Δάση βαλανιδιάς στην Ελλάδα

Page 1

φωτ. Κώστας Βιδάκης

Δάση βαλανιδιάς στην Ελλάδα Αναστασία Παντέρα* «Βελανιδιά» ή «βαλανιδιά», «δέντρο» ή «ήμερη βαλανιδιά», «δρυγιάς» ή «ντρυγιάς» είναι μερικές από τις ονομασίες που χρησιμοποιούνται για ένα από τα πιο ιστορικά και εντυπωσιακά δέντρα της Ελληνικής χλωρίδας. Σύμφωνα με τις τελευταίες ταξινομικές κατατάξεις, η δρυς η μακρολέπια αναγνωρίζεται με το επιστημονικό όνομα Quercus ithaburensis Decaisne subsp. macrolepis (Kotschy) Hedge & Yalt (Dimopoulos et al. 2013). Παλαιοοικολογικές μελέτες δείχνουν ότι στην αρχή της μεταπαγετωνικής περιόδου τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα και κυρίως οι δρύες ήταν η κυρίαρχη βλάστηση στη χώρα μας. Η «δρυς», ίσως το πιο γερό δέντρο, ήταν αφιερωμένη στο Δία. Με βάση τις αναφορές αρχαίων συγγραφέων, η έντονη παρουσία των δρυοδασών στην αρχαία Ελλάδα προσδιορίζεται την περίοδο των χρόνων πριν από τον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Πολλές ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν την ύπαρξη εκτεταμένων δασών βαλανιδιάς στην αρχαία Ελλάδα. Μεγάλα δάση με αιωνόβια δένδρα βαλανιδιάς * Η Δρ. Αναστασία Παντέρα, είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δασοπονίας & Δ.Φ.Π. του ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας.

αναφέρεται ότι υπήρχαν στην Πελοπόννησο, Αττική και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περίφημοι Ορφικοί δρυμοί, που είχε αποθανατίσει η λύρα του Ορφέα, αντιστοιχούν στα σημερινά υπολείμματα δασών βαλανιδιάς και άλλων δρυών στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τσιτσάς, «οι δρυς και βαλανιδιές –γράφει ο Νίκανδρος το 150 π.Χ.– καθώς υψώνονταν ήσυχες και καμαρωτές, ξεσηκώθηκαν από τη ρίζα τους, για να σύρουν το χορό που συνόδευε η λύρα του Ορφέα ...». Στη Δωδώνη καλούσαν τον Δία κάτω από μια βαλανιδιά και, όταν δεχόταν ο Θεός τις παρακλήσεις των πιστών, τα φύλλα άρχιζαν να μουρμουρίζουν και από την κορυφή αντηχούσαν φωνές πουλιών, κάτι που σήμαινε ότι ο θεός ήταν παρών. Αποτελούσαν δε το «σπίτι» των Αμαδρυάδων ενώ οι καρποί τους γίνονταν τροφή ακόμη και για το άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Ηρόδοτου «πολλοί εν Αρκαδίη βαλανοφάγοι άνδρες έασι....», η οποία επιβεβαιώνεται από αναφορά του Αιλιανού «Βαλάνοις Αρκάδες δείπνον είχον». Η εξέλιξη των δασών βαλανιδιάς στο πέρασμα των αιώνων ακολούθησε τα ιστορικά γεγονότα και

25


Βαλανιδιές στο Ξηρόμερο (φωτ. Άρης Βιδάλης) την κατά καιρούς ασκούμενη από τον άνθρωπο πίεση στα πεδινά και ημιορεινά δασικά οικοσυστήματα της χώρας μας. Η ανατολική και βόρεια πλευρά του Υμηττού ήταν τον 16ο αιώνα καλυμμένη από δάση φυλλοβόλων δρυών και κυρίως βαλανιδιών. Ένα μεγάλος μέρος της οικονομίας της Δυτικής Ελλάδας κατά τον 17ο με 19ο αιώνα βασιζόνταν στην εξαγωγή και εμπόριο των βαλανιδιών προς χώρες της Ευρώπης. Το ενδιαφέρον για τα δάση της βαλανιδιάς στη νεώτερη Ελλάδα ήταν μεγάλο για τη διατροφή των ζώων, αλλά κυρίως για την παραγωγή και εκμετάλλευση του βαλανιδιού στη βαφική και τη βυρσοδεψία. Από τα ευμεγέθη κύπελλα της βαλανιδιάς εξάγεται δεψικό εκχύλισμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε ταννίνη, που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία των δερμάτων και την παραγωγή βαφικών ουσιών και μελάνης. Σύμφωνα με τον Διαπούλη, η περιεκτικότητα σε ταννίνη, στα καλής ποιότητας κύπελλα της βαλανιδιάς, φτάνει το 30-40 %, στα δε λέπια φτάνει μέχρι και το 47 %. Ένα ώριμο δένδρο βαλανιδιάς, με βραχύ κορμό και πλατιά κόμη, μπορεί να παράγει 50-100 κιλά κυπέλλων. Στην πορεία των χρόνων το οικονομικό ενδιαφέρον μειώθηκε και αυτό αποτέλεσε την αρχή της καταστροφής αυτών των δασών. Υπάρχουν αναφορές για την τρομερή καταστροφή που υπέστησαν τα δάση της Αττικής, από καθαρά ανθρωπογενή αίτια, πριν και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και μέχρι τις

26

αρχές του 20ου αιώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες περιηγητών της εποχής εκείνης, που σε γραπτά δοκίμιά τους αναφέρονται στην κατάσταση της χλωρίδας της χώρας μας. Σήμερα, πιθανότατα βρισκόμαστε σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι σχετικά με τη χρήση, και φυσικά το μέλλον, των δασών βαλανιδιάς. Τελευταία έχει υπάρξει έντονο ενδιαφέρον από περιβαλλοντικούς συλλόγους για την προστασία των δασών αυτών και ειδικά στη Δυτική Ελλάδα με αξιοζήλευτες δράσεις και την έκδοση περιοδικού για τη βαλανιδιά. Στο νησί της Κέας, ιδιώτης παράγει μπισκότα από αλεύρι βαλανιδιών. Στο Τμήμα Δασοπονίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας έχει υλοποιηθεί ερευνητικό πρόγραμμα (ΑΡXΙΜΗΔΗΣ ΙΙ) με το οποίο έγινε μία εμπεριστατωμένη απογραφή των δασών βαλανιδιάς στην Ελλάδα και των παραγόντων που επηρεάζουν την αναγέννησή της. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του προγράμματος αυτού, δέντρα βαλανιδιάς υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, είτε σε συστάδες είτε ως μεμονωμένα άτομα, ενώ ενδεικτικά θα αναφερθούν πληροφορίες για ορισμένες περιοχές. Στην Κρήτη δεν υπάρχουν φυσικά δάση βαλανιδιάς. Τα λίγα δέντρα που έχουν απομείνει είναι παλαιότερες καλλιέργειες βαλανιδιάς, που τώρα βρίσκονται μεταξύ παραθεριστικών κατοικιών, στο νομό Ρεθύμνου. Η καλλιέργεια της βαλανιδιάς παλαιότερα είχε μεγάλη οικονομική αξία για τους ντόπιους που τόνιζαν «Όποιος έχει βαλανιδιές, έχει χρήματα στην τσέπη». Σήμερα οι, ανά βαθμίδες, καλλιέργειες είναι εγκαταλελειμμένες, έχουν οικοπεδοποιηθεί και οι περισσότερες πωλούνται για την ανέγερση παραθεριστικών κατοικιών. Στη Μυτιλήνη, τα φυσικά δάση είναι μεγάλα σε ηλικία και αραιά. Εντοπίζονται στο κέντρο του νησιού σε ηφαιστιογενή πετρώματα, στις υπώρειες του όρους Όλυμπος. Η βόσκηση είναι έντονη μέσα στα δάση, ενώ υπάρχουν και εγκαταλελειμμένες καλλιέργειες, που ήταν κυρίως σε βαθμίδες. Στη Λακωνία πυκνές συστάδες βαλανιδιάς εμφανίζονται δυτικά της περιοχής του Γυθείου. Αποτελούνται από μικρής ηλικίας δένδρα και βρίσκονται σε μικρούς λόφους, σε απότομες κλίσεις, όπου ήταν αδύνατη η γεωργική εκμετάλλευση και η οικιστική ανάπτυξη. Εκτεταμένη έκταση καλύπτουν και αραιά δάση βαλανιδιάς, μεγάλης ηλικίας. Αυτά τα μεγάλης ηλικίας δάση εμφανίζονται είτε σε ήπιες κλίσεις με έντονη βόσκηση (πολλές στάνες μέσα στα δάση), είτε σε χαράδρες με έντονες κλίσεις. Στη Δυτική Ελλάδα, και συγκεκριμένα από τη Στροφιλιά Πελοποννήσου μέχρι και τη Θεσπρωτία, μεγάλης ηλικίας, αραιά δάση εμφανίζονται διάσπαρτα κυρίως σε πεδινές και ημιλοφώδεις περιοχές. Στην περιοχή αυτή γίνεται φανερό ότι τα δάση βαλανιδιάς παλαιότερα πρέπει να επικρατούσαν σε όλη την πεδινή περιοχή, όπου


Βαλανιδιές στο Ξηρόμερο (φωτ. Άρης Βιδάλης) τώρα βρίσκονται γεωργικές καλλιέργειες και οικισμοί. Στην Αλεξανδρούπολη είναι χαρακτηριστική η εμφάνιση των μεμονωμένων, μεγάλης ηλικίας δένδρων μέσα στις γεωργικές καλλιέργειες. Εντυπωσιακή μορφή έχει και το αραιό δάσος που σχηματίζει σε μίξη με υψηλές αρκεύθους, σε χαμηλούς λόφους. Το δάσος εμφανίζεται άναρχο και χωρίς ιδιαίτερες ανθρώπινες επεμβάσεις. Σε πολλές περιοχές, όπως στο Κουριζόμενο δάσος στον Αλμυρό Βόλου, έχουν απομείνει μεμονωμένα δένδρα στις άκρες των δρόμων, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Κάποια στιγμή θα εξαφανιστούν και αυτά όπως κάποια άλλα στο Καπανδρίτι της Αττικής. Αυτή τη στιγμή υλοποιούνται δύο ερευνητικά προγράμματα, με τα οποία γίνεται μία περαιτέρω προσπάθεια ανάδειξης του οικολογικού και οικονομικού χαρακτήρα των δασών αυτών και ειδικά των δασολίβαδών του. Ήδη τα πρώτα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά για το μέλλον των δασών αυτών. Τα συστήματα αυτά μπορούν να προσφέρουν ποικιλία προϊόντων τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν βιολογικά ή ΠΟΠ. Η βαλανιδιά προσφέρει απλόχερα τα προϊόντα της είτε άμεσα (βαλανίδια, φύλλα ως τροφή για τα ζώα, ξύλο) είτε έμμεσα (τρούφες, γαλακτοκομικά και ζωικά προϊόντα, αναψυχή, κ.ά.). Αρκεί να γίνει συνείδηση ότι η προστασία τους είναι ευθύνη όλων.

Βιβλιογραφία

1. Γιαννακοπούλου Ε. 2002. Δάση βαλανιδιάς (17ος -19ος αιώνας): Παράγοντας Οικονομίας – πρόκληση ανταγωνισμού. Στο: Παντέρα Α., Παπαδόπουλος A. & Βελτσίστας Θ. (Εκδ.) Δάση βαλανιδιάς: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Πρακτικά ημερίδας, Μεσολόγγι, 17 Μαΐου 2002: 67 – 96 2. Γρίσπος, Π. 1936. Η δασική βιομηχανία εκχυλίσματος βαλανιδιού. Δασική Ζωή, Τεύχος 44-45: 157-160. 3. Dimopoulos, P., Raus, T., Bergmeier E., Constantinidis, T., Iatrou G., Kokkini, S., Strid, A. & Tzanoudakis, D. 2013: Vascular Plants of Greece. An annotated checklist. Botanic Garden and Botanical Museum Berlin-Dahlem & Hellenic Botanical Society, Berlin & Athens, 372 pp. 4. Διαπούλης, Χ., 1939. Η Quercus aegilops L. κ. Βαλανιδιά. Γεωργικό δελτίο, τεύχος Ε, περίοδος 2α : 11-44. 5. Μπάουμαν Ε. 1984. Η Ελληνική Χλωρίδα στο μύθο, στην τέχνη και στη λογοτεχνία, Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία της Φύσης, Αθήνα, 249 σελ. 6. Μπασιώτης, Κ. 1970. Μαθήματα ειδικής εφηρμοσμένης Δασοκομικής. Θεσ/κη: 191-193. 7. Pantera A., A. Papadopoulos G. Fotiadis & V. P. Papanastasis. 2008. Distribution and phytogeographical analysis of Quercus ithaburensis ssp. macrolepis in Greece, Ecologia mediterranea, 34:73-82. 8. Στεφάνου, Α., 1933. Αι δρυάδες των αρχαίων Ελλήνων και τα δάση των νεωτέρων. Υπουργείο Γεωργίας, Δ/νση Δασών, 27 σελ. 9. Τσιτσάς, Σ., 1978. Τ’ αγριοδενδρα του βουνού και του λόγγου. Ιστορία – Μυθολογία – Λαογραφία – Ποίηση – Φυσιολατρία. Εκδ. 4η Αθήνα: 71-73. 10. Χριστοδουλόπουλος, Α., 1937. Παραγωγή και εκμετάλλευση βαλανιδιού, Δασική Ζωή, Τεύχος 51-52:87.

27


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.