chouervos@gmail.com http://brockenmoons.wordpress.com
O ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ Εμφανίστηκε από το πουθενά μα όλοι καρτερούσανε τη σκοτεινή κουβέρτα της ψυχής τους να τινάξει Είχε δυο χέρια πολλά μάτια ένα μάτι μια σιωπή με κίτρινα δόντια κι ένα υπόκωφο γρύλλισμα από μέσα Περπατούσε με το κεφάλι ψηλά με τα χέρια ψηλά με τα πόδια ψηλά στα σύννεφα περπατούσε και κάτω έβρεχε νεκρά πουλιά
3
Ο ΦΑΚΟΣ Πήρα ένα φακό – σκεπάρνι και σκάβω τις σκοτεινές μου μέρες ανακαλύπτοντας τα χρωμοφόρα κύτταρα του χρόνου Κάθε μέρα και μια συντριβή Μια συντριβή της καθημερινότητας
4
ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ Από μικρός έμαθα να παίζω με τα γράμματα, αλλά πάντα δυσκολευόμουνα να τα τοποθετώ στο σωστό τους ράφι. Μάλιστα, αφού δεν άκουσα ποτέ την πόρτα να τρίζει, είχα σχεδόν πεισθεί ότι το κοινόχρηστο συρτάρι ήταν από καιρό παραβιασμένο και ο δολοφόνος είχε πλέον ξεχαστεί. Ώσπου μια μέρα, θυμούμενος τη παιδική μου ταραχή, τοποθέτησα το άλφα τονούμενο πίσω από τα μεγάλα ο Και τότε άρχισε να φυσάει ένας διαολεμένος αέρας που ξερίζωνε τα ποτάμια, έσπαγε τα φεγγάρια, οι άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι στην κουβέρτα τους να πνιγούν, κι εγώ έπρεπε πάλι με δυσκολία να ξεχάσω να τοποθετώ τα γράμματα στο σωστό τους ράφι
5
ΔΙΑΦΥΓΗ Βγήκα σε ένα άλλο κλουβί Στενάχωρο Δίχως έξοδο κινδύνου Έχτισα μια έξοδο κινδύνου Την έσπασα Δραπέτευσα σε ένα άλλο κλουβί
6
Στο μεταξύ πρόλαβα κι έζησα (με τα σπασμένα φεγγάρια)
ΤΟ ΧΑΜOΓΕΛΟ Μ’ αστραφτερό χαμόγελο κοιτάξαμε τον κρότο του φεγγαριού καθώς έσπαγε Αφελείς και αβοήθητοι ριχτήκαμε στην ελπίδα ότι φιλιώσαμε με τη λάμψη Μα σαν πέφτανε τα κομμάτια του φεγγαριού όλα στο ίδιο σημείο του καθενός εκεί που έκαιγε εκεί που έκαιγε και γύρναγες να κοιτάξεις σ’ εκείνο το μαύρο σημείο δε μπορούσε δεν άντεχε ο χρόνος
7
Η ΠΕΡIΟΔΟΣ Μαύρη τζαζ, κίτρινη συντροφιά με γυάλινο δέρμα Είδα τον εαυτό μου πάλι στο πάτωμα να με κοιτάζει και ήμουνα η σκιά του
8
Του είπα δεν πειράζει, είναι αυτή η γαμημένη η περίοδος με τα σπασμένα φεγγάρια
ΤΟ ΣΥΝAΧΙ Φταρνίστηκε ο Ήλιος η Γη δονήθηκε συθέμελα Τινάχτηκαν τα βουνά, τρυπήσανε τα σύννεφα Το χιόνι, τα νερά, το παγωμένο γάλα καρφώθηκαν στον ουρανό Κι ύστερα πέσανε όλα στη θέση τους Κάθε πέτρα, κάθε σταγόνα, κάθε λέξη Κι οι άνθρωποι φαινομενικά επιζώντες, εκείνο το κόκκινο ΚΡΆΚ! βαθιά μές στη ψυχή τους αναρωτιούνται αν τ’ άκουσαν ή αν πονάει Κανείς δε ζήτησε συγνώμη
9
ΦΥΤΡΩΝΟΥΝ ΔΕΝΤΡΑ Δάση που καίνε τις νύχτες Νύχτες που καίγονται οι μέρες Λουλούδια γαντζωμένα στα σύννεφα Δίχτυα καρφωμένα στο χώμα
10
Φυτρώνουν δέντρα σαρκοβόρα Αμολάνε τους σιδερένιους τους καρπούς Σε όποιο τάφο κι αν κρυφτώ με βρίσκουνε Καρφώνουνε τα μάτια Την καρδιά μου καίνε
H ΦΕΓΓΑΡOΣΟΥΠΑ Όταν έτρωγα σκοτάδια ήσουν ο Ήλιος και τώρα που σωριάστηκα στα χώματα σκασμένος έγινες ένα χάρτινο φλιτζάνι γεμάτο αίμα Κι εγώ γινόμουν ολοένα και περισσότερο εκείνο το μικρό παιδί με τα σιδερένια μάτια το στεγνό παιδί με τη χάρτινη βάρκα το μαύρο παιδί στα ρημαγμένα λατομεία Εκεί που σε φίλεψα ζεστό φεγγάρι σε ξύλινη γαβάθα Βούτηξες τα δάχτυλα μέσα κι είπες «Αυτή η θάλασσα δεν είναι το φεγγάρι» Αλλά δεν είχαμε δεύτερο πιάτο κι εδώ στα ρημαγμένα λατομεία ζεστό το τρώμε το φεγγάρι
11
Η ΠΕΤΑΛΟYΔΑ Βρίσκομαι – λέει η ματωμένη πεταλούδα – στη κοιλιά, στα σπλάχνα μέσα του Κτήνους Μα δεν είμαι με τα μασημένα κρέατα των ονείρων
12
Όχι! Μικρόβιο είμαι και θα με ξεράσει
Ο ΕΛEΦΑΝΤΑΣ Καθώς έφθασα επιτέλους σπίτι, τράβηξα την προβοσκίδα του ελέφαντα στην είσοδο Μου άνοιξε, κι όταν μπήκα, ένα σωρό κόσμος αναμασούσε το βόμβο των λέξεων πάνω στις ματωμένες πανοπλίες -Μα τι γίνεται εδώ, φώναξα έξαλλος, στο σπίτι μου δεν κατοικούν ελέφαντες!
13
ΤΟ ΠΙΑΝΟ Έπεσε ένα πιάνο από τον δεκατοτρίτο όροφο. Το παράξενο δεν είναι ότι δεν ακούστηκε ο κρότος της συντριβής, αφού καθώς έπεφτε, άρχισε να παίζει μιαν ανάλαφρη μελωδία και να λικνίζεται σα φύλλο φθινοπώρου, κι ύστερα να πεταρίζει σα πεταλουδίτσα, ώσπου πάει, χάθηκε στον ορίζοντα και κανείς δεν το είδε.
14
Το παράξενο είναι ότι οι άνθρωποι ζούσαν σε υπόγεια κάτω από τον ουρανό, κι εκεί μέσα στη σκοτεινιά, σφίγγανε ο ένας το μαχαίρι του άλλου και τρέμανε κάποια κόλαση που τους είπαν πως υπάρχει από πάνω.
ΟΙ ΚAΔΟΙ Μια παράξενη συνήθεια έχει σκεπάσει την πόλη Οι άνθρωποι ψάχνουν τα σκουπίδια Κοντοστέκονται στους κάδους Βουτάνε τα χέρια τους στη γλίτσα Σκύβουν μέσα, πέφτουν μέσα στους κάδους Οι κάδοι ξεχείλισαν ανθρώπους Οι δρόμοι ξεχείλισαν κάδους Τα σπίτια ξεχείλισαν δρόμους Σκύβουν οι άνθρωποι στους κάδους Χώνουν τα χέρια τους στη γλίτσα Κόβουν τα μάτια τους σε ανάποδους καθρέπτες
15
ΤΟ ΝΑΥAΓΙΟ ΠΒΒΒ! ΠΒΒΒ! Σαλπάρισε το ναυάγιο κι είμαστε όλοι επιβάτες Κι οι χιλιάδες νεκροί που σώθηκαν στις σκουριασμένες βάρκες
16
Και το λευκό πουλί στη μαύρη κηλίδα με το κίτρινο μάτι που δεν πιάνει σκουριά Κι εμείς τα γυάλινα καβούρια του βυθού πλαγιοβατώντας σέρνουμε τους ναυαγούς τις νύχτες χωρίς φειδώ, χωρίς ντροπή ως την αυγή τους πάμε
ΤΟ ΜΑYΡΟ ΠΑΝI Όλοι είδαμε το μαύρο πανί να χάνεται στον ορίζοντα Τώρα πια δεν ήτανε καθόλου μαύρο σε αντίθεση με τον Ήλιο και το αβάσταχτο πουλί που έσταζε σαν το πετρέλαιο μέσα από τα δάχτυλά μου Η Γη στριφογύριζε κάθε βροχερή μέρα σαν το ορφανό κουτάβι στη στεγνή του φωλιά Τα λουλούδια έγερναν ταπεινωμένα στα χαλίκια Οι κάτοικοι κουβαλούσαν το πτώμα μου στην πρωινή τους πομπή Κι εγώ τους φώναζα από τον έξω τόπο -Γεννήστε με πρώτα! -Γεννήστε με πρώτα!
17
ΤΟ ΚΑΦΕΝΕIΟ «Η ΕΛΛΑΣ» Η νύχτα μου έπεσε τραχιά σαν ξεραμένη λάσπη στη μπότα Λένε πως είμαι μόνος στο καφενείο «Η Ελλάς» αλλά είναι κι λαίδη Κίτρινη και το τροχιοδεικτικό πουλί σκαλώνει τα νύχια του στα σίδερα
18
Λένε πως είμαι έρημος στο καφενείο «Η Ελλάς» αλλά η ερημιά είναι μουγκή κι εγώ ακούγομαι στους έξω τόπους Λένε πως βρίσκομαι στο καφενείο «Η Ελλάς» αλλά δε βρίσκομαι καθόλου εκεί
Ο ΣΕΡΒΙΤOΡΟΣ Μετά από τόση ώρα δρόμο, σταμάτησα σε ένα ρημαγμένο καφενείο να ξαποστάσω. Με πλησίασε ο σερβιτόρος με τη σιδερένια γλώσσα. -Έχουμε κουρέλι, ματωμένο στα κάρβουνα ανακοίνωσε με ύφος αιωνόβιου δένδρου. Ο καθρέπτης ήταν άδειος. Με κυρίευσε ένα αίσθημα ανασφάλειας. -Μήπως είδατε που άφησα το αμάξι μου; ρώτησα ταραγμένος. -Δεν υπάρχουνε νεκροί και ζωντανοί εδώ, στο χρόνο του απολεσθέντα τόπου. Μονάχα εμείς οι δυο, τα Τέρατα! είπε ο πράσινος δαίμονας και με σέρβιρε στο άδειο τραπέζι.
19
ΤIΠΟΤΑ Ο ένας πλάι στον άλλον μέσα στο ζεστό χώμα Το πτώμα σου κόχλαζε σαν τον πράσινο χυλό που έβραζες τη νύχτα με τα σιδερένια δόντια
20
Τα κόκαλά σου τινάζονταν κάρφωναν το φεγγάρι Φώναζες «Τα θέλω όλα αυτά που δεν υπάρχουν» Εγώ δεν είδα δεν άκουσα δεν έμαθα τίποτα
ΟΙ ΠEΤΡΕΣ Γιατί τώρα πια ο μαύρος ο πηχτός ο Ήλιος ήτανε στις πέτρες και δεν ήταν στο μυαλό μου Και οι πέτρες ήσουνα εσύ Οι πέτρες που κλωτσούσα στο ακυβέρνητο κελί μου
21
ΑΠΟΦΩΝΗΣΗ Κάτι τέτοια μου λεγε εκείνο το βράδυ, ύστερα κατάλαβα ότι είχε και τα πέντε στόματα κλειστά, σφραγισμένα με ένα γαλάζιο μεταλλικό λαμπύρισμα, γιατί αλίμονο αν δραπέτευε το μαύρο πουλί που τίναζε από μέσα τα φτερά του, τι θα λέγαμε τότε στον κόσμο;
22
Έλεγαν εκείνη την εποχή για την πόλη μας, ότι δήθεν είχε κορεστεί, εκατομμύρια άνθρωποι μοιράζονταν την ίδια σιωπή, χιλιάδες δρόμοι και δρομάκια σκοτεινιασμένα που δεν οδηγούσαν πουθενά, εγώ αντιθέτως γνώριζα μόνο τρείς δρόμους, που έπαιρνα κάθε βράδυ και με οδηγούσαν στο νεκροταφείο όπου ανασταινόμουν, ερχόταν ύστερα στον ύπνο μου ένα τεράστιο κύμα και τα έπνιγε όλα, με έβρισκε ο ήλιος το πρωί νεκρό, μέσα στο ίδιο αναστάσιμο σώμα.
Σκεφτόμουν πως έπρεπε να κάνω μια καινούργια αρχή, αλλά είχα πέντε στόματα να θρέψω και δεν είχα χρόνο, είχα μια ολόκληρη ζωή μπροστά μου, και στην πραγματικότητα δεν είχα κάτι για να αλλάξω, όμως είναι καλύτερη η κόλαση που δραπετεύεις από τον παράδεισο των δεσμοφυλάκων, κι αυτός ήταν ένας κόσμος μαλακός, φτιαγμένος από ένα άυλο υγρό που έσταζε τις κόκκινες και μαύρες κηλίδες του στο χρόνο, εμείς δε ματώναμε, κι ίσως να είναι καλύτερα έτσι, γιατί αν γνωρίζαμε αυτά που μας συμβαίνουν, τότε τι νόημα θα είχε το μέλλον;
23
Η ΕΠIΣΚΕΨΗ Όταν – γυμνός πια και φορτωμένος με όλα τα σκουριασμένα κόκαλα που μάζεψε στο διάβα του – ολοκλήρωσε την επίσκεψη,
24
σήκωσε τα μάτια του τίναξε τα φτερά του και ξεκίνησε να στριφογυρνάει μέσα στον τάφο του Πέρα, στο χώμα των ανθρώπων στο ξεραμένο αποτύπωμα της λάσπης βρήκαν επιτέλους το αίνιγμα που τους κρατούσε ζωντανούς Κι όλα τα νεκρά πουλιά στην παγωμένη θάλασσα ήτανε λόγια άγνωστα ακόμα