Η Ποίηση του Μαραθωνίου - Δ. Ε. Σολδάτος

Page 1

001_12-12-2014_typos 10/12/2014 6:37 μ.μ. Page 5

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014

ΣΕΛΙΔΑ

5

ƲǛǜǤǜǗǘǗǚ XXX EJNTPM CMPHTQPU DPN s F NBJM EJNJTPME!HNBJM DPN

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟY τέλειωτα χιλιόμετρα… Ο ήλιος του καλοκαιριού να σβήνει σαν αποτσίγαρο στο πετσί σου. Δαιμόνια «ηλιοβόρα», «με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά»! Νύχτες πανσελήνου, με τα «σεληνοβάμονα», «όταν οι μακρόλαιμοι αρχάγγελοι βουτάν σαν κύκνοι το λαιμό τους στης ευτυχίας το κρουσταλλένιο ρέμα. Ο άμμος τρίζει κάτου απ’ τα πόδια σαν ζωντανή φωνή». Κι ύστερα «ανάσκελα γυμνός στην αμμουδιά», σκεπασμένος «με τα κλαδιά των άστρων».

Α

Φθινόπωρο: τα πρώτα κίτρινα φύλλα τρίζουν κάτω απ’ το πέλμα σου σαν αποξηραμένες αναμνήσεις. Τρέχεις, μουσκεύοντας ως το κόκαλο, με «της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο» να σου χαμογελά «και τα μουράγια ξέσκεπα στην σοροκάδα». Χειμώνας: «ο αέρας ακονίζει πάνω στα νεύρα σου ένα ξυράφι» και το χαλάζι σαν φωτιά! Πέφτει ο κεραυνός «και το χώμα καναλίζει κάτου απ’ τα πόδια σου σαν αίμα». Άνοιξη: «λουλούδια οικόσιτα της νοσταλγίας, τα ρεμβοκίνητα και τα σεμνά με την κόκκινη αρραβώνα» «κι απ’ τα μηλίγγια να τρέχει ο ιδρώτας, καθώς οι στάλες του νερού απ’ τα κουπιά». Φρουρά γιγάντων γύρω σου τα κυπαρίσσια, πέρα «η θάλασσα η δεσποτική», «των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια», τα μακρινά γαλάζια βουνά: «ίσκιοι και ξεγελάσματα κι αντικατοπτρισμοί», τρίβοντας μες στο χέρι σου ένα κλαδάκι δυόσμο, αναπνέοντας «την μυρωδιά την επαναστατημένη της ρίγανης». Πλαγιές «γραμμένες μ’ ασβεστόλιθο και κυπαρίσσι, με τις τεράστιες συλλαβές του αισθήματος, με σύννεφα βαριά και με κλωνάρια του ήλιου», «εκεί που αποκοιμιέται ο ουρανός και θα ’θελες να εξατμιστείς μέσα στην χούφτα του θεού». Κι ύστερα «το τοπίο αντιγράφεται κλιμακωτά»

σαν τον στρατιώτη επάνω στο τουφέκι του»; Πόσες ζωές έχεις ζήσει μέσα στην μία και μοναδική ζωή σου, νιώθοντας ακόμα και «τα δέντρα να βαδίζουν πλάι σου εναντίον του ανέμου»; Πόσες φορές έσμιξες με το μεγάλο πολύχρωμο ποτάμι των δρομέων σ’ έναν αγώνα, όπως σμίγουν τα ρυάκια για να φτάσουν στην θάλασσα, «ενώ τα δάκρυα που σε πρόδωσαν κι οι ταπεινώσεις έγιναν πνοές κι άνεσπερα πουλιά»; Πόσες φορές ένιωσες την σκιά του αρχαίου αγγελιαφόρου να σ’ ενθαρρύνει σ’ έναν Μαραθώνιο, όταν η εξάντληση «περνούσε στην σπονδυλική σου στήλη ένα ραβδί από πάγο»; Πόσες φορές, όταν όλες οι άλλες αγκαλιές σε πετούσαν απ’ έξω, προγεύτηκες την αθανασία τερματίζοντας στην ωραιότερη αγκαλιά του κόσμου: στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας; Πόσες φορές, εσύ, «ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος», ένιωσες «κρίκος» ισχυρός «στην αδιάσπαστη αλυσίδα της ιστορίας», «γιατί του αγαπώ μαζί γεννήθηκαν οι χρόνοι απ’ τον δρόμο σου»;

προς τα μέσα. Οι φλέβες σου γίνονται ποταμοί, «αλλάζει κοίτη ο χρόνος και γυμνό από επίγεια έγνοια σ’ άλλα νοήματα σ’ οδηγεί. Υπάρχει μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο την περιπέτεια της φωτοχυσίας της». Οι μεγάλες ανηφόρες, ο αχινός του ήλιου καρφωμένος στην πλάτη σου. Πλατάνια που «λιχνίζουν το φως», ενώ το ρέμα του χειμάρρου ψάχνει κι αυτό τον δρόμο του ανάμεσα στις πέτρες, «εκεί που καταρράχτες ασκητές στέκονται όρθιοι μέσα στα πέτρινα πιθάρια». Ο ιδρώτας μαργαριταρώνει το πρόσωπό σου κι η ανάσα βαριά σαν χτυπιά στο αμόνι του στήθους σου, ενώ το ταμπούρλο της καρδιάς διατυμπανίζει ρυθμικά πως ακόμα είσαι ζωντανός κι εν κινήσει, μη δυνάμενος να «οξειδωθείς μες στην νοτιά των ανθρώπων». Ο ηδονικός πόνος, σαν περίβλημα καρπού εκλεκτού, που όταν το σπάσεις «δαγκώνοντας με δόντια πέτρινα», περικλείει μια θεϊκή χαρά! Και «σταματάς μπροστά στην λάμψη των αισθήσεων, ως σε κατώφλι ναού, προτού να μπεις». Τρέχεις, όπως κινείται κάθε τι ζωντανό. Ό,τι ακινητεί, ρέπει προς τον θάνατο. Τρέχεις για να νικήσεις τον θάνατο. Τρέχεις γιατί νίκησες ήδη τόσους μικρούς θανάτους. Κι, ω, του θαύματος! Μια τόσο φαινομενικά απλή δραστηριότητα, πόσα μπορεί να σε διδάξει! Πόσο πιο ταπεινός γίνεσαι απέναντι στον δρόμο, στα χιλιόμετρα που κινδυνεύεις να σε καταπιούν, «αν εκλεκτή συγκίνηση το σώμα και το πνεύμα σου» δεν «κυριεύει»! Πόσο ασήμαντος αισθάνεσαι μπροστά στον χρόνο, τον μικρό και τον πεπερασμένο του χρονομέτρου, αλλά και στον μεγάλο κι ατελεύτητο του σύμπαντος! Πόσο χρειάζεσαι το πολυτιμότερο πράγμα που διαθέτεις και που τόσο λίγο του έδινες σημασία: την ανάσα σου! Πόσο χρειάζεσαι την καρδιά σου! Πώς πα-

ρακολουθείς την παραμικρή διακύμανση της συχνότητάς της! Πόσα μηνύματα έχει να σου πει, που για πρώτη φορά απ’ όταν άρχισες να τρέχεις, έχεις τον χρόνο και την διάθεση να τ’ ακούσεις! Πώς παρατηρείς τον εαυτό σου ως ένα απίστευτο μηχάνημα! Πώς τον σπουδάζεις και τον μαθαίνεις καθημερινά! Πώς τον φροντίζεις! Πώς τον παροτρύνεις! Πώς τον επιβραβεύεις! Πώς μαθαίνεις να τον αγαπάς! Πώς αγαπάς κι άλλους, που πριν σου ήταν αδιάφοροι! Δεν αγαπάς πάντα αυτό που είναι, αλλά αυτό που πάντα έχουν την δυνατότητα να γίνουν. «Τρέχεις σαν να προσεύχεσαι», όπως λένε οι παλαιοί μαραθωνοδρόμοι. Προσεύχεσαι με τα πόδια,

μιλώντας τρυφερά στην γη, στην «πλατύστερνη γη» που μας κρατάει όλους στον κόρφο της σαν παιδιά της κι εμείς της φερόμαστε σαν να ήταν κακιά μητριά. Την νοιάζεσαι αλλιώς τώρα την γη. Δέθηκες μαζί της, την πότισες με τον ιδρώτα σου, την μέτρησες με το βήμα σου, με «το βαθύ σου χτυποκάρδι». Αγαπάς και τα ζώα της: την μικρή αλεπού που φανερώθηκε μια νύχτα στο δρόμο σου ξαφνικά κι ύστερα χάθηκε μέσα στα δέντρα τρομαγμένη. Τον σκύλο τον αδέσποτο που σε συντρόφεψε χιλιόμετρα με αντάλλαγμα ένα χάδι. Την γάτα που τρίφτηκε στα πόδια σου για μια στιγμή σαν χνουδωτή θεότητα. Ακόμα και το φίδι, που πα-

ραμέρισε για να περάσεις κι ύστερα ξεντύθηκε το δέρμα του στα χορτάρια, όπως κι εσύ αλλάζεις φανέλα μετά την προπόνηση. Πόσες φορές λύγισες και πόσες σηκώθηκες ξανά να περπατήσεις! Πόσες φορές δάκρυσες κρυφά από τον πόνο ή την συγκίνηση κι οι άλλοι νόμισαν το δάκρυ για ιδρώτα που κύλησε απ’ το μέτωπό σου! Πόσες φορές πέθανες και πόσες φορές ξαναγεννήθηκες σαν τον φοίνικα, το μυθικό πουλί, απ’ την στάχτη σου, πιστεύοντας πως «στον που θέλει να πετάξει, του δίνει κι άλογο ο Θεός»; Πόσες φορές «έθαψες τα πτώματα των μυστικών σου νεκρών κι εκοιμήθηκες πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας

«Ελεύθεροι και καθαροί, μεταρσιωμένοι, σαν να μην είχαμε πονέσει, θα πατήσουμε πάνω στα δάκρυα και στην χυμένη ματαιοδοξία ακολουθώντας την ιερή μας ορμή όπως σκιρτάει…». «Δεν είμαι μόνος μου! Η φωνή μου κλείνει μέσα της χίλιες φωνές». «Κι αν δεν μας μένει άλλη περιουσία παρά η νοσταλγία του ήλιου, θα πάμε με την φλόγα των ματιών μας» να φωτίσουμε όλους τους δρόμους «να ξυπνήσουμε τις αθώες υπάρξεις που περιμένουν, σαν να ’μαστε οι αγγελιαφόροι της χαράς». _________________ Οι κλεισμένες σε εισαγωγικά φράσεις είναι αποσπάσματα από ποιήματα των: Οδυσσέα Ελύτη, Άγγελου Σικελιανού, Γιώργου Σαραντάρη, Τάσου Λειβαδίτη, Γιάννη Υφαντή, Κώστα ντε Βαλαμόντε, Κώστα Μαμαλούκα, Γιώργου Μ. Φίλιππα και Γιάννη Καραβίδα.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.