Το σώμα του τόπου Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου του δημήτριου γονιδάκη
επιβλέπουσα: παναγιώτα (πέννυ) κουτρολίκου Ε.Μ.Π σεπτέμβριος σελίδα 1 2015
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 2
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 3
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 4
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|Περιεχόμενα| |Μεθοδολογία| σελίδα 6
|Πλάθοντας τόπους και χώρους κιναισθητικά| σελίδα 9
|το οικείο, η γενέτειρα| |η προσκόλληση ως μέσο παραγωγής ταυτότητας| [η Κύθνος] σελίδα 15
|η προσκόλληση στον τόπο| σελίδα 19
|το αλλότριο, οι άλλοι| σελίδα 33
|η συλλογική μνήμη| |οι αφηγήσεις και το δομημένο περιβάλλον| |κατάλοιπα πρακτικών από μια συλλογική κουλούρα| σελίδα 38
|η σύγχρονη τάση| σελίδα 51
|η ανάγκη συνέχειας| |η κατασκευή ταυτότητας με την οργάνωση| |της πολιτιστικής κληρονομιάς| σελίδα 55
|Σύνοψη| σελίδα 73
|Βιβλιογραφικές αναφορές| σελίδα 77
|Παράρτημα| σελίδα 83
σελίδα 5
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|Μεθοδολογία|
Η συγγραφή αυτού του κειμένου προέκυψε με μια συνειρμική διαδικασία, μέσα από ένα σύνολο εμπειριών. Σε αυτό το μικρό κομμάτι η αφήγηση απομακρύνεται για λίγο από την περιγραφή του τόπου και του οικείου και ο συντάκτης του θα προσπαθήσει να μιλήσει για το κείμενο, το πώς προέκυψε, σε ποια κατηγορία κειμένων θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί και ποια είναι η μεθοδολογία που τελικά ακολούθησε... Κάθε έρευνα και μελέτη ξεκινά με μια αφορμή, κάτι που μπορεί να ερεθίσει τη σκέψη, ώστε να κινητοποιήσει τον άνθρωπο, προσφέροντάς του ένα τέλος, ένα σκοπό. Η συγκεκριμένη διάλεξη ξεκινά με δύο αφορμές, αυτή της Κύθνου και των Genius Loci (Norberg-Schulz 2009) καθώς Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι (Heidegger, 2008). Το βασικό ερώτημα που γεννήθηκε διαβάζοντας αυτά τα βιβλία είναι πως μπορούν αυτές οι θεωρήσεις και σκέψεις σχετικά με τον τόπο, να συσχετιστούν με τον οικείο τόπο μου. Γεγονός που όρισε a priori μια μεθοδολογία αρκετά συγκεκριμένη, με βιβλιογραφικές αναφορές μεν, αλλά αναγνωσμένη υπό το πρίσμα ενός συγκεκριμένου φόντου. Κάπως έτσι ξεκίνησε μια περιπλάνηση στον τόπο, χωρίς να υπάρχει καμία πρόθεση να καταλήξει κάπου.: “για να προσεγγίσουμε μια φιλοσοφία έχουμε ήδη οπλιστεί με ένα ζευγάρι έννοιες- εδώ η “δομή και γένεση”- που μια μακρά προβληματική παράδοση τις όρισε ή τις φόρτισε με αναμνήσεις, αλλά επίσης και μ’ ένα θεωρητικό κριτήριο στο οποίο εμφανίζεται κιόλας το κλασσικό σχήμα ενός ανταγωνισμού, η λειτουργική συζήτηση που ετοιμαζόμαστε να στήσουμε στο εσωτερικό ή με την αφετηρία αυτήν, η φιλοσοφία κινδυνεύει να μοιάζει όχι μια προσεκτική ακρόαση, όσο με κριτική, δηλαδή με μια καταχρηστική έρευνα που εισάγει εκ των προτέρων εκείνο που θέλει να βρει και ασκεί βία στην ιδιάζουσα φυσιολογία μιας σκέψης” (Derrida, η γραφή και η διαφορά, 221)
Η γενική παραδοχή της ήταν να αποφευχθεί εξ’ αρχής κάποιο εκβιασμένο συμπέρασμα, αναγνωρίζοντας παράλληλα τον δυναμικό χαρακτήρα μεταβολής του τόπου. Δηλαδή το γεγονός ότι αυτός βρίσκεται σε ισορροπία, οι άνθρωποι δρουν σε αυτόν, διαταράσσοντάς την, απομακρύνονται, να δουν τι έχουν πράξει, γεγονός που του επιτρέπει, να έρθει σε μία νέα ισορροπία, η οποία είναι διαθέσιμη προς συνεχή ανατροπή, από τον άνθρωπο. (Μισέλ ντε Σερτώ, 2010) σελίδα 6
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Έτσι ο άνθρωπος και οι συλλογικότητές του ως ένα ενιαίο σώμα έμπαιναν συνεχώς στο προσκήνιο μαζί με τον τόπο. Εκεί διαφάνηκε ο ανθρωπολογικός και κοινωνιολογικός χαρακτήρας της διάλεξης, ο οποίος κατέληξε να αναζητά μέσα από περιπλανήσεις χωρικές, νοήματα και σκέψεις, που γεννά ο τόπος στον άνθρωπο. Τα βιβλιογραφικά εργαλεία ενισχύθηκαν έτσι, με άλλα ανθρωπολογικά-κοινωνιολογικά. Αφήγηση, παρατήρηση, συμπεράσματα, από συζητήσεις και συνεχείς εμπλοκές μου με το νησί -το οποίο έχω ζήσει με πολλές συνθήκες, διαφορετικές και ετερόκλιτες, (εκ των έσω και έξω)- και ασφαλώς με τους ανθρώπους του Μιλώντας για τους ανθρώπους, αναπόδραστα, γίνεται μια προσπάθεια ανακάλυψης ή μάλλον αποκάλυψης του “ποιοι είναι”, έτσι αργά ή γρήγορα ζητήματα ταυτότητας ανέκυψαν σε αυτή την έρευνα, τα οποία οριοθέτησαν ένα πιο συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο. Αν και πρόκειται για μια διάλεξη στη σχολή αρχιτεκτονικής, το θέμα στρέφεται σε επιστημονικά πεδία όπως αυτό της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας. Παρ’ όλο αυτά η αρχιτεκτονική τέχνη ανήκει στις ανθρωπιστικές σπουδές και ως τέτοια εμπεριέχει σχετικές πρακτικές και σχετίζεται με το κοινωνικό σώμα που τη καθιστά ενδιαφέρουσα στο μάτι του αρχιτέκτονα που καλείται κάθε φορά να μπορέσει να αναγνώσει και να κατανοήσει τους τόπους, να “χτίσει” για τους ανθρώπους και να μπορέσει να προτείνει λύσεις που να ενσωματώνονται από το εκάστοτε “σώμα” (κοινωνική ομάδα) είτε αυτό είναι ένα νησί, είτε μια γειτονιά κλπ. Όλα προέκυψαν με μια συνειρμική διαδικασία, με αφορμές, όπως για παράδειγμα ένας περίπατος στην ράχη του νησιού, ο οποίος μας επιτρέπει να σταματήσουμε το βλέμμα εκεί που θέλουμε κάθε φορά, δίνοντας μάς πολλά διαφορετικά αποσπασματικά στιγμιότυπά του, που στο τέλος, με μια επιμελή συρραφή αυτών θα μπορούσαμε να έχουμε μια συνεκτική εικόνα της υποκειμενικής εμπειρίας μας. Ασφαλώς η διάλεξη θα μπορούσε να ξεγυμνωθεί από παραδείγματα και να σταθεί αυτοτελώς με τα θεωρητικά πλαίσια, αντίληψης του χώρου και αναζήτησης ταυτοτήτων. Μολαταύτα θα έχανε το νόημα της γιατί “το οικείο παράδειγμα της Κύθνου” παραλαμβάνει όλες αυτές τις θεωρίες από τον χώρο των ιδεών και τους δίνει μια γη, κάτι απτό και αντιληπτό για να μπορέσει ίσως να κατανοηθεί με αμεσότητα.
σελίδα 7
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 8
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|Πλάθοντας τόπους και χώρους κιναισθητικά| [οριοθετώντας τον τόπο, βιωματικά]
Περπατώντας στην ράχη του νησιού, τα πάντα είναι ορατά, η ακτογραμμή, οι λόφοι, οι ρεματιές, οι ξερικοί θάμνοι, τα αγριόχορτα, τα ερπετά και τα έντομα, τα οικόσιτα ζώα, τα πτηνά και τα σύννεφα που χαρίζουν κινητικότητα στον ουρανό. Ακόμη βλέπεις τις αμμουδερές ακρογιαλιές, τα βράχια, τα βότσαλα, τις πέτρες, το χώμα. Κάπου εκεί αρχίζεις να ξεχωρίζεις και να διακρίνεις την “παρουσία” του ανθρώπου, δρόμοι από άσφαλτο, ξερολιθικοί τοίχοι οι οποίοι είτε παράγουν νησίδες γης είτε ορίζουν του πεζοπορικούς/ημιονικόυς δρόμους, μικροί πέτρινοι ορθογωνικοί όγκοι [κατοικιές1] και κύκλοι στο έδαφος [αλώνια2]. Επιπλέον δεν γίνεται να μην αντιληφθείς το κλιμακωτό ανάγλυφο του νησιού, με τους αναβαθμούς [όχτες], τα λευκά εκκλησάκια, ανεμόμυλους και κάπου εκεί μια συγκέντρωση πολλών κατοικιών να σχηματίζουν ένα χωριό και πιο πέρα στο βάθος ένα άλλο. Όλα αυτά ακμαία ή μη ως παρουσίες περιγράφονται από τον έντονο ήλιο. Οι έντονοι βοριάδες μεταφέρουν ένα έντονο βουητό στο κεφάλι και μυρωδιές από ιώδιο και θυμάρι. Τον ήλιο διαδέχεται η σελήνη και το σκηνικό της μέρας μεταμορφώνεται σε νύχτα. Η μία μέρα διαδέχεται την άλλη περνούν μήνες, εποχές, χρόνια, και η φύση και το περιβάλλον μεταλλάσσονται. Το φυσικό περιβάλλον άλλωστε δεν είναι ποτέ στατικό, όπως, ασφαλώς και ο άνθρωπος.3 1. Πέτρινα λιθόκτιστα κτήρια που βρίσκονται στον κάμπο της Κύθνου. Λέγονταν και καλυβάρες και αποτελούσαν την θερινή τους κατοικία, κατά την προβιομηχανική εποχή 2. Κυκλικά λίθινα πλατώματα στο έδαφος τα οποία τα χρησιμοποιούσαν για το λίχνισμα των σιτηρών 3. Περπατώντας επάνω σε τούτη τη γη, η καρδιά μας χαίρεται με την πρώτη χαρά του νηπίου την κίνησή μας μέσα στο χώρο της πλάσης, την αλληλοδιάδοχη τούτη καταστροφή κι αποκατάσταση της ισορροπίας που είναι η περπατησιά.(1) Χαίρεται το προχώρημα του κορμιού επάνω απ’ την ανάγλυφη τούτη ταινία που είναι το έδαφος. Και το πνεύμα μας ευφραίνεται από τους άπειρους συνδυασμούς των τριών διαστάσεων του Χώρου, που μας συντυχαίνουν και αλλάζουν στο κάθε μας βήμα ένα γύρω μας, και που το πέρασμα ακόμα ενός σύννεφου,ψηλά εις τον ουρανό είναι ικανό να τους μεταβάλει. Προσπερνούμε δίπλα σε τούτο το βράχο, τον κορμό του δέντρου ή κάτω από τούτο το θύσανο της φυλλωσιάς του. Ανεβαίνουμε, κατεβαίνουμε μαζί με το έδαφος, επάνω εις τα κυρτώματα του, τους γήλοφους, τα όρη ή βαθιά μέσα στις κοιλάδες. Χαιρόμαστε την επίπεδη έκταση της πεδιάδας, μετρούμε τη γη με τον κόπο του κορμιού μας. Δημήτρης Πικιώνης Συναισθηματικές τοπογραφίες 1963
σελίδα 9
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 10
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Με βήματα, έτσι μετρά [ο άνθρωπος] το έδαφος και αρχίζει την δική του προσωπική ιστορία, βιώνοντας και συν-αισθάνοντας, το χώρο. Άπειρα βήματα και διαδρομές, ποσά μη μετρήσιμα, διότι καθένα από αυτά ως μονάδα έχει έναν ιδιαίτερο ποιοτικό χαρακτήρα και “ένα ύφος απτικής πρόσληψης και κιναισθητικής ιδιοποίησης” (Μισέλ ντε Σερτώ, 2010: 253). Τα βήματα είναι αυτά που η διαπλοκή τους είναι ικανή να πλάσει χώρους, να υφάνει τόπους. Μέσω του περπατήματος προσπαθούμε με με το σώμα, να ιδιοποιηθούμε την τοπογραφία ενός τόπου, “είναι η χωρική πραγμάτωση του” (Μισέλ ντε Σερτώ, 2010: 255), αυτό που με άλλα λόγια πραγματοποιεί την εμπειρία ενός χώρου. “Ο τόπος είναι η ασφάλεια, ο χώρος είναι ελευθερία” (Tuan, 1977: 3), είναι τα βασικά συστατικά του βιωμένου και ορατού κόσμου, είναι τα δεδομένα μας. Όταν σκεφτόμαστε γι’ αυτά, εγείρονται απρόσμενα νοήματα και ερωτήσεις. Ό,τι ξεκινάει ως αδιαφοροποίητος χώρος μετατρέπεται σε τόπο, καθώς τον γνωρίζουμε περισσότερο και τον προικίζουμε με αξία. Ο χώρος επιτρέπει τη κίνησή μας σε αυτόν, ο τόπος είναι η παύση. Κάθε παύση καθιστά δυνατή τη μεταμόρφωση κάθε μέρους σε τόπο, είναι βασική διαδικασία και μπορεί να συσχετιστεί με το πάγωμα του χώρου, την αποστασιοποίηση του ανθρώπου και τη σκέψη του πάνω σε αυτό, που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του ή μάλλον σε αυτό που μόλις έχει βιώσει, την εμπειρία του χώρου, που τον μεταμορφώνει σε τόπο. Μόλις ένας χώρος γίνεται σημαντικά οικείος μετατρέπεται σε τόπο (Tuan, 1977: 6). Η εμπειρία είναι ένα βασικό συστατικό της δημιουργίας τόπων (Tuan, 1977). Η αξία του σώματος είναι ουσιαστική σε αυτή τη διαδικασία, χωρίς αυτό, εμπειρία δεν υφίσταται. Το να βλέπω και να περπατώ είναι οι θεμελιώδεις διεργασίες του ανθρώπινου σώματος, οι οποίες είναι βασικές και στην αντίληψη του χώρου, εκφράζουν τη συμμετοχή του στον ορατό κόσμο, δηλώνοντας ότι είναι κι αυτό ένα μέρος του. Όπως πολύ χαρακτηριστικά ο Maurice Melrau-Ponty αναφέρει στο “Η αμφιβολία το μάτι και το πνεύμα του Σεζάν (σελ. 68)”: “Ορατό και κινητό, το σώμα μου συμπεριλαμβάνεται στον αριθμό των πραγμάτων, είναι ένα απ’ αυτά, εμπεριέχεται στο υφάδι του κόσμου και η συνοχή του δεν είναι παρά η συνοχή ενός πράγματος. Επειδή όμως κινείται και βλέπει, τοποθετεί τα πράγματα σε κύκλο γύρω του, τα πράγματα αποτελούν ένα παράρτημα ή μια προέκταση του εαυτού του, είναι κολλημένα στη σάρκα του, μετέχουν του πλήρους ορισμού του, όσο για τον κόσμο, αυτός είναι φτιαγμένος από
σελίδα 11
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 12
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
την ίδια τη στόφα του σώματος”. “Το περπάτημα είναι μια ικανότητα, αλλά αν μπορέσω να “δω” τον εαυτό μου να περπατά και να συγκρατήσω την εικόνα στο μυαλό μου, να αναλύσω πως κινούμαι και τι μονοπάτι ακολουθώ, είμαι ικανός να μετατρέψω αυτή την ικανότητα σε γνώση την οποία μπορώ να την μεταφέρω με λέξεις, σχεδιαγράμματα και γενικά να δείξω πως αυτές οι σύνθετες κινήσεις αποτελούνται από μέρη τα οποία μπορούν να αναλυθούν η/και να μιμηθούν”(Tuan, 1977: 68). Όλη αυτή η διεργασία έρχεται να πλαισιωθεί από τις υπόλοιπες αισθήσεις, την αφή, την πρωτόγονη μητέρα όλων των αισθήσεων αφού οι υπόλοιπες αποτελούν μετεξέλιξη αυτής, την όσφρηση και την ακοή και ασφαλώς την όραση ως την κορωνίδα της εξέλιξης των αισθήσεων,(Pallasmaa, 2005) οι οποίες έρχονται να ισχυροποιήσουν την κάθε εμπειρία και να την κάνουν κάθε φορά μοναδική. Οι μυρωδιές, από τα αρωματικά φυτά, τα ζωηρά χρώματα των λουλουδιών που αντανακλούν τις ακτίνες του ήλιου, που με τη σειρά τους ζεσταίνουν το δέρμα μας και τυφλώνουν τα μάτια μας, οι ήχοι από τα τζιτζίκια, τις μέλισσες, τα κατσίκια, τα πρόβατα, τους τσιμπογιάννηδες και άλλα πτηνά, το θρόισμα των φύλλων, το βουητό του αέρα και η γεύση από την αλμύρα που συνοδεύει η μυρωδιά του ιωδίου δίνουν, κάθε φορά μια ολοκληρωμένη εμπειρία του τόπου, του νησιού. Κάθε άνθρωπος ψάχνει να βρει στους τόπους τις δικές του προβολές, τα γνώριμα σχήματα και να νιώσει οικεία, μόνο. Έτσι μπορεί να μεταφερθεί ο χώρος και να νοηθεί ως τόπος. “Η μεγάλη διαμονή σε έναν τόπο μάς βοηθά να τον γνωρίσουμε στενά, ακόμη η εικόνα του μπορεί να στερείται ευκρίνειας εάν δεν μπορούμε επίσης να τον δούμε από έξω και να αντικατοπτρίσουμε τις εμπειρίες μας” (Tuan, 1977: 18). Η κάθε εμπειρία και το βίωμα στον τόπο ενέχει μέσα της, το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Όσο περισσότερο υπάρχεις, βιώνεις, περπατάς τον κάθε τόπο, τόσο τον αναγνωρίζεις, τον διαβάζεις ολοένα και περισσότερο, αρχίζει να σου είναι οικείος, εύκολα ξεγελιέσαι και αισθάνεσαι κομμάτι του άμεσα. Δεν είναι η αχανής και αφιλόξενη πόλη με την μεγάλη κλίμακα όπου το βλέμμα σου εμποδίζεται να υπερπηδήσει τα εμπόδια. Εδώ έχεις την συνολική εικόνα και εποπτεία, από μακριά μόλις το προσεγγίζεις αλλά και μόλις βρεθείς στη ράχη του είναι όλα αναγνώσιμα, έτοιμα προς οικειοποίηση, δομημένα από τους ντόπιους για να οικειοποιηθούν.
σελίδα 13
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 14
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|το οικείο, η γενέτειρα1| |η προσκόλληση ως μέσο παραγωγής ταυτότητας| [η Κύθνος] “...για να κρίνει, για να αγαπήσεις πρέπει να έρθεις και να μείνεις, ώστε να μπορείς να διανύσεις όλη την κυματιστή αλλαγή των τοπίων των εποχών, των καιρών του φωτός” [σελ 21 Συμβάντα, Ρόλαντ Μπαρτ]
Η λέξη Heimat είναι μια γερμανική λέξη, που δεν υπάρχει ανάλογο της στα ελληνικά, την “ανακάλυψε” ο Leonard Doob, ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: “Heimat είναι πρώτα απ ‘όλα η μητέρα γη που έχει γεννήσει το λαό και τη φυλή μας, που είναι το ιερό χώμα, και που καταπίνει τα σύννεφα του Θεού, τον ήλιο και τις καταιγίδες, έτσι ώστε μαζί με τη δική τους δύναμη μυστηριωδώς προετοιμάζουν το ψωμί και το κρασί που στηρίζονται στο τραπέζι μας και να μας δώσει τη δύναμη να ζήσουμε μια καλή ζωή... Heimat είναι το τοπίο. Heimat είναι το τοπίο που έχουμε βιώσει. Αυτό σημαίνει εκείνο που έχει διεκδικηθεί, απειληθεί, και το οποίο συμπληρώνεται με την ιστορία των οικογενειών, κωμοπόλεων και χωριών. Αλλά περισσότερο απ ‘όλα αυτά, Heimat μας είναι η γη που έχει γίνει γόνιμη μέσω του ιδρώτα των προγόνων μας.”. (Tuan, 1977: 156) Το πρώτο πράγμα, για το οποίο μπορεί μιλήσει κάθε άτομο ξεχωριστά ή και ομάδες ανθρώπων, με θέρμη και πάθος είναι το οικείο. Σε αυτό κάνει τις προσωπικές του προβολές και αναπαραστάσεις και προσπαθεί, να προσαρμόσει ή να αντιπαρατάξει ευρύτερες θεωρήσεις και σκέψεις, ώστε να τις ανάγει και αυτές στα πλαίσια του γνώριμου. Είναι για αυτόν το μέτρο σύγκρισης, ο ομφαλός του. Εκεί οργανώνει τις πρώτες του χωρικές αντιλήψεις, εκεί κινείται, εκεί πλάθει τον τόπο και προβάλλει τις πρώτες του σκέψεις. Το γνώριμο είναι το πεδίο που αρχίζει κάποιος να ξεδιπλώνει και να ορίζει το ποιος είναι, αλληλεπιδρώντας με αυτό, με πολλαπλούς και πολύπλοκους τρόπους. Η γενέτειρα/σπίτι [homeland] είναι βασικό σημείο αναφοράς για τον κάθε άνθρωπο/ομάδα ανθρώπων. Μιλώντας γενικά για τον τόπο, λείπει το στοιχείο μιας απτής αναφοράς. Χρειάζεται να επιλέξουμε κάτι ώστε να μπορούμε να το βιώσουμε έστω και νοητά. Λοιπόν ποιόν από όλους τους τόπους μπορεί κάποιος να επιλέξει για 1. [homeland]
σελίδα 15
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 16
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
για να μιλήσει; Εδώ εισέρχεται ένα κομμάτι υποκειμενικότητας ή μάλλον μιας μη καθολικής εφαρμογής λόγων και απόψεων, το οποίο είναι σίγουρα αποδεκτό, διότι δεν μπορεί να επιλέξουμε έναν [τόπο] και να πούμε πως ομοίως θα ισχύσει και για τους άλλους, ούτε να πάρουμε κάποια παραδείγματα και τα ανάγουμε σε καθολικές προφάνειες. Εξάλλου το εγώ, είναι γεμάτο υποκειμενικότητες. Ωστόσο το πως ο κάθε άνθρωπος ατομικά αντιλαμβάνεται το χώρο, τον τόπο και τους κοινωνικούς αλληλοσυσχετισμούς, που λαμβάνουν χώρα σε αυτούς έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλά επιστημονικά πεδία (ψυχολογία, γεωγραφία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία). Έτσι η επιλογή ενός τόπου, ως πεδίο αναφοράς και μελέτης, με προσωπικά φορτισμένα νοήματα ίσως πυροδοτήσει όλο και περισσότερες σκέψεις. Η Κύθνος είναι ένας τέτοιος τόπος. Πρόκειται για ένα νησί των Κυκλάδων σφηνωμένο μεταξύ Σερίφου και Τζιάς. Η επιλογή του νησιού δεν είναι καθόλου τυχαία. Στο Genius Loci o Norberg - Schulz, Christian αναφέρει ότι “το νησί είναι ο κατεξοχήν τόπος”, ως το κύτταρο που ξεκίνησαν όλα, είναι ένας σαφώς ορισμένος τόπος και κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει για αυτό. Αυτή η αυτό-αναφορά (χωρική καταρχήν) του νησιού είναι που μας οδηγεί στην επιλογή αυτή και τοποθετεί ένα σαφές όριο μέχρι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος και τι μπορεί να βιώσει τουλάχιστον με το σώμα του και τις αισθήσεις του. Παράλληλα το γεγονός ότι υφίσταται ως ένα προσωπικό Heimat, προκαλεί το δέος και την αγωνία του μελετητή να σκύψει πάνω από την Κύθνο με σχολαστικότητα και με αγωνία για το παραγόμενο αποτέλεσμα της ερευνάς του.
σελίδα 17
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 18
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|η προσκόλληση στον τόπο|
[το θεωρητικό πλαίσιο της προσκόλλησης]
Αυτό που μοιάζει συχνά να χαρακτηρίζεται σαν προσκόλληση1 σε έναν τόπο (γενέτειρα) είναι ένας όρος ικανός να αναπτύξει και να ορίσει ένα πλαίσιο παραγωγής ταυτότητας. Δύο διακριτές διαστάσεις μπορούν να διακριθούν σχετιζόμενες με τον άνθρωπο, οι κοινωνικές και οι ψυχολογικές, οι οποίες μπορούν να τον βοηθήσουν στην παραγωγή τοπικά προσδιορισμένης ταυτότητας. Κοινωνικά, η προσκόλληση σε έναν τόπο συμβαίνει τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο, μολονότι οι ορισμοί αυτών τείνουν να δίνουν έμφαση στο έναν έναντι του άλλου, μπορεί ωστόσο να αλληλοεπικαλύπτονται. Σε ατομικό επίπεδο, εμπλέκει τις προσωπικές συνδέσεις που κάποιος έχει με ένα μέρος, για παράδειγμα αυτή (η
σύνδεση) είναι ισχυρότερη σε μέρη που ξυπνούν προσωπικές μνήμες,
1. Ο όρος προσκόλληση προέρχεται από τον Βρετανό ψυχίατρο και ψυχολόγο John Bowlby, που ανέπτυξε τη Θεωρία Προσκόλλησης, η οποία έχει αναγνωριστεί ως μία από τις πιο σημαντικές Θεωρίες στην Ψυχολογία. Όπως ο Bowlby αναφέρει «αν αναγνωρίσουμε ότι οι άνθρωποι έχουν έμφυτο συμπεριφοριστικό σύστημα για προσκόλληση, το οποίο αν θεωρηθεί ως εξελικτικό προϊόν και ως βιολογικός μηχανισμός, τότε είναι πιθανό να καταλάβουμε και ίσως να εξηγήσουμε κάποιους τομείς της φύσης των ανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνικής ανάπτυξης του ατόμου». Έτσι, διαφαίνεται ότι οι ανάγκες, για προστασία, τροφή, φροντίδα και ζεστασιά που έχουν τα βρέφη και τα μικρά παιδιά, έχουν βιολογική και κοινωνική βάση αλλά παράλληλα και αντίστοιχες επιρροές. Τα βρέφη έχουν θυμικές αντιδράσεις όπως γέλιο και κλάμα που μπορούν να τραβήξουν την προσοχή του ατόμου που το φροντίζει ώστε να καλύψουν τις πρωτογενείς και βασικές ανάγκες για επιβίωση όπως δίψα και πείνα. Ωστόσο αυτή η βιολογική βάση του δεσμού προσκόλλησης δεν συμβάλλει μόνο στην επιβίωση του μωρού αλλά μέσω της σχέσης αυτής στην καλλιέργεια του αισθήματος προστασίας, ηρεμίας και ευτυχίας. Τα παραπάνω είναι πολύ σημαντικά για την ψυχολογία του μωρού και για τις κοινωνικές του εμπειρίες. Το αίσθημα ασφάλειας που μπορεί να αναπτύξει ή να μην αναπτύξει το βρέφος ή παιδί με το άτομο που το φροντίζει (είθισται να είναι η μητέρα αλλά δεν ισχύει πάντα) θεωρείται καθοριστικά σημαντικό και μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ανάπτυξη του ατόμου. Πιο συγκεκριμένα, έχει υποστηριχτεί ότι η προσκόλληση, ο πρώτος κοινωνικός δεσμός που αναπτύσσει το βρέφος και παιδί μπορεί να επηρεάσει τις μετέπειτα σχέσεις του ατόμου και την κοινωνική του ανάπτυξη. Ainsworth , M.D.S., Blehar , M.C., Waters, E., Wall , S., 1978. Patterns of Attachment. A psychological study of the strange situation. N.Jersey, Halsted Press Division
σελίδα 19
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
και αυτός ο τύπος θεωρείται πως συμβάλει σε μια σταθερή αίσθηση του εαυτού (Twigger-Ross & Uzzell, 1996). Σε συλλογικό επίπεδο η προσκόλληση αποτελείται από τα συμβολικά νοήματα του μέρους που μοιράζονται μεταξύ τους τα μέλη (Low,1992). Μια άλλη διάσταση της προσκόλλησης είναι η ψυχολογική. Ο δεσμός άνθρωπος-τόπος αναμφίβολα εμπλέκει μια συναισθηματική σύνδεση σε ένα συγκεκριμένο μέρος (π.χ Cuba & Hummon, 1993; Fullilove, 1996; Giuliani, 2003; Hidalgo & Hernandez, 2001; Manzo, 2003, 2005; Mesch & Manor, 1998; Riley, 1992). Περισσότερα στοιχεία για το ότι η προσκόλληση σε έναν τόπο είναι ριζωμένη στο συναίσθημα έρχεται από την βιβλιογραφία της εκτόπισης, όταν τα άτομα ή ομάδες πρέπει να αφήσουν το μέρος τους εξαιτίας μιας φυσικής καταστροφής, ενός πολέμου, μετανάστευσης ή επανεγκατάστασης. Ο δεσμός τόπου-προσώπου, επιπλέον, περικλείει γνωστικά στοιχεία. Οι μνήμες, οι πεποιθήσεις και η γνώση ότι τα άτομα συσχετίζονται με τον τόπο εγκατάστασής τους, τις καθιστούν σημαντικές. Η προσκόλληση σε ένα τόπο ως γνωστική λειτουργία εμπλέκει την κατασκευή και το δέσιμο, με την έννοια του τόπου καθώς επίσης και με τις νοητικές λειτουργίες, που διευκολύνουν τη οικειότητα με ένα τόπο. Μέσω της μνήμης, οι άνθρωποι δημιουργούν την έννοια του τόπου και την συνδέουν με τον εαυτό τους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, κάποιος μπορεί να μεγαλώσει προσκολλημένος στις περιοχές όπου πέρασε αξέχαστες εποχές ή σημαντικά γεγονότα συνέβησαν. Ο Proshansky και οι συνεργάτες του (π.χ., Proshansky, 1978; Proshansky & Fabian, 1987; Proshansky, Ittelson, & Rivlin, 1970; Proshansky, Fabian, & Kaminoff, 1983) επινόησαν τον όρο “ταυτότητα του τόπου” για να περιγράψουν “την κοινωνικοποίηση του εαυτού στο φυσικό τόπο” (Proshansky 1983. 57) ή τους αυτοπροσδιορισμούς, που προέρχονται από τους τόπους. Αυτό συμβαίνει όταν τα άτομα σχηματίζουν ομοιότητες μεταξύ του εαυτού και του τόπου, ενσωματώνοντας νοητικές λειτουργίες για το φυσικό περιβάλλον (μνήμες, αξίες, σκέψεις, προτιμήσεις, κατηγοριοποιήσεις) μέσα στο δικό τους αυτοπροσδιορισμό. Εξέχοντα χαρακτηριστικά ενός τόπου, που τον κάνουν μοναδικό (αρχιτεκτονική, ιστορικά μνημεία, πολιτισμική κοινότητα) μπορούν να συνδεθούν με την αυτό-αντίληψη ενός ανθρώπου, μια διαδικασία που Twiger-Ross and Uzzel 1996 ονόμασαν διακριτότητα σχετιζόμενη με τον τόπο (place-related distinctiveness). Η διαδικασία αυτή είναι συγκρίσιμη με την ανάπτυξη της κοινωνικής σελίδα 20
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
ταυτότητας, όπως περιγράφεται από τη θεωρία βέλτιστου διακριτότητας (optimal distinctivness) (Brewer, 1991), η οποία υποστηρίζει ότι οι κοινωνική ταυτότητα διαμορφώνεται, όταν ένα πρόσωπο αναζητά από τη μια ισορροπία, ομοιότητας με τα μέλη μιας έσω-ομάδας και και από την άλλη τον διακριτό χαρακτήρα από έξω-ομάδες. Ο τόπος επιπλέον παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ομοιότητα, η διαφορά κάποιου, πληροφορίες, οι οποίες μπορεί να είναι βασισμένες σε φυσικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά. Η ομοιότητα μπορεί να αναπαρασταθεί ως μια αίσθηση του ανήκειν σε ένα μέρος. Η διαφοροποίηση στη ταυτότητα του τόπου μπορεί να εξαρτηθεί στα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά, όπως το κλίμα ή το τοπίο και τα σχετιζόμενα συνέκδοχά τους. Γενικά τα άτομα μπορεί να συνδεθούν με ένα τόπο υπό την έννοια ότι έρχεται να εκπροσωπήσει το ποίοι είναι. Οι συνδέσεις με τον τόπο μπορεί να είναι γνωστικές και μπορεί μερικές φορές να είναι ενσωματωμένες σε πιο προσωπικό επίπεδο, στον αυτοπροσδιορισμό. Όπως στην διαπροσωπική προσκόλληση, έτσι και αυτή του τόπου χαρακτηρίζεται από πρακτικές διατήρησης εγγύτητας και είναι “ένας θετικός, συναισθηματικός δεσμός μεταξύ ενός ατόμου και ενός συγκεκριμένου μέρους, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η διατήρηση της εγγύτητας σε ένα τέτοιο μέρος” (Ηidalho and Ηernandez, 2001: 274). Η ιδέα της προσκόλλησης, ως πρακτική διατήρησης της εγγύτητας, υποστηρίζεται από μελέτες που συσχετίζουν την προσκόλληση στον τόπο με τη διάρκεια της διαμονής (Hay, 1998, Kasard & Janowitz, 1974) και τις προσπάθειες της επιστροφής. Η βιβλιογραφία, στη νοσταλγία της επιστροφής στο σπίτι, δείχνει ότι κάποιοι άνθρωποι που έχουν λείψει από τα σπίτια τους για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο εκφράζουν μια μεγάλη επιθυμία να επιστρέψουν ή να επισκεφθούν αυτό το μέρος και κατά περιόδους, αυτή η επιστροφή μπορεί να ενέχει πολλή προσπάθεια και κόστος (π.χ, Riemer, 2004). Οι συμπεριφορές σε ένα τόπο δεν είναι απαραίτητα εδαφικές, αλλά και προσκόλλησης, ωστόσο μπορούν και οι δυο να επικαλυφθούν (εδαφικές πρακτικές και πρακτικές προσκόλλησης), δεδομένου ότι ο τόπος είναι στοιχείο και των δύο (π.χ., Altman, 1975; Williams, Patterson, Roggenbuck, & Watson 1992). Η εδαφικότητα είναι βασισμένη στην ιδιοκτησία, στον έλεγχο του χώρου και τη ρύθμιση της πρόσβασης σε αυτό (Altman, 1975), αλλά η προσκόλληση στους τόπους είναι ένα συναισθηματικός δεσμός, που διατηρεί την εγγύτητα και μπορεί να
σελίδα 21
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
εκφραστεί χωρίς κάποιον υποκείμενο σκοπό ελέγχου, ειδικά για δημόσιους χώρους όπως πλατείες ή ιεροί χώροι. Επίσης οι εδαφικές πρακτικές περιλαμβάνουν τη σήμανση, την προσωποποίηση, την επιθετικότητα και την εδαφική προστασία, ενώ οι πρακτικές προσκόλλησης περιλαμβάνουν προσκυνητές, κοινωνική υποστήριξη και αποκατάσταση του τόπου. Το συμπεριφορικό επίπεδο της προσκόλλησης έχει τα θεμέλιά του στην επιθυμία τού να παραμείνω κοντά σε ένα τόπο και να μπορεί να εκφραστεί εν μέρει με την απο κοινού διατήρηση της εγγύτητας, κάνοντας συχνά ταξίδια προς τον τόπο, επανα-κατασκευάζοντας τον καθώς και με την επανεγκατάσταση σε παρόμοια μέρη. Μια άλλη λειτουργία της προσκόλλησης στον τόπο είναι ότι παρέχει συνέχεια. Η αυτό-συνέχεια είναι μια συνεχής αίσθηση του εαυτού, ή μια επίγνωση του εαυτού ότι συνεχίζει, ούτως ώστε οι παρελθοντικές και οι μελλοντικές συμπεριφορές να συνδέονται (Hallowell, 1955, Robinson & Freeman, 1954). Αυτή η λειτουργία βασίζεται νοητικά στην προσκόλληση μέσω της οποίας τα άτομα ταυτοποιούνται με ένα τόπο σύμφωνα με το βαθμό, με τον οποίο δείχνει να “ταιριάζει” ο εαυτός τους. Ήτοι, τα άτομα προσκολλώνται πιο συχνά σε περιβάλλοντα που αισθάνονται ότι ταυτίζονται οι προσωπικές τους αξίες, και επιπλέον μοιάζουν να τους εκπροσωπούν σωστά, μια εμπειρία την οποία ο Twigger-Ross και Uzzell ονόμασαν τόπο-συγκλίνουσα συνέχεια (place-congruent continuity). Τα δεσμά του τόπου επιπλέον παρέχουν συνέχεια στον χρόνο (π.χ. Twigger- Ross & Uzzell, 1996). Αυτή η λειτουργία πηγάζει από την ατομική προσκόλληση σε ένα μέρος, που είναι γεμάτη συμβολικά νοήματα, μέσα από μνήμες και συσχετισμούς και συνδέσεις με το παρελθόν. Για παράδειγμα, μπορεί να είμαστε προσκολλημένοι στα σπίτια της παιδικής μας ηλικίας ή στα μέρη που δείχνουν να μας συνδέουν με ανθρώπους που έχουμε χάσει. Επιπλέον, ο τόπος λειτουργεί ως μία φυσική αναπαράσταση για σημαντικά γεγονότα και μοιάζει να εμπεριέχει την ουσία τους ή να τα διατηρεί. Οι Twigger-Ross και Uzzell παρατηρούν πως οι τόποι δημιουργούν συνέχεια μέσω του χρόνου, με το να υπενθυμίζουν στα άτομα συμβάντα, που έλαβαν χώρα εκεί στο παρελθόν ή με το να επιτρέπουν στα άτομα να συγκρίνουν τους παρόντες εαυτούς τους με αυτούς του παρελθόντος. Από αυτή την άποψη, μια τοποθεσία συμβάλλει στην αναπαράσταση ενός μέρους από την προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου. Η λειτουργία της συνέχειας μπορεί επίσης να υφίσταται σε πολιτιστικό ή θρησκευτικό επίπεδο (π.χ, Low 1990). Μέρη όπου σημαντικά πολιτιστικά
σελίδα 22
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
συμβάντα έχουν διαδραματιστεί είναι γεμάτα νοήματος για κάποια ομάδα ατόμων. Συμπεριφορές αυτού του τύπου συμπεριλαμβάνουν προσκυνητές σε ιερά μέρη, χαρακτηρισμούς “πως αυτό το μέρος είναι ένα ιστορικό σημείο” ή ιστορίες και μύθους που μεταφέρουν την σημασία του μέρους. Ακόμη το αίσθημα της ασφάλειας και της προστασίας είναι ένας λόγος προσκόλλησης στην γενέτειρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι άνθρωποι που ποτέ δεν έφυγαν και ούτε μπορούν να φανταστούν να φύγουν από εκεί· πάντα υπάρχει μια κεντρομόλος δύναμη που τους ωθεί να επιστρέψουν στο κέντρο του κόσμου (Tuan, 1977: 38).
σελίδα 23
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 24
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
[παραδείγματα και πρακτικές στην Κύθνο]
Η Κύθνος, είναι ένας τόπος που το παραπάνω θεωρητικό πλαίσιο μπορεί να ιδωθεί, μέσα από πρακτικές, ομιλίες και δράσεις των ανθρώπων που σχετίζονται με το νησί. Ασφαλώς οι πρακτικές αλλάζουν στο πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές πρακτικές, που έχουν αβίαστα κληροδοτηθεί από το σώμα του τόπου που ζούσε μια αγροτική ζωή και η εκφώνησή τους καταφέρνει να υπάρχει ακόμη και σήμερα. Επιπλέον τα παραδείγματα των προσκολλήσεων τα οποία αποσπώνται μέσα από τις αφηγήσεις και πρακτικές των ανθρώπων που έζησαν ως αγρότες και εγκατέλειψαν αυτή τη ζωή με την εγκατάλειψη της αγροτικής κουλτούρας, είναι σημαντικοί δείκτες μιας προσκόλλησης αφού είναι κυρίαρχες στο νησί. Είναι χαρακτηριστική η βαθιά συναισθηματική εμπλοκή του ανθρώπου με τα μέρη που έχουν ζήσει όλες τις παιδικές τους εμπειρίες τοποθετώντας την πινέζα του κέντρου του κόσμου ακριβώς εκεί. Το νησί, παρόλο που είναι μικρό σε έκταση, κατακερματίζεται νοητά και σπάει σε επιμέρους τόπους βιωμάτων. Οι άνθρωποι αποκτούν μια έντονη συναισθηματική σχέση με στρέμματα εκτάσεων, λες και είναι το σπίτι τους. Πολύ χαρακτηριστικά σε συζητήσεις σχετικά με περιοχές του νησιού ακούστηκε η φράση “κάθε τόπος έχει την ομορφιά του”, το οποίο κέντρισε την προσοχή μου. Ήταν εξαιρετικά δηλωτική για το πως άνθρωποι που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια στους αγρούς, αποκτούν συναισθηματικό δέσιμο με επιμέρους περιοχές τους νησιού θεωρώντας τες τόπο τους, εκεί που έζησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ορίζοντας έτσι την αφετηρία του μικρόκοσμου τους. Υπάρχει μια έντονη ιδέα ριζώματος στο νησί, όχι μόνο από τους αυτόχθονες, άλλα και από αυτούς που είναι παιδιά εσωτερικών μεταναστών δεύτερης γενιάς, οι οποίοι δεν μπορούν να αποκοπούν από το νησί· είναι κάτι που το διδάχτηκαν. Εξάλλου η μετανάστευση ήταν σχεδόν πάντα μια εξαναγκασμένη διαδικασία για αυτούς τους ανθρώπους, είτε μόνιμη είτε περιοδική. Τα παιδιά τους διδάχτηκαν αυτή την προσκόλληση, αφού ολόκληρο το νησί μεταφέρθηκε σε συνοικίες της Αττικής μέσα από τις καθημερινές κοινωνικές πρακτικές που είχαν στο νησί, εκφράζοντας παράλληλα έναν έντονο εγκλεισμό και τοπικισμό. Ασφαλώς επικεντρώθηκαν κυρίως στα ήθη έθιμα και παραδόσεις, διότι σελίδα 25
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 26
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
αυτό ήταν πιο εύκολο στη χωρική μεταφορά (χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής μεταφορά αποτελούν τα Αναφιώτικα). Αυτό το διδάχτηκαν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. “Η πίστη στην γενέτειρα διδάσκεται στην παιδική ηλικία” άλλωστε (Tuan, 1977: 160) Είναι αδύνατον σχεδόν για όλους τους καταγόμενους από το νησί ακόμη και σήμερα να μην επιστρέψουν έστω και για λίγο στο κέντρο της αναφοράς τους. Το εδώ και το εκεί, το εμείς και το αυτοί είναι χαρακτηριστικό για τα Κυκλαδονήσια, αφού η εγγύτητά τους, βοηθά με το μάτι να αντιληφθεί το ένα την ύπαρξη του άλλου και να αναγνωρίσει τη χωρική απομόνωση και αυτο-αναφορά του. Γείτονες της Κύθνου είναι η Σέριφος, η Κέα και η Σύρος, που είναι ορατά πάντοτε από τη ράχη και τις παραλίες του νησιού. Μάλιστα οι αυτόχθονες λειτουργούσαν/ουν με έναν ανταγωνιστικό τρόπο με τη Σέριφο. Η φράση που χρησιμοποιείται κατ’ ευφημισμό στη καθημερινό λόγο “πέρα βρέχει” για τους Κύθνιους είναι το “Σέρφο βρέχει”, εγκαθιστώντας έτσι μια χωρική σχέση με το τι θεωρούσαν οι αυτόχθονες ως πέρα, (η Σέριφος, είναι το πιο ορατό από τα άλλα δυο νησιά σε όλη την έκταση του νησιού) και το αρνητικό πρόσημο της φράσης που προσαπτόταν στους πέρα, στους Σερφιώτες. (αυτή η φράση χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα) Είναι πολύ χαρακτηριστική η άρνηση, του να φύγει κάποιος από το νησί, (άρνηση η οποία μειώνεται με το πέρας του χρόνου) και την εξάντληση που νιώθει όταν επιστρέφει από ένα ταξίδι μόλις κάποιων ωρών έξω από το νησί. Λες και ταξίδευε για μήνες. Στην περίπτωση που διαμένει εκτός του νησιού, βλέπεις τη λαχτάρα του να επιστρέψει, ασφαλώς γιατί η επιστροφή είναι συνδεδεμένη με ξεκούραση και ψυχαγωγία, ωστόσο και το γεγονός ότι επιστρέφει στον οικείο τόπο του , το Heimat του, είναι μια σημαντική παράμετρος. Επιπλέον η λαχτάρα του να δημιουργήσει στο νησί, να το βοηθήσει να “εξελιχθεί” και να εκσυγχρονιστεί ήταν πάντα μέσα στο σύνολο των πρακτικών των εσωτερικών μεταναστών του νησιού. Η ασφάλεια που νιώθει κάθε φορά που πατάει το πόδι του στο νησί, είναι χαρακτηριστική, είναι το καταφύγιο του, αυτός ο γνώριμος χώρος, με γνώριμες εικόνες, σχήματα και πρόσωπα (ακόμη και αν δεν τα συμπαθεί όλα). Βρίσκεται, όμως, εκεί, σταθερό σημείο και ξέρει ότι αν θα καταστρεφόταν ο κόσμος αύριο, θα επέστρεφε στο νησί. Στην Κύθνο παρατηρείται μια έντονη κτητικότητα στη γη, στα κτήματα και γενικά στην ιδιοκτησία (αν και αυτή η πρακτική φθίνει) και κυρίως στα χωράφια˙ δεν υπάρχει άνθρωπος από το νησί που να μην έχει στην κατοχή σελίδα 27
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 28
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
του στρέμματα, τα οποία απλά τα κατέχει και δεν τα χρησιμοποιεί, γιατί αφενός του κληροδοτήθηκαν και αφετέρου του έχει διδαχθεί πόσο σημαντική είναι η γη, η οποία μένει, σε σχέση με τα χρήματα τα οποία πετούν. Η γη παράλληλα παρέχει/καλύπτει και μια αίσθηση συνέχειας σε σχέση με τους προγόνους και τη γη που τους κληροδότησαν, που είθισται να κληροδοτείται. Στην Κύθνο, η συνέχεια βρίσκεται παντού και κυρίως αυτή τη καταγωγής˙ ο ξένος δύσκολα εμπλέκεται γενεαλογικά με τους ντόπιους. Οι ρίζες τους μετρούν τρεις με τέσσερις γενιές πίσω στο νησί. Παιδιά, γονείς, παππούδες, προ-παππούδες και οι γονείς αυτών μοιράζονται αυτή τη γενεαλογική συνέχεια του παρελθόντος του παρόντος και του μέλλοντος. Ακόμη, χαρακτηριστική συλλογική πρακτική η οποία υπάρχει και σήμερα στην Κύθνο είναι η οργάνωση του πανηγυριού σε εκκλησίες του κάμπου, όπου μία ομάδα ανθρώπων, η οποία αλλάζει περιοδικά αναλαμβάνει να φροντίζει την εκκλησία και είναι υπεύθυνη για την οργάνωση του πανηγυριού. Αυτή η ομάδα μοιράζεται κάποια συμβολικά νοήματα, ιδιοκτησίας (κάποιοι έχουν εκτάσεις σε αυτή την περιοχή), κτητικότητας, ονόματος (το οποίο σίγουρα προέρχεται από κάποιον πρόγονο). Ακόμη και το γεγονός του τάματος στον/ην άγιο/α δίνει σε αυτούς μια κοινή προσκόλληση σε αυτόν το τόπο που είναι εγκατεστημένη η εκκλησία. Αυτή η ομάδα, εκείνη τη μέρα αποσπάται από το σύνολο και οργανώνει κάθε φορά ίδιες πρακτικές, σαν τελετουργία. Μετά την εκκλησιαστική λειτουργία, πάντα υπάρχει ο ζωμός απο κατσίκι, που με το πέρας αυτού σημαίνει η αρχή του γλεντιού, με βιολιά και λαούτα˙ οι οικογένειες μοιράζονται κρασί, φαγητό και χορούς. Με το που πέφτει ο ήλιος, μεταφέρονται στο χωριό, όπου αυτή η ομάδα, περιφέρεται σε αυτό με τραγούδια, δηλώνοντας την παρουσία της, σταματώντας στα σπίτια όσων έχουν ονομαστική εορτή εκείνη την ημέρα. Έπειτα ακολουθούν οι επισκέψεις στα σπίτια, όπου η ομάδα σπάει και φαίνονται οι επιμέρους προτιμήσεις. Είναι γεγονός πως στο νησί δεν έχει γίνει κάτι σπουδαίο και ηρωικό, όχι τουλάχιστον κάτι που να λειτουργεί στην μνήμη και στο θυμικό αυτών των ανθρώπων και να έχει εντοπιστεί από το βλέμμα των ιστορικών. Ωστόσο η προσκόλληση στη γενέτειρα, στην τοπική τους επικράτεια έρχεται με την οικειότητα και την ευκολία, με την διαβεβαίωση της ανατροφής και της ασφάλειας, με την ανάμνηση των ήχων και των μυρωδιών (Μπαρτ, 1990), με τις κοινές δραστηριότητες και τις γνώριμες
σελίδα 29
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 30
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
απολαύσεις που συσσωρεύτηκαν με το πέρας των χρόνων. “Είναι δύσκολο να αρθρωθούν ήσυχες προσκολλήσεις αυτού του τύπου. Όλες αυτές οι διαδικασίες χρειάζονται χρόνο, και μια συνεχή επανάληψη, ώστε να ενσωματωθούν και να αποκτήσουν αυτή τη δυναμική ικανή να παράξει αυτή την προσκόλληση” (Tuan, 1977: 159). Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι γνωρίζοντας κάποιον που έχει τις ρίζες του από το νησί, δε θα αργήσει να αποκαλύψει την ταυτότητά του και να εκφράσει την αγάπη του, ή μάλλον τα συναισθήματά του απέναντι στην γενέτειρά του.
σελίδα 31
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 32
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|το αλλότριο, οι άλλοι| [οι βόρειοι και οι νότιοι] «Αλλά όταν απάνω στην κουβέντα τύχει να επαινέσετετε ή στους Συλλακιώτες τη Χώρα ή στους κατοίκους της Χώρας το Σύλλακα, θα δείτε να πέφτει μια συγκρατημένη παγερότητα στην κουβέντα. Τα δυο αυτά χωριά, που οι κάτοικοι τους ζουν στα υψώματα και στους λάκκους του ίδιου μικροσκοπικού νησιού, και δεν απέχουν παρά μια ώρα το ένα από το άλλο, αν και δεν μισούνται, όμως και δεν αγαπιούνται. Καθ’ ένα κρατά κλειστή την ψυχή του μέσα στα σύνορα του κι όπως δεν έρχονται σε καμιά στενότερη επικοινωνία μεταξύ τους, έτσι κρατάνε και α ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους». (Χιλιαδάκης)
Αφού ορίσω τη θέση του σώματός μου και της ύπαρξής μου στον κόσμο, αφού εκφράσω την ενικότητα μου και προσπαθήσω να πλάσω το οικείο αυτό που αντιλαμβάνομαι, το δικό μου, αυτό που με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής, προσπαθώ να ισχυροποιήσω την ταυτότητά μου, εντασσόμενος σε μια ομάδα να δημιουργήσω το εμείς, όπου υπάρχω ως εγώ. Ωστόσο, είναι μια διαδικασία που για να μπορέσεις να καταλάβεις ποιος είσαι και να το ταυτόποιήσεις, θα πρέπει να υπάρξει και παράλληλα η διαδικασία ταυτοποίησης του αυτός-αυτοί ούτως ώστε οι βεβαιότητες να γίνουν λόγος και να κατασταλάξουν ως μια ταυτότητα. Η ανάγκη του άλλου υφίσταται και υπάρχει για να ισχυροποιήσουμε το ποιοι είμαστε εμείς κάθε φορά. Είναι μια κοινωνική λειτουργία η οποία εμφανίζεται από το πιο απλό ζήτημα ταυτότητας ως και το πιο σύνθετο. Είναι μια διαφοροποίηση που όλοι οι άνθρωποι αναγνωρίζουν, αυτή του εμείς και αυτοί. “Εμείς είμαστε εδώ, είμαστε αυτή η υπέροχη γενιά ανθρώπων. Αυτοί είναι εκεί, δεν είναι εντελώς άνθρωποι και ζουν εκεί σε αυτό το μέρος. Τα μέλη του εμείς είναι κοντά το ένα στο άλλο, βρίσκονται μέσα στην ασφάλεια της ομάδας και της κοινότητας, οι πρακτικές τους είναι οικείες, αναγνώσιμες, αναγνωρίσιμες, και παράλληλα μακριά από αυτούς, που είναι το έξω, το άγνωστο, το αλλοδαπό, το αλλότριο, που προκαλεί αμηχανία η συνύπαρξη μαζί τους και εκφράζεται, με επιθετικότητα, μίσος, αγάπη.” (Tuan, 1977: 50).
σελίδα 33
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Το ίδιο ασφαλώς συμβαίνει στην Κύθνο, αν και η προσκόλληση σε αυτήν, μπορεί να οριστεί και εκφραστεί σχεδόν από όλους τους κατοίκους του [μόνιμους ή μη]. Ωστόσο υπάρχει μια εσωτερική λανθάνουσα διχοτόμηση˙ τα δύο χωριά έχουν μια άτυπη κόντρα [πιο πολύ άτυπο ανταγωνισμό] , ικανή να ορίσει τις ιδιαιτερότητες των μεν από τους δε, που αν και είναι ήπιες, δεν είναι άλλη φυσιολογία, άλλο χρώμα ματιών, μαλλιών δέρματος και για τους αυτόχθονες είναι βασικό. Βλέπεις ακόμη και διαφορά στην δημιουργία και δόμηση των οικισμών και στον αρχιτεκτονικό τους χαρακτήρα, στα έθιμα, στις πεποιθήσεις, στην κοινωνική δομή κλπ. Μολαταύτα το δομημένο περιβάλλον εκεί που οργανώνεται το τοπίο του νησιού, έξω από τους οικισμούς είναι το ίδιο. Ασφαλώς θα χρονολογείται πολύ πριν αυτής της διχοτόμησης (η οποία ίσως παλαιότερα να είχε άλλη υφή, όχι μεταξύ δύο χωριών, αλλά ήτα περισσότερο οικονομική πολιτική, π.χ φεουδάρχες, κολήγοι, αστοί, γεωργοί), όταν επί τετρακόσια και πλέον χρόνια στο νησί υπήρχε η φεουδαρχική οργάνωση και μια κεφαλή που όριζε και διέταζε για τα πάντα. Παρόλα αυτά καμιά προσπάθεια διαφοροποίησης δεν έγινε σε αυτό το κομμάτι, διότι οι γεωργικές πρακτικές παρέμειναν αναλλοίωτες και σχεδόν ίδιες στο πέρασμα του χρόνου καθ’ όλη τη διάρκεια της προβιομηχανικής εποχής. Άρα είναι ενδιαφέρον πώς οι αυτόχθονες κατόρθωσαν να εξαντλήσουν την έκφραση της διαφορετικής ταυτότητας στο δέκα τοις εκατό της έκτασης του νησιού. Οι έντονες διαφοροποιήσεις υφίσταντο σε έθιμα, ιδιωματικές προφορές και κοινωνικές πρακτικές στα πλαίσια των ορίων κάθε οικισμού, γεγονός το οποίο πλέον αρχίζει να φθίνει, διότι ολοένα και λιγότεροι διατηρούν το ιδίωμα των χωριών. Η μουσική πλέον έχει ομογενοποιηθεί και έχει χάσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Ακόμη και οι παραδόσεις έχουν επαναπροσδιοριστεί υπό το πρίσμα των νέων εξελίξεων˙ άτυπα παραμένει η διαφορά ίσα ίσα για να μπορέσει να αποτελέσει μια απαλή βάση, αλλά εξαφανίζεται και αυτή με την απώλεια της μνήμης των ανθρώπων. Από την άλλη ό,τι βρίσκεται έξω από αυτά τα σύνορα έχει μια ενιαία έκφραση (Σέννετ, 2011: 221), άρα θα ήταν πιο εύκολο να επιλεχθεί, χωρίς να μπει μέσα το “αυτοί οι άλλοι” και χωρίς να κινδυνέψω να πάρω κι εγώ κάποια θέση λόγω προσωπικής εμπλοκής με το ζήτημα. Άρα το αγροτικό τοπίο, η αρχιτεκτονική του κάμπου μπορεί να αποτελέσει μια καλή αφετηρία για να μιλήσει κάποιος για ένα ενιαίο δομημένο περιβάλλον που να αφορά όλο το νησί. Ασφαλώς ακόμη και στην ευρύτερη οργάνωση του κάθε οικισμού
σελίδα 34
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
υπάρχει μια επιμέρους κατάτμηση. Το κάθε χωριό είναι από μόνο του διαιρεμένο. “Ο Maurice Halbawachs σημειώνει: όπως ακριβώς το χωριό μερικές φορές αγνοεί, ζηλεύει και απεχθάνεται το γειτονικό χωριό˙ το ίδιο συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, οι οικογένειες να ζηλεύουν η μια την άλλη από το ένα σπίτι στο άλλο χωρίς πότε να σκεφτούν να βοηθήσουν η μια την άλλη. Δεν υπάρχει καμία φυσική τάση να δουλέψουν μαζί για το κοινό καλό. Ο εγωισμός και ο φθόνος είναι κατακριτέα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, προωθούν μια συνειδητή αίσθηση του εαυτού και των πραγμάτων που σχετίζονται με τον εαυτό, συμπεριλαμβανομένου του σπιτιού και της τοπικότητας” (Tuan, 1977:167). Δεν είναι εύκολο από έναν συνήθη παρατηρητή να εντοπίσει αυτή την κατάτμηση. Το νησί, δίνει την εικόνα μιας ενιαίας ολότητας στους επισκέπτες του με την πρώτη ματιά και ότι το κάθε χωριό είναι μια ομάδα, που συνεργάζεται και λειτουργεί άψογα. Για τον απλό επισκέπτη η ευρύτερη περιοχή των χωριών δεν είναι προφανής στο τοπίο. Το καθένα από τα χωριά περιβάλλεται από όμοια χωράφια. Για τους αυτόχθονες όμως η αίσθηση του τόπου προωθείται όχι μόνο από το φυσικό περίβολο της εγκατάστασής τους στον χώρο, αλλά από μια συνειδητοποίηση της εγκατάστασης των άλλων και η αντιπαλότητα με αυτούς, ενισχύουν το αίσθημα της μοναδικότητας και της ταυτότητας.
σελίδα 35
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 36
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
[Προσωπική αφήγηση]
Εκεί είναι που βλέπεις τις ξερολιθιές, όπου τις χτίζανε για να ορίζουν τις περιουσίες τους, τις όχτες για να μπορούν να συγκρατήσουν το χώμα και το νερό, λιγοστά και τα δύο σε τούτο το βράχο, τους δρόμους τους ημιονικούς, όπου συχνά πυκνά έβλεπες τι αμπατές στους τοίχους για να μπεις στα χωράφια, τα ρέματα ήταν ζωτικά, συγκρατούν το νερό, πράσινο, καλαμιές, λυγαριές, φυλλάδες. Σε κάθε σημαντικό χωράφι είχε ο κόσμος τις κατοικιές του, εκεί περνούσε τον περισσότερο χρόνο, έφευγε από τα χωριά τον Μάρτη-Απρίλη και επέστρεφε το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, έξι με οχτώ μήνες, τον φιλοξενούσε η ύπαιθρος. Σε τούτα τα χωράφια ο κύκλος της φύσης δεν σταμάταγε ποτέ, τα χτισίματα, το σκάψιμο το ξεχορτάριασμα, η σπορά, το θέρος, το περιβόλι, όλα μεταβάλλονταν σύμφωνα με το το ημερολόγιο της φύσης, αυτή το όριζε. Για το κριθάρι, τον πιο πολύτιμο χρυσό τους, τρεις μήνες το νησί χρυσάφιζε όλο και έπειτα το θέρος, στο λιοπύρι, στην καυτή πέτρα, στους κύκλους τα αλώνια μετά το αλίχνισμα για να διαχωρίσουν το κριθάρι. Έπειτα ο Αύγουστος, τα σύκα και ο ύπνος στα αλώνια κάτω από τον έναστρο ουρανό. Το πρωινό άρμεγμα, το πήξιμο του τυριού. Άνθρωποι πολυτεχνίτες, έπρεπε να κάνουν κάτι για τα πάντα. Α! Και τα πανηγύρια, όλα τα πανηγύρια, σε όλες τις εκκλησίες που τις είχαν χτίσει αυτοί οι ίδιοι με τα χέρια τους. Δεν πήγαιναν, όμως, όλοι σε όλα, αλλά υπήρχε και εκεί μια τυπολατρία, Η διαφορετικότητα ήταν δύσκολη έννοια γι’ αυτούς τους ανθρώπους, αφού είχαν κοινό βίο, ζούσαν με τη φύση θυμόντουσαν μαζί, η μάλλον επέλεγαν το τι θα θυμηθούν και τι θα ξεχάσουν, ως ένα σώμα.
σελίδα 37
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|η συλλογική μνήμη| |οι αφηγήσεις και το δομημένο περιβάλλον|
[κατάλοιπα πρακτικών από μια συλλογική κουλτούρα]
Παραπάνω αναφέρθηκε “Επιλέγουν τι θα θυμηθούν και τι θα ξεχάσουν”. Η θύμηση, δηλαδή η μνήμη είναι μια πολύτιμη νοητική λειτουργία του ανθρώπου˙ χωρίς αυτή θα ζούσαμε στο παρόν αδιαφορώντας για το παρελθόν και το μέλλον. Η συλλογική μνήμη είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως το βασικό συστατικό διαμόρφωσης της ταυτότητας (τοπικής) και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενεργοποιείται με δύο μέσα, την αφήγηση και την αρχιτεκτονική (ως το δομημένο περιβάλλον, το σύνολο επώνυμης και ανώνυμης αρχιτεκτονικής και σχεδιασμού). Πρώτα μελετήθηκε από τον Halbwachs, σύμφωνα τον οποίον, τα άτομα που θυμούνται είναι αυτά μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Η ομάδα αυτή πρέπει να οριοθετείται στο χώρο και στο χρόνο. Η μνήμη των ανθρώπων είναι εξαρτώμενη από τα ποικίλα «κοινωνικά πλαίσια» στα οποία εντάσσονται (οικογένεια, κοινωνική ομάδα, επάγγελμα) (Παραδέλλης, 1995: 28). Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει η συλλογική τους μνήμη (Halbwachs 1992: 22). Μελετώντας για την οικογένεια και τη συλλογικής της μνήμης αναφέρει πως: «παρόλο τις αποστάσεις που δημιουργούνται από τους αντίθετους χαρακτήρες των μελών μιας οικογένειας, όλοι τους μοιράζονται την ίδια καθημερινή ζωή» (Halbwachs 1992: 54). Η κοινή εμπειρία της καθημερινότητας, προσφέρει μια κοινή ρουτίνα και μνήμη, κατορθώνοντας έτσι να αποτελέσει κατά κάποιο τρόπο τη συλλογική μνήμη της οικογένειας. Ανάγοντας τη καθημερινή ζωή της οικογένειας, στην καθημερινή ζωή μια κοινωνίας, θα μπορούσε να προκύψει το συμπέρασμα, πως τα μέλη μιας κοινωνίας που μοιράζονται κοινές εμπειρίες, διαμορφώνουν τη συλλογική μνήμη της. Παρόλο που η κάθε ατομική μνήμη είναι μια σκοπιά θεώρησης της συλλογικής μνήμης, η τελευταία καθίσταται πολλαπλή και όχι ενιαία καθώς εξαρτάται από την κοινωνική ομάδα από την οποία εξάγεται (Παραδέλλης, 1995: 28). Η συλλογική μνήμη κατά τον Halbwachs αποτελεί μία “κατασκευή” του παρελθόντος “υπό το φως του παρόντος” (Halbwachs 1992: 34). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι συλλογικές αναπαραστάσεις που προκύπτουν από τη μνήμη των ατόμων μιας κοινωνίας δεν συνιστούν μία αντικειμενική πραγματικότητα του παρελθόντος. Στα πλαίσια αυτά, γίνεται σελίδα 38
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
λόγος για υποκειμενικότητα της ιστορίας που προκύπτει από τη μελέτη της συλλογικής μνήμης μιας κοινωνίας (Μπάδα, 2010: 454). Βέβαια η συλλογική μνήμη πραγματώνεται από την εξατομικευμένη μνήμη του κάθε υποκειμένου, όντας το τελευταίο στο ειδικό κοινό πλαίσιο (ομάδα). Η μνήμη από την άλλη πλευρά δεν λειτουργεί ως μηχανική αποθήκευση του παρελθόντος, αλλά αναπλάθεται από το παρόν, επομένως η μνήμη κατασκευάζεται από τη σκοπιά του παρόντος (Παραδέλλης, 1995: 28-29). Όπως έχει τονίσει ο Paul Thomson: «κάθε ιστορική πηγή που φτάνει σε μας διαμεσολαβημένη από την ανθρώπινη αντίληψη είναι υποκειμενική» (Thompson 2002: 217). Επομένως για να ανακαλύψουμε την «κρυμμένη αλήθεια» πρέπει να ανοίξει «διάλογος» με την υποκειμενικότητα. Οι έννοιες υποκειμενικότητα και συλλογική μνήμη είναι άμεσα συνυφασμένες, τόσο με την προφορική ιστορία, καθώς η τελευταία αποτελεί το μεθοδολογικό εργαλείο με το οποίο αντλούνται τα ιστορικά γεγονότα (στο βαθμό που αφορούν τις δύο αυτές έννοιες), όσο και με την έννοια της ταυτότητας. Η μνήμη είναι στενά συνδεδεμένη με την ταυτότητα, διότι η πρώτη ως κατασκευή του παρελθόντος συμβάλλει στην κατασκευή της δεύτερης (Ρίκυ Βαν Μπούσχοτεν, Τασούλα Βερβενιώτη, Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Δαλκαβούκης, Κωνσταντίνα Μπάδα, 2008: 26-27) και μάλιστα με πολιτισμικού τύπου παράγοντες όπως έχει διαπιστώσει ο Bartlett (Παραδέλλης, 1995: 35). Σε αυτά τα πλαίσια οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος από τα υποκείμενα - αναπαραστάσεις που μεταφράζονται ως μνήμη των υποκειμένων-συγκροτούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη συλλογική πολιτισμική ταυτότητα που παρόντος (Μπάδα, 2010: 455). Επομένως η μνήμη αποτελεί μία έννοια-κλειδί για την προσέγγιση της υποκειμενικότητας και των πολιτισμικών ταυτοτήτων και διαμέσου της μελέτης της ατομικής μνήμης και των υποκειμενικών αναπαραστάσεων οδηγούμαστε στη συλλογική μνήμη (Μπάδα, 2008: 108-109). “Η μνήμη είναι ιστορικά προετοιμασμένη/εξαρτώμενη, αλλάζοντας χρώμα και σχήμα σύμφωνα με τις έκτακτες ανάγκες της στιγμής˙ αυτό απέχει πολύ από το να είναι κληροδοτούμενη με την άχρονη μορφή της “παράδοσης”, είναι σε εγρήγορση προοδευτικά από γενιά σε γενιά. Φέρει το αποτύπωμα της εμπειρίας, με έναν διαμεσολαβητικό ωστόσο τρόπο. Φέρει τη σφραγίδα των κυρίαρχων παθών της εποχής της. Όπως η ιστορία, η μνήμη εκ φύσεως ρεβιζιονιστική και ποτέ περισσότερο χαμαιλέοντας από όταν φαίνεται να παραμένει η ίδια” (Samuel, 1994: preface).
σελίδα 39
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Ασφαλώς, όμως η μνήμη είναι η δύναμη που προέρχεται από την κατασκευή συμβάντων στον τόπο, χωρίς η ίδια να έχει τον δικό της τόπο. Η υποκειμενικότητα της κατασκευής της, την εγκαθιδρύει ως μια δημιουργική λειτουργία του ανθρώπου, που τον ωθεί να πράττει, να δημιουργεί, να παράγει. Η ετερότητα και η ποικιλομορφία, καθώς και η ιδιαιτερότητα της κάθε νέας χωρικής κατάστασης, η οποία αντικαθιστά την προηγούμενη, προκύπτει από το γεγονός ότι η μνήμη είναι ικανή να αλλοιωθεί, να μεταβληθεί, να μετατοπιστεί, να αποδομηθεί και να ανασυντεθεί όπως κάθε φορά κρίνει ο άνθρωπος, κ.ο.κ. Την κατασκευάζει ο άνθρωπος για να την ανασύρει και να την αλλοιώσει. Αυτό την διατηρεί ως μια ζωντανή ενεργή δύναμη-κατασκευή. Όταν αυτή παγιώνεται, τότε χάνει την αξία της και αρχίζει να φθίνει (Σερτώ, 2010: xx). Έτσι ακόμη και με τη χρήση συγχρόνων μέσων αν είχαμε μια απλή οπτικοακουστική καταγραφή του γεγονότος/φαινομένου, ο κάθε άνθρωπος θα το κωδικοποιούσε και θα αποθήκευε μέσω της μνήμης, τα μοναδικά προσωπικά του δεδομένα. Όπου κάθε φορά που θα το αφηγούταν, θα ήταν μια δημιουργική δυναμική αφήγηση την οποία θα μετέβαλλε και εξέλισσε κάθε φορά, διαφορετικά, ανάλογα με τα αισθήματα και τα νοήματα που θα ξυπνούσε μέσα του. Βέβαια σημαντικό ρόλο παίζει το πως αυτή η αφήγηση εκλαμβάνεται και κατανοείται [επομένως κωδικοποιείται] από τον δέκτη κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Η συλλογική μνήμη είναι αυτή που αλλάζει την απλή αντίληψη των χωρικών σχέσεων, σχημάτων βοηθώντας το υποκείμενο να αναγνωρίσει τα σημαίνοντα του τόπου και να τα φορτίσει με φαντασία, αφηγήσεις και περιγραφές, με σημαινόμενα δηλαδή. Όλες αυτές οι προφορικές αφηγήσεις γεμίζουν αυτά τα σημαίνοντα αντλώντας υλικό από μια μεγάλη δεξαμενή αυτή της (συλλογικής ή μη) μνήμης. Ο Πιερ Ζανέ αναφέρει στο «Η εξέλιξη της μνήμης και η έννοια του χρόνου 1928, σ. 261» πως την ανθρωπότητα τη δημιούργησε η αφήγηση. Μολαταύτα η αφήγηση είτε είναι γραπτή είτε προφορική απαιτεί κάποιες συνιστώσες για να επιτευχθεί, το συμβάν και τον δέκτη [που καλείται έπειτα να γίνει ο αφηγητής], για να επιτευχθεί η διαδικασία της εξιστόρησης ο αφηγητής καλείται να ανακαλέσει στη μνήμη του το γεγονός, να το φιλτράρει μέσα από τη δική του υποκειμενική σκοπιά και να το αναπαράγει με αφήγηση. Αν και ο μύθος παρουσιάζει δύο ελαττώματα έναντι του λόγου με επιχειρήματα: είναι ένας λόγος μη επαληθεύσιμος που πολλές φορές εξομοιώνεται και με τον ψευδή λόγο και επιπλέον, είναι μια αφήγηση, τα γεγονότα της οποίας είναι δεμένα με μια τυχαία κι όχι μια αναγκαία αλληλουχία. Παρουσιάζει ωστόσο και σελίδα 40
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
δυο προτερήματα έναντι της διαλεκτικής: είναι το μέσο, μέσω του οποίου διαδίδεται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, η βασική εκείνη γνώση που περνάει από γενιά σε γενιά. Είναι ένα εργαλείο πειθούς με καθολικό κύρος, με το οποίο μπορεί κανείς να επηρεάσει και να αλλάξει προς το καλύτερο, το κατώτερο μέρος της ψυχής (επιθυμητικό) κάποιου. Χαρακτηριστικά η Χανα Αρεντ στην Ανθρώπινη Κατάσταση αναφέρει: “Ομιλία και δράση… είναι τρόποι με τους οποίους, οι άνθρωποι παρουσιάζονται ο ένας στον άλλον, όχι πράγματι ως υλικά αντικείμενα αλλά qua [ως] άνθρωποι. Αυτή η εμφάνιση, σε αντιδιαστολή προς τη σκέτη σωματική ύπαρξη, βασίζεται στην πρωτοβουλία, αλλά είναι μια πρωτοβουλία απ’ τη, οποία δεν μπορεί να απέχει κανένας άνθρωπος και να συνεχίζει να είναι άνθρωπος...μια ζωή χωρίς ομιλία και χωρίς δράση είναι κυριολεκτικά νεκρή για τον κόσμο.”(Σεννετ, 2011: 16) Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργεί ο σχηματισμός μνημών με την ομιλία και τη δράση.
[συλλογική μνήμη, αφηγούμενη το δομημένο περιβάλλον]
Ο ρόλος του δομημένου περιβάλλοντος στην εμπειρία του χώρου και στο πως ωφελεί τον άνθρωπο να παράξει να νοητά του σχήματα είναι πολύ σημαντικός (μνήμες, προβολές κλπ urzell). Η αρχιτεκτονική συνεχίζει να ασκεί ένα άμεσο αντίκτυπο στις αισθήσεις και στο συναίσθημα. Το σώμα απαντά, όπως πάντα συνήθιζε να το κάνει, σε τέτοια βασικά χαρακτηριστικά του σχεδιασμού όπως περίφραξη και έκθεση, καθετότητα και οριζοντιότητα, μάζα, όγκος, εσωτερική άνεση και φως .Τα ανθρώπινα όντα όχι μόνο διακρίνουν γεωμετρικά μοτίβα στη φύση και δημιουργούν αφηρημένους χώρους στο μυαλό τους, αλλά προσπαθούν επίσης να ενσωματώσουν τα συναισθήματα, τις εικόνες τους και τις σκέψεις τους σε απτά υλικά. Κι εκεί έρχεται η γλώσσα, οι λέξεις και η αφήγηση να ντύσουν το δομημένο περιβάλλον. Οι λέξεις περιέχουν και εντείνουν το συναίσθημα. “Χωρίς λόγια το συναίσθημα φτάνει σε μια στιγμιαία αιχμή και γρήγορα διαλύεται. Ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους τα συναισθήματα των ζώων δεν φθάνουν την ένταση και τη διάρκεια των ανθρώπινων, είναι ότι τα ζώα δεν έχουν καμία γλώσσα για να κρατήσει τα..
σελίδα 41
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 42
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
συναισθήματα, έτσι ώστε να μπορούν να μεγαλώνουν ή να φουντώνουν. Το δομημένο περιβάλλον, όπως η γλώσσα, έχει τη δύναμη να καθορίσει και να βελτιώσει την ευαισθησία. Μπορεί να οξύνει και να διευρύνει τη συνείδηση. Χωρίς συναισθήματα αρχιτεκτονική για το χώρο καταδικάζεται να παραμείνει διάχυτη και φευγαλέα” (Tuan, 1977: 107).
“Είναι περίεργο πώς το κάστρο αλλάζει μόλις κάποιος φανταστεί πως ο Άμλετ έζησε εδώ. Σαν επιστήμονες πιστεύουμε ότι το κάστρο αποτελείται μόνο από πέτρες και εκτιμούμε τον τρόπο με τον οποίο ο αρχιτέκτονας τις έβαλε μαζί. Οι πέτρες η πράσινη οροφή με την πατίνα της, τα ξύλινα ανάγλυφα στην εκκλησία, συνιστούν όλο το κάστρο. Κανένα από αυτά θα πρέπει να αλλάξει από το γεγονός πως ο Άμλετ έζησε εδώ και όμως αυτό το αλλάζει εντελώς. Ξαφνικά οι τοίχοι και οι επάλξεις μιλούν μια αρκετά διαφορετική γλώσσα. Η αυλή μετατρέπεται σε έναν ολόκληρο κόσμο, η σκοτεινή γωνιά μας θυμίζει τη σκοτεινιά της ανθρώπινης ψυχής και ακούμε το “Να είσαι ή να μην είσαι” του Άμλετ. Ασφαλώς όλα όσα στα αλήθεια γνωρίζουμε για τον Άμλετ είναι η εμφάνιση του ονόματός του στα χρονικά του δέκατου τρίτου αιώνα. Κανένας δεν μπορεί να αποδείξει πως όντως έζησε, πόσο μάλλον εδώ. Αλλά ο καθένας γνωρίζει τις ερωτήσεις που ο Σαίξπηρ τον είχε ρωτήσει, το ανθρώπινο βάθος που τον έκανε να αποκαλύψει και έτσι να χρειαστεί να του βρει ένα μέρος πάνω στη γη, εδώ στο Κρόνμπεργκ. Και μόλις το ξέρουμε αυτό, το Κρονμπεργκ γίνεται ένα διαφορετικό κάστρο για εμάς”.(Tuan, 1977: 4) Αυτό το κείμενο του Bohr αποδεικνύει πως η αρχιτεκτονική και το δομημένο περιβάλλον αρχίζει να διαφοροποιείται μόλις αρχίζουμε να φανταζόμαστε και να αφηγούμαστε σε αυτό. Φεύγει από την σφαίρα μιας απλής εικόνας, του τοπίου που το παρατηρεί ο σύγχρονος άνθρωπος, διότι έχει την ανάγκη για το φυσικό, και γίνεται κάτι άλλο, ένας τόπος με φορτισμένα νοήματα και μνήμες (τόπος μνήμης). Αυτό έρχεται να ισχυροποιηθεί και στον λαϊκό μύθο ο οποίος μιλάει για ίχνη και να πει ιστορίες για φράγκους και κατακτητές:
“Ήρχανε, λέει, καταχτητές από τη Βενετιά, να χτίσουνε την πολιτεία τους στο νησί μας. Διαλέξανε ένα αμμουδάκι, του Κουρή, κι εκεί χτίζανε τείχη και σπίτια. Όμως οι ντόπιοι επαναστατήσανε, δεν τσι θέλανε αι τσε διώξανε. Αυτοί μετά πήανε και χτίσανε την πολιτεία τους απέναντι, στη Σύρα και την είπανε Ντελαγράτσα αφού φύανε από τα θερμιά, περάσανε κάτι χρόνια, και η πόλη που ‘χανε αρχινήσει να χτίζουν εδώ, βούλιαξε. Γι’ αυτό, άμα πας στου Κουρή, θα δεις τα ντουβάρια που είναι στον πάτο τση θάλασσας” .Φρατζέσκος Λαρεντζάκης 1924 (Βενετούλιας, 2007)
σελίδα 43
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 44
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
“Ο παππούς μου, μου ‘χε πει ότι ήταν κάποιος αντρειωμένος. Κι έφυε απ’ τη Γαϊδουρόμαντρα κι ανέβηκε στου Τσόρθη το πηάδι. Κι εκεί, λεει, χόρτασε νερό (αυτό το πηάδι είχε πάντα μπόλικο νερό). Κι από κει έφυε και πήρε το δρόμο δρόμο και ήρχε απάνω και σήκωσε στο Μεγάλο χωριό την ορθή Πέτρα. Κι ακόμα βρίσκεται μέχρι τώρα. Είναι πολύ μεγάλη, ασήκωτη. Αυτός όμως τη σήκωσε, για να δείξει τη δύναμη του. Άλλοι, πάλι, λένε ότι τη σήκωσε με το ένα χέρι.” Αννεζιώ φιλιππαίου (Ψάρταινα1) 1909-2001 (Βενετούλιας, 2007)
Εκεί ο μύθος έρχεται να αποφασίσει για το κάθε ίχνος, να του δώσει θρυλικές/ ιστορικές διαστάσεις και να γεμίσει τη φαντασία των ανθρώπων. Ο Αντρειωμένος, που σήκωσε το Μενίρ, είναι οι άνθρωποι της νεολιθικής εποχής, που έστησαν αυτή την πέτρα, γεγονός το οποίο για τους μεταγενέστερους ήταν αδιανόητο να το έκανε κάποιος σε ένα τέτοιο βάθος παρελθόντος, μιας και γνώριζαν την εξελικτική πορεία του ανθρώπου και επιπλέον τους δημιουργούσε μια ασφάλεια να το έχει κάνει κάποιος ο οποίος εντασσόταν στο οικείο περιβάλλον τους και σε ένα πιο “άμεσο” παρελθόν.
[η απώλεια της συλλογικής μνήμης]
Όσο η συλλογική μνήμη βασιζόταν στη χωρική κουλτούρα, η αφήγηση (μύθου, ιστοριών) είχε το κεντρικό ρόλο στη μεταβίβαση της μνήμης από γενιά σε γενιά, όπου η μετάβαση από τη μια στην άλλη γινόταν με μια υπόρρητη διδασκαλία όλων των πρακτικών, της προηγούμενης στην επόμενη, τι οποίες επιφόρτιζε η αφήγηση ως μέσο μετάδοσης της εμπειρίας. Ο σεβασμός και η αξία της εμπειρίας ήταν σημαντική δύναμη, που συγκροτούσε αυτή την ήπια μεταφορά. Είναι άλλωστε γεγονός, ότι ο τεχνίτης είχε τον πρωταρχικό ρόλο σε αυτές τις κοινωνίες και το χέρι ήταν αυτό που κυριαρχούσε, οπότε οι αλλαγές και οι τεχνικές ήταν ελάχιστες, καθώς υπήρχε τυφλή πίστη στην σοφία των μεγαλύτερων. Η εισαγωγή καινών πραγμάτων και πρακτικών γινόταν με φειδώ, καθώς οι νεότεροι, καταλάβαιναν ότι για να διατηρηθεί η συνέχεια του τόπου πρέπει ό,τι κάνουν να έχει άμεση αναφορά στους προγόνους τους κι ένιωθαν 1. Ψαρταινα, κυθνιώτικο πρατσούκλι, ήτοι η γυναίκα που σχετίζεται με τον Ψάλτη (είτε κόρη είτε γυναίκα) που στη θερμιώτικη διάλεκτο το λ όταν ακολουθείται από το τ μετατρέπεται σε ρ. Βλέπε βόρτα και όχι βόλτα
σελίδα 45
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
ανασφάλεια κάθε φορά που έπρεπε να ξεφύγουν από αυτή. Έτσι το δομημένο περιβάλλον κατόρθωσε να μείνει όμοιο, η μάλλον ομοιότροπο γιατί όλοι αναγνώριζαν την αξία της γνώσης και της εμπειρίας των προγόνων στη διαχείριση του φυσικού τοπίου και της κατοίκησης και γιατί ασφαλώς οι εναλλακτικές ήταν ελάχιστες και η εισαγωγή νέων πρακτικών ήταν σπάνια (πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εισαγωγή των μεγάλων δεξαμενών ομβρίων υδάτων οι οποίες αν και τις χρησιμοποιούσαν εκτενώς μέχρι και το μεσαίωνα, είχε εγκαταλειφθεί σαν πρακτική και επανεισαχθεί τη δεκαετία του είκοσι με τριάντα). Αυτό ασφαλώς διείπε και τις καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων, όπου μέσα σε αυτές ήταν καλά κρυμμένη η μνήμη, μέσα στις χειρονομίες και τις συνήθειες,τη δεξιότητα, περνώντας κάτω από υπόρρητες παραδόσεις, στην έμφυτη αυτογνωσία του σώματος (Nora, 1989). Όλη αυτή η διαδικασία όριζε, αυτό που σήμερα αναφέρουμε, παραδόσεις, ήθη και έθιμα, βέβαια, πότε με την έννοια της στείρας επανάληψής των, αλλά ήταν γεμάτη νοήματα, συμβολισμούς και μνήμες που διατηρούσαν την κοινωνική συνοχή και την τοπική ταυτότητα αυτών τον ανθρώπων Τι συμβαίνει ωστόσο, όταν όλη αυτή η σαφής, πολυετής διαδικασία πλέον σταματήσει να υφίσταται και να διαμορφώνεται με αυτές τις υπόρρητες διαδικασίες; Τότε ένα κενό αρχίζει να διαφαίνεται, μια ασυνέχεια στο χρόνο και στη διαχείριση της συλλογικής μνήμης˙ όταν πλέον αυτή δεν είναι αναγκαία σε μας, για την επιβίωση μας, τότε αλλάζει ο τρόπος που την αντιμετωπίζουμε. Αρχίζει να παγιώνεται και να μένει ίδια. Αυτό το πάγωμά της στο χρόνο είναι και το επιτύμβιό της (Σερτω, 2010). Το καταφύγιό της πλέον έχει ξεριζωθεί ανεπανόρθωτα κι αυτή δεν βρίσκει πια τα κατάλληλα σημαίνοντα που την βοηθούν να μεταλλαχθεί και να αλλοιωθεί κατά το δοκούν, ως ένα δυναμικό σημαινόμενο. Μένει δέσμια σε αυτά, αποκτά μόνιμο τόπο. Εκεί είναι που αρχίζει πια να καταγράφεται και να μιλάμε τόσο για αυτή γιατί φοβόμαστε μην την χάσουμε για πάντα (Nora, 1989). Την αστείρευτη πηγή της μνήμης πλέον την διέπει μια στασιμότητα. Κι εκεί είναι που μια ανεπανόρθωτη ρήξη έχει επέλθει, που έχει να κάνει με την επιτάχυνση της ιστορίας (Nora, 1989). Όλες οι παραπάνω διαδικασίες, θέλησαν χρόνια να οργανωθούν, γεγονός που άλλαξε στις αρχές του εικοστού αιώνα, προκαλώντας μια “επιτάχυνση” ακόμη και σε αυτές που παράγουν τη μνήμη. Ξεκινώντας από τα μεγάλα αστικά κέντρα του δυτικού πολιτισμού μεταφέρθηκε αργά στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο και ασφαλώς έφτασε και στην Ελλάδα καθώς
σελίδα 46
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
και στην επαρχία της. Οι γιγαντώσεις των πόλεων με την αστικοποίηση ενέτειναν την γρήγορη απώλεια της τοπικής ταυτότητας των πόλεων έναντι του πολυπολιτισμικού κράματος ταυτοτήτων και ισχυροποίησαν αυτή των μικρών τοπικών κοινωνιών που αναγκάστηκαν χάνοντας ένα μεγάλο μέρος του σώματός τους να ισχυροποιήσουν την ταυτότητά τους διατηρώντας τις προβιομηχανικές πρακτικές μέχρι και το τέλος του εικοστού αιώνα, αντιστεκόμενες σε αυτές τις τάσεις ή μάλλον επιτρέποντας τους, ελεγχόμενα να εισβάλλουν στον τόπο και να τους επηρεάσουν. Το ίδιο ασφαλώς συνέβη και στην Κύθνο.
[η ρήξη με τη συλλογική μνήμη]
Στο νησί τα πάντα είναι δομημένα και εξημερωμένα˙ είναι αδιαμφισβήτητο πως δεν υπάρχει τίποτα φυσικό. Σχεδόν τα πάντα πλην από τα βράχια ίσως και τις αμμουδιές, είναι δομημένα και σχηματοποιημένα από τον άνθρωπο, πλάθοντας ένα περιβάλλον ιδιαίτερο. “Εξάλλου οι χώροι των ανθρώπων αντικατοπτρίζουν την ποιότητα των ανθρώπινων αισθήσεων και νοοτροπίας” (Tuan, 1977: 16). Όλα αυτά που έχουν ειπωθεί για το νησί κάνουν αναφορές σε ένα πρόσφατο παρελθόν που η εκφώνησή του είναι ακόμη ζωντανή σε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που ζουν ακόμη. Μολαταύτα το περιβάλλον του νησιού, χάνοντας πια τις πρακτικές από τις οποίες αντλούσε τη μνήμη του, πια δεν είναι περιβάλλον μνήμης, το οποίο φέρει το σώμα του τόπου ενεργό και ακμαίο, να παράγει και να πλάθει δυναμικά τη ζωή του εκεί, εκφράζοντας το ποιος είναι σε αυτόν το κόσμο. Σε αυτό το σημείο το δίπολο άνθρωπος-τόπος, η αλληλεξάρτηση και ο αλληλοπροσδιορισμός κλονίζονται, αυτός ο δεσμός (-) σπάει και πια ο τόπος είναι απλά κάτι το οποίο αρχικά προσφέρεται για τέρψη της όρασης (τοπίο) και ως ένα καλό υπόβαθρο για να μπορέσουν να λάβουν χώρα οι οι αφηγήσεις του άμεσου παρελθόντος των ανθρώπων και κάποιες πρακτικές που διατήρησαν τον συμβολικό τους χαρακτήρα οι οποίες ήταν βασισμένες, στο γλέντι και σε θρησκευτικές πρακτικές, οι οποίες εγκαταλείπονται τελευταίες. Ωστόσο πλέον, ο τόπος δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα προϊόν έτοιμο να καταναλωθεί και ως αυτό πλέον αρχίζει να αντιμετωπίζεται. Το περιβάλλον μνήμης του νησιού, η προσκόλληση και συλλογική μνήμη, δεν έχουν πια σελίδα 47
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 48
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
την ισχύ να παράξουν ταυτότητα. Εκεί είναι που εμφανίζεται η ανάγκη της διατήρησης κάποιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Εισάγεται από τους συνδέσμους των δύο χωριών, ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, και εντείνεται στις δεκαετίες του εβδομήντα, ογδόντα και ενενήντα. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν να αποκτούν σημασία οι τόποι μνήμης, δηλαδή, περιοχές που συγκεντρώνουν έντονα μνήμες, σύμβολα, κλπ κλπ Επομένως, δεδομένων των νέων κοινωνικών και χωρικών σχέσεων που υπάρχουν στο νησί, δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως δεν έχει υπάρξει ένα απότομο σταμάτημα του δυναμικού πλασίματος της συλλογικής μνήμης και η ρήξη της με το σύγχρονο άνθρωπο. Οι -καταγεγραμμένες πλέον- μνήμες και το δομημένο περιβάλλον είναι ικανά να μας παρουσιάσουν όλες τις αισθήσεις, τις νοοτροπίες και τα στερεότυπα, με αλλα λόγια την ταυτότητα- ενός “σώματος” που πλέον δεν υπάρχει. Οι συλλογικές πρακτικές που αντιπροσώπευε αυτό το σώμα αρχίζουν να ξεφτίζουν και το εγώ αρχίζει να εξυψώνεται σε σχέση με το εμείς. Σε αυτό το σημείο άρχιζουν να εμφανίζονται ποικίλες και ετερόκλητες πρακτικές. Ο Πίκο ντε λα Μιράντολα το έργο του “Λόγος για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου” (1486) βασίστηκε στην πεποίθηση ότι, όσο φθίνει η δύναμη του εθίμου και της παράδοσης, οι άνθρωποι υποχρεώνονται να “ζουν από μόνοι τους”. Η ζωή του καθενός είναι μια αφήγηση στην οποία ο συγγραφέας δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί η ιστορία του. Κατά τον Πικο η εμβληματική μορφή του homo faber ήταν ο Οδυσσέας, που ταξίδεψε στον κόσμο μη ξέροντας πού να αποβιβαστεί. Μια παρόμοια ιδέα του ανθρώπου ως δημιουργού του εαυτού του έχουμε στον Σαίξπηρ, όταν ο Κοριολανός βεβαιώνει: «είμαι δημιουργός του εαυτού μου» και αψηφά τη ρήση του Αυγουστίνου που προειδοποίησε : «Κάτω τα χέρια από τον εαυτό! Μόλις τον αγγίξετε, καταστρέφεται!» (Σέννετ, 2011: 68).
σελίδα 49
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 50
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|η σύγχρονη τάση|
[οι καινούργιες πρακτικές]
Ένας βασικός λόγος αποκοπής από τις πρακτικές είναι η αποστασιοποιήση απο κάθε είδους χειρωνακτική κατασκευή. Δεν έχουμε τόσα δημιουργήματα, έχουμε προϊόντα τα οποία καταναλώνονται. Έτσι και ο τόπος, αν και κουβαλάει τις μνήμες και όλο το συμβολικό βάρος, τελικά είναι μια εικόνα που πάει να πουληθεί. Οι σύγχρονοι, στο παιχνίδι της οικονομικής ευμάρειας, εμπορευματοποιούν την πατρογονική γη τους, άρα ίσως να έχουμε την πιο στυγνή έκφανση εκποίηση και χρήση της γης για χρήματα. Τα πάντα μεταφράζονται ως έτσι. Ωστόσο, πριν από τριάντα χρόνια, τα κτήματα που έβγαζαν την μεγαλύτερη παραγωγή (σχεδόν όλα τα μεσογειακά, που ήταν εύφορα, καθώς και αυτά με την εύκολη προσβασιμότητα) ήταν τα περιζήτητα και πηγή πλούτου. Τώρα συμβαίνει το αντίθετο, τα παραλιακά, με τη θέα στο πέλαγος είναι αυτά που έχουν πάρει την πρωτοκαθεδρία, αλλά η κύρια εκμετάλλευση τους είναι εμπορική και δεν υπάρχει συνεργασία του ανθρώπου με αυτά. Η πρακτική έχει παραμείνει η ίδια, βγάζω κέρδος από τη γη, που ωστόσο η εκποίησή της εκφράζει πρόδηλα την ρήξη του σύγχρονου ανθρώπου με το Heimat του και την “αποκόλλησή” του από αυτό. Αυτό ασφαλώς προήλθε από την αλλαγή του βασικού μοντέλου οικονομίας της Κύθνου, από γεωργοκτηνοτροφικό σε τουριστικόκατασκευαστικό και μπορεί εύκολα να αιτιολογήσει τη στροφή και την κατάργηση των πρακτικών που είχαν εξελιχθεί σε όλη την προβιομηχανική εποχή, οι οποίες πλέον δεν χρειάζονται και περνάνε στη σφαίρα του ήθους και του εθίμου. Πλέον δεν υπάρχει η λογική της αυτονομίας και της αυτοαναφοράς, δηλαδή του παράγω-δημιουργώ από ό,τι μου προσφέρεται, για να καταναλώσω σύμφωνα με τις ανάγκες που έχω˙ αλλά αρχίζω να επιλέγω από μια πληθώρα προϊόντων, η οποία μου προσφέρεται απλόχερα. Αυτό συνέβη και στην Κύθνο με τον “εκσυγχρονισμό” της (βλ. Μέσα μαζικής ενημέρωσης, ξένοι αγοραστές, νέα υλικά, νέοι τρόποι, μηχανές) δίνοντας, έτσι, στους ντόπιους απεριόριστες δυνατότητες (όπου ο προηγούμενος περιορισμός τους, ίσως μείωνε και την πολλαπλότητα της ενδεχομενικότητας των πρακτικών διευκολύνοντας έτσι στην παραγωγή μια ενιαίας ταυτότητας).
σελίδα 51
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Ο Μισελ ντε Σερτω αναφέρει ότι “ η (σύγχρονη) κοινωνία μας δίνει καρκινική ανάπτυξη στην όραση, μετρά κάθε πραγματικότητα με γνώμονα την ικανότητά της να δείξει ή να δειχθεί και μετατρέπει τις επικοινωνίες σε ταξίδια του ματιού έτσι, το διώνυμο παραγωγή κατανάλωση θα μπορούσε να υποκατασταθεί από το γενικό ισοδύναμο του γραφή-ανάγνωση˙ το διώνυμο παραγωγή κατανάλωση τοποθετείται εν γένει με την εισαγωγή της τυποποίησης προϊόντος, το οποίο έρχεται σε αντίφαση με τη διαδικασία της παραγωγής δημιουργίας. Εξάλλου η ανάγνωση φαίνεται να αποτελεί το αποκορύφωμα της παθητικότητας, που υποτίθεται πως χαρακτηρίζει τον καταναλωτή, ο οποίος αναγορεύεται σε ηδονοβλεψία (τρωγλοδύτη ή πλάνητα) σε “μια κοινωνία του θεάματος” (Σερτώ, 2010: 70). Το τοπίο, πλέον, αντιμετωπίζεται ως εικόνα που καταναλώνεται. Με άλλα λόγια η όραση είναι η καταλυτική αίσθηση αναγνώρισης και ανάγνωσης του τόπου, ωστόσο σύγχρονα έχει καταπιεστεί από την καρκινική σχέση που έχει αναπτυχθεί με το δίπολο παραγωγή-κατανάλωση. Έτσι αναπόδραστα, οι εξελίξεις έρχονται και στο νησί. Επιπλέον εισάγονται πιο εύκολα από τους εσωτερικούς μετανάστες των προηγουμένων δεκαετιών, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τους τουρίστες, την πιο συχνή σύνδεση του νησιού με την Αθήνα, λειτουργώντας έτσι ως προάγγελος και ως το ρέκβιεμ της συλλογικής μνήμης και της ταυτότητας των Κυθνίων. Η επιλογή βέβαια του νησιού δεν είναι τυχαία, γιατί η Κύθνος βρίσκεται τώρα στη διαδικασία “κατασκευής” μιας νέας ταυτότητας ή μάλλον επαναπροσδιορισμού της, έχοντας μια πολύ ήπια τουριστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με ότι μεγάλο μέρος του φορέα συλλογικής (άνθρωποι που έζησαν αγροτικά) μνήμης είναι ακόμη ζωντανό. Εκεί αρχίζει να βλέπει ο άλλος, πιο εύκολα τις πρακτικές διαχείρισης που κάνουν οι σύγχρονοι σε σχέση με το παρελθόν. Και είναι κατάφωρη η ανάγκη έκφρασης μια γραμμικής συνέχειας της ύπαρξης του νησιού στα βάθη του χρόνου. Το πώς είναι οργανωμένο το νησί, διαχωρισμένο, δομημένο, αφορά πολύ την χωρική αντίληψη των αυτοχθόνων, πρακτική η οποία αλλοιώθηκε τα τελευταία τουλάχιστον πενήντα χρόνια με την είσοδο της μηχανής στο νησί. “Στους τόπους ακριβώς όπου βασιλεύει η μηχανή, την οποία οφείλει να υπηρετεί, τεχνάζεται κόλπα για την απόλαυση να επινοεί ανωφελή προϊόντα, που προορίζονται απλώς να σημάνουν μια προσωπική τεχνογνωσία μέσω του έργου του”(Σερτώ, 2010: 124). Η μηχανή εισήγαγε ένα ποσό ενέργειας μια περίσσεια δηλαδή που άλλαξε κάθε αντίληψη χωρική που είχε ο αυτόχθων (ουσιαστικά έχουμε μια
σελίδα 52
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
απαξίωση της γης ως μια παραγωγική ζωτική πηγή οικονομικής ευρωστίας την οποία οι πρόγονοί του, τη φρόντιζαν και τη μετασχημάτιζαν ώστε να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αποδοτική). Πλέον υπάρχει ένα έντονο ρήγμα και αποκοπή από αυτήν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ξηροπαίδης στην εισαγωγή του κτίζειν κατοικείν σκέπτεσθαι, “ανέστιος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, καθώς μετατρέπει τον κόσμο σε αντικείμενο μιας αυτάρεσκης διαύγασης και τεχνικής χειραγώγησης, καθώς μετατρέπει τα πράγματα σε αντικείμενα και τον εαυτό του σε αυτάρεσκο υποκείμενο που τα αξιοποιεί και τα εκμεταλλεύεται με βάση τις δικές του ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων έχει λάβει την μορφή κατηγορικής προσταγής” (Heidegger, 2004: 13). Είναι όντως το μέσο το εμπορευματοποιημένο κομμάτι πια, τεμαχίζεται με τον βέλτιστο τρόπο για να πωληθεί και να προκύψουν εξοχικές κατοικίες, κόντρα στο “γη όσο θωρείς και σπίτι όσο χωρείς” που δομήθηκε ο τόπος.
σελίδα 53
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 54
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|η ανάγκη συνέχειας|
[η κατασκευή ταυτότητας με την οργάνωση της πολιτιστικής] [κληρονομιάς]
Στην Κύθνο, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, δεν έχει γίνει κάτι ηρωικό και σημαντικό, οπότε το πολιτικό, ιστορικό και γενικά επιστημονικό ενδιαφέρον δεν διέκρινε κάποια προφανή αξία, στις δεκαετίες, που έλαβε χώρα η ρήξη του σώματός της με το αγροτικό του παρελθόν. Οπότε, την ένταξη του νησιού στο ευρύτερο εθνικό αφήγημα ανέλαβαν οι λαογράφοι, οι οποίοι στο πλαίσιο τεκμηρίωσης του ιδεολογήματος της συνέχειας και της ενότητας, συνήθιζαν εκείνη την περίοδο να εντοπίζουν εκείνες τις πολιτισμικές μορφές που κατά αυτούς αποτελούν ικανούς ενδείκτες να κατοχυρώσουν συνδέσεις ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, εστιάζοντας στην ταύτιση των εννοιών αγροτικού πληθυσμού, λαού και έθνους διαμορφώνοντας έτσι σε φαντασιακό επίπεδο, ένα ενιαίο σύνολο. Η ταύτιση του αγροτικού πολιτισμού με το λαϊκό πολιτισμό, επιφέρει εξιδανίκευση του αξιακού συστήματος της αγροτικής κοινωνίας καθώς θεωρείται ότι ενσαρκώνει και διαφυλάσσει όλες τις εθνικές αρετές. Ο κυρίαρχος λαογραφικός λόγος δεν αντιμετωπίζει τα πολιτισμικά φαινόμενα ως παράγωγα, συγκεκριμένων ιστορικών διαδικασιών. Ο παραδοσιακός πολιτισμός που περιγράφεται, παρουσιάζεται αχρονικός, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες χωρικές και οικονομικές συνιστώσες και δεν ταυτίζεται με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη αλλά διαχέεται σε ένα ενιαίο λαό. Συγκροτείται με κύρια αναφορά στον προ-καπιταλιστικό πολιτισμό της προβιομηχανικής αγροτικής Ελλάδας, δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ή κοινωνική πραγματικότητα, ενώ το περιεχόμενο του τοποθετείται σε έναν αόριστο πλην όμως εθνικό παρελθοντικό χρόνο. Έτσι το αγροτικό παρελθόν κατορθώνει να προβληθεί ως μια εικόνα στην ύπαιθρο εξιδανικευμένη, η οποία λειτουργεί ως “παραμυθητικό αντισήκωμα”, στις αβεβαιότητες της κοινωνικής αλλαγής, προσφέροντας την φαντασιακή ασφάλεια της αγροτικής παραδοσιακής κοινωνίας. (Λέκκας, 2001) Γι’ αυτό το λόγο, το κοινωνικό σύνολο του νησιού, δείχνει να στρέφεται στην λαογραφία και να ανάγει αυτό το παρελθόν ως το δικό του ισχυρό παρελθόν, ικανό να διαμορφώσει την ταυτότητά του, ορίζοντας έτσι την πολιτισμική κληρονομιά της Κύθνου ως το σύνολο των αγροτικών σελίδα 55
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 56
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
πρακτικών, οι οποίες κληροδοτήθηκαν από τους πρωθύστερους. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο αφενός από τους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι ιδρύοντας το λαογραφικό μουσείο δείχνουν πόσο αναγκαία ήταν για αυτούς, η μουσειοποίηση της ανάμνησης μια ζωής, που αποκόπηκε πρόωρα από την καθημερινότητα τους. Κι αφετέρου από τους μόνιμους κατοίκους του νησιού, οι οποίοι ασφαλώς έβρισκαν μια γλυκιά νοσταλγία σε αυτό τον χώρο του μουσείου καθώς τους παρουσίαζε μια ζωή που άφηναν πίσω τους, γιατί απλά ο κόσμος γύρω τους άλλαζε. Επιπλέον, τονίζοντας το αίσθημα του πόνου αυτού, που δε θα επιστρέψει ποτέ, προχωρούν μέχρι και σε αναβίωση εθίμων τα οποία είχαν σταματήσει να υφίστανται λόγω επικινδυνότητας (π.χ το έθιμο της κούνιας1 το επανέφεραν οι πολιτιστικοί σύλλογοι νέων του νησιού πριν από εφτά χρόνια). Άρα, το ζήτημα της πολιτισμικής κληρονομιάς αρχίζει να εξάρεται από πολύ νωρίς σε αυτόν τον τόπο και να γίνεται μείζονος σημασίας, ως κάτι ικανό και δυνατό γι’ αυτούς, να παράσχει στην κοινωνία μία γέφυρα ισχυρή, να γεμίσει το χάσμα μεταξύ της απολεσθείσας συλλογικής μνήμης με την σύγχρονη εποχή. Ο όρος της πολιτισμικής κληρονομιάς έρχεται στο προσκήνιο και η “διαφύλαξη” της αρχίζει να ακούγεται ολοένα και περισσότερο, όχι μόνο σε όλη την ελληνική επικράτεια, αλλά και πάνω στο νησί. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί το 1973 τη Χάρτα της Βενετίας (εννιά χρόνια μετά) ως βασική πολιτική αντιμετώπισης της πολιτισμικής κληρονομιάς, σκιαγραφεί το μέλλον της, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Μολαταύτα, “η ευρύτερη στροφή προς αυτή δεν βοηθάει γενικά να αποσαφηνιστεί η σημασιολογική ακρίβεια του όρου κληρονομιά (πολιτισμική). Κάθε προσπάθεια να οριστεί η πολιτισμική κληρονομιά με ακρίβεια, πληθώρα, ασαφή και θολά ζητήματα χρήσης του όρου προκύπτουν κάπου αλλού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, είναι πολύ σπάνιο να βρεθεί μια εξήγηση για το τι κληρονομιά ουσιαστικά εφαρμόζεται. Ωστόσο, αυτό να είναι ίσως το μυστικό της επιτυχίας: ακριβώς επειδή ο καθένας μπορεί να αναφερθεί στην πολιτισμική κληρονομιά, χωρίς να χρειάζεται να ορίσει τι σημαίνει. Ο καθένας καταλαβαίνει κάτι διαφορετικό υπό τον όρο της πολιτισμικής κληρονομιάς, γι’ αυτό και η χρήση της έχει γίνει τόσο δημοφιλής” (Schröder-Esch, 2006: 8)(ασφαλώς κι από τους λαογράφους). 1. Έθιμο κατά το οποίο το έστηναν μια μεγάλη κατασκευή κούνιας στην κεντρική πλατεία των χωριών, της οποίας το κάθισμα απήχει τουλάχιστον ενάμισο μέτρο από τη γή. Εκεί ανέβαιναν οι νέες και τις “κουνούσε” ο νέος που τις φλέρταρε.
σελίδα 57
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 58
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Όμως παρ’ όλη τη ασάφεια του όρου, μπορεί αυτός να οργανωθεί με κάποιο τρόπο και αν ναι, πως; Μια οπτική, θεωρεί ότι η κληρονομιά μπορεί να ταξινομηθεί σε δύο ομάδες: την πολιτισμική κληρονομιά και φυσική κληρονομιά. Μερικές φορές χρησιμοποιείται μια ακόμη υποδιαίρεση, αυτή του πολιτιστικού τοπίου, το οποίο περιλαμβάνει στοιχεία, τόσο της φυσικής, όσο και της πολιτισμικής κληρονομιάς. “Αν και έχουμε συνηθίσει να ξεχωρίζουμε τη φύση και την ανθρώπινη αντίληψη σε δύο βασίλεια, στην πραγματικότητα είναι αδιαίρετα. Πριν καν να είναι μια ανάπαυση για τις αισθήσεις, το τοπίο είναι ένα έργο του νου. (SchröderEsch, 2006) Το σκηνικό του δημιουργήθηκε από στρώματα της μνήμης, όπως διαμορφώνονται οι βράχοι από στρώματα” (Borley, 2003: 104). Άρα αναπόδραστα η πολιτισμική κληρονομιά/πολιτιστικό τοπίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη μνήμη κι όπως η μνήμη αναφέρεται στο παρελθόν και διαμορφώνεται στο παρόν, το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτισμική κληρονομιά. “Όσο και να αποτελεί τεκμήριο του παρελθόντος δεν παύει και αυτή να είναι παροντοκεντρική” (Lowenthal, 1985). Μολαταύτα, υπάρχει διαφορά στο παρελθόν που συγκροτεί την πολιτισμική κληρονομιά και το παρελθόν της ιστοριογραφίας. Κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά κίνητρα κρύβονται από τη διατήρηση του παρελθόντος στο εκάστοτε παρόν. Η πολιτισμική κληρονομιά δεν είναι κατά καμία έννοια ιστορία παρόλο που δανείζεται από αυτήν και ζωντανεύει με την μελέτη της, δεν είναι διερεύνηση στο παρελθόν αλλά μια αναφορά σε αυτό, δεν αποτελεί μια προσπάθεια να γνωρίσουμε τι ακριβώς συνέβη αλλά μια ομολογία πίστης σε ένα παρελθόν που διαμορφώνεται για τους σκοπούς του σήμερα (Lowenthal, 1985). Έτσι οι σύγχρονοι κάτοικοι του νησιού αντιλαμβάνονται γρήγορα ότι η αναβίωση και η επανάληψη του αγροτικού παρελθόντος του νησιου, προσφέρεται για εσωτερική κατανάλωση αφενός και αφετέρου για την παρουσίαση ως κάτι φολκλόρ στους έξω. Συμβαίνει, αφού έχουν αντιληφθεί πως πια η μνήμη (συλλογική) χάνεται και αρχίζει να γίνεται κεντρικό αντικείμενο συζητήσεων. Αφού έχει απομείνει λιγοστή απ’ αυτή, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν αυτή τη διαδικασία, δηλαδή την οργάνωση και κατασκευή της συλλογικής μνήμης (Nora, 1989). Το περιβάλλον της, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, έχει χαθεί ανεπανόρθωτα. Ο λαογραφικός λόγος και η νοσταλγία (των ανθρώπων) ενισχύουν αυτή την τάση. Πρόκειται εξάλλου για μεταβατικές γενιές οι οποίες δείχνουν ανέτοιμες να αποδεχθούν ότι αυτό το παρελθόν με τον τρόπο που το βίωσαν και το αντιλήφθηκαν, χάνεται ανεπανόρθωτα. σελίδα 59
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 60
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Παράλληλα με τους λαογράφους, οι οποίοι θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζουν τις μεταβατικές γενιές, υπάρχει και άλλη μια μερίδα ανθρώπων από άλλους επιστημονικούς κλάδους που αναλαμβάνουν σημαντικό ρόλο (αρχαιολόγοι, ιστορικοί, αρχιτέκτονες, φιλόλογοι, νομικοί, βιολόγοι κλπ.) στην αναζήτηση μιας συνέχειας, πέραν αυτής του αγροτικού παρελθόντος, η οποία δείχνει να καλύπτει περισσότερο τις ανάγκες των νέων γενεών που δεν βίωσαν έντονα την αγροτική ζωή. Συνήθως έχουν σχέση άμεση με το νησί και όντας προσκολλημένοι με δεσμούς συναισθηματικούς ή καταγωγής με τον τόπο και θέλοντας να δείξουν την ισχύ της επιστήμης τους, έρχονται να ορίσουν με τον λόγο τους, τόπους ικανούς να λάβουν νοήματα και ιστορίες, που είναι ικανές να συμπληρώσουν ένα “παζλ” από μια ιστορική γραμμική αφήγηση η οποία χρειάζεται τεκμήρια για να δείξει την αντικειμενική προφάνεια της. Ο επιστημονικός λόγος νοείται ως ο αντικειμενικός και λαμβάνει κυρίαρχη δύναμη καθώς έχει την εξουσία να επιβάλλει το αληθές και διαχρονικό έναντι του υποκειμενικού και του εφήμερου. Πιο συγκεκριμένα: ο Μ Φουκω συσχετίζει την εξουσία με την γνώση υποστηρίζοντας ότι η εξουσία δεν ανήκει σε συγκεκριμένους φορείς/δράσεις αλλά απλώνεται σε ένα πλήθος κοινωνικών πρακτικών. Γι’ αυτόν η εξουσία δεν βαραίνει απλώς σαν μια δύναμη που λέει όχι, αλλά διασχίζει τα πράγματα, παράγει πράγματα, επιφέρει ηδονή, μορφές γνώσεις, παράγει λόγο (Foucault 1987:21). Έτσι, δειλά δειλά στην Κύθνο τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια εμφανίζονται τόποι ιδιαίτερης προσοχής οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως μνημεία και ως κληρονομιά της Κύθνου και που ο επιστημονικός λόγος, κατάφωρα τους επιδεικνύει. Έτσι υπό αυτήν την επιστημονική οπτική γωνία, η πολύ παλιά εκκλησία πλέον μελετάται, αναλύεται η τυπολογία της και χρονολογείται. Είναι μια μεταβυζαντινή εκκλησία του 1533. Οι λαξευμένες πέτρες, που οργανώνουν ένα βωμό, δεν είναι απλά αρχαία ή εύκολα οικοδομικά υλικά. Γίνονται ανασκαφές, ταυτοποιούνται και ορίζουν την αρχαϊκή πρωτεύουσα του νησιού. Και τέλος οι βιβλιογραφικές έρευνες καταδεικνύουν σημεία άξια προς μελέτη και παράγουν μια πλήρη γραμμική ιστορία του νησιού η οποία ξεκινά από τη μεσολιθική εποχή και αποδεικνύει την κατοίκησή του μέχρι σήμερα. Τα μνημεία, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, με το κάστρο του Άμλετ, εκλαμβάνονται ως κενά σημαίνοντα, που πλέον οι κυρίαρχοι λόγοι τα τροφοδοτούν με σημαινόμενα. Αυτά και οι μύθοι με τους οποίους συνδέονται και νοηματοδοτούνται τα μνημεία, ολοκληρώνουν τις
σελίδα 61
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 62
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
τις αφηγήσεις γι’ αυτά. Έτσι, πέρα από τη φαντασία που ζωντανεύει αυτούς τους τόπους, προκύπτει η ανάγκη καταρχήν για διάσωσή τους από τη φθορά του χρόνου, με επιστημονικές αντικειμενικές διαδικασίες. “Ωστόσο, η συντήρηση δεν είναι ένα τετελεσμένο γεγονός αλλά μια διαδικασία˙ το ξεκίνημα ενός κύκλου εξέλιξης παρά μια προσπάθεια να σταματήσει η πάροδος του χρόνου. Η ουσία της διατήρησης, ακόμη και αν στοχεύει μόνο στην στερέωση, περιλαμβάνει απαραίτητα μια σειρά καινοτομιών. Ακόμα και αν ξεκινήσει ως σωστική επιχείρηση προορισμένη να διατηρήσει τα λείψανα του παρελθόντος, (η καινοτομία) περνά σε διαφορετικούς βαθμούς στο έργο αποκατάστασης, στο οποίο ένα νέο περιβάλλον πρέπει να επινοηθεί ώστε να μετατρέψει τα μέρη σε ένα ουσιώδες όλο” (Samuel 1994:303). Πέρα από το αρχαιολογικό ενδιαφέρον, έρχεται παράλληλα το περιβαλλοντικό να φορτίσει κάποιες περιοχές με επιπρόσθετη αξία, (ζώνη Νατουρα). Έτσι η Κύθνος αρχίζει να προσελκύει τα βλέμματα (όπως και άλλοι μικροί τόποι). Το μεγάλο, το ενιαίο έχει πλέον κατασκευαστεί˙ η μεγάλη μας ταυτότητα, το εθνικό αφήγημα και η ελληνική ταυτότητα έχει παγιωθεί χωρίς να υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Ωστόσο, αναπτύσσεται ένας κριτικός διάλογος για τη διαδικασία κατασκευής του. Άρα αποκτούν ενδιαφέρον οι λεπτομέρειες, οι παρεκκλίσεις, η ποικιλομορφία την οποία αυτό το κατασκεύασμα πολύ επιμελώς απέκρυψε. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται πεδίο (τόπος) μελέτης και έρευνας. Πολλοί φορείς έρχονται πλέον να μιλήσουν και να ασχοληθούν με τα μνημεία και την πολιτισμική κληρονομιά. Άρα αυτή η πρόκληση καθιστά σημαντική τη σημασία της διαχειριστικής έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη διαμόρφωσης αυτής. Γι’ αυτό τον λόγο απαιτείται η προβολή και η ανάδειξη αυτής, καθώς και η δημιουργία χώρων (μουσεία), ικανών να εξιστορήσουν το γραμμικό αφήγημα του νησιού. Βέβαια, αυτό για τους περισσότερους κατοίκους του νησιού (αυτών των μεταβατικών γενεών), δείχνει σχετικά ασήμαντο, διότι δεν έρχεται να απαντήσει στα προβλήματα επιβίωσης τις καθημερινότητάς τους, ήτοι δεν τους παρέχει καμία οικονομική ενίσχυση. Αποδέχονται, μεν, τις πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή τους και την ιστορία τους, που ιστοριογράφοι παρουσιάζουν, αλλά αδυνατούν να συνδέσουν τον τόπο τους, τη γη, με κάτι που δεν φορτίζεται με ζητήματα διαβίωσης. Η γη ήταν πάντα πηγή εσόδων άλλωστε, κι έτσι θα πρέπει να συνεχίζει σελίδα 63
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 64
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
να είναι. Χαρακτηριστικά παραδείγματα που το υποδηλώνουν είναι η καταστροφή της νεκρόπολης του Βρυοκάστρου για να χτιστούν κατοικίες, ή κατασκευή δρόμων πατώντας πάνω σε ήδη υπάρχοντες αγροτικούς δρόμους, που πια τα έχουμε βαφτίσει μονοπάτια και τα θεωρούμε προστατευόμενες πεζοπορικές διαδρομές. Φαίνεται να μην διέπει κάποια “ευαισθησία” τους ανθρώπους σε σχέση με το δομημένο περιβάλλον που τους κληροδοτήθηκε, το οποίο είναι λίγο οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνοι βίωσαν ζωντανά αυτό το περιβάλλον πιο έντονα. Αυτό ίσως να σημαίνει ότι θεωρούν ότι δεν είναι έτοιμοι να το κληροδοτήσουν ή ότι έχουν την δυνατότητα να το διαχειριστούν ελεύθερα όπως οι προηγούμενοι τους, προτιμώντας να κρατούν μόνο τις αναμνήσεις τους ως απάγγειο του παρελθόντος και όχι τόσο το δομημένο περιβάλλον, αφού αυτό που υπόρρητα έχουν μάθει είναι ότι είναι στη φύση του να μεταλλάσσεται και να μεταφορτώνεται καθώς οι άνθρωποι και οι εποχές αλλάζουν. Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, τη σκληράδα του χώματος και της πέτρας, το λιοπύρι και τη φτωχική ζωή κι επιλέγουν να την αφήσουν πίσω τους, γιατί όσο και να παραμένει δελεαστική και ιδανική στις αφηγήσεις τους, δεν θα ήθελαν να την ξαναζήσουν. Αυτό ίσως να είναι ένας λόγος που “απαξιώνουν” αρκετά εύκολα το περιβάλλον (χωράφια) που τους τροφοδοτεί αυτές τις μνήμες. Είναι ευκολότερο για αυτούς να μείνει μια γλυκιά μνήμη και η εξιστόρηση αυτής στους νέους για έναν κόσμο που έχει χαθεί για πάντα.(Levi-strauss, 2000:θλιβεροι τροπικοι) Ήτοι “Αντιμέτωποι με μια εμφανή παρακμή και αποσύνθεση, δεν αποτελεί έκπληξη ότι το παρελθόν φαίνεται ένα καλύτερο μέρος, ωστόσο είναι μη ανακτήσιμο, καθώς είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε διαρκώς στο παρόν.” (Hewison, 1987: 43) Για αυτό αυτή η μεταβατική γενιά που κουβαλάει ψήγματα συλλογικής μνήμης συσχετίζεται,με το παρελθόν των γονέων τους. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το παρελθόν, αλλά η σχέση μας με αυτό “η παρόρμηση να διατηρήσουμε το παρελθόν είναι μέρος της παρόρμησης να διατηρήσουμε τον εαυτό μας. Χωρίς να γνωρίσουμε που έχουμε πάει, είναι δύσκολο να γνωρίσουμε που πηγαίνουμε. Το παρελθόν είναι το θεμέλιο της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, αντικείμενα από το παρελθόν είναι η πηγή της σημασίας/νοήματος ως πολιτιστικά σύμβολα. Η συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος δημιουργεί μια αίσθηση αλληλουχίας και εφόσον η αλλαγή είναι αναπόφευκτη, ένα σταθερό σύστημα νοημάτων μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε τόσο
σελίδα 65
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
την καινοτομία όσο και την παρακμή. Η θέρμη της νοσταλγίας είναι σημαντικός παράγοντας προσαρμογής στην κρίση, είναι ένα κοινωνικό καταπραϋντικό και ενισχύσει την εθνική ταυτότητα όταν η κοινωνική αυτοπεποίθηση εξασθενεί ή απειλείται (Hewison, 1987: 47). Στην Κύθνο οι μεταβατικές γενιές γηράσκουν και τα ηνία αναλαμβάνουν οι απόγονοί τους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι η πολιτισμική κληρονομιά είναι σημαντικός οικονομικός πόρος, παρατηρώντας τη βιομηχανία τουρισμού που έχει αναπτυχθεί διεθνώς , καθώς και μια “ακαδημαϊκή βιομηχανία” που στηρίζεται στην πολιτισμική κληρονομιά, στη διατήρηση και διαχείρισή της. Αρχίζουν να επιζητούν επιτακτικά την ανάδειξή της. Άρα ποια στοιχεία θα αποτελέσουν την πολιτισμική κληρονομιά ενός τόπου, είναι μείζονος σημασίας. Δηλαδή η επιλογή είναι ένα βασικό σημείο στη κατασκευή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στην πραγματικότητα, μια σημαντική πτυχή της έννοιας του κατασκευάσματος είναι η πτυχή της επιλογής. Ashworth σημειώνει ότι “το σχεδιασμό και τη διαχείριση (...) συνεπάγεται αναπόφευκτα επιλογή μιας κληρονομιάς: η οποία με τη σειρά της έχει επιλέξει ή απορρίψει διαφορες εναλλακτικές προτάσεις.” Η αναγκαιότητα για μια ρητή παραπομπή σε μια συγκεκριμένη “κληρονομιά” είναι συχνά, όπως είναι αυτονόητο, η επιθυμία εκμετάλλευσης της για τουριστικούς σκοπούς. Αυτή η εκτεταμένη χρήση της μπορεί τελικά να οδηγήσει στην καταστροφή της γεγονός που συχνά αγνοείται. Ένας παρατηρητής της πολιτικής που αφορά τη παγκόσμια κληρονομιά, ασκώντας κριτική σε αυτή, προτείνει κάτι, εν μέρει αστείο, ότι για την ορθή προστασία και τη διατήρηση της, θα ήταν καλύτερα να κρατηθούν τα μέρη ένα μυστικό, να αφαιρεθούν από τα τουριστικά έντυπα και να ρυθμίστει νομοθετικά η πρόσβαση σε συγκεκριμένα σημεία και αντικείμενα (Ulbricht, Schröder-Esch, Hermes project2, 2006: 8). Ο επισκέπτης είναι το κεντρικό πρόσωπο στο οποίο στρέφεται πια η βιομηχανία του τουρισμού, που εντάσσει μέσα της την πολιτισμική κληρονομιά. Αυτός είναι που θα καταναλώσει τους τόπους μνήμης, πασπαλισμένους με τις αφηγήσεις. Συχνά στους επισκέπτες φανερώνονται μόνο αυτά που περιμένουν να δουν: η τυπική μίξη των “αρχαίων αντικειμένων”, με κάποιες επιπρόσθετες “εξωτικές λεπτομέρειες” όλα δεμένα σε μια τουριστική υποδομή που μοιάζει όμοια οπουδήποτε τυγχάνει να βρίσκεται, και στην διαδικασία επιμελώς συγκαλύπτει, τοπική, περιφερειακή ή εθνική ιδιαιτερότητα, δηλαδή την πραγματική “αλλοτριότητα” της κουλτούρας.(Schröder-Esch, Hermes project1, 2006: 10)
σελίδα 66
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Άρα είναι προφανές το γεγονός ότι ζητήματα οικονομικού κέρδους από τον τουρισμό φορτίζουν την πολιτισμική κληρονομιά, καθιστόντας την ως έναν βασικό οικονομικό πόρο. Ωστόσο, κάτι δείχνει να είναι διαστρεβλώνεται όταν αρχίζει να φορτίζεται με τη έννοια του πόρου. Τότε η χρήση της, δείχνει να μην να είναι μόνο πολιτισμική εκ φύσεως αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για πολιτικούς, καθώς και οικονομικούς στόχους.(Schröder-Esch, Hermes project1, 2006: 14) “Kληρονομιά δεν είναι μόνο το άθροισμα των διατηρημένων ιστορικών αντικείμενων μέσα μια περιοχή. Από τη μία πλευρά, είναι συμβολική διάσταση, που συνδέεται με την ερμηνεία της πολιτιστικής κληρονομιάς ως κάτι ιερό, αλλά από την άλλη πλευρά, είναι επίσης ένα προϊόν της αγοράς (Purchla)”. (Schröder-Esch, Hermes project1 , 2006: 12) Η διαφοροποίηση μεταξύ αυτών των πτυχών είναι συνήθως θολή και εξαρτάται κατά πολύ από τις συγκεκριμένες απόψεις και συμφέροντα των αντίστοιχων φορέων. “Tα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει ένα τεράστιο ενδιαφέρον στην “αναπαράσταση του παρελθόντος” μέσω της διατήρησης και παρουσίασης των υλικών τεχνουργημάτων (...). Αυτές οι επιδείξεις και οι συλλογές έχουν ένα ευρύ φάσμα από σκοπούς - για τη δημόσια εκπαίδευση, τον τουρισμό, την ψυχαγωγία, καθώς επίσης και για τα έργα της κοινωνικής ιστορίας” (Evans, 1999: 5-6). Έχουμε θεωρήσει την κληρονομιά ως μια διαδικασία επιλογής και αναπαράστασης, προσθέτοντας σε αυτό, το ερώτημα των πρωταρχικών στόχων της χρήσης της κληρονομιάς ως πόρου, τότε η ένταση και οι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών εμπλεκομένων φορέων είναι αναπόφευκτες. Δεν είναι ασυνήθιστο να αναγνωριστεί ότι η χρήση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως οικονομικού πόρου είναι συχνά ασύμβατη με τους πολιτισμικούς στόχους (π.χ. διατήρηση), ή ότι η ιεράρχηση της πολιτισμικής ή ιστορικής σημασίας των μνημείων πολιτισμικής κληρονομιάς εμποδίζει το αποτελεσματικό μάρκετινγκ.(Schröder-Esch, Hermes project1, 2006:) Σε αυτό το παιχνίδι του τουρισμού και της πώλησης μιας πολιτισμικής εικόνας γίνονται πολλές παραδοχές και πολλές ενσωματώσεις για το παρελθόν του κάθε τόπου. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολυάριθμες αναφορές στην κληρονομιά, πολιτισμική ή μη, στον κλάδο του τουρισμού ή σε αστικές ή περιφερειακές αγορές, θα μπορούσαμε να συγχωρήσουμε κάποιον που θεωρηθεί ότι αφορούν την κληρονομιά, μόνο οι ευνοϊκές και αρμονικές μαρτυρίες σε ένα παρελθόν που συνήθως θεωρείται ως σελίδα 67
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 68
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
οι «παλιές καλές μέρες». Συνήθως όμως, πρόκειται για εκστρατείες που αποσκοπούν κυρίως στη δημιουργία μιας ελκυστικής εντύπωσης, με σκοπό την εμπορική εκμετάλλευση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ένας πιο κρίσιμος ή βαθύς προβληματισμός σχετικά με το παρελθόν και τη σημασία του σήμερα είναι δυστυχώς σπάνια περίπτωση, αν και αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Αυτό έρχεται να περιπλέξει ακόμη περισσότερο τη σχέση που αναπτύσσει κάθε κοινωνία ή ομάδα με το παρελθόν και την ιστορία. Έτσι πολλές φορές τα πλαίσια στρατηγικων πολιτικής ενσωμάτωσης στοχεύουν να καταστήσουν αλλότρια στοιχεία ως οικεία σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό (Schröder-Esch, Hermes project1, 2007: 11). Σημαντικό ρόλο διενεργεί η μνήμη σε αυτές τις διαδικασίες, θέτοντας τις πολιτιστικές διαδικασίες ως τον πρωταγωνιστή στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης μιας ομάδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί πως η διαφήμιση της Ελλάδας στο εξωτερικό προβάλλει ως πολιτιστική κληρονομιά το άσπρο μπλε των κτηρίων στα κυκλαδονήσια, τη χωριάτικη σαλάτα της οποίας βασικό συστατικό είναι η ντομάτα που κάθε άλλο από ελληνικό προϊόν είναι. Λόγοι που έχουν ριζώσει βαθιά στο κοινωνικό υποσυνείδητο, ώστε να έχει λησμονηθεί η ανάμνηση της ενδεχομενικότητάς τους ονομάζονται αντικειμενικοί (Phillips & Jorgensen,2002: 98). Μια απλή ανάγνωση των διαφημιστικών εκστρατειών της ίδιας της Ελλάδας αλλά και πολλών άλλων μεσογειακών χωρών καταδεικνύει τον σημαίνοντα ρόλο της πολιτισμικής κληρονομιάς στην τουριστική διαφήμιση. Η κληρονομιά που με αυτόν τον τρόπο “παράγεται”, δεν συνιστά φυσικά αυτόχθονο προϊόν. Αυτό που διατίθεται στο διεθνές κοινό μπορεί να είναι προϊόν “εμπορευματοποίησης” μιας όντως υφιστάμενης πολιτιστικής παράδοσης, αλλά πολλές φορές αποτελεί μια εξ’ ολοκλήρου “εφεύρεση” η οποία παρουσιάζεται ως ‘παράδοση’ χωρίς όμως να είναι τέτοια. Οπότε το σημερινό σύνολο της πολιτισμικής κληρονομιάς είναι ικανό να φέρει στοιχεία φαντασιακά, ικανά να καλύψουν επίπλαστες ανάγκες και πολλές φορές ανάγκες προώθησης και πώλησής της, ώστε να καταναλωθεί μαζικά από τον εκάστοτε επισκέπτη.
σελίδα 69
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 70
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Ασφαλώς, δε μπορούμε να αγνοήσουμε όλη αυτή την τάση και να σταματήσουμε όλη αυτή τη βιομηχανία η οποία στηρίζεται στην ανάγκη των ανθρώπων για τόπους μνήμης. Μολαταύτα, μια κριτική, όσον αφορά την διατήρηση τους, επιβάλλεται, διότι είναι πλέον κατάφωρο ότι τίποτα δεν είναι αθώο και ανιδιοτελές στην επιλογή και την κατασκευή της πολιτισμικής κληρονομιάς, αφού με τη σειρά της, είναι υπαίτια στο να κάνει πιο περίπλοκες τις διαδικασίες κατασκευής ταυτότητας. Βέβαια δεν είναι απάντηση να αδειάσουμε τα μουσεία με τα αντικείμενά τους ή να κάνουμε το ίδιο με τα νοήματα των τόπων μνήμης. Αλλά για να υπάρξει μια δημιουργική κριτική κουλτούρα, η οποία εμπλέκει το παρελθόν και το παρόν σε ένα δημιουργικό διάλογο, πρέπει να υπάρξει μια απαλλαγή από την ιδέα ότι το παρελθόν είναι ανώτερο από το παρόν και ότι το δεύτερο δεν έχει τίποτα να προσφέρει στο πρώτο. Πρέπει να είναι μια συνεργατική διαδικασία η οποία θα βασίζεται σε μια ανοικτή κοινότητα η οποία δέχεται τόσο συνειδητά τη σύγκρουση με το παρελθόν όσο και την αλλαγή, αλλά είναι υπεύθυνη αυτή η ίδια για τη πολιτιστική κληρονομιά και την ταυτότητάτης, και όχι μια “ελιτ” της τουριστικής βιομηχανίας και του επιστημονικού κλάδου που να αποφασίζουν το τι είναι άξιο επιλεγόμενο και τι όχι.
σελίδα 71
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 72
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|Σύνοψη|
Πάνω στο ακρωτήριο, ο περίπατος κλείνει, τα βήματα σταματούν και κοιτώντας πίσω τι ο νους προσπαθεί να συνοψίσει με όλη αυτή τη συνειρμική αναζήτηση στο νησί. Με άλλα λόγια, ο χώρος μόλις οικειοποιηθεί και αποκτήσει κάποια ιδιαίτερη αξία για κάποιον, γίνεται τόπος. Ο τόπος είναι ένα ολικό ποιοτικό φαινόμενο που δεν μπορούμε να το εξετάσουμε αποσπασματικά. Οι δυο έννοιες είναι ικανές να φέρουν και να γεννήσουν βαριά νοήματα, κάθε φορά, που σκεφτόμαστε για αυτά. Η εμπειρία και τα βιώματα είναι βασικές διαδικασίες αναγνώρισης, οικειοποίησης, ιδιοποίησης, ενός τόπου. Ωστόσο, οι εμπειρίες είναι αυτές που διαμορφώνουν την ταυτότητά μας είναι με άλλα λόγια άρρηκτα συνδεδεμένη με τον εκάστοτε τόπο, με τον οποίο είμαστε προσκολλημένοι, όπως ένα παιδί προσκολλάται στην μητέρα του. Αυτή του παρέχει την ασφάλεια και του καλύπτει τις βασικές ανάγκες φυσικές και συναισθηματικές. Το ίδιο κάνει και ο τόπος στον άνθρωπο. Άρα το ποιοι είμαστε συσχετίζεται με τον τόπο που οικειοποιούμαστε και θεωρούμε “δικό μας”. Η προσκόλληση σε έναν τόπο είναι μια ικανή διεργασία να αναπτύξει κάποιος της ταυτότητά του και κατ’ επέκταση, την ταυτότητά του κάθε τόπου. Παράλληλα, άλλες διεργασίες όπως αυτή της αντίληψης του άλλου, της εξωτερικής ομάδας, έρχεται να ενισχύσει τοπικές ταυτότητες και να προσφέρει υποδιαιρέσεις στο εσωτερικό. Το νησί διαιρείται σε χωριά, τα χωριά, σε γειτονιές και σόγια, παρέχοντας μια κοινωνική οργάνωση, η οποία ωστόσο εκφράζεται και χωρικά. Ισχυρή παρουσία στην διαμόρφωση της ταυτότητας και βασικό συστατικό των παραπάνω, είναι η μνήμη και πώς κάθε ομάδα τη διαχειρίζεται. Είναι, ίσως, το ισχυρότερο όπλο στην διαμόρφωση και κατασκευή ταυτοτήτων. Η μνήμη είναι μια κατασκευή του παρόντος, που αναφέρεται στο παρελθόν. Είναι αυτή που μας προσφέρει τη συνέχεια του εαυτού μας (προσωπική ταυτότητα), ενώ παράλληλα διαμορφώνει και τη συλλογική ταυτότητα μιας ομάδας (έθνους, πόλης κλπ.) Όσο η διαχείριση της μνήμης είναι στα χέρια των συλλογικοτήτων, αυτές, υπόρρητα είναι υπεύθυνες για να εξιστορήσουν και να πουν ποιες είναι, αφού το τι θα θυμηθούν και τι θα ξεχάσουν έχει διηθηθεί σελίδα 73
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
και οριοθετηθεί από το ίδιο το κοινωνικό σύνολο, το οποίο αποδέχεται ή απορρίπτει μνήμες, τις οποίες ενσωματώνει στην αφήγηση της ιστορίας του. Τι συμβαίνει όταν αυτό σταματάει να υφίσταται; δηλαδή όταν πια η ρουτίνα αυτής της ομάδας δεν έχει ένα κοινό γνώμονα; Με άλλα λόγια, με την απώλεια της αγροτικής κουλτούρας, ένα μεγάλο ενιαίο σώμα που μοιραζόταν κοινό βίο, ξαφνικά σταματά να το κάνει και οι άνθρωποι σταδιακά καλούνται να ζήσουν “μόνοι” τους, Πλέον το εγώ υπερθεματίζεται κατά του εμείς. Η πολυφωνία όσο δελεαστική και να είναι, δημιουργεί μια περίπλοκη διαδικασία στην διαμόρφωση της ταυτότητας. Οι ενδεχομενικότες αυξάνονται, το ίδιο και ο βαθμός δυσκολίας. Όσο οι άνθρωποι απομακρύνονται από το παρελθόν τους, τόσο περισσότερο το ερευνούν και θέλουν να μάθουν γι’ αυτό, διότι το παρόν τούς φαίνεται ανοίκειο χωρίς κάποια δυνατή συλλογικότητα να βασιστούν. Σε αυτό το σημείο, εμφανίζεται η πολιτισμική κληρονομιά που έρχεται να παρουσιάσει τεκμήρια που αφορούν αυτή την αναζήτηση. Η επιλογή των συγκεκριμένων τεκμηρίων έναντι άλλων, είναι μια διαδικασία στην οποία λανθάνουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και ζητήματα. Οπότε πλέον στο κομμάτι της διαμόρφωσης της ταυτότητας μπαίνει το κομμάτι καθαρά της κατασκευής. Επιλέγουμε στο παρόν αυτούς τους τόπους, που είναι ικανοί να εξιστορήσουν το παρελθόν που θέλουμε να τονίσουμε πως μας ανήκει και μας παρέχει μια συνέχεια. Η επιτάχυνση της ιστορίας τον τελευταίο αιώνα έχει φέρει σε μετέωρη θέση πολλές κοινωνίες, που ψάχνουν να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους. Αυτό συμβαίνει και στην Κύθνο. Το σώμα της ταλαντεύεται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Η νοσταλγία του πρώτου, το τοποθετεί σε ένα βάθρο, εκφράζοντας μια δυσαρέσκεια για το τώρα. Ο σύγχρονος κόσμος, είναι καταδικασμένος να ζει στη μνήμη για να νιώσει μια γνωστή θέρμη και μια ασφάλεια που το παρόν τού την έχει αρπάξει. Αυτή η νοσταλγία τον καταδικάζει σε μια μίμηση του παρελθόντος, χωρίς να τον βοηθάει να δράσει δημιουργικά στο παρόν και να παράξει νέα πράγματα, κληροδοτήματα. Βέβαια, αυτό το βασικό του άγχος είναι και η τροχοπέδη του. Αν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε κάτι από αυτή τη διάλεξη είναι το ότι τίποτα δεν είναι στατικό, ο άνθρωπος και ο τόπος έχουν ένα ρυθμό μεταβολής, ο οποίος πριν τον εικοστό αιώνα ήταν σταθερός, πλέον όμως κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το υπέρογκο μέγεθός του. Ο άνθρωπος ωστόσο είναι αυτός που ορίζει αυτόν το ρυθμό και αυτό μάλλον που θέλει σελίδα 74
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
να πει η όλη συλλογιστική της διάλεξης είναι ότι η παύση είναι απαραίτητη, αναγκαία αν όχι επιτακτική. Ο σύγχρονος άνθρωπος τη χρειάζεται ώστε να καταλάβει τι έχει κάνει, να ασκήσει μια κριτική στο εαυτό του αλλά και σε οτιδήποτε καταναλώνει, από κάτι βρώσιμο μέχρι μια ταυτότητα, η οποία έχει κατασκευαστεί για αυτόν.
σελίδα 75
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 76
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|Βιβλιογραφία| A Altman, I. (1975) The environment and social behavior. Monterey, CA: Brooks/Cole.
B Brewer, M. B. (1991) The social self: on being same and different at the same time. Personality and Social Psychology Bulletin, 17, 475–482. Borley, (2003) Βάλληνδας Α,(χχ) Κυθνιακά έθιμα Βαν Μπούσχοτεν, Τ. Βερβενιώτη, Ε. Βουτυρά, Β. Δαλκαβούκης, Κ. Μπάδα (2008) μνήμες και λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, (επιμ.) Κ. Μπάδα, Συλλογικό έργο, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008 Βενετούλιας (2007) Του νησιού μου. Εκδόσεις Εν πλω
ΓC Cuba, L., & Hummon, D. M. (1993) A place to call home: identification with dwelling, community, and region. Sociological Quarterly, 34, 111–131.
Δ D Deutsch, N. (2005) A second home. In B. J. Hirsch (Ed.), A place to call home
E Evans, 1999 Ελύτης (1992) Εν λευκώ. Εκδόσεις Ίκαρος
G Giuliani, M., Ferrara, F., & Barabotti, S. (2003) One attachment or more? Ashland, OH: Hogrefe & Huber
σελίδα 77
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Η Halbwachs (1992) On collective memory. Edited, Translated, and with an Intoduction by Lewis A. Coser. The University o Chicago Press. Hallowell, A. I. (1955) Culture and experience. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Hay, R. (1998) Sense of place in developmental context. Journal of Environmental Psychology, 18, 5–29. Heidegger (2008) Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι. Μετάφραση: Γιώργος Ξηροπαΐδης. Εκδόσεις Πλέθρον Hermes Project vol1 (2006) Practical Aspects of Cultural Heritage- presentation, revaluation, development. Published by: Bauhaus-Universität Weimar, Germany Hermes Project vol2 (2006) The Politics of Heritage and Regional Development Strategies – actors, interest, conflicts. Published by: Bauhaus-Universität Weimar, Germany Hidalgo, M. C., & Hernandez, B. (2001) Place attachment: conceptual and empirical questions. Journal of Environmental Psychology, 21, 273–281.
Κ Kasarda, J. D., & Janowitz, M. (1974) Community attachment in mass society. American Sociological Review, 39, 328–339.
Λ (L) Levi-strauss (2000) Θλιβεροί τροπικοί. Μετάφραση Βούλα Λούβρου. Εκδόσεις Χατζηνικολή Hewison, (1987) The Heritage Industry: Britain in a Climate of Decline. Published by Methuen Publishing Ltd Low, S. M. (1990) Cross-cultural place attachment: a preliminary typology. In Y. Yoshitake, R. B. Bechtel, T. Takahashi, & M. Asai (Eds.), Current issues in environmentbehavior research. Tokyo: University of Tokyo. Lowenthal (1985) The Past is a Foreign Country. Cambridge University Press σελίδα 78
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Λέκκας Π, (2001) Το παιχνίδι με το χρόνο, ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2001
Μ Manzo, L. C. (2005) For better or worse: exploring multiple dimensions of place meaning. Journal of Environmental Psychology, 25, 67–86. Manzo, L. C. (2003) Beyond house and haven: toward a revisioning of emotional relationships with places. Journal of Environmental Psychology, 23, 47–61. Mesch, G. S., & Manor, O. (1998) Social ties, environmental perception, and local attachment. Environment and Behavior, 30. Melrau-Ponty (1991) Η αμφιβολία. Tο μάτι και το πνεύμα του Σεζάν. Μετάφραση: Αλέκα Μουρίκη. Εκδόσεις Νεφέλη Μηλιαράκης Α.(1874) ΚΥΚΛΑΔΙΚΑ ΗΤΟΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΝΗΣΩΝ. Εκδόσεις Αναστατικές Μπάδα (2010) Ο εμφύλιος πόλεμος ως βιωμένη εμπειρία και μνήμη των γυναικών, στο Μνήμες και λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου Μπάδα (2010) Η ιστορία και η μνήμη των εκτελέσεων γυναικών στο Αγρίνιο Μπαρτ (1990) Συμβάντα. Εκδόσεις Ράππας Μπαρτ (2001) Η επικράτεια των σημείων. Εκδόσεις Ράππα
Ν Nora (1989) Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire. Published by University of California Press Norberg-Schulz (2009) Genius Loci: Το πνεύμα του τόπου. Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ.
σελίδα 79
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Ντεριντά (2003) Η γραφή και η διαφορά. Μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης. Εκδόσεις Καστανιώτη
Π (P) Pallasmaa, (2005) The Eyes of the Skin: Architecture and the Senses. Publiced by Wiley Academy Phillips & Jorgensen (2002) Discourse Analysis as Theory and Method Proshansky, H. M. (1978) The city and self-identity. Environment and Behavior, 10, 147–169. Proshansky, H. M., & Fabian, A. K. (1987) The development of place identity in the child. In C. S.Weinstein, & T. G. David (Eds.), Spaces for children (pp. 21–40). New York: Plenum. Proshansky, H. M., Fabian, A. K., & Kaminoff, R. (1983) Place-identity. Journal of Environmental Psychology, 3, 57–83. Proshansky, H. M., Ittelson, W. H., & Rivlin, L. G. (Eds.). (1970) Environmental psychology: Man and his physical setting. New York: Holt, Rinehart & Winston. Παραδέλλης (1995) Ανθρωπολογία της μνήμης, στο Ρ. Μπενβενίστε, Θ. Παραδέλης (επιμ.), Διαδρομές και τόποι της μνήμης. Ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Φεβρουάριος 1995), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995
Ρ (R) Riemer, J. W. (2004) Job relocation, sources of stress, and sense of home. Community, Work & Family, 2, 205–217. Riley, R. B. (1992) Attachment to the ordinary landscape. In I. Altman, & S. M. Low (Eds.), Place attachment (pp. 13–35). New York: Plenum. Robinson, M. P., & Freeman, W. (1954) Psychosurgery and the self. New York: Grune & Stratton.
σελίδα 80
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
Σ (S) Samuel (1994) Theatres of Memory: Past and present in contemporary culture. Published by Verso Σέννετ (2011) Ο τεχνίτητης. Εκδόσεις Νησίδες Σερτώ (2010) Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν. Εκδόσεις Σμίλη
Τ Tanizaki(1995) Το εγκώμιο τη σκιάς. Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης Εκδόσεις Άγρα Thompson, B. (2002) “Statistical,” “practical,” and “clinical”: How many kinds of significance do counselors need to consider? Journal of Counseling and Development, 80, 64–71. Tuan (1977) Space and Place: The Perspective of Experience. Publiced by University of Minnesota Press. Twigger-Ross, C. L., & Uzzell, D. L. (1996) Place and identity processes. Journal of Environmental Psychology, 16, 205–220. Φ (F) Foucault 1987 Εξουσία, γνώση και ηθική. Αθήνα: Εκδόσεις Ύψιλον, 1987 Fullilove, M. T. (1996). Psychiatric implications of displacement: contributions from the psychology of place. American Journal of Psychiatry, 153, 1516–1523. Χ Χιλιαδάκης Σ (xx) Οδηγοί εταιρίας Ελλην. Τουριστικών συγγραφέων. Σειρά Α: Τα νησιά των Κυκλάδων, Κύθνος. Εκδόσεις Εμμ. Μαθιουδάκης Ω (W) Williams, D. R., Patterson, M. E., Roggenbuck, J. W., & Watson, A. E. (1992) Beyond the commodity metaphor: Examining emotional and symbolic attachment to place. Leisure Sciences, 14, 29–46. σελίδα 81
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
σελίδα 82
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|Παράρτημα|
[Η κύθνος, πηγή: ιστοσελίδα δήμου Κύθνου http://www.kythnos.gr/]
Η Κύθνος είναι ένα κυκλαδονήσι ανάμεσα σε Κέα και Σέριφο (Δυτικές Κυκλάδες) σε απόσταση 56 ναυτικών μιλίων από το λιμάνι του Πειραιά και μόλις 2 ώρες από το λιμάνι του Λαυρίου. Διοικητικά ανήκει στη Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. Ονομάζεται και Θερμιά (τα Θερμιά), τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα οπότε και αναφέρεται ως “Επισκοπή Κέας και Θερμίων”. Το όνομα αυτό οφείλεται στις θερμές πηγές που υπάρχουν μέχρι και σήμερα στον όρμο των Λουτρών. Τα λουτρά της Κύθνου λέγεται ότι απολάμβανε και ο βασιλιάς Όθωνας και η βασίλισσα Αμαλία (1837-1862). Η Κύθνος έχει έκταση 99,3 τ.χλμ. και μήκος ακτογραμμών περίπου 104 χιλιόμετρα, με 92 όρμους, ορμίσκους και παραλίες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι προσβάσιμες οδικά. Στο νησί υπάρχουν δύο μεσόγεια χωριά, η Χώρα η Μεσαριά με 806 κατοίκους και η Δρυοπίδα με 797 κατοίκους (απογραφή 2001). Επιπλέον υπάρχουν τρεις κύριοι παραθαλάσσιοι οικισμοί: το κύριο λιμάνι ο Μέριχας με 250 κατοίκους περίπου, τα Λουτρά με τις ιαματικές πηγές και η Παναγία Κανάλα με την ομώνυμη εκκλησία. Η Κύθνος έχει καθημερινή συγκοινωνία με τον Πειραιά και το λιμάνι του Λαυρίου. Ο δήμος Κύθνου περιλαμβάνει το νησί της Κύθνου καθώς και τις γύρω νησίδες. Τον Δήμο Κύθνου αποτελούν οι οικισμοί Χώρα, Δρυοπίδα, Αγιος Δημήτριος, Αγία Ειρήνη, Αγιος Στέφανος, Απόκρουσι, Λουτρά, Νάουσα, Γαιουρόμαντρα, Επισκοπή, καλό Λιβάδι, Κανάλα, Λεύκες, Λιοτρίβι, Μέριχας, Σκύλου, Φλαμπούρια και η νησίδα Πιπέρι. Πρώτοι κάτοικοι της Κύθνου αναφέρονται οι αρχαίοι Δρύοπες με βασιλιά τους τον Κύθνο εξ ου και το όνομα της νήσου που λεγόταν επίσης και Δρυοπίς ή Οφιούσα. Κατά τον Μεσαίωνα λεγόταν Θήραμνα (όπως ο Δανιήλ ο Θηράμνιος 1661), ενώ ο Νείλος Δοξαπατρή από το 1143 την αναφέρει με το όνομα Θερμιά, από τις θερμές πηγές που υφίστανται. Αργότερα οι Τούρκοι την αποκαλούσαν “Χαμάμ αντασί” (=νήσος Λουτρά). Και τέλος οι Ιταλοί την αποκαλούσαν “Φέρμινα”. Στους αρχαίους επίσης χρόνους στη Κύθνο είχε ιδρυθεί μια ακμάζουσα ιωνική αποικία από τους Κέστορα και Κέλυφο. Οι αρχαίοι Κύθνιοι ασχολούνταν και με την ναυτιλία και στους Περσικούς πολέμους συμμετείχαν με μια τριήρη και μία πεντηκόντορο αφού απέκρουσαν τις προτάσεις φιλίας του Πέρση Βασιλέως. Η αρχαία πολιτεία της Κύθνου σελίδα 83
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
φημιζόταν για την ευνομία της όπου και για το λόγο αυτό ο Αριστοτέλης αφιερώνει ειδική μελέτη για τη Κύθνο στο έργο του “Περί Κυθνίων Πολιτείας”, έργο που δεν διασώθηκε. Επίσης οι άρχαίοι Κύθνιοι διέπερεψαν στα γράμματα και τις τέχνες όπου και ανέδειξαν δύο ονομαστούς ζωγράφους τον Τιμάνθη και τον Κυδία. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης η Κύθνος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχαία εποχή. Ο Βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε’ το 202 π.Χ. εγκατέστησε φρουρά για να ανακόψει τις ρωμαϊκές επιθέσεις, όπου και πράγματι μετά την άλωση της Άνδρου το 199 π.Χ. όταν επιχείρησαν οι Ρωμαίοι να καταλάβουν την Κύθνο όχι μόνο δεν το κατάφεραν αλλά αναγκάσθηκαν μετά από μακρά πολιορκία να εγκαταλείψουν τη νήσο λόγω της ισχυρής οχύρωσης. Ίχνη αρχαίων πόλεων βρίσκονται στα ΝΔ μέρη της νήσου στη τοποθεσία Ρηγόκαστρο ή Εβραιόκαστρο και στα ΒΔ στη τοποθεσία Κεφαλόκαστρο. Το Κεφαλόκαστρο πρέπει να ήταν η πρωτεύουσα της νήσου που καταστράφηκε από τους Τούρκους κατόπιν προδοσίας τον 16ο αιώνα. Η Κύθνος χρησιμοποιήθηκε επίσης ως τόπος εξορίας πρώτα από τους Ρωμαίους. Έγινε δε περισσότερο γνωστή από ένα τρομερό πειρατή με το όνομα Νέρων κατά του οποίου επιχείρησε ολόκληρη εκστρατεία ο Καλπούρνιος Ασπρενάτος κατά την οποία συνέλαβε και σκότωσε τον ψευδο-Νέρωνα. Επί Φραγκοκρατίας η νήσος περιήλθε από το 1207 και μετά στη κυριαρχία διαφόρων Οίκων όπως των Σανούδων, Καστέλλη κ.ά. μέχρι το 1537που καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Το 1600 οι Τούρκοι έσφαξαν όλους τους άρρενες με συνέπεια το νησί σχεδόν να ερημωθεί και οι κάτοικοί του, τον επόμενο αιώνα, έφθαναν μόλις τους 1.000 έως 3.000 που και οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονταν από τις γύρω νήσους. Το 1770 τη Κύθνο κατέλαβαν οι Ρώσοι όταν και εγκατέστησαν ως διοικητική αρχή ένα διοικητή - επίτροπο και τέσσερις συνδίκους. Όταν οι Ρώσοι εγκατέλειψαν μετά 4 χρόνια τη Κύθνο μετέφεραν μαζί τους πολλές αρχαιότητες.
σελίδα 84
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
|Παράρτημα|
[πηγές φωταγραφιών]
εικόνες από προσωπικό αρχείο |14||44||47κύκλος||52||60κύκλος||62||64||66| εικόνες από το λεύκωμα η Κύθνος του χθές |32||47ορθογώνιο||50||60ορθογώνιο| εικόνες από προσωπικό αρχείο Γιώργη Βενετούλια |36||56| εικόνα από αρχείο Σύνδεσμου Δρυοπιδέων |58| εικόνα από αρχείο Θοδωρή Φίλιππα |30| εικόνες από διαδικτυακές πηγές |12||70||72||74| υπόβαθρο χάρτη από κτηματολόγιο |10||20||26||34| υπόβαθρο χάρτη από google maps |16||28| υπόβαθρο χάρτη απο Βικιπέδια |18|
σελίδα 85
Το σώμα του τόπου
το οικείο παράδειγμα της Κύθνου
μάθημα: διάλεξη (4084) φοιτητής: δημήτριος γονιδάκης επιβλέπουσα: παναγιώτα (πέννυ) κουτρολίκου ακαδημαϊκό έτος 2014-2015 του εθνικού μετσόβιου πολυτεχνείου σελίδα 86