ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ
Ε λευ θερό ψυ χα
ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ · e-Book & ΣΥΛΛΕΚ ΤΙΚΑ Α ΝΤΙΤΥΠΑ Λ
ε
υ
κ
ά
δ
α
-
2 0 1 4
Ελευθερόψυχα
Λευκάδα
2014
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΥΣΩΝΑΣ! Έξω ο διάολος έβραζε το κερί του, όταν μπήκε στο μαγαζί συνεσταλμένα άνθρωπος άγνωστος και ζήτησε ένα ποτήρι νερό διστακτικά. Τσακιστήκαμε να του το δώσουμε. Κι εκείνος το κρατούσε – χωρίς να πιει γουλιά – ευλαβικά σαν αγιασμό κι από την πόρτα εξήλθε. Με καχυποψία κοιταχτήκαμε κι είδαμε ακολουθώντας τον να κατευθύνεται σε παρακείμενο καροτσάκι σκουπιδιών – που ως φαίνεται χρησιμοποιούσε για την εργασία του: ρακοσυλλέκτης του δήμου θα ήτανε – κι άδειασε το δροσερό νερό σε βασιλικού γλαστρίτσα, που σε βάση αυτοσχέδια είχε τοποθετήσει. Ύστερα, έσκυψε, τον μύρισε κι εν μέσω ανθηρότατου χαμόγελου ψιθύρισε: «Θα ’χα πεθάνει απ’ την βρώμα, αν δεν είχα την ευωδιά του να μ’ ανασταίνει!» Ετούτη η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και συμβαίνει μέσα μας κάθε μέρα…
Βιβλιοπωλείον «Παρ’ Ημίν» – Χαριλάου Τρικούπη 11α Αθήνα, 1997
5
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΚΙ ΑΜΑΝ ΑΜΑΝ» Ήμουν έξω, ήμουν έξω απ’ τον χρόνο… Άγγελος Σικελιανός
ΗΤΑΝ αβάσταχτα πληκτική εκείνη η Ανάσταση! Ο γερο-ψάλτης φάλτσος και κουραστικός τόσο, που κι ο Ιησούς βαριότανε ν’ αναστηθεί. Ξάφνου, άνοιξε σαν μνήμα η πόρτα, τα κλαρίνα μπήκαν σκούζοντας στην εκκλησιά κι η λειτουργιά διακόπηκε απ’ τον αμανέ του γύφτου, που τράνταξε τον ναό: «Ωρέ, Χριστός ανέστη κι αμάν αμάαααααν!» Στα δυο της πόδια η αρκούδα ορθωμένη σαν μαλλιαρός εχόρευε προφήτης που ξεπήδησε απ’ το τέμπλο. Και μια ξυπόλητη γυφτοπούλα πανέμορφη, ίδια η Παναγία, το ντέφι χτυπούσε λαχανιάζοντας, λες κι απ’ τον οργασμό καρδιοχτυπούσε! Απ’ τα στασίδια ο κόσμος σηκωμένος χόρευε σαν αναστενάρης, πάνω στης πίστης τ’ αναμμένα κάρβουνα, και μόνον ο διάβολος, που παρίστανε τον παπά, σφάδαζε στο δάπεδο αφρίζοντας…
Αγία Ανάληψη Σειρές Καλαβρύτων 1932
6
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΑΡΗ «Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.» Διονύσιος Σολωμός
ΤΟΥΣ ΕΣΤΗΣΑΝ στον τοίχο. Πριν την εκτέλεση, για τελευταία χάρη, ζήτησαν να πουν τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη» Ο ήλιος έλαμπε… «του σπαθιού την τρομερή,» Άστραφταν οι κάνες των όπλων… «σε γνωρίζω από την όψη» Ένα χελιδόνι πέταξε «που με βία μετράει την γη.» κι άρπαξε ένα έντομο στον αέρα… «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη» Ένα συννεφάκι πλησίασε τον ήλιο «των Ελλήνων τα ιερά,» κι έκρυψε τον μισό… «και σαν πρώτα ανδρειωμένη,» Τον έκρυψε ολόκληρο… Και τότε, σαν να ήταν συνεννοημένοι, δίχως καν να κοιταχτούν, επαναλάβαν «και σαν πρώτα ανδρειωμένη,» χωρίς να πούνε και το «χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!». Σαν δίσκος παλαιός, που κόλλησε η βελόνα: «και σαν πρώτα ανδρειωμένη,» «και σαν πρώτα ανδρειωμένη,»… Ο ύμνος δεν έλεγε να τελειώσει…. Και τον τέλειωσαν τα πολυβόλα. 7
ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΟΥ την ζωή ζωγράφιζε την θάλασσα… Σ’ ένα βουνό καθόταν και ζωγράφιζε την θάλασσα… Μόνο την θάλασσα…. Μόνο ζωγράφιζε…. Ζωγράφιζε την θάλασσα… Κάποτε, έκαψε όλους τους πίνακες και σκόρπισε την στάχτη τους στην θάλασσα… Ύστερα, έπεσε και πνίγηκε στην θάλασσα… Κι η θάλασσα τον ξέβρασε σαν κούτσουρο την άλλη μέρα στην στεριά.
ΕΠΙΣΤΗΘΙΟ ΑΣΜΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ η ευτυχία; Πού βρίσκεται η ευτυχία; Παντού την ζήτησα, παντού αλλού δεν την βρήκα. Πού κρύβεται η ευτυχία; Πού κρύβεται η ευτυχία αν όχι δυο κουμπιά πιο κάτω απ’ το μισάνοιχτο πουκάμισό της; Πώς πιάνεται η ευτυχία; Πώς πιάνεται η ευτυχία όταν στα χέρια σου κρατάς τις βαλίτσες των ονείρων της για ένα ταξίδι πιο μακρινό απ’ όσο αντέχουν τα πόδια σου; Πώς χάνεται η ευτυχία; Πώς χάνεται η ευτυχία; Τόσο εύκολα, που δύσκολα περιγράφεις όλους τους τρόπους. Το Νήϊον και το Νήριτον, βουνά της γης μου. Και στης μικρής ελιάς τον ίσκιο τα δώρα των Φαιάκων απλωμένα σαν εμπειρίες… 8
ΑΝΑΣΑΝΑ ΚΙ ΑΠ’ ΤΙΣ ΔΥΟ μεριές την Ομορφιά: από κείνη που με χορταίνει κι από κείνη που με πεινάει. Και λέω «ανάσανα», γιατί αν η Ομορφιά δεν ήταν αέρας, εσύ δεν θα ’σουνα πανί κι εγώ δεν θα ’μουνα ταξίδι…
ΤΑ ΜΗΛΑ ΠΟΥ ΤΙΝΑΞΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ πώς να τα πω δαγκωματιές; Τις φυτείες με τα ζαχαροκάλαμα πώς να τις πω δάχτυλα; Και τ’ άσπρο άλογο μέσα στην νύχτα πώς να το πω κορμί που κάλπαζε πάνωθέ μου;
ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΕΚΕΙ που τελειώνει η σπονδυλική στήλη του γαλαξία σου, την σεληνάκατό μου θα προσγειώσω για ν’ απολαύσω τα δύο υπέροχα μισοφέγγαρα. Κι ανάμεσά τους, τον νυχτερινό ουρανό με ζεστό χιόνι θα τον γεμίσω. Έτσι ώστε, όπου εκσπερματώνει ο έρωτας να γαμιέται ο θάνατος. Αισιοδοξώ! Γιατί όλα τα μισοφέγγαρα της νύχτας είναι μια μελλοντική πανσέληνος. 9
ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ τα φτερά του για να πετάξω. Δεν είχα πού να πάω και του τα γύρισα πίσω. Ούτε άγγελοι μού χρειάζονταν ούτε φτερά. Εγώ, απλώς, ήθελα να περπατήσω στο πλάι εκείνης που μου έκοψε τα πόδια.
ΘΑ ’ΜΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ΟΤΑΝ ψηλώνουν οι σκιές το δειλινό κι αλαργεύουν οι γλάροι. Θα ’μαι δίπλα σου όταν η νύχτα απλώνει τα μαύρα μαλλιά της στα κύματα σαν γυναίκα. Όταν το πυροφάνι του φεγγαριού στάζει χρυσάφι στα βαθιά νερά σου θα ’μαι εγώ που στα κυματάκια των χειλιών σου θα ψαρεύω το φιλί με των ονείρων το σκισμένο δίχτυ. Όταν ο άνεμος παίζει με τα παραθυρόφυλλα θα ’μαι εγώ που μέσ’ απ’ τις γρίλιες της ψυχής σου θα φυσάω την ανάσα μου. Θα έρθει και ο καιρός που δεν θα μπορείς πια να με δεις: γιατί θα ’χω γίνει ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ. 1985
10
ΣΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ Μέρες του 1996
Σ’ ΕΝΑ μπουρδέλο κάποτε με μια πουτάνα ενώ γαμιόμαστε ένα ποίημά μου της απήγγειλα, με το βλέμμα μου τρυπώντας της τα μάτια. Θυμάμαι ακόμα κάποιους σκόρπιους στίχους θαμπά φερμένους στο μυαλό εν μέσω καθαρότατων οργασμού κραυγών: «Τα πόδια σου ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, που σχίζουνε στα δυο την οικουμένη κι ο έρωτας στον θάνατο πελάτης. Δεν ζει, παρά για σένα όποιος πεθαίνει. Η νύχτα στ’ όνειρό της υπνοβάτης…» Κι ύστερα κάτι σαν: «… οι σάρισες των νυχιών σου ατιθασεύουνε στον Γρανικό της πιο βαθιάς μου φλέβας…» Κι άλλα παρόμοια, που ούτε καν ποιήτρια κουλτουριάρα δεν θα καύλωναν, πολύ δε περισσότερο μια πόρνη στο τρισάθλιο του Κεραμεικού μπουρδέλο. Όταν τελειώσαμε, το σεντόνι στα χύσια ήταν πλημμύρα και το μαξιλάρι απ’ τα δάκρυα στυβόταν. Ξάφνου, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και γυρίζοντας μου επέστρεψε τα χρήματα λέγοντας, κοιτώντας με στα μάτια: «Εγώ πληρώνομαι όταν δίνω το κορμί μου. Μα όταν κάνω έρωτα, πληρώνω με την ψυχή μου». Α, ρε, Καβάφη! Τόσο κοντά στην ποίησή σου ήταν το σκηνικό ετούτο, που χρόνια πασχίζω να το διηγηθώ και μόνον το ύφος σου κρατεί σωματοποιημένο το αίσθημά μου! 11
ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΝΟΙΑΖΕΣΑΙ για τους άστεγους και τους πεινασμένους κι εύχεσαι να μην χιονίσει απόψε στην Πεντέλη. Εσύ, που μου έκανες έξωση απ’ την αγκαλιά σου, με ξεπάγιασες με τα λόγια σου, μ’ άφησες να λιμοκτονώ χωρίς μπουκιά φιλί και στο λαιμό με κάρφωσες με την γόβα στιλέτο σου για να περάσεις… Έπεσα στα πόδια σου – έπεσες στα μάτια μου! στ’ αρχίδια μου αν θα πέσει κι ο υδράργυρος! Νοιάζεσαι για τους άστεγους και τους πεινασμένους κι εύχεσαι στην Πάρνηθα να μην χιονίσει απόψε. Κι εγώ ευχήθηκα να μην χιονίσει στην καρδιά σου κι όμως χιόνισε. Κι απόψε που καίγομαι για σένα κανείς δεν νοιάζεται. Μόνον οι γλώσσες της φωτιάς μου γλείφουνε το πρόσωπο σαν ερωμένες φλογερές, ενώ οι άστεγοι της Πλατείας Συντάγματος μαζεύονται τριγύρω μου να ζεσταθούν, καθώς αυτοπυρπολούμαι…
1/2/2012
12
ΛΕΠΤΟ ΧΑΡΤΙ ΕΒΑΛΑ το εξαιρετικά λεπτό χαρτί μου πάνω απ’ την φωτογραφία της κι ήταν σαν να έγραφα στο πρόσωπό της ή σαν το πρόσωπό της να έγραφε το ποίημα… Τυχαία η λέξη «ατιμία» γράφτηκε στο μέτωπό της; Τυχαία ο «χωρισμός» στα χείλη της κι η λέξη «μαχαίρι» στο λαιμό της; Τυχαία έσκισα το ποίημα και το πέταξα στον κάλαθο των αχρήστων; Τυχαία βρέθηκε στον ίδιο κάδο σκουπιδιών με το διαμελισμένο πτώμα της; Τυχαία έγινε το ποίημα αυτό κατήγορός μου; Τυχαία μόνον εκείνο ήξερε πως ήθελα να την σκότωνα εγώ; Τυχαία πήγα φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έκανα; Ή τιμωρήθηκα για να μάθω πως ποίηση θα πει: δικαιοσύνη;
ΓΔΥΝΕΙ Ο ΑΕΡΑΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ απ’ το φουστάνι της και πονηρά της κλείνει το μάτι λες και της λέει: «Τώρα που δεν έχεις ρούχα, πέρνα να συζητήσουμε για κείνα τα φτερά».
13
ΜΟΥΣΕΣ Τώρα, ο καθένας παίρνει όσα δεν δικαιούται. Κι ο έρωτας ξερά φωνήεντα για υγρόληκτες γυναίκες.
ΕΦΑΓΑ την μισή ζωή μου να εξυμνώ την ομορφιά, πάει να πει: την γεωμετρία των σωμάτων – κύκλους, καμπύλες, ευθείες… Κι έφτιαξα με μια ολόκληρη αλφάβητο, πάει να πει: με 24 καράτια αίματος, μια τρύπα στο νερό! Μούσες: μισότρελες γυναίκες απ’ την αρμονία των γραμμών, που δεν είχαν ούτ’ έναν σπόνδυλο αιωνιότητος στην δωρική τους μέση. Μέσες άκρες, αυτή ήταν η ποίησή μου: διαμελισμένα σώματα που παρίσταναν τις λέξεις. Πάει να πει: ο μόνος τρόπος ν’ αντέξεις την ομορφιά κομματιασμένη.
23/4/2013
ΡΥΤΙΔΕΣ: ΣΕΛΙΔΕΣ που γράφει τα ποιήματά του ο Χρόνος.
14
ΑΛΛΟΘΙ ΣΚΟΤΩΣΑ πολλά πράγματα για να τα ζήσω, πράγματα και θαύματα – θαύματα ως επί το πλείστον. Στρατιές ονείρων και λιτανείες ερώτων δολοφονήθηκαν άγρια και σκυλεύτηκαν καθ’ οδόν με μόνον άλλοθι την πραγματοποίησή τους. Ηλιθιότητα κι αυτή: ν’ αποψιλώνω τους καπνούς ν’ ανάψω στάχτες… Ε, ρε, ερείπωση που με τριγυρίζει! Ήθελα λέει να δω το αόρατο – (σ)τρ(αβ)ομάρα μου!
HAPPY END ΑΠΟ ΤΟΤΕ που έπαψε να υπάρχει Θεός, υπάρχουν πάντα – δόξα στην επιστήμη! – αντικαταθλιπτικά στο συρτάρι. Κι αυτά, κάνουν θαύματα είτε πιστεύεις είτε όχι.
15
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ ΕΙΔΑ σ’ ένα παρανάλωμα ονείρων το Κοράκι του Πόε να μην έχει στίχο να καθίσει κι ένα καύκαλο καρβουνιασμένης χελώνας να γίνεται τασάκι μισογεμάτο από την στάχτη των οικολόγων. Είδα περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους να γίνονται «φιλέτα», αφού ψηθούν στην πυρκαγιά! Είδα την ζωή να γίνεται φιλολογία και τα γραπτά μου φιλολογικώς απαράδεκτα. Αν όμως πρέπει να διαλέξω, προτιμώ ένα δάσος από ένα ποίημα.
ΦΑΣΜΑ Φοράς κουστούμι από κρέας...
Η ΦΘΟΡΑ εμβολιάζει όλα τα έμβια σαν γεννηθούν, με αντισώματα ενδοφλέβια. Ζωή: το βίτσιο του κενού να μεταλλάσσεται. «Όμορφος κόσμος!» – τι κοσμεί; Μπρος στων πτωμάτων την οσμή το κάθε άρωμα υποτάσσεται. Η ομορφιά ένα τραγούδι επιθαλάμιο. Σαν νυμφευθεί με τον καιρό, κύκνειο άσμα! Άλλο ταξίδι δεν ποθώ – επικαλάμιο – απ’ το στερνό, που θα το κάνω πια ως φάσμα.
16
ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΕΞΩ απ’ το τζάμι εγκαταλελειμμένα εργοστάσια Σκουπιδότοποι Βοσκοτόπια τίγκα στην κοπριά Αγελάδες που μασάνε πλήξη για να κατεβάσουν Παστεριωμένα πρωινά Βρώμικες θάλασσες Αποκαμωμένοι ψαράδες Φιδόδρομοι που ξεντύνονται το μάκρος τους Και πλησιάζεις στο τέρμα Όπως η σύριγγα στην φλέβα Κατεβαίνεις Και παίρνεις επ’ ώμου τα φαντάσματά σου Ένας χαμάλης προθυμοποιείται να στα μεταφέρει Όπως ο Χάροντας στην Αχερουσία Δεν έχεις οβολό Μόνο ένα «Άντε γαμήσου!» ανάμεσα στα δόντια Αυτό το λεωφορείο είναι η ζωή σου Τα τοπία που σε κούρασαν ήταν η αφορμή Που έκλεισες τα μάτια κι ονειρεύτηκες Τα δυο τρία ποιήματα που σ’ έγραψαν Στ’ αρχίδια τους για να μην πεις Πως κι εσύ έκανες κάτι στην ζωή σου Τώρα δεν έχει τίποτα καμιά σημασία Έτσι όπως η τελευταία αχτίδα κρέμεται Πάνω απ’ το σβέρκο σου σαν σπαθί Ήλιε σαμουράι Πάρε μου το κεφάλι και δως μου πίσω την καρδιά μου
17
ΜΗΠΩΣ ΑΡΓΗΣΩ ΜΙΚΡΟΣ, περιδιαβαίνοντας στο νεκροταφείο διάβαζα ονόματα άγνωστα στους σταυρούς κι έβλεπα φωτογραφίες από καιρούς ξεθωριασμένους… Τώρα, είναι γνωστοί μου οι περισσότεροι γείτονες και φίλοι συμμαθητές που παίζαμε μαζί. Καθώς διαβαίνω με κοιτούν σαν να με προσκαλούν να τελειώσουμε το παιχνίδι που αφήσαμε στην μέση για να μεγαλώσουμε…. Κοντοστέκομαι μια στιγμή ανάμεσα στους σταυρούς σαν αναποφάσιστος ψηφοφόρος μα η βιαστική ζωή με τραβάει απ’ το μανίκι να προχωρήσω… Ρίχνω στερνή ματιά τριγύρω μου σαν να ’θελα ν’ αποστηθίσω το τοπίο όπως το μάθημα πριν τις εξετάσεις. Και δεν τρομάζω βλέποντας ότι γνωρίζω περισσότερους πεθαμένους και λιγότερους ζωντανούς φοβάμαι μόνο μην αργήσω να διαβώ στην άλλη όχθη και με ξεχάσουν… Στις εκταφές τα κόκαλα τρίβονται σαν φελιζόλ κι ένα υφάσματος απομεινάρι δείχνει πως το άσαρκο σαρκάζει κάθε μόδα. Κι όλα τα κρανία μοιάζουν ίδια να χαμογελούν χωρίς την σάρκα τους.
18
ΠΩΣ ΕΝΑ ΠΕΖΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΕΖΟΣ ΔΥΟ γυφτοπούλες δεκάχρονες, κρατώντας η καθεμιά ένα κουτί με παιχνιδάκια, σε κεντρικότατο δρόμο την πραμάτεια τους πουλούσαν. Κόντευαν μεσάνυχτα και μια εκ των δύο, αποκαμωμένη, ένα μπρελόκ λαγουδάκι έβαλε στο χέρι μου, που αν ήταν αληθινό θα ’ταν το ίδιο τρομαγμένο όπως η καρδούλα του κοριτσιού, που έτρεμε από φόβο μήπως δεν το αγοράσω. Την κοίταξα βαριεστημένα και ρώτησα πνευματωδώς: «Μα, δεν φοβάστε να γυρίσετε τέτοια ώρα στον καταυλισμό;». Ο καταυλισμός ήταν έξω απ’ την πόλη, πλάι στον σκουπιδότοπο, κι έπρεπε να περάσουν μέσ’ από δρομάκια σκοτεινά, που καθώς λένε ήταν κάποτε στοιχειωμένα. Και σήμερα, αν και δεν το λένε, παντοιουτοτρόπως επικίνδυνα. Aυτή δεν απάντησε, παρά μόνον το λαγουδάκι επίμονα κουνώντας μπροστά στο πρόσωπό μου, εμμέσως με παρότρυνε να το αγοράσω. Την παρότρυνα κι εγώ με την επιμονή μου ν’ απαντήσει: «Δεν φοβάστε να γυρίσετε τέτοια ώρα στον καταυλισμό;». Η κοπελίτσα έβαλε το λαγουδάκι στο κουτί και μου έτεινε αυτήν την φορά έναν αναπτήρα, ανάβοντάς τον για να μου δείξει πώς λειτουργεί. Υπολειτουργώντας από τα ποτά που είχα πιει, είπα οκνηρά: «Δεν καπνίζω» ενώ σκεφτόμουν πως αν ο αναπτήρας ήταν σπίρτα, λόγω του Άντερσεν, θα το εκλάμβανα διαφορετικά. Και μη έχοντας τι άλλο να πω, την ξαναρώτησα ηλιθιωδώς: «Και δεν φοβάστε να γυρίσετε τέτοια ώρα στον καταυλισμό;». Μόρφασε, σαν να την κορόιδευα. Κι ενώ άρχισε – μαζί με την άλλη – ν’ απομακρύνεται, γύρισε το μελαψό προσωπάκι της προς τα πίσω και ράπισε τ’ αυτιά μου με την απάντηση: «Γιατί να φοβόμαστε; Εμείς είμαστε τα φαντάσματα!». Κατά τ’ άλλα, υποτίθεται πως ο ποιητής ήμουν εγώ!
2/6/2009
19
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΡΟΒΛΕΠΩ ότι στο μέλλον Τα κριματιστήρια του κόσμου Δεν θ’ αποδίδουν το αρχικό κεφάλαιο Των αντοχών Κι οι δείκτες των χεριών σύρριζα Θα κοπούν για να μην οριοθετείται Το ψεύδος. Με παραπλανητικά ταξίδια Οι ανεξερεύνητες απαξίες Θα χαρτογραφηθούν Προς χρήσιν των εραστών Του διαστήματος Ανάμεσα Lexotanil και Αrtane. Τώρα, όλοι θα πουν ότι τρελάθηκα! Όταν όμως το φεγγάρι και το μηδέν Θα κατοικηθούν Κι όταν αναβλέψουν οι τυφλοί Λόγω ανεπάρκειας σκότους, Όλοι θα πουν ότι ήμουν προφήτης. Ενώ εγώ τότε θα ’χω τρελαθεί.
20/5/2002
20
Μια φθορά κι έναν καιρό ήταν η ποίηση
Στην κατηφόρα φυτρώνουν οι δάφνες, για να τις φτάνουν οι ποιητές κα τρα κυ λώ ντας.
ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ εσάς εδώ, η ποίηση είναι ένα μαχαίρι κοφτερό να σφάζετε τ’ αρνιά σας το Πάσχα. Αν το μαχαίρι όμως στραφεί προς το λαιμό σας, τότε όλοι, χωρίς αιδώ, γίνεστε ξαφνικά χορτοφάγοι. Στο απέραντο νεκροκρέβατο που καταντήσατε τον λόγο sateen σεντόνια δεν θα στρώσω μα την ποίηση που έτσι κι αλλιώς εκεί την έχετε γραμμένη ένα ξυράφι την έκανα για τον κώλο σας… Σκατά! Ξέρω πως αυτά που γράφω δεν είναι λογοτεχνία. Μα ποιος από σας μπορεί να πει πως κι αυτό που ζείτε λέγεται ζωή;
23
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ ΑΡΚΕΣΤΕΙΤΕ στο ομιχλώδες Ποιος θα σας κατηγορήσει για ανειλικρίνεια; Γελάστηκα, κύριε, θα του πείτε Είχε αρχίσει να νυχτώνει κιόλας – Πηχτό κατάμαυρο μελάνι Γλίστραγε και το χιόνι – της σελίδας Με κυνήγαγε και μια αρκούδα Από εκείνες τις γκρίζες – της καθημερινότητας Φεγγάρι δεν είχε Μόνο ένα πελώριο Lexotanil Που το ροκάνιζε μια εξαγριωμένη ματαιότητα Μου έκανε κι έξωση η πραγματικότητα – Ποιο ποίημα θα με στέγαζε; Κι είπα να θαμπώσω λιγάκι το γυαλί Για να μην φαίνεται η ραγισματιά του. Λες και υπάρχει τίποτα πιο δυσδιάκριτο Από το εμφανές!
24
ΛΑΛΑΚΗΔΕΣ ΗΤΑΝ δυνατός ποιητής – αλλά με μπρατσάκια! Μόλις ξανοίγονταν λίγα μέτρα, τον φώναζε πίσω η μαμά αταλαντοσύνη: «Λαλάκη, όχι στα βαθιά, παιδί μου!» Στα ρηχά, λοιπόν! Πλάτσα-πλούτσα επιπλέουν οι Λαλάκηδες. Η ποίηση είναι θάλασσα για ριψοκίνδυνους κολυμβητές, που καραδοκούν γιγάντια καλαμάρια: ή που θα σου ρουφήξουν το αίμα ή που θα τους στραγγίξεις το μελάνι.
ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ περιμένει στα γιοφύρια να μας πουλήσει τις ευκολίες μας. Χαρίζει το στιλό – γυρεύει το μελάνι! Δίνει δυναμίτη δίχως φυτίλι και δείχνει για ποίημα ένα ξεφτιλισμένο πράγμα. Σε ό,τι σας χαρίζεται, μην χαρίζεστε! Κι όσο κι αν θυμώσετε, το ξύδι μην καταδεχθείτε που θα φέρει στα χείλη σας ο Ρωμαίος όταν μάθει πως την Ιουλιέτα στην γλώσσα σας την λένε Αλήθεια.
25
ΟΝ CAMERA ΕΒΡΙΣΕ τους πάντες ο ποιητής έφτυσε κατάμουτρα το σύστημα μπροστά στον σκοτεινό καθρέφτη κατάδωσε τις κλίκες μία-μία κι όλους τους έβαλε στην θέση τους τραβώντας το καζανάκι. Κούμπωσε μέχρι το τελευταίο κουμπάκι το μαύρο πουκάμισο έφτιαξε «το ποδηλατάκι των γυαλιών του» για να μνημονεύσει τον Μαγιακόβσκι και βγήκε απ’ τα παρασκήνια στο πλατό. Εκεί on camera έφτυσε γαρύφαλλα στο γυαλί και τυφλωμένος απ’ τα φώτα αθώωσε το σκοτάδι που τον κατάπινε. Όταν βγήκε από το studio ξαναφόρεσε την καθημερινή οργή του μα δυο στενά πιο κάτω την απεκδύθηκε για ένα «σας είδαμε στην τηλεόραση». Άτιμο πράγμα το γυαλί! Πότε το χρησιμοποίησε η ποίηση και δεν έκοψε τις φλέβες της;
26
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ των Αθηνών γράφουν κάτι στενάχωρα ποιήματα σαν τα διαμερίσματά τους. Όταν μένουν σε ρετιρέ νομίζουν πως συγκατοικούν με τον Θεό και πληρώνουνε αυτοί όλο το νοίκι ζητώντας ως αντίδωρο την μισή αιωνιότητα! Όταν μένουν στο υπόγειο θαρρώντας πως την κόλαση αφουγκράζονται εκ του σύνεγγυς γράφουν για τα μαρτύρια της ψυχής ενώ απλώς τους ξεκουφαίνει ο καυστήρας. Οι ποιητές των Αθηνών κάνουν φανταστικές δημόσιες σχέσεις όταν δεν κάνουν πραγματικά ποιήματα. Κι έχουν πολύ αέρα στα μυαλά τους γιατί δεν έχουν στα πνευμόνια τους. Οι ποιητές των Αθηνών γράφουν για το μηδέν και για το τίποτε αλλά περισσότερο απ’ οτιδήποτε ποθούν εκείνο που πάντοτε ήθελαν κι ας έλεγαν πως το ’χουνε χεσμένο: την υστεροφημία! Για τους ποιητές των επαρχιών δεν κάνω λόγο. Κάποτε θα μιλήσει γι’ αυτούς η δικηγόρος όλων των ανθέων και των πτηνών που κακοποιήθηκαν εξ αιτίας τους – η αφάνεια! Όσο για μένα δεν διεκδικώ δάφνες πρωτοτυπίας! Αν ήθελα να πρωτοτυπήσω θα μιλούσα ακαταλαβίστικα.
27
ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΙΠΑΣ Είμαστε ανίατα Μεσοπόλεμος Βύρων Λεοντάρης
Η ΖΩΗ ΣΑΣ τραβεστί Κι ο στίχος σας πουστράκι Στους καΜπινέδες των δημοσίων σχέσεων Για μια πρέζα φήμης νοθευμένης. Τα περιοΔικά σας Και οι εφημεριΔούλες σας Ιερατεία των αΔελφών. Το μόνο που μ’ αρέσει στην λέξη «κλίκα» Είναι εκείνο το «κλικ» που παραπέμπει σε όπλο. Είσαστε ανίατα εμετοπόλεμος. Ξου, ρε, Που θα μιλήστετε για τον Καρυωτάκη! Αυτός μάτωσε στο στήθος Κι εσείς ματώνετε στον κώλο.
28
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΗΝ Σταδίου ανέβηκαν ανάποδα, κρατώντας πλακάτ με στίχους οι ποιητές, λες κι ήταν συνδικάτο! Ο κόσμος χασκογέλαγε. Κι ύφος αυτοί κρατώντας, απήγγειλαν στα σοβαρά Σουρή και Λασκαράτο… Έξω απ’ την Παλαιά Βουλή πήγε ν’ αλληθωρίσει μέχρι κι ο Γέρος του Μωριά, σαν είδε την παράνοια με το πανό: «Η Ποίηση ενάντια στην Κρίση». Έλληνες, πιάστε τα στιλό κι άστε τα γιαταγάνια! Αυτοί που πίπες κάνανε για δυο σειρούλες κρίση και φίλησαν των εκδοτών ποδιές κατουρημένες, να μην μιλούν γι’ αντίσταση! Ανάποδα ας γυρίσει καθείς τους – και στον κώλο τους να βάλουνε τις πένες!
21/3/2012
SELECTIVE MUTISM (επιλεκτική αλαλία)
ΜΑΧΑΙΡΙ ΔΙΚΟΠΟ ο ποιητής: εν τη ευλαλία του υπερυψούται κι εν τη αλαλία του τελειούται. Μαχαίρι δίκοπο ο ποιητής, με λαβή από πυρωμένο σίδερο: κανείς να μην μπορεί να το βάλει στο χέρι δίχως να καεί. Γιατί αν ο ποιητής δώσει λαβή να τον βάλουν στο χέρι με τον λόγο του ή με την σιωπή, καλύτερα να επιλέξει επί λέξει: να κόψει τον λαιμό του ή να πάει να κρεμαστεί!
29
Η ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΨΥΧΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΣΕ ΠΕΡΙΟΡΙ ΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΑΝΤΙΤΥΠΩΝ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΕ ΜΟΡΦΗ P D F ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2 0 1 4
Αριθμός αντιτύπου:
δες
Η ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΨΥΧΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΣΕ ΠΕΡΙΟΡΙ ΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΑΝΤΙΤΥΠΩΝ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΕ ΜΟΡΦΗ P D F ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2 0 1 4