25.3.2012
Βόλτα με τον Σεμπαστιάν και την Αντιγόνη
|
1.
Κουμουνδούρου και Σατωβριάνδου. Αυτοκόλλητη ταμπέλα στα γεωργιανά πάνω σε μαύρη γυάλινη πόρτα. Δεν σε προσκαλεί να την ανοίξεις. Για την ακρίβεια δεν θα την άνοιγα ποτέ μου. Ο Σεμπαστιάν σίγουρος μπαίνει πρώτος. Διάδρομος με τραπέζια δεξιά αριστερά και μια περίεργη μουσική έρχεται από το βάθος. O όγκος του Σεμπαστιάν μπροστά μας, στερεί για λίγα δευτερόλεπτα την εικόνα που θα δικαιολογούσε αυτό που ακούγαμε. Βρίσκει τον φίλο του, προχωράει για να του εξηγήσει την παρουσία μας. Εικόνα. Ένας σκοτεινός διώροφος χώρος με ένα γραμμικό πατάρι να τον χαμηλώνει. Πολύχρωμα φωτορυθμικά χρωματίζουν κάθε επιφάνεια του δωματίου και γεωργιανή μπιτάτη μουσική να το γεμίζει. 2 μεγάλες γυναικοπαρέες γλεντάνε, χορεύουν και μιλάνε τσιριχτά. Κάνει κρύο εκεί μέσα αλλά παραγγέλνουμε μπύρα. Καθόμαστε σ’ένα τραπέζι κοντά στην είσοδο, μακριά από το γλέντι. Ο άνθρωπος μας είναι ο Σαγίντ. Είναι κούρδος και έχει 16 χρόνια στην Ελλάδα. Το μαγαζί ήταν παλιά δικό του με παραδοσιακά κουρδικά φαγητά αλλά τώρα το έδωσε σ’ έναν γεωργιανό. Δεν του αρέσουν καθόλου τα φαγητά τους, μας λέει. «Κάνουν κάτι περίεργα πράγματα. Αφήνουν το συκώτι από κοτόπουλο εκτός ψυγείου για 2 μέρες και μυρίζει πολύ άσχημα. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν αυτό!» και οι δυο τους επιμένουν να μην φάμε κάτι εδώ. «θα πάμε μετά στο μπαμπά γκουργκούρ. Εκεί είναι το φαγητό.» λέει ο Σεμπαστιάν και εκθειάζουμε για λίγη ώρα τα φαγητά της ανατολής. Στο βάθος το γλέντι συνεχίζει. Οι γυναίκες αλλόκοτα ντυμένες και ακόμη πιο αλλόκοτα χορεύουν. Δεν κουνάνε τον κορμό τους παρά μόνο τα άκρα τους. Τεντωμένα χέρια και βαθιά καθίσματα σε μπιτάτο εμβατηριακό ρυθμό. Φαίνεται σαν μια μεταμοντέρνα έκδοση παραδοσιακών ρώσικων χορών. Πεινάσαμε και φεύγουμε.
2.
Μάρνη. Τυπική σκοτεινή στοά. Κόσμος στατικός παρά περαστικός. Τις άλλες φορές που περνούσα από εδώ ήμουν σφιγμένη, πολύ. Ο Σεμπαστιάν μπροστά. Σε λίγο αρχίζει να χαιρετά τον κόσμο. Έξω και μέσα στο μαγαζί μόνο άντρες. Είναι η δεύτερη φορά που μπαίνουμε σε κουρδικό εστιατόριο με την Αντιγόνη. Τυπική διάταξη. Είσοδος και στα δεξιά ο πάγκος με τα μαγειρευτά, αριστερά τραπέζια, στο βάθος σκάλα για το μικρό πατάρι. Παραγγέλνουμε, με άνεση πια, το κίτρινο ρύζι με κομμάτια κοτόπουλου και κάτι καινούριο, το ‘ταψί’, που μοιάζει μπριάμ με κιμά. Στο πατάρι, τραπέζι για τέσσερεις και ο άνθρωπός μας είναι ο Umid. Το όνομά του σημαίνει, λέει, ευκαιρία. Έχει και ελληνικό όνομα. Άρης. Ο Σεμπαστιάν τον πειράζει πως είναι ερωτευμένος και αναστενάζει πως τους φάγανε οι Ελληνίδες! Έρχεται το φαγητό και το ξινόγαλά μου σε πλαστικό μπουκαλάκι νερού. Το φαγητό είναι βαρύ και το ξινόγαλα μάλλον κακή ιδέα γιατί θα με νυστάξει. Ο Σεμπαστιάν μας λέει πως αυτά τα μαγειρευτά είναι για μεσημέρι και το ξινόγαλα μόλις το πιεί θέλει να ξαπλώσει. Εκείνος έχει πάρει κεμπάπ και τα μοιραζόμαστε. Οι μεγάλες στρογγυλές πίτες είναι τα πιάτα μας. Με την Αντιγόνη παλεύουμε να μην γίνουμε χάλια αλλά σίγουρα δεν τα καταφέρνουμε. Ευτυχώς δε φαίνεται να μας παρεξηγούν. Τυπική είναι και η διακόσμηση αλλά κάπως πιο δύσκολη να την αποκωδικοποιήσεις. Μου παίρνει χρόνο και φυσικά ζητάω βοήθεια για να καταλάβω τις επιγραφές με τα καλλιγραφικά γράμματα, τα πρόσωπα μέσα στις κορνίζες και την περίεργη γλυπτική κατασκευή που ακουμπά στον διώροφο τοίχο. Είναι μια αναπαράσταση γης και καταλυμάτων σε ξερό τοπίο και οάσεις. Χρώματα σε κόκκινο, πορτοκαλί και γαλάζιο αλλά κάπως μουντά και μακρινά απ’ τα δικά μας τοπία. Είναι έργο ενός κούρδου που φημίζεται για αυτές τις κατασκευές. Μου υποδεικνύουν ότι κανονικά, τρέχει νερό σ’ όλη την επιφάνεια της που καταλήγει σε λίμνη με ψάρια στη βάση της.
[baba gurgur: ο πατέρας της φωτιάς/ περιοχή κοιτασμάτων πετρελαίου, Κουρδιστάν/ αιώνια φωτιά]
Στην τηλεόραση ένα τούρκικο κανάλι με μουσικά βίντεο κλιπ και όμορφες μελαχρινές που αυτή τη φορά ο χορός τους μας είναι οικείος. Εκθειάζουμε για λίγο τις γυναίκες της ανατολής. Τον ρωτάω γιατί στο μαγαζί έχει μόνο άντρες και λέει πως έτυχε. «Έρχονται και γυναίκες αλλά πιο νωρίς.» Στα μαγειρεία όμως δουλεύουν άντρες, γιατί είναι βαριά δουλειά για τόσο μεγάλες ποσότητες. Οι γυναίκες είναι για τα πιο ιδιαίτερα φαγητά. Μαγειρεύουν στο σπίτι. Μιλάμε για το μεταξουργείο και την εγκληματικότητα. «Μια φορά είχα ρωτήσει έναν Αλγερινό, μικρό παιδί, τι ήρθε να κάνει στην Ελλάδα. Δεν ήξερε. Δεν βλέπουν κάτι στο μέλλον. Και γι’ αυτό κλέβουν», λέει ο Umid. «Θυμάμαι όταν είχα έρθει εγώ στην Ελλάδα δεν είχα φάει για 3 μέρες. Αλλά δεν ζήτησα από κανέναν και δεν έκλεψα ποτέ». Δεν μπορούμε να το κάνουμε εμείς αυτό, συμπληρώνει ο Σεμπαστιάν, δεν είναι στο χαρακτήρα μας. Συζητάμε για λίγη ώρα την ανικανότητα της αστυνομίας. Βαρύ φαγητό, βαριά ψυχολογία και λέμε να πάμε για καφέ. Δεν διανοούμαστε να πληρώσουμε. «Μην βάζεις το χέρι στην τσέπη! Είναι ντροπή εδώ μέσα! Είμαι άντρας, εγώ πληρώνω!» λέει ο Σεμπαστιάν. Χαιρετάμε και φεύγουμε.
3.
Στο δρόμο αποφασίζουμε να πάμε για κόκκινη μπύρα. Ηπείρου και Μιχαήλ Βόδα, ουκρανικό εστιατόριο, πεζόδρομος, παρκινγκ. Καθόμαστε στα τραπέζια του μικρού πεζοδρόμου. Ο Σεμπαστιάν μας ρωτάει αν έχουμε ξαναπιεί κόκκινη μπύρα και με σιγουριά απαντάμε ναι. Γελάει και παραγγέλνουμε τρεις κόκκινες μπύρες βαρέλι. Η σερβιτόρα είναι Ουκρανή. Είναι ευγενική και χαμογελαστή. Ο Σεμπαστιάν τις μιλά για λίγο και ξαφνικά, όλο ενθουσιασμό, της λέει «πάχυνες εσύ ε;». Κατευθείαν εγώ και η Αντιγόνη τον μαλώνουμε πως δεν πρέπει να τα λένε αυτά στις κοπέλες! Εκείνη δε φαίνεται να την πειράζει. Σε λίγο, επιστρέφει με τρεις φούξια μπύρες στο δίσκο. Με την Αντιγόνη κοιταζόμαστε και βάζουμε τα γέλια. Δοκιμάζουμε. Λέμε πως είναι απλά Άμστελ με γρεναδίνη. Σα παιδικό σιρόπι. Απ’τους τρεις μας μόνο εγώ φαίνεται να την απολαμβάνω. Με κοιτάνε απορημένοι.
Ο Σεμπαστιάν είναι μεγαλόσωμος και γλυκός. Έχει για μπρελόκ τον ήρωα του Shrek. Είναι δώρο από μια κοπέλα που είχε βοηθήσει ένα βράδυ σ’ έναν τσακωμό. Του λέω ότι του μοιάζει και γελάει. Ποιόν κοροϊδεύεις λοιπόν; Σε λένε Σεμπαστιάν, είσαι από το Κουρδιστάν και έχεις μαγαζί που το λένε «ο Αιγύπτιος»;
Σήμερα ένοιωσα τουρίστας στη χώρα μου. Ένοιωσα αφελής και καλοθρεμμένη. Και δεν είναι κακό. Απλά άδικο.