Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος Καλλιδρομίου 30 & Ζωοδόχου Πηγής, ΤΚ 11473 Αθήνα τηλ & φαξ: 210-3823.850 email: info@environ-sustain.gr | http://www.environ-sustain.gr
Τα Συνταγματικά όρια των Ιδιωτικοποιήσεων
Σελ: 1
Μαρία Καραμανώφ Σύμβουλος Επικρατείας, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
από 6
(απόσπασμα ομιλίας)
Ελληνικό, Κασσιόπη, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, Σκουριές. Mια απλή ανάγνωση τοπωνυμίων και εταιρικών επωνυμιών από το ΦΕΚ είναι ικανή σήμερα να δημιουργήσει έντονα και τελείως διαφορετικά συναισθήματα σε τελείως διαφορετικούς ανθρώπους. Εκεί που ο ένας βλέπει ευκαιρίες για ανάπτυξη, ο άλλος θρηνεί για περιβαλλοντική καταστροφή και ο τρίτος βλέπει με απόγνωση τη χώρα του να χάνεται μέσα από τα χέρια του. Τι συμβαίνει πράγματι στη χώρα μας; Σίγουρα δεν πρόκειται πλέον για την παραδοσιακή σύγκρουση ανάμεσα στο περιβάλλον και την ανάπτυξη που δέσποσε τις προηγούμενες δεκαετίες, αφύπνισε τις συνειδήσεις, ενδυνάμωσε το περιβαλλοντικό κίνημα και προκάλεσε την πρωτοποριακή νομολογία του ΣτΕ. Τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ από τότε, και η περιβαλλοντική κρίση αποδείχθηκε πως δεν ήταν παρά η κορυφή ενός παγόβουνου, που έκρυβε στη βάση του τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Οι διαστάσεις αυτές βρίσκονται πίσω από τις αθρόες ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων ετών, που αυξάνονται καθημερινά με ραγδαίους ρυθμούς και έχουν θέσει το περιβάλλον σε δεύτερη μοίρα, καθώς όλοι διερωτώνται τι συνεπάγονται για τη χώρα οι ιδιωτικοποιήσεις, όχι μόνο σε περιβαλλοντικό, αλλά και σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Γι’ αυτό θα πρέπει ίσως να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, και να κατανοήσουμε τη νομική και εντεύθεν την ουσιαστική βαρύτητα των αλλαγών που, κατά την προσωπική μου πάντοτε άποψη, πρόκειται να συμβούν στη χώρα. Η ιστορία των ιδιωτικοποιήσεων ξεκίνησε βαρύγδουπα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με πρωτεργάτες τους Ρήγκαν και Θάτσερ και με αφορμή τις πολυδιαφημισμένες, θα έλεγα, αποτυχίες του κρατικού παρεμβατισμού της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλά μπορεί να λεχθούν για τις αποτυχίες αυτές, αλλά δεν είναι του παρόντος. Γεγονός είναι ότι η αντιπαράθεση, από τη μια, ενός κράτους δυσκίνητου, γραφειοκρατικού, διεφθαρμένου και ανίκανου να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις, και, από την άλλη, μιας αγοράς ευέλικτης και αποτελεσματικής, οδήγησαν με ευκολία πολιτικούς και κοινή γνώμη στην ιδέα της ιδιωτικοποίησης. Τι σημαίνει όμως ιδιωτικοποίηση; Με τον όρο αυτό υποδηλούται η σύγχρονη πρακτική των κρατών να αποξενώνονται από τις πάσης φύσεως κρατικές αρμοδιότητες και τους συναφείς προς αυτές πόρους, κινητούς και ακίνητους, και να μεταθέτουν αμφότερα στον ιδιωτικό τομέα. Είναι γεγονός ότι η πρακτική της συνεργασίας κράτους και ιδιωτικού τομέα για την καλύτερη εκτέλεση ενός δημόσιου έργου (λχ. οδοποιία), ή την παροχή μιας δημόσιας υπηρεσίας (λ.χ. σιδηροδρομικές συγκοινωνίες κ.λπ.), κατείχε ανέκαθεν σημαντική θέση στο δημόσιο δίκαιο και είχε παραγάγει καλά αποτελέσματα. Όμως όλες αυτές οι παραδοσιακές συμβάσεις ανάθεσης έργου και παραχώρησης δημοσίων υπηρεσιών δεν έχουν τίποτα κοινό με τις σύγχρονες
Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος Καλλιδρομίου 30 & Ζωοδόχου Πηγής, ΤΚ 11473 Αθήνα τηλ & φαξ: 210-3823.850 email: info@environ-sustain.gr | http://www.environ-sustain.gr
ιδιωτικοποιήσεις. Και τούτο διότι, για να το πούμε απλά και όσο λιγότερο νομικά γίνεται, σημασία σε μια απόφαση έχει όχι μόνο ποιο είναι το αντικείμενό της, αλλά με ποια ιδιότητα και με ποια κριτήρια λειτουργεί εκείνος που αποφασίζει. Υπό το παραδοσιακό καθεστώς των παραχωρήσεων, ήταν το κράτος που λάμβανε με τα αρμόδια όργανά του την απόφαση για το ποια έργα ή ποιες υπηρεσίες θα παρέχονταν, ήταν το κράτος που θέσπιζε το κανονιστικό καθεστώς των όρων και προϋποθέσεων βάσει των οποίων θα παρέχονταν οι υπηρεσίες αυτές, και ήταν τα κριτήρια του δημοσίου συμφέροντος που καθόριζαν τη διαδικασία αυτή, όπως τα είχε διαμορφώσει η ευρωπαϊκή νομική θεωρία, δηλ. συνέχεια στην παροχή της δημόσιας υπηρεσίας, ασφάλεια, ισότητα στην παροχή μεταξύ των χρηστών, προσιτό κόστος για τη χρήση κ.λπ. Το οικονομικό κριτήριο υπεισέρχετο στη διαδικασία αυτή όχι ως κερδοφορία, αλλά ως αναγκαίο, πλην δευτερεύον, κριτήριο για την αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα της παροχής. Επιπλέον, το δημοσίου δικαίου κανονιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο παρέχονταν οι σχετικές δημόσιες υπηρεσίες, ήταν υποχρεωμένο να τηρεί όλους τους περιορισμούς δημοσίου συμφέροντος που διέπουν την κρατική δράση, από την περιβαλλοντική προστασία και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέχρι τη διαφάνεια και την αποτελεσματική δικαστική προστασία. Όλα τα παραπάνω ίσχυαν εξίσου τόσο στην περίπτωση που το κράτος εκτελούσε το ίδιο, δηλ. με δικά του όργανα, τα έργα ή παρείχε τις υπηρεσίες (λ.χ. δημόσια υγεία και παιδεία), όσο και στην περίπτωση που είτε ανέθετε την υλοποίηση του δημοσίου σκοπού σε ιδιώτες, είτε ασκούσε τη σχετική δραστηριότητα μέσω ειδικού τύπου δημοσίων επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ), οι οποίες φορούσαν μεν για λόγους ευελιξίας το ένδυμα της Α.Ε., εξακολουθούσαν όμως να εκτελούν στην ουσία δημόσιες υπηρεσίες με τη λειτουργική έννοια του όρου. Οι σύγχρονες μορφές ιδιωτικοποιήσεων ανατρέπουν πλήρως αυτό το νομικό σκηνικό. Αυτό που εκχωρείται σήμερα στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι απλώς η υλοποίηση, με ιδιωτικά μέσα και κάποια οικονομικά ανταλλάγματα, ενός δημοσίου σκοπού όπως ακριβώς τον αποφάσισε και σχεδίασε το Κράτος, αλλά αυτή καθ’ εαυτή τη λήψη της απόφασης για το πώς θα επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Με τον τρόπο όμως, αυτό, η δημόσια δράση μεταλλάσσεται σε ιδιωτική. Και τούτο διότι η νομική φύση του αποφασίζοντος είναι εκείνη που καθορίζει και τη νομική φύση της απόφασής του. Με απλά λόγια, ένα δημόσιο όργανο, όταν ασκεί την αρμοδιότητά του, υποχρεούται να αποφασίζει μέσα σε ένα πλέγμα περιορισμών δημοσίου συμφέροντος, που σε πολλούς φαίνονται γραφειοκρατικοί, πλην όμως, όταν λειτουργούν σωστά, εκπροσωπούν απλώς τις πολλαπλές πτυχές που έχει πάντοτε το δημόσιο συμφέρον. Αντίθετα, ένας ιδιώτης δικαιούται και υποχρεούται να αποφασίζει με κριτήριο τα ατομικό του συμφέρον, αν δε είναι εταιρεία, με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Αυτό δεν είναι κακό. Η φύση και ο σκοπός της εταιρείας είναι να είναι κερδοφόρα, οι δε μέτοχοί της δικαιούνται να απαιτήσουν τη λειτουργία της εταιρείας τους κατά τον πλέον κερδοφόρο τρόπο. Γίνεται όμως κακό, όταν καθίσταται το πρωταρχικό κριτήριο στη διαχείριση ενός δημοσίου αγαθού ή την παροχή μιας δημόσιας υπηρεσίας. Η μεγάλη αυτή διαφορά έγινε πρώτα αισθητή στον τομέα των δημοσίων επιχειρήσεων, δηλ. των επιχειρήσεων εκείνων που παράγουν και διανέμουν αγαθά τόσο απαραίτητα για την επιβίωση και τη διασφάλιση ποιότητας ζωής των ανθρώπων, ώστε να ταυτίζονται πλέον σήμερα με την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως η ενέργεια, το νερό, οι
Σελ: 2 από 6
Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος Καλλιδρομίου 30 & Ζωοδόχου Πηγής, ΤΚ 11473 Αθήνα τηλ & φαξ: 210-3823.850 email: info@environ-sustain.gr | http://www.environ-sustain.gr
συγκοινωνίες, οι επικοινωνίες. Αποφασιστικός παράγοντας στη μεταβολή της φύσης του φορέα των υπηρεσιών αυτών υπήρξε η μεγάλη αλλαγή που έγινε στο επίπεδο του ενωσιακού δικαίου, με την υπαγωγή κρίσιμων δημοσίων υπηρεσιών όπως οι επικοινωνίες, η ενέργεια, οι μεταφορές, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες κ.λπ. στην κατηγορία των λεγομένων υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος. Σήμερα πλέον στην κατηγορία αυτή υπάγονται με τη σειρά τους η ύδρευση, η διαχείριση αποβλήτων, τα ΜΜΕ. Πρακτικά και με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών υπόκεινται πλέον στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και στις αρχές του ανταγωνισμού. Τα κράτη μέλη δικαιούνται μεν να θέσουν στους παρόχους των ανωτέρω υπηρεσιών όρους και περιορισμούς για τη διασφάλιση κάποιων παραμέτρων του δημοσίου συμφέροντος, πάντοτε όμως υπό την επιφύλαξη ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν θα διαταράσσουν την απρόσκοπτη λειτουργία του ανταγωνισμού. Το κράτος είναι βέβαια ελεύθερο να συμμετάσχει και το ίδιο στον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων παρόχων των υπηρεσιών αυτών μέσω κάποιου μεικτού κρατικού φορέα. Η σημαντική διαφορά σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, είναι ότι όταν πρόκειται για υπηρεσία γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, ο πάροχος, είτε λέγεται ‘κράτος’ είτε ‘ιδιώτης’, υποχρεούται να λειτουργεί ως κοινός επιχειρηματίας. Το κράτος δηλ., απογυμνώνεται από οποιοδήποτε προνόμιο απολάμβανε μέχρι τώρα χάριν της αποτελεσματικής παροχής των δημοσίων υπηρεσιών, και ρίχνεται στην αρένα της αγοράς για να ανταγωνιστεί τους παγκόσμιους οικονομικούς κολοσσούς, όπου η επικράτηση ανήκει δαρβινικά στον ισχυρότερο. Οι συνέπειες της αλλαγής αυτής στο νομικό σκηνικό είναι καταλυτικές για τη δημόσια κτήση. Από δημόσια περιουσία η οποία ανήκε στο κράτος και ήταν αφιερωμένη στην εξυπηρέτηση των διαφόρων δημοσίων σκοπών (υγεία, κοινωνική ασφάλιση, παιδεία, ενέργεια, επικοινωνίες, συγκοινωνίες κ.λπ.), η δημόσια κτήση καθίσταται πλέον περιουσία μιας εμπορικής επιχείρησης, στην οποία το κράτος μετέχει ως απλός μέτοχος και είναι υποχρεωμένο να ενεργεί προεχόντως με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλ. την κερδοφορία. Οι συνέπειες για τον απλό πολίτη, που από δικαιούχος και χρήστης δημόσιας υπηρεσίας, με τις εντεύθεν εγγυήσεις και δικαιώματα, καθίσταται απλός πελάτης εμπορικής εταιρείας, είναι σήμερα τόσο προφανείς ώστε δε χρειάζεται να πω περισσότερα. Η αλλαγή αυτή επηρεάζει ιδίως τα δημόσια ακίνητα. Πρόκειται για επιπτώσεις εξαιρετικά σοβαρές και μη αναστρέψιμες, ανεξάρτητα αν τις θεωρεί κανείς καλές ή κακές. Είναι επιπτώσεις των οποίων πρέπει να έχει επίγνωση όποιος αποφασίζει την αποξένωση του κράτους από τη δημόσια κτήση, ακόμα και αν αυτή γίνεται με την επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Υπάρχει σήμερα ένα θολό τοπίο όσον αφορά τη σχέση του ελληνικού κράτους με τη δημόσια κτήση. Η νομική θεωρία και νομολογία πολύ λίγο έχει ασχοληθεί με τη σχέση αυτή, ίσως γιατί ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε καταστεί αναγκαίο. Μέχρι τώρα, η μέριμνα του κράτους ήταν να αυξήσει τη δημόσια κτήση με απαλλοτριώσεις χάριν δημοσίων σκοπών, και όχι να αποξενωθεί από αυτήν. Η νομική θεωρία είχε λοιπόν εστιαστεί κυρίως στη διαδικασία και τις εγγυήσεις με τις οποίες το κράτος δικαιούται να στερήσει ένα ιδιώτη από την ατομική του ιδιοκτησία και όχι
Σελ: 3 από 6
Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος Καλλιδρομίου 30 & Ζωοδόχου Πηγής, ΤΚ 11473 Αθήνα τηλ & φαξ: 210-3823.850 email: info@environ-sustain.gr | http://www.environ-sustain.gr
στο αντίστροφο, δηλ. με ποιες προϋποθέσεις δικαιούται το κράτος να εκποιήσει τη δημόσια κτήση σε ιδιώτες. Για να απαντήσουμε στο σημερινό ερώτημα, ποια δηλ. είναι τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας δύο βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι ότι το δικαίωμα του κράτους επί της δημόσιας κτήσης δεν ταυτίζεται με την κυριότητα του αστικού εμπράγματου δικαίου, η οποία επιτρέπει στον κύριο να χρησιμοποιεί και να διαθέτει την ιδιοκτησία του «κατ’ αρέσκεια», αλλά είναι μια ιδιότυπη, δημοσίου δικαίου, κυριότητα η οποία συνδέει τον κάθε δημόσιο φορέα (κράτος, ν.π.δ.δ., ΟΤΑ, δημόσια επιχείρηση κ.λπ.) με την δημόσια κτήση που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η σχέση αυτή, η οποία είναι απαράγραπτη και αναπαλλοτρίωτη, έχει ως έννομη συνέπεια ότι η δημόσια κτήση, σε αντίθεση με την ιδιωτική περιουσία του δημοσίου, παρακολουθεί πάντοτε τον δημόσιο σκοπό, στον οποίο είναι αφιερωμένη και «ανήκει» στον φορέα εκείνο στον οποίο έχει εκάστοτε ανατεθεί η εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού. Το δεύτερο είναι ότι η δημόσια κτήση περιλαμβάνει πάσης φύσεως ακίνητα, τα οποία μπορεί να εξυπηρετούν ταυτόχρονα έναν ή περισσότερους δημόσιους σκοπούς. Ένα μικρό νησί λ.χ. συνδέεται ταυτόχρονα με πολλούς δημόσιους σκοπούς, μπορεί δηλ. να αποτελεί στρατηγικό σημείο για την άμυνα, κόμβο για τη θαλάσσια συγκοινωνία, να διαθέτει πλούσιο υπέδαφος, ενάλιες αρχαιότητες, παραδοσιακούς οικισμούς, διαφυλακτέο φυσικό κεφάλαιο, καθώς και να είναι πόλος έλξης τουριστών. Πώς πρέπει λοιπόν να ιεραρχηθούν οι επιτρεπόμενες για κάθε δημόσιο ακίνητο χρήσεις, όταν μάλιστα, κατά κανόνα, είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες και αλληλοσυγκρουόμενες; Η απάντηση είναι ότι πρέπει πρώτα να ιεραρχηθούν οι δημόσιοι σκοποί τους οποίους εξυπηρετούν, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Γιατί δεν είναι δυνατόν ένα δημόσιο ακίνητο, προορισμένο από τη φύση του να εξυπηρετεί πάγιους και θεμελιώδεις σκοπούς, να θυσιάζεται για την κάλυψη μιας περιστασιακής ανάγκης, και μάλιστα οικονομικής. Δεν μπορούμε επομένως να μιλάμε για εκποίηση των δημόσιων ακινήτων παρά μόνο αφού γίνει κατηγοριοποίηση και κατάταξη αυτών με βάση τον δημόσιο σκοπό που εξυπηρετούν και το είδος του συνδέσμου κάθε συγκεκριμένου ακινήτου με τον σκοπό αυτό, αν δηλ. ο σύνδεσμος αυτός είναι χαλαρός, στενός ή άρρηκτος. Προτού λοιπόν αποφασίσουμε ελαφρά τη καρδία ποια δημόσια ακίνητα θα χαθούν για πάντα από τα χέρια του κράτους και των πολιτών του, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά διακρίνονται σε τρεις τελείως διαφορετικές κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει δημόσια ακίνητα που είναι καθ’ εαυτά άρρηκτα συνδεδεμένα με τους θεμελιώδεις δημόσιους σκοπούς της εθνικής κυριαρχίας και της βιώσιμης ανάπτυξης (άμυνα, ασφάλεια, ουσιώδη στοιχεία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, βασικές ενεργειακές και συγκοινωνιακές υποδομές κ.λπ.). Τα ακίνητα αυτά δεν εξυπηρετούν απλώς τους ανωτέρω σκοπούς, αλλά ταυτίζονται μαζί τους. Η ουσία δηλ. και η πραγμάτωση του δημοσίου σκοπού έγκειται ακριβώς στη διαφύλαξη και διαχείριση των ακινήτων αυτών, σύμφωνα με τον προορισμό εκάστου. Αν η φύση και ο χαρακτήρας του ακινήτου αλλοιωθεί, πλήττεται ανεπανόρθωτα και ο αντίστοιχος δημόσιος σκοπός και, για το λόγο αυτό, τα ακίνητα αυτά δεν είναι δεκτικά ιδιωτικοποιήσεως.
Σελ: 4 από 6
Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος Καλλιδρομίου 30 & Ζωοδόχου Πηγής, ΤΚ 11473 Αθήνα τηλ & φαξ: 210-3823.850 email: info@environ-sustain.gr | http://www.environ-sustain.gr
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ακίνητα που εξυπηρετούν δημόσιους σκοπούς οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του σύγχρονου κοινωνικού κράτους και αποτελούν την αναγκαία υποδομή για την παροχή των αντίστοιχων δημοσίων υπηρεσιών (νοσοκομεία, σχολεία, δημόσια κτίρια, στρατόπεδα κ.λπ.). Αυτά δεν αποκλείεται, κατά περίπτωση, να εκποιούνται, με τον όρο όμως ότι θα αντικαθίστανται με άλλα αντίστοιχα, ώστε το κράτος να διαθέτει πάντα τις κατάλληλες υποδομές για την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία, περιλαμβάνονται τα δημόσια ακίνητα, τα οποία αποτελούν την καθαρώς ιδιωτική περιουσία του δημοσίου (προέρχονται λ.χ. από δωρεές, κατασχέσεις κ.λπ.), ή σχετίζονται με δημόσιους σκοπούς που αναλαμβάνει προσωρινά το κράτος, και άρα εντάσσονται περιστασιακά και μόνον στη δημόσια κτήση.
Σήμερα λοιπόν, η δημόσια κτήση βάλλεται από δύο πλευρές: Τις αθρόες ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων υπηρεσιών και τη συλλήβδην εκποίηση όλων των δημοσίων ακινήτων, τα οποία το κράτος θεωρεί ως ιδιωτική του περιουσία ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά τους και τον κατά φύση προορισμό εκάστου. Αντιμετωπίζονται, με λίγα λόγια, τα δημόσια ακίνητα, ως κεφάλαιο μιας εμπορικής εταιρείας, το οποίο αυτή μπορεί ελεύθερα να εκποιήσει για να καλύψει τα ανοίγματά της. Το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είχε γίνει με την περίπτωση της ΕΤΑ Α.Ε., της Εταιρείας Τουριστικών Ακινήτων, η οποία είχε διαδεχθεί τον ΕΟΤ. Ο
Σελ: 5 από 6
Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος Καλλιδρομίου 30 & Ζωοδόχου Πηγής, ΤΚ 11473 Αθήνα τηλ & φαξ: 210-3823.850 email: info@environ-sustain.gr | http://www.environ-sustain.gr
ΕΟΤ είχε ιδρυθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, για να ασκήσει δημόσια τουριστική πολιτική. Την εποχή εκείνη, δηλαδή, το κράτος, θεωρώντας ότι η τουριστική πολιτική αποτελεί δημόσια πολιτική, είχε προικοδοτήσει τον ΕΟΤ με δημόσια ακίνητα προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει την πολιτική αυτή. Η ΕΤΑ όμως, ανέλαβε τα ακίνητα αυτά προκειμένου να τα εκμεταλλευτεί ως ιδιωτικός τουριστικός επιχειρηματίας σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς. Την πρακτική αυτή, που ξεκίνησε η ΕΤΑ, συνεχίζει σήμερα με πολύ χειρότερους όρους το ΤΑΙΠΕΔ. Στόχος του ΤΑΙΠΕΔ, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, είναι να αναζητήσει, κατά κανόνα με πρωτοβουλία και σύμφωνα με τις υποδείξεις κάθε επίδοξου επενδυτή, τη βασική επενδυτική ταυτότητα του ακινήτου και τη μεγίστη χρηματιστηριακή του αξία, και στη συνέχεια να το εκποιήσει έναντι ανταλλάγματος, συνήθως εξευτελιστικού, το οποίο προορίζεται από το νόμο αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Για να επιτευχθεί μάλιστα η μέγιστη αυτή επενδυτική αξία, ο επενδυτής δικαιούται να προικοδοτηθεί για κάθε ακίνητο που θα αγοράσει, με δικό του χωροταξικό, πολεοδομικό και περιβαλλοντικό καθεστώς. Οι περιορισμοί δηλαδή που ισχύουν για τους κοινούς πολίτες σε σχέση με το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, δεν ισχύουν γι’ αυτόν. Με τα ΕΣΧΑΔΑ (Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων) κάθε ακίνητο του ΤΑΙΠΕΔ μπορεί εν δυνάμει να αποκτήσει ένα δικό του καθεστώς, καθιερώνεται δηλαδή ένας θύλακας εξαιρέσεων μέσα στη νομοθεσία προκειμένου να καταστεί το ακίνητο ελκυστικό στον επενδυτή. Το δεύτερο βασικό πρόβλημα του ΤΑΙΠΕΔ, που συνδέεται στενά με το πρώτο, έγκειται στη μονοδιάστατη και ισοπεδωτική αντίληψη για τον προορισμό των δημοσίων ακινήτων. Με τη μεταβίβασή τους στο ΤΑΙΠΕΔ, το κράτος μεταχειρίζεται όλα τα δημόσια ακίνητα σαν να επρόκειτο για την ιδιωτική του περιουσία. Με τη λογική αυτή, προβαίνει κατά προτεραιότητα στην εκποίηση ακριβώς εκείνων των ακινήτων που ανήκουν στην πρώτη από τις παραπάνω κατηγορίες και τα οποία δεν είναι με κανένα τρόπο δεκτικά εκποίησης, είτε με πώληση είτε με πολυετή παραχώρηση, είναι όμως ακριβώς λόγω της θέσης και του φυσικού τους κάλλους, τα πλέον ελκυστικά. Και στο σημείο αυτό, πρέπει να διερωτηθούμε. Τα παλιά χρόνια, όταν ένας πολίτης χρωστούσε, το δίκαιο και η ηθική αποδεχόταν ότι μπορούσε αυτός να καταστεί δούλος, δηλαδή να πληρώσει το χρέος με το ίδιο του το σώμα, την ίδια του την υπόσταση. Σήμερα, το δίκαιο αποδέχεται ότι ένας πολίτης που χρωστάει επειδή διαχειρίστηκε άσχημα τις υποθέσεις του, μπορεί να καταλήξει στη φυλακή ή άστεγος στο παγκάκι. Μπορεί όμως η λογική αυτή να ισχύσει και για ένα κράτος; Μπορεί ένα κράτος να απαρνηθεί το ρόλο του υπεύθυνου διαχειριστή μιας κοινοκτημοσύνης, που ανήκει σε όλες τις γενιές των Ελλήνων και να μετατραπεί σε αποτυχημένο επιχειρηματία; Μπορεί ένα κράτος να πληρώσει την κακοδιαχείριση των οικονομικών του με την ίδια του την υπόσταση; Γιατί, αυτό επιφυλάσσει το μέλλον, όχι μόνο στην παρούσα αλλά και στις επόμενες γενιές.
Σελ: 6 από 6