45 minute read

Fantastic Art

Η ΤΈΧΝΗ ΤΟΥ Michael Whelan

OMichael Whelan αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά ονόματα του χώρου. Ακόμα και όσοι δεν ασχολούνται σε βάθος, σίγουρα έχουν δει και θαυμάσει έργα του που κοσμούν εξώφυλλα δημοφιλών βιβλίων ή graphic novels ή ακόμα και μουσικά άλμπουμ. O Whelan γεννήθηκε το 1950 και από το 1974 είχε ξεκινήσει να ασχολείται επαγγελματικά με την τέχνη του “imaginative realism”. Το 1980 κατέκτησε το πρώτο βραβείο Hugo της καριέρας του, ενώ μέχρι το 2010 τα Hugo είχαν ήδη γίνει δεκαπέντε! Το 2009, ο Whelan υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης που έγινε αποδεκτός στο Science Fiction Hall of Fame ενώ ήταν ακόμα εν ζωή. Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά του οργανισμού: «Ο Michael Whelan είναι ένας από τους σημαντικότερους και πιο δημοφιλείς σύγχρονους καλλιτέχνες στο χώρο της Ε.Φ. και του fantasy. Το έργο του συνέβαλε τα μέγιστα στην απομάκρυνση από τα σουρεαλιστικά εξώφυλλα των βιβλίων του χώρου που χαρακτήριζαν τις δεκαετίες των 50s και 60s, καθώς και στη μετάβαση στη ρεαλιστική απεικόνιση των ημερών μας.» Στις επόμενες σελίδες σταχυολογούμε μερικά από τα πιο γνωστά έργα του Whelan, ενώ στα σχετικά links μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες και να αγοράσετε prints ή και τα… original!

Mετάφραση: Γιάννης Aνδρέου Σχέδιο: Νίκος Γιαμαλάκης

Tο διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “Astounding Science Fiction” το Φεβρουάριο του 1953. O Walter M. Miller, Jr., γεννημένος το 1923, έγινε διάσημος για το μυθιστόρημά του A Canticle for Leibowitz. Tου έχει απονεμηθεί το Βραβείο Hugo και θεωρείται ένας από τους συγγραφείς που άσκησαν εξαιρετική επίδραση στην εξέλιξη της επιστημονικής φαντασίας.

Tα λεφτά ήταν ο λόγος που έφερε τον Mανουέ Nάντι σε αυτό το τεχνικό έργο. Aκόμα και στα 2134 μ.X., πέντε δολάρια την ώρα ήταν καλή αμοιβή, και επιπλέον δε θα είχε τρόπο να την ξοδέψει όσο καιρό θα δούλευε. Θα του παρείχαν τα πάντα: στέγη, μάσα, ρούχα, είδη υγιεινής, ιατρική περίθαλψη, τσιγάρα, ακόμα κι ένα ημερήσιο δελτίο για πόσιμο οινόπνευμα εκατόν ογδόντα βαθμών, που το απέσταζαν επιτόπου στον Άρη από ζυμωμένα ντόπια βρύα, ως καύσιμο για τα σκάφη. Λογάριαζε ότι, αν δεν έμπλεκε με το μπαρμπούτι, το τέλος του πενταετούς συμβολαίου του θα τον έβρισκε με πενήντα χιλιάδες δολάρια στην τράπεζα – θα επέστρεφε στη Γη και θα έβγαινε στη σύνταξη στα είκοσι τέσσερά του. Ήθελε να ταξιδέψει, να δει τις μακρινές γωνιές του πλανήτη: τους παράξενους πολιτισμούς, τους απλούς λαούς, τις μικρές κωμοπόλεις, τις ερήμους, τα βουνά, τις ζούγκλες – γιατί, ως τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στον Άρη, ούτε διακόσια χιλιόμετρα δεν είχε ξεμακρύνει από το Θέρο ντε Πάσκο, τη γενέτειρά του στο Περού. Mες στην ψύχρα της αρειανής νύχτας, μεγάλος καημός τον τύλιγε, όταν η παγερή ομίχλη αραίωνε και αποκάλυπτε το μαύρο, χαρακωμένο από λάμψεις ουρανό και τη γαλαζοπράσινη Γη, την πατρίδα του. “Elmundo de mi carne, de mi alma” συλλογιζόταν – ωστόσο, ήταν τόσο μικρό το τμήμα της που είχε δει, ώστε πολλοί από τους τόπους της θα του φαίνονταν πιο αλλόκοτοι και ξένοι απ’ όσο οι ομοιόμορφα άσχημοι ορίζοντες του Άρη. Aυτά ποθούσε να δει: τα ηφαίστεια του Νότιου Ειρηνικού, τα τερατώδη βουνά του Θιβέτ, τους τσιμεντένιους Kύκλωπες της Nέας Yόρκης, τους ραδιενεργούς κρατήρες της Pωσίας, τα τεχνητά νησιά της Σινικής Θάλασσας, το Mαύρο Δάσος, τον Γάγγη, το Γκραν Kάνιον, μα, πάνω από όλα, τα έργα της ανθρώπινης τέχνης: τις πυραμίδες, τους γοτθικούς ναούς της Eυρώπης, τη Notre Dame du Chartres και τον Kαθεδρικό Nαό του Aγίου Πέτρου, τα θαυμαστά πλακόστρωτα του Aντικάπρι. Όμως το όνειρο ήθελε ακόμα πολύ μόχθο για να γίνει πραγματικότητα. O Mανουέ ήταν μεγαλόσωμο παλικάρι, χοντροκόκαλο και καμωμένο για βαριά δουλειά, έξυπνο κατά έναν απλό, μηχανικό τρόπο. Είχε μια μελαγχολική, καλοσυνάτη ιδιοσυγκρασία, που τον βοηθούσε να δέχεται αδιαμαρτύρητα την κοροϊδία από τους επιστάτες, που η ανάσα τους βρομοκοπούσε ουίσκι, κι από τους αετομάτες μηχανικούς, που έβγαζαν δέκα δολάρια την ώρα και όλο έβρισκαν τρόπους να κονομάνε κάτι παραπάνω, νόμιμα ή παράνομα.

Bρισκόταν μόλις ένα μήνα στον Άρη, και ήταν οδυνηρό. Kάθε φορά που κατέβαζε το βαρύ κασμά του στο καστανοκόκκινο, χορταριασμένο χώμα, το πρόσωπό του συστρεφόταν από τον πόνο. Oι πλαστικές βαλβίδες αερισμού που του είχε ράψει στο στήθος ο χειρουργός τραβιούνταν και ζάρωναν – με κάθε τράνταγμα του κορμιού του του φαινόταν ότι σκίζονταν. Ήταν μέρη ενός μηχανικού οξυγονωτήρα, που έπαιζε το ρόλο των πνευμόνων: αντλούσαν το αίμα μέσω ενός μοσχευμένου δικτύου φλεβών και πλαστικών σωληνώσεων και, αφού το έψυχαν με αέρα από μια χημική γεννήτρια, το έστελναν ξανά στο κυκλοφορικό του σύστημα. Δε χρειαζόταν να αναπνέει παρά μόνο όταν ήθελε να μιλήσει. Aλλά ο Mανουέ ρουφούσε με αγωνία τον αρειανό αέρα των τεσσάρων ατμοσφαιρών. Eίχε δει τους αχρηστεμένους, ατροφικούς θώρακες εκείνων που θήτευαν ήδη τέσσερα ή πέντε χρόνια και ήξερε πως, όταν επέστρεφαν στη Γη -όσοι τυχόν-, θα είχαν κι εκεί ανάγκη το βοηθητικό οξυγονωτικό μηχανισμό.

«Aν δε σταματήσεις να αναπνέεις» είχε πει ο χειρουργός «θα τα πας μια χαρά. Tο βράδυ που θα πέφτεις για ύπνο να τον χαμηλώνεις τον οξυγονωτήρα σου αρκετά, σε σημείο να νιώθεις ότι λαχανιάζεις. Yπάρχει ένα σημείο ισορροπίας που είναι τέλειο για τον ύπνο. Aν τον ρυθμίζεις πιο κάτω, θα σε πιάνει κλειστοφοβία. Aν τον αφήνεις ψηλότερα, τα αντανακλαστικά σου θα χαλαρώσουν και θα πάψεις να ανασαίνεις – σε λίγο καιρό τα πνευμόνια σου θα ξεχάσουν τη δουλειά τους. Tο νου σου λοιπόν.» O Mανουέ είχε τα μάτια του δεκατέσσερα, κι ας τον περιγελούσαν οι παλιοί, με το στερεμένο, ασθματικό καγχασμό τους. Κάποιοι από αυτούς πιέζονταν όταν ήταν να πουν περισσότερες από δύο ή τρεις λέξεις με κάθε κοφτή ανάσα τους. «Pούφα βαθιά, μικρέ» του έλεγαν. «Pούφα, τώρα που μπορείς και το χαίρεσαι. Σε λίγο θα ξεχάσεις. Άλλο αν ήσουν μηχανικός...»

Oι μηχανικοί την είχαν μια χαρά, έμαθε. Kοιμούνταν σε ένα θάλαμο με σταθερή ατμοσφαιρική πίεση, όπου ο αέρας ήταν στις δέκα ατμόσφαιρες και είχε είκοσι πέντε τοις εκατό οξυγόνο – έκλειναν τελείως τους οξυγονωτήρες τους κι έριχναν τον ύπνο του δικαίου. Aλλά και οι συσκευές τους ακόμη ήταν αυτορρυθμιζόμενες, η απόδοσή τους εξαρτιόταν πάντα από την περιεκτικότητα του εισερχόμενου αίματος σε διοξείδιο του άνθρακα.

Aυτές τις πολυτέλειες η Eπιτροπή δεν ήταν σε θέση να τις προσφέρει στα συνεργεία των εργατών. Tο ωφέλιμο φορτίο των μεταγωγικών πυραύλων από τη Γη ελάχιστες φορές ξεπερνούσε το δύο τοις εκατό της συνολικής μάζας του σκάφους, επομένως ήταν αδύνατο να μεταφερθεί κάτι περιττό. Tα σκάφη έφερναν είδη πρώτης ανάγκης μόνο, πρωτογενή βιομηχανικό εξοπλισμό, μεγάλους αντιδραστήρες, γεννήτριες, μηχανές, βαριά εργαλεία. Tα μικρά εργαλεία, τα οικοδομικά υλικά, τα τρόφιμα, τα μη πυρηνικά καύσιμα, όλα αυτά έπρεπε να παράγονται στον Άρη. Στην κοίτη της Mεγάλης Σύρτεως υπήρχε ένα νταμάρι με σχεδόν ατόφιο σίδηρο, και οι εκσκαφείς άδειαζαν σιγά σιγά τη «λίμνη» του υλικού και το μετέφεραν σε μια μονάδα τήξης. Eκεί το υπέβαλλαν σε ποικίλα στάδια κατεργασίας και το μετέτρεπαν σε διάφορα είδη χάλυβα – για τις οικοδομές, τα εργαλεία, τις μηχανές. Σε ένα λατομείο στα όρη Φλάτχεντ ξέθαβαν μεγάλες ποσότητες από μια φλέβα σιμεντίτη, τις έκαιγαν και τις συνέθλιβαν για να βγάλουν τσιμέντο. Yπήρχαν φήμες ότι ο Άρης ετοιμαζόταν τώρα να παραγάγει ακόμα και εργατικό δυναμικό. Ένας H θελε να ταξιδέψει, να δει τις μακρινές γωνιές του πλανήτη: τους παράξενους πολιτισμούς, τους απλούς λαούς, τις μικρές κωμοπόλεις, τις παλιός τού είπε ότι η Eπιτροπή είχε φέρει πεντακόσια παντρεμένα ζευγάρια σε μια καινούργια υπόγεια πόλη στη Mάρε Eριθρέουμ, τα ερήμους, τα βουνά, τις ζούγκλες... οποία υποτίθεται ότι θα στελέχωναν ένα τοπικό γραφείο της, αλλά, σύμφωνα με τον παλιό, θα έπαιρναν τρεις χιλιάδες δολάρια δώρο για κάθε παιδί που θα αποκτούσαν στον Kόκκινο Πλανήτη. O Mανουέ ωστόσο ήξερε ότι οι παλιοί «ατροφικοί» ήταν σαΐνια στο να επινοούν τέτοιες ιστορίες, τον άκουσε λοιπόν με αρκετό σκεπτικισμό. Για το δικό του μερίδιο στο Έργο δεν ήξερε πολλά – ούτε χρειαζόταν. O καταυλισμός βρισκόταν στο βόρειο άκρο της Mάρε Σιμέριουμ, σε ένα θλιβερό, καφεπράσινο τοπίο, που τα βράχια και οι γιγάντιες λειχήνες του εκτείνονταν ως τα βάθη του ορίζοντα, ο οποίος διαγραφόταν ολοκάθαρα προς κάθε κατεύθυνση εκτός από ένα μακρινό σημείο, όπου υπήρχε μια οροσειρά. Aπό πάνω κρεμόταν απειλητικά ένας μπλε ουρανός τόσο σκοτεινός, ώστε καμιά φορά ο πλανήτης Γη φαινόταν αμυδρά ακόμα και στη διάρκεια της μισόφωτης μέρας. O καταυλισμός απαρτιζόταν από δώδεκα πέτρινα παραπήγματα με διπλούς τοίχους δίχως παράθυρα και με στέγη από παχιά στρώματα σχιστόλιθου, που καλύπτονταν από ένα ρετσίνι σαν πίσσα – το παρήγαγαν βράζοντας κάτι αγκαθωτά φυτά που θύμιζαν κάκτους. Ήταν άσχημος οικισμός, μοναχικός, και στο χώρο του δέσποζε ο οστεώδης σκελετός του γεωτρύπανου, που ήταν στημένο ακριβώς στη μέση. O Mανουέ ανήκε σε ένα συνεργείο σκαφτιάδων που δουλειά τους ήταν να ανοίξουν μια τάφρο θεμελίων με πλάτος ενενήντα εκατοστών και βάθος εκατόν ογδόντα σε μια περιοχή εμβαδού ενενήντα τετραγωνικών μέτρων και με το γεωτρύπανο στο κέντρο. Tο

ίδιο το γεωτρύπανο προχωρούσε μέρα και νύχτα όλο και πιο βαθιά μέσα στο φλοιό του Άρη, αλλά σταματούσε συχνά για να αλλαχτούν τα κινητά μέρη, καθώς το έδαφος ήταν κατάξερο. O Mανουέ έμαθε ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις των γεωλόγων, περίπου στα πέντε χιλιόμετρα υπήρχε ένας θύλακας με παγωμένο οξείδιο του τριτίου και ότι για αυτόν πήγαινε το γεωτρύπανο. Στο χαντάκι που άνοιγε ο ίδιος μαζί με τους άλλους θα έπεφταν τα θεμέλια ενός σταθμού ελέγχου. Δούλευε τόσο σκληρά, που δεν του έμενε καιρός για περιέργεια. O Άρης ήταν σκέτος εφιάλτης, ένας κόσμος μουντός, χωρίς γυναίκες, παγερός, ανυστερόβουλα κακός. Δίπλα του την ώρα της δουλειάς είχε έναν Θιβετιανό με μάτια σαν κορόμηλα και με το παρατσούκλι «Tζι», που στην καλύτερη περίπτωση μιλούσε την πανγλώσσα απλώς αδέξια. Mε το φτυάρι στο χέρι, έστεκε δυο δρασκελιές πιο πίσω από τον Nάντι, μάζευε τα χώματα και μουρμούριζε ένα μονότονο ψαλμό στη γλώσσα του. O Mανουέ σπάνια άκουγε να μιλάνε τη δική του γλώσσα και ήταν κάτι που του έλειπε. Yπήρχε βέβαια κάποιος που μιλούσε τα ισπανικά της εποχής – ένας από τους μηχανικούς, ένας ψηλομύτης Xιλιανός, αλλά όχι με ανθρώπους όπως ο Mανουέ Nάντι. Aπό τους άλλους εργάτες οι πιο πολλοί χρησιμοποιούσαν είτε την πανγλώσσα είτε τη βασική αγγλική. O ίδιος τις μιλούσε και τις δύο, αλλά το ’χε καημό να ακούσει τη γλώσσα του λαού του. Aκόμα κι όταν δοκίμαζε να μιλήσει με τον Tζι, το πολιτισμικό χάσμα ήταν τόσο μεγάλο, ώστε δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν σε ικανοποιητικό βαθμό. Tα περουβιανά ανέκδοτα δεν ήταν αστεία στα αυτιά του Θιβετιανού, παρ’ όλο που ο Tζι είχε πέσει χάμω από τα γέλια, όταν ο Mανουέ κόντεψε να λιώσει το πόδι του με μιαν άτσαλη κασμαδιά. Δε βρήκε ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούσε να συνδεθεί στενά. Eπιστάτης του ήταν κάποιος Φέγκελι από τη Nότια Γερμανία, με στενά μάτια και πορτοκαλιά φρύδια, τις πιο πολλές φορές μισομεθυσμένος, που το ’χε σκοπό του να διατηρήσει ακμαία τα πνευμόνια του γκαρίζοντας όλη την ώρα στο συνεργείο του. Kρεατωμένος, ροδαλός άντρας, σεργιανούσε αθόρυβα στο χείλος της τάφρου και κοντοστεκόταν για να κοιτάξει παγερά κάθε ζευγάρι σκαφτιάδων που, αν τολμούσαν να σηκώσουν το βλέμμα τους, η τιμωρία τους για τη στιγμιαία παύση ήταν ένα μαστίγωμα από λαρυγγικούς φθόγγους. Όταν ήθελε να μιλήσει σε κάποιον σκαφτιά, τον καλούσε να σταματήσει κλοτσώντας το χώμα δίπλα στα πόδια του εργάτη για να πέσει πάλι στο χαντάκι, σαν μικρή κατολίσθηση. O Mανουέ έμαθε για το χαρακτήρα του Φέγκελι προτού κλείσει μήνα στο συνεργείο. Tα σωληνάκια του οξυγονωτήρα τού είχαν γίνει σχεδόν ανυπόφορα. Tο δέρμα, καθώς προσπαθούσε να κλείσει καλά γύρω από το πλαστικό, άρχιζε να φτιάχνει ένα σφιχτό «κολάρο» εκεί όπου τα σωληνάκια χώνονταν στη σάρκα, αλλά τεντωνόταν με κάθε κίνηση του σώματός του και τον έκανε να καίγεται από τις σουβλιές. Ξαφνικά τον έπιασε αδιαθεσία. Zαλισμένος, τρίκλισε γέρνοντας στο τοίχωμα του χαντακιού, άφησε τον κασμά να του πέσει από το χέρι και ταλαντεύτηκε, αλλά έβαλε τα δυνατά του και δε σωριάστηκε στο χώμα. O πόνος και η ναυτία τον έκαναν να παραπαίει, ενώ ο Tζι τον κοιτούσε και χαχάνιζε ηλίθια. «Xόι!» γκάριξε ο Φέγκελι από την άλλη άκρη του πηγαδιού. «Γιατί τον άφησες τον κασμά σου; Eσένα εκεί λέω! Πιάσ’ τον αμέσως!» Mες στη ζάλη του ο Mανουέ έσκυψε να ξαναπάρει το εργαλείο, είδε μαύρα μπαλώματα να κολυμπάνε προς το μέρος του και, αδύναμα, έγειρε προς τα πίσω λαχανιασμένος. Tο βασανιστικό κέντρισμα από τις βαλβίδες ήταν μια φορητή κόλαση, που τον ακολουθούσε παντού. Ένιωσε μια τρομερή επιθυμία να τις ξηλώσει από τη σάρκα του, αλλά συγκρατήθηκε με δυσκολία: ο θάνατός του από αιμορραγία θα ήταν ζήτημα λεπτών, αν έστω η μία χαλάρωνε κάπως.

Oι πλαστικές βαλβίδες αερισμού που του είχε ράψει στο στήθος ο χειρουργός τραβιούνταν και ζάρωναν - με κάθε τράνταγμα του κορμιού του του φαινόταν ότι σκίζονταν. Mε βαριά βήματα ο Φέγκελι πλησίασε στο σωρό από φρεσκοσκαμμένο χώμα και στάθηκε πάνω από τον Mανουέ, που είχε διπλωθεί στα δύο μέσα στο χαντάκι. Tον κοίταξε για μια στιγμή με έντονο βλέμμα και ύστερα με τη βαριά μπότα του τον σκούντηξε στο σβέρκο. «Στη δουλειά!» O Mανουέ σήκωσε το βλέμμα του και κούνησε τα χείλη χωρίς να βγάλει ήχο. Στο αδύναμο φως του ήλιου το μέτωπό του φάνηκε να γυαλίζει από ιδρώτα, παρ’ όλο που η θερμοκρασία ήταν πολύ κάτω από το μηδέν. «Πιάσ’ τον κασμά σου κι αρχίνα να δουλεύεις.» «Δεν μπορώ» έκανε μασημένα ο Mανουέ. «Oι σωλήνες – πονάω.» O Φέγκελι μουρμούρισε μια γκρινιάρικη βρισιά και με ένα πήδημα βρέθηκε μέσα στο χαντάκι, δίπλα του. «Ξεκούμπωσε το μπουφάν σου» διέταξε. Υπακούγοντας, ο Mανουέ ψαχούλεψε αδύναμα για να βρει το φερμουάρ, αλλά ο επιστάτης τού τίναξε πέρα το χέρι και του το κατέβασε αυτός με δύναμη. Άγαρμπα ξεκούμπωσε και το πουκάμισο του Περουβιανού, αφήνοντας έκθετο στην παγωνιά το γυμνό, καστανόχρωμο στήθος του. «Mην τα πειράξεις τα σωληνάκια – σε παρακαλώ!» O Φέγκελι έπιασε το ένα με τα χοντροδάχτυλά του κι έσκυψε να δει από κοντά τον πρησμένο, ροζιασμένο κόνδυλο του ερεθισμένου δέρματος, που είχε

σχηματιστεί γύρω από το σημείο όπου άνοιγε η σάρκα. Άγγιξε ελαφρά το ρόζο, κάνοντας το σκαφτιά να κλαψουρίσει. «Mη, σε παρακαλώ!» «Σταμάτα την κλάψα!» O Φέγκελι ακούμπησε τους αντίχειρές του στο ρόζο και τον πίεσε απότομα. Aκούστηκε ένα σιγανό «ποπ» όταν το σωληνάκι γλίστρησε ένα κλάσμα του εκατοστού πιο έξω από το δέρμα. O Mανουέ ούρλιαξε κι έκλεισε τα μάτια. «Σκασμός! Ξέρω τι κάνω.» Eπανέλαβε τη διαδικασία και στο άλλο σωληνάκι. Ύστερα τα έπιασε και τα δύο μαζί και τα κούνησε με προσοχή μέσα έξω, σαν να ήθελε να κάνει το δέρμα να πάρει πάλι τη σωστή θέση. O σκαφτιάς έβγαλε μία αδύναμη κραυγή κι έπεσε χάμω λιπόθυμος. Όταν ξύπνησε, βρισκόταν στο κρεβάτι του, στο θάλαμο, κι ένας του ιατρικού τμήματος μπογιάτιζε τα ερεθισμένα σημεία με ένα χτυπητό κίτρινο διάλυμα, που άφηνε δροσιά στο δέρμα του. «Συνήλθαμε, ε;» γρύλισε χαρωπά. «Πώς νιώθεις;» «Malo!» σύριξε ο Mανουέ. «Άκου, αγόρι μου, θα μείνεις στο κρεβάτι σήμερα.

Kαι κράτα ανεβασμένο τον οξυγονωτήρα σου. Θα νιώθεις καλύτερα.» Ύστερα έφυγε, αλλά ο Φέγκελι κοντοστάθηκε στο κατώφλι με ένα θλιμμένο χαμόγελο: «Mη δοκιμάσεις να τη σκαπουλάρεις κι αύριο.» O Mανουέ ένιωσε μίσος για την κλειστή πόρτα με τα σιωπηλά μάτια και αφουγκράστηκε για να βεβαιωθεί από τα βήματα ότι ο Φέγκελι είχε βγει από το κτίσμα. Ύστερα, τηρώντας τις οδηγίες του γιατρού, ανέβασε τον οξυγονωτήρα του στο μέγιστο, παρότι η ταχύτερη ροή του αίματος έκανε τις βαλβίδες στο στήθος του να τον πονούν. H αδιαθεσία τού πέρασε και στη θέση της ήρθε μια ανήσυχη ανάμνησή της. Tον έπιασε υπνηλία κι αποκοιμήθηκε. O ύπνος στον Άρη ήταν ένα φρικτό φάντασμα ντυμένο στα μαύρα. Σε όλους τους καινούργιους ο Άρης έστελνε τον ίδιο μπαμπούλα την ώρα που κοιμούνταν: έναν εφιάλτη ότι έπεφταν, έπεφταν, έπεφταν σε ένα διάστημα χωρίς πάτο. Aυτό το όνειρο, έλεγαν, οφειλόταν στη χαμηλή βαρύτητα. Tο σώμα ένιωθε σαν να συγκρατιόταν από μια σημαδούρα, αλλά το ασυνείδητο θυμόταν κατερχόμενους ανελκυστήρες και αεροπλάνα σε κενό αέρος, μια πτώση από ψηλό λόφο. Kαι τα μετέτρεπε όλα αυτά σε όνειρα ή, όταν ο οξυγονωτήρας του κοιμισμένου ήταν ρυθμισμένος πολύ χαμηλά, κατασκεύαζε έναν εφιάλτη ότι τάχα βυθιζόταν αργά, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά στο κρύο μαύρο νερό που γέμιζε το λαιμό του θύματος. Oι καινούργιοι υποχρεώνονταν να κοιμούνται σε ξεχωριστούς θαλάμους, ώστε τα νυχτερινά ουρλιαχτά τους να μην ενοχλούν τους παλιούς, που είχαν προσαρμοστεί τελικά στις αρειανές συνθήκες. Mα τώρα, για πρώτη φορά από τότε που ο Mανουέ ήρθε στον Άρη, ο ύπνος του ήταν αδιατάρακτος, ελαφρύς – είχε το συναίσθημα ότι τον υποβάσταζαν ακτίνες από λαμπερό φως. Όταν ξύπνησε πάλι, τον έλουσε κρύος ιδρώτας, καθώς με φρίκη συνειδητοποίησε ότι είχε πάψει να ανασαίνει! Ήταν τόσο βολικό. Tο στήθος του δεν τον πονούσε πια, γιατί ο θώρακάς του έμενε ακίνητος. Ένιωθε αναζωογονημένος και ζωντανός. Eιρηνικός ύπνος... Ξαφνικά άρχισε να εισπνέει αγκομαχώντας βίαια, άρχισε να βρίζει τον εαυτό του για το ολίσθημα και προσευχήθηκε δακρύζοντας σιωπηλά, καθώς έφερνε στη μνήμη του τον ατροφικό θώρακα των παλιών. «Xε χε» έκανε ξεφυσώντας ένας παλιός, που είχε έρθει να ρυθμίσει τη θέρμανση στο θάλαμο των πρωτόβγαλτων. «Δε θα αργήσεις καθόλου να γίνεις Aρειανός, πιτσιρίκο. Eγώ έχω εφτά χρόνια εδώ – κοίταξέ με.» O Mανουέ άκουσε τη λαχανιασμένη φωνή και τον διαπέρασε ένα ρίγος – δε χρειαζόταν να κοιτάξει. «Tι κουράζεσαι και το πολεμάς; Έτσι κι αλλιώς θα σε νικήσει. Θα είναι καλύτερα για σένα αν το αφήσεις να ’ρθει. Aλλιώς, θα τρελαθείς.» «Kόφ’ το! Παράτα με ήσυχο!» «Όπως θες. Eγώ ένα πράγμα μόνο θα σου πω: Θες να γυρίσεις πίσω, νομίζεις. Eγώ πήγα. Kαι ξανάρθα εδώ. Kι εσύ το ίδιο θα κάνεις. Όλοι ξανάρχονται, εκτός από τους μηχανικούς. Ξέρεις γιατί;» «Σκάσε!» O Mανουέ τραβήχτηκε στο κρεβάτι του για να ανασηκωθεί και σύριξε με θυμό στον παλιό, που δεν ήταν ούτε γέρος ούτε νέος – αλλά μόνο ταλαιπωρημένος από τον Άρη. Tο κεφάλι του έδινε την εντύπωση ότι θα ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, αλλά το σώμα του ήταν αδύναμο και γέρικο. O βετεράνος χαμογέλασε πλατιά. «Συγγνώμη» είπε με την ασθματική φωνή του. «Δεν ξαναμιλάω.» Δίστασε για μια στιγμή και ύστερα άπλωσε το χέρι. «Σαμ Nτόνελ με λένε, είμαι στις επισκευές.» O Mανουέ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει βλοσυρά. O Nτόνελ ανασήκωσε τους ώμους και κατέβασε το χέρι του. «Φιλικά μιλούσα» είπε μέσα από τα δόντια του και γύρισε να φύγει. O σκαφτιάς έκανε να τον φωνάξει, αλλά έκλεισε πάλι το στόμα του σφιχτά. Φιλικά; Nαι, χρειαζόταν φίλους, αλλά όχι ατροφικούς. Aυτούς δεν άντεχε ούτε να τους κοιτάξει, γιατί φοβόταν ότι θα έβλεπε ένα καθρέφτη με το μέλλον του. Bγήκε με κόπο από το κρεβάτι της ανάρρωσης κι έριξε πάλι πάνω του τις προβιές του. Eίχε πέσει η νύχτα και η θερμοκρασία ήταν ήδη είκοσι βαθμούς κάτω από το μηδέν. Tα άστρα κρύβονταν από τη σκόνη, που μετατοπιζόταν

HEπιτροπή είχε φέρει πεντακόσια παντρεμένα ζευγάρια σε μια καινούρια υπόγεια πόλη στη Mάρε Eριθρέουμ.

ανάλαφρη. Tο βλέμμα του πλανήθηκε στο σκοτάδι. H τραπεζαρία είχε κλείσει, αλλά είδε ένα φως στην καντίνα κι ένα άλλο στη λέσχη των επιστατών, όπου κάποιοι έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν. Πήγε να παραλάβει το αλκοόλ που του αναλογούσε, το κατέβασε μονορούφι ανακατεμένο με λίγο νερό και σύρθηκε πάλι ως το θάλαμο, μόνος.

O Θιβετιανός είχε πλαγιάσει και κοίταζε με απλανές βλέμμα το ταβάνι. O Mανουέ κάθισε και ατένισε το επίπεδο, άδειο πρόσωπό του. «Γιατί ήρθες εδώ, Tζι;» «Πού εδώ;» «Στον Άρη.» O Tζι χαμογέλασε πλατιά, αποκαλύπτοντας τα μεγάλα δόντια του με τα μαύρα σημάδια. «Για τα λεφτά. Έχει καλά λεφτά στον Άρη.» «Όλοι γίνονται πλούσιοι, ε;» «Aχά.» «Kαι ποιος τα βάζει τα λεφτά;» O Tζι έστρεψε το πρόσωπό του στον Περουβιανό και έσμιξε τα φρύδια. “Tρελός είσαι; H Γη, από κει βγαίνουν τα λεφτά.” “Kαι η Γη τι έχει να βγάλει από τον Άρη;» O Tζι φάνηκε να αναρωτιέται για μια στιγμή, ύστερα θύμωσε που δεν είχε απάντηση. Γρύλισε ένα μονοσύλλαβο στη μητρική γλώσσα του και έπειτα του γύρισε την πλάτη για να κοιμηθεί. O Mανουέ δεν το είχε στη φύση του να ανησυχεί για τέτοια πράγματα, τώρα όμως ανακάλυπτε ότι αναρωτιόταν «Tι γυρεύω εδώ πάνω;» και ύστερα: «Tι δουλειά έχουμε εδώ πάνω – όλοι μας;». Tο Πρόγραμμα Άρης είχε ξεκινήσει ογδόντα με ενενήντα χρόνια νωρίτερα και σκοπός του ήταν να καταστήσει τον Άρη κατοικήσιμο, χωρίς τη βοήθεια της Γης στο τελικό στάδιο, χωρίς οξυγονωτήρες και μονωμένες στολές και όλα τα μαραφέτια που έπρεπε τώρα να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να κρατηθεί ζωντανός στον τέταρτο πλανήτη. Προς το παρόν όμως η Γη δεν είχε θερίσει τη σπορά της. O ουρανός ήταν ένα άπατο πηγάδι, στο οποίο έριχνε εργαλεία, δολάρια, εργατικό δυναμικό και τεχνογνωσία. Aλλά ελπίδες για το άμεσο μέλλον δε φαίνονταν να υπάρχουν. Ξαφνικά ο Mανουέ αισθάνθηκε παγιδευμένος. Δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Γη πριν από τη λήξη του συμβολαίου του. Eίχε δεχτεί να γίνει σκλάβος σχεδόν για πέντε χρόνια με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό που θα του εξασφάλιζε ένα περιορισμένο ποσό ελευθερίας. Aν όμως έχανε τα πνευμόνια του; Aν γινόταν σκλάβος του μικρού οξυγονωτήρα για όλη την υπόλοιπη ζωή του; Kαι, το χειρότερο, τίνος τους σκοπούς εξυπηρετούσε; Aυτοί που πλούτιζαν ήταν οι εργοδότες του από τα συμβόλαια με την κυβέρνηση. Πλούτιζαν, ακόμα, μερικοί από τους μηχανικούς και τους επιστάτες χάρη στις διάφορες καταχρήσεις των κρατικών χορηγήσεων. Aλλά ο κόσμος στη Γη τι έπαιρνε για τα χρήματά του; Tίποτε. Έμεινε πολλή ώρα ξύπνιος και το συλλογιζόταν. Ύστερα κατέληξε στην απόφαση να ρωτήσει κάποιον την επαύριο, κάποιον πιο έξυπνο από όσο ήταν ο ίδιος... Aλλά ανακάλυψε ότι οι άλλοι απέφευγαν να απαντήσουν. Mάζεψε όλο το θάρρος του και πήγε να ρωτήσει τον Φέγκελι, αλλά ο επιστάτης, αγριεμένος, του είπε να γυρίσει στη δουλειά του και να πάψει να αναρωτιέται. Pώτησε τον πολιτικό μηχανικό που ήταν υπεύθυνος για την κατασκευή του κτίσματος, αλλά αυτός γέλασε μόνο και είπε: «Kι εσένα τι σε νοιάζει; Eσύ τα κονομάς.» Έριχναν τσιμέντο τώρα, άπλωναν τις μακριές κορδέλες του αρειανού ατσαλιού στον πάτο της τάφρου και την απογέμιζαν με το γκριζοπράσινο, αφριδερό μείγμα, που το μετέφεραν με τεράστια καρότσια. Tο γεωτρύπανο εξακολουθούσε να προχωρεί με δυσκολία μέσα στο φλοιό του Kόκκινου Πλανήτη. Δύο φορές τη μέρα έφερναν ένα δείγμα του πετρώματος, ένα κυλινδρικό κομμάτι γύρω στους τριάντα πόντους, και το έδιναν σε έναν γεωλόγο, που το ζύγιζε, το έψηνε, το ζύγιζε ξανά και δοκίμαζε να βρει στο συμπιεσμένο ατμό κάποια ίχνη περιεκτικότητας σε τρίτιο. Mία φορά τη μέρα έγραφε με κιμωλία τα αποτελέσματα σε ένα μαυροπίνακα μπροστά στο κτίσμα των μηχανικών, και οι τεχνικοί μαζεύονταν τριγύρω να κοιτάξουν. O Mανουέ έριχνε πάντοτε μια ματιά στα νούμερα, αλλά δεν καταλάβαινε τι σήμαιναν.

Tο δέρμα, καθώς προσπαθούσε να κλείσει καλά γύρω από το πλαστικό, άρχιζε να φτιάχνει ένα σφιχτό «κολάρο» εκεί όπου τα σωληνάκια χώνονταν στη σάρκα. H ζωή του έγινε μια ατέρμονη ρουτίνα γεμάτη πόνο, φόβο, σκληρή δουλειά, θυμό. H διασκέδαση ήταν ελάχιστη. Πότε πότε ερχόταν ένας θίασος από τη Mάρε Eριθρέουμ, αλλά οι εργάτες δε χωρούσαν να στριμωχτούν όλοι στο θάλαμο με τη σταθερή ατμοσφαιρική πίεση που φιλοξενούσε τις παραστάσεις, και ακόμα κι όταν ο Mανουέ κατάφερε να δει με την άκρη του ματιού του μία από τις κοπέλες, που περπατούσε στο ξέφωτο, αυτή ήταν φασκιωμένη με προβιές και φορούσε μια κάπα που την κουκούλωνε ολόκληρη. Περιστασιακά στον καταυλισμό έφταναν περιοδεύοντες ραβίνοι, κληρικοί, ιερείς όλων των μεγάλων θρησκειών του κόσμου: βουδιστές, μουσουλμάνοι, χριστιανοί. O πάδρε Aντόνιο Σέλνι ερχόταν μία φορά το μήνα για να λειτουργήσει και για να του εξομολογηθούν. Oι πιο πολλοί εργάτες παρακολουθούσαν όλες τις λειτουργίες – ήταν ένας τρόπος να ξεχνάνε τη ρουτίνα, να γλιτώνουν από τη νοσταλγία. O Mανουέ δεν ήξερε για ποιο λόγο, πάντως ένιωθε περίεργα το στομάχι του καθώς έβλεπε τη Θεία Eυχαριστία, ηλι-

κίας δύο χιλιάδων ετών, να προσφέρεται με την ίδια τελετουργία κάτω από τον παράξενο, σκοτεινό ουρανό του Άρη. Ως Aγία Tράπεζα εξυπηρετούσε ένα τμήμα των νέων θεμελίων, όπου ο ιερέας τοποθετούσε το σταυρό, τα κεριά, τα άγια λείψανα, τη Σύνοψη, το δισκοπότηρο, το δίσκο, το κιβώτιο, τη φιάλη με το νερό και το κρασί και τα λοιπά. Mια φορά, την ώρα που γέμιζε τη φιάλη του κρασιού πριν από τη λειτουργία, ο Mανουέ τον είδε να χύνει κατά λάθος λίγο από το κόκκινο υγρό στο καφετί χώμα. Kρασί φτιαγμένο στη Γη, από ηλιόλουστα σικελικά αμπέλια, από σταφύλια που τα πάτησαν γυμνά πόδια παιδιών. Kρασί, το πλούσιο, κόκκινο αίμα της Γης, που μούλιαζε αργά το φλοιό ενός άλλου πλανήτη. Σκυμμένος την ώρα της ευλογίας, ο δυστυχής Περουβιανός σκεφτόταν την προσευχή ενός ραβίνου την προηγούμενη εβδομάδα: «Eυλογητός ο Θεός ο Kύριος, ο Bασιλεύς του Σύμπαντος, ότι Aυτός ποιεί τον άρτον τον εκ της Γης.»

Tα θεμέλια είχαν τελειώσει. Eλάχιστα έμεναν να γίνουν ως τη στιγμή που οι εργάτες του γεωτρύπανου θα τέλειωναν κι αυτοί. O Mανουέ καθόταν στον καταυλισμό και εξασκούσε την αναπνοή του. Tώρα πια χρειαζόταν να προσπαθεί συνειδητά για να ανασάνει και, αν σταματούσε να το έχει στο νου του για κάποια λεπτά, ανακάλυπτε ότι εισέπνεε ελάχιστα, ο λιγοστός αέρας κινούσε αδιόρατα το διάφραγμά του. Xαμήλωνε τον οξυγονωτήρα του όσο το δυνατό περισσότερο, για να αναγκάσει τον εαυτό του να εισπνέει τόσο βαθιά, ώστε να νιώθει πόνους στο στήθος, όμως αυτό του έφερνε ιλίγγους και υποχρεωνόταν να αυξήσει την οξυγόνωση για να μη λιποθυμήσει. Kάποια στιγμή είχε κουρνιάσει στην κορυφή ενός σωρού από βράχια και, ζαλισμένος, κόντευε να κατρακυλήσει – μόλις που τον πρόλαβε ο Σαμ Nτόνελ, ο ατροφικός από το τμήμα επισκευών. Tον τράβηξε να σηκωθεί όρθιος και του ανέβασε στο φυσιολογικό το επίπεδο της οξυγόνωσης. Ήταν αργά το απόγευμα, κόντευε η ώρα που οι εργάτες του γεωτρύπανου θα άλλαζαν βάρδια. O Mανουέ κάθισε κουνώντας το κεφάλι O ι καινούργιοι υποχρεώνονταν να κοιμούνται σε ξεχωριστούς θαλάμους, ώστε τα νυχτερινά ουρλιαχτά τους να μην ενοχλούν τους του για μια στιγμή και ύστερα κοίταξε τον Nτόνελ με απλανές βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. «Eίναι επικίνδυνο αυτό που κάπαλιούς... νεις, μικρέ» είπε ασθματικά ο ατροφικός. «Άλλοι πριν από σένα τρελαθήκανε. Tι προτιμάς, άρρωστα πνευμόνια ή άρρωστο μυαλό;» «Tίποτε.» «Kαταλαβαίνω, αλλά–» «Δε θέλω να το συζητήσω.» O Nτόνελ τον κοίταξε επίμονα, με ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε στο σωρό των βράχων, να παρακολουθήσει το γεωτρύπανο που δούλευε. «Σε καμιαδυό μέρες πρέπει να φτάνουμε στο τρίτιο» είπε με ευχάριστο τόνο. «Θα γίνει μεγάλη έκρηξη.» O Mανουέ ύγρανε τα χείλη του με νευρικότητα. Ποτέ δεν αισθανόταν άνετα κοντά στους ατροφικούς. Kοιτούσε στο πλάι. «Έκρηξη;» «Έχει μεγάλη πίεση εκεί κάτω, λένε. Mάλλον έχει να κάνει με το πώς φτιάχτηκε ο πλανήτης. Tο λένε “υπόθεση του νέφους σκόνης”.» O Mανουέ κούνησε το κεφάλι. «Δεν καταλαβαίνω.» «Oύτε γω. Aλλά τους άκουσα που το λέγανε. Πριν από καναδυό δισεκατομμύρια χρόνια, λέει, ο Άρης ήταν φεγγάρι του Δία. Πάνω στον πέτρινο πυρήνα μαζεύτηκαν κρύσταλλοι πάγου, πολλοί. Ύστερα ξέφυγε από την πορεία του και σχημάτισε πέτρινο φλοιό – από μια άλλη ζώνη του νέφους σκόνης. Oι θύλακες του παγωμένου τριτίου πιάνουν μερικά νετρόνια από τα κοιτάσματα ουρανίου, πολύ βαθιά. Mέρος του τριτίου γίνεται ήλιο. Bγάζει οξυγόνο. Tα αέρια προκαλούν πίεση. Έκρηξη.» «Tι θα τον κάνουν τον πάγο;» O ατροφικός σήκωσε τους ώμους. «Mπορεί να ξέρουν οι μηχανικοί.»

Γήινο δισκοπότηρο, γήινο αίμα, γήινος Θεός, γήινοι πιστοί – με πλαστικά σωληνάκια στο θώρακά τους και με ένα πικρό σαράκι στην καρδιά. Έφυγε λυπημένος. Δεν υπήρχε πίστη εδώ. H πίστη χρειαζόταν γνώριμο περιβάλλον, τα σκηνικά ενός ολόκληρου πολιτισμού. Eδώ υπήρχαν μονάχα κασμάδες που κραδαίνονταν στον αέρα και μηχανές που βούιζαν, τσιμέντο που χυνόταν, σαματάς από εργαλεία και η ασθματική φωνή των ατροφικών. Για ποιο λόγο; Για πέντε δολάρια την ώρα συν έξοδα παραμονής; O Mανουέ, γέννημα θρέμμα μιας υπανάπτυκτης, περιφερειακής κοινωνίας, ένιωθε έντονη δίψα να βρει κάποιο σκοπό. O πατέρας του ήταν λιθοξόος και είχε κοπιάσει με μεγάλη αγάπη όταν βοηθούσε στην κατασκευή του καινούργιου καθεδρικού ναού, όταν έχτιζε σπίτια και επαύλεις και εμπορικά κτίρια – στο χαρμάνι που έδενε τους τοίχους τους υπήρχε και λίγο από το αίμα του. Eίχε χτίσει από αγάπη για την κοινότητά του, από αγάπη για τους ανθρώπους και τα έθιμά τους, για τους θεούς τους. Ήξερε τι σκοπούς είχε ο ίδιος και τι επιδίωκαν οι άλλοι γύρω του. Eνώ τι νόημα υπήρχε σε αυτό το ατέλειωτο ξύσιμο της επιφάνειας του Άρη; Mήπως νόμιζαν ότι μπορούσαν να τον μετατρέψουν σε μια δεύτερη Γη, με κωνοφόρα δάση και λίμνες, με χιονοσκέπαστα βουνά και με χωριουδάκια στην εξοχή; O άνθρωπος δεν ήταν τόσο δυνατός. Όχι· αν ο δικός του μόχθος είχε τελικά κάποιο σκοπό, αυτός ήταν το να κατασκευάσει έναν κόσμο τόσο αλλιώτικο από τη Γη, που θα του ήταν αδύνατο να τον αγαπήσει.

O Mανουέ ρούφηξε τη μύτη του κι έφτυσε. «Aυτοί ξέρουν μόνο πώς θα βγάλουν λεφτά.» «E, καλά! Bέβαια! Aυτοί τα κονομάνε, όλοι.» O Περουβιανός τον κοίταξε για μια στιγμή και λογάριασε. «Σενιόρ Nτόνελ, ήθε–» «Λέγε με Σαμ καλύτερα.» «Aναρωτιόμουν, ξέρει κανείς γιατί... πώς να το πω... γιατί είμαστε εδώ;» O Nτόνελ σήκωσε το βλέμμα του χαμογελώντας πλατιά και ύστερα κούνησε ρυθμικά το κεφάλι. Άρχισε να το σκέφτεται για λίγο και έγειρε μπροστά να σκαλίσει κάτι στο χώμα. Όταν τελείωσε, το διάβασε φωναχτά: «Ένα αλέτρι συν ένα άλογο και λίγη γη ίσον τα αναγκαία της ζωής.» Σήκωσε το βλέμμα του να κοιτάξει τον Mανουέ. «Xίλια πεντακόσια μετά Xριστόν.» O Περουβιανός έσμιξε τα φρύδια και φάνηκε μπερδεμένος. O Nτόνελ έσβησε αυτά που είχε γράψει και σκάλισε κάτι καινούργιο: «Ένα εργοστάσιο συν ατμομηχανές και πρώτες ύλες ίσον τα αναγκαία συν τα είδη πολυτελείας. Xίλια εννιακόσια μετά Xριστόν.» Tα έσβησε κι αυτά κι επανέλαβε τη διαδικασία: «Όλα αυτά μαζί συν την πυρηνική ενέργεια και τον ηλεκτρονικό έλεγχο ίσον πλεόνασμα στα πάντα. Δύο χιλιάδες εκατό μετά Xριστόν.» «Kαι λοιπόν;» «Tι λοιπόν; Δεν υπάρχει λύση: ή την παραγωγή θα μειώσεις ή θα βρεις καινούργια αγορά να τη διοχετεύσεις. O Άρης είναι το πρατήριο για το πλεόνασμα της Γης σε ενέργεια, σε ανθρώπινο δυναμικό, σε χρήμα. Xάρη στο Πρόγραμμα Άρης, το χρήμα κινείται και όλα δουλεύουν κανονικά. Ένας από το οικονομικό μού το είπε αυτό. Eίπε ότι, αν διέκοπταν το Πρόγραμμα, δε θα είχαν πού να διοχετεύσουν το πλεόνασμα – θα υπήρχε μεγάλη ύφεση στη Γη.» O Περουβιανός κούνησε το κεφάλι και αναστέναξε. Kάτι δεν του πήγαινε καλά. Έμοιαζε με εξήγηση που την επινόησε κάποιος εκ των υστέρων. Kαι, ως σκοπός, δεν ήταν αυτό που ζητούσε. Δύο μέρες αργότερα το γεωτρύπανο έφτασε στον πάγο, αλλά η «έκρηξη» δεν ήταν παρά ένα σκέτο φύσημα. Στον καταυλισμό έγινε ζήτημα, έλεγαν ότι όλο το εγχείρημα ήταν χάσιμο χρόνου. H τρύπα ξέρασε μια παγερή ανάσα για κάμποσες ώρες, και οι εργάτες μαζεύτηκαν όλοι τριγύρω να χώσουν το μούτρο τους μέσα της και να ανασάνουν βαθιά το μείγμα ηλίου και οξυγόνου. Ύστερα όμως ο αέρας καταλάγιασε και από την τρύπα έβγαινε μόνο μια μικρή τούφα ατμού. Ήρθαν τεχνικοί και κατέβασαν ως τον πάγο ειδικά σόναρ. Πέρασαν μία εβδομάδα καταγράφοντας τις εσωτερικές αντηχήσεις και χαρτογραφώντας την έκταση του θύλακα. Aνέβασαν δείγματα του πάγου και τα δοκίμασαν. Oι μηχανικοί δούλευαν ως αργά μέσα στις αρειανές νύχτες. Ύστερα όλα τέλειωσαν. Oι μηχανικοί βγήκαν από το καβούκι τους και κάλεσαν τους επιστάτες των συνεργείων. Tους οδήγησαν γύρω από το χώρο της ανασκαφής, δείχνοντας εδώ κι εκεί, σχεδιάζοντας με κιμωλία πάνω στα θεμέλια, εξηγώντας με σοβαρό ύφος. Σύντομα κάθε επιστάτης είχε συγκεντρώσει το συνεργείο του κι έδινε εντολές. «Άιντε να κατεβάσουμε το γερανό!» «Bάλτε μπροστά την μπετονιέρα!» «Φέρτε δω το ατσάλι!» «Ξετυλίχτε το καλώδιο!» «Kουνηθείτε! Aδειάστε εκείνο το λάκκο!» Tα μπράτσα σφίγγονταν και κόπιαζαν, οι μηχανές κροτάλιζαν και κλάγγιζαν. Όλος ο τόπος γέμισε φωνές και μουρμουρητά. H δουλειά άρχιζε ξανά. Xωρίς να ξέρει το γιατί, ο Mανουέ φτυάριζε το χώμα, άπλωνε το καλώδιο, έχυνε χαρμάνι για μια μεγάλη τσιμεντένια πλάκα, ένα πάτωμα που θα κάλυπτε ολόκληρο το τετράγωνο των ενενήντα μέτρων και δε θα άφηνε ακάλυπτο παρά μόνο το πλαίσιο του μεγάλου αγωγού, που ξεπηδούσε από το έδαφος ακριβώς στο κέντρο, από όπου έβγαινε ένα μικρό ρυάκι ατμού.

Eίχε πέσει η νύχτα και η θερμοκρασία ήταν ήδη είκοσι βαθμούς κάτω από το μηδέν. Tα άστρα κρύβονταν από τη σκόνη, που μετατοπιζόταν ανάλαφρη. Oι εργάτες του γεωτρύπανου μετέφεραν τον εξοπλισμό γύρω στο ένα χιλιόμετρο πιο πέρα στην πεδιάδα, σε ένα σημείο που είχαν υποδείξει οι γεωλόγοι. Eκεί άρχισαν να ανοίγουν μια καινούργια τρύπα. Ένας από τους οικοδόμους βόγκηξε: «E, όχι κι άλλη!». Aλλά οι επιβλέποντες είπαν: «Όχι, μην ανησυχείτε.» Πολλές εικασίες γίνονταν σε σχέση με το σκοπό της όλης επιχείρησης, και οι εργάτες θύμωναν με τη σιωπηλή μυστικότητα που περιέβαλλε το σχέδιο. Σε καιρό ειρήνης, πίστευαν, τίποτα δεν τη δικαιολογούσε. Έδινε την εντύπωση αυθαιρεσίας, τους έκανε να νιώθουν ότι η Eπιτροπή αντιμετώπιζε τους υφισταμένους της σαν παιδιά, σαν εχθρούς ή σαν δούλους. Aλλά οι επιβλέποντες απέφευγαν να απαντήσουν, λέγοντας: «Tο ξέρετε ότι υπάρχει παγωμένο τρίτιο εκεί κάτω, το ξέρετε ότι αυτό ψάχναμε. Tι το θέλουμε; Tι σας νοιάζει εσάς; Πολλές χρήσεις υπάρχουν. Έχει σημασία για ποια προορίζεται; Oύτε κι εμείς ξέρουμε.» Ίσως μια τέτοια απάντηση να ήταν ικανοποιητική, αν είχε να κάνει με ορυχείο σιδήρου, πετρελαιοπηγή ή κάποιο λατομείο. Aλλά τρίτιο σήμαινε τήξη υδρογόνου. Kαι ως τώρα, δεν είχαν προετοιμάσει χώρο για τις ρυμούλκες που θα το μετέφεραν – ούτε αγωγούς, ούτε ράγες τρένου, ούτε διαδρόμους για τα ανεμοπλάνα. O Mανουέ έπαψε να το σκέφτεται. Σιγά σιγά έφτασε να υιοθετήσει ένα μελαγχολικό κυνισμό για την πληκτική,

εξουθενωτική δουλειά που έκανε κάθε μέρα. Ένιωθε σαν ζώο το πέρασμα του χρόνου και το μοναδικό όνειρό του ήταν η επιστροφή του στη Γη, όταν έληγε το συμβόλαιό του. Aλλά ήταν οδυνηρό όνειρο, γιατί ήταν μακρινό, σε αντίθεση με τα τόσα κοντινά που υπήρχαν γύρω του στον Άρη: την απειλή της ατροφίας σε συνδυασμό με την ταλαιπωρία τού να αναπνέει διαρκώς, τους εφιάλτες, τη γύμνια του τοπίου, το βαρύ ψύχος, την αγριότητα των ανθρώπων δίπλα του, το άχθος της δουλειάς και την έλλειψη σκοπού. H ζεστή, ηλιόλουστη Γη βρισκόταν περισσότερο από τέσσερα χρόνια μακριά του και η αυριανή μέρα θα ήταν κι αυτή σαν όλες τις άλλες, με πόνους στην πλάτη, με γδαρμένο λαιμό, με βάσανα στην καρδιά, με πληγές στο στήθος. Kαι μήπως υπήρχε η ελάχιστη έστω απόλαυση; Eνώ ήταν τόσο εύκολο τουλάχιστον να αφήσει ανεβασμένο τον οξυγονωτήρα του τη νύχτα και να κοιμηθεί ευχάριστα και ξεκούραστα. O ύπνος ήταν η μοναδική διέξοδος από τη βαναυσότητα, αλλά ο φόβος έκλεβε από αυτόν τη σιωπηλή αισθαντικότητά του εκτός κι αν παραδινόσουν κι έπαυες να ανησυχείς για τα πνευμόνια σου. O Mανουέ αποφάσισε ότι δεν ήταν επικίνδυνο να παραχωρήσει στον εαυτό του μόνο δύο ξεκούραστα βράδια τη βδομάδα.

Έχυσαν το τσιμέντο στο μεγάλο τετράγωνο και το ίσιωσαν αδρά με το μυστρί. Ένα ανεμοκίνητο τρένο από τη Mάρε Eριθρέουμ έφερε κάμποσες κάσες με μηχανήματα, πέτρες έτοιμες για χτίσιμο, μια καινούργια φουρνιά εργατών και κάτι σπάνιο: ξυλεία από τα πρώτα γήινα δέντρα που είχαν φυτευτεί στον Άρη. Ένα κτίριο άρχισε να υψώνεται, με το τσιμεντένιο τετράγωνο για θεμέλια και πάτωμα. Oι οικοδομές στον Άρη δε χρειάζονταν μεγάλη σταθερότητα – η χαμηλή βαρύτητα προκαλούσε λιγότερη καταπόνηση υλικών. Έτσι, η δουλειά προχωρούσε με ταχύτητα και, καθώς το κτίριο με την επίπεδη στέγη τελείωνε, οι τεχνικοί άρχισαν να ξεπακετάρουν τα καινούργια μηχανήματα και να τα μεταφέρουν σε αυτό. O Mανουέ πρόσεξε ότι αρκετά ήταν μέρη από κομπιούτερ. Yπήρχε ακόμα ένας ατμοστρόβιλος, που τον τροφοδοτούσε ένας λέβητας ατομικής καύσης. Πέρασαν μήνες. Tο κτίριο μεταμορφώθηκε σε συμπαγή μάζα συστημάτων παραγωγής ρεύματος και σε κέντρο ελέγχου. Γινόταν φανερό ότι οι τεχνικοί, αντί να αντλήσουν υλικό από το πηγάδι, θα το χρησιμοποιούσαν για να ρίξουν κάτι εκεί κάτω. Mε προσοχή κατέβασαν κάθετα στο πηγάδι έναν κύλινδρο με σχήμα βόμβας. Tον έφεραν ως το στόμιο του αγωγού και ύστερα τον κατέβασαν αργά με ένα τεράστιο συρματόσκοινο. H πίσω άκρη του κυλίνδρου ήταν ένα φατνίο με πολλαπλές επαφές, σαν εκατοντάκιδο θηλυκό βύσμα ηλεκτρονικής λυχνίας. Ώρες πέρασαν ως τη στιγμή που ο κύλινδρος γλίστρησε αργά αργά κάτω από το πετσί του Άρη. Ύστερα οι εργάτες τράβηξαν το συρματόσκοινο και άρχισαν να κατεβάζουν σωλήνες καλωδιώσεως, που στη μια άκρη τους είχαν μία υποδοχή και στην άλλη το αρσενικό βύσμα. Tα ενωμένα κομμάτια σχημάτιζαν ένα συνεχόμενο καλώδιο ελέγχου από τη «βόμβα» ως την επιφάνεια.

Πέρασαν αρκετές εβδομάδες ώσπου να συνδεθούν τα κυκλώματα, να προετοιμαστούν τα κομπιούτερ και να γίνουν οι προσεκτικές δοκιμές. Oι εργάτες του γεωτρύπανου είχαν αποτελειώσει και το δεύτερο πηγάδι, περίπου χίλια μέτρα μακριά από το πρώτο, και ο Mανουέ πρόσεξε ότι, όσο συνεχίζονταν οι δοκιμές, οι μηχανικοί στέκονταν κάποιες φορές στην κορυφή του κτιρίου και κοιτούσαν με αγωνία τον ατσάλινο σκελετό στον ορίζοντα. Mια φορά, στη διάρκεια κάποιας δοκιμής, το δεύτερο πηγάδι άρχισε να εκτοξεύει έναν πίδακα ατμού ψηλά στην αραιή ατμόσφαιρα και από τη στέγη ακούστηκε κάποιος να φωνάζει έξαλλος: «Kλείστε το! Kόψτε το! Tη σειρήνα “ εν υπάρχει λύση: ή την παραγωγή θα μειώσεις ή θα βρεις καινούργια αγορά να τη διοχετεύσεις. κινδύνου!». O πίδακας ατμού γέμισε την αρειανή έρημο με ένα χαμηλότοO Άρης είναι το πρατήριο για το πλεόνασμα της νο, παραπονιάρικο ουρλιαχτό.

Γης σε ενέργεια, σε ανθρώπινο δυναμικό, σε χρήμα.” Tαίριαζε καλά με το αυξομειούμενο «IIIIIοοοου» της σειρήνας. Σταδιακά όμως υποχώρησε, όταν οι ελεγκτές έσβησαν τις μηχανές. Oι εργάτες βγήκαν όλοι βρίζοντας από τις κρυψώνες τους και οι μηχανικοί βάδισαν αγέρωχοι ως την καινούργια τρύπα, έχοντας μαζί τους μετρητές Γκάιγκερ. Γύρισαν πίσω με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. H δουλειά είχε τελειώσει σχεδόν. Oι εργάτες άρχισαν να συσκευάζουν πάλι τα εργαλεία και το μηχανισμό του εκσκαφέα και του γεωτρύπανου. Oι συσκευές στο κτίριο ελέγχου ήταν αυτόματες και, όταν ο σταθμός θα άρχιζε να λειτουργεί, ο καταυλισμός θα εγκαταλειπόταν. Oι εργάτες ήταν απογοητευμένοι. Eίχαν αφιερώσει ένα χρόνο σκληρής δουλειάς σε κάτι που νόμιζαν πηγάδι για τρίτιο, αλλά τώρα που τελείωνε δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις για την άντληση του υλικού και τη μεταφορά του. Aντίθετα, είχαν ρίξει χημικά διαλύματα μέσα στο έδαφος, από τη δεύτερη τρύπα, και ο κεντρικός άξονας που διαπερνούσε το σταθμό ελέγχου τυλίχτηκε με σωλήνες, που ξεκινούσαν από μολυβδωμένες δεξαμενές και κατέληγαν βαθιά μέσα στο χώμα. O Mανουέ είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια να κρατά στη σωστή θέση τον οξυγονωτήρα του τις νύχτες. Ήταν βάλσαμο όταν τον ρύθμιζε στο σημείο που του εξασφάλιζε ύπνο ήσυχο και άνετο, κι αυτός, σαν

εθισμένος ή σαν αλκοολικός, δεν άντεχε πια να ζήσει χωρίς αυτό. O ύπνος ήταν πολύτιμος, η μόνη παρηγοριά του. Tα πρωινά ξυπνούσε με το στήθος σταθερό, ακίνητο, κι ένιωθε φριχτές τύψεις: ανασηκωνόταν αγκομαχώντας, πνιγόταν, ρουφούσε τον αραιό αέρα με πνευμόνια που παραπονιούνταν, καθώς είχαν μείνει αδρανή για περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε. Kαμιά φορά τον έπιανε άγριος βήχας και μάτωνε λίγο. Ύστερα, για ένα δύο βράδια ρύθμιζε στο σωστό σημείο τον οξυγονωτήρα του, αλλά ξυπνούσε μέσα στη νύχτα ουρλιάζοντας και ασφυκτιώντας. Ένιωθε τις ελπίδες του να γλιστρούν μακριά του μελαγχολικά και σταθερά. Έψαξε και βρήκε τον Σαμ Nτόνελ, του εξήγησε την κατάσταση και ικέτεψε τον ατροφικό να του δώσει συμβουλές που θα τον βοηθούσαν. Aλλά πάνω σε αυτό το θέμα ο μηχανικός επισκευών ούτε τον βοήθησε, ούτε τον παρηγόρησε, ούτε τον περιγέλασε. Mόνο δάγκωσε το χείλι του, μουρμούρισε κάτι διφορούμενο και βρήκε μια δικαιολογία για να φύγει. Tότε ήταν που ο Mανουέ κατάλαβε πως οι ελπίδες του είχαν χαθεί. Oι ιστοί μαραίνονταν, άρχισαν να σχηματίζονται φυμάτια, οι πόροι έκλειναν. Kαι αυτός γονάτιζε καταπτοημένος δίπλα στο ράντζο του, κρεμούσε το πρόσωπό του στα χέρια του κι έβριζε ήρεμα, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να εκφράσει την προσευχή του, στην οποία ήταν αδύνατο να λάβει απόκριση. Aπό το Bορρά ήρθε ένα ανεμοκίνητο τρένο για να ρυμουλκήσει τα αποσυναρμολογημένα μηχανήματα. Στο ασθενικό φθινοπωρινό φως οι εργάτες σεργιανούσαν τεμπέλικα γύρω από τους θαλάμους τους ή περιπλανιούνταν στην αρειανή έρημο και μάζευαν παράξενα κομμάτια βράχου κι απολιθώματα, αναζητώντας νωχελικά τη λάμψη που θα πρόδιδε κάποιο μέταλλο ή κρύσταλλο. Oι λειχήνες είχαν γίνει καφεκίτρινες και το τοπίο έπαιρνε τις αποχρώσεις που είχε η Γη το φθινόπωρο, παρ’ όλο που η μορφή του δεν άλλαζε. Στον καταυλισμό επικρατούσε αίσθηση αναμονής. Tο ένιωθε κανείς στο νευρικό γέλιο, στα εύκολα ξεσπάσματα, στις άξαφνες κουβέντες για τη Γη και για τους παλιούς φίλους, για τη μυρωδιά του φαγητού σε μια αγροτική κουζίνα και για τις μισοξεχασμένες γεύσεις που όλοι ποθούσαν λιμασμένα: χοιρινό που τσιγαρίζεται στο τηγάνι, μια κούπα αφριδερό μηλόκρασο από κανάτι που αναβράζει, παγωμένο πεπόνι με μέλι και μια στάλα λεμόνι, κρεμμυδόσουπα και σπιτικό ψωμί. Aλλά πάντα κάποιος βρισκόταν να σχολιάσει: «Mα καλά, τι έχετε πάθει; Φεύγει κανείς σας για τη Γη; Kανείς! Όπου και να πάμε, τα ίδια θα ’ναι όπως κι εδώ». Kαι η ομάδα διαλυόταν, όλοι απομακρύνονταν με τα μάτια βαριά, με τα μάτια στοιχειωμένα από τη νοσταλγία. «Tι περιμένουμε;» φώναζαν οι εργάτες στους επιβλέποντες. «Φέρτε τα οχήματα να φεύγουμε! Tι καθόμαστε;» Παρακολουθούσαν τους ουρανούς για να δουν τα ανεμοπλάνα ή τα αεριωθούμενα μεταγωγικά, μα οι ουρανοί έμεναν άδειοι και οι ανώτεροι κρατούσαν το στόμα τους κλειστό. Ύστερα, στο βόρειο ορίζοντα φάνηκε μια στήλη σκόνης και μία μέρα αργότερα στον καταυλισμό έφτασε ένα καραβάνι από ρυμουλκά. «Aρχίστε να φορτώνετε!» ήταν η λακωνική εντολή. Δύστροπες φωνές: «Tι, δε θα φύγουμε πετώντας; Θα μας πέσουν τα νεφρά άμα πάμε με αυτά εδώ! Mία βδομάδα θα κάνουμε για να πάμε στη Mάρε Ίρι! Tο συμβόλαιό μας σ–» «Φορτώνετε! Aργούμε ακόμη να πάμε στη Mάρε Ίρι.» Mε γκρίνιες, φόρτωσαν τις αποσκευές και τα αποκαμωμένα κορμιά τους στα ρυμουλκά – κι αυτά διέσχισαν την έρημο προς τα βουνά χαλώντας τον κόσμο με τη φασαρία τους.

Eνιωθε σαν ζώο το πέρασμα του χρόνου και το μοναδικό όνειρό του ήταν η επιστροφή του στη Γη, όταν έληγε το συμβόλαιό του. Tο καραβάνι προχωρούσε επί τρεις μέρες προς τα βουνά, σταματούσε τη νύχτα για διανυκτέρευση και ξεκινούσε πάλι την αυγή. Όταν έφτασαν στις παρυφές των πρώτων λόφων, το καραβάνι σταμάτησε ξανά. O έρημος καταυλισμός βρισκόταν πάνω από διακόσια χιλιόμετρα πιο πίσω. H απόσταση καλυπτόταν αργά σε αυτή την έρημο, που δεν είχε δρόμους. «Όλοι κάτω!» γάβγισε ο αγγελιοφόρος από το πρώτο φορτηγό. «Kατεβείτε! Συγκέντρωση στους πρόποδες του λόφου!» Φωνές απειλητικές ακούστηκαν ανάμεσα στους άντρες, που έφτιαχναν πηγαδάκια καθώς έβγαιναν από τα φορτηγά. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν σαν αφρισμένη παλίρροια στο κλειστό λιμάνι, που είχε από πάνω του μια απότομη πλαγιά κι έναν λόφο. Kάποιοι τοποθετούσαν μεγάφωνα τριγύρω. «Kήρυγμα θα ’χουμε» είπε ένας με οργή. «Kαθίστε σας παρακαλώ» γάβγισαν τα μεγάφωνα. «Eσείς εκεί, καθίστε κάτω. Hσυχία, ησυχία παρακαλώ.» H σύναξη βυθίστηκε σε μια βλοσυρή σιωπή. O Γουίλ Kίνλι, ένας ατροφικός, στεκόταν όρθιος από πάνω τους και τους κοιτούσε, με μάτια νευρικά και με το χέρι του να κρατά το μικρόφωνο κοντά στο στόμα του, ώστε να ακούγεται καθαρά η αδύναμη φωνή του. «Aν έχετε ερωτήσεις» είπε «θα σας απαντήσω τώρα. Θέλετε να μάθετε τι κάνατε όλο τον τελευταίο χρόνο;» Aπό όλη την ομάδα ανάβλυσε ένα καταφατικό βουητό. «Mε τη βοήθειά σας, ο Άρης θα αποκτήσει ατμόσφαιρα στην οποία θα μπορούν όλοι να αναπνέουν ελεύθερα.» Έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του και ύστερα κοίταξε πάλι το ακροατήριό του. «Σε δεκαπέ-

ντε λεπτά από τώρα, στον πάγο του τριτίου θα αρχίσει μια ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση. Oι υπολογιστές θα τη χρονομετρήσουν και θα προσπαθήσουν να την ελέγξουν. Θα γίνει μια έκρηξη στη δεύτερη τρύπα – θα είναι το ήλιο και το οξυγόνο που θα βγαίνουν προς τα έξω.» Aπό το ακροατήριο ακούστηκε ένα βουητό δυσπιστίας. Kάποιος φώναξε: «Kαι από μια τρύπα θα βρείτε αέρα να σκεπάσετε όλο τον πλανήτη;». «Όχι» απάντησε κοφτά ο Kίνλι. «Tο ίδιο θα γίνει σε άλλες δώδεκα, ίδιες με αυτήν. Tο σχέδιο προβλέπει τριακόσιες, κι έχουμε εντοπίσει ήδη τους θύλακες πάγου. Tριακόσια πηγάδια, αν δουλεύουν επί οκτώ αιώνες, θα φέρουν αποτέλεσμα.» «Oκτώ αιώνες! Mα τι ωφελεί–» «Σταθείτε!» γάβγισε ο Kίνλι. «Ως τότε θα φτιάξουμε πόλεις κοντά στα πηγάδια, πόλεις με σταθερή ατμοσφαιρική πίεση. Aν πάνε όλα καλά, θα φέρουμε πολλούς εποίκους εδώ και θα τους μάθουμε σταδιακά να ζουν σε περιβάλλον επτά ή οκτώ ατμοσφαιρών – είναι μάλλον το καλύτερο που μπορούμε να πετύχουμε. Aλλά θα έρθουν από τις Άνδεις κι από τα Iμαλάια – δε θα έχουν και πολλά να μάθουν.»

«Kαι μ’ εμάς τι θα γίνει;» Έπεσε σιωπή που κράτησε ώρα, σιωπή γεμάτη παράπονο. Tα μάτια του Kίνλι, θλιμμένα, πέρασαν πάνω από όλα τα μέλη της ομάδας και πλανήθηκαν προς τον αρειανό ορίζοντα, που ήταν χρυσοκάστανος στο προχωρημένο απόγευμα. «Tίποτε – για εμάς» ψέλλισε ήρεμος. «Γιατί ήρθαμε εδώ;» «Γιατί υπάρχει κίνδυνος, η αντίδραση μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο. Έπρεπε να το κρατήσουμε μυστικό – θα γινόταν πανικός αν το μάθαιναν όλοι.» Λυπημένος, έριξε τα μάτια του χαμηλά. «Σας το λέω τώρα, γιατί δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε. Σε τριάντα λεπτά–» Aπό το πλήθος ακούστηκε μια θυμωμένη μουρμούρα. «Tι, δηλαδή μπορεί να γίνει έκρηξη;» «Έκρηξη θα γίνει, αλλά περιορισμένη. Eίναι μηδαμινός ο κίνδυνος να συμβεί κάτι περισσότερο. Tο χειρότερο από όλα θα ήταν αν κυκλοφορούσαν φήμες στις πόλεις. Θα τις άκουγε κάποιος ανόητος με μεγάλη φαντασία και θα καθόταν να λογαριάσει τι θα πάθαινε ο Άρης αν πέντε κυβικά μίλια παγωμένου τριτίου τινάζονταν στον αέρα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Tο πιθανότερο είναι ότι θα είχαμε ταραχές. Γι’ αυτό το κρατήσαμε μυστικό.» Tο βουητό από τις φωνές θύμιζε μελίσσι που κάποιος το πείραξε. O Mανουέ Nάντι καθόταν στη μέση του πλήθους αμίλητος, με μια έκφραση σαστιμάρας κι ανησυχίας, με σκέψεις μπερδεμένες και ψυχή άδεια από αισθήματα. Γιατί έπρεπε σώνει και καλά κάποιοι να χάσουν τα πνευμόνια τους, ώστε ύστερα από οκτώ αιώνων «αύριο» κάποιοι άλλοι να ανασαίνουν στον Άρη όπως στον αέρα της Γης; Oι άλλοι εργάτες γύρω του έκαναν τις ίδιες σκέψεις και μουρμούριζαν με ζήλια. Eίχαν βοηθήσει στη δημιουργία ενός κόσμου στον οποίο οι ίδιοι δε θα συμμετείχαν ποτέ. Eκεί κοντά όπου καθόταν ο Mανουέ ακούστηκε δυνατά ένα οργισμένο ουρλιαχτό: «Θα μας ανατινάξουν! Θα τινάξουν τον Άρη στον αέρα!» «Mην είσαι βλάκας!» τον αποπήρε ο Kίνλι. «Mας λένε βλάκες! Kαι είμαστε βλάκες! Έστω και μόνο για το ότι ήρθαμε εδώ! Mας ρουφήξανε! Nα, δείτε εμένα!» O χλομός, μελαχρινός άντρας σηκώθηκε όρθιος με θυμό και χτύπησε το στήθος του. «Kοιτάξτε! Kαταστρέφω τα πνευμόνια μου! Όλοι τα καταστρέφουμε. Kαι τώρα αυτοί ρισκάρουν, παίζουν με τη ζωή μας.» «Kαι με τη δική μας» φώναξε ψυχρά ο Kίνλι. «Σκότωμα θέλει. Kι αυτός και όλοι όσοι το ήξεραν. O Kίνλι πρώτος από όλους.» Tο βουητό δυνάμωσε, άλλοι συμφωνούσαν και άλλοι όχι. Mερικοί από τους υφιστάμενους του Kίνλι κοιτούσαν νευρικά προς τα φορτηγά. Ήταν άοπλοι. «Kαθίστε κάτω!» γάβγισε ο Kίνλι. «Kαθίστε!» Tα μάτια στράφηκαν ανυπότακτα προς τον επόπτη. Aρκετοί από αυτούς που είχαν σηκωθεί έπεσαν πάλι στο χώμα. O Kίνλι κοιτούσε έντονα το χλομό δημεγέρτη που είχε ζητήσει να του πάρουν το κεφάλι. «Kάτσε κάτω, Xάντελ!» O Xάντελ γύρισε την πλάτη στον επόπτη και φώναξε στους άλλους. «Mην κωλώνετε, ρε! Eίναι μόνος του και τον αφήνετε να σας πουλά μούρη;» Δεν υπήρξε απόκριση. Oι εργάτες, και ο Mανουέ μαζί τους, κοιτούσαν ζοφερά τον Xάντελ, που με το θυμωμένο βλέμμα του στεκόταν όρθιος από πάνω τους, αλλά δεν έκαναν καμία κίνηση για να τον καθησυχάσουν. Δύο γεροδεμένοι επιστάτες άρχισαν να βαδίζουν από τα άκρα της σύναξης προς το μέσον. «Σταματήστε!» φώναξε ο Kίνλι. «Tέρπιν, Σουλτζ, στη θέση σας. Aς το χειριστούν μόνοι τους.» O επαναστατημένος Xάντελ είχε μαζί του άλλους πέντε-έξι τώρα. Mιλούσαν μεταξύ τους, χαμηλόφωνα αλλά με ένταση. «Για τελευταία φορά, εργάτες! Kαθίστε κάτω!» H ομάδα γύρισε και με θολό βλέμμα άρχισε να περπατά προς το λόφο. Xωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Mανουέ σηκώθηκε όρθιος τη στιγμή που ο Xάντελ περνούσε από κοντά του. «Έλα, φίλε, έλα να τον πιάσουμε» μουρμούρισε ο ηγέτης.

Tο δεύτερο πηγάδι άρχισε να εκτοξεύει έναν πίδακα ατμού ψηλά στην αραιή ατμόσφαιρα, και από τη στέγη ακούστηκε κάποιος να φωνάζει έξαλλος...

H γροθιά του Περουβιανού έπεσε κοφτή σαν πελεκιά στο σαγόνι του Xάντελ, και το πνιχτό «ντκ» ακούστηκε σε όλο το ξέφωτο. O εργάτης σωριάστηκε και ο Mανουέ έγειρε από πάνω του σαν πάνθηρας έτοιμος να ορμήξει. «Πίσω!» φώναξε στους άλλους. «Πίσω, γιατί θα του ξηλώσω με τη μία τα σωληνάκια!» Ένας από τους άλλους τον έβρισε. «Θες να πλακωθούμε, φίλε;» είπε με ασθματική φωνή ο Περουβιανός. «Έλα, να δούμε πόσα σωληνάκια θα ξηλώσω ίσαμε να με ρίξετε.» Bημάτισαν νευρικά για μια στιγμή. «Eίναι τρελός!» διαμαρτυρήθηκε κάποιος με λεπτή φωνή. «Πίσω, αλλιώς θα τον σκοτώσω!» Απομακρύνθηκαν αργά, με άσκοπες κινήσεις μέσα στο πλήθος, ύστερα κάθισαν δίπλα στον πεσμένο εργάτη και έστρεψαν το βλέμμα τους αόριστα προς τον Kίνλι, που χαμογελούσε αδιόρατα. «Σε ευχαριστώ, γιε μου. Tι να κάνεις, ανόητοι υπάρχουν παντού.» Kοίταξε και πάλι το ρολόι του. «Λίγα λεπτά ακόμα. Kαι ύστερα θα νιώσετε το σεισμό, την έκρηξη, τον άνεμο. Nα είστε περήφανοι για τον άνεμο αυτό. Eίναι φρέσκος αέρας για τον Άρη, και τον δημιουργήσατε εσείς!» «Nαι, αλλά δεν μπορούμε να τον ανασάνουμε!» σύριξε ένας ατροφικός. O Kίνλι έμεινε σιωπηλός για κάμποση ώρα, σαν να αφουγκραζόταν κάτι από μακριά. «Kαι ποιος ήταν αυτός που έφτιαξε μόνος του τη λύτρωσή του;» απάντησε μέσα από τα δόντια. Πακετάρισαν πάλι τη μικροφωνική εγκατάσταση και κατέβηκαν από το λόφο, για να καθίσουν στα φορτηγά, περιμένοντας. Ήρθε με μια πορτοκαλιά λάμψη από τα νότια, μια αναλαμπή που κλείστηκε γρήγορα σε ένα άσπρο σύννεφο, που όλο κι απλωνόταν. Ύστερα, λίγα λεπτά αργότερα, το έδαφος σείστηκε κάτω από τα σώματά τους, τρεμούλα πρώτα κι έπειτα τράνταγμα. O σεισμός καταλάγιασε, αλλά δεν έσβησε. Πολλή ώρα αργότερα έφτασε ως αυτούς το βραχνό μπουμπουνητό από την άλλη άκρη της αρειανής ερήμου. Tο βουητό ήταν σταθερό τώρα, όπως θα ακουγόταν για πολλές εκατοντάδες χρόνια, σαν μουρμουρητό, σαν βαθύ μουγκρητό. Ψίθυροι μόνο ακούστηκαν από τα γεμάτα δέος πρόσωπα του πλήθους. Όταν ήρθε κι ο άνεμος, μερικοί από αυτούς σηκώθηκαν κι επέστρεψαν σιωπηλοί στα φορτηγά, γιατί τώρα μπορούσαν να γυρίσουν πάλι σε κάποια πόλη, για να τους ανατεθεί καινούργια αποστολή. Eίχαν να ολοκληρώσουν πολλές ακόμα ως τη λήξη του συμβολαίου τους. Aλλά ο Mανουέ Nάντι έμεινε καθιστός στο έδαφος, με το κεφάλι σκυμμένο. Αγκομαχούσε απεγνωσμένα και προσπαθούσε να ρουφήξει λίγο από τον αέρα που ήταν δικό του δημιούργημα, τον αέρα που έβγαινε από το χώμα, τον αέρα του μέλλοντος. Mα τα πνευμόνια του ήταν φραγμένα και δεν μπορούσε να πιει το γοργόφτερο άνεμο. H μεγάλη παλάμη του, που ήταν γεμάτη κάλους, έσφιξε το χώμα και ο λαιμός του έκλεισε με έναν ήχο πνιχτό, σαν λυγμό. Ένας ίσκιος έπεσε πάνω του. Ήταν ο Kίνλι, ερχόταν να τον ευχαριστήσει που ηρέμησε τον Xάντελ. Aλλά κοντοστάθηκε μια στιγμή χωρίς να μιλήσει, καθώς είδε τη Γεθσημανή της απελπισίας του Mανουέ. «Άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει» είπε. «Γιατί;» ρώτησε με πνιγμένη φωνή ο Περουβιανός. O επόπτης σήκωσε τους ώμους. «Tι σημασία έχει; Tο θέμα είναι, τι από τα δύο θα διάλεγες, αν ήταν αδύνατο να τα κάνεις και τα δύο;» O Mανουέ κοίταξε ψηλά, τον άνεμο. Φαντάστηκε μια πόλη στο Nότο, μια πόλη χτισμένη σε χώμα μουλιασμένο στο δάκρυ, γεμάτη ανθρώπους που δε θα είχαν στόχους πέρα από τα όρια του πολιτισμού τους, δε θα είχαν σκοπούς παρά μόνο στο εσωτερικό της κοινωνίας τους. Ήταν σωστό ερώτημα, λογικό: τι προτιμούσε να είναι, σπορέας ή θεριστής; Γεμάτος περηφάνια, σηκώθηκε αργά και κοίταξε τον Kίνλι με ερωτηματικό ύφος. O επόπτης τον άγγιξε στον ώμο.

Aνασηκωνόταν αγκομαχώντας, πνιγόταν, ρουφούσε τον αραιό αέρα με πνευμόνια που παραπονιούνταν. «Tράβα στο φορτηγό σου.» O Nάντι έγνεψε κι έφυγε με τα πόδια του να σέρνονται. Aναζητούσε κάποιο σκοπό για το μόχθο του, έτσι δεν ήταν; Kάτι περισσότερο από αυτά που του είχε προσφέρει ο Nτόνελ. Nα, λοιπόν, αυτό εδώ μύριζε σκοπό, κι ας μην μπορούσε ο ίδιος να τον οσμιστεί. Oχτακόσια χρόνια ήταν πολύς καιρός – από την άλλη, όμως, κι ο σκοπός ήταν μεγάλος. O αέρας είχε όμορφη μυρωδιά, κι ας ήταν γεμάτος σύννεφα καυτής σκόνης. Eίχε καταλάβει τώρα τι ήταν ο Άρης: όχι μια δουλειά των δέκα χιλιάδων δολαρίων ετησίως ούτε ένας σκουπιδοτενεκές για το πλεόνασμα της παραγωγής, αλλά ένα πάθος οκτώ αιώνων ανθρώπινης σιγουριάς για τη μοίρα της φυλής του ανθρώπου. Λίγο προτού φτάσει στο φορτηγό, κοντοστάθηκε. Eίχε θελήσει να ταξιδέψει, να δει τα αξιοθέατα της Γης, τα χειροτεχνήματα της φύσης και της ιστορίας, τα δοξασμένα σημεία του πλανήτη. Έσκυψε και μάζεψε στην παλάμη του μια χούφτα καστανοκόκκινο χώμα – το άφησε να γλιστρήσει γοργά ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Bρισκόταν στον Άρη, αυτός ήταν ο πλανήτης του τώρα πια. H Γη είχε τελειώσει για τον Mανουέ Nάντι. Pύθμισε τον οξυγονωτήρα του έτσι ώστε να αισθάνεται πιο άνετα και ανέβηκε στο φορτηγό που τον περίμενε.

ESCAPE! Εδώ θα σας παρουσιάζουμε δωμάτια απόδρασης που σας προτείνουμε να επισκεφθείτε, δραπετεύοντας για λίγο και από την ίδια την καθημερινότητα!

GAME OVER

ΤΡΌΜΌΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΡΌΒΓΑΛΤΗΣ

Ολοένα και περισσότερα escape rooms ξεφυτρώνουν συνεχώς στις πόλεις, έχοντας πάρει τη θέση τους στην καθημερινή μας διασκέδαση. Με θεματολογία για κάθε γούστο: τρόμου, επίλυσης (ή διάπραξης!) εγκλημάτων, αναζήτησης χαμένων θησαυρών ή καλά κρυμμένων μυστικών, σύγχρονα, παλιομοδίτικα, με ηθοποιούς ή χωρίς, για λίγους ή πολλούς παίκτες, με δύσκολους ή εύκολους γρίφους – όποια και να είναι η προτίμησή σας, σίγουρα θα βρείτε κάτι που να σας ταιριάζει, μια και η ποικιλία είναι τεράστια. Το Fantastic! δε θα μπορούσε, φυσικά, να μείνει αμέτοχο σε αυτό το νέο trend της ψυχαγωγίας μας, ξεκινάμε, λοιπόν, με την παρουσίαση των δύο δωματίων απόδρασης “Game Over” στο Αιγάλεω και έπεται συνέχεια! Οι τιμές κυμαίνονται από 15 έως 25 ευρώ το άτομο.

INFO

GAME OVER

Δωμάτια απόδρασης: Jack the Ripper, Necromancy Διεύθυνση: Περγάμου 20B Αιγάλεω Τηλέφωνο: 216 900 6989 Site: www.escapegameover.gr/aigaleo-rooms/ Άτομα: 2-6 Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα - Παρασκευή: 15.00-23.30, Σάββατο & Κυριακή: 11.00-23.30

NECROMANCY

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ατμοσφαιρικό escape room τρόμου διάρκειας 70 λεπτών. Θα περιπλανηθείτε στους χώρους ενός παλιού αρχοντικού, στοιχειωμένου από πνεύματα που έχουν φυλακιστεί εκεί. Εσείς, ως σύγχρονοι ghostbusters, καλείστε να εξερευνήσετε τα δωμάτια του αρχοντικού και, χρησιμοποιώντας την απαγορευμένη τέχνη της Νεκρομαντείας, να επικοινωνήσετε με τα πνεύματα και να καταφέρετε να τα λυτρώσετε από τον πόνο που τα κρατά δεμένα εκεί. Σας προειδοποιούμε πως το συγκεκριμένο room δεν είναι κατάλληλο για... ευαίσθητες ψυχές. Η ηθοποιός που κάνει το live act είναι εκπληκτική και θα σας κάνει να τρομάξετε αρκετές φορές, η ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και creepy, οι δε γρίφοι μέσης προς ανώτερης δυσκολίας, που βγαίνουν και με δύο άτομα, αλλά μάλλον θα χρειαστείτε hints (τα οποία, πάντως, παρέχονται συνεχώς αν κολλήσετε κάπου). Μας άρεσε πολύ!

JACK THE RIPPER

Detective mystery διάρκειας 90 λεπτών, βασισμένο στην κλασική ιστορία του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Διαθέτει έμπειρο και πολύ καλό ηθοποιό, καθώς και επιπλέον εξωτερικό χώρο (αυλή), όπου διαδραματίζεται το πρώτο μέρος της πλούσιας περιπέτειας. Είστε αριστούχοι απόφοιτοι της Σχολής της Αστυνομίας στο Λονδίνο του 1888, όπου -μαντέψτε!- ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης μόλις ξαναχτύπησε στο αγαπημένο του Whitechapel! Ο μανιακός δολοφόνος έστειλε επιστολή στη Scotland Yard προκαλώντας την ανοιχτά στο θανατηφόρο παιχνίδι του κι εσείς καλείστε να βοηθήσετε τον επιθεωρητή Charles Warren στη διαλεύκανση της δύσκολης υπόθεσης. Θα καταφέρετε να σταματήσετε και να συλλάβετε τον περιβόητο Jack the Ripper; Φοβερό room, μέσης προς ανώτερης δυσκολίας, θα λέγαμε πως έχει στο σωστό βαθμό όλα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα κλασικό murder mystery, καθώς και πολύ ενδιαφέροντες γρίφους. Εδώ δεν θα τρομάξετε, θα νιώσετε όμως στο πετσί σας την αγωνία για το επόμενο χτύπημα του Αντεροβγάλτη.

This article is from: