ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Η Περιφέρεια Κρήτης στηρίζει την τέχνη, τον πολιτισμό και τους φορείς έκφρασής τους, δίνοντας έμφαση σ’ εκείνους που το έργο τους απευθύνεται στα νέα παιδιά και αφορά στα τοπικά καλλιτεχνικά δρώμενα. Η προσπάθεια του «Μουσικού Καρπού» στο Ρέθυμνο, αξίζει κάθε στήριξης για τους παιδαγωγικούς και καλλιτεχνικούς στόχους του. Ως ιδιαίτερα θετικό εκλαμβάνεται το γεγονός ότι οι δράσεις της εταιρίας θα υλοποιηθούν με την υποστήριξη Κρητικών μουσικών και συντελεστών, γεγονός που ενισχύει την ντόπια μουσική παραγωγή, αλλά και τους ανθρώπους που την υπηρετούν. Η μουσική παράσταση που στηρίζουμε και αφορά στα τραγούδια του Μεσοπολέμου, έχει ιδιαίτερο συμβολισμό και αποκτά σημαντική επικαιρότητα, καθώς παρουσιάζεται μια εβδομάδα πριν την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. H επέτειος αυτή σηματοδοτεί μια δύσκολη για την Ελλάδα περίοδομε πόλεμο, κατοχή και κακουχίες- η οποία ενέπνευσε σημαντικούς μουσικούς και καλλιτέχνες της εποχής, που έγραψαν, μελοποίησαν και τραγούδησαν αριστουργήματα, που θ’ απολαύουμε από μαθητές του Ρεθύμνου με τη συνδρομή ντόπιων μουσικών και τεχνικών. Είναι άξιοι συγχαρητηρίων οι συντελεστές του «Μουσικού Καρπού» και τους εύχομαι κάθε επιτυχία.
O Περιφερειάρχης Κρήτης Σταύρος Αρναουτάκης
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΟΡΩΔΙΑ
Τον Οκτώβριο του 2003, στις αίθουσες του 2ου Δημοτικού Σχολείου, ξεκίνησε η Παιδική-Νεανική Χορωδία, μια πρωτοποριακή κίνηση στο χώρο της Μουσικής, στο Ρέθυμνο. Άξονας του εγχειρήματος ήταν η μεταλαμπάδευση των γνώσεων και των εμπειριών που μας χάρισε απλόχερα η Μουσική, αλλά και η διαμόρφωση των χαρακτήρων των παιδιών, μέσω της συνεργασίας, της πειθαρχίας και αυτοπειθαρχίας, της ομαδικότητας, της αλληλεγγύης και της προσήλωσης σε έναν κοινό στόχο, αξίες που αυτονόητα συνδέονται με την απόκτηση της μουσικής παιδείας. Η προσπάθειά μας, ωστόσο, δεν θα άξιζε, αν οι μαθητές μας δεν ευχαριστούνταν και δεν απολάμβαναν την κάθε στιγμή της ενασχόλησής τους με τη Μουσική και, όπως λέει μια μαθήτρια μου, Η μουσική παιδεία είναι μία αρετή που ομορφαίνει και γοητεύει τη ζωή ! Πιστεύουμε ότι, τραγουδώντας και μαθαίνοντας να ακούνε, τα παιδιά εξοικειώνονται με την αρμονία βιωματικά και συνηθίζουν να την αναζητούν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Οι βασικοί μας στόχοι και οι ευρύτερες επιδιώξεις μας για τα παιδιά, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας που προτείνουμε, είναι: • Εκμάθηση της τεχνικής και της τακτικής του τραγουδιού, • Αξιοποίηση των ταλέντων και ανάπτυξη των εκφραστικών μέσων μέσα στο τραγούδι, • Δημιουργία σωστών βάσεων και εφοδίων για την ανάπτυξη πολιτιστικής συμπεριφοράς και καλλιτεχνική παιδεία, • Αλληλεπίδραση στο πλαίσιο του ομαδικού μαθήματος, • Ανάπτυξη της προσωπικότητας και ομαλή κοινωνικοποίηση, • Πνευματική ωρίμανση.
Στην Παιδική-Νεανική χορωδία μπορούν να συμμετέχουν παιδιά ηλικίας 7 - 17 ετών και να μελετούν ελληνικό και ευρωπαϊκό έντεχνο ρεπερτόριο σε δίωρα, εβδομαδιαία μαθήματα, τα οποία προσφέρονται δωρεάν από τον Μουσικό Καρπό. Όραμά μας είναι οι δράσεις του φορέα μας να συνεχιστούν και να αναβαθμιστούν, ώστε να καθιερωθούν στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων της πόλης μας, αλλά και πέραν των ορίων της. Η προσπάθεια του Μουσικού Καρπού εξ αρχής υποστηρίχθηκε από τη Διεύθυνση και τους εκπαιδευτικούς του 2ου Δημοτικού Σχολείου, στις αίθουσες του οποίου, όλα αυτά τα χρόνια, γίνονται τα μαθήματα, καθώς και από τους γονείς των παιδιών που μας περιβάλλουν με εμπιστοσύνη. Σε όλους οφείλουμε από καρδιάς ευχαριστίες, ενώ ένα προσωπικό ευχαριστώ οφείλω στη συνεργάτιδα και πρώην μαθήτριά μου κ. Ελένη Αλεξαντωνάκη, χωρίς τη βοήθεια της οποίας το αποτέλεσμα της δουλειάς μας δεν θα ήταν το ίδιο. Στην αποψινή εκδήλωση, θα παρουσιαστούν τραγούδια της εποχής του Μεσοπολέμου, κατά την οποία το ελληνικό τραγούδι γνώρισε μεγάλη άνθιση. Η ενασχόληση λόγιων συνθετών και ποιητών με το ελαφρό τραγούδι οδήγησαν στη δημιουργία αθάνατων μελωδιών, η δυναμική των οποίων αναγνωρίζεται και συγκινεί μέχρι σήμερα. Οι περισσότεροι από τους συνθέτες και τους ερμηνευτές της εποχής, μέσω της κλασικής μουσικής παιδείας που διέθεταν, προσέδωσαν ξεχωριστή ποιότητα σε αυτήν τη μουσική μορφή. Είμαι ευγνώμων σε αυτούς τους ανθρώπους που βρέθηκαν στην ζωή μου, οι οποίοι μου έδειξαν πώς ακριβώς δεν πρέπει να είμαι. Ο Πρόεδρος του Μουσικού Καρπού Αντώνιος Μαυράκης
Η Παιδική-Νεανική χορωδία του “Μουσικού Καρπού”
Ο Μεσοπόλεμος ξεκίνησε στην Ελλάδα αρκετά μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού ο ελληνισμός εξακολουθούσε να δοκιμάζεται στο «μέτωπο» του αλυτρωτισμού. Η Μικρασιατική Καταστροφή έφερε στη χώρα τεράστιο προσφυγικό κύμα, η πολιτική σκηνή κλονιζόταν από πραξικοπήματα, δημοψηφίσματα και σκάνδαλα, ενώ το κραχ του 1929 σφράγισε το ασταθές πολιτικό σκηνικό. Στον Μεσοπόλεμο ίσως κρύβεται η απαρχή των διλημμάτων και των πολώσεων της κοινωνίας, όπως τη βιώνουμε και σήμερα, εξαιτίας των προσφυγικών ζητημάτων, της ανάγκης δημιουργίας οικουμενικής κυβέρνησης και του δικομματισμού.
Οι Μικρασιάτες αντιπροσώπευαν πλέον σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού και ζούσαν σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, ενώ συχνά αντιμετώπιζαν ρατσιστική συμπεριφορά από τους αυτόχθονες. Κι αυτοί, όπως και τα μεσαία στρώματα, πλήττονταν από τη φορολογία. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε, εν μέσω εκτάκτων συνθηκών, ένας τραπεζίτης, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός ύστερα από τη δικτατορία του Θεοδώρου Πάγκαλου, πριν από την επάνοδο του Βενιζέλου. Μετά από μία μακρά περίοδο αλληλοδιαδοχής δύο παρατάξεων στην εξουσία, ο λαός αγανάκτησε και απαίτησε αλλαγές, αφού βενιζελικοί και φιλοβασιλικοί είχαν δημιουργήσει πολιτική αστάθεια, στο πλαίσιο της οποίας είχαν γίνει πραξικοπήματα, απόπειρες δολοφονίας, δικτατορίες και λαϊκές κινητοποιήσεις. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, η τελευταία του Μεσοπολέμου που εξάντλησε την τετραετία της, έπεσε κάτω από το βάρος ενός σκανδάλου, στο οποίο εμπλέκονταν το Δημόσιο και η Εταιρία Ηλεκτρισμού Power.
Κώστας Καρυωτάκης
Η καλλιτεχνική δημιουργία ανέκαθεν καθρέφτης της κοινωνικής κατάστασης, αντικατοπτρίζει τις σκέψεις και την καθημερινότητα της εποχής. Η ελληνική ποίηση ακολουθεί τις αρχές του ρομαντισμού και ο Κώστας Καρυωτάκης, η σημαντικότερη φωνή εκείνης της περιόδου, δίνει το στίγμα της ματαιότητας και της γενικευμένης απαισιοδοξίας του Μεσοπολέμου τόσο με τους στίχους όσο και με την αυτοχειρία του.
Η Μάνδρα του Αττίκ βρίσκεται στις δόξες της, παρουσιάζοντας στην Αθήνα και την επαρχία τραγουδιστές, καλλιτέχνες αυτοσχεδιασμών και μίμους. Ταυτόχρονα το ρεμπέτικο διανύει τη σμυρναίικη περίοδό του εκφράζοντας τον προσφυγικό πόνο. Μάλιστα, μετά την περίοδο του Καφέ Αμάν, το είδος αυτό απαγορεύεται και αποτάσσεται ως «τουρκοειδές» τραγούδι. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί και να αναδειχθεί η ποιότητα και η σημασία του στην εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και οι σπουδαίοι δημιουργοί που το υπηρέτησαν, με αφορμή τη θρυλική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι. Στη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες αναδύεται η Γενιά του ’30: Σεφέρης, Εγγονόπουλος, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Εμπειρίκος, Παρθένης είναι μερικές από τις προσωπικότητες της εποχής. Από την Ευρώπη έρχονται τα καλλιτεχνικά ρεύματα του Ανθρωποκεντρισμού που αναπτύσσουν αμφίδρομη σχέση με την ισχυρή ελληνική παράδοση.
Μάνος Χατζηδάκις
Γιώργος Σεφέρης
πρόγραμμα 1. Καλαματιανός
Μουσική: Δ. Μίχας Ερμηνεύει: Κουϊντέτο Ορφέας
2. Beaudifull that way
Μουσική: Nicola Piovani / Στίχοι: Noa, Gil Dor Ερμηνεύουν: Ε. Παναγοπούλου, Β. Μελιγκουνάκη, Ρ. Σκουμπουρδής
3. Αδυναμία μου
Στίχοι / Μουσική: Γ. Μουζάκης Ερμηνεύει: Β. Μελιγκουνάκη
4. Ζητάτε να σας πω
Μουσική / Στίχοι: Κλέων Τριανταφύλλου (Αttic) Ερμηνεύει: Ρ. Σκουμπουρδής
5. Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη
Στίχοι: Γ. Φερμάνογλου / Μουσική: Τ. Μωράκης Ερμηνεύει: Β. Μελιγκουνάκη
6. Σήμερα σ’ αγάπησα σήμερα σε χάνω
Μουσική: Κ. Γιαννίδης, Στίχοι: Α. Σακελάριος, Χρ. Γιαννακόπουλος Ερμηνεύει: Ε. Παναγοπούλου
7. Καλώς όρισες έρωτα
Στίχοι: Γ. Φερμάνογλου / Μουσική: Γ. Μουζάκη Ερμηνεύει: Β. Μελιγκουνάκη
8. Ο Ναύτης
Στίχοι / Μουσική: Γιώργος Μητσάκης Ερμηνεύουν: Ε. Παναγοπούλου, Γ. Μπεμπή, Μ. Σαλβαράκη, χορωδία
9. Πού να ‘σαι τώρα αγαπημένη Στίχοι: Κ. Κοφινιώτης / Μουσική: Ν. Γούναρης Ερμηνεύουν: Ρ. Σκουμπουρδής, χορωδία
10. Θα σε πάρω να φύγουμε
Στίχοι: Αλ. Σακελλάριος, Δ.Ευαγγελίδη / Μουσική: Γ. Σπάρτακου Ερμηνεύουν: Ε. Παναγοπούλου, χορωδία
11. Για τις γυναίκες μόνο ζούμε
Στίχοι: Κ. Μάνεσης / Μους.: Ν. Γούναρης Πέτρος Βαρδάκης Ερμηνεύουν: Ρ. Σκουμπουρδής, Π. Βαρδάκης, χορωδία
12. Τώρα που σε γνώρισα
Στίχοι / Μουσική: Ν. Γούναρης Ερμηνεύουν: Ρ. Σκουμπουρδής, χορωδία
13. Σου σφυρίζω
Στίχοι: Γ. Οικονομίδης / Μουσική: Γ. Μουζάκης Ερμηνεύουν: Ε. Παναγοπούλου, Β. Μελιγκουνάκη, χορωδία
14. Λίγες καρδιές αγαπούνε
Στίχοι: Κ. Κοφινιώτης / Μουσική: Μ. Σουγιούλ Ερμηνεύουν: Ρ. Σκουμπουρδής, χορωδία
15. Εγώ θα σ’ αγαπώ και μην σε νοιάζει
Στίχοι: Κ. Κοφινιώτης / Μουσική: Γ. Μουζάκης Ερμηνεύουν: Ε. Παναγοπούλου, Β. Μελιγκουνάκη, Ρ. Σκουμπουρδής, χορωδία
ORFEAS BRASS Αντώνιος Μαυράκης Τρομπέτα Γιάννης Φουντεδάκης Τρομπέτα Γρηγόρης Ασωνίτης Κόρνο Γιάννης Ελεφάντης Τρομπόνι Κυριάκος Καϊκτσής Τούμπα Πιανίστα: Ελευθερία Μιχάλα Συνοδεία χορωδίας: Ελένη Αλεξαντωνάκη Διασκευή κουϊντέτου, πιάνου και σολίστ: Αλέκος Κάτσιος Υπεύθυνος ήχου – φωτισμού: Δημήτρης Χατζάκης Διασκευή χορωδίας, επιμέλεια προγράμματος: Αντώνιος Μαυράκης Επιμέλεια αφίσας: Στέλιος Καλογεράκης Επιμέλεια εντύπου προγράμματος: Λίνος Νικολουδάκης
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΣ
Μελέτησε κλαρινέτο στη τάξη του κ. Φαραντάτου και αποφοίτησε το 1986 με άριστα. Κατέχει πτυχία αρμονίας, ενοργάνωσης, αντίστιξης, φούγκας και διπλώματος σύνθεσης. Πρώτο κλαρινέτο στη Συμφωνική του Δήμου Αθηναίων, από την ίδρυσή της μέχρι το 2003, από το 1988 μέχρι σήμερα, είναι μέλος της Φιλαρμονικής του Δήμου Αθηναίων επίσης ως πρώτο κλαρινέτο. Έχει συμπράξει σαν σολίστ με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, τη Συμφωνική και τη Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων. Βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο για τη σύνθεσή του Πνοή για κουιντέτο πνευστών, στο 6ο Πανελλήνιο Διαγωνιστικό Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου. Για τη μουσική στο θεατρικό έργο του Γ. Ξανθούλη Τα σκουπίδια απέσπασε βραβείο μουσικής σύνθεσης στους 23ους Πανελλήνιους Θεατρικούς Αγώνες Ερασιτεχνικών Θιάσων του Δήμου Ζωγράφου και στο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου, στη Καρδίτσα Έχει μακρά συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη και έχει επιμεληθεί την έκδοση πολλών έργων του. Διασκεύασε και ενορχήστρωσε για ορχήστρα 10 σουίτες: Γειτονιά των Αγγέλων, Χορός του Ζορμπά, Ένας Όμηρος, μια σουίτα από την όπερα Ηλέκτρα κ. ά. Toν Νοέμβριο του 2010, παρουσιάστηκε στο ΜΜΑ, από την Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία του Δήμου Αθηναίων με μαέστρο τον Λουκά Καρυτινό, το Πνευματικό Εμβατήριο με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη και τον Δημήτρη Καβράκο σε νέα δική μου ενορχήστρωση. Το κουιντέτο Τοο…Βass, τον Νοέμβριο 2011, παρουσίασε στον Πολυχώρο Α. και Μ. Καλουτά, τρία δικά μου έργα: Benedictum (Νεκρώσιμα Ευλογητάρια), Ο Χορός των Σκουπιδιών και Ελεγκτής, καθώς και μια δική μου διασκευή του έργου Χαρταετοί του Μίκη Θεοδωράκη.
Η ζωή είναι ωραία, ιταλική ταινία (1997)
Λίγα λόγια για το έργο… Πρόκειται για την ιστορία μιας εβραϊκής ιταλικής οικογένειας. Ο Guido Orefice που παίζει ο Ρομπέρτο Μπενίνι, επίσης σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ως πατέρας έπρεπε να απασχολεί γόνιμα τη φαντασία του για να βοηθήσει την οικογένειά του, όσο αυτή ήταν κλεισμένη σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μέρος της ταινίας αφηγείται την οικογενειακή ιστορία του ίδιου του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή Μπενίνι. Πριν από τη γέννηση του πατέρα του Roberto που είχε επιβιώσει τρία χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ΜπέργκενΜπέλσεν. Το 1999, η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Α ‘Ανδρικού ρόλου, το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου δραματικού αποτελέσματος, καθώς και της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
La Vita e Bella Smile, without a reason why Love, as if you were a child Smile, no matter what they tell you Don’t listen to a word they say ‘Cause life is beautiful that way Tears, a tidal-wave of tears Light that slowly disappears Wait, before you close the curtain There’s still another game to play And life is beautiful that way Here, in his eyes forever more I will always be as close as you remember from before. Now,that you’re out there on your own Remember, what is real and what we dream is love alone. Keep the laughter in your eyes Soon, your long awaited prize We’ll forget about our sorrow And think about a brighter day ‘Cause life is beautiful that way We’ll forget about our sorrow And think about a brighter day ‘Cause life is beautiful that way There’s still another game to play And life is beautiful that way.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ
του Ιωάννη (Αθήνα, 15.8.1922-27.8.2005)
Ο μεγάλος αυτός Έλληνας συνθέτης και μουσουργός του ελαφρού, κυρίως, τραγουδιού. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών (1939-1947) και συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στην Αυστρία και Γερμανία (1952-1954). Έγραφε μουσική κυρίως για το θέατρο και για χορό. Διατηρούσε δική του ορχήστρα από το 1940. Ο ίδιος έπαιζε τρομπέτα, πιάνο, φλικόρνο και τρομπόνι. Υπήρξε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Μουσουργών και του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου. Είχε δώσει πολλές συναυλίες στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Βουλγαρία, τον Καναδά, την Πολωνία, τη Ρουμανία και αλλού. Ο Γιώργος Μουζάκης έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως τρομπετίστας το 1938. Το 1946, κυκλοφόρησε πρώτος του δίσκος. Συνέθεσε 2.500 μουσικές μελωδίες, επενδύσεις ελαφρά και κλασικά τραγούδια: μια συμφωνία, μια σουίτα και τη λαϊκή όπερα Ο Μηνάς ο ρέμπελος. Έγραψε μουσική για περισσότερα από 200 θεατρικά έργα, 20 μουσικές κωμωδίες και περίπου 60 κινηματογραφικές ταινίες, καθώς και για βαριετέ (1940-1948). Επονομάστηκε βασιλιάς της επιθεώρησης. Ήταν ο δημιουργός των τηλεοπτικών εκπομπών Από τον παππού στον εγγονό και Μελωδίες και ρυθμοί. Ειδικότερα, το τραγούδι του Mambo Brazilero από την ταινία Η Ωραία των Αθηνών (1954), ενθουσιάζει ακόμα. Μερικά από τα πιο γνωστά του τραγούδια είναι τα Αδυναμία μου, Η Σκλάβα, Ένας φίλος ήρθε από τα παλιά, Σου σφυρίζω, αλλά και ο Ύμνος του Παναθηναϊκού.
Αδυναμία μου
Στίχοι / Μουσική: Γιώργος Μουζάκης
Αδυναμία μου, αγάπη μου, λατρεία μου, είσαι το είναι μου, ανάσα μου, θρησκεία μου, είσαι το όνειρο που έψαχνα στη ζήση μου, αδυναμία μου, αγάπη μου, μεθύσι μου Η νύχτα τέλειωσε σε λίγο πια θα ξημερώσει, μα η αγάπη μας ποτέ ποτέ δεν θα τελειώσει. Αδυναμία μου, αγάπη μου, λατρεία μου, είσαι το είναι μου, ανάσα μου, θρησκεία μου.
ΑΤΤΙΚ
(Κλέων Τριανταφύλλου, 1885-1944) …Χρησιμοποίησε το τάλαντό σου, όσο μικρό κι αν είναι...Τα δάση θα ήταν βουβά, αν μέσα σε αυτά κελαηδούσαν μόνο τα καλύτερα πουλιά… Έκλαψα για να γράψω, έγραψα για να τραγουδήσω και ετραγούδησα για να ζήσω!!!
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αίγυπτο, όπου σπούδασε μουσική. Από το 1907 έζησε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως ηθοποιός σε θιάσους και συμμετείχε σε περιοδείες σε διάφορες χώρες ως το 1930, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δημιούργησε την περίφημη Μάντρα του Αττίκ, ένα καλλιτεχνικό συγκρότημα τραγουδιστών και άλλων αυτοσχέδιων παρουσιαστών ή μίμων, που πραγματοποιούσε πολλές δημόσιες εμφανίσεις και εκδηλώσεις στην Αθήνα, με καλλιτεχνικό διευθυντή και παρουσιαστή τον ίδιο. Η Μάνδρα δημιουργήθηκε το 1931, σε συνεργασία με τον Ευαγγελίδη, τον Βώττη και τον Παντελή Χορν. Πρωτοπαρουσιάστηκε σε υπαίθριο θέατρο της οδού Μηθύμνης, στην Πλατεία, τότε, Αγάμων κι από τότε, κάθε καλοκαίρι, έκανε εμφανίσεις στην Αθήνα, ενώ τον χειμώνα περιόδευε στις επαρχίες. Από το 1938 εγκαταστάθηκε μόνιμα σε μια αθηναϊκή ταβέρνα, την Μονμάρτη, η οποία συνέχισε να λειτουργεί την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Για χρόνια, τα καλοκαίρια, το πρόγραμμα της Μάνδρας του Αττίκ παρουσιαζόταν στο υπαίθριο θέατρο Δελφοί της οδού Αχαρνών. Πολλοί καλλιτέχνες αναδείχθηκαν μέσα από τη Μάντρα: οι τραγουδίστριες Λουίζα Ποζέλι, Ζωή Νάχη, Καλή Καλό, Δανάη, Κάκια Μένδρη, Ντιριντάουα, της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Καίτη Οικονόμου, Λέλα Μιτσούκο, ο ντιζέρ Τώνης Ράις, ο Κ. Μπέζος, ο πανύψηλος μίμος Ανδρέας Ζουλάς που ο Αττίκ παρουσίασε ως Ζαζά, ο Σπαθόπουλος, αλλά και οι πρώτοι κομφερασιέ Ο. Λάσκος, Χ. Πύρπασος, Μ. Τραϊφόρος, Φ. Αρίας και πολλοί άλλοι. Η Μάντρα του Αττίκ αποτέλεσε βήμα έκφρασης πολλών νέων ταλέντων του χορού, της στιχουργικής και της απαγγελίας, αφού ο Αττίκ, εκτός των άλλων, υπήρξε και μεγάλος κυνηγός ταλέντων. Οι διαγωνισμοί του είχαν ξεχωριστό ρόλο. Μέσω αυτών δινόταν η ευκαιρία στους θεατές ν’ ανέβουν στη σκηνή και να επιδείξουν τα πιο απίθανα προσόντα τους: σε διαγωνισμούς ψευτιάς, ταχυγλωσσίας, ταχυμονοκομματομακαρονοφαγίας, όσφρησης, γάμπας, μιμοζωοφωνίας. Η Μάνδρα διαλύθηκε μετά τον θάνατο του Αττίκ, το 1944. Πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να δημιουργήσουν παρόμοια συγκροτήματα,
χωρίς επιτυχία. Στη δεκαετία όμως του 1950, άρχισαν να δημιουργούνται αναψυκτήρια που θύμιζαν και συνέχιζαν αυτό το καλλιτεχνικό είδος που εισήγε ο Αττίκ. Συνδεδεμένοι αυτά ήταν οι παρουσιαστές “κομφερασιέ” Γιώργος Οικονομίδης, στο Πεδίο του Άρεως, ο Όμηρος Αθηναίος, στο Γκρην Παρκ, ο Ζαχαρίας Τσίχλας, στην Αίγλη του Ζαππείου και άλλοι. Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Αττίκ πρωταγωνίστησε στην ταινία Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα, η οποία περιελάμβανε κάποια σχεδόν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στην ταινία αυτή, ο Αττίκ, κουρασμένος από τις κακουχίες της Κατοχής και υπερβολικά μελοδραματικός, σε λίγα θύμιζε τη γεμάτη δυναμισμό και ευφυΐα προσωπικότητα του δημιουργού της Μάντρας. Τραγούδια του συνθέτη στην ταινία απέδωσε η Δανάη. Λίγους μήνες μετά, αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ένα επεισόδιο με ένα Γερμανό στρατιώτη που τον χτύπησε καθώς οδηγούσε το ποδήλατό του φαίνεται πως στάθηκε, όχι η αιτία, αλλά η αφορμή μάλλον για μια προαναγγελθείσα αυτοκτονία. Ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του είναι τα Ζητάτε να σας πω (1930), Παπαρούνα (1936, με τη Δανάη), Της μιας δραχμής τα γιασεμιά (1939), Είδα μάτια (1909), Μαραμένα τα γιούλια (1935, με τη Δανάη), Άδικα πήγαν τα νιάτα μου (1936,ερμηνεύει ο ίδιος), Αν βγουν αλήθεια (1920), Τα καημένα τα νιάτα (1918).
Ιστορία δύο τραγουδιών του Μεσοπολέμου, γεμάτη ήχους, εικόνες κι αρώματα... Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που συνέβησαν πραγματικά και ύστερα τις πήρε ο χρόνος και τις φόρτωσε με τόση μαγεία που ακούγονται χρόνια μετά σαν παραμύθι. Οι ιστορίες του μεσοπολέμου, τόσο μακρινές, τόσο ξένες απ’ το σήμερα κι όμως, τόσο κοντά μας, τόσο δικές μας. Στη φαντασία μας αποτυπωμένες σε μαύρο-άσπρο ή σε τόνους σέπια, με κίνηση σαν κωμωδία με τον Σαρλώ, γρήγορη, λίγο σπασμωδική που ακόμα κουβαλάει την πρώιμη φόρα της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Είδα μάτια (1909-1910) Ο Αττίκ παντρεύτηκε τρεις φορές και έζησε φοβερά πάθη που τράνταξαν ολόκληρη την Αθήνα με την ένταση και τον ρομαντισμό τους. Σε ένα τέτοιο πάθος παραπέμπει και το τραγούδι αυτό που εμπνεύστηκε ο Αττίκ από τον εκρηκτικό και παθιασμένο έρωτα του Αττίκ και της δεύτερης συζύγου του, της Μαρίκας Φιλιππίδου, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα πιο θρυλικά ρομάντζα της εποχής. Ωστόσο ο γάμος αυτός έληξε, καθώς η γυναίκα του τον εγκατέλειψε το 1914 για να παντρευτεί για τον αξιωματικό του ιππικού Σταμάτη Μερκούρη (από αυτόν τον δεύτερο γάμο της πρώην συζύγου του Αττίκ γεννήθηκε η Μελίνα Μερκούρη).
Ο Ατίκκ με τον Δημήτρη Χόρν Το πόσο πολύ αγάπησε το αθηναϊκό κοινό το τραγούδι αυτό, φαίνεται από το περιστατικό που διηγούνταν ο Αλέκος Σακελλάριος: πολλά χρόνια μετά τη διάλυση του γάμου, το 1930, το ζεύγος Μερκούρη επισκέφθηκε το υπαίθριο θέατρο όπου εμφανιζόταν η Μάντρα. Όταν οι υπόλοιποι θεατές συνειδητοποίησαν την παρουσία τους ξεκίνησαν περιπαικτικά και με ζέση να ζητούν από τον καλλιτέχνη να τραγουδήσει το Είδα Μάτια. Ο Αττίκ άκουσε το αίτημα του κοινού του, είδε τα περιπαικτικά βλέμματα και ίσως είδε τα γαλανά μάτια της κυρίας Μερκούρη. Σηκώθηκε απ’ το πιάνο κι αποχώρησε από τη σκηνή. Δέκα λεπτά αργότερα, επέστρεψε και τραγούδησε ένα καινούριο κομμάτι, ένα κομμάτι που συνέθεσε μέσα στο δεκάλεπτο της απουσίας του. Το τραγούδι Ζητάτε να σας πω που έγινε γνωστό από τη φωνή της Δανάης, στην οποία το εμπιστεύθηκε. Το τραγούδι αυτό είναι ένα εξαιρετικό δείγμα καλλιτεχνικής μετουσίωσης. Του πώς ένα καταστροφικό συναίσθημα μπορεί να μεταβληθεί, να μεταμορφωθεί σε κάτι σπουδαίο. Είναι ένα τραγούδι μετουσίωσης του πόνου και του εξευτελισμού. Μια ευθεία και θαρραλέα απάντηση στην απαίτηση του όχλου για αίμα ψυχής. Πρόκειται για μια παραδοχή της ήττας, τόσο περήφανη και κατηγορηματική που μετατρέπεται σε νίκη, νίκη θριαμβευτική. Το μουσικό αποτέλεσμα είναι ένα ξέσπασμα της μουσικής ευφυΐας του Αττίκ, μια επιβεβαίωση ότι στα πιο δύσκολα, ο άνθρωπος μπορεί να βρει το κουράγιο να μετατρέψει την απελπισία και τον πόνο σε έργο.
Ζητάτε να σας πω
Μουσική / Στίχοι: Κλέων Τριανταφύλλου (Αttic) Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό τα περασμένα μου γινάτια, ζητάτε είδα μάτια με σκίζετε κομμάτια.
Γελάτε ειρωνικά και λέτε μυστικά ίσως με κάποια καταφρόνια μια και περάσαν χρόνια εσύ τι κλαις αιώνια.
Σε μια παλιά πληγή που ακόμα αιμορραγεί μη μου γυρνάτε το μαχαίρι, αφού ο καθένας ξέρει τι πόνο θα μου φέρει.
Γιατί βαρυγκωμείς δεν είδαμε και μεις μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση δεν πήραμε απ’ τη φύση καρδιά για ν’ αγαπήσει.
Είναι πολύ σκληρό να σου ζητούν να τραγουδήσεις έναν παλιό σκοπό που προσπαθείς να λησμονήσεις
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές όλες το ίδιο καμωμένες ούτε κι οι ομορφιές στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες.
Στο γλέντι σας αυτό δε θα’ τανε σωστό αντί για άλλο πιοτό να πιω εγώ φαρμάκι μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι.
Και μες στη συντροφιά σε κάθε ρουφηξιά ξεχνώ μιαν ομορφιά που γέμιζε μεράκι το παλιό μου τραγουδάκι.
ΤΑΚΗΣ(1916-1991) ΜΩΡΑΚΗΣ Διακεκριμένος τραγουδοποιός - συνθέτης της ελαφράς μουσικής και βιολιστής. Από 12 ετών, σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, βιολί, με τον Τ. Σούλτσε και θεωρητικά με τον Μ. Βάρβογλη. Συμπλήρωσε για λίγο τις σπουδές του στο Ωδείο του Παρισιού, ενώ άρχισε να σπουδάζει και οδοντιατρική που εγκατέλειψε για χάρη της μουσικής. Εργάστηκε ως βιολιστής στα χοροδιδασκαλεία της Εποχής και μετείχε στην ορχήστρα της ΄Οασης» του Ζαππείου. Ως τραγουδοποιός, εμφανίστηκε επίσημα το 1946, αφού παλαιότερα τραγούδια του είχαν υπογραφεί από άλλους, και προκάλεσε αίσθηση με τα πρώτα του τραγούδια. Ήρθες σαν την άνοιξη και Για σένα ανθίζει η γη προκάλεσε αίσθηση. Σ΄ αυτόν ανήκει η διασκευή, το 1938, του θρυλικού δημοτικού τραγουδιού Τσοπανάκος ήμουνα που χρησιμοποιήθηκε ως σήμα της νεοσύστατης τότε Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Σχημάτισε δική του ορχήστρα από βιολιά που κάποτε έφτασαν τα 15 και έκτοτε έπαιζε σε κοσμικά Κέντρα, το Πεύκα, το Πλακιώτικο Σαλόνι το Μονσενιέρ. Συνέθεσε κάθε είδους μουσική και τραγούδια, για Θέατρο, Κινηματογράφο, Επιθεώρηση, Διαγωνισμούς Ελαφρού Τραγουδιού, Δισκογραφία. Το περίφημο τραγούδι του σε στίχους Γιάννη Φερμάνογλου Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, το οποίο ακουγόταν από τη Σοφία Λόρεν και τον Άλλν Λαντ στην ταινία Το παιδί και το Δελφίνι (1956), χρησιμοποιήθηκε ως λάιτ-μοτίφ της ταινίας από τον Ούγκο Φρεντχόφερ που υπέγραφε τη μουσική και παρ’ ολίγον, λόγω Μωράκη, να βραβευτεί με όσκαρ μουσικής. Συνέθεσε για πρώτη φορά κινηματογραφική μουσική το 1955, για την ταινία Γκόλφω. Ακολούθησαν Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1955), Η άγνωστος (1956), Η θεία από το Σικάγο (1957), Ο Μιμίκος και η Μαίρη (1958), Η κυρά μας η μαμή (1958), Αστέρω (1958), Η μουσίτσα (1959), Ο Ηλίας του 16ου (1959), Ο Θύμιος τα ’κανε θάλασσα (1959), Αμαρυλλίς (1959), Ο θησαυρός του μακαρίτη (1959), Το αγοροκόριτσο (1959), Ψιτ... κορίτσια (1959), Η λίμνη των στεναγμών, Αντίο ζωή (1960), Μωρό μου (1960), 2.000 ναύτες και ένα κορίτσι (1960), Τα κίτρινα γάντια (1960), Διαβόλου κάλτσα (1961), Η απολύτρωσις (1961), Όλα και τη ζωή μου ακόμα (1963), Αθώα ή ένοχη (1963) κ.λπ. Το 1962, το τραγούδι του σε στίχους Γ. Οικονομίδη Αθήνα, Άνθρωποι και θεοί, τραγουδισμένο από τη Μάριον Σίβα, κέρδισε το Α΄ βραβείο στον Διαγωνισμό Τραγουδιού του Δήμου Αθηναίων. Προηγουμένως, το 1960, το τραγούδι του Ήταν κάποιο λούνα-παρκ σε στίχους Ρέτης Ζαλοκώστα είχε πάρει το Δ΄ βραβείο στο 2ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού. Το 1962, το Χαρές της ζωής πήρε το Γ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1963, το τραγούδι Αγαπώ έναν τύπο, τιμήθηκε με το «Βραβείο Ευρώπης» στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βενσάν, ενώ το τραγούδι Πού πάτε κύριε πήρε το Δ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το 1964, κέρδισε το Α΄ βραβείο τόσο στο Φεστιβάλ Πολωνίας, στο οποίο συμμετείχαν 29 χώρες με το τραγούδι Σ’ ευχαριστώ καρδιά μου που ξέρεις ν’ αγαπάς όσο και στο 3ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με το τραγούδι Ποιος, ερμηνευμένο από την Κλειώ Δενάρδου και φυσικά, από τη Νάντια Κωνσταντοπούλου, διακεκριμένη τραγουδίστρια και τρίτη σύζυγό του. Αλλά και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1968 τιμήθηκε με το Β΄ βραβείο, με το τραγούδι Εκείνος, τραγουδισμένο από την Κωνσταντοπούλου και την Κρύσταλ. Και ο κατάλογος των συμμετοχών και των βραβείων δεν σταματά εδώ. Με την ορχήστρα του και την Κωνσταντοπούλου περιόδευσε την πρώην Σοβιετική Ένωση, στην οποία έδωσαν 80 συναυλίες. Οι τελευταίες εμφανίσεις του καλλιτεχνικού ζεύγους ήταν στο Χίλτον (1987) και στο Ακροπόλ Παλάς (1988-1989, με τον Γ. Μουζάκη). Ανθολογώντας μεταξύ των δημοφιλέστερων τραγουδιών του, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τα Είσαι για μένα το παν στη ζωή (1947), Για σένα, για σένα (1947), Για την αγάπη σου (1948), Θα σε λατρεύω (1950), Σε μαγικά νησιά (1951), Εσένα ζητούσα να βρω τόσα χρόνια (1951), Παντού και πάντα (1952), Χαρά μου (1952), Όμορφη Λεϊλά (1953), Τελευταία μου αγάπη (1953), Τ’ αγόρι μου και Αλίκη τσα-τσα (για την ταινία Η Μουσίτσα, 1958), Δεν είμαι τίποτα (1960). Και δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τα δημοφιλή Όλα σπάσ’ τα, Ποτέ μην κλαις, Όταν σε βλέπω, Μόνο κοντά σου, Τσίκα τσίκα τσου, Τίποτα δεν μας χωρίζει, Κάνε μου το χατίρι, Μ’ αρέσει να σε κάνω να ζηλεύεις, Τσιγγάνικα βιολιά, Τσιγγάνοι, Πραματευτής, Η νύχτα του Άη Γιάννη, Ο κλήδονας, Εσύ κι εγώ, Καλή τύχη, στο καλό, Η ζωή μου γελά κοντά σε σένα, Aννίτα, Σπανιόλικες νύχτες, Χαρείτε νιες, χαρείτε νιοι, Θα σ’ αγαπώ, Μια νύχτα ομορφιές γεμάτη, Έχω μια καλή ιδέα, Υπομονή, Στάσου μωρό μου, Επιτέλους σε βρήκα κι ας κουράστηκα τόσο, Μαζί με σένα, Ένας καημός κάθε γωνιά, Φύγε, Τί να σου κάμω βρε καρδιά, Τώρα είσαι συ, Μάνα μου, Χθες ακόμα, Έλα μαζί μου και δεν θα χάσεις, Όμως αγάπη μου, Γλυκό μου αγόρι, Δεν θα κλάψω, Θεέ μου, Τα λόγια που μ’ ορκίστηκε, Φουντουκάκι μου, Ευχή (από την ταινία Γκόλφω), Γλυκά τραγουδούν τ’ αηδόνια, Εμείς οι δύο, Σ’ αγαπώ ίδια πάντα, Ήταν κάτι ασήμαντο, Λίγο-λίγο και σιγά-σιγά, Ο Χαρταετός, Κάτι ζητώ και άλλα. Στους δίσκους του Αγάπες (1966), Νάντια Κωνσταντοπούλου (1969), Μεγάλες επιτυχίες (1969, με τον Γ. Μουζάκη), Νάντια (1970), Nάντια ’72 (1972), Πέρ’ απ’ τις νότες (1975), Η Νάντια τραγουδάει τανγκό (1976), Βιολιά, βιολιά (1979), Οι χρυσές επιτυχίες (1984), Τραγούδια με τον Ανέστη (1984), Αστέρω (1991 με μουσική από την ομώνυμη ταινία). Ο γιος του Τ. Μωράκη και της Ν. Κωνσταντοπούλου Πρίαμος Μωράκης (Αθήνα, 1964) εμφανίστηκε ως τραγουδοποιός με συμμετοχή στον δίσκο Άμιλλα ’81 (1981) και το 1988 παρουσίασε τον δίσκο Τώρα, με ερμηνεύτρια και στιχουργό τη μητέρα του.
Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη
Στίχοι Γιάννης Φερμάνογλου / Μουσική: Τάκης Μωράκης Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, τι είν’ αυτό, τι είν΄αυτό που κρυφά τις καρδιές οδηγεί κι όποιος το ‘νιωσε το νοσταλγεί;
Στο λεπτό που σου δίνει φτερά κι είναι λύπη μαζί και χαρά. Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, τι είν’ αυτό, τι είν΄αυτό
Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, τι είν’ αυτό, τι είν΄αυτό γέλιο, δάκρυ, λιακάδα, βροχή της ζωής μας και τέλος κι αρχή.
Γέλιο, δάκρυ, λιακάδα, βροχή της ζωής μας και τέλος κι αρχή ποτέ ποτέ κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα
Ποτέ ποτέ κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα. τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη τι είν’ αυτό, τι είν΄αυτό;
Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, τι είν’ αυτό, τι είν΄αυτό που σε κάνει να λες το σκοπό σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.
Που σε κάνει να λες το σκοπό σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη τι είν’ αυτό, τι είν΄αυτό;
ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
του Γεωργίου (1903-17 Ιανουαρίου του 1984)
Με αυτό το ψευδώνυμο που αποτελεί αναγραμματισμό του πραγματικού ονόματός τους, ο πολύπλευρος συνθέτης Γιάννης Κωνσταντινίδης έγινε ένας από τους πλέον διακεκριμένους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, μαέστρους και πιανίστες, ιδιαίτερα του ελαφρού τραγουδιού. Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και ήλθε στην Ελλάδα πριν τη καταστροφή. Έκανε μουσικές σπουδές στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου και στο Ωδείο Στερν (1923-1931). Την περίοδο 1932-1950, εργάστηκε στο ελληνικό μουσικό θέατρο ως μαέστρος και συνθέτης. Παρουσίασε περίπου 50 οπερέτες, μουσικές κωμωδίες και πολλές επιθεωρήσεις, συμφωνικά έργα , κομμάτια για πιάνο, μουσική δωματίου και πολλά τραγούδια. Διετέλεσε Διευθυντής του τμήματος ελαφράς μουσικής του ΕΙΡ (1946-1952) και μουσικός διευθυντής στην ΥΕΝΕΔ (1952-1960). Υπήρξε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και της Ένωσης Μουσουργών Ελλάδος. Πήρε μέρος σε κριτικές επιτροπές διαφόρων φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού, όπως της Θεσσαλονίκης (1962-1967), του Σπλιτ (1968), της Βουλγαρίας (1971-1975), της Λουμπλιάνας (1974). Τιμήθηκε με το Α’ βραβείο του Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού της Βαρκελώνης (1960, Ξύπνα αγάπη μου, Νανά Μούσχουρη), με το Γ’ βραβείο στο ίδιο φεστιβάλ (1961, Τα δυο σου γκρίζα ματάκια, Άτζελα Ζήλεια) και με το Α’ βραβείο στο 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1962, Αλυσίδες, Καίτη Μπελίντα). Στον ελληνικό κινηματογράφο είχε επίσης αναλάβει τη μουσική επένδυση επτά ταινιών (Προσφυγοπούλα, Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Ο μεθύστακας κ.ά.).
Μερικοί τίτλοι από τα 100 περίπου τραγούδια του που είχαν σχεδόν όλα μεγάλη επιτυχία είναι τα Σήμερα σ’ αγάπησα, σήμερα σε χάνω, Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με, Κάποιο μυστικό, Καλό σου ταξίδι, Θα ’ρθω μια νύχτα με φεγγάρι, Λίγα λουλούδια, αν θέλεις, στείλε μου, Λες και ήταν χτες, Σπιτάκι μου πάλι, Σαν κι απόψε, Έρη-Ερήνη, Λες και δεν είν’ αλήθεια, Όταν γυρίζουν τα χελιδόνια που υπήρξε και σπουδαία θεατρική παράσταση στο θέατρο Βέμπο, Τα δικά σου τα μάτια, Πάμε σαν άλλοτε, Για σένα μονάχα, Εκείνοι που δεν κλάψανε, Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα, Κοιμήσου, Όλο μου λες πως πια δε μ’ αγαπάς, Μη φύγεις, Πέρσι τέτοιο καιρό, Ας σταματήσουμε ως εδώ, Θα σε πάρω, θα με πάρεις, Ζητώ να σε ξεχάσω, Σ’ αγαπώ, Ο Γιάννος κι η Παγώνα, Του Γιάννου η φλογέρα, Mια γυναίκα, Έτσι είν’ η ζωή μωρό μου, Ο κουμπάρος κι η κουμπάρα και πολλά άλλα. Τέλος, έγραψε κι ένα τουλάχιστον ρεμπέτικο, το περίφημο Το τάβλι ή Τα νέα της Αλεξάνδρας, σε δικούς του στίχους.
Σήμερα σ’ αγάπησα, σήμερα σε χάνω Μουσική: Κ. Γιαννίδης Στίχοι: Α. Σακελάριος, Χρ. Γιαννακόπουλος Μια ζωή ολόκληρη έχω ζήσει σήμερα. Ήρθαν και με βρήκανε τ’ όνειρο κι η χίμαιρα μες’ τα δυο σου μάτια, αγαπημένη. Τη ζωή ολόκληρη, σήμερα την έζησα κι άλλο πια δεν εύχομαι, παρά να πεθάνω. Σήμερα σε γνώρισα, σήμερα σ’ αγάπησα, σήμερα σε χάρηκα, σήμερα σε χάνω. Πόσο καρδιοχτύπησα, πόσο συγκινήθηκα έκλαψα και γέλασα, χάρηκα, λυπήθηκα κι άλλο πια νομίζω, δε μου μένει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ
του Ιωάννη (Αθήνα, 15.8.1922-27.8.2005)
Ο Γιώργος Μουζάκης είχε τιμηθεί με το Α’ Βραβείο ενορχήστρωσης ΣΟΠΟΤ (Πολωνία 1966), Α’ βραβείο τραγουδιού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1967) και με το Ξενοπούλειο Έπαθλο (1952, 1953 και 1954). Το 1973 έλαβε το Βραβείο Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 2003 βραβεύθηκε με το παράσημο του χρυσού φοίνικα, για την προσφορά του στο τραγούδι. Δυο γεγονότα θυμόταν ως τα σημαντικότερα της καριέρας του: όταν, το 1948, συνόδευσε στην Αθήνα με την κορνέτα του την Εντίθ Πιάφ και, όταν, το 1956, στην ταβέρνα του Καρυστινού, ανέβηκε στη σκηνή η Κατερίνα Βαλέντε για να τραγουδήσει μαζί του σε σπαστά ελληνικά. Πώς συνθέτες με το τέτοιο ταλέντο και μουσικά εφόδια δεν μπόρεσαν να ανοίξουν την αυλαία μιας άλλης περιόδου, μιας άλλης προοπτικής για το τραγούδι; Μια απάντηση θα ήταν ότι, ίσως, δεν είδαν το τραγούδι ως στάση ζωής ή ως μέσο για την αποκάλυψη της κοινωνικής αλήθειας, αλλά το αντιμετώπισαν ως εργαλείο διασκέδασης και μηχανή κατασκευής απατηλών ονείρων. Συνολικά τα τραγούδια του ξεπερνούν τα 550 και έχουν γίνει όλα επιτυχίες που ακούγονται μέχρι σήμερα! Ας θυμηθούμε μερικά. Καλωσόρισες έρωτα, Αδυναμία μου, Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει, Όπου κι αν πας να θυμάσαι, Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά, Κάποιο Δειλινό, Βίρα τις άγκυρες, Μαρία, Το Μονοπάτι. Κι εδώ ο κατάλογος δεν τελειώνει…
Καλωσόρισες έρωτα
Στίχοι: Γιάννης Φερμάνογλου / Μουσική: Γιώργος Μουζάκης
Καλωσόρισες έρωτα με τα κρίνα στα χέρια με το γέλιο, την άνοιξη με το φως, με τα αστέρια. Καλωσόρισες έρωτα καλώς ήρθες χαρά μου γιατί εσύ μου ζωντάνεψες τα νεκρά όνειρά μου. Καλωσόρισες έρωτα κι αυτό μόνο με φτάνει για να ρίξουμε άγκυρα στης καρδιάς το λιμάνι. Καλωσόρισες έρωτα κι αυτό μόνο με φτάνει για να ρίξουμε άγκυρα στης καρδιάς το λιμάνι.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ (1921-1993)
Εγώ γεννήθηκα στην Πόλη. Τον πατέρα μου τον λέγανε Στέφανο και τη μητέρα μου Αθηνά. Γεννήθηκα στο Μπέικος, μια περιοχή φημισμένη για τα καρύδια της. Ο παππούς μου είχε ανοίξει ένα μαγέρικο εκεί κοντά στα δικαστήρια και σιγά-σιγά είχε αποκτήσει φήμη. Ο πατέρας μου άρχισε να ψαρεύει. Πήρε και μια βάρκα -εγώ ήμουν τότε πολύ μικρός- πήρε και τη μάνα μου κι εμένα και πήγαμε και μείναμε στην Πρίγκηπο, σε κάτι παράγκες κοντά στην παραλία. Εκεί μένανε όλοι οι ψαράδες. Εγώ γεννήθηκα το 1921. Αλλά έχω κι άλλο ένα πιστοποιητικό γεννήσεως το 1924. Κι αυτό γιατί είχαν αρχίσει να κυνηγάνε τους Ρωμιούς. Τα πράγματα σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα για μας τους Έλληνες. Είδαμε κι αποείδαμε, δε μας σήκωνε ο τόπος και αποφάσισε ο πατέρας μου να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα. Φορτώσαμε τα πράγματά μας σ’ ένα ιταλικό πλοίο, μια σακαράκα, «Αμπάζια» λεγότανε. Και έπειτα από δεκαεφτά μέρες ταξίδι, πιάσαμε Αλεξανδρούπολη, πιάσαμε Θάσο, φτάσαμε στην Καβάλα. Αυτό έγινε το 1935. Του πατέρα μου, όμως, δεν του πολυάρεσε. Αλλά και η μάνα μου φώναζε γιατί είχε ένα θείο ενωμοτάρχη στο Βόλο κι ήθελε να πάμε εκεί, μας είχε καλέσει ο θείος να πάμε κοντά του. Εκεί εγκατασταθήκαμε σ’ ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Βόλο, την Άφυσσο. Ψαροχώρι ήτανε, ο πατέρας μου ψάρευε εκεί, ήτανε κι ο θείος εξουσία, αρχίσαμε λοιπόν να τα βολεύουμε κάπως… Ο νεαρός Μητσάκης τελειοποιεί τα ελληνικά του για να μην γίνεται, λόγω της προφοράς του, ο περίγελως των πιτσιρικάδων, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με το μπουζούκι. Προκειμένου να μην καταλήξει ψαράς, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του , φεύγει για τη Θεσσαλονίκη. Η καλή του μοίρα θα τον οδηγήσει στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Ο τελευταίος όχι μόνο θα του διδάξει τα μυστικά του οργάνου, αλλά θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του, στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο, παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία. Γνωρίζεται με τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Σπύρο Περιστέρη, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Γιάννη Σταμούλη, τον Σταύρο Τζουανάκο και άλλους, και κατά την περίοδο της Κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια: στου Πίκινου, του Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου. Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα, καθώς και για την
φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους επένδυση. Έγραψε για τον καημό, το γλέντι, και το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου που αντιπροσώπευε. Ο Γιώργος Μητσάκης ήταν σπουδαίος λαϊκός συνθέτης , στιχουργός και μάστορας στο μπουζούκι. Άλλοτε παραπονιάρης και άλλοτε αρχοντορεμπέτης και περιπαικτικός, διαφοροποιήθηκε από τους ομότεχνούς του και επέβαλε το δικό του ύφος στο πάλκο. …Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα “βασανισμένο”, του έκανα το χατίρι...”Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει… Συνεργάστηκε με τον Παπαϊωάννου στου Μάριου και στου Καλαματιανού, μόνοι τους, αλλά και ως μέλη του ξακουστού σχήματος των 12 μπουζουξήδων. Πέρασε απ’ τη Λουζιτάνια με τον Απόστολο Καλδάρα, ενώ ιστορική έχει μείνει η σύμπραξή του με τον Μανώλη Χιώτη στο Πίγκαλς, με τον οποίο συναγωνιζόταν σε κομψότητα, μαγεύοντας το κοινό. Ο ίδιος ταπεινά θα δηλώσει: Η μόνη μου επιτυχία στο πάλκο ήταν με το Χιώτη στο Πίγκαλς. Στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, λίγοι είναι εκείνοι που ασχολήθηκαν με όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης σε υψηλές στάθμες δημιουργίας, όπως ο Μητσάκης. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, εμφανίστηκε ξεχωρίζοντας για τη δύναμη των στίχων, την πολυποίκιλη μουσική φλέβα, τη σωστή ερμηνεία και τη δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι. Τα τραγούδια Aιβαλιώτικο, Βαλεντίνα, Δεν είμαι ο Γιώργος, Η θάλασσα του Πειραιά, Θέλω στα μπουζούκια, Νίτσα-Ελενίτσα, Μια γυναίκα, δύο άντρες, Ο ναύτης, Όπου Γιώργος και μάλαμα, Όσο βαριά είν’ τα σίδερα, Παλαμάκια, Πάρε το δακτυλίδι μου, Στον Πειραιά συννέφιασε, Συννεφιές, Της Λαρίσης το ποτάμι, Το καβγαδάκι, Το καπηλειό, Το κομπολογάκι, Το σβηστό Φανάρι, Το φανταράκι, Ψιλή βροχούλα και άλλα, βαριά και παραπονιάρικα ή εύθυμα και γλεντζέδικα, φέρουν τη σφραγίδα του μοναδικού Γιώργου Μητσάκη που η λησμονιά δύσκολα θα αγγίξει.
Ο ναύτης ( Ένα καράβι απ’ τον Περαία) Στίχοι / Μουσική: Γιώργος Μητσάκης
Ένα καράβι απ’ τον Περαία Μα ο λοστρόμος πάει και του λέει: έχει σαλπάρει για μακριά, Μη συλλογιέσαι κι ανησυχείς. μα κάποιος ναύτης που είναι μέσα πως έχεις δίκιο καταλαβαίνω, το νου του πάντα τον έχει στη στεριά. φουρτούνες τέτοιες περάσαμε κι εμείς. Ο καπετάνιος είν’ στο τιμόνι κι άλλοι δουλεύουν στη μηχανή, κι ο ναύτης μόνος μπροστά στην πλώρη αναστενάζει για μια μελαχρινή.
Καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του, έτσι είμαστ’ όλοι εμείς οι ναυτικοί,.
Αφιερωμένο σε αυτόν που μου έμαθε να ακούω αυτά τα υπέροχα τραγούδια.
ΝΙΚΟΣ(1915-1965) ΓΟΥΝΑΡΗΣ
O Νίκος Γούναρης, ο τραγουδιστής με τη βελούδινη φωνή, γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου το 1915 και υπήρξε ο κύριος εκφραστής του. Τη δεκαετία του 1950 που χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη κόντρα λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού που αντικατόπτριζε την προσπάθεια της Ελλάδας να γίνει επιτέλους Ευρώπη, αφήνοντας πίσω της τον αδελφοκτόνο πόλεμο, μεσουράνησε στο ελληνικό πεντάγραμμο είτε σόλο είτε σε συνεργασία με το Τρίο Μπελκάντο. Ο Νίκος Γούναρης πρωτοεμφανίστηκε το 1936 και αναδείχθηκε στην Κατοχή, παράλληλα με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση. Μετά τον πόλεμο, το άστρο του αναδύεται κατακόρυφα στο ελληνικό μουσικό στερέωμα και από το 1947, οπότε και πρωτοταξιδεύει στις ΗΠΑ, η φωνή του κατακτά και τον ελληνισμό της διασποράς. Έκτοτε και για αρκετά χρόνια κυριαρχεί απόλυτα στις προτιμήσεις του κοινού, άλλοτε ως συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, άλλοτε ως συνθέτης και ερμηνευτής, και άλλοτε απλώς ως ερμηνευτής. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τσιτσάνη Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι. Το λαϊκό τραγούδι θα πάρει, ωστόσο, τη ρεβάνς τη δεκαετία του ’60 και θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά τα επόμενα χρόνια. Από τα πολλά τραγούδια που συνδέθηκαν με το όνομά του αναφέρουμε ενδεικτικά τα Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη, Για τις γυναίκες ζούμε όλοι, Γύρνα πάλι αγάπη μου, Ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, Αυτός ο άλλος, Ένα βράδυ που ’βρεχε, Το γιασεμί, Μη σε τρομάζουν τα γκρίζα μου μαλλιά, Μπαμ και κάτω, Λένε πως είναι οι γυναίκες πονηρές, Όμορφη Αθήνα, Μια κότα στρουμπουλή, Ο κόσμος άλλαξε, Πάμε στα μπουζούκια, Πλαφ και πλουφ, Γλυκά μου μάτια, Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια, Όταν γελάς, Σουσουράδα, Σκαλί, καλέ μου, σκαλί και Σε είδα να κλαδεύεις.
Που να ‘σαι τώρα αγαπημένη
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης / Μουσική: Νίκος Γούναρης Σ’ έχασα κι έχασα μαζί την άνοιξή μου και κλαίνε τ’ άστρα τα πουλιά όλο καημό γκρίζο το σούρουπο πιο γκρίζα η ψυχή μου κι όλα θλιμμένα στο δικό σου το χαμό. Που να ‘σαι τώρα αγαπημένη που να γυρίζεις τόσον καιρό που να ‘σαι τώρα αγαπημένη ψάχνω να σε ‘βρω, μα δεν μπορώ. Μαζί σου ένοιωσα αγάπη και φιλία η ανάμνησή σου πάντα σκλάβο με κρατά και όπως φεύγουνε για τ’ άγνωστο τα πλοία φεύγει κι η σκέψη μου και σε αναζητά. Που να ‘σαι τώρα αγαπημένη που να γυρίζεις τόσον καιρό που να ‘σαι τώρα αγαπημένη ψάχνω να σε ‘βρω, μα δεν μπορώ.
ΓΙΑΝΝΗΣ(1914-2001) ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ Στις 31 Ιουλίου συμπληρώθηκαν 11 χρόνια από τον θάνατο του συνθέτη και πιανίστα Γιάννη Σπάρτακου. Ο Σπάρτακος γεννήθηκε το 1914. Το πραγματικό του όνομα ήταν Σπάρτακος-Ιωάννης Αναστασίου, αλλά τελικά, για χάρη της πρώτης συζύγου του, όπως έλεγε, μετονομάστηκε σε Γιάννης Σπάρτακος. Στα έξι του χρόνια ξεκίνησε τις σπουδές του στο πιάνο ενώ, έφηβος, στα 14, άρχισε να κερδίζει χρήματα συνοδεύοντας στο πιάνο τις προβολές βουβών ταινιών σ’ έναν κινηματογράφο της οδού Μαυρομιχάλη. Στα χρόνια του ’30, ξεκίνησε επίσημα την καριέρα του ως πιανίστας στα βαριετέ και τα καμπαρέ της εποχής, κέντρα διασκέδασης στα οποία το κοινό απολάμβανε τραγουδίστριες όπως η Σοφία Βέμπο και η Δανάη. Οι πρώτες του επιτυχίες στα χρόνια του ’30 ήταν το θρυλικό Θα γυρίσεις ξανά με τη Βέμπο, της οποίας ήταν ο πρώτος δίσκος στην Columbia και πολύ μεγάλη επιτυχία, το Τι κι αν κλαις, τι κι αν πονάς με τη Δανάη και η Πιτσιρίκα με το Τρίο Βάμπαρη. Το καλοκαίρι του ’40, ο Σπάρτακος εργαζόταν ως πιανίστας και μαέστρος στο βαριετέ Όασις, όπου γνώρισε τη Ρένα Βλαχοπούλου. Πρόσεξε αμέσως τη φωνή της και, ενώ σχεδίαζε να συνεργαστεί μαζί της, ξέσπασε ο πόλεμος που χάλασε τα σχέδιά του. Τα καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής μιλούν για τον στρατιώτη Σπάρτακο Αναστασίου που βρίσκεται στο μέτωπο, όπως και άλλοι καλλιτέχνες της εποχής, ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Γιώργος Οικονομίδης και άλλοι.
Γιάννης Σπάρτακος επί σκηνής στο “Περοκέ” με την Ρένa Βλαχοπούλου.
Στα χρόνια της Κατοχής συνέχισε την καριέρα του και την περίοδο 1942-1943 ξανασυναντήθηκε με τη Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο Πάνθεον της οδού Πανεπιστημίου, το οποίο δεν υπάρχει πια. Εκεί ανέβαζαν επιθεωρήσεις ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος με πρωταγωνιστές τον Μάνο Φιλιππίδη, τη Μαρίκα Κρεββατά, τη Μαρίκα Νέζερ. Αυτών των επιθεωρήσεων ο Σπάρτακος έγραφε τη μουσική μαζί με τον Σουγιούλ, διευθύνοντας και την ορχήστρα. Η επιτυχία που γνώρισε με τη Ρένα, της οποίας διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το ρεπερτόριο και την ερμηνεία, ήταν πρωτοφανής. Ο κόσμος και ο τύπος της εποχής αποκαλούν αρχικά τον Σπάρτακο Βασιλιά της τζαζ, ενώ πολύ σύντομα δίνουν και στη Ρένα τον τίτλο της Βασίλισσας της τζαζ. Η νεολαία της Αθήνας διασκέδαζε με τους μοντέρνους ρυθμούς της ορχήστρας Σπάρτακου, η τζαζ έγινε μόδα και εμφανίστηκαν ορχήστρες τζαζ σε όλα τα θέατρα. Το ρεπερτόριό τους αρχικά αποτελούνταν αρχικά από τα ιταλικά τραγούδια τζαζ που διασκεύαζε ο Σπάρτακος και ελληνοποιούσαν με τους στίχους τους οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος: τα Νάνι-Νάνι (Dormi Bambina), Βρέχει, πόσο μ’ αρέσει όταν βρέχει (Piove) και Το μπουμπούκι που ‘χεις βάλει στα μαλλιά είναι μερικά παραδείγματα, όλα επιτυχίες με τη φωνή της Βλαχοπούλου. Δικές του τζαζ επιτυχίες είναι τα Όταν σκοτεινιάζει, Όνειρα κοριτσιών, Ένα φιλάκι να σου ‘δινα, που λάνσαρε η Βλαχοπούλου, και το Αγάπη μου πού να ‘σαι, Το φιλί που χτες μου έδωσες στο στόμα που πρωτοτραγούδησε η Ηρώ Χαντά, με την οποία ο Σπάρτακος ήταν τότε ερωτευμένος. Ακολούθησαν ο Κώστας Καπνίσης με το Γελάς, ο Γ. Καρδάμης με το Όλοι μας ζηλεύουνε, ο Γιώργος Μυρογιάννης με τα Μάτια κανακάρικα. Τα δυο τελευταία ερμήνευσε πρώτη η Ρένα Βλαχοπούλου που, παράλληλα, συνεργάστηκε και με άλλους συνθέτες εκείνα τα χρόνια. Τα θέατρα παρουσίαζαν επιθεωρήσεις με τίτλους όπως Τζαζ ή Στον ρυθμό της τζαζ. H ορχήστρα τζαζ προβιβάστηκε και ανέβηκε στη σκηνή: το καλοκαίρι 1943, ο θίασος Ηρώς Χαντά-Μίμη Κοκκίνη παρουσίασε την επιθεώρηση Τα ίδια Παντελάκη μου στο θέατρο Περοκέ. Το ίδιο καλοκαίρι, η Ρένα Βλαχοπούλου τραγούδησε τζαζ στην επιθεώρηση Ακουαρέλες που ανέβασε ο Βασίλης Αργυρόπουλος στο θέατρο Λυρικόν και τα κείμενα του Ασημάκη Γιαλαμά σατίριζαν την ίδια την τραγουδίστρια του θιάσου, αλλά και τον επιτυχημένο μαέστρο του αντίπαλου Περοκέ που, από ό,τι φαίνεται, γνώριζε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία από το Λυρικόν.
Την επόμενη σεζόν, ο Σπάρτακος έγινε συνθιασάρχης, μαζί με την Ηρώ Χαντά, στο θέατρο Μοντιάλ. Σύντομα, όμως, οι επιχειρηματίες θα καταλλάβαιναν ότι πόλο έλξης αποτελούσε η εμφάνιση των ΣπάρτακουΒλαχοπούλου, οπότε σιγά-σιγά κατάργησαν τον υπόλοιπο θίασο και τα σκηνικά, δίνοντας προτεραιότητα στο ντουέτο. Στο Σινέ Νιους, το Άστορ της οδού Σταδίου, μετά την προβολή των επικαίρων, άνοιγε η αυλαία για να παρουσιαστεί ένα πρόγραμμα βαριετέ με λίγα νούμερα και πολλή... τζαζ μουσική με το βασιλικό τζαζ ντουέτο και την ορχήστρα του Σπάρτακου. Η επιτυχία ήταν τεράστια, ο κόσμος συνέρεε μαζικά και σύντομα, στις καθιερωμένες δύο παραστάσεις, προστέθηκε και μια τρίτη, πρωινή! Μάλλον ο κόσμος που πήγαινε στο Σινέ Νιους ελάχιστα ενδιαφερόταν για τα επίκαιρα, τα μορφωτικά φιλμάκια και τα Μίκυ Μάους της διαφήμισης της εποχής. Αυτό που μετρούσε ήταν ο Σπάρτακος και η βασίλισσά του... Η τζαζ-μανία ικανοποιούσε και τους Ιταλούς κατακτητές, αφού ιταλικά τραγούδια, έστω και διασκευασμένα στα ελληνικά, φαίνεται να εδραίωσαν τη μόδα αυτή, αλλά και τους Έλληνες, για τους οποίους η τζαζ προσέφερε ένα μέσον σύνδεσης με την Αγγλία και την Αμερική που εκπομπές τους άκουγαν παράνομα από τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, αναζητώντας ελπίδες για λευτεριά και επέμβαση των συμμάχων. Από κάποιους αμφισβητήθηκε το πόσο τζαζ ήταν τελικά όλη αυτή η τζαζ μουσική. Ο Μίμης Πλέσσας που μετά τον πόλεμο δημιούργησε το δικό του τζαζ κουαρτέτο, θεωρούσε πως στα χρόνια της Κατοχής ο κόσμος «μπέρδευε» την ελαφρά μουσική με τη τζαζ. Πάντως, κρίνοντας από τις παρτιτούρες της εποχής και τις μεταγενέστερες ηχογραφήσεις -δυστυχώς δεν σώθηκε τίποτα από τις εκπομπές του Σπάρτακου και της Βλαχοπούλου στο κατοχικό ραδιόφωνομπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι πράγματι επρόκειτο για τζαζ μουσική, μάλλον πιο κοντά στα jazz standards τύπου Tin Pan Alley και όχι στη μουσική της Νέας Ορλεάνης, αλλά πάντως τζαζ!
Ο Κώστας Μυλωνάς έγραφε πως το καινούριο που φέρνει ο Σπάρτακος στο τραγούδι είναι η μουσική μεταγλώττιση της αμερικανικής τζαζ στα ελληνικά μέτρα, δημιουργώντας ένα ιδίωμα που στέκεται στο μεταίχμιο της αμερικάνικης και της ελληνικής μουσικής νοοτροπίας (Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού, τόμος 1, Εκδόσεις Κέδρος, 1984). Στις αρχές του ’44, στο Σινέ Νιους, ο Σπάρτακος θα παρουσίαζε τη μεγάλη επιτυχία Θα σε πάρω να φύγουμε, σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, με ερμηνεύτρια τη Ρένα Βλαχοπούλου. Όπως διηγούνταν ο ίδιος, του έδωσαν οι δυο συγγραφείς τους στίχους και εμπνεύστηκε τη μελωδία πάνω στο τραμ, καθώς πήγαινε στο σπίτι του. Η μεγάλη απήχηση ου κομματιού αποδεικνύεται από τις απανωτές εκδόσεις που πραγματοποιεί το μουσικό τεμάχιον που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαϊτάνου (και μιλάμε πάντα για την Κατοχή...). Το τραγούδι θα ηχογραφούνταν από πολλούς ερμηνευτές και ερμηνεύτριες μετά τον πόλεμο, θα ξεπερνούσε τα σύνορα της Ελλάδας και, κάποια στιγμή, όπως αναφέρει ο Κώστας Μυλωνάς, θα χρησιμοποιούνταν και από την Ελληνική Αριστερά με παραλλαγμένους τους στίχους: Θα σε πάρω να φύγουμε, μακριά στη Ρωσία.
Θα Στίχοι σε /πάρω να φύγουμε Μουσική: Σπάρτακος Γιάννης Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει Δε θα έχει η αγάπη μας καρδιοχτύπια και πόνους κι αγκαλιά θα βαδίζουμε στους μεγάλους τους δρόμους Θα σε πάρω να φύγουμε ως του κόσμου την άκρη για να πάψει απ’ τα μάτια σου να κυλάει το δάκρυ Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει
43 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΟΥΝΑΡΗ Ποιος, όμως, ήταν αλήθεια ο Νίκος Γούναρης; Και τι είναι αυτό που τον έκανε αποδεκτό από όλους; Τι είναι αυτό που διέσωσε τον μύθο του μέσα στον χρόνο και τον εκτόξευσε μέχρι και τις ημέρες μας; Κι ακόμα, τι είναι αυτό που ωθεί σήμερα -εποχή των τόσο διαφορετικών ακουσμάτων- τόσο πολλούς νέους ανθρώπους να αναζητούν τα τραγούδια του σε παλαιοπωλεία και στους μαγικούς διαδρόμους του you tube; Ειλικρινά δεν ξέρουμε αν πρόκειται για μια ακόμα μεταμοντέρνα φαγούρα ή για κάτι πιο βαθύ που έχει σχέση με το ότι ο Γούναρης κέρδισε επάξια την αναγνώριση πως ήταν αυθεντικός, πως δεν υπήρξε ποτέ ένας ακόμα δήθεν της τέχνης του, κάτι διαφορετικό από αυτό που έδειχνε σε όλους. Κι αυτό που έδειχνε ήταν ο καλόκαρδος χαρακτήρας, τα μοναδικά φωνητικά του προσόντα, οι μεγάλες σκηνικές του ικανότητες και η ανεξάντλητη ικανότητά του να γράφει ή να ερμηνεύει όμορφα τραγούδια, που προκαλούσαν το λαρύγγι να τα τραγουδήσει. Η χαρακτηριστική μελωδική φωνή του, ζεστή και βελούδινη, αλλά συγχρόνως τόσο αρρενωπή, δίκαια επέβαλε τον Ν. Γούναρη σαν κορυφαίο ερμηνευτή του ελαφρού τραγουδιού που αναγνωρίζεται ως ο μελωδικός τροβαδούρος της Αθήνας, ένα σύμβολο για την εποχή του. Κατά την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου αναφέρεται ότι τραγούδησε πρώτος, πριν τη Σοφία Βέμπο, το περίφημο Κορόιδο Μουσολίνι, σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη, ενώ στα χρόνια της Κατοχής συνέχισε να μετέχει δραστήρια στα καλλιτεχνικά δρώμενα και παράλληλα να παίρνει μέρος στον κοινό αγώνα του έθνους κατά των ξένων κατακτητών, διακινδυνεύοντας συχνά τη ζωή του. Την εποχή ακριβώς αυτήν της άγριας τρομοκρατίας, συνθέτει και το πατριωτικό τραγούδι του Χαϊδάρι, σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη, το οποίο δυστυχώς θάφτηκε από τις μεταπολεμικές πολιτικές σκοπιμότητες και δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα γνωστό.
Για τις γυναίκες ζούμε όλοι
Στίχοι: Κώστας Μάνεσης Μουσική: Νίκος Γούναρης, Κουρνάζος Λένε πως είναι οι γυναίκες πονηρές τον κάθε άντρα που τον θέλουν πάντα θύμα, μα το ‘χω πει και θα το πω χίλιες φορές χωρίς γυναίκα στην ζωή δεν κάνω βήμα, μα το ‘χω πει και θα το πω χίλιες φορές χωρίς γυναίκα στην ζωή δεν κάνω βήμα. Για τις γυναίκες ζούμε όλοι βρε παιδιά, γι’ αυτές δουλεύουμε γι’ αυτές ιδροκοπάμε κι αν είναι όλες, όπως λεν, χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε, κι αν είναι όλες, όπως λεν, χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε.
Χωρίς γυναίκες βρε, δεν κάνουμε στιγμή κι ας βγάζει μάτι το τρελό του το γινάτι, αυτές γλυκαίνουν το πικρό μας το ψωμί και το φτωχόσπιτο μας φαίνεται παλάτι, αυτές γλυκαίνουν το πικρό μας το ψωμί και το φτωχόσπιτο μας φαίνεται παλάτι.
Τώρα που σε γνώρισα Μουσική / Στίχοι: Νίκος Γούναρης
Ρωτώ τα σύννεφα τ’ αστέρια τα πουλιά και τους ανέμους τους καλούς μήπως και ξέρουν και τις νεράιδες στης νυχτιάς τη σιγαλιά αγάπη μου όμορφη κοντά μου να σε φέρουν. Τώρα που σε γνώρισα, όλα είναι για μένα τώρα που σε γνώρισα, αγαπούλα χρυσή όλα τ’ άλλα χρόνια μου, πήγανε χαμένα τώρα που σε γνώρισα, ζω καινούργια ζωή. Στο πέρασμα σου λουλουδιάζει όλ’ η γη και όλα ζούνε μια χαρούμενη εικόνα κι’ ενώ με δύσεις ξαναβγαίνει η αυγή κι’ έφερες άνοιξη στη μέση του χειμώνα. Τώρα που σε γνώρισα, όλα είναι για μένα τώρα που σε γνώρισα, αγαπούλα χρυσή όλα τ’ άλλα χρόνια μου, πήγανε χαμένα τώρα που σε γνώρισα, ζω καινούργια ζωή.
Σου σφυρίζω
Συνθέτης: Γιώργος Μουζάκης Στιχουργός: Γ. Οικονομίδης Χίλιες βραδιές στο δικό σου στενό ξημερώνω χίλιες καρδιές δεν θ’ αντέχαν σ’ αυτό τον καημό που να πω το μεγάλο μου πόνο μόνο εσύ θα τον γιάτρευες μόνο έλα και κάνε μου γέλιο τον κάθε λυγμό. Σου σφυρίζω, για να βγεις σου σφυρίζω και κρυφομουρμουρίζω, το δικό μας σκοπό. Σε κανένα, μην τα πεις σε κανένα φύλαξε τα κρυμμένα, όσα λόγια σου πω. Θα ‘ρθει τ’ αγέρι, με τ’ απαλό του χέρι κρυφά να σε ξυπνήσει και το φεγγάρι για τη δική μας χάρη, τα μάτια του θα κλείσει. Σου σφυρίζω, για να βγεις σου σφυρίζω και κρυφομουρμουρίζω, σ’ αγαπώ σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ σ’ αγαπώ!!!
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΟΥΓΙΟΥΛ (1906-16 Οκτωβρίου 1958) Μιχάλης Σουγιούλ ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Μιχαήλ Σουγιουλτζόγλου, σημαντικού Έλληνας συνθέτη ελαφράς μουσικής. Ο Σουγιούλ΄γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του, πλούσιοι δερματέμποροι, μετανάστευσε στην Αθήνα το 1920 και ο νεαρός τότε Μιχάλης εργάσθηκε αρχικά ως αυτοδίδακτος πιανίστας, πριν ταξιδέψει στη Μασσαλία για μουσικές σπουδές. Χρησιμοποιούσε το καλλιτεχνικό επώνυμο Σουγιούλ από το 1931, οπότε και περιόδευσε στην Ευρώπη ως μέλος αργεντίνικης ορχήστρας. Ήταν συγγενής της Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, της γνωστής προπολεμικής φωτογράφου “Nelly’s”. Πέθανε από το 1958 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω τον γιo του Θάνο που έπεσε θύμα τροχαίου λίγα χρόνια μετά, και τις κόρες του Μαρία, Ηρώ και Αλίκη. Υπήρξε πολυγραφότατος στον Μεσοπόλεμο και την πρώτη μεταπολεμική / μετεμφυλιακή δεκαετία, γράφοντας περισσότερα από 700 τραγούδια σε όλα τα στυλ, ταγκό, ρομάντζες, βαλς, καντάδες, δημοτικά, πατριωτικά και λαϊκά, με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Είχε γράψει μουσική για 45 θεατρικές επιθεωρήσεις και 10 κινηματογραφικές ταινίες (Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Το σωφεράκι, Μια ζωή την έχουμε). Παράλληλα εργαζόταν ανελλιπώς ως μαέστρος σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα της εποχής. Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και Μουσουργών, Διευθυντής Ακρόασης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και των Εταιρειών Cοlumbia και Parlophone. Ανάμεσα στα γνωστότερα τραγούδια του, τα οποία εξακολουθούν να συγκινούν και να τραγουδιούνται για περισσότερο από μισόν αιώνα, ας αναφέρουμε τα: Άστα τα μαλλάκια σου, Ας ερχόσουν για λίγο, Κάτι με τραβά κοντά σου, Ο μήνας έχει εννιά, Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, Μας χωρίζει ο πόλεμος, Το τσαρούχι, Άρχισαν τα όργανα, Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα, Το τραμ το τελευταίο, Μια ζωή την έχουμε, Αδύνατον να κοιμηθώ, Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα, Άσε τον παλιόκοσμο να λέει, Μονά - Ζυγά, Άτιμη Τύχη, Σβήστε με απ’ τον χάρτη. Στο πασίγνωστο Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά χρησιμοποίησε τη μελωδία του δικού του τραγουδιού Ζεχρά του,1938, σε στίχους Σαββίδη με νέους στίχους του Τραϊφόρου, γραμμένους για τη Σοφία Βέμπο. Σε συνεργασία με τους Σακελλάριο και Γιαννακόπουλο, ως στιχουργούς, δημιούργησε μεταπολεμικά τη σχολή του αρχοντορεμπέτικου που συνδύαζε λαϊκότροπους -συνήθως χιουμοριστικούς- στίχους και μουσική, με δυτικότροπες ενορχηστρωτικές επιρροές. Πρώτο τραγούδι της σχολής αυτής ήταν Το τραμ το τελευταίο σε αθηναϊκή επιθεώρηση. Ο Μιχάλης Σουγιούλ συνεργάστηκε με όλους τους δημοφιλείς ερμηνευτές της εποχής, όπως με τη Βέμπο, με την οποία περιόδευε στο αλβανικό μέτωπο, τη Δανάη, την Καίτη Μπελίντα, τον Μαρούδα, την Κάκια Μένδρη, τη Στέλλα Γκρέκα, τη Μάγια Μελάγια, τον Γούναρη, τις αδελφές Καλουτά, τον Στελλάκη Περπινιάδη και άλλους.
Λίγες καρδιές αγαπούνε
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ Είν΄ η ζωή μας γιομάτη παγίδες, λόγια, υποσχέσεις ποτέ μην ακούς, τι είν΄ ο κόσμος ακόμα δεν είδες, έχεις να κάνεις με κακούς. Μη σε ζαλίζουν τα λόγια τα πολλά, άκου μονάχα την καρδιά σου, μονάχα αυτή σένα σε γελά, μην κάνεις βήμα από κοντά μου.
Λίγες καρδιές αγαπούνε, σαν τη δική μου καρδιά, οι πιο πολλές σε ξεχνούνε, μόλις περάσει η βραδιά, γι’ αυτό μη θες να μου φύγεις, ν΄ αλλάξεις, φως μου σκοπό, λίγες καρδιές αγαπούνε, όπως εγώ σ΄αγαπώ.
Λίγες καρδιές αγαπούνε, σαν τη δική μου καρδιά, οι πιο πολλές σε ξεχνούνε, μόλις περάσει η βραδιά, γι’ αυτό μη θες να μου φύγεις, ν΄ αλλάξεις, φως μου σκοπό, λίγες καρδιές αγαπούνε, όπως εγώ σ΄ αγαπώ.
Αλέκος Γενεράλης
Ένα πρότυπο δασκάλου και ανθρώπου Ο Αλέξανδρος Ε. Γενεράλης γεννήθηκε στο Γερακάρι Αμαρίου, στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης, τον Φεβρουάριο 1945. Έζησε δύσκολα μαθητικά του χρόνια στο Ρέθυμνο, αναζητώντας καλύτερη μόρφωση. Πτυχιούχος του Φυσικού Τμήματος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1973, ξεκίνησε τη φροντιστηριακή του δράση στο Ρέθυμνο, ένας από τους πρωτεργάτες της φροντιστηριακής εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο. Χρημάτισε Πρόεδρος του Συλλόγου Φροντιστών Ρεθύμνου. Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, κατάφερε να ξεχωρίσει τόσο στο χώρο του όσο και γενικότερα στην κοινωνία της πόλης, αφού γενιές ολόκληρες είχαν την τύχη να τον έχουν δάσκαλο. Είχε μια έμφυτη αγάπη για τα παιδιά και ήξερε να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Ενέπνεε στους μαθητές του, εκτός από το ενδιαφέρον για γνώση, μια ανάγκη να αποκτήσουν αξίες που δίνουν υπόσταση στην έννοια της ανθρωπιάς. Έγινε πρότυπο, διδάσκοντας με τον τρόπο ζωής του, ήθος, αξιοπρέπεια, αρχοντιά της ψυχής. Ήξερε, σε εποχές που οι κοινωνικές τάξεις καθόριζαν το μέλλον ενός νέου, ότι πάνω απ’ όλα μετράει η αξία του ανθρώπου. Και καλλιεργούσε στους μαθητές του την πίστη στον εαυτό τους και την αυτοεκτίμηση, μεταδίδοντας τις έννοιες του ιπποτισμού και του ηθικού χρέους με ένα μοναδικό τρόπο.
Ο Αλέκος είχε καταφέρει να εφαρμόσει στην πράξη ένα μοντέλο προνοιακής πολιτικής που ωφελούσε χωρίς να τραυματίζει την περηφάνια: αναπόσπαστα δεμένος με τις ρίζες του, δεν δεχόταν χρήματα από συγχωριανούς του, ενώ από συμπολίτες που δοκιμάζονταν στη φτώχεια, πρόσφερε με διακριτικότητα τη δυνατότητα να προχωρήσουν στις σπουδές τους. Χωρίς ποτέ να επιτρέψει να γίνεται λόγος γι΄ αυτές τις πράξεις ανθρωπιάς. Για όλους αυτούς τους λόγους, η θλίψη των Ρεθεμνιωτών για την απώλειά του είναι μεγάλη. Παντρεύτηκε την οδοντίατρο Ελένη Μαραγκάκη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Βαγγέλη.
Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης / Μουσική: Γιώργος Μουζάκης Χρόνια τώρα κάνουμε παρέα κι είμαστε ζευγάρι ταιριαστό και στο πείσμα όλου του κόσμου, που κακό έχει σκοπό δε θα πάψω ούτε στιγμή να σ’ αγαπώ. Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει και θα σου χτίσω μια μικρή φωλιά κι όταν το σούρουπο μας αγκαλιάζει, θα ζευγαρώνουμε σαν δυο πουλιά. Σα μου λεν να φύγω από κοντά σου πιο καλά ο ήλιος να σβηστεί σ’ έχω τόσο συνηθίσει, σ’ αγαπώ τόσο πολύ ας τον κόσμο κι έλα δώσ’ μου ένα φιλί. Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει και θα σου χτίσω μια μικρή φωλιά κι όταν το σούρουπο μας αγκαλιάζει, θα ζευγαρώνουμε σαν δυο πουλιά.
Στέλιος Φουσταλιεράκης (Φουσταλιέρης) (1911-1992) Σαν είχες άλλο στην καρδιά τι μ’ ήθελες εμένα, να με πληγώνεις να πονώ, ώσπου να ζω για σένα.
Ο μουσικός και συνθέτης Στέλιος Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Η μουσική του αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της κρητικής μουσικής από τον Μεσοπόλεμο έως σήμερα. Ερμηνευτής των περισσοτέρων καθιστικών σκοπών της κρητικής μουσικής, υπήρξε δεξιοτέχνης του μπουλγαρί που εισήγε στη δισκογραφία, το οποίο, ως τρίχορδο νυκτό ασυγκέραστο όργανο, ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων και έχει αρχαιότατες καταβολές. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η χρήση του διαδόθηκε στα ταμπαχανιώτικα τραγούδια της κρητικής μουσικής, τα οποία συνδυάζουν στοιχεία από την τοπική παράδοση, τα παραδοσιακά μικρασιάτικα και το ρεμπέτικο, ενώ μεταπολεμικά τον ρόλο του ως συνοδευτικού της λύρας ανέλαβε το λαούτο.
Την εκδήλωση υποστήριξε ευγενικά η
Χορηγοί: