸ οὔτε κι αὐτὴ εἶναι κακή. -“ΟὍμως ὁ νοῦς, γινόμενος δυσκίνητος καὶ σκοτισμένος, χάνει τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κατὰ φύση ἀνάπτυς ἢ Καμιὰ ἀντίθεση δὲν ἔχει πρὸς τὴν ὕλη. Μὲ τὴ μνημὴ τοῦ Θεοῖ μεταμὸρ-

φώνει τὴν ἴδια τὴν ὕλη. 70. Μαωτύ. 0,24 71]. φεσ. 5.12


163

«Δὲς τὴν ταπείνωσή μου καὶ λύτρωσέ με»ὅ, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ποὺ μὲ πολεμάει καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν

ἀφροσύνη μου. Συμβάλλει πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ ἣ συναναστροφὴ μὲ ἐνάρετους - γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιμητικὸ

ζῶο - καὶ ἣ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα ποὺ ἐρεθίζουν: ὅσο ἀπέχουν ἀπὸ τὰ μάτια, τόσο καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά. Γιατί μὲέσω αὐτῶν τῶν πραγμάτων γίνεται στὴν ψυχή ἡ μνήμη τῶν αἰσθητῶν. Ὅμως ὁ ἀγώνας μας εἶναι, νὰ ἀποσπάσουμε τὸ νοῦ ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν

αἰσθητῶν, ὥστε ἀνάλαφρος νὰ πετάξει πρὸς τὸ νοητὸ ἧ-

λιο καὶ νὰ καταυγαστεῖ ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἄρρητο κάλλος του. Γιατί παχαίνει ὁ νοῦς ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν αἰσθητῶν καὶ σέρνεται σ᾽ αὐτὰ καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ νοητοῦ κάλλους" «Κα-

νεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύει σὲ δυὸ ἀφεντικά»". Μὲ τὴ

συνήθεια οἱ ἄνθρωποι πραγματώνουν κάθε τέχνη καὶ μὲ ἐπιμονὴ καὶ μὲ ἀγώνα. 87. Μὲ τὸν ἀγώνα λοιπόν, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη.

καὶ μὲ τὴν προσευχή. ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ταπείνωσῃη. καὶ

μέ τὴν ἀποφυγὴ τῶν αἰσθητῶν καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσῃη ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ἀμελέστερων καὶ μὲ τὸ μὴ κρίνειν

καὶ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ τὴ συναναστροφὴ τῶν ἐνάρετων καὶ μὲ ὑπακοὴ νὰ ἐργαστοῦμε τὴ σωτηρία μας, χωρὶς νὰ κρύβουμε τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη μας. [᾿ατί καθετὶ

τὸ κρυφὸ εἶναι φαῦλο, ἐνῶ ὁτιδήποτε φανερώνεται εἶναι φῶς". Τὸ φίδι δὲν γεννάει ὑπὸ τὸν ἥλιο, ἀλλὰ σὲ φωλιές,

Θεό. Καὶ γιὰ τὴν ὕλη, ἀφοῦ δὲν εἶναι προικισμένη μὲ τὸ νοῦ, τοῦτο δὲν εἶναι κακὸ οὔτε κι αὐτὴ εἶναι κακή. “Ὅμως ὁ νοῦς, γινόμενος δυσκίνητος καὶ σκοτισμένος, χάνει τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κατὰ φύση ἀνάπτυς ἢ Καμιὰ ἀντίθεση δὲν ἔχει πρὸς τὴν ὕλη. Μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ μεταμὸρ: φώνει τὴν ἴδια τὴν ὕλῃ. 70. Ματί). 6,24. 71]. Ἔφεσ. 5.12


165

μήτε σπόρος αὐξάνει ἂν μένει πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ ἂν εἶναι κρυμμένος κάτω στὴ γῆ. Ἔτσι καὶ οἱ πονηροὶ λογι-

σμοί, ὅταν δὲν φανερώνονται", καρποφοροῦν τὴ φθορά,

ἐνῶ οἱ ἀγαθοὶ τὴν αἰώνια ζωή. Μακάρι τούτη τὴν αἰώνια ζωὴ νὰ ἀξιωθοῦμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στὸν Πατέρα καὶ στὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ καὶ ὁμοούσιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ σ᾽ ὅλους τοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. ᾿Αμήν.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.