5 minute read

η εγχώρια ζήτηση ακινήτων ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ε. ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Υδρογονάνθρακες: Ευλογία ή κατάρα; (Μέρος Β΄

Κυριακός E. Γεωργίο υ Εργάτης Γνώσης

Στο προηγούμενο άρθρο ξεκίνησε μια ανάλυση κατά πόσον οι υδρογονάνθρακες αποτελούν ευλογία ή κατάρα για τη χώρα που διαθέτει αποθέματα στο υπέδαφος ή στην υποθαλάσσια περιοχή υπό τον έλεγχό της. Εκ των πραγμάτων, μπορεί να είναι και τα δύο και ενίοτε ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, το Χιούστον του Τέξας έχει συνδέσει τη μεγάλη του ανάπτυξη με τη βιομηχανία των υδρογονανθράκων και συναφών δραστηριοτήτων. Ως φυσικό επακόλουθο, οι διακυμάνσεις στη ζήτηση/προσφορά και στην τιμή των υδρογονανθράκων έχουν άμεσα θετική ή αρνητική επίπτωση στην οικονομία της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής. H λειτουργία πετρελαιοπηγών, διυλιστηρίων και άλλων πετροχημικών εργοστασίων προσφέρει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, αλλά και σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση, όχληση και μόλυνση, κυρίως στην περιοχή της Pasadena και κατά μήκος του Houston Channel, το οποίο οδηγεί από το λιμάνι στην ενδοχώρα στον Κόλπο του Μεξικού. Δυστυχώς, συχνά συμβαίνουν εργοστασιακά ατυχήματα και καταστροφές που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το ήδη βεβαρημένο περιβάλλον και θέτουν σε κίνδυνο την πόλη και τους κατοίκους. Οι υδρογονάνθρακες αποτελούν ένα εμπόρευμα, όπως τα γεωργικά προϊόντα, χωρίς ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ παραγωγών. Βεβαίως, υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς τη χημική και τη φυσική σύσταση και άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά επί της ουσίας αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η ποσότητα και η τιμή. Η ζήτηση είναι σε μεγάλο βαθμό ανελαστική, εξού και η υψηλή φορολογία που επιβάλλεται. Σε αυτόν τον προβληματισμό θα πρέπει να προστεθούν ακόμη τέσσερα σημεία. Παγκόσμια, υπάρχει μια συνεχώς αυξανόμενη προσπάθεια για μείωση της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες λόγω των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της κλιματικής αλλαγής. Εξελικτικά, οδηγούμαστε σε μια οικονομία απεξαρτημένη από τους υδρογονάνθρακες με ορίζοντα το 2050 και επομένως η Κύπρος έχει ένα σχετικά σύντομο περιθώριο αξιοποίησης αυτών των πόρων. Επίσης, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι οι ποσότητες υδρογονανθράκων είναι πεπερασμένες και κάποια στιγμή θα εξαντληθούν ή η εκμετάλλευση των ποσοτήτων που θα παραμείνουν δεν θα είναι οικονομικά συμφέρουσα. Ένας ακόμη αρνητικός παράγοντας αφορά τη διαφθορά και την κατασπατάληση πόρων που συνοδεύουν την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου μικρό μέρος του πλούτου που παράγεται καταλήγει στους πολίτες των χωρών αυτών, μιας και το μεγαλύτερο μερίδιο καταλήγει στους τοπικούς άρχοντες και στις εταιρείες που εργάζονται στον χώρο. Βεβαίως, τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν «προνόμιο» των πιο πάνω χωρών και περιοχών. Η Κύπρος από το 2000 προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να δημιουργήσει τις υποδομές για επεξεργασία φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρισμού και μόλις πολύ πρόσφατα τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του τερματικού αποθήκευσης και αποϋγροποίησης φυσικού αερίου, με ορίζοντα λειτουργίας το καλοκαίρι του 2022. Η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο θα επιφέρει μείωση 15% - 25% στο κόστος ηλεκτρισμού σε σχέση με αυτό που παράγεται με υγρά καύσιμα, με ευεργετικές επιπτώσεις στα οικονομικά των νοικοκυριών και μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις. Με την ίδια λογική, είναι εφικτή η αντικατάσταση των υγρών καυσίμων στις συγκοινωνίες, στη θέρμανση, στη βιομηχανία και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Το φυσικό αέριο, επίσης, έχει λιγότερο αρνητικές επιπτώσεις

Advertisement

Η ουσία είναι ότι μια χώρα που φιλοδοξεί να αναπτύξει τους ενεργειακούς της πόρους θα πρέπει να έχει τη διπλωματική και στρατιωτική δύναμη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Στην περίπτωση της Κύ πρου, η προσπάθεια της στρατιωτικής θωράκισης έχει υποβαθμιστεί, τόσο με τη μείωση της θητείας όσο και με τη μείωση του προϋπολογισμού για την άμυνα

στο περιβάλλον και συνεισφέρει στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και των οξειδίων του αζώτου και του θείου. Η Κύπρος μέχρι σήμερα αναγκάζεται να αγοράζει το κόστος της επιπρόσθετης επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και κινδυνεύει με την επιβολή προστίμων από την Ε.Ε. Έχουν προηγηθεί 20 χρόνια μελετών, ανατροπών, σκανδάλων, έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων οικονομικών συμφερόντων. Από τότε, έχουν περάσει από το αρμόδιο Υπουργείο έξι υπουργοί. Η ευθυγράμμιση των αστέρων επέρχεται με την ανάληψη καθηκόντων από την 7η κατά σειρά υπουργό. Αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα πώς λειτουργούν –ή για την ακρίβεια δεν λειτουργούν– τα πράγματα στην Κύπρο και θα πρέπει να διδάσκεται στα πανεπιστήμια ως περίπτωση λανθασμένης στρατηγικής και ερασιτεχνικής πρακτικής εφαρμογής. Αντίστοιχη αποτυχία αποτελεί η μη αξιοποίηση των γνωστών κοιτασμάτων φυσικού αερίου «Αφροδίτη», «Καλυψώ» και «Γλαύκος», τα οποία έχουν συνολικό μέγεθος που δικαιολογεί τη δημιουργία χερσαίου σταθμού υγροποίησης που θα υπερκαλύψει τις ανάγκες της Κύπρου και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για εξαγωγή μέσω αγωγών στις γείτονες χώρες και στην Ε.Ε. και μέσω πλοίων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην προσοδοφόρο περιοχή της Άπω Ανατολής. Βεβαίως, στην ανάλυση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το υψηλό κόστος εξόρυξης και εκμετάλλευσης και οι τρέχουσες, ανά περίοδο, τιμές στις διεθνείς αγορές. Υπάρχει ένας ακόμη σημαντικός, αρνητικός παράγοντας που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και αυτός αφορά τα θέματα εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας. Η παρούσα κατάσταση στην Ανατολική Μ εσόγειο, με τις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας, δεν είναι πρωτόγνωρη για χώρες με αποθέματα υδρογονανθράκων. Είχαν προηγηθεί παρόμοιες καταστάσεις στη Μ έση Ανατολή, με μακρά ιστορία και οι οποίες συνεχίζονται, καθώς και σε άλλες διαφιλονικούμενες περιοχές του πλανήτη. Η ουσία είναι ότι μια χώρα που φιλοδοξεί να αναπτύξει τους ενεργειακούς της πόρους θα πρέπει να έχει τη διπλωματική και στρατιωτική δύναμη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Στην περίπτωση της Κύπρου, η προσπάθεια της στρατιωτικής θωράκισης έχει υποβαθμιστεί, τόσο με τη μείωση της θητείας όσο και με τη μείωση του προϋπολογισμού για την άμυνα. Η θέση της πολιτικής ηγεσίας ότι η στρατιωτικοποίηση δεν αποτελεί επιλογή αποδυναμώνει τη θέση της Κύπρου σε σχέση με την Τουρκία και θέτει την Κύπρο και την κυριαρχία της υπό κηδεμονία. Αναμφίβολα, μέρος της ευθύνης για αυτή την εξέλιξη βαρύνει και εμάς τους πολίτες, οι οποίοι, σε έναν μεγάλο βαθμό, έχουμε μεταλλαχθεί σε ένα «συνονθύλευμα από ισορροπιστές εμπόρους και αλλοτριωμένους νεόπλουτους». Όπως σημειώνει ο συνάδελφος Μ ιχάλης Κοντός, «…η στρατιωτική υπεροπλία και το ωφέλιμο μέγεθος της Τουρκίας τής παρέχουν αρκετές τακτικές και στρατηγικές επιλογές έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εντούτοις, υπάρχουν μεταβλητές οι οποίες δύνανται να περιορίζουν αυτές τις επιλογές. Και αυτές εντοπίζονται τόσο στο ενδο-κρατικό (ενδοκυπριακό) όσο και στο διεθνές επίπεδο. Στα του οίκου της, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να πράττει ό,τι είναι δυνατόν, προκειμένου να διασφαλίζει την άμυνα του κυρίαρχου εδάφους της. Στα διεθνή, οφείλει να μελετά και να αντιλαμβάνεται τις διεθνείς τάσεις και να καλλιεργεί έναν υψηλό βαθμό διεθνούς αξιοπιστίας, προκειμένου να είναι σε θέση να τις αξιοποιεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό» (Κοντός, 2020). Αυτών λεχθέντων, τι δέον γενέσθαι;

Βιβλιογραφία Κοντός, Μ. (2020), «Ανάλυση: Η σημασία αμυντικής θωράκισης για την Κύπρο», Εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», 05/07/2020

This article is from: