Κάτι άλλο συμβαίνει μέσα στη Νύχτα ο χρόνος στέκεται επιτέλους στα Φτερά του πετάει μιαν ανεμόσκαλα στον Ουρανό κι απορροφά την σιωπή των Άστρων
ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ Την ίδια νύχτα ο χρόνος ήταν το χώμα στο ποτηροδρόμιο της καθημερινής μου σκουριάς μια τεράστια χρονιά πάσχιζε να εκρεύσει από μέσα με είχε κυκλώσει ένα αίνιγμα που θα με πετούσε ψηλά πιο πάνω από το φως κι ακόμα πιο ψηλά πιο κάτω από το σκοτάδι όταν ξαφνικά συνέβη εκείνο που για κάποια δυσνόητη αιτία δε γνωρίζω ότι συμβαίνει κάθε φορά: σε μιαν ακαθόριστη στιγμή ξεκρεμάστηκε από τη νύχτα το φεγγάρι κατρακύλησε διασχίζοντας με κρότο τη βουνοπλαγιά κι έπεσε με έναν κολοσσιαίο παφλασμό μέσα στη θάλασσα σκορπίζοντας ακαριαία αμέτρητες φωτοσταλίδες παντού
4
Με δυσκολία κατάφερα να κρατηθώ από το ποτήρι μου Έκανα σα να μη συνέβησε τίποτα Οι νεκροί μέσα μας συνέχισαν τη σκόνη κάποιας άλλης ζωής
5
ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ Ένα – ένα τα φτερά της αρετής μου γεμίζουν μαύρα στίγματα σαπίζουνε και πέφτουν Σου μιλάω από το χώμα Εξόριστος στο χρόνο του πραγματικού σκάβω ορύγματα φανταστικότητας Οι υπόγειες διαδρομές διακατέχονται από μια ταχύτητα ασύλληπτη Αναδυόμενος καπνός στη νήσο του ορίζοντα Θρυμματισμένα σύννεφα Θραύσματα επαναλήψεων Όταν προσπέρασα με το υπερηχητικό μου σθένος μόλις που πρόλαβα να διακρίνω τη δικιά σου ξέφρενη και διαρκή απόδραση Ηδονή αναπάντεχο μυστικό Στιγμιότυπο αγάλματος στο βάθρο της πτώσης Σπασμένο δοχείο γεμάτο ροή Το σκοτεινό κατακάθι του χρόνου που πέφτει
6
Η απόσταση ανάμεσα στο βήμα και το βλέμμα μου είναι ένα τοπίο ανεξιχνίαστο Τα φωτοβολταϊκά μου πόδια αποκαλύπτουν μόνο το τεντωμένο σύρμα του παρόντος Απροσπέλαστα άκρα εικάζουν απαντήσεις Αλήθεια αδέσποτο σχήμα ανύπαρκτου τέλους Η απορία είναι η γνώση Η μάθηση ηδονή Πάντοτε η νύχτα επιστρέφει κι έτσι θα προλάβω να ζήσω όλους εκείνους τους θανάτους μου που με τόση φροντίδα αμέλησα και μερικές αναστάσεις ακόμα
7
ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΜΕΡΕΣ Να είσαι καλό παιδί Μη μιλάς πολύ Άσε το χώμα να ψάχνει το βήμα σου Μην κοιτάς ποτέ τον Ήλιο στα μάτια Ρώτησε τα πουλιά που γύρισαν από το δειλινό Υπάρχει ένας γκρεμός στην άκρη της νύχτας που οδηγεί κατευθείαν στον ουρανό Η πρώτη μου πτήση ήταν μια πτώση Τσακίστηκα στο χώμα κι ας είχε τόση κόλαση από κάτω Η θάλασσα είναι ένα παρατημένο κέντημα που κληρονόμησα Λείπουν τα νησιά και το νερό Το αλάτι μας καίει τα μάτια Η αγάπη είναι το άρωμα των καθημερινών μας σκουπιδιών Κατέβηκα μια νύχτα και πέταξα μαζί τους Οι άνθρωποι είναι τα δέντρα του δάσους μου Καμιά φορά ζωντανή εστία σε μαύρο πυρπολημένο χώμα κι άλλοτε προσάναμμα σε φλόγες λουλουδιών 8
Υπάρχω όταν σε βλέπω Είμαι τυφλός και αφουγκράζομαι το φως με το τρίτο μου χέρι Ψηλαφίζω το χρόνο με τα δάχτυλα του νου Υπάρχω όταν με βλέπεις Τις υπόλοιπες μέρες αναζητώντας πάντοτε την ασάφεια οποιασδήποτε εξήγησης συλλέγω με υπομονή το υλικό του επερχόμενου
9
ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ Κουβαλώντας το γυάλινο πορτοκάλι Το χθεσινό δέρμα που αφήνει ο Ήλιος στη ράχη της νύχτας Πνιγμένος μέσα στη θάλασσα της δικιάς του λάμψης Σκοτεινιάζει το δωμάτιο με το σπασμένο ρολόι Κρεμάει το σχισμένο ρούχο του στον Ουρανό Στάζει πέτρες το Φεγγάρι Στο κόκκινο σύρμα που μας χωρίζει μας ενώνει πάλλεται Και δε στεγνώνει ποτέ αυτή η μουσική Φωτοραγόντας σε κατάσταση αναμονής του απροσδόκητου Όμορφοι λάμπουν μακριά πυρπολημένοι 10
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Αιχμάλωτες μέρες Τροχιοδεικτικά πουλιά καταδίωκαν έναν ήλιο αναποδογυρισμένο Ένα σκεύος δίχως λέξεις γεμάτο κενό Άπατο σαν τη νύχτα Με ένα μηχανισμό ακατάληπτο Τα νεκρά του μάτια έβγαζαν κάτι σπινθήρες ηλεκτρικούς κι ένα σχήμα αποκλειστικά για τον καθένα Άλλοι πέφτανε μέσα Μισοί στο φως μισοί μες στο σκοτάδι Άλλοι δεν πέφτανε ποτέ Κανένας δε μιλούσε για την παγωνιά Είχαν αφήσει τις αποσκευές τους σε ένα τρένο ξεχασμένο -Είναι το κρύο, τους έλεγα, είναι η παγωνιά -Όχι, μου λέγανε, είναι το Καλοκαίρι
11
Ο ΚΑΦΕΣ m.
Σήμερα το απόγεμα, όπως το συνηθίζω τον τελευταίο καιρό, είχα ραντεβού στο καφενείο με το φίλο μου και ποιητή Μίλτο Σαχτούρη. Παραγγείλαμε καφέ, εγώ διπλό εσπρέσσο κι αυτός ελληνικό. Έπαιζε μια σκοτεινή, δαιμονισμένη trip-hop σαν τον άνεμο που έγδερνε απέξω τα πεζοδρόμια. «Εγώ έφερα ένα δάσος» μου είπε. Έβγαλα τότε το παλτό μου κι από μέσα πετάχτηκε ένα μαύρο πουλί, τίναξε τις σκοτεινές του τις φτερούγες κι ύστερα χάθηκε μέσα στο δάσος. «Είμαι ανθρωποφάγος» του εξήγησα, «δίχως αυτούς λιμοκτονώ». Κι έτσι πίναμε τους καφέδες μας, καπνίζαμε δίχως να λέμε πολλά, η σκέψη μου είχε χαθεί στα καινούργια λουλούδια, «μην τα πνίγεις με τόσο νερό» με είχαν συμβουλέψει, όταν ξαφνικά η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει να χτυπάει δυνατά, να στριφογυρίζει, να γρυλίζει ταραγμένη. «Μη φοβάσαι» την καθησύχασα, «πέσανε τα σκοτάδια».
12
Μπήκες τότε εσύ κρατώντας ένα χρυσό δίσκο, απάνω ήταν τα μάτια σου δυο ανάστροφα φεγγάρια, δυο θάλασσες γεμάτες φως. Άδειασα το νερό μου μέσα. «Αυτό το λουλούδι», είπα, «να το προσέχεις, το ένα του πέταλο είναι η καρδιά μου». Κι αυτή η στιγμή δεν τελείωνε ποτέ, γιατί στην πραγματικότητα* βέβαια εσύ δεν υπήρχες, όπως ούτε κι εγώ. Μονάχα ο Σαχτούρης έπινε τους καφέδες σου κάπνιζε τα δάση μου.
* Στην πραγματικότητα κόντευε να ξημερώσει υπέροχα φρικιά χοροπηδούσαν μεθυσμένα κι εγώ ναυαγισμένος στο μπαρ ψέλλιζα μια σαχλαμαρίτσα του στυλ: Να εκτιμάς αυτά που έχεις γιατί αυτά που δεν έχεις είναι ανεκτίμητα.
13
ΕΛΕΝΗ Greg.
Σου είπα είναι Μαύρη Όχι μου είπες είναι Μαύρη η πέτρα που σπάζει στην καρδιά σου είπα είναι Ουρανός Όχι μου είπες είναι Ουρανός Τις θάλασσες που κρέμονται στα μάτια της διέσχισαν αγάλματα περήφανα ναυαγισμένα κι όταν σκοτείνιασε κοκάλινο φεγγάρι σου είπα είναι η Ελένη Όχι μου είπες είναι η Ελένη τώρα βυζαίνει τ’ άστρα κι εμείς που πίνουμε κρυφά το δάκρυ
14
ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ
Hlk.
Απόψε ο ουρανός έχει το χρώμα των ματιών σου Παγιδευμένος σε έναν αόρατο κίτρινο μηχανισμό στη θάλασσα των ναυαγών σκοτεινιασμένος Η φωτιά μέσα μου τυφλώνει τη νύχτα Αλλά πάντοτε έτσι εμείς οι επιζώντες περπατάμε Ημιτελείς Ελλειπτικοί Διαμελισμένοι Από ανάγκη Από κενά σχηματισμένοι Κι εγώ σε κάποιον άφησα τα δάση μου Κι εσύ που μ’ άφησες σε τούτο το κυκλωτικό πεδίο Γιατί φεύγεις λοιπόν; Πού και Πώς να σταθώ σ’ αυτό το πεινασμένο χώμα; 15
Ο ΣΚΥΛΟΣ K.
Οδηγούσα το μικρό μου μαύρο αυτοκίνητο σταματημένο σε μια γωνιά του χρόνου Οδηγούσα το μεγάλο άσπρο μου αυτοκίνητο μέσα σε ένα μαύρο σπίτι Χτύπησε το άσπρο τηλέφωνο Ο μαύρος σκύλος σου είναι νεκρός! είπε η άσπρη φωνή Αυτός που τόσα χρόνια έγλυφε τις νύχτες τον ιδρώτα σου Tα μεσημέρια σου έριχνε σκιά στα μάτια με το κέδρινο τσιμπούρι σφηνωμένο στα μηνίγγια του και έναν κορμό αθάνατου κρεμασμένο από τον ουρανό να τονε σημαδεύει ώσπου έπεσε και σε κάρφωσε κατάμαυρα
16
και τώρα κλαίει γελάει ξεκαρδίζεται ο άσπρος σκύλος
ΤΑ ΔΑΣΗ Ντουλάπας 2004
Άκουσα τα λόγια σου Σαν πυρωμένο σίδερο στο χιόνι Μα εσύ δε μιλούσες καν Κρατούσες μόνο ένα ποτήρι κι έφτυνες λέξεις στο πάτωμα Πόσες φορές δεν είπαμε τίποτα και πόσες φορές δεν τα είπαμε όλα Πόσες φορές στάθηκες πλάι μου την ώρα που γεννούσα μέσα στη λάσπη στα αποτσίγαρα Αν ήμασταν άνθρωποι θα περπατούσαμε και θα πλησίαζε ο ένας στον άλλον Αν ήμασταν δέντρα από τον ίδιο αέρα θα κυμάτιζαν οι φυλλωσιές μας σαν τις φεγγαρόλουστες σπηλιάδες Αλλά είμαστε δάση και σίδερα τσαλακωμένα απότομες ευθείες και σπασμένα μπουκάλια από το κύμα σμιλεμένα Βράχοι στον ουρανό κρεμασμένοι Είμαστε Δάση Είμαστε Δάση Είμαστε Δάση
17
ΤΟ ΔΩΡΟ Ήμουν άνθρωπος με τα κλαδιά τα φύλλα το δροσερό χώμα Ένας κήπος χόρευε Είχα ένα φίλο γεμάτο σάρκα θα περπατούσε ολόκληρη τη γη κι όλο σκάλωνε, σκόνταφτε στα σύννεφα στη σκοτεινή του τη βροχή Είχα κι έναν άλλον σιωπηλό σχεδόν διάφανο Όταν πλησίαζες νερά σκεπάζανε τον ουρανό Χτύπαγε ξάφνου το φεγγάρι “Εγώ!” φώναζε κι ήτανε δώρο
18
ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ Είμαι το φως που βρίσκεις όταν χάνεις το δρόμο σου Είσαι το φως που καθρεπτίζω όταν βρίσκω το δρόμο μου Θυμάμαι παιδιά τρίβαμε τις πυγολαμπίδες στα δάχτυλα Κι ήταν άφθονα εκείνη την εποχή τα θαύματα Και τώρα που περάσαμε στην άλλη όχθη σιγουρεύτηκες Ναι! Το φως ήταν Φωτιά Εμείς καιγόμαστε
19
ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ Τη νύχτα γκρεμίζονταν μια αλήθεια, ύστερα τη μέρα ένα ψέμα. Κι αυτό το παιχνίδι δεν άλλαζε ποτέ, άλλαζε ο ουρανός, το χώμα, τα νερά αλλάζανε κι οι τοίχοι, αλλά έβγαινες πάντα νικητής ή χαμένος. Κι η εσωτερική δίνη που σε ρούφαγε, όταν έλλειπε τη λαχταρούσες, κι όταν ήταν εκεί έτρεχες σαν τα ποτάμια. Απόψε η συννεφιά είναι γεμάτη αναμνήσεις που ακόμα κι αν είναι δικές σου, ανήκουν σε άλλους ανθρώπους, όπως τότε που σε πλησίασα αθόρυβα και σε άγγιξα στη πλάτη, «Δεν είσαι εσύ» είπα και κρύφτηκα στα δέντρα. “Είμαστε λένε βράχια, εύθρυπτα βουνά κι άγριες λαμαρίνες Εμείς είμαστε δάση!” 'Ή όπως την άλλη φορά που με γλίτωσες, είχα σκαλώσει σε ένα καρφί σφηνωμένο μέχρι την κόλαση, μόνο εγώ σε άκουσα την ώρα που έλυνες τα σκοινιά, τρέχαμε και δεν πρόλαβα να σε ευχαριστήσω, έκανες το καθήκον σου. “Ερχόμαστε, φεύγουμε, ή έτσι νομίζουμε. Τα πουλιά μας βλέπουν που γυρνάμε γύρω-γύρω”
20
Κι ύστερα χθες πίστεψες πως με βρήκες, κι εγώ σε αγαπώ, όταν το ξεχνάω συντρίβομαι ή νιώθω ξένος. Εξάλλου εκείνη η στιγμή ήταν μαγική, δεν είχαμε λέξεις και κουνήσαμε τα χέρια, κάποιοι που μας είδαν είπαν πως αγκαλιαστήκαμε. “Αυτοί που στηρίχθηκαν σε ετοιμόρροπα σκοτάδια αντίκρισαν μια λάμψη καθόλου πραγματική Είμαστε φωτομανείς, ουρλιάζανε αμίλητοι, τα αστέρια στο σκοτάδι μόνο λάμπουν” Λοιπόν, τι να τις κάνουμε τις μέρες; Αυτές περνάνε, καίγονται σαν τα τσιγάρα ή σαν τις σελίδες εκείνου του παλιού περιοδικού που ξέχασες στο κομοδίνο, τόσο καιρό οι ίδιες έννοιες τυπωμένες, ΠΟΛΕΜΟΣ έγραφε, μόνο που τότε ήμασταν σφαίρες, τώρα γίναμε χώμα, φυτέψαμε μέσα μας υπέροχους καρπούς. “Ήμασταν παιδιά, μεγάλοι άνθρωποι”
21
ΤΟ ΨΑΡΙ Ψάρι στην πετονιά που σπαρταράει Πόσες φορές το έπνιξες το στράγγιξες το έγδαρες του ‘κοψες το κεφάλι το τύλιξες στα σκοτεινά χαρτιά το πέταξες στο γυάλινο φεγγάρι κι αυτό λάμψη βαθιά στα κύματα τρυπά, κόβει τα μάτια σου την πετονιά τραβάει
22
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σελ. Το Συμβάν
4
Τα Φτερά της Αρετής
6
Υπόλοιπες Μέρες
8
Το Πορτοκάλι
10
Το Καλοκαίρι
11
Ο Καφές
12
Ελένη
14
Οι Επιζώντες
15
Ο Σκύλος
16
Τα Δάση
17
Το Δώρο
18
Οι Πυγολαμπίδες
19
Μεγάλοι Άνθρωποι
20
Το Ψάρι
22