Μέρος ΠΡΩΤΟ
Περιεχόμενα Εισαγωγικό Σημείωμα
002
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
004
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ της Πόλεως των Αθηνών
006
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ Περίοδος | 5000 - 1200 π.Χ.
054
I ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ Περίοδος | 3500 - 600 π.Χ.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
332 334 370 372 376 378
XI ΄Β Περίοδος ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ | 1687 - 1833 μ.Χ.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
154 156
416 418
XII Περίοδος ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ | 1833 μ.Χ. - 20ος αι.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
226 228 268 270
VI ΥΣΤΕΡΟΡΟΜΑΪΚΗ Περίοδος | 267 - 408 μ.Χ.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
X Ά Περίοδος ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ | 1456 - 1687 μ.Χ.
V ΡΩΜΑΪΚΗ Περίοδος | 86 π.Χ. - 267 μ.Χ.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
VIII ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ Περίοδος | 565 - 1204 μ.Χ.
082 084
IV ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ Περίοδος | 338 - 86 π.Χ.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
320 322
IX Περίοδος ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ | 1204 - 1456 μ.Χ.
III ΚΛΑΣΣΙΚΗ Περίοδος | 479 - 338 π.Χ.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
056 058
II ΑΡΧΑΪΚΗ Περίοδος | 600 - 479 π.Χ.
Χάρτης Περιόδου Μνημεία Περιόδου
VII ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ Περίοδος | 408 - 565 μ.Χ.
314 316
434 436
Συγκριτικοί Χάρτες
548
Λίστα Μνημείων (Ταξινομημένα ανά Περίοδο)
566
Λίστα Μνημείων (Ταξινομημένα κατά Αύξοντα Αριθμό)
592
Ευχαριστίες
601
| Η Πόλη των Λόφων |
001
Εισαγωγικό Σημείωμα Λίγα Λόγια για το Εγχείρημα
Η
Πόλη των Λόφων... Αι Αθήναι (ο πληθυντικός είχε παραμείνει μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, από τα αρχαϊκά χρόνια). Μια μικρή (αλλά μεγάλη) πόλη που δεν είχε ποτέ την τύχη της αστείρευτης και πλούσιας πόσιμης πηγής, ή των εξαιρετικά γόνιμων εδαφών, όπως άλλες περιοχές της Ελλάδος ή άλλες πρωτεύουσες του εξωτερικού. Παρόλα αυτά τα ποτάμια της ήταν μαγικά, γεμάτα θρύλους και μύθους, η πολιτική της θέση γεμάτη ισχύ και ιστορία και η γεωγραφική της θέση γεμάτη λόφους. Στο σύνολο: επτά. Οι ιστορικοί λόφοι της Ακρόπολης, του Αρείου Πάγου, των Μουσών, των Νυμφών, της Πνύκας, του Αγοραίου Κολωνού και του Αρδηττού, αποτελέσανε την φυσική οχύρωση μιας εκ των σπουδαιότερων πόλεων στον παγκόσμιο χάρτη, αλλά και το μήλον της έριδος για πολλούς κατακτητές. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε φυσικά και η γειτνίαση της με μερικά από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου: του Πειραιά, του Φαλήρου, της Ελευσίνας, της Κορίνθου και της Σαλαμίνας.
Είναι αλήθεια πως δεν διαθέτουν πολλές πόλεις την ευλογία τριών καταπράσινων λόφων που να βλέπουν στο μνημείο των μνημείων, την Ακρόπολη. Ταυτόχρονα, σημαντικό στοιχείο αποτελεί το ότι, κάθε βήμα του περιπατητή τον πηγαίνει αιώνες πίσω, στα χρόνια της οικιστικής ακμής ολόκληρης της περιοχής, όταν η Μελίτη και η Κοίλη εξελίσσονταν σε δύο από τους σημαντικότερους δήμους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ομοίως ισχύει για τον Δήμο Κολυττού, την Πνύκα ή τον λόφο του Άρειου Πάγου. Ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να περπατήσει στο βραχώδες κράσπεδο του αρχαίου δρόμου (της Διά Κοίλης οδού) και να εντοπίσει τα αυλάκια των αμαξοτροχιών. Τα περισσότερα αποτυπώματα της οικιστικής ακμής της Μελίτης και της Κοίλης σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση. Ας προσέξουμε τις λαξευμένες θεμελιώσεις πάνω στους βράχους: όλα είναι ίχνη από πατώματα, κατώφλια, πηγάδια ή σκαλοπάτια.
Υπάρχουν πολλά που μπορεί να δει κάποιος στους λόφους, ακόμα κι αν η πρώτη εντύπωση είναι αυτή της παρθένας φυσικής έκτασης. Τα αρχαιότερα χρονικά κατάλοιπα στους λόφους ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (μπορούν να εντοπιστούν στο ΝΑ πρανές του λόφου των Μουσών) και στη Μυκηναϊκή Περίοδο (θαλαμοειδείς τάφοι στους λόφους Νυμφών και Μουσών από το 3200 π.Χ.). Αλλά τα πιο σημαντικά προέρχονται από τους ιστορικούς χρόνους: το Ιερό των Νυμφών στην κορυφή του ομώνυμου λόφου και το Ιερό του Μειλιχίου Διός στον βραχώδη πρόβολο του λόφου των Νυμφών. Τι άλλο μπορούμε να δούμε στους λόφους; Χάρη στο μεγαλιθικό ανάλημμα και τη λαξευτή στον βράχο εξέδρα του “Βήματος του Ρήτορος” έχουμε μια πολύ καλή εικόνα της Πνύκας του 4ου αι. π.Χ. Επίσης σώζονται τα ίχνη από το περίφημο Διατείχισμα, στο τμήμα ανάμεσα στην Πνύκα μέχρι και το μνημείο του Φιλοπάππου. Για την περιπλάνηση στους εν λόγω λόφους “χαράκτηκε” από τους Αρχαιολόγους μια οκτώσχημη πορεία, με έναρξη την περιοχή του Ασυρμάτου, όπου βρίσκεται η Διά Κοίλης οδός, στη συνέχεια στροφή προς βορρά στο λόφο της Πνύκας και στο κομβικό σημείο του βήματος, πέρασμα από τον Αγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη, πορεία προς τον λόφο Μουσών και έξοδος στα ανατολικά μέσω του κεντρικού λιθόστρωτου του Πικιώνη. Προτείνεται επίσης η περιήγηση του λόφου Νυμφών (Αστεροσκοπείου), από το Ιερό του Μειλιχίου Διός στην οδό Οτρυνέων μέχρι την κορυφή του λόφου και έξοδο από τον περιφερειακό του Φιλοπάππου στα δυτικά. Δεν γίνεται φυσικά να παραβλέψουμε την οδό Παναθηναίων, την οδό περιπάτου (περιμετρικά του λόφου της Ακροπόλεως), τα γραφικά στενά της Πλάκας, τις αρχαίες αγορές, τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού και του Ολυμπίειου και τα σπουδαία μουσεία της πόλης. Όλες οι παραπάνω διαδρομές αποτέλεσαν τεράστιο εφόδιο και γνώση για την συγγραφή αυτού του λευκώματος.
| Η Πόλη των Λόφων |
002
Αφορμές για τη δημιουργία του υπήρξαν πολλές, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο ιστορικού ενδιαφέροντος, αλλά όλες εξίσου σημαντικές. Διαμένοντας τα τελευταία χρόνια πλησίον του Παναθηναϊκού σταδίου, αρχικά κοντά στο Ζάππειο και στη συνέχεια στο Μετς, είχα την δυνατότητα (και την τύχη) να περιπλανηθώ στις γύρω περιοχές. Με τον καιρό οι απορίες πλήθαιναν και άρχισα να ψάχνω απαντήσεις. Τι είδους αρχαία υπάρχουν εντός του Εθνικού Κήπου και διάσπαρτα στον λόφο του Αρδηττού; Από που διέρχεται ο Ιλισσός ποταμός; Ποιος είναι ο Αδριανός και ποιος ο Ηρώδης ο Αττικός και γιατί δώσανε το όνομα τους σε τόσα μνημεία; Τι βρίσκεται εντός του φράχτη του ναού του Ολυμπίου Διός; Γιατί γίνεται τόσος ντόρος για τα λείψανα του μικρού ιερού της Αγροτέρας Αρτέμιδος στην οδό Αρδηττού; Ποια είναι η ρίζα - ετυμολογία των ονομάτων: Λουμπαρδιάρης, Πλάκα, Μοναστηράκι, Αναφιώτικα, Κυνοσάργες και οδός Τριπόδων; Και γιατί ονομάστηκε Μετς η γειτονιά δυτικά του σταδίου; Η τελευταία ερώτηση, όσο κι αν φανεί σε αρκετούς περίεργο, ήταν η πλέον καταλυτική: αντιλαμβανόμενος κάποια στιγμή ότι το “Μετς” ήταν μια Βαυαρική μπυραρία στις όχθες του Ιλισού, ιδρυθείσα από τον Γιόχαν Φουξ, τον πατέρα του Καρόλου Φουξ (ελληνιστί Φιξ), που κατασκεύασε με την σειρά του το μεγάλο εργοστάσιο και νην μουσείο στο ΦΙΞ [1], όλες οι απορίες μετατράπηκαν σε λαχτάρα για έρευνα. Στην πολύμηνη προσπάθεια τα ερωτήματα (και η άγνοια) πολλαπλασιαστήκαν, άρχισαν να αρχειοθετούνται και να διασταυρώνονται (το διαδίκτυο ήταν δυστυχώς αμείλικτο) και το αποτέλεσμα ήταν ένας λιτός σε περιγραφές, αλλά περιεκτικός (όσο το επέτρεπαν οι πηγές) τόμος, με τον τίτλο “Η Πόλις των Λόφων”. Κλείνοντας, ελπίζω να μην έχει διαφύγει τίποτα πραγματικά σημαντικό από το εν λόγω λεύκωμα και φυσικά να διατηρήσω την παρούσα διάθεση για έρευνα, ώστε μελλοντικά να καλύψω πολλές από τις παραλείψεις.
1.
Η οικογένεια Fuch κατόρθωσε να δώσει το όνομα της σε δύο περιοχές του κέντρου της πρωτεύουσας: το Μετς και το Φιξ. Η προσφορά τους ήταν ποικίλη, είτε εμπορικά, είτε κοινωνικά (παρέχοντας εργασία σε χιλιάδες εργαζόμενους, χρηματοδοτώντας την κατασκευή του καθολικού ναού του Αγίου Καρόλου στο Ά Νεκροταφείο κ.α.).
Η παρέα δεν σπανίζει κατά την περιπλάνηση στους φυσικούς πνεύμονες της Αθήνας. Μια χελώνα ξεδιψάει σε μια οπή στη βάση της κλίμακας του Ιερού της Θεάς Τύχης, στον λόφο του Αρδηττού. Ο ναός κατασκευάστηκε κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, παράλληλα με το Παναθηναϊκό Στάδιο και κάθετα στον κεντρικό άξονα του [βλ. Λόφος Αρδηττού].
Η Αρχαιολογία και η σημασία της
Μ
πορούμε να αναλογιστούμε ποια θα ήταν η γνώση μας για την ιστορία της ανθρωπότητας χωρίς την αρχαιολογία; Θα γνωρίζαμε μόνο όσα μας παραδίδονται από τα γραπτά κείμενα - όσα τυχαία σώθηκαν - που δεν είναι πιο παλιά από τον 7ο αι. π.Χ. Αλλά και αυτές οι πηγές εμπλουτίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με τις επιγραφές σε λίθο και πηλό που αποκαλύφτηκαν με τις ανασκαφές. Ο αρχαιολόγος τροφοδοτεί συνεχώς τον ιστορικό με τα πορίσματα του, ενώ σπανιότερα συμβαίνει το αντίθετο.
Σήμερα η αρχαιολογία δεν περιορίζεται στην μελέτη της προϊστορικής, της κλασσικής, της ρωμαϊκής και της βυζαντινής αρχαιότητας. Έχει επεκταθεί σε παλαιότερες και νεότερες εποχές και έχει απλωθεί σε στεριές και θάλασσες. Μιλάμε για αρχαιολογία ενάλια, βιομηχανική, περιβαλλοντική, για μια μορφή εθνοαρχαιολογίας. Η μέθοδος που ακολουθούν όλοι οι κλάδοι είναι περίπου όμοια: ανασκαφή (όπου είναι αναγκαία), παρατήρηση, καταγραφή, φωτογράφηση, συντήρηση, ταξινόμηση, μελέτη και επιστημονική δημοσίευση. Εάν δεν ακολουθήσει κανείς αυτή τη διαδικασία, η ανακάλυψη είναι σαν χαμένη, αφού δεν θα έχουν τη δυνατότητα άλλοι μελετητές να στηριχθούν στα συγκεκριμένα στοιχεία για να προχωρήσουν σε περαιτέρω έρευνα. Η αρχαιολογία στην Ελλάδα άρχισε να αναπτύσσεται αμέσως μετά την απελευθέρωση. Η πρώτη μέριμνα το 1833 ήταν η ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που άρχισε αμέσως την περισυλλογή των πολλών διασκορπισμένων αρχαιοτήτων, τις πρώτες ανασκαφές στην ελεύθερη Ελλάδα και τις αναστυλώσεις στην Ακρόπολη. Το 1837 εκδόθηκε η Αρχαιολογική Εφημερίς και τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Εταιρία που συνέβαλε ουσιαστικά στη διάσωση των αρχαίων.
1.
Δύο φορές χάθηκε η ευκαιρία να σωθούν οι αρχαιότητες της Αθήνας στο σύνολο τους. Η πρώτη ήταν στα μέσα του περασμένου αιώνα, όταν δεν εφαρμόστηκε το πολεοδομικό σχέδιο των αρχιτεκτόνων Schaubert και Κλεάνθη, που προέβλεπε ελεύθερο το κέντρο της Αθήνας. Η δεύτερη, έναν αιώνα αργότερα, όταν μετά τον Πόλεμο δεν μεταφέρθηκε η πόλη, όπως προτάθηκε από κάποιους πολεοδόμους, προς την Πάρνηθα ή το Φάληρο, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και η νεοκλασική Αθήνα. Όμοιες και μεγαλύτερες καταστροφές έγιναν και στην ύπαιθρο με τη βαθιά άροση και τα δημόσια έργα (δρόμοι, γέφυρες, φράγματα, αεροδρόμια). Η πολιτεία έριξε το βάρος της στη βιομηχανία, χωρίς να υπολογίσει τα αρχαία ερείπια που μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή ομορφιάς και έλξης. Οι “μαχόμενοι” αρχαιολόγοι - δημόσιοι υπάλληλοι (που δεν είναι σήμερα παραπάνω από 300 σε όλη την Ελλάδα) [1] είχαν πάντα το βαρύ έργο της προστασίας των αρχαίων και βυζαντινών μνημείων που σημαίνει: σωστική ανασκαφή σε όποιο σημείο της εφορείας τους αποκαλυφθούν, ευθύνη για τη διαφύλαξη, με τελικό σκοπό την καλή προβολή και τη δημοσίευση τους, πράγμα που προϋποθέτει μεγάλη διοικητική εργασία και επιστημονική εργασία. Για πολλά χρόνια οι ολιγάριθμοι αρχαιολόγοι υπάγονταν στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπου συνθλίβονταν από το πολυάριθμο προσωπικό των εκπαιδευτικών και των ιερωμένων. Σήμερα, στο Υπουργείο Πολιτισμού, αν και ανήκουν στον επιστημονικό κλάδο με τη μεγαλύτερη παράδοση στη δημόσια διοίκηση, περιορίζονται, όχι μόνο από το πλήθος, αλλά και από τη λάμψη των ανθρώπων της τέχνης, του θεάτρου, της μουσικής και του αθλητισμού. Ημέρες καλές είδε η Αρχαιολογική Υπηρεσία στα χρόνια 1960-1967, τα οποία συνέπεσαν και με τη προσωρινή αναβάθμιση της, όταν προσαρτήθηκε στο Υπουργείο Προεδρίας, αν και μια πραγματική αναβάθμιση θα γινόταν με τη μετατροπή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε Υφυπουργείο Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων.
Σημείωση: το κείμενο έχει γραφτεί και δημοσιευτεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘90.
| Η Πόλη των Λόφων |
004
Παράλληλα με την εκτέλεση των καθηκόντων του ο αρχαιολόγος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν μπορεί να παραμελεί την επιστημονική έρευνα για την αξιολόγηση των ευρημάτων του, πράγμα που σημαίνει πολλή δουλειά σε βιβλιοθήκες, ώστε κάθε θεωρία να στηρίζεται στη μελέτη συγκεκριμένων παραδειγμάτων. Αντίθετα, οι αρχαιολόγοι που εργάζονται στα πανεπιστήμια, στα ερευνητικά κέντρα (της Ακαδημίας και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών) και στα ινστιτούτα ξένων χωρών (είναι σήμερα 15 εγκατεστημένα στην Αθήνα), παρ' όλες τις δυσκολίες που ενδεχομένως έχουν, μπορούν να οργανώνουν συστηματικές μεγάλες ανασκαφές και να αφοσιώνονται στην επιστήμη τους. Αποκαλυπτικές ανασκαφές και εντυπωσιακά ευρήματα είχαν προσδώσει μιαν αναμφισβήτητη αίγλη στις παλαιότερες γενιές των αρχαιολόγων. Η σημερινή γενιά αισθάνεται ότι κύριο χρέος της είναι η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το έργο όμως αυτό έφερε πολλές φορές σε σύγκρουση τους αρχαιολόγους με τα συμφέροντα των ιδιωτών, αλλά και με το ίδιο το κράτος και την Εκκλησία, αφού η επέμβαση τους σημαίνει καθυστέρηση στην ανοικοδόμηση και στα δημόσια έργα. Σε αυτή την πάλη τους οι αρχαιολόγοι, που δεν ζητούν παρά την εφαρμογή του αρχαιολογικού νόμου, δεν έχουν πάντα την υλική και ηθική υποστήριξη των προϊσταμένων αρχών. Και όμως, θα περίμενε κανείς από τον πολιτικό κόσμο μια κατανόηση, αν όχι της σημασίας των αρχαιολογικών ευρημάτων και της επιστημονικής έρευνας, τουλάχιστον μια διορατικότητα για την οικονομική ανάπτυξη που θα έφερνε στον τόπο μας η συντήρηση των μνημείων, η διαμόρφωση των αρχαιολογικών χώρων, η ανέγερση νέων μουσείων και η βελτίωση των παλαιοτέρων. Τα ήδη τεράστια έσοδα του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων θα μπορούσαν έτσι να πολλαπλασιαστούν, ώστε να διατίθενται μεγαλύτερα ποσά για τα ίδια τα μνημεία. Έβη Τουλούπα, 15 Φεβρουαρίου 1997 [2]
2. Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο της αρχαιολόγου, που φέρει τίτλο: “Από τη Πνύκα στο Παγκράτι” - Αθήνα 2010
Λείψανα βόρειας κλιτύος του λόφου της Ακροπόλεως. Πιθανά τμήματα του τείχους της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας και πιθανά στελέχη παλαιότερων βυζαντινών ναών. Εξίσου πιθανά μέρη από αρχαιότερα κτίσματα ή ναούς, καθώς η λαξευμένη και ανθεκτική πέτρα είχε πάντα θέση στην καταγραφή της ιστορίας.
I. Λόφος Αρδηττού Γενικά Στοιχεία
Α
ρδηττός ονομάζεται ο λόφος της Αθήνας που είναι υπερκείμενος του Παναθηναϊκού Σταδίου και στα νότια του Ναού του Ολυμπίου Διός. Έχει συνολικό ύψος 233 μέτρα (από τη στάθμη της θάλασσας). Ως “Αρδηττός” αναφέρονται συνήθως και οι χαμηλότεροι λόφοι, περιμετρικά του κυρίως υψώματος. Στην ελληνική μυθολογία ο Αρδήττης ήταν αττικός ήρωας, που κατόρθωσε να καταπαύσει τη διχόνοια και να επανασυμφιλιώσει τους πολίτες της Αττικής όταν κάποτε υπήρχαν αναταραχές: “ος στασιάζοντα τον δήμον υπέρ ομονοίας ώρκισεν”. Ο λόφος στον οποίο κάλεσε και όρκισε τους τότε κατοίκους της Αττικής, στην ανατολική όχθη του Ιλισού, έλαβε το όνομα του, στην περιοχή όπου αργότερα ανεγέρθηκε το Καλλιμάρμαρο.
Στην κορυφή του λόφου από τα δεξιά του Αρδηττού (όπως κοιτάμε από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου), στον λόφο του "Μετς" όπως ονομάζεται σήμερα, δέσποζε ο ναός του "Ελικώνος Ποσειδώνα" [1], ενώ λίγο πιο κάτω στον ίδιο λόφο βρίσκονται σήμερα τα λείψανα του ναού της "Αγροτέρας Αρτέμιδος", κτισμένος από πεντελικό μάρμαρο. Υπήρχε άγαλμα της θεάς, ενώ παράλληλα, στον ίδιο χώρο λατρεύονταν παλαιότερα η Δήμητρα, καθώς και η κόρη της Περσεφόνη. Ο ναός αυτός και η Άρτεμις γνώρισαν μεγάλη δόξα και έδωσαν τη μεταγενέστερη ονομασία της περιοχής ('Αγραι = κυνήγι). Εκεί δε, ήταν και ο τόπος τέλεσης των "Μικρών" Ελευσίνιων Μυστηρίων, κατά τις αρχές κάθε Άνοιξης. Κάτω από τον πευκόφυτο αυτό λόφο οι 6000 Ηλιαστές, οι αρχαίοι Αθηναίοι δικαστές, μετά την εκλογή τους, ορκίζονταν δημόσια στο όνομα του Δία, του Απόλλωνα και της Δήμητρας, δίνοντας τον “ηλιαστικόν” λεγόμενο όρκο, κατά τον οποίο θα έκριναν σύμφωνα με το νόμο και “εν πάση δικαιοσύνη”.
Ο Ηρώδης ο Αττικός ήταν αυτός που χρηματοδότησε την “σημερινή” μορφή του Καλλιμάρμαρου, προσθέτοντας κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια το πέταλο (σφενδόνη). Μετά το θάνατο του, οι Αθηναίοι έστησαν επιτύμβιο βωμό στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου [2], που διατηρεί τη φράση “Ήρωι τω Μαραθωνίω”. Επί του τάφου του μεγάλου αυτού ευεργέτη της Αθήνας υπήρχε επιγραφή, αφιερωμένη από τους Αθηναίους των χρόνων εκείνων, με το βραχύ πλην όμως περιεκτικό επίγραμμα: “Ηρώδης Αττικός, Μαραθώνιος, ου τάδε πάντα, κείται τώδε τάφο πάντοθεν ευδοκίμως” Μετά την αποπεράτωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, ανήγειρε στη κορυφή του λόφου μικρό ναό προς τιμή της θεάς Τύχης, του οποίου τα λείψανα διακρίνονται ακόμη και σήμερα, ενώ επιπρόσθετα έστησε εκεί και ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς. Ο ναός αυτός αναφέρεται από τον Ντόνγουελ, ενώ σημειώνεται και στο σχέδιο του Βέελερ. Μετά την απελευθέρωση και με το πέρασμα των επόμενων δεκαετιών, η Αθήνα άρχισε να επεκτείνεται όλο και περισσότερο. Σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται και οι πρώτες σημαντικές συνοικίες γύρω από τον Αρδηττό. Αρκετές εξ΄αυτών, στήθηκαν γύρω και κατά μήκος της κοίτης του Ιλισσού ποταμού. Οι πιο γνωστές και παραδοσιακές δομήθηκαν κοντά στο Ολυμπίειο και συγκεκριμένα γύρω από το λεγόμενο "Βατραχονήσι", μια νησίδα που είχε πάρει την ονομασία του από τα αμέτρητα βατράχια που ζούσαν εκεί, καθώς και από το γεγονός ότι στο σημείο αυτό ο ποταμός διχαζόταν για λίγο, δημιουργώντας έτσι ένα πέρασμα στην απέναντι όχθη. ...συνεχίζεται >
| Η Πόλη των Λόφων |
006
[4] [6] [3]
[5] [2] [1]
Χάρτης του πάρκου του λόφου του Αρδηττού. Επισημαίνονται οι κυριότερες διαδρομές και μνημεία του χώρου. [1] Ναός Θεάς Τύχης, [2] Παναθηναϊκό Στάδιο, [3] Τάφος Ηρώδη του Αττικού, [4] Διασκορπισμένα μαρμάρινα ευρήματα - λείψανα και Αρχαϊκό Ιερό του Πανός, [5] Είσοδος καταφυγίου, [6] Βάση Πλοίου Παναθηναίων. Οι ναοί της Αγροτέρας Αρτέμιδος & του Ελικώνος Ποσειδώνος βρίσκονται λίγα μέτρα δυτικότερα του πάρκου.
Ο λόφος του Αρδηττού την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σε πρώτο πλάνο και δεξιά διακρίνεται το ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος, το οποίο γκρεμίστηκε για τα οχυρωματικά έργα του Χασέκη, το 1788. Στο βάθος διακρίνονται το Ολυμπίειο, ο Ιλισσός, η Πύλη του Αδριανού και ο λόφος της Ακρόπολης.
I. Λόφος Αρδηττού Γενικά Στοιχεία
Ο
περιηγητής και συγγραφέας Κοσμάς Τσολάκος, περιγράφει τον λόφο και την εποχή εκείνη: “Συνεχίζοντας τον περίπατό τους, οι περιηγητές και περνώντας μέσα από τους δρόμους της συνοικίας, άκουγαν μέσα στο σούρουπο ευχάριστα τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στους γύρω χωματένιους δρόμους της, ενώ δέχονταν τον ευγενή χαιρετισμό των ανθρώπων που βρίσκονταν καθισμένοι έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους και συζητούσαν κάνοντας γειτονία. Αυτό τους έκανε να μην αισθάνονται καμία κούραση ανεβαίνοντας ως την κορυφή του λόφου που βρισκόταν ο μύλος, γιατί η απόλαυση του ανυπέρβλητου τοπίου όλης της Αθήνας που τους προσφερόταν από εκεί ψηλά ήταν θαυμάσια. Φτάνοντας στο μύλο και με το χαιρετισμό τους στην κοπέλα που καθότανε στην πόρτα του, δεχόντουσαν από το χέρι της ένα κλαράκι μυρωδάτου βασιλικού κομμένο από την γλάστρα που υπήρχε στο στρογγυλό παραθυράκι του μύλου. Ακολούθως οι περιπατητές με το βασιλικό στο χέρι, κατηφόριζαν το λοφίσκο φθάνοντας στο μπαλκόνι του ποταμού Ιλισσού, όπως έλεγαν τον δρόμο Αρδηττό, με τα τρία περήφανα κυπαρίσσια του, για να περάσουν μια από τις δύο γέφυρες που υπήρχαν στον Ιλισσό, αυτή που ήταν κάτω από το ζυθεστιατόριο ή αυτή της οδού Αναπαύσεως, για να κατευθυνθούν στο σπίτι τους, εκτός κι αν ήθελαν να επισκεφθούν κάποιο ταβερνάκι της γειτονιάς [1] για να πιούν το κατοσταράκι τους από αγνή βαρελίσια ρετσίνα”.
Η Βορειοδυτική πλευρά του Αρδηττού λέγονταν περιπαικτικά “Παντρεμενάδικα”. Το προσωνύμιο προήλθε από τα διάφορα παραπήγματα παρανόμων ερωτικών συναντήσεων που είχαν στηθεί σε εκείνη τη πλευρά του λόφου. Κατά μια άλλη, πιο ορθολογική άποψη, το όνομα προήλθε από τα πολλά νυχτερινά κέντρα που είχαν συγκεντρωθεί, στο τότε προάστιο της Αθήνας, και στα οποία γίνονταν τα γλέντια μετά τους γάμους.
1.
Στα χρόνια του Όθωνα υπήρχε εκεί ένα καφενείο με το όνομα “Καφέ Τσουράπ”. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη καθισμένη στη είσοδο έπλεκε τσουράπια (κάλτσες). Επειδή το καφενείο ήταν στέκι αντιπολίτευσης (κατά του Όθωνος) ενημέρωνε τους θαμώνες αν παρουσιαζόταν κίνδυνος. Στον λόφο του Αρδηττού γύρω στο 1937 και επί Ιωάννη Μεταξά, κατασκευάστηκε (πιθανόν κατ' επέκταση προϋπάρχουσας υπόγειας διόδου, που εξυπηρετούσε το αρχαίο Παναθηναϊκό στάδιο) μια στοά, προκειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί ως στρατιωτική αποθήκη και καταφύγιο. Σύμφωνα πάλι με τον Κοσμά Τσολάκο, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη στοά ως αποθήκη πυρομαχικών, ενώ κατά την αποχώρηση τους από την Αθήνα ανατίναξαν και κατέστρεψαν τμήμα αυτής μαζί με ποσότητες πυρομαχικών που δεν προλάβαιναν να μεταφέρουν μαζί τους. Αργότερα, επί Βασιλιά Παύλου, η στοά του Αρδηττού ανακατασκευάστηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως βασιλικό καταφύγιο σε περίπτωση ανάγκης. Σήμερα ο λόφο της Άγρας έχει οικοδομηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Το Ιερό της Αγροτέρας βρίσκεται μετά από πολλά χρόνια σε φάση ανασκαφικής έρευνας, αφού μέχρι προσφάτως δεν απαλλοτριώνονταν τα οικόπεδα του χώρου του. Ο κυρίως λόφος, δεξιά από το Παναθηναϊκό Στάδιο, αν και έχει διαμορφωθεί σε χώρο πρασίνου δεν είναι εύκολα προσβάσιμος για το ευρύ κοινό (αν και υπάρχει ελεγχόμενο άνοιγμα από την πλευρά της Αρχιμήδους στο Μετς). Τέλος, στους πρόποδες του Αρδηττού, έχει συγκεντρωθεί και ξεχαστεί ένας μεγάλος αριθμός από αρχαία ευρήματα. Εκεί εγκαταλείφτηκαν και οι πλάκες με τα ονόματα των Ολυμπιονικών, που αρχικά βρίσκονταν στην είσοδο του Σταδίου.
Ταβερνάκια υπήρχαν τότε πολλά στην περιοχή, όπως του Ηλιού στην οδό Αναπαύσεως, του Πουλή στην Βουλγάρεως, τα γνωστά ταβερνεία του Σερέτη, του Γκαβανού Τσολάκου, το υπόγειο του Σπάχου στην οδό Αρδηττού και της Μάρκου Μουσούρου και στην επάνω γειτονιά του Πορτ Αρθούρ, του Βορονώφ και του Βυρίνη στην οδό Αρχιμήδους.
| Η Πόλη των Λόφων |
008
Η μερικώς και προχείρως καλυμμένη είσοδος του υπόγειου περάσματος του Αρδηττού. Ο λόφος λέγεται, ότι στα σωθικά του κατά τα 2/3 είναι κούφιος. Όσοι επιχείρησαν να μπουν εντός, δεν κατάφεραν να φτάσουν και πολύ μακριά, λόγω των πολλών κατολισθήσεων από τις εκρήξεις των πυρομαχικών.
Γενική άποψη της “μη άποψης” της βόρειας πλευράς του λόφου. Τα διασκορπισμένα λείψανα εντός της περίφραξης είναι ορατά μόνο από ελάχιστους περίοικους. Στο βάθος διακρίνεται η μονίμως κλειδωμένη καγκελόπορτα του Παναθηναϊκού Σταδίου.
IΙ. Ιλισσός Ποταμός Γενικά Στοιχεία
Ο
Ιλισσός ποταμός (Ειλισσός κατά Παυσανία), μαζί με τον Κηφισό, είναι ένα από τα σημαντικότερα ποτάμια του λεκανοπεδίου. Η ετυμολογία του ονόματος του ποταμού μας είναι άγνωστη, έχει Πελασγική προέλευση και προελληνική ρίζα. Σήμερα είναι εντελώς καλυμμένος, εκτός από ένα τμήμα του στην οδό Αρδηττού, στον κόμβο της Βουλιαγμένης με την οδό Καλλιρόης. Στις όχθες του Ιλισσού υπήρχε μεγάλος αριθμός ναών και μνημείων, μέχρι τα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Υπάρχει μόνο ο ναός της Αγίας Φωτεινής, απέναντι από το λεγόμενο Βατραχονήσι και τους πρώην καταρράκτες του ποταμού, καθώς φυσικά και το Ολυμπίειο.
Τα πιο σημαντικά μνημεία της περιοχής κατά την περίοδο της αρχαιότητας ήταν το Ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος, το Μητρώο, βωμός και ιερό αφιερωμένα στον άνεμο Βορέα, ο βωμός των Ιλισσιάδων Μουσών και το Ιερό του Πανός του Αχελώου. Λείψανα μπορεί κανείς να βρει από τον ναό της Αρτέμιδος, από το Μητρώο και από την παλαιοχριστιανική βασιλική του Ιλισσού, καθώς και ένα ανάγλυφο με τη μορφή του Πάνα και τη σπηλιά του ιερού, στον βράχο δίπλα ακριβώς από την εκκλησία. Η κοίτη του Ιλισσού ήταν πάντα έξω από τα τείχη της Αθήνας. Η ροή των νερών του είχε κατεύθυνση προς Δ. Πήγαζε από τη ΒΔ πλαγιά του Υμηττού, ένα σκέλος του από την περιοχή νότια του Χολαργού, κοντά στον σημερινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, και άλλο σκέλος κοντά στην Καισαριανή. Στο μέσο περίπου της διαδρομής του (σχεδόν απέναντι από τον λόφο του Αρδηττού), χωριζόταν στα δύο σχηματίζοντας μιαν επίπεδη νησίδα. Αφού ενώνονταν και πάλι οι δύο κοίτες, συνέχιζε διασχίζοντας την περιοχή ανάμεσα στους λόφους των Μουσών και της Σικελίας και χυνόταν στον Κηφισό λίγο πριν τη θαλάσσια περιοχή του Νέου Φαλήρου, όπου εκβάλλουν τα νερά και των δύο ρευμάτων, αφού προηγουμένως δεχόταν τα νερά του Ηριδανού, που πήγαζε από τον Λυκαβηττό.
1.
Για τη φύση του παραλίσιου τοπίου σημαντική είναι η αρχή του πλατωνικού διαλόγου “Φαίδρος”. Αναφέρει λοιπόν “αμφιλαφή και υψηλήν πλάτανον” [1] στις όχθες του ποταμού, “χαριέντα και διαφανή” νερά, χορταριασμένες πλαγιές, αδιάκοπο άσμα τζιτζικιών, θρόισμα φύλλων από τη δροσερή πνοή του ανέμου, μεγάλη και σύσκια λυγαριά που με τα άνθη της ευωδίαζε τον αέρα και γενικότερα ειδυλλιακή όψη του τοπίου. Από την αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα τα νερά του ποταμού, τουλάχιστον το χειμώνα, ήταν άφθονα. Ο Στράβων αναφέρει ότι το χειμώνα πλημμύριζε παρασύροντας ακόμη και ρίζες δέντρων, ενώ το καλοκαίρι τα νερά του μειώνονταν σημαντικά. Από το 1948 και μετά η κοίτη του άρχισε σταδιακά να καλύπτεται και μικρό μόνο τμήμα της παραμένει ακάλυπτο. Σήμερα στην εκβολή του Ιλισσού έχουν καταμετρηθεί από τους ορνιθολόγους 134 είδη πουλιών, μερικά από τα οποία είναι σπάνια στην Αττική ή απειλούμενα. Τα περισσότερα είδη είναι μεταναστευτικά. Στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν καταγραφεί 250 είδη φυτών. Σήμερα κυριαρχούν φυτικά είδη που χαρακτηρίζουν τα διαταραγμένα εδάφη, όπως μαργαρίτες και χαμομήλι. Επιβιώνουν ορισμένα είδη από το παρελθόν όπως αλόφυτα. Στην αρχαιότητα ο Ιλισός λατρευόταν ως θεότητα, όπως φαίνεται από δύο επιγραφές του 5ου π.Χ. αιώνα στο Επιγραφικό Μουσείο σχετικές με τα ιερά χρήματα και τους θησαυρούς των θεών, όπου αναφέρεται και ο ποταμός μεταξύ άλλων θεών και ηρώων. Ο φιλόσοφος Μάξιμος Τύριος μας πληροφορεί ότι ο Ιλισός δεχόταν τιμές από τους Αθηναίους. Ο Ιλισός θα εικονιζόταν συνήθως, όπως και οι άλλοι ποτάμιοι θεοί, ως ταύρος με ανθρώπινο πρόσωπο ή κεφάλι ή ως νεαρός, που έφερε καμιά φορά κάποιο διακριτικό ή μικρά κέρατα. Τον Ιλισό πιστεύθηκε ότι παριστάνει η νεαρή γυμνόποδη μορφή με το ιμάτιο στο κέντρο του μαρμάρινου αναθηματικού ανάγλυφου της Ξενοκράτειας στο Εθνικό Μουσείο.
Κοντά στον βωμό των Ιλισσιάδων Μουσών, υπήρχε πλάτανος "ευθαλής" όπου συνήθιζε να μεταβαίνει ο Σωκράτης με τους μαθητές του.
| Η Πόλη των Λόφων |
010
Στις όχθες του πίστευαν πως διέμεναν οι Μούσες, προς τιμή των οποίων υπήρχε και βωμός με την ιδιαίτερη ονομασία "βωμός των Ιλισσιάδων". Πολύ κοντά στη σημερινή εκκλησία της Αγίας Φωτεινής υπήρχε η κρήνη Καλλιρρόη. Επίσης, ο ναός πιστεύεται ότι έχει χτιστεί πάνω στο αρχαίο ιερό της Εκάτης. Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, κοντά στα “μελίρρυτα ρείθρα” του ποταμού, έγινε η αρπαγή της κόρης του βασιλιά Ερεχθέα, Ωρειθυίας, από το βασιλιά των ανέμων, το Θράκα βασιλιά Βορέα, καθώς εκείνη έπαιζε και χόρευε με τις φίλες της. Με την Ωρείθυια ο Βορέας απέκτησε δίδυμους γιους τον Κάλαη και Ζήτη, που ήταν φτερωτοί και έλαβαν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τον καιρό της επιδρομής του Ξέρξη, οι Αθηναίοι, που βρίσκονταν στη Χαλκίδα, πήραν χρησμό πως, αν ήθελαν να νικήσουν το στόλο των Περσών, έπρεπε να καλέσουν σε βοήθεια το γαμπρό τους. Γρήγορα κατάλαβαν πως το μαντείο εννοούσε το γαμπρό του Ερεχθέα, το Βορέα, και έκαμαν σ' αυτόν και στη γυναίκα του, την Ωρείθυια, θυσίες και προσευχές να τους βοηθήσουν και να καταστρέψουν τα καράβια των Περσών, όπως είχε γίνει πριν στο Άθω. Μετά την καταστροφή του περσικού στόλου στο Αρτεμίσιο το 480 π.Χ., οι Αθηναίοι τίμησαν το Βορέα με ένα βωμό που έστησαν στις όχθες του Ιλισσού, εκεί όπου είχε γίνει η αρπαγή της Ωρείθυιας. Πάντως, το θέμα της αρπαγής γυναικών συνδεόταν πολύ με την περιοχή του Ιλισού. Εκτός από τον μύθο της αρπαγής της Ωρειθυίας, στα Μικρά Μυστήρια λατρευόταν και η Περσεφόνη, που την είχε αρπάξει ο Πλούτων. Ο τελετουργικός καθαρμός των μυστών στα άφθονα ανοιξιάτικα νερά του Ιλισού γινόταν το μήνα Ανθεστηριώνα (τέλη Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου) στα “εν Άγραις μυστήρια”.
...συνεχίζεται >
.
Φωτογραφία του, στεγνού κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, Ιλισσού, με θέα το Ολυμπίειο και τον ιερό βράχο. Στο σημείο αυτό δημιουργούνταν η διακλάδωση των κοιτών του ποταμού, η οποία σχημάτιζε το Βατραχονήσι. Η χωμάτινη οδός στα δεξιά είναι η σημερινή οδός Αρδηττού.
IΙ. Ιλισσός Ποταμός Γενικά Στοιχεία
Σ
τις όχθες του υπήρχαν κατά την αρχαιότητα διάφοροι βωμοί και ιερά και κάθε χρόνο τελούνταν εδώ τα Μικρά Ελευσίνια. Οι μυούμενοι θυσίαζαν δέλφακα (χοιρίδιο) και με τα νερά του ποταμού καθαρίζονταν τα μιάσματα με τη βοήθεια ειδικού ιερέα που λεγόταν Υδρανός. Ακολουθούσε μέγας όρκος τους μπροστά στον όσιο Ευμολπίδη Ιεροφάντη της Ελευσινίας Δήμητρος και κατήχηση τους από τον τελευταίο, αναγκαία για την προπαρασκευή των μυστών για τα μετά από πέντε ενιαυτούς λεγόμενα Μεγάλα Ελευσίνια (Εποπτεία). Στο τέλος οι μυούμενοι ενθρονίζονταν και οι ιερείς χόρευαν τελετουργικά γύρω από αυτούς ως σημείο αποδοχής στον κύκλο της πρώτης μύησης [1].
Στις όχθες του Ιλισσού ζούσε ο αττικός ήρωας Φύταλος, ο οποίος φιλοξένησε τη Δήμητρα τον καιρό που αναζητούσε την κόρη της και που τον αντάμειψε δίνοντας του φυτά συκιάς. Και η θεά που κυριαρχούσε στην περιοχή, η Αγροτέρα Άρτεμις, η θεά του κυνηγιού, θα μπορούσε να συνδεθεί με το θέμα της αρπαγής. Η Αγροτέρα ή Αγραία Άρτεμις κυνήγησε πρώτα σε αυτό το όμορφο προάστιο της Αθήνας, όταν ήλθε από τη Δήλο. Το νερό της πηγής συνδέθηκε με πολλές συνήθειες και τελετουργίες των Αθηναίων. Στη δυτική όχθη του Ιλισού, κοντά στην πηγή, θα βρισκόταν και η Εννεάκρουνος των Πεισιστρατίδων, από όπου έπαιρναν το νερό για το λουτρό της νύφης πριν από τον γάμο. Πλησίον της πηγής Καλλιρρόης η Αθηνά έλαβε το καθαρτήριο λουτρό της προς εξαγνισμόν από την ανόσια πράξη του προστατευόμενου της, του Τυδέα [2]. Εκεί ήρθε ο Ήφαιστος φέρνοντας μαζί του μια πανέμορφη πανοπλία, δώρο του Δία, επιτέθηκε στη θεά, η οποία έτρεξε να τον αποφύγει, ακολουθώντας την όχθη του ποταμού και στη συνέχεια ανήλθε στον πρώτο λόφο.
1.
Σχετικά με τον ποταμό, υπάρχουν σημαντικές μυθολογικές αναφορές και στο Αέτωμα του Παρθενώνα. Στη δεξιά άκρη του αετώματος συναντάμε δύο μορφές που έχουν σχέση με το υγρό στοιχείο. Είναι ο Ιλισσός, προσωποποίηση του ποταμού και η Καλλιρρόη, προσωποποίηση της πηγής. Με τον Ιλισσό έχει ταυτιστεί και η γυμνή καθιστή νεαρή μορφή V γυμνού γονατιστού άνδρα στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, που βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Το ιμάτιο είναι ορατό μόνο στο πίσω μέρος του κορμού. Είχε ίσως ανυψωμένο το δεξί του χέρι και θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα του μνημείου. Η Καλλιρρόη ξαπλωμένη καλύπτει τη δεξιά γωνία του αετώματος. Δυστυχώς έχει καταστραφεί ολόκληρο το πάνω μέρος του σώματος. Η πηγή Καλλιρόη, ανακεκλιμένη πάνω σε βραχώδες έδαφος με τα πόδια προς τη νότια γωνία του αετώματος, υψωμένο το αριστερό της χέρι και το κεφάλι της στραμμένο προς το το γυμνό γονατισμένο άνδρα (Ιλισό) σαν να συζητούν. Σώζεται ο κορμός σπασμένος οριζόντια στο επάνω μέρος λόγω κομμού του μαρμάρου. Η πλούσια πτυχολογία του χιτώνα της μαρτυρεί τις μεγάλες ικανότητες του γλύπτη που τις δημιούργησε. Βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Σήμερα ο Ιλισσός ποταμός είναι σχεδόν ολοκληρωτικά μπαζωμένος, εκτός από ένα μικρό μέρος του δίπλα στο Ολυμπίειο, το οποίο και θεωρείται αρχαιολογικός χώρος. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει το ύψωμα από τους στεγνούς πλέον καταρράκτες και την διχάλα που σχημάτιζε τη νησίδα (βλ. Βατραχονήσι). Η τελευταία “σημαντική προσφορά” του ποταμού στην Αθήνα, ήταν η χρήση της άμμου του για την επίστρωση και την εξομάλυνση των κεντρικών οδών της νεοσύστατης πρωτεύουσας. Αυτό σήμανε φυσικά και την αρχή του τέλους, καθώς η μεγάλη εκμετάλλευση μείωσε δραματικά και τον υδροβιότοπο.
Στάτιος, Θηβαΐς 8, 762-766· Πολύαινος, Στρατηγικά 5,17, 1· Ιμέριος, Λόγοι 3, 4
2. Στην εκστρατεία όπως περιγράφεται στην τραγωδία “Επτά επί Θήβας”, ο τραυματισμένος Τυδέας έσπασε το κεφάλι του εχθρού του, του Μελάνιππου, και άρχισε να του ρουφάει το μυαλό.
| Η Πόλη των Λόφων |
012
1960 - Ο Ιλισσός ποταμός κατά μήκος της Οδού Καλλιρόης. Φωτογραφία στην διασταύρωση με την Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η γέφυρα βρίσκεται στο ύψος της οδού Βούρβαχη, ενώ στο βάθος διακρίνεται ο Άγιος Παντελεήμονας στους Κυνοσάργους.
Στιγμιότυπο από την περίοδο τέλεσης των Ά Ολυμπιακών Αγώνων το 1896. Επεξεργασμένη φωτογραφία (card postal) από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε αυτήν απεικονίζονται η γέφυρα μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο, το εκθεσιακό κέντρο, ο Εθνικός Κήπος (τότε Βασιλικός), η οδός Ηρώδου Αττικού και φυσικά ο Ιλισσός ποταμός. Η Βασιλέως Κωνσταντίνου κατασκευάστηκε πολλά χρόνια αργότερα.
IΙΙ. Ηριδανός Ποταμός Γενικά Στοιχεία
Ο
Ηριδανός ήταν ένας από τους τρεις σημαντικούς ποταμούς που έρεαν στο λεκανοπέδιο των Αθηνών. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους βρισκόταν εκτός τη κατοικημένης περιοχής, όχι πολύ μακριά από τον οικισμό. Σταδιακά ο οικισμός άρχισε να επεκτείνεται προς τα βόρεια και αυτή η επέκταση του επηρεάστηκε σημαντικά από την παρουσία του ποταμού. Ο Πλάτων, αναφέρεται στον Ηριδανό και τον Ιλισό, τα ποτάμια της Αθήνας που περιέβαλαν την πόλη και την οριοθετούσαν από βορρά και νότο. Δεχόταν συχνά νερά από την Ακρόπολη, τον Άρειο Πάγο και την Πνύκα, άλλαζε συχνά κοίτη και πλημμύριζε με τις μεγάλες βροχοπτώσεις.
Ένας εκ των βασικών κλάδων του κατέβαινε ορμητικά από τον Λυκαβηττό και ένας δεύτερος παραπόταμος που πήγαζε από την πλατεία Συντάγματος, διέσχιζε την Όθωνος, κατευθυνόταν στη Μητροπόλεως και κατόπιν στην Αδριανού, για να καταλήξει στον Κεραμεικό. Σύσσωμος, στο ύψος της Πειραιώς, στρεφόταν νότια και ενωνόταν με τον Ιλισό. Σε όλη τη πορεία του ενισχυόταν από ρέματα και χείμαρρους. Όταν άρχισε να δέχεται λύματα (αναφέρεται από τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο) καλύφθηκε και μετατράπηκε σε κλειστό αγωγό, ειδικότερα στο δυτικό τμήμα της πόλης στην Αγορά και στον Κεραμεικό. Σήμερα εξακολουθεί να είναι ορατός στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού. Στο ύψος της οδού Όθωνος στη λεωφόρο Αμαλίας αποκαλύφθηκε πρόσγατα μέρος της κοίτης του. Στο σημείο αυτό σε πλάτος υπερέβαινε τα 50 μέτρα. Με τις ανασκαφές του Μετρό, επίσης αποκαλύφθηκε τμήμα του στο Μοναστηράκι και τοποθετήθηκε γυαλί για την ανάδειξη του στην επιφάνεια της πλατείας, ενώ είναι επισκέψιμος από την αποβάθρα του ΗΣΑΠ.
Στην Ποικίλη Στοά αποκαλύφθηκε τμήμα της κτιστής κοίτης του ποταμού μέσα στο χώρο και δίπλα στη πλατεία του Αγίου Φιλίππου. Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού εξακολουθεί να συντηρεί ένα οικοσύστημα μοναδικό για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Νέο τμήμα του Ηριδανού αποκαλύφθηκε αργότερα στο Μοναστηράκι, όταν τμήμα της πλατείας καταβυθίστηκε, έπειτα από βροχή και εξαιτίας των έργων που είχαν αρχίσει για την διαμόρφωση τα πλατείας. Η εγκιβωτισμένη κοίτη ολοκληρώθηκε σε τρεις κατασκευαστικές φάσεις, με μαρμάρινες η πλίνθινες πλάκες, με θολωτή κατασκευή σε σχήμα καμάρας και με πλίνθους σε οξυκόρυφη διάταξη. Από τους μελετητές έγινε η πρόταση να μείνει ανοιχτό το σκάμμα και να γίνει ανοιχτή διαμόρφωση, ώστε ο Ηριδανός να είναι ορατός και να ακούγεται από το ύψος της πλατείας. Το άνοιγμα στην πλατεία έχει ακανόνιστο πολυγωνικό σχήμα, 6 μ βάθος και έκταση 60 τμ. Υπάρχει διαρκής και άφθονη ροή νερού όλο το χρόνο με μέση παροχή 25 κ.μ./ώρα, (600 κυβικά την ημέρα) και αυξάνεται αισθητά κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων. Ο αγώνας για τη διάσωση του έχει σχέση με τη διάσωση των αρχαιολογικών χώρων και την ένταξη τους στη ζωή της πόλης. Επιθυμία των συντηρητών είναι να αποκτήσει ενεργό ρόλο στην υπόθεση της αειφορίας της πόλης. Η παραμονή του ανοίγματος σε αυτό το σημείο θα δίνει στον κάτοικο αλλά και τον επισκέπτη, την ανάμνηση του ποταμού, και ίσως αυτό αποτελέσει μια αρχή ανάδειξης και των υπολοίπων τμημάτων του. Ανάδειξη του ποταμού σημαίνει ανάδειξη της αδιάκοπης ροής του.
| Η Πόλη των Λόφων |
014
Η μερικώς εγκιβωτισμένη κοίτη του Ηριδανού ποταμού στο κέντρο της Πλατείας του Μοναστηρακίου, σύμφωνα με τα πρότυπα του Ρωμαϊκού αποχετευτικού ή υδρευτικού συστήματος. Στο Σύνταγμα μπορεί κανείς να δει μια πιο άρτια εγκιβώτιση του ποταμού.
Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού βρίσκεται το πλέον ακάλυπτο και ζωντανό τμήμα του ποταμού, καθώς και ένας μικρός υγροβιότοπος που τον περιβάλλει.
VΙ. Λόφος Ακρόπολης Γενικά Στοιχεία
Σ
το βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας πόλης, αφιερωμένο, κατά κύριο λόγο, στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με αυτό το χώρο σχετίζονται οι σημαντικότεροι μύθοι της αρχαίας Αθήνας, οι μεγάλες θρησκευτικές εορτές, οι παλαιότερες λατρείες της πόλης αλλά και τα σημαντικότερα για την ιστορία της γεγονότα. Τα μνημεία της Ακρόπολης, αρμονικά συνδυασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και την καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η διεξαγωγή των μεγάλης κλίμακας στερεωτικών και αναστηλωτικών έργων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ξεκίνησε από το 1975.
Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Κατάλοιπα εγκατάστασης της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού εντοπίσθηκαν στην περιοχή του Ερεχθείου. Κατά το 13ο αι. π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα. Τμήματα αυτού του τείχους, του Πελαργικού ή Πελασγικού, σώζονται αποσπασματικά ανάμεσα στα μεταγενέστερα μνημεία και η πορεία του μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια. Τον 8ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή που τύραννος της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και ναοί για τη λατρεία της [1], μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος ''Αρχαίος ναός'' και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομοι του Παρθενώνα.
1.
Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν έναν μεγαλύτερο ναό στη θέση του ναού της Πολιάδος. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση τους, οι Αθηναίοι ενταφίασαν τα γλυπτά των κατεστραμμένων ναών, καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους και διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τεχνητά άνδηρα στο χώρο του ιερού. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος, αρχικά από το Θεμιστοκλή και στη συνέχεια από τον Κίμωνα. Στο βόρειο τμήμα του τείχους ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη των κατεστραμμένων ναών που φαίνονται μέχρι σήμερα, από την αρχαία Αγορά (Αγορά Θησέως) και από το βόρειο τμήμα της πόλης. Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου. Τότε τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπήβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεση του εργάσθηκαν Αθηναίοι, ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι, με ημερομίσθιο μία δραχμή. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία του λόφου: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη, ως Πολιάς, προστάτιδα της πόλης, ως Παρθένος, Παλλάς, Πρόμαχος, θεά του πολέμου, Εργάνη, θεά της χειρωνακτικής εργασίας, και ως Νίκη.
Τότε κατασκευάσθηκε το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και έγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μνημειακού προπύλου του χώρου. Οι πιστοί αφιέρωναν στο ιερό πλούσια αναθήματα, όπως ήταν οι μαρμάρινες κόρες και οι ιππείς, τα χάλκινα και πήλινα αγαλμάτια και τα αγγεία, πολλά από τα οποία συνοδεύονταν από επιγραφές, που βεβαιώνουν τη σημασία που είχε η λατρεία της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή περίοδο.
| Η Πόλη των Λόφων |
016
Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., και έως τον 1ο αι. π.Χ., πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης δεν οικοδομήθηκαν άλλα σημαντικά μνημεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο άλλα ελληνικά ιερά έγιναν λεηλατήθηκαν, η Ακρόπολη διατήρησε την παλαιά της αίγλη και εξακολούθησε να συγκεντρώνει τα αφιερώματα των πιστών. Η τελευταία επέμβαση στο χώρο έγινε μετά την επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε κατασκευάσθηκε νέο οχυρωματικό τείχος. [2] Στους επόμενους αιώνες τα μνημεία της Ακρόπολης υπέστησαν σοβαρές ζημιές από φυσικά αίτια ή από ανθρώπινες επεμβάσεις. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1456), τα Προπύλαια μετατράπηκαν σε ανάκτορο των Φράγκων ηγεμόνων, ενώ στην Τουρκοκρατία (1456-1833) η Ακρόπολη και πάλι έγινε το φρούριο της πόλης, όπου κατοικούσε ο Τούρκος φρούραρχος. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Ενετοτουρκικού πολέμου, ο λόφος πολιορκήθηκε από τον Φ. Μοροζίνι και στις 26 Σεπτεμβρίου 1687, μία βόμβα των Ενετών ανατίναξε τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η επόμενη σοβαρή καταστροφή σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1801-1802, με τη διαρπαγή του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν και την αφαίρεση γλυπτών από το ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειο. Η Ακρόπολη πέρασε οριστικά στην κυριαρχία των Ελλήνων το 1822 και πρώτος φρούραρχός της ορίσθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Οι πρώτες ανασκαφές στο βράχο έγιναν ανάμεσα στα έτη 1835 και 1837. Η μεγάλη συστηματική ανασκαφή της Ακρόπολης διεξήχθη το διάστημα 1885-1890 από τον Παναγιώτη Καββαδία, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα έγιναν οι πρώτες εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από τον Ν. Μπαλάνο.
2. Η δυτική πύλη σώζεται μέχρι σήμερα, είναι η κύρια είσοδος του βράχου και είναι γνωστή με το όνομα Beule, από το όνομα του Γάλλου αρχαιολόγου που έκανε έρευνες στο χώρο το 19ο αιώνα.
Ο λόφος της Ακρόπολης φαίνεται να ξαναποκτά την παλιά του αίγλη, ακόμα και με την έλλειψη βασικών τμημάτων της ιστορίας του. Σε αυτό συνέβαλε και η κατασκευή του νέου μουσείου, με την ιδιαίτερη προβολή των εκθεμάτων του μνημείου.
V. Λόφος Αρείου Πάγου Γενικά Στοιχεία
Ο
Άρειος Πάγος είναι βραχώδης λόφος βορειοδυτικά της Ακρόπολης, ύψους περίπου 115 μέτρων, που προβάλει μεταξύ της Ακρόπολης, των λόφων της Πνύκας και του Αγοραίου Κολωνού. Η ονομασία του λόφου, για την προέλευση της οποίας η παράδοση έχει διασώσει αρκετές εκδοχές, δηλώνει τον βράχο (Πάγος = Βράχος < ρ.πήγνυμι = στερεώνω, στερεοποιώ, παγώνω) που ήταν αφιερωμένος είτε στον θεό Άρη είτε στις Αρές (Αραί ή Ερινύες), τις λεγόμενες και “Σεμνές”, που ήταν χθόνιες θεότητες της τιμωρίας και της εκδίκησης. Πολλοί συνδέουν την επωνυμία ''Άρειος'' με την πρωταρχική σημασία του ονόματος του θεού (άρης = φόνος), δεδομένου ότι ο χώρος [1] αποτέλεσε επί μακρόν έδρα της “εν Αρείω Πάγω” [2] ή “εξ Αρείου Πάγου” Βουλής, που πιστευόταν ότι δίκασε τον Ορέστη μετά την μητροκτονία του.
Στην αρχαιότητα ο βράχος αυτός ήταν τόπος λειτουργίας δικαστικού σώματος, της Βουλής του Αρείου Πάγου, οι αρμοδιότητες του οποίου μετά το 462 π.Χ. ήταν η εκδίκαση υποθέσεων φόνων εκ προμελέτης, εμπρησμών και ιεροσυλιών. Είχε επίσης θρησκευτικό ρόλο με αρκετά ιερά, σπουδαιότερο των οποίων ήταν το ιερό των Σεμνών θεαινών ή Ευμενίδων, με πιθανή θέση δυτική κοιλότητα του βράχου. Στη βόρεια πλαγιά του λόφου εντοπίστηκε επίσης νεκροταφείο με θολωτούς και λαξευμένους τάφους, που ανάγεται στη μυκηναϊκή και γεωμετρική περίοδο (1600 - 700 π.Χ.). Εικάζεται πως αυτό ήταν και το αρχαιότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. φαίνεται πως στο λόφο αυτόν αναπτύχθηκε οικισμός που αποτελούσε μέρος του αριστοκρατικού δήμου της Μελίτης, στον οποίο και ανήκουν και τα διάφορα λείψανα οικιών, δαπέδων, φρεάτων και αγωγών που έχουν αποκαλυφθεί κατά την αρχαιολογική έρευνα. Παρά την μεγάλη σημασία του Αρείου Πάγου ως μνημείου της ιστορικής ζωής της Αθήνας, η διαμόρφωση του χώρου του δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη μνημειακότητα.
1.
Στην κορυφή του λόφου σώζεται κυβικός περίπου ογκόλιθος σε σχήμα βωμού, ο οποίος έχει ταυτισθεί με τον βωμό της Αρείας Αθηνάς ή με μία από τις δύο έδρεςλίθους, της “ Ύβρεως” (του κατηγορουμένου) και της “Αναιδείας” (του κατηγόρου), όπου κάθονταν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας του δικαστηρίου. Στον Άρειο Πάγο υπήρχαν επίσης λατρείες του Βορέως και των Αμαζόνων, θυγατέρων του Άρεως, δεν γνωρίζουμε όμως την ακριβή θέση που κατείχαν. Ίχνη και λαξεύματα στον βράχο προφανώς όριζαν τις θέσεις άλλων ιερών. Γύρω από τον λόφο υπήρχαν τα περίφημα σπίτια των νεοπλατωνικών φιλοσόφων (τέλη 4ου-αρχές 5ου αι. π.Χ.). Περίπου το 51 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο, όπου και κήρυξε για πρώτη φορά το Χριστιανισμό στους Αθηναίους. Από το κήρυγμα του εκείνο φαίνεται να προσηλύτισε κυρίως δύο ακροατές, τον επιφανή Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον σημερινό προστάτη Άγιο της Αθήνας, που ήταν και ο πρώτος επίσκοπος της πόλης, καθώς και μία γυναίκα, τη Δάμαρι. Κατά την "ύστερη ρωμαϊκή περίοδο" (4ος - 6ος αιώνας μ.Χ.) στη βόρεια πλαγιά του λόφου και πάνω από τα αρχαία κτίσματα, ανεγέρθηκαν τέσσερις πολυτελείς επαύλεις, που κατά μία εκδοχή ανήκαν σε σοφιστές και λειτουργούσαν ως φιλοσοφικές σχολές. Στα μέσα του 16ου αιώνα στη κορυφή του λόφου ανεγέρθηκε χριστιανικός ναός προς τιμή του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, ο οποίος ήταν τρίκλιτος σε ρυθμό βασιλικής, ο οποίος καταστράφηκε λίγα χρόνια αργότερα από σεισμό. Στα ΒΔ του ναού αυτού υπήρχε Μητροπολιτικό καθίδρυμα, που διατηρήθηκε μέχρι τον 17ο αιώνα. Στον περίβολο του υπήρχαν από αποθήκες μέχρι και σταφυλοπιεστήρια. Τα τελευταία αυτά οικοδομήματα καταστράφηκαν περί το 1800, ενώ τα ερείπια αυτών απομακρύνθηκαν επί εποχής του Βασιλέως Όθωνα. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο λόφος ονομαζόταν Καρά Σουγιού (Μαύρο Νερό), λόγω κάποιων μολυσμένων υδάτων που υπήρχαν στην περιοχή.
Άλλοι θεωρούσαν τον τόπο αυτό ως δικαστήριο στο οποίο ενήχθη ο Άρης από τον Ποσειδώνα αφού φόνευσε τον υιό αυτού Αλιρρόθιο κατά τους μυθικούς χρόνους, ενώ μερικοί απέδιδαν την ονομασία του λόφου στο γεγονός ότι εκεί προσέφεραν θυσία στον θεό Άρη οι Αμαζόνες.
2. Λεγόταν και Άνω Βουλή, σε αντιδιαστολή με την Κάτω Βουλή των Πεντακοσίων.
| Η Πόλη των Λόφων |
018
Ο λόφος του Αρείου Πάγου δεν προσφέρει καλή θέα μόνο προς την Ακρόπολη, αλλά και στο Θησείο, την Αρχαία Αγορά του Σόλωνος και τον λόφο των Νυμφών (αστεροσκοπείο). Επάνω απεικονίζεται η θέση του σε σχέση με τον λόφο των Μουσών και το μνημείο του Φιλοπάππου που ξεχωρίζει στο βάθος.
Στους βόρειους πρόποδες του λόφου του Αρείου Πάγου ανοίγεται σπήλαιο που έχει αναγνωρισθεί ως χώρος λατρείας των Ευμενίδων (ευφημιστικό όνομα των Ερινύων ή των Σεμνών). Βρίσκεται απέναντι από την Αγορά του Σόλωνος.
VΙ. Λόφος Νυμφών Γενικά Στοιχεία
Ω
ς Λόφος των Νυμφών αναφέρεται ο λόφος που βρίσκεται δυτικά του λόφου της Πνύκας, μεταξύ των ιστορικών περιοχών των Πετραλώνων και του Θησείου και σήμερα είναι γνωστότερος ως λόφος Αστεροσκοπείου. Έχει ύψος 104.80 μέτρα. Κατά την αρχαιότητα ήταν ένα από τα υψώματα που είχαν έντονο το θρησκευτικό στοιχείο, όπως αντιστοίχως συνέβαινε και με τους περισσότερους λόφους των Αθηνών.
Από την κορυφή του Λόφου των Μουσών, σύμφωνα με τις λιγοστές πηγές που υπάρχουν, έκανε τις παρατηρήσεις του ο Αθηναίος αστρονόμος Μέτων, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Αυτό έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στο να επιλεχθεί τελικά το συγκεκριμένο ύψωμα για τη χωροθέτηση του Αστεροσκοπείου Αθηνών, αντί του αρχικά προταθέντος Λυκαβηττού. Ο λόφος διαθέτει λείψανα από πολλά σπουδαία μνημεία των αρχαϊκών αλλά και μεταγενέστερων χρόνων. Μπροστά από την κύρια είσοδο του νεοκλασικού σύγχρονου κτίσματος διασώζονται ίχνη του ομώνυμου Ιερού των Νυμφών. Το ιερό ταυτίζεται από χαραγμένη επιγραφή στο βράχο "ΗΙΕΡΟΝ ΝΥΜΦ ΔΕΜΟ" (από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.), επιγραφή που είναι αρκετά ευδιάκριτη και σήμερα. Στο βορειοανατολικό πρόβολο του λόφου εντοπίζεται το επίσης αρχαϊκό Ιερό του Μειλιχίου Διός, από δύο αντίστοιχες επιγραφές (6ος αι. π.Χ.) πάνω στο βράχο, στο οποίο αποδίδονται και οι λαξευμένες κατασκευές στο βράχο. Οι δύο πρώιμες αρχαϊκές επιγραφές αναφέρουν “ΗΟRΟS ΔΙOS” και “HOROS” με γραφή “επί τα λαιά” και οδήγησαν στην ταύτιση με το αρχαιότερο ιερό του Διός στην Αττική.
Όλη η επιφάνεια διαμορφώνεται σε πέντε λαξευτά στο φυσικό βράχο άνδηρα, που βρίσκονται σε λειτουργική σχέση μεταξύ τους, επικοινωνώντας με κλίμακες, ενώ δύο είσοδοι με λαξευμένα σκαλοπάτια δίνουν πρόσβαση στο ιερό από τα νότια. Στα πέντε επίπεδα εντυπωσιάζει η πυκνότητα των βωμών, των λαξευμένων αγωγών, των δωματίων, των φρεατίων και των δεξαμενών, που η έρευνα τους αποδεικνύει τη συνεχή χρήση του χώρου από τα αρχαϊκά εώς τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τα κατάλοιπα του ιερού είναι ορατά από το επίπεδο του πεζοδρόμου του Αποστόλου Παύλου. Κατά τη βυζαντινή περίοδο και εντός κλασικής δεξαμενής ιδρύθηκε το ναΰδριο της Αγίας Μαρίνας με τοιχογραφίες του 13ου αι. π.Χ. σε συνέχεια των λατρειών της περιοχής που είχαν σχέση με θεότητες γης ευτοκίας (Νύμφες, Ειλυθειΐας, Αρτέμιδος Μογοστόκου) και με τις οποίες συνδέεται και το έθιμο της γονιμοποιού τσουλήθρας. Η “κυλιάστρα” σύμφωνα με τους θρύλους, βοηθάει τις γυναίκες, αν είναι ελεύθερες να παντρευτούν και αν είναι άτεκνες κα τεκνοποιήσουν. Σήμερα ο λόφος αποτελεί μια σημαντική πηγή πρασίνου, καθώς θεωρείται σε γενικές γραμμές αραιοκατοικημένος, συνορεύει με το αρχαιολογικό χώρο της Πνύκας και του Φιλοπάππου, επικοινωνεί με την Αρχαία Αγορά και προστατεύεται το μέγιστο δυνατό από τυχόν παραβάσεις. Εκτός από το Εθνικό Αστεροσκοπείο, στην κορυφή του δεσπόζει και ο νεότερος ναός της Αγίας Μαρίνας, χτισμένος και αυτός πάνω σε αρχαία κατάλοιπα ναού.
| Η Πόλη των Λόφων |
020
Μία από τις μεγάλες σπηλιές στις παρυφές του λόφου, οι οποίες κατοικούνταν μέχρι την δεκαετία του ΄50. Σήμερα φιλοξενεί άλογα, ως πρόχειρος σταύλος - κατάλυμα. Δίπλα απεικονίζονται μερικά από τα σημαντικότερα μνημεία του λόφου: Ιερό Μειλιχίου Διός (λαξεύσεις στον βράχο), πρωτοβυζαντινός ναός Αγίας Μαρίνας (“θαμμένος” εντός σπηλαίου), νεότερος ναός Αγίας Μαρίνας (στη θέση ιερού του Ηρακλή) και Αστεροσκοπείο.
VΙΙ. Λόφος Πνύκας Γενικά Στοιχεία
Η
Πνύκα είναι η περιοχή όπου συνεκαλείτο η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή η Συνέλευση των Αθηναίων, από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως τον 4ο αι. π.Χ. Εκεί μίλησαν σπουδαίοι πολιτικοί, ρήτορες (Δημοσθένης, Περικλής, Αισχίνης, Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Ισοκράτης), καθώς και ελεύθεροι πολίτες και πάρθηκαν αποφάσεις για μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Βρίσκεται στα Δυτικά της Ακρόπολης και μεταξύ των λόφων των Νυμφών και των Μουσών. Η περιοχή έχει διττό χαρακτήρα, καθώς είναι Αρχαιολογικός και Ιστορικός χώρος με σπουδαία αρχαία κατάλοιπα, αλλά συγχρόνως καλύπτεται στη μεγαλύτερη έκταση του από πράσινο και προσφέρεται για αναψυχή.
Οι πρώτες μαρτυρίες που σχετίζονται με την περιοχή των λόφων παραπέμπουν στη μυθολογία και τη συνδέουν με τη νίκη του Θησέα επί των Αμαζόνων [1]. Στο χώρο των Δυτικών Λόφων αναπτύχθηκε ο αρχαίος δήμος της Κοίλης και το νοτιοδυτικό τμήμα του αρχαίου δήμου της Μελίτης, που έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους κατά την κλασική εποχή. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη "πνυξ" σημαίνει "τόπος, στον οποίο ο ένας είναι στριμωγμένος πάνω στον άλλο". Στα τέλη του 6ου αι. π. Χ., με την εγκατάσταση της Εκκλησίας του Δήμου στην Πνύκα, φαίνεται ότι ο χώρος άρχισε να κατοικείται συστηματικά. Μετά τα Μηδικά η περιοχή των λόφων περιληφθεί στο Θεμιστόκλειο Τείχος (αρχές 5ου αι. π.Χ.) και αποτέλεσε μία από τις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές της αρχαίας Αθήνας. Στις βραχώδεις υπώρειες του λόφου διατηρούνται ακόμη και σήμερα ανεξίτηλα τα ίχνη της αρχαίας κατοίκησης με πλήθος κατοικιών, εργαστηρίων, ιερών, δημοσίων κτηρίων, οδών, υδρευτικών συστημάτων και άλλων μνημείων. Όλος ο λόφος ήταν αφιερωμένος στον Δία Αγοραίο, προστάτη του πολιτεύματος, και στον Δία Ύψιστο, θεό θεραπευτή.
1.
Στο λόφο της Πνύκας δεσπόζει το μνημειώδες κοίλωμα του χώρου συγκέντρωσης της Εκκλησίας του Δήμου. Το συγκρότημα περιλάμβανε λαξευτή ημικυκλική πλατεία, η οποία συγκέντρωνε τα κοινά και μπορούσε να περιλάβει 18.000 καθήμενους, αλλά και 25.000 όρθιους ακροατές. Σε ειδικό θεωρείο της πλατείας κάθονταν οι 50 πρυτάνεις, που ορίζονταν από τη Βουλή για χρονικό διάστημα περίπου 35 ημερών. Σώζονται τμήματα της πλατείας, ο βωμός του Αγοραίου Δία, υπολείμματα καθισμάτων λαξευμένα στο βράχο και φυσικά το βήμα. Επίσης σώζεται τμήμα του κυκλώπειων διαστάσεων αναλημματικού του τοίχους (της τρίτης φάσης), οι λαξευμένες στο βράχο επιφάνειες των δύο ανδήρων, οι Στοές, το ιερό του Διός Υψίστου (στον Λόφο Νυμφών) και το Θεσμοφόριο. Στο μνημείο διακρίνονται τρεις βασικές οικοδομικές φάσεις. Κατά την πρώτη φάση, που σχετίζεται με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, γύρω στο 500 π.Χ., το βήμα ήταν στο βόρειο τμήμα του κοίλου. Κατά τη δεύτερη φάση, περί το 400 π.Χ. το βήμα τοποθετήθηκε στα νοτιοδυτικά [2], ενώ στα βόρεια κατασκευάστηκε ένας κλιμακωτός αναλημματικός τοίχος. Κατά την τρίτη φάση (μέσα 4ου αι. π.Χ.) δημιουργήθηκε ένας νέος μνημειώδης αναλημματικός τοίχος με κλιμακωτή είσοδο στο κέντρο. Απέναντι από την είσοδο λαξεύτηκε στο φυσικό βράχο “το βήμα”, που έχει τρεις βαθμίδες. Το Διατείχισμα κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. στα υψώματα των λόφων (συνολικό μήκος 900μ.), διέθετε πολλούς πύργους και δύο πύλες, τις ''Μελιτίδες'' στα βόρεια και το ''Δίπυλο υπέρ των Πυλών'' στα νότια. Διατηρήθηκε με πολλές επισκευές έως και τον 12ο αι. μ. Χ. Η κατασκευή του μείωσε την έκταση της πόλης και οδήγησε στη σταδιακή εγκατάλειψη των δυτικών συνοικιών και τη μετατροπή τους σε εκτεταμένο νεκροταφείο. Σε αυτό συνέβαλε και το ότι οι συνελεύσεις του Δήμου μεταφέρθηκαν στο Διονυσιακό Θέατρο. Από τότε η Πνύκα σταμάτησε να είναι η έδρα της Εκκλησίας του Δήμου.
Πλούταρχος, Βίος Θησέως 27,1
2. Αρχικά ο αμφιθεατρικός χώρος της Πνύκας είχε προσανατολισμό προς την Ακρόπολη. Το 404-3 π.Χ. επειδή όλοι θαύμαζαν τα μνημεία του Ιερού Bράχου ή έβλεπαν την Αγορά και αναλογίζονταν τα χαμένη κέρδη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοφάνης, δεν πρόσεχαν επαρκώς τον ομιλητή, και ο προσανατολισμός άλλαξε. | Η Πόλη των Λόφων |
022
Στα ανατολικά του λόφου της Πνύκας έχει εντοπιστεί ένας από τους κλάδους του Πεισιστράτειου υδραγωγείου, που τροφοδοτούσε με νερό την περιοχή της Πνύκας και συνδέεται με το λαξευμένο στο βράχο συγκρότημα κρήνης, που από τον Dorpfeld είχε ταυτιστεί με την Καλλιρρόη και ήταν σε χρήση ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους. Στις βορειοανατολικές υπώρειες του λόφου της Πνύκας αποκαλύφτηκε υποσκαμμένος λαξευτός θάλαμος που ταυτίζεται από ανάγλυφη παράσταση με το ιερό του Πανός. Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή και μέχρι την Τουρκοκρατία η περιοχή συνεχίζει να μένει ακατοίκητη. Στα νεότερα χρόνια ο χώρος υπέστη τροποποιήσεις και καταστροφικές επεμβάσεις, που αλλοίωσαν το χαρακτήρα και διέκοψαν τη συνέχεια των τριών λόφων ως φυσικού - ιστορικού τοπίου και ως αρχαιολογικού χώρου (εκτεταμένη λατόμηση, οικοδόμηση σημαντικών τμημάτων τους, κατασκευή του θεάτρου Μπαστιά, διάνοιξη της οδού Απ. Παύλου κ.ά.) [3] Το 1910 η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία πραγματοποίησε ανασκαφές στο χώρο κατά τη διάρκεια των οποίων επιβεβαιώθηκε η ταύτιση της θέσης με την Πνύκα. Ανάμεσα στο 1930 και το 1937 έγιναν μεγάλης κλίμακας ανασκαφές σε διάφορες περιόδους από τον H.A. Thompson. Ο τελευταίος συνεργάστηκε με τον Κ. Κουρουνιώτη και κατόπιν με τον R. L. Scranton. Στη δεκαετία του 1950 οι διαμορφώσεις Πικιώνη στους Λόφους δημιούργησαν χώρους περιπάτου με την κατασκευή λιθόστρωτων μονοπατιών, που αναπαράγουν κυρίως αρχαίες διαδρομές, καθώς και πλατώματα θέασης και ανάπαυσης. Με τα έργα της Ενοποίησης, κυρίαρχος στόχος υπήρξε η συνολική ανάδειξη των τριών λόφων σε ένα ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο με περιβαλλοντική αξία.
3. Πηγή: www.culture.gr, διαδικτυακός τόπος ΥΠ.ΠΟ
Μερική άποψη της ημικυκλικής πλατείας μετά του βήματος. Απεικόνιση μνημείου σε συνάρτηση με τα προπύλαια της Ακροπόλεως και το ωδείο του Ηρώδου του Αττικού.
VΙΙΙ. Λόφος Μουσών Γενικά Στοιχεία
Ο
λόφος των Μουσών (ή λόφος του Μουσείου ή λόφος Σέγγιο ή λόφος Φιλοπάππου) βρίσκεται ΝΔ του λόφου της Ακροπόλεως και του Θησείου. Συνδέεται με τους δύο παρακείμενους λόφους του Αστεροσκοπείου (λόφος Νυμφών) και της Πνύκας. Γύρω από τον λόφο Μουσών βρίσκονται οι συνοικίες Κουκάκι, Πετράλωνα και τμήμα της περιοχής της Ακρόπολης. Η παλαιότερη του ονομασία "λόφος Σέγγιο" χρονολογείται από την περίοδο της Φραγκοκρατίας (12ος - 14ος αι. μ.Χ) και διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η ετυμολογία της ονομασίας προέρχεται από την ιταλική λέξη "σένιο", (segno = σινιάλο, σήμα), ίσως επειδή επί φραγκοκρατίας υπήρχε στη νότια προβολή της κορυφής του λόφου κάποιο είδος σηματογραφικού σταθμού, ο οποίος επικοινωνούσε με άλλους πύργους - παρατηρητήρια, κατά μήκος των ακτών και των νήσων του Σαρωνικού, σήματα που αφορούσαν κυρίως εμφάνιση εχθρικών στόλων ή πειρατικών πλοίων.
Στο εσωτερικό του διατειχίσματος, στο λόφο του Μουσείου, εντάσσεται και το Μακεδονικό Φρούριο με δύο πύργους, που κατασκευάστηκε το 294 π.Χ. από το Δημήτριο τον Πολιορκητή. Στο Μακεδονικό Φρούριο εντάχτηκε λατρευτική κατασκευή με κόγχες, γνωστή ως ''ηρώο του Μουσαίου'', που πιθανόν έχει σχέση με το μυθικό ποιητή Μουσαίο. Στην κορυφή του λόφου του Μουσείου δεσπόζει το ταφικό μνημείο του σύρου πρίγκηπα Γαϊου Ιουλίου Αντιόχου Φιλοπάππου (114-116 μ.Χ.). Δυτικά του ''Διπύλου υπέρ των Πυλών'' υπάρχει μεγάλη ορθογώνια λαξευτή κατασκευή που η παράδοση τη διατηρεί ως ''Κιμώνεια Μνήματα'', ως τάφο του Κίμωνα και του Θουκυδίδη από παρερμηνεία αρχαίων συγγραμμάτων (Ηροδότου, Παυσανία).
1.
Από τη συμβολή του με τον λόφο της Πνύκας διέρχεται η γνωστή από τον Ηρόδοτο ''διά Κοίλης οδός'', μεγάλης εμπορικής σημασίας, λαξευμένη στον βράχο, η οποία συνέδεε την περιοχή του άστεως με τον Πειραιά διερχόμενη μέσω των Μακρών Τειχών. Η οδός σε περιόδους πολέμου ήταν δρόμος ανεφοδιασμού. Στα ρωμαϊκά χρόνια γίνονταν ταφές στα νεκροταφεία εκτός των τειχών, στην περιοχή των Αχαρνικών και Ηρίων πυλών, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στον δήμο της Κοίλης και στους ΝΑ πρόποδες του Λόφου των Μουσών, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε το 114-116 μ.Χ. και ο μνημειώδης τάφος του ευεργέτη Γάιου Ιούλιου Αντιόχου Φιλοπάππου [1], που έδωσε το όνομα του σε ολόκληρο το λόφο. Οι Αθηναίοι του επέτρεψαν κατ' εξαίρεση να χτίσει το μεγαλοπρεπές αυτό ταφικό μνημείο μέσα στην πόλη και σε μια τόσο περίβλεπτη θέση, στο λόφο απέναντι από την Ακρόπολη. Ο Παυσανίας το αναφέρει αόριστα. Το μνημείο υψώνεται επάνω σε βάθρο του οποίου η Β.Α. όψη είναι ημικυκλική-κοίλη με ανάγλυφη ζωφόρο στο κάτω μέρος του και τρεις κόγχες με αγάλματα στο άνω. Στη ζωφόρο εικονίζεται ο νεκρός πάνω σε τέθριππο, ενώ στις κόγχες τα αγάλματα, στη μεν κεντρική του Φιλοπάππου, στις δε πλευρικές των διάσημων προγόνων του θανόντος, του πάππου του Αντιόχου και του ιδρυτή της δυναστείας Σελεύκου. Το 2002 στα πλαίσια της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Xώρων Αθήνας ξεκίνησε μια προσπάθεια ο λόφος του Φιλοπάππου να περιφραχθεί, να είναι επισκέψιμος με ωράριο και στα σχέδια ήταν και η ένταξη του στο ενιαίο εισιτήριο των χώρων της ενοποίησης. Το Νοέμβριο του 2002, σχηματίστηκε ένα δραστήριο κίνημα κατοίκων, που απέτρεψε αυτά τα σχέδια και συνεχίζει μέχρι και σήμερα (2013) τη δράση του για την υπεράσπιση του λόφου.
Ο Φιλόπαππος, απόγονος του βασιλιά της Κομμαγηνής στη Συρία επισκέφθηκε την Αθήνα το 72 μ.Χ., όπου έκανε πολλές ευεργεσίες στην πόλη και απέκτησε σημαντικά αξιώματα.
| Η Πόλη των Λόφων |
024
Λείψανα του τείχους του φρουρίου των Μακεδόνων, όπως μπορεί να τα συναντήσει κανείς σήμερα στον λόφο των Μουσών. Η οχύρωση περιλάμβανε εντός της όλο το ύψωμα περιμετρικά, καθώς και το μεταγενέστερο μνημείο του Φιλοπάππου.
Λεπτομέρεια του μνημείου του Φιλοπάππου. Διακρίνονται οι δύο μορφές του πάππου του Αντιόχιου και του Σελεύκου, καθώς και η πομπή του νεκρού στο κάτω μέρος.
ΙΧ. Λόφος Λυκαβηττού Γενικά Στοιχεία
Ο
λόφος του Λυκαβηττού αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικότερες εικόνες του αθηναϊκού τοπίου. Πρόκειται για έναν απότομο βράχο, ασβεστολιθικό κωνικού σχήματος, ύψους 277μ. Ο λόφος βρίσκεται BA της Ακροπόλεως. Σύμφωνα με σημαντική μερίδα γλωσσολόγων, η ονομασία του θεωρείται προελληνική. Ο Ησύχιος αναφέρει ότι παράγεται από την έκφραση “λυκοβατίας δρυμός” και προήλθε από τους πολλούς λύκους που υπήρχαν στην λοφοσειρά του Εγχεσμού, τα σημερινά Λυκοβούνια. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως παράγεται από το “εις την πρώτη βαίνει η λύκη”, δηλαδή το λυκόφως.
Στην κορυφή του Λυκαβηττού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (που παλαιότερα είχε δώσει την ονομασία σε όλο τον λόφο), ενώ στην δυτική πλαγιά βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων, το οποίο κυριολεκτικά το έχει καταπιεί ο βράχος. Πολυάριθμοι επισκέπτες ανεβαίνουν καθημερινά στον Λυκαβηττό, για να απολαύσουν τη θέα της πόλης, ενώ ο αριθμός τους αυξάνεται τη θερινή περίοδο, όταν λειτουργεί το ανοιχτό θέατρο. Εκτός από την ανάβαση με τα σκαλιά, υπάρχει στη νότια πλευρά του λόφου το τελεφερίκ που διευκολύνει την πρόσβαση στην κορυφή. Στη δυτική πλευρά του Λυκαβηττού είχαν κατασκευαστεί την δεκαετία του ΄40 υπόγειες εγκαταστάσεις, όπου στεγαζόταν το αρχηγείο της αντιαεροπορικής άμυνας κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η Θεά Αθηνά μετέβη στην Παλλήνη για να φέρει από εκεί έναν βράχο και να τον τοποθετήσει ως φρούριο μπροστά στην Ακρόπολη. Τη στιγμή, όμως που μετέφερε τον τεράστιο βράχο πληροφορήθηκε τη γέννηση του Ερεχθίωνα από την κόρη του Κέκροπα και ταράχθηκε τόσο πολύ από το νέο αυτό, ώστε της έπεσε ο βράχος στο μέρος που ακριβώς σχηματίστηκε ο λόφος του Λυκαβηττού. Ο λόφος παλαιότερα ήταν άδενδρος και η σημερινή διαμόρφωσή του οφείλεται σε έργα ανάπλασης υπό την μελέτη του Γερμανού αρχιτέκτονα και ερευνητή Έρνεστ Τσίλλερ, που ξεκίνησαν το 1865 και τέλειωσαν εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Καλύπτεται κατά κύριο λόγο από πυκνές δενδροσυστάδες (χαρακτηριστικό της δημιουργηθείσας γερμανικής κηπευτικής παράδοσης) από βελανοειδή, όπως πεύκα και θαμνώδη όπως πικροδάφνες, δεντρολίβανα και μυρτιές, αλλά συναντώνται και άλλα είδη, όπως ελιές, ευκάλυπτοι, κυπαρίσσια και χαρουπιές. Λόγω του απόκρημνου σχήματος του, δεν έφερε ποτέ ιδιαίτερα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι αρχαιότητες επάνω στον Λυκαβηττό περιορίζονται σε κάποια λατομεία και σε μια μεγάλη δεξαμενή στην περιοχή του Κολωνακίου, η εξωτερική είσοδος της οποίας σωζόταν έως τον 18ο αιώνα μ.Χ. Η δεξαμενή ανήκε στο Αδριάνειο υδραγωγείο που κατασκευάστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ.
| Η Πόλη των Λόφων |
026
Δειλινό, επάνω στην λόφο του Λυκαβηττού. Μία από τις ψηλότερες κορυφές της Αθήνας, από όπου ο επισκέπτης μπορεί να ατενίσει την πρωτεύουσα. Δεξιά φαίνεται το καμπαναριό του Άη Γιώργη, χτισμένο στην άκρη της πλατώματος.
Χ. Λόφος Κολωνού Αγοραίου Γενικά Στοιχεία
Π
ρόκειται για χαμηλό λόφο που υψώνεται βορειοδυτικά του Αρείου Πάγου και σε κοντινή απόσταση από αυτόν, στις ανατολικές παρυφές του οποίου διαμορφώθηκε η αθηναϊκή Αγορά του Σόλωνος, των κλασικών χρόνων, απ' όπου έλαβε το όνομα “αγοραίος”. Σήμερα βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου της αγοράς και περιβάλλεται κυρίως από πεζοδρόμους και μνημεία. Είναι καλύτερα ορατός από την οδό Αδριανού, στο ύψος του Θησείου.
Το ύψωμα του Αγοραίου Κολωνού δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ίππιο Κολωνό, αρχαίο δήμο των Αθηνών, που βρισκόταν περίπου στην περιοχή του σημερινού Κολωνού. Ο λόφος, εκτός του ότι συνιστά γεωγραφικά το δυτικό όριο της Αγοράς, φιλοξενεί στην κορυφή τον περίφημο ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο και Ηφαιστείο. Το Ηφαιστείο είναι το μόνο ιερό των αρχαίων χρόνων που διασώζεται μέχρι τις μέρες μας στην αρχική του σχεδόν μορφή, ενώ αποτελεί ένα από τα μνημεία με την εκτενέστερη χρήση ανά τους αιώνες. Μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσε ως καθολικός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο. Σε αυτό το ναό και σε αυτόν το λόφο ορκίστηκε ο βασιλιάς Όθωνας κατά τον ερχομό του στην “ανεξάρτητη” πλέον Ελλάδα. Σε αυτόν τον αρχαίο ναό ο θεός της φωτιάς και του σιδήρου συλλατρευόταν με την προστάτιδα της πόλης Εργάνη Αθηνά, ως προστάτες θεοί των τεχνών και των επαγγελμάτων και κυριότερα των μεταλλουργών και των αγγειοπλαστών. Το ιερό επικράτησε να λέγεται λανθασμένα Θησείο, όπως και η γύρω περιοχή, καθώς οι αρχαιολόγοι πίστευαν παλαιότερα ότι ο ναός ιδρύθηκε από τον Θησέα ή ότι μέσα σε αυτόν φυλάσσονταν τα οστά του ιδρυτή της πόλεως των Αθηνών, οπότε και ήταν αφιερωμένος σε αυτόν.
Άλλα σημαντικά μνημεία του λόφου είναι η Σκευοθήκη ή η Οπλοθήκη, ένα κτίσμα αντίστοιχης δομής και διαστάσεων αυτόυ που βρέθηκε στην Ακρόπολη και πιθανά εξυπηρετούσε το Ηφαιστείο. Κατά τα Ελληνιστικά χρόνια είχε κτιστεί μνημειώδης κλίμακα που οδηγούσε από την Αγορά στην κορυφή του λόφου. Στην ανατολική κατωφέρεια του Αγοραίου Κολωνού και βορείως του Παλαιού Βουλευτηρίου (Μητρώου), ιδρύθηκε στο γ΄ τρίτο του 5ου αι. π.Χ. το καλούμενο ”Συνέδριον”, ένας δευτερευούσης σημασίας τόπος συνάθροισης των πολιτών, που συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. Στους πρόποδες του περιμετρικά υπάρχουν λείψανα επίσης της Στοάς του Διός του Ελευθερέου, του Ναού της Ουρανίας Αφροδίτης, της Θόλου, του ιερού και του βωμού του Απόλλωνος Πατρώου, του Νέου Βουλευτηρίου (εντός του σκαμμένου βράχου), του ιερού των Φρατρίων Θεοτήτων (Διοάς και Αθηνάς), του Βωμού της Δημοκρατίας και άλλων μικρότερης εμβέλειας. Κατά τα ύστερα βυζαντινά χρόνια στη πίσω πλευρά του χριστιανικού πλέον ναού, δημιουργήθηκε νεκροταφείο, το οποίο αργότερα έγινε καθολικό και είχε χρήση και αυτό μέχρι τον 19ο αιώνα. Αποτελεί άξιο απορίας το ότι ποτέ ο λόφος δεν στέγασε άλλο σημαντικό οικοδόμημα μέχρι και τα νεότερα χρόνια, ενώ η Αγορά του Σόλωνος παρέμεινε ζωντανή και το πολιτιστικό κέντρο της πόλης για σχεδόν μια χιλιετία. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι το πως διασώθηκε το Ηφαιστείο από τις πολλές λεηλασίες και καταστροφές που υπαίστει η πόλη, η οποία τουλάχιστον δύο φορές κάηκε συθέμελα και χρειάστηκε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της.
| Η Πόλη των Λόφων |
028
Ο λόφος του Κολωνού Αγοραίου πριν τις αρχαιολογικές ανασκαφές, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Διακρίνεται μόνο το Ηφαιστείο, που δέσποζε όλους τους αιώνες πάνω στο μικρό ύψωμα της αγοράς.
Η Αγορά του Σόλωνος όπως φαίνεται από τον λόφο του Κολωνού Αγοραίου. Κοιτώντας Βορειοανατολικά, ο παρατηρητής μπορεί να δει τον Ναό του Άρεως, την αναστυλωμένη Στοά του Αττάλου και τον λόφο του Λυκαβηττού.
ΧΙ. Έσω Κεραμεικός | ΧΙΙ. Έξω Κεραμεικός Γενικά Στοιχεία
Μ
ε το όνομα Κεραμεικός φέρονταν στην Αρχαία Αθήνα δύο συνοικίες που βρίσκονταν στο βορειοδυτικό τμήμα της αρχαίας Αθήνας, οι λεγόμενοι " Έξω Κεραμεικός" και ο " Έσω Κεραμεικός". Δηλαδή δύο Κεραμεικοί όπως λέει και ο Ησύχιος, ο μεν εκτός του τείχους, ο δε εντός. Την διάκριση αυτή μνημονεύουν επίσης ο Πλάτων, ο Θουκυδίδης και ο Πλούταρχος. Ο Κεραμεικός αναφέρεται ως το πρώτο δημόσιο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας.
Οι δύο αυτές αρχαίες συνοικίες αποτελούσαν τον δήμο των Κεραμέων, από την Ακαμαντίδα φυλή. Το όνομα του δήμου προήλθε κατ΄ άλλους από τον επώνυμο ήρωα Κέραμο, ενώ κατ΄ άλλους από τους τεχνίτες κεραμείς (αγγειοπλάστες αγγειογράφοι) και από τα εργαστήρια τους που ήταν στη περιοχή. Οι δύο Κεραμεικοί χωρίζονταν μεταξύ τους από το Θεμιστόκλειο τείχος (478 π.Χ.), και συνδέονταν από τη μεγάλη διπλή πύλη, λεγόμενη "Δίπυλο" [1] στην οποία εξωτερικά κατέληγαν η αρχαία οδός Πειραιώς, η Ιερά οδός, από και προς την αρχαία Ελευσίνα και η οδός προς την Ακαδημία Πλάτωνος. Εσωτερικά του Διπύλου ξεκίναγε μεγάλη λεωφόρος, η οδός Παναθηναίων, που διαμέσου της αρχαίας αγοράς και μεταξύ των λόφων της Πνύκας και του Αρείου Πάγου κατέληγε στην είσοδο της Ακρόπολης. Έτσι ο μεν Έξω Κεραμεικός είχε ταφικό χαρακτήρα, ενώ ο Έσω Κεραμεικός οικιστικό χαρακτήρα. Από την ελληνιστική περίοδο μέχρι τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (338 π.Χ. μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα) το νεκροταφείο φαίνεται πως είχε σταθερή λειτουργία.
1.
Την περιοχή του Έξω Κεραμεικού διέσχιζαν συγκλίνουσες όπως αναφέρθηκε παραπάνω τρεις μεγάλοι αρχαίοι οδοί (δρόμοι), η από Πειραιά λεγόμενη "Πειραιώς", η από την Ελευσίνα, λεγόμενη Ιερά Οδός και ο λεγόμενος "δρόμος" ή “Ακαδήμεια”, από και προς την Ακαδημία του Πλάτωνα. Προ του τείχους και εκατέρωθεν της καθεμιάς των οδών αυτών βρίσκονταν οι τάφοι (νεκροταφεία) της αρχαίας Αθήνας, με συνέπεια να δίνεται η εντύπωση της ύπαρξης ενός μεγάλου νεκροταφείου. Ήρθε στο φως με τις αρχαιολογικές ανασκαφές που ξεκίνησαν δειλά το 1861, και επίσημα από το 1863 επί Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, αρχικά από την Αρχαιολογική Εταιρεία και στη συνέχεια από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, όπου και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Το νεκροταφείο του Κεραμεικού βρίσκεται στη περιοχή της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, επί της οδού Πειραιώς, στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας και βόρεια της "παλαιάς λαχαναγοράς", περιοχής Γκάζι, που σήμερα ο χώρος έχει αποδοθεί και διαμορφωθεί σε πάρκο και πεζόδρομο, όπου καταλήγει η οδός Ερμού στην οδό Πειραιώς. Το καλύτερα σοζώμενο σήμερα τμήμα του αρχαίου εξωτερικού Κεραμεικού είναι οι ιδιωτικοί τάφοι που βρίσκονται νότια της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας που πλαισίωναν το τέλος της Ιεράς οδού και ειδικά εκείνοι της δεξιάς πλευράς του εισερχομένου από δυσμάς. Οι αρχαιότεροι τάφοι του χώρου χρονολογούνται στην Εποχή του χαλκού. Από την Υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και μετά το νεκροταφείο Κεραμεικού αναπτύσσεται συνεχώς.
Εκτός όμως του Διπύλου, υπήρχε ακόμη μια μικρότερη πύλη, η Ιερά πύλη. Βρίσκεται νοτιοδυτικά του Διπύλου και ανήκε στις Κεραμεικές Πύλες του τείχους, επίσης οχυρωμένη, την οποία ο Ντέρπφελντ θεωρούσε ως άνοιγμα για τα νερά του αρχαίου χειμάρρου Ηριδανού. Ήταν η είσοδος της πομπής των Ελευσινίων, καθώς συνέδεε την Ελευσίνα με τον λόφο της Ακρόπολης.
| Η Πόλη των Λόφων |
030
Κατά την Γεωμετρική περίοδο (1000-700 π.Χ.) και ιδιαίτερα κατά την Αρχαϊκή περίοδο (700-480 π.Χ.) οι τάφοι πληθαίνουν και εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους όπου και "σημαίνονται" με επιτάφια μνημεία. Κατά την Κλασσική περίοδο (5ος 4ος αιώνας π.Χ.) τις δύο οδούς που πλησίαζαν το Δίπυλο, τις πλαισίωναν νεκροταφεία συνήθως οικογενειακά, που εξαίρονταν με ταφικά μνημεία. Σ΄ αυτόν τον χώρο και προς την οδό Ακαδημίας Πλάτωνα που πέρναγε δίπλα (βόρεια) από τον σημερινό ναό της Αγίας Τριάδας είχε δημιουργηθεί το "Δημόσιο Σήμα" όπου ήταν ο χώρος ταφής των επιφανών Αθηναίων, καθώς και των "πεσόντων εν πολέμω", με χαρακτήρα στρατιωτικού κοιμητηρίου. Ανατολικά της εσωτερικής πύλης του Διπύλου και του Θεμιστοκλείου τείχους εκτείνεται ο “Έσω Κεραμεικός”, η συνοικία που αποτελούσε το σημαντικότερο τμήμα της, την οποία και διέσχιζε η οδός των Παναθηναίων. Ήταν η κεντρική οδική αρτηρία της πόλης, ο κατά τον Ιμέριο “ευθυτενής τε και λείος δρόμος, όστις καταβαίνων άνωθεν, σχίζει τας εκατέρωθεν αυτώ (Κεραμεικώ) παρατεταμένας στοάς εφ ών αγοράζουσι οι Αθηναίοι”. Aμέσως μετά την εσωτερική πύλη του Διπύλου [2] ήταν το Πομπείο και πολλά άλλα κτίσματα, ναοί, στοές και δημόσια ιδρύματα. Όλα τα παραπάνω βρίσκονταν στην Αρχαία Αγορά, η οποία και αποτελούσε και το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο τμήμα του Έσω Κεραμεικού, τόσο ώστε το όνομα Κεραμεικός πολλές φορές να ταυτίζεται εκ παραδρομής με την Αρχαία Αγορά.
ς η) αίω άρ ειρ σαλδ Π ός ή Τ Οδ αναγ (Π
Έξω Κεραμεικός
Αγία Τριάδα Ακαδήμεια Οδός Ηρ
ιδα
νό
ςΠ
οτ
αμ
ός
Τριτοπάτρειον
Τάφρος Δίπυλον
Μουσείο Κεραμεικού Ιερά Πύλη
Οδός Ερμού (Πεζόδρομος)
2. Κατά τις λεπτομερείς περιγραφές του χώρου από τον Παυσανία.
Τάφρος
Έσω Κεραμεικός
Ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού. Η Ιερά Πύλη και το Δίπυλον για πολλούς αιώνες ήταν οι σημαντικότερες τελετουργικές είσοδοι της πόλεως, καθώς και το όριο μεταξύ του Έσω και του Έξω Κεραμεικού. Στα δυτικά διακρίνεται ο τριγωνικός κόμβος (Τριτοπατρείον) του Δημόσιου Σήματος και της Ιεράς Οδού.
ΧΙΙΙ. Κυνοσάργες Γενικά Στοιχεία
Σ
ύμφωνα με αρχαίες γραπτές μαρτυρίες, η περιοχή του Κυνοσάργους, στην επικράτεια του δήμου των Διομείων ή της Διομείας, που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή, ξεκινάει νοτίως του τείχους της κλασσικής εποχής και περιλαμβάνει ένα μέρος των λόφων που εκτείνονται από τα ΝΑ προς τα ΝΔ του Ολυμπιείου, στην αριστερή όχθη του Ιλισσού. Στα όρια του τείχους στεγαζόταν το Γυμνάσιο του Αντισθένη του Κυνικού [1], του φιλοσόφου που υπήρξε, μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Διογένη. Το Γυμνάσιο αυτό ήταν το μόνο της εποχής, που δεχόταν ως μαθητές μη Αθηναίους (εκ του ενός γονέα) πολίτες.
Φημισμένο ήταν και το άλσος που περιέβαλε το Γυμνάσιο αυτό. Ευρήματα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια εργασιών σε οικόπεδο πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα Ιλισού, ενισχύουν την ύπαρξη του Κυνοσάργους στο σημερινό Νέο Κόσμο. Όσον αφορά τη θέση του Γυμνασίου υπήρξαν διάφορες εκδοχές σχετικά με αυτή (κάποιοι το τοποθετούσαν στις ανατολικές παρυφές του Λυκαβηττού ενώ άλλοι απέναντι από το Φιξ). Τα νεότερα όμως ευρήματα το τοποθέτησαν κατά μήκος του ποταμού Ιλισσού.
Εκεί μαθήτευσε ο Θεμιστοκλής, του οποίου η μητέρα ήταν Θρακικής ή Καρικής καταγωγής, καθώς (κατά τη μυθολογία) και ο Ηρακλής, νόθος υιός του Δία. Λέγεται ότι ο Θεμιστοκλής έκανε πολλές προσπάθειες για να πείσει τους γνήσιους Αθηναίους νέους να έρθουν στο Κυνοσάργες κι να εξαλειφθεί αυτή η διάκριση. Ο δήμος της Διομείας συνόρευε με τους δήμους Αλωπεκής (Δάφνη) και Κολλυτού (Κουκάκι), καθώς και την συνοικία της Άγρας (Μετς). Η περιοχή των Κυνοσάργων θα πρέπει να αναζητηθεί στο ύψωμα απέναντι από την Αγία Φωτεινή και αριστερά, μέχρι δηλαδή την Λ. Βουλιαγμένης. Το υπόλοιπο ύψωμα (λόφος Αρδηττού) μέχρι και το Παναθηναϊκό στάδιο, ανήκε στην περιοχή Άγραι.
Σύμφωνα με τον Ι.Τραυλό ο “δρόμος” (ο στίβος του γυμνασίου) θα πρέπει να αναζητηθεί κατά μήκος της σημερινής οδού Βουλιαγμένης. Στην περιοχή, έγιναν πολλές ανασκαφές από Άγγλους και Γερμανούς αρχαιολόγους και υπήρξαν λείψανα που ταυτίστηκαν με το Γυμνάσιο του Κυνοσάργους. Η γρήγορη όμως οικοδόμηση της περιοχής κάλυψε πολλά από τα ευρήματα.
Ο δήμος Κυνοσάργες λέγεται ότι πήρε το όνομα του από έναν σκύλο, ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας τελετής στο βωμό του Παγκράτη Ηρακλή, άρπαξε τα κάτω άκρα του θησείου και έτρεξε μακριά. Καταδιωκόμενος έφτασε στο συγκεκριμένο ύψωμα (στο “κυνός άργος”, δηλαδή “εκεί που επιβράδυνε ο σκύλος”). Οι Αθηναίοι κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών, όπου τους υπέδειξε να στήσουν στο σημείο αυτό, ένα Ιερό προς τιμήν του Ηρακλή, πράγμα το οποίο και έκαναν [2].
Ο Θεμιστόκλειος περίβολος των τειχών άφησε το γυμνάσιο έξω από το άστυ, μια πύλη του όμως ήταν κοντά σε αυτό. Η πύλη είχε το όνομα Διομηίς ή πύλη των Διομέων, από την παριλίσια συνοικία Διόμεια, στα νότια ή στα νοτιοανατολικά του Ολυμπιείου. Στη Διόμεια είχαν εγκατασταθεί (προ των μηδικών) Αθηναίοι από τη συνοικία της Μελίτης, πού τιμούσαν ιδιαίτερα τόν Ηρακλή και ίσως αυτοί έγιναν η αφορμή να δημιουργηθεί το Ηράκλειο του Κυνοσάργους. Εδώ υπήρχαν επίσης και βωμός της Ήβης (γυναίκα του Ηρακλή και κόρη του Διός), καθώς και της Αλκμήνης και του Ιόλαου.
Στο Κυνοσάργες ο φιλόσοφος Αντισθένης ίδρυσε την περίφημη φιλοσοφική σχολή των Κυνικών, δανειζόμενος το όνομα του γυμνασίου. Κατά μια εκδοχή, στο σπίτι του Κολλυτού είχε φιλοξενηθεί ο Ηρακλής, ο οποίος συνδέθηκε με στενή φιλία με τον γιο του, Δίομο. Όταν ο Ηρακλής κατατάχτηκε μεταξύ των Θεών, ο Δίομος ετοίμασε θυσία, άλλα μια άσπρη σκύλα, άρπαξε το θησείο από το βωμό. Ο Δίομος κυνήγησε την σκύλα κι αυτή, μετά από κάποια απόσταση, άφησε το “λάφυρο” και τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με χρησμό, ο Δίομος έπρεπε να ιδρύσει νέο ιερό και βωμό στο σημείο όπου ή άσπρη σκύλα απέθεσε το σφάγιο. Η θέση αύτή όνομάστηκε Κυνόσαργες από το ουσιαστικό κύων και το επίθετο άργος (λευκός). | Η Πόλη των Λόφων |
032
Ο δήμος της Διομείας μεγάλωσε με την εγκατάσταση των Μελιτέων, οι οποίοι άφησαν τήν παλιά τους “γειτονιά” και ακολούθησαν τον Δίομο στην Διόμεια. Σε ανάμνηση της αλλαγής γειτονιάς γιορτάζονταν τα Μεταγείτνια (κατά το τέλος του καλοκαιριού, οπότε και τα λεγόμενα Ηράκλεια έν Κυνοσάργει). Το Θεμιστόκλειο τείχος χώρισε τη Διόμεια σε “έσω” και “έξω”. Το Ηράκλειο τού Κυνοσάργους και το γυμνάσιο ήσαν στην Έξω Διόμεια. Με το Κυνόσαργες συνδέουν οι αρχαίοι τον δήμο της Αλωπεκής, ο οποίος ήταν κοντά σε αυτό και απείχε ένδεκα ή δώδεκα στάδια από το τείχος της Αθήνας (περί τα δύο χιλιόμετρα). Αν δεχτούμε το Κυνοσάργες στα ΝΔ του Ολυμπιείου, αμέσως έξω από το τείχος κι όχι μακριά από την αριστερή όχθη τού Ιλισού, πρέπει να αναζητήσουμε την Αλωπεκή νοτιότερα, προς την σημερινή Δάφνη [3], ανατολικότερα της νέας Σμύρνης. Οι προς τα νοτιοανατολικά του Ολυμπιείου λόφοι είναι ευδιάκριτοι από τα ανοιχτά του παλαιού Φαλήρου και κάνουν πιθανή την πληροφορία του Ηροδότου πώς εκεί oι πέρσες διέκριναν την συγκέντρωση του Αθηναϊκού στρατού, ο οποίος πρόλαβε να φτάσει στο Ηράκλειο του Κυνοσάργους, πριν φανεί στο Φάληρο ό περσικός στόλος (περίπου έξι χιλιόμετρα νοτιότερα). Mικρή ανασκαφή διενήργησε το 1919 ο A. Kεραμόπουλλος με δαπάνη της Aρχαιολογικής Eταιρείας νοτίως του μνημείου του Λυσικράτους, στην συμβολή των οδών Bάκχου και Bύρωνος, όπου επρόκειτο να ανεγερθεί οικία. Bρέθηκε σημαντική επιγραφή (νόμος ή ψήφισμα) του 5ου αι. π.Χ., ελλειπώς σωζόμενη, που μεταξύ άλλων απαγορεύει βυρσοδεψικές εργασίες στον Iλισσό ποταμό, πιό πάνω από το Hράκλειον (πιθανότατα εννοείται το Hράκλειον του Kυνοσάργους, η ακριβής θέση του οποίου δεν είναι γνωστή).
3. Παλαιότερα ο δήμος Κυνόσαργες τοποθετούνταν στις ανατολικές υπώρειες του Λυκαβηττού και ο δήμος της Αλωπεκής αναζητούνταν κοντά στους σημερινούς Αμπελοκήπους, όπου και υπήρξε αξιόλογος συνοικισμός στην αρχαιότητα.
Ανασκαφές και λείψανα του αρχαίου δήμου Κυνοσάργες επί της οδού Κοκκίνη. Βρίσκονται μεταξύ της Λεωφόρου Βουλιαγμένης και τον Άγιο Παντελεήμονα και μπορούν να συσχετιστούν έμμεσα με το αρχαίο γυμνάσιο του Αντισθένους.
ΧΙV. Δήμος Άγραι Γενικά Στοιχεία
Η
περιοχή της Άγρας εκτίνοντας κατά την αρχαιότητα από την οδό Αναπαύσεως μέχρι το Στάδιο. Στην κατάφυτη έκταση υπήρχε το ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος (Άγρα=κυνήγι). Πλάκες της ζωοφόρου του ναού βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Εκεί ήταν η πηγή της Καλλιρόης, ο ναός της Δήμητρος και της Περσεφόνης όπου τελούνταν τα Μικρά Μυστήρια της Δήμητρας (”Τα εν Αγραις”), που θεωρούνταν προπαρασκευή ή προεόρτια για τα Ελευσίνια Μυστήρια. Η Άγρα καταλάμβανε τον αριστερό λόφο του Σταδίου.
Στην Άγρα βρίσκονταν το μνημείο του Φειδιππίδη, όπου έπεσε νεκρός τρέχοντας να αναγγείλει το “Νενικήκαμεν”. Το μνημείο φτιάχτηκε από τον Ηρώδη Αττικό με πεντελικό μάρμαρο στη κορυφή του λόφου γράφοντας επάνω: “ΕΡΩΙ ΤΩ ΜΑΡΑΘΩΝΙΩ”. Πολύ κοντά σε αυτό βρίσκονται και λείψανα της θεμελίωσης του ρωμαϊκού ναού της Θεάς Τύχης, ενώ λίγα μέτρα δυτικότερα θεωρείται πως υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Ελικώνιο Ποσειδώνα, χωρίς να είναι ακόμα γνωστή η ακριβής θέση του.
Η περιοχή περιελάμβανε λοφώδες χωρίο και την γύρω περιοχή που βρίσκονταν πάνω από τον Ιλισσό ποταμό. Εκεί αναπτύχθηκε και μια από τις πρώτες αξιόλογες χριστιανικές κοινότητες. Όμως οι κατά περιόδους πλημμύρες του Ιλισού και η μετέπειτα οικοδόμηση της περιοχής δεν έχουν αφήσει πολλά ευρήματα. Πάνω από την οδό Αρδηττού διακρίνεται περιφραγμένος αρχαιολογικός χώρος με βυζαντινό νεκροταφείο, χρονικά πριν ακόμα ο ναός της Αγροτέρας Αρτέμιδος μετατραπεί σε Παναγιά στην Πέτρα.
Σήμερα ο λόφο της Άγρας έχει οικοδομηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Το Ιερό της Αγροτέρας βρίσκεται μετά από πολλά χρόνια σε φάση ανασκαφικής έρευνας, αφού μέχρι τώρα δεν απαλλοτριώνονταν τα οικόπεδα του χώρου του. Η πλευρά του λόφου δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο αν και έχει διαμορφωθεί σε χώρο πρασίνου είναι κλειστή για το ευρύ κοινό (αν και υπάρχει μικρό άνοιγμα από την πλευρά του Μετς). Στην πλευρά της Άγρας προς την είσοδο του Σταδίου έχει συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός από αρχαία ευρήματα. Εκεί εγκαταλείφτηκαν και οι πλάκες με τα ονόματα των Ολυμπιονικών που αρχικά βρίσκονταν στην είσοδο του Σταδίου.
| Η Πόλη των Λόφων |
034
Πάνω από τα λείψανα του ναόυ της Αγροτέρας Αρτέμιδος στους πρόποδες του λόφου, βρέθηκε νεκροταφείο της βυζαντινής περιόδου. Η εκκλησία που το εξυπηρετούσε ήταν ο αρχαίος ναός (σε δεύτερη πλέον χρήση), ο οποίος λατρευόταν ως Παναγιά στο Βράχο.
Στους λόφους του αρχαίου δήμου Άγραι ή του μεταγενέστερου Αρδηττού και της γραφικής συνοικίας του Μετς, μπορεί κανείς να ανακαλύψει σημαντικούς αρχαίους θησαυρούς. Η πέτρινη κατασκευή πιστεύεται ότι ήταν βάθρο τοποθέτησης του Ιερού Πλοίου της γιορτής των Παναθηναίων κατά τους χειμερινούς μήνες.
ΧV. Δήμος της Μελίτης | XVI. Δήμος Κολυττού Γενικά Στοιχεία
Ο
δήμος της Μελίτης υπήρξε ένας από τους πολυπληθέστερους δήμους του “άστεως” των Αθηνών, όπου είχαν τις κατοικίες τους εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Θεμιστοκλής, ο Μιλτιάδης, ο Κίμων, ο Αλκιβιάδης, ο Επίκουρος κ.α. Εκτινόταν νότια και νοτιοδυτικά της Αρχαίας Αγοράς, σε περίοπτη θέση, στις βραχώδεις πλαγιές των λόφων του Αγοραίου Κολωνού, των Νυμφών και της Πνύκας. Είχε θέα προς τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως, τον απέραντο ελαιώνα και τη θάλασσα και βρίσκονταν σε άμεση σύνδεση με τα πολιτικά κέντρα της Αθηναϊκής Αγοράς και της Πνύκας. Στον λόφο της Πνύκας, ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, είχε διαμορφωθεί το κοίλο για τις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου και είχαν ιδρυθεί τα σημαντικά Ιερά του Διός και το Ιερό των Νυμφών, στον ομώνυμο λόφο.
Στους κλασικούς χρόνους, όταν οι τρεις δυτικοί λόφοι συμπεριελήφθησαν στον Θεμιστόκλειο περίβολο, ο Δήμος της Μελίτης επεκτάθηκε στα βραχώδη υψώματα και παρουσίασε μεγάλη οικιστική ανάπτυξη με ένα πυκνό οδικό και υδροδοτικό σύστημα, πλήθος λατρειών και ιερών, καθώς και εμπορικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. Η μείωση όμως της έκτασης του οχυρωματικού περιβόλου στα δυτικά με την κατασκευή του Διατειχίσματος, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., οδήγησε στην σταδιακή συρρίκνωση του δήμου και στην ανάπτυξη νεκροταφείου των όψιμων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, κατά μήκος των οδικών αξόνων.
Σήμερα, τα λαξευμένα πάνω στο φυσικό βράχο οικιστικά κατάλοιπα του Δήμου Μελίτης, οικίες ιερά, εργαστήρια, οδικό δίκτυο, οι σωζόμενες οχυρώσεις και τα ταφικά σύμβολα, συγκεντρώνουν πολύτιμες πληροφορίες για την ιδιωτική και τη δημόσια αρχιτεκτονική και προσφέρουν μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εικόνα της πολεοδομικής συγκρότησης της αρχαίας Αθήνας. Λίγα μέτρα παρακάτω, στη διασταύρωση των Πεζόδρομων Αποστόλου Παύλου και Διονυσίου Αρεοπαγίτου με τα λιθόστρωτα μονοπάτια του Δημήτρη Πικιώνη, μπορούμε να διακρίνουμε ίχνη από τον αρχαίο δρόμο του Δήμου Κολυττού, όπως και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από την Κλασική ως την Ύστερη Aρχαιότητα, σπίτια και ιερά. Ο Δήμος Κολυττού εκτεινόταν έως την νότια πλευρά του Λόφου των Μουσών (Φιλοπάππου), ή αλλιώς στο σημερινό άνω Κουκάκι. Συνόρευε βορείως του Δήμου Μελίτης και από τα δυτικά συναντούσε τον Δήμο Κοίλης. Σχετικά με τα μνημεία που έχουν βρεθεί στα όρια του δήμου, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στα Ιερά και το Θέατρο του Διονύσου (πάνω στην οδό Αρεοπαγίτου), στο [282] "Βακχείον" (του 2ου αι. μ.Χ.) και στο [255] "Αμύνειον", κτίσμα αφιερωμένο στο ήρωα - γιατρό Άμυνο (είδος Ασκληπιείου).
| Η Πόλη των Λόφων |
036
Το μεγαλύτερο μέρος των λόφων ήταν άγονο και με ελάχιστο νερό. Η Αθήνα ουσιαστικά είχε δύο μόλις φυσικές πηγές νερού (Κλεψύδρα και Καλλιρόη) και έναν ποταμό για τα λύματα της, επομένως η εξόρυξη ήταν αναγκαία. Τα πηγάδια βρίσκονται διάσπαρτα σε όλα τα υψώματα της αρχαίας πόλης.
Όλες αυτές οι λαξεύσεις στον λόφο φιλοξένησαν κάποτε τους κατοίκους του Δήμου της Μελίτης. Υπήρχε πληθώρα οικοδομημάτων έως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και μεγάλη εμπορική και κοινωνική δραστηριότητα. Στο βάθος διακρίνονται τα Πετράλωνα, το Φάληρο και το λιμάνι του Πειραιά.
ΧVΙI. Δήμος της Κοίλης Γενικά Στοιχεία
Ο
αρχαίος δήμος της Κοίλης κατελάμβανε τα πρανή εκατέρωθεν της βαθιάς χαράδρας, που σχηματίζεται ανάμεσα στους λόφους Μουσών και της Πνύκας και λειτουργούσε ως κεντρική οδική αρτηρία.
Χάρις στην πληροφορία του Ηρόδοτου ότι έναντι της Ακρόπολης, στην “διά Κοίλης οδό”, ετάφη ο πατέρας του Μιλτιάδης, ο Ολυμπιονίκης Κίμων, ταυτίστηκε η ομώνυμη συνοικία και η οδός που τη διέσχιζε. Ο δήμος της Κοίλης, που συνόρευε στα βόρεια με το δήμο του Κολλυτού, προστατεύονταν από το Θεμιστόκλειο Τείχος και ήκμασε ιδιαίτερα στα κλασικά χρόνια με κύρια χαρακτηριστικά την πυκνότητα του οικισμού, την αγορά της και την υπερτοπικής σημασίας “Κοίλης οδού”. Η οδός εξυπηρετούσε το εμπόριο και τον ανεφοδιασμό της πόλης ιδιαίτερα σε περιόδους πολιορκίας. Ξεκινούσε από το λόφο της Ακρόπολης και μέσα από τα Μακρά Τείχη έφτανε στο λιμάνι του Πειραιά. Η οδός ακολουθεί την φυσική λαξευμένη χαράδρα πάνω στον ασβεστόλιθο με βαθιές αυλακώσεις για την κίνηση των αμαξών. Διέθετε αντιολισθητικά πεζοδρόμια και σε όλο το μήκος της περιελάμβανε εκτεταμένο δίκτυο όμβριων υδάτων. Η οδό Κοίλης είχε διπλή κατεύθυνση, με πλάτος από 8 έως 12 μέτρα.
1.
Ο δήμος Κοίλης αναπτυσσόταν κατά μήκος της οδού με δημόσια κτίρια, κατοικίες και καταστήματα. Στα δυτικά του χώρου επί της σημερινής οδού Ανταίου μια μνημειώδης κρήνη στοιχειοθετεί τη θέση της δυτικής πύλης και την πορεία της οδού ανάμεσα στα Μακρά Τείχη. Από τα τέλη του 4ου αιώνα ο δήμος εγκαταλείφθηκε σταδιακά. Το πλάτος της οδού μειώθηκε καθώς μέρος της καταλήφθηκε από τις ταφές του παρόδιου νεκροταφείου των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, με ταφικά μνημεία και συστάδες τάφων που σηματοδοτούνται από επιτύμβιους κιονίσκους με τα ονόματα των νεκρών. Σήμερα διασώζεται τμήμα 500 μέτρων της οδού που καταλήγει στην οδό Αρακύνθου στα Πετράλωνα. Μέχρι την δεκαετία του ‘30 σωζόντουσαν ερείπια της πολεοδομίας της περιοχής. Ωστόσο ο μεγάλος εκβραχισμός που έγινε τo 1941 προκειμένου να δημιουργηθεί ανοικτό θέατρο (που δεν φτιάχτηκε ποτέ τελικά) κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της αρχαιολογίας της αρχαίας Κοίλης. Ο Λόφος Νυμφών κατοικούνταν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ΄50, με τους τελευταίους του “δημότες” να διαμένουν σε φτωχικά και πρόχειρα καταλύματα, ακόμα και σε σπηλιές [1]. Πρόσφατα το τμήμα της αρχαίας Κοίλης συντηρήθηκε και δημιουργήθηκε παραπλεύρως χώρος περιπάτου που οδηγεί στα Κιμώνεια Μνήματα και στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη.
Η νοτιότερη βραχώδη έκταση του Λόφου Κοίλης στα Πετράλωνα κρύβει στους πρόποδες του δύο γνωστές στους περίοικους σπηλιές. Η μεγάλη σπηλιά ή κατ' άλλους Σπηλιά Δόντα κατοικούνταν μέχρι τα μέσα περίπου του '50. Η χρήση του επωνύμου της ιστορικής αθηναϊκής οικογένειας Δόντα μάλλον σχετίζεται με τον ιδιοκτήτη της έκτασης. Το 1926 δύο στρατιώτες χασισοπότες δολοφόνησαν μια χήρα που κατοικούσε στη σπηλιά Δόντα με το κοριτσάκι της, με σκοπό να τη ληστέψουν. Έπειτα, στη σπηλιά κατοίκησε ένας σοβατζής, ο οποίος μεθυσμένος κάποια μέρα σκότωσε με αξίνα τη γυναίκα του. Έτσι από τότε οι κάτοικοι έκλεισαν τη “αιματοβαμμένη σπηλιά”, παρά τις διαμαρτυρίες των αρχαιολόγων. | Η Πόλη των Λόφων |
038
Σχεδιαστική απεικόνιση του αρχαίου δήμου, η οποία βασίζεται σε αρκετές από τις αρχαιολογικές πληροφορίες που βρέθηκαν στη περιοχή. Αριστερά διακρίνονται λείψανα του μεταγενέστερου χρονολογικά νεκροταφείου, της έξω πλέον των τειχών περιοχής της Κοίλης.
ΧVIII. Θησείο Γενικά Στοιχεία
Τ
ο Θησείο είναι μια μικρή συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται ΒΔ του ιερού βράχου της Ακρόπολης, μεταξύ της συνοικίας των Πετραλώνων (Νοτιοδυτικά), του Αστεροσκοπείου (νότια), του Κεραμεικού (δυτικά), του Ψυρρή (βόρεια) και δυτικά από το Μοναστηράκι. Πήρε το όνομα του από τον παρακείμενο Ναό του Ηφαίστου, γνωστό και ως “Θησείο”, λόγω της παλιάς, σήμερα αναθεωρημένης, απόδοσης του ναού στον Θησέα. Παρότι ο αρχαίος ναός ήταν αφιερωμένος στον θεό Ήφαιστο, οι περισσότερες ανάγλυφες παραστάσεις της μετώπης αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά και ήρωα της Αθήνας. Κάθε δρόμος του, κάθε μνημείο και κάθε κτίριο του Θησείου κουβαλάει μια ολόκληρη ιστορία. Μια ιστορία που ξεκινάει χιλιάδες χρόνια πριν, από τον Δήμο Μελίτης, έναν από τους δήμους που αποτελούσαν την αρχαία Αθήνα. Αναφορές για την περιοχή υπάρχουν από την αρχαιότητα, καθώς ανήκε πάντα στο κέντρο της αρχαίας πόλης των Αθηνών. Ακόμη, την 1η Δεκεμβρίου 1834 έγινε στη περιοχή του Κεραμεικού (συμβολή Ερμού και Πειραιώς) η επίσημη υποδοχή του βασιλιά Όθωνα στην Αθήνα, με πομπή που κατέληξε στον ναό του Αγίου Γεωργίου (πρόκειται για τον Ναό του Ηφαίστου που είχε μετατραπεί σε χριστιανικό ναό) προκειμένου να παραστεί ο νέος Βασιλεύς στη γενόμενη δοξολογία επί «τη αφίξει» του.
Ένας από τους πιο ιστορικούς και γραφικούς δρόμους της περιοχής είναι η Ηρακλειδών. Η οδός αναφέρεται σε διάφορα κείμενα ήδη από το 1778. Σε αυτά διαβάζουμε ότι τμήμα των τειχών της Αθήνας που χτίστηκε πάνω στο αρχαίο τείχος του Θεμιστοκλή, έφτανε στον Άρειο Πάγο και μετά διέσχιζε την οδό Ηρακλειδών, όπου βρισκόταν οχυρός πύργος και η πόρτα του Μανδραβίλη ή Δράκου. Από εκεί άρχιζε ο δρόμος της Κούλουρης, που έφτανε ως τον Πέραμα. Λείψανα του τείχους αυτού βρίσκονται ακόμα στον σημερινό πεζόδρομο. Πεζόδρομος με θαυμάσια νεοκλασικά είναι και η οδός Επταχάλκου. Εκεί, στην κορυφή ενός βράχου, βρίσκεται και το γραφικό μεταβυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου Κουρκούρη, που πήρε το όνομά του από την οικογένεια των κτητόρων του. Και αυτό, όπως πολλές άλλες εκκλησίες της Αθήνας, χτίστηκε πάνω στη θέση όπου παλαιότερα υπήρχε αρχαίος ναός, αφιερωμένος στο μυθικό ήρωα της Αττικής Χαλκώδοντα. Στην περιοχή του Θησείου υφίστανται οι δύο εβραϊκές Συναγωγές της Αθήνας, το Μουσείο Μπενάκη (αραβικής τέχνης), που στεγάζεται στην “Οικία Ευταξία”, το Μουσείο Μακρονήσου, το Μουσείο Ηρακλειδών, το Ωδείο Athenaeum (μουσικός πολυχώρος) αφιερωμένος στη Μαρία Κάλλας, καθώς και ο ιστορικός ναός των Αγίων Ασωμάτων στην ομώνυμη πλατεία. Σήμερα η περιοχή του Θησείου αποτελεί γνωστό νυχτερινό στέκι και είναι κατάμεστη από καφενεία, εστιατόρια και μπάρ.
| Η Πόλη των Λόφων |
040
Η περιοχή του Θησείου, στα τέλη του 19ου αιώνα. Διακρίνονται στο βάθος το Ωδείο του Ηρώη του Αττικού, τα Προπύλαια του ιερού βράχου και ο Παρθενώνας. Μαζί με τον Αγοραίο Κολωνό και τα Πετράλωνα, φιλοξενούσαν χαμόσπιτα, πηγάδια και στάνες, καθώς χρειαστήκαν αρκετές δεκαετίες για να αποκτήσει η Αθήνα τον αέρα της πρωτεύουσας.
Η σημερινή συνοικία του Θησείου σφύζει από ζωή, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, και αποτελεί μια από τις πιο γραφικές περιοχές του ιστορικού κέντρου της πόλης.
ΧΙΧ. Αναφιώτικα Γενικά Στοιχεία
Η
ανέγερση της “αυθαίρετης” συνοικίας των Αναφιώτικων στη βόρεια πλαγιά του βράχου της Ακρόπολης, ξεκίνησε περί τα μέσα του 19ου αιώνα, με δύο μικρά σπιτάκια πίσω από τον Άγιο Νικόλαο τον Ραγκαβά, από δύο Αναφιώτες, τους οποίους ακολούθησαν άλλοι Κυκλαδίτες μάστορες (μαρμαράδες, λιθοξόοι, ξυλουργοί, κτίστες κ.τ.λ.), που με τη σειρά τους είχαν μεταναστεύσει στην Αθήνα και εργάζονταν στην ανοικοδόμηση των Παλαιών Ανακτόρων, αλλά και της υπόλοιπης πρωτεύουσας.
Η περιοχή κάτω από την Ακρόπολη ονομάζονται επί Τουρκοκρατίας Μαύρες Πέτρες. Στα αρχαία χρόνια δεν επιτρέπονταν η κατοίκηση εκεί εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου των Δελφών. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο εγκαταστάθηκαν εκεί Αθηναίοι για να προστατευτούν. Αν και προεπαναστατικά κατοικούνταν από δούλους από την Αίγυπτο, μετά την απελευθέρωση απαγορεύθηκε και πάλι η ανοικοδόμηση λόγω αρχαιολογικών ανασκαφών. Ως πρώτοι οικιστές αναφέρονται ένας ξυλουργός (Γ. Δαμίγος) και ένας κτίστης (Μ. Σιγάλας) από την Ανάφη και λέγεται ότι ο ένας βοήθησε να κτιστεί το σπίτι του άλλου στον ίδιο χώρο. Τα σπίτια τους ήταν μικρά, χωρίς πολυτέλειες, και θύμιζαν φυσικά τον κυκλαδίτικο αέρα της πατρίδας τους. Το παράδειγμα ακολούθησαν αργότερα κι άλλοι συμπατριώτες τους, οικοδομώντας με τη σειρά τους τα σπίτια τους εκεί, λαθραία μεν αλλά με την ανοχή προφανώς των αρχών, κυρίως κατά την περίοδο της έξωσης του Όθωνα και της μεσοβασιλείας.
Παράλληλα, οι δύο ημιερειπωμένες παλιές εκκλησούλες της περιοχής, ο Άγιος Γεώργιος του Βράχου και ο Άγιος Συμεών, αναστηλώθηκαν, διασκευάστηκαν και απέκτησαν νεόκτιστα καμπαναριά (ο δεύτερος το 1847). Τα μικρά σπιτάκια της περιοχής αποτελούν, κατά τον Κ. Μπίρη, αρχιτεκτονικό δείγμα “απλού δομικού αισθήματος και ευφυούς εξοικονομήσεως αναγκών”. Με τις επίπεδες στέγες τους, ενωμένα το ένα με το άλλο “ως κοπάδιον λευκών αμνάδων” (Α. Μωραϊτίδης), σε συνδυασμό με τη ρυμοτομία των στενών ανηφορικών δρομίσκων και τα λαξευμένα σκαλιά (βοηθούντος και του εδάφους), συνθέτουν μιαν απροσδόκητη “νησιώτικη” εικόνα στο άκρο της νεοκλασικής Πλάκας. Η οίκηση παρέμεινε σχεδόν αμιγής μέχρι το 1922, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες και έκτοτε η σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε σημαντικά. Περί το 1950, ένα τμήμα της συνοικίας κατεδαφίστηκε στο πλαίσιο αρχαιολογικών ανασκαφών, ενώ στα 1970 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες απαλλοτριώσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού. Σήμερα εναπομένουν περί τα 45 σπίτια, που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι οφιοειδείς οδοί της περιοχής που οριοθετείται μεταξύ της οδού Στράτωνος και του βράχου της Ακρόπολης, εξακολουθούν να παραμένουν ανώνυμοι και οι οικίσκοι αριθμούνται ως "Αναφιώτικα 1", “Αναφιώτικα 2" κ.τ.λ.
| Η Πόλη των Λόφων |
042
Άποψη της Αθήνας από τον οικισμό των Αναφιώτικων. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται το Μνημείο του Λυσικράτους, το οποίο μας “οδηγεί” στην Πύλη του Αδριανού. Στο βάθος διακρίνονται οι στήλοι του Ολυμπίου Διός, ο Ιλισσός ποταμός και το Καλλιμάρμαρο. Χαρακτηριστικό είναι το αρχαίο πρόπυλο της Αγίας Αικατερίνης, το οποίο ήταν θαμένο κάτω από τη πλατεία, εν έτη 1907.
Τα Αναφιώτικα δείχνουν ξεχασμένα από το χρόνο, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη παραδοσιακή συνοικία της πρωτεύουσας. Πολλά σπίτια όμως από τα διατηρητέα, καθώς και οι δρόμοι στα ενδότερα, δεν βρίσκονται σε τόσο γραφική κατάσταση.
ΧΧ. Πλάκα Γενικά Στοιχεία
Η
Πλάκα αποτελεί μια συνοικία στο κέντρο της Αθήνας και βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης. Συνορεύει νότια με την συνοικία Μακρυγιάννη και τα Αναφιώτικα, ανατολικά με την περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός και του Ζαππείου, βόρεια με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και δυτικά με το Μοναστηράκι. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από μνημεία όλων των εποχών που δείχνουν ότι εδώ χτυπάει η καρδιά της πόλης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: μικρές εκκλησίες, ένα τζαμί, χαμάμ και το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, χωρίς να λείπει και η ρωμαϊκή αγορά, συνθέτουν το πολιτιστικό μωσαϊκό της πόλης.
Μεταπολεμικά, τα κτίσματα της Πλάκας κρίθηκαν διατηρητέα στο σύνολο τους, με αποτέλεσμα η Πλάκα να αποτελεί τη μοναδική συνοικία της Αθήνας που σε τέτοια έκταση μπορεί κάποιος να δει την πόλη όπως ήταν πριν από εκατό και πλέον χρόνια. Στην περιοχή λειτουργούν μουσεία, ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες και καταστήματα με τουριστικά είδη, ενώ σώζονται κτίρια διάσημων πολιτών της παλιάς Αθήνας. Η Πλάκα αναφέρεται πολλές φορές στην ελληνική λογοτεχνία ως, η γειτονιά των Θεών, και αυτό γιατί πάνω από αυτή δεσπόζει ο ιερός βράχος της Ακρόπολης και των θεών. Η Πλάκα ήταν χώρος της εργατικής τάξης και πολλές ελληνικές ταινίες των αρχών της δεκαετίας του ΄50 και ΄60 έχουν γυριστεί εδώ, όταν τα σπίτια της δεν είχαν ανακαινισθεί και οι περισσότεροι δρόμοι της ήταν απλά χωματόδρομοι. Μια από τις πιο διάσημες ελληνικές ταινίες η "Στέλλα" με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα γυρίστηκε στο σπίτι την οδού Πολυγνώτου. Άλλες ταινίες που γυρίστηκαν εδώ ήταν οι Φτωχοδιάβολοι του Τζων Κρίστιαν με τον Θανάση Βέγγο, Μαλούχο και άλλους, η Μαγική Πόλη του Νίκου Κούνδουρου με τον Γιώργο Φούντα, το Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ του Ροβηρου Μανθούλη και άλλες πολλές.
Σε αυτή τη συνοικία οι Αθηναίοι πήγαιναν και έπιναν Ρετσίνα βαρελίσια από τα Μεσόγεια και το Μαρκόπουλο συντροφιά με λίγο μεζέ και μια κιθάρα. Σε κάθε μικρή πλακιώτικη ταβέρνα πάντα κάποιος μπορούσε να παίξει μια καντάδα και άλλα τραγούδια του κρασιού και της παρέας. Η Πλάκα ήταν παραδοσιακά το πιο σημαντικό μέρος κατά τη διάρκεια της Ελληνικής αποκριάς. Χιλιάδες Αθηναίοι μεταμφιεσμένοι γυρνούσαν πάνω και κάτω από τους δρόμους της Πλάκας ρίχνοντας σερπαντίνες και κομφετί. Αυτή η παράδοση εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα. Η Πλάκα του '60 έγινε ο τόπος γέννησης του ελληνικού νέου κύματος. Στις μικρές μπουάτ της Πλάκας όπως τις Εσπερίδες του Γιάννη Αργύρη και την Απανεμιά του Γιώργου Ζωγράφου πολλοί Έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές, δημιούργησαν το νέο αυτό στυλ της ελληνικής μουσικής εμπνευσμένοι από το μουσικό ρεύμα του '60 στη Γαλλία και την Ιταλία. Τις μπουάτ της οδού θόλου ακολούθησε ο Σκορπιός και ο Ζυγός στην Κυδαθηναίων. Σήμερα υπάρχει μόνο η Απανεμιά και ο Ζυγός. Για τους Ροκάδες υπήρχαν το Φόλκ 17 (όπου 9 στις 10 φορές έκανε μπλόκο η αστυνομία της χούντας και αν είχες μακριά μαλλιά κατέληγες στο αστυνομικό τμήμα της Πλάκας) και το Χρυσό Κλειδί στην οδό Πανός. Ο περιπατητής μεταξύ άλλων μπορεί να επισκεφτεί το μουσείο Κανελλόπουλου, κάτω από τη βόρεια πλαγιά της ακρόπολης στην οδό Θεωρίας, το Παιδικό Μουσείο και το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων Υπάρχουν επίσης σπουδαία αρχαιολογικά μνημεία, όπως το μνημείο του Λυσικράτη, η ελληνική και η Ρωμαϊκή Αγορά, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού και πολλά ρωμαϊκά μνημεία που έκτισε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, τη Στοά του Αττάλου, που φιλοξενεί μια μεγάλη συλλογή διαφόρων αντικειμένων στην περιοχή της Αρχαίας Αγοράς. Στη ΒΑ πλαγιά της Ακρόπολης στην οδό Θόλου, βρίσκεται το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, το οποίο ιδρύθηκε το 1837 αμέσως μετά την ελληνική ανεξαρτησία.
| Η Πόλη των Λόφων |
044
Ένας από τους πολλούς χαρακτηριστικούς δρόμους - στενά της Πλάκας με τις μονοκατοικίες του προηγούμενου αιώνα, τις μικρές αυλές τους, το κεραμίδι και την παραδοσιακή αθηναίικη τεχνοτροπία τους. Εκείνη η περίοδος θεωρείται το αποκορύφωμα της αστικής αρχιτεκτονικής, σε αισθητικό και λειτουργικό επίπεδο, ένα άγνωστο φαινόμενο για τα δεδομένα του παρακμάζοντος εκλεκτικισμού των περισσότερων ευρωπαϊκών πόλεων.
ΧXI. Εθνικός Κήπος Γενικά Στοιχεία
Ο
Εθνικός Κήπος αποτελεί πάρκο έκτασης 15,5 εκταρίων στο κέντρο της Αθήνας και προσθέτοντας τον κήπο του Ζαππείου με έκταση 13 εκταρίων το πάρκο έχει έκταση 28,5 εκταρίων (285 στρέμματα). Το πάρκο βρίσκεται δίπλα από τη Βουλή των Ελλήνων και εκτείνεται προς τα νότια, όπου βρίσκεται το Ζάππειο μέγαρο απέναντι από το Παναθηναϊκό στάδιο. Ο κήπος φιλοξενεί ακόμα αρχαία ερείπια, κίονες, μωσαϊκά κτλ. Στο νοτιοανατολικό του άκρο βρίσκονται οι προτομές του Ιωάννη Καποδίστρια και του μεγάλου Φιλλέληνα Εϋνάρδου, ενώ στο νότιο του άκρο βρίσκεται η προτομή του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ο Χένρυ Μίλλερ (Henry Miller) έγραψε για τον Εθνικό Κήπο το 1939: "Το πάρκο παραμένει στην μνήμη μου όσο κανένα άλλο πάρκο που έχω επισκεφτεί στη ζωή μου. Η πεμπτουσία ενός πάρκου είναι όπως όταν κάποιος κοιτά ένα πίνακα ή ονειρεύεται, να βρίσκεται σε έναν τόπο που όμως δεν μπορεί όμως ποτέ να πάει."
Ο βασιλικός κήπος οριοθετήθηκε το 1836 από τον Friedrich von Gaertner, τον αρχιτέκτονα των ανακτόρων, σε μια έκταση 500 περίπου στρεμμάτων. Επειδή η έκταση αυτή απέκοπτε τον δρόμο Αθήνας - Αμαρουσίου (Κηφισιάς), το σχέδιο αυτό αναθεωρήθηκε το 1839 από τον Hoch, διευθύνοντα μηχανικό της οικοδομής των ανακτόρων. Τις πρώτες φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Βαυαρός γεωπόνος Smarat, όπου φυτεύτηκαν 15000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μετέφερε από το Σούνιο και την Εύβοια ο Πρώσος γεωπόνος Friedrich Schmidt, βοηθός του Smarat. Ο κήπος συνέχισε να επεκτείνεται, και για το σκοπό αυτό προσκλήθηκε ο Γάλλος κηποτέχνης François Louis Bareaud, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854. Τον Bareaud διαδέχθηκε ο Friedrich Schmidt, ο οποίος διηύθυνε τον κήπο επί 30 χρόνια, φέρνοντας από το εξωτερικό πολλά φυτά, κατάλληλα για το κλίμα της Αττικής, συμπληρώνοντας έτσι τη φύτευση του κήπου μέχρι τα σημερινά του όρια.
Ο κήπος μετονόμαστηκε σε Εθνικό το 1927 κατά την περίοδο της αβασίλευτης δημοκρατίας. Η κύρια είσοδος του πάρκου είναι από την Λεωφόρο Αμαλίας, οδός που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της, αφού αυτή οραματίστηκε τον κήπο. Υπάρχουν άλλες έξι είσοδοι: μία από την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, τρεις από την οδό Ηρώδου Αττικού και δύο από την περιοχή τού Ζαππείου πάρκου. Σε έκταση 510 τ.μ., στις βορειοανατολικές παρυφές του Εθνικού Κήπου κοντά στη οδό Ηρώδου Αττικού, η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως τη συνέχεια του μεγάλου οικοδομικού συγκροτήματος, του νεκροταφείου και του μεγάλου αποχετευτικού αγωγού, που είχε αποκαλυφθεί στην παρακείμενη ανασκαφή το 1982-1983, η οποία διενεργήθηκε από τη Γ' Εφορία κατά την κατασκευή του νέου κτιρίου της Προεδρικής Φρουράς. Την αρχαιότερη αρχαιολογική μαρτυρία στο χώρο δίνει τμήμα του Πεισιστράτειου υδραγωγείου, που εντοπίστηκε κάτω από τα δάπεδα του ρωμαϊκού κτιρίου και κάτω από τους τάφους. Από το πρώτο τμήμα του που ερευνήθηκε, σώζονται σε λαξευτό όρυγμα επτά πήλινα κυλινδρικά στοιχεία με γραπτές ερυθρές ταινίες. Από το δεύτερο τμήμα διατηρήθηκε μόνο το λαξευτό όρυγμα, που βρέθηκε παραβιασμένο από μεταγενέστερους. Προσεκτική εξέταση της μορφής των στελεχών και σωματογραφική έρευνα έδειξαν ότι το υδραγωγείο χρονολογείται στον ύστερο 6οαι. π.Χ. Στους ύστερους κλασικούς, ελληνιστικούς και πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, ο χώρος καταλαμβάνεται από νεκροταφείο [1]. Τμήμα της οδού προς τα Μεσόγεια αλλά και του παρόδιου νεκροταφείου της, που ξεκίνησε από τα πρωτογεωμετρικά χρόνια, αναπτύχθηκε εκ νέου τον 4ο αι. π.Χ. και επέζησε μέχρι τον 2ο αι. μ.Χ., είχαν ανακαλυφθεί στην όμορη ανασκαφή της Προεδρικής Φρουράς. ...συνεχίζεται >
1.
Στο φρέαρ του Εθνικού Κήπου ερευνήθηκαν 35 τάφοι, που ανήκουν στους γνωστούς τύπους, λαξευτά ορύγματα, κάλπες, κτιστοί κιβωτιόσχημοι και κεραμοσκεπείς τάφοι. Οι περισσότεροι ήταν συλημένοι και παραβιασμένοι από τα δωμάτια του ρωμαϊκού κτιρίου. Από την κατασκευή τους και από κτερίσματα που διασώθηκαν σε ορισμένους (μυροδοχεία, κάτοπτρα και νομίσματα) μπορούν να χρονολογηθούν στον 1ο αι. π.Χ.-1ο αι. μ.Χ. Oι τάφοι του 4ου-2ου αι. π.Χ. είναι ελάχιστοι, όμως θεωρείται σίγουρη η ύπαρξη οργανωμένου νεκροταφείου αυτής της περιόδου, λόγω της χρήσης πολυάριθμων υστεροκλασικών και ελληνιστικών επιτύμβιων μελών στα τοιχώματα των μεταγενέστερων τάφων. | Η Πόλη των Λόφων |
046
Η κύρια, όπως θεωρείται, είσοδος του Εθνικού Κήπου, από την Λεωφόρο Αμαλίας. Τα ιδιαίτερα στοιχεία και σημεία αναφοράς της εισόδου: το ηλιακό μαρμάρινο ρολόι και οι πανύψηλοι εν σειρά φοίνικες. Ο κήπος τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί έναν από τους ελάχιστους πνεύμονες πρασίνου στην πρωτεύουσα.
ΧXI. Εθνικός Κήπος Γενικά Στοιχεία
Κ
ατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., πάνω στο προαναφερθέν νεκροταφείο του κήπου, θεμελιώνεται μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα, η πρώτη φάση του οποίου δε διασώθηκε στην ανασκαφή. Στο βορειοδυτικό και κεντρικό τμήμα της ανασκαφής αποκαλύφθηκε πυκνότατο δίκτυο 27 αγωγών, 5 φρεατίων και 2 πηγαδιών. Μεταξύ των αγωγών ξεχωρίζει για το μέγεθος και την κατασκευή του ο μεγάλος λίθινος πρώιμος ρωμαϊκός αγωγός μήκους 26μ., με συμπαγή θολωτή οροφή και τα κτιστά τοιχώματα, ίδιος με αυτόν που αποκαλύφθηκε στη λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας και σε πολλά σημεία της Αθήνας και αποτελούσε τμήμα κεντρικού αποχετευτικού δικτύου.
Από τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής και ιδιαίτερα από τα γλυπτά, που κυρίως αποτελούν επιτύμβια μνημεία υστεροκλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, ξεχωρίζει ένα χάλκινο κεφάλι αυστηρού ρυθμού, έργο σπουδαίου γλύπτη. Το κεφάλι σε δεύτερη φάση ενσωματώθηκε και στερεώθηκε με μολύβι σε μεγάλο, αδρά κατεργασμένο ογκόλιθο, που βρέθηκε μέσα σε βαθύ λαξευτό όρυγμα γεμάτο με νερό. Η διατήρηση ενός τόσο μεγάλου όγκου πρασίνου στο κέντρο της Αθήνας απαιτούσε και την ύπαρξη άφθονου νερού. Το 1860 ο Σμιτ ανακάλυψε στο υπέδαφος ένα αρχαίο υδραγωγείο, το οποίο σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες του Α.Τραυλού, ήταν έργο του Πεισίστρατου και χρονολογείται τον 6ο αι. π.Χ. και χρησιμοποίησε το νερό του για το πότισμα του Κήπου. Ακόμη, από το 1875 χρησιμοποιήθηκε και το νερό του παλαιού υδραγωγείου “Τσακουμάκου”, το οποίο είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μετέφερε τα νερά πηγής κοντά στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο [1].
1.
Η έμπνευση για τη δημιουργία του Εθνικού Κήπου οφείλεται στον βασιλιά Λουδοβίκο, πατέρα του Όθωνα. Ο Δημήτριος Σκουζές αναφέρει πως όταν ο Λουδοβίκος ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1835 είπε στον στρατηγό Σκαρλάτο-Σούτσο ότι η Αθήνα έχει ανάγκη από πολλά δένδρα. Ωστόσο, δεν αρκέστηκε μόνο στις υποδείξεις, αλλά φρόντισε και έγιναν, υπό την επίβλεψή του, τα σχέδια του πρώτου Βασιλικού Κήπου, με βάση το σχέδιο στο Μοναχό, δηλαδή με περισσότερα δένδρα και φυτά. Η απόφαση για τη θέση του Κήπου πάρθηκε λαμβάνοντας υπ' όψιν διάφορους παράγοντες όπως την παρουσία νερού και τη μορφολογία του εδάφους. Η θέση που τελικά επιλέχτηκε ήταν δίπλα στα ανάκτορα του βασιλιά. Αρχικά, ο Εθνικός Κήπος σχεδιάστηκε το 1836 από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Φρειδερίκο Γκέρτνερ, ο οποίος είχε σχεδιάσει και τα ανάκτορά του Όθωνα, τη σημερινή Βουλή, σε μία έκταση 500 περίπου στρεμμάτων και σε ημικύκλιο σχήμα με τη βάση προς τη δύση, παράλληλα με την αντίστοιχη πλευρά του μεγάρου το οποίο περιέβαλλε καταλήγοντας σε δύο επιμήκη ορθογώνια. Επειδή, όμως, σύμφωνα με το σχέδιο αυτό η έκταση του κήπου θα απέκλειε το δρόμο Αθήνας-Αμαρουσίου-Κηφισιάς, που λειτουργούσε από την αρχαιότητα, το 1839 ο μηχανικός Χοχ συνέταξε νέο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο περιοριζόταν η έκτασή του. Η διαμόρφωση του κήπου, η οποία περιλάμβανε την επιλογή των φυτών που θα τον κοσμούσαν καθώς και τη φύτευσή τους, ανατέθηκε στον Βαυαρό γεωπόνο Σμάρατ, απεσταλμένο του Λουδοβίκο, ο οποίος κατέβαλε και τη δαπάνη αναθέτοντας του και την κατασκευή θερμοκηπίου, άγνωστο στη μεταχριστιανική Ελλάδα. Οι εργασίες έγιναν σταδιακά και τμηματικά, καθώς έπρεπε να προηγηθεί η απαλλοτρίωση ορισμένων ιδιοκτησιών και να γίνουν τεχνικές εργασίες αποκατάστασης, όπως απομάκρυνση βράχων, ισοπεδώσεις, επιχωματώσεις, κ.ά.
Ωστόσο, γύρω στο 1927 ο Κήπος κινδύνευσε από ξηρασία, καθώς τα τρία τέταρτα το νερού των υδραγωγείων το έπαιρναν παράνομα ιδιώτες. Οι παράνομες υδροληψίες σταμάτησαν έπειτα από συστηματικές προσπάθειες και παράλληλα, διοχετεύτηκαν στον Κήπο τα νερά ενός άλλου αρχαίου υδραγωγείου, που ακολουθούσε την αριστερή όχθη του Ιλισού και το οποίο όμως καταστράφηκε στη διάρκεια της Κατοχής.
| Η Πόλη των Λόφων |
048
Νέα Ανάκτορα Πλατεία Συντάγματος
[1]
[4] [6] [3]
[5] Ηλιακό Ρολόι
[4]
[4]
[5]
[5]
[3] Ζάππειον Μέγαρον
Αιγέως Πύλαι
[2]
Σε όλη την έκταση του κήπου μπορεί κανείς να διακρίνει υπολείμματα και αρχιτεκτονικά μέλη διαφόρων περιόδων, από την ελληνιστική μέχρι και την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Τα μαρμάρινα λείψανα αντιστοιχούν στη σημείωση [5] του διπλανού χάρτη.
Κατά την αρχαιότητα, στην περιοχή του Εθνικού Κήπου, του Ζαππείου και της Πλατείας Συντάγματος παρατηρείται μεγάλη δραστηριότητα. Τα σημαντικότερα ορατά μνημεία και λείψανα είναι το Βαλανείο του Ζαππείου [1], το Βαλανείο του Εθνικού Κήπου [2], τμήμα του Αδριάνειου Τείχους [3], ίχνη βυζαντινών [4] και ρωμαϊκών οικιών [5] και το αρδρευτικό σύστημα που ποτίζει ακόμα το πάρκο και προέρχεται από το Πεισιστράτειο Υδραγωγείο [6].
ΧXII. Μετς Γενικά Στοιχεία
Τ
ο Μετς είναι ανατολική συνοικία της Αθήνας που βρίσκεται απέναντι από το Ζάππειο επί του λόφου Λογγίνου, που αποτελεί νότια συνέχεια του λόφου Αρδηττού. Πρόκειται για την περιοχή που ορίζεται από το λόφο του Αρδηττού και το κομμάτι της κοίτης του Ιλισσού που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα εκεί όπου βρίσκεται η εκκλησία της Α. Φωτεινής. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας η περιοχή ήταν ακατοίκητη και στα ψηλά σημεία της στον Αρδηττό επάνω, υπήρχαν οι ανεμόμυλοι του Γεωργάκη, που τροφοδοτούσαν με αλεύρι την περιοχή της Αθήνας. Στη διάρκεια της Επανάστασης και της πολιορκίας της Ακρόπολης οι Τούρκοι αξιοποίησαν τους μύλους - αναγκασμένοι όμως να τους φρουρούν με 80 έως 100 στρατιώτες τον καθένα. Ο τελευταίος από τους μύλους, που είχε σωθεί σε αρκετά καλή κατάσταση μέχρι τις μέρες μας, κατεδαφίστηκε το 1986. Τα νοητά όρια του παλιού Μετς αποτελούσε το πολεοδομικό τετράγωνο που δημιουργείται από τις λεωφόρους Αρδηττού και Βουλιαγμένης, και τις οδούς Νικηφόρου Θεοτόκη και Τριβωνιανού. Πρόκειται για τη συνοικία που εκτείνεται προ του Α΄ Νεκροταφείου. Το νοτιότερο άκρο της συνοικίας Μετς, προς την οδό Βουλιαγμένης, που εκτείνεται σε μικρότερο λόφο, παλαιότερα αποτελούσε μικρότερη συνοικία που λεγόταν “Πετρίτσι”. Στη συνοικία Μετς παλαιότερα υπήρχαν επαύλεις που κάποιες διατηρούνται ακόμη στο βόρειο τμήμα. Επί του λόφου Λογγίνου έχει διαμορφωθεί σήμερα ένα ωραίο πάρκο αναψυχής. Ενορία της συνοικίας αυτής είναι ο Ι.Ν. της Αγίας Φωτεινής παρά τον Ιλισσό ποταμό, στη γέφυρα της Καλλιρρόης. Πολλοί θεωρούν ότι στο Μετς ανήκουν και οι περιοχές πίσω από το Καλλιμάρμαρο Στάδιο. Η περιοχή του Μετς κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ακατοίκητη και μέχρι τα τέλη του 1880 αραιοκατοικημένη. Την περιοχή πρωτοκατοίκησαν νησιώτες Κυκλαδίτες από την Τζιά, οπότε και ξεκίνησε η οικιστική της ανασυγκρότηση. Οι πρώτες κατοικίες συνίστατο σε μικρά νεοκλασικά κτίρια. Στα όρια της συνοικίας ακόμη διήρχετο ο ποταμός Ιλισσός.
Η συνοικία όφειλε την ονομασία της σε μια μπιραρία της εποχής του εργοστασιάρχη ζυθοποιού Καρόλου Φίξ, η οποία ήταν κτισμένη ανισοεπίπεδα στην πλαγιά του Αρδηττού το 1883. Η μπιραρία ονομαζόταν «Μετς» και πρόσφερε μπίρα η οποία παρήγετο στο εργοστάσιο του Φίξ. Η μπιραρία με την σειρά της είχε ονοματοδοτηθεί Μετς όπως προαναφέραμε, από την ομώνυμη γαλλική πόλη Μετς, στην οποία είχε διεξαχθεί η ιστορική μάχη του γαλλοπρωσικού πολέμου. Η συνοικία μέχρι και το πέρας του 19ου αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή και αποτέλεσε καταφύγιο της ακμάζουσας κοινωνικοοικονομικής τάξης των Αθηνών. Από τις αρχές του 20-ου αιώνα όμως απώλεσε το κύρος της και μεταλλάχθηκε σε καταφύγιο παράνομων ερωτικών ζευγαριών. Την περίοδο αυτή εξάλλου η συνοικία πήρε και το παρανόμι “Παντρεμενάδικα” από τις πρόχειρες ξύλινες παράγκες που είχαν κατασκευαστεί για να συνευρίσκονται τα παράνομα ερωτικά ζευγάρια, αλλά και πλήθος νυχτερινών μαγαζιών ΄Β διαλογής. Πρώτα εμφανίζεται εκεί το “Αντρο των Νυμφών”, ακολουθούν ο “Κήπος των Ιλισσιάδων Μουσών”, ο “Κήπος των Χαρίτων”, καθώς και άλλα μικρά καφέ θέατρα, που καλούσαν ξένες καλλιτέχνιδες και λειτουργούσαν σε αυτούς τους χώρους. Έτσι δημιουργείται η περιοχή των “παριλισσίων θεάτρων”, που τις Κυριακές συγκέντρωνε οικογένειες από διάφορες περιοχές της Αθήνας. Ταυτόχρονα άλλα κέντρα, λιγότερο οικογενειακά, δίνουν το όνομά της σε αυτή την περιοχή - που βαφτίζεται “Παντρεμενάδικα”. Σιγά σιγά, καθώς η πόλη απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, η γειτονιά αρχίζει να πυκνοκατοικείται. Μικρά νεοκλασικά σπίτια καλύπτουν κυρίως τις πλαγιές του λόφου, δημιουργώντας έτσι μια από τις ακραίες αθηναϊκές γειτονιές όπου εμφανίζεται ο αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός - στα τέλη πια του ΙΘ' αιώνα. Με απόφαση όμως του Δημοτικού Συμβουλίου η περιοχή του “Μετς - παντρεμενάδικα” μετονομάστηκε σε “Μετς - Αρδηττός”. ...συνεχίζεται >
| Η Πόλη των Λόφων |
050
Η περιοχή του Μετς (βλ. τοποθεσία λήψης) και νότιο τμήμα πόλεως στα τέλη του 18ου αιώνα. Στον λόφο εκείνα τα χρόνια τα μόνα κτίσματα που υπήρχαν ήταν ανεμόμυλοι. Η λήψη πιθανόν είναι από την κορυφή του δυτικού τμήματος του λόφου του Αρδηττού, λίγο πριν συμβολή των λεωφόρων Βουλιαγμένης και Καλλιρόης. Λόγω της “ασπρόμαυρης” οπτικής της φωτογραφίας, είναι διασδιάκριτος ο Ιλισσός ποταμός (στο μέσο της εικόνας, μπροστά από τον μύλο). Ο “άξονας” (δρόμος) που κατευθύνεται προς το ωδείο Ηρώδου Αττικού είναι η Ροβέρτου Γκάλλι, αφού η Διονυσίου Αεροπαγίτου διαμορφώθηκε πολλές δεκαετίες αργότερα.
Αθήνα 5000-1200 π.Χ. Προϊστορική Περίοδος
Η
πόλη της Αθήνας βρίσκεται σε μια μοναδική γεωγραφική θέση και είναι ιδιαίτερα ευνοημένη από την φύση. Η Ακρόπολη και οι γύρω της μικροί λόφοι βρίσκονται στο κέντρο μιας μικρής πεδιάδας, του Λεκανοπέδιου, η οποία περιβάλλεται από βουνά που ανάμεσά τους αφήνουν διόδους προς τα βόρεια και τα δυτικά, ενώ προς τα νότια υπάρχει η θάλασσα, ο Σαρωνικός Κόλπος. Η Ακρόπολη έχει το φυσικό προνόμιο να διαθέτει φυσικές πηγές πόσιμου και καθαρού νερού και είναι η ίδια ένα ιδανικό φυσικό φρούριο. Ο Υμηττός, στα ανατολικά και στα νότια, η Πεντέλη στα βορειοανατολικά, η υψηλότερη Πάρνηθα στα βόρεια και το Αιγάλεω στα δυτικά περιφρουρούν την σχετική απομόνωση της Αθήνας και ολόκληρης της Αττικής και αφήνουν μόνη διέξοδο επικοινωνίας τη θάλασσα. Επίσης προσφέρουν πολλά αγαθά, όπως πολύ καλής ποιότητας μάρμαρο, δέντρα για οικοδόμηση, μέλι και άλλα προϊόντα της άγριας φύσης και συμβάλλουν στην δημιουργία 3-4 χειμάρρων με συνεχή, αν και όχι σταθερή, ροή νερού όλο το χρόνο. Οι σημαντικότεροι και πιο γνωστοί χείμαρροι είναι ο Κηφισός και ο Ιλισός, αλλά συχνά αναφέρονται και οι λιγότερο σημαντικοί Ηριδανός και Κυκλόβορος.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένης κοινωνίας και σημαντικών επιτευγμάτων ήδη από την Προϊστορική περίοδο. Πολύ νωρίς, αποδεδειγμένα από την 5η π.Χ. χιλιετία, ήρθε η εγκατάσταση του ανθρώπου στην περιοχή της σημερινής πόλης και της Αττικής. Τα ίχνη των πρώτων εγκαταστάσεων έχουν βρεθεί επάνω, αλλά και στην περίμετρο της Ακρόπολης. Η νεολιθική εγκατάσταση στην Ακρόπολη είναι ταυτόσημη με τις υπόλοιπες της Αττικής, όπως της Ραφήνας, του Μαραθώνα, των Σπάτων, του Θορικού, της Βραυρώνας και αλλού. Στην περίοδο της εποχής του Χαλκού συνεχίζεται η αποίκηση της Ακρόπολης και των περιοχών γύρω της. Οι κάτοικοι αυτών των εποχών δεν είναι ελληνόφωνοι και αναφέρονται συλλήβδην με το μυθολογικό όνομα Πελασγοί.
1.
Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. εμφανίζονται και εγκαθίστανται στην περιοχή τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα. Πρόκειται για αυτούς που στους μετέπειτα ιστορικούς χρόνους γνωρίζουμε ως Ίωνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μάλλον σχετικά ειρηνικά στην περιοχή και συγχωνεύτηκαν με τους προηγούμενους κατοίκους, που οι τοπικές παραδόσεις αποκαλούν Πελασγούς. Κατάλοιπα της γλώσσας αυτών των παλιών μη ελληνοφώνων κατοίκων της περιοχής έχουμε σε πολλά τοπωνύμια της Αττικής και σε αρκετές άλλες λέξεις. [1] Εξαιτίας της οικιστικής δραστηριότητας στο πέρας των αιώνων στις τοποθεσίες όπου βρέθηκαν ίχνη των πρώτων οικισμών, όπως η Ακρόπολη, η Αγορά και το Ολυμπίειο, τα περισσότερα ευρήματα που θα βοηθούσαν στον σχηματισμό σαφούς εικόνας για την προϊστορική Αθήνα χάθηκαν για πάντα. Η απεικόνιση της αρχικής φάσης της Αθήνας είναι βασισμένη σε ευρήματα από ανασκαφές που έφεραν στην επιφάνεια κυρίως τάφους και φορητά αντικείμενα. Η Αθήνα πρωτοκατοικήθηκε στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου (4500-4000 π.Χ.) περιμετρικά του λόφου της Ακρόπολης. Τα λιγοστά ευρήματα μαρτυρούν πως οι πρώτοι κάτοικοι ήταν σε επαφή με τις ακτές του Σαρωνικού κόλπου, την Αίγινα και την Κέα, όπου ανακαλύφθηκαν επίσης σημαντικοί οικισμοί. [2] Κατά την εποχή του Ορείχαλκου (3200-1100 π.Χ.) η εποίκηση συνεχίστηκε αδιάκοπα γύρω από το λόφο, αλλά ευρήματα σε νέες τοποθεσίες αποδεικνύουν την επέκταση της κατοικημένης περιοχής σε μεγαλύτερη έκταση. Στην αρχή της περιόδου αυτής, η Ακρόπολη εκτεινόταν γύρω από το Ερέχθειο και στον λόφο του Ολυμπιείου. Η περιοχή του Κεραμικού άρχισε να χρησιμοποιείται ως σημείο ταφής των νεκρών και στην Αγορά υπάρχουν πρώιμα ίχνη ύπαρξης δρόμου με κατεύθυνση τα δυτικά. Σε πολιτιστικό επίπεδο, υπήρχε επαφή με τις Κυκλάδες, οι οποίες ευημερούσαν εκείνη τη περίοδο, καθώς και με σημαντικούς παραλιακούς οικισμούς της Αττικής, όπως αυτός στην περιοχή του σημερινού Άγιου Κοσμά.
Τα ονόματα Κηφισσός, Ιλισσός, Λυκαβηττός, Αρδηττός και Υμηττός με την χαρακτηριστική κατάληξη “-ττος” ή “-σσος” θεωρούνται προελληνικής προέλευσης, όπως και οι λέξεις “μέλι” και “μέλισσα”, “θάλασσα” (θάλαττα) και “ειρήνη”, καθώς και το ίδιο το όνομα της πόλης, που η προέλευση δεν είναι εξακριβωμένη, είναι μη ελληνικής ετυμολογίας.
2. www.athensinfoguide.com/gr/history/t!-prehistoric.htm | Η Πόλη των Λόφων |
054
Στα μέσα της εποχής του Ορείχαλκου σημειώθηκε σημαντική επέκταση και οργάνωση των οικισμών στην Ακρόπολη, στη βόρεια και τη νότια πλαγιά της, στην Αγορά, στον λόφο των Μουσών (λόφος της Πνύκας) και στο Ολυμπίειο. Υπάρχει μεγάλη ποσότητα και ποικιλία ευρημάτων που μαρτυρά την αδιάλειπτη επικοινωνία με την Κεντρική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Στα τέλη της εποχής του Ορείχαλκου (και αρχή Μυκηναϊκής περιόδου), από το 1500 π.Χ. και έπειτα, οι κάτοικοι της Αθήνας απέκτησαν Μυκηναϊκό χαρακτήρα. Τα υπολείμματα του Μυκηναϊκού παλατιού της Ακρόπολης βρίσκονται στην τοποθεσία όπου αργότερα χτίστηκε το Ερέχθειο και ο πρώτος ναός της Αθηνάς. Ένας νέος οικισμός με νεκροταφείο έκανε την εμφάνιση του στον Ιλισσό. Η μεγαλύτερη οικιστική ανάπτυξη, ιδίως νότια της Ακρόπολης, έλαβε χώρα μεταξύ 1400 και 1300 π.Χ. Η δημιουργία μεγάλων νεκροταφείων στην Αγορά, στο λόφο των Νυμφών και στον Άρειο Πάγο (όπου βρέθηκαν και τα σημαντικότερα ταφικά μνημεία), καταδεικνύει την ευημερία και την ανάπτυξη των πληθυσμών αυτών. [3] Στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. σημειώνεται η σημαντικότερη φάση ανάπτυξης. Παρατηρούνται αλλαγές στον τομέα της διοικητικής οργάνωσης και η Ακρόπολη γίνεται ένα μεγαλοπρεπές διοικητικό, στρατιωτικό και πολιτιστικό κέντρο. Αργότερα οι κάτοικοι οχύρωσαν τον λόφο περιμετρικά με το Πελαργικό (Πελασγικό ή Κυκλώπειο) τείχος. Οι Αθηναίοι ταύτισαν την Μυκηναϊκή ηγεμονία με τη βασιλεία του Θησέα, στον οποίο αποδόθηκε η συνένωση της Αθήνας. Η συνένωση δεν ήταν τίποτε άλλο από την ενοποίηση των μικρών οικισμών και τη δημιουργία μεγαλύτερων πολιτικών μονάδων υπό τη μορφή μιας πόλης. Τον 12ο αιώνα π.Χ. η ευημερία του Μυκηναϊκού πολιτισμού έφτασε στο τέλος της. Ο πληθυσμός μειώθηκε και διασκορπίστηκε, αλλά ο λόφος και η περιφέρεια του δεν εγκαταλείφθηκαν.
3. Η ύπαρξη διαφορετικών σημείων ενταφιασμού πιθανόν να δηλώνει πως οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι σε ανεξάρτητους οικισμούς, δηλαδή “κατά κόμας”, γεγονός που συμφωνεί με τις αρχαίες πηγές και την πληθυντική αναφορά στο όνομα της πόλης, αι Αθήναι.
Αθήνα 3500-600 π.Χ. Γενικά Στοιχεία Περιόδου
σ
τη Πόλη των Επτά Λόφων δεν παρατηρείται συστηματική κατοίκηση ή άλλη κοινωνική ή αγροτική δραστηριότητα πριν το 3500 π.Χ. Αντίστοιχη εικόνα παρατηρούμε και στην υπόλοιπη Αττική. Οι πρώτοι άνθρωποι στην πόλη φθάνουν κατά το τέλος της Νεολιθικής εποχής, κάπου μεταξύ 3500 και 3200 π.Χ. Τα λίγα σκόρπια ίχνη τους που διασώθηκαν μέχρι σήμερα μαρτυρούν ότι ήταν οι πρώτοι άποικοι που διάλεξαν για μόνιμη εγκατάσταση την περιοχή του βράχου της Ακροπόλεως. Στην αρχή πιθανόν να μην θέλησαν να μείνουν επάνω στο πλάτωμα, αλλά από ανασκαφές γνωρίζουμε ότι είχαν ασφαλώς διασκορπιστεί στη νότια και βόρεια κλιτύ του βράχου, και ίσως κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και βασικότερο στοιχείο για την ίδρυση οικισμού, το αντλούσαν από ρηχά πηγάδια βάθους 3-4 μ., 21 στον αριθμό, που είχαν ανοίξει στα ΒΔ του βράχου, εκεί όπου αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα.
Τα σπίτια, λίγα και σκορπισμένα στις πλαγιές, είχαν γερή κτιστή βάση, ενώ οι τοίχοι και η στέγη ήταν πλεκτά από κλαδιά αλειμμένα με λάσπη. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο υπήρχε κτιστή εστία που έψηνε το φαγητό και ζέσταινε τον χώρο. Τα τρόφιμα και τις άλλες προμήθειες που είχαν αποκτήσει από την καλλιέργεια και διάφορες συναλλαγές τα αποθήκευαν μέσα σε απλούς ρηχούς λάκκους σκαμμένους στη γη. Ζωτική σημασία είχε το κυνήγι ζώων της περιοχής, όχι μόνο για το κρέας αλλά και για το δέρμα. Άλλη μία ομάδα ανθρώπων πιθανόν να είχε εγκατασταθεί στον γειτονικό λόφο του Ολυμπιείου, που αργότερα ισοπεδώθηκε για να κτισθεί επάνω ο ναός του Ολυμπίου Διός [1]. Από τα λίγα αυτά ευρήματα, και ειδικότερα τους τύπους της κεραμεικής, συνάγεται ότι οι άνθρωποι που έμεναν στις κλιτείς της Ακροπόλεως κατά τη Νεολιθική εποχή ήταν στραμμένοι προς τη θάλασσα και διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τις ακτές του Σαρωνικού, την Αίγινα και την Κέα.
1.
Η πρώτη εποχή του Χαλκού (3200-2000 π.Χ.), βρίσκει τους κατοίκους της Αθήνας να είναι ακόμα επηρεασμένοι από τον Νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό μένουν κλεισμένοι στον χώρο τους, αλλά μετά συνδέονται και επικοινωνούν με την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες. Σπίτια και μόνιμες κατασκευές δεν διασώθηκαν, αλλά η σκόρπια κεραμική μαρτυρεί ότι συνεχίζουν να κατοικούν στις παλιές θέσεις, ενώ άλλοι διαμένουν τώρα ασφαλώς και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο, όπου βρέθηκαν σαφή ίχνη τους. Μέσα στην αρχαία Αγορά αρχίζει να διαγράφεται ένα μονοπάτι προς τα δυτικά, προς την Ακαδημεία του Πλάτωνος, που θα γίνει αργότερα δρόμος. Εντύπωση προκαλεί το πλήθος και η ποικιλία των ευρημάτων της δεύτερης εποχής του Χαλκού, της Μεσοελλαδικής περιόδου (2000-1600 π.Χ.). Σπίτια, πηγάδια, εστίες, λάκκοι αποθήκης, τάφοι διαφόρων τύπων και όλες οι κατηγορίες της κεραμικής με άφθονο υλικό υπάρχουν κατεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση του χώρου. Στην κορυφή του βράχου, ανατολικά του Ερεχθείου, είχαν διασωθεί πέντε μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι και βόρεια του ίδιου ναού στρώμα επιχώσεως. Στη νότια κλιτύ σημάδια της Μεσοελλαδικής εποχής υπάρχουν όχι μόνο κοντά στα Πρωτοελλαδικά, αλλά παντού όπου έγινε ανασκαφή. Οι πρώτοι χρόνοι της Ύστερης εποχής του Χαλκού ή του Μυκηναϊκού πολιτισμού (1600-1500 π.Χ.), που εμφανίζεται και ωριμάζει στην Αργολίδα, βρίσκουν τους κατοίκους των Αθηνών βαθιά επηρεασμένους από τον Μεσοελλαδικό τρόπο ζωής. Η εποχή των πολύχρυσων Μυκηνών με τα πολυτελή σκεύη και τους νέους ρυθμούς είναι για τους περισσότερους Αθηναίους άγνωστη. Ο νέος ρυθμός γίνεται προσιτός σε λίγους ανθρώπους, μόνο σ' αυτούς που κατοικούν επάνω στον βράχο, στη νότια κλιτύ και στο Ολυμπίειο. Οι πραγματικά πλούσιοι τάφοι των Αθηνών βρέθηκαν στον Άρειο Πάγο, λαξευτοί μέσα στο βράχο, και αυτοί τουλάχιστον πρέπει να έκρυβαν άρχοντες.
Από το σημείο αυτό δεν σώθηκε τίποτα (ούτε θα ήταν δυνατόν αφού κόπηκε και απομακρύνθηκε όλη η πιθανή επίχωση), αλλά η μορφή και η θέση του λόφου φαντάζουν ως η ιδανική τοποθεσία για ίδρυση Νεολιθικού οικισμού: χαμηλό έξαρμα γης κοντά σε ποταμό και πεδινή έκταση γύρω με εύφορο χώμα για καλλιέργεια.
| Η Πόλη των Λόφων |
056
Χάρτης Περιόδου Αρχαιολογικές Αναφορές & Σημεία Ενδιαφέροντος ος Πρ
I
Ακ
IX ια
ε ήμ
αδ
001 Πελαργικόν Τείχος (Κυκλώπειον) 002 Μηκυναϊκό ανάκτορο 003 Αγορά Θησέως (Προϊστορική Αγορά) 004 Κατοικίες προϊστορικής περιόδου 005 Ταφοι προϊστορικής περιόδου 007 Iερόν Σπήλαιο Αγλαύρου 012 Ιερό Κόδρου, Νηλέως & Βασιλής 213 Τριγωνικό Ιερό Εκάτης 220 Προϊστορικά Λείψανα 221 Γεωμετρικά Λείψανα
Προ
ς Ελ
005
ευσ
ίς
XI ς
ύ αιε
ιρ
ς ρο
Πε
Π
III 220 εσόγεια
004
X
Προς Μ
005
004
213
I II III IV V VI VII VIII IX
Λόφος Αρδηττού Ιλισσός ποταμός Ηριδανός ποταμός Λόφος Ακροπόλεως Άρειος Πάγος Λόφος Νυμφών Λόφος Πνύκας Λόφος Μουσών Λόφος Λυκαβηττού
VI 221
V
003 002 007
IV 001
VII
005 005
II 005 Σημεία ενδιαφέροντος
VIII
Χάρτης σύγχρονης πόλης
I
012
Οδός ή μονοπάτι περιόδου αναφοράς
ν
ο ηρ
100μ.
500μ.
1000μ.
Π
Φ
XIII
ν νιο
ς ρο
Σού
άλ
Παλαιότερη οχείρωση
XIV
ος Πρ
005
Υφιστάμενη οχείρωση
1. Πελαργικόν (Πελασγικόν) Τείχος Γενικά Στοιχεία
η
αρχαιότερη γνωστή οχύρωση της Αθήνας ανάγεται στους ώριμους προϊστορικούς χρόνους. Πρόκειται για το “Πελαργικόν” (ή Πελασγικόν) τείχος, που περιέβαλλε τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ Εποχή (τέλη 2ης χιλιετίας π.Χ.). Η ανέγερση του συνδέεται με τον λεγόμενο “συνοικισμό”, την συνένωση δηλαδή προηγουμένως ανεξάρτητων περιοχών της Αττικής υπό την εξουσία ενός άρχοντος, πιθανώς του Θησέως.
Ισχυρό τείχος, πάχους 6μ. και επιβλητικών διαστάσεων, περιέβαλε την οφρύ του βράχου, με σκοπό την προστασία του από τις ληστρικές επιδρομές εχθρικών φύλων. Στο συγκρότημα περιλαμβανόταν και μία πηγή σε σχισμή του βράχου στην βόρεια πλευρά της Ακροπόλεως. Ο εντυπωσιακός όγκος και ο μνημειώδης χαρακτήρας του τείχους ήταν προφανώς τα στοιχεία που ενέπνευσαν την ονομασία του ως “Κυκλώπειον” (χτισμένο δηλ. από τους γιγαντόσωμους Κύκλωπες). Η επιμελημένη τοιχοποιία του [1] και οι δομικές ομοιότητες που εμφανίζει με τα οχυρωματικά έργα των Μυκηνών, της Τίρυνθος και του Γλα, οδήγησαν στην υπόθεση ότι πιθανόν οι κατασκευαστές του να ταυτίζονται με αυτούς των τειχών των ακροπόλεων των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων της ηπειρωτικής Ελλάδος. Το μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα του βρίσκεται στα ανατολικά του μεταγενέστερου ναού της Αθηνάς Νίκης, στη θέση του οποίου υψωνόταν τότε δυνατός πύργος, ενώ άλλα υπολείμματα του διατηρούνται στο υπόγειο του σημερινού μουσείου Ακροπόλεως.
1.
Κομβικό σημείο για την περαιτέρω ανάπτυξη και διεύρυνση των τειχών της πόλης στάθηκε η ολοκλήρωση της ενοποίησης των αθηναϊκών δήμων και η παγίωση της αθηναϊκής δύναμης στο ελληνικό πολιτικό-οικονομικό γίγνεσθαι έως τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Αυτό οδήγησε στην επέκταση των ορίων της μέσω της εφαρμογής νέων οικοδομικών προγραμμάτων, κατ' αρχάς από τον Σόλωνα και, εν συνεχεία, από τον Πεισίστρατο και τους διαδόχους του (Πεισιστρατίδες). Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θουκυδίδου, η νέα πόλη των Αθηνών περιτριγυρίσθηκε από τείχος. Ωστόσο, ελάχιστα στοιχεία της αρχαϊκής περιμετρικής οχύρωσης έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα και είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να προσδιορίσουμε την ακριβή θέση του και την διαδρομή που ακολουθούσε. Παρόλα αυτά, η ύπαρξη του θεωρείται βέβαιη. Η απουσία υλικών καταλοίπων δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού το εν λόγω τείχος καταστράφηκε από τους Πέρσες, ενώ τα ελάχιστα διασωθέντα τμήματα του κατεδαφίσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση ενός ευρύτερου περιβόλου μετά την αποχώρηση των Περσών. Σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό της κύριας οχυρωματικής γραμμής υψωνόταν ένα δεύτερο, εξωτερικό τείχος [2] με εννέα πύλες, το “Εννεάπυλον”, το οποίο λειτουργούσε επικουρικά και προστάτευε τις πηγές νερού που βρίσκονταν στους πρόποδες του βράχου (την Κλεψύδρα στα βορειοδυτικά, μια πηγή στη σχισμή του βράχου στα βόρεια και μια πηγή στα νοτιοανατολικά, στη θέση του Ασκληπιείου). Στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ. και έπειτα) ο χώρος που οριζόταν από το Πελαργικόν τείχος χρησιμοποιήθηκε ως τόπος κατοικίας προσφύγων, που είχαν εισρεύσει στην Αθήνα από την ύπαιθρο χώρα της Αττικής.
Πελώριοι ακανόνιστοι ογκόλιθοι τοποθετούνταν στις όψεις, με μικρότερες πέτρες να συμπληρώνουν τα μεταξύ τους διαστήματα, ενώ με άλλες πέτρες και χώμα γέμιζαν κατακόρυφα τα διάκενα, ανάμεσα στις δύο όψεις του τείχους.
2. Το διπλό περιμετρικό τείχος ήταν σύνηθες σε προϊστορικούς οικισμούς.
| Η Πόλη των Λόφων |
058
[Α]
Θέση και σχηματική αναπαράσταση του Μυκηναϊκού ανακτόρου.
Τρισδιάστατη απεικόνιση του Πελαργικού (Πελασγικού) τείχους. To μεγάλο πάχος της προϊστορικής οχύρωσης του λόφου, της έδωσε το προσωνύμιο “Κυκλώπειο”. Οι εννέα πύλες δεν βρίσκονταν όλες περιμετρικά, αλλά και σε μικρά διατειχίσματα της εσωτερικής περιμέτρου (τα οποία δεν εμφανίζονται στο γενικό πλάνο), πριν δηλαδή την κεντρική είσοδο στο σημείο [Α].
2. Μυκηναϊκό Ανάκτορο Γενικά Στοιχεία
α
πό το μυκηναϊκό ανάκτορο που υπήρχε στην κορυφή της Ακρόπολης ελάχιστα ίχνη έχουν μείνει. Είναι γνωστό ότι βρισκόταν στην περιοχή του κατά πολύ μεταγενέστερου Ερεχθείου. Το ανάκτορο καταστράφηκε πιθανότατα από φυσικά αίτια (πυρκαγιά ή σεισμό) τον 10ο αι. π.Χ., αφού σύμφωνα με την παράδοση οι Δωριείς εισβολείς δεν κατάφεραν να καταλάβουν την Αθήνα (εκεί βασίζεται και ο ισχυρισμός των Αθηναίων ότι ήταν αυτόχθονες) [1].
Μία ακριβής αναπαράσταση του μυκηναϊκού ανακτόρου είναι αδύνατη. Στην απεικόνιση που παρουσιάζεται στην διπλανή σελίδα, έχουν ακολουθηθεί τα ίχνη των θεμελίων που έχουν διασωθεί. Τα ίχνη αυτά μας επιτρέπουν να υποθέσουμε κάποια βασικά στοιχεία, όπως τη θέση της αυλής και κάποιων άλλων βοηθητικών κτηρίων. Το Μέγαρο φυσικά ήταν το κέντρο της διοίκησης της πόλης και έδρα του εκάστοτε βασιλιά.
Τα λείψανα που βρήκαν οι Αθηναίοι της αρχαϊκής εποχής στο σημείο που υπήρχε το ανάκτορο, ήταν πιθανότατα πλούσια, και σε συνδυασμό ίσως με τον τάφο κάποιου Μυκηναίου άρχοντα και τα κτερίσματα του, δημιουργήθηκε ο μύθος για τον πρώτο βασιλιά της πόλης, τον Κέκροπα, που έκτοτε λατρευόταν σε αυτό το βράχο, μετατρέποντας τον στην ιερότερη περιοχή της Αθήνας, αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά σημεία στον πλανήτη.
Μέσα στον χώρο των ανακτόρων βρίσκονταν και τα σημαντικότερα ιερά της περιόδου, με κυριότερο όλων τον ναό της Αθηνάς, τον πρώτο αφιερωμένο στην προστάτιδα της πόλης, από τα πολλά μνημεία που ακολούθησαν (Εκατόμπεδος, Προπαρθενών, Παρθενώνας, Άγαλμα Προμάχου, κ.ο.κ.). Άλλα γνωστά ιερά του λόφου ήταν: το μικρό ιερό του Ολυμπίου Διός μετά του βωμού, το Πύθιον, ο ναός της Γης Κουροτρόφου, το ιερό της Πανδήμου Αφροδίτης και τα ιερά των περιμετρικών σπηλαίων (κυρίως της βόρειας κλιτύος).
1.
Με την εισβολή των Δωριέων σχετίζεται και ο μύθος του τελευταίου Αθηναίου βασιλιά, Κόδρου.
| Η Πόλη των Λόφων |
060
Αναπαράσταση των πίσω κτιρίων του Μυκηναϊκού Ανακτόρου. Στον επάνω όροφο θα βρίσκονταν κατά πιθανά τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά, προσφέροντας καθαρή οπτική της περιμέτρου.
Πιθανή αναπαράσταση της εισόδου του Μεγάρου. Δεν θα διέφερε πολύ από τα Μέγαρα που ανακαλύφθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως αυτό των Μυκηνών. Η λήψη είναι από το εσωτερικό προαύλιο.
3. Αγορά Θησέως Γενικά Στοιχεία
μ
ε τον όρο "αρχαία αγορά" ή "Αγορά του Θησέως" εννοείται ο προς βορράν και δυσμάς του λόφου της Ακροπόλεως χώρος, όπου σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε η πρώτη αγορά της αρχαίας Αθήνας από τον Θησέα στους προϊστορικούς χρόνους.
Από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ή Πρώιμη Ελλαδική περίοδο (3000-2000) ελάχιστα είναι τα ευρήματα από την Αρχαία Αγορά, κυρίως όστρακα αγγείων. Αντίθετα, ο χώρος αναπτύσσεται ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη χιλιετία, στη Μέση (2000-1600) και την Ύστερη (1600-1100) Ελλαδική περίοδο. Κατά τη Μέση Ελλαδική περίοδο, η ανθρώπινη παρουσία εντοπίζεται σε πέντε πηγάδια της περιόδου, που τοποθετούνται στα βορειοδυτικά της Ακρόπολης, διάσπαρτα μεταξύ των πολυάριθμων νεολιθικών. Στο χώρο της Αγοράς έχουν βρεθεί διάσπαρτα αρκετά όστρακα αγγείων του λεγόμενου γκρίζου μινυακού ρυθμού (τεφρά αγγεία με σαπωνοειδή επιφάνεια κατασκευασμένα στον κεραμικό τροχό), αλλά και του αμαυρόχρωμου ρυθμού, διακοσμημένα με απλά γεωμετρικά σχέδια. Απουσιάζουν πάντως ίχνη οικοδομημάτων ή ταφές. Ιδιαίτερα ακμάζει η Αγορά κατά την Ύστερη Ελλαδική περίοδο (1600-1100 π.Χ.). Πρόκειται για το διάστημα κατά το οποίο ανθεί στην Αθήνα ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Εκείνη την περίοδο η Αγορά λειτουργεί και ως νεκροταφείο, αλλά και ως οικιστικός χώρος. Το διοικητικό κέντρο της πόλης βρίσκεται στην Ακρόπολη, ενώ ο οικισμός εκτείνεται κατά κύριο λόγο σε αυτήν και σε μια ζώνη νοτίως του βράχου, μια περιοχή όπου φυσικές πηγές παρείχαν στους κατοίκους τις απαραίτητες προμήθειες σε νερό.
Στο χώρο της Αγοράς υπάρχει ένας εκτεταμένος αριθμός ταφών της ΥΕ ΙΙ και ΙΙΙΑ περιόδου (16ος - 14ος αι. π.Χ.), ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που τοποθετούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ και ΙΙΙΓ (13ος-12ος αι.). Πιο πολυτελείς από τους θαλαμωτούς είναι οι τάφοι που ανασκάφηκαν στη βόρεια κλιτύ του Αρείου Πάγου, έξω από το κυρίως νεκροταφείο. Οι θαλαμωτοί τάφοι της Αγοράς ήταν μικροί σε μέγεθος, κυρίως εξαιτίας του σκληρού βράχου στον οποίο έπρεπε να σκαφτούν. Εκτός των ταφών, στο χώρο της Αγοράς υπάρχουν πολυάριθμα πηγάδια με μυκηναϊκή κεραμική, ενώ βρέθηκαν και ίχνη δρόμων στη ΒΔ γωνία της Αγοράς, στην περιοχή της Θόλου, στα δυτικά και στην περιοχή της Νότιας Πλατείας. Οι δρόμοι αυτοί χρονολογούνται σε γενικές γραμμές στη Νεολιθική ή την Πρώιμη Ελλαδική περίοδο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις χρήσης τους και κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Στα όρια της η Αγορά του Θησέως φιλοξένησε μία σειρά από οικοδομήματα, με σπουδαιότερο όλων το Πρυτανείον, όπου φυλάσσονταν η εστία και το “άσβεστον πύρ” της πόλης. Κοντά σε αυτόν το χώρο ορθώνονταν άλλα κτίρια θρησκευτικού, λατρευτικού και διοικητικού χαρακτήρα, όπως το Βουλευτήριον, το Κυλώνειον, το ιερό της Γης Κουροτρόφου, το Θεσμοθετείον, το Βουζύγιον, το Βουκόλειον, το Θεσμοφόριον και το ιερό των Διοσκούρων ή Ανάκιον, εκ του οποίου προέρχεται ενεπίγραφος λίθινος όρος με την επιγραφή “Ανακίο hιερό hόρoς”. Ο καθορισμός όμως της ακριβούς θέσης των κτισμάτων αυτών δεν είναι δυνατός, λόγω της πυκνής κατοίκησης που σημειώθηκε στον άλλοτε χώρο της Αγοράς του Θησέως κατά την σύγχρονη εποχή.
| Η Πόλη των Λόφων |
062
Άποψη της νεότερης Αγοράς του Σόλωνος από τον λόφο του Κολωνού Αγοραίου. Η Αγορά του Θησέως βρισκόταν μετά τον βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων, την περίφραξη και τον περίπατο που διακρίνεται στο μέσω της φωτογραφίας. Στα αριστερά, βλέπουμε τμήμα της οδού Παναθηναίων κοντά στην περίφραξη, λίγο πριν εξέλθουμε από την Αρχαϊκή και εισέλθουμε στην Προϊστορική Αγορά των Αθηνών.
4. Προϊστορικές Κατοικίες | 5. Προϊστορικοί Τάφοι Γενικά Στοιχεία
ω
ς προϊστορική Αθήνα νοείται ο προς βορράν και δυσμάς του λόφου της Ακροπόλεως χώρος, με έκταση από τον Αγοραίο Κολωνό έως τον Έσω Κεραμεικό. Χρονολογικά ανάγεται στον 13ο αιώνα π.Χ. Στα όρια του φιλοξένησε μία σειρά από οικοδομήματα, με σπουδαιότερο όλων το Πρυτανείον, όπου φυλάσσονταν η εστία και το “άσβεστον πύρ” της πόλης. Εκεί εκτεινόταν και το αρχαιότατο νεκροταφείο της πόλης. Δεν αποκλείεται φυσικά ο χώρος αυτός να χρησιμοποιείτο παράλληλα (ακόμα και από τους προϊστορικούς χρόνους) και ως τόπος συναθροίσεως και διευθέτησης κοινών ζητημάτων μεταξύ των πολιτών.
Κοντά σε αυτό ορθώνονταν κτίρια θρησκευτικού, λατρευτικού και διοικητικού χαρακτήρα, όπως το [11] Βουλευτήριον, το [214] Κυλώνειον, το [216] Βουζύγιον, το [217] Βουκόλειον, το [215] Θεσμοθετείον, το [211] Θεσμοφόριον, το [206] Ιερό της Γης Κουροτρόφου και το [207] Ιερό των Διοσκούρων ή Ανάκιον, εκ του οποίου προέρχεται ενεπίγραφος λίθινος "όρος" με την επιγραφή “Ανακίο hιερό hόρoς”. Ο καθορισμός της ακριβούς θέσης των κτισμάτων αυτών δεν είναι δυνατός, λόγω της πυκνής κατοίκησης που σημειώθηκε στον άλλοτε χώρο της Αγοράς του Θησέως, κατά την σύγχρονη εποχή, αλλά και τις προηγούμενες. Η βόρεια κλιτύς του λόφου της Ακροπόλεως ήταν από τις πρώτες που κατοικήθηκαν και οι συνοικίες της είναι από τις αρχαιότερες.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, το τέλος της περιόδου (1200-1100 π.Χ.) σημαδεύεται από το συνοικισμό των κωμών της Αττικής από το Θησέα, ο οποίος έπεται ενός πρωιμότερου (1500 π.Χ.) και πιο περιορισμένου συνοικισμού δεκαπέντε οικισμών, από την εποχή του Κέκροπα. Ο συνοικισμός του Θησέα αποτελεί κατ' ουσίαν ένα συνασπισμό των διασκορπισμένων οικισμών, υπό την αιγίδα και την εξουσία ενός άνακτα, που έδρευε στο ανάκτορο της Ακρόπολης. Η πρώτη φάση του μυκηναϊκού πολιτισμού, η Υστεροελλαδική Ι, είναι ελάχιστα γνωστή στην Αθήνα και εμφανίζεται σποραδικά σε όστρακα αγγείων από τον λόφο της Ακρόπολης. Η επόμενη φάση (η Υστεροελλαδική ΙΙ), που χρονικά αντιστοιχεί στο 15ο αι. π.Χ. (1500-1400) έχει αφήσει σαφώς περισσότερα ίχνη στην Ακρόπολη. Η μεγαλύτερη ακμή της μυκηναϊκής Αθήνας ταυτίζεται κυρίως με την τρίτη φάση της Υστεροελλαδικής περιόδου, ιδιαίτερα τα πρώιμα χρόνια της (περ. 1410-1380). Ο πληθυσμός εξαπλώνεται σε όλο το νότιο τμήμα της πόλης. Είναι όμως πιθανό να είχε σχηματιστεί και ένας νέος οικισμός στα βόρεια της Ακρόπολης, του οποίου το νεκροταφείο ήταν στην Αγορά της Αθήνας. Άλλα δύο σημαντικά νεκροταφεία τοποθετούνται στον Άρειο Πάγο, με εξαιρετικά πλούσιες ταφές, και στη ρίζα του Λόφου των Νυμφών.
| Η Πόλη των Λόφων |
064
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν πολλαπλές ταφές: αξιοσημείωτος είναι ο τάφος VII της Αρχαίας Αγοράς [1], ο οποίος περιείχε 25 ταφές και πολλά πλούσια κτερίσματα, σε χώρο μόλις 5,5 τ.μ. Οι περισσότερες ταφές ήταν του ίδιου τύπου: ο νεκρός τοποθετείται κοντά στην είσοδο του θαλάμου, είτε σε εκτεταμένη είτε σε συνεσταλμένη στάση. Στους λακκοειδείς τάφους απαντούν και άλλοι τύποι ταφών (μέσα σε μικρά ξύλινα φέρετρα, κενοτάφια, τάφοι παιδιών κ.λπ.). Οι ενήλικοι που θάβονταν σε τέτοιους λάκκους ανήκαν προφανώς στα κατώτερα στρώματα της κοινωνικής τάξης, καθώς τους συνόδευαν ελάχιστα κτερίσματα. Πολλοί από αυτούς τους τάφους βρέθηκαν πλησίον αρχαίων οδών, συνήθεια που τελικά διατηρείται μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Στην περιοχή του Διπύλου, στην Ιερά Οδό, στην Ακαδήμεια οδό, στην οδό μεταξύ των λόφων του Αρείου Πάγου και της Ακρόπολης, δίπλα στην σημερινή οδό Ερεχθείου και στον Μητροπολιτικό Ναό, στην οδό Αναπαύσεως, καθώς και στην βορινή περιοχή του Ολυμπιείου, βρέθηκαν πληθώρα πρωτογεωμετρικών, υπομυκηναϊκών, γεωμετρικών και άλλων ταφικών μνημείων. Η λαμπρή ιστορία της ύστερης μυκηναϊκής πόλης θα ανακοπεί βίαια στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. Αν και η έκταση της πόλης δεν αλλάζει ριζικά, η πυκνότητα της κατοίκησης είναι πολύ αραιότερη, με οικίες διασκορπισμένες. Η συγκεντρωτική οικονομία των μυκηναϊκών παλατιών καταρρέει, με αποτέλεσμα την απομόνωση, την παύση των εμπορικών συναλλαγών και τη γενικότερη πτώση του υλικού πολιτισμού. Η μεγάλη διασπορά των νεκροταφείων, με συστάδες ολιγάριθμων τάφων, μαρτυρά την επιστροφή σε μια αγροτική μορφή οργάνωσης του εδάφους, όπου κυριαρχούν οι αγροικίες.
1.
Συνολικά έχουν ανασκαφεί 41 τάφοι στο μυκηναϊκό νεκροταφείο του χώρου της Αγοράς του Θησέως, εκ των οποίων οι 21 ήταν θαλαμωτοί και εξυπηρετούνταν από ξεχωριστό δρόμο. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι επίσης σχετικά δημοφιλείς, αφού εντοπίζονται 12 στον αριθμό.
Γραμμική αποτύπωση και κατηγοριοποίηση των προϊσοτρικών ταφικών μνημείων που έχουν βρεθεί στην Αγορά του Θησέως, στον λόφο του Αρείου Πάγου και στην Αγορά του Σόλωνος.
6. Κλεψύδρα (Πηγή Εμπεδώ) Γενικά Στοιχεία
σ
την βορειοδυτική γωνία του βράχου της Ακροπόλεως, χαμηλότερα από το επίπεδο των σπηλαίων της Βόρειας Κλιτύος, σώζονται τα κατάλοιπα μιας εκ των αρχαιοτέρων πηγών, της ονομαζόμενης Κλεψύδρας. Η χρήση της εκτείνεται από στους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερα.
Από την νεολιθική περίοδο ήταν γνωστή μία φλέβα νερού μέσα σε μια κοιλότητα του βράχου, η οποία από τράβηξε την προσοχή των Αθηναίων. Αρχικά η άντληση των υδάτων γινόταν υπογείως με μία σειρά από πηγάδια/φρέατα που είχαν ανοιχθεί, ενώ εν συνεχεία μαρτυρείται και λατρεία της νύμφης Εμπεδούς σε αυτό το σημείο, προφανώς λόγω της σχέσης που της απέδιδαν με το νερό και την ίδια την πηγή (γι' αυτό καλείτο και Εμπεδώ). Η πηγή ήταν προσιτή για τους αρχαίους εξωτερικά της Ακροπόλεως. Μερικοί μάλιστα θεωρούν ότι κάποια επίγεια πηγή υπήρχε ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια, στα οποία έγινε και η πρώτη μνημειακή διαμόρφωση όλης της περιοχής (β΄ ήμισυ 13ου αι. π.Χ.). Το ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση της πηγής εντάθηκε κυρίως από την υστερομυκηναϊκή περίοδο, οπότε η οχύρωση της Ακρόπολης περιμετρικά της κατέστησε απαραίτητη, για την εξασφάλιση της τροφοδοσίας των εντός των τειχών κατοίκων με πόσιμο νερό. Ο Ησύχιος την αποκαλεί "κλεψίρρυτον" επειδή το νερό της για κάποια διαστήματα ρέει υπόγεια. Αρχαίοι σχολιαστές αναφέρουν ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Έμπεδω αλλά ονομάστηκε "κλεψύδρα" επειδή άλλοτε ξεχείλιζε και άλλοτε το νερό της εξαφανιζόταν. Ο ιστορικός Ίστρος μνημονεύει και συνδυασμό με μετεωρολογική παρατήρηση, ότι, όπως ο Νείλος στην Αίγυπτο και η πηγή της Δήλου, έτσι και το νερό της κλεψύδρας των Αθηνών υψώνονταν και ξεχείλιζε όταν έπνεαν οι ετήσιοι άνεμοι, και εξαφανιζόταν όταν εκείνοι έπαυαν. [1] [2]
1.
Η συστηματική διαρρύθμιση του χώρου της κλεψύδρας με την κατασκευή κρήνης, ξεκίνησε μετά τα Μηδικά, και συγκεκριμένα στα χρόνια του Κίμωνος (470-460 π.Χ.). Το κρηναίο οικοδόμημα αρχικά αποτελείτο από μία λεκάνη/δεξαμενή συγκέντρωσης του αντλούμενου ύδατος, έναν χώρο πρόσβασης σχήματος Γ και μπροστά από αυτόν μία μικρή αυλή με είσοδο στη βορειοδυτική γωνία, απ' όπου γινόταν η κύρια πρόσβαση στην πηγή. Λέγεται μάλιστα ότι το νερό διέτρεχε υπογείως μία απόσταση περίπου 5χλμ., φθάνοντας σχεδόν έως τις ακτές του Φαλήρου. Για την συλλογή επιπλέον ποσοτήτων νερού υπήρχε και δεξαμενή για την συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων, που εξυπηρετούσε τους Αθηναίους σε περιόδους που η πηγή δεν ήταν ανθηρή. Το όνομα Κλεψύδρα (= κλέφτης νερού) τελικά παρέμεινε, αφού εξαιτίας των συχνών κατολισθήσεων άλλαζε η μορφή της κρήνης. Στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. μια τέτοια κατολίσθηση προκάλεσε περιορισμένης έκτασης βλάβες στον χώρο άντλησης των υδάτων. Τότε η αυλή επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, περιλαμβάνοντας στα όριά της και την παλαιότερη φάση. Η βορειοδυτική είσοδος αχρηστεύθηκε και στην θέση της χτίστηκε τοίχος, ενώ νέα είσοδος ανοίχτηκε στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, μετά τα χρόνια του Παυσανίου και ενδεχομένως έπειτα από την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ. νέα κατολίσθηση κατέστρεψε ολοσχερώς την κρήνη, γεγονός που επέβαλε την άμεση ανάγκη διαφορετικής διαμόρφωσης του χώρου. Η πρόσβαση γινόταν πλέον αποκλειστικά από καμαροσκέπαστο διάδρομο με είσοδο δίπλα από το βάθρο του μνημείου του Αγρίππα, απ' όπου κλίμακα αποτελούμενη από 700 περίπου σκαλοπάτια οδηγούσε κατωφερικά πίσω από τον βράχο, στο σημείο άντλησης του νερού, έναν δεύτερο καμαροσκέπαστο χώρο με πηγάδι στο άκρο του.
Ένας άλλος αρχαίος σχολιαστής μνημονεύει πως η πηγή αυτή είναι απύθμενος και το νερό της υφάλμυρο.
2. Ο Παυσανίας περιγράφει την πηγή μετά από αυτοψία: "Καταβάσι δε ουκ εις την κάτω πόλιν, αλλ΄ όσον υπό τα Προπύλαια, πηγή τε ύδατος έστι και πλησίον Απόλλωνος ιερόν εν σπηλαίω".
| Η Πόλη των Λόφων |
066
Στους αρχαίους χρόνους η πηγή αυτή ήταν μέσα στον περιτειχισμένο χώρο της Ακρόπολης. Κατά τους κλασικούς όμως χρόνους και για πολλούς αιώνες μετέπειτα, έμεινε εκτός της οχυρωματικής ζώνης και συμπεριληφθεί ξανά το 1822, όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έκτισε προμαχώνα πέριξ αυτής για εξασφάλιση νερού σε περίπτωση πολιορκίας. Η πύλη του προμαχώνα αυτού ονομάστηκε από Ντάπια του Νερού (από την εποχή της τουρκοκρατίας) σε Ντάπια του Δυσσέα. Και πράγματι χρησίμευσε το 1826, από την οποία οι πολιορκημένοι τότε Έλληνες αντλούσαν, όπως καταγράφεται από τους ιστορικούς, περίπου 1600 οκάδες νερού ημερησίως. Από τον 5ο αιώνα μ.Χ. και έπειτα την συντροφεύει ο μικρός ναός των Αγίων Αποστόλων στα Μάρμαρα. Στα μέσα του 13ου αι. μ.Χ., όταν οι Φράγκοι οχύρωσαν εκ νέου την Ακρόπολη με το λεγόμενο ''Ριζόκαστρο'', η Κλεψύδρα δέχθηκε σημαντικές επισκευές. Ως πρόσβαση στην πηγή χρησιμοποιήθηκε και πάλι ο προγενέστερος καμαροσκέπαστος διάδρομος που είχε ως αφετηρία το Βάθρο του Αγρίππα. Τέλος, στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, μετά τα μέσα του 18ου αι. μ.Χ., οχυρωματική κατασκευή, το γνωστό ως ''Τείχος της Υπαπαντής'', χτίστηκε με σκοπό την προστασία της πηγής. Σήμερα, αυτή η πηγή έχει εντοπιστεί και βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης, πίσω από το μνημείο του Αγρίππα, κοντά στην συμβολή της Οδού Παναθηναίων και του Περιπάτου, είναι βαθιά στο έδαφος και μπορεί να κατέβει κανείς με υπόγεια σκάλα 69 βαθμίδων. Η σκάλα αυτή καταλήγει σε υπόγειο εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην οποία και υπάρχει φρέαρ με μαρμάρινο στόμιο επιπλέον βάθους 10 μέτρων. Στον πυθμένα του φρεατίου αυτού εντοπίζεται νερό της αρχαίας πηγής που τους καλοκαιρινούς μήνες μπορεί να λιγοστεύει, αλλά ποτέ δεν στερεύει.
.
Αναπαράσταση της αρχαίας κρήνης με την εσωτερική κλίμακα καθόδου, όπως φαίνεται στην κατακόρυφη τομή. Στην πλαϊνή όψη του βράχου αναπαρίσταται η κάθοδος στην πηγή εξωτερικά και ενδιαμέσου των ιερών σπηλαίων. Στο επάνω μέρος διακρίνονται τα τείχη της Ακροπόλεως.
9. Πρυτανείον & 231. Πρυτανικόν | 10. Ελευσίνιον εν Άστυ Γενικά Στοιχεία
τ
ο Πρυτανείον ανήκει στην Προϊστορική περίοδο της πόλεως και ιδρύθηκε από τον Θησέα στην ομώνυμη Αγορά. Το Πρυτανικόν είναι της επόμενης περιόδου (Αρχαϊκής) και θεωρείται ένα από τα πρωιμότερα δημόσια οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας. Η ανέγερση του βορείως της Ακροπόλεως, στον χώρο της “νέας” Αγοράς, κάτω από την μετέπειτα Θόλο, ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνος (α΄ τρίτο 6ου αι. π.Χ.). Εντούτοις, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει ακόμη στο φώς τα κατάλοιπα του. Το κτίριο αποτέλεσε τρόπον τινά την καρδιά της αρχαϊκής πόλης, όπου στεγάζονταν αντίγραφα της σολώνειας νομοθεσίας. Εκεί φυλασσόταν και η ιερή πυρά (εστία) της θεάς Εστίας, όπου έκαιγε το “άσβεστον πύρ” της πόλης, πρακτική που μας παραπέμπει στους προϊστορικούς χρόνους, όταν τα νοικοκυριά είχαν ανάγκη από την ύπαρξη μιας κεντρικής εστίας που δεν θα έσβηνε ποτέ, προκειμένου να μπορούν να ανάψουν εκ νέου τις δικές τους εστίες σε περίπτωση που έσβηναν. Το γεγονός ότι η παράδοση τοποθετεί την ύπαρξη του Πρυτανικού ήδη από τα προϊστορικά χρόνια στην πρώτη Αρχαία Αγορά ή “Αγορά του Θησέως”, που εκτεινόταν στα δυτικά και βόρεια της Ακροπόλεως, συνιστά σαφή ένδειξη της ξεχωριστής σημασίας που είχε το εν λόγω οικοδόμημα από τα προϊστορικά χρόνια. Κατά την περσική εισβολή του 480 π.Χ. στην Αθήνα, το νότιο τμήμα του κτιρίου καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, ενώ μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων (από το 479/8 π.Χ. και έπειτα) το Πρυτανικόν διαμορφώθηκε χωρίς ιδιαίτερη σπουδή σε αίθουσα που χρησιμοποίησε μόνο το κεντρικό τμήμα του προγενέστερου κτιρίου, μαζί με το αντίστοιχο τμήμα της κιονοστοιχίας για την κάλυψη θεσμικών αναγκών και για την εναπόθεση νομικών κειμένων και αρχείων. Ταυτόχρονα, λειτούργησε και ως δημόσιος χώρος εστίασης, όπου σιτίζονταν δωρεάν (με δημόσια δαπάνη) εξέχουσες προσωπικότητες της πόλης και όπου οι Αθηναίοι παρέθεταν επίσημο τραπέζι (δείπνο) σε ευεργέτες και σε πρέσβεις άλλων κρατών.
Στην οδό των Παναθηναίων, προς την Ακρόπολη, στη ΝΑ πλευρά της Αγοράς του Θησέως, υπάρχουν ίχνη του αμυντικού τοίχους που κατασκευάσθηκε λίγο μετά από την επέλαση των Έρουλων το 267 μ.X. Eδώ κοντά βρισκόταν το περίφημο "Ελευσίνιο εν Άστυ". Το Ελευσίνιο ήταν ένα αθηναϊκό παράρτημα του μεγάλου τεμένους της Δήμητρας και της Περσεφόνης της Ελευσίνας. Μαζί με τον Παρθενώνα και τον Ναό του Ηφαίστου, ήταν από τα πιο σεβαστά ιερά της αρχαίας Αθήνας. Κάθε χρόνο, την επομένη του εορτασμού των Ελευσίνιων Μυστηρίων, συνεδρίαζε εκεί η Βουλή των Πεντακοσίων. Αργότερα κατασκευάστηκε στη θέση του η βιβλιοθήκη του Πανταίνου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, σε συνδυασμό με τις αναφορές του Θουκυδίδη, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ελευσίνα ήταν υπό τον έλεγχο των Αθηνών από πολύ νωρίς, πιθανώς από τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Τα Mυστήρια διακρίνονταν σε Μεγάλα και Μικρά. Τα Μεγάλα Ελευσίνια γιορτάζονταν στην Ελευσίνα και στην Αθήνα, ενώ τα Μικρά Ελευσίνια λάμβαναν χώρα στον δήμο Άγραι, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό και στις όχθες του ποταμού Ιλισού. Τα Μεγάλα Ελευσίνια διαρκούσαν εννέα μέρες και εορτάζονταν κατά τη 15η μέρα του μήνα Βοηδρομιώνα. Την προηγούμενη της εορτής, οι έφηβοι της Αθήνας υποδέχονταν τα Ιερά Αντικείμενα από την Ελευσίνα στο Ελευσίνιον. Τη πρώτη ημέρα οι προσφάτως μυημένοι (μέσα από τα Μικρά Ελευσίνια) συγκεντρώνονταν στην Ποικίλη Στοά. Τη δεύτερη μέρα εξαγνίζονταν στη θάλασσα, σε μια διαδικασία που θυμίζει αρκετά τη χριστιανική τελετή των Θεοφανείων. Την πέμπτη και την έκτη μέρα υπήρχε πομπή με αναμμένους δαυλούς κατά μήκος της Ιεράς Οδού και η γιορτή αποχωρούσε προσωρινά από την Αθήνα και το Ελευσίνιο. Τις τελευταίες δύο μέρες επέστρεφαν στην Αθήνα για την ημέρα των πλημοχόων, όπως λέγονταν τα αγγεία της τελετής, τα οποία προσέφεραν οι μύστες προς την Ανατολή και τη Δύση.
| Η Πόλη των Λόφων |
070
Σχεδιαστική αναπαράσταση του Πρυτανικού. Το κυκλικό κτίσμα περιγράφει τη Θόλο. Λόγω της μεγάλης διάρκειας χρήσης και ιστορίας της Αγοράς του Σόλωνος, οι ανασκαφείς δεν κατόρθωσαν ακόμα να φτάσουν στο μνημείο. Άλλωστε και πάνω από τη Θόλο υπάρχουν πολλά κατάλοιπα μεταγενέστερων περιόδων (π.χ. κτιριακό συγκρότημα F).
Το Ελευσίνιον εν Άστυ, παρά της Οδού Παναθηναίων και της τότε οχύρωσης της πόλεως. Απεικονίζεται ο αρχαιολογικός χώρος της Βιβλιοθήκης του Πανταίνου, κάτω από την οποία διακρίνονται τα λείψανα του Ελευσινίου.
11. Βουλευτήριον (Παλαιό) | 25. Μητρώον Γενικά Στοιχεία
τ
ο Παλαιό Βουλευτήριο ταυτίζεται χάρη σε επιγραφή που βρέθηκε στην αρχική της θέση. Αποτελεί ένα ταπεινό αρχιτεκτονικά κτήριο, που όμως φαίνεται ότι στέγασε το πρώτο δημοκρατικά εκλεγμένο βουλευτήριο της αρχαίας Αθήνας. Αργότερα, αντικαταστάθηκε από το Νέο Βουλευτήριο. Μετά το 410 π.Χ. περίπου, εκεί στεγάζονται πλέον τα αρχεία της πόλης και η λατρεία της Μητέρας των Θεών. Γκρεμίστηκε οριστικά το 150 π.Χ. και τη θέση του έλαβε το ελληνιστικό Μητρώον. Ερευνήθηκε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο το 1895-1896 και από την Αρχαιολογική Εταιρεία το 1907-1908, χωρίς να ταυτιστεί όμως σωστά. Ανασκάφηκε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1934-1935. Δε σώζεται τίποτε σχεδόν από την ανωδομή του κτιρίου. Έχουν σωθεί σε κάποιο βαθμό οι θεμελιώσεις τόσο των τοίχων όσο και του δαπέδου, γεγονός που επιτρέπει την αναπαράσταση του σχεδίου. Η εύρεση πολύ κοντά στο κτήριο ενός μαρμάρινου αρχαϊκού λουτηρίου με την επιγραφή ΒΟΛΕΥΤΗΡΙΟ ταυτίζει το χώρο με το πρώτο βουλευτήριο της πόλης, που μάλλον δημιουργήθηκε ειδικά για να στεγάσει τη Βουλή των 500ων, που ιδρύθηκε μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη το 508/507 π.Χ. Σε αυτή τη χρήση παρέμεινε ως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., όταν χτίστηκε το Νέο Βουλευτήριο (ενδεχομένως μετά τα γεγονότα του 413/412 π.Χ.). Στο εσωτερικό του κτηρίου έχουν βρεθεί τα ίχνη πατημένου χώματος στο οποίο πατούσε το πλακόστρωτο δάπεδο που δεν έχει σωθεί. Στο εσωτερικό το δάπεδο βρισκόταν πιο ψηλά σε σχέση με τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο, καλύπτοντας σε ύψος την πρώτη στρώση των κιτρινωπών μαλακών πωρόλιθων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανωδομή. Οι ανασκαφείς υποθέτουν ότι υπήρχαν δύο είσοδοι στη νότια πλευρά του κτηρίου. Κατά μήκος της πλευράς αυτής υπήρχε μικρή κλίμακα με δύο σκαλοπάτια.
Οι θεμελιώσεις στο εξωτερικό του κτηρίου δείχνουν ότι αποτελούσε ένα σχεδόν τετράγωνο κτίσμα, διαστάσεων 23,30 μ. (Α-Δ) 23,80 μ. (Β-Ν). Οι διαστάσεις στον τοιχοβάτη είναι 22,74 × 23,30 μ. Η θεμελίωση που διατρέχει εσωτερικά το κτήριο στο βορειοανατολικό άξονα δείχνει πως υπήρχε ένα ευρύ δωμάτιο στο οποίο είχαν διαταχθεί περιμετρικά τα ξύλινα έδρανα, σε σχήμα Π, και ένας προθάλαμος ορθογώνιου σχήματος. Υπήρχαν 5 κίονες στο εσωτερικό, διατεταγμένοι σε σχήμα Π, με λίθινες βάσεις. Οι υπεύθυνοι των ανασκαφών της Αγοράς δημιούργησαν πρόσφατα ένα τρισδιάστατο μοντέλο του κτηρίου, με κιονοστοιχία 5 δωρικών κιόνων στην πρόσοψη και μετακιόνια διαστήματα καλυμμένα από ξύλινα παραπέτα. Πρόκειται ασφαλώς για υποθετική αναπαράσταση. Το 150 π.Χ. το Παλαιό Βουλευτήριο κατεδαφίζεται και στη θέση του χτίζεται ένα καινούργιο κτίριο, το Μητρώον. Το Μητρώον κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους, ήταν ο ναός της Μητέρας των Θεών, Ρέας. Αργότερα (στην κλασσική περίοδο που ακολουθεί), συγχωνεύεται με το Βουλευτήριο στο ίδιο κτίσμα. Σε αντίθεση με το αρχαϊκό, το νέο Μητρώο στεγάζει αποκλειστικά τα αρχεία του κράτους, αν και έχει στο εσωτερικό του έναν ναΐσκο της μητέρας των θεών. Ήταν διώροφο κτίσμα με Ιωνική στοά στα ανατολικά. Στο Μητρώο κατέθεταν όλα τα πρωτότυπα ψηφίσματα, γραμμένα πάνω σε παπύρους, δέρμα ή ξύλινα πινάκια. H Πολιτεία προσλάμβανε ειδικό υπάλληλο, επιφορτισμένο με την τακτοποίηση και φύλαξη των εγγράφων αυτών. Επίσης, στο Μητρώο φυλάσσονταν και τα ληξιαρχικά γραμματεία και σ' αυτό οφείλεται η επιβίωση των όρων μητρώο και εγγραφή στο μητρώο. Η συνύπαρξη της λατρείας της Μητέρας των Θεών στον ίδιο χώρο, της έδωσε το προσωνύμιο "φύλαξ των αρχείων”. Η διαδικασία φύλαξης αρχείων είναι αυτή που έδωσε τη μετέπειτα και σημερινή σημασία στον όρο Μητρώο.
| Η Πόλη των Λόφων |
072
Μικρή περιγραφή της ιστορίας του Παλαιού Βουλευτηρίου (Μητρώου), όπως εκτίθεται στον χώρο της Αγοράς, καθώς και σχεδιαστική αναπαράσταση αυτού. Το κτίριο στέγασε τα πρώτα θεμέλια της Δημοκρατίας και το πρώτο συστηματικό δημόσιο αρχείο.
Απεικόνιση της θέσης του μνημείου, ακριβώς κάτω από τον Ναό του Ηφαίστου και τη σκιά του Αγοραίου Κολωνού. Βρισκόμαστε περίπου στο κέντρο του οικοδομήματος.
213. Τριγωνικό Ιερόν της Εκάτης Γενικά Στοιχεία
τ
ο μικρό ιερό, που βρισκόταν έξω από τη νοτιοδυτική γωνία της Αγοράς του Θησέως, ανάγεται στον 7ο αι. π.Χ. και πιθανόν σχετίζεται με τη λατρεία των νεκρών του παρακείμενου νεκροταφείου. Η φύση της λατρείας είναι γενικά άγνωστη. Ο αρχιτεκτονικός του διάκοσμος χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ. και λόγω της θέσης σε σταυροδρόμι, λόγω της γειτνίασης του παρακείμενου νεκροταφείου της γεωμετρικής και Ανατολίζουσας περιόδου (ο λεγόμενος τάφος της Πλούσιας Αθηναίας, του 850 π.Χ., απέχει περίπου 10 μέτρα στα ανατολικά), αλλά και του τριγωνικού σχήματος του περίβoλου, θεωρείται ότι πρόκειται για ιερό της Εκάτης. Εναλλακτικά έχει προταθεί η ταύτιση του μνημείου με Ηρώον. Το μικρό τριγωνικό ιερό ανασκάφηκε στο χώρο ακριβώς πίσω από τη Νοτιοδυτική Κρήνη το 1966 και το 1967. Η θέση του είναι στη συμβολή των οδών που έρχονταν από την Πνύκα και την Ακρόπολη και προσέγγιζαν την Αγορά μέσω της Νοτιοδυτικής Κρήνης. Στο ανατολικό του άκρο βρέθηκε στην αρχική του θέση ένας όρος από πεντελικό μάρμαρο που επιγράφεται TO HIERO και ανήκει στον ύστερο 5ο αι. π.Χ. Ίχνος της θέσης ενός ανάλογου όρου έχει βρεθεί και στο δυτικό άκρο της ίδιας πλευράς. Το ιερό περιβαλλόταν από τριγωνικό περίβολο με πολυγωνική τοιχοδομία. Η κάθε πλευρά είχε μήκος περίπου 8,67 μ. Αποτελείται από καλά δουλεμένους δόμους από ασβεστόλιθο της Ακρόπολης. Μεταξύ των κενών που υπάρχουν ανάμεσα στους μεγάλους δόμους έχουν προστεθεί μικρότερες πέτρες.
Στον 11ο και το 12ο αι. η περιοχή καθαρίστηκε προκειμένου για την κατασκευή ενός μεγάλου βυζαντινού κτηρίου, του οποίου χαρακτηριστικό στοιχείο είναι οι 18 μεγάλοι πίθοι που βρέθηκαν. Δύο από αυτούς είχαν χωθεί κατά μήκος στον ανατολικό και στο βόρειο τοίχο του ιερού αντίστοιχα. Σώζεται σε μεγάλο βαθμό ο ανατολικός τοίχος (σε μήκος 2,40 μ.), ενώ από το δυτικό τοίχο έχει χαθεί το ανώτερο τμήμα (σώζεται σε ύψος 1,10 μ.). Ο νότιος τοίχος καθώς και ένας πιθανός τρίτος όρος έχουν καταστραφεί πλήρως. Ο ανατολικός και ο βόρειος τοίχος ενώνονται σε γωνία περίπου 60 μοιρών, που σώζεται σε άριστη κατάσταση. Το σχέδιο του ιερού θα ήταν μάλλον αυτό ενός ισοσκελούς τριγώνου στην κάτοψη. Το δάπεδο βρίσκεται σε ύψος 1 μ. πάνω από το επίπεδο του παρακείμενου δρόμου. Σε χαμηλότερο στρώμα οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ακατέργαστους λίθους ομαδοποιημένους σε μια κατασκευή που πιθανόν αποτελεί βωμό και συνοδεύονται από κεραμική του 7ου αι. π.Χ. Το στοιχείο αυτό θεωρείται σημαντικό για την απαρχή της λατρείας στη θέση εκείνη. Το δάπεδο του ιερού του 5ου αι. π.Χ. βρίσκεται πάνω στην πρώιμη αυτή κατασκευή. Πάντως είναι αξιοπερίεργο ότι δεν έχουν βρεθεί καθόλου αναθήματα. Ανάλογα τριγωνικά ιερά έχουν ανασκαφεί στη Δήλο και ιδιαίτερα στην Ερέτρια, όπου η φάση γύρω στο 400 π.Χ. παρουσιάζει την ίδια κάτοψη ενός ισοσκελούς τριγώνου.
| Η Πόλη των Λόφων |
078
Η χρονολόγηση προέκυψε από τη μελέτη της κεραμικής που ανασκάφηκε από το στρώμα κάτω από το δάπεδο και από αποθέτες που βρέθηκαν ακριβώς έξω από το βόρειο τοίχο του περίβολου. Η πλειονότητα των αγγείων ανήκει στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. (ερυθρόμορφα και μελαμβαφή αγγεία ως επί το πλείστον). Πιο πιθανή, για λόγους ιστορικούς, είναι η χρονολόγηση στα έτη που σημαδεύτηκαν από εξασθένηση ή και παύση των επιχειρήσεων του Πελοποννησιακού πολέμου, μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Στον 4ο αι. π.Χ. χτίστηκε ένας αναλημματικός τοίχος από ασβεστόλιθο της Ακρόπολης, επίσης με πολυγωνική τοιχοποιία. Είναι προσανατολισμένος προς τα ανατολικά του βορειοανατολικού άκρου του τριγωνικού περίβολου. Σώζεται ένα άνοιγμα στον τοίχο αυτό, που φαίνεται πως θα πρέπει να αποδοθεί στην ύπαρξη ενός πρόπυλου. Ίσως ο τοίχος αυτός να αποτελεί τμήμα ενός περίβολου που θα όριζε τον ιερό χώρο, με τον τριγωνικό περίβολο να επέχει θέση άβατου, όπου δεν επιτρεπόταν η ανθρώπινη παρουσία. Την περίοδο εκείνη το έδαφος γύρω από το ιερό ανέβηκε αρκετά και ο όρος καλύφθηκε εντελώς. Με βάση τις ενδείξεις της ανασκαφής, το ιερό παρέμεινε στη θέση του ως και τη Ρωμαϊκή περίοδο. Στα αριστερά του περίβολου, στην άλλη άκρη της οδού, βρίσκονταν η οικία και το εργαστήριο του γλύπτη Μικίωνα.
.
Το μεγαλύτερο μέρος του κτίσματος είναι μέχρι σήμερα θαμμένο. Αν και το σχήμα του είναι συγκεκριμένο, η λατρευτική του χρήση, καθώς και η θεότητα που πρεσβεύει, δεν έχουν ταυτιστεί με ακρίβεια.
218. Ιερό Μειλίχιου Διός | 444. Ιερό Θησέως (Θησείον) Γενικά Στοιχεία
δ
ύο πρώιμες αρχαϊκές επιγραφές (6ος αι. π.Χ.) που αναφέρουν “ΗΟRΟS ΔΙOS” και “HOROS” με γραφή “επί τα λαιά” οδήγησαν στην ταύτιση των ορατών αρχαιοτήτων στον πρόβολο του Λόφου των Νυμφών με το αρχαιότερο ιερό του Διός στην Αττική.
Η λατρεία του Υψίστου (μειλίχιου) Δία, σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα, φαίνεται ότι ήταν η επικρατέστερη στην περιοχή γύρω από τη Πνύκα. Άλλωστε με τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων συνδέονται και οι λατρείες των χθόνιων θεοτήτων, των Μουσών, των Νυμφών, του Πανός, της Ειλείθυιας και της Αρτέμιδος, που έχουν τα ιερά τους στην περιοχή. Στο κέντρο του προβόλου, όπου και ο κύριος χώρος του ιερού του Διός, λαξευτή κατασκευή με περιμετρικούς αγωγούς πιστεύεται ότι είναι ο βωμός του θεού. Στα νότια η περιοχή αυτή ορίζεται από ραβδωτή οδό, στην οποία πιθανόν αναφέρεται και η επιγραφή “HOROS”. Όλη η επιφάνεια διαμορφώνεται σε πέντε λαξευτά στο φυσικό βράχο άνδηρα, που βρίσκονται σε λειτουργική σχέση μεταξύ τους, επικοινωνώντας με κλίμακες, ενώ δύο είσοδοι με λαξευμένα σκαλοπάτια δίνουν πρόσβαση στο ιερό από τα νότια. Στα επίπεδα των πέντε ανδήρων εντυπωσιάζει η πυκνότητα των βωμών, των λαξευμένων αγωγών, των δωματίων, των φρεατίων και των δεξαμενών, που η έρευνα τους αποδεικνύει τη συνεχή χρήση του χώρου από τα αρχαϊκά έως τα μεταβυζαντινά χρόνια.
1.
Σύμφωνα με τον μύθο, έπειτα από την επιτυχή για τους Αθηναίους εκστρατεία στη Σκύρο, ο Κίμων προέβη σε μετακομιδή των λειψάνων του Θησέως από τη νήσο στην Αθήνα, όπου εγκαθίδρυσε για την στέγαση τους μικρό ιερό, το καλούμενο Θησείον, σε κεντρικό σημείο της πόλης, όπως αναφέρουν ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Η ακριβής θέση του ιερού παραμένει άγνωστη στις μέρες μας. Μερικοί το ταυτίζουν με το τετράγωνο κτίριο στον χώρο της αρχαϊκής Αγοράς του Θησέως, ανάμεσα στη Μέση Στοά και στη Νότια Στοά της μεταγενέστερης Αγοράς, όπου παλαιότερα τοποθετείτο το Γυμνάσιο του Πτολεμαίου, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι βρισκόταν νοτίως της Ρωμαϊκής Αγοράς, πλησίον των ιερών των Ελευσινίων Θεών, σε χώρο που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Μία τρίτη άποψη, βασιζόμενη στις μαρτυρίες ενεπίγραφων καταλόγων νικητών αγώνων που τελούνταν προς τιμήν του Θησέως, το αναζητεί μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά της Αγοράς, κάπου στην περιοχή της σημερινής Πλάκας (πιθανά μεταξύ των οδών Διοσκούρων και Πανός). Κατά μία τελευταία θεωρία, πρέπει να κατασκευάσθηκαν, μετά το πέρας των Περσικών Πολέμων, δύο Θησεία, ένας τάφος του ήρωος στον χώρο της Αγοράς του Σόλωνος, κοντά στο Λεωκόρειο, τον Βωμό των Δώδεκα Θεών και το Ωδείο του Αγρίππα (το οποίο στα χρόνια του Παυσανία ήταν ήδη γυμνάσιο) και ένα ευρύτερο τέμενος αφιερωμένο στη λατρεία του Θησέως στα νότια της Ρωμαϊκής Αγοράς. Σύμφωνα με τον Παυσανία, τους τοίχους του ιερού κοσμούσαν μία σειρά από ζωγραφικές παραστάσεις, διάσημα έργα του Πολυγνώτου και άλλων εξεχόντων ζωγράφων της εποχής, που απεικόνιζαν τις σκηνές της Αμαζονομαχίας και της Κενταυρομαχίας [1], μυθικές αναμετρήσεις που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα κατορθώματα του Θησέως.
Τα έργα αυτά αναφέρονται επίσης ότι βρίσκονταν εντός της Ποικίλης (ή Πεισιάνακτου) Στοάς [βλ. Μνημείο 46], οικοδόμημα της ίδιας περιόδου.
| Η Πόλη των Λόφων |
080
Ρωμαϊκή Αγορά
Ιερό του Θησέως
Αρρηφορείο
Ερέχθειο
Αριστερά απεικονίζονται τα λαξευμένα άνδηρα και οι θεμελιώσεις πάνω στον βράχο του Λόφου των Νυμφών, ενώ στο βάθος διακρίνονται η Αγία Μαρίνα και το Αστεροσκοπείο. Επάνω: γραμμική αναπαράσταση μίας εκ των πιθανών θέσεων του Ιερού του Θησέως, στον χώρο μεταξύ της Ρωμαϊκής Αγοράς και του λόφου της Ακροπόλεως.
Αθήνα 600-479 π.Χ. Γενικά Στοιχεία Περιόδου
ο
όρος “Αρχαϊκός” επινοήθηκε τον 18ο αιώνα από ιστορικούς της τέχνης προκειμένου να χαρακτηρίσει την μεταβατική περίοδο της ελληνικής τέχνης μεταξύ της γεωμετρικής (9ος-7ος αι. π.Χ.) και της κλασικής εποχής (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Τα χρονικά όρια της αρχαϊκής περιόδου καλύπτουν σε γενικές γραμμές τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. (650-500 π.Χ.). Η λήξη των περσικών πολέμων σηματοδοτεί την μετάβαση στην επόμενη κλασική περίοδο. Ο όρος αρχαϊκός είχε αρχικά αξιολογικό περιεχόμενο και εθεωρείτο ότι αποτελούσε απλώς το “πρωτόγονο” προανάκρουσμα της μεγάλης κλασικής τέχνης, κυρίως στην πλαστική. Σήμερα ο όρος έχει μόνο χρονολογική σημασία και αναφέρεται στην μεγάλη πολιτική, κοινωνική, οικονομική και καλλιτεχνική μεταμόρφωση του ελληνικού κόσμου κατά τον 6ο αι. π.Χ.
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού κατά τον 7ο αι. π.Χ. και η ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων πόρων οδήγησαν στην κατάρρευση της κοινωνικής οργάνωσης κατά γένη ή φυλές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφ΄ ενός την μεγάλη εξάπλωση του ελληνικού εμπορίου σε όλη τη Μεσόγειο και αφ΄ ετέρου την ανάδυση της πόληςκράτους, που αναδείχθηκε στο βασικό κύτταρο πολιτικής και αστικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα, με αριστοκρατικό, ολιγαρχικό ή τυραννικό καθεστώς. Με την βοήθεια νομοθετών, θεσπίζονται νόμοι, που βοηθούν στην δικαιότερη και αποτελεσματικότερη διοίκηση των πόλεων-κρατών και ρυθμίζουν τις μεταξύ τους διαρκείς διενέξεις. Στην ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των πόλεων-κρατών βαρύνοντα ρόλο έχει η επίσημη ίδρυση των πανελλήνιων αγώνων, στην Ολυμπία ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. (Ολύμπια, 776 π.Χ.), τους Δελφούς (Πύθια, 590 π.Χ.), την Ισθμία ( Ίσθμια, 582 π.Χ.) και την Νεμέα (Νέμεα, 573 π.Χ.), πολλών τοπικών, με επιφανέστερα τα Παναθήναια (Αθήνα, 566 π.Χ.) καθώς και θρησκευτικών - πολιτικών ενώσεων, των αμφικτιονιών (Δελφοί, Πανιώνιον, κλπ).
1.
Τόσο στα αστικά όσο και στα θρησκευτικά κέντρα, οι πόλεις-κράτη και τύραννοι, όπως π.χ. ο Πεισίστρατος στην Αθήνα, ο Πολυκράτης στη Σάμο συναγωνίζονται στην κατασκευή εντυπωσιακών οικοδομημάτων και την εκτέλεση δημόσιων οικοδομικών προγραμμάτων. Η ραγδαία αύξηση του εμπορίου και ο αποικισμός, δηλ. η ίδρυση πλήθους αποικιών και εμπορικών σταθμών σε όλες τις μεσογειακές ακτές, έχει ως αποτέλεσμα την ευρύτερη χρήση του αλφαβήτου (είχε ήδη εισαχθεί τον 8ο αι. π.Χ. από τους Φοίνικες), και του νομίσματος από τους Λυδούς, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εμπορικές συναλλαγές. Η προσαρμογή του αλφαβήτου στις ελληνικές διαλέκτους, εκτός από εμπορικούς σκοπούς οδήγησε στην μεγάλη διάδοση του γραπτού λόγου, με την καταγραφή των ομηρικών επών, την εμφάνιση της λυρικής ποίησης, τις πρώτες απόπειρες καταγραφής της ιστορίας και την προσπάθεια κατανόησης του Κόσμου (ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι). Η συνάντηση των Ελλήνων με τους ανατολικούς πολιτισμούς εμπλούτισε την ελληνική τέχνη με νέα εκφραστικά μέσα. Κατά τον 7ο αι. π.Χ. οι Έλληνες υιοθετούν αιγυπτιακά και ανατολικά θέματα και ρυθμούς διακόσμησης (κούροι, μυθικά όντα, όπως γρύπες, σφίγγες), προσαρμοσμένους όμως στο δικό τους καλλιτεχνικό αισθητήριο. Η αρχαιότερη φάση της αρχαϊκής πλαστικής (δαιδαλική) χαρακτηρίζεται από μετωπικότητα και δυσαναλογία στην απόδοση των μερών του σώματος, βαθμιαία όμως επικρατεί η τάση προς φυσιοκρατικότερη απόδοση, ικανοποιώντας με την λεγόμενη “λανθάνουσα κίνηση”, ένα από τα βασικότερα αιτήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, το “ζωτικόν φαίνεσθαι”, δηλ., να φαίνεται ότι το γλυπτό ζεί ή κινείται. Από τα κεραμικά εργαστήρια του 7ου αι. π.Χ. ξεχωρίζουν το κορινθιακό και το πιο συντηρητικό αττικό [1]. Αργότερα, στα 530/520 π.Χ. επινοήθηκε στην Αθήνα ο ερυθρόμορφος ρυθμός στην κεραμική, όπου όλες οι μορφές παραμένουν στο ερυθρωπό χρώμα του πηλού και προβάλλονται στο μελανό βάθος.
Αρχικά στην Κόρινθο (7ος αι. π.Χ.) και αργότερα στην Αθήνα (620 π.Χ. περ.) εμφανίζεται μελανόμορφος ρυθμός, δηλ ο τρόπος διακόσμησης αγγείων με μελανές μορφές και εγχάραξη για την απόδοση των λεπτομερειών. Τα κορινθιακά κεραμικά προϊόντα κυριάρχησαν στις μεσογειακές αγορές μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι. π.Χ., οπότε έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στα ανώτερης ποιότητας αττικά μελανόμορφα αγγεία, τα οποία διακοσμούνται από μεγάλους ζωγράφους, όπως ο Ζωγράφος του Νέσσου, ο Σοφίλος, ο Λυδός, ο Άμασις και ο Εξηκίας.
| Η Πόλη των Λόφων |
082
Χάρτης Περιόδου Αρχαιολογικές Αναφορές & Σημεία Ενδιαφέροντος
ος ε ήμ
Προ
ς Ελ
ια
Ελευσίνιον Ολυμπίειον Ναός Δήμητρος & Κόρης Εκατόμπεδον (Προπαρθενών) Ναός Αθηνάς Νίκης Αρχαϊκό Θέατρο Διονύσου Εννεάκρουνος Οδός Παναθηναίων Οδός Τριπόδων Αιακίον Ιερό Ηρακλέους Παγκρατούς Αγορά Σόλωνος Βωμός Δώδεκα Θεών
030
αδ Ακ
010 014 016 017 019 020 021 022 023 024 032 033 225
IX
Πρ
II
ευσ
ίς
XI
449 ς
ύ αιε
ιρ
ς ρο
Πε
Π
III 225 022
εσόγεια
Προς Μ
X
033 021
I II III IV V VI VII VIII IX
024
Λόφος Αρδηττού Ιλισσός ποταμός Ηριδανός ποταμός Λόφος Ακροπόλεως Άρειος Πάγος Λόφος Νυμφών Λόφος Πνύκας Λόφος Μουσών Λόφος Λυκαβηττού
010
VI
023
V
029
028
IV
019
030
001
VII 031
014
020
Σημεία ενδιαφέροντος
VIII
Χάρτης σύγχρονης πόλης
II 016
015
I
012 411
XIV
Υφιστάμενη οχείρωση Παλαιότερη οχείρωση
1000μ.
XIII
ν
500μ.
028
νιο Σού
030
ος
Πρ
Οδός ή μονοπάτι περιόδου αναφοράς
100μ.
032
017
14. Ιερόν Ολυμπίου Διός (Ολυμπίειον) Γενικά Στοιχεία
θ
εωρείται ένα από τα σπουδαιότερα, αλλά και πιο πολυσύχναστα, ιερά της αρχαίας Αθήνας, η τύχη του οποίου συνυφάνθηκε με τις πολιτειακές μεταβολές που σημειώθηκαν στην πόλη ανά τους αιώνες. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ακροπόλεως, στο νότιο τμήμα της πόλης (περιοχή Ιλισσού ποταμού). Βορείως του τεμένους διερχόταν δρόμος με γεωμετρικούς τάφους, ενώ στα νότια του ιερού ανακαλύφθηκαν προϊστορικά όστρακα καθώς και κεραμική των αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων. Οι ενδείξεις που προκύπτουν από τις ανασκαφικές έρευνες χρονολογούν τις απαρχές της λατρείας του Διός στην περιοχή, στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Μέσα σε έναν μεγάλο, ορθογώνιο περιτειχισμένο χώρο στέκονται μέχρι σήμερα δεκαπέντε τεράστιοι κορινθιακοί κίονες, που κάποτε περιέβαλλαν τον μεγαλοπρεπή ναό του Ολυμπίου Διός (γνωστού και ως ”Ολυμπίειον”).
Ο ναός πρωτοχτίσθηκε μάλλον από τον Πεισίστρατο κατά το β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Είχε την μορφή περίπτερου ναού και σε μέγεθος ξεπερνούσε τον τότε ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, αντανακλώντας την υπερηφάνεια της εξουσίας του επίγειου άρχοντα. Στο δ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. οι Πεισιστρατίδες έθεσαν σε εφαρμογή το μεγαλεπήβολο σχέδιο της ανέγερσης ενός νέου, τεραστίων διαστάσεων, περίπτερου δωρικού ναού του Διός, που θα ανταγωνιζόταν σε όγκο και επιβλητικότητα τα τότε μεγάλα αρχαϊκά ναϊκά οικοδομήματα της Ιωνίας [1]. Οι εργασίες για την αποπεράτωσή του διακόπηκαν με την πτώση της τυραννίδος το 510 π.Χ., όταν ο Ιππίας εκδιώχθηκε από την Αθήνα.
1.
Μετά τα Μηδικά (479/8 και έπειτα), μέρος του οικοδομικού υλικού του Ολυμπιείου (σπόνδυλοι κιόνων) χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή της ανατολικής πλευράς της Θεμιστόκλειας οχύρωσης. Τότε ο ναός βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα (είχε φθάσει μόλις μέχρι το ύψος του στυλοβάτη). Στα πρώιμα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου (γ΄τέταρτο 4ου αι. π.Χ.), ο Λυκούργος, ο τελευταίος Αθηναίος ιδρυτής μεγάλων οικοδομημάτων, επιχείρησε να ολοκληρώσει τον ναό, οι προσπάθειες του όμως δεν ευοδώθηκαν. Οι εργασίες για την ανοικοδόμηση του επαναλήφθηκαν στα ελληνιστικά χρόνια από τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή (175-163 π.Χ.), πάνω σε σχέδια του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Κοσσούτιου· ωστόσο, ο ναός δεν είχε προλάβει να ολοκληρωθεί όταν πέθανε ο Αντίοχος, με αποτέλεσμα να παραμείνει ημιτελής έως την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Έπειτα από την επιδρομή του 86 π.Χ. στην Αθήνα, ο Σύλλας μετέφερε κίονες του ναού στην Ρώμη για την διακόσμηση του ναού του Καπιτωλίου Διός. Στους χρόνους του Οκταβιανού Αυγούστου (63 π.Χ. - 14 μ.Χ.) έγιναν περιορισμένες ανανεωτικές εργασίες, με πρωτοβουλία ελασσόνων ηγεμόνων του διαλυμένου τότε συριακού βασιλείου (των Σελευκιδών), οι οποίοι θέλησαν να αφιερώσουν τον ναό στο genius του ρωμαίου αυτοκράτορα. Τον εξωραϊσμό όλου του χώρου του ιερού και την αποπεράτωση του ναού ανέλαβε περίπου δύο αιώνες αργότερα, κατά την πενταετία 125 - 130 μ.Χ., ο φιλέλληνας αυτοκράτορας Αδριανός.
Σημείωση: οι “αντίζηλοι” ήταν το Ηραίον της Σάμου, το Αρτεμίσιον της Εφέσου και το Διδυμαίον της Μιλήτου.
| Η Πόλη των Λόφων |
084
Στην τελική του μορφή το κτίριο διαρθρωνόταν σε δίπτερο ναό κορινθιακού ρυθμού, με προσθήκη και τρίτης κιονοστοιχίας στις στενές πλευρές, που εσωτερικά διακρινόταν σε τρία μέρη (πρόναο, σηκό, οπισθόδομο) και ίσως έφερε επιπλέον εσωτερικές ιωνικές κιονοστοιχίες κοντά στους εξωτερικούς τοίχους για την στήριξη της στέγης. Στον σηκό φυλασσόταν το κολοσσιαίο λατρευτικό χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός και κοντά σε αυτό ανδριάντας του Αδριανού, που λατρεύτηκε επίσης ως θεός στον ίδιο ναό. Παράλληλα, ένας μεγάλος ορθογώνιος περίβολος, ενισχυμένος με αντηρίδες και με μνημειακή είσοδο με πρόπυλο στην βόρεια πλευρά του (κοντά στην βορειοανατολική γωνία), υψώθηκε προστατευτικά γύρω από τον ναό. Τέλος, σε θέση παρακείμενη προς τον ναό κατασκευάσθηκε η λεγόμενη Πύλη του Αδριανού [2], αυτοτελές αψιδόμορφο κτίσμα που λειτούργησε ως θριαμβικό τόξο, ανάλογο με αυτά που υπήρχαν σε πολλά σημεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. κατά τη βυζαντινή περίοδο φιλοξένησε τον [80] Ναό του Αγίου Νικολάου, ενώ στα οθωμανικά χρόνια “στέγασε” τον [132] Άγιο Ιωάννη στις Κολώνες και ένα μικρό τέμενος, γνωστό ως [161] Προσκύνημα Αραπάδων. Η σταδιακή καταστροφή του Ολυμπιείου στις περιόδους που ακολούθησαν οφειλόταν μάλλον σε φυσικά αίτια (σεισμούς), ενώ σοβαρότατες βλάβες προξένησαν και οι Τούρκοι, οι οποίοι μετέβαλαν τους κίονες σε ασβέστη για την αντιμετώπιση οικοδομικών αναγκών. Στους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας ένας μοναχός, γνωστός ως Στυλίτης, είχε εγκαταστήσει επάνω στο επιστύλιο των δυτικότερων κιόνων της νοτιοδυτικής γωνίας του ναού το κελί του, τα ερείπια του οποίου ήταν ορατά έως την εποχή του Όθωνος.
2.
Θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί το 131 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την Αθήνα για να εγκαινιάσει τον ναό και πιθανόν πέρασε κάτω από την αψίδα κατά την είσοδο του στο ιερό του Διός.
Λεπτομέρεια κιονόκρανου, μίας εκ των ελαχίστων στυλών που στέκουν ακόμα στη θέση τους. Η μεγαλοπρέπεια τότε δεν αφορούσε μόνο τις γενικές διαστάσεις του μνημείου.
16. Ναός Αγροτέρας Αρτέμιδος Γενικά Στοιχεία
λ
ίγα μέτρα ΒΑ της Αγίας Φωτεινής, στους πρόποδες του λόφου, όπου βρίσκεται σήμερα η συνοικία Μετς, ήταν χτισμένος ένας μικρός ιωνικός ναός τετράστυλος, αμφιπρόστυλος, που παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με τον ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη. Ο ναός λέγεται ότι χτίστηκε με σχέδια του Καλλικράτη γύρω στο 440 π.Χ. Πιθανότερα όμως προϋπήρχε από τον 6ο αι. π.Χ. και ήταν αφιερωμένος στην Δήμητρα και την κόρη της, ονομασία που διατηρήθηκε ως και τον 3ο αι. π.Χ.. Τη μορφή του τη γνωρίζουμε από τα θαυμάσια σχέδια των Stuart και Revett. Το 1778, με πρωτοβουλία του βοεβόδα των Αθηνών Χατζή Αλή Χασεκή, ο ναός καταστράφηκε εντελώς, εκτός από τη θεμελίωση του, προκειμένου το υλικό του να χρησιμοποιηθεί στην ανέγερση του νέου τείχους της πόλης για την αντιμετώπιση των Τουρκαλβανών. Τότε καταστράφηκε και η ρωμαϊκή μαρμάρινη τρίτοξη γέφυρα του ποταμού μπροστά στο Παναθηναϊκό στάδιο. Από τον ιωνικό ναό σώζεται σήμερα στη θέση του, στη διασταύρωση της οδού Αρδηττού με την οδό Δ. Κουτουλά, μόνο ένα τμήμα του πώρινου αναλημματικού του τοίχου. Σώζεται επίσης τμήμα της σίμης του (Πάνω από γείσο, συγκεντρώνει τα νερά της στέγης), δύο βάσεις κιόνων καθώς και μερικές πλάκες της ζωφόρου του, που βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Αθήνας, στο Staatliche Museum του Βερολίνου και στο Kunsthistorishes Museum της Βιέννης.
Το θέμα της παράστασης της ζωφόρου παραμένει άγνωστο. Σε μερικά κομμάτια της εικονίζονται ανδρικές μορφές, άλλες όρθιες, άλλες καθισμένες σε βράχο. Σε άλλα κομμάτια εικονίζονται σκηνές μάχης ή αρπαγής γυναικών. Ο Μobius υπέθεσε ότι στη ζωφόρο θα αναπαριστανόταν κάποια σημαντική γιορτή που είχε σχέση με τον Ιλισό, όπου έπαιρναν μέρος άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και στην οποία συμπεριλαμβανόταν στο τέλος και αρπαγή κοριτσιών. Ίσως αυτό αποτελεί και μια παραλλαγή του γνωστού από τον Ηρόδοτο μύθου σχετικά με την επίθεση των γειτόνων Πελασγών εναντίον των κορασίδων των Αθηναίων, καθώς αυτές κουβαλούσαν νερό από την πηγή ή ενώ γιόρταζαν τα Μικρά Μυστήρια.
Ο Κerenyi υποστήριξε ότι μπορεί να εικονίζεται ο γνωστός από τον Απολλόδωρο μύθος του Υακίνθου και η θυσία των θυγατέρων του, των Παρθένων (Ανθηίδα, Αιγληίδα, Λυσία και Ορθία) πάνω στον τάφο του Κύκλωπα Γεραίστου. Ο μικρός αυτός ναός ταυτίζεται με τον ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδος (λατρευόταν ως Αγροτέρα ή Αγραία, θεά της άγρας, δηλαδή του κυνηγιού), που όπως μαθαίνουμε από τον Παυσανία υπήρχε στην τοποθεσία “Άγρες” (περιοχή νότια του Ιλισού στις παρυφές του Αρδηττού), κοντά στη διάβαση του Ιλισού. Ο ναός του Ιλισσού τα πρωτοχριστιανικά χρόνια (5ος αι. μ.Χ.) αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία και μετονομάστηκε στη Παναγιά στην πέτρα. “Η Άρτεμις και ο θεός του Μαμωνά” είναι ο τίτλος αναλυτικού ρεπορτάζ γερμανικής εφημερίδας [1], με θέμα τον ναό της Αρτέμιδας της Αγροτέρας την περιοχή της ακρόπολης. Παρουσιάζεται αναλυτικά η ιστορία του ναού που, ενώ δεν υπάρχουν επαρκή αρχαιολογικά ίχνη, θεωρείται πολύ σημαντικός και το αρχαιολογικό συμβούλιο έχει αποφανθεί επανειλημμένα για την αξιοποίηση του. Όμως οι εργολάβοι τον διεκδικούν ως χώρο οικοδόμησης: “Η πρωτοβουλία πολιτών που ενδιαφέρεται για την αναστήλωση του ναού και την αρχαιολογική αξιοποίηση του χώρου μαζεύουν υπογραφές για επερώτηση στην ευρωβουλή, ενώ η πολιτεία αγωνίζεται με εκθέσεις ειδικών εκτιμητών, αρχαιολόγων και μη.” “Στην Ελλάδα εκτιμάται μόνον ότι υπάρχει στην επιφάνεια της γης, όχι ότι βρίσκεται κάτω από αυτήν”, φέρεται να δηλώνει στη γερμανική εφημερίδα ο καθηγητής Μανόλης Κορρές, και η εφημερίδα καταλήγει: “στο διπλανό οικόπεδο χτίστηκε στη δικτατορία ένα πομπώδες κτίριο και επετράπη να χρησιμοποιηθούν τμήματα των θεμελίων του ναού. Οι πολίτες που κατοικούν στην περιοχή επιδιώκουν, εάν όχι την πλήρη αναστήλωση του, τουλάχιστον την διαφύλαξη του χώρου ως αρχαιολογικού, ακόμα και τη δημιουργία ενός μικρού πάρκου που θα θυμίζει στους πολίτες την ιστορία του ναού.” ...συνεχίζεται >
1.
Εφημερίδα “Suddeutsche Zeitung”
| Η Πόλη των Λόφων |
086
Η σημερινή κατάσταση του μνημείου (Φεβρουάριος 2013) πάνω από την λεωφόρο Αρδηττού. Βρίσκεται εκτεθιμένο, ακριβώς κάτω από τον περιφραγμένο χώρο των ανασκαφών του παλιού νεκροταφείου (βλ. επόμενη σελίδα).
Ο ναός της Παναγιάς της Πέτρας, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στο βάθος διακρίνεται η γέφυρα του Παναθηναϊκού σταδίου και τμήμα του Ιλισσού ποταμού. Ο ναός απεικονίζεται αντεστραμμένος σε σχέση με την πραγματική του διεύθυνση.
16. Ναός Αγροτέρας Αρτέμιδος Γενικά Στοιχεία
ο
Δ.Σκιάς ανακάλυψε το 1897 υπολείμματα θεμελιώσεως (διαστ: 14.6 Χ 7.8 μ), αποτελούμενης από διαφόρους στρωμνάς στον βράχο και ολίγους πώρινους δόμους. Ευρέθη δε και ποσότης αναθηματικών αγγείων. Ευθύς μετά την ανακάλυψη των θεμελίων, ο W.Dörpfeld ταυτοποίησε αμέσως τα ευρήματα με τον ναό της Αρτέμιδος Αγροτέρας, ένώ τό 1923 ό C.Robert υπεστήριξε την ταυτοποίηση, στηριζόμενος κυρίως στην ερμηνεία της αναγλύφου ζωοφόρου.
Κατά την διάρκεια της διανοίξεως και κατασκευής της λεωφ. Αρδηττού το 1962, στην βάση τού βραχώδους εξάρματος όπου ίστατο ο ναός, απεκαλύφθη τοίχος πάχους 1.1μ. και κατασκευασμένος από μεγάλους πώρινους δόμους, ακολουθούσε δε παράλληλη πορεία με την Β πλευρά τού ναού και σε μήκος 8 μ. Πρόκειται περί αναλημματικού τοίχου, κατασκευασμένου να συγκρατεί την "φερτή" επίχωση για την κατασκευή ανδήρου πέριξ τού ναού. Στην επίχωση ευρέθη και ικανή ποσότης θραυσμάτων πώρου και μαρμάρου, κατάλοιπα της εργασίας των λιθοξόων κατά την διάρκεια της κατασκευής των θεμελίων και του ναού. Επί πλέον ευρέθησαν θραύσματα αγγείων καί αναθηματικά αγγεία, όμοια με τα ευρεθέντα κατά τας ανασκαφάς τού Δ. Σκιά, κατά το 1897. Από τις έξι (6) διασωθείσες πλάκες της ζωοφόρου, δύο (2) πλήρεις (Β και D) και τμήμα μιας τρίτης (C2), ευρίσκονται στό Staatliche Museen του Βερολίνου (Berlin 1483). Το συνδετικό τμήμα (C1) και μία πλήρης (Ε), ευρίσκονται στό Kunsthistorisches Museum της Βιέννης (Vienna 1903 καί 1904). Η τελευταία ευρίσκεται στο Εθνικά Αρχαιολογικό Μουσείο, σε θραυσματική κατάσταση (Athens - NM 3941 καί Athens - NM 1780).
1.
O ναός της Αρτέμιδος συχνά συγχέεται με το Μητρώον εν Άγραις, όπου εορτάζοντο τα Μικρά Μυστήρια (Μυστήρια έν Άγραις). Όμως, ή θέσις του ναού της Αρτέμιδος, δεν συμφωνεί με τις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων, οι οποίοι τοποθετούν το Μητρώον, παρά τας όχθας τού Ιλισσού, όπου ετελούντο οι εορτές με τελετές εξαγνισμού. Ο ναός υπέστη τις πρώτες σοβαρές φθορές κατά τα μέσα του 5ου αι. μ.Χ., όταν μετετράπη σε παλαιοχριστιανικό ναό. Οι τάφοι πού ευρίσκονται αμέσως στην Α πλευρά του, είναι εκείνης της περιόδου. Κατά την διάρκεια της τουρκικής κατοχής (αρχές τού 17ου αιώνα μ.Χ.), εκτίσθη νέος χριστιανικός ναός επί τού παλαιού (Παναγιά στην Πέτρα). Το 1778 κατεδαφίστηκε έως θεμελίων, για να χρησιμοποιηθεί το αρχιτεκτονικό του υλικό στην κατασκευή της νέας οχυρώσεως των Αθηνών (τείχος του χασεκή). Οι σωζόμενες πλάκες της ζωοφόρου, είχαν αφαιρεθεί πολύ ενωρίτερα, ενώ ένα τεμάχιο από την σιμή και δύο (2) βάσεις κιόνων διεσώθησαν και ευρίσκονται στον χώρο της Ρωμ. Αγοράς, βορείως του Ωρολογίου τού Κυρρήστου (Πύργος των Ανέμων). [1] Αναφέρει ο Παυσανίας [2]: Πέρα από τον Ιλισό είναι η τοποθεσία που λέγεται Άγραι και ένας ναός της Αγροτέρας Αρτέμιδος. Λένε πως η Άρτεμη κυνήγησε εδώ πρώτα, όταν ήρθε από τη Δήλο, και γι” αυτό το άγαλμά της κρατεί τόξο [...]
“Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών”, Ι. Τραυλός - 1971
2. Παυσανίας, Αττικά 19.6
| Η Πόλη των Λόφων |
088
Τοποθεσία ναού Αρτέμιδος Αγροτέρας, σε σχέση με την αρχαία, αλλά και την μεσαιωνική κοίτη του Ιλισσού ποταμού, καθώς και την σημερινή λεωφόρο Αρδηττού.
Δύο από τις διασωθείσες πλάκες της Ζωοφόρου. Η πλάκα D που βρίσκεται στο μουσείο
Staatliche Museen τού Βερολίνου και η πλάκα E, που βρίσκεται στη Βιέννη, στο Kunsthistorisches Museum.
17. Εκατόμπεδον (Προπαρθενών) Γενικά Στοιχεία
ο
παλιότερος αρχαιολογικά βεβαιωμένος ναός είναι ένας πώρινος ναός της Αθηνάς Πολιάδος, του οποίου τα θεμέλια σήμερα είναι σκεπασμένα. Ο “αρχαίος νεώς” της Αθηνάς υψωνόταν μεταξύ των μεταγενέστερων Ερεχθείου και Παρθενώνος. Τα θεμέλια που έχουν αποκαλυφθεί νοτίως του Ερεχθείου, μαζί με σπονδύλους κιόνων και λείψανα κιονοκράνων τον αποκαθιστούν ως περίπτερο ναό μεγάλων διαστάσεων, δωρικού ρυθμού, με διπλό σηκό. Αξιοσημείωτη είναι η πενταμερής διάρθρωση του εσωτερικού του ναού, που προφανώς διαμορφώθηκε σε συνάρτηση με τις λατρευτικές ανάγκες για τις οποίες προοριζόταν. Ο ανατολικός σηκός με τα δύο δωμάτια στέγαζε το “διιπετές” άγαλμα της θεάς Αθηνάς, που σε κατοπινή εποχή φυλασσόταν εντός του Ερεχθείου. Ο δυτικός σηκός αποτελείτο από τρία δωμάτια, αφιερωμένα στις λατρείες των Ποσειδώνος-Ερεχθέως, του Βούτου και του Ηφαίστου, οι οποίες επίσης κληροδοτήθηκαν στο Ερέχθειο.
Με την περσική εισβολή του 480 π.Χ. ο “αρχαίος νεώς” καταστράφηκε. Μετά την επιστροφή των Αθηναίων από την Σαλαμίνα, πολλά μέλη του ναού εντοιχίσθηκαν στο βόρειο τείχος της Ακροπόλεως, ενώ ένα μέρος του [1] διατηρήθηκε και επισκευάσθηκε προς συνέχιση της λατρείας. Το 454 π.Χ. το κοινό συμμαχικό ταμείο της Α΄ Αθηναϊκής ή Δηλιακής Συμμαχίας μεταφέρθηκε από την Δήλο στον οπισθόδομο του ναού. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ξενοφώντος, στα 406/5 π.Χ. “ο παλαιός ναός της Αθηνάς ενεπρήσθη”, δεν γνωρίζουμε όμως αν η μνεία του αφορά τον υπό εξέταση ναό ή το Ερέχθειο, που μόλις προσφάτως τον είχε αντικαταστήσει. Είναι πάντως βέβαιο ότι ο ναός σωζόταν ακόμη τον καιρό της ανέγερσης του Ερεχθείου. Τα ίχνη του χάνονται οριστικά από τον 2ο αι. μ.Χ. και εξής, ίσως δε η χρήση του να είχε σταματήσει νωρίτερα. Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που του αποδίδονται [2], αξιοπρόσεχτη είναι η κεφαλή μιας Γοργόνας που χρησίμευε ως ακρωτήριο καθώς και τα δύο αετώματα.
Ο ναός οικοδομήθηκε μέσα στον 6ο αι. π.Χ., με χρηματοδότηση από την αθηναϊκή αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Στους γεωμετρικούς χρόνους θα πρέπει να υπήρχε στην ίδια περίπου θέση ναΐσκος που παραδίδεται από τον Όμηρο (“πίων νηός”, “Ερεχθήος πυκινός δόμος”), λιγοστά κατάλοιπα του οποίου έχουν διασωθεί. Με βάση το υλικό των θεμελίων, κάποιοι αναγνώρισαν στο ναό δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις· μία περί το 570 π.Χ., στην οποία τοποθετούνται ο σηκός και ο πρόδομος, και μία δεύτερη στα 529-520 π.Χ., οπότε προστέθηκε από τους Πεισιστρατίδες η εξωτερική περίσταση. Κατ' άλλους, ο ναός είχε λάβει ευθύς εξαρχής τις μεγάλες του διαστάσεις (570 π.Χ.) και οι Πεισιστρατίδες τον ξανάχτισαν δίνοντας του πιο εκσυγχρονισμένη μορφή (529520 π.Χ.). Τέλος, μερικοί θεωρούν ότι ο ναός γνώρισε μία και μοναδική οικοδομική φάση μέσα στον 6ο αι. (529-520 ή 510-500 π.Χ.), ενώ τα μέλη που χρονολογούνται στο α΄ ήμισυ του αιώνα ανήκαν μάλλον σε άλλο κτίσμα, ενδεχομένως στον καλούμενο Πρωταρχικό Παρθενώνα (Urparthenon).
Μετά τη μάχη του Μαραθώνα αρχίζει να χτίζεται ο Προπαρθενών Ι, έμεινε όμως ημιτελής, μέχρι το ύψος μερικών σπονδύλων των κιόνων του. Το 480-479 π.Χ. καταστρέφεται από τους Πέρσες μαζί με τα άλλα μνημεία της Ακρόπολης. Μετά την επιστροφή των Αθηναίων στην πόλη, οι σπόνδυλοι του κατεστραμμένου ναού χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης, όπου είναι μέχρι σήμερα ορατοί για τον επισκέπτη που κοιτάζει το βράχο από την πλευρά της οδού Αθηνάς και το Μοναστηράκι.
1.
Στη συνέχει ο Κίμων ανέθεσε την κατασκευή ενός δεύτερου Παρθενώνα στον αρχιτέκτονα Καλλικράτη (Προπαρθενών ΙΙ). Και αυτό το εγχείρημα όμως έμεινε ημιτελές με το θάνατο του Κίμωνα το 450 π.Χ. Το 447/6 π.Χ. αρχίζει η λατόμευση μαρμάρου για ένα νέο, μεγαλύτερο Παρθενώνα, αυτόν που θα ολοκληρωθεί τελικά στα πλαίσια του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή για την Αθήνα.
Το τμήμα αυτό του ναού αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως “μέγαρον προς εσπέρην τετραμμένον”.
2. Βάσει των σωζόμενων μορφών, έχει υποτεθεί ότι το ένα αέτωμα το καταλάμβαναν οι μορφές ενός λέοντος και μίας λέαινας που κατασπαράσσουν ταύρο, πλαισιωμένες από την πάλη του Ηρακλή με τον Τρίτωνα και από τρισώματο Δαίμονα και μία άλλη μορφή. Στο άλλο αέτωμα εικονιζόταν Γοργόνα πλαισιωμένη από λιοντάρια και, εκατέρωθεν, από τα αριστερά η Γέννηση της Αθηνάς (;) και από τα δεξιά η Αποθέωση του Ηρακλέους στον Όλυμπο. | Η Πόλη των Λόφων |
090
Το ένα από τα δύο αετώματα του μνημείου, όπως εκτίθεται στον πρώτο όροφο του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Στο μέσο διακρίνονται οι μορφές των δύο λεόντων και του θηράματος, ενώ αριστερά ο Ηρακλής παλεύει με τον Τρίτωνα. Στα δεξιά, ο λεγόμενος Τρισώματος Δαίμονας, κρατάει τα σύμβολα των τριών στοιχείων της φύσης στα χέρια του.
Σχεδιαστική απεικόνιση όλων των κατασκευαστικών περιόδων του Παρθενώνα, από τον 6ο αι. π.Χ. μέχρι σήμερα. Στα δεξιά της εικόνας εμφανίζονται οι πρώτες φάσεις, με το κτίσμα που επισημαίνεται να αναφέρεται ως Προπαρθενών ΙΙ. Στο κέντρο του προϋπήρχε ο αρχαίος πόρινος ναός της Αθηνάς. Η οπτική είναι από την ανατολική μεριά του βράχου.
20. Ιερό Διονύσου Ελευθερέως Γενικά Στοιχεία
τ
ο ιδιαίτερο ιερό του Διονύσου Ελευθερέως άρχισε να διαγράφεται στις νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου της Ακροπόλεως στο β΄ ήμισυ του 6ου αι. π.Χ., επί Πεισιστρατιδών ή λίγο αργότερα, την εποχή που η λατρεία του θεού εισήχθη στην Αθήνα από τις Ελευθερές, βοιωτική πόλη και μετέπειτα αθηναϊκό δήμο στα σύνορα Αττικής - Βοιωτίας. Ήταν το τρίτο και αρχαιότερο από τα ιερά του Διονύσου στην Αθήνα, μαζί με το “εν Λίμναις Διονύσιον” και το ιερό του Διονύσου Ληναίου, του οποίου η λατρεία θεωρείται ότι μεταφέρθηκε τον 5ο αι. π.Χ. στο υπό εξέταση ιερό της Νότιας Κλιτύος. Το τέμενος απλώνεται στη νότια πλευρά του Διονυσιακού Θεάτρου, με το οποίο εφάπτεται προς βορρά. Τριγύρω κλεινόταν από περίβολο, στην ανατολική πλευρά του οποίου, στο σημείο όπου κατέληγε η Οδός Τριπόδων, ανοιγόταν μνημειακή είσοδος με πρόπυλο που αποτελούσε την κύρια πρόσβαση στο ιερό. Στο βόρειο τμήμα του ιερού βρίσκονται τα κατάλοιπα της θεμελίωσης του αρχαιότερου ναού του Διονύσου του β΄ ημίσεος του 6ου αι. π.Χ. Πρόκειται για δίστηλο “εν παραστάσι” ναό μικρών διαστάσεων (13,5 x 8μ.), κατασκευασμένο από ντόπιο λίθο της Ακροπόλεως. Στο εσωτερικό του φαίνεται πως φιλοξενούσε το λατρευτικό ξόανο του θεού, που μετέφερε από τις Ελευθερές στην Αθήνα ο ιερέας Πήγασος, πρώτος λειτουργός του ιερού. Το ναϊκό αυτό οικοδόμημα διαδέχθηκε περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. νεότερος και μεγαλύτερος ναός του Διονύσου, σε μικρή απόσταση από τον προκάτοχο του προς νότον. Κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο αρχαϊκό Ιερό του Διονύσου. Ως πάτρονας του έργου φέρεται ο γνωστός Αθηναίος στρατηγός Νικίας. Ο νέος ναός ήταν πρόστυλος, με θεμελίωση από κροκαλοπαγή λίθο και στον σηκό του στέγαζε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, έργο του διάσημου γλύπτη Αλκαμένους.
Ωστόσο, εάν ευσταθεί η προτεινόμενη χρονολόγηση του μνημείου σε λίγο μεταγενέστερη περίοδο, συγκεκριμένα στον ύστερο 4ο αι. π.Χ., είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το άγαλμα μπορεί να μετακομίσθηκε εδώ από αλλού. Στην άκρη, παράμερα από τον άξονα του ιερού, εντοπίσθηκαν ίχνη τετράγωνης βάσης, που προφανώς ανήκε στα θεμέλια βωμού έκκεντρα τοποθετημένου λόγω της ιδιομορφίας των τελετουργιών που λάμβαναν χώρα προς τιμήν του Διονύσου. Ο βωμός ανήκε και αυτός στην επόμενη χρονική φάση του μνημείου. Με την ιδιορρυθμία των ιεροπραξιών αυτών συνδέονται κατά πάσα πιθανότητα και τα λείψανα ενός τοίχου ημικυκλικής διατομής, ο οποίος ίσως να διαμόρφωνε εντός του ιερού ένα είδος ορχήστρας κατάλληλης για τις απαιτήσεις την διονυσιακής λατρείας. Στα νοτιοανατολικά του κεντρικού οικοδομήματος του ιερού υπήρχε ένας απλός πώρινος σηκός μικρών διαστάσεων των αρχών του 5ου αι. π.Χ., που πρέπει να εξυπηρετούσε επίσης λατρευτικούς σκοπούς, εάν κρίνουμε από το γεγονός ότι οι κατασκευαστές του περιβόλου απέφυγαν να το καταστρέψουν, ενδεχομένως από σεβασμό προς την ιερότητά του. Την βόρεια πλευρά του τεμένους οριοθετεί μια επιμήκης δωρική στοά (63 x 9,5 μ.) επικουρικού χαρακτήρα του 4ου αι. π.Χ., τα θεμέλια της οποίας διατηρούνται πλάι στα ερείπια του αρχαιότερου ναού. Η στοά ήταν ανοιχτή προς την πλευρά του τεμένους (προς νότον), ενώ ο οπισθότοιχος της ακουμπούσε στην σκηνική κατασκευή του υπερκείμενου Διονυσιακού Θεάτρου. Στα χρόνια του Λυκούργου τείχος περιέβαλε ολόκληρο το ιερό, ενσωματώνοντας στους κόλπους του και την ίδια την στοά. Πληθώρα αναθημάτων κοσμούσαν τον χώρο του ιερού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα απομεινάρια ενός εντυπωσιακού κινητού βωμού κυλινδρικού σχήματος του 2ου αι. π.Χ., διακοσμημένου με γιρλάντα από ταινίες, άνθη και προσωπεία Σειληνών.
| Η Πόλη των Λόφων |
096
Στην σημερινή κατάσταση του μνημείου μπορούμε να δούμε ευδιάκριτα τα θεμέλια των δύο ναών, τον περίβολο και τμήμα του βωμού. Επάνω απεικονίζεται ο νεώτερος ναός του Διονύσου (5ος αι. π.Χ.).
Τρισδιάστατη απεικόνιση των Ιερών του Διονύσου Ελευθερέως, μπροστά από τη ρωμαϊκή σκηνή του ομώνυμου θεάτρου. Διακρίνονται ο βωμός σε διαφορετικό άξονα από το ιερό, ο περίβολος και το πρόπυλο.
22. Οδός Παναθηναίων | 23. Οδός Τριπόδων Γενικά Στοιχεία
η
Οδός Παναθηναίων αποτελούσε τον κυριότερο δρόμο της αρχαίας Αθήνας. Πρόκειται για ευρείας οδού, πλάτους 110 μ., η οποία ξεκινούσε από το Δίπυλο στην περιοχή του Κεραμεικού, διέσχιζε διαγωνίως την Αγορά, με τελική κατάληξη τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως, όπου έφθανε μέχρι την είσοδο του ναού της Αθηνάς (Παρθενών). Από αυτήν διερχόταν η μεγάλη πομπή της λατρεία της θεάς κατά την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, απ' όπου και πήρε το όνομα της η οδός, και καθιερώθηκε από τον Πεισίστρατο το 566 π.Χ. Σωζόμενη αναθηματική επιγραφή του β΄ μισού του 4ου αι. π.Χ. στην Βόρεια Κλιτύ της Ακροπόλεως, δυτικά της Πινακοθήκης των Προπυλαίων και μπροστά από το βάθρο του Αγρίππα, μαρτυρεί ότι από εκείνο το σημείο πορευόταν η παναθηναϊκή πομπή κι έπειτα έστριβε με κατεύθυνση επάνω προς τα Προπύλαια [1].
Το εντός της Αγοράς τμήμα της Οδού Παναθηναίων χρησιμοποιείτο, όχι μόνο για την διέλευση της πομπής των Παναθηναίων, αλλά και ως χώρος διεξαγωγής των διαφόρων αγωνισμάτων στίβου και ιππικών αγώνων. Για τον λόγο αυτό πολύ συχνά αναφέρεται απλώς με την ονομασία δρόμος, όρος μέσω του οποίου δηλώνεται τόσο η ίδια η πράξη του αγώνος, όσο και ο χώρος στον οποίο τελείται. Δύο επιγραφές προερχόμενες από την Ακρόπολη κάνουν μνεία για μια επισκευή του “Δρόμου” της Αγοράς κατά την εορτή των Παναθηναίων πριν το 550 π.Χ. Η αφετηρία του “Δρόμου” βρισκόταν λίγο βορειότερα του Βωμού των Δώδεκα Θεών, έμπροσθεν των Ερμών, και το τέρμα του κοντά στο Ελευσίνιο προς νότον, σε απόσταση περίπου 360 μ. από την άφεση. Εκατέρωθεν της οδού των Παναθηναίων, μετά την Αγορά και πριν την Ιερά Πύλη, υπήρχαν διάφορες στοές που εξυπηρετούσαν λειτουργικούς σκοπούς, σχετιζόμενους μάλλον με την προπαρασκευή των λατρευτικών πράξεων των Παναθηναίων. Αντίστοιχο ρόλο έπαιξε μεταγενέστερα και το Πομπείον, μεγάλο κτίσμα του έσω Κεραμεικού.
1.
Οι θεατρικές και μουσικο-χορευτικές παραστάσεις που διεξάγονταν στο Θέατρο του Διονύσου λάμβαναν την μορφή διαγωνισμών, οι νικητές των οποίων σταδιακά γέμισαν τον χώρο του Διονυσιακού ιερού με ποικίλα αναθήματα-αφιερώματα εις ανάμνηση των επιτυχιών τους. Σε έμμεση σχέση με το θέατρο εκτεινόταν η πολυσύχναστη “Οδός Τριπόδων”, ένας από τους κυριότερους δρόμους της αρχαίας Αθήνας και η συντομότερη δίοδος σύνδεσής της με την Αγορά. Ξεκινώντας από την είσοδο του τεμένους του Διονύσου πορευόταν περιφερειακά προς ανατολάς και, αφού παρέκαμπτε την ανατολική πλευρά της Ακροπόλεως, διέτρεχε το βόρειο τμήμα του ιερού βράχου οδηγώντας στα βορειοδυτικά του, ίσως στο σημείο που η Οδός Παναθηναίων γινόταν ιδιαίτερα ανηφορική, προς την κατεύθυνση του Πρυτανείου της Αγοράς, όπου σύμφωνα με τον Παυσανία βρισκόταν η αφετηρία της. Η οδός πήρε το όνομά της από τα δεκάδες μικρά κτίσματα που υπήρχαν εκτεθειμένα κατά μήκος και εκατέρωθεν αυτής και έφεραν επάνω τους χάλκινους τρίποδες-έπαθλα χορηγών (χρηματοδοτών-παραγωγών) νικηφόρων θεατρικών και μουσικών αγώνων. Την μεγαλύτερη πυκνότητα σε χορηγικά μνημεία φαίνεται πως είχε κατά τον 4ο αι. π.Χ. το κομμάτι του δρόμου στις ανατολικές υπώρειες του λόφου της Ακροπόλεως, όπως αποδεικνύεται από τα ανασκαφέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που ορίζουν τα κράσπεδα του. Στις μέρες μας σώζονται μόνο δύο τέτοια μνημεία κατά μήκος της Οδού Τριπόδων, το ένα εκ των οποίων διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση στο δυτικό όριο της οδού. Πρόκειται για το Μνημείο του Λυσικράτους, το οποίο ανεγέρθη με αφορμή τη νίκη του σε αγώνα διθυράμβων το έτος 335/4 π.Χ., όπως μας πληροφορεί η επιγραφή που είναι χαραγμένη στην εμπρόσθια πλευρά.
Ένας άλλος, μικρότερος δρόμος, που είχε την αφετηρία του στη νοτιοδυτική γωνία της Αγοράς και διασταυρωνόταν με την Οδό Παναθηναίων στην βορειοδυτική γωνία, μπροστά από την Βασίλειο Στοά, οδηγούσε στον δήμο της Μελίτης, ανάμεσα στον Άρειο Πάγο και τον Αγοραίο Κολωνό, εξακολουθώντας την πορεία του έως τον λόφο των Νυμφών (Πνύξ).
| Η Πόλη των Λόφων |
098
Η αρχή της οδού Παναθηναίων, στο Δίπυλο που ορίζει τον Έσω και τον Έξω Κεραμεικό. Συναντιέται με το Δημόσιο Σήμα (οδό μνημάτων επιφανών και πεσόντων πολέμου). Στα αριστερά του Δρόμου βρίσκονται εν σειρά: το Πομπείον, μικρή εκτροπή του Ηριδανού ποταμού για υδροδότηση της πόλεως και η Ιερά Πύλη.
Οι δύο οδοί σε σχέση με το υπάρχον οδικό δίκτυο. Οι δύο δρόμοι διασταυρώνονται στη σημερινή οδό Θεωρίας, στην Πλάκα. Η Οδός Παναθηναίων καταλήγει στα Προπύλαια και εν συνεχεία στον Παρθενώνα, η οδός Τριπόδων περνάει από το μνημείο του Λυσικράτη και καταλήγει στο Ιερό του Διονυσιακού θεάτρου, στον πεζόδρομο της οδού Δ.Αρεοπαγίτου.
24. Αιακίον Γενικά Στοιχεία
ο
μεγάλος τετράπλευρος περίβολος στη νότια πλατεία της Αγοράς, ο οποίος ανασκάφηκε το 1953, αρχικά ταυτίστηκε με το δικαστήριο της Ηλιαίας, το σημαντικότερο δικαστικό όργανο της δημοκρατικής Αθήνας. Νεότερες όμως έρευνες απέδειξαν ότι ο περίβολος δεν περιέκλειε κάποιο κτίριο, αλλά πιθανόν το υπαίθριο ιερό του Αιγινήτη ήρωα Αιακού, στο οποίο τον 4ο αι. π.Χ. αποθήκευε η πόλη της Αθήνας σιτηρά. Ο Τραυλός τοποθετούσε εκεί το Θησείο, ενώ και οι Hansen και Boegehold απέρριψαν την ταύτιση με την Ηλιαία. Ο δεύτερος θεωρούσε πάντως ότι ήταν δικαστήριο και συγκεκριμένα το Μετιόχειον ή Μείζον. Γεγονός είναι ότι δε βρέθηκαν εκεί αντικείμενα που να μαρτυρούν δικαστική δραστηριότητα.
Πρόκειται για έναν τετράπλευρο, σχεδόν τετράγωνο περίβολο διαστάσεων 26,5μ. x 31μ. στο εσωτερικό, με συνολικό εμβαδόν περίπου 821 τ.μ. Στην αρχική του φάση, ο περίβολος δεν περιλάμβανε κτίσματα στο εσωτερικό του ούτε ήταν στεγασμένος. Γενικά το κτήριο παρουσιάζεται πολύ κατεστραμμένο σήμερα, όπως και όλα τα οικοδομήματα της νότιας πλευράς. Ο βόρειος τοίχος του περίβολου πατούσε σε βαθμιδωτή θεμελίωση, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα του, τα θεμέλια ήταν από ασβεστόλιθους. Η κύρια είσοδος βρισκόταν στο μέσο της βόρειας πλευράς και γινόταν μέσω κλίμακας πέντε βαθμίδων, εκ των οποίων σώζονται οι τρεις σήμερα. Οι βαθμίδες ήταν από σκληρούς ανοιχτόχρωμους ασβεστόλιθους, σε πολυγωνική διάταξη, ενωμένους με συνδέσμους.
Ο Stroud το ταύτισε με το ιερό του Αιακού για λόγους τοπογραφικούς αλλά και μορφολογικούς. Η άποψη αυτή φαίνεται πως γίνεται αποδεκτή από τους ανασκαφείς της Αγοράς σήμερα. Κλειδί της ταύτισης είναι μια επιγραφή του 374/373 π.Χ., που αναφέρει ότι η πόλη της Αθήνας φυλάσσει μεγάλες ποσότητες σιτηρών στο Αιακείον, το οποίο για το σκοπό αυτό θα πρέπει να στεγαστεί, αλλά και να δημιουργηθούν στο εσωτερικό του χώροι στεγανοί [1].
Αν η ταύτιση με το ιερό του Αιακού είναι σωστή, τότε στο εσωτερικό θα πρέπει να φανταστούμε ένα βωμό και πιθανόν ένα στεγασμένο χώρο (ίσως απλό πρόπυλο), όπου είχε τοποθετηθεί το λατρευτικό άγαλμα που έφεραν οι Αθηναίοι από την Αίγινα περίπου το 480 π.Χ. Θεωρείται ότι το νοτιοανατολικό τμήμα του κτηρίου επισκευάστηκε μετά την καταστροφή του το 480 π.Χ., αν και δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη χρονολογική ένδειξη. Το 374/373 π.Χ., ένα μέρος του ιερού θα πρέπει να τειχίστηκε και να στεγάστηκε. Οι ανασκαφείς αναγνωρίζουν μια εκτεταμένη αναδιοργάνωση του ιερού κατά το γ΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., όταν χτίστηκε η ΝΔ Κρήνη, η οποία μάλλον μοιραζόταν τον ίδιο πλευρικό τοίχο με το Αιακείον.
Με βάση τα κεραμικά ευρήματα, η κατασκευή του θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 550 π.Χ. Αν η ταύτιση με το Αιακείον γίνει αποδεκτή, τότε η πιθανότερη ημερομηνία κατασκευής του είναι τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. (507/506 π.Χ.), όταν οι Αθηναίοι έλαβαν χρησμό που τους προέτρεπε να προσεταιριστούν τον ήρωα Αιακό, προκειμένου να επικρατήσουν σε πόλεμο με τους γείτονές τους Ευβοείς, Βοιωτούς και Πελοποννήσιους, σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου.
1.
Μία σειρά από δωμάτια προστέθηκαν στη δυτική πλευρά του κτηρίου την ίδια εποχή. Την ίδια ίσως περίοδο προστέθηκε μία νέα κλίμακα στη βόρεια πλευρά του κτηρίου. Τέλος, την ίδια περίοδο προστέθηκε στο βόρειο τοίχο το μεγάλο ρολόι νερού, αλλιώς Κλεψύδρα, που έμεινε σε χρήση έως τον 2ο αι. π.Χ.
Σε συνδυασμό με μια επιγραφή που αναφέρει ότι μια οικία του δήμου του Κολωνού συνόρευε ταυτόχρονα με την Αγορά και το Αιακείον, η ταύτιση του περίβολου με το συγκεκριμένο ιερό φαντάζει η πιθανότερη εκδοχή.
| Η Πόλη των Λόφων |
100
Το συνολικό ύψος παραμένει άγνωστο, εικάζεται όμως ότι θα πρέπει να ξεπερνούσε αυτό ενός μέσου ανθρώπου. Στην εξωτερική πλευρά, το σημείο ένωσης του γείσου με τον τοίχο ήταν διακοσμημένο με ανάγλυφο που έφερε γραπτό δωρικό ανθέμιο βαμμένο κόκκινο και πράσινο (ή μπλε). Πολλά τμήματα του γείσου του μνημείου βρέθηκαν ενσωματωμένα σε άλλο κτίριο. Η μεγαλύτερη αναδιοργάνωση του ορθογώνιου περίβολου πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όταν ενσωματώθηκε στο σύμπλεγμα της νότιας πλευράς της Αγοράς, μεταξύ της Νότιας Στοάς ΙΙ και της Μέσης Στοάς. Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον τρόπο που στεγαζόταν ο χώρος: κατά την άποψη των ανασκαφέων, η πλατεία ήταν αστέγαστη, καθώς βρέθηκαν ίχνη από σκάψιμο που πιθανόν υποδηλώνει την ύπαρξη αγωγού. Κατά την άποψη του Thompson (η οποία αποτυπώνεται και στα σχέδια του Ι. Τραυλού), ο χώρος ήταν στεγασμένος με ένα είδος υπερώου με δίρριχτη στέγη. Τα σχέδια του αρχιτέκτονα W.B. Dinsmoor Jr., που δημοσιεύονται στις πρόσφατες εκδόσεις των οδηγών της Αγοράς, παρουσιάζουν την απλή εκδοχή με αστέγαστο το εσωτερικό και αυτή πρέπει να ακολουθηθεί στην αναπαράσταση, αν συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι το κτήριο αρχικά ήταν ένα υπαίθριο ιερό. Μετά το 86 π.Χ. ο ορθογώνιος περίβολος καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από το Σύλλα. Τα δυτικά δωμάτια καθαρίστηκαν και όλος ο χώρος χρησιμοποιήθηκε από εργαστήρια χαλκέων και κεραμέων, έως τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Ο χώρος καθαρίστηκε και ισοπεδώθηκε, ενώ άγνωστη παραμένει η μορφή και η χρήση του την εποχή αυτή.
Απεικονίζεται τμήμα της μεταγενέστερης κλίμακας εισόδου του χώρου, η οποία οδηγούσε στο ανώτερο επίπεδο και την αυλή του κτίσματος. Δεξιά του Αιακείου συναντάμε τη ΝΔ Κρήνη και τη Κλεψύδρα (ρολόι νερού).
26. Ακαδημία Πλάτωνος Γενικά Στοιχεία
η
Ακαδημία ιδρύθηκε στην Αθήνα γύρω στο 387 π.Χ. από τον Πλάτωνα και λειτούργησε μέχρι το έτος 529 μ.Χ., όπου και έκλεισε από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στο όνομα της νέας θρησκείας. Βρίσκονταν σε ένα άλσος του προαστίου των Αθηνών την Ακαδήμεια, αφιερωμένο στον Αθηναίο ήρωα Ακάδημο, από το όνομα του οποίου προέρχεται και η ονομασία της. Ο θρύλος ανέφερε ότι στην είσοδο της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή: “αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω”. Από σεβασμό για την μακρά παράδοση και την ταύτιση του με τους Διόσκουρους, οι Σπαρτιάτες δεν θα τον καταστρέψουν όταν εισέβαλαν το 413 π.Χ. στην Αττική.
Τα κατάλοιπα της Ακαδημίας Πλάτωνος βρίσκονται κοντά στην οδό Λένορμαν και τη Λεωφόρο Αθηνών. Η περιοχή συνορεύει βόρεια με τα Σεπόλια, ανατολικά με τον Κολωνό και νότια με το Βοτανικό. Η αστική και βιομηχανική ανάπτυξη της Ακαδημίας Πλάτωνος ως συνοικία ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, με μεγαλύτερη ένταση την περίοδο μετά το τέλος του Εμφύλιου πολέμου. Η Ακαδημία συνέχισε τη λειτουργία της σε όλη την περίοδο της ελληνιστικής περιόδου για να διακοπεί η λειτουργία της για τέσσερα χρόνια κατά το Πρώτο Μιθριδατικό Πόλεμο και την φυγή του Φίλωνα της Λάρισας στο 88 π.Χ. στη Ρώμη. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της των εννιακοσίων δέκα έξι ετών της ιστορίας της ακμάζει, υπολειτουργεί, παρακμάζει αλλά και αναγεννιέται. Ο Διογένης Λαέρτιος διαιρεί την ιστορία της Ακαδημίας σε τρεις περιόδους την Παλιά, τη Μέση επικεφαλής της οποίας ορίζει τον Αρκεσίλαο (Μέσης Ακαδημείας κατάρξας) και τη Νέα με πρώτο τον Λακύδη [1].
1.
Το 86 π.Χ., ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας πολιόρκησε την Αθήνα προκαλώντας μεγάλη καταστροφή. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας “έβαλε τα χέρια του πάνω στα ιερά άλση, και λεηλάτησε την Ακαδημία που ήταν τοποθετημένη στα πιο δασώδη προάστια της πόλης, καθώς και το Λύκειο (του Αριστοτέλους)”. Η καταστροφή της Ακαδημίας φαίνεται να ήταν τόσο σοβαρή ώστε η ανακατασκευή και επαναλειτουργία της ήταν σχεδόν αδύνατη. Όταν ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης επέστρεψε στην Αθήνα από την Αλεξάνδρεια το 84 π.Χ. άρχισε πάλι τη λειτουργία της, αλλά όχι στoν χώρο της Ακαδημίας, αλλά στο Λύκειο. Ο Κικέρων, που υπήρξε και μαθητής του Φίλωνα, περιγράφει μια επίσκεψη στο χώρο της Ακαδημίας ένα απόγευμα, που ήταν “ήσυχη και έρημη εκείνη την ώρα της ημέρας”. Υπάρχει μια ιστορία σχετικά με τον τελευταίο “χρησμό” που έδωσε το Μαντείο των Δελφών, ο οποίος ήταν καταδικαστικός για τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη. Τον χρησμό δεν το δίνει πια ο Φοίβος αλλά το ιερατείο. O Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (Κατά Ιουλιανού ΙΙ,32) γράφει: “Ουκ έτι φθέγγεται δρυς, ούκ έτι λέβης μαντεύεται, ουκ έτι Πυθία πληρούται. Πάλιν η Κασταλία σεσίγασται και σιγά και ύδωρ εστίν ου μαντεύομενον αλλά γελώμενον. Πάλιν ανδριάς άφωνος ο Απόλλων. Πάλιν δάφνη φυτό, εστί μύθω θρηνούμενον”. Η πτώση των “εθνικών” είναι ραγδαία. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας κλείνει το Μαντείο, διατάζει να καταστραφούν οι ειδωλολατρικοί ναοί και καταργεί του Ολυμπιακούς αγώνες. Ο Ιουστινιανός κλείνει τη φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και καταστρέφει ή ακρωτηριάζει πολλά αρχαία μνημεία για να πάρει υλικό έτοιμο για να χτίσει την Αγιά Σοφιά και να διακοσμήσει την Νέα Ρώμη. Οι πρώτοι αιώνες του Βυζαντίου χαρακτηρίζονται ιδεολογικά ως “ανθελληνικοί”.
Μέχρι σήμερα δεν σημειώνονται από μελετητές και ερευνητές αναφορές, ούτε σε σχολάρχες της Ακαδημίας, για τις χρονικές περιόδους: [66-119], [136-159], [181-230], [266-359] και μετά το θάνατο του Πρίσκου από το 396 μέχρι το 430.
| Η Πόλη των Λόφων |
102
Ένας από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία του αρχαιολογικού χώρου, λίγο μετά την είσοδο σε αυτόν. Η περιοχή διαθέτει ένα αρκετά μεγάλο πάρκο το οποίο αξιοποιείται καθημερινά από τους περίοικους.
Μεγάλο τμήμα της Ακαδημίας έρχεται σταδιακά στην επιφάνεια, καθότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει δώσει εκ νέου έμφαση στις ξεχασμένες μέχρι πρότινος περιοχές των δήμων Κεραμεικού και Πλάτωνος.
29. Ιερό Αθηνάς Πολιάδος Γενικά Στοιχεία
τ
ο ιερό της Πολιάδος Αθηνάς βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά του λόφου της Ακρόπολης, δίπλα στο μεταγενέστερο Ερέχθειο. Πρόκειται για αρχαιότατο οικοδόμημα, το οποίο αναφέρεται από τον Όμηρο. Ο ναός ήταν συνδεδεμένος με τον μύθο της γέννησης του Ερεχθέα, της θεάς Αθηνάς που τον παρέλαβε και των τριών αδελφών, της Αγλαύρου, της Πανδρόσου και της Έρσης, οι οποίες ανέλαβαν να φυλάξουν το κουτί, στο οποίο ήταν τοποθετημένος. Στο δυτικό πρόστυλο βρίσκονταν άλλο ένα ιερό, το Πανδρόσειο, αφιερωμένο προς τιμή της Πανδρόσου. Για ορισμένους μελετητές το Πανδρόσειο και το Ιερό της Πολιάδος, αποτελούσαν δύο από τα τέσσερα ιερά ενός ιδιαίτερου ναϊκού συμπλέγματος. Στα αριστερά βρίσκονταν το Ερέχθειο, όπου με το επώνυμο Ερεχθεύς τιμόταν προπάντων ο Ποσειδώνας. Συνδέεται επίσης και με τον άλλο μύθο της έριδος μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, όταν ο Ποσειδώνας έπληξε τον βράχο της Ακρόπολης με την τρίαινα του, και ανάβλυσε θαλασσινό νερό, ενώ η Αθηνά έκανε με το δόρυ της να βλαστήσει το ιερό δέντρο της ελιάς. Η ελιά αυτή καλείτο “πάγκυφος” διότι ήταν πάντα πράσινη χωρίς ποτέ να μεγαλώνει σε μέγεθος. Όταν ο ναός πυρπολήθηκε από τους Πέρσες το 479 π.Χ., το ιερό αυτό δέντρο έμεινε αβλαβές, ή, κατά άλλες πηγές, κάηκε και ξαναβλάστησε. Στην βάση του καμένου ναού της Πολιάδος κτίστηκε νέος, ο οποίος αργότερα κάηκε και αυτός.
Το ιερό της Πολιάδος Αθηνάς ήταν περιληπτικό οικοδόμημα, το οποίο περιείχε τέσσερα ιερά. Θεωρείται όπως προαναφέρθηκε μοναδικός στο είδος του, από τους αρχαίους ακόμα χρόνους. Η εσωτερική του διαίρεση είναι άγνωστη, ξέρουμε όμως ότι αποτελείτο από τρεις προστάσεις που σχημάτιζαν σταυρό. Η ανατολική είχε έξι κομψούς κίονες Ιονικού ρυθμού μπροστά, και τρεις επίσης ιονικούς ημικίονες στο πίσω μέρος. Στο εσωτερικό του ναού έκαιγε και ο άσβεστος λύχνος που είχε αφιερώσει στην θεά ο Καλλίμαχος. Περιείχε επίσης λάφυρα ιερά των Μήδων, τον αργυρό θρόνο του Ξέρξη, το ξίφος του Μαδρονίου, και τον θώρακα του Μακιστίου, και έναν χάλκινο φοίνικα μέχρι την οροφή. Εδώ υπήρχε και ένα τρίτο άγαλμα της θεάς Αθηνάς από ξύλο ελιάς, αρχαιότερο των άλλων, στο οποίο κατά τα Παναθήναια προσκόμιζαν τον πέπλο. Προς τα βόρεια του κεντρικού ετούτου μέρους ήταν η μεγαλοπρεπής “προ του θυρώματος πρόσταση”, η οποία αποτελούνταν από τέσσερις ιονικούς κίονες μπροστά και δύο ιονικούς κίονες στο πλάι, ενώ το αντίθετο μέρος συγκοινωνούσε με τον ναό μέσω υπόγειας σκάλας. Στο ναό αυτό αναφέρεται βωμός του “Ερκείου Διός”. Στον “δράκαυλο” μέσα στο ναό κατοικούσε ο “οικουρός όφις”. Στο ναό αυτό τέλος βρίσκονταν και οι τάφοι του Κέκροπα και του Ερεχθέα. Σήμερα μπορεί κανείς να δει στο νέο μουσείο της Ακρόπολης το αέτωμα και λείψανα του αρχαϊκού ιερού.
| Η Πόλη των Λόφων |
106
Τρισδιάστατη απεικόνιση των μνημείων του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως, κατά την αρχαϊκή περίοδο. Διακρίνονται κυρίως ο νέος Παρθενών (το υπό κατασκευήν οικοδόμημα), το Ιερό της Αθηνάς Πολιάδος (ολοκληρωμένο οικοδόμημα) και μια μικρή “ομάδα ναϊσκων” στη σκιά του μεγάλου ναού. Χρονικά βρισκόμαστε πριν από τη κατασκευή του Ερεχθείου. Από την ανατολική είσοδο του ναού υπήρχε μεγάλος βωμός, αφιερωμένος και αυτός στη θεά Αθηνά.
31. Ιερό των Νυμφών | 453. Ιερό Νύμφης “Ηρωδείου” Γενικά Στοιχεία
ε
πάνω στον Λόφο των Νυμφών και ακριβώς μπροστά από την είσοδο του σύγχρονου Αστεροσκοπείου Αθηνών βρίσκονται ίχνη ενός αρχαίου ιερού. Για τη χρήση και την αφιέρωση του δεν υπάρχει αμφιβολία, καθώς επάνω στον βράχο όπου έδραζε αναγράφονται οι λέξεις: ΗΙΕΡΟ ΝΥΜΦΩ(Ν) ΔΗΜΟ(ΣΙΟ). Χρονολογείται στα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια (6ος αι. π.Χ.), σε μια περίοδο όπου η λαϊκή λατρεία ενδιαφερόταν περισσότερο για τα εγκόσμια και είχε στραφεί προς τις χθόνιες θεότητες (θεότητες της γης), παρά στη λατρεία των ολύμπιων θεών. Τα λιγοστά ίχνη αναθημάτων που βρέθηκαν στο χώρο περιγράφουν προγαμιαίες τελετές και επικλήσεις κύησης, καθώς οι νύμφες είχαν αυτή την ιδιότητα [1]. Περπατώντας στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αεροπαγίτου, δίπλα και κάτω από το κράσπεδο του πεζόδρομου και μπροστά από το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, υπήρχε επίσης Ιερό Νύμφης. Μέσα βρέθηκαν πάμπολλα αναθήματα και κυρίως λουτροφόροι, τα κατ' εξοχήν γαμήλια αγγεία. Πρόκειται, μάλλον, για προσφορές των παρθένων της Αθήνας, που ήθελαν τη συμπαράσταση της Νύμφης για να ευτυχήσουν στο γάμο τους. Κατά μια εκδοχή, εδώ, λατρευόταν η Νύμφη της δροσιάς και της βλάστησης, του γάμου και της ευγονίας, η Έρση, η Αθηναία βασιλοπούλα, κόρη του Κέκροπα, καθώς και η θεά Αφροδίτη, που αντικατέστησε μεταγενέστερα τη λατρεία της Έρσης. Δεκατέσσερις θέσεις στην Αθήνα συνδέονται με δοξασίες, μαγικές τελετές, δαιμονολογία, θρύλους και ξωτικά, μας λέει η αρχαιολόγος της Α' Εφορείας Προϊστορικών - Κλασικών Αρχαιοτήτων, Όλγα Βογιατζόγλου. Στους σπηλαιώδεις σχηματισμούς που βρίσκουμε στους τρεις λόφους κατοικούσαν οι Νύμφες ή Μοίρες ή Νεράιδες. Από τον Ησίοδο τις γνωρίζουμε ως Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο. Στον Μεσαίωνα τις είπαν και Καλοκυράδες, όπως στην αρχαιότητα τις έλεγαν Ευμενίδες.
1.
Η επίκληση τους φτάνει μέχρι τους νεότερους χρόνους και οι περιηγητές του 19ου αιώνα μας δίνουν πολλές ανάλογες μαρτυρίες για μαγγανείες και κάθε είδους μυστήρια, που επιβιώνουν από την αρχαιότητα. Ο Πουκεβίλ γράφει ότι “κάθε νέα κοπέλα που επιθυμούσε να παντρευτεί γρήγορα έστελνε σε κάποιο σπήλαιο πλακούντα (πίτα με μέλι) για να καλοπιάσει τις Μοίρες”. Και η συνήθεια αυτή ανακαλεί τις αρχαίες νεάνιδες που έστελναν στις Νύμφες των σπηλαίων “μελίκρατες σπονδές”. Το τρίχωρο σπήλαιο του Λόφου των Μουσών, γνωστό και ως “Φυλακές του Σωκράτους” [2], ήταν το ενδιαίτημα των Μοιρών. Εκεί οι κοπέλες εναπέθεταν “μειλίγματα”, δηλαδή γλυκό με μέλι, και τραγουδούσαν προσπαθώντας από κάποιον οιωνό να μαντέψουν το όνομα του μέλλοντος συζύγου τους. Ο αρχαιολόγος Κυριάκος Πιττακής, ήδη το 1818 υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας ανάλογων τελετών. Στη Σπηλιά των Κακών Αδελφάδων, δυτικά του Λόφου των Νυμφών, στο Αστεροσκοπείο, κατοικούσαν οι κακές Μοίρες, συνδέονταν δε με τη χολέρα, την πανώλη και την ευλογιά (από το 1523 έως το 1799 μόνο η πανώλη χτύπησε την Αθήνα δέκα φορές με χιλιάδες θύματα). Στη Σπηλιά του Γέρου, όπως καταγράφουν περιηγητές του 19ου αιώνα, πήγαιναν τα ασθενικά παιδιά και τα “διαλαλούσαν”: Ο πατέρας έπαιρνε στον ώμο το παιδί, φώναζε “Το πουλάω, το πουλάω!” και όταν κάποιος το “αγόραζε”, συμβολικά έσπαγε το κακό ριζικό. Οι άνθρωποι διάλεγαν πάντα τους ίδιους τόπους για να λατρέψουν και να προσευχηθούν. Αυτή η συνέχεια είναι φανερή και στο σπήλαιο πάνω από το Διονυσιακό Θέατρο, στο Μνημείο του Θρασύλλου. Εκεί όπου κάποτε λατρεύονταν Νεράιδες και Νύμφες, ιδρύθηκε ο ναϊσκος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Σπηλιώτισσας, όπου οι μητέρες, κάτω από το φως της πανσελήνου, έφερναν τα καχεκτικά παιδιά προς ίαση.
Μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα, ο λόφος θεωρούνταν ότι είχε ιδιότητες τεκνοποίησης και καλής κύησης, καθώς οι γυναίκες της περιοχής είχαν το έθιμο να γλιστράνε στα λεία βράχια του Λόφου των Μουσών μπροστά από την Αγία Μαρίνα, στη λεγόμενη Τσουλιάστρα ή Κυλίστρα.
2. Σύμφωνα με νεότερα ευρήματα, τα συγκεκριμένα σπήλαια είχαν διαφορετική χρήση από δεσμωτήριο, αποτελούσαν ένα διώροφο ή τριώροφο κτίσμα με δημόσιο χαρακτήρα. Ακόμα και να ήταν φυλακές σε κάποια χρονική περίοδο, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι εκεί φυλακίστηκε ο Σωκράτης. | Η Πόλη των Λόφων |
108
Το γνωστότερο όλων Ιερό των Νυμφών (υπήρχαν πολλά διάσπαρτα στην Αττική κατά τα αρχαϊκά χρόνια), σε γκραβούρα του 18ου αιώνα. Τα ίχνη του είναι ευδιάκριτα μπροστά από την είσοδο του Αστεροσκοπείου, στον ομώνυμο Λόφο των Νυμφών.
Το Ιερό της Νύμφης, που βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του Ωδείου του Ηρώδη του Αττικού, είδε το φως προσφάτως (σημ: Μάρτιος 2013) και βρίσκεται υπό αρχαιολογική ανασκαφή και έρευνα.
33. Αγορά Σόλωνος Γενικά Στοιχεία
Α
ποτέλεσε κέντρο της δημόσιας ζωής των Αθηναίων στους αρχαίους χρόνους. Η ετυμολογία της λέξης είναι σχετική με τον πολύμορφο ρόλο της Αγοράς όπου ξετυλίγεται η καθημερινή ζωή των αρχαίων Αθηναίων. Η Αγορά ήταν έδρα της διοίκησης, της δικαιοσύνης αλλά και ο κύριος χώρος για το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Στα προκλασικά χρόνια, η Αγορά ήταν επιπλέον τόπος συνάθροισης της Εκκλησίας του Δήμου, του λαού της Αθήνας, και συνάμα, σκηνή για θεατρικούς αγώνες και αθλητικές επιδείξεις. Σε όλες τις εποχές από τα αρχαϊκά χρόνια ως το 267 μ.Χ. που καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Ερούλους, η Αγορά υπήρξε, επίσης, προσφιλές εντευκτήριο για τις κοινωνικές και πνευματικές σχέσεις των Αθηναίων. Ήταν η καρδιά της αρχαίας Αθήνας.
Στον χώρο της Αγοράς παρατηρούνται πολλά ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους (3500-1100 π.Χ.). Βρέθηκαν πολλοί τάφοι με αξιόλογα κτερίσματα, κυρίως αγγεία. Ο χώρος φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο και κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους, εποχή κατά την οποία η πόλη αναπτυσσόταν νότια της Ακροπόλεως. Βρέθηκαν πολλοί τάφοι, εκ των οποίων αρκετοί θαλαμοειδείς, οι οποίοι ήταν παρατεταγμένοι εκατέρωθεν του δρόμου που αργότερα θα γινόταν η οδός των Παναθηναίων. απέκτησε την μετέπειτα χρήση του ως δημόσιος χώρος, κατά την έννοια του όρου, (αγορά < αγείρω =συγκεντρώνω), από τον 6ο αιώνα π.Χ. και ύστερα για να φθάσει στην οριστική του μορφή τον 2ο αιώνα μ.Χ. Κατά την Γεωμετρική εποχή δεν παρατηρείται ιδιαίτερη δραστηριότητα και ο χώρος της Αγοράς αποκαλείται πλέον Κεραμεικός. Γύρω στο 600 π.Χ. ο Σόλωνας μεταφέρει το διοικητικό κέντρο της πόλης από την παλιά αγορά (την λεγόμενη "Αγορά του Θησέα" που βρισκόταν δυτικά της Ακρόπολης) στον χώρο του Κεραμεικού και του λόφου του Κολωνού Αγοραίου.
Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Πεισίστρατος τειχίζει την πόλη και ο χώρος της Αγοράς χωρίζεται σε Έξω και Έσω Κεραμεικό. Ο Έσω Κεραμεικός καθιερώθηκε ως το πολιτικό κέντρο της πόλης ενώ ο Έξω Κεραμεικός ήταν έξω από τα τείχη και ήταν ο χώρος ταφής των νεκρών. Η ονομασία της Αγοράς και της περιοχής ως Κεραμεικός διατηρήθηκε μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας καταστράφηκε και λεηλατήθηκε πολλές φορές, από τους Πέρσες το 480 π.Χ., αργότερα από τους Ρωμαίους υπό τον Σύλλα το 86 π.Χ., στη συνέχεια από τους Ερούλους το 267 μ.Χ. [1] και τους Σλάβους επιδρομείς το 580 μ.Χ. όπου και τελικά ο χώρος αυτός εγκαταλείφθηκε. Κατά την Κλασσική Περίοδο χτίστηκαν μερικά από τα σημαντικότερα μνημεία της Αγοράς, όπως ο Ναός του Ηφαίστου, η Θόλος, η Ποικίλη Στοά και η Στοά του Ελευθερέου Διός. Στην Ελληνιστική περίοδο (323 π.Χ - 86 π.Χ.) η όψη της Αγοράς αλλάζει ριζικά. Οι διάφοροι ηγεμόνες των Ελληνιστικών πόλεων δαπανούν πολλά χρήματα για την κατασκευή μνημείων στην Αθήνα. Χαρακτηριστική αποτελεί η περίπτωση του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου Β΄, που δώρισε στην Αθήνα την ομώνυμη στοά. Μετά την καταστροφή της πόλης από τον Σύλλα, με τη βοήθεια πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αξιωματούχων, δίνεται στην Αγορά η τελική και πιο λαμπρή μορφή της. Το κεντρικό σημείο της Αγοράς καταλαμβάνει το ογκώδες Ωδείο του Αγρίππα. Ταυτόχρονα, χτίζεται λίγο πιο ανατολικά από τον Οκταβιανό Αύγουστο το νέο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, η Ρωμαϊκή Αγορά. Η Αγορά του Σόλωνος γίνεται πλέον αποκλειστικά πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο.
1. Μετά την επιδρομή των Ερούλων το 267μ.Χ. η περιοχή της Αγοράς ισοπεδώθηκε. Λόγω της καταστρεπτικής αυτής επιδρομής, η Αθήνα συρρικνώνεται δραματικά. Χτίζεται νέο πολύ μικρότερο τείχος που αφήνει έξω την περιοχή της Αγοράς.
| Η Πόλη των Λόφων |
112
Το 384 ο Θεοδόσιος Α' διατάσσει την διακοπή λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών και ο Ναός του Ηφαίστου μετατρέπεται σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Τον 10ο αιώνα μ.Χ. ξανακατοικήθηκε και περί το 1000 χτίσθηκε εδώ ο ναός των Αγίων Αποστόλων του Σολάκη. Ο ναός αυτός αποτελεί το πρώτο δείγμα του επονομαζόμενου Αθηναϊκού ρυθμού. Το 1204 ακολούθησε νέα καταστροφή, αυτή τη φορά από επιδρομές του Λέοντος Σγουρού, δυνάστη τότε του Ναυπλίου, οπότε και ακολούθησε νέα ερήμωση. Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς, το 1456, η πόλη αρχίζει να επεκτείνεται προς την περιοχή της Αγοράς. Πλήθος οικιών και εκκλησιών κατακλύζουν το μέρος. Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι παρά τις τόσες προσθήκες, η Οδός των Παναθηναίων παραμένει στην ίδια χάραξη. Στην Ελληνική Επανάσταση και ειδικά στη περίοδο 1826-1827 επήλθε η τελευταία καταστροφή μαζί με τον γύρω χώρο. Έτσι, ο 19ος αιώνας βρίσκει την αρχαία αγορά θαμμένη κάτω από την πυκνοκατοικημένη τότε νεόδμητη Αθήνα που υποδεχόταν τον βασιλέα Όθωνα για να ανακηρύξει την πόλη πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε Βασιλείου (1834).
Οδός Παναθηναίων
Ίχνος Γραμμής Ηλεκτρικού
Λόφος Κολωνού Αγοραίου
Οι πρώτες ανασκαφές του χώρου της αρχαίας αγοράς ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρία και από Γερμανούς αρχαιολόγους. Η συστηματική όμως ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε από την Αμερικάνικη Σχολή Κλασσικών Σπουδών [2] και διήρκησε τρεις περιόδους, από το 1931-1941, από το 1946-1960 και το 1969, ενώ από το 1980 η έρευνα συνεχίζεται έως σήμερα. Τη δεκαετία του '80 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν πιο βόρεια, πάνω από την οδό Αδριανού όπου εντοπίστηκε το δυτικό άκρο της Ποικίλης Στοάς. Στο διάστημα μεταξύ 2006 και 2007 κατεδαφίστηκαν τρία κτήρια στο σημείο αυτό (γωνία Αδριανού και Αγίου Φιλίππου) και αποκαλύφθηκε και το ανατολικό άκρο της Ποικίλης Στοάς.
2. Το έργο ήταν αρκετά δύσκολο καθώς έπρεπε να απαλλοτριωθεί και να κατεδαφιστεί μία ολόκληρη συνοικία της πόλης. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν στις 25 Μαΐου1931, ανατολικά του Ναού του Ηφαίστου. Στις 4 Ιανουαρίου 1954 γίνεται καθαρισμός της επιφάνειας της Αγοράς.
Σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος της Αγοράς του Σόλωνος περιλαμβάνει περισσότερα από 120 σημαντικά κτίσματα προς έκθεση για τον επισκέπτη. Φιλοξενούνται επίσης αρκετά καλυμμένα ή προς ανασκαφή μνημεία. Διακρίνεται στο επάνω μέρος του χάρτη ο άξονας του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, καθώς και η Παναθηναϊκή Οδός, η οποία και τη διασχίζει εγκάρσια από Βορρά προς Νότο.
212. Δια Κοίλης Οδός | 219. Περιοχή “Σκαλάκια” Γενικά Στοιχεία
τ
ο “Κοίλον” που δημιουργείται στην σύγκλιση των τριών Δυτικών Λόφων της αρχαίας Αθήνας (Μουσών, Πνύκας και Νυμφών) αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αρχαιολογικά περιοχές της πρωτεύουσας. Η οδός που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (6ο αι. π.Χ) ως Δια Κοίλης Οδός, εξερχόμενη από τη στενή χαράδρα ανάμεσα στους λόφους, συναντιέται με άλλες οδούς που κατέρχονται από τις πλευρές των λόφων. Στο “Κοίλον” αποκτά το μεγαλύτερο πλάτος της (21 μ.) και οδηγείται προς μια πύλη της Θεμιστόκλειας Οχύρωσης που αναμφίβολα υπήρχε στη δυτική αυτή περιοχή. Η ύπαρξη της πύλης και η σπουδαιότητα της περιοχής αποδεικνύεται από τους μεγάλους λαξευτούς χώρους που βρίσκονται στις παρυφές του δρόμου και ταυτίζονται με τμήματα του πυκνοδομημένου ιστού του αρχαίου Δήμου της Κοίλης. Ο δρόμος που ακολουθεί τη γεωμοφολογία του εδάφους, διέσχιζε την αρχαίο δήμο, του οποίου η καθημερινή ζωή καθορίστηκε ανέκαθεν από τη λειτουργία της περίφημης οδού. Το κατάστρωμα της οδού έχει βαθιά χαραγμένες αμαξοτροχιές από τη μακρόχρονη χρήση της και έναν λαξευτό αγωγό για την απορροή των νερών της βροχής. Υπήρξε βασικός οδικός άξονας που ένωνε το αρχαίο άστυ με το είνειό του, τον Πειραιά, προστατευόμενος από τα Μακρά Τείχη. Σε καιρό ειρήνης διακινούνταν μέσα από αυτόν τα προϊόντα που έφθαναν στο λιμάνι, ενώ στον Πελοποννησιακό Πόλεμο αποτέλεσε το καταφύγιο του πληθυσμού της Αττικής.
Στα κατηφορικά πρανή του “Κοίλου” σε διαμορφωμένα άνδηρα, ιχνηλατούνται, εκτός από τις μόνιμες κατοικίες, και δεκάδες άλλοι λαξευτοί χώροι. Φαίνεται να είχαν χρήση στωικών κτισμάτων, για την καταφυγή των διερχομένων και φυσικά για εμπορικές ή θρησκευτικές χρήσεις. Αυτά τα εντυπωσιακά σκαλοπάτια, τα οποία συναντώνται και στα όρια του αρχαίου Δήμου Μελίτης, έδωσαν στην περιοχή την ονομασία “Σκαλάκια”. Πολλά πηγάδια, οικίες και κόγχες ιερών, όλα λαξευτά στο βράχο, μαρτυρούν την ακμή και την σημαντική αρχαία ζωή και δράση μεταξύ των τριών λόφων, η οποία χρονολογείται από τα αρχαϊκά χρόνια (6ος αι. π.Χ.) έως και τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, στα 330 π.Χ., η κατασκευή μιας νέας οχύρωσης στον λόφο της Πνύκας, η επονομαζόμενη κα ως Διατείχισμα, μείωσε την έκταση της οχύρωσης των Αθηνών προς τα δυτικά και η περιοχή της Κοίλης έμεινε εκτός του οχυρωματικού περιβόλου και εγκαταλείφθηκε. Στις πλευρές της Δια Κοίλης Οδού αναπτύχθηκε ένα παρόδιο νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους λαξευτούς τάφους στο βράχο που χρονολογείται από τα ελληνιστικά (3ος - 2ος αι. π.Χ.) έως και τα ρωμαϊκά χρόνια (3ος αι. μ.Χ.).
| Η Πόλη των Λόφων |
116
Επάνω διακρίνονται τα χαρακτηριστικά λαξεύματα στο βράχο, του αρχαίου δήμου Κοίλης, ενός από τους πιο πυκνοκατοικημένους δήμους της αρχαιότητας. Δεξιά, άποψη της Δια Κοίλης Οδού που οδηγούσε στον Πειραιά, από το ύψωμα της Πνύκας.
223. Ιερό & Βωμός Αφροδίτης Ουρανίας Γενικά Στοιχεία
ο
βωμός της Ουράνιας Αφροδίτης είναι το καλύτερα διατηρημένο μνημείο της βόρειας πλευράς της Αγοράς του Σόλωνος. Κτίστηκε τον 5ο αι. π.Χ., αλλά παρέμεινε στην θέση του, εξυπηρετώντας το παρακείμενο ιερό της θεάς, που άκμασε κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Ακόμη και σήμερα διατηρείται σε μεγάλο βαθμό το μεγαλύτερο τμήμα του βωμού. Ο βωμός, ανασκάφηκε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1981 και το 1982.
Επειδή στον ένα από τους δύο κρατευτές σώζονται στο άκρο ίχνη αναθύρωσης, εικάζεται ότι το ακρωτήριο απαρτίζονταν συνολικά από τρεις πλάκες. Η βάση του, με βάση την υποτιθέμενη ανασύνθεση, θα αντιστοιχούσε ακριβώς με το πλάτος της μιας στενής πλευράς του βωμού. Επίσης, αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητα μεταξύ ορθοστατών και κρατευτών, τόσο στην ποιότητα της εργασίας, που είναι πολύ υψηλή, όσο και στη χρήση κυκλαδικού μαρμάρου.
Η βάση του βωμού ήταν προσανατολισμένη σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα, προκειμένου ο ιερέας να κοιτά κατευθείαν στα ανατολικά. Είχε διαστάσεις 5.08 Χ 2.40 μ. και ήταν κατασκευασμένη από σκληρό κοκκινωπό ασβεστόλιθο. Μια σειρά από σκληρές πλάκες από ασβεστόλιθο δημιουργούν κρηπίδα όπου πατά η βάση. Ο πυρήνας του βωμού αποτελείται από μαλακές λιθόπλινθους από κιτρινωπό ασβεστόλιθο, τοποθετημένες σε απόσταση περίπου 0,22 μ. μεταξύ τους. Ο πυρήνας ήταν επενδεδυμένες από ορθοστάτες από λευκό κυκλαδικό μάρμαρο, εκ των οποίων σώζονται στη θέση τους τρείς. Στη βάση τους, οι ορθοστάτες φέρουν κυμάτιο. Το συνολικό μήκος του βωμού ήταν 4.42 μ., ενώ το πλάτος ήταν 1.85 μ. στο νότιο άκρο που σώζεται (συμπεριλαμβανόμενου και του αναγλύφου κυματίου). Στην παρακείμενη περιοχή βρέθηκαν δύο κρατευτές (τμήματα της αετωματικής επίστεψης του βωμού) διακοσμημένοι με ακρωτήρια αποτελούμενα από ανθέμια, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν στο βωμό. Στο ένα από τα ανθέμια σώζονταν, την περίοδο της ανακάλυψης του, ίχνη χρώματος στα πέταλα και στους μίσχους των ελίκων.
Η χρονολόγηση του μνημείου συνάγεται από την κεραμική που βρέθηκε στο εσωτερικό του βωμού, και τοποθετείται γύρω στο 500 π.Χ., αλλά και στη χρήση νησιωτικού μάρμαρου, η οποία προηγείται της ευρείας χρήσης του πεντελικού που δεν άρχισε πριν το 490 π.Χ. Επομένως, μια χρονολόγηση της δημιουργίας του βωμού στο διάστημα μεταξύ 500-490 π.Χ. είναι η πλέον πιθανή.
1.
Η ταύτιση του χώρου με βωμό, ενώ είναι σίγουρη, τόσο από τα ευρήματα, όσο και από την αρχιτεκτονική του μορφή, δεν είναι ασφαλής ως προς την τιμώμενη θεότητα. Θεωρήθηκε ότι είναι βωμός της Αφροδίτης, καθ' υπαγόρευση μιας αναφοράς του Παυσανία σε ιερό της Αφροδίτης Ουρανίας [1], υπαρκτού στις μέρες του, που στέγαζε μαρμάρινο άγαλμα της θεάς, έργο του Φειδία. Η ταύτιση ενισχύεται και από την παρουσία δύο αναγλύφων στην περιοχή, που αποδίδουν σίγουρα τη μορφή της θεάς.
Η μελέτη του οστεολογικού υλικού που περισυνελλέγη κατά την ανασκαφή έδειξε ότι εκεί γίνονταν θυσίες κατά κύριο λόγο την άνοιξη, με θύματα χαρακτηριστικά για την λατρεία της θεάς, όπως χοίροι, ένα περιστέρι και κατσίκες.
| Η Πόλη των Λόφων |
118
Πάντως, ο παρακείμενος ναός της Ουρανίας Αφροδίτης δεν έχει ακόμη βρεθεί, αντίθετα ο βωμός συνδέεται τοπογραφικά με κτίριο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, που βρίσκεται στα βόρεια του. Ενδέχεται ο κλασικός ναός να βρίσκεται σε μη ανασκαμμένο σημείο. Γύρω στο 480 π.Χ., ο περιβάλλων χώρος ανυψώθηκε αρκετά, καλύπτοντας την αρχική κρηπίδα. Μετά το 480 το μνημείο θα πρέπει να υπέστη εκτεταμένες καταστροφές, οι οποίες οδήγησαν στην ανοικοδόμησή του, τουλάχιστον σε ότι αφορά το άνω τμήμα του βωμού. Η ανοικοδόμησή του, με βάση το παλαιότερο σχέδιο, και το συνακόλουθο «μπάζωμα» του περιβάλλοντος χώρου, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα του βωμού, έλαβε χώρα το 430-420 π.Χ. Στην εκεί περιοχή, το έδαφος ανέβηκε ως και 0.35 μ. σε σχέση με την κρηπίδα.
Γραμμές Ηλεκτρικού
Ιερό & Βωμός Αφροδίτης Ουρανίας
Βασίλειος Στοά
Σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τον βωμό, και από εκεί που παλαιότερα πιστεύονταν ότι βρίσκονταν το ιερό της Αφροδίτης Ουρανίας, το οποίο περιγράφει ο Παυσανίας, αφού ολοκληρώσει τη συζήτηση του Ηφαιστείου, ανασκάφηκε θησαυρός που επιγραφικά αποδόθηκε στη λατρεία της θεάς. Έτσι, η προτεινόμενη από τους ανασκαφείς της Αγοράς ταύτιση καθίσταται προβληματική.
.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ανασκαφές, το Ιερό της Ουράνιας Αφροδίτης βρίσκεται βορείως του Ναού του Ηφαίστου, σε ένα σημείο όπου συναντάει της γραμμές του ΗΣΑΠ. Ο βωμός δεν αποτυπώνεται στο διάγραμμα, όμως γνωρίζουμε η θέση του και την τοποθέτηση του αξονικά προς την ανατολή, για την εξυπηρέτηση του τελετουργικού.
228. Ιερό & Βωμός Διός Ελευθερέου Γενικά Στοιχεία
ε
πί του αρχαίου δρόμου που διατρέχει τη δυτική πλευρά της Αγοράς βρέθηκε βωμός, ο οποίος προφανώς ανήκε στη λατρεία του Διός Ελευθερέου / Σωτήρος. Το επίθετο “Ελευθέριος” που αποδόθηκε στον Δία λέγεται ότι προέρχεται από την ελευθερία που κέρδισαν οι Έλληνες στην μάχη των Πλαταιών, όπου πέτυχαν την τελική νίκη επί των Περσών σε ελληνικό έδαφος. Θυσίες και εορτές (τα λεγόμενα “Ελευθέρια”) προς τιμήν του θεού τελούνταν ακόμη στα χρόνια του Πλουτάρχου (περ. 120 μ.Χ.). Είχε διαστάσεις περίπου 3,65Χ1,22 μ. Ο βωμός καλυπτόταν με ορθοστάτες που πιθανόν ήταν από πεντελικό μάρμαρο (όπως αποδεικνύουν τα απολεπισμένα θραύσματα που βρέθηκαν γύρω και προέρχονται από τις εργασίες κατασκευής). Με βάση τις θεμελιώσεις του, που είναι το μόνο στοιχείο που σώζεται, είχε διαστάσεις 13,25Χ7,20 μ. Οι θεμελιώσεις αυτές αποτελούνται από μαλακούς λευκούς πωρόλιθους σε δεύτερη χρήση. Πιθανόν να υπήρχαν βαθμίδες στη δυτική πλευρά του μνημείου, όπως ήταν η συνήθεια στους βωμούς της εποχής. Ενδέχεται να βρισκόταν εκεί από τα Αρχαϊκά χρόνια, να επέζησε της εκτεταμένης Περσικής καταστροφής της Αγοράς και να ήταν σε χρήση για αρκετούς αιώνες έως ότου αντικαταστάθηκε από ένα πιο μνημειακό οικοδόμημα. Περίπου 2 αιώνες αργότερα, στους βορειοανατολικούς πρόποδες του Αγοραίου Κολωνού, αμέσως στα νότια της Βασιλείου Στοάς και σχεδόν εφαπτόμενη με αυτή, χτίστηκε στα 430-420 π.Χ. η κατά πολύ μεγαλύτερή της δωρική Στοά του Ελευθερίου Διός. Μολονότι η χρήση του κτίσματος ήταν προφανώς θρησκευτική, δανείστηκε την μορφή της στοάς, αρχιτεκτονικού τύπου που συνδέεται με λειτουργίες κατεξοχήν δημόσιου χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό δεν μας ξενίζει, εάν αναλογιστούμε την στενή σχέση πολιτείας και θρησκείας στην αρχαιότητα.
Ωστόσο η αρχιτεκτονική λύση που επελέγη για το κτίριο παραμένει πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Η στοά είναι ορθογώνια με δύο πτέρυγες στις άκρες της, λαμβάνοντας συνολικό σχήμα Π. Στην πρόσοψη φέρει δωρική κιονοστοιχία που πυκνώνει στις πτέρυγες, ενώ έχει διαπιστωθεί και δεύτερη ιωνική κιονοστοιχία στο εσωτερικό. Στον δυτικό τοίχο της Στοάς, μέσα στον φυσικό βράχο του Αγοραίου Κολωνού που κόπηκε γι' αυτόν τον σκοπό, προστέθηκαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους δύο αίθουσες, με διάρθρωση που παραπέμπει σε ναϊκά οικοδομήματα. Η κεραμική που βρέθηκε στα δυό δωμάτια τα χρονολογεί στον 1ο αι. μ.Χ., εποχή όπου παρατηρείται η ανάγκη μετακίνησης πολλών ναών. Όπως συνέβη με την Ποικίλη Στοά και με άλλα κτίρια της Αγοράς, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανίου, η Στοά του Διός Ελευθερίου ήταν εμπλουτισμένη με ζωγραφικές παραστάσεις που κοσμούσαν τους τοίχους της, περιλαμβάνοντας απεικονίσεις των δώδεκα Oλύμπιων Θεών, του Δήμου και της Δημοκρατίας και της μάχης της Μαντινείας, έργο που φιλοτέχνησε ο Ευφράνωρ [1]. Παράλληλα, στο κτίριο είχαν ανατεθεί οι ασπίδες εκείνων που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πόλης, τις οποίες πήραν μαζί τους στην Ρώμη οι στρατιώτες του Σύλλα κατά την ρωμαϊκή επιδρομή στην Αθήνα το 86 π.Χ. Οι ζωγραφικές συνθέσεις αλλά και η ανάρτηση ψηφισμάτων στην στοά, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επιτέλεσε και κοινωνικό ρόλο, λειτουργώντας ως χώρος ανεπίσημων συγκεντρώσεων για πολιτικών και φιλοσοφικών συζητήσεων [2]. Όπως μας λένε ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας, ο Σωκράτης σύχναζε εκεί, όπου συναντούσε τους φίλους και τους μαθητές του, ενώ επίσης η στοά φιλοξένησε πολλές φορές τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη (ο ίδιος έλεγε ότι έχτισαν την στοά για να την έχει ως σπίτι του, και ίσως εδώ να βρισκόταν το πιθάρι μέσα στο οποίο αγόρευε).
1. 2. Κατά μία άλλη διατυπωμένη άποψη, αδιευκρίνιστη όμως μέχρι σήμερα, η Στοά του Ελευθερίου Διός δεν αποκλείεται να αποτέλεσε και την έδρα του διοικητικού σώματος των Θεσμοθετών. | Η Πόλη των Λόφων |
124
Τμήμα - όριο της σύνδεσης της νότιας πτέρυγας της Στοάς του Ελευθερέου Διός με το κεντρικό κτίριο. Η στοά αποτελούνταν από τρία διαφορετικά κτίσματα και ήταν μια από τις σημαντικότερες “πινακοθήκες” και τροπαιοθήκες της αρχαίας Αθήνας.
Ο βωμός (και τμήμα του ναού) του Διός Ελευθερέου, όπως εκτίθεται σήμερα στον χώρο της Αγοράς του Σόλωνος. Πίσω από τον μαντρότοιχο και πάνω από το υπόλοιπο μνημείο, διέρχεται ο συρμός του ΗΣΑΠ.
229. Ιερό & Βωμός Διός Αγοραίου Γενικά Στοιχεία
ο
κομψός μαρμάρινος ναός που ενδεχόμενα ανήκε στη λατρεία του Διός Αγοραίου μεταφέρθηκε στην Αγορά, μαζί με τρία ναϊκά οικοδομήματα (Νοτιοδυτικός Ναός, Νοτιοανατολικός Ναός, “Nαός του Άρεως”), κατά την Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο, από άγνωστο σημείο της Αττικής. Η αρχική κατασκευή του ανάγεται στον 4ο αι. π.Χ.
Το μνημείο ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης ανασκαφικής περιόδου των εργασιών της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας (1931). Οι θεμελιώσεις του μνημείου είναι από συμπαγείς, δουλεμένες κροκάλες. Οι εξωτερικοί δόμοι της ευθυντηρίας (διαστάσεων 9x5,5 μ.) ήταν από πειραϊκό πωρόλιθο και συνδέονταν με μεταλλικούς συνδέσμους σε σχήμα Τ, ενώ οι τέσσερις βαθμίδες της βάσης ήταν από πεντελικό μάρμαρο. Σώζονται στο πλήρες ύψος τους στο βόρειο μισό της δυτικής πλευράς, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του βωμού σώζονται μόνο οι δύο κατώτερες βαθμίδες. Ένας δόμος περιλαμβάνει δύο βαθμίδες. Το μεγάλο βάρος τους αποτέλεσε την αιτία που οι μετέπειτα επισκέπτες του χώρου δεν μπόρεσαν να λεηλατήσουν το δομικό υλικό του βωμού. Οι διαστάσεις της βάσης στο ύψος της κατώτερης βαθμίδας είναι 8,76x5,43 μ. Προφανώς ο βωμός βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα, ενώ το δυτικό θα πρέπει να περιλάμβανε κιονοστοιχία από την οποία προσέγγιζε το βωμό ο ιερέας.
Ανατολικά της θεμελίωσης ανακαλύφθηκε ένας ορθοστάτης. Στη μία άκρη του σχηματίζει γωνία, ενώ η άλλη είναι σπασμένη. Ο ορθοστάτης έφερε περίτεχνη γλυπτική διακόσμηση με πλοχμό στη βάση, λέσβιο κυμάτιο και αστράγαλο, ενώ θραύσματα αντίστοιχου ορθοστάτη βρέθηκαν σε ένα πηγάδι στο σημείο όπου έστεκε το πρόπυλο του Μητρώου. Τα αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία πιστοποιούν τη χρονολόγηση του βωμού, γύρω στον 4ο αι. π.Χ. Η ύπαρξη όμως τεκτονικών σημείων του τύπου που συναντάμε και στο “ναό του Άρεως” φανερώνει ότι το εν λόγω μνημείο μεταφέρθηκε στην Αγορά την ίδια περίοδο με τον μεγάλο ναό, αλλά και με άλλα αττικά μνημεία του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. Η αρχική του θέση είναι άγνωστη. Θεωρείται όμως ότι ίσως να ταυτίζεται με μνημείο του οποίου το ίχνος στο βράχο της Πνύκας, ακριβώς πάνω από το Βήμα, έχει ανάλογες με το βωμό διαστάσεις. Η μετακίνηση του μνημείου πιθανόν να συμπίπτει χρονικά με τη μετατόπιση των εργασιών της Εκκλησίας από την Πνύκα στο Θέατρο του Διονύσου. Αν η τοποθέτηση αυτή ευσταθεί, τότε ο βωμός θα ήταν αφιερωμένος στο θεό προστάτη της ρητορικής, τον Αγοραίο Δία, και θα πρέπει να χρονολογηθεί στην περίοδο του ρήτορα Λυκούργου (περίπου 340 π.Χ.). Σύμφωνα με το Σχολιαστή των Ιππέων του Αριστοφάνη, ο Δίας Αγοραίος έστεκε τόσο στην Αγορά όσο και στο σημείο συνάθροισης της εκκλησίας του δήμου.
| Η Πόλη των Λόφων |
126
Τα τέσσερα μέλη της μαρμάρινης κλίμακας οδηγούσαν στο κυρίως ναϊκό οικοδόμημα. Στο βάθος διακρίνεται τμήμα του βωμού, ο οποίος αρχικά πρέπει να βρισκόταν στη στάθμη του δρόμου, μπροστά από το μνημείο. Στην κλασσική περίοδο, κατά τη μεταφορά του από την παλαιότερη τοποθεσία του, ο βωμός τοποθετήθηκε δίπλα από το ναό και σε κοινή βάση με αυτόν.
230. Ναός Απόλλωνος Πατρώου Γενικά Στοιχεία
ο
μικρός ναός του Απόλλωνος Πατρώου οικοδομήθηκε στο γ΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., στη δυτική πλευρά της Αγοράς, δίπλα στη Στοά του Διός Ελευθερίου. Στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνος Αλεξικάκου, έργο του Καλάμιδος, καθώς και άλλα φημισμένα γλυπτά. Ο ναός ανασκάφηκε το 1895-1896 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Το 1907, στις εργασίες στο νότιο τμήμα από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, βρέθηκε το κολοσσιαίων διαστάσεων λατρευτικό άγαλμα. Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών ανέσκαψε πλήρως το κτήριο και τον περιβάλλοντα χώρο την περίοδο 1931-1935.
Κάτω από το ναό του 4ου αι. π.Χ. σώζονται πενιχρά ερείπια που θεωρείται ότι ανήκουν σε ναό του ίδιου θεού. Το κτίριο αυτό είχε αψιδωτή απόληξη και με βάση την κεραμική που βρέθηκε χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Με το κτίριο αυτό έχει συνδεθεί ένας λάκκος χύτευσης, όπου βρέθηκαν θραύσματα μήτρας για την κατασκευή ενός κούρου διαστάσεων περίπου στο μισό του φυσικού. Ίσως να έστεκε πάνω σε ένα μικρό πώρινο βάθρο που βρέθηκε στο εσωτερικό του ναού. Το κτίριο πρέπει να καταστράφηκε το 480/479 π.Χ. Ο ανασκαφέας ταύτισε το κτίριο με τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνος Πατρώου και τον κούρο που χυτεύθηκε εδώ με το λατρευτικό του άγαλμα. Κατά την επόμενη φάση, από το 480 π.Χ. ως τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., στο χώρο πρέπει να υπήρχαν μόνο τα ερείπια του παλαιότερου ναού ή ενδεχομένως να είχε καθαριστεί ο χώρος και να ήταν κενός. Στο βράχο του Αγοραίου Κολωνού λόφου τοποθετήθηκαν εκείνη την περίοδο πώρινα έδρανα, προφανώς για την εξυπηρέτηση των θεατών που παρακολουθούσαν τα δρώμενα. Ορισμένοι θεωρούν ότι την περίοδο αυτή, υπήρχε επίσης ένα υπαίθριο ιερό που στέγαζε το άγαλμα του Απόλλωνος Αλεξικάκου, έργο του Καλάμιδος.
Ο ναός του 4ου αι. π.Χ. αποκαλείται από τον Thompson ναός ΙΙΙ. Οι θεμελιώσεις σώζονται σχεδόν πλήρως. Υπάρχει μόνο μία σειρά ερυθρών κροκαλοπαγών λίθων, που σχηματίζουν την ευθυντηρία και τον τοιχοβάτη. Στο βορειότερο τμήμα, όπου το έδαφος χαμηλώνει, υπάρχει μια σειρά μεγάλων ακατέργαστων ασβεστόλιθων της Ακρόπολης. Ανάμεσα τους έχουν τοποθετηθεί μικρότερες πέτρες. Στον πρόναο, η θεμελίωση αποτελείται από μεγάλους κροκαλοπαγείς λίθους, οι οποίοι στα βορειοανατολικά φθάνουν τις 4 στρώσεις. Η ευθυντηρία του πρόναου σώζεται μόνο στο νότιο τμήμα. Αποτελείται από λίθους από σκληρό γκρίζο πειραϊκό ακτίτη, ακανόνιστου μεγέθους, που ενώνονται με συνδέσμους. Δε σώζονται παρά ελάχιστοι λίθοι σε δεύτερη χρήση από τις δύο κατώτερες βαθμίδες και από το στυλοβάτη του ναού, που ήταν από υμήττιο μάρμαρο. Μεταξύ του περιβάλλοντος χώρου γύρω από το σηκό του ναού και του αντίστοιχου γύρω από το ναό του Διός Φρατρίου και της Αθηνάς Φρατρίας, υπάρχει υψομετρική διαφορά περίπου 1 μ. Ο χώρος μπροστά από τον πρόναο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτόν μπροστά από τον προαναφερθέντα ναό. Ο χώρος μεταξύ των δύο ναών καλύφθηκε με χώμα που συγκρατούσε ένα χαμηλό ανάλημμα από πωρόλιθο, χτισμένο μεταξύ του ναού του Απόλλωνα και του βόρειου τοίχου του ναού του Δία και της Αθηνάς. Στους λίθους της ανωδομής έγινε χρήση ασβεστόλιθου από την Ακρόπολη και κρεμώδους ασβεστόλιθου του Καρά, ενώ στο εσωτερικό οι λίθοι ήταν σκεπασμένοι με επίχρισμα (stucco). Το κατώτερο τμήμα του στα βόρεια της θύρας είχε διπλάσιο πάχος, προφανώς διότι εκεί ήταν τοποθετημένα τα δύο αγάλματα του Απόλλωνα από τον Κάλαμη και το Λεωχάρη, που είδε ο Παυσανίας να στέκουν “προ του ναού”. Στο Μητρώο βρέθηκε ένα τμήμα από το κατώφλι της κύριας εισόδου, από υμήττιο μάρμαρο. Υπήρχε μία μικρή και μία μεγαλύτερη θύρα, αν κρίνει κανείς από τα ίχνη των δακτυλίων που σώζονται στο κατώφλι.
| Η Πόλη των Λόφων |
128
Ο ναός είναι κτίσμα μικρών διαστάσεων, περίπου 10Χ16,5 μ. O διευθυντής των ανασκαφών Mc Camp Jr θεωρεί ότι υπήρχαν 6 κίονες κατά μήκος της πρόσοψης, όπως είχε προτείνει ο Dörpfeld [1]. Νεότερες έρευνες επιβεβαίωσαν την άποψη του. Σύμφωνα με τον Thompson, ο ναός ήταν ιωνικός. Στο πίσω μέρος του σηκού διασώθηκαν ίχνη από τη βάση του αγάλματος του Απόλλωνα: πρόκειται για δύο μεγάλες πώρινες πλάκες, οι οποίες, μαζί με ακόμη δύο που έχουν χαθεί, στήριζαν τη βάση του λατρευτικού αγάλματος του Απόλλωνος Πατρώου. Το έδαφος είναι από πατημένο χώμα. Ο σηκός βρίσκεται σε ελαφρώς χαμηλότερο επίπεδο από το βόρειο δωμάτιο, το οποίο είναι σχεδόν τετράγωνο. Υπάρχει μια θύρα στο βόρειο τοίχο του σηκού, που αποτελεί τη μόνη είσοδο στο βόρειο δωμάτιο, το οποίο χρησίμευε σίγουρα ως αποθήκη ή θησαυροφυλάκιο του ναού. Πρόκειται για κατασκευή που χρονολογείται ταυτόχρονα με το σηκό και τον πρόναο. Αυτό αποδεικνύεται από την πανομοιότυπη θεμελίωση σε σχέση με αυτή του βόρειου τμήματος του σηκού, με την οποία συναρμόζει. Η περιγραφή του κτηρίου από τον Παυσανία είναι σημαντική, καθώς υποδεικνύει τα έργα τέχνης που είχαν στηθεί εμπρός και μέσα στο ναό. Το άγαλμα της λατρείας ήταν του Ευφράνορος και ταυτίζεται με το μεγάλο μαρμάρινο ντυμένο ακέφαλο άγαλμα που φυλάσσεται στο Μουσείο της Αγοράς. Σήμερα σώζεται σε ύψος 2,54 μ. Ο θεός ήταν ενδεδυμένος και κρατούσε λύρα. Μπροστά από το σηκό, ενδεχομένως στον πρόναο, όπως υποστηρίζει ο ανασκαφέας, είχαν στηθεί ένα άγαλμα του Απόλλωνα από το Λεωχάρη (α΄ μισό 4ου αι. π.Χ.) και το άγαλμα του Απόλλωνος Αλεξικάκου από τον Κάλαμη, μετά το λοιμό του 429-426 π.Χ., τον οποίο σταμάτησε ο θεός. Πατρώος αποκαλείται ο θεός, ως πατέρας του Ίωνα, γενάρχη των Ιώνων και των Αθηναίων.
1.
Μάλιστα, ο ναός έχει τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις με την ανατολική πρόσταση του Ερεχθείου, το οποίο ήταν αναμφισβήτητα η πηγή έμπνευσης για το ναό του Απόλλωνα.
Άποψη του μικρού ιωνικού ναού από τη ΒΑ γωνιά του μνημείου. Σε μικρή απόσταση από αυτόν βρέθηκε σημαντικό τμήμα του λατρευτικού αγάλματος του Πατρώου Απόλλωνα, το οποίο εκτίθεται σήμερα εντός της στοάς του Αττάλου.
232. Περίβολος Τάφων | 233. Όροι Γενικά Στοιχεία
ο
ταφικός περίβολος απαντάται από την Αρχαϊκή περίοδο σίγουρα, ίσως και σε παλαιότερα λείψανα που έχουνε βρεθεί, στον χώρο της Αγοράς του Θησέως, αλλά και σε διάφορα άλλα μέρη της Αθήνας. Η χρησιμότητα του ήταν ακριβώς αυτή: να οριοθετήσει τα νεκροταφεία, που, σύμφωνα με το τότε καθεστώς, διαφοροποιούνταν από δήμο σε δήμο και ήταν διάσπαρτα μέσα στη πόλη. Ο περίβολος της Αγοράς του Σόλωνος βρίσκονταν στη βάση του λόφου του Αγοραίου Κολωνού και δίπλα από το Πρυτανικόν ή Πρυτανείον [1].
Από τα πολλά νεκροταφεία που υπήρχαν στους αρχαϊκούς και τους κλασσικούς χρόνους, τα σημαντικότερα ήταν του Έσω και του Έξω Κεραμεικού. Η Ιερά Πύλη και η Ιερά Οδός ήταν το τελετουργικό κέντρο της πόλης, όπου δίπλα σε αυτόν προσαρτήθηκαν το Τριτοπατρείον (μνημείο λατρείας των Κοινών Προγόνων), ο “Έξω Δρόμος” και το “Δημόσιο Σήμα” (οδός ταφής των επιφανών και πεσόντων σε μάχες Αθηναίων). Στον αρχαιολογικό χώρο του Δημοσίου Σήματος μπορεί να θαυμάσει κανείς σήμερα επιτύμβιες στήλες και μνημειακά γλυπτά, καθώς και τον διάκοσμο αρκετών ταφικών περιβόλων των αρχαίων νεκροταφείων. Ο περίβολος του Διονυσίου του Κολλυτού είναι εξαιρετικό δείγμα της καλαισθησίας και της προσοχής που τύχαιναν τα σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης.
1.
Οι “όροι” είχαν παρόμοια χρήση με τους περίβολους των νεκροταφείων και των οικιών. Είχαν βέβαια ως κύριο σκοπό να σηματοδοτήσουν μια περιοχή, παρά να την διαφυλάξουν. Ήταν ενεπίγραφες λίθινες στήλες, που τοποθετούνταν στα σημεία εισόδου διαφόρων χώρων και λειτουργούσαν ως ορόσημα των περιοχών όπου είχαν στηθεί. Πέρα από τις πρακτικές ανάγκες που κάλυπταν, δηλαδή τον καθορισμό των ορίων ενός τόπου ή περιοχής και την εξασφάλιση της από τον κίνδυνο καταπάτησης, εξυπηρετούσαν συνάμα θρησκευτικές σκοπιμότητες, ενίοτε οριοθετώντας ένα ιερό τέμενος (δεν είχαν πάντοτε όλοι πρόσβαση σε όλα τα ιερά) και άλλοτε αποτελώντας σημεία αναφοράς για την πορεία μιας πομπής ή για την τέλεση άλλων λατρευτικών δραστηριοτήτων. Οι ανασκαφικές έρευνες έχουν φέρει στο φώς μέχρι σήμερα 21 τέτοια ορόσημα σε διάφορα σημεία του λεκανοπεδίου της Αττικής και της πόλεως των Αθηνών, χρονολογούμενα από τα τέλη του 6ου έως και τις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
Για πληροφορίες σχετικά με το μνημείο, βλ. σημείωση: “9. Πρυτανείον”.
| Η Πόλη των Λόφων |
130
Από τους πλέον ιδιαίτερους ταφικούς περίβολους των αρχαίων χρόνων, του Διονυσίου από τον δήμο Κολλυτού (νοτίως της Πνύκας, στη περιοχή του ναού του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη), στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Δεξιά η στήλη με το αντίγραφο του μαρμάρινου ταύρου. Αριστερά το πρωτότυπο έκθεμα, στο αίθριο του νεοαναγερθέντος μουσείου.
To ΝΔ Όρος της Αγοράς του Σόλωνος με την χαρακτηριστική επιγραφή - επισήμανση: “ΗΟΡΟΣ ΕΙΜΙ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ”. Βρίσκεται δίπλα στην οικία του Σίμωνος (από όπου και τα δομικά πέτρινα στοιχεία) και το Αιακείον.
240. Πεισιστράτειο Υδραγωγείο Γενικά Στοιχεία
μ
ε αυτό το υδραγωγείο - χρόνος κατασκευής μεταξύ 540 και 530 π.Χ. επεδίωξε ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος να συγκεντρώσει τα νερά του Υμηττού και των πηγών των Πελασγών, αλλά και των πηγών μακρύτερα της Καισαριανής. Ο Πεισίστρατος (605-527π.Χ.), που αναφέρεται και ως ερωτικός σύντροφος του Σόλωνα, μεταξύ άλλων διατήρησε τη νομοθεσία του Σόλωνα και ως προς την υδροδότηση και επάρκεια νερού της Αθήνας, ενδιαφέρθηκε για τον καλλωπισμό της πόλης, προστάτευε τους πτωχούς, ίδρυσε βιβλιοθήκες, συγκέντρωσε τα Ομηρικά Έπη και προήγαγε την γεωργία.
Κατά την κάτω διαδρομή του θα έπρεπε να έδινε νερό στο Ιερό Άλσος του Λυκείου, που βρισκόταν όπου σήμερα ο Εθνικός Κήπος [1], στην κοντινή αρχαία κρήνη [2] και σε άλλες περιοχές. Στους αιώνες παρακμής της Αθήνας - 3ο αιώνα μ.Χ. και μεταγενέστερα - όταν έλλειψε τελείως η συντήρηση, το υδραγωγείο σχεδόν αχρηστεύτηκε στο πεδινό του τμήμα, από καταρρεύσεις και συσσώρευση φερτών υλών (χώματα, άμμος). Το αποτέλεσμα ήταν το νερό να βρει διέξοδο προς την επιφάνεια, με τη μορφή πηγής, κοντά στη σημερινή πλατεία Αγ. Θωμά (Γουδί), για να καταλήξει τελικά στην αμμώδη κοίτη του Ιλισού, που περνούσε εκεί κοντά.
Μεγάλο μέρος αυτού του αρχαίου υδραγωγείου, που λειτουργεί επί 2500 χρόνια μέχρι σήμερα, μεταφέρει νερό στο κέντρο της Αθήνας. Δεν πρόκειται για έναν αγωγό -συνήθως πήλινο-, που μεταφέρει νερό από μια πηγή ή δεξαμενή νερού σε ένα άλλο μέρος, αλλά για ένα πολύπλοκο σύστημα συγκέντρωσης, μεταφοράς και διανομής νερού. Η συλλεκτήρια στοά αυτού του υδραγωγείου αρχίζει από τη βάση του λόφου του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου, στου Παπάγου, ακολουθεί την κοίτη του άνω Ιλισού, αρχικά αριστερά και μετά τη γέφυρα (επί του Ιλισού) της οδού Αργυροκάστρου στου Παπάγου, δεξιά, συνεχίζει πιο κάτω, στο επίσης ορατό τμήμα της κοίτης που χωρίζει το πάρκο του Δήμου Αθηναίων από τη στρατιωτική περιοχή Γουδί, περνά από την πλατεία Αγ. Θωμά, στη συνέχεια κατέρχεται τις οδούς Παπαδιαμαντοπούλου και Βασ. Σοφίας, τον Εθνικό Κήπο, τη Ρωσική εκκλησία, οδός Κυδαθηναίων, νότια πλευρά της Ακρόπολης, αυχένας Αρείου Πάγου και έφτανε στην Εννεάκρουνο κρήνη (αναφέρεται και από Θουκυδίδη και από Παυσανία), τη γνωστή κρήνη της Καλλιρόης, στο χώρο της αρχαίας αγοράς.
Ο κύριος κορμός αυτού του υδραγωγείου αποτελείται από μια υπόγεια στοά (γαλαρία ή και όρυγμα) που έχει διανοιχθεί σε φυσικό έδαφος, συνήθως σε βάθος 10-12 μέτρα από την επιφάνεια. Η στοά αυτή εκμεταλλεύεται τα υδροφόρα στρώματα τα οποία διαπερνά και μεταφέρει το νερό που συλλέγει κατά τη διαδρομή, στους χώρους οι οποίοι το έχουν ανάγκη. Κατά τη διάνοιξη της υπόγειας στοάς, άνοιγαν ταυτόχρονα κάθε 40-50 μ. φρεάτια αερισμού μικρής διαμέτρου (0,60-0,80 μ.), από τα οποία αερίζονταν η στοά και οι εργαζόμενοι για τη διάνοιξη και απομακρύνονταν τα υλικά εκσκαφής (χώματα, πέτρες, ρίζες, κλπ.). Η σήραγγα του υπόγειου αυτού υδραγωγείου, που μετέφερε και εξακολουθεί να μεταφέρει ακόμα νερό από τον Υμηττό, έχει μήκος περίπου 2.800 μέτρων, πλάτος 0,65 μέτρων και ύψος 1,30 μέτρων. Εντός της σήραγγας, που βρίσκεται σε βάθος 12-13 μέτρων, είχαν αρθρωθεί πήλινοι σωληνοειδείς υδραγωγοί, διατομής 0,19-0,22 μέτρων. Κατά διαστήματα υπήρχαν φρεάτια τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους. Επίσης είχε δημιουργηθεί τότε και δίκτυο διανομής στα διάφορα ''Αναβρυτήρια'' που για μεγάλο χρονικό διάστημα εξασφάλιζαν άφθονο και επαρκές νερό για τις ανάγκες της πόλης. Η τελική διανομή για χρήση του νερού γίνεται από τοπικά δίκτυα με πήλινους σωλήνες, μεγαλύτερης ή μικρότερης διαμέτρου, που ξεκινούν από τα πλάγια του κύριου αγωγού και φέρουν οπές καθαρισμού.
Το υδραγωγείο του Πεισίστρατου είχε διαρκή φροντίδα και συντήρηση. Ο Αριστοτέλης στην ''Αθηναίων Πολιτεία'' τονίζει τη συμβολή του αξιωματούχου με τον τίτλο ''Επιμελητής Κρηνών'', αξίωμα που είχε πάρει κάποτε και ο Θεμιστοκλής.
1.
βλ. σημείωση 58. Κήπος Μουσών ή Κήπος Θεόφραστου, ο πρώτος βοτανικός κήπος της Ευρώπης (6ος αι. π.Χ.).
2. βλ. σημείωση 13. Κρήνη του Πάνοπος, ΒΔ γωνία πλατείας Συντάγματος και οδού Μητροπόλεως.
| Η Πόλη των Λόφων |
138
Στα 1980 το υδραγωγείο άρχισε να βγάζει ξαφνικά και πετρέλαιο, κάτι που συνδέθηκε με την ανακάλυψη φανταστικών πετρελαιοπηγών, κλπ. Έπειτα από έρευνα διαπιστώθηκε ότι ένα συνεργείο-πλυντήριο στο στρατόπεδο στο Γουδί, διοχέτευε τα απόβλητα του σε ένα φρεάτιο αερισμού του αρχαίου αγωγού, ενώ το πετρέλαιο “ανακαλύφθηκε” στο (ακόμα ορατό) τμήμα του Ιλισού ποταμού [3]. Όταν κατασκευαζόταν ο σταθμός του Μετρό στον Ευαγγελισμό, τα σκαπτικά μηχανήματα έσπασαν τους χυτοσιδήρους σωλήνες του αγωγού στο πεζοδρόμιο της Ριζαρείου, με αποτέλεσμα να σταματήσει η ροή του νερού, ζημιά όμως που αποκαταστάθηκε άμεσα. Πρόσφατα, ακολούθησε μια μεγαλύτερη ζημιά, στο άθικτο από την εποχή του Πεισίστρατου τμήμα της αρχαίας στοάς, λίγο μετά τη διασταύρωση της οδού Παπαδιαμαντοπούλου με την οδό Θηβών. Κατά την εκσκαφή του μεγάλου οικοπέδου, απέναντι από το Νοσοκομείο Παίδων, για την κατασκευή υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων, οι εκσκαφές κατέστρεψαν τμήμα της δεξιάς πλευράς της αρχαίας στοάς, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το σκάμμα της εκσκαφής. Για να γίνει δυνατή η συνέχιση των εργασιών, μέχρι την αποκατάσταση, αναγκάσθηκαν να διοχετεύσουν το νερό με παράκαμψη. Στα νεότερα χρόνια (1910-15), λόγω του τρόπου κατασκευής του υδραγωγείου και της έλλειψης συστηματικής συντήρησής του, οι κατά τη διαδρομή απώλειες ήταν μεγάλες, γι' αυτό αντικατέστησαν τμήμα του υδραγωγείου με χυτοσιδηρούς σωλήνες, οι οποίοι μεταφέρουν το νερό στη λίμνη της εισόδου του Εθνικού Κήπου. Από αυτή τη λίμνη το νερό, φτάνει στις άλλες πέντε λίμνες, που δίνουν γραφικότητα, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν και σαν υδαταποθήκες για το πότισμα των δέντρων και θάμνων του Κήπου. Μικρή ποσότητα νερού διοχετεύεται και στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου. Η φραγμένη σε μεγάλο βαθμό στοά του αρχαίου υδραγωγείου, που περνά κάτω από τον Κήπο, μπορεί να μη διακινεί πλέον τις αρχικές ποσότητες νερού, δίνει όμως στις νεότερες εποχές αρκετές ποσότητες για το πότισμα του Κήπου.
3.
Το σφράγισμα αυτού του φρεατίου σταμάτησε την τροφοδοσία της αυτοσχέδιας πετρελαιοπηγής, αλλά ταυτόχρονα επιβεβαίωσε την ακρίβεια της διαδρομής του αγωγού, που είχε επισημάνει και σχεδιάσει ο Τσίλλερ το 1877.
Ανεσκαμένο και εκτεθειμένο τμήμα του Πεισιστράτειου υδραγωγείου, στην περιοχή της πλατείας Συντάγματος. Διακρίνονται οι πύλινοι σωληνοειδείς υδραγωγοί και η αρθρωτή σύνδεση τους, καθώς και οι χαρακτηριστικές οπές καθαρισμού στο επάνω μέρος.
241. “Aφροδίτης εν Κήποις” | 503. Ναός του Ελικώνος Ποσειδώνα Γενικά Στοιχεία
ο
ι πληροφορίες που μας παραδίδονται οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ιερό της “Αφροδίτης εν Κήποις” (440-430 π.Χ.;) βρισκόταν μάλλον στην νοτιοανατολική πλευρά της Αθήνας, στην περιοχή του Ιλισσού. Η ονομασία ''Κήποι'' παραπέμπει σε περιοχή με έντονη βλάστηση, γι' αυτό και είναι πιθανόν να αναφερόταν σε τόπο κοντά στον Ιλισσό, όπου η χλωρίδα ήταν προφανώς πιο ανεπτυγμένη. Ωστόσο, η θέση του δεν έχει ακόμη ταυτισθεί, ενώ αδιευκρίνιστη παραμένει η σχέση του - εάν υπήρχε - με το ιερό που αποδίδεται στην λατρεία της Αφροδίτης στην Βόρεια Κλιτύ της Ακροπόλεως, το οποίο ενδέχεται να λειτούργησε ως παράρτημα του εν λόγω ιερού.
Στο ιερό της “Αφροδίτης εν Κήποις” ήταν στημένο και το άγαλμα της θεάς, έργο του μαθητή του Φειδίου, Αλκαμένους, με το οποίο νίκησε τον Αγοράκριτο σε καλλιτεχνικό διαγωνισμό που διεξήχθη με θέμα το ίδιο το λατρευτικό άγαλμα. Αν και δεν σώζεται τίποτα από το πρωτότυπο γλυπτό, η μορφή του είναι δυνατόν να αποκατασταθεί εν μέρει, χάρη σε αρκετά αντίγραφα του (χωρίς κεφάλι) που βρίσκονται σήμερα σε διάφορα μουσεία (Λούβρο, κ.ά.). Ουσιαστικά πρόκειται για μια απεικόνιση της θεάς στον τύπο της Αφροδίτης Ουρανίας, η οποία στηριζόταν εξ ολοκλήρου σε δέντρο· είχε χαλαρή στάση, με το κεφάλι να κοιτάζει στο πλάι, προβάλλοντας με άνεση το ένα σκέλος και έφερε χειριδωτό χιτώνα (με μανίκια) που άφηνε ακάλυπτο τον έναν ώμο [1].
1.
Υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες σχετικά με ένα ιερό αφιερωμένο στον Ελικώνιο Ποσειδώνα, του οποίου η θέση μέχρι σήμερα δεν έχει προσδιοριστεί επ΄ ακριβώς. Λόγω του ονόματος του είναι σχεδόν βέβαιο ότι βρισκόταν πάνω στο ύψωμα του δήμου Άγραι, ο οποίος στα αρχαϊκά χρόνια λεγόταν Ελικών. Η αρχαία γραμματεία εξάλλου τον τοποθετεί πλησίον ενός μεγάλου αρχαίου γυμνασίου, κάτι που έμμεσα παραπέμπει στο Γυμνάσιο στο Κυνοσάργες. Η τοποθεσία στην οποία βρισκόταν, όπως αντιστοίχως συνέβαινε και με το ιερό της Αφροδίτης εν Κήποις, περιγράφετε με έντονη βλάστηση και εκτός των τειχών της πόλεως. Τοποθετείται νοτίως του Ναού της Αγροτέρας Αρτέμιδος και στο δεύτερο ύψωμα του Λόφου του Αρδηττού, αφού στο πρώτο δέσποζε το ιερό της Θεάς τύχης των ρωμαϊκών χρόνων. Δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έπαψε η λειτουργία του και η λατρεία του θεού στο συγκεκριμένο ιερό, ορισμένοι μελετητές εικάζουν ότι ο ναός της Θεάς Τύχης χτίστηκε πάνω στα λείψανα του Ελικώνος Ποσειδώνα, πιθανόν μετά από την καταστροφή του κατά την τρομακτική επιδρομή των Περσών το 480 π.Χ.
Ο ακάλυπτος ώμος ήταν εφεύρεση του Αλκαμένους και δεν αποκλείεται να κέρδισε τον διαγωνισμό εξαιτίας αυτής της πρωτοτυπίας.
| Η Πόλη των Λόφων |
140
VIII
IX Πιθανή θέση Ιερού “Αφροδίτης εν Κήποις”
Ιλισσός Ποταμός
X
XI
Ναός Αγροτέρας Αρτέμιδος Γυμνάσιο Κυνοσάργους Ναός του Ελικώνος Ποσειδώνα 100μ.
Ναός Θεάς Τύχης
500μ.
Αποτύπωση της θέσεως των σημαντικότερων μνημείων της περιοχής του Ιλισσού ποταμού, μεταξύ της οδού Καλλιρρόης και του Εθνικού Κήπου, επάνω στον πολεοδομικό χάρτη της σύγχρονης πόλης. Με μαύρο περίγραμμα επισημαίνονται η αρχαίες οχυρώσεις των Αθηνών. Νοτίως βρίσκονται οι Λόφοι Άγραι και Αρδηττού, όπου τα αρχαϊκά χρόνια υπήρχε ο Δήμος Ελικών. Ο Ναός του Ποσειδώνος δέσποζε στην δεύτερη κορυφή του υψιπέδου. Στον χώρο της πηγής Καλλιρόης εικάζεται ότι άνθιζε ο κήπος του Ιερού της Αφροδίτης, μιας και ήταν η μόνη περιοχή της Αθήνας (μαζί με αυτή του Εθνικού Κήπου) με σημαντική βλάστηση, συγκριτικά με το γυμνό τοπίο των γύρω λόφων.
242. Ιερό Βραυρωνίας Αρτέμιδος Γενικά Στοιχεία
τ
ο ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος ιδρύθηκε στο α΄ ήμισυ του 6ου αι. π.Χ. από τον τύραννο Πεισίστρατο στον χώρο που εκτείνεται στα ανατολικά των καταλοίπων του μυκηναϊκού ανακτόρου της Ακροπόλεως. Κατά βάσην είναι το πρώτο οικοδόμημα που συναντούσε κανείς κατά την είσοδο του από τα προπύλαια, από τα δεξιά του. Αρχικά δίνει την εντύπωση ενός ιερού με πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από ότι θα περίμενε κανείς να βρει στον ιερό βράχο και σε σχέση με τα μνημεία που έχουμε συνηθίσει ή γνωρίζουμε, ενώ ξενίζουν αρκετά η θέση του και η λατρευτική θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος.
Το τέμενος διαρθρώνεται σε ακανόνιστο ορθογώνιο σχήματος Π, με είσοδο στη βορειοανατολική πλευρά του, που επικοινωνούσε με την πομπική οδό (τμήμα της οδού Παναθηναίων) μέσω επτά βαθμίδων λαξευμένων στο βράχο. Κατά μήκος του νότιου τείχους της Ακρόπολης εκτεινόταν κιονοστήριχτη στοά με πρόσοψη προς βορράν, στα δύο άκρα της οποίας (ανατολικό και δυτικό) προεξείχαν προς βορράν δύο πτέρυγες, περικλείοντας τον ιερό χώρο. Το δυτικό τμήμα του τεμένους εφαπτόταν στο προϊστορικό μυκηναϊκό τείχος. Σε μία από τις πτέρυγες στεγαζόταν το ξύλινο λατρευτικό άγαλμα της Αρτέμιδος, που παρίστανε τη θεά μητροπρεπή, σε καθιστή στάση.
Είναι πολύ πιθανό να λειτούργησε ως παράρτημα του ιερού της Βραυρώνας, γενέτειρας του Πεισιστράτου και κατεξοχήν τόπου λατρείας της Αρτέμιδος (εκεί βρισκόταν και το λατρευτικό ξόανο της θεάς, που κατά την παράδοση είχε φέρει η Ιφιγένεια από την Ταυρική Χερσόνησο). Παρότι η χρήση του είχε σημαντική διάρκεια μέσα στους αιώνες, ελάχιστα υπολείμματα του αρχαϊκού ιερού σώζονται στις μέρες μας.
Στο β΄ ήμισυ του 5ου αι. π.Χ. το ιερό δέχθηκε σημαντικές τροποποιήσεις από τον Μνησικλή, ο οποίος το προσάρμοσε στο γενικότερο ανανεωμένο σχέδιο των νέων Προπυλαίων. Το 346 π.Χ., κατά τον Παυσανία, προστέθηκε στο ιερό και δεύτερο άγαλμα της Αρτέμιδος, έργο του Πραξιτέλους.
| Η Πόλη των Λόφων |
142
Γραμμική και τρισδιάστατη αναπαράσταση του Ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και των γύρω από αυτή μνημείων. Μερικούς αιώνες αργότερα από την αρχική φάση κατασκευής του, προστέθηκαν σε αυτή μια νέα στοά (μπροστά από τη κλίμακα του Παρθενώνος) και ένα πρόπυλο πάνω από την είσοδο του προαύλιου χώρου του ναού. Μπροστά από το κεντρικό οικοδόμημα υπήρχε βωμός αφιερωμένος στην Άρτεμις.
263. Βασίλειος Στοά Γενικά Στοιχεία
η
Βασίλειος Στοά αποτέλεσε το πρώτο διοικητικό κτίσμα της Αγοράς του Σόλωνος, που συναντούσε κανείς στα δεξιά του, εισερχόμενος από την κύρια βορειοδυτική είσοδο του χώρου, όπως μας πληροφορεί και ο Παυσανίας. Δίπλα της περνούσε ο αρχαίος “Δρόμος”, γνωστός και ως “Οδός Παναθηναίων”. Η αρχική της μορφή (λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι., ή περί το 500 ή μετά το 480 π.Χ.) παρουσιάζει κάτοψη ορθογώνια, με κτιστούς τους τρείς τοίχους και κιονοστήριχτη πρόσοψη από 8 κίονες, ενώ δεύτερη, εσωτερική κιονοστοιχία 4 κιόνων στήριζε την αμφικλινή στέγη. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. προστέθηκαν στο βόρειο και στο νότιο άκρο της δύο πτέρυγες μικρότερου ύψους, με συνέπεια όλη η στοά να αποκτήσει σχήμα Π, μάλλον κατ' επιρροήν της διπλανής πειόσχημης Στοάς του Διός Ελευθερίου, με την οποία είχε παλαιότερα ταυτιστεί λανθασμένα. Λόγω των περιορισμένων της διαστάσεων (μόλις 18 μ. μήκος), θεωρείται απίθανο να στέγαζε μία τόσο σημαντική διοικητική αρχή. Η Βασίλειος Στοά παρέμεινε σε χρήση, δεχόμενη επισκευές και ανοικοδομήσεις, τουλάχιστον έως τον 4ο αι. μ.Χ.
Ονομάσθηκε έτσι διότι, αποτέλεσε την έδρα του άρχοντος - βασιλέως, του δεύτερου στην ιεραρχία αξιωματούχου της πόλης [1], ο οποίος κατά την διάρκεια της μονοετούς θητείας του ήταν κυρίως υπεύθυνος για θρησκευτικά ζητήματα (π.χ. οργάνωση εορτών, τέλεση μυστηρίων, θυσίες, λαμπαδηδρομίες, κ.ά.) καθώς και για δικαστικές διαμάχες που σχετίζονταν με θέματα λατρείας και ασέβειας.
1.
Μπροστά από την στοά βρισκόταν ο καλούμενος “Όρκιος Λίθος”, η μεγάλη πέτρα στην οποία ορκίζονταν οι δέκα άρχοντες της πόλης κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους. Δεδομένων των σωματομετρικών του στοιχείων (τεράστιου όγκου και βάρους), που τον καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολο να μετακινηθεί, και του υλικού του [2], έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για ανώφλι μυκηναϊκού τάφου σε δεύτερη χρήση. Ίσως προερχόταν από το μυκηναϊκό νεκροταφείο στην νότια κλιτύ του λόφου Αρείου Πάγου και βρέθηκε στον χώρο της Αγοράς ως πέτρα ''φορτισμένη'' και άρα κατάλληλη για να ''εκδικηθεί'' τον οποιοδήποτε επίορκο. Το κτίριο χρησιμοποιήθηκε επίσης για την έκθεση των σημαντικότερων νόμων του αθηναϊκού κράτους. Πιστεύεται ότι εκεί φιλοξενούνταν οι νόμοι του Δράκοντος και ήταν στημένη η Σολώνεια νομοθεσία, η οποία με βάση τις πληροφορίες των πηγών ήταν χαραγμένη σε πυραμιδοειδείς στύλους, τις λεγόμενες “κύρβεις”. Τα κατάλοιπα βάσεων με σχετικά αβαθείς επιμήκεις εντορμίες, που εντοπίσθηκαν στην ανώτερη βαθμίδα της δίβαθμης κρηπίδας της στοάς και ανήκουν σε εποχή μεταγενέστερη του οικοδομήματος (τέλη 5ου αι. π.Χ.) υποδηλώνουν την ύπαρξη εκεί τοποθετημένων όρθιων στηλών, οι οποίες ενδεχομένως να ταυτίζονται με τους νόμους του Δράκοντος και του Σόλωνος. Η χρονολόγηση τους συμπίπτει με την πτώση της τυραννίδος των Τριάκοντα το 403 π.Χ., οπότε και οι Αθηναίοι προσπάθησαν να ανασυστήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα, αναγράφοντας τους προγονικούς - πατρογονικούς νόμους που θεμελίωσαν την δημοκρατία.
Πρόκειται για τίτλο των αρχαϊκών χρόνων, που με την σταδιακή εκδημοκρατικοποίηση της Αθήνας στην κλασσική περίοδο διατηρήθηκε μαζί με ένα μέρος των αρμοδιοτήτων που αρχικά του αντιστοιχούσαν, χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται την ίδια πολιτική ισχύ που του αναλογούσε στο παρελθόν.
2. Ήταν κατασκευασμένος από αμυγδαλίτη, πέτρωμα που δεν απαντάται στην Αττική και επομένως είναι αλλοδαπής προέλευσης.
| Η Πόλη των Λόφων |
144
Εξαιτίας του γεγονότος ότι στον χώρο της στοάς βρέθηκαν και πολλές βάσεις με εντορμίες για την υποδοχή Ερμαϊκών στηλών, πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με την παραδιδόμενη Στοά των Ερμών [βλ. II. 236], όπου ο Κίμων φέρεται να ανέθεσε τρεις τέτοιες στήλες εις ανάμνηση της νίκης του στην μάχη της Ηιόνας [3]. Δεν αποκλείεται στην στοά να λάμβαναν χώρα ενίοτε και επίσημες εστιάσεις, όπως συνέβαινε με άλλες στοές της πόλης. Από τους αρχαίους συγγραφείς γνωρίζουμε επιπλέον ότι στην Βασίλειο Στοά δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ο φιλόσοφος Σωκράτης (399 π.Χ.) και ότι εκεί συνερχόταν στα ύστερα χρόνια η “εξ Αρείου Πάγου” Βουλή, ένας από τους παλαιότερους πολυμελείς θεσμούς της αρχαίας Αθήνας, που ανάγεται στην εποχή της αριστοκρατίας (σολώνεια περίοδος, 6ος αι. π.Χ.). Ο θεσμός κληροδοτήθηκε στους 5ο και 4ο αι. π.Χ. και τον 5ο αι. π.Χ. ήταν ενδεδυμένος πλέον με θρησκευτικές μόνον αρμοδιότητες, εφόσον την πραγματική εξουσία ασκούσε κατ' αρχάς η Βουλή των Τετρακοσίων και εν συνεχεία η Βουλή των Πεντακοσίων που την διαδέχθηκε. Στο εσωτερικό της στοάς υπήρχε ναός της Ημέρας, καθώς και πολλά αγάλματα, του Θησέα, Σκείρωνα, και άλλα. Σύμφωνα με τον Δημοσθένη, εδώ ήταν η έδρα της Βουλής του Αρείου Πάγου. Ο Πολυδεύκης πάλι μας μαρτυράει ότι εδώ ορκίζονταν οι άρχοντες να διαφυλάξουν την τιμή και τους νόμους. Στην στοά αυτή βρίσκονταν τα αγάλματα του Κόνωνα, του Τιμόθεου, του Ευαγόρου, βασιλιά των Κυπρίων, και του Αδριανού. Τέλος, λέγεται ότι το 52 μ.Χ. ο απόστολος Παύλος, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ήλθε στην Βασίλειο Στοά, όπου μίλησε στους Αρεοπαγίτες κηρύσσοντας την νέα θρησκεία του Χριστιανισμού.
3.
Λέγεται ότι πολύ κοντά στη Βασίλειο Στοά βρίσκονταν και το σπίτι του Πολυτίωνα, που θεωρείται συνένοχος των Ερμοκοπιδών.
Λείψανα της Βασιλείου Στοάς κάτω από τον πεζόδρομο της οδού Αδριανού και στο ανεσκαμμένο τμήμα περιμετρικά των γραμμών του ηλεκτρικού του ΗΣΑΠ. Διακρίνεται τμήμα της Βορειοανατολικής γωνιάς του μνημείου.
348. Δικαστήριον Επί Δελφινίω | 445. Ναός Δελφίνου Απόλλωνα Γενικά Στοιχεία
σ
τα νοτιοδυτικά του μεταγενέστερου ναού του Δελφινίου Απόλλωνος στην περιοχή του Ιλισσού και σε επαφή με αυτόν εντοπίσθηκαν τα κατάλοιπα κτιρίου με πολυγωνική τοιχοδομία των υστεροαρχαϊκών χρόνων (γύρω στο 500 π.Χ.). Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον βασιλέα της Αθήνας Αιγέα, πατέρα του Θησέα, δίπλα στο ανάκτορο του και λειτούργησε ως δικαστήριο όπου δικάζονταν οι “δίκαιοι” φόνοι, δηλαδή οι φόνοι που διαπράττονταν σε περίπτωση μοιχείας ή κατά την διάρκεια πολεμικών αγώνων.
Το τριμερές οικοδόμημα έφερε στην μπροστινή πλευρά του αυλή, την οποία περιέκλειε τοίχος κτισμένος κατά μήκος του βράχου. Για ορισμένους αυτός ο τοίχος ταυτίζεται με το λεγόμενο “Περίφρακτον”, που κατά τις πηγές περιέβαλλε το δικαστήριο. Ανάμεσα στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. το κτίριο δέχθηκε επισκευές, ενώ προστέθηκαν βοτσαλωτά δάπεδα στην αυλή και στους δύο πλευρικούς χώρους. Τέλος, οι εγκάρσιοι τοίχοι των πλευρικών τμημάτων του δικαστηρίου καθώς και άλλα τμήματα του, καταστράφηκαν τον 2ο αι. π.Χ. εξαιτίας της ανέγερσης του ναού του Πανελληνίου Διός.
Ο κλασσικός ναός του Δελφινίου Απόλλωνος οικοδομήθηκε λίγο πριν το 450 π.Χ. στην περιοχή του Ιλισσού, νοτίως του Ολυμπιείου. Όπως συνάγεται από τα υλικά δομής του ναού (παριανό μάρμαρο στο γείσο και στην κεράμωση) και από την εξαιρετική ποιότητα κατεργασίας, κατά πάσα πιθανότητα εντασσόταν στο πλαίσιο του κιμώνειου οικοδομικού προγράμματος. Πρόκειται για δωρικό περίπτερο, αμφιδίστυλο “εν παραστάσι” ναό, η αρχαιότερη φάση του οποίου θεωρείτο ότι ανήκε στους χρόνους του Θησέως, δηλαδή τον 7ο αιώνα π.Χ., κάτι που ακόμα δεν έχει πλήρως διασταυρωθεί. Σε επιγραφή που βρέθηκε στην αρχαιολογική σκαπάνη σώζονται γράμματα του ονόματος του Απόλλωνος, που καθιστούν την ταύτιση του ναού σχεδόν βέβαιη. Στον χώρο έκθεσης κάτω από τον Ναό του Ολυμπίου Διός, μπορεί κανείς να διακρίνει πλήρως τη θεμελίωση και το περίγραμμα του ναϊκού οικοδομήματος, καθώς και λείψανα τοιχοδομής και αμφορείς ή άλλα ίχνη της περιόδου.
| Η Πόλη των Λόφων |
146
Τμήμα του βορειοανατολικού άκρου του δικαστηρίου του Δελφίνου Απόλλωνος, στη ρίζα ακριβώς του περιβόλου του Ναού του Ολυμπίου Διός.
Τα κατάλοιπα του Ναού του Δελφίνου Απόλλωνος, στον αρχαιολογικό χώρο του Ολυμπίειου. Στο βάθος διακρίνονται οι σύγχρονες οικοδομές επί της Αθανασίου Διάκου και της Λεωφόρου Συγγρού.
Αθήνα 479-338 π.Χ. Γενικά Στοιχεία Περιόδου
Η
νικηφόρος έκβαση των περσικών πολέμων στις Πλαταιές (479 π.Χ.) είχε καταλυτικές συνέπειες σε πολιτικό, πολιτιστικό και στρατιωτικό επίπεδο σε όλον τον ελληνικό κόσμο. Οι πόλεις όμως που είχαν κεντρικό ρόλο ήταν δύο, η Αθήνα και η Σπάρτη. Γύρω τους συσπειρώθηκαν όλες σχεδόν οι ανεξάρτητες πόλεις - κράτη σε δύο μεγάλους σχηματισμούς την Α' Αθηναϊκή Συμμαχία και την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Ο ανταγωνισμός και η σύγκρουσή τους, που επεκτάθηκε σε όλον τον ελληνικό κόσμο από τη Μικρά Ασία έως τη Μεγάλη Ελλάδα (Πελοποννησιακός Πόλεμος, 431-404 π.Χ.), είχε ως αποτέλεσμα, παρά την στρατιωτική νίκη της Σπάρτης, την τελική εξασθένηση και των δύο. Τον 4ο αι. π.Χ., παρά την πρόσκαιρη αθηναϊκή ανάκαμψη, νέες στρατιωτικές δυνάμεις εμφανίζονται, όπως η Θηβαϊκή Ηγεμονία, με πρόσκαιρα όμως αποτελέσματα. Η σταδιακή ανάμειξη του μακεδονικού βασιλείου στα πολιτικά πράγματα της Νοτίου Ελλάδος, με τον Φίλιππο Β' και τον γιό του, Μέγα Αλέξανδρο είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ανεξαρτησίας και την τελική υποταγή των περισσοτέρων πόλεωνκρατών στους Μακεδόνες.
Το 323 π.Χ. (θάνατος του Αλεξάνδρου και διάσπαση της αχανούς αυτοκρατορίας του σε πολλά βασίλεια των Διαδόχων) αποτελεί το κατώτερο χρονικό όριο της κλασικής περιόδου και μας εισάγει σε στην ελληνιστική περίοδο. Χωρίς αμφιβολία η πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία της Αθήνας, όχι μόνο κατά την διάρκεια της στρατιωτικής ηγεμονίας της (479-431 π.Χ.), αλλά καθ' όλο το χρονικό διάστημα που καλύπτει η κλασική περίοδος (479 π.Χ.-323 π.Χ.), υπήρξε καταλυτική όχι μόνο για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και, μέσω της ρωμαϊκής τέχνης, για όλο τον σύγχρονο δυτικό κόσμο.
1.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ό όρος κλασικός (λατ. Classicus: αυτός που ανήκει στην υψηλότερη τάξη πολιτών, ο εξαιρετικός, ο εξέχων) χρησιμοποιήθηκε από τους ρωμαίους γραμματικούς του 2ο αι. π.Χ., για να αξιολογήσουν και ταξινομήσουν κατά σειρά σπουδαιότητας τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Έτσι, σε καλλιτεχνικό επίπεδο, ο όρος κλασικός ταυτίσθηκε από τους ιστορικούς της Τέχνης με την αισθητική τελειότητα, την αρμονία και την αυθεντία και τελικά με όλες τις εκφάνσεις της ελληνο-ρωμαϊκής αρχαιότητας. Η αρχαία Αθήνα υπήρξε ο κύριος μοχλός αυτού του φαινομένου. Η ίδρυση της αθηναϊκής δημοκρατίας από τον Κλεισθένη το 508 π.Χ., και η διεύρυνση των εξουσιών του σώματος των πολιτών από τον Περικλή και τον Εφιάλτη το 451π.Χ. γέννησε ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο σήμερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε άμεση αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Από αυτό κατάγονται όλες οι παραλλαγές των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων. Η συμμετοχή στα κοινά οδήγησε με την σειρά της στην βαθύτερη αυτογνωσία του πολίτη και την κατανόηση του υπεύθυνου ρόλου του μέσα στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Κατά την κλασική περίοδο η Αθήνα αναδεικνύεται σε πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο όλου του ελληνικού κόσμου, όπου συρρέουν οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, φιλόσοφοι και ποιητές [1]. Με την έμπνευση και καθοδήγηση του Περικλή εξελίσσονται μεγαλεπήβολα οικοδομικά προγράμματα στην Ακρόπολη, με κορυφαίο την οικοδόμηση του Παρθενώνα. Στην Αθήνα παρουσιάζουν για πρώτη φορά τα θεατρικά έργα τους ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης. Εργάζονται σημαντικοί αρχιτέκτονες, όπως ο Μνησικλής, ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης, ζωγράφοι, όπως ο Μίκων και ο Πολύγνωτος, γλύπτες όπως ο Φειδίας, ο Αγοράκριτος, και στον 4ο αι. π.Χ. ο Πραξιτέλης. Διδάσκουν φιλόσοφοι όπως ο Πρωταγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Στις κατακτήσεις της φιλοσοφίας προτάσσεται ο Λόγος απέναντι στον Μύθο.
Τα έργα τέχνης διαπνέονται από ανθρωποκεντρική αντίληψη που δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην αρμονική σύνδεση του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο, και χαρακτηρίζονται από το λεγόμενο κλασικό ήθος συνοδευόμενο από εγκράτεια πάθους και γαλήνια πνευματικότητα. Βαθμιαία, όσο προχωρούμε στον 4ο αι., οι καλλιτέχνες κατακτούν και την τρίτη διάσταση του χώρου (Λύσιππος), φαινόμενο που εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση όσο πλησιάζουμε προς τα όρια της ελληνιστικής περιόδου και ταυτόχρονα μεταβάλλονται δραματικά οι φιλοσοφικές αντιλήψεις σχετικά με τη θέση του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό του περιβάλλον. | Η Πόλη των Λόφων |
154
Χάρτης Περιόδου Αρχαιολογικές Αναφορές & Σημεία Ενδιαφέροντος
III
Πρ
Ιερά
εια ήμ αδ Ακ
Προπύλαια Ακροπόλεως Βήμα Πνυκός Ωδείο Περικλέους Ερέχθειο Παρθενώνας Ναός του Ηφαίστου Ιερό Αρίστης και Καλλίστης Δημόσια Σήμα Τέλμα Αθήνας ( Έλος Ηριδανού) Θόλος (Σκιάς) Φαληρικό Τείχος Θεμιστόκλειο Τείχος Αρχαίες Κατοικίες & Τάφοι
Οδό
IX
040
ος
018 034 035 036 037 039 040 041 043 045 047 048 049
VI
041
IV
ς
III
XI 049
III II
043
039
εσόγεια
048
Λόφος Αρδηττού Ιλισσός ποταμός Ηριδανός ποταμός Λόφος Ακροπόλεως Άρειος Πάγος Λόφος Νυμφών Λόφος Πνύκας Λόφος Μουσών Λόφος Λυκαβηττού
Προς Μ
033
045
I I II III IV V VI VII VIII IX
049
V
VII 010
021
VI
028
V 018
034
032
036 048
019
037
VII
VIII
035
031
II
014 015
Σημεία ενδιαφέροντος
VIII
016
Χάρτης σύγχρονης πόλης
012
XIII
Υφιστάμενη οχείρωση
X
XI
XII
I
IX
1000μ.
XIII
ν
500μ.
νιο
100μ.
Σού
047 Παλαιότερη οχείρωση
XIV
ος Πρ
Οδός ή μονοπάτι περιόδου αναφοράς
7. Ιερό Σπηλαίου της Αγλαύρου Γενικά Στοιχεία
Τ
ο σπήλαιο της Αγλαύρου βρίσκεται στην Ανατολική κλιτή του λόφου της Ακροπόλεως. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σπήλαιο του ιερού βράχου (με διαστάσεις 22μ. από Δ προς Α και άνοιγμα 14μ.), το οποίο μετά από πολυετείς έρευνες και την ανεύρεση ενεπίγραφης μαρμάρινης στήλης το 1980, ταυτίστηκε με το ιερό σπήλαιο της Αγλαύρου. Η ανεύρεση αυτής της στήλης οδήγησε τον ανασκαφέα Γ. Δοντά στην τοποθέτηση του ιερού στη συγκεκριμένη θέση, ενώ η ως τότε έρευνα το συνέδεε με ένα σπήλαιο της Βόρειας κλιτύος. Πάνω της υπάρχει χαραγμένο ψήφισμα του Αθηναϊκού δήμου του 247 ή 246 π.Χ., το οποίο τιμούσε την ιέρεια της νύμφης Αγλαύρου Τιμοκρίτη, για την ευσέβεια και φροντίδα της για την ορθή τέλεση των θυσιών και τελετουργιών. Σύμφωνα με το μύθο, η νύμφη Άγλαυρος, κόρη του μυθικού βασιλιά των Αθηνών Κέκροπα, έπεσε από τα τείχη της Ακροπόλεως για να σώσει την πόλη από μια μακρόχρονη πολιορκία, εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο χρησμό που είχε δοθεί από το μαντείο Δελφών.
1.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι από το σημείο του σπηλαίου της Αγλαύρου εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 480 π.Χ. οι Πέρσες. Σε αυτό το ιερό που ήταν αφιερωμένο στην νύμφη, προσέρχονταν οι Αθηναίοι έφηβοι φορώντας την πολεμική τους εξάρτυση, μόλις συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους, και έδιναν όρκο πίστης και υπεράσπισης μέχρι θανάτου των “ιερών και των οσίων”, μιμούμενοι το παράδειγμα της. Η σύνδεση του σπηλαίου με το ανώτερο πλάτωμα του λόφου της Ακροπόλεως γινόταν από μια κλίμακα [1] που ξεκινούσε από το οίκημα των Αρρηφόρων. Σε αυτό το σπήλαιο υπήρχε και πηγή με πόσιμο νερό, ισάξια κατά τα αρχαία τουλάχιστον χρόνια με την πηγή της Κλεψύδρας. Η νέα ταύτιση του σπηλαίου με το ιερό από τον Γ. Δόντα, αν και δεν έγινε ομόφωνα αποδεκτή από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, συνέβαλε σημαντικά στην αναθεώρηση ορισμένων απόψεων για την τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας, ιδίως για την θέση σημαντικών ιερών και άλλων κτηρίων. Σημειώνεται δε, ότι πριν από την έρευνα του 1980, το ιερό της Αγλαύρου ετοποθετείτο στο σπήλαιο της Μυκηναϊκής κρήνης.
Η κλίμακα αυτή οδηγούσε στην πόλη της Αθήνας, μέσα από την σημερινή οδό Πανός, αλλά και σε διάφορα άλλα μονοπάτια του βράχου, τα οποία κατέληγαν με τη σειρά τους σε αντίστοιχα σημαντικά ιερά και σπήλαια της περιόδου.
| Η Πόλη των Λόφων |
156
Πρόπλασμα του Ιερού Βράχου με τα μνημεία επάνω και περιμετρικά του πλατώματος, καθώς και του σπήλαιο της Αγλαύρου σε πρώτο πλάνο. Από το τείχος ακριβώς άνωθεν του σπηλαίου θα πρέπει να έπεσε, σύμφωνα με το μύθο, η νύμφη Άγλαυρος στο γκρεμό.
Το μεγαλύτερο σπήλαιο του λόφου της Ακροπόλεως, το οποίο βρίσκεται ανατολικά και προς τον ναό του Ολυμπίου Διός, αντιστοιχεί, μετά και τις πρόσφατες έρευνες, με το ιερό της Αγλαύρου. Σε παλαιότερες μελέτες τοποθετείται βορείως του ιερού βράχου.
34. Βήμα Πνυκός Γενικά Στοιχεία
Α
πό τα ΝΔ τα όρια της Αθήνας περιελάμβαναν μία χαμηλή λοφοσειρά, συνολικού μήκους που δεν ξεπερνούσε τα 1000 μέτρα, την οποία διαμόρφωναν οι τρεις βραχώδεις όγκοι - υψώματα: του λόφου των Νυμφών (Αστεροσκοπείο), στο βορειότερο σημείο και του λόφου των Μουσών (Φιλοπάππου), στο νοτιότερο άκρο αντίστοιχα. Ο μεταξύ τους χώρος σχηματίζει ένα ανοικτό πλάτωμα, η επιφάνεια του οποίου κρίθηκε στην αρχαιότητα κατάλληλη για την συγκέντρωση μεγάλου αριθμού πολιτών.
Οι αρχαίες μαρτυρίες ανάγουν τις απαρχές της λειτουργίας του χώρου στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., μετά την πτώση της τυραννίδος (511/0 π.Χ.) και την περίοδο τν δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένους (508/7 π.Χ.). Χρησιμοποιήθηκε για περιοδικές συναντήσεις και σύντομα κατέστη ο βασικός τόπος συνάθροισης των Αθηναίων, όπου στο εξής θα συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σχεδόν τίποτα δεν σώζεται από την περίοδο αυτή. Τα πρωιμότερα αρχαιολογικά κατάλοιπα που έφερε στο φώς η ανασκαφική έρευνα ανάγονται στον ώριμο 5ο αι. π.Χ. Το μόνο στοιχείο που έχουμε από τη πρώτη φάση του μνημείου είναι ένα λίθινο ενεπίγραφο ορόσημο με την επιγραφή “Ηόρος Πυκνός”, που όχι μόνο πιστοποιεί το όνομα του χώρου, αλλά ταυτόχρονα υπαινίσσεται την λειτουργικότητα του [1]. Σύμφωνα με τα όσα παραδίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς, στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι Τριάκοντα Τύρρανοι φρόντισαν για την αναδιάταξη του χώρου της Πνυκός, άγνωστο ακόμη για ποιούς ακριβώς λόγους και με ποιά σκοπιμότητα. Στη περίοδο αυτή το "Βήμα" βρισκόταν στα βόρεια του κοίλου και οι ακροατές φέρονταν να παρακολουθούν στραμμένοι προς τον Άρειο Πάγο και τα Προπύλαια.
1.
Έπειτα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πόλη, κατά το διάστημα των ετών 345/0-335/0 π.Χ., η Πνύξ γνώρισε μια δεύτερη και μια τρίτη οικοδομική φάση. Στη δεύτερη φάση το "Βήμα" προσδιορίζεται ΝΔ, ενώ στα βόρεια του χώρου οικοδομήθηκε αναλημματικός τοίχος με δύο κλίμακες πρόσβασης. Στη τρίτη φάση, μία μεγάλων διαστάσεων κλιμακωτή εξέδρα, το λεγόμενο Βήμα, λαξεύθηκε επάνω στον φυσικό βράχο για την εξυπηρέτηση των αγορευτών, ενώ ένα ισχυρό αναλημματικό τείχος χτίστηκε για την καλύτερη στήριξη του χώρου του ακροατηρίου και της πλατφόρμας των ομιλητών, επεκτείνοντας παράλληλα και τον χώρο. Τον ίδιο καιρό διαμορφώθηκαν στην κορυφογραμμή του λόφου ειδικοί χώροι που προορίζονταν να δεχθούν δύο στοές, οι οποίες τελικά δεν οικοδομήθηκαν ποτέ. Όλος ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος της Πνύκας, στην αρχαιότητα, αποτελούσε επίσης σπουδαίο ιερό χώρο, που ήταν αφιερωμένος στον "Πατέρα ανδρών τε θεών", τον Δία, που θεωρούνταν μέγας προστάτης του αθηναϊκού πολιτεύματος. Για τον σκοπό αυτόν υπήρχε και ο μεγάλος "Βωμός του Αγοραίου Διός". Ο ίδιος χώρος ήταν αφιερωμένος στον Δία τον Ύψιστον με απόδοση χαρακτήρα θεού θεραπευτή, όπως αποδεικνύουν τούτο οι λαξευμένες κόγχες, καθώς και άλλα λαξεύματα στο φυσικό βράχο, όπου και η αναφορά: "Ιερό Διός Υψίστου". Από το τέλος του 4ου αιώνα ο χώρος διατηρούσε μόνο την χρήση των ιερών, αφού οι συνελεύσεις των Αθηναίων μεταφέρθηκαν στην Αγορά του Σόλωνος και στο Διονυσιακό θέατρο.
Πνύξ > πυκνός > μεγάλη περιεκτικότητα ύλης σε περιορισμένο χώρο > πυκνοκατοικημένη ή πολυπληθής περιοχή.
| Η Πόλη των Λόφων |
158
Απεικόνιση του Βήματος του Λόφου της Πνύκας, που ανήκει χρονολογικά στη τρίτη φάση του μνημείου. Σε αυτή την περίοδο ανάγονται και οι στοές που φέρονται λαξευμένες ανατολικά και δυτικά του "Βωμού του Διός" που ποτέ όμως δεν ολοκληρώθηκαν, με πιθανολογούμενη αιτία την κατασκευή του Διατειχίσματος περί το 325-307 π.Χ. Σε αυτό το χώρο δημιουργήθηκε και έδρασε για πρώτη φορά η Αθηναϊκή Δημοκρατία.
35. Ωδείο του Περικλέους Γενικά Στοιχεία
Τ
ο Ωδείον χτίστηκε μεταξύ των ετών 447 και 443/2 π.Χ. με πρωτοβουλία του Περικλέους [1] και αποτέλεσε μέρος του οικοδομικού προγράμματος που ο ίδιος εφάρμοσε στην Αθήνα. Καταλαμβάνει χώρο στους νοτιοανατολικούς πρόποδες της Ακροπόλεως, στο ανατολικότερο άκρο της Νότιας Κλιτύος του βράχου, ακριβώς δίπλα από το κοίλο του Διονυσιακού Θεάτρου, το οποίο μάλιστα και περιόρισε σημαντικά στην ανατολική του πλευρά. Ήταν το πρώτο ωδείο της πόλης και προοριζόταν για να στεγάσει τους μουσικούς αγώνες της εορτής των Παναθηναίων που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια. Κατά καιρούς εξυπηρέτησε και άλλους σκοπούς, λειτουργώντας άλλοτε ως δικαστήριο και άλλοτε ως εργαστήριο σιτηρών, ως τόπος συγκέντρωσης του ιππικού, ως αίθουσα διαλέξεων των φιλοσόφων, ακόμα και ως χώρος προπαρασκευής (δοκιμών) των θεατρικών παραστάσεων που εντάσσονταν στα Μεγάλα Διονύσια. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Θεμιστοκλής κατασκεύασε μία πρώιμη εκδοχή του Ωδείου μετά την μεγάλη νίκη επί των Περσών στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ., χρησιμοποιώντας ως υλικό για την στήριξη της οροφής του τους ξύλινους ιστούς των περσικών πλοίων που αιχμαλωτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας. Παρ' όλ' αυτά, οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στην άποψη ότι το μνημείο ανεγέρθη κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 440 π.Χ., την εποχή που ο Περικλής κατάφερε να πετύχει τον οστρακισμό του ισχυρότερου πολιτικού του αντιπάλου Θουκυδίδου, υιού του Μελησίου.
1.
Το κτίριο έχει μόνο μερικώς ανασκαφεί, επομένως δεν είναι ακόμα επισκέψιμο από το κοινό. Λείψανα του (υπολείμματα της βορειοδυτικής γωνίας του τοίχου, ορθοστάτης, λιθόπλινθοι) σώζονται σήμερα πολύ αποσπασματικά. Μολονότι οι σχεδιαστικές λεπτομέρειες του Ωδείου μας διαφεύγουν, η γενική διάρθρωση του είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρη. Μορφικά συγγενεύει με τους θαλάμους ακροάσεων των περσικών ανακτορικών συγκροτημάτων, στα Σούσα και στην Περσέπολι, ενώ στην ελληνική επικράτεια, αντίστοιχα του σε μορφή εντοπίζονται στο Τελεστήριο της Ελευσίνας και στον, μεταγενέστερο χρονικά, χώρο συγκέντρωσης του Κοινού των Αρκάδων στην Μεγαλόπολη. Από τις περιορισμένες έρευνες και τις γραπτές μαρτυρίες καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μεγάλη τετράγωνη υπόστυλη αίθουσα (γενικών διαστάσεων 62,40 x 68,60μ.), η οποία εσωτερικά διαρρυθμιζόταν από ένα δάσος κιόνων διατεταγμένων σε εννέα ή δέκα σειρές των εννέα κιόνων η καθεμιά, που δημιουργούσαν (δίτονες;) κιονοστοιχίες σε επάλληλα τετράγωνα. Ο κεντρικός χώρος πρέπει να ήταν κατάλληλα διαμορφωμένος για την διεξαγωγή των μουσικών αγώνων, τονίζοντας έτσι τον κεντρικό άξονα του κτιρίου, ενώ τα ξύλινα εδώλια - καθίσματα για τους θεατές θα ήταν τοποθετημένα περιμετρικά στις τέσσερις πλευρές. Αδιευκρίνιστο παραμένει εάν υπήρχαν ή όχι εξωτερικοί τοίχοι· ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που απουσίαζαν, ενδέχεται να χρησιμοποιήθηκαν τέντες ή κάποιο άλλο είδος προστατευτικού καλύμματος γύρω από το οικοδόμημα.
Το όνομα του καθιερώθηκε προς διάκρισή του από τα δύο μεταγενέστερα ωδεία των ρωμαϊκών χρόνων, το Ωδείον του Αγρίππα και το Ωδείον του Ηρώδου του Αττικού.
| Η Πόλη των Λόφων |
160
Η κύρια είσοδος βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα στο μέσο της δυτικής πλευράς του, προς τη μεριά της Οδού Τριπόδων, ίσως προστατευόμενη από κάποια πρόσταση. Επιπλέον θύρες θα ανοίγονταν στη μέση καθεμιάς από τις δύο πλαϊνές πλευρές προς βορράν και προς νότον αντίστοιχα. Επίσης αμφιλεγόμενη είναι η μορφή της στέγης, που άλλοι την αποκαθιστούν ως σκουφωτή και άλλοι ως πυραμιδοειδή στέψη. Μάλιστα, μία παράδοση ομιλεί περί μίμησης της σκηνής του Ξέρξου, απ' όπου ο Πέρσης βασιλεύς επόπτευε την πέριξ περιοχή και την ναυμαχία της Σαλαμίνος, καθώς είχε στρατοπεδεύσει στο όρος Αιγάλεω. Η σκηνή, η οποία πάρθηκε από τους Αθηναίους ως λάφυρο μετά την επικράτηση επί των Περσών στις Πλαταιές (479 π.Χ.), εκτέθηκε στο ιερό του Διονύσου εις ανάμνηση των γεγονότων που προηγήθηκαν και προφανώς έδωσε την αφορμή για την επανεκτέλεση του σχεδίου της σε πέτρα και ξύλο από τον Περικλή μία γενιά αργότερα. Φαίνεται πως οι Αθηναίοι κατέστρεψαν αυτοβούλως το Ωδείο πριν από την επιδρομή του Σύλλα (86 π.Χ.), προκειμένου να μην επιτρέψουν στους Ρωμαίους να ανέβουν στην Ακρόπολη χρησιμοποιώντας τα ξύλινα δοκάρια, που παλαιότερα είχαν σώσει την Αθήνα από τον περσικό κίνδυνο και συμβόλιζαν την ελευθερία της πόλης. Μέσα στο β΄ τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. (67-59 π.Χ.) το Ωδείο δέχθηκε επισκευές και ανοικοδομήθηκε από τον ηγεμόνα της Καππαδοκίας Αριοβαζάρνη Β΄ Φιλοπάτωρα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρχε στον χώρο μια βασιλική, από την οποία επίσης σώζονται τμήματα.
.
Η σημερινή κατάσταση του μνημείου δεν μας δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε το σχήμα και το μέγεθος του οικοδομήματος. Προσφάτως ξεκίνησαν και οι διαδικασίες αναστήλωσης, στα πλαίσια της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της πρωτευούσης.
36. Ερέχθειον Γενικά Στοιχεία
Τ
ο Ερέχθειον έχει χαρακτηρισθεί ως το κομψότερο και συνάμα το πιο ιδιόρρυθμο κτίριο της αθηναϊκής Ακροπόλεως. Στη θέση του μάλλον υπήρχε παλαιότερος, μικρών διαστάσεων ναός (της Αθηνάς;) του 8ου αι. π.Χ. Μολονότι από πολύ νωρίς το κτίσμα συνδέθηκε με τον Εριχθόνιο, του οποίου ο μυθικός Ερεχθεύς αποτελεί μάλλον απλή προσωποποίηση, ο όρος “Ερέχθειον” (= οίκος του Ερεχθέως) είναι αρκετά ύστερος. Αρχικά απεκαλείτο ναός ή σηκός ή ιερόν του Ερεχθέως, αλλά η πιο συχνή ονομασία του ήταν “αρχαίος νεώς” ή “ο νεώς ο εν τη πόλει εν ώ το αρχαίον άγαλμα”. Κατά μία άποψη, οι απαρχές του κλασσικού Ερεχθείου πρέπει να αναχθούν στα χρόνια του Περικλέους και η κατασκευή του να αποδοθεί στον Μνησικλή, όμως ως επικρατέστερη χρονολογία κατασκευής του θεωρείται η περίοδος της Νικίειου Ειρήνης (421-415 π.Χ.). Οι εργασίες διακόπηκαν για ένα διάστημα και κατά πάσα πιθανότητα επαναλήφθηκαν το 409/8 π.Χ. από τον Φιλοκλή, έπειτα από τις νέες νικηφόρες επιχειρήσεις του Αλκιβιάδους το 410 π.Χ. Το 406/5 π.Χ. θα πρέπει να υπήρχε ακόμα πλάι του ο “αρχαίος νεώς” της Αθηνάς, ο οποίος έκρυβε ένα μέρος της νότιας πρόσοψης του Ερεχθείου. Το Ερέχθειο αφιερώθηκε στην Αθηνά και στον Ποσειδώνα (”θεοί σύνναοι”), ο οποίος εν μέρει ταυτιζόταν με τον Ερεχθέα, και ήταν το ιερότερο οικοδόμημα της Ακροπόλεως. Εντύπωση προκαλεί η ασυνήθιστη διάρθρωση του ναού, είναι όμως εξηγήσιμη αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες που την υπαγόρευαν. Αφενός η ανωμαλία του εδάφους καθιστούσε απαραίτητη την ανάπτυξη του χώρου σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Αφετέρου, η ανάγκη να συμπεριληφθούν στο νέο κτίσμα όσο το δυνατόν περισσότερα από τα αρχαϊκά σύμβολα που συνδέονταν με τις παλαιότερες λατρείες και τον προγενέστερο ναό καθώς και ο κατ' ουσίαν μυστηριακός χαρακτήρας των λατρευτικών πράξεων που τελούνταν εκεί, επέβαλλαν αρχιτεκτονική διαμόρφωση διαφορετική από τα καθιερωμένα πρότυπα.
1.
Δομικά το Ερέχθειον αποτελείται από δύο τμήματα (ανατολικό και δυτικό). Μία εξάστυλη ιωνική στοά παρείχε είσοδο στο μονόχωρο ανατολικό τμήμα, που ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά. Εκεί φυλασσόταν το πανάρχαιο λατρευτικό ξόανο της θεάς, κατασκευασμένο μάλλον από ξύλο και πιθανότατα πρωτόγονης μορφής, στο οποίο απευθυνόταν η λατρεία και το οποίο έντυναν με τον πέπλο κατά την εορτή των Παναθηναίων. Μπροστά από το άγαλμα έκαιγε “χρυσός λύχνος”, έργο του Καλλιμάχου (5ος αι. π.Χ.), και πάνω από αυτήν βρισκόταν χάλκινος φοίνιξ. Εκατέρωθεν της εισόδου βρίσκονταν δύο παράθυρα, ενώ η οροφή ήταν ξύλινη και διακοσμημένη με φατνώματα. Η μορφή του εσωτερικού της ανατολικής αίθουσας δεν μπορεί να προσδιορισθεί με σαφήνεια, δεδομένου ότι ο χώρος υπέστη μετατροπές στα μεσαιωνικά χρόνια. Το δυτικό τμήμα βρισκόταν 3μ. χαμηλότερα του ανατολικού και ήταν μικρότερο από εκείνο. Εσωτερικά διακρινόταν σε δύο μέρη, τον δίχωρο σηκό, αφιερωμένο στη λατρεία του Ηφαίστου και του Βούτου (επωνύμου ήρωος του γένους των Ετεοβουταδών) και τον πρόδομο με 3 εισόδους, όπου λατρευόταν ο Ποσειδών Ερεχθεύς. Τη βόρεια είσοδο στέγαζε μεγαλοπρεπές πρόπυλο από 6 ιωνικούς κίονες σε διάταξη Π, ενώ την οροφή στόλιζαν μαρμάρινα φατνώματα. Στην αριστερή πλευρά του δαπέδου, πριν από τη μεγάλη θύρα και δίπλα σε βράχο [1], βρισκόταν ο βωμός του Διός Υπάτου, ο οποίος βωμός είχε σχηματιστεί από τα λιωμένα υλικά των θυσιών. Η μαρμαροστρωμένη αυλή και κλίμακα στα ανατολικά του βορείου προπύλου χρησίμευε για τη μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο. Εντός του προδόμου υπήρχε η “Ερεχθηίς θάλασσα”, το φρέαρ του αλμυρού νερού που ανέβλυσε όταν ο Ποσειδών χτύπησε το βράχο με την τρίαινα του, ενώ το ΝΔ άκρο του έκλεινε πρόσταση με μορφές γυναικών (Κόρες ή Καρυάτιδες) εν είδει κιόνων, την οροφή της οποίας κοσμούσαν εσωτερικά φατνώματα. Τέλος, Στη δυτική πλευρά μικρό άνοιγμα οδηγούσε κάτω στον τάφο του Κέκροπος, έναν απλό τύμβο στην ΝΑ γωνία του παλαιού μυκηναϊκού ανακτόρου.
Στον παρακείμενο βράχο υπήρχαν τα σημάδια που είχε αφήσει η τρίαινα του Ποσειδώνος κατά τη φιλονικία του με την Αθηνά ή το σημάδι του κεραυνού, με τον οποίο ο Ζεύς σκότωσε τον Ερεχθέα. Στο ίδιο σημείο τοποθετείτο και ο τάφος του Ερεχθέως.
162
| Η Πόλη των Λόφων |
Στον ημιυπαίθριο προαύλιο χώρο εμπρός από την δυτική πρόσοψη προϋπήρχε του Ερεχθείου τέμενος προς τιμήν της Πανδρόσου, όπου φυλασσόταν η ιερή ελιά της Αθηνάς, ενθύμιο του μυθικού αγώνα της θεάς εναντίον του Ποσειδώνος. Στον σηκό συναντούσε κανείς θρησκευτικές ζωγραφικές παραστάσεις και μαρμάρινους θρόνους που προορίζονταν για τους ιερείς του Ηφαίστου και του Βούτου [2]. Στην αρχική φάση του κτιρίου υπήρχαν στον βόρειο και στο νότιο τοίχο από πέντε ανοίγματα, που προφανώς σχετίζονταν με τις πέντε θεότητες που λατρεύονταν στο Ερέχθειον. Αξιοσημείωτος είναι και ο γλυπτός διάκοσμος του Ερεχθείου. Η ζωφόρος περιλάμβανε ανεξάρτητες (ολόγλυφες) γλυπτές μορφές, σμιλευμένες σε λευκό μάρμαρο, οι οποίες τοποθετήθηκαν επί σκούρου μαρμάρου. Η αναγνώριση του περιεχομένου των παραστάσεων της είναι αδύνατη εξαιτίας των εκτεταμένων καταστροφών που έχει υποστεί. Άγνωστη παραμένει και η θεματολογία των τριών αετωμάτων που κοσμούσαν την ανατολική και δυτική πλευρά του κυρίως κτιρίου και τη βόρεια πρόσταση. Τον 1ο αι. π.Χ. προκλήθηκαν σοβαρές βλάβες στο Ερέχθειον από πυρκαγιά, που ίσως να οφειλόταν στη χρήση φλογοβόλων από τον Σύλλα (86 π.Χ.). Την παλαιοχριστιανική περίοδο μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτωρος, με αποτέλεσμα να προστεθεί αψίδα στον ανατολικό πρόδομο και να αλλοιωθεί η γενική κάτοψη του, προκειμένου να διαιρεθεί σε τρία κλίτη. Στην Φραγκοκρατία χρησιμοποιήθηκε ως τόπος διαμονής των δουκών της Αθήνας, ενώ στους χρόνους της Τουρκοκρατίας στέγασε το χαρέμι του Τούρκου φρουράρχου των Αθηνών και έπεσε θύμα διαρπαγής του λόρδου Έλγιν, ο οποίος αφαίρεσε μία Καρυάτιδα τοποθετώντας στη θέση της ογκώδη πεσσό. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης τουρκική οβίδα γκρέμισε τμήμα του νοτίου τοίχου, θάβοντας στα ερείπια τον αγωνιστή Γκούρα και την οικογένεια του. Έπειτα από την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους, το 1845, άρχισαν και οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες συνεχίζονται σταδιακά μέχρι τις μέρες μας.
2.
Στο ημιυπαίθριο προαύλιο ή στο σηκό του ανατολικού τμήματος κατοικούσε και ο “οικουρός όφις” της Αθηνάς, στον οποίο απευθύνονταν πληθώρα προσφορών.
Φωτογραφία των αρχών του προηγούμενου αιώνα, από την χαρακτηριστική πλευρά του Ερεχθείου με τις Κόρες ή Καρυάτιδες. Τα υπόλοιπα δωμάτια και οι προαύλιοι χώροι του ιερού δεν σώζονται σε καλή κατάσταση, εξαιτίας της μεγάλης ταλαιπωρίας του μνημείου μέσα στους αιώνες.
37. Παρθενώνας Γενικά Στοιχεία
Ο
Παρθενώνας, ναός χτισμένος προς τιμήν της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας, υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διάκοσμου. Είναι ένας από τους λίγους ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη που κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο. Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή με αναλογία διαμέτρου κίονα και μετακιόνιου διαστήματος 1:2,25 (βλ.1:2,65 στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα). Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν τη Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.
1.
Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων, την πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Αθηνών. Είχε 160 μέτρα μήκος και σχεδόν ένα μέτρο πλάτος. Υπάρχουν ενδείξεις πως η ζωφόρος ολοκληρώθηκε αφού οι λίθοι που την αποτελούσαν είχαν υψωθεί στο κτίριο. Αν και η ζωφόρος λαξεύθηκε από ένα μεγάλο αριθμό τεχνιτών, το συνολικό σχέδιο είχε εκπονηθεί από ένα μόνο καλλιτέχνη. Το όνομα αυτό δεν είναι γνωστό αλλά υποθέτουμε πως είναι ο Φειδίας ή ένας από τους μαθητές του. Το θέμα της ζωφόρου είναι πρωτοποριακό, γιατί δεν διηγείται ένα μυθολογικό αλλά ένα πραγματικό γεγονός. Είναι η στιγμή της πομπής και της παράδοσης του πέπλου από τον λαό της Αθήνας στη προστάτιδα θεά Αθηνά. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου φαίνεται η ετοιμασία στον Κεραμεικό. Στην ανατολική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος του ναού παριστάνονταν η Αθηνά, ο Ζευς, η Ήρα και άλλοι θεοί, που ήρθαν να πάρουν μέρος στην πομπή και ανάμεσά τους εμφανίζεται παιδί που παραδίνει στον ιερέα τον πέπλο. Η μεγάλη ποικιλία των παρισταμένων [1], η θελκτική σεμνότητα των παρθένων, η αβίαστη στάση των συνδιαλεγομένων ανδρών, η ζωηρότητα των αλόγων, η δύναμη των δυστροπούντων βοδιών και τέλος η χάρη όλων των μορφών και των κινήσεων καθιστούν τη ζωφόρο, όχι μόνο μια αυθεντική αναπαράσταση της θρησκευτικής πομπής των Παναθηναίων και διαρκές μνημείο της δόξας των Αθηνών αλλά και αριστουργηματικό έργο του μεγάλου καλλιτέχνη του Παρθενώνα [2]. Στη βόρεια πλευρά παρουσιάζονται μορφές όπως οι αποβάτες, οι μουσικοί, οι σκαφηφόροι, οι θαλλοφόροι, οι κανηφόροι και οι υδριαφόροι.
Την σύνταξη, την πορεία και το τέρμα εκπροσωπούν 400 μορφές ανθρώπων και θεών, 200 μορφές ζώων, όπως πρόβατα, βόδια και άλογα.
2. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου, που απεικονίζονται οι σκηνές προετοιμασίας, υπάρχει μία πλάκα, στην οποία υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και ένα άλογο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι εξαιρετικά λεπτομερή και πιστεύεται ότι η πλάκα αυτή είναι έργο του ίδιου του Φειδία.
| Η Πόλη των Λόφων |
164
Στο ανατολικό αέτωμα, πάνω από την είσοδο, παρουσιάζονταν η γέννηση της Αθηνάς. Στο δυτικό αέτωμα, αυτό που ήταν ορατό από τα Προπύλαια, βρισκόταν η διαμάχη Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της αττικής γης [2]. Στο εσωτερικό υπήρχε δίτονη (διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σχήματος “Π”, που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλες ξύλινες δοκούς. Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλειες αναλογίες, αν και ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8x17 κίονες, αντί για 6x13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. π.Χ.), οι αναλογίες του ήταν τόσο αρμονικές, ώστε να του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής και μεγαλοπρέπεια, σε σύγκριση με τους πιο βαρείς δωρικούς προκατόχους του. Στη φήμη του ναού συνέτειναν και οι ασύλληπτες εκλεπτύνσεις, οι αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι αρμονικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση, οι κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμιδοειδής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν μία κίνηση προς τα μέσα και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό σύνολο. Η ένταση των κιόνων (ένα ανεπαίσθητο “φούσκωμα” στο μεσαίο τμήμα τους) δημιουργούσε οπτικά την αίσθηση ότι οι κίονες σήκωναν μεγάλο βάρος. Όλες αυτές οι λεπτότητες του μνημείου σχεδιάστηκαν με εξαιρετική λεπτομέρεια και εκτελέστηκαν με απαράμιλλη μαθηματική ακρίβεια.
...συνεχίζεται >
2.
Η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς και ο Ποσειδώνας έκανε να αναβλύσει θαλασσινό νερό από τον βράχο. Άνθρωποι και θεοί αποφάσισαν πως η Αθηνά είχε κάνει το καλύτερο δώρο και έτσι έγινε αυτή η προστάτιδα θεά της πόλης.
Αναπαράσταση του ναού, λίγο πριν την ολοκλήρωση των εργασιών το 433 π.Χ. Εκτός από τον χρωματικό διάκοσμο, τη στέγη και την αρτιότητα του μνημείου, επισημαίνονται και άλλα στοιχεία, όπως ο περίβολος και η μεγάλη κλίμακα εισόδου, η οποία χρησίμευε και για την εναπόθεση των αναθημάτων.
37. Παρθενώνας Γενικά Στοιχεία
Ο
ναός του Παρθενώνα διατηρήθηκε άθικτος έως και τους Μακεδονικούς χρόνους. Αντίθετα, μετά τον Γρανικό, στον Παρθενώνα αναρτήθηκαν ως τρόπαια χρυσές ασπίδες, λάφυρα της νίκης του Αλέξανδρου. Οι πρώτες καταστροφές έγιναν επί Λάχαρη, τον οποίο όρισε τύραννο των Αθηνών ο Κάσσανδρος, σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία. Ο Λάχαρης απέσπασε τις ασπίδες από τον Παρθενώνα, όλο το χρυσάφι και τα κοσμήματα από το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Καταστροφές υπέστη και ο οπισθόδομος του ναού, όταν τον χρησιμοποίησε ως προσωπικό του κατάλυμα ο Δημήτριος ο Πολιορκητής.
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους δεν καταγράφονται αλλαγές στον Παρθενώνα, που συνεχίζει να διατηρεί αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία του. Επί εποχής Ιουστινιανού η πομπή των Παναθηναίων δεν ανέβαινε πια στον Παρθενώνα και είχε χαθεί πλέον κάθε λατρεία του ναού, δημόσια ή ιδιωτική, σύμφωνα με το Λατίνο ρήτορα Κλαύδιο Μαμερτίνο του 4ου αιώνα. Στους Βυζαντινούς χρόνους έγινε η πρώτη μετατροπή του ναού σε χριστιανική εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού. Στον πρόναο προστέθηκε η αψίδα του ιερού [1]. Επί Φραγκοκρατίας ο λόφος της Ακρόπολης γίνεται τόπος ενδιαίτησης του πρώτου Φράγκου άρχοντα των Αθηνών, Όθωνα Ντελαρός, ενώ η Ακρόπολη γίνεται η έδρα της φραγκικής βαρωνίας, σε σημείο που η Αθήνα είναι γνωστή πλέον ως Castellum Athenarum. Ο Παρθενώνας γίνεται ναός Λατινικός, τιμώντας το όνομα της Θεοτόκου και στη Νοτιοδυτική γωνία προστέθηκε κωδωνοστάσιο.
1.
Από τις αφηγήσεις μεταγενέστερων περιηγητών, όπως ο Ιταλός νοτάριος Νικόλαος Μαρτόνης που επισκέφθηκε την Ακρόπολη το 1395 ή ο Κυριακός ο Αγκωνίτης που ταξίδεψε το 1436 στην Αθήνα, έχουμε δύο περιγραφές του χριστιανικού Παρθενώνα. Ο πρώτος, εκφραστής της μεσαιωνικής ιδεολογίας απορεί πως είναι δυνατόν να έχει χτιστεί ένα τόσο μεγάλο κτήριο ενώ ο δεύτερος, εκπρόσωπος της Ιταλικής Αναγέννησης, επικεντρώνεται στην ομορφιά των αρχαίων μνημείων. Επί Τουρκοκρατίας η Ακρόπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1458, οπότε και την επισκέφθηκε ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής. Ο ιερός βράχος έμεινε πλέον γνωστός με το όνομα “Ατίνα Καλεσί”, δηλαδή φρούριο των Αθηνών. Κατά τον 17ο αιώνα ο Παρθενώνας είναι πλέον τζαμί, με το παλιό κωδονοστάσιο να γίνεται μιναρές. Ωστόσο δεν πληρούσε τις προδιαγραφές της ισλαμικής θρησκείας και για αυτό δεν έγινε ποτέ λατρευτικό τέμενος των Μωαμεθανών. Κατά την εκστρατεία του Φραγκίσκου Μοροζίνι κατά των Αθηνών το 1687, ο Παρθενώνας υπέστη και το μεγαλύτερο πλήγμα το βράδυ της 16ης Σεπτεμβρίου, όταν οβίδα τίναξε την πυριτιδαποθήκη που είχε εγκαταστήσει ο Αλή αγάς, διοικητής του φρουρίου στον ναό. Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού προς την ανατολική του πλευρά κατέρρευσε. Έκτοτε, και μέχρι να παραδοθεί το μνημείο στην αρχαιολογία, λεηλατήθηκε συστηματικά (κυρίως από τον Λόρδο Έλγιν), ενώ υπέστη σημαντικές καταστροφές κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821 και την πολιορκία του βράχου από τον Κιουταχή Μπέη.
Από αυτές τις μετατροπές μέχρι το 1877 - σύμφωνα με τον Burnouf - δεν είχαν μείνει παρά λείψανα τοιχογραφιών και λιγοστά επιγραφικά χαράγματα στους τοίχους και τους κίονες.
| Η Πόλη των Λόφων |
166
Η θέση του νεότερου τζαμιού (αφού το πρώτο καταστράφηκε με τον βομβαρδισμό του Μοροζίνι), σε σχέση με το σημερινό μνημείο. Επισημαίνονται με μαύρο χρώμα οι πλήρως σωζόμενες κολώνες, πριν φυσικά τις εργασίες αποκατάστασης του.
Ο ταλαιπωρημένος λόφος μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και της Αθήνας από τους Τούρκους το 1833. Διακρίνονται μέσα στα χαλάσματα και τα σπίτια των τελευταίων κατοίκων του λόφου.
38. Άγαλμα Προμάχου Αθηνάς Γενικά Στοιχεία
Τ
ο Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς ή αλλιώς η “Μεγάλη Χαλκή Αθηνά” ήταν έργο του περίφημου γλύπτη Φειδίου. Αφιερώθηκε στην Αθηνά Πρόμαχο, προστάτιδα της πόλης των Αθηνών. Για την εκτέλεση του έργου οι Αθηναίοι διέθεσαν δεκάτη (1/10) από τα λάφυρα της νίκης στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. Ωστόσο, το γλυπτό πρέπει να κατασκευάσθηκε μία γενιά μετά τους Μαραθωνομάχους, πιθανώτατα μετά τη νίκη των Αθηναίων στον Ευρυμέδοντα ποταμό (470 ή 467 π.Χ.). Το άγαλμα ήταν τοποθετημένο μεταξύ Προπυλαίων, Ερεχθείου και Παρθενώνος. Πατούσε σε βάση ύψους 2μ. και είχε συνολικό ύψος 9μ. Σήμερα σώζεται μόνο τμήμα της βάσης του και των οικοδομικών επιγραφών του. Η θεά απεικονιζόταν σε ήρεμη και όχι επιθετική στάση. Έφερε δόρυ στο δεξί της χέρι και ασπίδα στο αριστερό· κατά μία άλλη εκδοχή, με το αριστερό της χέρι κρατούσε δόρυ και στήριζε την ασπίδα πλάι της, ενώ στο δεξί της παρατεταμένο χέρι κρατούσε πιθανόν τη Νίκη, συνοδεία ενός όφι. η ασπίδα της θεάς ήταν διακοσμημένη με παράσταση Κενταυρομαχίας που σχεδίασε ο ζωγράφος Παρράσιος και εκτέλεσε ο τορευτής Μύς. Ίσως η Αθηνά Πρόμαχος να αποτέλεσε το πρότυπο για την μεταγενέστερη Αθηνά Παρθένο. Μάλιστα, φαίνεται πως υπήρχε μία μορφή ανταγωνισμού ανάμεσα στα δύο αγάλματα, αν κρίνουμε από τις επίθετες μορφές που προστέθηκαν στην ασπίδα της Προμάχου, αργότερα μέσα στον ίδιο αιώνα. Πάντως το άγαλμα αυτό δεν θα πρέπει να συγχέεται με το χρυσοελεφάντινο άγαλμα, ύψους 12 μέτρων, που ήταν εντός του Παρθενώνα.
Η θεά παριστάνεται σε όρθια στάση, στραμμένη προς την ανατολική θύρα του Παρθενώνος, φορώντας δωρικό πέπλο με μακρύ απόπτυγμα ζωσμένο με φίδι. Το στήθος της καλύπτει η αιγίδα με το γοργόνειο, όπου συναντάμε και πάλι φίδια. Το κράνος της έχει τριπλό λοφίο, του οποίου το μεσαίο τμήμα καταλήγει σε Σφίγγα, ενώ τα δύο πλαϊνά σε μορφές φτερωτών αλόγων (πήγασοι). Γεγονός είναι πάντως ότι το άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου προξενούσε μεγάλη εντύπωση στην αρχαιότητα. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η μαρτυρία του περιηγητή Παυσανίου (2ος αι. μ.Χ.), σύμφωνα με τον οποίο η αιχμή του δόρατος (θα πρέπει το δόρυ να είχε μήκος πάνω από δέκα μέτρα) και το λοφίο του κράνους της θεάς ήταν ήδη ορατά όταν πλησίαζε κανείς (στον Πειραιά) πλέοντας από το Σούνιο. Κατά μία άλλη παράδοση, ο ηγέτης των Βησιγότθων Αλάριχος (370-410 μ.Χ.), τον καιρό που διενεργούσε επιδρομές κατά των ελληνικών κτήσεων του Βυζαντίου, είδε την Αθηνά Πρόμαχο επάνω στην Ακρόπολη να κινείται και τρομοκρατημένος αποφάσισε να μην εισβάλει στην Αθήνα. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς και από ποιον καθαιρέθηκε. Πιθανόν να μεταφέρθηκε το 465 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, ενώ έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Φαίνεται ότι βάθρο του αγάλματος δέχτηκε κάποια στιγμή ριζικές επισκευές, κατά πάσα πιθανότητα μετά από μεγάλη πυρκαγιά. Δεν αποκλείεται και το ίδιο το άγαλμα να υπέστη σοβαρές ζημιές ή ακόμη και να καταστράφηκε ολοσχερώς, παραμένει όμως άγνωστο αν (σε περίπτωση που καταστράφηκε το φειδιακό πρωτότυπο) έκτοτε κατασκευάστηκε άλλο προς αντικατάσταση του. Δεδομένου ότι το πρωτότυπο έργο έχει πλέον χαθεί, είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε εικόνα γι'αυτό βασιζόμενοι μόνο στα υπάρχοντα αντίγραφα (πρωτίστως αυτό του Βαρβακείου) και τις περιγραφές του Παυσανίου και του Πλινίου.
| Η Πόλη των Λόφων |
168
Φανταστική απεικόνηση του λόφου της Ακροπόλεως και του αγάλματος της Προμάχου Αθηνάς από τον Leo von Klenze. Αν και γνωρίζουμε ότι το άγαλμα ήταν σε όρθια και ειρηνική στάση, η απόδοση του μεγέθους του μνημείου είναι χαρακτηριστική.
Σε πρώτο πλάνο διακρίνονται τα κατάλοιπα της βάσης του αγάλματος της Αθηνάς Προμάχου, όπως τα συναντάει κανείς πάνω στον ιερό βράχο και σε σχέση με το Ερέχθειο (το οποίο διακρίνεται στο βάθος).
39. Ναός του Ηφαίστου Γενικά Στοιχεία
Ο
Ναός του Ηφαίστου, γνωστός σήμερα ως Θησείο, είναι ο καλύτερα σωζόμενος αρχαίος ελληνικός ναός. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 449 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 444 π.Χ.. Είναι δωρικός περίπτερος εξάστυλος με 13 κίονες σε κάθε μακριά πλευρά. Είναι κατασκευασμένος από πεντελικό μάρμαρο, ίσως από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο. Είναι πανομοιότυπος με με τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, τον ναό του Άρη στις Αχαρνές (και μετέπειτα στην Αθήνα) και τον ναό της Νέμεσης στη Ραμνούντα. Πρόκειται για τέσσερις ναούς που χτίστηκαν την ίδια περίοδο, μέρος προφανώς λόγω ενός συγκεκριμένου οικοδομικού προγράμματος. Και οι τέσσερις επιβλητικοί, περίπτεροι ναοί, είχαν μεταξύ τους ίδια μορφή, ίδιες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και αρκετά κοινά στοιχεία με τον Παρθενώνα.
Ο ναός βρίσκεται πάνω στον Αγοραίο Κολωνό, στο ψηλότερο σημείο της Αγοράς. Εδώ ο θεός της φωτιάς και του σιδήρου συλλατρευόταν με την προστάτιδα της πόλης Εργάνη Αθηνά, ως προστάτες θεοί των τεχνών και των επαγγελμάτων και ιδιαίτερα ως προστάτες των μεταλλουργών και των αγγειοπλαστών. Ο ναός είχε σχεδιαστεί και άρχισε να χτίζεται το 450 π.Χ., πριν τον Παρθενώνα. Η σύλληψή του ανήκει στη γενιά των Μαραθωνομάχων και του Κίμωνα και όχι στο οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή. Στα χρόνια που ακολουθούν σημειώνονται αλλαγές στο σχεδιασμό, γύρω στο 445 π.Χ., είναι όμως σε προχωρημένο στάδιο το έργο, αφού τότε ολοκληρώνονται οι μετώπες με τους άθλους του Ηρακλή και τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος. Αργότερα φιλοτεχνείται η δυτική ζωφόρος και στη συνέχεια η ανατολική ζωφόρος, το δυτικό αέτωμα και η διαμόρφωση του εσωτερικού με περαιτέρω αλλαγές στο αρχικό σχέδιο. Το 421 π.Χ. τοποθετούνται η σίμη, τα ακρωτήρια και το λατρευτικό σύμπλεγμα του [448] Ηφαίστου και της Αθηνάς, οπότε πρέπει να ολοκληρώνεται και η στέγη του ναού [1]. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το 416/5 π.Χ.
1.
Ο ναός χωριζόταν σε πρόναο, κυρίως ναό και οπισθόδομο με 6 x 13 δωρικούς κίονες. Ο κυρίως ναός είχε ίσως εσωτερική δίτονη κιονοστοιχία, αντιγράφοντας τον Παρθενώνα. Μέσα υπήρχαν τα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς Εργάνης που είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Αλκαμένης. Οι μετώπες, η εσωτερική ζωφόρος (παρθενώνια επίδραση) και τα αετώματα, αναπαρίσταναν τους άθλους των δύο μεγάλων ηρώων, του Θησέα και του Ηρακλή. Στη δυτική πλευρά ο γλυπτός διάκοσμος απεικόνιζε την άλωση της Τροίας στο αέτωμα και το κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου στη ζωφόρο. Ιδιαίτερη έμφαση είχε δοθεί στα κατορθώματα του Θησέα, γι' αυτό υπήρξε και η μεταγενέστερη “σύγχυση” για την ταυτότητα του μνημείου. Πότε ακριβώς έγινε η μετατροπή του αρχαίου αυτού ναού σε χριστιανικό δεν έχει επιβεβαιωθεί. Εικάζεται από πολλούς ίσως από τον 7ο αιώνα. Πάντως το 1690 αναφέρεται επίσημα ως χριστιανική μονή της Αθήνας, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο με το χαρακτηριστικό παρωνύμιο "Άη Γιώργης ο Ακαμάτης". Για το παρωνύμιο αυτό υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η μία είναι να προέρχεται εκ παραφθοράς του ονόματος του γιου του Θησέα και της Φαίδρας, του Ακάμαντα, που εξελίχθηκε σε Ακάματου. Μια άλλη άποψη είναι ότι οφείλεται στην έννοια του ακαμάτη (αργόσχολου), επειδή επί τουρκοκρατίας λειτουργούσε μόνο μία φορά το χρόνο, ανήμερα της εορτής του Αγίου. Μια τρίτη επίσης εκδοχή είναι να οφείλεται στον επίσκοπο Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτο που ίσως να τέλεσε πρώτος εκεί αρχιερατική λειτουργία. Όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Ελλάδας η κοινοποίηση του σχετικού βασιλικού διατάγματος έγινε σε αυτόν το Ναό και ήταν η τελευταία δημόσια προσέλευση των Αθηναίων [2]. Από το 1835 έως το 1874 στέγασε το πρώτο Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της χώρας.
Ο πιθανότερος λόγος που διάρκεσαν τόσο πολύ οι εργασίες στο ναό του Ηφαίστου είναι ότι με το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή δόθηκε προτεραιότητα στους ναούς του Παρθενώνα, από το 447 π.Χ., και του Ποσειδώνα στο Σούνιο, από το 444 π.Χ.
2. Η τελευταία λειτουργία στον Άη Γιώργη τον Ακαμάτη τελέστηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1833 κατά την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα.
| Η Πόλη των Λόφων |
170
Ο ναός όπως προσφέρεται σήμερα για επίσκεψη. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς την σημερινή αρτιότητα του, δεδομένων των δυσκολιών που πέρασε η πόλη των Αθηνών ανά τους αιώνες.
Λεπτομέρεια της ανατολικής μετώπης του ναού του Ηφαίστου, όπου παρουσιάζονται ανάγλυφες παραστάσεις των κενταύρων και διαφόρων σκηνών μαχών. Στην δυτική μετώπη διακρίνεται και ο Θησέας, από τον οποίο πήρε (λανθασμένα) το όνομα του το μνημείο, αλλά και η γύρω περιοχή.
41. Δημόσιο Σήμα | 253. Έξω Δρόμος Γενικά Στοιχεία
Ο
Έξω Κεραμεικός ανέκαθεν αποτελούνταν από ένα μεγάλο νεκροταφείο, το οποίο βρίσκεται στη περιοχή της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, επί της οδού Πειραιώς, στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας και βορείως της "παλαιάς λαχαναγοράς" στο Γκάζι, Σήμερα η γύρω περιοχή έχει αποδοθεί και διαμορφωθεί σε πάρκο και πεζόδρομο όπου καταλήγουν οι οδοί Ερμού και Πειραιώς. Το καλύτερα σωζόμενο σήμερα τμήμα του αρχαίου Έξω Κεραμεικού είναι οι ιδιωτικοί τάφοι που βρίσκονται νότια της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας που πλαισίωναν το τέλος της Ιεράς οδού και μάλιστα εκείνοι της δεξιάς πλευράς του εισερχομένου από δυσμάς.
Σε αυτόν τον χώρο και προς την οδό Ακαδημίας Πλάτωνα, που πέρναγε δίπλα (βόρεια) από τον σημερινό ναό της Αγίας Τριάδας, είχε δημιουργηθεί το "Δημόσιο Σήμα", ο χώρος ταφής όλων των επιφανών Αθηναίων, καθώς και των "πεσόντων εν πολέμω", είχε με χαρακτήρα στρατιωτικού κοιμητηρίου. Οι αρχαιότεροι τάφοι του χώρου χρονολογούνται στην Εποχή του χαλκού. Από την Υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και μετά το νεκροταφείο Κεραμεικού αναπτύσσεται συνεχώς. Κατά την Γεωμετρική περίοδο (1000-700 π.Χ.) και ιδιαίτερα κατά την Αρχαϊκή περίοδο (700-480 π.Χ.) οι τάφοι πληθαίνουν και εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους.
Αργότερα και κατά την Κλασσική περίοδο (5ος - 4ος αιώνας π.Χ.) όλες οι οδοί της περιοχής πλαισιώνονταν από ταφικά μνημεία, συνήθως οικογενειακά, τα οποία σημαίνονται με επιτάφια μνημεία. Το Δημόσιο Σήμα ήταν ένα από τα νεκροταφεία, αφού η κοινωνική ανάγκη της εποχής πρόσταζε ξεχωριστό κομμάτι γης για τη ταφή των επιφανών Αθηναίων. Τον Έξω Κεραμεικό διέσχιζαν συγκλίνουσες τρεις μεγάλοι αρχαίοι οδοί, η από τον Πειραιά, γνωστή και ως "Πειραιώς", η από την Ελευσίνα, λεγόμενη Ιερά Οδός και ο λεγόμενος "δρόμος" που οδηγούσε από και προς την Ακαδημία του Πλάτωνα. Προ του τείχους και εκατέρωθεν της καθεμιάς των οδών αυτών βρίσκονταν οι τάφοι (νεκροταφεία) της αρχαίας Αθήνας με συνέπεια ολόκληρη η περιοχή να δίνει την εντύπωση μεγάλου νεκροταφείου. Το νεκροταφείο του Κεραμεικού αυτό ήλθε στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που ξεκίνησαν δειλά το έτος 1861, και επίσημα από το 1863 και ύστερα, επί Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, αρχικά από την Αρχαιολογική Εταιρεία και στη συνέχεια από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών όπου και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
...συνεχίζεται >
| Η Πόλη των Λόφων |
172
Τμήμα της “Έξω Οδού” και, πιο συγκεκριμένα, του “Δημοσίου Σήματος”, σε σχέση με τον βράχο της Ακρόπολης. Η αφετηρία της ήταν στην Ιερά Οδό και το Τριτοπατρείον (χώρος λατρείας των περασμένων γενεών), στο βάθος περίπου της εικόνας.
Επιτύμβιες μαρμάρινες στήλες όπως εκτίθενται στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού. Γνωστότερη των απεικονιζομένων, η Στήλη της Ηγησούς (πρώτη εξ αριστερών). Αντίγραφο της βρίσκεται και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
41. Δημόσιο Σήμα | 332. Επιτύμβια Στήλη του Δεξίλεω Γενικά Στοιχεία
Μ
ε πρωτοβουλία διαφόρων τοπικών μικρών οργανώσεων της περιοχής Κεραμεικού - Μεταξουργείου, διαφόρων επαγγελματιών, συλλόγων και Φορέων του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, ολοκληρώθηκε στις 25/05/2013 η ανάδειξη του “Δημόσιου Σήματος”, του σημαντικότερου δημόσιου νεκροταφείου της αρχαιότητας. Η τελετή περιελάμβανε δενδροφύτευση του χώρου και ένα ραδιοφωνικό οδοιπορικό συζητήσεων και ανταλλαγής απόψεων για το μέλλον της περιοχής.
Η ανάδειξη της περιοχής, που αποτελεί σημείο ιστορικής σημασίας για την πόλη της Αθήνας, επεκτάθηκε περαιτέρω με τη δεύτερη αυτή δράση (είχε προηγηθεί άλλη μία το 2012), καθώς ένα ερειπωμένο οικόπεδο γεμάτο μπάζα και σκουπίδια, στην διασταύρωση των οδών Λεωνίδου και Πλαταιών, παραδίδεται στην Τοπική Κοινωνία του Κεραμεικού - Μεταξουργείου ως ένα μικρό προσωρινό πάρκο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της γειτονιάς, μέχρις ότου ξεκινήσουν σε αυτό εργασίες αρχαιολογικής ανασκαφής. Σκοπός της παρέμβασης της κοινότητας ήταν να αναδειχθεί η αρχαιολογική και πολιτιστική σημασία του Δημοσίου Σήματος, καθώς και η ανάγκη φροντίδας των πολλών εγκαταλειμμένων και ερειπωμένων κτιρίων στην γειτονιά του Κεραμεικού - Μεταξουργείου [1], κτιρίων ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος σε πολλές περιπτώσεις, καθώς το Μεταξουργείο γνώρισε πρόσκαιρη άνθιση στα τέλη του 19ου αιώνα, αφού είχε προταθεί να φιλοξενήσει τα βασιλικά ανάκτορα [2].
1.
Το επιτάφιο ανάγλυφο στήθηκε στη μνήμη του νεαρού Δεξίλεω από τον δήμο Θορικό της Αττικής, πεσόντος στη μάχη κοντά στην Κόρινθο το 394/3 π.Χ. Η στήλη τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο του στον Κεραμεικό, ενώ ο ίδιος είχε ενταφιασθεί τιμητικά σε άλλο σημείο της περιοχής, στο Δημόσιον Σήμα, σε ειδικό χώρο που μάλλον προοριζόταν για τους ιππείς που σκοτώθηκαν στην ίδια αναμέτρηση. Χαρακτηριστική είναι η αφιερωματική επιγραφή, στην οποία για πρώτη φορά αναφέρεται, εκτός των άλλων, το έτος γέννησης και θανάτου του νεκρού (επί Τεισάνδρου και Ευβουλίδου άρχοντος αντίστοιχα). Ο Δεξίλεως απεικονίζεται σε σκηνή μάχης, κατά την οποία - σύμφωνα με την ίδια επιγραφή - βρήκε τον θάνατο πολεμώντας στην πρώτη γραμμή. Παριστάνεται έφιππος, ορθώνοντας το άλογο του ορμητικά πάνω από τον πεσμένο στο έδαφος εχθρό, εναντίον του οποίου υψώνει δόρυ, που δεν σώζεται στις μέρες μας. Η στήλη φέρει στο άνω μέρος ανθεμωτή επίστεψη, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα όλων των εκλιπόντων της μάχης. Από τεχνοτροπικής πλευράς, το έργο, αγνώστου σε μας αλλά ικανότατου δημιουργού, εμφανίζει σαφείς επιρροές από τα καλλιτεχνικά πρότυπα των ώριμων κλασσικών χρόνων, τα οποία επενδύονται με στοιχεία αντιπροσωπευτικά των τάσεων των αρχών του 4ου αι. π.Χ.
Δημοσιευμένο άρθρο στην ηλεκτρονική εφημερίδα “Εγγύς”.
2. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σήμαινε ότι η σημερινή Βουλή των Ελλήνων και η Πλατεία Συντάγματος θα βρίσκονταν στο βόρειο άκρο της οδού Σταδίου και όχι στο νότιο, όπου πιθανόν να είχε μεταφερθεί η πλατεία Ομονοίας.
| Η Πόλη των Λόφων |
174
[1]
Είσοδος
Η θέση του Ιππέα του Δεξίλεω [1], σε σχέση με την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού. Από το σημείο αυτό ξεκινούσε και το Δημόσιο Σήμα, ο χώρος ταφής των επιφανών Αθηναίων πολιτών.
Το μνημείο είναι κυκλικής μορφής, εμφανώς λόγω της τοποθέτησης του στη διασταύρωση του Έξω Δρόμου (προς τιμήν των νεκρών) και του μικρού παράδρομου, όπως φαίνεται και στο χάρτη δίπλα. Η σκηνή θυμίζει έντονα μεταγενέστερη θρησκευτική παράσταση.
45. Θόλος (ή Σκιάς) Γενικά Στοιχεία
Σ
ε μικρή απόσταση νοτίως του Μητρώου και του Νέου Βουλευτηρίου σώζονται τα κατάλοιπα της Θόλου, περίκεντρου οικοδομήματος που είναι γνωστό και ως Σκιάς (μτφρ: ομπρέλλα). Η Θόλος αποτέλεσε το σημαντικότερο διοικητικό κτίριο της αρχαίας Αθήνας, λειτουργώντας ως χώρος εστίασης και ως έδρα της αρμόδιας εκτελεστικής επιτροπής των Πρυτάνεων της Βουλής. Η οικοδόμησή της ανάγεται στα χρόνια του Κίμωνος (470-460 π.Χ.) και πιθανότατα συνδέεται άμεσα με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτου το 362 π.Χ., οπότε θεσμοθετήθηκε το σώμα των Πρυτάνεων. Οι Πρυτάνεις, 50 βουλευτές από κάθε μία εκ των δέκα αθηναϊκών φυλών (συνολικά 500) ασκούσαν για περιορισμένο χρονικό διάστημα (ανά 1/10 του έτους) την εκτελεστική εξουσία (την νομοθετική εξουσία κατείχαν η Βουλή και η Εκκλησία του δήμου)· ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, που οριζόταν (εκλεγόταν) σε ημερήσια βάση, είχε τα κλειδιά του δημόσιου θησαυρού, δεχόταν τους πρέσβεις άλλων πόλεων, καθόριζε την ημερήσια διάταξη της Εκκλησίας του δήμου και προήδρευε αυτοπροσώπως στις διαδικασίες. Το 1/3 των Πρυτάνεων (πιο συγκεκριμένα, οι 17 εξ αυτών) ήταν υποχρεωμένοι να διανυκτερεύουν στην Θόλο, ενώ παρέμεναν όλοι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στην Θόλο φυλάσσονταν επίσης τα κλειδιά των ναών, η σφραγίδα του κράτους, τα πρότυπα των μέτρων και των σταθμών (σημαντικά για τον έλεγχο του εμπορίου), και η εστία της πόλης.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα ανασκαφικά δεδομένα, το κτίσμα υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές (αρχικά από τους Τριάκοντα Τυράννους, οι οποίοι εγκατέστησαν το αρχηγείο τους εκεί) και ανοικοδομήθηκε πολλές φορές μέχρι την εποχή του Παυσανίου (2ος αι. μ.Χ.), χωρίς ωστόσο να μεταβληθεί η αρχική μορφή του. Πρόκειται για ευρύχωρο κτίριο κυκλικής διατομής, με εξωτερική διάμετρο 18,3 μ. περίπου και είσοδο στην ανατολική πλευρά. Ο πλινθόκτιστος τοίχος του πατούσε σε λίθινο τοιχοβάτη, ενώ η στέγη ήταν κωνική, καλυμμένη με πήλινους κεράμους, και στηριζόταν εσωτερικά σε 5 ή 6 ξύλινους αράβδωτους ιωνικούς κίονες. Στο κέντρο της Θόλου έχουν εντοπιστεί ίχνη βωμού, όπου ίσως τελούνταν θυσίες, γεγονός που προβληματίζει καθ' όσον αφορά την ακριβή διαμόρφωση της στέγης· πολλοί αποκαθιστούν υποθετικά ένα οπαίο στην κορυφή της, που θα χρησίμευε για την διοχέτευση του καπνού από την προσφορά θυσιών, ενώ άλλοι την θεωρούν την οροφή ολόχτιστη και αποδίδουν στις τελούμενες θυσίες συμβολικό χαρακτήρα. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ύστερα από πιθανή καταστροφή της από τον Σύλλα (86 π.Χ.), ίσως επί Οκταβιανού Αυγούστου, προστέθηκε στην είσοδο της ανακαινισμένης πλέον Θόλου μνημειακό πρόπυλο με 4 ιωνικούς κίονες.
| Η Πόλη των Λόφων |
178
Την ίδια περίοδο ή αργότερα, μέσα στον 2ο αι. π.Χ., εποχή ανοικοδόμησης και εξωραϊσμού πολλών μνημείων της Αθήνας από τους αυτοκράτορες Αδριανό και Αντωνίνο Πίο, πρέπει να έγινε και η πλακόστρωση του δαπέδου (η κλασσική Θόλος είχε μάλλον το σύνηθες τότε χωμάτινο δάπεδο). Δεν γνωρίζουμε εάν οι τοίχοι της ρωμαϊκής Θόλου ήταν πλίνθινοι ή λίθινοι, βέβαιο όμως είναι ότι κατά την τελευταία φάση του, γύρω στο 400 μ.Χ., το κτίριο ήταν ολόλιθο διότι έφερε βαρύ τρούλο. Τέλος, ο χώρος πέριξ του οικοδομήματος κλεινόταν από ακανόνιστου σχήματος περίβολο. Βασικό πρόβλημα ως προς την χωροταξική οργάνωση της Θόλου παραμένει η θέση των 50 κλινών, όπου σύμφωνα με την παράδοση σιτίζονταν οι Πρυτάνεις με δημόσια δαπάνη. Κατά μία πρόσφατη άποψη, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο οι πρυτάνεις να έτρωγαν όρθιοι και όχι καθιστοί ή ανακεκλιμένοι, όπως συνέβαινε σε πολλά ιερά όπου λάμβαναν χώρα τελετουργικά δείπνα. Με την δραστηριότητα αυτή φαίνεται να σχετίζονται και τα θεμέλια ενός μικρού τετράγωνου κτίσματος στο πίσω μέρος (βορείως) της Θόλου, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως μαγειρείο, αφού στον χώρο του βρέθηκαν σκεύη (μελαμβαφή αγγεία) δημόσιας χρήσης με την επιγραφή ΔΕ (= δεμοσίου, δηλ. δημοσίου) καθώς και λάκκοι με κατάλοιπα από κάρβουνα (για τις εκεί τοποθετημένες σούβλες).
Στην Αρχαία Αγορά σώζονται σήμερα μόνο τα θεμέλια του κυκλικού οικοδομήματος της Θόλου. Σε αυτό έδρευαν οι πενήντα Πρυτάνεις των 10 φυλών της αρχαίας Αθήνας, για διάστημα 36 ημερών, ώστε να κυλίσει περιοδικά ένα έτος. Ένας από τους θεμέλιους λίθους της παλαιότερης δημοκρατίας.
46. Ποικίλη ή Πεισιάνακτος Στοά Γενικά Στοιχεία
Π
ρόκειται για κτίριο της Αγοράς της περιόδου του Κίμωνος και ένα από τα πιο κοσμικά οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας, που ξεχωρίζει τόσο για την επιμελημένη του σχεδίαση και δόμηση, όσο και για την πολυτέλεια του. Χρονολογείται στο διάστημα των ετών 475-450 π.Χ. Η στοά ονομάστηκε αρχικά “Στοά Πεισιάνακτος” από τον γαμπρό του Κίμωνος, Πεισιάνακτα, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την χρηματοδότηση της εκτέλεσης του έργου κατά μήκος της βόρειας πλευράς του τετραγώνου της Αγοράς. Σύμφωνα με τον Παυσανία, βρισκόταν στην συμβολή της Οδού Παναθηναίων με έναν δρόμο που ερχόταν από τα βόρεια και κατέληγε στην Αγορά μέσω μιας πύλης, στολισμένης με τρόπαιο νίκης των Αθηναίων, στην οποία ενδέχεται να ανήκουν δύο βάσεις που έχουν αποκαλυφθεί στο σημείο αυτό. Πρόκειται για ευρύχωρη στοά δωρικού ρυθμού, κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο, ψαμμίτη (αμμόπετρα) και μάρμαρο, με πρόσοψη προς νότον και εσωτερική ιωνική κιονοστοιχία, που αποτελεί την παρθενική εμφάνιση ιωνικών υποστυλωμάτων σε δωρικό κτίσμα.
Πέραν αυτών, η Ποικίλη Στοά ήταν πολυσύχναστη και συνδεδεμένη με σημαντικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, επιτελώντας πληθώρα λειτουργιών. Η ποιότητα, το μέγεθος και η επίκαιρη θέση του κτιρίου πρέπει να είχαν εξαρχής ιδιαίτερη σημασία για την ευρύτατη χρήση του. Σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες στοές της Αγοράς, δεν φαίνεται να προοριζόταν για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένου σκοπού είτε μιας ορισμένης ομάδας αξιωματούχων / κρατικών, υπαλλήλων παρά μόνον περιστασιακά. Μάλλον χτίστηκε για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών εν γένει, παρέχοντας προστασία από τα καιρικά φαινόμενα και ταυτόχρονα έναν ευχάριστο χώρο για συναντήσεις και για διάλογο, λίγα μέτρα μόλις έξω από τα όρια της Αγοράς.
Λίγα χρόνια μετά την ανέγερση της, οι εσωτερικοί της τοίχοι κοσμήθηκαν με μία σειρά από ζωγραφικές παραστάσεις, με αποτέλεσμα από τον 4ο αι. και εξής να γίνει γνωστή με την οικεία στους αρχαίους συγγραφείς επωνυμία “Ποικίλη” (= ζωγραφισμένη, πολύχρωμη), την οποία μνημονεύουν ως επίσημη ονομασία της και οι σωζόμενες επιγραφές. Απ' ό,τι φαίνεται οι ζωγραφικές παραστάσεις ήταν καμωμένες πάνω σε μεγάλους ξύλινους πίνακες (“σανίδες”) [1] από εξέχοντες ζωγράφους της εποχής, όπως ο Πολύγνωτος, ο Μίκων και ο Πάναινος, και απεικόνιζαν σκηνές από τα μυθικά και ιστορικά στρατιωτικά κατορθώματα των Αθηναίων: την Αμαζονομαχία, την “Ιλίου Πέρσις” (= Άλωση της Τροίας), την Μάχη της Οινόης και – την σημαντικότερη όλων – μάχη του Μαραθώνος.
Η μεγάλη εισροή ατόμων στον χώρο της στοάς ίσως να στάθηκε η αφορμή για την έκθεση των ζωγραφικών έργων και των λοιπών κειμηλίων, τα οποία, πέρα από την τέρψη που προσέφεραν στους επισκέπτες, προφανώς αποσκοπούσαν και στην διοχέτευση πολιτικών μηνυμάτων στον λαό. Εκεί, όπως παραδίδουν οι πηγές, οι Τριάκοντα Τύραννοι επέβαλαν τις θανατικές ποινές [2] 1.400 περίπου πολιτών στο μικρό διάστημα της εξουσίας τους (404-403 π.Χ.) και το ίδιο μέρος επέλεξε για την διδασκαλία του ο φιλόσοφος Ζήνων, του οποίου οι οπαδοί αποκλήθηκαν γι' αυτό Στωικοί. Τέλος, η περιοχή πίσω από την στοά, όπου υπήρχαν τα σπίτια πλουσίων πολιτών, αποτελούσε, σύμφωνα με τις παραδιδόμενες μαρτυρίες, τον ευσεβή πόθο κάθε Αθηναίου για την απόκτηση κατοικίας.
1.
Επιπλέον, η στοά στέγαζε και άλλα ενθύμια των αθηναϊκών θριάμβων, λόγου χάρη τις χάλκινες ασπίδες που Αθηναίοι πήραν ως λάφυρα από τους Λακεδαιμονίους που αιχμαλώτισαν στην νήσο Σφακτηρία το 425/4 π.Χ.
Το έτος 395 μ.Χ., ο ανθύπατος της Ελλάδας και Αχαΐας (αγνώστου ονόματος) έκλεψε τις σανίδες στις οποίες ήταν ιστορημένες οι εικόνες του Πολυγνώτου.
2. Η στοά ήταν τόπος συνεδρίασης του δικαστηρίου της Ποικίλης Στοάς.
| Η Πόλη των Λόφων |
180
Ελάχιστα είναι τα σωζόμενα κατάλοιπα της περίφημης Ποικίλης Στοάς, που έχει αποκαλυφθεί - μερικώς - στο Μοναστηράκι αλλά σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές ήταν ένα οικοδόμημα υψηλής τέχνης, καθώς οι τοίχοι της ήταν διακοσμημένοι με έργα ονομαστών ζωγράφων, που απέδιδαν τα μυθικά και ιστορικά κατορθώματα των Αθηναίων, όπως η Μάχη του Μαραθώνα. Αυτό το κτίριο, που ανηγέρθηκε μεταξύ του 475 και 450 π.Χ. έφθασε στη σύγχρονη εποχή κατεστραμμένο βεβαίως, κάτω από οικοδομήματα των αρχών του 19ου αιώνα ενώ ένα τμήμα της έχει ήδη ανασκαφεί από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Για τη συνέχεια αυτής της ανασκαφής η Σχολή έλαβε έγκριση από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο για την απαλλοτρίωση ή απ΄ ευθείας εξαγορά - με δικές της δαπάνες υπέρ του ελληνικού Δημοσίου - των οικοπέδων επί των οδών Αγίου Φιλίππου 14 και 20, όπου στεγάζονται επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος. Το πλάτος του κτιρίου είναι 11,5 μέτρα με μήκος 42 ή 50 και οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι ήταν ένα κτίσμα με μια δωρική κιονοστοιχία εν παραστάσει στην πρόσοψη και μια ιωνική κιονοστοιχία στο εσωτερικό. Οι πλευρικοί τοίχοι δεν είχαν ανοίγματα, έτσι η μοναδική πρόσβαση στην πλατεία της Αγοράς και την Παναθηναϊκή οδό γινόταν από τη νότια πλευρά του κτιρίου.
Τα ερείπια της Ποικίλης Στοάς στον πεζόδρομο του Θησείου και, πιο συγκεκριμένα, στην οδό Φιλίππου. Προσφάτως ξεκίνησαν οι εργασίες για την ενσωμάτωση του μνημείου στα υπόλοιπα μνημεία του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.
47. Φαληρικόν Τείχος | 202. Μακρά Τείχη Γενικά Στοιχεία
Κ
άτω από τις γραμμές του τρένου, σε βάθος το πολύ δύο μέτρων, ήρθαν στο φως τα Μακρά Τείχη του Πειραιά, δύο τμήματα τους μάλιστα, μήκους περίπου 40 μ. το καθένα. Εντυπωσιακής κατασκευής και εξαιρετικής διατήρησης, αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες του ΗΣΑΠ για αντικατάσταση των φθαρμένων σιδηροτροχιών του. Τα αρχαία εντοπίστηκαν στο τμήμα μεταξύ των σταθμών Καλλιθέας και Νέου Φαλήρου, παράλληλα και σε μικρή απόσταση από την οδό Πειραιώς. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για το εσωτερικό τείχος.
Στο πρώτο και καλύτερα διατηρημένο τμήμα, μεταξύ Καλλιθέας - Μοσχάτου, το τείχος σώζεται σε ύψος 1,80 μέτρων, ενώ έχουν αποκαλυφθεί επίσης η υποθεμελίωση και η θεμελίωση στον φυσικό βράχο, καθώς και η ευθυντηρία. Είναι κατασκευασμένο από άριστα πελεκημένους δόμους με πλάτος περί τα 0,80 του μέτρου ο καθένας. Ενδιαφέρον εύρημα είναι μια κλίμακα με τρία σκαλοπάτια και το κεφαλόσκαλο της. Δίπλα της αποκαλύφθηκε ένα άνοιγμα, πιθανότατα πυλίδα για την είσοδο και την έξοδο των ανθρώπων. Τέτοιες μικρές πύλες υπήρχαν ανά τακτά διαστήματα σε όλο το μήκος των τειχών. Το πλάτος των Μακρών Τειχών σε αυτό το σημείο έχει αποκαλυφθεί σε πλάτος 4,0 μ., αλλά προφανώς η ανασκαφή θα σταματήσει εκεί, καθώς η συνέχεια της οχύρωσης “βγαίνει” εκτός των γραμμών του τρένου και βρίσκεται κάτω από το δομημένο τμήμα της πόλης. Σε απόσταση περίπου 500 μέτρων από το πρώτο και στο ύψος της γέφυρας της οδού Θεσσαλονίκης έχει εντοπιστεί το δεύτερο τμήμα, το οποίο τέμνει ελαφρώς διαγώνια της γραμμές του τρένου. Το τείχος εδώ έχει διαφορετική κατασκευή, αφού ανάμεσα στους δόμους υπάρχει “γέμισμα” από μικρές πέτρες [1]. Τα νερά του Κηφισού που αναβλύζουν στο σημείο αυτό καθιστούν την ανασκαφή αρκετά δύσκολη.
1.
Σοβαρότερο είναι το πρόβλημα των συνεργείων του ΗΣΑΠ που περιμένουν την ολοκλήρωση της ανασκαφής προκειμένου να προχωρήσουν στην αποκατάσταση και στην εκ νέου λειτουργία των γραμμών, καθώς η συγκοινωνία έχει διακοπεί. Σε ότι αφορά το τείχος, η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη: η κατάχωση του κάτω από τις γραμμές. Τμήματα των Μακρών Τειχών έχουν εντοπιστεί και σε άλλα σημεία της ευρύτερης περιοχής, μέσα από τη κατασκευή σύγχρονων έργων, όπως η διευθέτηση της κοίτης του Κηφισού (βρέθηκε τμήμα της αρχαίας γέφυρας του ποταμού), ο ανισόπεδος κόμβος του Κηφισού στο Μοσχάτο, η κατασκευή της Πειραιώς και αλλού. Σε κάθε περίπτωση είναι είτε καταχωσμένα είτε απαξιωμένα. Τα Μακρά Τείχη άρχισαν να χτίζονται, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το 457 π.Χ. με σκοπό να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη επικοινωνία της Αθήνας με το λιμάνι της, τον Πειραιά. Θεωρείται βέβαιο μάλιστα ότι την ανέγερσή τους είχε προτείνει ο Περικλής ακολουθώντας τα σχέδια του Θεμιστοκλή. Το αμυντικό αυτό έργο αποτελούνταν από δύο παράλληλα σκέλη, το Βόρειο ή Εξωθεν και το Νότιο ή Μέσον Τείχος, το μήκος του οποίου ήταν 40 στάδια (7,3 χλμ.). Η απόσταση μεταξύ τους [2] ήταν ένα στάδιο (184 μέτρα). Κατασκευαστής των Μακρών Τειχών ήταν ο Καλλικράτης και το κόστος τους αναφέρεται ότι ανήλθε συνολικά σε 6.000 τάλαντα, δηλαδή περί τα 36 εκατ. αρχαίες δραχμές. Αυτό το έργο συνετέλεσε στην μετέπειτα ανάδειξη του Πειραιά ως μεγαλύτερου και ασφαλέστερου εμπορικού και οικονομικού κέντρου. Εκτός αυτών των δύο, υπήρχε και το Φαληρικό Τείχος, με κατεύθυνση από την Αθήνα προς το σημερινό Παλαιό Φάληρο, το οποίο όμως μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο εγκαταλείφθηκε. Έτσι, για την πορεία προς τον Πειραιά υπήρχαν δύο δρόμοι: ένας που περνούσε μέσα από τα τείχη, από τη Διαμέσου Πύλη, και ένας άλλος που ήταν εξωτερικός και διερχόταν από τις Αστικές Πύλες του Πειραιά.
Ένα μικρό κτίριο ήρθε στο φως, καθώς και ένας εγχυτρισμός (ταφή βρέφους σε πίθο). Αποκαλύφθηκε επίσης ένας αρχαίος, αλλά μεταγενέστερος του τείχους, δρόμος, ενώ έχει εντοπιστεί και ένα στρώμα καταστροφής. Το γιατί και το πότε θα απαντηθούν από τη μελέτη των ευρημάτων.
2. Σε περιόδους εχθροπραξιών το εσωτερικό των Μακρών Τειχών χρησίμευε και ως καταφύγιο των ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι μπορούσαν να ζήσουν εκεί για μεγάλο διάστημα. | Η Πόλη των Λόφων |
182
Γραμμική αναπαράσταση των Μακρών Τειχών και του Φαληρικού Τείχους, που συνέδεαν την πρωτεύουσα με τον Πειραιά. Η σημερινή οδός Φαλήρου στο Κουκάκι και η Δια Κοίλης οδός που διέρχεται μέσα από τα Πετράλωνα ήταν οι απολήξεις αυτών των οδών προς την Αθήνα.
Εργασίες ανασκαφής και έρευνας του Βορείου Μακρού Τείχους στον σταθμό του ΗΣΑΠ στην Καλλιθέα. Σήμερα τα λείψανα της οχύρωσης “προστατεύονται” κάτω από τον εν λειτουργία σταθμό.
49. Αρχαίες Κατοικίες & Τάφοι - Οικοδόμημα ΄Ζ Γενικά Στοιχεία
Κ
ατά το γ΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., λίγα χρόνια πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (περί το 430 π.Χ.), χτίστηκε στην περιοχή του Κεραμεικού, στο τρίγωνο που σχηματίζουν το τείχος της πόλης και η Ιερά Πύλη, ένα ευρύχωρο οικοδόμημα εμβαδού 600 τ.μ. περίπου, το οποίο λειτούργησε ως ιδιωτική οικία και έχει ονομαστεί συμβατικά από την σύγχρονη έρευνα ''Οικοδόμημα Ζ''. Υπεύθυνος για την ανέγερση του ήταν ένας άγνωστος σε μας ευκατάστατος Αθηναίος πολίτης. Αν και από αυτό είναι ορατό επί τόπου σήμερα μόνο ένα ψηφιδωτό, το σχέδιό του αποδεικνύει ότι πρόκειται για πολυτελή κατοικία που περιλάμβανε τουλάχιστον δεκαπέντε δωμάτια που περιέβαλλαν δύο αυλές με πηγάδι η καθεμιά. Το πρώτο αυτό κτίσμα (Ζ1) παρέμεινε σε χρήση για μικρό διάστημα, αφού, καθώς φαίνεται, ισοπεδώθηκε εξαιτίας ενός από τους σεισμούς που αναφέρουν οι αρχαίες πηγές μεταξύ των ετών 427 και 420 π.Χ.
Επάνω στα απομεινάρια του οικοδομήματος Ζ1 εδράστηκε στο δ΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. ένα νέο κτίριο (Ζ2), με το ίδιο εμβαδόν αλλά με σαφώς διαφορετική κάτοψη. Ούτε και αυτό το κτίσμα επιβίωσε για πολύ· καταστράφηκε ολοσχερώς κατά την κατεδάφιση των τειχών της ηττημένης Αθήνας στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 404 π.Χ. Ως εκ τούτου, δεν γνωρίζουμε εάν το οικοδόμημα Ζ2 χρησίμευσε ως ιδιόκτητος χώρος κατοίκησης, όπως ο προκάτοχός του, ή εξυπηρέτησε κάποια άλλη σκοπιμότητα.
Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. χτίστηκε επάνω στα θεμέλια του Ζ2 το οικοδόμημα Ζ3, του οποίου η διαμόρφωση είναι στο μεγαλύτερο μέρος της όμοια με αυτή του Ζ2. Κρίνοντας από την οικοσκευή, που διασώθηκε σχεδόν ακέραιη επί τόπου (πλήθος αγνύθων, δεξαμενές), αποτέλεσε εργαστήριο-βιοτεχνία κατασκευής υφασμάτων, ενώ τα πολυάριθμα κύπελλα και σκεύη φαγητού που αποκαλύφθηκαν προφανώς πιστοποιούν μία δεύτερη ή δευτερεύουσα χρήση του ως ξενώνος/πανδοχείου. Το κτίριο χρησιμοποιήθηκε για περίπου τρεις δεκαετίες, οπότε και ερειπώθηκε πέφτοντας θύμα μιας φυσικής καταστροφής, ενδεχομένως ενός σεισμού των τελών του 4ου αι. π.Χ. Σύντομα, μέσα στο α΄ ήμισυ του 3ου αι. π.Χ., τα θεμέλια του κτιρίου Ζ3 υιοθέτησε ένα ίδιου μεγέθους κτίριο, το Ζ4, το οποίο με τη σειρά του διαδέχθηκε μέσα στον ίδιο αιώνα το οικοδόμημα Ζ5. Δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε την ακριβή χρήση αυτών των δύο κτισμάτων. Δεδομένου ότι οι δεξαμενές νερού που διαπιστώθηκαν χρησιμοποιούνταν έως και τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ., πιθανόν είναι να υπήρξαν ως βιοτεχνίες. Έπειτα από την καταστρεπτική επιδρομή του Σύλλα (86 π.Χ.), οι δεξαμενές επιχώθηκαν και αχρηστεύθηκαν. Στην συνέχεια φαίνεται ότι χτίστηκε οικοδόμημα με περίστυλη αυλή, μας διαφεύγει όμως τόσο η συνολική διάρθρωση του όσο και ο σκοπός που κλήθηκε να εκπληρώσει.
| Η Πόλη των Λόφων |
188
Σκαλισμένα στον βράχο λείψανα και εδράσεις κατοικιών και καταστημάτων, του αρχαίου Δήμου της Μελίτης, του σημαντικότερου κοινωνικά δήμου της πρωτευούσης. Ύψωμα λόφου Πνυκός, απέναντι από το μικρό παράρτημα παρατηρητήριο του Αστεροσκοπείου.
Γραμμική αναπαράσταση των οικοδομημάτων Ζ1 και Ζ2 (με το αχνό περίγραμμα) και των νεότερων Ζ3 και Ζ4, όπως αποτυπώθηκε μετά τις κύριες φάσεις των ανασκαφών. Βρίσκεται στον Έσω Κεραμεικό, αριστερά της Ιεράς Πύλης.
67. Ναός του Άρεως | 266. Βωμός του Άρεως Γενικά Στοιχεία
π
ρόκειται για μαρμάρινο ναό δωρικού ρυθμού που οικοδομήθηκε περί το 440 π.Χ. Κατά παράδοξο τρόπο, σώζεται μεγάλο τμήμα του ναού, όχι όμως και η θεμελίωση του. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι κάπου στους πρώιμους αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους (ύστερος 1ος αι. π.Χ.) ο ναός μεταφέρθηκε ολόκληρος από αλλού [1] και τοποθετήθηκε στο κέντρο του τετραγώνου της Αγοράς, στον ελεύθερο χώρο απέναντι από τον ναό του Πατρώου Απόλλωνος, μόλις στα βόρεια του Ωδείου του Αγρίππα, όπου ξαναχτίστηκε πάνω σε καινούρια θεμέλια και αφιερώθηκε στην λατρεία του Άρεως.
Ο βωμός τοποθετήθηκε στο σημείο όπου τέμνονται οι άξονες των δύο οικοδομημάτων. Ο τρόπος συσχέτισης των δύο μνημείων μαρτυρεί σαφώς τη ρωμαϊκή αντίληψη της αξονικότητας στη χωροθέτηση κτηρίων. Η θεμελίωση του Βωμού του Άρεως, σε απόσταση περίπου 10 μ. μπροστά από την πρόσοψη του ναού του θεού, είναι το μόνο που σώζεται σήμερα από το μνημείο. Οι διαστάσεις της θεμελίωσης είναι 6,30Χ8,90 μ. Αποτελείται από πωρόλιθους σε δεύτερη χρήση. Στο ανατολικό τμήμα της θεμελίωσης πατούσε ο βωμός, ενώ στο δυτικό υπήρχε κλίμακα. Τα αρχιτεκτονικά μέλη που σώζονται μαρτυρούν ότι ο βωμός, ο οποίος επίσης μεταφέρθηκε στην τελική του θέση μαζί με το ναό, χρονολογείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. Η αρχική τοποθεσία που καταλάμβανε στην Αττική παραμένει άγνωστη και συχνά αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των αρχαιολόγων. Μολονότι στον αρχαίο δήμο των Αχαρνών, μερικά χιλιόμετρα βορείως της Αθήνας, βρέθηκε επιγραφή που μνημονεύει την ίδρυση ενός βωμού (ίσως και της λατρείας του θεού;) του 4ου αι. π.Χ., η χρονολόγηση του βωμού είναι ύστερη του ναού. Ο Παυσανίας όμως κατά την επίσκεψη του στις Αχαρνές δεν κάνει λόγο για κανένα τέτοιο ναϊκό οικοδόμημα.
1. 2.
Παράλληλα, η υπόθεση ότι ο ναός μετακομίσθηκε στην Αγορά μαζί με την λατρεία του Άρεως δεν ευσταθεί· το γεγονός ότι προϋπάρχον υλικό μετακινήθηκε για να χρησιμοποιηθεί εκ νέου σε έναν ναό του Άρεως δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι το αρχικό κτίσμα στέγαζε την ίδια λατρεία. Πιθανότερη φαντάζει η άποψη του Μανώλη Κορρέ που θέλει το ναό να έχει μεταφερθεί εκεί από τα Μεσόγεια, και συγκεκριμένα από την Παλλήνη (εκεί ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά). Προφανώς, η μεταφορά του ναού και η αφιέρωσή του στον Άρη, σχετίζεται με τη λατρεία της αυτοκρατορικής οικογένειας [2]: ο εγγονός του Αυγούστου, ο Γάιος, λατρευόταν στην Ελλάδα με το προσωνύμιο “Νέος Άρης”, όπως μαρτυρείται από επιγραφή του 2 μ.Χ., που πιθανόν να σχετίζεται με την επαναφιέρωση του ναού. Η πλήρης απουσία καταλοίπων της ανωδομής του κτιρίου έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι αυτός ήταν ο ναός που μεταφέρθηκε στην αθηναϊκή Αγορά και αφιερώθηκε στον Άρη την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Παρ' όλ' αυτά, δεν έχουμε ξεκάθαρες ενδείξεις ως προς τον τόπο όπου ο ναός είχε κατ' αρχάς οικοδομηθεί. Άλλωστε, κατά τον 1ο αι. π.Χ. παρατηρείται εν γένει η τάση για μεταφορά από την ύπαιθρο της Αττικής στην πόλη, είτε ολόκληρων εγκαταλελειμμένων ναών, είτε μελών ναϊκών οικοδομημάτων, με σκοπό την επισκευή ήδη υπαρχόντων μνημείων ή την ανέγερση νέων. Στην ίδια περιοχή βρέθηκε και η σίμη του ναού του Ποσειδώνα από το Σούνιο. Φαίνεται πως μεταφέρθηκε εδώ προκειμένου να τοποθετηθεί στο ναό του Άρη. Ο ναός είναι ένα τυπικό δείγμα της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του γ΄ τετάρτου του 5ου αιώνα π.Χ. Στις ανασκαφές βρέθηκε μόνον η πώρινη υποθεμελίωση του ναού, που σήμερα είναι καλυμμένη για λόγους προστασίας..
Η άποψη περί μεταφοράς βασίζεται στο γεγονός ότι σε πολλά από τα 200 σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής, που έχουν βρεθεί σε μεγάλη ακτίνα στο χώρο της Αγοράς, έχουν σωθεί χαραγμένα τεκτονικά σημεία, τα οποία καθοδηγούσαν τους κτίστες της Ρωμαϊκής περιόδου για την επανασυναρμολόγηση του ναού (π.χ. ΑΡ = αριστερά, Ο = οπισθόδομος, Β = δεύτερη βαθμίδα του στερεοβάτη, Ε = ευθυντηρία κτλ.). Ενδεικτικό της τάσης της λατρείας των Ρωμαίων αυτοκρατόρων είναι το γεγονός ότι στην ρωμαϊκή Αθήνα μαρτυρούνται δώδεκα βωμοί του Οκταβιανού Αυγούστου και ενενήντα τέσσερις του Αδριανού. | Η Πόλη των Λόφων |
190
Οδός Παναθηναίων
Ναός & Βωμός του Άρεως
Ηφαιστείο
Ωδείο Αγρίππα
Ο Ναός του Άρεως βρισκόταν στο ξέφωτο στο κέντρο της φωτογραφίας, ςνώ στο βάθος φαίνεται ο βωμός του ιερού. Διακρίνεται ελαφρώς η πώρινη θεμελίωση του ναού, η οποία είναι μεταγενέστερη, αφού η αρχική του θεμελίωση έμεινε πίσω στη Παλλήνη κατά τη μεταφορά του οικοδομήματος.
Η θέση του μνημείου ως προς τον λόφο του Αγοραίου Κολωνού και τον Ναό του Ηφαίστου (αριστερά), την οδό των Παναθηναίων (δεξιά) και το Ωδείο του Αγρίππα. Σημειώνουμε την απόλυτη ευθυγράμμιση του με τον άξονα Ανατολής - Δύσης, με τον βωμό να κοιτάει ανατολικά.
72. Ναός Ασκληπιού | 255. Βασιλική Αγίων Αναργύρων Γενικά Στοιχεία
Α
ποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα ιερά της κάτω πόλης των Αθηνών. Ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ίσως σε άμεση συνάφεια με τον λοιμό που ταλάνισε την Αθήνα (429 και 427/6 π.Χ.) και προκάλεσε τον θάνατο πολλών πολιτών. Τα κατάλοιπα που μπορεί να δει ο σημερινός επισκέπτης ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους.
Ο Ασκληπιός, υιός του Απόλλωνος και της θνητής Κορωνίδος, ήταν θεσσαλικής καταγωγής· με την πάροδο του χρόνου, καθώς η δημοτικότητα του αυξανόταν προοδευτικά, δέχθηκε θεϊκές τιμές ως ήρωας και βαθμιαία κατέληξε να λατρεύεται ως κανονικός θεός (μόνον αυτός, ο Ηρακλής και ο Αμφιάραος φαίνεται να πέρασαν αυτή την μετάβαση), και μάλιστα ως η κυριότερη ιαματική θεότητα του ελληνικού πανθέου. Την λατρεία του εισήγαγε από την Επίδαυρο (όπου και βρισκόταν το σπουδαιότερο ιερό του θεού) στην Αθήνα, ο ιδιώτης Τηλέμαχος από τις Αχαρνές. Σύμφωνα με την παράδοση, ο ιατρός-θεός έφθασε στην πόλη με την μορφή ιερού φιδιού στα 421 π.Χ. Μόλις στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η διοίκηση της λατρείας του πέρασε στη δικαιοδοσία του κράτους. Το 420 π.Χ. στήθηκε για πρώτη φορά βωμός αφιερωμένος στον Ασκληπιό. Μαζί με την ιερή πηγή και τον περίβολο συνιστούσαν τα κύρια συστατικά στοιχεία του τεμένους κατά τον 5ο αι. π.Χ. Μια παρακείμενη ιωνική στοά με τέσσερα τετράγωνα δωμάτια πιθανόν να αποτελούσε τμήμα της πρώιμης φάσης του ιερού (δ΄ τέταρτο 5ου αι. π.Χ.) και ίσως χρησίμευε ως “άβατον”, δηλαδή ως τόπος παραμονής των ασθενών μέχρι την ίαση τους. Έως το τέλος του 4ου αι. π.Χ. η βασική αρχιτεκτονική ανάπτυξη του ιερού είχε ολοκληρωθεί με την ανέγερση ενός μικρού (ίσως πρόστυλου) τετράστυλου δωρικού ναού του Ασκληπιού, που φιλοξενούσε τα λατρευτικά αγάλματα [1] του Ασκληπιού και της Υγείας.
Ο χώρος διέθετε επίσης διώροφη στοά δωρικού ρυθμού που λειτουργούσε ως “εγκοιμητήριο” ή “άβατο”, δηλαδή ως χώρος όπου γινόταν η ίαση των ασθενών. Στο δυτικό τμήμα της στοάς σχηματιζόταν τετράγωνο δωμάτιο με φρεατόσχημη κατασκευή (ιερό βόθρο) στο κέντρο, ενώ στην μέση του βόρειου τοίχου, ένα άνοιγμα οδηγούσε σε σπηλιά μέσα στον βράχο, στο σημείο όπου βρισκόταν η ιαματικού-λατρευτικού χαρακτήρα πηγή “ύδατος καθαρού”, στην οποία μάλλον οφείλεται η επιλογή της θέσης για την ίδρυση του ιερού. Τέλος, υπήρχε και μια δεύτερη, ιωνική στοά δυτικά του “εγκοιμητηρίου”, η οποία πιθανόν να ήταν βοηθητικό κτίριο και να προοριζόταν για την αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών του ιερού. Έτσι, το αθηναϊκό Ασκληπιείο, όπως και κάθε άλλο ιερό του θεού, περιελάμβανε τα τρία απαραίτητα κτίσματα για τη λατρεία του: τον ναό, το “εγκοιμητήριο” και την πηγή. Δυτικότερα του Ασκληπιείου σώζονται λείψανα δεξαμενών μεσαιωνικών χρόνων και μιας αρχαϊκής κρήνης του 6ου αι. π.Χ. Τμήμα της κρήνης αχρηστεύθηκε για την οικοδόμηση του Ναού της Θέμιδος, κατάλοιπα του οποίου (υποθετικά ακόμα) έχουν βρεθεί στο χώρο. Στα δυτικά του Ασκληπιείου ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη του τάφου του υιού του Θησέως [2]. Λίγο χαμηλότερα οι ανασκαφές έφεραν στο φως μία απλή περίφραξη, η οποία οριοθετούσε ιερό αφιερωμένο στην λατρεία της Νύμφης (Νυμφαίο). Σε αυτό το ιερό οι Αθηναίες νύφες ανέθεταν τις γαμικές λουτροφόρους (αγγεία που περιείχαν το νερό για το γαμικό λουτρό). Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ο ναός του Ασκληπιού καταστράφηκε για να χτιστεί στην θέση του τρίκλιτη βασιλική, που ενσωμάτωσε αρχαία οικοδομικά μέλη και αφιερώθηκε στον Σωτήρα Χριστό, ο οποίος και συσχετίστηκε άμεσα με τον Ασκληπιό, λόγω των ιαματικών ιδιοτήτων που αποδίδονταν και στους δύο. Αργότερα ο ναός αφιερώθηκε στους Άγιους Ανάργυρους.
1. 2.
| Η Πόλη των Λόφων |
192
72. Κάτοψις Ιερού του Ασκληπιού
255. Κάτοψις Ιερού Αγίων Αναργύρων
Διαγραμματική κάτοψη των δύο κυριοτέρων φάσεων του Ασκληπιείου. Τον 5ο αιώνα π.Χ. λειτουργούσε ως θεραπευτικό κέντρο, εκτός φυσικά από ιερό, ενώ τον 5ο αι. μ.Χ. οικοδομήθηκε στη θέση του χριστιανικός ναός.
Γενική άποψη του μνημείου από τον λόφο της Ακρόπολης. Διακρίνονται, σε αντιπαράθεση με το διπλανό διάγραμμα, ο κυρίως ναός (παλαιό “άβατο”), ο νάρθηξ (παλαιό πρόπυλο), η κιονοστοιχία του αγιάσματος (παλαιά Ιερά Κρήνη) και, τέρμα δεξιά, τμήμα του αιθρίου με τις δεξαμενές (στη θέση του καταγωγίου και της “βοηθητικής” κρήνης.
247-250. Ιερά Βόρειας Κλιτύος Ακρόπολης Γενικά Στοιχεία
α
νατολικά της Κλεψύδρας ανοίγονται τρεις μεγάλες κοιλότητες στον βράχο. Η μεσαία έχει ταυτισθεί από την σύγχρονη έρευνα με ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός ήρθε σε επαφή με την Κρέουσα, θυγατέρα του Ερεχθέως. Λέγεται μάλιστα ότι η Κρέουσα απέθεσε [1] το παιδί σε αυτή τη σπηλιά.
Παρά την μυθολογική σύνδεση του Απόλλωνα με το σπήλαιο, κανένα ίχνος λατρευτικής δραστηριότητας δεν έχει αναγνωρισθεί με βεβαιότητα στο σημείο πριν τα ρωμαϊκά χρόνια. Λαξεύματα στον βράχο μαρτυρούν ότι από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής ο χώρος άρχισε να δέχεται πολυάριθμα αναθήματα (λίθινες πλάκες), προσφορές των εννέα αρχόντων της πόλης, στον Πύθιο Απόλλωνα, ο οποίος λατρευόταν εδώ ως Υποακραίος (Υπ' Άκραις = κάτω από τα ύψη, στην άκρη του λόφου) αλλά μάλλον κι ως Πατρώος (πατέρας των Ιώνων, άρα και των Αθηναίων). Στο σπήλαιο υπάρχει επίσης βάθυνση, όπου βρισκόταν υποδοχή για την εσχάρα του Διός Αστραπαίου. Σε αυτό το σημείο, κατά τον Στράβωνα, οι Πυθαϊστές περίμεναν να φανεί ένα σήμα, μια αστραπή του Διός, που θα έδινε το έναυσμα για την εκκίνηση της πομπής τους προς τους Δελφούς. Επιγραφή του 4ου αι. π.Χ. από την Αγορά μας πληροφορεί ότι από εκεί διερχόταν η πομπή των Πυθαϊστών, επιβεβαιώνοντας την χρήση του χώρου του σπηλαίου και για τον σκοπό αυτό.
Εκατέρωθεν του σπηλαίου του Απόλλωνος, ένα δεύτερο σπήλαιο προς δυσμάς στέγαζε την λατρεία του Ολυμπίου Διός, ίσως σε κάποια σχέση με το ιερό του θεού στην περιοχή του Ιλισσού, ενώ στα ανατολικά το τρίτο σπήλαιο, αποτελούμενο από τρία μικρότερα διαμερίσματα, φιλοξενούσε το ιερό του Πανός. Αυτό ιδρύθηκε μετά την αποφασιστική νίκη στην μάχη του Μαραθώνος (490 π.Χ.) προς τιμήν του τραγοπόδαρου θεού, διότι οι Αθηναίοι πίστευαν ότι τους βοήθησε κατά την διάρκεια της αναμέτρησης. Δείγματα λατρευτικής δράσης προς τον Πάνα του 5ου αι. π.Χ. βρέθηκαν και σε άλλες σπηλιές στην Αττική (επιγραφές, μαρμάρινες αναθηματικές πλάκες, πήλινα αγαλματίδια του Πανός και των συντρόφων του Νυμφών). Το μεγαλύτερο τμήμα του ιερού, αν όχι όλο, πρέπει να ήταν ασκεπές. Τα αναθηματικά ανάγλυφα που βρέθηκαν στην κάτω πλαγιά και που απεικόνιζαν τον Πάνα και τις Νύμφες, θα πρέπει να προέρχονταν από τις κόγχες που ήταν λαξευμένες στον βράχο του ανατολικότερου εκ των τριών διαμερισμάτων, το οποίο φαίνεται να συνιστούσε τον κύριο χώρο λατρείας, όπου μάλλον ήταν τοποθετημένο και το λατρευτικό άγαλμα του Πανός. Πριν από τα τρία προαναφερθέντα σπήλαια υπήρχε ένα ακόμη, αβαθές, στο δάπεδο του οποίου είχαν λαξευτεί σκαλοπάτια. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είχε κάποια λατρευτική χρήση, μιας και δεν έχουν ανακαλυφθεί σχετικά ευρήματα ούτε μαρτυρείται τέτοιου είδους χρήση του πουθενά στην αρχαία γραμματεία.
...συνεχίζεται >
1.
Συνεύρεση που είχε ως αποτέλεσμα την γέννηση του Ίωνος, γενάρχη των Ιώνων Ελλήνων, στους οποίους απέδιδαν την καταγωγή τους οι Αθηναίοι.
| Η Πόλη των Λόφων |
198
Απεικόνιση των δύο πρώτων σπηλαίων της βόρειας κλιτύος (από τη μεριά των Προπυλαίων και της Κλεψύδρας), του Αποκραίου Απόλλωνος (επάνω) και του Ολύμπιου Διός (δεξιά). Όλες οι θεότητες που λατρευόντουσαν στη βόρεια κλιτή του λόφου είχαν άμεση σχέση με τα ιερά του Ιλισσού ποταμού: Ολύμπιος Δίας, Πάνας και Νύμφες, Πατρώος Απόλλωνας και Αφροδίτη (εν κήποις).
247-250. Ιερά Βόρειας Κλιτύος Ακρόπολης Γενικά Στοιχεία
τ
ο τέταρτο κατά σειρά αρχαϊκό ιερό, βρίσκεται μόλις μερικές δεκάδες μέτρα μακρύτερα από τα υπόλοιπα τρία, κινούμενοι προς τα ανατολικά της βόρειας κλυτίος. Πρόκειται για υπαίθριο Ιερό της Αφροδίτης και του Έρωτος και ταυτίστηκε το 1931 από τον ανασκαφέα του αμερικανού αρχαιολόγου Oscar Broneer, με βάση τις δυο σαφείς λαξευμένες στον βράχο επιγραφές. Η μία αναφέρεται στην εορτή του Έρωτα την τέταρτη μέρα του Μουνιχιώνος μηνός, (περίπου στα τέλη της Άνοιξης και στα μέσα του Μαϊου), ενώ η δεύτερη επιγραφή αναφέρεται στη θεά Αφροδίτη. Η ανασκαφή του περιβάλλοντος χώρου και του ιερού, έφερε στο φως ποικίλα ευρήματα: θραύσματα μαρμάρινων γλυπτών και αναθηματικών αναγλύφων, τα οποία ήταν τοποθετημένα στις λαξευμένες κόγχες, πήλινα αγγεία και ειδώλια. Χαρακτηριστικές είναι και οι ανάγλυφες πλάκες που απεικονίζουν γυναικεία και ανδρικά μέλη. Η λατρεία της Αφροδίτης από κοινού με τον Έρωτα, ως θεότητα της αναπαραγωγής και της γονιμότητας, θα πρέπει να διεξάγονταν στο άνδηρο (πλάτωμα) μπροστά από τις κόγχες, όπου οδηγεί επικλινής αναβάθρα από την αρχαία οδό “Περιπάτου”.
1.
Ορισμένοι μελετητές συνδέουν το ιερό με την εορτή των Αρρηφορίων, της οποίας περιγραφή μας δίνει ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.). Κατά την εορτή αυτή, νεαρές Αθηναίες (ηλικίας 7-11 ετών) μετέφεραν από την Ακρόπολη της “άρρητες” (μυστικές) προσφορές προς την θεά Αθηνά, περνώντας [1] νύχτα από κρυφό υπόγειο πέρασμα για να φθάσουν στο εν λόγω ιερό. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με σιγουριά εάν επρόκειτο για ιερό της “Αφροδίτης εν Κήποις”. Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο αληθεύει, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι λειτουργούσε μάλλον ως παράρτημα του διδύμου του ιερού που βρισκόταν στη νότια πλευρά της πόλης, κοντά στον Ιλισσό ποταμό. Ανάλογη συνάφεια φαίνεται να παρουσιάζουν το σπήλαιο του Υποκραίου (και Πατρώου) Απόλλωνος με το αντίστοιχο παριλίσιο ιερό του Πατρώου Απόλλωνος, τα δύο ιερά του Ολυμπίου Διός και τα ιερά του Πανός. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς λόγοι για την αντιστοιχία αυτή των τεσσάρων σπηλαιωδών ναών και λατρειών με τα τέσσερα ιερά του Ιλισσού ποταμού, το γεγονός και μόνο αποτελεί σημαντική πληροφορία για τον τρόπο που λατρεύονταν οι χθόνιες θεότητες και για τη σημασία που έδινε η λαϊκή πίστη στο υγρό στοιχείο, παίρνοντας ως δεδομένο και την σοβαρή έλλειψη του πόσιμου νερού στο λεκανοπέδιο και δη στας Αθήναις.
Κατά τη μεταφορά των “αρρήτων” από την Ακρόπολη, άφηναν τα παλαιά και έπαιρναν τα νέα για να τα πάνε πίσω. Με αυτά ύφαιναν το πέπλο του ξόανου της Αθηνάς, με το οποίο και την τύλιγαν για την περιφορά της κατά την πομπή των Παναθηναίων.
| Η Πόλη των Λόφων |
200
Επάνω: οι χαρακτηριστικές λαξευμένες κόγχες στον βράχο της βόρειας κλιτύος του λόφου. Απεικονίζονται μόνο μερικές από τις δεκάδες πανομοιότυπες εσοχές του υπαίθριου ιερού της Αφροδίτης και του Έρωτος. Δεξιά διακρίνεται το ένα από τα τρία δωμάτια του σπηλαίου που φιλοξενούσε το Ιερό του Πανός κατά την αρχαιότητα.
259. Μνημείο Επωνύμων Ηρώων Γενικά Στοιχεία
τ
ο Μνημείο των Επωνύμων Ηρώων των φυλών της Αθήνας μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Αποτελούσε σημείο αναφοράς για την πολιτική ζωή των Αθηναίων, καθώς εκεί αναγράφονταν ψηφίσματα και άλλες επιγραφές που αφορούσαν τις φυλές. Ο Κλεισθένης αναδιοργάνωσε το πολιτειακό σύστημα της πόλης εισάγοντας δέκα φυλές (508507 π.Χ.). Οι δέκα Επώνυμοι Ήρωες της Αθήνας (ένας για κάθε φυλή) επιλέχθηκαν από το Μαντείο των Δελφών ανάμεσα από πολλές άλλες μυθικές προσωπικότητες της Αττικής. Οι Επώνυμοι Ήρωες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Αριστοφάνη, στους Ιππείς του (426 π.Χ.). Την ίδια περίπου χρονολογία (430 π.Χ.) καταγράφουν οι ανασκαφείς για την κατασκευή του μνημείου που έχει βρεθεί κάτω από το ανατολικό τμήμα της Μέσης Στοάς και το οποίο θεωρείται ο πρόδρομος του μνημείου όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Το Μνημείο ανασκάφηκε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1931 και 1932. Το 1951 ο περίβολος του αποκαταστάθηκε εν μέρει. Διενεργήθηκαν εκ νέου έρευνες το 1967. Το μνημείο αποτελείται από έναν περίβολο που περικλείει ένα επίμηκες βάθρο. Διακρίνονται ανασκαφικά πέντε φάσεις στην εξέλιξη του μνημείου. Η κρηπίδα αποτελείται από μία στρώση σκληρών πωρόλιθων τοποθετημένων έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα ορθογώνιο κτίσμα διαστάσεων 18,40x3,68μ. Μόνο η βορειοδυτική γωνία πατά σε θεμελίωση από κροκάλες. Παρέμεινε αμετάβλητη καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του μνημείου για πάνω από 500 χρόνια. Κατεστραμμένο είναι μόνο το βόρειο άκρο της κρηπίδας, όπου έχουν σπάσει οι δύο από τους τρεις λίθους. Το μέγεθος των λίθων είναι πανομοιότυπο, ενώ μεταξύ τους δεν υπάρχουν σύνδεσμοι, είναι απλώς τοποθετημένοι κολλητά ο ένας δίπλα στον άλλο. Το γεγονός αυτό, καθώς και η απουσία θεμελιώσεων, θυμίζει το Βωμό των Δώδεκα Θεών.
Σε σχετικά κανονικές αποστάσεις πάνω στους λίθους αυτούς υπάρχουν εμβαθύνσεις τετράπλευρες στην κάτοψη, εκ των οποίων οι δύο διατηρούν στη θέση τους τους συνδέσμους από μόλυβδο για την τοποθέτηση μαρμάρινων πεσσών. Ήταν από πωρόλιθο και στην εξωτερική τους όψη έχουν μια βαθιά αύλακα σχήματος V σε όλο τους το μήκος. Είναι ελαφρά πλατύτεροι στη βάση απ' ότι στην κορυφή και κλείνουν ελαφρώς προς το εσωτερικό. Οι γωνιακοί πεσσοί είχαν σχήμα L, όπως φανερώνουν οι εμβαθύνσεις στην κρηπίδα για τη στερέωση τους. Στα πλάγια τους υπάρχουν σε κανονικά διαστήματα ανοίγματα όπου προσαρμόζονταν τρία ξύλινα κιγκλιδώματα, σχηματίζοντας συνεχή περίφραξη, χωρίς ανοίγματα. Σώζονται συνολικά 15 λίθοι από τους πεσσούς και την επίστεψη, η οποία ήταν συνεχής κατά μήκος του περιβόλου. Οι πεσσοί κλίνουν ελαφρά προς το εσωτερικό. Από την επίστεψη σώζονται σε καλή κατάσταση τρία τμήματα. Στην τομή οι δόμοι της επίστεψης είναι τριγωνικοί με κατακόρυφες απολήξεις και έχουν φτιαχτεί από σκληρό πωρόλιθο, όπως και οι ορθοστάτες. Το συνολικό ύψος του περίβολου ήταν 1,25 μ. περίπου, ικανοποιητικά χαμηλό για τον περαστικό που θα επιθυμούσε να ακουμπήσει στο παραπέτο για να διαβάσει τα αναγραφόμενα στη βάση του μνημείου. Στο εσωτερικό του περίβολου, βρίσκεται το καθαυτό μνημείο. Είναι συμμετρικά τοποθετημένο στο εσωτερικό της περίφραξης. Έχει διαστάσεις 16,64 x 1,87 μ. στη θεμελίωση. Η θεμελίωση αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές δόμων, που στα άκρα κλείνουν από ένα μεγάλο δόμο, προκειμένου να δημιουργηθεί ορθογώνιο, το εσωτερικό του οποίου καλύπτεται με χώμα και πέτρες.
| Η Πόλη των Λόφων |
204
Οι θεμελιώσεις του βάθρου έχουν δουλευτεί περισσότερο από αυτές του περίβολου. Σώζονται στη θέση τους πέντε δόμοι από σκληρό γκρίζο πωρόλιθο από τη θεμελίωση της ανατολικής πλευράς, ενωμένοι μεταξύ τους με συνδέσμους σε σχήμα Τ. Η κορυφή τους βρίσκεται σε ελαφρά υψηλότερο επίπεδο από την κρηπίδα του περίβολου. Το συνολικό πλάτος της πρώτης βαθμίδας έφθανε τα 1,69 μ. Τοποθετούσαν με αρμούς τους λίθους στη θέση τους, εκτός από τον κεντρικό, που σφηνωνόταν ανάμεσα στους δύο διπλανούς του. Το υπόλοιπο μνημείο θα πρέπει να ανασυσταθεί: πάνω στις βαθμίδες που προαναφέρθηκαν πατούσαν ορθοστάτες που αποτελούσαν την υψηλή βάση του μνημείου. Οι ορθοστάτες θα ήταν καλυμμένοι με λευκό επίχρισμα στο οποίο αναγράφονταν με βερνίκι ανακοινώσεις που αφορούσαν τις φυλές (κατάλογοι στρατολογίας, δημόσιες τιμητικές διακρίσεις κτλ.). Τα σχετικά χωρία με την κάθε φυλή αναρτιόνταν κάτω από τον ανδριάντα του Επώνυμου Ήρωα της. Αναρτούσαν επίσης σχέδια νόμων, ώστε να μπορούν να πληροφορηθούν οι πολίτες το περιεχόμενό τους έγκαιρα πριν από την ψήφισή τους. Πάνω στους ορθοστάτες ήταν προσαρμοσμένες οι πλάκες της επίστεψης, από πεντελικό μάρμαρο, που επείχαν και θέση πλίνθου των ανδριάντων των Επωνύμων Ηρώων. Σώζονται δύο από αυτούς. Ο πρώτος πλίνθος, από πεντελικό μάρμαρο, βρέθηκε σε δεύτερη χρήση ως κάλυμμα αγωγού. Διακοσμείται με κυμάτιο που θυμίζει ιωνικό και βρίσκει το ακριβές παράλληλο του στο Μνημείο του Λυσικράτη.
...συνεχίζεται >
Απεικονίζεται τμήμα της σωζόμενης περίφραξης του μνημείου και των λίθινων πεσσών, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους με τρεις ξύλινες δοκίδες. Από το κυρίως κτίσμα, σώζονται και εκτίθενται ελάχιστα τμήματα. Διακρίνεται η θέση του σε σχέση με το Ηφαιστείο στον λόφο, αλλά και το Μητρώο στο βάθος.
259. Μνημείο Επωνύμων Ηρώων | 297. Άγαλμα Αδριανού Γενικά Στοιχεία
η
ύπαρξη της επίστεψης, οφείλεται στην ανάγκη να προστατευθούν από τις καιρικές συνθήκες τα αναγραφόμενα στους ορθοστάτες. Το συνολικό μήκος του ανώτερου τμήματος του βάθρου ήταν 15,70 μ. Η επίστεψη θα πρέπει να βρισκόταν αρκετά πιο πάνω από το ύψος των οφθαλμών ενός όρθιου άνδρα, καθώς οι σύνδεσμοι είναι ορατοί.
Οι δύο ακριανοί λίθοι ήταν μεγαλύτεροι σε μήκος, καθώς έφεραν τρίποδες, ενώ πάνω στους υπόλοιπους 18 μοιράζονταν οι ανδριάντες των θεών. Στην πρώτη φάση του μνημείου, η οποία χρονολογείται στις αρχές του β΄ μισού του 4ου αι. π.Χ., όπως προκύπτει από τη σύγκριση με το Βωμό των Δώδεκα Θεών και άλλα μνημεία (κυρίως το Μνημείο του Λυσικράτη και το Ναό του Απόλλωνος Πατρώου), είχαν τοποθετηθεί 10 ανδριάντες πλαισιωμένοι από τρίποδες. Οι ανδριάντες κοιτούσαν προς το κέντρο της Αγοράς, προς τα ανατολικά, και ήταν στημένοι σε κανονικές αποστάσεις μεταξύ τους. Όπως τους αναφέρει ο Παυσανίας, οι δέκα ήρωες ήταν οι εξής: Ιπποθόων, Αντίοχος, Αίας ο Σαλαμίνιος, Λέων, Ερεχθεύς, Αιγεύς, Ακάμας, Κέκροψ και Πανδίων. Τα αγάλματα θα είχαν μάλλον τη μορφή ενδεδυμένων ανδρών, ακίνητων, με τα πόδια στη στάση που έχει ο Δορυφόρος του Πολυκλείτου. Το μέγεθός τους ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο από το φυσικό. Στη φάση αυτή η κρηπίδα του περίβολου πελεκήθηκε για να προεκταθεί ελαφρώς. Αντίθετα, τα σκαλοπάτια δεν ακολούθησαν αυτή την προέκταση και παρέμειναν στο αρχικό τους μήκος. Οι πλάκες-πλίνθοι για τα αγάλματα δε μετακινήθηκαν, εκτός των γωνιακών, που προωθήθηκαν μια θέση προς τα έξω. Στη θέση τους προστέθηκαν άλλες πλάκες, κανονικού μεγέθους, στις οποίες τοποθετήθηκαν τα δύο αγάλματα των νέων Επωνύμων Ηρώων, των Μακεδόνων βασιλέων Αντιγόνου και του υιού του Δημητρίου του Πολιορκητή.
Στην επόμενη φάση, βασική αλλαγή είναι η προσθήκη ενός ακόμη αγάλματος Επωνύμου, του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου (περ. 220 π.Χ.). Μετά την καταστροφή του κτηρίου το 86 π.Χ. από τα στρατεύματα του Σύλλα, η πόλη ξαναέχτισε τον περίβολο, με απρόσεκτο και ακανόνιστο όμως τρόπο. Μόνο στην ανατολική πλευρά παρέμεινε η πλειονότητα των αρχικών πεσσών από πωρόλιθο. Στο δυτικό τμήμα του μνημείου, νέοι μαρμάρινοι ορθοστάτες αντικατέστησαν τους κατεστραμμένους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων τοποθετήθηκαν σε καινούργιες θέσεις, δημιουργώντας ακανόνιστα διαστήματα [1]. Άλλη σημαντική αλλαγή αυτής της φάσης είναι η κατάργηση της συνέχειας στις γωνίες: οι δύο γωνιακοί πεσσοί μετακινήθηκαν προς τα πίσω, έτσι ώστε τα κιγκλιδώματα να εδράζονται πλέον στους ορθοστάτες και όχι σε άλλους πεσσούς. Κοντά στο κέντρο της ανατολικής πλευράς προστέθηκε και ένα άνοιγμα μικρής θύρας. Στην τελευταία φάση του μνημείου, ο περίβολος επεκτείνεται προς νότο, προκειμένου να περιλάβει ένα νέο μνημείο, ένα βάθρο του οποίου σώζονται οι θεμελιώσεις και που αναμφισβήτητα θα έφερε το άγαλμα του αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος γύρω στο 125 μ.Χ. ανακηρύχθηκε τιμητικά Επώνυμος Ήρωας των Αθηναίων. Την ίδια περίοδο, ξαναφτιάχνεται σε μεγάλο βαθμό η ανατολική πλευρά του περίβολου, με πεσσούς και επίστεψη από πεντελικό μάρμαρο. Σε αυτό το σημείο του περίβολου, στην πρόσοψη του, έγιναν και οι μοναδικές αξιόλογες αλλαγές. Η τελευταία προέκταση δεν αφορά το βάθρο και την κρηπίδα του. Απολήγει στα πλευρά ενός βάθρου, από το οποίο σώζεται μόνο η θεμελίωση από δύο παλαιότερες βάσεις αγαλμάτων. Οι καινούργιοι πεσσοί είχαν δική τους θεμελίωση, από ξαναδουλεμένο υλικό.
1. Ο λόγος ήταν ότι κάποια από τα τμήματα της επίστεψης είχαν κοπεί και, προκειμένου να μην αφεθούν αναξιοποίητα, οι αρχιτέκτονες του μνημείου αποφάσισαν να θυσιάσουν την κανονικότητα στις αποστάσεις των πεσσών.
| Η Πόλη των Λόφων |
206
Άποψη του μνημείου από τα βόρεια. Στο βάθος διακρίνεται η μία από τις δύο θεμελιώσεις των πρόσθετων αγαλμάτων. Η τελευταία προσθήκη (βλ. διπλανή φωτογραφία) ήταν του ομοιώματος του Αδριανού, το οποίο εκτίθεται σε παρακείμενο σημείο της Αγοράς και σε καινούργια βάση από μπετόν.
262. Νότια Στοά Ι & ΙΙ Γενικά Στοιχεία
η
Νότια Στοά Ι, ένα μεγάλο επίμηκες κτήριο της αγοράς δομήθηκε στο 430 π.Χ. προκειμένου να στεγάσει συμπόσια και δείπνα αξιωματούχων, αλλά κατά την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο η χρήση του μετατράπηκε σε καθαρά εμπορική [1]. Το κτήριο αποσυναρμολογήθηκε στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., προκειμένου να κατασκευαστεί η πολυτελέστερη Νότια Στοά ΙΙ. Η Νότια Στοά Ι εντοπίστηκε από τον Eugene Vanderpool της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών το 1936 και ανασκάφηκε το 1952-1953, ενώ η έρευνα ολοκληρώθηκε το 1967.
Πρόκειται για επιμήκη, ορθογώνιας κάτοψης στοά, με εξωτερική κιονοστοιχία 45 αρράβδωτων κιόνων και εσωτερική κιονοστοιχία από 22 κίονες καλυμμένους με επίχρισμα, πιθανόν ιωνικούς (όπως συνηθιζόταν σε ανάλογα κτήρια του 5ου αι. π.Χ.). Ελάχιστα τμήματα του κτηρίου παραμένουν στην αρχική τους θέση: είναι ορατοί λίγοι λίθοι από το νότιο και τον ανατολικό τοίχο, αρκετοί λίθοι από το μεσαίο και τους εσωτερικούς τοίχους μεταξύ των δωματίων και κάποια τμήματα από τη θεμελίωση του στυλοβάτη στη βόρεια πλευρά. Επίσης, σε αποσπασματική κατάσταση σώζεται ένα δωρικό κιονόκρανο από γκρίζο πωρόλιθο χωρίς επίχρισμα, το οποίο βρέθηκε στο δάπεδο στο ανατολικό τμήμα της κιονοστοιχίας. Το κάτω μέρος του κιονόκρανου έφερε ραβδώσεις, όχι όμως και ο κορμός. Η κατώτερη διάμετρος των δωρικών κιόνων της εξωτερικής κιονοστοιχίας είναι 0,53 μ. και το μετακιόνιο διάστημα των εξωτερικών κιόνων φθάνει τα 1,74 μ. Η κιονοστοιχία αυτή πατά σε απλό στυλοβάτη από πωρόλιθο, από τον οποίο σώζονται κάποια θραύσματα. Δεν υπήρχαν άλλες βαθμίδες στην ανασκαμμένη ανατολική πλευρά του θεμελίου, στα δυτικά όμως ίσως ήταν αναγκαία η χρήση και δεύτερης βαθμίδας, λόγω της υψομετρικής διαφοράς.
Δεδομένης της απουσίας γραπτών μαρτυριών, η ταύτιση του με κτίσμα εμπορικού χαρακτήρα στηρίζεται στα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, καθώς και στον μεγάλο αριθμό νομισμάτων - 240 τεμ., κυρίως χάλκινων - που βρέθηκαν επί τόπου και ίσως να προέρχονταν από το γειτονικό Νομισματοκοπείο. Στα βόρεια βρέθηκε ένας αναλημματικός τοίχος που διαμόρφωνε μια πλατεία με θέα στη πλατεία της Αγοράς και ο οποίος πρέπει να καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της Νότιας Στοάς ΙΙ. Στο εσωτερικό διαμορφώνονται 15 σχεδόν τετράγωνα δωμάτια, από τα οποία σώζονται σε καλή κατάσταση τα 12. Το δυτικό τμήμα του κτηρίου (Νότια Στοά Ι) δε σώζεται σε καλή κατάσταση, καθώς καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των εκσκαφών για τη δημιουργία της Νότιας Στοάς ΙΙ. Οι θύρες, δε βρίσκονται στον κεντρικό άξονα των δωματίων και οι διαστάσεις τους ήταν περίπου 1,5 μ. Αργότερα, σε τμήμα του κεντρικού δωματίου, χτίστηκε κλίμακα, με στόχο την επικοινωνία με το δρόμο πίσω από τη στοά, αλλά και με τον υποτιθέμενο όροφο που βρισκόταν πάνω από τα δωμάτια της στοάς. Σώζονται μόλις δύο από τις βαθμίδες της κλίμακας [2]. Στο εσωτερικό των δύο καλύτερα διατηρημένων δωματίων βρέθηκαν ίχνη από κλίνες διαμορφωμένες ανά επτά σε κάθε δωμάτιο. Στα δωμάτια λοιπόν τελούνταν συμπόσια και γεύματα, εξού και η μετατόπιση της θύρας από τον άξονα, προκειμένου να χωρέσει μία κλίνη στο θυραίο τοίχο. Στους υπόλοιπους τοίχους τοποθετούνταν από δύο κλίνες. Κατά μία άλλη άποψη, η Νότια Στοά Ι & ΙΙ φιλοξενούσε τις δραστηριότητες των τραπεζιτών, που είναι γνωστοί από αρκετές φιλολογικές μαρτυρίες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εναλλακτική πρόταση ότι η στοά εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις ανάγκες του παρακείμενου Θησείου, όπου οι εορτασμοί απαιτούσαν την παράθεση ιερών δείπνων.
Μία από τις επιγραφές που βρέθηκαν δείχνει ότι χρησιμοποιούνταν από τους μετρονόμους, τους υπεύθυνους αξιωματούχους για τα επίσημα μέτρα και σταθμά της πόλης. Για τον όροφο πάντως δεν υπάρχει καμία υλική απόδειξη, πέρα από την ένδειξη της τοποθέτησης της κλίμακας. Ένας πιθανός λόγος ύπαρξης ορόφου έχει να κάνει με την υψομετρική διαφορά με το χώρο πίσω από τη στοά: ο δεύτερος όροφος, αν υπήρχε, θα είχε το ύψος ενός μονώροφου κτηρίου προς νότο, με άμεση πρόσβαση στο δρόμο. | Η Πόλη των Λόφων |
212
Απεικονίζεται σωζόμενο τμήμα της τοιχοποιίας της Νότιας Στοάς ΙΙ, καθώς και τμήμα της εισόδου της από τα νότια. Η είσοδος αυτή έβλεπε διανυσματικά προς τον Άρειο Πάγο.
Λείψανα της αρχαιότερης εκ των νοτίων στοών, της επονομαζόμενης και Νότιας Στοάς Ι. Τα δωμάτια είχαν χρήση μαζικής εστίασης (εστιατόρια), ήταν επτάκλινα και αριθμούσαν 16 στο σύνολο. Το κτίριο αναφέρεται και ως “Τράπεζαι”.
267. Νομισματοκοπείον Αγοράς Γενικά Στοιχεία
τ
ο κτίριο βρίσκεται ανατολικά της Νοτιoανατολικής Στοάς, δυτικά της Παναθηναϊκής oδού, στο νότιο τμήμα της Αγοράς. Κατασκευάστηκε τον ύστερο 5ο αι. μ.Χ. Αποτελούνταν από μια ευρύχωρη αυλή και μια σειρά δωματίων. Φαίνεται ότι λειτούργησε ως Νομισματοκοπείο ως το 2ο αι. π.Χ. Το βόρειο άκρο του κτηρίου βρίσκεται σήμερα κάτω από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, το Νυμφαίον και το Νοτιοανατολικό Ναό. Ανασκάφηκε το 1952 και το 1953 από τον Crosby. Έρευνες διεξήγαγαν επίσης –σε μικρότερη έκταση– ο Thompson το 1959 και ο Mc Camp το 1978. Δε φαίνεται να υπήρχε κάποιο προδρομικό του κτήριο. Το Nομισματοκοπείο πατούσε απευθείας στο βράχο, στα περισσότερα σημεία του. Αν και δε σώζεται σε όλη την έκταση του το αρχικό δάπεδο, φαίνεται πως δεν ήταν ομοιογενές: στο βορειοδυτικό άκρο του ήταν 3,35μ. χαμηλότερα από αυτό της νοτιοανατολικής γωνίας. Πρόκειται για ένα μεγάλο τετράπλευρο, σχεδόν τετράγωνο κτήριο, διαστάσεων 27,20μ. χ 28,90μ. Η περιοχή μεταξύ της Παναθηναϊκής οδού και του ανατολικού άκρου του κτιρίου εγκλείστηκε σε ακανόνιστου σχήματος τείχος. Η εσωτερική διαρρύθμιση του κτηρίου δεν είναι απόλυτα ασφαλής, με εξαίρεση το νότιο τμήμα του. Το κτήριο απαρτίζεται από στεγασμένα δωμάτια και από μια ευρύχωρη αυλή, κάτω από την οποία περνούσε ο μεγάλος αγωγός της Αγοράς. Στο μέσο περίπου του μεγαλύτερου δωματίου υπάρχουν δύο βάσεις από πωρόλιθο που προφανώς στήριζαν κίονες. Υπάρχουν δύο ακόμη δωμάτια στα ανατολικά, συνεχόμενα και τεμνόμενα με το νότιο τοίχο.
Οι τοίχοι του κτιρίου έχουν σωθεί σε πολύ κακή κατάσταση, καθώς φαίνεται ότι το υλικό χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερες οικοδομές, μετά την καταστροφή του κτηρίου. Σώζεται σε καλή κατάσταση μόνο η κατώτερη στρώση λίθων της θεμελίωσης από πωρόλιθο (διαστάσεις 1,20-1,30 μ. μήκος, 0,60-0,65 μ. πλάτος και 0,48 μ. ύψος). Μόνο στην ανατολική πλευρά του δυτικού δωματίου έχει χρησιμοποιηθεί ο ασβεστόλιθος της Ακρόπολης. Στα βόρεια και στα δυτικά δε σώζονται παρά ελάχιστοι λίθοι από τους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου. Φαίνεται ότι η είσοδος του περίβολου ήταν στα δυτικά, εκεί όπου σώζονται δύο λίθοι ακριβώς δίπλα στο δυτικό τοίχο. Δεν είναι σίγουρο αν υπήρχε εσωτερική κιονοστοιχία στον περίβολο, η οποία να στέγαζε στοά. Η κεραμική που βρέθηκε στις θεμελιώσεις του κτιρίου ανάγει την κατασκευή του περίπου στο 400 π.Χ. Η κύρια χρήση του, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα, ανάγεται στον 3ο και το 2ο αι. π.Χ. Η ταύτιση του με το Νομισματοκοπείο βασίστηκε στα πολυάριθμα ευρήματα νομισμάτων και άκοπων μεταλλικών δίσκων (πετάλων) στο νοτιοδυτικό δωμάτιο, καθώς και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων (κλίβανοι χύτευσης χαλκού, σκωρίες, δεξαμενές νερού) και επιβεβαιώθηκε με την τελική δημοσίευση του κτηρίου το 2001. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που έχουμε δεν επιτρέπουν την υπόθεση ότι εκτός από τα χάλκινα κόβονταν εκεί και τα αργυρά νομίσματα της πόλης, εξού και η μετατροπή του πρωιμότερου ονόματος που είχαν αποδώσει οι Αμερικανοί ανασκαφείς (Αργυροκοπείο) στο περισσότερο “ουδέτερο” Νομισματοκοπείο.
| Η Πόλη των Λόφων |
214
Η χρήση αυτή δεν είναι η αρχική του κτιρίου. Ως νομισματοκοπείο λειτούργησε από τον 3ο αι. π.Χ. και έπειτα. Ενδέχεται να κατασκευάζονταν εκεί διάφορα χάλκινα αντικείμενα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του αθηναϊκού κράτους (μέτρα, σταθμά, δικαστικά πινάκια, λυχνάρια κτλ.). Το κτήριο συνέχισε να είναι σε χρήση και κατά την Ελληνιστική περίοδο, χωρίς εμφανή ίχνη μετατροπών. Την εποχή αυτή, και συγκεκριμένα τον 3ο αι. π.Χ., υπήρχε μια δεξαμενή σε σχήμα φιάλης στο βορειοανατολικό άκρο του περίβολου. Αντίθετα, τα ευρήματα στο εσωτερικό του κτηρίου είναι πλούσια και μαρτυρούν ότι η κύρια περίοδος της νομισματικής δραστηριότητας ανάγεται στην περίοδο αυτή, και ειδικότερα στον 3ο και το 2ο αι. π.Χ., όταν ανοίγονται διάφοροι λάκκοι, στους οποίους τοποθετούνται μεγάλες πήλινες λεκάνες, στο μεγάλο νοτιοδυτικό δωμάτιο. Τα υστερότερα τμήματα του δαπέδου χρονολογούνται στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αργότερα στην περιοχή εγκαταστάθηκαν εργαστήρια, όπως μαρτυρά η εύρεση καύσεων από τη λειτουργία καμινιών. Το κτήριο θα πρέπει να καταστράφηκε τον 1ο αι. π.Χ. ή το 1ον αι. μ.Χ. και λίγο αργότερα καλύφθηκε από το Νοτιοανατολικό Ναό και το Νυμφαίον. Ακριβώς έξω από το κτήριο, κατά μήκος του δυτικού και βόρειου τοίχου, περνά ένας μεγάλος και προσεκτικά κατασκευασμένος πήλινος αγωγός. Παράλληλα, κάτω από το κτήριο, ή πιο σωστά κάτω από την αυλή του κτηρίου, περνούσε το ανατολικό παρακλάδι του μεγάλου αγωγού της Αγοράς.
Το μοναδικό τμήμα του μνημείου που βρίσκεται εκτεθειμένο στον χώρο της Αγοράς του Σόλωνος. Το υπόλοιπο οικοδόμημα βρίσκεται θαμμένο κάτω, αλλά και απέναντι, από τον χωμάτινο περίπατο του Αρείου Πάγου.
381. Οδός Περιπάτου Γενικά Στοιχεία
ο
Περίπατος ήταν μια αρχαία οδική αρτηρία που διέτρεχε περιμετρικά την Ακρόπολη κατά μήκος της ρίζας των βράχων του λόφου, σε επίπεδο ψηλότερο της Οδού Τριπόδων. Η βασική του αρμοδιότητα ήταν η δυνατότητα σύνδεσης των κλιτυών (πλαγιών του λόφου) μεταξύ τους. Κατά κύριο λόγο, ο Περίπατος αποτελούσε την πρόσβαση στα κτίρια - ιερά της Βόρειας και Νότιας Κλιτύος της Ακροπόλεως.
Όπως μαρτυρεί και το όνομα της, η οδός του ήταν κατάλληλη για περιπάτους αναψυχής, προσφέροντας παράλληλα εξαιρετική θέαση των γύρω περιοχών. Κατευθυνόμενοι προς τη Νότια Κλιτύ της Ακροπόλεως, βρίσκουμε λαξευμένη επάνω στον βράχο την λεγόμενη “επιγραφή του Περιπάτου”. Στη λαξευμένη στο βράχο επιγραφή διασώζεται η ονομασία και το συνολικό μήκος του δρόμου, βάσει της οποίας το μήκος οριζόταν σε 5 στάδια και 18 πόδες, δηλαδή περί τα 1.100 μ.
Στον κεντρικό αυτό δρόμο κατέληγαν βασικές οδικές αρτηρίες, είτε σχετικές με λατρευτικές εκδηλώσεις της αρχαίας Αθήνας, είτε ενταγμένες στο οδικό δίκτυο της αρχαίας πόλης. Από τον Περίπατο ξεκινούσαν επίσης μονοπάτια και κλίμακες που οδηγούσαν στα ιερά των κλιτυών και σε δευτερεύουσας εισόδους της Ακρόπολης. Στα νότια του Περιπάτου στη βόρεια κλιτύ είχαν εγκαθιδρυθεί αρχαιότατες λατρείες και η οδός αποτελούσε όριο της ιερής αυτής περιοχής.
[Τ]ΟΥ ΠΕΡΙΠΑΤΟ[Υ]/ΠΕΡΙΟΔΟΣ/Π[ΕΝΤΕ] Σ[ΤΑΔΙΑ] ΠΟΔΕΣ/ΔΠΙΙΙ Μετάφραση: Το μήκος του Περιπάτου είναι πέντε στάδια και 18 πόδια
Στην περιοχή της βορειοδυτικής γωνίας του βράχου συναντούσε την περίφημη Οδό Παναθηναίων, ενώ στη νότια πλευρά τμήμα του συνέπιπτε - όπως και σήμερα - με το δεύτερο (επάνω) διάζωμα του Διονυσιακού Θεάτρου, μέσω του οποίου οδηγούσε τον επισκέπτη προς δυσμάς στον χώρο του Ασκληπιείου.
Τα αρχαία μνημεία που συνέδεε η σημαντικότατη αυτή οδός ήταν (ξεκινώντας από τη νότια κλιτύ): το Θέατρο του Διονύσου και τα ιερά που ήταν αφιερωμένα σε αυτόν, το Ασκληπιείο, η Στοά του Ευμένους, το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, τα Προπύλαια, το ιερό της Αθηνάς Νίκης, η οδός Παναθηναίων, τα Ιερά Σπήλαια (Ολυμπίου Διός, Αποκραίου Απόλλωνος, Πανός, Αφροδίτης και Έρωτος), η Κλεψύδρα, το Αρρηφορείο, το Σπήλαιο της Αγλαύρου και η οδός Τριπόδων. Τα μνημεία που συνέδεε από τον μεσαίωνα και ύστερα ήταν: η Αγία Άννα, ο Άγιος Σιμεών, ο Άγιος Νικόλαος ή Σεραφείμ, το τείχος της Υπαπαντής, το τείχος του Χασέκη, το Ριζόκαστρο, η Ντάπια του Δυσσέα και η Ντάπια του Λιονταριού, καθώς φυσικά και τα λείψανα των παλαιότερων μνημείων.
| Η Πόλη των Λόφων |
218
Άγιος Νικόλαος Σπήλαιο Αφροδίτης & Έρωτος
Οδός Παναθηναίων
Επιγραφή Περιπάτου
Ιερά Σπήλαια Διός, Απόλλωνος και Πανός Κλεψύδρα
Οίκημα Αρρηφόρων
Παρθενώνας Προπύλαια & Αθηνά Νίκη Ναός Ρώμης & Αυγούστου
Σπήλαιο Αγλαύρου
Οδός Τριπόδων Ωδείο Ηρώδη του Αττικού Στοά Ευμένους
Θέατρο Διονύσου Ασκληπιείο Ωδείο ΠΕρικλέους
Η Οδός Περιπάτου πληρούσε αυτόν ακριβώς το σκοπό: την περιήγηση του επισκέπτη γύρω από τον Ιερό Βράχο και τα σημαντικότερα μνημεία της πόλεως. Στον χάρτη που παρατίθεται παρουσιάζεται η οδός με πορτοκαλί χρώμα και η σύνδεση της με τις βασικότερες οδικές αρτηρίες του λόφου της Ακροπόλεως. Την Οδό Παναθηναίων (στα Βορειοδυτικά) και την Οδό Τριπόδων (στα Νοτιοανατολικά). Το βόρειο τμήμα του Περιπάτου συνέδεε τα ιερά των σπηλαίων της βόρειας κλιτύος, ενώ το νότιο τμήμα διερχόταν εντός του Θεάτρου Διονύσου μέχρι το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού και τα Προπύλαια. Στο σημείο με τη διακριτική επισήμανση βρέθηκε επιγραφή της κλασικής περιόδου με την περιγραφή: ΟΔΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΥ.
433. Κιμώνεια Μνήματα | 438. Τάφος Λακεδαιμονίων Γενικά Στοιχεία
η
ορθογώνιας μορφής περιφραγμένη οπή στο μέτωπο του βράχου, στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου των Μουσών και απέναντι από τον ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, αποτελεί την είσοδο σε δίδυμο ταφικό μνημείο, λαξευμένο μέσα σε φυσικό (πιθανόν) σπήλαιο. Το ταφικό σύνολο απαρτίζεται από δύο ισομεγέθεις λαξευτές λάρνακες με προσανατολισμό από ανατολή σε Δύση, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους από στενό τοιχίο, έχουν σύμφυτο προσκεφάλι στα δυτικά και περιμετρική λάξευση για την τοποθέτηση της ταφικής πλάκας.
Σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή του 3ου αιώνος μ.Χ., η οποία σώζεται στο άνω μέρος του ανοίγματος, ο τάφος ανήκε σε κάποιον Ζωσιμιανό. Η παράδοση ταυτίζει το ταφικό μνημείο με τα Κιμώνεια Μνήματα, τον τάφο δηλαδή του Ολυμπιονίκη Κίμωνα, πατέρα του Μιλτιάδη, αλλά και του σπουδαίου συγγενή τους και ιστορικού, Θουκυδίδη. Αυτή η τοποθέτηση προκύπτει μέσα από τις γραπτές μαρτυρίες του Ηροδότου, του Μαρκελίνου και του Πλούταρχου, οι οποίοι αναφέρουν ότι οι δύο άντρες τάφηκαν απέναντι από την Ακρόπολη και κοντά στην Δια Κοίλης Οδό, η οποία έχει αποκαλυφθεί στα βορειοδυτικά και λίγα μόλις μέτρα από τον τάφο. Το πιθανότερο είναι, μέσα και από νεότερες μελέτες, αυτή η εκδοχή να μην ισχύει, ακόμα και αν δεχθούμε ότι το μνήμα είχε δεύτερη (ή και περισσότερες) επαναχρήσεις μέσα στους αιώνες.
Ο Τάφος των Λακεδαιμονίων αναφέρεται σε ένα επίμηκες οικοδόμημα μικρού βάθους, κατασκευασμένο από ορθογώνιους λίθους στην δυτική παρυφή της λεγόμενης Εγκάρσιας Οδού του Κεραμεικού. Βρέθηκε πολύ κοντά στον ναό της Αγίας Τριάδας. Η ταύτιση του με τον Τάφο των Λακεδαιμονίων πολεμάρχων, που έχασαν την ζωή τους στην μάχη κατά των Αθηναίων δημοκρατικών στον Πειραιά το 403 π.Χ., κατέστη δυνατή χάρη στα υπολείμματα μιας ενεπίγραφης μαρμάρινης πλάκας, που ανασκάφηκε σε γειτονικό σημείο και διασώζει τα ονόματα Χαίρων και Θίβραχος καθώς και την λέξη ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙ. Η πλάκα, αρχικού μήκους 11.0 μ. περίπου, άλλοτε κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο της πρόσοψης του περιβόλου του τάφου (ο οποίος είχε συνολικό μήκος 12.40μ), εντός του οποίου βρέθηκαν τα λείψανα δεκατριών σκελετών ανδρών, στους οποίους διακρίνονται ακόμη τα σημάδια από τα τραύματα που υπέστησαν.
| Η Πόλη των Λόφων |
220
Ο Τάφος των Λακεδαιμονίων, όπως τον συναντάει κανείς σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο του Έξω Κεραμεικού. Ορισμένα από τα πέτρινα μέλη του ορθογώνιου κτίσματος έχουν αντικατασταθεί με γύψινα. Στο βάθος διακρίνεται η Αγία Τριάδα, επί της οδού Πειραιώς.
447. Δημόσιο Δεσμωτήριο | 495. Οδός Μαρμαρογλυπτών Γενικά Στοιχεία
τ
ο Δημόσιον Δεσμωτήριον των ύστερων κλασικών χρόνων αποτελεί μεγάλο οικοδόμημα δημόσιου χαρακτήρα επί της Πειραϊκής Οδού, εντός κοιλώματος εδάφους, στη νοτιοδυτική γωνιά του τετραγώνου της Αγοράς του Σόλωνος. Η ιδιότυπη κάτοψη του κτιρίου επιτρέπει την απόδοση του στο Δημόσιο Δεσμωτήριο της πόλης. Βρίσκεται σε συνάρτηση με τα δικαστήρια, κάτι που επισημοποιεί για κάποιους αυτή του τη χρήση. Για άλλους, θεωρείται πιθανόν να τελούσε εξ’ αρχής εμπορικούς σκοπούς. Το κτίριο περιελάμβανε ένα μακρύ διάδρομο που οδηγούσε σε μια μεγάλη αυλή. Στη μια πλευρά του διαδρόμου παρατάσσονταν πέντε μικρά δωμάτια και στην άλλη πλευρά τρία δωμάτια, τα οποία αποδόθηκαν σε κελιά. Στην είσοδο ένα ακόμη συγκρότημα τεσσάρων δωματίων εικάζεται ότι χρησίμευε ως κατάλυμα φυλακών. Σε ένα από τα δωμάτια βρέθηκε εγκατάσταση για λουτρά και σε ένα δεύτερο μικρή δεξαμενή, στο εσωτερικό της οποίας βρέθηκαν δεκατρία πήλινα φιαλίδια, που ίσως περιείχαν κώνειο, το δηλητήριο με το οποίο θανατώνονταν οι κατάδικοι στην εσχάτη των ποινών.
Στα ερείπια του κτιρίου βρέθηκε επίσης τμήμα μαρμάρινου αγαλματιδίου του Σωκράτη, το οποίο ίσως τοποθετήθηκε εκεί μερικά χρόνια αργότερα από τους Αθηναίους, όταν συνειδητοποίησαν το λάθος που διέπραξαν με τη θανάτωση του κορυφαίου φιλοσόφου, το 399 π.Χ. Πάντως δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία που να δηλώνουν πως ο Σωκράτης έζησε τις τελευταίες του ώρες και θανατώθηκε σε αυτό το δεσμωτήριο, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για κάτι αντίστοιχο και για τις λεγόμενες Φυλακές του Σωκράτη [1] στους πρόποδες του Λόφου Μουσών. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. στο κτίριο εγκαταστάθηκαν εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια μαρμαροτεχνιτών, από τα οποία πήρε το όνομα της και η διερχόμενη οδός. Η οδός των Μαρμαρογλυπτών είναι μια ονομασία που αποδόθηκε από τους αρχαιολόγους, καθώς βρέθηκαν πολλές κατασκευές και εργαλεία τεχνιτών, τα οποία πιστοποιούν τη δεύτερη χρήση του Δεσμωτηρίου, αλλά και άλλων παρακείμενων οικοδομημάτων. Πολύ κοντά σε αυτή την οδό υπήρχε και αρχαίο νεκροταφείο, καθώς και το Τριγωνικό Ιερό της Εκάτης.
1. Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία, οι “Φυλακές του Σωκράτη” δεν είχαν ποτέ χρήση δεσμωτηρίου, ήταν δημόσιο οικοδόμημα, με εμπορικούς ή άλλους σκοπούς. το όνομα έχει μείνει μέχρι τις μέρες μας εκ παραδρομής ή για άλλους λόγους.
| Η Πόλη των Λόφων |
222
Σε πρώτο πλάνο φαίνεται η Οδός των Μαρμαρογλυπτών, ενώ εντός της περίφραξης διακρίνεται το Δημόσιον Δεσμωτήριον. Τα οχτώ δωμάτια με τον χαρακτηρισμό W και E (βλέπε διπλανή εικόνα) είναι αυτά που αποδόθηκαν ως κελιά. Η είσοδος βρίσκεται στη βόρεια πλευρά, από την Πειραϊκή Οδό.
Αθήνα 338-86 π.Χ. Γενικά Στοιχεία Περιόδου
Κ
ατά την Ελληνιστική περίοδο η Αθήνα βρίσκεται υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων. Με τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., πολλές πόλεις της Ελλάδας, όπως και η Αθήνα, επαναστατούν κατά των Μακεδόνων. Ύστερα από διάφορες αποτυχημένες επιχειρήσεις, παραδίδονται εν τέλη στους κατακτητές τους.
Όταν ο Αλέξανδρος πέθανε, οι διάδοχοί του άρχισαν να πολεμούν για την κυριαρχία στην αυτοκρατορία. Οι Αθηναίοι έπρεπε να πάρουν το μέρος κάποιου από αυτούς. Επιλέγουν τον Κάσσανδρο, παρά τη θέληση τους, ο οποίος νωρίτερα κατέλαβε την Αίγινα και τη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι επέλεξαν τον φιλόσοφο Δημήτριο τον Φαληρέα να διαπραγματευτεί με τον Κάσσανδρο, ο οποίος και τον διόρισε διοικητή της Αθήνας το 317 π.Χ.. Ο Δημήτριος πραγματοποίησε πολλά σπουδαία έργα για την πόλη. Ένα από αυτά είναι η απογραφή που έκανε, η οποία έδειξε ότι η Αθήνα είχε πληθυσμό 21.000 πολίτες (άνδρες άνω των 21), 10.000 ξένους κατοίκους και 400.000 σκλάβους. Το 307 π.Χ. ο γιος του Αντίγονου, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, κατέλαβε την Αθήνα και εξόρισε τον Δημήτριο τον Φαληρέα. Ο Πολιορκητής εγκαταστάθηκε στον οπισθόδομο του Παρθενώνα από όπου και κυβέρνησε τυραννικά. Το 301 π.Χ. ο Λαχάρης κατάφερε να διώξει τον Δημήτριο. Όμως ο Δημήτριος πολιόρκησε την πόλη από τον Πειραιά. ο Λαχάρης αναγκάστηκε να αφαιρέσει τον χρυσό από το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη για να πληρώσει τους στρατιώτες. Η πόλη όμως δεν άντεξε και σύντομα παραδόθηκε.
Η Αθήνα άλλαξε διάφορα διοικητικά χέρια και τελικά από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. απέκτησε μία σχετική ελευθερία. Διατήρησε την φήμη της και τις φιλοσοφικές σχολές της και έγινε το καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό κέντρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πολλοί ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων σπούδασαν εκεί και όταν ανέλαβαν εξουσία δώρισαν στην πόλη κτήρια και γλυπτά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Άτταλος Β' και ο Ευμένης Β' της Περγάμου, οι οποίοι δώρισαν τις ομώνυμες στοές, καθώς και ο Αριάθης Ε' που χρηματοδότησε τη Μεσαία Στοά στην Αγορά. Επίσης ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αντίοχος ο Δ' διέταξε το πέρας της κατασκευής του ναού του Ολυμπίου Διός που είχε μείνει ανολοκλήρωτος από την εποχή του Πεισίστρατου, με αρχιτέκτονα τον Ρωμαίο Κοσσούτιο. Το έργο είχε προχωρήσει αρκετά αλλά με τον θάνατο του Αντίοχου, το 163 π.Χ. σταμάτησε. Το σύμπλεγμα των κιόνων που βρίσκονται στα ανατολικά του Ολυμπιείου σήμερα, χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο. Εκείνη τη περίοδο έδρασε και ο Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος ανασκεύασε το Παναθηναϊκό Στάδιο, το επένδυσε με μάρμαρο και έφερε σε πέρας πλήθος δημοσίων έργων. Άλλα σημαντικά μνημεία της περιόδου είναι το Πομπείο στην Ιερά Πύλη, τα Μνημεία του Λυσικράτους και του Θρασύλλου, τα Γυμνάσια του Διογένη και του Πτολεμαίου και η εν γένει ανανέωση της Αγοράς του Σόλωνος. Το 146 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατατροπώνουν την Αχαϊκή Συμπολιτεία και αρχίζουν να εμπλέκονται στα πολιτικά πράγματα των Ελληνικών πόλεων. Το 88 π.Χ. οι Αθηναίοι ακολουθώντας τον Μιθριδάτη ΣΤ' του Πόντου επαναστατούν εναντίον των Ρωμαίων. Θα ακολουθήσει πολιορκία της πόλης από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα, ο οποίος θα την καταλάβει και θα την καταστρέψει το 86 π.Χ.
| Η Πόλη των Λόφων |
226
Χάρτης Περιόδου Αρχαιολογικές Αναφορές & Σημεία Ενδιαφέροντος
IV
VI ος Πρ
IX
040
Ακ
Ιερά
V
042
ια
I II III IV V VI VII VIII IX
Ναός Αγροτέρας Αρτέμιδος Παναθηναϊκόν Στάδιον Θέατρο Διονύσου Στοά Ευμένους Μνημείον Λυσικράτους Διογένειον Γυμνάσιον Στοά Αττάλου Πομπείον Κήπος Μουσών Μέση Στοά Πρόσβαση Σταδίου Μνημείο Θρασύλλου Μητρώο Αγροτέρας Διατείχισμα Λόφου Μουσών
ε ήμ
αδ
016 050 051 052 053 054 056 057 058 061 064 092 268 315
Οδό
III
049
ς
III XII
057
IV
XI
II 039 056 033
025
I
061
024
VI
Λόφος Αρδηττού Ιλισσός ποταμός Ηριδανός ποταμός Λόφος Ακροπόλεως Άρειος Πάγος Λόφος Νυμφών Λόφος Πνύκας Λόφος Μουσών Λόφος Λυκαβηττού
XIV
εσόγεια
VII
055
Προς Μ
058
054
V
028 032
036 018
034
053 315
VII
XV
VIII
035
052
064
051
014
II
015
Σημεία ενδιαφέροντος
VIII
Χάρτης σύγχρονης πόλης Οδός ή μονοπάτι περιόδου αναφοράς
016
XIII 060
268
XIV
ος
Πρ
XII
Υφιστάμενη οχείρωση
X
I
IX
500μ.
1000μ.
XIII
ν νιο
100μ.
Σού
Παλαιότερη οχείρωση
050
50. Παναθηναϊκόν Στάδιον Γενικά Στοιχεία
σ
την περιοχή νοτίως του Ιλισσού ποταμού, ανατολικά του Ολυμπιείου και ανάμεσα στους λόφους του Άγρα και του Αρδηττού, δημιουργήθηκε τον 4ο αι. π.Χ. μεγαλοπρεπές στάδιο, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την τέλεση μέρους των Παναθηναίων, προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς. το 329 π.Χ., επί Λυκούργου, το στάδιο ορθομαρμαρώθηκε, καθώς μέχρι τότε τα καθίσματα ήταν ξύλινα. Μεταξύ των ετών 139-144 μ.Χ., ο Ηρώδης ο Αττικός χρηματοδότησε την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου σε μορφή ρωμαϊκού σταδίου με ημικυκλική σφενδόνη, αυξάνοντας την χωρητικότητα του σε 50.000 θεατές. Ο Παυσανίας το παρουσιάζει ως θαύμα τεχνικής, ενώ ο λίγο μεταγενέστερος του Φιλόστρατος το χαρακτηρίζει “έργον υπέρ πάντα τα θαύματα”. Την ίδια εποχή ανακαινίστηκε και η γέφυρα του Ιλισσού που οδηγούσε σε αυτό.
Στην πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας κατά τη ρωμαϊκή εποχή παρατηρούνται νέες αντιλήψεις, όπως αξονικότητα στη χωροθέτηση μεγάλων κτηρίων, αλλά με αρκετό σεβασμό στον προϋπάρχοντα ελεύθερο πολεοδομικό ιστό, μετωπικότητα και θεατρικότητα στις προσβάσεις των μεγάλων μνημείων και σκηνογραφική διαμόρφωση των όψεων παλαιών κτηρίων με την προσθήκη ομοιόμορφων στοών. Είναι εμφανής μια κλασικίζουσα τάση, ιδίως την εποχή του Αυγούστου. Αντίθετα, την εποχή του Αδριανού, παρατηρείται χρήση νέων στοιχείων, κατασκευαστικών μεθόδων και υλικών και μια τάση πολυτέλειας και πολυχρωμίας με χρήση έγχρωμων μαρμάρων, ενώ ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η σχεδόν αποκλειστική χρήση του κορινθιακού ρυθμού και η τοποθέτηση κιόνων σε βάθρα μπροστά σε τοίχους. Το επίμηκες τμήμα του παναθηναϊκού σταδίου έχει μέχρι και σήμερα στοιχεία κυρίως κλασσικά, ενώ η πρόσοψη είχε όλα τα νεότερα ρωμαϊκά μορφολογικά στοιχεία, εντασσόμενα όμως αρμονικά στον προϋπάρχοντα ιστό και στο πολιτιστικό περιβάλλον της Αρχαίας Αθήνας.
Σε άγνωστους χρόνους του Μεσαίωνα είχε απογυμνωθεί τελείως από τα μάρμαρά του, όπως και τα πλείστα αρχαία κτίρια της Αθήνας. Όταν ο Βασιλιάς Όθων κήρυξε την Αθήνα πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου στο «καλλιμάρμαρο», μόνο οι δύο κρηπιδότοιχοι των μετώπων δεξιά και αριστερά της εισόδου απέμεναν ως εμφανή ερείπια του άλλοτε σταδίου. Περί το 1856 ο Ευάγγελος Ζάππας προσφέρθηκε να διαθέσει τις δαπάνες για την αναμαρμάρωση του σταδίου αυτού σε συνδυασμό με την άνωθεν της σφενδόνης του σταδίου προβλεπόμενο χώρο κτιρίου για εκθέσεις. Έτσι η εκπόνηση των σχεδίων ανατέθηκε στον Φρ. Μπουλανζέ, πλην όμως η πραγματοποίηση του έργου υπό αυτή τη μορφή ματαιώθηκε. Το 1874 και προκειμένου να γίνουν το επόμενο έτος οι καθιερωθέντες από τον Ζάππα Ολυμπιακοί Αγώνες, κτίσθηκε εκ του κληροδοτήματός του η προ του Σταδίου γέφυρα του Ιλισού. Τότε και ισοπεδώθηκε πρόχειρα ο στίβος και στήθηκαν στο βάθος της σφενδόνης ξύλινες βαθμίδες για τους επισήμους. Το 1895 και προκειμένου το επόμενο έτος να γίνουν οι προβλεπόμενοι διεθνείς ολυμπιακοί αγώνες αποφασίσθηκε η μερική αναμαρμάρωση του Σταδίου επί σχεδίων που είχε εκπονήσει ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Μεταξάς. Τότε ζητήθηκε από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο η οικονομική βοήθεια του Γεωργίου Αβέρωφ. Πράγματι ανταποκρινόμενος περισσότερο του προβλεπόμενου, ο εθνικός αυτός ευεργέτης ανέλαβε να προσφέρει οικονομικά όλη την δαπάνη για την ολοκλήρωση του έργου. Όμως επειδή ο χρόνος δεν επαρκούσε μέχρι το 1896, ολοκληρώθηκε η περί τη σφενδόνη μαρμάρωση των κερκίδων καθώς και όλων των πρώτων τουλάχιστον σειρών από του στίβου.
| Η Πόλη των Λόφων |
228
Η σημερινή χρήση του σταδίου δεν εστιάζει αποκλειστικά και μόνο σε αθλητικά γεγονότα, όπως τον κλασσικό μαραθώνιο. Σε πολιτιστικό επίπεδο, έχει εξέχοντα ρόλο, όπως για παράδειγμα η αφή της φλόγας τον Μάιο του 2012 και η παράδοση της στο Ενωμένο Βασίλειο, για τους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το πέταλο του Καλλιμάρμαρου Σταδίου, λίγο πριν την ολοκλήρωση της μαρμαρόστρωσης του, εν έτη 1895. Στα πλαίσια της προετοιμασίας για την υποδοχή των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
51. Θέατρο Διονύσου Γενικά Στοιχεία
σ
το ανατολικό τμήμα της νότιας πλευράς της Ακρόπολης δεσπόζουν τα ερείπια του Διονυσιακού Θεάτρου, ακριβώς βόρεια από το Ιερό του Διονύσου. Το μεγαλύτερο μέρος των καταλοίπων που διατηρούνται σήμερα ανήκει στη μνημειακή διαμόρφωση του θεάτρου από τον άρχοντα της Αθήνας Λυκούργο, στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. Ο πυρήνας όμως του θεάτρου ανάγεται στον 6ο αι. π.Χ.
Στο Ιερό του Διονύσου στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης λατρευόταν ο Διόνυσος ως Ελευθερεύς επειδή η λατρεία του είχε εισαχθεί στην Αθήνα από τις Ελευθερές της Βοιωτίας, από τον Πεισίστρατο και τους γιούς του, στο β' μισό του 6ου αι. π.Χ. Σ' αυτό γιορτάζονταν κάθε χρόνο κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα [1] τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια, η λαμπρότερη γιορτή προς τιμήν του θεού. Εκείνη την εποχή ανεγέρθηκε ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου, ενώ βορειότερα από αυτόν, στην πλαγιά του λόφου, ισοπεδώθηκε ένας κυκλικός χώρος στον οποίο τελούνταν τα λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν του θεού. Τις τελετές αυτές παρακολουθούσαν οι θεατές καθισμένοι στο πρανές του λόφου, στο οποίο λίγο καιρό αργότερα τοποθετήθηκαν ξύλινα καθίσματα. Ο κυκλικός αυτός χώρος, διαμορφωμένος από πατημένο χώμα, είχε διάμετρο 25μ. περίπου και αποτέλεσε την πρώτη “ορχήστρα” (από το ρήμα ορχούμαι = χορεύω) του μετέπειτα θεάτρου. Από τον κύκλιο διθυραμβικό χορό των λατρευτών του Διονύσου γεννήθηκε η τραγωδία. Η θεατρική κατασκευή του 5ου αι. π.Χ. πρέπει να ήταν απλή, η ακριβής όμως μορφή της δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως. Τα καθίσματα του κοίλου σταδιακά αντικαταστάθηκαν από λίθινα, ενώ για πρώτη φορά κατασκευάστηκαν κλίμακες που διαιρούσαν το κοίλο σε κερκίδες και οριοθετήθηκαν οι πάροδοι του θεάτρου. Κατασκευάστηκε επίσης μία σταθερή λίθινη σκηνή. Η σκηνή ήταν το μέρος εκείνο του θεάτρου που υπέστη τις περισσότερες αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου, οι απόψεις όμως των μελετητών σχετικά με την ακριβή μορφή της σε κάθε χρονική φάση διαφέρουν.
Κατά την περίοδο του Λυκούργου, στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ., το κοίλο του θεάτρου κατασκευάστηκε εξολοκλήρου λίθινο και επεκτάθηκε μέχρι τη ρίζα του Ιερού Βράχου, ενσωματώνοντας το τμήμα του Περιπάτου, που διερχόταν πάνω από το αρχικό κοίλο [2]. Η σκηνή ήταν κατά την πιθανότερη άποψη ένα ορθογώνιο κτίσμα που εκτεινόταν σε όλο το εύρος της ορχήστρας, με δύο προεξέχοντες χώρους στα άκρα, τα “παρασκήνια”. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν περισσότερο ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ του θεάτρου και του τεμένους του Διονύσου, με την κατασκευή ενός περιβόλου που περιέκλειε το ιερό. Κατά την ελληνιστική περίοδο σημαντικές αλλαγές πραγματοποιήθηκαν μόνο στη σκηνή του θεάτρου, η οποία απέκτησε ιδιαίτερα μνημειακή μορφή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Το 86 π.Χ., κατά την επιδρομή του Σύλλα, η σκηνή, όπως και ολόκληρο το θέατρο, υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., επί αυτοκράτορα Νέρωνα, κατασκευάστηκε νέα σκηνή εντυπωσιακών διαστάσεων. Η ορχήστρα μετασχηματίστηκε σε ημικύκλιο και πλακοστρώθηκε με μάρμαρο, ενώ την ίδια περίοδο πρέπει να καλύφθηκε με μαρμάρινες πλάκες ο περιμετρικός αγωγός γύρω από αυτή. Στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ., ο Φαίδρος, πραγματοποίησε αλλαγές στο λογείο και ενσωμάτωσε ανάγλυφες πλάκες, προερχόμενες από παλαιότερο (άγνωστο) μνημείο του 2ου αι. μ.Χ., στις οποίες απεικονίζονται σκηνές από τη ζωή του Διονύσου. Ύστερα από την εισβολή των Ερούλων, το 267 μ.Χ., το θέατρο χρησιμοποιούνταν κυρίως για τις συγκεντρώσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Γύρω στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ. ανεγέρθηκε στην ανατολική πάροδο του θεάτρου μία μονόκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική και η ορχήστρα χρησιμοποιήθηκε ως αυλή της. Από το 1998 έως το 2004, στο πλαίσιο των έργων της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας, πραγματοποιήθηκαν μικρής έκτασης εργασίες καθαρισμού στο κοίλο του θεάτρου.
1. Σημείωση: από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Απριλίου. 2. Το τμήμα του κοίλου πάνω από αυτό το διάζωμα αποτέλεσε το λεγόμενο Επιθέατρο. Υπολογίζεται ότι σε αυτή την περίοδο το θέατρο χωρούσε περίπου 15000-16000 θεατές. Στην πρώτη σειρά καθισμάτων, τη λεγόμενη προεδρία, υπήρχαν 67 μαρμάρινοι θρόνοι, ο καθένας από τους οποίους έφερε χαραγμένο το όνομα του επίσημου για το οποίο προοριζόταν. Ο θρόνος του ιερέα του Διονύσου Ελευθερέως βρισκόταν στο μέσον της σειράς. | Η Πόλη των Λόφων |
230
Επάνω: φωτογραφία του μνημείου γύρω στα 1900, με τον αρχαιολογικό χώρο στην πρώτη του φάση αναδιάταξης και συντήρησης. Σήμερα, αν και ο χώρος έχει καθαριστεί και είναι επισκέψιμος, δεν έχει επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή αποκατάσταση, κάτι που γίνεται ακόμη πιο έντονα ορατό στο γειτονικό Ωδείο του Περικλέους.
52. Στοά Ευμένους Γενικά Στοιχεία
η
Στοά του Ευμένους στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης εκτείνονται στον χώρο μεταξύ του Θεάτρου του Διονύσου και του Ηρωδείου. Την στοά δώρισε στην πόλη της Αθήνας ο βασιλιάς της Περγάμου, Ευμένης ο Β' (197-159 π.Χ.), γύρω στο 160 π.Χ. Ο Βιτρούβιος αναφέρεται σε αυτή μιλώντας γενικά για τη λειτουργία των στοών που ανεγείρονταν κοντά σε θέατρα και χρησίμευαν ως καταφύγιο των θεατών στις δύσκολες καιρικές συνθήκες ή ως αποθηκευτικοί χώροι για τα σκηνικά του θεάτρου.
Η Στοά του Ευμένους κατασκευάστηκε νότια από το άνδηρο του Ασκληπιείου και τον Περίπατο, σε ένα τεχνητό πλάτωμα το οποίο διαμορφώθηκε αφού σκάφτηκε ο χώρος κατά 9μ. στα ανατολικά και 13μ. στα δυτικά. Για την συγκράτηση των επιχώσεων του επιπέδου του Περιπάτου βορείως, χρειάστηκε να κατασκευαστεί ένας ισχυρός αναλημματικός τοίχος ενισχυμένος με αντηρίδες, οι οποίες ενώνονταν με τοξοστοιχία. Κατά μήκος αυτού του τοίχου, τα κατάλοιπα του οποίου δεσπόζουν σήμερα στον χώρο, οικοδομήθηκε η Στοά Ευμένους. Από αυτήν διατηρείται μέρος του βόρειου τοίχου της, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από σκληρό ασβεστόλιθο και είχε ορθοστάτες από γκρίζο υμμήτειο μάρμαρο. Σήμερα έχει αποκατασταθεί η αρχαία στάθμη του δαπέδου της, ενώ διατηρούνται στη θέση τους αρκετές από τις βάσεις των κιόνων της εσωτερικής κιονοστοιχίας του ισογείου. Το άνδηρο πάνω στο οποίο χτίστηκε η στοά βρίσκεται στα ΒΔ του χορηγικού μνημείου του Νικία, στο ίδιο περίπου επίπεδο με αυτό και έχει πλάτος 32 μ. στο ανατολικό άκρο του και 20 μ. στο δυτικό. Στα νότια οροθετείτο από έναν αναλημματικό τοίχο, σημαντικό τμήμα του οποίου έχει διατηρηθεί.
1.
Η στοά ήταν διώροφη, μήκους 163 μ. και πλάτους 17,65 μ. Η πρόσοψη του ισογείου διαμορφωνόταν από μία κιονοστοιχία με 64 δωρικούς κίονες, ενώ στο μέσον του εύρους του υπήρχε μία σειρά από 32 κίονες ιωνικού ρυθμού [1]. Στον όροφο υπήρχαν αντίστοιχα δύο κιονοστοιχίες, από τις οποίες η εξωτερική αποτελούνταν από “αμφικίονες” ιωνικού ρυθμού και η εσωτερική από κίονες που έφεραν κιονόκρανο περγαμηνού τύπου. Οι δύο όροφοι συνδέονταν εξωτερικά με δύο κλίμακες που σχηματίζονταν στα άκρα της στοάς. Η κλίμακα στο ανατολικό άκρο της οδηγούσε στο επίπεδο του Περιπάτου, ο οποίος διερχόταν από το κοίλο του Διονυσιακού Θεάτρου. Η Στοά του Ευμένους παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα ως προς τη μορφή με την Στοά του Αττάλου στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, η οποία ανεγέρθηκε από τον αδελφό του Ευμένη, Άτταλο Β'. Τον 2ο αι. μ.Χ. το δυτικό άκρο της στοάς συνδέθηκε λειτουργικά με το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, μέσω μιας κλίμακας στο ανατολικό πέρας του κοίλου του. Η στοά ήταν σε χρήση μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε καταστράφηκε και το υλικό της χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του υστερορρωμαϊκού τείχους. Στα μέσα του 13ου αι. μ.Χ., ο βόρειος αναλημματικός τοίχος της στοάς ενσωματώθηκε στο τείχος του Ριζοκάστρου που κτίσθηκε γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης. Τα ερείπια της Στοάς του Ευμένους αποκαλύφθηκαν από την Αρχαιολογική Εταιρεία κατά τα έτη 1877-78. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται από την Α' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων εργασίες διευθέτησης του πλούσιου θραυσματικού υλικού της Στοάς, καθώς και ταυτίσεις και συγκολλήσεις των διαφόρων αρχιτεκτονικών μελών της. Στο πλαίσιο της διδακτικής αποκατάστασης τμημάτων του κτηρίου έχει ήδη αποκατασταθεί ένας κίονας που προέρχεται από την εσωτερική κιονοστοιχία του ορόφου του μνημείου και φέρει ένα από τα σωζόμενα κιονόκρανα περγαμηνού τύπου.
Όπως έδειξε η προσεκτική μελέτη των θραυσματικού υλικού που έχει διασωθεί από την στοά, το κτήριο είχε κατασκευαστεί στο μεγαλύτερο μέρος του από ένα είδος νησιωτικού μαρμάρου από το οποίο είχαν οικοδομηθεί τα περισσότερα κτήρια της Περγάμου, ενώ δεν απαντάται σε άλλα οικοδομήματα της Αθήνας. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχιτεκτονικών μελών της στοάς πρέπει να είχε κατασκευαστεί στην Πέργαμο και να μεταφέρθηκε έτοιμο στην Αθήνα.
| Η Πόλη των Λόφων |
232
Προπύλαια & Αθηνά Νίκη
Ωδείο Ηρώδη του Αττικού
Στοά Ευμένους Θέατρο Διονύσου
Γραμμική αναπαράσταση του μνημείου, σε σχέση με το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού και το Ασκληπιείο, αλλά και σε σχέση με τον λόφο της Ακρόπολης. Επάνω διακρίνεται αδρά και το Θέατρο του Διονύσου.
Η Στοά του Ευμένους σε κατάσταση ανασύνθεσης, όπως “εκτίθεται” στον αρχαιολογικό χώρο, της νότιας κλιτύος του ιερού βράχου, σήμερα . Το τμήμα που απεικονίζεται αποτελεί την αρχή του οικοδομήματος και βρίσκεται ακριβώς επάνω από το μνημείο του Νικίου.
53. Μνημείο Λυσικράτους Γενικά Στοιχεία
β
ρίσκεται στο κάτω άκρο του ανατολικού κλίτους της Ακρόπολης, στη σημερινή πλατεία του Λυσικράτη. Πρόκειται περί χορηγικού μνημείου, δηλαδή μνημείου επί του οποίου φερόταν ο τρίποδας που δινόταν ως τιμητικό έπαθλο στον χορηγό, που αναλάμβανε τη συγκρότηση του χορού αλλά και τα έξοδα διεξαγωγής χορευτικών αγώνων κατά τις επίσημες τελετές. Το προσφερόμενο στον χορηγό έπαθλο το κατέθεταν είτε στο Ιερό του Διονύσου είτε στη γειτονική αυτού οδό των Τριπόδων.
Η στέγη αποτελείται από μονολιθικό θόλο (φτιαγμένο από κυανωπό μάρμαρο από τον Υμηττό) διακοσμημένο στην κάτω περιφέρεια με έκτυπα κυμάτια, στη δε θολωτή επιφάνεια με φολιδωτά ή λεπιδωτά κοσμήματα. Την επιφάνεια αυτή διατρέχει από δύο πλευρές, από μια σειρά ανθεμίων που καταλήγουν στο ανωφερές κέντρο της στέγης όπου μετασχηματίζονται σε ακανθωτό επίθημα, πάνω στο οποίο στηριζόταν ο χάλκινος τρίποδας, το έπαθλο του Λυσικράτη, που το υποστήριζαν δύο αγαλματίδια Σάτυρου και Δελφίνου.
Προς μεγαλοπρεπέστερη δε έκθεση του, το έπαθλο το τοποθετούσαν σε ψηλή βάση, είτε μορφής κίονα (όπως εκείνο του Θρασυμήδους), είτε σε σχήμα μικρού ναΐσκου (όπως αυτό του Λυσικράτη). Χρονολογείται στην εποχή της 111ης Ολυμπιάδας (δηλ. 335-334π.Χ.).
Το 1669 οι Καπουτσίνοι αγόρασαν από τους Τούρκους το Μνημείο του Λυσικράτη και πλησίον αυτού ίδρυσαντον ξενώνα, χρησιμοποιώντας ακόμα και το μνημείο για διαμονή τους. Στην αρχή ο ιδιοκτήτης αρνούνταν να βάλει σε αγοραπωλησία και το μνημείο. Όμως μετά την επέμβαση του Τούρκου Καδή δόθηκε στους μοναχούς, με την αιτιολογία να μην καταστραφεί. Οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν το μνημείο ως αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη μετακινώντας έναν ορθοστάτη για να ανοίξουν είσοδο. Λέγεται μάλιστα ότι το 1818 στον κήπο γύρω από το μνημείο του Λυσικράτους φυτεύτηκαν για πρώτη φορά ντομάτες, με σπόρους που έφερε ο ηγούμενος από το εξωτερικό.
Το μνημείο αποτελείται από ψηλό τετράγωνο κρηπίδωμα από πωρόλιθο (ύψους 4μ. και πλάτους 3μ), από μαρμάρινο επ' αυτού πεντελίσιο οικοδόμημα, σε σχήμα κυκλικού ναΐσκου [1], περιβαλλόμενο από έξι ημικίονες αττικο-κορινθιακού ρυθμού με θολωτή στέγη. Τα ενδιάμεσα των κιονόκρανων κοσμούνται με ανάγλυφους μικρούς τρίποδες. Η άνω του επιστυλίου ζωφόρος φέρει ανάγλυφη παράσταση από το μύθο της αιχμαλωσίας του θεού Διονύσου από Τυρρηνούς πειρατές.
1.
Το 1829 ένας περιηγητής έλαβε άδεια από του Τούρκους για να πάρει το Μνημείο του Λυσικράτη. Τελικά όμως το άφησε γιατί ήταν πολύ βαρύ. Αρπαγή προσπάθησε να κάνει και ο Λόρδος Έλγιν, αλλά τον εμπόδισαν οι καπουτσίνοι μοναχοί. Σήμερα το Μνημείο του Λυσικράτη, είναι το αρχαιότερο σωζόμενο οικοδόμημα του ρυθμού αυτού και το καλύτερα σωζόμενο χορηγικό μνημείο.
Στο μπροστινό μέρος του επιστυλίου υπάρχει σε τρεις σειρές η επιγραφή: “Λυσικράτης Λυσιθείδου Κικυνεύς εχορήγει / Ακαμαντίς παίδων ενίκα θέων ηύλει / Λυσιάδας Αθηναίος εδίδασκε Ευαίνετος ήρχε”
| Η Πόλη των Λόφων |
234
Φωτογραφία τραβηγμένη γύρω στα 1900. Το μνημείο αποτέλεσε τμήμα της εισόδου της καθολικής μονής, ενώ πίσω από αυτό βρίσκονταν τα κελιά των μοναχών. Από την χορηγία διασώζεται μόνο η βάση και όχι το τρόπαιο των αγώνων.
56. Στοά Αττάλου Γενικά Στοιχεία
η
Στοά του Αττάλου βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, περίπου 250 μ. ανατολικά του Δίπυλου φράσσοντας σχεδόν τον Έσω Κεραμεικό κατά διεύθυνση Βορρά - Νότο, αποτελώντας έτσι το ανατολικό όριο της αρχαίας αγοράς. Χτίστηκε γύρω στο 150 π.Χ., από τον Άτταλο Β΄, Βασιλέα της Περγάμου, όπως δηλώνεται σε επιγραφή της έξω κιονοστοιχίας, η οποία διατηρείται αποσπασματικά “ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΤΤΑΛΟΣ ΑΤΤΑΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΑΠΟΛΩΝΙΔΟΣ”, κατόπιν δωρεάς του προς την Αθήνα. Η Στοά του Αττάλου αποτελούσε το μεγαλύτερο σε μήκος αυτοτελές σκεπαστό οικοδόμημα της πρωτεύουσας, ομοίως και το μεγαλύτερο στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα. Η ανέγερση της ξεκίνησε το 159 π.Χ. και ολοκληρώθηκε μετά από 11 χρόνια, το 138 π.Χ.
Γενικά η Στοά του Αττάλου ήταν φτιαγμένη από πωρόλιθο, ενώ οι ορθοστάτες των τοίχων, οι παραστάδες των θυρών, τα κατώφλια των δωματίων και οι κίονες ήταν από πεντελικό μάρμαρο. Στην αρχαιότητα αποτελούσε τον μεγαλύτερο στεγασμένο χώρο συνάντησης και περιπάτου των Αθηναίων και κυρίως τόπο εμπορίου. Καταστράφηκε από τους Ερούλους το 267 (μ.Χ.) και ενσωματώθηκε στο υστερορρωμαϊκό Τείχος της Αθήνας. Επί Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας η Στοά χρησίμευσε ως οχύρωμα. Οι δε λίθοι των τοίχων της χρησιμοποιήθηκαν μαζί με άλλους λίθους για την ανέγερση δύο φράγκικων πύργων κοντά και πριν από τα Προπύλαια της Ακρόπολης των οποίων σώζονται ερείπια. Ο ένας μάλιστα από αυτούς τους πύργους (ΝΔ) χρησιμοποιήθηκε από τους τότε Αθηναίους ως χριστιανικός ναός με το όνομα της Παναγίας της Πυργιωτίσσης.
Κατά τις πρώτες αρχαιολογικές έρευνες της Αρχαιολογικής Εταιρίας και σε συνδυασμό με τις ιστορικές μαρτυρίες βρέθηκε ότι η Στοά του Αττάλου είχε εμπορικό χαρακτήρα και ήταν ένα περικαλές οικοδόμημα μονόπτερου δίστυλου, τρίκλιτου ρυθμού, και το μοναδικό με όροφο (των αυτών διαστάσεων μήκους και πλάτους και κατά το ήμισυ του ύψους του ισογείου), συνολικού μήκους 120 μέτρων, πλάτους 20 μέτρων και ύψους 25 μέτρων, με δύο σειρές κιόνων (κιονοστοιχίες), και 21 καταστήματα στο βάθος (κατά μήκος) και των δύο ορόφων. Στο ισόγειο η εξωτερική κιονοστοιχία που αποτελούσε την πρόσοψη συνίσταται από 45 κίονες. Η εξωτερική κιονοστοιχία του ισογείου ήταν δωρικού ρυθμού και η εσωτερική κιονοστοιχία από αράβδωτους κίονες ιωνικού ρυθμού. Στον όροφο η εξωτερική κιονοστοιχία ήταν ιωνική και η εσωτερική περγαμηνού ρυθμού (με κιονόκρανα Περγάμου). Τα καταστήματα τη Στοάς ήταν τετράγωνες αίθουσες μήκους πλευράς 4,80 μέτρων. Στη βόρεια και νότια άκρη του οικοδομήματος υπήρχαν κλιμακοστάσια σε μορφή εξέδρας, με πολλά εδώλια, που οδηγούσαν στον όροφο του κτιρίου.
Αναστήλωση και Δράση Η αναστήλωση της Στοάς του Αττάλου έγινε το 1953-1956 από την Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών, με σκοπό τη στέγαση του Μουσείου της Αγοράς. Το σημερινό κτίσμα έχει μήκος 116 μέτρα και πλάτος 19,4 μέτρα. Το μουσείο, εκτός από τον μεγάλο θησαυρό που στεγάζει από την παρακείμενη Αγορά του Σόλωνος, έχει χρήση και ως πνευματικού ή πολιτιστικού κέντρου κατά περιόδους. Σε μια πρόσφατη δράση του (σημείωση: Φθινόπωρο 2013) δόθηκε η ευκαιρία μέσω μιας οργανωμένης έκθεσης σε άτομα με προβλήματα όρασης, να αγγίξουν μακέτες, εκμαγεία γλυπτών και άλλων αντικειμένων από την αρχαία αγορά, που σχετίζονται με τους θεσμούς του πολιτεύματος της αθηναϊκής δημοκρατίας.
...συνεχίζεται >
| Η Πόλη των Λόφων |
238
Η Στοά του Αττάλου, αν και δεν διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες, αποτελεί ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και χαρακτηριστικά μνημεία της Αγοράς. Η μετατροπή του σε μουσείο συνετέλεσε τα μέγιστα σε αυτό. Στους ορόφους της στεγάζονται πληθώρα εκθεμάτων, ενώ παράλληλα αποτελεί μέρος αποθήκευσης και συντήρησης αυτών. Αριστερά διακρίνεται η άνω σάλα και η θέση του μνημείου σε σχέση με τον λόφο του Κολωνού Αγοραίου και το Ηφαιστείο.
57. Πομπείον Γενικά Στοιχεία
τ
ο Πομπείον ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., στον τελματωμένο από τις υπερχειλίσεις του Ηριδανού στενό χώρο ανάμεσα στο Δίπυλο και στην Ιερά Πύλη, όπου στους μυκηναϊκούς χρόνους απλωνόταν μια μεγάλη νεκρόπολη. Φαίνεται ότι η οικοδόμησή του είχε ξεκινήσει νωρίτερα, στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., χωρίς να ολοκληρωθεί, φάση από την οποία σώζονται μόνο λάκκοι και τμήματα της θεμελίωσης μιας αυλής με περιστύλιο. Το κτίριο, του οποίου το όνομα μνημονεύει για πρώτη φορά ο Δημοσθένης, ταυτίζεται με βεβαιότητα με εκείνο που είδε ο Παυσανίας, ο οποίος ομιλεί περί κτίσματος που χρησίμευε για την προπαρασκευή των πομπών (εννοεί την πομπή των Παναθηναίων) [1]. Τα λείψανα καθιστούν το Πομπείον ως μακρόστενο κτίριο ορθογώνιας κάτοψης με περίστυλη εσωτερική αυλή, δυτικά και βορείως της οποίας ανοίγονταν εφαπτόμενες με αυτήν συνεχόμενες αίθουσες συμποσίων, και με μνημειακό πρόπυλο στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πλευράς του. Στην περιβαλλόμενη από κίονες αυλή θα μπορούσε να χωρέσει το πλοίο της πομπής των Παναθηναίων, στα ιστία του οποίου αναρτούσαν τον πέπλο της θεάς Αθηνάς, με τον οποίο θα έντυναν το πανάρχαιο λατρευτικό ξόανο της στην Ακρόπολη [1]. Κατά τον Φιλόχωρο στο κτίσμα αυτό φυλάσσονταν χρυσά και αργυρά δοχεία ονομαζόμενα "πομπεία" που χρησιμοποιούνταν στις πομπές. Οι αίθουσες συμποσίων προορίζονταν για την συνάθροιση των αξιωματούχων της πόλης για την εορταστική συνεστίαση προς τιμήν της Αθηνάς, στην οποία συμμετείχε και ο υπόλοιπος λαός, που συγκεντρωνόταν μάλλον σε γειτονικό χώρο (στην μεγάλη αυλή του Διπύλου). Εάν κρίνουμε από την ευρύχωρη περίστυλη αυλή και τις επιγραφές εφήβων στην εσωτερική πλευρά της, το Πομπείον πρέπει να λειτούργησε και ως γυμνάσιο για την άθληση των νέων.
1.
Όπως αναφέρει ο Δημοσθένης, στο Πομπείο διανέμονταν σίτος και αλεύρι, που αυτό φανερώνει πως ίσως κάποιο μέρος του ήταν σιταποθήκη για πώληση σιτάλευρου στο λαό σε χαμηλότερη τιμή. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, φαίνεται ότι η είσοδος στον χώρο του ήταν ελεύθερη για όλους· αυτό συνάγεται και από την μαρτυρία του Διογένους του Λαέρτιου, ο οποίος μας πληροφορεί ότι στο Πομπείον ήταν στημένος ένας χάλκινος ανδριάντας του Σωκράτους, έργο του Λυσίππου, και ότι εκεί αγόρευε ο φιλόσοφος Διογένης. Τέλος, ο Πλούταρχος αναφέρει την ύπαρξη μιας μεγάλης τοιχογραφίας, όπου απεικονιζόταν ο ρήτορας Ισοκράτης, μαζί με άλλες τοιχογραφίες κωμωδιογράφων, μεταξύ των οποίων θα συγκαταλεγόταν και ο Μένανδρος, του οποίου το όνομα σώζεται στο εσωτερικό του κτιρίου, δίπλα από την μικρή θύρα. Με την εισβολή των Ρωμαίων του Σύλλα το 86 π.Χ. το Πομπείον καταστράφηκε, για να αντικατασταθεί, έπειτα από μία μακρά περίοδο ερήμωσης, κατά τον 2ο αι. μ.Χ., από ένα νέο ευρύχωρο τρίκλιτο κτίσμα με στοές, το λεγόμενο “κτίριο των αποθηκών”. Το οικοδόμημα αυτό ισοπεδώθηκε κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 μ.Χ. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, την θέση του πήραν δύο επιμήκεις στοές εμπορικού χαρακτήρα, οι οποίες στέγαζαν καταστήματα και έφεραν αψιδόμορφη πύλη σε σχήμα θριαμβικού τόξου. Η ταυτότητα της θέσης του στον Κεραμεικό εξακριβώθηκε από τις έρευνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1861. Αργότερα με τις ανασκαφές του Κεραμεικού από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια και η στρώση του, που έχει μήκος 50 μέτρα και πλάτος 24 μέτρα το οποίο έφερε τρία κλίτη ή πτέρυγες. Στη δεκαετία του 1950 αναφάνηκε σε σημείο του νότιου τοίχου η επιγραφή της εικόνας του ποιητή Μενάνδρου.
Ο Leake και ο Müller υποστήριξαν την άποψη μελετώντας τα κείμενα του Παυσανία ότι εξυπηρετούσε μόνο τα Παναθήναια ενώ ο Forchhammer και άλλοι θεωρούν ότι ο Παυσανίας υπονοεί τα Ελευσίνια. Πολυάριθμα ίχνη από τρύπες πασσάλων εντός του χώρου, αποτελούν ενδείξεις ότι πριν από την ανέγερση του Πομπείου κατασκευάζονταν εκεί προσωρινά καταλύματα (σκηνές ή τέντες), που χρησιμοποιήθηκαν για την διοργάνωση της εορτής.
| Η Πόλη των Λόφων |
242
Τρισδιάστατη αναπαράσταση του Πομπείου, της κυρίας εισόδου του και του εσωτερικού περίστυλου. Αριστερά διακρίνεται η Ιερά Πύλη και δεξιά το Δίπυλο που οδηγούσε στην Ακαδημία Πλάτωνος και το Δημόσιο Σήμα.
Η σημερινή κατάσταση του μνημείου στον Κεραμεικό. Σε πρώτο πλάνο η το μαρμάρινο πλαίσιο της έκκεντρης εισόδου, με την ράμπα ανάβασης αμαξιδίων στο κέντρο. Πιθανόν χρησίμευε, εκτός από την διέλευση της πομπής, και στην τροφοδοσία των αποθηκών.
61. Μέση Στοά Γενικά Στοιχεία
η
Μέση Στοά οικοδομήθηκε περίπου το 180 π.Χ. Ανασκάφηκε για πρώτη φορά το 1936 και οι έρευνες ολοκληρώθηκαν το 1951. Η Μέση Στοά, με την ενσωμάτωση του διπλανού τετράπλευρου περιβόλου, γνωστού ως Αιακείον, τη Νότια Στοά ΙΙ και του Ανατολικού κτιρίου, καθώς επίσης και της ΝΔ Κρήνης, συγκρότησε τη λεγόμενη Νότια Πλατεία. Η Μέση Στοά είναι πρωιμότερη, καθώς δεν περιλαμβάνει καθόλου υλικό από το Τετράγωνο Περιστύλιο, με το οποίο χτίζεται η Νότια Στοά ΙΙ και ένα μικρό τμήμα του Ανατολικού Κτηρίου. Η κατασκευή της δείχνει ένα οργανωμένο σχέδιο των Αθηναίων για τη διευθέτηση της πλατείας, παρόλο που τα υπόλοιπα κτήρια κατασκευάστηκαν αργότερα.
Με βάση το αμφορικό υλικό που βρέθηκε επιτόπου, η κατασκευή χρονολογείται περίπου στο 180 π.Χ. Η χρονολογία αυτή συμβαδίζει με την αναφορά σε επιγραφή της Δήλου για μεγάλη δωρεά χρηματικού ποσού στην Αθήνα από το βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη Α΄. Θεωρείται λοιπόν πιθανό, αν και η σύνδεση είναι υποθετική, ο Φαρνάκης, ο οποίος έλεγχε τα Στενά του Βοσπόρου, την παραδοσιακή οδό διέλευσης των σιτηρών που κατανάλωνε η Αθήνα, να θέλησε να τιμήσει την πόλη χτίζοντας ένα κτίριο όπου θα αποθηκεύονταν τα σιτηρά που ο ίδιος πρόσφερε σε αυτή. Η επιγραφή της Δήλου χρονολογείται στο 183 π.Χ. και ταιριάζει ακριβώς με την ιστορία του κτιρίου, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές κατασκευής που δεν απαντώνται στην Αθήνα την περίοδο εκείνη και υποδηλώνουν την παρουσία ξένου αρχιτέκτονα ή ακόμα και τεχνιτών.
Με την ανέγερση της, κατεδαφίστηκαν τα κτήρια νότια της Θόλου. Η κατασκευή άρχισε από την ανατολική πλευρά και ακολούθησε κατεύθυνση προς τα δυτικά. Μόλις ολοκληρώθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της κατασκευής, κατεδαφίστηκαν τα παλιότερα οικοδομήματα και ανεγέρθηκε η δυτική γωνία της στοάς. Η Μέση Στοά είναι ένα επίμηκες κτήριο, διαστάσεων 147Χ17,5 μ., το οποίο χωρίζει την πλατεία της Αγοράς σε δύο άνισα τμήματα, καλύπτοντας το μεγαλύτερο τμήμα του χώρου της πλατείας, επεκτείνοντας τη προς νότο. Η στοά ακολουθούσε ένα ιδιαίτερο σχήμα, καθώς περιβαλλόταν από δωρικές κιονοστοιχίες και στις δύο μακρές πλευρές, χωρίς να έχει πίσω τοίχο. Έτσι, η βόρεια πλευρά εξυπηρετούσε κυρίως την κύρια πλατεία της Αγοράς, ενώ η νότια πλευρά τη Νότια Πλατεία. Πατούσε σε κρηπίδωμα τριών βαθμίδων, που σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση στα ανατολικά. Στο εσωτερικό χωριζόταν σε δύο κλίτη από μια κιονοστοιχία που στήριζε τη στέγη. Σώζονται στη θέση τους τα κατώτερα τύμπανα 3 κιόνων στην ανατολική πλευρά. Ίχνη οπών στα πλάγια τους φανερώνουν ότι οι κίονες ενώνονταν μεταξύ τους με χαμηλό στηθαίο, σχηματίζοντας έναν ενιαίο επιμήκη τοίχο. Στα μισά από τα τύμπανα κιόνων από τις εξωτερικές κιονοστοιχίες σώζονται παρόμοιες οπές, που φανερώνουν την ύπαρξη στηθαίου και στο εξωτερικό, δεν είναι όμως βέβαιο αν αυτό περιέβαλλε το σύνολο του κτηρίου. Μεταξύ των στηθαίων και του επιστυλίου ανοίγονταν λοιπόν μεγάλα παράθυρα σε κάθε μετακιόνιο διάστημα, εξασφαλίζοντας εξαερισμό και φωτισμό.
| Η Πόλη των Λόφων |
246
Το δυτικό άκρο του οικοδομήματος δεν σώζεται στην ίδια καλή κατάσταση με το ανατολικό. Από αυτό το σημείο ξεκίνησε η ανέγερση της Μέσης Στοάς, όπου και κατεδαφίστηκαν για αυτό το σκοπό τα κτίσματα περιμετρικά της Θόλου. Στη διπλανή φωτογραφία διακρίνεται η βορινή κιονοστοιχία του μνημείου.
61. Μέση Στοά Γενικά Στοιχεία
π
αρά το μέγεθος της η κατασκευή ήταν σχετικά ευτελής: οι κίονες και ο θριγκός κατασκευάστηκαν από αιγινήτικο πωρόλιθο, με εξαίρεση τις μαρμάρινες μετόπες και την πήλινη σίμη, που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Οι δωρικοί κίονες δεν είχαν ραβδώσεις. Το δάπεδο ήταν από πατημένο χώμα. Αν και με ευτελή υλικά φτιαγμένη η στοά, η κατασκευή είναι πολύ προσεκτική και ακριβής.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το κτήριο μοιάζει αρκετά με τη Στοά του Φιλίππου στη Δήλο, ιδιαίτερα όπως επεκτάθηκε στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Βόρεια της στοάς ανοιγόταν μια μεγάλη αυλή, που εκτεινόταν από το ανατολικό άκρο της έως περίπου και 5,50-6,00 μ. πριν από το δυτικό άκρο. Η γωνία είχε αφεθεί ελεύθερη προκειμένου να εξυπηρετείται η κυκλοφορία. Το πλάτος της αυλής ήταν 5 μ. περίπου. Στο δυτικό άκρο της βρισκόταν μια εντυπωσιακή βάση ενός μνημείου, του οποίου οι διαστάσεις (6,65 μ. μήκος στη θεμελίωση) επιτρέπουν την υπόθεση ότι επρόκειτο για άρμα. Πιθανόν να παρουσιαζόταν πάνω στο άρμα ο ευεργέτης της πόλης που δώρισε τη στοά. Στο σημείο εκείνο το επίπεδο της αυλής ήταν 4 μ. υψηλότερο από της πλατείας. Μπορούμε να φανταστούμε ότι το μνημείο δέσποζε στο χώρο.
Πιθανόν μετά την καταστροφή της Αθήνας από το Σύλλα, το 86 π.Χ., το μνημείο αφαιρέθηκε και το βάθρο καταστράφηκε ολοσχερώς. Στη θέση της ελεύθερης γωνίας μπροστά από τη δυτική γωνία της στοάς κατασκευάστηκε κλίμακα, που μάλλον αποσκοπούσε στην καλύτερη πρόσβαση στο Ωδείο του Αγρίππα. Στο κέντρο περίπου της Νότιας Πλατείας ανεγέρθηκαν, στα τέλη του 2ου ή στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., δύο μικρά οικοδομήματα. Το ανατολικότερο κτίσμα, που είναι και το πρωιμότερο, ήταν ένας μικρός περίπτερος ναός. Για το άλλο δεν υπάρχουν ενδείξεις της χρήσης ή του ακριβούς σχεδίου του. Και τα δύο καταστράφηκαν επί Σύλλα και σήμερα σώζονται μόνο οι θεμελιώσεις τους. Ο ναός ενδεχομένως να ανακατασκευάστηκε το 2ο αι. μ.Χ., ενώ το Δυτικό Κτήριο δεν αναστηλώθηκε. Παλιότερες απόψεις συνέδεαν τη Νότια Πλατεία με το Γυμνάσιο του Πτολεμαίου ή με ιερό ή πως αποτελούσε προέκταση του χώρου του Δικαστηρίου της Ηλιαίας έχουν σήμερα καταρριφθεί. Σήμερα θεωρείται πιθανότερο να εξυπηρετούσε καθαρά εμπορικούς σκοπούς. Στην καταστροφή του 86 π.Χ. η Μέση Στοά υπέστη ζημιές, αλλά η ιστορία του κτηρίου σε αυτή την περίοδο δεν είναι ευρέως γνωστή. Η πλατεία το διάστημα εκείνο, έως τα μέσα του 2ου αιώνα, καλύπτεται από εργαστήρια και καταστήματα.
| Η Πόλη των Λόφων |
248
Τμήμα της ανατολικής κιονοστοιχίας της Μεσαίας Στοάς, όπως σώζεται σήμερα στην Αγορά του Σόλωνος. Διακρίνονται στο βάθος η Στοά του Αττάλου, η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων του Σολάκη και ο λόφος της Ακρόπολης. Ο δρόμος που απεικονίζεται στη φωτογραφία, χώριζε τη Μέση Στοά από το Ωδείο του Αγρίππα (το μεταγενέστερο Γυμνάσιο της Αγοράς). Ο εμπορικός χώρος της Νότιας Πλατείας βρισκόταν από την άλλη μεριά του μνημείου, μπροστά από τον πρωτοχριστιανικό ναό (δεξιά).
64. Πρόσβαση Παναθηναϊκού Σταδίου Γενικά Στοιχεία
ε
ξαιτίας του Ιλισσού Ποταμού, που διέρχονταν έμπροσθεν του δήμου Κυνοσάργες, του λόφου του Αρδηττού, του Δήμου Άγρας και του Παναθηναϊκού Σταδίου, το πέρασμα στην απέναντι όχθη δεν ήταν πάντα εύκολο. Στην αρχαιότητα υπήρχαν τρία κύρια περάσματα στην περιοχή. Το πρώτο οδηγούσε στο Γυμνάσιο στους Κυνοσάργες και προς το Σούνιο, το δεύτερο μέσα από το Λύκειο του Αριστοτέλη και το σημερινό Παγκράτι και το τρίτο, ήταν ένα φυσικό πέρασμα από τους καταρράκτες του Ιλισσού, στο ύψος του ναού της Αγίας Φωτεινής. Αυτό είναι και το μόνο ορατό σημείο της κοίτης του ποταμού σήμερα, παρατηρώντας τον αρχαιολογικό χώρο από τη γέφυρα της Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Εξαιτίας της χαράδρας ανάμεσα στον λόφο του Αρδηττού και το απέναντι χαμηλό ύψωμα, έξω από το τείχος της πόλης, σε μία ειδυλλιακή τοποθεσία στις ήρεμες όχθες του Ιλισσού, ο χώρος κρίθηκε ιδανικός για την ανέγερση του Σταδίου. Ο τόπος ήταν ιδιωτικός αλλά ο ιδιοκτήτης του, Δεινίας, τον παρεχώρησε για την πραγματοποίηση της ανέγερσης. Μερικούς αιώνες αργότερα στα ρωμαϊκά χρόνια, ο Ηρώδης ο Αττικός ανακαίνισε πλήρως την κεντρική γέφυρα του Ιλισσού στην είσοδο του Σταδίου. Την έκανε μεγαλύτερη, με τρία τόξα και ήταν ορατή έως το 1778, εώς ότου την κατεδάφισε ο Χασέκης για την ανοικοδόμηση τείχους γύρω από την τουρκοκρατούμενη Αθήνα. Τμήμα της γέφυρας αποκαλύφθηκε σε ανασκαφή του 1958. Στους Αγώνες του 1896 χαρακτηριστική ήταν η προσπάθεια να οργανωθούν τα πράγματα με ακρίβεια. Τα εισιτήρια ήταν αριθμημένα κατά κερκίδα, ζώνη αλλά και σκέλος ζώνης και είχαν αύξοντα αριθμό. Έτσι οι θεατές οδηγούνταν από πολύ νωρίς στις κατάλληλες θέσεις, με τη βοήθεια των ευρισκομένων στο Στάδιο αστυνομικών και στρατιωτικών αρχών. Με ειδικά διαγράμματα χαρακτηρίζονταν και χρωματίζονταν οι κερκίδες του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Οι προσβάσεις στο Στάδιο εξαρτήθηκαν από πέντε γέφυρες πάνω από τον Ιλισσό ποταμό. Η κεντρική γέφυρα, που οδηγούσε στην έμπροσθεν του Σταδίου πλατεία, κατασκευάσθηκε ειδικά για την περίσταση και ήταν λίθινη. Κατασκευάσθηκαν και τρεις ξύλινες γέφυρες και μία σιδερένια στην άκρη της οδού Ησιόδου. Το Στάδιο διέθετε έξι εισόδους: την κεντρική είσοδο, μία σε κάθε άκρη της πρόσοψης, από μία στα δύο σκέλη του Σταδίου και μία στη σφενδόνη του. Διέθετε εξήντα κερκίδες διηρημένες σε δύο ζώνες (άνω και κάτω). Όσοι είχαν εισιτήρια για την κάτω ζώνη έπρεπε να φθάσουν στο Στάδιο ακολουθώντας τη διαδρομή Αμαλίας και Όλγας, προς τον κήπο του Ζαππείου ή τη λεωφόρο του Ανακτορικού Κήπου, η οποία περνούσε από το Ζάππειο, και να εισέλθουν από την κεντρική είσοδο. Όσοι είχαν εισιτήρια για την επάνω ζώνη, έπρεπε να φτάσουν σε αυτά μέσω μιας από τις πέντε άλλες εισόδους. Για να φθάσουν στα δύο διαμερίσματα του δεξιού σκέλους, και ειδικότερα στην κερκίδα Ι, έπρεπε να κατέλθουν την Ηρώδου του Αττικού και μέσω της οδού Βακχυλίδου να διαβούν την ξύλινη γέφυρα, μετά την κεντρική λιθόκτιστη και, μέσω της μικρής εισόδου που βρισκόταν στο πλάι της κεντρικής, να οδηγηθούν εντός του Σταδίου. Για να φθάσει κανείς στο διαμέρισμα 2 του ίδιου σκέλους του Σταδίου έπρεπε να κατευθυνθεί μέσω των οδών Ρηγίλλης και Ησιόδου, να περάσει τη σιδερένια γέφυρα του Βατραχονησιού, να ανέβει στον λόφο και να εισέλθει από την είσοδο που βρισκόταν στο μέσον του περιτειχίσματος [1]. Στα επόμενα χρόνια οι ξύλινες γέφυρες γκρεμίστηκαν, σταδιακά καταργήθηκαν και οι μεταλλικές και τελικά παρέμεινε μόνο η πέτρινη γέφυρα του Όθωνος για το πέρασμα του ποταμού προς το Στάδιο. Παραμένει η ίδια γέφυρα που βρίσκεται στον κόμβο της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, ανακατασκευασμένη με μπετόν. Στο κάτω μέρος μπορεί κανείς να διακρίνει την αρχική υποδομή, τα σύμβολα του βασιλέως και μια επιγραφή με την ανάθεση του έργου [2].
1. Επίσης, όσοι είχαν εισιτήρια για τα δύο άλλα διαμερίσματα του άλλου σκέλους του Σταδίου έπρεπε να οδηγηθούν εκεί μέσω της Λεωφόρου Αμαλίας και της Λεωφόρου Όλγας. Όσοι κατευθύνονταν στη σφενδόνη του Σταδίου έπρεπε να διέλθουν από τις δύο ακραίες γέφυρες και από τις οδούς Ρηγίλλης, Ησιόδου και δεξιά της Λεωφόρου Όλγας. 2. Αναγράφεται η φράση: “ΕΠΙ ΟΘΩΝΟΣ ΄Α / ΔΗΜΑΡΧΟΥΝΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΝΙΑΡΗ Ο ΔΗΜΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑΝ ΕΔΟΜΗΣΕΝ”. | Η Πόλη των Λόφων |
250
Σχεδιαστική αναπαράσταση της Αθήνας των Ρωμαϊκών χρόνων. Ο Ιλισσός ποταμός και η γύρω περιοχή για πολλούς αιώνες αποτελούσαν θέρετρο και μέρος αναψυχής για τους εντός των τειχών κατοίκους. Δεσπόζει ο Ναός του Ολύμπιου Δία. Στον ορίζοντα βλέπουμε το μνημείο του Φιλοπάππου και το Ηρώδειο.
Φωτογραφία από τον λόφο του Αρδηττού, το έτος 1896 κατά την έναρξη των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Διακρίνονται το Εκθεσιακό Κέντρο των αγώνων, η Ηρώδου Αττικού και φυσικά η πέτρινη γέφυρα που οδηγεί Στο στάδιο.
92. Μνημείο Θρασύλλου | 254. Χορηγικοί Κίονες Γενικά Στοιχεία
τ
ο μικρό σπήλαιο στη Νότια κλιτύ της Ακροπόλεως αποκαλύφθηκε όταν κόπηκε κάθετα ο βράχος, προκειμένου να εξομαλυνθεί η όψη του και να οικοδομηθεί το Διονυσιακό θέατρο από τον Λυκούργο το 333 π.Χ. Στην είσοδο του σπηλαίου (σε ύψος 30μ. πάνω από την ορχήστρα του Διονυσιακού θεάτρου) κατασκεύασε ο Θράσυλλος το 320/319 π.Χ. χορηγικό μνημείο. Το μνημείο διατηρείτο μέχρι το 1827, οπότε και καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την τελευταία πολιορκία της Ακροπόλεως. Το μαρμάρινο δωρικού ρυθμού μνημείο (που έκλεινε την είσοδο του σπηλαιώδους ανοίγματος) αποτελείτο από δύο βαθμίδες, στις οποίες στηρίζονταν τρεις παραστάδες. Τα κενά ανάμεσα σε αυτές έκλειναν με θύρες [1]. Πάνω στις παραστάδες ακουμπούσε θριγκός επί του οποίου βρισκόταν βαθμιδωτή βάση όπου στηριζόταν ο χορηγικός τρίποδας.
Πάνω από το μνημείο του Θρασύλλου διατηρούνται δύο κίονες με τριγωνικά κιονόκρανα που αποτελούσαν τις βάσεις στήριξης άλλων χορηγικών τριπόδων. Οι κίονες σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση και “είναι κατασκευασμένοι από σπουδαίους αρχιτέκτονες. Οι γιοι ή τα εγγόνια των αρχιτεκτόνων και των τεχνιτών που δημιούργησαν το Ερέχθειο ήταν αυτοί, που κατασκεύασαν και τους δύο χορηγικούς κίονες, που σώζονται στο δυσπρόσιτο τμήμα της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης, ακριβώς κάτω από το τείχος της. Μόνον αυτοί μπορούσε να κατέχουν τις γνώσεις, την τεχνική ικανότητα και τα εργαλεία των παλαιοτέρων για τέτοια έργα”. Πρόκειται για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η μελέτη, που είχε ως αντικείμενο την διερεύνηση της ιστορίας τους, την ανάλυση της σεισμικής συμπεριφοράς τους και τη συσχέτιση αυτής με σεισμούς του παρελθόντος.
Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Θρασυκλής (γιος του Θρασύλλου) τοποθέτησε, εκατέρωθεν του τρίποδα του Θρασύλλου και επάνω σε ενεπίγραφες βάσεις, τους τρίποδες που είχε ο ίδιος κερδίσει σε θεατρικούς αγώνες [2]. Αργότερα, το 400 μ.Χ., το μνημείο επισκευάστηκε από τον Φαίδρο και φαίνεται ότι σε αυτή τη φάση τοποθετήθηκε άγαλμα του Διονύσου το οποίο απεικονίζουν σε σχέδιο περιηγητές του 19ου αιώνα. Το άγαλμα βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο μαζί με τις υπόλοιπες αρχαιότητες που μετέφερε ο λόρδος Έλγιν στην Αγγλία.
Άνισοι σε ύψος αλλά όμοιοι μεταξύ τους, σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, παρά τις φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές που έχουν υποστεί. Σε όλες τις εποχές άλλωστε, όπως λένε οι μελετητές τους λειτούργησαν ως τοπόσημο της νότιας κλιτύος, λόγω της θέσης και του μεγάλου μεγέθους τους με αποτέλεσμα να έχουν απεικονισθεί ή περιγραφεί από όλους σχεδόν τους πολιορκητές, περιηγητές ή μελετητές της Ακρόπολης. Το γεγονός μάλιστα ότι στέκονται ως σήμερα στη θέση τους «αποτελεί μια μαρτυρία περί της χαμηλής σεισμικότητας της Ακρόπολης», αναφέρεται στη μελέτη.
Με την έλευση του Χριστιανισμού, το σπήλαιο μετατράπηκε σε ναϊδριο της Παναγίας της Σπηλιώτισσας. Σε αυτή τη φάση ανήκει η σαρκοφάγος που βρέθηκε στο εσωτερικό του σπηλαίου, η μικρή σκάλα που οδηγεί σε δώμα, καθώς και τμήματα τοιχογραφιών που διατηρούνται στους τοίχους.
1.
Οι δύο κίονες κατασκευάστηκαν στα τέλη της κλασικής - αρχές της ελληνιστικής εποχής και αποτελούν εξαίρετα έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, όσον αφορά στον πρωτότυπο και ανεπανάληπτο σχεδιασμό τους, αλλά και όσον αφορά στην υψηλή κατασκευαστική τους ποιότητα.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου φαίνεται ότι υπήρχε (όπως αναφέρει και ο Παυσανίας) ανάγλυφο σύμπλεγμα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος που σφάζουν τα παιδιά της Νιόβης.
2. Η ύπαρξη διαφόρων κοιλοτήτων (βλ. εικόνα) γύρω από το μνημείο του Θρασύλλου, μαρτυρεί ότι είχαν τοποθετηθεί και άλλα χορηγικά μνημεία.
| Η Πόλη των Λόφων |
252
Ο ανατολικός κίονας έχει ύψος 10,27 μέτρα και διαθέτει κυματιοφόρο βάση και κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού, το οποίο διατηρεί σε κάποια σημεία το αρχικό του χρώμα: γαλάζιο και κόκκινο. Ο δυτικός κίονας με ύψος 8,79 μέτρα αποτελείται από πέντε σπονδύλους με κιονόκρανο όμοιο με αυτό του ανατολικού κίονα, αλλά μικρότερο. Η κατάσταση διατήρησης του είναι πολύ καλύτερη του ανατολικού. “Η λεπτότατη ένταση των κορμών των δύο κιόνων, που όμοια της μόνο στους κίονες του Ερεχθείου επετεύχθη”, ο ευφυής σχεδιασμός των κορινθιακών κιονόκρανων και ο πρωτότυπος φυτικός διάκοσμος, παρότι δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μόνο μερικά από τα συμπεράσματα της μελέτης. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: οι μορφές των φυτών που αποδίδονται στο κιονόκρανο θυμίζουν το Λυχναράκι ή Λουμίνια που φύεται στο βράχο της Ακρόπολης ακόμα και σήμερα. Άλλα σημεία που βγήκαν στο φως από την εν λόγο μελέτη είναι τα εξής: η έκκεντρη εγκοπή για την υποδοχή ανυψωτικής διάταξης στον ανατολικό κίονα είναι παρόμοια με αντίστοιχες εγκοπές στον Παρθενώνα. Οι σύνδεσμοι μορφής διπλού «Τ» παραπέμπουν, τόσο στο Θρασύλλειο, όσο και στη στοά του Ασκληπιού. Η κατατομή βάσεων είναι παρόμοια με του Ερεχθείου. Και ακόμη η εξαιρετική κατεργασία των σπονδύλων. “Το εύρημα είναι πολύ σημαντικό, γιατί τα ίχνη της αρχαίας πολυχρωμίας είναι σπανιότατα στα μνημεία της Ακρόπολης, αφού περιορίζονται σε απειροελάχιστα ίχνη, τα περισσότερα από τα οποία σήμερα εντοπίζονται μόνον με ειδικές ακτινογραφικές μεθόδους”, λένε οι μελετητές προσθέτοντας πως: “Η μορφή του κιονόκρανου δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, αλλά και δεν κατασκευάστηκε στην αρχαιότητα άλλο κιονόκρανο που να το μιμείται”. Ένα από τα πλέον άγνωστα μνημεία της πρωτεύουσας, είναι έτοιμο να πάρει τη θέση που του αναλογεί στην ιστορία.
Οι τρεις μαρμάρινοι ορθοστάτες του μνημείου του Θρασύλλου “επισκιάζονται” από τα έργα αναστήλωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ο χορηγικός τρίποδας βρισκόταν επάνω από τη μεσαία παραστάδα. Αν κάτι όμως επισκιάζει πραγματικά τα θαλαμοειδή μνημεία (βλ. επίσης: Παναγία η Σπηλιώτισσα) είναι οι δύο ιδιαίτεροι κίονες. Στο κάτω μέρος της εικόνας διακρίνεται τμήμα του άνω διαζώματος του Διονυσιακού θεάτρου.
270. Κλεψύδρα Αγοράς | 484. Τετράγωνο Περιστύλιο Γενικά Στοιχεία
η
κλεψύδρα ανεγέρθηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και ήταν ένα μνημειακό υδραυλικό ρολόι. Βρισκόταν σε περίοπτη θέση στη νοτιοδυτική γωνιά της Αγοράς, στον δρόμο που οδηγούσε στη Πνύκα. Κατά βάση ήταν πλήρως εφαπτόμενη με το παλαιότερο Αιακείον. Η τροφοδοσία με νερό εξασφαλιζόταν από έναν πώρινο αγωγό. Αρχικά ήταν ένας απλός μηχανισμός με μια δεξαμενή, προσβάσιμη με λίθινη κλίμακα, η οποία στον πυθμένα διέθετε οπή εκροής, που της επέτρεπε να αδειάζει αργά. Με τη βοήθεια κάποιου πλωτήρα και ενός δείκτη σημειώνονταν οι ώρες που περνούσαν, καθώς κατέβαινε η στάθμη του νερού. Η δεξαμενή χρειαζόταν 17 ώρες για να αδειάσει. Εικάζεται ότι η κλεψύδρα ετίθετο σε λειτουργία κάθε μέρα με την ανατολή του ηλίου.
Τον 3ο αι. π.Χ. προστέθηκαν στον αρχικό μηχανισμό δύο βοηθητικές δεξαμενές, τοποθετημένες σε διαφορετικά επίπεδα, οι οποίες γέμιζαν διαδοχικά. Η μέτρηση του χρόνου πλέον δεν γινόταν με το βαθμιαίο άδειασμα της κύριας δεξαμενής, αλλά με το βαθμιαίο γέμισμα της από μία εκ των βοηθητικών δεξαμενών. Η κύρια δεξαμενή στο τέλος της ημέρας άδειαζε ταχύτατα από μια μεγάλη οπή εκροής στον πυθμένα. Η διαμόρφωση αυτή διασφάλιζε το σύστημα από τα προβλήματα που προκαλούσαν οι μεταβολές στη πίεση του νερού. Η υδραυλική αυτή εγκατάσταση λειτουργούσε μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ. Αποτελεί πρόδρομο του υδραυλικού ρολογιού του αστρονόμου Ανδρόνικου Κυρρήστου, στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Το “Τετράγωνο Περιστύλιο”, όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται από τους αρχαιολόγους, οικοδομήθηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., προκειμένου να στεγάσει κάποιο από τα δικαστήρια της πόλης. Περίπου το 150 π.Χ. γκρεμίστηκε, για να δώσει χώρο για την ανέγερση της Στοάς του Αττάλου. Το κτήριο που προοριζόταν να αντικαταστήσει τα προγενέστερα δικαστήρια ήταν πολύ απλό στο σχέδιο: ένα τετράγωνο περιστύλιο, με εσωτερικές κιονοστοιχίες που περιέβαλλαν μια ευρεία και ανοικτή αυλή. Στη δυτική πλευρά υπήρχε μια μνημειακή είσοδος, η οποία επικοινωνούσε με την πλατεία της Αγοράς. Στον απέναντι τοίχο, υπήρχε ένα απλό θυραίο άνοιγμα. Το δάπεδο της πλατείας ήταν από πατημένο χώμα και δεν ήταν επίπεδο, αλλά υπερυψωμένο στα νότια, έτσι ώστε να κυλούν τα όμβρια ύδατα και να περισυλλέγονται από δύο αγωγούς, που ανασκάφτηκαν κάτω από τη βόρεια κιονοστοιχία. Με την ευκαιρία της κατεδάφισης του κτηρίου πριν από το 150 π.Χ. και, καθώς απαιτήθηκαν μεγάλα έξοδα για την ολοκληρωτική επανασχεδίαση της νότιας πλατείας, το οικοδομικό υλικό του Περιστυλίου χρησιμοποιήθηκε εξ ολοκλήρου στην ανέγερση της Νότιας Στοάς ΙΙ και έως ένα βαθμό και του σύγχρονου Ανατολικού Κτιρίου. Στη Νότια Στοά ΙΙ έχει ενσωματωθεί το οικοδομικό υλικό από την κρηπίδα, το στυλοβάτη, τους κίονες, το επιστύλιο, την πρόσοψη του πίσω τοίχου, καθώς και τμήματα των θεμελιώσεων στο εσωτερικό. Ενδεχομένως από το ίδιο κτήριο να προερχόταν και η ξυλεία της στέγης, καθώς και τα κεραμίδια. Ήταν δωρικοί, από ασβεστόλιθο εξαιρετικής ποιότητας. Το υλικό είναι ο γκρίζος σκληρός πωρόλιθος, που συνήθως χρησιμοποιείται στην Αθήνα τον 4ο αι. π.Χ. Επίσης διατηρείται και το πλάτος της κιονοστοιχίας, μετρημένο από τον εξωτερικό τοίχο έως το στυλοβάτη (8,5 μ.).
| Η Πόλη των Λόφων |
256
Τετράγωνο Περιστύλιο
Στοά Αττάλου
Κλεψύδρα
Η κλεψύδρα όπως την συναντάμε σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο της Αγοράς του Σόλωνος. Διακρίνονται η κύρια δεξαμενή και η κλίμακα που οδηγούσε εντός αυτής, καθώς και ο αγωγός εκροής των υδάτων.
Αιακείον
Διαγραμματική απεικόνιση της Αγοράς και του συνόλου των μνημείων της. Στα νότια και σε επαφή με το Αιακείον σημειώνεται η Κλεψύδρα, ενώ στα βορειοδυτικά και κάτω από τη Στοά του Αττάλου σημειώνεται η θέση του Τετράγωνου Περιστυλίου.
290. Πρόπυλο Παλαιού Βουλευτηρίου Γενικά Στοιχεία
η
πρόσβαση στο κτήριο έγινε περισσότερο μνημειακή κατά την Ελληνιστική περίοδο. Στη ΝΑ γωνία του Παλαιού Βουλευτηρίου δημιουργήθηκε ιωνικό πρόπυλο, που ενώνεται με πολυγωνικό τοίχο προς τα δυτικά, κατά μήκος της νοτιοδυτικής γωνίας της θεμελίωσης αυτού του κτηρίου. Ο εν λόγω τοίχος ακολουθεί την πορεία του νότιου τοίχου του Παλαιού Βουλευτηρίου, δημιουργώντας ένα στενό πέρασμα οδηγώντας προς το Νέο Βουλευτήριο. Η κατασκευή του είχε ως στόχο, αφενός να περιορίσει την πρόσβαση στο Νέο Βουλευτήριο, αφετέρου να ισορροπήσει την υψομετρική διαφορά μεταξύ του Παλαιού και του Νέου Βουλευτηρίου.
Από το πρόπυλο, που βάσει της κεραμικής και των νομισμάτων τα οποία βρέθηκαν στη θεμελίωση του, ανήκει το νωρίτερο στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., σώζονται αρκετά στοιχεία. Η θεμελίωση του ήταν από μαλακό ανοιχτόχρωμο πωρόλιθο, συνδυασμένο με γεμίσματα από ασβεστόλιθο της Ακρόπολης. Η στρώση της ευθυντηρίας είχε ύψος 0,41 μ. Στη βορειοανατολική γωνία έχει βρεθεί ένας λίθος από την πρώτη βαθμίδα. Από την ανατολική θεμελίωση σώζονται τμήματα από δύο βαθμίδες.
Το πρόπυλο ήταν τετράστυλο πρόστυλο στην ανατολική πρόσοψη, ενώ στη δυτική δίστυλο εν παραστάσι. Το πλάτος του πρόπυλου υπολογίζεται 8,5 μ. κατά μήκος της ανατολικής πλευράς, με λίθους ύψους 0,225 μ. από υμήττιο μάρμαρο στην ευθυντηρία. Είχε συνολικά δύο βαθμίδες. Οι κίονες, από πεντελικό μάρμαρο, είχαν κατώτερη διάμετρο 0,604 μ. και ανώτερη διάμετρο 0,464 μ. και ήταν ιωνικοί, όπως προκύπτει από θραύσματα των κιονοκράνων. Οι κίονες έφεραν είκοσι τέσσερις ραβδώσεις, ενώ σώζονται αρκετά μέλη από το επιστύλιο, την ιωνική ζωφόρο και το γείσο (με επίστεψη από ωά). Το πρόπυλο του Νέου Βουλευτηρίου, το πρόπυλο του Παλαιού Βουλευτηρίου και ο πολυγωνικός τοίχος είναι σύγχρονα. Την ίδια περίοδο ανοίχτηκε και ένας λάκκος στη δυτική πλευρά της πλατείας του Νέου Βουλευτηρίου. Αργότερα, στο 2ο αι. π.Χ., χτίστηκε ένας νέος τοίχος στον περίβολο του Νέου Βουλευτηρίου, προκειμένου να περιορίσει περαιτέρω την οπτική και φυσική επαφή με το κτήριο.
| Η Πόλη των Λόφων |
260
Τρισδιάστατη αναπαράσταση του Προπύλου και των δύο Βουλευτηρίων. Στο βάθος διακρίνεται το Νέο Βουλευτήριο, δεξιά του βρίσκεται το Παλαιό Βουλευτήριο (Μητρώον) ενώ στα αριστερά της εικόνας διακρίνεται η Θόλος. Η φωτογραφία δείχνει τη σημερινή κατάσταση του μνημείου, καθώς και η μικρή κλίμακα στο βάθος που οδηγούσε στο Νέο Βουλευτήριο.
300. Ελληνιστική Πύλη Γενικά Στοιχεία
ε
λάχιστα είναι τα που ίχνη σώζονται από το μνημείο της Ελληνιστικής Πύλης, η οποία επέτρεπε την είσοδο στην Αγορά από τα βόρεια, όντας τοποθετημένη δυτικά της Ποικίλης Στοάς και ανατολικά του βωμού της Αφροδίτης. Αφιερώθηκε, μαζί με ένα τρόπαιο, το 303/302 π.Χ., σε ανάμνηση της νίκης των Αθηναίων και του Δημητρίου του Πολιορκητή εναντίον των Μακεδόνων στην Πελοπόννησο. Σήμερα σώζονται μόνο οι βάσεις των πυλώνων της πύλης.
Ο Παυσανίας (1.15.1) αναφέρει μια πύλη ακριβώς πριν κάνει λόγο για την Ποικίλη Στοά, γεγονός που επιτρέπει με ασφάλεια την ταύτισή της με το μνημείο που ανασκάφηκε το 1981 και 1982. Πάνω στην πύλη υπήρχε ένα τρόπαιο με το οποίο οι Αθηναίοι τιμούσαν τη νίκη που πέτυχαν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και το αθηναϊκό ιππικό που τον συνόδευε επί του μακεδονικού ιππικού του Πλειστάρχου, αδελφού του Κασσάνδρου, το 303/302 π.Χ. στην Πελοπόννησο.
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του χώρου της Ποικίλης Στοάς, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ανακαλύφθηκαν οι δύο πεσσοί που αποτελούσαν βάσεις για τους πυλώνες μιας στιβαρής πύλης, η οποία επέτρεπε την είσοδο στο χώρο της Αγοράς από τα βόρεια. Ο ανατολικότερος πεσσός, του οποίου η θεμελίωση βρίσκεται πάνω στις βαθμίδες του στερεοβάτη της Ποικίλης Στοάς, έχει διαστάσεις 2,50 x 3,30 μ. Η θεμελίωση αυτή αποτελείται από οκτώ μεγάλους πωρόλιθους, τοποθετημένους ανά τέσσερις σε κάθε στρώση. Περίπου 2,50 μ. δυτικά βρίσκεται και η θεμελίωση του δεύτερου πεσσού, η οποία σώζεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση, καθώς η άνω στρώση λίθων λείπει, ενώ από την κάτω στρώση κάποιοι λίθοι μετακινήθηκαν για να καλύψουν έναν παρακείμενο αγωγό. Από το δυτικό πεσσό πάντως σώζεται ένα ζεύγος πωρόλιθων που είναι καλύτερα δουλεμένοι και ανήκουν στην ανωδομή της πύλης. Στη δυτική αυτή θεμελίωση στηρίζεται σήμερα ένας πολύ υστερότερος ιωνικός κίονας. Το μεταξύ των δύο πεσσών διάστημα δείχνει ότι η πύλη ήταν ιδιαίτερα στενή και με κανέναν τρόπο δεν αποτελούσε κύρια είσοδο στο χώρο της Αγοράς.
Η αποκατάσταση του μνημείου είναι καθαρά υποθετική: οι ανασκαφείς θεωρούν ότι η πύλη ήταν αψιδωτή. Στην κορυφή της έστεκε το τρόπαιο και ενδεχομένως ένα επίχρυσο έφιππο άγαλμα, το οποίο αναπαριστούσε τον ίδιο το βασιλιά Δημήτριο. Από το μνημείο αυτό σώζονται το αριστερό σκέλος που φέρει σανδάλι, ένα τμήμα των πτυχών του ενδύματος και ένα ξίφος μέσα στη θήκη του σε φυσικό μέγεθος. Και τα τρία τμήματα φέρουν αυλακώσεις, στις οποίες στερεώνονταν φύλλα χρυσού. Το άγαλμα βρέθηκε μέσα σε ένα πηγάδι, 26 μ. νοτιότερα της πύλης, το οποίο γεμίστηκε με υλικό του 200 π.Χ. Εναλλακτικά, ενδέχεται τα υπολείμματα να ανήκουν σ' έναν άλλο ανδριάντα του Δημητρίου, ο οποίος αναφέρεται σε επιγραφή, και ο οποίος είχε στηθεί πλησίον του Συμπλέγματος των Τυραννοκτόνων. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το μνημείο καταστράφηκε και θάφτηκε γύρω στο 200 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να σβήσουν κάθε ανάμνηση της μακεδονικής κυριαρχίας στην πόλη τους.
| Η Πόλη των Λόφων |
262
Τρισδιάστατη αναπαράσταση της πόλεως των Αθηνών κατά την Ρωμαϊκή περίοδο. Στο κέντρο της εικόνας επισημαίνονται η Αγορά του Σόλωνος (όπου δεσπόζουν το Ωδείο του Αγρίππα, η Στοά του Αττάλου και ο Ναός του Ηφαίστου) και η Ελληνιστική Πύλη, η οποία οδηγούσε προς τις Αχαρνικαί Πύλαι (κάτω αριστερά) και τους δήμους βορείως της πρωτευούσης. Τα ίχνη της Ελληνιστικής Πύλης σήμερα διακρίνονται μέσα στον υπό ανασκαφή αρχαιολογικό χώρο της Ποικίλης Στοάς (οδός Αδριανού).
315. Διατείχισμα Λόφου Μουσών Γενικά Στοιχεία
α
ντιπροσωπευτικό δείγμα της οχυρωματικής δραστηριότητας στην αρχαία πόλη των Αθηνών αποτελεί το Διατείχισμα, τείχος που οικοδομήθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. στα υψώματα των λόφων Μουσών και Πνυκός (με συνολικό μήκος τα 900μ. περίπου). Ξεκινούσε ως κατασκευή από το παράρτημα του Αστεροσκοπείου (κυκλικό κτίσμα), διερχόταν πάνω από το βήμα της Πνυκός και τη περιοχή γύρω από τον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη και κατέληγε στον λόφο του Φιλοπάππου (ή αλλιώς: λόφος Μουσών). Ο χριστιανικός ναός καταλαμβάνει (καλύπτει) το βόρειο σκέλος του “Διπύλου”.
Το Διατείχισμα διέθετε πολλούς πύργους περιμετρικά και δύο κύριες πύλες, τις ''Μελιτίδες'' στα βόρεια και το ''Δίπυλο υπέρ των Πυλών'' στα νότια. Οι Μελίτιδες Πύλαι συνέδεαν τη δια Μελίτης οδό με την Αγορά του Σόλωνος, ενώ το Δίπυλο υπέρ των Πυλών συνέδεε το Φάληρο με την Ακρόπολη, μέσω της δια Κοίλης Οδού. Η κατασκευή του, εκτός από αμυντική εφαρμογή, είχε και ως αποτέλεσμα τη μείωση της έκτασης της πόλης και οδήγησε στη σταδιακή εγκατάλειψη των δυτικών συνοικιών (δήμοι Μελίτης, Κολυττού και Κοίλης) και τη μετατροπή τους σε εκτεταμένο νεκροταφείο.
Διατηρήθηκε με πολλές επισκευές έως και τον 12ο αι. μ. Χ. Στο εσωτερικό του διατειχίσματος, στο λόφο του Μουσείου, εντάσσεται και το Μακεδονικό Φρούριο με τους δύο πύργους, που κατασκευάστηκε το 294 π.Χ. από το Δημήτριο τον Πολιορκητή. Στο Μακεδονικό Φρούριο εντάχτηκε αργότερα μια λατρευτική κατασκευή με κόγχες, γνωστή ως ''ηρώο του Μουσαίου'', που πιθανόν έχει σχέση με το μυθικό ποιητή Μουσαίο. Δυτικά του ''Διπύλου υπέρ των Πυλών'' υπάρχει μεγάλη ορθογώνια λαξευτή κατασκευή που η παράδοση τη διατηρεί ως ''Κιμώνεια Μνήματα'', ως τάφο του Κίμωνα και του Θουκυδίδη, κυρίως από παρερμηνεία αρχαίων συγγραμμάτων. Γενικά παρατηρήθηκε από τον 4ο αι. π.Χ. καθώς και σε διαφορετικές μετέπειτα χρονικές περιόδους, σημαντική τάση “εγκατάλειψης” του λόφου της Πνύκας. Αν και οι λόγοι δεν είναι πάντα ξεκάθαροι, αυτό μπορεί να το συμπεράνει κανείς εύκολα από τις δύο ημιτελείς στοές του βήματος (Ανατολική και Δυτική Στοά) και από τη μεταφορά του βωμού του Αγοραίου Διός και της Εκκλησίας του Δήμου στην Αγορά του Σόλωνος. Και φυσικά από την κατασκευή του Διατειχίσματος που είχε, όπως προαναφέρθηκε, ως αποτέλεσμα την ερήμωση μερικών από τους πιο πυκνοκατοικημένους δήμους της αρχαιότητας, ενώ μέχρι και τους πρόσφατους αιώνες δεν υπήρξε συστηματική οικοδόμηση της περιοχής.
| Η Πόλη των Λόφων |
264
Επάνω: διασωζόμενο τμήμα της οχύρωσης της Πνύκας, γνωστού και ως Διπύλου υπέρ των Πυλών. Η Πύλη αυτή ένωνε μέσω της δια Κοίλης Οδού την Αθήνα με το Φάληρο και ήταν σημαντικό πέρασμα τροφοδοσίας του λόφου της Ακροπόλεως σε περιόδους πολέμου. Αριστερά διακρίνονται κάποια από τα διάσπαρτα κατάλοιπα του Διατειχίσματος.
Αθήνα 86 π.Χ. - 267 μ.Χ. Γενικά Στοιχεία Περιόδου
σ
υγκρίνοντας την δημιουργία της Ρωμαϊκής Εποχής με την εκτίναξη της ελληνικής δημιουργίας από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. τη θεωρούμε συχνά μια απομίμηση του ένδοξου παρελθόντος. Όμως αυτή η αντίληψη δεν είναι σωστή. Η Ρωμαϊκή περίοδος είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής ιστορίας. Είναι μοναδικό το ιστορικό φαινόμενο ενός λαού που πολιτικά κατακτημένος και στρατιωτικά εξουθενωμένος, κατορθώνει με την δημιουργική δύναμη του πολιτισμού του να κατακτήσει και να εκπολιτίσει τον κατακτητή του, όπως άλλωστε αναγνώρισε και ο Λατίνος ποιητής Οράτιος με την πασίγνωστη φράση του “Graecia capta ferrum victorem cepit et artes intulit agresti Latio” [1]. Η πόλη διδάσκει την φιλοσοφία της, τις τέχνες της, τα γράμματα της, δια του κατακτητού της στην ανθρωπότητα και τελικά προσφέρει και τη γλώσσα της για να διατυπωθεί και να διαδοθεί μέσω αυτής η διδασκαλία του Χριστιανισμού. Είναι σαφές ότι για τέτοια εποχή δεν είναι καθόλου εποχή παρακμής.
Η Αθήνα διατηρούσε την αίγλη των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων με τα λαμπρά μνημεία, τα γυμνάσια, τις επαύλεις και τους κήπους της έως το 86 π.Χ., οπότε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας, την πολιόρκησε και την κατέλαβε. Τα τείχη της πόλης και του Πειραιά κατεδαφίστηκαν, πολλά μνημεία καταστράφηκαν, ενώ σπουδαία έργα τέχνης διαρπάγησαν. Το λαμπρό παρελθόν της επηρέασε τους ρωμαίους κατακτητές της, αυτοκράτορες και πλούσιους φιλαθηναίους ιδιώτες, καθώς και βασιλείς άλλων χωρών, οι οποίοι πολύ ενωρίς άρχισαν να διαθέτουν μυθώδη ποσά για την επισκευή κατεστραμμένων μνημείων, την κατασκευή έργων κοινής ωφελείας, καθώς και λαμπρών νέων οικοδομημάτων και να συμβάλλουν στην ανόρθωση του μεγαλείου της πόλης.
1.
O αυτοκράτορας Αύγουστος ήταν ο πρώτος που άρχισε συστηματικό οικοδομικό πρόγραμμα ανόρθωσης της πόλης. Έδειξε σεβασμό στην πολιτιστική κληρονομιά και σε όλα τα έργα του διακρίνεται ένα φιλάρχαιο πνεύμα. Νέες πολεοδομικές αντιλήψεις και νέοι αρχιτεκτονικοί τύποι εισήχθησαν στην Αθήνα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του προγράμματος αφορούσε την Αρχαία Αγορά. Τον 1ου αι. π.Χ. η πλατεία της Αγοράς του Σόλωνος, ο ομφαλός της πολιτικής, πολιτιστικής και εμπορικής ζωής, κατελήφθη από κτήρια. Εδώ μεταφέρθηκαν και στήθηκαν μνημεία από άλλες περιοχές, όπως ο ναός του Άρη από την Παλλήνη και ο βωμός του Διός από την Πνύκα, ενώ χτίστηκε και το Ωδείο του Αγρίππα, που πήρε το όνομα του από τον γαμπρό του Αυγούστου. Αργότερα, λόγω ελλείψεως ζωτικού χώρου [2], παρέστη ανάγκη αλλαγής στη λειτουργία της Αγοράς, η απομάκρυνση από αυτήν και μετεγκατάσταση των εμπορικών δραστηριοτήτων σε έναν άλλον χώρο 100 μ. περίπου ανατολικά. Αναγείρεται η Ρωμαϊκή Αγορά, ένα ρωμαϊκό forum που εισήχθη για πρώτη φορά στην Αθήνα. Δημιουργείται δηλαδή για πρώτη φορά ένα εμπορικό κέντρο με τη σημερινή έννοια του όρου. Μετά το 146 π.Χ., οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν πλήρως σε ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως ήταν φυσικό, η ρωμαϊκή κυριαρχία έφερε στις ελληνικές πόλεις αλλαγές στη διακυβέρνηση, στην οικονομική ζωή, στους όρους διαβίωσης. Ο 1ος αι. π.Χ. είναι για την Αθήνα μια περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Επειδή η πόλη τάχθηκε με το μέρος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη κατά των Ρωμαίων, πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα, το 86 π.Χ. Η ανάρρωση από την καταστροφή ήταν αργή και οδυνηρή. Ωστόσο, την καταθλιπτική αυτή περίοδο η Αθήνα υπήρξε πόλος έλξης επιφανών και πλουσίων Ρωμαίων, φιλοσόφων, συγγραφέων και ποιητών. Ο σεβασμός και η αγάπη τους για τα αρχαία μνημεία φαίνεται και από την προσπάθειά τους να τα διατηρήσουν και να τα αναστηλώσουν δίνοντας δωρεές.
Μτφρ: “Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον σκληρό κατακτητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λατίνο”.
2. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά το 80 π.Χ. συνέρρεαν στην Αθήνα όλο και περισσότεροι έμποροι, γιατί έκλεισε η μεγάλη αγορά της Δήλου που καταστράφηκε στον ΙΒ΄ Μιθριδατικό πόλεμο.
| Η Πόλη των Λόφων |
268
Χάρτης Περιόδου Αρχαιολογικές Αναφορές & Σημεία Ενδιαφέροντος ος Πρ
V
Ακ
040
Ιερά
042
ια
Ναός Θεάς Τύχης Τάφος Ηρώδη Αττικού Ρωμαϊκή Αγορά Ωδείον Ηρώδου Αττικού Ναός του Άρεως Ωρολόγιον του Κυρρήστου Ωδείο Αγρίππα Ασκληπιείον Περίβολος Ναού Ολυμπίου Διός Βιβλιοθήκη Αδριανού Μνημείο Φιλοπάππου Βιβλιοθήκη του Πανταίνου Δεξαμενή Αδριανού
ε ήμ
αδ
062 063 065 066 067 068 070 072 073 074 076 077 283
Οδό
V
IV
ς
XII
III 283
XI
III 057
II 039
067
X I
I II III IV V VI VII VIII IX
IX
VI
Λόφος Αρδηττού Ιλισσός ποταμός Ηριδανός ποταμός Λόφος Ακροπόλεως Άρειος Πάγος Λόφος Νυμφών Λόφος Πνύκας Λόφος Μουσών Λόφος Λυκαβηττού
XVI
070
074
056
εσόγεια
Προς Μ
065
VII
VII
077 068
VI V 034
IV 066
VII
052
305
302
072 035
VIII
VIII
XVII
064 073
II
014
VIII
062 076
X
016
IX
XIV
ος
Πρ Σού
500μ.
1000μ.
XIII
ν νιο
100μ.
063
I
050
63. Τάφος Ηρώδη Αττικού Γενικά Στοιχεία
ο
Ηρώδης ο Αττικός ήταν περιώνυμος Αθηναίος σοφιστής, από τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης δεύτερης σοφιστικής. Χάρη στα μεγάλα πλούτη του πατέρα του Τίτου Κλαύδιου Αττικού μπόρεσε να σπουδάσει κοντά στους πιο ονομαστούς συγχρόνους του φιλοσόφους και ρήτορες στην Αθήνα και στη Σμύρνη.
Γεννήθηκε περί το 103 μ.Χ. επί Αυτοκράτορα Τραϊανού. Τη μεγάλη του περιουσία κληρονόμησε από τον πατέρα του Αττικό που, όπως λεγόταν, είχε ανακαλύψει κρυμμένο αμύθητο θησαυρό, πλην όμως το μεγαλύτερο μέρος του το διέθεσε σε έργα κοινής ωφελείας. Ο πατέρας του επιμελήθηκε την καλή ανατροφή του γιου του αναθέτοντας σε έξοχους άνδρες της εποχής την εκπαίδευσή του. Έτσι στους δασκάλους του Ηρώδη συγκαταλέγονται ο Θεαγένης ο Κνίδιος, που του δίδαξε διαλεκτική, ο φιλόσοφος Ταύρος ο Τύριος, που τον μύησε στη Πλατωνική φιλοσοφία, καθώς και ο Αθηναίος φιλόσοφος Σεκούνδος. Επίσης δάσκαλοι του υπήρξαν ο εκ Τράλλεων Μουνάτιος, ο σοφιστής Πολέμωνας, και οι φιλόσοφοι Φαβωρίνος και Σκοπελιανός. Έτσι με την παιδεία που έλαβε ο Ηρώδης πολύ γρήγορα εξελίχθηκε ως ένας από τους επιφανέστερους σοφιστές (ρήτορες) της εποχής του και μάλιστα διδάσκαλος όλων των σοφιστών στην εποχή των Αντωνίνων, καθώς ακόμη και των ίδιων των Αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Λευκίου Βέρου. Η ρητορική δεινότητα του Ηρώδη εξαίρονταν μέχρι υπερβολής, με συνέπεια να του αποδίδονται προσωνύμια όπως «γλώσσα Αθηναίων», «Βασιλεύς λόγου» ή «λόγων», «ο εις των δέκα ρητόρων» κ.ά. Κατά τη μαρτυρία του Φιλόστρατου, ο Ηρώδης μπορούσε να απαγγέλλει αυτοσχέδιους λόγους που χαρακτηρίζονταν από χάρη, ευπρέπεια, σαφήνεια και πρωτοτυπία χωρίς εκζητήσεις. [1]
Επί της εποχής των Αντωνίνων ο Ηρώδης ο Αττικός έλαβε μεγάλες τιμές, ανέλαβε Άρχων ( Έπαρχος) πολλών ασιατικών “ελεύθερων πόλεων” και το 143 μ.Χ. Ύπατος. Ως έπαρχος στην Ασία μερίμνησε για την ευημερία των υπό τη διοίκηση του πόλεων και παρακάλεσε τον Αυτοκράτορα να μην εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια την Τρωάδα που στερούνταν υδάτων. Ο Ηρώδης είχε υπολογίσει πως για τη κατασκευή των έργων απαιτούνταν 3 εκατομμύρια δραχμές. Ο Αδριανός ενέκρινε το τεράστιο αυτό ποσό, το οποίο όμως υπερδιπλασιάστηκε μέχρι την ολοκλήρωση των έργων. Αυτό είχε ως συνέπεια να ξεσηκωθούν οι άλλοι διοικητές των ασιατικών περιοχών. Έτσι ο Αδριανός αναγκάσθηκε να γράψει στον Αττικό για τον γιο του Ηρώδη, πως είχε προβεί σε μεγάλη σπατάλη. Τότε ο Αττικός κατέβαλε ο ίδιος το υπόλοιπο ποσό, προκαλώντας έτσι τον θαυμασμό όλων των αρχόντων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Αθηναίοι λαμβάνοντας υπόψη τη δράση, τη παιδεία και ασφαλώς το πλούτο του Ηρώδη, τον εξέλεξαν “επιμελητή” των Παναθηναίων. Ο Ηρώδης διεξήγαγε τη λειτουργία τους με πρωτοφανή λαμπρότητα και πολυτέλεια. Εκείνο που είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση ήταν το ομοίωμα του πλοίου στο οποίο φέρονταν ο πέπλος της Αθηνάς κατά τα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια. Με την επιμέλεια και τη χορηγία του Ηρώδη, το ομοίωμα αντικαταστάθηκε από πραγματικό πλοίο, που ολίσθαινε στη οδό των Παναθηναίων κινούμενο από αφανή μηχανή. Για αυτές τις αλλαγές, αλλά και την επιμέλεια που επέδειξε ο Ηρώδης, οι Αθηναίοι τον τίμησαν με στέφανο για να τον ευγνωμονήσουν. Τότε υποσχέθηκε πως στην επόμενη εορτή των Παναθηναίων (μετά από τέσσερα χρόνια), θα υποδεχόταν όλους τους πολίτες και τους ξένους που θα ερχόντουσαν στην εορτή, καθώς και όλους τους αθλητές που θα λάμβαναν μέρος, μέσα σε ένα μαρμάρινο στάδιο. Την υπόσχεση του αυτή ο Ηρώδης την ολοκλήρωσε μέσα στη ταχθείσα προθεσμία και έκτισε το Παναθηναϊκό Στάδιο.
1. Σημειώνεται ότι περί των αρετών αυτών τίποτα δεν μπορεί να διασταυρωθεί, αφενός γιατί τα περισσότερα από τα συγγράμματα του χάθηκαν και αφετέρου, τα λίγα που διασώθηκαν δεν θεωρούνται γνήσια.
| Η Πόλη των Λόφων |
272
Εκτός όμως των δωρεών και των έργων αυτών ο Ηρώδης έκανε κι άλλες ευεργεσίες, σε πολλές άλλες πόλεις. Με δαπάνη του κτίσθηκε θέατρο στη Κόρινθο και το Ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό. Στο ιερό αφιέρωσε κολοσσιαίο άγαλμα του Ποσειδώνα, άγαλμα της Αμφιτρίτης και σύμπλεγμα τέθριππο, από χρυσό και ελεφαντοστού. Επίσης στους Δελφούς ανήγειρε ολόκληρο στάδιο, ενώ στην Ολυμπία έκτισε υδραγωγείο και έφερε νερό. Στις Θερμοπύλες κατασκεύασε μαρμάρινες ιαματικές κολυμβήθρες, καθώς και άλλα πολλά έργα σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Από την πρώτη του γυναίκα Αλκία, απέκτησε ένα γιο, τον Ηρωδιανό, που πέθανε πρόωρα. Ο Ηρώδης ο Αττικός ήλθε σε δεύτερο γάμο μετά της Αππίας Αννίας Ρηγίλλης, για την οποία και πένθησε υπέρμετρα όταν πέθανε. Πολλοί θεώρησαν το πένθος του αυτό ανειλικρινές, ενώ ο αδελφός της έφθασε στο σημείο να τον κατηγορήσει ως υπαίτιο του θανάτου της. Πιστεύεται πως ο Ηρώδης ο Αττικός έκτισε το περίφημο Ωδείο των Αθηνών στη μνήμη της Ρηγίλλης. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ηρώδης ο Αττικός διέμενε στις επαύλεις του που είχε κτίσει στο Μαραθώνα και στη περιοχή της Κηφισιάς. Εκεί συναντούσε τους φίλους και πολλούς θαυμαστές του με τους οποίους και έκανε σπουδαίες συζητήσεις που περιέγραψε ο Αύλος Γέλλιος στη λατινική, στο έργο του “Αττικαί νύκτες”. Ο Ηρώδης τελικά πέθανε από μαρασμό στην έπαυλή του στο Μαραθώνα το 179 μ.Χ. και ετάφη επί του βορείου λόφου του Παναθηναϊκού Σταδίου. Στο τάφο του χαράχτηκε το επίγραμμα: “ΑΤΤΙΚΟΥ ΗΡΩΔΗΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΟΥ ΤΑΔΕ ΠΑΝΤΑ ΚΕΙΤΑΙ ΤΩΔΕ ΤΑΦΩ ΠΑΝΤΟΘΕΝ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ”
Το μνημείο του Ηρώδη του Αττικού στον λόφο του Αρδηττού, στο επάνω διάζωμα του Παναθηναϊκού Σταδίου. Απεικονίζεται η θέση του σε σχέση με τον λόφο της Ακρόπολης.
65. Ρωμαϊκή Αγορά Γενικά Στοιχεία
μ
ε την εγκατάσταση της Pax Augustea, θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε ανάγκη για συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου, επομένως καταργείται και το κυριότερο στοιχείο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η πρωιμότερη όμως αλλαγή ήταν η μετεγκατάσταση των εμπορικών δραστηριοτήτων της Αρχαίας Αγοράς 100 μ. περίπου ανατολικά, σε έναν άλλο χώρο, ευρύ και επίπεδο, όπου χτίστηκε ένα κτήριο που εισήχθη για πρώτη φορά στην Αθήνα, η Ρωμαϊκή Αγορά ή Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου. Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές δεν αναφέρουν το μνημείο. Είναι μυστήριο πώς ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, που επισκέφθηκε την Αθήνα τον 2ο αι. μ.Χ. και περιέγραψε λεπτομερώς την Αρχαία Αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων, παραλείπει τη Ρωμαϊκή Αγορά καθώς και τα κτήρια στα ανατολικά της. Ίσως ο κύριος σκοπός του ήταν να περιγράψει παλαιότερα οικοδομήματα σχετιζόμενα με την ιστορία, τις λατρείες και τους μύθους της Αθήνας και όχι κτήρια κοσμικά, καθημερινής χρήσεως.
Σύμφωνα με την επιγραφή στο επιστύλιο του δυτικού προπύλου, το κτήριο χτίστηκε με τις δωρεές του Γάιου Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου. Η κατασκευή πρέπει να άρχισε γύρω στο 47 π.Χ. με τη δωρεά του πρώτου, σταμάτησε για ένα διάστημα λόγω ελλείψεως χρημάτων, τα οποία δαπανήθηκαν στους γνωστούς εμφύλιους αγώνες μεταξύ των Ρωμαίων στρατηγών, και ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα, με χρήματα που έδωσε ο ίδιος ο Αύγουστος, επιστρέφοντας από την Ασία το 19 π .Χ., μετά τη νίκη του κατά των Πάρθων. Επί αυτοκράτορας Αδριανού (117-138 μ .Χ.) φαίνεται ότι έγιναν ορισμένες επισκευές και τροποποιήσεις και πλακοστρώθηκε η εσωτερική αυλή με μαρμάρινες πλάκες. Τότε τοποθετήθηκε στην αριστερή πλευρά της κεντρικής διόδου του προπύλου και η στήλη με το ψήφισμα του Αδριανού, το οποίο περιελάμβανε τις διατάξεις σχετικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις των παραγωγών και των εμπόρων λαδιού. Η θέση του ψηφίσματος στην είσοδο της Ρωμαϊκής Αγοράς μαρτυρεί ότι εδώ βρισκόταν η κύρια αγορά λαδιού της πόλης.
Το κτήριο είναι του τύπου του ρωμαϊκού forum. Ορθογώνιο οικοδόμημα (111μ. x 98μ.) με υψηλό περίβολο, χτισμένο από πωροπλίνθους, και υπαίθρια αυλή με στοές στις τέσσερεις πλευρές της. Πίσω από τις στοές υπήρχαν καταστήματα, αποθήκες και γραφεία που στέγαζαν υπηρεσίες της Αγοράς. Έχει δύο πρόπυλα, ένα στη δυτική πλευρά και δεύτερο στην ανατολική. Το δυτικό, δωρικού ρυθμού, από πεντελικό μάρμαρο, είναι γνωστό ως Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, γιατί, σύμφωνα με την επιγραφή στο επιστύλιο της, αφιερώθηκε στην προστάτιδα θεά της πόλεως από το δήμο των Αθηναίων, επί άρχοντος Νικίου (11-10 π.Χ.). Το ανατολικό πρόπυλο είναι ιωνικό με αρράβδωτους κίονες από γκρίζο μάρμαρο Υμηττού, βάσεις και κιονόκρανα από λευκό πεντελικό μάρμαρο. Κανένα από τα δύο πρόπυλα δεν βρίσκεται στον άξονα του κτηρίου. Στο μέσον της νότιας πλευράς μια κρήνη εξασφάλιζε πόσιμο νερό στο κοινό της Αγοράς.
Η Ρωμαϊκή Αγορά είναι μια κατασκευή ανεξάρτητη από την Αρχαία Αγορά, που χωροθετήθηκε όμως σε συσχετισμό με αυτήν, καθώς και με τους προϋπάρχοντες αρχαίους δρόμους. Το μνημειώδες δυτικό πρόπυλο της τοποθετήθηκε στην απόληξη της “πλατείας οδού” [1] που ερχόταν από την Αρχαία Αγορά, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Μετά την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ. και τον περιορισμό της πόλης μέσα στο υστερορωμαϊκό τείχος, το εμπορικό και διοικητικό κέντρο της Αθήνας μεταφέρθηκε από την Αρχαία Αγορά στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο χτίστηκαν εδώ οικίες, εργαστήρια και εκκλησίες [2] που κατεδαφίστηκαν. Την εποχή της Τουρκοκρατίας στο βόρειο μέρος χτίστηκε το Φετιχιέ Τζαμί ή Τζαμί του Πορθητού (1456), επάνω σε λείψανα μεγάλης τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, όπως και πολλά ακόμα οθωμανικά κτήρια.
1.
Στο τέρμα του δρόμου δέσποζε η Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς με το έφιππο άγαλμα του Λουκίου Καίσαρα, εγγονού του Αυγούστου, στην κορυφή του αετώματος ως ακρωτήριο, που δεν σώζεται σήμερα, ωστόσο οι περιηγητές είδαν το ενεπίγραφο βάθρο του και το απεικονίζουν σε χαλκογραφίες.
2. Κυριότερες εκκλησίες εξ' αυτών: των Ταξιαρχών (σήμερα Παναγία Γρηγορούσα), του Προφήτη Ηλία και της Σωτείρας της Παζαρόπορτας.
| Η Πόλη των Λόφων |
274
Η Ρωμαϊκή Αγορά, και πιο συγκεκριμένα, το ανατολικό πρόπυλο μαζί με το Ορολόγιον του Κυρρήστου και τον Μενδρεσέ, εν έτει 1880.
Το Ανατολικό και το Βόρειο περιστύλιο της αγοράς. Στο βάθος διακρίνεται και το Φετιχιέ Τζαμί, το οποίο “επισκιάζει” τα απομεινάρια της Βιβλιοθήκης του Αδριανού.
66. Ωδείο Ηρώδου Αττικού Γενικά Στοιχεία
τ
ο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (ή Ηρώδειο, όπως έχει επικρατήσει) είναι αρχαίο ωδείο της ρωμαϊκής περιόδου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών. Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ.. Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν κατά κύριο λόγο οι μουσικές εκδηλώσεις και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε Ωδείο. Η ανάγκη της ανέγερσής του προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ωδείου που είχε κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του Αυγούστου, τον Αγρίππα, περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή, που είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ.. Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό είχε 32 σειρές από μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητα του ήταν της τάξης των 5000 θεατών. Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα. Το σκηνικό βρισκόταν υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα, σε ύψος 28 μέτρων. Το ωδείο ήταν στεγασμένο με ξύλινη οροφή από ξύλο κέδρου, χωρίς κανένα εσωτερικό υποστύλωμα. Το εν λόγω Ωδείο λειτούργησε μόνο για έναν αιώνα, δεδομένου ότι το 267 μ.Χ. πολλά οικοδομήματα της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς. Επίσης αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης.
1.
Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας. Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης "Βασιλείου Πύλης" ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής. Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα. Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους όσοι επισκέπτονταν τα ερείπια του Ωδείου δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ποιο κτήριο ήταν αυτό. Άλλοι το περιέγραψαν ως ανάκτορα του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, άλλοι ως το "Διδασκαλείο του Αριστοτέλη", ενώ το 1575 ο Ναυπλιώτης λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το θεωρούσε ως την "Ακαδημία του Αριστοτέλη". Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764, σε μια περίοδο κατά την οποία ο εσωτερικός χώρος του Ηρωδείου ήταν σπαρμένος με κριθάρι. Επί οθωμανικής κυριαρχίας το εναπομείναν κτήριο ενσωματώθηκε μαζί με τη Στοά Ευμένους στο Τείχος του Χασεκή, αποτελώντας οχυρωματικό έργο, τον λεγόμενο “Σερπετζέ”. [1] Η πρώτη ανασκαφή έγινε το 1848 παρουσία του Βασιλέα Όθωνα, από τους Κ. Πιττάκη και Α. Ραγκαβή. Η εκκένωση του Ωδείου από τις επιχώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα ερείπια και έφθαναν τα 15 μ. ύψος, ξεκίνησαν από τον Πιττάκη το 1857. Η σοβαρή αναστήλωση άρχισε τμηματικά στη δεκαετία του '50 με σχέδια που κατά κύριο μέρος είχε συντάξει ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος, αμέσως μετά την αποχώρηση του από την υπηρεσία. Με τη σταδιακή και τμηματική αναστήλωση κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί όλο το αρχαίο αυτό οικοδόμημα. Οι θέσεις των θεατών επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο και η ορχήστρα με πλάκες από μάρμαρο Υμηττού.
Σημειώνεται πως από τα τόξα του Ωδείου κατάφερε ο φιλέλληνας Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος να εισέλθει στην Ακρόπολη, τον Δεκέμβριο του 1826, όταν την πολιορκούσαν οι Τούρκοι, προκειμένου να βοηθήσει τους πολιορκημένους Έλληνες.
| Η Πόλη των Λόφων |
276
Το μνημείο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, θαμμένο κάτω από τόνους χώματος, ατενίζει τον λόφο του Φιλοπάππου.
Το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού, λίγο μετά τις πρώτες απόπειρες αποκατάστασης του, το 1864. Στο βάθος διακρίνονται ο Άγιος Δημήτριος ο Λουμπαρδιάρης και το δημόσιο κτίριο λουτρών ή, κατά άλλους, το αρχαίο δεσμωτήριο (φυλακές του Σωκράτη).
68. Oρολόγιον του Κυρρήστου Γενικά Στοιχεία
σ
την ανατολική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς βρίσκεται το Ωρολόγιο του Κυρρήστου, αλλιώς γνωστό και ως ο Πύργος των Ανέμων ή οι Αέρηδες. Κατασκευάστηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρρο της Μακεδονίας, πιθανόν στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. Το αναφέρει ο Ουάρρων το 37 π.Χ. και ο Βιτρούβιος το 27 π.Χ., ενώ ο Παυσανίας το παραλείπει. Όπως φαίνεται, ήταν το πρώτο κτήριο που κατασκευάστηκε στην περιοχή, πριν ακόμη χτιστεί η Ρωμαϊκή Αγορά. Κατά τον J. Freeden μάλιστα πρέπει να χτίστηκε πολύ πριν, ίσως το 2ο αιώνα π.Χ.
Πρόκειται για οκταγωνικό πύργο από πεντελικό μάρμαρο πάνω σε βάση με τρεις βαθμίδες. Έχει κωνική στέγη, ένα κυλινδρικό πρόσκτισμα στη νότια πλευρά και δύο πρόπυλα. Στην κορυφή της στέγης ένας χάλκινος ανεμοδείκτης, που σήμερα δεν σώζεται, έδειχνε την κατεύθυνση των ανέμων, οι οποίοι [1] εικονίζονται προσωποποιημένοι, ανάγλυφοι στο άνω μέρος κάθε πλευράς. Σε κάθε πλευρά, κάτω από τις παραστάσεις των ανέμων είναι χαραγμένες ακτίνες ηλιακών ρολογιών. Για τις ανήλιες μέρες και τις νύχτες λειτουργούσε στο εσωτερικό του πύργου υδραυλικό ρολόι με νερό που κατέβαινε από τις πηγές της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης.
Τον τρόπο λειτουργίας του αναπαράστησαν με βάση τις περιγραφές άλλων αρχαίων υδραυλικών ρολογιών οι J. Noble και D. De Solla Price [2], αλλά η αναπαράσταση αυτή δεν είναι πλέον αποδεκτή, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες του H. Kienast που μελετάει συστηματικά το μνημείο ως αρχιτεκτόνημα, και σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, αστροφυσικούς, προσπαθεί να αποκαταστήσει τον ορθό τρόπο λειτουργίας του. Το κτήριο αυτό λειτουργούσε σαν ένας μετεωρολογικός σταθμός της εποχής. Ήταν πολύ σημαντικό για τους εμπόρους της γειτονικής αγοράς να γνωρίζουν την ακριβή ώρα και τους ανέμους, ώστε να μπορούν να υπολογίσουν πότε περίπου θα έφθαναν στον τόπο προορισμού τους τα προϊόντα που στάλθηκαν δια θαλάσσης. Ο Πύργος των Ανέμων κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (5ος αι. μ.Χ.) μετετράπη σε βαπτιστήριο κάποιας γειτονικής εκκλησίας, ενώ έξω από την είσοδο του υπήρχε χριστιανικό κοιμητήριο, όπως έδειξαν οι ανασκαφές. Τον 18ο αι. χρησιμοποιήθηκε ως τεκές των Τούρκων δερβίσηδων, ο λεγόμενος τεκές του Μπραϊμη. Τον 19ο αι. χρησίμευσε προσωρινά ως αποθήκη ευρημάτων των πρώτων ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
1. Τα ονόματα των αρχαίων ανέμων (τα οποία και είναι χαραγμένα κάτω από το γείσο) είναι τα εξής: Βορέας, Καικίας, Απηλιώτης, Εύρος, Νότος, Λίψ, Ζέφυρος και Σκίρων. 2. Ο Price έχει διατυπώσει αρκετές θεωρίες σε σχέση και με τη λειτουργία του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, αρκετές από αυτές εσφαλμένες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, έδωσε το έναυσμα για να γίνουν εκτενέστερες μελέτες. | Η Πόλη των Λόφων |
278
Οι Αέρηδες και η γύρω περιοχή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Για τις μελλοντικές ανασκαφές κρίθηκε απαραίτητο να κατεδαφιστούν όλες οι κατοικίες και τα καταστήματα του Σταροπαζάρου. Στον λόφο της Ακρόπολης διακρίνεται το “Kάστρο”.
Η “αθέατη” πλευρά του οικοδομήματος του Κυρρήστου, με την μικρή δεξαμενή συλλογής υδάτων. Ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που επιδεικνύει πως ο μηχανισμός του ρολογιού ήταν υδραυλικός. Η τροφοδοσία του γινόταν από τις πηγές του λόφου της Ακρόπολης.
70. Ωδείο Αγρίππα | 284. Αγάλματα Τριτώνων & Γιγάντων Γενικά Στοιχεία
τ
ο σημαντικότερο από τα νέα αυγουστιανά μνημεία της Αθήνας ήταν το Ωδείο του Αγρίππα ή Αγρίππειο, που χτίστηκε στην Αρχαία Αγορά σε επαφή και κάθετα προς το άνδηρο της Μεσαίας Στοάς. Το κτήριο αυτό, που προοριζόταν αρχικά για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν υπερβολικά ογκώδες για το χώρο και την κλίμακα των γύρω μνημείων και παρουσιάζει πρωτόγνωρα για την Αττική χαρακτηριστικά, σαφώς ρωμαϊκά, τόσο ως προς τη μορφή του, όσο και ως προς την αξονική τοποθέτηση του στο μέσον της πλατείας της Αγοράς, σε θέση δεσπόζουσα, πάνω στην οδό των Παναθηναίων. Έχει ορισμένες ομοιότητες με το Βουλευτήριο της Μιλήτου του 2ου αι. π.Χ. στην εσωτερική διαρρύθμιση και στην εξωτερική μορφολογία, αλλά κυρίως παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το κλειστό θέατρο της Πομπηίας (80-75 π.Χ.). Στο Αγρίππειο είναι σαφής η αλληλεπίδραση αρχιτεκτονικών ιδεών και τεχνικών Ανατολής και Δύσης. Η κατασκευή του Ωδείου αποδίδεται στον Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα, γαμπρό του Αυγούστου, που επισκέφθηκε την Αθήνα το 15 π.Χ. κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στην Ανατολή. Για το έργο του αυτό ο Αγρίππας τιμήθηκε από τους Αθηναίους με άγαλμα που στήθηκε πάνω σε υψηλό βάθρο μπροστά τα Προπύλαια της Ακρόπολης. Τα ερείπια και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του Ωδείου, που ανασκάφηκαν από τους Αμερικανούς Αρχαιολόγους μεταξύ 1934-36, επιτρέπουν την αναπαράσταση του. Πρόκειται για μεγάλο ορθογώνιο κτήριο, με περιμετρικές στοές. Το κεντρικό μέρος του περιλαμβάνει επιμήκη ορθογώνια σκηνή, ορχήστρα και αμφιθεατρικό auditorium, σε σχήμα τετάρτου κύκλου, που χωρούσε 1.000 θεατές.
Η είσοδος προς το χώρο της σκηνής γινόταν από ένα τετράστυλο πρόπυλο στη βόρεια πλευρά, ενώ η πρόσβαση στο auditorium και τις στοές βρισκόταν στη νότια πλευρά σε ψηλότερο επίπεδο και συγκεκριμένα στο άνδηρο της Μεσαίας Στοάς. Η σκηνή και η ορχήστρα ήταν διακοσμημένες με πολύχρωμα μάρμαρα και γλυπτό κλασικιστικό διάκοσμο. Δίρριχτη στέγη στέγαζε χωρίς εσωτερικά υποστυλώματα το κεντρικό μέρος του κτηρίου, το οποίο υψωνόταν σαν ανεξάρτητη κατασκευή πάνω από τη μονόριχτη στέγη της περιμετρικής στοάς. Η τελευταία στηριζόταν στις τρεις πλευρές (βόρεια, ανατολικά και δυτικά) πάνω σε σειρά ισχυρών πεσσών που προεξείχαν εσωτερικά και εξωτερικά από τους τοίχους, σχηματίζοντας παραστάδες με κορινθιακά επίκρανα. Το auditorium φωτιζόταν από τα παράθυρα που υπήρχαν ανάμεσα στις παραστάδες, καθώς και από δύο ανοιχτές κιονοστοιχίες στη νότια πρόσοψη που βρισκόταν σε ψηλότερο επίπεδο. Τα κιονόκρανα ήταν κορινθιακού ρυθμού με περίτεχνα φύλλα άκανθας. Γύρω στο 150 μ.Χ. το κτήριο ανακατασκευάστηκε και τροποποιήθηκε, όταν η στέγη του κατέρρευσε. Το auditorium περιορίστηκε στο ήμισυ με την προσθήκη ενός εγκάρσιου τοίχου, ενώ στη βόρεια πρόσοψη προστέθηκε σειρά έξι κολοσσικών αγαλμάτων, τριών Γιγάντων με ουρά φιδιού και τριών Τριτώνων με ουρά ψαριού, που αντιγράφουν ανδρικές αετωματικές μορφές του Παρθενώνα. Τότε χρησιμοποιήθηκε το Αγρίππειο συστηματικά ως αίθουσα διδασκαλίας και διαλέξεων φιλοσόφων και σοφιστών, όπως προκύπτει από δύο αναφορές του αρχαίου συγγραφέα Φιλοστράτου. Τρία από τα πιο πάνω κολοσσικά αγάλματα, που βλέπει κανείς σήμερα στην Αγορά, ανήκουν στην πρόσοψη ενός μεγάλου κτηριακού συγκροτήματος που χτίστηκε λίγο μετά το 400 π.Χ. και κατέλαβε το χώρο του Αγρίππειου αλλά και μέρος της Μεσαίας Στοάς νοτιότερα.
| Η Πόλη των Λόφων |
282
Επάνω διακρίνεται το περίγραμμα του Ωδείου του Αγρίππα, το οποίο δύο αιώνες αργότερα μετατράπηκε σε Γυμνάσιο της Αγοράς του Σόλωνος από τους Ρωμαίους. Χαρακτηριστικό στοιχείο του μνημείου: τα Αγάλματα των Τριτώνων και των Γιγάντων της κεντρικής εισόδου. Σήμερα σώζονται μόνο τρία από αυτά.
Το πρώτο άγαλμα (κοιτώντας από αριστερά προς τα δεξιά) του μνημείου, με τη χαρακτηριστική ουρά φιδιού.
71. Ναός Ρώμης & Αυγούστου Γενικά Στοιχεία
σ
την Ακρόπολη το μόνο οικοδόμημα που χτίστηκε την Ρωμαϊκή περίοδο ήταν ο ναός της Ρώμης και του Αυγούστου, ενώ έγιναν επισκευές στο Ερεχθείο, που είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Οι αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν με το τελευταίο έργο εντυπωσιάστηκαν και μιμήθηκαν το ρυθμό και το διάκοσμο του, όχι μόνον στην Αθήνα αλλά και στη Ρώμη. Ο μικρός ιωνικός ναός της Ρώμης και του Αυγούστου, χτίστηκε γύρω στο 19 π.Χ. Η λατρεία της Ρώμης είχε εισαχθεί στην Αθήνα πολύ παλαιότερα, ενώ η λατρεία του Αυγούστου μαρτυρείται από τους πολλούς ενεπίγραφους βωμούς που έχουν βρεθεί σε διάφορα μέρη της Αθήνας, ιδίως στην Αγορά και την περιοχή γύρω από αυτήν.
Ο ναός ήταν κυκλικός, διαμ. 8,60 μ. περίπου, κατασκευασμένος από πεντελικό μάρμαρο, με εννέα ιωνικούς κίονες. Αν και δεν αναφέρεται από τον Παυσανία, οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι η ακριβής θέση του πρέπει να είναι εκεί όπου βρέθηκε το ενεπίγραφο επιστύλιο και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, στον κατά μήκος άξονα του Παρθενώνα. Η αξονική τοποθέτηση του είναι χαρακτηριστική της ρωμαϊκής πρακτικής, ανάλογη με εκείνην του ναού του Άρη στην Αρχαία Αγορά. Έχει διάκοσμο που μιμείται αυτόν του Ερεχθείου, αλλά με σαφείς διαφορές στις λεπτομέρειες. Είναι πιθανόν η επισκευή του Ερεχθείου και ο ναός της Ρώμης και του Αυγούστου να είναι έργο του ίδιου αρχιτέκτονα.
Στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης έγιναν ορισμένες επισκευές σε μνημεία που είχαν υποστεί καταστροφές από τον Σύλλα. Στη θέση του Ασκληπιείου, που είχε ιδρυθεί στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., χτίστηκε ένας νέος ναός που, σύμφωνα με την επιγραφή στο επιστύλιο του, είχε αφιερωθεί στον Ασκληπιό, στην Υγεία και στον Αύγουστο Καίσαρα, ενώ λίγο αργότερα χτίστηκε μια μικρή στοά ακριβώς ανατολικά του προπύλου, νότια από το ναό. Στο Θέατρο του Διονύσου, που διαμορφώθηκε σταδιακά μεταξύ του 6ου και του 4ου αι. π.Χ., έγιναν μικρής έκτασης επεμβάσεις. Την εποχή του Αυγούστου χρονολογούνται οι μαρμάρινοι θρόνοι που προορίζονταν για τον ιερέα του Αυγούστου, καθώς και για τους ιερείς του Δήμου, των Χαρίτων και της Ρώμης. Αργότερα στη θέση της απλής ορθογώνιας σκηνής με τα προέχοντα παρασκήνια του 4ου αι. π.Χ. ορθώθηκε νέα μεγάλη διώροφη, που αφιερώθηκε στον Νέρωνα και τον Διόνυσο, όπως μαρτυρεί επιγραφή σε τμήμα του επιστυλίου της (61-62 μ.Χ.). Η σκηνή επεκτάθηκε προς την ορχήστρα, η οποία έχασε μέρος της αρχικής της έκτασης, από κυκλική έγινε πεταλόσχημη και κοσμήθηκε με πολύχρωμα μάρμαρα. Μετά το θάνατο του Αυγούστου τα έργα που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα ήταν πολύ λιγότερα, μέχρι τελικά να φτάσουμε στην καταστροφή της πόλης από τους Έρουλους.
| Η Πόλη των Λόφων |
284
Αναπαράσταση του μικρού κυκλικού ναού που ήταν αφιερωμένος στον Αύγουστο και στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, της Ρώμης και η θέση του σε σχέση με τον Παρθενώνα.
Σωζόμενο τμήμα της ενεπίγραφης στέγασης του ναϊσκου, όπου αναφέρεται ο Αύγουστος, καθώς και η τιμώμενη θεότητα του λόφου της Ακρόπολης, η Πολιάδα Μεγίστη Αθηνά.
74. Βιβλιοθήκη Αδριανού Γενικά Στοιχεία
τ
ο σπουδαιότερο Αδριάνειο έργο, σε πολιτιστικό επίπεδο, πρέπει να ήταν η Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για ιδίου προσανατολισμού και ιδίων, περίπου, διαστάσεων κτίριο με τη Ρωμαϊκή Αγορά, που χτίστηκε κατά τη διάρκεια του τρίτου ταξιδιού του αυτοκράτορα, γύρω στο 132 μ.Χ. Είναι ένα ορθογώνιο περίκλειστο κτίριο, διαστάσεων 122 x 82μ. με υψηλό περίβολο [1] και μεγάλη υπαίθρια αυλή, που περιβάλλεται από στοές στις τέσσερις πλευρές της . Έχει μία μόνον είσοδο με πρόπυλο στη δυτική πλευρά. Οι τέσσερις κίονες του προπύλου είναι ραβδωμένοι, κορινθιακού ρυθμού, από φρύγιο μάρμαρο. Σήμερα βρίσκεται στη θέση του ο βόρειος μόνον κίονας. Από την πρόσοψη σώζεται μόνον η βόρεια πτέρυγα. Μπροστά από το λευκό αυτό τοίχο υψώνονται αράβδωτοι κίονες επάνω σε υψηλά βάθρα από μάρμαρο Καρύστου. Κατά τον πρώτο μελετητή του μνημείου Sisson πάνω από κάθε προέχοντα κίονα, πιθανόν υπήρχαν αγάλματα. Η διαμόρφωση της πρόσοψης, παρά τα στοιχεία που θυμίζουν μικρασιατικά πρότυπα, διακρίνεται για τις καθαρές επιφάνειες χωρίς περιττό διάκοσμο, σαφώς αποτέλεσμα της επίδρασης της κλασικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας. Ο υψηλός περίβολος είναι χτισμένος από πωροπλίνθους κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα. Η Βιβλιοθήκη στεγαζόταν στο κεντρικό τμήμα της ανατολικής πλευράς που ήταν διώροφο, με εσωτερική περιμετρική γαλαρία (πατάρι) στο δεύτερο όροφο. Οι ρόλοι των παπύρων φυλάσσονταν σε ξύλινες θήκες ή ντουλάπια με ράφια (armaria), που ήταν τοποθετημένα σε συμμετρικά διατεταγμένες κόγχες των τοίχων. Οι δύο αίθουσες εκατέρωθεν της Βιβλιοθήκης πρέπει να λειτουργούσαν ως αναγνωστήρια, ενώ οι δύο μεγάλες γωνιακές, με σειρές εδράνων σε καμπύλη διάταξη, ήταν αίθουσες διαλέξεων (auditoria).
1.
Σε κάθε μακριά πλευρά του μνημείου υπάρχουν τρεις προεξέχουσες κόγχες, δύο ημικυκλικές (εξέδρες) και μία ορθογώνια (οίκος). Οι κόγχες, ήταν στεγασμένες αλλά ανοιχτές προς το περιστύλιο και την αυλή, αποτελούσαν χώρους μελέτης, διδασκαλίας και αναπαύσεως, γιατί η Βιβλιοθήκη ήταν παράλληλα κέντρο εκπαιδεύσεως και χώρος διημερεύσεως των Αθηναίων της εποχής. Η κεντρική αυλή του ήταν διαμορφωμένη σε κήπο, με μεγάλη στενόμακρη δεξαμενή στο μέσον. Δυτικά, μπροστά στο μνημείο εκτεινόταν μεγάλη εξωτερική αυλή, σε πλάτος 22 μ. τουλάχιστον, στρωμένη με μαρμάρινες ορθογώνιες πλάκες. Το σχήμα του μνημείου παρουσιάζει ομοιότητα με τον Templum Pacis στη Ρώμη και το Trajaneum στην Italica της Ισπανίας, γενέτειρα των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού. Η διαφορά έγκειται στο ότι εδώ δεν υπάρχει ναός για την αυτοκρατορική λατρεία. Οι περισσότεροι μελετητές πιστεύουν πως τα βιβλία φυλάσσονταν στο κεντρικό κτήριο, ενώ η αυτοκρατορική λατρεία ενδεχομένως λάμβανε χώρα στο λεγόμενο Πάνθεον, που βρισκόταν σε ελάχιστη απόσταση ανατολικά της Βιβλιοθήκης. Το 267 μ.Χ. κατά την επιδρομή των Ερούλων το κτήριο υπέστη καταστροφές. Δέκα χρόνια αργότερα ενσωματώθηκε στο λεγόμενο Υστερορωμαϊκό τείχος της πόλης. Στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. το εσωτερικό περιστύλιο και οι αίθουσες επισκευάστηκαν από τον Ύπαρχο του Ιλλυρικού Ερκούλιο (407-412 μ.Χ.). Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι τότε, επιχώστηκε η κεντρική δεξαμενή και στη θέση της χτίστηκε το μνημειώδες τετράκογχο κτήριο, που ήταν παλαιοχριστιανική εκκλησία και μάλιστα η πρώτη στην Αθήνα. Ωστόσο άλλοι μελετητές θεωρούν ότι το τετράκογχο πρέπει να χτίστηκε αργότερα, το δεύτερο τέταρτο του 5ου αι., από την αυτοκράτειρα Ευδοκία , πρώην Αθηναΐδα, σύζυγο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β'.
Ο Πλούταρχος το αναφέρει στο βιβλίο του “Αττικά” ως “το κτίριο με τους 100 κίονες από μάρμαρο Φρυγίας, που έχει αίθουσες με πολύχρωμες οροφές, αλαβάστρινους τοίχους και αγάλματα. Μέσα σε αυτό φυλάσσονται τα βιβλία”.
| Η Πόλη των Λόφων |
286
Τον 6ο αιώνα μ.Χ. το τετράκογχο καταστράφηκε και στα ερείπια του χτίστηκε τον 7ο αι. μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που ενσωμάτωσε το παλαιότερο οικοδόμημα [2]. Αυτό όμως κάηκε τον 11ο αι. Στην ίδια θέση ανεγέρθη τον 12ο αι. μια απλή, μονόκλιτη βασιλική, η λεγόμενη Μεγάλη Παναγιά, η οποία ήταν η πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας. Τον 12ο αι. επίσης χτίστηκε σε επαφή με τμήμα της πρόσοψης του μνημείου μια άλλη εκκλησία, σταυροειδής με τρούλο, του “Αγίου Ασώματου στα Σκαλιά” που ανήκε στην οικογένεια Χαλκοκονδύλη. Ο μικρός αυτός ναϊσκος καταστράφηκε το 16ο αι. αλλά ξαναχτίστηκε και ανακαινίστηκε. Στη δεύτερη αυτή φάση ανήκει και η τοιχογραφία με παράσταση της μέλλουσας κρίσης, που σώζεται στο άνω μέρος του μαρμάρινου τοίχου της πρόσοψης της Βιβλιοθήκης. Ο ναός κατεδαφίστηκε οριστικά το 1849. Λόγω των αλλεπαλλήλων προσθηκών, μετασκευών και οικοδομήσεων κατά τη μεταβυζαντινή εποχή και ιδίως κατά την Τουρκοκρατία, η αρχική μορφή της Βιβλιοθήκης αλλοιώθηκε τόσο, με αποτέλεσμα οι διάφοροι περιηγητές που την επισκέφθηκαν να μην αναγνωρίζουν για ποιο μνημείο πρόκειται. Μόλις στις αρχές του 19ου αι. (1816) ταυτίστηκαν τα σωζόμενα κατάλοιπα του μνημείου από τον Άγγλο περιηγητή W.Μ. Leake ως το οίκημα που αναφέρει ο Παυσανίας. Στον ίδιο χώρο τον 17ο αι. μ.Χ. βρισκόντουσαν το Βοϊβοδαλίκι (Διοικητήριον), το Κουσέγιο (Δημογερόντιον) και φυσικά το Παζάρι. Η κύρια πύλη του παζαριού είναι από την οδό Πανδρόσου και εντός του χώρου μπορούσε κανείς να βρει, όχι μόνο εμπόρους, αλλά καφενεία και τεκέδες και μια κεντρική οδό που οδηγούσε στον λόφο της Ακρόπολης (σε συνέχεια της σημερινής οδού Πανός).
2. Είναι πιθανό η Αυτοκράτειρα Ευδοκία να έχτισε ένα τόσο λαμπρό οικοδόμημα για να δείξει ότι ο χριστιανισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας.
Τμήμα του τοίχους του ανατολικού κτίσματος, όπως σώζεται σήμερα. Σε αυτή τη πλευρά ήταν η κυρίως πτέρυγα, με τους παπύρους και το αρχείο, της βιβλιοθήκης. Στο βάθος διακρίνεται το Τζαμί Τζισδαράκη στην πλατεία Μοναστηρακίου.
75. Αδριάνειο Υδραγωγείο | 283. Δεξαμενή Γενικά Στοιχεία
τ
ο Αδριάνειο υδραγωγείο κατασκευάστηκε μεταξύ 125-140 μ.Χ., υπό τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό και ήταν το κύριο υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας για περίπου 18 αιώνες από την κατασκευή του. Συγκέντρωνε νερά από τις νοτιοανατολικές πλαγιές της Πάρνηθας και τις βορειοδυτικές της Πεντέλης. Αυτό το υδραγωγείο αποτελούνταν από σύμπλεγμα κυρίως υπόγειων σηράγγων [1], αμέτρητων πηγαδιών και πολλών διακλαδώσεων, συγκέντρωνε και τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό την πόλη των Αθηνών. Η διατομή των σηράγγων είχε σχήμα όρθιου ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, με το άνω τμήμα στρογγυλευμένο σε ημικύκλιο. Το ύψος τους έφτανε τα 1,60 και το πλάτος τα 0,70 μέτρα. Η δεξαμενή του Αδριανού ολοκληρώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον διάδοχο του στον θρόνο, Ευσέβη. Ο κλάδος της Πάρνηθας φαίνεται ότι είχε αρχικά δύο σκέλη, το δυτικό που ξεκινούσε από το Μετόχι της Αγ. Τριάδας (η ύπαρξη, πάντως, του σκέλους αυτού αμφισβητείται από κάποιους μελετητές) και το βόρειο που ξεκινούσε από το φαράγγι Αμπούλθι στη Δεκέλεια. Το υδραγωγείο κατέβαινε μέσα από τα κτήματα Βαρυμπόμπη, προχωρούσε προς την οδό Δεκελείας, με παράλληλη πορεία προς την κοίτη του Κηφισού ποταμού, συνέχιζε προς τη Μεταμόρφωση, διέσχιζε το Ν. Ηράκλειο, έβγαινε στη Λεωφ. Κηφισίας, περνούσε από την κυκλική δεξαμενή Χαλανδρίου, ανέβαινε στις υπώρειες Υμηττού, και πάλι διέσχιζε τη Λ. Κηφισίας και τους Αμπελόκηπους, καταλήγοντας στη μεγάλη δεξαμενή του Λυκαβηττού. Ο Πεντελικός κλάδος ξεκινούσε λίγο βορειοανατολικότερα της πλατείας Αγίας Τριάδας Παλαιάς Πεντέλης φερόμενος προς Χαλάνδρι και, ενωνόμενος με τον κλάδο της Πάρνηθας, κατέληγε και αυτός στη δεξαμενή του Λυκαβηττού. Καθ' όλο το μήκος της διαδρομής των κύριων κλάδων είχαν κατασκευαστεί μικρότερα βοηθητικά υδραγωγεία που συνεισέφεραν ύδατα στους κεντρικούς αγωγούς.
Ως προς τον τρόπο κατασκευής, αρχικά διανοίγονταν ανά 35-40 μέτρα κατά μήκος της χαραγμένης διαδρομής κατακόρυφα πηγάδια (φρέατα). Στη συνέχεια, από κάθε τέτοιο πηγάδι ξεκινούσε η διάνοιξη της σήραγγας και προς τις δύο κατευθύνσεις. Η μέθοδος αυτή επιτάχυνε κατά πολύ τους ρυθμούς διάνοιξης των σηράγγων, ενώ τα φρέατα παρείχαν αερισμό και φωτισμό, διευκολύνοντας ταυτόχρονα και την απομάκρυνση των προϊόντων της εκσκαφής. Η διαδρομή των σηράγγων φυλασσόταν μυστική, ενώ, μετά τη διάνοιξη κάθε τμήματος, τα στόμια των φρεάτων σκεπάζονταν και παραλλάσσονταν ώστε να μη διακρίνονται, ακόμα κι από μικρή απόσταση. Κατά τον τρόπο αυτό λαμβάνονταν προφυλάξεις για το ενδεχόμενο εσκεμμένης μόλυνσης του νερού, είτε ως αποτέλεσμα δολιοφθοράς είτε κατά τη διάρκεια τυχόν πολιορκίας της πόλης από κάποιον εχθρό. Κατά τη βυζαντινή εποχή, τη φραγκοκρατία και την τουρκοκρατία, όχι μόνο δεν κατασκευάστηκε κάποιο άλλο αξιόλογο έργο υδροδότησης της πόλης, αλλά και το ήδη υπάρχον δίκτυο αφέθηκε δίχως συντήρηση, ή και καταστράφηκε σε αρκετά του τμήματα. Έτσι, η λήξη της τουρκοκρατίας βρήκε την Αθήνα να αντιμετωπίζει έντονο υδροδοτικό πρόβλημα, με το λιγοστό νερό που ανάβλυζε από κάποια σημεία να είναι βρώμικο και μολυσμένο. Οι σήραγγες του Αδριάνειου υδραγωγείου είχαν αποφραχθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος από λάσπη ή κατάρρευση των τοιχωμάτων τους, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι κάτοικοι να καταφεύγουν στην άντληση νερού από πηγάδια. Τη δεκαετία του 1840, μηχανικοί του Δήμου Αθηναίων αναζήτησαν και ανακάλυψαν τις σήραγγες του Αδριάνειου υδραγωγείου. Ξεκίνησαν τότε εργασίες καθαρισμού των σηράγγων, με ταυτόχρονη ανακατασκευή των περισσοτέρων φρεάτων. Οι εργασίες αυτές συνεχίστηκαν επί πολλές δεκαετίες και αποκατέστησαν σταδιακά τη λειτουργία του υδραγωγείου σε μεγάλο βαθμό.
1. Οι σήραγγες ήταν αλλού λαξευμένες μέσα σε βράχο και αλλού πλινθόκτιστες, οι οποίες έφταναν σε βάθη 10 έως 40 μέτρων από την επιφάνεια του εδάφους και είχαν συνολικό μήκος γύρω στα 25 χιλιόμετρα.
| Η Πόλη των Λόφων |
288
Μόλις το 1870 ανακαλύφθηκε και η δεξαμενή του Κολωνακίου, σημείο κατάληξης των αρχαίων αγωγών μεταφοράς νερού στην πόλη. Τη συντήρηση του Αδριάνειου υδραγωγείου την ανέλαβε η αμερικανική εταιρία ULEN. Όμως το 1931, με την κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα και την αποπεράτωση της σήραγγας του Μπογιατίου, η βασική πηγή, καθώς και η κύρια αρτηρία μεταφοράς νερού προς την πόλη άλλαξαν. Το Αδριάνειο υδραγωγείο σύντομα έπαψε να συντηρείται, και απλά εξακολούθησε να λειτουργεί συμπληρωματικά, μέχρι που σταδιακά εγκαταλείφθηκε εντελώς. Όπως αναφέρει ο Ερν. Τσίλλερ η αρχαία δεξαμενή καλύφτηκε με νέο θόλο γιατί ο παλιός είχε καταρρεύσει. Τα επόμενα χρόνια μια νέα δεξαμενή φτιάχτηκε στον χώρο πλησίον της παλιάς για να ενισχύει το δίκτυο ύδρευσης του κέντρου της Αθήνας. Οι σιδερένιοι σωλήνες ακόμα και σήμερα διαμοιράζουν το νερό από αυτήν στα σπίτια [2]. Ο Κώστας Βάρναλης [3] στα απομνημονεύματα του γράφει: “Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ' αστράμματα του, τον καλύτερον εαυτό μου… Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία. Οι λεύκες της ψηλές και ρωμαλέες από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά. Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε”.
2. Κάθε χρόνο, ανήμερα τα Θεοφάνεια, η Δεξαμενή στο Κολωνάκι έχει την τιμητική της στον Αγιασμό των Υδάτων, ως της μόνης που διατηρείται στο κέντρο της Αθήνας. 3. Η δεξαμενή έδωσε το όνομα της όχι μόνο στην άνω πλατεία του Κολωνακίου αλλά και στο ιστορικό καφενείο πλησίον της. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Σουρής, ο Παπαδιαμάντης, ο Κονδυλάκης, ο Βάρναλης και ο Καζαντζάκης ήταν μερικοί από τους λογοτέχνες που σύχναζαν στη περιοχή.
76. Μνημείο Φιλοπάππου Γενικά Στοιχεία
τ
ο 1957 σε αρχαιολογική έρευνα του μνημείου, με παράλληλη ανασκαφή του χώρου από τον αρχιτέκτονα αρχαιολόγο Ι.Τραυλό, διαπιστώθηκε πως το μνημείο αυτό έφερε νεκρικό θάλαμο ύψους 9 μέτρων και εμβαδού 7Χ5 μέτρων. Η είσοδος στο θάλαμο αυτόν γινόταν από κλίμακα (σκάλα) της ΝΔ πλευράς του μνημείου, και απέναντι από την είσοδο του υπήρχε η σαρκοφάγος του Φιλοπάππου. Συνεπώς το μνημείο αυτό είχε τον χαρακτήρα Μαυσωλείου και όχι απλού μνημείου όπως καθιερώθηκε να λέγεται. Από τις τέσσερις πλευρές του Μαυσωλείου αυτού σώζεται σήμερα μόνο η βορειοανατολική, στην εξωτερική πλευρά της οποίας φέρεται φιλοτεχνημένη ανάγλυφα μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του Φιλοπάππου, που ενταφιάσθηκε σε αυτό, και που ήταν η ανακήρυξη του ως Ρωμαίος Ύπατος [1] στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. Πάνω από την ανάγλυφη αυτή παράσταση που παρουσιάζει τον Φιλόπαππο σε τέθριππο άρμα με ακολουθία ραβδούχων, τοποθετήθηκαν σε ισάριθμες κόγχες τρεις ανδριάντες (γλυπτά). Ο κεντρικός ανδριάντας παρουσιάζει τον Φιλόπαππο καθήμενο να θαυμάζει την έναντι Ακρόπολη και ακριβώς πίσω του ήταν ο νεκρικός θάλαμος με την σαρκοφάγο. Δεξιά του κεντρώου ανδριάντα ήταν ο ανδριάντας του παππού του Φιλόπαππου, του Αντίοχου ΄Δ, του τελευταίου Βασιλέως της Κομμαγηνής και αριστερά ο ανδριάντας του ιδρυτή της Βασιλικής δυναστείας των Σελευκιδών, στη Συρία, δηλαδή του Σέλευκου Α' του Νικάτωρα, από τον οποίο και καταγόταν η βασιλική δυναστεία της Κομμαγηνής.
Η επιγραφή του κεντρικού ανδριάντα αναφέρει: "Φιλόπαππος Επιφάνους Βησαιεύς" [2]. Αν και αυτή η επιγραφή φαίνεται να δίνει το όνομα που έφερε ο Φιλόπαππος στην αρχαία Αθήνα, μια άλλη επιγραφή, που υπήρχε στη πρόσοψη του ίδιου μνημείου, αναφερόταν στο όνομα που είχε ο Φιλόπαππος, ως ελληνικής καταγωγής πρίγκιπας με τίτλο Βασιλέως: "Βασιλεύς Αντίοχος Φιλόπαππος Βασιλέως Επιφανούς Αντιόχου". Σε άλλη τρίτη επιγραφή σε λατινική γραφή αναφέρεται και το όνομα που διατηρούσε ο Φιλόπαππος ως Ρωμαίος πολίτης [3]. Η τρίτη αυτή επιγραφή αναφέρει επίσης στα λατινικά πως ο Φιλόπαππος ήταν Ύπατος, μέλος του ιερατικού σωματείου των Αρουραίων αδελφών και πως είχε εκλεγεί από τον Αυτοκράτορα Τραϊανό πραιτωριανός. Γενικά το Μνημείο του Φιλοπάππου φέρεται αρκετά "βεβαρημένο" από πλήθος παραστάσεων και διακοσμητικών στοιχείων και πρωτότυπα περίπλοκο, με απλή όμως κύρια μορφή και γενικά χαρακτηρίζεται από αρχιτεκτονική ευφυΐα στον επιδεικτικό σκοπό της ανέγερσης. Ο Παυσανίας περιγράφει το μνημείο χωρίς καμία ιδιαίτερη ένδειξη εκτίμησης του: "και μνήμα αυτόθι ανδρί ωκοδομήθη Σύρω". Παραμένει ακόμη άγνωστο, πότε ο Φιλόπαππος εγκαταστάθηκε στην αρχαία Αθήνα και πότε ανακηρύχθηκε επίσημα δημότης Βήσης. Πάντως προ του 88 μ.Χ. διετέλεσε Άρχων της Αθήνας και έγινε αγωνοθέτης στα Διονύσια. Η ανέγερση του Μαυσωλείου αυτού προσδιορίζεται στην εποχή που η Αθήνα ήταν Ρωμαιοκρατούμενη, δηλαδή μεταξύ 114 και 116 μ.Χ. που πιθανώς να έγινε κατά παράβαση των ιερών παραδόσεων της αρχαίας Αθήνας, που δεν επέτρεπαν να γίνουν ταφές εντός του περιβόλου των τειχών και στα ιερά υψώματα - άλση, όπως ήταν ο λόφος των Μουσών (τόπος ταφής του μυθικού εποποιού Μουσαίου).
1. Σημειώνεται πως στην εποχή των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων που ζούσε και ο Φιλόπαππος, ο τίτλος του Ύπατου ήταν τελείως τυπικός (δεν ασκούνταν "Υπατείας εξουσία"), ήταν απλός τιμητικός τίτλος που τον αποκτούσε κανείς από εξαιρετική εύνοια του Αυτοκράτορα. 2. Μτφρ: Φιλόπαππος γιος του Επιφάνους, εγγεγραμμένος πολίτης στο δήμο της Βήσης των Αθηναίων 3. C. Julius f(ilius) Antiochus Philopappus" | Η Πόλη των Λόφων |
290
Γραμμική αναπαράσταση του Μνημείου (ή Μαυσωλείου) του Φιλοπάππου, όπου απεικονίζονται ο Αντίοχος ΄Δ, ο Φιλόπαππος στη μέση και ο Σέλευκος Ά. Από κάτω αναπαρίσταται η πομπή τέλεσης και αναδείξεώς του σε Ύπατο. Η άνω επιγραφή αναφέρει ότι το μνημείο αποτελεί και μια δωρεά προς την Αθήνα, πιθανά για να κατευνάσει την αγανάκτηση των πολιτών για την ανέγερση του. Σήμερα είναι σε όλους γνωστή η θέση του και η μορφή του, καθώς η περίοπτη τοποθέτηση του δεν το αφήνει να περάσει απαρατήρητο.
77. Βιβλιοθήκη του Πανταίνου Γενικά Στοιχεία
η
βιβλιοθήκη του Πανταίνου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της οδού Παναθηναίων [1], νοτίως της στοάς του Αττάλου. Αποτελείται από μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, μια μεγάλη περίστυλη αυλή και τρεις στοές που διέθεταν στο πίσω μέρος τους καταστήματα. Τα περισσότερα βιβλία ήταν δωρεά και αυτά, του ίδιου του Πανταίνου και των παιδιών του.
Η βόρεια στοά της βιβλιοθήκης εκτεινόταν προς τα ανατολικά, κατά μήκος της νότιας πλευράς ενός μαρμαρόστρωτου δρόμου που στη ρωμαϊκή περίοδο οδηγούσε από την παλιά Αγορά (Αγορά Θησέως) στο δωρικό Δυτικό πρόπυλο της Αγοράς του Καίσαρα και του Αυγούστου - γνωστής ως Ρωμαϊκής αγοράς. Σύμφωνα με την επιγραφή στο μαρμάρινο υπέρθυρο, το κτίριο αφιερώθηκε γύρω στο 100 μ.Χ. στην Αθηνά Αρχιγέτιδα (εξού και το Δυτικό πρόπυλο έχει και το όνομα της), στον αυτοκράτορα Τραϊανό και στους Αθηναίους. Η προσφορά αυτή έγινε από τον Τίτο Φλάβιο, ιερέα των Φιλοσοφικών Μουσών.
Σε άλλη επιγραφή σώζονται οι κανονισμοί λειτουργίας της βιβλιοθήκης, οι οποίοι ελάχιστα διαφέρουν από τους σημερινούς κανονισμούς: “Κανένα βιβλίο δεν θα βγει από τη βιβλιοθήκη γιατί το ορκιστήκαμε. Η βιβλιοθήκη θα είναι ανοιχτή από την πρώτη μέχρι την έκτη ώρα”. Στο κτίριο υπήρχε, όπως φαίνεται από τμήματα αγάλματος που βρέθηκαν στα ερείπια, λατρευτικός χώρος του Τραϊανού. Από τα λείψανα της βιβλιοθήκης ενισχύεται η άποψη που την κατοχυρώνει, εκτός των άλλων, και ως μια από τις φημισμένες σχολές της Αθήνας. Η βόρεια και δυτική στοά καταστράφηκαν από τους Ερούλους το 267 μ.Χ. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. ξαναχτίστηκε η ανατολική στοά, με την προσθήκη δευτέρου ορόφου στα δύο τρίτα του ανατολικού τμήματος της. Τα δωμάτια του ισογείου πίσω από την κιονοστοιχία ανακαινίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τους κύριους χώρους του ορόφου, οι οποίοι περιελάμβαναν μικρή περίστυλη αυλή, ένα αψιδωτό δωμάτιο και λουτρική εγκατάσταση. Το μεγάλο αυτό κτίριο ήταν πιθανόν έδρα κάποιου αξιωματούχου.
1. Η θέση της βιβλιοθήκης συμπίπτει με το 10.Ελευσίνιον εν Άστει, αθηναϊκό παράρτημα του τεμένους της Δήμητρος και της Περσεφόνης και τόπος τέλεσης των Ελευσίνιων Μυστηρίων.
| Η Πόλη των Λόφων |
292
Σημερινή κατάσταση του μνημείου με τα διασωθέντα τμήματα της βόρειας στοάς. Στη δεξιά φωτογραφία, στο κέντρο φαίνεται η στήλη που επισημαίνει τον λατρευτικό χώρο, ενώ στο βάθος διακρίνεται και η στοά του Αττάλου.
278. Αγορανομείον (ή Σεβαστείον) | 279. Βεσπασιανές Γενικά Στοιχεία
κ
οντά στους Αέρηδες, στην δυτική πύλη της Ρωμαϊκής αγοράς, βρίσκεται το Αγορανομείο, από το οποίο σώζονται ένα πλατύ κλιμακοστάσιο, μέρος της πρόσοψης του με τρεις θύρες που έχουν τοξωτά υπέρθυρα, καθώς και τμήματα του βορείου και του νοτίου τοίχου, που είναι κτισμένοι με μεγάλες πωροπλίνθους. Μεγάλο μέρος του ανατολικού τμήματος του κτηρίου βρίσκεται κάτω από την οδό Μάρκου Αυρηλίου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συμπληρωθεί η κάτοψη του. Επάνω στο επιστύλιο της πρόσοψης υπήρχε επιγραφή [1] που ανέφερε ότι το κτίριο, όπως και το δυτικό πρόπυλο της Ρωμαϊκής Αγοράς, ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά Αρχηγέτιδα και τους Σεβαστούς Θεούς.
Η ταύτιση του με το Αγορανομείο οφείλεται στον Γάλλο αρχαιολόγο P. Graindor, ο οποίος στηρίχθηκε σε μία επιγραφή, η οποία εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με εκείνα των θυρών του Αγορανομείου. Ωστόσο είναι πολύ μικρότερων διαστάσεων και προφανώς προέρχεται από άλλο κτήριο. Ο Αμερικανός αρχαιολόγος M. Hoff πρότεινε την ταύτιση του κτηρίου με το Σεβαστείο, βάσει της επιγραφής της πρόσοψης, που αναφέρει τους Σεβαστούς Θεούς. Πιστεύει ότι το κτίριο είναι προορισμένο για αυτοκρατορική λατρεία, δηλαδή τη λατρεία των θεοποιημένων αυτοκρατόρων και μελών της οικογενείας τους. Η επιγραφή της πρόσοψης πρέπει να χρονολογηθεί στην εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου, ο οποίος θεοποιήθηκε επισήμως μαζί με τη σύζυγο του γύρω στο 60 μ.Χ. Στη χρονολόγηση του κτηρίου στο δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Χ. οδηγούν και τα μονόλιθα τοξωτά υπέρθυρα, ανάλογα με αυτά της σκηνής του Διονυσιακού θεάτρου, εποχής Νέρωνα. Για την τελική επιβεβαίωση της ταύτισης του εν λόγω κτηρίου με το Σεβαστείο, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα προς τα ανατολικά. Τέλος, κατά τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια (5ο αι. μ.Χ.) ο χώρος φιλοξένησε μια τρίκλιτη βασιλική, μέχρι πιθανόν τη δημιουργία του Παζαριού από τους Τούρκους.
Στον αρχαιολογικό χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς, βορειοδυτικά από τον πύργο των Ανέμων και του Αγορανομείου (ή του Σεβαστείου) σώζονται τα ερείπια ενός κτιρίου, το οποίο πρέπει να χτίστηκε τον 1ο αι. μ.Χ. Τη χρήση του προσδιόρισε το 1940 ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Ορλάνδος. Πρόκειται για τις Βεσπασιανές, τα δημόσια αποχωρητήρια της εποχής για την εξυπηρέτηση του πολυπληθούς κοινού που σύχναζε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με ένα μακρόστενο προθάλαμο και μια τετράγωνη περίπου αίθουσα, που είχε πάγκους με οπές στις τέσσερις πλευρές. Κάτω από τους πάγκους υπήρχε βαθύ κανάλι με κλίση, για να διοχετεύονται οι ακαθαρσίες στον κεντρικό αγωγό της πόλης, με τη συνεχή ροή του νερού που ερχόταν από τις κοντινές πηγές της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης. Το νερό, αφού είχε πρώτα χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς, χρησίμευε και για τον καθαρισμό των αποχωρητηρίων πριν καταλήξει στην αποχέτευση. Το κτήριο ήταν στεγασμένο, πλην του κεντρικού ορθογωνίου αιθρίου που χρησίμευε για τον φωτισμό και τον εξαερισμό και μπορούσε να εξυπηρετήσει συνολικά εξήντα τέσσερις "πελάτες". Καθώς σε μια τυπική ρωμαϊκή πόλη υπήρχαν ελάχιστα ιδιωτικά αποχωρητήρια, τα δημόσια αποχωρητήρια βρίσκονταν δίπλα σε σημαντικούς δημόσιους χώρους και συγκροτήματα για λαϊκή χρήση. Κατά συνέπεια δεν ήταν απλώς αφοδευτήρια, αλλά και τόποι συνάντησης και κοινωνικών επαφών.
1. Ένα τμήμα της επιγραφής βρίσκεται στη θέση του επάνω στο μνημείο, δύο άλλα βρίσκονται μέσα στον χώρο του μνημείου, ενώ ένα τρίτο επάνω στην Ακρόπολη, δυτικά του Παρθενώνα. Λείπει όμως η αρχή της επιγραφής με το ακριβές όνομα του κτιρίου.
| Η Πόλη των Λόφων |
294
Οι πύλες του Αγορανομείου (ή Σεβαστείου) δίπλα από το ρολόι του Κυρρήστου, εν έτει 1854. Και τα δύο μνημεία, έως στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν κατά το ήμισυ θαμμένα.
Διασωθέν τμήμα των Βεσπασιανών της Ρωμαϊκής Αγοράς, όπως εκτίθεται σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο. Διακρίνονται οι αυλακώσεις στο δάπεδο, καθώς και ο αποχετευτικός λάκκος κάτω από τη μαρμάρινη βάση.
305. Βαλανείο Λ. Αμαλίας Γενικά Στοιχεία
ο
αρχαιολογικός χώρος του Ρωμαϊκού λουτρού βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας και τμήμα του εντοπίζεται εντός του Εθνικού κήπου και στη λεωφόρο Αμαλίας [1]. Το λουτρό κατασκευάστηκε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. σε μια περιοχή που, μέχρι την Αδριάνεια επέκταση της πόλης, βρισκόταν έξω από την οχύρωση της Αθήνας, αλλά υπήρξε σημαντική από την αρχαιότητα. Από πληροφορίες αρχαίων πηγών και από παλαιότερες έρευνες, είναι γνωστό ότι η ειδυλλιακή αυτή τοποθεσία, με τα άφθονα νερά του παρακείμενου Ιλισσού ποταμού και την πυκνή βλάστηση, υπήρξε χώρος συγκέντρωσης και λατρείας πολλών θεοτήτων. Ήταν τόπος ανθρώπινης εγκατάστασης από τα προϊστορικά χρόνια, αλλά και τόπος ταφών από τη γεωμετρική περίοδο.
Με την επέκταση της Αθήνας στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού, την αποπεράτωση του ναού του Ολυμπιείου Διός και την ανέγερση της πύλης προς τιμήν του αυτοκράτορα, η περιοχή εντάχτηκε στο εσωτερικό της πόλης και οικοδομήθηκαν νέα ιερά, δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα και λουτρά. Το ρωμαϊκό λουτρό θεμελιώνεται μετά την επιδρομή των Ερούλων στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. και κατά τον 5ο - 6ο αι. μ.Χ. επισκευάζεται και επεκτείνεται. Αναπτύσσεται σε ειδικά ισοπεδωμένο χώρο πλάτους 21 μέτρων, μεταξύ δύο μεγάλων σε μήκος και ύψος τοίχων, επιμελημένης κατασκευής, που έχουν ενσωματώσει στην τοιχοδομία τους παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη. Το βαλανείο ως κατασκευή, συνεχίζεται τόσο προς τα ανατολικά, μέσα στον Εθνικό Κήπο, όσο και προς τα δυτικά, στο κατάστρωμα της λεωφόρου Αμαλίας και περιλαμβάνει δύο αίθουσες με υπόκαυστα, δύο εστίες πυροδότησης (praefurnia) και εννέα δεξαμενές.
Η μεγαλύτερη αίθουσα φέρει διαχωριστικά τοιχία και 15 στυλίσκους υποκαύστων, κυλινδρικών και ορθογωνίων. Πρόκειται για την αίθουσα των καυτών λουτρών (caldarium). Αμέσως και προς τα βόρεια ανοίγεται άλλος επιμήκης υπόκαυστος χώρος, που το δάπεδο του στηριζόταν σε 17 μαρμάρινους επιτύμβιους (με επανάχρηση) κιονίσκους. Πρόκειται για την αίθουσα των χλιαρών λουτρών (tepidarium). Οι δύο εστίες πυροδότησης συνδέονται με την αίθουσα των καυτών λουτρών με υπόγειες αψιδωτές διόδους. Η κυκλοφορία του θερμού αέρα γινόταν μέσω τριών μικρών δεξαμενών. Στις δεξαμενές, κατακόρυφα ανοίγματα εξασφάλιζαν εξαερισμό, αλλά και θέρμανση των τοίχων τους. Μία μεγάλη ορθογώνια δεξαμενή διοχέτευε νερό σε δύο μαρμάρινες λεκάνες που βρέθηκαν στη θέση τους. Στην δεύτερη φάση του, τον 5ο και τον 6ο αιώνα μ.Χ. οι υπόκαυστες αίθουσες επισκευάζονται και ξαναχρησιμοποιούνται. Οικοδομούνται 4 νέες δεξαμενές με πλακοστρωμένα δάπεδα. Μία απ' αυτές διαμορφώνεται υπόγεια με θολωτή οροφή, στην οποία ανοίγεται φρεάτιο για την άντληση του νερού. Εσωτερικά έχει επιμελημένη κατασκευή με πλακοστρωμένο δάπεδο και φέρει στο βόρειο τοίχο της ιχνογραφήματα αμελούς απόδοσης με ανθρώπινες μορφές, ψάρια, πτηνά και σταυρούς. Πιθανότατα αυτές οι πρόχειρες τοιχογραφίες παραπέμπουν σε μεταγενέστερη χρήση της δεξαμενής ως καταφυγίου ή μαρτυρίου στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια. Στους βυζαντινούς χρόνους πήλινοι πίθοι για αποθήκευση σιτηρών σφηνώνονται στα δάπεδα των δωματίων του λουτρού, ορισμένοι από τους οποίους έχουν τοποθετηθεί στο νότιο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου.
1. Με αφορμή την κατασκευή φρέατος εξαερισμού του ΜΕΤΡΟ, πραγματοποιήθηκε σε αυτό το χώρο ανασκαφική έρευνα με σημαντικά ευρήματα, τα οποία διατηρήθηκαν στη θέση τους, με το φρέαρ εξαερισμού να μετακινείται νοτιότερα. Στο μεγαλύτερο τμήμα της ανασκαφής αποκαλύφτηκε λουτρικό συγκρότημα (βαλανείο) σε άριστη κατάσταση, το οποίο αποδόθηκε στο κοινό. Τα έτη 2003 και 2004 έγιναν εργασίες συντηρήσεως, αποκαταστάσεως, στεγάσεως και αναδείξεως του χώρου.
| Η Πόλη των Λόφων |
304
Σε πρώτο πλάνο φαίνεται η εστία πυροδότησης, ενώ στο βάθος διακρίνονται οι δύο αίθουσες με τα υπόκαυστα, με την δεξιά να είναι η αίθουσα των καυτών λουτρών.
Εκτός από τους πίθους των σιτηρών, μπορούμε να διακρίνουμε στο βάθος της εικόνας τμήμα της υδροδότησης του βαλανείου, με κατεύθυνση προς τον Εθνικό Κήπο και το Πεισιστράτειο υδραγωγείο.
475. Ναός Κρόνου & Ρέας | 476. Ναός Πανελληνίου Διός Γενικά Στοιχεία
κ
ατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. στα ρωμαϊκά χρόνια και, πιο συγκεκριμένα, γύρω στο 150 μ.Χ., αναγείρεται στην περιοχή του Ολυμπιείου (στην κάτω δυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου) ναός Δωρικού ρυθμού, μέσα σε τέμενος με κτιστό περίβολο και υπαίθριο βωμό. Ο Ναός αυτός ταυτίζεται με το Κρόνιο, το Ναό δηλαδή του Κρόνου και της Ρέας.
Δεν θεωρείται καθόλου τυχαία αυτή η προσθήκη, η οποία γίνεται στα χρόνια που έζησε ο αυτοκράτορας Αδριανός. Ο Κρόνος κι η Ρέα αποτελούσαν τους γονείς του Δία και η συγκεκριμένη περιοχή ήταν ήδη συνδεδεμένη με τον Ολύμπιο Θεό. Από το μνημείο είναι ευδιάκριτα τα θεμέλια του και μερικές από τις βαθμίδες της κλίμακας ανόδου προς το ιερό, ενώ γύρω από το μνημείο βρίσκονται και άλλα σπουδαία κτίσματα, όπως το Ιερό και ο Ναός του Πανελληνίου Διός, ο Ναός και το Δικαστήριο του Δελφινίου Απόλλωνος, μικρά ιερά χθόνιων θεοτήτων και πολλά Βυζαντινά κτίσματα και κατοικίες. Από το Ναό του Κρόνου και της Ρέας μπορεί κανείς να διακρίνει τη περιοχή από την οποία πέρναγε ο Ιλισσός και η ξερή κοίτη του, η οποία βρίσκεται εκτός του αρχαιολογικού χώρου, μπροστά από το ναό της την Αγίας Φωτεινής.
Ο Αυτοκράτορας Αδριανός όπως έχει αναφερθεί πολλές φορές, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της πόλεως των Αθηνών. Η προσπάθεια του να αναβιώσει την αρχαία πίστη, που απειλείτο πλέον από τον Χριστιανισμό, είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών νέων ναών, σχετιζόμενων με τους ολύμπιους θεούς. Ένας εξ΄ αυτών είναι και το "Πανελλήνιον". Το Πανελλήνιο, ή ο Ναός του Πανελλήνιου Δία, αποτέλεσε μια συνομοσπονδία όλων σχεδόν των Ελληνικών Πόλεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έναν σύνδεσμο που είχε έδρα την Αθήνα και επίκεντρο την περιοχή όπου είχε χτιστεί. Σε αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα και ο αρχαιότερος Ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος αποπερατώθηκε εκείνη τη περίοδο, μετά από σχεδόν 7 αιώνες. Για τις συνεδριάσεις του Συνδέσμου χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα ο μικρότερος εκ των δύο ναός, αφιερωμένος στον Πανελλήνιο Δία και ίσως και στη Πανελλήνια Ήρα. Ανεγέρθηκε γύρω στο 131 με 132 μ.Χ. για να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Οι ανασκαφές ανάμεσα στον Ναό του Δελφινίου Απόλλωνος και τον Ιλισσό, έφεραν στην επιφάνεια λείψανα μεγάλου περιβόλου με ψηλή κρηπίδα, που ταυτίζουν το σημείο με το Ναό του Πανελληνίου Διός.
| Η Πόλη των Λόφων |
308
Αριστερά διακρίνονται δομικά στοιχεία της βορειοανατολικής γωνιάς του ιερού του Πανελληνίου Διός, ο οποίος επεκτείνεται μέχρι την παρακείμενη οδό Αθανασίου Διάκου. Επάνω απεικονίζεται ο ναός του Κρόνου και της Ρέας (αλλιώς και Κρόνιον). Διατηρείται όλη η θεμελίωση του και τμήμα της κλίμακας ανόδου.
Τέλος 1ου Μέρους Από τα Προϊστορικά μέχρι τα Ρωμαϊκά Χρόνια
Η Πόλη των Λόφων | Οδοιπορικό στα σημαντικότερα μνημεία της Αθήνας