18 minute read

wAtChmAkiNg

Next Article
gAdgets

gAdgets

TheanaTomyof achronograph

ο χρονογράφος είνάί εργάλείο. Κάί, οπως ςυμβάίνεί με τά εργάλείά, υπάρχεί πάντά το Κάτάλληλο γίά Κάθε χρηςη. the chronograph is a tool; and as is the case with tools, there is always one most suitable for the job

Advertisement

Ο χρονογράφος επινοήθηκε το 1821 από τον Γάλλο ωρολογοποιό Nicolas Rieussec κατόπιν εντολής του βασιλιά Λουβοδίκου ΙΗ΄

Λίγη ίστορία ο χρονογράφος επινοήθηκε το 1821 από τον ωρολογοποιό του Λουδοβίκου IH΄ Nicolas Rieussec, κατόπιν εντολής του βασιλιά, ο οποίος επιθυμούσε ένα εργαλείο για να μετρά τις επιδόσεις των αλόγων που έτρεχαν στις ιπποδρομίες του Champ de Mars. Ήταν μια συσκευή που έμοιαζε με σεισμογράφο, με δύο δίσκους από χαρτί να κινούνται κατά μήκος δύο στατικών δεικτών, καταγράφοντας (κυριολεκτικά, με μελάνι) τον χρόνο που κυλά (ως τα 30 λεπτά). την complication του χρονογράφου εξέλιξαν το 1923 οι ωρολογοποιοί της Breitling με την προσθήκη του ξεχωριστού μπουτόν για τις λειτουργίες stop και reset που, ως τότε, ελέγχονταν μέσω της κορώνας. το δεύτερο μπουτόν, για τη λειτουργία reset, έκανε την εμφάνισή του το 1934, πάντα από την Breitling, που έδωσε στον χρονογράφο τη σημερινή μορφή του. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία του λανσαρίσματος του πρώτου αυτόματου χρονογράφου, η οποία εξελίχθηκε σε πραγματική κούρσα ανάμεσα στη Zenith, το κονσόρτιουμ Heuer-BreitlingHamilton και, στη μακρινή ίαπωνία, τη Seiko. το ποιος τερμάτισε πρώτος παραμένει αντικείμενο έντονων διαφωνιών ανάμεσα στους γνώστες. γεγονός είναι πάντως ότι στην έκθεση της Βασιλείας του 1969, η Zenith παρουσίασε τον πρώτο της χρονογράφο με μηχανισμό El Primero, ενώ αυτόματους χρονογράφος παρουσίασαν τόσο η Heuer (στις σειρές Autavia, Carrera και Monaco) όσο και η Breitling (τον περίφημο Chronomatic). την ίδια περίπου εποχή, η Seiko παρουσίασε τον Caliber 6139, ο οποίος εξόπλιζε ένα ρολόι με υποκαντράν για τη μέτρηση των 30 λεπτών και στεφάνη με ταχυμετρική κλίμακα. A bit of history the chronograph was invented in 1821 by nicolas rieussec, the watchmaker of Louis XViii, under the King’s orders, as the latter required a tool for measuring the performance of the horses running in the Champ de Mars horse races. it was a device resembling a seismograph, with two paper discs moving along two static indicators, recording (literally in ink) the flow of time (up to 30 minutes). the chronograph’s complication was further developed in 1923 by breitling’s watchmakers, who added a separate button for the stop and reset functions that, up to then, were controlled by the crown. the second button for the reset function made its appearance in 1934, again by breitling, giving the chronograph its current form. the launch of the first automatic chronograph is a particularly interesting story, as it evolved into a true race between Zenith, the heuer-breitling-hamilton consortium, and seiko in distant Japan. the actual winner still remains the subject of intense debate among connoisseurs. the fact is that during the 1969 basel fair, Zenith introduced its first chronograph with an El Primero movement, while automatic chronographs were also presented by both heuer (on the Autavia, Carrera and Monaco lines) and breitling (the famous Chronomatic). At around the same time, seiko introduced the Caliber 6139, equipping a watch with a sub-dial for measuring 30 minutes and a bezel with a tachometer.

Previous page Montblanc’s nicolas rieussec collection chronograph

El Primero caliber by Zenith Automatic chronograph caliber by breitling Carrera Mikrograph by tAG heuer

The chronograph was invented in 1821 by French watchmaker Nicolas Rieussec, at the request of king Louis XVIII

MANufACtuREd vS προμηθΕυμΕνοί μηχανίσμοί η απάντηση στο ποιοι είναι προτιμότεροι δεν είναι τόσο απλή, καθώς και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά. προφανώς, η in-house παραγωγή ενός μηχανισμού δίνει στις ωρολογοποιίες τη δυνατότητα να υλοποιήσουν αξιόλογα, ακόμη και πρωτοποριακά designs, κρατώντας τον έλεγχο σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, οι manufactured μηχανισμοί είναι τέλεια φινιρισμένοι και ρυθμισμένοι, προσφέροντας στον χρήστη μια απτή αίσθηση ποιότητας. συνήθως δε είναι «ολοκληρωμένοι» (integrated), διαθέτοντας column wheel για τον έλεγχο των λειτουργιών start, stop και reset. Και εδώ έγκειται και το πιο σοβαρό τους ελάττωμα: το service τους είναι δύσκολο, ακριβό και χρονοβόρο, καθώς ο χρονογράφος θα πρέπει να ταξιδέψει ως τη manufacture που τον κατασκεύασε προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί ομαλά. αντίθετα, για ένα χρονογράφο εξοπλισμένο με προμηθευμένο μηχανισμό το service είναι σχετικά φτηνό και μπορεί να γίνει οπουδήποτε, δεδομένου μάλιστα ότι τα ανταλλακτικά είναι ετοιμοπαράδοτα. Και βέβαια ουδείς πρέπει να αμφισβητεί την αξιοπιστία, την αντοχή και την ακρίβεια ενός προμηθευμένου μηχανισμοί, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς έχουν δοκιμαστεί και αποδείξει την αξία τους στο πέρασμα του χρόνου - λαμπρό παράδειγμα ο 7750 της Ετα, ο οποίος βρίσκεται στην παραγωγή από το 1973. από την άλλη, όμως, οι προμηθευμένοι μηχανισμοί συνήθως δεν είναι όμορφοι, ούτε έχουν να επιδείξουν κάποιο είδος χειροποίητης δουλειάς μια και, στην περίπτωσή τους, η διαδικασία παραγωγής είναι μαζική και εστιασμένη στη μείωση του κόστους. MAnufACturEd Vs third-PArty MoVEMEnts the answer is not quite that simple, because both cases have their pros and cons. A movement’s in-house production obviously gives manufactures the ability to realize remarkable, unusual, or even innovative designs, being in complete control throughout the process. Additionally, manufactured movements are perfectly finished and carefully adjusted, giving the user a tangible sense of quality. they are usually integrated, providing a column wheel for controlling the start, stop and reset functions. Here lies their most serious flaw: their service is difficult, costly and time consuming, as the chronograph must be dispatched to the manufacture that built it in order to ensure the continuation of its proper functioning. on the other hand, a chronograph equipped with a third-party movement has relatively inexpensive service that can be performed practically anywhere, given the fact that spare parts are readily available. of course there is no question about the reliability, durability and accuracy of a third-party movement, as most of them have been tested and proven over time - a shining example being the EtA Caliber 7750, which has been in production since 1973. However, third-party movements are not particularly attractive, nor have they any kind of craftsmanship to show, as their production process is massive and focused on cost reduction.

breitling’s Chronomatic collection chronograph

Ο column wheel είναι ένα εξάρτημα νέας τεχνολογίας, το οποίο ελέγχει τις λειτουργίες start, stop και reset

οΛοΚΛηρωμΕνοί vS σπονδυΛωτοί μηχανίσμοί το μεγάλο πλεονέκτημα ενός ολοκληρωμένου (integrated) μηχανισμού χρονογράφου είναι ότι έχει σχεδιαστεί από το μηδέν για να είναι χρονογράφος. Όλα του τα εξαρτήματα κατασκευάζονται με στόχο τη βέλτιστη λειτουργία ενός ρολογιού στο οποίο πρωταγωνιστεί μια βαριά, ενεργοβόρα complication. στους σπονδυλωτούς (modular ή sandwich ή piggyback) μηχανισμούς έχουμε να κάνουμε με έναν caliber-βάση, στον οποίο προστίθεται ο μηχανισμός του χρονογράφου – συνήθως σε ξεχωριστή πλατίνα, τοποθετημένη στην πλευρά του καντράν. συμβαίνει, λοιπόν, η ενεργοποίηση του χρονογράφου να προκαλεί στον μηχανισμό-βάση έναν φόρτο τον οποίο δεν έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσει – με συνέπεια τη μειωμένη ακρίβεια στη χρονομέτρηση. Ένα άλλο ζήτημα είναι η συνεργασία των μπουτόν του χρονογράφου με τον μηχανισμό. το εξασκημένο μάτι θα παρατηρήσει ότι, μόλις ενεργοποιηθεί ο χρονογράφος, ο κεντρικός δευτερολεπτοδείκτης κλωτσάει, ενώ την ίδια συμπεριφορά μπορεί να επιδείξουν ο δείκτης των μικρών δευτερολέπτων, ο λεπτοδείκτης και ο δίσκος της ημερομηνίας: δείγμα του ότι ο συγχρονισμός των λειτουργιών του ρολογιού δεν είναι άρτιος. τέσσερις λεπτομέρειες προδίδουν το γεγονός ότι ένας μηχανισμός χρονογράφου είναι σπονδυλωτής κατασκευής: τα εξαρτήματα του χρονογράφου δεν είναι ορατά από το πίσω μέρος της κάσας. Ενσωματώνει πολλούς λίθους. ο δίσκος της ημερομηνίας «κάθεται» χαμηλά και όχι ακριβώς κάτω από το καντράν. Και η κορώνα δεν βρίσκεται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο με τα μπουτόν του χρονογράφου. intEGrAtEd Vs ModuLAr MoVEMEnts the greatest advantage to an integrated chronograph movement is that it has been designed from the beginning as a chronograph. All its components are produced for the optimal operation of a watch carrying a heavy, energy-intensive complication. Modular movements (also called sandwich or piggyback movements) involve a base caliber to which the chronograph mechanism is added - usually mounted on a separate plate on the dial side. it so happens, therefore, that the chronograph’s activation generates a drag on the base-mechanism, which it has not been designed to handle - resulting in reduced timekeeping accuracy. Another issue is the cooperation of the chronograph buttons with the movement. A trained eye will notice that as soon as the chronograph is engaged, the sweep seconds hand will jump, while the same may also happen with the subsidiary seconds hand, the minute hand and the date disc: a sign that the watch’s functions are not perfectly synchronized. four details can betray the fact that a chronograph movement is modular: the chronograph’s components are not visible from the case back; it incorporates a high jewel count; the date disc sits low and not directly under the dial; and the crown is not on the same horizontal plane with the chronograph buttons.

ColuMN wHEEl vS ΕΚΚΕντρο μέγα ζήτημα στον μηχανισμό του χρονογράφου είναι ο συντονισμός των λειτουργιών start, stop και reset, που ενεργοποιούνται μέσω των μπουτόν: αρκεί να φανταστεί κανείς την καραμπόλα που θα συνέβαινε αν μπορούσε να ενεργοποιήσει τη λειτουργία reset με τον χρονογράφο σε λειτουργία. το παραδοσιακό σύστημα ελέγχου των εν λόγω λειτουργιών είναι ο column wheel: ένας τροχός με μικρές κατακόρυφες «στήλες», που υψώνονται από αυτόν, κάνοντάς τον να μοιάζει με πυργίσκο κάστρου. με το πάτημα οποιουδήποτε μπουτόν του χρονογράφου, ο column wheel περιστρέφεται, παρασύροντας τα άκρα των μοχλών που ακουμπούν σε αυτόν, οι οποίοι ελέγχουν τις λειτουργίες start, stop και reset. ο column wheel είναι εξαιρετικά αξιόπιστος και προσφέρει μια απαλή, στρωτή αίσθηση στα μπουτόν. Επίσης είναι ακριβός στην κατασκευή και πολύ δύσκολος στη ρύθμιση και το service. Κάποτε ήταν πανταχού παρών, πλέον όμως έχει αρχίσει να αντικαθίσταται από εξίσου αξιόπιστα έκκεντρα που μπορεί να μην είναι τόσο εμφανίσιμα, προσφέρουν όμως τα σημαντικά πλεονεκτήματα της λιγότερο δαπανηρής παραγωγής, της εύκολης ρύθμισης, του εύκολου service και της υψηλής ανθεκτικότητας στα χτυπήματα. Εξαρτάται λοιπόν από τι θέλει κανείς: ένα σκληροτράχηλο εργαλείο (έκκεντρο) ή έναν exclusive χρονογράφο με ωραίο open back απ’ όπου θα παρακολουθεί σε δράση τον παραδοσιακό column wheel.

ορίζοντία η πΛαγία συζΕυξη vS ΚαθΕτοσ συμπΛΕΚτησ Είναι και τα δύο συστήματα μετάδοσης ενέργειας για τη λειτουργία του χρονογράφου. το παραδοσιακό σύστημα οριζόντιας ή πλάγιας ζεύξης λειτουργεί ως εξής: όταν ο χρήστης πιέζει το μπουτόν start, ένας τροχός, τοποθετημένος σε κινητή γέφυρα ή μοχλό, ολισθαίνει οριζοντίως για να συνδέσει τον τέταρτο τροχό του gear train με τον κεντρικό τροχό του χρονογράφου, ο οποίος κινεί τον δευτερολεπτοδείκτη. ο ενδιάμεσος ολισθαίνων τροχός είναι απαραίτητος διότι, στην περίπτωση που ο τέταρτος τροχός συμπλεκόταν απευθείας με τον κεντρικό τροχό CoLuMn whEEL Vs CAM A serious issue usually concerning chronograph movements is the coordination of start, stop and reset functions, initiated via the buttons: just imagine the “train wreck” occurring if one could trigger the reset function with the chronograph running. the traditional control system of these functions is the column wheel: a wheel with small vertical columns that rise from it, making it look like a castle turret. At the push of any of the chronograph’s buttons, the column wheel rotates, dragging the ends of the levers resting against it, which in turn control the start, stop and reset functions. the column wheel is extremely reliable and offers a soft, smooth feel to the watch’s buttons. it is also expensive to manufacture and very difficult to adjust and to service. it was once ubiquitous, but now it is gradually being replaced by the equally reliable cams which may not be as attractive, but offer the significant advantages of lower production costs, easy adjustment and service as well as high shock-resistance. it therefore depends on what the buyer desires: a rugged tool (cam) or an exclusive chronograph with a beautiful display back from where one can observe the traditional column wheel in action.

horiZontAL or LAtErAL CouPLinG Vs VErtiCAL CLutCh both are energy transmission systems for the chronograph’s operation. the traditional horizontal or lateral coupling system works as follows: when the user presses the start button, a wheel mounted on a movable bridge or lever slides horizontally in order to connect the fourth wheel of the gear train with the chronograph center wheel driving the seconds hand. the intermediate sliding wheel is necessary, because if the fourth wheel directly engaged the chronograph center wheel, the seconds hand would rotate counterclockwise. this system is aesthetically pleasing as it allows the user to view the chronograph while engaging

The column wheel is a new technology component, which controls the start, stop and reset functions

Buyer’s guide

Left to right: Pulsometer Chronograph by longines, fifty fathoms chronograph by Blancpain, 1966 chronograph by Girard-Perregaux

του χρονογράφου, ο δευτερολεπτοδείκτης θα περιστρεφόταν αριστερόστροφα. το σύστημα αυτό είναι οπτικά απολαυστικό, διότι επιτρέπει στον χρήστη να βλέπει την ενεργοποίηση και την απενεργοποίηση του χρονογράφου. ωστόσο, λόγω της ενσωμάτωσης επιπλέον τροχών, υπονομεύει την κανονικότητα του εύρους ταλάντωσης του τυμπάνου (άρα και την ακρίβεια του μηχανισμού), προκαλεί έντονη φθορά στο προφίλ των γραναζιών, ενώ παρατηρείται και αναπήδηση του δευτερολεπτοδείκτη κατά την ενεργοποίηση του χρονογράφου. με τη χρήση του κάθετου συμπλέκτη, ο χρονογράφος βρίσκεται σε μόνιμη εμπλοκή με το σύστημα οδοντωτών τροχών που μεταφέρει την ενέργεια από το βαρέλι, ενώ ο συμπλέκτης συμπλέκει και αποσυμπλέκει τον χρονογράφο. τα πλεονεκτήματά του είναι ότι αποτρέπει την προαναφερθείσα αναπήδηση του δευτερολεπτοδείκτη και επιτρέπει τη συνεχή λειτουργία του χρονογράφου χωρίς την πρόκληση σημαντικών φθορών. από την άλλη, όμως, η παραγωγή του είναι ακριβή και το service δύσκολο, ενώ η ενεργοποίηση της λειτουργίας του χρονογράφου είναι αθέατη.

το ζητημα τησ ταχυτητασ η συχνότητα του μηχανισμού προσδιορίζει το μέγεθος των κλασμάτων του δευτερολέπτου που μετρά. Όσο υψηλότερη είναι η συχνότητα, τόσο μικρότερα είναι τα κλάσματα του δευτερολέπτου. συγκεκριμένα: όταν η συχνότητα του μηχανισμού είναι στα 3ηz (21.600 ταλαντώσεις/ώρα) ο χρόνο μετράται ως το πλησιέστερο 1/6ο του δευτερολέπτου, όταν είναι στα 4Hz (28.800 ταλαντώσεις/ώρα) ως το πλησιέστερο 1/8ο του δευτερολέπτου και όταν είναι στα 5Hz (36.000 ταλαντώσεις/ώρα) ως το πλησιέστερο 1/10ο του δευτερολέπτου. τα τελευταία χρόνια, ορισμένες ωρολογοποιίες (με πρώτη την tAG Heuer) άρχισαν να παράγουν χρονογράφους με δύο βαρέλια, δύο συστήματα οδοντωτών τροχών και δύο escapements, τα οποία ταλαντώνονται σε διαφορετικές συχνότητες. το ένα προορίζεται για τις βασικές λειτουργίες του ρολογιού (ώρα, λεπτά, μικρά δευτερόλεπτα, ημερομηνία) και το άλλο για τον χρονογράφο, με το πρώτο να ταλαντώνεται σε αβίαστο ρυθμό και το δεύτερο να λειτουργεί σε πολύ ταχύτερη συχνότητα που του επιτρέπει να μετρά εκατοστά ή ακόμη και χιλιοστά του δευτερολέπτου. υψηλή ταχύτητα, όμως, σημαίνει και γρήγορη εξάντληση του power reserve, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί οι super-fast χρονογράφοι δεν μπορούν να χρονομετρούν γεγονότα που ξεπερνούν σε διάρκεια τη μία-μιάμιση ώρα. παράδειγμα ο Mikrograph της tAG Heuer, που μετρά τον χρόνο ως το πλησιέστερο 1/100ό του δευτερολέπτου, αλλά μπορεί να χρονομετρήσει γεγονότα των οποίων η διάρκεια δεν ξεπερνά τα 90 λεπτά. and disengaging. however, due to the incorporation of additional wheels, the balance wheel’s amplitude can be affected (and therefore the accuracy of the movement), causing intense wear to the gears’ profile, which can also cause the seconds hand to jump when the chronograph is activated. by using a vertical clutch, the chronograph remains in a permanent state of engagement with the gear train that transfers energy from the barrel, while the clutch engages and disengages the chronograph. Among its advantages is the fact that it avoids the aforementioned seconds hand jumping and allows for the continuous operation of the chronograph without causing significant wear. on the other hand, its production is expensive and its service difficult, while the activation of the chronograph function remains unseen.

Την complication του χρονογράφου εξέλιξε το 1923 η Breitling

thE issuE of sPEEd the frequency of the movement determines the size of the fractions of a second that it can measure. the higher the frequency, the smaller the fractions of a second. In particular: when the movement’s frequency is 3Hz (21,600 oscillations/ hour) time is measured to the nearest 1/6th of a second, when it is 4Hz (28,800 oscillations/hour) to the nearest 1/8th of a second, when it is 5Hz (36.000 oscillations/hour) to the nearest 1/10th of a second. In recent years, certain manufactures (most notably tAG heuer) have begun producing chronographs with two barrels, two gear trains and two escapements, which oscillate at different frequencies. one is for the basic watch functions (hours, minutes, subsidiary seconds, date) and the other for the chronograph, with the former oscillating at a leisurely pace and the latter operating at a much faster frequency which allows it to measure hundredths or even thousandths of a second. A high speed, however, means rapid depletion of the power reserve, which means that these superfast chronographs cannot time events lasting longer than one and a half hours. tAG Heuer’s Mikrograph for example, measures time to the nearest 1/100th of a second, but it cannot time events whose duration exceeds 90 minutes.

H ΛΕίτουργία flyBACk Ένας χρονογράφος με λειτουργία flyback μπορεί να σταματήσει, να μηδενιστεί και να αρχίσει νέα μέτρηση με μία πίεση σε ένα και μόνο μπουτόν. το πλεονέκτημά του είναι προφανώς η εξοικονόμηση χρόνου, μια και στον κλασικό χρονογράφο η διαδικασία stop-reset-restart απαιτεί τρεις κινήσεις σε δύο διαφορετικά μπουτόν. το μεγάλο του μειονέκτημα είναι ότι δεν δίνει στον χρήστη τη δυνατότητα να διαβάσει μια ακριβή μέτρηση – πόσο μάλλον όταν αυτός επιθυμεί μέτρηση ακριβείας κλασμάτων του δευτερολέπτου. από την άλλη, η λειτουργία flyback είναι εξαιρετικά χρήσιμη στους πιλότους, οι οποίοι χρειάζεται να εκτελούν σειρές από μανούβρες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα. για την ιστορία, σημειώνουμε ότι η πατέντα για την εν λόγω λειτουργία ανήκει στη longines, η οποία παρουσίασε τους πρώτους της χρονογράφους flyback το 1936.

H ΛΕίτουργία SPlIt-SECoNdS αλλιώς rattrapante (στα γαλλικά) ή doppelchronograph (στα γερμανικά).οι χρονογράφοι split-seconds διαθέτουν δύο δευτερολεπτοδείκτες τοποθετημένους επάλληλα, γεγονός που επιτρέπει στον χρήστη να χρονομετρήσει δύο διαφορετικά γεγονότα τα οποία εκτυλίσσονται παράλληλα. Έτσι, λοιπόν, με την ενεργοποίηση του χρονογράφου, οι δύο δείκτες ξεκινούν συγχρόνως και ενώ ο ένας δείκτης συνεχίζει να μετρά τον χρόνο που κυλά, ο δείκτης rattrapante μπορεί να σταματά και, με το πάτημα του μπουτόν, να συναντά τον πρώτο δευτερολεπτοδείκτη. προφανώς, τα χρονικά διαστήματα που μετρά ο δείκτης rattrapante δεν μπορούν να ξεπεράσουν το ένα λεπτό -δεδομένου ότι δεν διαθέτει δικό του μετρητή για τα λεπτά- περιορισμός που μέχρι στιγμής έχει ξεπεράσει μόνο η α. lange & Söhne με το lange double Split, έναν από τους πιο ακριβούς χρονογράφους στην αγορά ο οποίος προσφέρει «διπλή λειτουργία rattrapante», δηλαδή ο δευτερολεπτοδείκτης rattrapante συνοδεύεται από λεπτοδείκτη rattrapante. για την ιστορία, να θυμίσουμε ότι ο πρώτος χρονογράφος split-seconds παρουσιάστηκε το 1922 από την Patek Philippe.

προσθΕτΕσ ΚΛίμαΚΕσ η προσθήκη επιπλέον κλιμάκων στο καντράν ενός χρονογράφου επεκτείνει το φάσμα των πληροφοριών που μπορεί να προσφέρει το ρολόι. η πιο συνηθισμένη είναι η ταχυμετρική κλίμακα, η οποία βασίζεται στη σχέση μεταξύ χρόνου, ταχύτητας και απόστασης, επιτρέποντας στον χρήστη να προσδιορίσει την ταχύτητα (ενός αυτοκινήτου κατά κανόνα), έχοντας ως δεδομένα την απόσταση και τον χρόνο. Κατά παρόμοιο τρόπο η τηλεμετρική κλίμακα επιτρέπει τον υπολογισμό της απόστασης, με δεδομένα την ταχύτητα και τον χρόνο. Άλλες κλίμακες που προστίθενται στους χρονογράφους είναι το σφυγμόμετρο (pulsometer) και το ασθμόμετρο (asthmometer), που επιτρέπουν τη μέτρηση του ρυθμού/λεπτό των σφυγμών και των αναπνοών αντίστοιχα. thE fLybACK funCtion A chronograph with flyback function can stop, reset and start a new measurement with the press of a single button. its advantage is obviously time-saving, as a classic chronograph requires three presses on two different buttons for a stop-reset-restart process. its greatest disadvantage is that it does not provide the user with the ability to read an accurate measurement - especially when someone requires an elapsed time reading with a precision in fractions of a second. on the other hand, the flyback function is extremely useful to pilots who need to perform a series of maneuvers at specified time intervals. for the record, let us note here that the patent for this particular function belongs to Longines, which presented its first flyback chronographs in 1936.

thE sPLit-sEConds funCtion otherwise known as rattrapante (in french) or doppelchronograph (in German), split-seconds chronographs have two seconds hands arranged one on top of the other, allowing the user to time two different events taking place at the same time. so, upon activating the chronograph, the two hands simultaneously start, and, while one hand continues measuring the flow of time, the rattrapante hand can be stopped and, at the push of a button, catch up to the primary seconds hand. obviously, the time intervals measured by the rattrapante hand cannot exceed one minute -as it does not have a minutes counter of its own- a limitation overcome only by A. lange & Söhne with the lange double split, one of the most accurate chronographs on the market, offering a double rattrapante function, in other words a rattrapante hand accompanied by a rattrapante minute hand. for the record, the first splitseconds chronograph was introduced in 1922 by Patek Philippe.

AdditionAL sCALEs the addition of extra scales to a chronograph’s dial extends the range of information that the watch can convey. the most common is the tachometer, based on the relation between time, speed and distance, enabling the user to determine the speed (usually of a vehicle), when distance and time are known. in a similar manner, the telemeter allows for the calculation of distance, with a given speed and time. other scales added to chronographs include the pulsometer and asthmometer, allowing for the measurement of a person’s rate/min of pulse and respirations respectively.

The chronograph’s complication was further developed in 1923 by Breitling

This article is from: