ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ

Page 1

ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Α. ΓΚΟΓΚΑ

ΠΟΙΗ΢Η

ΛΑΡΝΑΚΑ 2020


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Α. ΓΚΟΓΚΑ ΑΝΑ΢Ε΢ ΑΠΟ ΣΗΝ ΚΑΜΠΟΤΛ

ΑΥΙΕΡΩΜΑ ΢τα τραύματα του κόσμου που γίνονται πηγές ειρήνης

ΙΔΙΩΣΙΚΗ ΕΚΔΟ΢Η

1


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ISBN: 978-9925-7392-9-5 Σύτλοσ: ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ ΢υγγραφϋασ: Δημότριοσ Γκόγκασ Ημερομηνύα Ϊκδοςησ: e-mail επικοινωνύασ: dimitriosgogas2991964@yahoo.com Copyright 2015 © Δημότριοσ Γκόγκασ Επιτρϋπεται η αναδημοςύευςη, η αναπαραγωγό, ολικό, μερικό ό περιληπτικό ό η απόδοςη κατϊ παρϊφραςη ό διαςκευό του περιεχομϋνου του βιβλύου με οποιοδόποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογρϊφηςησ ό ϊλλο, ό η μετϊδοςη του βιβλύου ό μϋρουσ του με οποιοδόποτε μϋςο και ςε οποιαδόποτε μορφό με τη γραπτό ςυγκατϊθεςη του ςυγγραφϋα Κϊθε γνόςιο αντύγραφο θεωρεύται ότι φϋρει την υπογραφό του ποιητό

΢το γιο μου Αντώνη ΢τη γυναύκα μου ΢τρατούλα

2


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Πρόλογοσ Σο ςωτόριο ϋτοσ 2002 εύχαμε υποβϊλλει ςτο Γενικό Επιτελεύο ΢τρατού, μεγϊλοσ αριθμόσ ςτρατιωτικών, αιτόςεισ προκειμϋνου να επανδρώςουμε ϋνα λόχο μηχανικού που θα εκτελούςε βοηθητικϋσ εργαςύεσ ςτα πλαύςια μιασ Ειρηνευτικόσ αποςτολόσ τησ Διεθνούσ Κοινότητασ, ςτην περιοχό τησ πρωτεύουςασ του Αφγανιςτϊν, την Καμπούλ. Σην χρονιϊ εκεύνη το Αφγανιςτϊν προςπαθώντασ να επανακϊμψει από την δεκαετό κατοχό των Ρώςων και να απαλλαγεύ από την δυναςτικό ςυμπεριφορϊ των Σαλιμπϊν, φϋρεται να δϋχεται την βοόθεια του Δυτικού Κόςμου. Η ςυγκρότηςη του λόχου πραγματοποιόθηκε ςτην Νϋα ΢ϊντα του νομού Θεςςαλονύκησ. Οι πρώτεσ μϋρεσ κύληςαν με εκπαύδευςη πϊνω ςε ςτρατιωτικϊ θϋματα και ενημϋρωςη για το Αφγανιςτϊν, που θα μασ δεχότανε για περιςςότερο από 3 μόνεσ, καθοριςμό καθηκόντων, χρϋωςη υλικών, γενικό προετοιμαςύα. Οι ιατρικϋσ εξετϊςεισ πραγματοποιόθηκαν ςτο Γενικό ΢τρατιωτικό Νοςοκομεύο τησ Θεςςαλονύκησ. Σο ϋνα εμβόλιο διαδεχότανε το ϊλλο, η μύα εξϋταςη την ϊλλη και τελικϊ ο αριθμόσ των ςτρατιωτικών που εύχαμε επιλεγεύ για την Δύναμη, οριςτικοποιόθηκε με οριςμϋνεσ μικρϋσ αλλαγϋσ που κρύθηκαν αναγκαύεσ, καθώσ οριςμϋνοι επϋλεξαν ϋςτω και την τελευταύα ςτιγμό να παραιτηθούν από την προςπϊθεια. Αρχϋσ Νοεμβρύου μεταφερθόκαμε με ςτρατιωτικό αεροπλϊνο C-130, μϋςω των Ηνωμϋνων Αραβικών Εμιρϊτων και μύα ςτϊςη ςτο Πακιςτϊν, ςτην πρωτεύουςα του Αφγανιςτϊν: Καμπούλ. Εκεύ μασ περύμεναν οι ςυνϊδελφοι προηγούμενων αποςτολών και κϊτω από δυνατό βροχό, μετακινηθόκαμε ςτο ςτρατόπεδο που εύχε διαμορφωθεύ κατϊλληλα για τουσ λόχουσ, οριςμϋνων από τα κρϊτη που απϊρτιζαν την ειρηνευτικό δύναμη. Πιο ςυγκεκριμϋνα ςτο ςτρατόπεδο που ϋδρευε η Ελληνικό δύναμη, υπόρχαν Ιταλικϋσ δυνϊμεισ (που αςκούςαν και την διούκηςη του λόχου), Ιςπανού, Ολλανδού και Δανού. Σο κτύριο τησ ελληνικόσ δύναμησ, ϋνα από τα πλϋον κατατρυπημϋνα από ςφαύρεσ και όλμουσ κτύρια εκεύνου του ςτρατοπϋδου, που όπωσ μϊθαμε αργότερα υπόρξε Ρωςικό ΢τρατιωτικό ΢χολό Αξιωματικών, όταν το δεύτερο αριςτερϊ μετϊ την εύςοδο και πύςω από το κτύριο με τουσ κοιτώνεσ των Ιταλών. Εύχε διαμορφωθεύ κατϊλληλα, αλλϊ ακόμα δεν ικανοποιούςε απόλυτα τισ ανϊγκεσ διαβύωςησ του προςωπικού. Σο πρώτο μϋλημα του λόχου όταν αυτό. Ϊτςι όταν ανϋλαβε ο νϋοσ Διοικητόσ και επαναπατρύςτηκε το προηγούμενο τμόμα ςυναδϋλφων που εύχε ολοκληρώςει την αποςτολό του, ο ςτόχοσ του όταν να δημιουργόςει ξεχωριςτϊ δωμϊτια για τουσ αξιωματικούσ, θαλϊμουσ που θα ςτϋγαζαν τουλϊχιςτον 8 οπλύτεσ και ξεχωριςτό δωμϊτιο για τον ύδιο και τουσ αξιωματικούσ- διοικητϋσ των διμοιριών. Η προςπϊθεια του ευοδώθηκε και ςε λιγότερο από ϋνα μόνα, εκμεταλλευόμενεσ τισ ξυλουργικϋσ δεξιότητεσ οριςμϋνων αξ-κών και οπλιτών, το ϋργο τελεύωςε. Δημιουργόθηκε ϋνα αξιόλογο Κϋντρο Χυχαγωγύασ, μια μικρό καφετϋρια που μϊλιςτα εύχε τϋτοια φόμη, που την επιςκϋπτονταν και μϋλη ϊλλων αποςτολών. Ιδιαύτερα οι Ιςπανού (που αργότερα εύχαν ϊτυχο τϋλοσ, καθ΄ όςον το αεροπλϊνο που τουσ μετϋφερε πύςω ςτην πατρύδα τουσ ςυνετρύβη ςε ϋδαφοσ τησ Σουρκύασ, λόγω κακών καιρικών ςυνθηκών)αγαπούςαν εκεύνη την καφετϋρια, θαύμαζαν την ελληνικό μουςικό και γεύονταν τισ ελληνικϋσ λιχουδιϋσ που φρόντιζε πϊντα ο μϊγειρασ να ετοιμϊςει. Η αποςτολό ϋτςι εύχε και πρόςθετα ϋςοδα, εκτόσ τησ οικονομικόσ ενύςχυςησ από την Ελλϊδα. 3


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Σα λουτρϊ, αν και εύχαμε προβλόματα με την υδροδότηςη (γινότανε από τερϊςτιεσ υδροφόρεσ τισ οπούεσ γϋμιζαν καμιόνια τησ γερμανικόσ διούκηςησ που ηγεύτο όλησ τησ Ειρηνευτικόσ αποςτολόσ την χρονιϊ εκεύνη) λειτουργούςαν ςωςτϊ. Εκεύ που υςτερούςαμε όταν οι τουαλϋτεσ που ςτεγϊζονταν ςε δύο φορτηγϊ και όταν λύγεσ (8 τουαλϋτεσ για 124 ϊτομα) Η βρώμα και η δυςωδύα όταν πολύ ϋντονη, κατουρόματα υπόρχαν παντού, ενώ οι κοπριϋσ ςε οριςμϋνεσ τουαλϋτεσ εύχαν βουλώςει τισ λεκϊνεσ και η καθαριότητϊ τουσ καθύςταται μαρτύριο για την ομϊδα των Αφγανών εργατών. Η ομϊδα αυτό αποτελεύτο από 5-6 ϊτομα με επικεφαλόσ ϋναν νεαρό ϊνδρα ηλικύασ περύπου 25 χρονών, που μϊλιςτα ςε μια ολιγόλεπτη και κατ΄ ιδύαν ςυζότηςη μου εύχε εκμυςτηρευτεύ ότι εύχε 4 γυναύκεσ. Γϋλαςε όταν του εύπα ότι εγώ εύχα μύα! Ϋταν ςυνεπόσ ςτην εργαςύα του, το ύδιο και οι υπόλοιποι Αφγανού. Σο μοναδικό τουσ μειονϋκτημα, η μπόχα που ανϋδυαν από το κορμύ τουσ, η απλυςιϊ πολλών ημερών που μασ ανϊγκαζε κϊθε φορϊ που ειςϋρχονταν ςτο κτύριο για καθαριότητα, εμεύσ να φεύγουμε για εκεύνη την ώρα που διαρκούςε η εργαςύα τουσ. Η μυρωδιϊ τουσ ϋφευγε μετϊ από αρκετό ώρα. Σο κτύριο τησ Ελληνικόσ αποςτολόσ εκτόσ του Γραφεύου του Διοικητού και των επιτελών, των θαλϊμων, του Ιατρεύου, διϋθετε μια υποτυπώδη Εκκληςύα, που χρηςύμευε και ωσ καταφύγιο ςτισ περιπτώςεισ που δύνονταν ςυναγερμόσ λόγω επιθϋςεων των Σαλιμπϊν και γυμναςτόριο που όμωσ το ςύνολο των οργϊνων του όταν κατεςτραμμϋνα. Αργότερα και μετϊ από δικό μου παρϋμβαςη δημιουργόθηκε μια βιβλιοθόκη. Εκεύ τοποθετόθηκαν όλα τα βιβλύα που βρϋθηκαν ςε διϊφορεσ γωνιϋσ του κτιρύου πεταμϋνα (το πιθανότερο από προηγούμενουσ ςυναδϋλφουσ) αλλϊ και βιβλύα που ϋφεραν μαζύ τουσ κϊποιοι και θεώρηςαν ότι θα όταν πιο χρόςιμα εϊν τα τοποθετούςαν ςτα ρϊφια τησ βιβλιοθόκησ. Διαχειριςτόσ δεν υπόρχε, αλλϊ μονϊχα ϋνα ςημειωματϊριο όπου ο καθϋνασ ϋπρεπε να γρϊφει το ονοματεπώνυμό του όταν χρεωνότανε ϋνα βιβλύο. Σο ςημειωματϊριο το εύδα λύγο πριν φύγω ϊδειο από ονόματα. Ο μοναδικόσ επιςκϋπτησ τησ βιβλιοθόκησ όμουν εγώ, όχι γιατύ διϊβαζα ςυνεχώσ αλλϊ γιατύ όταν ο μοναδικόσ χώροσ του κτιρύου, που θα μπορούςε κανεύσ να βρει περιςςότερη ηςυχύα και να ηρεμόςει από τουσ δυνατούσ ρυθμούσ τησ αποςτολόσ. Εξϊλλου ςε τϋτοιου εύδουσ αποςτολϋσ, οι ϊνδρεσ εύριςκαν περιςςότερη ευχαρύςτηςη ςτην θϋαςη αςϋμνων μεταμεςονύκτιων ταινιών, παρϊ ςτην ανϊγνωςη μυθιςτορημϊτων και ποιόςεων. Κϊποια ςτιγμό περύ τα μϋςα του Δεκϋμβρη του 2002 ο Διοικητόσ «κατϊλαβε» ότι η δημιουργύα τησ βιβλιοθόκησ δεν όταν καλό ιδϋα αφού δεν εξυπηρετούςε το ςύνολο των ανδρών (η αλόθεια όταν ότι εξυπηρετούςε μόνο εμϋνα) και εξϋφραςε την ϊποψη ότι θα ϋπρεπε να δημιουργηθεύ ςτην θϋςη τησ κϊτι ϊλλο. Ϊπεςαν κϊποιεσ ιδϋεσ ςτο τραπϋζι των ςυγκεντρώςεων αλλϊ δυςτυχώσ καμύα δεν ϊρεςε. Ο Διοικητόσ δεν πρόλαβε να υλοποιόςει την ςκϋψη τουσ καθ΄ όςον τον Ιανουϊριο του επόμενου ϋτουσ επαναπατρύςτηκε. Η βιβλιοθόκη παρϋμεινε για μϋνα ϋνα ηςυχαςτόριο, μϋχρι και την ημϋρα που αποχαιρετούςα την Καμπούλ. Εκεύ, ςτα πρόχειρα τραπϋζια που εύχαν ςτηθεύ με τισ ξύλινεσ καρϋκλεσ, γρϊφτηκαν τα μικρϊ κεύμενα και τα ποιόματα που ακολουθούν ςτισ επόμενεσ ςελύδεσ. Προςπαθούςα ςυνεχώσ να απομνημονεύςω εικόνεσ από τισ ςυχνϋσ περιπόλουσ ςτην πόλη τησ Καμπούλ, από τισ μετακινόςεισ μασ ςτο πεδύο βολόσ, από τισ μικρϋσ εξόδουσ ςτουσ δρόμουσ τησ μεγαλούπολησ, με τουσ αργούσ ρυθμούσ, τουσ μεγϊλουσ δρόμουσ, τα τραυματιςμϋνα κτύρια από τουσ όλμουσ και τισ ςφαύρεσ, τισ γυναύκεσ με τισ μπούρκεσ και τα αξύριςτα πρόςωπα των Αφγανών με την ανυπόφορη μυρωδιϊ τησ τςύκνασ που ανϋδυαν τα ςώματϊ τουσ. Εύχα πϊντα την αύςθηςη ότι όλη η βαςανιςμϋνη Καμπούλ μύριζε ςαν ϋνα τερϊςτιο αποχωρητόριο.

4


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Οι ϋξοδού μασ ςτην πρωτεύουςα του Αφγανιςτϊν (ο μύθοσ αναφϋρει ότι δημιουργόθηκε από τα περιςςεύματα των κρατών κατϊ την ημϋρα τησ δημιουργύασ του κόςμου) δεν όταν καθημερινϋσ, αλλϊ ςύγουρα όχι ςπϊνιεσ. Εκτόσ τησ 15νθόμερησ ςυντόρηςησ ςτο πεδύο βολόσ (ϋνα πεδύο βολόσ που ςτον ορύζοντϊ του υπόρχε ϋνασ κατακόρυφοσ ορεινόσ όγκοσ) πϊνω ςτην ςκόπευςη, πηγαύναμε τουλϊχιςτον μύα φορϊ την εβδομϊδα ςτην πρωτεύουςα, 3-4 θωρακιςμϋνα οχόματα ςε διϊφορουσ ςχηματιςμούσ για τον φόβο των επιθϋςεων. Προοριςμού μασ: η πολυςύχναςτη αγορϊ τησ Καμπούλ, ο ζωολογικόσ κόποσ με τα ελϊχιςτα ζώα, καθ΄ όςον όπωσ ϋλεγε ο φύλακασ τα περιςςότερα πϋθαιναν από αςιτύα (η Κυβϋρνηςη δεν εύχε την δυνατότητα να διαθϋςει κονδύλια για το αγορϊ φαγητού για τα ζώα και η ςύτιςό τουσ όταν ουςιαςτικϊ ιδιωτικό υπόθεςη) το Μουςεύο τησ πόλησ (βομβαρδιςμϋνο και γκρεμιςμϋνο ςε πολλϊ ςημεύα) όπου μασ ϋκανε εντύπωςη η ύπαρξη κολυμβόθρασ αλλϊ και η προτομό του Μεγϊλου Αλεξϊνδρου, το ςτϊδιο τησ πόλησ όπου γύνονταν οι εκτελϋςεισ γυναικών που κατϊ την ϊποψη των Σαλιμπϊν εξόκειλαν από τον κύκλο των ηθικών αρχών, (εκεύ παρακολουθόςαμε και το παραδοςιακό παιχνύδι: Μπούζκαςι) τα παλϊτια του βαςιλιϊ και τησ βαςύλιςςασ (πριν την Ρωςικό ειςβολό το Αφγανιςτϊν εύχε και βαςιλεύσ) όπου ϋβλεπε ο επιςκϋπτησ παρϊ την εγκατϊλειψη τον πλούτο. Σα παλϊτια τόςο του Βαςιλιϊ όςο και τησ Βαςύλιςςασ, όταν χτιςμϋνα ςε διαφορετικούσ λόφουσ και τα φυλούςε ϋνασ και μοναδικόσ φύλακασ ςτην πύλη των οικοπϋδων. Και αυτϊ τα κτύρια ςτϋκονταν τραυματιςμϋνα ςτη μϋςη του οροπεδύου, από τισ ςυνεχεύσ πολεμικϋσ διενϋξεισ. Εντύπωςη προκαλούςε ο αρχιτεκτονικόσ ρυθμόσ των παλατιών που ςε πολλϊ ςημεύα θύμιζε την αρχιτεκτονικό τησ Αρχαύασ Ελλϊδασ (κύονεσ, αετώματα κτλ) Κατϊ την εκτϋλεςη των υπηρεςιών μασ, πραγματοποιούςαμε ατελεύωτεσ διαδρομϋσ, περνώντασ μϋςα από εκτϊςεισ ναρκοθετημϋνεσ, από τησ υψύςτησ αςφαλεύασ φυλακϋσ ςτα περύχωρα τησ Καμπούλ, από τουσ επιβλητικούσ υψικαμύνουσ όπου καταςκευϊζανε τούβλα, από ϊςχημα χωριϊ όπου η φτώχεια εύχε γύνει ϋνα με τουσ ανθρώπουσ, πλην του γϋλιου των μικρών που παρϋμεινε και εδώ το ύδιο. Σα ξυπόλητα παιδιϊ, μασ χαιρετούςαν τρϋχοντασ δύπλα και πύςω από τα τεθωρακιςμϋνα οχόματα, χωρύσ την ϋννοια του κινδύνου αλλϊ προφανώσ ςυν επαρμϋνα από εμϊσ, που μπροςτϊ ςτα μϊτια τουσ φαντϊζαμε ωσ απρόςκλητοι επιςκϋπτεσ από ϊλλεσ περιοχϋσ που κρατούςαν ωσ εγγύηςη ςτα χϋρια τουσ το όπλο και την ειρόνη. Πόςο ψϋμα μϋςα ςε μια εικόνα. Ζόςαμε καταςτϊςεισ που κϊτω από ϊλλεσ ςυνθόκεσ ούτε που θα ςκεφτόμαςταν ότι θα μπορούςαν να υπϊρξουν ό να υπϊρξουμε εμεύσ μϋςα ςε αυτϋσ. ΢το πεδύο βολόσ, μασ πληςύαζαν γϋροντεσ που προςπαθούςαν να πουλόςουν τα παιδιϊ τουσ ϋναντι ενόσ νομύςματοσ για ερωτικό ςυνεύρεςη, ςτην αγορϊ μασ κύκλωναν παιδιϊ με τα χϋρια υψωμϋνα εκλιπαρώντασ για ϋνα ευρώ ό δολϊριο, ενώ ςτον ζωολογικό κόπο εθεϊθηςαν οι χιμπατζόδεσ με κομμϋνεσ τισ μύτεσ. Όπωσ μϊθαμε αργότερα κϊποιοι τισ εύχαν κόψει για φαγητό! ΢το γόπεδο ποδοςφαύρου τησ Καμπούλ, παρακολουθόςαμε όπωσ ανϋφερα και πιο μπροςτϊ, το παραδοςιακό παιχνύδι των Αφγανών το Μπούζκαςι, όπου δύο ομϊδεσ από καβαλϊρηδεσ (διαφορετικό χρώματα ϊλογα) προςπαθούςαν να τοποθετόςουν ϋνα κουφϊρι κατςύκασ ςε ϋνα κύκλο ςτην μϋςη του γηπϋδου. Υυςικϊ ζωςμϋνοι με όπλα και αλεξύςφαιρα γιλϋκα κϊτω από το βλϋμμα αδιϊφορων και μη Αφγανών πολιτών. Σο απόγευμα γυρνούςαμε ςτο ςπύτι μασ, ςτην βϊςη μασ, εκεύ που μασ περύμενε μια ζεςταςιϊ και μια αόρατη φροντύδα. Αςφϊλεια. Η βιβλιοθόκη τησ ειρηνευτικόσ δύναμησ αποτελούςε ϋνα μοναδικό καταφύγιο για να βϊλω κϊτω τισ ςκϋψεισ μου και να αριθμώ τισ λϋξεισ ςε μια προςπϊθεια να αποτυπώςω αυτό που ζούςα, ςυγκλονιςμϋνοσ. 5


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Κϊπου – κϊπου εμφανιζότανε ο διοικητόσ και από την μικρό πορτούλα ξεμύτιζε ρωτώντασ με τι αςχολούμαι. Όταν μετϊ από πύεςη, του εύπα ότι γρϊφω πούηςη, χαμογϋλαςε πικρϊ, ϋνα ειρωνικό μειδύαμα διαγρϊφηκε ςτα χεύλη του και με καληνύχτιςε. Από τότε ποτϋ δεν με ενόχληςε και με ϊφηςε να βουτώ κϊθε απόγευμα και βρϊδυ μϋςα ςτουσ ςτύχουσ, τισ λϋξεισ, τα ποιόματα και να μεθώ από το καλό ό κακό δημιούργημα ωσ αμπελουργόσ που δοκιμϊζει το κραςύ και μϋχρι το τελευταύο ποτηρϊκι, ϋχει όδη ζαλιςτεύ και περιμϋνει το ςιωπητόριο για να κλεύςει το μϊτι.

6


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Σελευταύεσ ημϋρεσ ΢επτϋμβρη, Αρχϋσ του Οκτώβρη Ερωτόςεισ Κύτρινο βαθύ Υθινόπωρο κι ϋνασ ϊρρωςτοσ ΢επτϋμβρησ με ςυμπτώματα γρύπησ. Ενοικιαςτόριο προςωρινό πληρώνει η ζωό μου, ς΄ ϋνα αρςενικό αφιλόξενο ςτρατώνα. Ϊςτρωςε ατϊκτωσ τα ξεραμϋνα φύλλα του ο μεθυςμϋνοσ μόνασ, ςκεπϊζοντασ με το κύτρινο ςεντόνι του, τησ γησ τα εναπομεύναντα ζωντανϊ μϋρη. Κατούκηςε ϋςχατοσ και ντροπαλόσ μϋςα μου, αναπϊντεχα και απροςδόκητα. Μύριζε πρώιμη βροχό, μύριζε και ξαφνικό κρύο. Φουχούλιαςα και ρύγωςα μϋςα ςτα ςιδερωμϋνα χακύ. Σρεισ μόνεσ ενϋχυρο, ςυγχρόνωσ και η εξόφληςη. Δειλϊ ο μεςτωμϋνοσ όλιοσ μεγϊλωνε πϊνω από τα κουρεμϋνα κεφϊλια μασ, ςτο αυςτηρό πρωινό κι ϋπαιρνε αγκομαχώντασ την υπϋρ ταχεύα του χρόνου, να μπολιϊςει ςτη νοτιςμϋνη δύςη τησ ημϋρασ τα ςπαςμϋνα κομμϊτια. «΢ε παρακαλώ» μϋςα απ΄ τη παγερό ςιωπό και τ΄ όμοιο ςκοτϊδι των απογευματινών καψερών ηλιαχτύδων. ΢τη βρεγμϋνη ςιωπό, ςτα μουδιαςμϋνα χαμόγελα των νιόφερτων ανδρών, ςτισ πρωινϋσ ώρεσ του γριπωμϋνου ΢επτϋμβρη. Ϊπιανα την βαριϊ καρδιϊ μου, μια κρύα φλούδα πεύκου ξεκολλούςε. Αντύκριζα το ψηλό βουνό, τόςο μικρό αυτό το βουνό με ςκονιςμϋνα κυπαρύςςια. Η εγκυμονούςα ψυχό μου μια μικρό ςημαύα που γνώριζε να ςωπαύνει. Πόςεσ μορφϋσ να πϊρει τούτη η ςιωπό. Όςεσ οι ςιωπϋσ τόςοι και οι ϊνθρωποι. Μετρούςα την ςιωπό τησ ψυχόσ με το δεξύ δεύκτη υψωμϋνο κϊθετα ςτα δύο χεύλη. Δεν μπορεύσ να μιλόςεισ. Δεν ϋχεισ το δικαύωμα, ούτε θα ϋχεισ την ευκαιρύα. Μετρούςα τα βόματα των ϊλλων, διαιρούςα κι ϋβγαζα τα δικϊ μου ςτο πηλύκο. Επιτραπϋζιο παιχνύδι ςτην αχανό αρϋνα καθώσ ϋβλεπα την αλλαγό φρουρϊσ. Μπροςτϊ ςκυφτόσ ο γϋροσ Δεκανϋασ, νϋοσ γεραςμϋνοσ χρόνοσ. Ωχρονοσ διαμελιςτόσ ςκοπών, ταχυδρόμοσ όπλων και φυςιγγύων. 7


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Πϋφτανε ςτϊλεσ, ο ςκουριαςμϋνοσ τςύγκοσ τισ ςιγοντϊριζε. Και πϊλι εν δυο, ψηλϊ το ακούραςτο χϋρι, ύςιο το ακούμητο όπλο, δυνατϊ το ςταθερό πόδι. Γυναύκα απϊτη η διαρκόσ βροχό. Πϊλευε, ερωτοτροπώντασ με το ξερό, ουδϋτερο χώμα. Αναζότηςη. Εγώ, το ϊπλετο ςτενϊχωρο εγώ, ςτο ϊνετο εμεύσ, περύμενα απ΄ ώρα ςε ώρα να ςταματόςει παύρνοντασ τον δρόμο τησ ξενιτειϊσ του αποχωριςμού, του Φειμώνα και τησ Ωνοιξησ. Σόςο θα διαρκούςε το ταξύδι αυτό ςτον πακτωλό ποταμό. Οκτώ μόνεσ και τρεισ εποχϋσ. Πικροδϊφνεσ πότιζαν οι μικρϋσ και μεγϊλεσ ςτϊλεσ! Μϊνα ορφανό, καλό μου μϊνα, πωσ ςτϋκεςαι ϋτςι; Μην καύγεςαι ϋτςι, κομμϋνη καλαμιϊ του κϊμπου. ΢την μϋςη του κύκλου χορεύουν αντϊμα, Ο γκρύζοσ ουρανόσ κα ιη ετοιμόγεννη γη. Μϊχονται εντόσ μου. Κούφιο πικραμύγδαλο η ειρόνη και ϋνασ λϊγνοσ πόλεμοσ κοχλϊζουν μϋςα μου. ΢ύνθεςη παρϊταιρη ςτα τραπϋζια των λαών του κόςμου. Ξερό, ετοιμόρροπο λαρύγγι να ςπϊςει. Μια πλύθινη πηγό από ϋρημο ςτην ϋρημο. ΢τϋγνωςε από την αιώνια ανομβρύα των λϋξεων. Πώσ να ξεδιψϊςω από το ϊνυδρο των χρόνων; Σα αγιϊτρευτα ερωτόματα μικτϊ μουςκεύουνε. Πϋφτουν από τισ χαλαςμϋνεσ ρϊγεσ των αρχαύων ςυρμών. Οι επιταγϋσ ανεξαργύρωτεσ με ςκουριαςμϋνεσ ϊγκυρεσ Οπλιςμϋνεσ περύτρανα και θανϊςιμα. ΢τενϊζουν οι μολυςμϋνοι κοριού. Μικρϋσ παγύδεσ, αλώνουνε το μιςοφαγωμϋνο ςτρώμα. Ο θεόσ μασ ϋςτειλε την φθινοπωρινό καταιγύδα. Η αποδιωγμϋνη ςιωπό μασ, ςταμϊτηςε με το αυςτηρό αλτ του Δεκανϋα. Εύχε τελειώςει η αλλαγό των δειλινών ςκοπών. Ο όχοσ λόξιγκασ μιασ ςταγόνασ ςτο τςύγκο. Φνώτο ζωγραφιςτό πϊνω ςτο λερωμϋνο τζϊμι. Σα θηκϊρια εύχαν γεμύςει από λϊμεσ και ςκϋψεισ. Απλώςαμε τα κουραςμϋνα ςώματα, ςτα μουχλιαςμϋνα ςτρώματα, μουχλιϊςαμε αμϋςωσ και εμεύσ. 8


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Σο ϊνετο εμεύσ και το αγχωμϋνο εγώ! Οι αεικύνητεσ φιγούρεσ κλαμϋνων γυναικών ξυπνόςανε, Μϋςα ςτα χιαςτύ πλϋγματα των ςτεναγμών και των ςιδερϋνιων κρεβατιών. Βλϋπαμε τουσ δρόμουσ τησ ζωόσ από δω. Υταύει η δυνατό βροχό, ο μαύροσ βαρύσ ουρανόσ; Οι φϊλτςεσ ανδρικϋσ φωνϋσ από τουσ διπλανούσ θαλϊμουσ, Μακρινϊ μοιρολόγια, μιμόςεισ νεκρικών ακολουθιών Που αψηφούν – λϋνε υςτερικϊ-τον θϊνατο, Όταν παύρνει τα όνειρϊ μασ ςτο παρόν και υποδαυλύζει το εμπρόσ. Κόπαςε επιτϋλουσ η βροχό, Σο χϋρι ϊπλωςε δυο ςτϊλεσ δροςιϊ ςτα κουρεμϋνα μαλλιϊ. Κόπαςε και η ςιωπό.

9


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

1 Νοϋμβρη Ο Δρόμοσ προσ τον Θϊνατο Ανεμοδεύκτεσ οι ςκϋψεισ λαχταρούν να φτϊςουν ςτο τϋρμα. ΢τη ϊγνωςτη Δύςη θα κοπεύ το νόμα. ΢τησ ανατολόσ τα μϋρη θα ανούξει ϋνα νϋο κεφϊλαιο. Μυςτόριο με τη βολύδα ϋτοιμη να ςκϊςει εντόσ των λϋξεων. Θρύψαλα οι φθόγγοι και οι γραφϋσ. Θα τουφεκύςουμε τον πόλεμο, γιατύ ϋχουμε ϋφεςη ςτο Θϊνατο, εμεύσ! Ο πόλεμοσ θα πεθϊνει μαζύ μασ! Και τραγουδώντασ και τραγουδώντασ, όλοι μαζύ, κϊτω από το φωσ του ουρανού μασ. Εύναι ωραύα μϋρα να πεθϊνει κανεύσ! Πανηγύρι ο θϊνατοσ. ΢αν απλώνει το ςκεπαςμϋνο με τα δρεπϊνι χϋρι του του κλεύνουμε πονηρϊ το μϊτι. (η καημϋνη Καμπούλ ότανε μακριϊ ακόμα) Που ξεκινούν και πϊνε; Ρωτϊνε περύεργα περιπατητϋσ ςτα μονοπϊτια που διαβαύνουν τισ ιτιϋσ και τα κυπαρύςςια, Σόςα αμούςτακα παιδιϊ και ϊφοβοι ϊνδρεσ; ΢τόνει γϊμο και χαρϊ ο πόλεμοσ; Κι αυτόσ ο πόλεμοσ; Σι νεκρικό ςιγό το πανηγύρι του. Σι νεκρικό ςιγό, ςτο «προςοχό» η ςιγό του θανϊτου! Αντύο λοιπόν μην ξεχϊςω να πω. Αντύο δρόμοι, Που περπϊτηςα, Που ϋκλαψα, Που πόνεςα. Αντύο και πϊνω ςασ ξόδεψα Σόςεσ πατούςεσ υποδημϊτων.

10


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

2 Νοεμβρύου ΢τα αγϋννητα φεγγϊρια ΢τ΄ αγϋννητα φεγγϊρια αγϊπεσ μου προςεύχομαι. Να λϊμπουνε ςαν ϊςτρα. Ακϊνθινουσ δρόμουσ γυριςμού ασ χαρϊξουνε Κι αφού διαβώ των ακριτών τ΄ απόρθητα κϊςτρα, τα ςτόθη ορνϋων γυναικών, ςεμνϊ και ςεβϊςμια θα ψηλαφύςω. Μην πϋςω, μην υποκύψω ςτησ αμαρτύασ την εντολό, κι ύςτερα θα οςμύζω τα δϊκρυα τησ γησ. Κι ύςτερα ανϊςα και πϊλι ανϊςα.

11


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

5 Νοεμβρύου Επύκληςη Σαξιδιϊρικα πουλιϊ που απλώνετε τισ φτερούγεσ, πατώντασ ςτα ύψη, ςτησ καρδιϊσ το βαθύ αγκιςτρώνεται ο καημόσ, που ϋνασ κτύποσ θα κρύψει. Ο λυγμόσ μου κραυγϊζει τη διϊλυςη τησ ψυχόσ, κι ϋνα δϊκρυ τρυπϊει το χώμα. Να ξορκύςει τησ γησ την παρϊλυςη, ν΄ αναςτόςει το ϊψυχο ςώμα.

12


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

10 Νοεμβρύου ΢το βαθύ γαλϊζιο Μια διαδρομό υϊκινθουσ ονειρεύτηκα. Ποταμούσ ςτεγνών δακρύων γεύτηκα. Εύναι το χαμόγελό ςου, ςτο βαθύ γαλϊζιο. Σων βουνών τουσ όχουσ αφουγκρϊςτηκα. ΢τισ κορυφϋσ ν΄ αναδυθώ, κουρϊςτηκα. Εύναι ϋνα μυςτικό, ςτο βαθύ γαλϊζιο. ΢των κυμϊτων το πλατύ κοιμόθηκα, ΢των ερώτων την πηγό ξεπλύθηκα. Μύα η ανατολό, ςτο γαλϊζιο ςου χαρτύ. Αϋρηδεσ ςτον κόρφο ςου, γλυκολαλούνε. ΢ειρόνεσ όνειρα, με πόθο ςε καλούνε. Η αλλοτινό φύςη, ςτο γαλϊζιο ςου χαρτύ.

13


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

12 Νοεμβρύου Μϋρα, λύγο πριν ανούξει ο όλιοσ Μπορεύσ να αφουγκραςτεύσ τον μαγιϊτικο όχο που γεννϊει ο ειρηνικόσ λόγοσ; Απαλύνει το ανθρώπινο βαθύ τραύμα απ΄ την αγιϊτρευτη πληγό που ϊνοιξε ϋνασ μακρινόσ πόλεμοσ. Υυλϊκιςε, την δόξα μϋςα ςε ϋνα γυϊλινο βϊζο κυριακϊτικου γλυκού. Πϋταξε ςτην ϊκρη το ςπαςμϋνο κλώνο και το μαραμϋνο λουλούδι. Αδελφϋ: Πόραμε παραμϊςχαλα το παγκόςμιο θρϊςοσ, απρόςκλητοι επιςκϋπτεσ, γεύοντασ τισ ιςτορύεσ τουσ. Κραδαύνοντασ τισ κϊνεσ των όπλων που γυαλύζουν από το μπρϊςο, μπροςτϊ από το μπαμπακιαςμϋνο γϋνι των νϋων. Πύςω από τα ςτϊχυα των ςκονιςμϋνων πεδιϊδων, πϊνω από τισ ξύλινεσ τϊβλεσ, δύπλα ςτουσ βούρκουσ και τισ λαςπουριϋσ, όπου η πεύνα κϊθεται λεβϋντικα μαζύ με την λιγοςτό πύττα και το πικϊντικο ψωμύ με τα μπαχϊρια. Ποντύκια ξεβρϊζει η γησ, μϋςα ςτουσ ανοικτούσ υπονόμουσ και τα βαθιϊ οχυρώματα. Αυτού πολεμούν για την ςτερημϋνη πατρύδα. Κι εμεύσ ταμπουρωμϋνοι, για την ςυρματόπλεχτη ειρόνη.

14


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

15 Νοεμβρύου Μϋρα μου Σησ αγϊπησ ϋμαθα, τον λαβύρινθο. Υυλλωςιϋσ αδρόςιςτεσ ςτο πυρόξανθο. Αμαρτύα εύμαι εγώ. Μια ςτιγμό! Να ςιωπόςω! Σον ομφϊλιο τησ γησ μην αφόςω. Μϋρα μου, παρθϋνα. Αγϋννητη. ΢του Αι Δημότρη τη χρονιϊ, μϋρα μϋθυςα. ΢τα κλειςτϊ τησ ξενιτιϊσ, αιμορρϊγηςα. Και ο κτύποσ τησ καρδιϊσ, ςαν χαλϊζι. Μ΄ ϋνα νύχι γυϊλινο, με χαρϊζει. Μϋρα μου, αγνό. Αγϋννητη. Μεσ τησ γησ τα ςωθικϊ, λϊβα ντύθηκα. Πϋραςα απ’ τησ πηγόσ, μα δεν πλύθηκα. Ζει, απρόςμενα η ψυχό. Υτερουγύζει. Η ζωό, μια ρωγμό, μ΄ ακοντύζει. Μϋρα μου, μητϋρα. Αγϋννητη.

15


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

20 Νοεμβρύου Ηγότορα! ΢τον Διοικητό τησ Δύναμησ Ξεπεςμϋνε, υπερφύαλε ηγότορα, κοιτϊσ ψηλϊ! Πώσ να φτϊςεισ! Που να φτϊςεισ; Ψσ πού να φτϊςεισ; Σα απόκαμεσ όλα! Λεύψανε οι ξύλινεσ ςκϊλεσ. Οι αγορϋσ ςτην Καμπούλ κλειςτϋσ. Ϊχουμε πόλεμο εδώ και δύςκολα θα μεύνεισ. Οι μϋρεσ ςου τελειώνουν, κρυμμϋνοσ πύςω από τα χεύλη των διαταγών και τα ξύλινα διαχωριςτικϊ. Εύχανε αρχό οι νύχτεσ ςου, ϋχουνε και τϋλοσ. Οι ανϊςεσ από των ςτρατιωτών τα κορμιϊ εξανεμύζονται κρυφϊ ςτα μειδιϊματα και τισ υποκριςύασ τα αναγνώςματα. Εμεύσ; Ξϋρεισ, εύμαςτε εμεύσ που χαιρετϊμε το εθνόςημό ςου, κοιτώντασ τισ μουντζουρωμϋνεσ ςκονιςμϋνεσ αρβύλεσ ςτην πλατεύα ψϊχνουμε, την κρυωμϋνη ανϊςα μασ μϋςα ςτουσ γαιόςακουσ. Πωσ την αγκαλιϊςανε ςφικτϊ τα καπνιςμϋνα, από το μαύρο του μπαρουτιού, παρϊθυρα. Καθρϋφτησ διπρόςωποσ κλόθηκε μπροςτϊ ςου. ΢την μαύρη γραμμό των πρωινών δυςβϊςτακτων αναφορών. Εύςαι ϊραγε ο μϋγιςτοσ καλύτεροσ; Αναρωτόθηκεσ ποτϋ; Πώσ να αναρωτηθεύσ; Η τςύπα πϊντα φουςκώνει ςτο ζεςτό γϊλα. Βγϊλε την λεοντό με τα παρϊςημα που ςε ςκϋπαςε. Λευτϋρωςε τα χϋρια που πιςθϊγκωνα τα ϋχεισ διπλώςει. Σι ϊραγε ςου λεύπει; Σο ανδρικό χαμόγελο και το κόκκινο αύμα; Μια ρομφαύα; Η μακεδονικό περικεφαλαύα και το αςημοκϋντητο ςκόπτρο; Σο πραγματικό ςκηνικό τησ ϊδοξησ μϊχησ; Μεγϊλωςεσ! Εςύ μεγϊλωςεσ; Θαρρεύσ πωσ μεγϊλωςεσ απότομα κι η εξουςύα βόςκει ςτο κορμύ ςου.

16


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

26 Νοεμβρύου Αγαπημϋνη μου. Σι να ςου κϊνει μια καληνύχτα ςτην ερημιϊ του ςτρατοπϋδου; Πωσ προςπαθώ να ξεγελϊςω την μοναξιϊ με μια βουβό καληνύχτα κολλημϋνη ςτο κόκκινο των χειλιών μεταφϋρει τραύματα από ςτόμα ςε ςτόμα και από μια ανδρικό αγκαλιϊ ςε μύα ϊλλη κλειςτό. Πόςεσ φορϋσ να την πω, πόςεσ φορϋσ μπορώ να την ακούςω, να ξεγελϊςω τισ ςκιϋσ που ϊλλοτε μονϊχεσ και ϊλλοτε ζευγαρωτϋσ, περπατούν με τισ κϊνεσ των όπλων να εκλιπαρούν τουσ ουρανούσ των δωματύων, να ςυγκατανϋψουν ςτο πόνο, το κλϊμα, τον βουβό ούςτρο μιασ ςύντομησ ςυνϊντηςησ μϋςα ςτο όνειρο. Δειλϊ υποκλύνομαι δεχόμενοσ και ϋναν εφιϊλτη.

17


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

27 Νοεμβρύου ΑΝΑΜΝΗ΢Η Σισ νύχτεσ περνϊει πϊντα ϋξω από το ςπύτι και βρύςκει την πόρτα του κλειςτό. Σο μϊνταλο ςαν την λεπτό λεπύδα πϋφτει ςτο χϋρι με ορμό. Βλϋπει τισ γλϊςτρεσ μϋςα ςτην αυλό του. Σα ςτόθη του γεμύζουν μ΄ ουρανό. Μαύρα πουλιϊ οι αναςτεναγμού του. Μϋςα ςτα μϊτια του τ΄ αθϊνατο νερό. Αχ θα φωνϊξει, ν΄ ακούςει τη φωνό του; Αχ να προβϊλει ο όλιοσ, η γη να φωτιςτεύ. ΢παρϊζει ϋνασ θόρυβοσ, μην εύναι οι λυγμού του; Για μια αγϊπη που ϊργηςε γλυκϊ να αςπαςτεύ.

18


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Ξεκινϊ ο Δεκϋμβριοσ Θα πρϋπει να ϋχουν χαρϊδρεσ ΢τισ γρανιτϋνιεσ πλαγιϋσ, εύδα τισ τςαλακωμϋνεσ ανηφοριϋσ που κλεύδωναν τα βόματα των ανδρών. Εύδα, κϊτω από το δύχτυ τησ μπούρκασ, τισ ρυτύδεσ ανϋγγιχτων γυναικών. Εύδα, ςτισ διαρκεύσ ερωτόςεισ το βαθύ χρώμα του μαύρου. Εύδα, κορύτςια με πολύχρωμεσ φορεςιϋσ, πριν αρρωςτόςουν από κεύνη την φυςικό αςθϋνεια που την λϋγανε ειρόνη και πεθϊνουν από τα χϋρια μιςογύνη επαναςτϊτη. Εύδα, το ςκεπϊρνι καρφωμϋνο ςτον αφύλητο ςβϋρκο. Υτϊνει πια. Να λυςςομανούν οι αδϋςποτοι ςκύλοι για την ςϊρκα αθώων. Γιατύ εύδα. Ϊχουν μικρϊ αυλϊκια ςτο πρόςωπο, οι ςαβανωμϋνεσ γυναύκεσ. Δεν πρόλαβαν να γύνουν γυναύκεσ. Αρυτύδωτεσ μικρϋσ ανεμώνεσ. Μϋςα από την μπούρκα, η ταραχό και η ανημποριϊ, γλιςτρϊνε να δραπετεύςουν από την τςϊκιςη του υφϊςματοσ. Εκεύ, φτηνϋσ γυναύκεσ τησ αιώνιασ Καμπούλ, πύςω απ΄ το ςταχτύ τ΄ ανϋμου που ερωτευτόκατε, την φευγϊτη λευτεριϊ, μϋςα ςτισ ςπηλιϋσ που δώςατε φιλύ ςτισ ζωγραφιϋσ, να πεταρύςουν με τα γρϊμματα του αλφαβότου, εύδα! ΢τα αμμοχϊλικα που ςκόρπιςαν για να ξεφύγετε απ΄ το κακό βλϋμμα τησ Δύςησ, ςτϋκετε μια λύπηςη ςαν μαύρη μεςύςτια ςημαύα με το ςχοινύ τησ θηλιϊσ ςτον ιςτό ενόσ αγϋρωχου δϋνδρου. Θα πρϋπει να ϋχουν χαρϊδρεσ ςτα πρόςωπα και όχι απλώσ ρυτύδεσ!

19


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

5 Δεκεμβρύου Δρόμοι από χαμομόλια ΢αν βγεισ από την κεντρικό πύλη, πϋρα απ΄ τα ςτημϋνα ςυρματοπλϋγματα, τι θα ςυναντόςεισ αγϋρωχε πολεμιςτό τησ ειρόνησ; Ξύλινεσ ςτολιςμϋνεσ ϊμαξεσ με κύτρινα χαμομόλια, γιαςεμιϊ, τριαντϊφυλλα και ζουμπούλια να τριγυρνούν ςτον κεντρικό κατϊμεςτο δρόμο τησ Καμπούλ. Αμϋτρητα φορτηγϊ γιομϊτα πολύχρωμεσ χϊντρεσ. Υορτωμϋνα με ζωϋσ και ζωϋσ να τρϋχουν αλαφιαςμϋνεσ ςτουσ δρόμουσ να ζόςουν ακόμα μια μϋρα, να ονειρευτούν, να υπϊρξουν, να εκλιπαρόςουν, ν΄ αρπϊξουν, απ΄ τον λερωμϋνο γιακϊ τουσ μελαψούσ ανθρώπουσ τησ, να τουσ ςτυλώςουν. Θεόρατα ςπαθιϊ, μιασ χρόνιασ φοβϋρασ, αςθϋνειασ φθονερόσ καλύπτουν το δεξιό τμόμα ςτο μόκοσ τησ διαδρομόσ, ΢τρατοπϋδου- Καμπούλ. Αμϋτρητεσ πολύχρωμεσ μπούρκεσ, αόρατα ςώματα, πυγολαμπύδεσ ημϋρασ. Φιλιϊδεσ βρϊκεσ, ϊτιμα και ϋντιμα βόματα, κορμιϊ που δϋνουν ςτο μύςοσ, κορμιϊ που χωρούν ςε φυλϋσ και φατρύεσ. Η ντροπό περπατϊει για να ζόςει. Γυναύκεσ τησ δύςμοιρησ Καμπούλ, που φορϋςατε τα μύρια χρώματα και γύνατε λουλούδια! Ανεβεύτε ςτα φορτηγϊ και ςτισ ϊμαξεσ με τα χαμομόλια. Φρϋοσ ςτη ντροπό, η ζόςη.

20


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

10 Δεκεμβρύου H Υυλακό (΢τρατόπεδο τησ Καμπούλ) Σην φυλακό που μϋνουμε αποφαςύςαμε, ςε ςύςκεψη τρανό, μεγϊλη να την κϊνουμε, καθώσ πωσ πρϋπει ςε μια αποςτολό ειρόνησ. Πρώτοι ςε όλα, μην τυχόν από το ϊριςτα και πϋςουμε λιγϊκι. Υύςηξε ςόμερα του κϊμπου αερϊκι. Εύπανε κϊποιοι δεν μπορεύ, ϊλλα προβλϋπει η διαταγό κι ϊλλα ςτην πορεύα περπατϊνε. Και ϊλλα, παλεύοντασ Θα βϊλουμε ςε τϊξη. Δοκϊρια και όλουσ απ΄ την αγορϊ. Μην εύναι ο νουσ που λϊθεψε! Κϊποιο αρχαύο ξωτικό μασ μϊγεψε. Ακούςτηκαν ψύθυροι. Κϊπου μακριϊ χτυπούςε μια καμπϊνα! Κι ότανε τότε η ςτιγμό που ςφρϊγιςαν τα χεύλη. Ο αρχηγόσ μεσ ςτη ςιωπό απϊντηςε θολϊ. Δεν ϊκουγα κι ότανε ο λόγοσ μου, ςιωπό κι αυτόσ, που μούλιαζε ςτο κρύο! Σύλιξα ςτον υπνόςακο, τησ μοναξιϊσ τ΄ ανδρεύο.

21


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

13 Δεκεμβρύου

Οι γαιόςακοι

14:20 Καμπούλ

Πολύ νωρύσ ξημϋρωςε και ςόμερα. Δόθηκε αναντύρρητη διαταγό να ςτερεώςουμε καλύτερα τουσ γαιόςακουσ ςτα βρώμικα παρϊθυρα καθώσ κρύβανε τον φόβο ςτην ερημιϊ του ϊςεμνου τοπύου. ΢φηκοφωλιϊ το ςτρατόπεδο μϋςα ςτην κοιλϊδα τησ αφιλόξενησ Καμπούλ. Λογαριϊζω, λογαριϊζω καλϊ πωσ πϊλι θα μαζεύουμε ςκόνη από το τςιμεντϋνιο πϊτωμα και από την τρεμϊμενη ψυχό μασ. Ϊτςι εδώ, εύπανε οι προκϊτοχοι. Ϊτςι εύναι εδώ και οι εραςτϋσ τησ μούρασ. Ϊτςι ξημερώνει εδώ και χρόνια και οι παλιού πολεμιςτϋσ κρυμμϋνοι, ϋτςι και όχι αλλιώσ, πύςω από τουσ γαιόςακουσ! Και εκεύνοι γαιόςακουσ ςτερεώνανε ςτα χωμϊτινα αυλϊκια τησ ζωόσ και του θανϊτου! Ξημερώνει, Αδειϊζει το χθεσ ςτο ςόμερα, μιςό ϊδεια η μϋρα, μιςό γεμϊτη. ΢ηκωμϋνα τα χϋρια. ΢το ϋνα το όπλο, ςτο ϊλλο το κραςύ. Οι γαιόςακοι ύδιοι μϋνουν. άδια και η λύπηςη, όμοια με την γκρύζα γρανιτϋνια μορφό. Σου πεδύου βολόσ, που αντιφεγγύζει κϊτω από το ματοτςύνορο, πύςω από τουσ γκρύζουσ γαιόςακουσ. Αυτϊ εύπαν, μαs τα εύπανε και οι ϊλλοι, Οι προηγούμενοι ςοφού. Όμωσ εμεύσ δρόμουσ γλυκούσ ονειρευτόκαμε. Εκεύ που οριζοντύωσ κόκκινεσ- κόκκινεσ λουρύδεσ ϋδειχναν τισ μετακινούμενεσ νϊρκεσ, καρδιϋσ καλυμμϋνεσ από χώμα ψυχϋσ ευκαλύπτουσ με μπούρκεσ ζωϋσ παραδομϋνεσ ςτον αμϊραντο όχο ενόσ παραδεύςου όμοιεσ καρδιϋσ, ψυχϋσ, ζωϋσ, όμοιεσ να ςκϊςουν κϊτω και μϋςα απ΄ την δυνατό νεροποντό, 22


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

που τισ ϋκαμε δώρο ςτην πεδιϊδα και ςτουσ ϊμοιρουσ κατούκουσ τησ, ο δυνϊςτησ. Οι κομμϋνεσ ςυννεφιϋσ που φαύνονται ψηλϊ, ςτουσ λόφουσ πύςω απ΄ την Καμπούλ, πϊνω από το κυρτό γεύςο μου (που κρύβει επιμελώσ τα φρύδια) ςαν να οδηγούν ςε κενϊ νεκροταφεύα! ΢το αριςτερό μου χϋρι, κρϊτηςα απόψε μια βόμβα. Θα κρυφτώ πύςω από τουσ ςϊκουσ. Θα την ρύξω πϊνω από το γεύςο μου. Να ξημερώςει το αύριο πιο γρόγορα.

23


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

14 Δεκεμβρύου Οι νύχτεσ ςτην Καμπούλ Δεν εύναι οι νύχτεσ ςτην Καμπούλ, ςαν ϊγγελοι ωραύοι. Μοιϊζουν πολύ ςαν πόρνεσ του θανϊτου. Μικρϋσ και αςόμαντεσ, ςκορπούν χολό, ςαν καρφιϊ ςτο ςταυρό του αθανϊτου. Γερνούν νωρύσ, κι αλλϊζουν χρώματα. Βογκούν από τον πόνο. Κόκκινεσ, κύτρινεσ, ξανθϋσ φωτοβολύδεσ. Εύναι οι ανϊςεσ του εχθρού που μϋςα τουσ τρυπώνω. Πύςω απ΄ τησ νύχτασ τισ χρυςϋσ πυγολαμπύδεσ. Δεν τισ μπορώ τισ νύχτεσ ςτην Καμπούλ. ΢το θϊλαμο λαξεύουνε τισ λϋξεισ, ΢πϊνε τα τςϋρκια με θυμό. Βοούν νεκρϊ πουλιϊ. ΢τρατιώτη ονειρεύεςαι μια μϊχη για να παύξεισ; Δεν εύναι οι νύχτεσ ςτην Καμπούλ, ωσ ϊνθρωποι ωραύοι. Ψσ ϋκπτωτοι που χϊςανε τα ϊςπρα τουσ φτερϊ. Εύδα τισ νϊρκεσ μεσ τα μϊτια τησ ψυχόσ, ς΄ ϋνα λυχνϊρι που ο καπνόσ ποτϋ δεν ςταματϊ. Κι ύςτερα λϋνε οι ςύντροφοι, τισ νύχτεσ μαζεμϋνοι: «Πληςιϊζουμε την Κόλαςη. Σο φϋγγοσ για λυχνϊρι» Ψχρϊ τα πρόςωπα κοιτούν κι οι τούχοι των θαλϊμων ςαν μϋταλλο ςτεγνού. ΢τον διϊδρομο ανϊβει ϋνα φανϊρι. ΢φαλύςτε! Εύν΄ επιταγό. Μην τολμόςουνε, ΢τισ νύχτεσ μασ και ζούνε, Εφιϊλτεσ πια, δεν τουσ θωρώ. Ξϋρω μόνο πετϊνε! ΢τισ κϊνεσ ςτρατιωτών αηδόνια τραγουδούνε. ΢αν τισ ςειρόνεσ μασ καλούν και κϊπου αλλού τουσ πϊνε!

24


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

15 Δεκεμβρύου 2003 (13: 36 Ώρα Καμπούλ) Διϊλογοσ ςτον δρόμο τησ Καμπούλ (Αφγανιςτϊν) Ο ςτρατιώτησ και η γυναύκα -Σι με ρωτϊσ γυναύκα. Ποιοσ με όριςε ρυθμιςτό των ψυχών ςου; Σων παραλογιςμών ςου; ΢ου απαντώ με ϋπαρςη ορθώσ. Εγώ κοιτώ και απαντώ: Κανεύσ, παρ΄ εκτόσ ο λογιςτόσ των μερτικών ςου. Εύςαι ςτο τϋλοσ μια θηλιϊ, μια ανεκπλόρωτη γραφό των διαθηκών ςου! -Ποιοσ λϋει(πεσ το χωρύσ ςκϋψη) Σο μαντόλι, μπούρκα ϋχω μϊθει πωσ το λεν, γυναύκα να το ρύξεισ; ΢ταμϊτα, ϋχουν το χρώμα τ΄ ουρανού τα μϊτια που δεν βλϋπω; Μόπωσ ςκληρόσ ο όλιοσ που λογϊ, τ΄ αυλακωμϋνο πρόςωπο, ςτο χρόνο μη το δεύξεισ; Εύναι πληγό ο χρόνοσ και μετρϊ, πϊντα με λϊθη και κινϊ. Εύναι καιρόσ να λυτρωθεύσ, τον όλιο να αγγύξεισ. Σϋλοσ ποιοσ την ςυννεφιϊ ςου λϋει: διϊλυςε την; -Μα η ςυννεφιϊ; του απαντϊ χωρύσ να απαντϊ (ςταμϊτα τςϊκιςϋ την) -Ο όλιοσ, Εύπα ο όλιοσ εύν΄ ςκληρόσ. Κι ϊμε γυναύκα να κρυφτεύσ. -Γιατύ το κϊνεισ; Θα νοιαςτεύσ; Εδώ δεν νοιϊςτηκε κανεύσ! -Λϋνε πωσ πιϊνεισ χώμα το ζουπϊσ και βγϊνεισ νϊμα; -Πϊω γυμνότερη ωσ την ςπηλιϊ του μεταξιού και ανϊβω τϊμα. Εςύ τι θϋλεισ, τι λογϊσ κοψο-μεςόσ του δρόμου; -Να πϊρω γεύςη από το ςτόμα ενόσ εντόμου!

25


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

16 Δεκεμβρύου

Η ϊλλη ϊκρη

΢την ϊλλη ϊκρη του διαδρόμου, ςταχτύ χρώμα του αϋρα αντιφεγγύζει φεγγύζει, μια χαλαςμϋνη λϊμπα ο ςτερνόσ ϋνοχοσ Σο απαιτητό μια ακτύνασ όλιου ακούγεται ςαν βϊςανο, το μουγκρητό του ανεμιςτόρα ακόμα περιςςότερο, ςπϊθη από μοναξιϋσ ςτισ υπηρεςύεσ των θαλαμοφυλϊκων. Οδηγεύ ο παρόγοροσ δρόμοσ, με τισ κρυφϋσ κϊμερεσ και τουσ κρυψύνουσ ξύλινουσ τούχουσ, ωτοαςπύδεσ ςτα γεγονότα με τισ κινόςεισ γρόγορεσ– γρόγορεσ κουβεντιϊζοντασ για τουσ διαρκεύσ πεθαμϋνουσ ςυναδϋλφουσ των ϊλλων αποςτολών γύνανε ϋνα με τισ νϊρκεσ τουσ, αγκαλιϊ ςτισ κεντρικϋσ οδούσ ςτη θυμωμϋνη πεδιϊδα με τισ ϋρημεσ ρωςικϋσ φυλακϋσ τουσ θολωτούσ υψικαμύνουσ με τα ςτοιβαχτϊ τούβλα και τα πόδια φτερωτϊ, όπωσ και οι ρόδεσ των ατελεύωτων ςτρατιωτικών αυτοκινότων. Αςκόςεισ καθημερινϋσ επύ ςχιςμϋνων χαρτών. ΢ε λύγο ξεκινϊ η νυχτερινό περιπολύα. Φτυπϊ ςαςτιςμϋνο το ςιωπητόριο. Ουρϋσ για την ϊλλη ϊκρη! Ϊνα καλώδιο, μύα ανϊςα, δύο φωνϋσ. Λυγμού. Καμπούλ- Πατρύδα.

26


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

18 Δεκεμβρύου Αόρατη γυναύκα

(γυναύκα του Αφγανιςτϊν)

Κϊτω από την πολύχρωμη μπούρκα, το μπλε των ματιών δεν ξεχωρύζει. Εύςαι αόρατη ςκιϊ. Υϊνταςμα ςτουσ πολύβουουσ δρόμουσ, ςτα πλύνθινα χωριϊ και ςτισ μεγϊλεσ πόλεισ. Ϊτςι μπορεύσ να ζεισ, ςαν μια αόρατη ςκιϊ, ςαν φϊνταςμα ςτουσ δρόμουσ. Μπορεύσ και περνϊσ μϋςα από τούχουσ, πϋτρεσ λϊπισ, ςπηλιϋσ με αιμοδιψεύσ αντϊρτεσ. Μπορεύσ να ταξιδεύεισ αόρατη γυναύκα τησ Καμπούλ. Ωυλη ςκιϊ και φϊνταςμα ςτουσ λιγδωμϋνουσ δρόμουσ. Εύςαι μια λϋξη. Μια μικρό τιποτϋνια λϋξη, αν μπορεύ να υπϊρξει ποτϋ ςτουσ αιώνεσ τιποτϋνια λϋξη! Μια μαύρη κουκύδα ςτύξησ ςτη νύχτα που πλϋει ςτα μϊτια μασ. Σα μϊτια ςου φυλακιςμϋνα πύςω από δύχτυα. Πεταμϋνη ςτην ώρα, ςτη μϋρα, ςτο χρόνο. Διωγμϋνη από αγκϊλη μϊνασ, πατϋρα, ςυζύγου. Καθιςμϋνη ςτην ςκαςμϋνη ϊκρη του κεντρικού δρόμου. Μια νϊρκη! Πϋτα την μπούρκα να φανεύ το μπλε των ματιών ςου! Εξοςτρακιςμϋνη. ΢το μακρινό ποτϊμι του χωριού ςου. ΢ε απόκρημνα όρη που δεν πϊτηςεσ. ΢κοτωμϋνη γιατύ πόθηςεσ τη λευτεριϊ. Ατιμαςμϋνη γιατύ θϋληςεσ να δεισ. Πότε θα βρεισ τα μυςτικϊ ςημϊδια που αλλϊζουν την μορφό ςου, κϊτω από κεύνη την γκρύζα φυλακό φτερούγα που ςτιγματύζει τα μϊτια; Ποια φτερούγα εύναι φυλακό; Με πύκρα κεντϊσ την φυλακό και ξετυλύγεισ τον μύτο που οδηγεύ ςτο αδιϋξοδο. ΢ου ϋπιαςαν και πϊλι βύαια από το μπρϊτςο. Αφόρητοσ πόνοσ, κϊνει ϋνα γύρο από τισ ϊλλεσ ϋννοιεσ ςου, βαθύ ςημϊδι ςτο δϋρμα ςου, πριν χωθεύ παραμϊςχαλα δύπλα από το ψημϋνο ψωμύ.

27


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Ο όχοσ τησ Πατρύδασ 1 Ιανουαρύου Ακούγεται ςτο βϊθοσ του διαδρόμου, ο όχοσ τησ Πατρύδασ. Υωτύζει η φεγγαρόςκονη κι η πόρτα ξύλινη, -από τησ ςϊπιασ βύδασ, το πόγαινε ϋλα – ϋτοιμη να ςπϊςει. Και τούτο ςτρατιώτη θα περϊςει. Ακούγεται ψηλϊ ςαν κρόταλο, ο όχοσ του θανϊτου. Πόςη απόλυτη ερημιϊ, μϋςα ςε μύα μυρωδιϊ. ΢αν βότςαλο που γλύςτρηςε ςτησ θϊλαςςασ τον πϊτο. Και την ψυχό μασ θα δαμϊςει. Οι κύκλοι χϊθηκαν και δεν θα βγει, κεύνη η γοργόνα που ρωτϊ, για τον χαμϋνο βαςιλιϊ. Αφόςτε τον να κοιμηθεύ, εύναι αργϊ κι ϋχει κρυώςει το κορμύ. Σον δρόμο του ϋχει χϊςει.

28


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

΢τϊςη ςε παρϊδειςο! 3 Ιανουαρύου Μϋςα από το αύμα τησ καρδιϊσ ντροπό χυνότανε. ΢τισ ματιϋσ δϊκρυ ντροπόσ χυνόμαςτε. ΢τϊλεσ απ΄ του ουρανού τισ χοϊνεσ ςιγαλϊ ξϋπλυναν τα αμαρτωλϊ ύχνη των ερωτογενών βημϊτων. Η νύχτα ϋνοχη μϋρα, ϋριχνε τη ςκιϊ τησ. Θολό κουρτύνα ςτισ ενοχϋσ. Δειλϊ περπατώντασ αντϊμα με τισ τύψεισ, οι ϊνδρεσ -που ϊφηςαν τα ϊρματα ςτη μϊχηχύμηξαν ςτισ ηδονϋσ και ςτισ απολαύςεισ. Γλιςτρϊ αποςβολωμϋνη ςτο μυαλό τουσ η ςκϋψη πωσ μια καυτό κϊννη μακρύτερα περιμϋνει.

29


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Υυλϋσ 10 Ιανουαρύου Μεσ ςτην κοιλϊδα του Πανςύρ, απόρηςε ο λερόσ μικρόσ με το τύμπανο κρεμϊμενο ςτουσ ώμουσ και τη ςκανδϊλη βϋρα ςτο δϊκτυλο. Πωσ ϋφταςαν εδώ τόςοι πολλού ξϋνοι; Σόςοι ςτρατιώτεσ κρυμμϋνοι πύςω από το αλφϊβητό τουσ. ΢το τετρϊδιό του μουντζούρωνε ακόμα αριθμούσ ςκοτωμϋνων. Φαζϊροι, Παςτούν, Σατζύκοι, Αώμϊκοι, Σουρκομϊνοι, Βαλούχοι, Μπαλόχ, Παςϊγοι, Νουριςτϊνοι, Μπραχούι, Παμύροι, Γκουρτζϊρ και Ουζμπϋκοι κουβαλούν ςτισ πλϊτεσ τουσ, ς΄ ϋνα ϊπλυτο διςϊκι την ϋχθρα των αιώνων. Ανεμοςτρόβιλοι φυλϋσ ςκορπύζουν και ςκορπύζονται. ΢αν φύλλα, ΢αν ςκόνεσ, ςτϊχτεσ, και ςκουπύδια. Που πϊνε ; Ποιοι εύναι τούτοι που όρθανε; Σι γυρεύουν; Ασ τουσ αφόςουμε μονϊχοι τουσ να παύζουν, με τισ ςπϊθεσ, τισ χατζϊρεσ με τισ μούρεσ τουσ. ΢το ςκϊκι από λϊπισ, υπϊρχει πϊντα η ιςοπαλύα!

30


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΥΨ΢ 12 Ιανουαρύου Υωσ. Μιςόςαμε Υωσ απόλυτο. Σολμόςαμε. Θα καταλϊβουμε. Θα υπϊρξουμε. Θα μεταλϊβουμε. Θα αλλϊξουμε. Υωσ. Ρϊπιςμα, διαλύτησ ςκιών. Υωσ ιλαρό, φωσ λαών, μιλόςαμε. Να καταλϊβουνε Να υπϊρξουνε Να μεταλϊβουνε Να αλλϊξουνε.

31


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΧΑΦΝΨ 13Ιανουαρύου Σι να αξύζει ϊραγε, Πιότερο από το χαμόγελό ςου; Ο όλιοσ; Η πϋτρα; Ο ϊνεμοσ; Χϊχνω να βρω το χαμόγελό ςου. ΢τον πϋτρινο όλιο. ΢την ηλιοκαμϋνη πϋτρα. ΢τον ςκονιςμϋνο ϊνεμο.

32


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΓΛΤΚΙΑ ΠΑΣΡΙΔΑ 14 Ιανουαρύου Σων ϋναςτρων ματιών ςου τισ κυρτϋσ κορφϋσ κατϊκτηςα. ΢των εναρκτόριων ονεύρων τισ διαδρομϋσ περπϊτηςα. Κι εύδα ςτη γλϊςτρα με τισ ανθιςμϋνεσ τριανταφυλλιϋσ τη γλυκιϊ πατρύδα. Ωρωμα ςτην ξενιτειϊ. ΢τα λαχϊνιαςμα των ςτηθών ςου ρύζωςα και κατούκηςα. Ϊςβηςα τρεμϊμενοσ κι εύναι καπνόσ η λόθη; Αναςτόθηκα! Κι όπια γουλιϊ ζεςτό απ την λεβεντιϊ, την οςμό ςου. Εςϋνα γλυκιϊ πατρύδα. Ωρωμα ςτη ληςμονιϊ. ΢τα ανδρικϊ ατςϊλινα μπρϊτςα ςου, ςτισ βουνοκορφϋσ ϋςτηςα τρελό χορό. ΢την μιςό αφοβύα τησ ανϊςα ςου, η ϊλλη ϊγνωςτη πιϊςτηκα ςτη λύτρωςη. Κι εύπα με νεύρο ςτησ λειψυδρύασ τον καιρό να λακύςει ο μαύροσ γύπασ. Ψ! Γλυκιϊ πατρύδα. Εύςαι το ϊρωμα που επιθυμώ.

33


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΜΕ΢ΑΝΤΦΣΑ 15 Ιανουαρύου ΢την αγκϊλη ςου ϊπλωςα δειλϊ, μπουκϋτο τουσ λόγουσ μου. Να ‘ςουν εδώ, ανϊςα κι αϋρασ, να ςτϋγνωνα τουσ πόνουσ μου. Τπϊρχει κούραςη - ςύντροφοσ μερτικό – ςτον ύπνο μασ καλό μου. Κϋντηςα απόψε με κλωςτϋσ απϊνω ςτην ψυχό μου, δυο δρόμουσ. Ϊνα δύλημμα και δυο ζωϋσ. ΢το κουραςμϋνο ςώμα μου γυρύζουν, ςαν κεύνεσ τισ δύςμοιρεσ ευχϋσ που των ειλώτων οι ματιϋσ ποτϋ δεν αντικρύζουν. Ξϋρω θα πεισ: η μούρα ςτροβιλύζει. Θα ςου απαντόςω λογικϊ: Κϊτι ζητϊ ο αρχηγόσ; Η επιταγό θ΄ αλώςει τα μεςϊνυχτα; Και η νεκρικό ςιωπό; Υύλοσ ςυνϊμα και εχθρόσ;

34


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Σϋλοσ Ιανουαρύου

Να λοιπόν που κανεύσ δεν μπορεύ να γιατρϋψει απόλυτα τον πόνο που ϋχει μϋςα του. Σο τϋλοσ λϋνε οι πολλού και η επιςτροφό δεν εύναι μακριϊ. Μα κεύνο το διαρκϋσ αναφιλητό και η βουβό ταραχό, θα ςκεπϊζει αμεύλικτα κϊθε μασ προςπϊθεια.

35


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΛΑΜΧΕΙ΢ ΢ΣΟΝ ΟΡΙΖΟΝΣΑ Αρχύζει ο Υεβρουϊριοσ Λϊμψεισ. Λϊμψεισ μϋςα ςτη αφϋγγαρη νύχτα. Εύναι ο ρακοφορεμϋνοσ εχθρόσ που καιροφυλαχτεύ και ςτην μεριϊ του απλώνει την πραμϊτεια. ΢το παζϊρι των ψυχών πϊντα τοκύζεται ο ϊνθρωποσ.

36


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ Πρωινό τησ 10ησ Υεβρουαρύου 2004 Απρόςμενα η επύθεςη πραγματοποιόθηκε από τη δεξιϊ πλευρϊ. Αραιϊ η φϊλαγγα των οχημϊτων. Οι πολεμικϋσ ιαχϋσ ςκϋπαζαν με επιμϋλεια τισ φωνϋσ των ανθρώπων. Ανϊμεςα από το ςκιερό των ςύννεφων τςιμπολογούςε ϋνασ κόρακασ μια κατϊρα από χαλϊζι. Μια βροχό θϊνατοσ πιτςύλιζε ςτ΄ αδιϊβροχα τησ νύχτασ. Ϋτανε πολλού. Κατρακυλούςαν ςαν πϋτρεσ τισ όμορφεσ πλαγιϋσ και οι πλαγιϋσ μαζύ τουσ κουβαλώντασ τη ςκόνη τουσ ςτουσ ώμουσ. Μα και τον αϋρα- όςοσ απόμεινεΒαμμϋνοι με το αςημόχρωμο του φεγγαριού και το κιτρινοπρϊςινο τησ κοιλϊδασ.

37


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

12 Υεβρουαρύου ΘΤ΢ΙΑ Χύθυροι απ ΄τησ καυτόσ ψυχόσ, πετϊγονται. Νιώθουν ντροπό οι ϊκακοι κι απ΄ τουσ λωλούσ, φυλϊγονται. Δύναμη θϋλει. Αύμα αμνών, χαμοκυλϊει και πλϋνονται. Δεν το μπορούν και πριν με λϊδια αλειφθούν, μπροςτϊ μασ καύγονται. Μα μη μασ μϋλει!

38


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

14 Υεβρουαρύου ΔΤΟ ΨΡΕ΢ ΜΠΡΟ΢ΣΑ… Πλύνθινα ανόλιαγα ςπύτια. Βολβού. ΢κϊει η ανθρώπινη μούχλα. Μυρωδιϊ ςτερημϋνησ ανδρικόσ ςυνουςύασ. Σην μεταφϋραμε. Απ΄ τα κορμιϊ μασ ξεχωρύζω τα πρηςμϋνα χϋρια. Από την καρδιϊ μασ, την αθώα ςκουριϊ και το πυρωμϋνο ςύδερο. Πεθαμϋνεσ λϋξεισ τα ςώματα, ςε λϊκκουσ εκατϋρωθεν των βομβαρδιςμϋνων περιθωρύων των εποχών. Ο πόλεμοσ λϋνε οι μεγϊλοι και μαθαύνουν οι μικρού, δεν τελειώνει ποτϋ. Όςο ο χρόνοσ υπϊρχει, ζει και ο πόλεμοσ. Απϋθαντοσ! Όλα εύναι πόλεμοσ. Μεγαλώνουν με το παραμύθι και τουσ μύθουσ του. Μεγαλώνουμε με τα παραμύθια και τουσ μύθουσ μασ. Ξεροπόταμοι τα χεύλη. Γϋννηςη, ζόςη, θϊνατοσ, ούτε τριϊντα χρόνια, Δεν φτϊνουν να μετρώ ςτα δϊκτυλα. ΢κύβεισ, πιϊνεισ το χώμα, Σο κεντϊσ Δικϋσ ςου εύναι οι λϋξεισ δεν τισ παύρνει κανεύσ, δικόσ ςου και ο πόλεμοσ -μην φοβηθεύσ χαμϋνε ποιητό΢το τϋλοσ εύςαι ο κλϋφτησ; Σι ντροπό και τούτη! Να εύςαι και να λϋγεςαι ποιητόσ! Ϊρχεςαι εδώ, καύχημα του ταξιδιού. Πηγό που αναβλύζει ειρόνη και δημοκρατύα. Μα κρατϊσ όπλο. Ποια δημοκρατύα δεν κρατϊ όπλο; Αυτό που εύναι όνειρο. Ποια δημοκρατύα δεν εύναι δύο ώρεσ μπροςτϊ; Πωσ θα θϋλανε και οι ςοφού τησ γησ να εύναι δύο ώρεσ πύςω;

39


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

17 Υεβρουαρύου ΕΙΚΟΝΑ Δεν το μπορώ τούτο το γαλϊζιο αερϊκι, ςαν κατηφορύζει με το βόμα αγριοκϊτςικου απ΄ τησ βουνοπλαγιϊσ το πϋτρινο δρομϊκι. Μοιϊζει με χϊδι θϊλαςςασ, ςε γκριζωπό δελφύνι, που χαρωπϊ πετϊ και χϊνεται ςτο βϊθοσ τησ γραμμόσ και ςαν αςτϋρι ςβόνει.

40


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Σελειώνει ο μόνασ ΕΙΚΟΝΑ ΝΟΤ ΢τησ ζωόσ το πϋλαγοσ με γεννόςανε. ΢τ΄ ϊςπρα ςύννεφα τησ γησ με κοιμύςανε. Η αςημϋνια αγκαλιϊ τ΄ ουρανού μασ, μ΄ υποδϋχτηκε. Σο πελώριο ςτόμα τησ με νανούριςε. Μϋςα από την ςτϊχτη τησ ανθοφόρηςε. Κι όταν, η θαλπωρό γύνηκε χϊδι μ΄ ερωτεύτηκε. Μια ωραύα ϊνοιξη την παντρεύτηκα. Απ΄ του πόθου την πληγό πωσ γιατρεύτηκα! Κι η ανεύπωτη λαλιϊ πόρε ςϊρκα. Σαύρι μου ακυβϋρνητο.

41


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

1 Μαρτύου ΚΡΤΕ΢ ΝΤΦΣΕ΢ Κρύεσ νύχτεσ ϊγιεσ, λατρευτϋσ κοπϋλεσ, ςαν παρθϋνεσ μεύνατε, ματωμϋνεσ βϋρεσ. Λϋτε μου δωρύςατε, το πλατύ του κόςμου. Μυρωδιϊ βαςιλικού, ϊρωμα του δυόςμου. Κρύεσ νύχτεσ, ϊγριεσ, νιόφερτεσ μου ημϋρεσ. Αγκαλιϋσ ανόθευτεσ, πολυαγαπημϋνεσ. Πόρανε τα φτερωτϊ, γλαύκα όνειρϊ μου, το ζουμπούλι του ςπιτιού, το αγιόκλημϊ μου.

42


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

8 Μαρτύου Η ΣΤΦΗ ΢το πλούςιο κόρφο ϋκρυψε το βαρύ μυςτικό τησ. Κλεύδωςε ςτα ςτρατιωτικϊ ρούχα το όνομα. άςωσ και μεύνει αθϊνατη ςτουσ χρόνουσ, ςτουσ αιώνεσ. Αμόν! Ϊνασ φτωχόσ ρακϋνδυτοσ ςτρατιώτησ, μιασ μϊχησ αποπαύδι, τη ρώτηςε ψιθυριςτϊ: - Μην εύςαι η λϊγνα η καρδιϊ, που πεθυμϊ την δόξα; - Πόςα μου δύνεισ να ςου πω. Θ΄ αφουγκραςτώ τον χρόνο! Πακτωλόσ τον λόγο πόρε. Σην αποπόρε. -Ποια εύςαι που μετρϊσ εμϋνα με τον πόχη; -Μόπωσ η τύχη; Φαμογϋλαςε. Κϊλπικη λύρα γύριςε ΢τα μϊτια του και λύγιςε. Κραςύ, νερό και κϋραςε. Δυο μϋτρα γησ. Κι ϊνθιςε η πατρύδα!

43


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

11 Μαρτύου Να, να φύλε μου θα δεισ: Θα ϋρθει μελιςτϊλακτοσ καιρόσ και θ΄ ακούςεισ νύμφεσ τισ μϋλιςςεσ και πϊλι να βουύζουν. Ξϋρω ςου λεύψανε τα γϋλια ςτουσ δρόμουσ, ΢ε ζαλύζανε, ϊλλοτε φώναζεσ να φύγουν τα παιδιϊ τησ γειτονιϊσ, ηςυχύα όθελεσ και τώρα, τώρα, με τόςη φυλακιςμϋνη ηςυχύα, και τόςο ανϋγγιχτο ςκοτϊδι, πϊλι παραπονιϋςαι. Όλο μουρμουρητό. ΢το βϊθοσ τησ ημϋρασ ακούςτηκε η ςειρόνα. Η αποθόκη που γύνηκε εκκληςιϊ και τώρα καταφύγιο, μασ περύμενε ζωςμϋνουσ με τα ϊρματα γύρω από την μϋςη. Απλώθηκε το ςκοτϊδι, η ςιωπό, η τςύκνα και η φαγούρα ςε όλο το κτύριο. Από τουσ τούχουσ μϊτια δύςμορφων αγύων φϋγγανε για το θϊμα. Πϊντα νικητϋσ του φόβου.

44


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

16 Μαρτύου ΞΗΜΕΡΨ΢Ε! Φϊλκινη μϋρα ρόδιςε Ανϊμεςα ςτισ λϋξεισ και τουσ γαιόςακουσ. Σισ ςτεφϊνωςε. ΢τα όρη ΢την πεδιϊδα ΢την θϊλαςςα Ϊρημοσ, κύτρινη ρευςτό μϋρα! Ϋλιοσ από μετϊξι. Πουλιϊ ςτο κϊδρο πϋταξαν, Φαμόγελα μασ δϋςανε, την καλημϋρα τςακύςανε. Σώρα που πϊνε; ΢τα όρη ΢την πεδιϊδα ΢την θϊλαςςα.

45


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

22 Μαρτύου ΢ΣΡΑΣΙΨΣΗ΢

Θϋληςεσ να γλιτώςεισ από την πεύνα, και πόγεσ ςτο Μαντρϊσ. ΢ε κεύνο το κρυφό ςχολεύο ςου δώςανε να πιεύσ αθϊνατο νερό και να γευτεύσ το φρϋςκο όπιο. Διδϊχτηκεσ αρχϋσ που αμϋςωσ ξϋχαςεσ και ϋγινεσ ςοφόσ. Σόςο μικρόσ τόςο ςοφόσ. Με ϋνα όπλο ςτα χϋρια. Η ςοφύα ςου μετριϋται – εύπανε- με ςφαύρεσ. Σώρα ςαν πολεμϊσ ςτησ Κανταχϊρ τισ απόκρημνεσ κορυφϋσ, τισ χιονιςμϋνεσ καρδιϋσ, των γυναικών ϋχεισ ξεχϊςει. Η λϊβα κυλϊει και καύει τα ςωθικϊ ςου. Ποιοσ θα ζεςτϊνει τισ καρδιϋσ των κοριτςιών; Ποιοσ θα φιλόςει τα χεύλη τουσ. Εύςαι μόνο ςτα δϋκα οκτώ και ϋχεισ ζόςει τον θϊνατο.

46


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

23 Μαρτύου Ο ΒΙΓΛΑΣΟΡΑ΢ Βϊδιζε με το ςκόπτρο ανϊμεςϊ μασ και η μόνη δύναμη του, όταν αυτό που του όριζαν οι ανώτεροι του μϋςω διαταγών. Καμύα αξύα ςτουσ ςτρατιώτεσ, καμύα αξύα ςτουσ αξιωματικούσ και τουσ Τπαξιωματικούσ. Κι όμωσ, ϋςχιζε με την ϋπαρςη, τον λιγοςτό αϋρα του ςτρατοπϋδου και καθόριζε τισ τύχεσ μασ.

47


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

27 Μαρτύου ΣΟ ΔΨΜΑΣΙΟ ΣΟΤ ΥΙΛΟΤ ΜΟΤ ΢του φύλου μου, η πόρτα πϊντα ανούγει. Να κϊτςω να γευτώ τον λόγο του. ΢αν του ανθρώπου η κλειδωνιϊ ςφαλύζει, ΢τα ςωθικϊ τον πόνο του. ΢του φύλου μου οι ζωγραφιϋσ λαμποκοπούν μετϊξι. Γιούλια ανθύζουνε ςτην ερημιϊ, προςκυνητϊρια. ΢αν του θεού, με προςευχό, με αρχοντιϊ, με τϊξη, ΢αν παιδικϊ αλφαβητϊρια. ΢του φύλου μου, το φωσ μοιϊζει με λϊμψη. ΢αν καταιγύδα που θα πϊρει ςτο πϋραςμϊ τησ, ότι αντιςταθεύ. Με μιασ θα κϊψει, ότι ραβδύζει τη ζωό και τ΄ ανοιξιϊτικϊ τησ.

48


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

29 Μαρτύου ΒΡΑΔΙΕ΢ ΢ΣΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙ΢Ο ΣΗ΢ ΚΑΜΠΟΤΛ Ανοιγοκλεύνουνε γλυκϊ, ςαν βλϋφαρα οι πόρτεσ. Η μουςικό (ςαν λουλουδιών λευκό ξεπϋταγμα) των τακουνιών τον θόρυβο που αφόνουνε οι πόρνεσ ςκεπϊζει! Γϋλια ακούγονται και θόρυβοι ερώτων. Ϋχοι, ωσ τιτιβύςματα πουλιών, ερωδιών που περιμϋνουνε. Που προςμϋνουνε φιλύ, απ΄ των ςυντροφικών χειλιών. Σι θλύψη! Ϊμεινα ξϋμπαρκοσ ςτου κρεβατιού την ϊκρη Φωρύσ ανϊςασ θηλυκόσ, το ςκϋπαςμα κοχλϊζει! Σαρϊζει τησ ϊγριασ θαλϊςςησ τα νερϊ. Και αντηχεύ ο πόθοσ, ςτου ανδρικού κορμιού την λοφοςειρϊ. Ϊχουν ξεςηκωθεύ οι λϊγνοι κι αρματωθόκανε θαρρώ. Θϋλουνε πόρτεσ να διαβούν και αλυχτούν ςαν κϋρβεροι που φύλαγαν ςκοπιϊ ςτον Ωδη!

49


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

31 Μαρτύου ΓΤΝΑΙΚΑ ΢ΣΗ ΚΑΜΠΟΤΛ Ϊςκυψα και εναρμόνιςα την ϋνδικη ςκϋψη. Βαριϊ ςαν ενδομότρια πϋτρα. εναγόμενη, ανόμπορη και κρύα. Αναζητϊ ϋνδεια φωτιϊ να ζεςταθεύ, ςτο χνώτο των αλόγων. Πόςο μπορεύ να ζεςταθεύ! Σην ϋντυςα ενδεικτικϊ, την πϊντρεψα. Σην ξεπροβόδιςα απϋναντι, αρχόντιςςα να γύνει. Πϊνω ςε ϋνα τετρϊποδο. Ϊςκυψε το κεφϊλι. ΢αν γινότανε κουκύδα ςτο καρϋ μου, ϊςπρο μαντόλι κούνηςα. Σο κϊνουμε αυτό οι ντόπιοι κατακτητϋσ. Και τότε, αν και τόςο μακριϊ, το δϊκρυ τησ με δρόςιςε. Δροςιϊ που ζωντανεύει! Και φώναξα κι ακούςτηκε παντού. ΢αν ξημερώςει γύρνα, θα ϋχω φωτιϊ να ζεςταθεύσ. Σο χνώτο των ανθρώπων. Και γϊμουσ όςουσ θϋλεισ! Πόςουσ ποθεύ η ψυχό ςου; Μα ϋφευγεσ πολύ, βιαζόςουνα. Και μ΄ ϋκανεσ να το πιςτϋψω. Πόρε κι ο ϊνεμοσ θραςύσ, το ϊςπρο ςου μαντόλι.

50


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Αρχύζει ο Απρύλιοσ ΟΙ ΛΕΞΕΙ΢ Ωρχιςα με το μϋτρημα! Με φυλακύζει ο νουσ μου Οι λϋξεισ πϋφτουνε βροχό, από τουσ διπλανούσ μου. Αςχόμια ϊγρια του καιρού, ςτην πόλη που βουβαύνει. Μϋρα καλό ςυνϊδελφε κι η ματιϊ φαρδαύνει. Η μοναξιϊ των λϋξεων ςτουσ τούχουσ λαξευμϋνη κι η απλωςιϊ τησ ςτο ςχοινύ κϊπωσ ςτιγματιςμϋνη. Φορόσ ματιών υπομονόσ, παρϋεσ ανθρωπϊκων. ΢την πρϊςινη λινϊτςα μασ, μύρο ςυναιςθημϊτων. ΢ε ναργιλϋδεσ οι καημού ζαλύζονται κι οι λϋξεισ. Κϊτι μεμϋτικοι ναού αχνύζουν, πωσ ν ΄ αντϋξεισ. ΢ιγϊ, η κραυγό ςου ζωντανό κυλϊ ςτουσ αμμολόφουσ. Ριπϋσ από ςκληρϋσ ματιϋσ καπνύζουν ςτουσ κροτϊφουσ. Και περιμϋνουμε δετού, ςτων λϋξεων την μούρα. ΢τα ρόματα που φύονται, ςτησ γλώςςασ την πλημμύρα.

51


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

6 Απριλύου ΌΛΑ ΓΛΤΚΑ… Όλα γλυκϊ. Παιδύ μου που ϋφυγεσ! Γλυκϊ κι αυτϊ που δόλωςα μικρόσ και κεύνα που θα ϋρθουν! Σι ϋμεινε απ΄ του ταξιδιού την ϊγρια ρότα; Η αςύγαςτη κούραςη, η απϋραντη νύςτα, η απλυςιϊ, Σο πονηρό χαμόγελο των κοριτςιών; ΢την πόλη εκεύ τησ Αραπιϊσ, ςτον ματωμϋνο χϊρτη, ρώτα εργϊτη τησ ειρόνησ, την τιμό τησ ηδονόσ. Σην ψώνιςεσ ς΄ ϋνα νυχτομϊγαζο, γευςιγνώςτησ του ϋρωτα θαρρώ! Κι ϋτςι, αντύ του αιώνιου πολϋμου το θηκϊρι αρματώςεισ, ςτου πληρωμϋνου κρεβατιού, αφϋθηκεσ την απλωςιϊ. Εκεύ θυμόθηκεσ τισ ακατϋργαςτεσ τεχνικϋσ, που γρϊφανε τα παλιϊ κινϋζικα ερωτικϊ βιβλύα. Κι αιςθϊνθηκεσ μεγϊλοσ και τρανόσ! Όλα γλυκϊ, παιδύ μου που ϋφυγεσ. Γλυκϊ κι αυτϊ που φύγανε κοντϊ και τ΄ ϊλλα που θα ϋρθουνε ςτο χρόνο.

52


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

19 Απριλύου ΕΝΑ΢ ΜΙΚΡΟ΢ ΑΓΓΕΛΟ΢ ΢τον δρόμο τησ Καμπούλ Μια ανϊςα βραχνό. Ϊνα χϋρι που ζητϊ. Φαμόγελο δανεικό. Ξυπόλυτη ζωό. Πλϋνεται η καρδιϊ. ΢τουσ λαςπωμϋνουσ δρόμουσ.

53


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

21 Απριλύου ΕΡΨΣΗΜΑ! Σι εύναι ο θϊνατοσ; Ξϋρω τι εύναι η ζωό; Θϊνατοσ! ΢αν δεισ να χϊνεται, ςτο βϊθοσ του ορύζοντα ϋνα μικρό καρϊβι. ΢αν δεισ τον όλιο, να βυθύζεται ςτο ύςο δειλινού. Μια γερόντιςςα με ςύνεςη το ςϊβανο να ρϊβει. Ϊνα αγριολούλουδο να ςκύβει το κεφϊλι ςτην κϊψα του καλοκαιριού. Θϊνατοσ. Μια αόρατη λεπτό γραμμό που ςβόνεται ςτην ϊμμο.

54


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

23 Απριλύου ΕΝΣΟΛΗ Γυναύκα, ϋλαβεσ διαταγό, πολύ νωρύσ πριν ξημερώςει και ο όλιοσ φωτύςει την γαλϊζια μπούρκα, να τυλιχτεύσ με ςϊβανο. Και αφού διαβεύσ τα ςοκϊκια τησ τςαλακωμϋνησ πόλησ, να φτϊςεισ με κομμϋνα τα πόδια - κουρϊςτηκεσ γυναύκαςτο απϋναντι δαςϊκι. Εκεύ θα βρεισ τα τςϊκνα, που με περύςςεια υπομονό θα μαζϋψεισ, θα κϊνεισ δεμϊτι, θα μεταφϋρεισ ςτο πλινθόκτιςτο ςπιτϊκι, να ζεςταθεύτε το βρϊδυ. Φθεσ τα ϋμαθεσ τα νϋα πιςτεύω. Πϋθαναν ςτην Καμπούλ από το κρύο, δύο παιδιϊ. Και εςύ με κοιτϊσ με απορύα λεσ και ο αριθμόσ εύναι μικρόσ. Αναρωτιϋμαι αν ξϋρεισ γρϊμματα!

55


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

26 Απριλύου ΩΝΘΡΨΠΟΙ ΠΟΤ ΔΕΝ ΦΟΡΕΤΟΤΝ Ϊχεισ ακούςει πονεμϋνη Ωνοιξη, ςτο θρόιςμα των ξεραμϋνων φύλλων, γι αυτούσ που δεν χορεύουν; Για τουσ ϊνυδρουσ ανθρώπουσ που δεν χόρεψαν ποτϋ; ΢αν τα μικρϊ αγϊλματα βουβού, απόηχοι των όλων, ΢αν από δϋρματα, που ντύςανε ςτρατιϋσ βιβλύων. Ϋρωεσ νεκρού που δϋςανε με δϋοσ την ψυχό; Αν όχι, τουσ βλϋπεισ ϊκομψα, πϊντα να πατούν, ϋξω από τισ ερμητικϋσ γραμμϋσ. Ο κύκλοσ του ςυρτού χορού, εύναι γαμψό θηλιϊ που ςφύγγει. Κϊθονται κι ονειροβατούν κι ϋτςι καθώσ, βόμα ςτο επόμενο κοιτούν, του ξαφνικού ερχομού να δούνε την χαρϊ, χορεύουνε θαρρεύσ. Ϊχεισ ακούςει ϊραγε γι αυτούσ που δεν χορεύουν;

56


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

28 Απριλύου

ΜΕΣΑ ΣΟ ΢ΙΨΠΗΣΗΡΙΟ Ύςτερο. ΢το ςιωπητόριο, Λύγιςε ο ποιμϋνασ. Ιαχϋσ που κόπαςαν. Υωνϋσ που ςτϊθμευαν, ςτο βϊθοσ τησ Καμπούλ. Πρώτοσ ΢το πϊγκο με ποτό, ο ανύκητοσ κανϋνασ. Που ςκιαμαχεύ και πεθυμϊ, μακριϊ από την Καμπούλ. Δεν εύναι που ονειρεύεται, την δόξα που προςπϋφτει, δεν εύναι που ξοδεύεται, ςτα αχ του γυριςμού. Ϊχει δυο νιϊτα πρόςχημα, κύτρινα ςαν το νϋφτι. Που χϊνονται ςτα ύχνη του μικρού βηματιςμού

57


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

30 Απριλύου ΕΙΡΗΝΗ Χυχό και προχώρηςε. Σα χρώματα φόρεςε. Σαξύδεψε μόνη τησ χωρύσ το κορμύ τησ. ΢κακιϋρεσ ςμύλεψε. Η δόξα την ζόλεψε. Μα η δόξα που πλόρωςε ειν΄ αμοιβό τησ. Ειρόνη την εύπανε. Αγϊλματα ότανε. Μα τώρα ζει ϊφαντη ςτο ςπιτικό τησ. Κουράγιο τριςχάρετθ, κα ηιςεισ ενάρετθ, και χίλια τα χρόνια ςου, Θα ομορφαίνεισ. Λαοί ςε προικίηουνε κι αυτοί ςου χαρίηουνε, πάντα ζναν πόλεμο, που δεν προφταίνεισ. Θυμιςου ηουμποφλι μου, του κιπου λουλοφδι μου. Τα μάτια του ουρανοφ πωσ τα ομορφαίνεισ.

Να΄ ρθεισ ςτα παλϊτια μου. ΢τα δυο ςκαλοπϊτια μου. Και εγώ τα υπϊρχοντα, θα ςου τα δώςω. ΢το φωσ θα ερωτεύομαι. Σην γλύκα θα γεύομαι. Και τ΄ ευχολόγια ςου δεν θα προδώςω. Αγκϊλη θα γύνομαι. Κραςύ για να πύνουμε. Και πϊνω ςτουσ ώμουσ μασ, φτερϊ να πετϊμε. Ειρόνη θα φύγουμε. ΢του κόςμου θα γεύρουμε. Κι αφού τον ξυπνόςουμε θα τραγουδϊμε. 58


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Μϊιοσ ΠΟΤ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΨΠΟΙ ΠΟΤ ΓΕΛΟΤΝ; Λουλούδια, μην εύδατε ανθρώπουσ να γελούν; ΢ε πϋτρεσ λϊπισ, οι γλώςςεσ τουσ να λιϊζονται. Εύναι λουλούδια που οι ϊνθρωποι πετούν, και κϊνουν ςτο μετϋπειτα πωσ όμορφα τα νοιϊζονται. Ανθρώπουσ, ϊνθρωποι καλού, μην εύδατε να κϊθονται, ςε μϊρμαρα; ΢ε λόφουσ από ςκόνη; Με τα ςπαθιϊ που πούλαγαν αιώνια θα μϊχονται και την θηλιϊ θα υμνολογούν, τησ μούρασ τουσ αγχόνη. Ανθρώπουσ, ϊνθρωποι μην εύδατε ςκυφτούσ να τριγυρύςουν ςτα τςύτςιδα μιασ πόλησ που κοιμϊται; Σα μούλικα μελϊνιαςαν, ςκουπύδια ανθρώπουσ καθαρύζουν κι ο όλιοσ τουσ, μαύροσ όλιοσ ςτα μϊτια τουσ, βρυχϊται!

59


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

4 Μαΐου ΠΟΛΕΜΙ΢ΣΗ΢ Ϊδειξεσ νωρύσ τον ςκληρό ςου χαρακτόρα, πολεμιςτό ςτα όρη του Αφγανιςτϊν. Σώρα δοκιμϊζεται ό λεσ εύναι όφελοσ να δαμϊςεισ το κακό; Γυμνόσ από νύχια και με δόντια. Χηλϊφιςεσ και ςπατϊληςεσ το κορμύ ςου ςτο δϊςοσ ! Σρϋχοντασ μϋςα ςτα ςτενϊ ςοκϊκια ςτρατοπϋδου. Μετρώντασ τα ςύρματα. Πϊνω από τα γεμϊτα με ϊμμο τςουβϊλια. Μϊνα, γυναύκα ςκεπαςτό με γκρύζα μπούρκα, μηνϊ τον θϊνατο και την φυγό. Λύγο μακρύτερα απ΄ το παρϊθυρό ςου. Λύγο μακρύτερα από την Ωνοιξη. Εςύ όμωσ ϋδειξεσ θαρρώ, νωρύσ τον χαρακτόρα. Μακριϊ απ΄ των καθημερινών πολϋμων το χαμπϊρι, κι ϋγραψεσ την θεύα δύκη, ςτο χαρτύ ενόσ ευαγγελύου. ΢το ςτενόμακρο δωμϊτιο, όπου η αχτύδα του όλιου ςπρώχνει την λευτεριϊ να μπει κι εκεύνη αρνεύται. ΢αν να φοβϊται. Υυλακό μα θεσ. Χηλϊ ςτην χιονιςμϋνη φυλακό, όπου μετρϊσ τισ κορυφϋσ των βουνών. Σετρϊγωνο δύχτυ ςτα μϊτια μετρϊσ και ςτα κελιϊ των βουνών, που κρύβουν μυςτικϊ που ποτϋ δεν θα μϊθεισ κϊνεισ πϊντα μια ςτϊςη προζύμι να δώςεισ παρϋα με κλϋφτεσ και αρματολούσ.

60


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

5 Μαΐου ΟΣΑΝ Όταν ςημϊνει η ώρα να ϋρθεισ, Θα βρεισ ςτρωμϋνο τραπϋζι. ΢την αυλό το παιδύ μασ να παύζει, Όταν χτυπούν οι καμπϊνεσ και ϋρθεισ.

61


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ΕΠΙΛΟΓΟ΢ Σϋλοσ Ιούνη - Καθώσ γεννιότανε ο θεόσ Ποιητό μου τι εύδεσ; -

΢ταυρωμϋνουσ λαούσ, ςτ΄ ουρανού τισ τςιμπύδεσ.

-

Καθώσ γελούςε το παιδύ, γρϊψε ποιητό μου, τι εύπεσ;

- Εύπα: χαρϋσ θα ςκοντϊφτουνε ςτο ςεργιϊνι Κι οι λύπεσ Θα κερνούν την οικουμϋνη. - Καθώσ πονούςε ο θεόσ, ποιητό μου, Πεσ μασ τι απομϋνει; -

δϊκρυ που ςτϊζει ςτην ϊκρια τησ γησ

Κι αναβλύζει ωσ μύρο απ΄ το αςκύ τησ ζωόσ.

62


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

-

Αντώνη τι εύμαι για ςϋνα; -

Σα πϊντα.

63


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

Βιογραφικό ςημεύωμα: Ξ Δημήςοιξπ Γκόγκαπ γεμμήθηκε ςξ 1964 ρςξ Ρςοσμξμικό Ρεοοώμ. Ρπξύδαρε ρςημ Ρυξλή Λξμίμχμ Σπανιχμαςικώμ ρςα ΢οίκαλα. Αρυξλείςαι με ςημ πξίηρη. Ρσμεογάρςηκε ρςημ έκδξρη ςξσ Βιβλίξσ «΢ξ υθεπ ςηπ Νάμθηπ ραμ ρήμεοα» από ςξμ Δήμξ ςηπ Νάμθηπ ςξ 1998, με εσθύμη κσοίχπ ςηπ ρσλλξγήπ και αουειξθέςηρηπ ςξσ σλικξύ. Οξιήμαςά ςξσ έυξσμ αμαοςηθεί ρε ρελίδεπ ςξσ διαδικςύξσ. Διακοίρειπ: 2014 α. Βοαβεύςηκε με ςξμ Α΄ Έπαιμξ ρςξμ Οαμελλήμιξ Διαγχμιρμό Οξίηρηπ ςηπ Ομεσμαςικήπ Ρσμςοξτιάπ ςηπ Οόληπ Κεμερξύ Ιύποξσ για ςξ πξίημα : «Οεοιγοατή για έμα Ηάμαςξ» β. Έλαβε ςξ 2ξ Βοαβείξ ςξσ 3ξσ Οξιηςικξύ Διαγχμιρμξύ ΔΚΘΙΩΜ «Ρςξ μιρό ςξσ δοόμξσ ςξ ςέλξπ αογεί ακόμη» γ. ΢ξ πξίημά ςξσ: «Τόβξπ» έλαβε ςξ Α΄ Βοαβείξ ρςημ καςηγξοία :(Διαγχμιρμόπ για ςη Ιύποξ) Οξίηρη Ασςξγμχρίαπ ςξσ Κξγξςευμικξύ Διαγχμιρμξύ "ΡΘΙΔΚΘΑΜΑ 2014" 2015 α. Έλαβε ςξ 3ξ βοαβείξ ςξσ 4ξσ Οξιηςικξύ Διαγχμιρμξύ ΔΚΘΙΩΜ για ςξ πξίημα: «Οέμςε Δάκοσα» β. ΢ξ πξίημά ςξσ: Ιάςχ ρςη Οαςοίδα πξσ ρίγηρε βοαβεύςηκε (Β΄βοαβείξ) ρςξμ Οξιηςικό Διαγχμιρμό ςξσ Δλλημικξύ Οξλιςιρςικξύ Ξμίλξσ Ισποίχμ (ΔΟΞΙ) 2016 α. Αμάμερα ρςα 42 πξιήμαςα πξσ διακοίθηκαμ ρςξμ 5ξ Οαμελλήμιξ Οξιηςικό Διαγχμιρμό ΔΚΘΙΩΜ, βοέθηκε και ςξ πξίημά ςξσ με ςξμ ςίςλξ: ΞΠΑΡΖ ΢α 42 πξιήμαςα θα πεοιλητθξύμ ρςη ρσλλξγή ΔΚΘΙΩΜ 2015 πξσ θα εκδξθεί από ςιπ Δκδόρειπ Momentum. β. ΢ξ πξίημά ςξσ "Για ςημ δική μξσ Οαςοίδα" ςιμήθηκε με ΔΟΑΘΜΞ ρςξμ Δ΄ Οξιηςικό Διαγχμιρμό "Ιαιράοιξπ Δαπόμςεπ" ςξσ Δήμξσ Ρκξπέλξσ. γ. Έλαβε Β΄βοαβείξ ρςημ καςηγξοία Ρύγυοξμηπ Οξίηρηπ ρςξμ Οξιηςικό Διαγχμιρμό ςξσ ΙΔΚΑΘΜΩ 2016, για ςξ πξίημά ςξσ: ΛΔΡΑ Ρ΢Θπ ΡΣΚΚΑΒΔΡ ΢Ζπ ΑΜΔΥΔΘΑΡ δ. ΢ξ 2016 ςξ πξίημά ςξσ: ΢ξ ρκσλί ςξσ Οαςέοα έλαβε ΢ιμηςική Διάκοιρη ρςξμ 5ξ Διεθμή Κξγξςευμικό Διαγχμιρμό Εχξτιλίαπ ε. ΢ξ 2016 ςα πξιήμαςά ςξσ : Ζ Οοξρτσγιά και Ξ πόμξπ ςξσ Αγμξξύμεμξσ Οξιηςή έλαβαμ Α΄και Β΄βοαβεία αμςίρςξιυα ρςξμ 7ξ Οαγκόρμιξ Διαγχμιρμό ςξσ ΔΟΞΙ (Δλλημικόπ Οξλιςιρςικόπ Όμιλξπ Ισποίχμ) 2017 α.Έλαβε 3ξ βοαβείξ ρςξμ ποώςξ Διεθμή Διαγχμιρμό Οξίηρηπ και Διηγήμαςξπ "Γιώογξπ Ρετέοηπ" πξσ διξογαμώθηκε από ςημ Έδοα Μεξελλημικήπ Γλώρραπ και Κξγξςευμίαπ ςξσ Οαμεπιρςημίξσ ςξσ Οαλέομξ Θςαλίαπ (΢ξμέαπ Αμθοχπιρςικώμ Ρπξσδώμ), από κξιμξύ με ςημ Δλλημική Ιξιμόςηςα Ρικελίαπ “΢οιμακοία” και με ςξμ Δκδξςικό Ξίκξ “Nostos – Edizioni La Zisa” β. ΢ιμήθηκε με Έπαιμξ ρςξμ 6ξ Διεθμή Κξγξςευμικό Διαγχμιρμό Εχξτιλίαπ. με ςξ πξίημα: Ιοασγέπ εμόπ ρκύλξσ. 2018 α. Έλαβε ςιμηςική διάκοιρη για πξίηρη υαικξύ ρςξμ 2ξ Οαμελλήμιξ Κξγξςευμικό Διαγχμιρμό ςξσ Ρχμαςείξσ ΟΜΔΣΛΑ΢ΘΙΩΜ ΞΠΘΕΞΜ΢ΩΜ ΔΤΑΚ΢ΖΠΘΞΣ ΚΞΓΞΣ ΢ΔΥΜΖΡ ΙΑΘ ΟΞΚΘ΢ΘΡΛΞΣ β. Έλαβε Γ΄Βοαβείξ για ςξ πξίημά ςξσ: Βσθιρμέμη ρςημ Άμμξ... (Δμόςηςα: Αμμόυχρςξπ Βαριλεύξσρα) και Α' Βοαβείξ για ςξ Οξίημα: Ζ ποάριμη Γοαμμή (Δμόςηςα: Λξσρικόπ Ρςίυξπ) από

64


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ςξμ ΔΟΞΙ (Δλλημικόπ Οξλιςιρςικόπ Όμιλξπ Ισποίχμ) ρςξμ 8ξ Οαγκόρμιξ Κξγξςευμικό Διαγχμιρμό γ. Έλαβε Γ΄βοαβείξ για ςξ πξίημα: ΗΑΣΛΑΡΘΑ ΑΘΡΗΖΡΖ ρςξμ 7ξ Οαμελλήμιξ Κξγξςευμικό Διαγχμιρμό ςξσ Ρχμαςείξσ Ομεσμαςική Ρσμςοξτιά Κεμερξύ. δ. ΢α πξιήμαςά ςξσ: Ακαςέογαρςη Λπαλάμςα για Ιείμξσπ Υχοίπ όμειοα, Απέοαμςη Ριχπή, Οαοάκληρη ςξσ Οάρυα έλαβαμ ςξ Β΄Βοαβείξ ρςξμ 3ξ Οαμελλήμιξ Διαγχμιρμό Οξίηρηπ ςηπ Βιβλιξθήκηπ Ρπάοςξσ 2019 α. ΢ξ πξίημά ςξσ: Ρςη ρσγκξμιδή ςχμ Νύλχμ έλαβε ςξμ γ΄έπαιμξ ρςξμ διαγχμιρμό πξίηρηπ πξσ ποξκήοσναμ για ςξ 2018 ξ Οειοαψκόπ Ρύμδερμξπ, και ςξ λξγξςευμικό πεοιξδικό για ςημ ΢έυμη και ςη Εχή, Λαμδοαγόοαπ. β. ΢ξ πξίημά ςξσ: «Ζ κσοία Ατοξδίςη από ςξ Βαοώρι» έλαβε ςξ Γ΄Βοαβείξ ρςημ καςηγξοία: Οξίηρη Ξμξιξκαςάληκςξσ ρςίυξσ ςξσ 9ξσ Οαγκόρμιξσ Κξγξςευμικξύ Διαγχμιρμξύ Δ.Ο.Ξ.Ι. γ. ΢ξ διήγημα ςξσ : «΢ξ ρπίςι ρςημ άκοη ςηπ πόληπ» διακοίθηκε στην κατηγορία: Διηγήματος του 9ου Παγκόρμιξσ Κξγξςευμικξύ Διαγχμιρμξύ Δ.Ο.Ξ.Ι. δ. ΢ξ πξίημά ςξσ: "Ρημεία Ρςίνηπ" έλαβε Έπαιμξ (ρςημ 4η με ανιξλξγική ρειοά) ςξσ 5ξσ διαγχμιρμξύ πξίηρηπ Bonsaistories ε. ΢ξ πξίημά ςξσ: ΟΞΚΘ΢ΔΘΑ έλαβε ςξ Γ΄βοαβείξ ςξσ Οξιηςικξύ Διαγχμιρμξύ ςηπ Δςαιοίαπ Κξγξςευμώμ και ρσγγοατέχμ Ζπείοξσ (13ηπ Κσοικήπ Οαμτώςιδαπ) με θέμα «Οεοιβάλλξμ: γη, μεοό, αέοαπ» ρς. ΢ξ διήγημά ςξσ : Ρσμέμςεσνη με ςξμ Η. Ιξλξκξςοώμη, ρσμπεοιλήτθηκε μαζί με άλλα 40 (μεςά από διαγχμιρμό με θέμα: 1Τοαρη +821 λένειπ για ςξ 1821) ρςημ ειδική έκδξρη και θα παοξσριαρςεί ρε ςελεςή ρςξ Δθμικό Θρςξοικό Λξσρείξ ζ. ΢ξ διήγημά ςξσ: Οεοιρςέοια ρςξ ΢ζαμί, έλαβε έπαιμξ ρςξμ Οαμελλήμιξ Διαγχμιρμό ςηπ Δςαιοείαπ ΢ευμώμ Δπιρςημώμ και Οξλιςιρμξύ Ιεοαςριμίξσ η. ΢ξ διήγημά ςξσ: Ξ Ηοήμξπ ςχμ Αλσκώμ έλαβε ςξ Β΄βοαβείξ ρςξμ Οαμελλήμιξ Διαγχμιρμό ςηπ Ομεσμαςικήπ Ρσμςοξτιάπ Κεμερξύ (8ξπ Οαμελλήμιξπ Κξγξςευμικόπ Διαγχμιρμόπ) 2020 α. H πξιηςική ςξσ ρσλλξγή: "16 αοιθμξί και 24 γοάμμαςα" υαοακςηοίζεςαι από ςξμ ΔΟΞΙ ((Δλλημικό Οξλιςιρςικό Όμιλξ Ισποίχμ Δλλάδξπ) χπ έμα από ςα βιβλία ςηπ υοξμιάπ 2019 β. ΢ξ πξίημα: "μα με θάφεςε όοθιξ" έλαβε ςξ Γ΄βοαβείξ ρςξμ Γ΄ Οαμελλήμιξσ Κξγξςευμικξύ Διαγχμιρμξύ 2019 – 2020 από ςξσπ Ομεσμαςικξύπ Ξοίζξμςεπ Κεμερξύ (Ιαςηγξοία Οξίηρη εμηλίκχμ ρςξμ ελεύθεοξ ρςίυξ) Οαοξσριάρειπ Έογχμ ΢ξ 2017, έγοαφε ςα κείμεμα ςηπ μξσρικήπ παοάρςαρηπ: Ασλαία Οάμε και ςημ παοξσρίαρε ρςξ Δημξςικό θέαςοξ Κάομακαπ ΢ξ 2018, παοξσρίαρε ςξ βιβλίξ ΢Ξ ΦΩΛΘ ςξσ Υοίρςξσ ΢ριαήλη και ςημ Οξιηςική Ρσλλξγή ςηπ Δύαπ Γεχογίξσ : ΟΘΡΩ ΑΟΞ ΢Ζ ΡΘΩΟΖ To 2019, παοξσρίαρε ςξ βιβλίξ ςηπ Λαοίαπ Γεχογίξσ : Ρπαρμέμξ Ακξομςεόμ Δπιμέλειεπ- Δημιξσογίεπ ρσλλξγικώμ έογχμ α. Οεοί πξιήρεχπ: https://issuu.com/dimitriosgogas/docs/__________________________1 β. Ξ υοόμξπ και ξ λόγξπ: https://issuu.com/dimitriosgogas299194/docs/____________________ γ. 199 Υοόμια Δλεύθεοηπ Εχήπ +1 : http://dimitriosgogas.blogspot.com/2020/03/199-1-1821.html

65


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

΢ίςλξι έογχμ ςξσ και Ρσμμεςξυέπ ρε Ρσλλξγικά έογα: Ρσμμεςείυε ρςιπ Ξμαδικέπ Οξιηςικέπ Ρσλλξγέπ ςχμ Δκδόρεχμ ΔΘΑΜΣΡΛΑ, καςά ςα έςη 2014, 2015,2016, 2017, ρςξ Αμθξλόγιξ Οξίηρηπ ςχμ Δκδόρεχμ ΞΡ΢ΠΘΑ 2017, εμώ ξι Δκδόρειπ : η ΟΠΞΤΖ΢ΘΡΑ, ρσμπεοιέλαβαμ ςξ πξίημά ςξσ: «Έςρι ήςαμ ςξ Δείλι μαπ» ρςη Οξιηςική Ρσλλξγή: Από Ιαοδιάπ Από ςιπ εκδόρειπ ΔΘΑΜΣΡΛΑ κσκλξτόοηρε (2015) ρε μξοτή e-book η Οξιηςική Ρσλλξγή: «Ωοάοια Δπιρςοξτώμ» (ISBN: 978-618-82188-6-4) ΢ξ 2016 ρσμμεςείυε ρςξ Ρσλλξγικό Έογξ ςχμ Δκδόρεχμ ΞΡ΢ΠΘΑ: ΢ανίδια Οξλύςιμα ςξσ μξσ μαζί με ςξσπ Οξιηςέπ: Ρκξσλίκα - Βέλλξσ Ρξτία, Βλαυιώςηπ Αλέναμδοξπ Δοαςρέλξπ Δσοιπίδηπ (ISBN: 978-960-604-050-4) ΢ξ 2018 και πάλι από ςιπ εκδόρειπ ΔΘΑΜΣΡΛΑ ρε μξοτή e-book κσκλξτόοηρε η Οξιηςική Ρσλλξγή: Απαμθίρμαςα (ISBN: 978-618-81297-3-3) μαζί με ςιπ Οξιήςοιεπ: Πξύλα ΢οιαμςατύλλξσ και Υοιρςίμα Γαλιάμδοα - strada. ΢ξ 2019, κσκλξτόοηρε ρε μξοτή e-book η πξιηςική ρσλλξγή: 16 αοιθμξί και 24 γοάμμαςα (ISBN 978-9925-7392-6-40) Ρςξ διαδίκςσξ και ρςιπ ρελίδεπ ςχμ εκδόρεχμ: http://www.easywriter.gr/profile έυξσμ αμαοςηθεί ρε μξοτή e-book, καςά ςξ 2015 ξι παοακάςχ πξιηςικέπ ρσλλξγέπ ςξσ: α. Ιάμπξπ μιαπ μιόςηπ: Οξιήμαςα β. Νέοχ έμα ςόπξ: Οξιήμαςα γ. Έμα ςεςοάδιξ για ςξ Ρςοσμξμικό: Οξιήμαςα

66


ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ

ISBN: 978-9925-7392-9-5

67


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.