Δημήτριος Α. Γκόγκας
ΠΟΙΗΣΗ ISBN 978-9925-7392-2-6
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Τίτλος: Κάμπος μιας νιότης Συγγραφέας: Δημήτριος Γκόγκας Ημερομηνία Έκδοσης: Οκτώβριος 2018 Ψηφιακές Εκδόσεις: http://www.easywriter.gr Σελίδες: 40 Μορφή Αρχείου: PDF Γραμματοσειρά: Cambria (12) Εξώφυλλο: Φωτογραφία έτους 1974 Γ΄ Τάξης του Δημοτικού Σχολείου Στρυμονικού Σερρών (προσωπικό αρχείο) e-mail επικοινωνίας: dimitriosgogas2991964@yahoo.com Copyright 2015 © Δημήτριος Γκόγκας Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιοδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, ή η μετάδοση του βιβλίου ή μέρους του με οποιοδήποτε μέσο και σε οποιαδήποτε μορφή χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του συγγραφέα Κάθε γνήσιο αντίγραφο θεωρείται ότι φέρει την υπογραφή του ποιητή
2
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Στους γονείς μου Αντώνιο και Νεραντζούλα Στους συμμαθητές μου Πετρούλα Μήτκα, Δήμητρα Μόνη, Άγγελο Παγώνη, Κωνσταντίνο Γκόγκα, Ιωάννης Στρουμπίνη, Αθανάσιο Δεμερτζή, Βασίλειο Τερμπεζίδη, Νικόλαο Χατζησταυρίδη, Νίκο Τουρμπεσλή, Άλκη Δουλγέρη, Νίκο Δεμερτζή, Άγγελο Γεωργαντά, Ευαγγελία Γκιόση, Μορφούλα Τσελέπη και στους υπόλοιπους της σχολικής φωτογραφίας του εξωφύλλου καθώς ο χρόνος σκίασε τη μνήμη και δεν θυμάμαι πλέον τα ονόματά τους. Δασκάλα μας η κα Ασημίνα Λάγκα
3
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Εισαγωγικό σημείωμα Η παρούσα Ποιητική Συλλογή ανήκει ως δεύτερο βιβλίο σε τριλογία που αναφέρεται στη γενέτειρά μου, το Στρυμονικό Σερρών. Ξέρω έναν τόπο, Κάμπος μιας Νιότης και Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό, Είναι τρεις ποιητικές συλλογές, που γράφτηκαν πριν από 10 περίπου χρόνια. Δημήτριος Γκόγκας
4
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Τις ημέρες εκείνες το μικρό χωριό στο κάμπο ήταν ανάστατο. Οι παλιές σωλήνες του νερού έσπαγαν από το τσουχτερό κρύο, αρχή οι πολιτιστικές και οι αθλητικές εκδηλώσεις στην μνήμη του Αγίου Αντωνίου του θαυματουργού. Η σκαλιστή Εκκλησιά, αιώνων στήριγμα και βουλή στου ξεροπόταμου την πλευρά κτισμένη πεντακοσίων και πλέον ετών, μύριζε άπλυτους μα και παστρικούς ανθρώπους, λιβάνι και φρέσκια κοπριά, από των στοιβαγμένων λόφων τα περιττώματα στους χωματόδρομους του Πέγκου. Στο τέλος των ατελέσφορων συζητήσεων πάντα νικούσε η ευωδιά της Εκκλησιάς από τα θαύματα της μέρας, που οι περισσότεροι των ντόπιων και θρησκόληπτων επισκεπτών πίστευαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Άγιος Αντώνιος έκανε άλλο ένα θαύμα. Πάντα ο άγιος έκανε ένα άλλο θαύμα. Με το πέρας της θείας λειτουργίας, οι σωστοί νοικοκυραίοι που είχαν και μια δραχμή στην τσέπη, βολτάριζαν με τρόπο σωστό και ηθικό, (αυτοί ξωπίσω και οι γυναίκες αγκαζέ μπροστά) για να τους προσέξουν οι λοιποί συγχωριανοί, τουρτουρίζοντας από το σουβλερό κρύο. Πάντα στις δεκαεπτά του Γενάρη έκαμε πολύ κρύο. Λες και ο χειμώνας ήταν εχθρικός στο διάβα του. Στρατευμένοι πάγκοι, αμαρτωλών πραματευτάδων, με απλωμένη την ματαιοδοξία. Το μάτι, πήγαινε πέρα - δώθε, κάτω από το δασύ φρύδι.
5
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Να τοι και πάλι. Μπροστά οι γυναίκες, πίσω οι άνδρες. Αδιασάλευτη τάξη. Ο Άγιος Αντώνιος με το κομμένο χέρι του Άγγλου Αξιωματικού ζωγραφισμένο στην υπερυψωμένη εικόνα έμπροσθεν της εισόδου, (ο άγνωστος ιστορικός τοποθετεί το θαύμα σε χρόνο και τόπο πιστευτό) μάταια προσπαθεί να συνεφέρει τους πιστούς από την μεριά των Σοδόμων. Οι δρόμοι που ακολουθούν είναι οι λατρεμένοι των Τοτέμ. Κι είναι τόσοι πολλοί πέρα από την κτυπημένη γέφυρα, που προέβλεψε τον θάνατό της πολύ αργότερα. Πέθαιναν οι παλιοί, προχωρούσαν οι νέοι. Ο θεός βέβαια το είχε προαποφασίσει και ο κατακλυσμός των χωριανών θα άρχιζε με το ημέρωμα των τύψεων. Αργά στον χρόνο. Νωρίς στη μέρα. Τις ημέρες εκείνες καρφίτσωναν στο δεξί πέτο ένα μικρό σημάδι στους επισκέπτες του Ναού, λατρευτές του Αγίου σαν τους ζώντες των ιεροτελεστιών στα ξεχασμένα στρατόπεδα. Η εργασία αυτή στα παιδικά μας χέρια. Στα δικά μας παιδικά χέρια. Καρφίτσες, σημάδια χάρτινα, κόκκινα χέρια από το μυρμήγκιασμα του κρύου χιονιά και του Γενάρη. Ενώπιον της έδρας του Αγίου Αντωνίου. Ο κόσμος (υπ όψη) κατέφθανε πολύς, σαν σε απόσπασμα, για το λαϊκό προσκύνημα. Συνωστισμός εντός και εκτός της εκκλησίας. Ένα προαύλιο θυσιαστήριο. 6
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Κάποια στιγμή στην θέα των ορέξεων, κόκκαλα, πιθανόν κάποιου άλλου αγίου με μύρο. Αγορά της πόλης των Σερρών; «Βγάλανε τα κόκκαλα του Αγίου» Ο ένας χριστιανός πάνω στον άλλον. Πολλάκις επισκεπτότανε την ενορία ο εξέχων Μητροπολίτης (θαλάσσης και βουνών) κι η παράσταση έπαιρνε μεγαλύτερη αξία, υπεραξία όπως είχα ακούσει μυστικά να μιλούν κάποιοι κακοί κουμουνιστές, στα λιγοστά καφενεία, (Πάντα ήταν κακοί οι κουμουνιστές σε κείνο το χωριό) με την μυρωδιά της πρέφας και του μεζέ στο πιατάκι! Στο τεφτέρι του καφενείου, με την γραφή του μολυβιού. Βερεσέ! Του Αγίου Αντωνίου βέβαια, κανείς δεν του χρέωνε τίποτα, πλην των ιερών θαυμάτων για την δικαίωση της φήμης του. Κραυγές από το ιερό της παλιάς Εκκλησιάς πάντα κάποιος μιλούσε πάντα κάποιος περπάταγε. «Εις τους αιώνας των αιώνων» Και πράγματι τούτο ήταν αληθινό και εμείς γελούσαμε αλλά κυρίως οι καλοί νοικοκυραίοι που είχαν και μια δραχμή στην τσέπη έτριβαν τα χέρια τους (ξέρανε και κάτι παραπάνω) για το δημιουργικό πέρασμά τους από τον εγκόσμιο παράδεισο. Τον καμπίσιο παράδεισο του χωριού. Στο γήπεδο οι παλαιστές χόρευαν στους ρυθμούς της λαβής, οι ζουρνάδες της Ηράκλειας παιάνιζαν τις νίκες, κάποιοι κύκλοι με γυναίκες και άνδρες στον χορό και ποδόσφαιρο για να ευφρανθεί η καρδία μας.
7
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Ήμασταν φτωχοί πάντα έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι και έβαζε την στάμνα με το κρύο καθαρό νερό στο γόνατο. Γέμιζε το ποτήρι. Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι. Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος φωνάζαμε όλοι πως «τον αγάπησε ο θεός» Οι φράκτες στην αυλή μας ήταν δένδρα. Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε περισσότερα ποτήρια. Στο παζάρι της Τρίτης αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα. Ο καθένας να έχει το δικό του. Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια. Φώναζε η μαμά. Γκρίνιαζε ο παππούς. Δεν μπορούσε πια, να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι. Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια για τον ίδιο. Σήκωνε την στάμνα γέμιζε πάλι το ποτήρι ρουφούσε το νερό από τον πάτο του πηγαδιού!
8
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Αιφνιδίως έκλεισα - αργοκίνητα στην στάσητα Φθινόπωρο στα χέρια και το βιβλίο της έκτης Δημοτικού. «Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή»* Και ύστερα, αιφνιδίως και πάλι ούρλιαξα, για την προδομένη ποιητική ενασχόληση. Τι ανθρώπινος στίχος για μένα, τον χρόνο και το γεράκι… Ο πατέρας πετάχτηκε έντρομος - με την ανάσα του παγωμένηκαι τα μάτια ορθάνοικτα και σαστισμένα. Μέσα από τα παραθυρόφυλλα η φωτιά στη ξυλόσομπα στην πόρτα ο αγέρας επισκέπτης, το κρυστάλλινο νερό και τ΄ αγκάθι από το Σιβρί*. Πάνω στα κάρβουνα, τσίκνιζε μια ζωή. Στο ένα χέρι του πατέρα δετό το χελιδόνι στο άλλο κρυφά η Άνοιξη! * στίχος του Οδ. Ελύτη
9
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Αφού μπορούμε να γράφουμε ποιήματα ακόμα, μπορούμε να βλέπουμε τους άλλους σαν αδέλφια να σκοτώνουμε τον Άβελ, να κλείνουμε συμφωνώντας πολέμους συλλαβίζοντας στον άνεμο στον άνεμο, ζωγραφίζοντας τα σχήματα νεκρών ανθρώπων. Αφού μπορούμε να γράφουμε ποιήματα έχουμε ορίσει, με ανάγκη τον νόμο, μονόφθαλμους να οδηγούν τους κονδυλοφόρους, στους μακρινούς δρόμους με την αιώνια σκόνη να κρύβει πάντα το χθες και το σήμερα. Επιλεκτική νέφωση στην μνήμη. Πιο πέρα από την ποίηση, μονάχα ο θάνατος του πολέμου, μπορεί να δημιουργήσει, την απόλυτη γλυκιά σιωπή της παραφροσύνης.
10
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Γεννήθηκε από την μάνα του πόσο περίεργο ήταν, που δεν τον γέννησε καμιά άλλη γυναίκα, έτσι δεν έψαξε και πολύ το πρώτο φίλημα στο στήθος της. Με τα μάτια κλειστά. Βρήκε στην πρώτη κίνηση της ζωής τα στήθη της, το γάλα της, μια άσπρη νεροποντή στα χείλη του. Σκέφτηκε τις άλλες γυναίκες στο κάμπο, που κυοφορούσανε ανέμους και στάχυα και δεν τον γεννήσανε. Καμένες καλαμιές που άχνιζαν στο σούρουπο! Τις λυπήθηκε πολύ, δάκρυσε. Ήταν μικρός, κι αισθάνθηκε το δάκρυ του να στάζει. Μεταλαβιά που έκαιγε και δεν τον συγχωρούσε. Σαν άνοιξε η αγκαλιά της «η μάνα μου» είπε «είναι».
11
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Και μια που ξεκινήσαμε να λέμε αλήθειες μητέρα -τόσο χρόνια μετάγέρασες με τα άνυδρα καλοκαίρια στην άκρη τους γέρασες, εγώ μεγάλωσα με τους χειμώνες απλωμένους στα μαλλιά μου -θυμάσαι πάντα τα όμορφα παιδικά μου μαλλάκιαας πούμε και μια ακόμα, Θα ποτίσω έλεγα τους μπαξέδες το πρωί, φώναζες γιατί πίστευες – αχ πάντα πίστευες είναι καλό να ξεδιψούν τα φυτά το απομεσήμερο εγώ απαντούσα με την τόλμη της γλώσσας που θέριεψε νέα τα φυτά είναι άνθρωποι και θέλουν νερό μα πρώτα να ξυπνήσουν. Περίμενα να ξυπνήσουν Μια εσύ, μια εγώ άσε με να διαβάζω ποίηση. Σου έλεγα: Ποιος είναι τούτος ποιος είναι κείνος;
12
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Έχουν ονόματα μαμά όπως εγώ και εσύ Όπως και τα φυτά μου. Μα ασχολούνται με μπαξέδες που μεγαλώνουν λέξεις. Ναι, υπάρχουν και κει ζιζάνια μα υπάρχουν και κει ελπίδες. Όπως και ξυλόβεργες για ν΄ αναρριχώνται τα ποιήματα. Παράθυρα και πόρτες ανοικτές, Παράθυρα και πόρτες που χτυπούν με την πρώτη φωνή των καλοκαιριών σου που έσβησες των χειμώνων που κάθισα μονάχος στο μπαλκόνι. Και συ ήσουν εκεί στους μπαξέδες σου στους δικούς μου κήπους. Λουλούδια μου οι λέξεις.
13
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ οι μέρες εκείνες, οι ζεστές ώρες, ώρες που καίγονταν στο Πέγκο μαζί με τα ανοιξιάτικα φύλλα, θρέφανε τις φουσκάλες στα πέλματά μας. Ο αδελφότεκνος κρατούσε την σιωπή του με τα δυο του χέρια και το νυσταλέο χασμουρητό. Δεν άφηνε να βγει από την χαραμάδα των χειλιών του τίποτα, μέρες τώρα. Θα πήγαινε στον πόλεμο. Έπρεπε όμως εμείς, να συνεχίσουμε την ζωή μας, με τους ήχους των κροτάλων πάνω από τα κεραμίδια, μέσα στις ψυχές. Θα πήγαινε στον πόλεμο να γίνει ήρωας δεν νοιαζότανε τόσο για τον πόλεμο. Έλεγε στην αλάνα πως ήθελε να σκοτώσει και να σκοτωθεί. Να γίνει ήρωας. Στο χωριό δεν μπορούσε να είναι ήρωας. Κι ας σκότωνε ολημερίς τις μέρες του. Δεν ήθελε να τις ζήσει.
14
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Πήραμε το ποτιστήρι και τραβήξαμε για τους χασλαμάδες στην πράσινη κοιλάδα. Δίπλα αυτός, κανονικός άνθρωπος αμίλητος με το κεφάλι στους ώμους (το κεφάλι του, ένα κεφάλι πιο πάνω από μένα) και τα μάτια μπροστά στο πρόσωπο. (ήξερα πως έβλεπε και πίσω) Πως είναι άραγε να σκοτώνεις; Του είχανε μείνει μονάχα δύο μέρες πριν σκοτώσει. Πριν σηκώσει το όπλο στο παρελθόν του. Η γούρνα με το νερό περίεργη στον ουρανό της, γεμάτη από βδέλλες και βατράχια ρούφηξε την χούφτα του έγλυψε την ζωή του. Μια βδέλλα στήθηκε στον αντίχειρα. Μόλις τελειώσει ο πόλεμος αδελφέ θα έρθω να σου πω νέες ιστορίες αυτές εδώ δεν θα χουνε καμιά τότε αξία. Χασλαμάδες και βδέλλες. Φαντάσματα του κάμπου, που τρέχουν στα οργωμένα χωράφια, δεν θα χουνε καμιά να ξέρεις καμία αξία γελούσε με σπίθες στα μάτια του την ιστορία θα την γράψουμε εμείς εκεί μακριά στον πόλεμο. Μέσα απ΄ τις σφαίρες θα αναδυθούμε, μέσα από το αίμα θα αναβλύσουμε. 15
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Τα καπνόφυτα δροσίζονταν, σηκώνονταν, φούσκωναν, όσο τα ποτίζαμε, έδεναν με την ζωή, Τι να τα πω; Τι να τα ρωτήσω; Πολεμούν ποτέ; (πολεμάμε ακούστηκε από την ρίζα) Ξεβοτάνιζα και πέρασα στα χέρια, τα νεκρά φυτά, στην άκρη, ζωντάνευαν πιότερο τα άλλα. Έτσι είναι ο πόλεμος, κακό που περιμένεις να ξεβοτανίσει τον κόσμο, νεκροί και ζωντανοί. Ο καθένας στην τάξη του Ο καθένας στην μοίρα του. Οι μέρες εκείνες Οι ξερές ώρες του Ιούνη δεν περνούσαν. Κάθε δυο ίσως και γρηγορότερα μας θορυβούσαν τα αεροπλάνα. Εγώ περίμενα τον αδελφό τον αδελφότεκνο. Περίμενα να μου πει πως σκότωσε όχι πως έζησε. Αυτός και νεκρός ζούσε.
16
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Ήθελα να ακούσω νέες ιστορίες, αν είναι ίδια τα πρόσωπα των νεκρών μα αυτά των ζωντανών, των σκιών και των φαντασμάτων. Πήγαινα μόνος πλέον στα φυτά, στις γκιολες του Πέγκου, ακούγοντας το κροτάλισμα του φιδιού, μυρίζοντας το λιβάνι της Εκκλησιάς του Αγίου Αντωνίου. Έκανα από φόβο και το σταυρό. Πίσω από μαντρότοιχους κοιμόντουσαν οι νεκροί μας. Ήρωας δεν έγινε ποτέ και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο. Ο Ιούνης πέρασε ο Ιούλιος ήρθε κι μαζί του κύλησε και το δάκρυ στο μάγουλο των γυναικών. Το ήξερα πολύ καλά. Δεν θα άκουγα ποτέ νέες ιστορίες και κάπου ήταν γραφτό να ξεβοτανίζω μόνος τα φυτά και τον κόσμο μου.
17
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Την τελευταία χρονιά ήμουν μικρός, ο κόσμος μεγάλος. Κουφόβραση στον κάμπο. Ειδοποιηθήκαμε, -εδώ θα πρέπει να το πωη κοινότητα και ο αστυνόμος - νάναι καλά- οι θεσμοί άριστοι στο έργο τους, η πρώτη με το μεγάφωνο στα χείλη κι ό άλλος με το μπεγλέρι στα χέρια. Στην δημοσιά-που ήθελε επειγόντως επιδιόρθωσητο έλεγε και το επείγον τηλεγράφημα (με κόκκινα γράμματα η λέξη επείγον: εγκυμονεί κινδύνους για το έθνος) θα σταματούσε ο Παττακός και ο Μακαρέζος, στον δρόμο για την πόλη των Σερρών. Σε δυο ώρες γέμισαν τις λακκούβες σε δυο ώρες πλέναμε τα χέρια (για το χειροκρότημα) χτενίσαμε τα μαλλιά μας ποδιές στο χρώμα του ουρανού και της Θάλασσας (αγόρια και κορίτσια) σημαιούλες στο μυαλό σε δυο ώρες, η κυρία Δασκάλα (πιο κυρία από ποτέ) εν δυο.
18
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Το αμάξι πέρασε -τι ωραίο μαύρο χρώμα….κυρία. (κόμπιασε η λέξη στο λαιμό) Οι σημαίες χρόνια τώρα κυματίζουν μέσα μου. Δεν γνώρισαν ποτέ τους άπνοια.
19
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο. Χρεωμένος σε σένα. Πρώτες σκέψεις. Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου. Σαν καταβόδωσα την ζωή ήρθε ο θάνατος. Ήρθαν μαζί οι χάριτες, κουνάμενη κι η μοίρα. Τρεις ευχές. Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου. Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου. Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου. Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή μου χρωστά και ο θάνατος. Ένα αιχμάλωτο πατέρα. -χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μαςένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη ( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν μόνο μία) Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή, μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος. Αν ισχύουν αυτά γιατί το συμβόλαιο κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη: ο δανειζόμενος φέρει την υπογραφή μου;
20
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΑΝΑΜΕΝΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ Είχε προχωρήσει η μέρα, οι λέξεις αποκτούσαν τη δική τους σημασία και μεις περιμέναμε να κουρνιάσει. Μαζί μας σιμά, ο ήλιος πίσω από το σπίτι και η πέτρα στις καρδιές μας. Έπρεπε να βιαστεί αυτός να προκάνουμε εμείς το μπούρλιασμα και την καθαριότητα. Αναμέναμε τον θάνατο. Μας το είχανε πει ξεκάθαρα, το πε ξεκάθαρα και ο ίδιος πιο διάφανα στάλαξε το κατράμι και η πίκρα. Ήτανε ζήτημα ωρών. Ο μύρος απ΄ τη Πασχαλιά και τ΄ αγιάζι θα φυσούσε θα έπαιρνε τα ξανθά μαλλάκια στης μιας ματιάς το πέταγμα, σαν έκλεινε το ζύγι των δεμάτων. Ο παππούς ξαπλωμένος στο σιδερένιο κρεβάτι κοίταζε ψηλά δίνοντας κάπου- κάπου ονόματα στις σκιές που έβλεπε να περπατούν στους τοίχους και μεις πλατσουρίζαμε στα δάκρυα περιμένοντας να κουρνιάσει ο ήλιος και η πέτρα πίσω από το σπίτι. Κατά τις τρεις, την ώρα του τσίγκου που σκάει το πουλί από την φωτιά ξεφύσησε. Ένας γλυκός αέρας, ξεθύμανε έκλεισε η πόρτα το παραθύρι, η Άνοιξη, ο χρόνος. Ήπια το δάκρυ μου, είπα αντίο. Το σούρουπο μας βρήκε μπουρλιασμένους στην σιωπή.
21
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΒΡΕΧΕΙ ΑΠΟΨΕ Βρέχει όπως και χθες. Έριχνε τα σημάδια του ο θεός. Πιάνονται κάποιες στάλες στις πρόκες του φράκτη. Κάποιες στις άκριες των κάρων και άλλες τις πιάνω με τις χούφτες μου και τις κάμω σελίδες ενός θρήνου. Ο θυμωμένος ουρανός, ξεχύθηκε στ΄ απέραντο αναζητώντας στο κάμπο τη ζωή της μάνας. Ακροβατεί, στο κελάϊδισμα τ΄ αηδονιού. και περιμένει ν΄ ανέβει η στάθμη της ψυχής, να μιλήσει. Η πίστη της δεν είναι παρά μια γωνιά από έρωτες που μούλιασαν.
22
Δημήτριος Γκόγκας
Κάμπος μιας νιότης
ΜΥΡΙΖΕ ΟΜΟΡΦΑ εκείνος ο Φλεβάρης του 1981 Μύριζε μέντα και κρίνο, μύριζε θειάφι. Οι παλιότεροι το λέγανε κρυφά, πίσω από την οσμή την πρέφας, -δεν είχε έρθει η εποχή τουςκι ανθίσανε πρόωρα, αυτός ο Φλεβάρης μύριζε όμορφα. Μύριζε όμορφα και ο χωροφύλακας που έστεκε ορθός στην άκρη του παραθύρου, τα σκοτεινά βράδια στο χωριό. Ήρθε τώρα κι έκατσε στο κέντρο της αυλής μας. Η μάννα τον τρατάριζε, μην πει και πάλι άσχημες κουβέντες. Τώρα ο παππούς δεν άφηνε ξεκλείδωτη την πόρτα. Το πετάρισμα της καρδιάς είχε κουρνιάσει σε περίεργα μέρη τα χελιδόνια έκατσαν πιότερο από το σύνηθες. Πριν κρυφτεί ο ήλιος, αλυχτούσαν τα σκυλιά, φώναζαν οι γειτόνοι. Κυκλοφορούσαμε ελεύθερα στα σοκάκια να διώξουμε τους φόβους και το κάναμε επίτηδες επιβραδύνοντας το βήμα μας να μιλήσουμε ώρα περισσότερη, κάτω από το φως της κολόνας. Στο δάσος, οι ανεμώνες μπουμπούκιαζαν κι άνθιζαν όταν τις κόβαμε.
23
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Όταν έσβησε ο πατέρας, έπεσε στο έδαφος, ένα δένδρο στην αυλή που γεννήθηκα. Κοίταζα το ταβάνι, πατούσα το πάτωμα, λείψανε τα κλαδιά, λείψανε ο κορμός και τα φύλλα, οι ρίζες μου. Ήρθαν συγγενείς, φίλοι ξενιτεμένα αδέλφια, μοιρολογίστρες, από τον πέρα μαχαλά, ήρθαν οι μοίρες. «Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες» Εγώ όμως το ήξερα, βαθιά μέσα στην γη μου, ένα δένδρο έπεσε και χάθηκε το δάσος.
24
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Βαριόμουν τις επίκαιρες ερωτήσεις του παππού, όπως αυτή σήμερα, που θα περνούσε ο μαύρος δράκος και η συνοδεία του από τα στενά της αυλής και τους ριγμένους μαντρότοιχους των δρόμων. Είχε ήδη βγει σχετική ανακοίνωση. Ο γραμματέας να ναι καλά. --Τι είναι παιδί μου αυτοί που κατηφορίζουν με τα κορμιά τσίτσιδα και τον ήλιο παραμάσχαλα χωρίς να κρύβουν τα αχαμνά τους; --Και τα μάτια που ακολουθούν την πομπή, μέσα από τα αγκάθια του φράχτη, είναι από κάποια θυσία; Περίεργα μα όμορφα μιλούσε ο παππούς. Αγράμματος, μ΄ απόστολος! Πήρα το βιβλίο και άνοιξα στο γράμμα Θ. Θυσία, θυσία! Εγώ δεν κατάλαβα ποιας μορφής θυσία εξυπηρετούσε η κάθοδος των ανθρώπων από την δύση. Φοβήθηκα και του το είπα βάζοντας το πρόσωπο μέσα στην αγκαλιά του που μύριζε γέρικες στεναχώριες και έννοιες επιβίωσης. Πριν από το Θ κρατούσε το ίσο χρόνια τώρα και αιώνες το Η. Ήρωες σκέφτηκα!
25
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Συλλαβίζοντας με τους αναλφάβητους, προσπαθούσε να βρει δρόμους ανάμεσα στα κούφια γράμματα που πολλαπλασίαζαν ξαφνικά μπροστά του, τις λέξεις, τα οράματα, τους στίχους. Έπρεπε το δίχως άλλο να εύρει, ελεύθερο χρόνο να ταΐσει τα ζωντανά. Ο Δάσκαλος μπορούσε να περιμένει, αυτά όχι. Τρία τετράδια, άλλα τόσα μολύβια, ήταν αρκετά. Δώδεκα οι Απόστολοι, τους ήξερε καλά αυτούς, από τον παπά της ενορίας, μα δεν ήξερε να τους γράφει, μονάχα τον Ιούδα. Αυτόν τον ήξερε καλά. Κυκλοφορούσε ανάμεσά τους. Ήταν αναλφάβητος κι αυτός πίστευε, μα κάπου έκαμε λάθος. Ήξερε τούτος από αργύρια. Πίσω από την πρώτη μουντζούρα, καλά κρυμμένος ο θησαυρός, των άλφα και των βήτα, γόμα δεν είχε αγοράσει ακόμα, να ναι καλά το σάλιο και το φτύσιμο. Η άκρη του δακτύλου, μ΄ αυτή πίεζε το ξύσμα του μολυβιού. Έπρεπε να τρέξει στα ζωντανά που πάντα μουντζούρωναν το καθαρό του τετράδιο. Κι αυτός με την τσουγκράνα και το φτυάρι, ξεφούρνιζε των γραμμάτων την τέχνη. Ήταν μαζί του και άλλο αναλφάβητοι. Στη γωνιά τιμωρημένος ο Ιούδας.
26
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΝΕΡΩΝ Ο παππούς ήξερε πολύ καλά, τα νερά, που ταξιδεύανε και πάνε, όταν έβρεχε στο χωριό και στον κάμπο. Και έβρεχε πολύ τελευταία. Βαθιά εκεί, στο πηγάδι της γειτόνισσας, με το σκοτάδι στο πάτο και τα σημάδια στο μέτωπο της κόρης. Το γνώριζα ότι το ένιωθε. Μαζί με τις έννοιες των φτωχών ανθρώπων. Άνοιγε από νωρίς χαντάκια. Με το πρώτο κρύο σφύριγμα τ΄ ανέμου, την σύναξη των σύννεφων. Κάπου εκεί χωμένη και η δύναμή του. Ίσιωνε τις αράδες με την τσουγκράνα των μεγάλων παλαμών και ψιθύριζε : Να κυλήσουν μέσα τα νερά του Θεού «όλες οι ματαιοδοξίες του κόσμου τούτου» συμπλήρωνα κάτω από τα φρύδια. Άρα σκεπτόμουνα και οι δικές του. Όταν κόπαζε ο πόλεμος των νερών και βασίλευε ο ήλιος κοίταζε τις στέγες να δει τους πελαργούς και τα μικρά τους. Έφερνε στο λιπόσαρκο στήθος το χέρι, -δόξα σοι ο Θεός, πέρασε και τούτοάναβε το καντηλάκι των ταμάτων στράγγιζε τα ρούχα, τον θυμό και την υπομονή του. 27
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Στέγνωνε από τις έννοιες κι έλεγε πως θ αλλάξουν τα πράματα. Αγκάλιαζε τον Θεό κι έκανε σχέδια μαζί του. Φίλοι θαρρείς. «Με τον θεό πρέπει να σαι φίλος» έλεγε. Το βράδυ σαν έπεφτε στο ξύλινο κρεβάτι γελούσε κοιτάζοντας ψηλά. Σήκωνε τα χέρια κι έπιανε τον ουρανό του δωματίου. Κατέβαζε την δύναμή του Κατέβαζε τον ουρανό στις χούφτες του. Αν βρέξει πάλι, θ΄ ανοίξω καινούργια χαντάκια, θαρρώ πιο μεγάλα και καλύτερα.
28
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΛΙ Το παστάλιασμα του Φθινοπώρου τελείωσε και μπήκε για τα καλά βαρύς χειμώνας. Έφυγε το κατράμι από τα χέρια μας πετάξαμε σκεβρωμένα ρούχα στο χαγιάτι και είπαμε πριν την πανήγυρη του Αγίου Αντωνίου « και του χρόνου πάλι» που θα φύγει το χελιδόνι και το καλοκαίρι θα χει τελειώσει. Νωρίς περιμέναμε τον έμπορο. Τους είχε πει μετά παρρησίας: την άλλη μέρα – δεν χωρούσε αναβολή- θα περνούσε να τους καλησπερίσει κομιστής καλών νέων και τιμών. Ο παππούς αγόρασε πιοτό (άρεσε στον έμπορο ποτό από ρόδι) η γιαγιά ετοίμασε γλυκό του κουταλιού κρύο νερό στην στάμνα (από το πηγάδι της γειτόνισσας) να τον τρατάρει κατά πως ήξερε για τα καλύτερα της Άνοιξης. Κοίταξε τα δέματα πήρε σοβαρό το ύφος δυο στροφές την κεφαλή, στην άκρη των χειλιών έτρεχε το γλυκόζουμο (γεια στα χέρια σου κυρά) κάτι είπε στον πάππου που έσκυψε το κεφάλι (ντράπηκε για τον μόχθο του) «Δυστυχώς δεν μπορώ περισσότερα»
29
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Έτσι είχαν τα πράγματα, ντρεπόσουν που δούλευες με τον ήλιο συντροφιά. Των άλλων τα μάτια κρέμονταν από τα αγκίστρια της κουζίνας τα παιδιά από το τσεμπέρι σφιγγόντουσαν στην ποδιά της γιαγιάς με τις δεκάρες δεμένες σταυρωτά. «Μην κοιτάτε, λέει άσχημες κουβέντες για τον καιρό» ένας χρόνος άσχημες κουβέντες ένας χρόνος προετοιμασία τόσος κόπος για άσχημες κουβέντες. «Άντε τώρα πάτε να παίξετε στην αυλή μας.» ο παππούς σκούπισε το αργοκύλιστο δάκρυ και τον αμύριστο μόχθο του. Εμάς δεν μας πρέπει τέτοιος ύπνος ανήσυχος και σκοτεινός μα σαν κοιμηθούμε μπορεί να βγούμε πιο δυνατοί στο ξημέρωμα και στον ήλιο στην αυλή μας.
30
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Άραγε τι σκέφτονται οι άνθρωποι αυτοί κρατώντας την άκρη του τσιγάρου πατώντας στα λερωμένα χόρτα κάθε μέρα κάθε βράδυ λίγο πριν τους πούνε : φύγετε Το πρόσωπό τους μοιάζει με κερί κίτρινο από συνειδήσεις μοιάζει πράσινο σαν τα πεύκα νεκροταφείων μοιάζει σαν αυλή μικρότερη της παλάμης. Μια σπιθαμή τσακισμένες τσουκνίδες τόσο απάντησαν, είναι αρκετός τόπος να ζήσουν. Μα δες τόσο τόπο δεν έδωσαν. Και κείνοι απάντησαν μασώντας την άκρη του τελειωμένου τσιγάρου σβήνοντας με την μύτη των παπουτσιών την κάφτρα ως αντίδοτο, στα λερωμένα χόρτα.
31
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΒΡΥΣΗ Η βρύση της Ανατολής, της γης που δεν ανθίζει στις χούφτες των μικρών ανθρώπων ήταν η βρύση μας. Η βρύση της χαμένης γης, του νέου τόπου, που σαν το άφυλο δενδρί δακρύζει ήταν η χαμένη έννοια μας. Έτσι πήρες το βόλι κέρασμα, και αναρωτήθηκες που νάναι οι εχθροί και φίλοι. Η Άνοιξη στα σώματα έσπειρε αγκάθια, τ΄ αγκάθια μας. Οι σπίθες μες σε ρέματα. Οι φωτιές μέσα στις γούβες, είναι οι μικρές φωλιές που κάθονται και κοιμούνται δύο σπίνοι. Τα είδαμε να ξεδιψούν στην βρύση μας, τα όνειρα πριν γίνουν, πληγές της Άνοιξης τ΄ αηδονιού στεφάνια. Η βρύση της καινούργιας γης, της οργωμένων με ήλους, με χέρια που φύτρωσαν καρποί χαράζοντας το αίμα είναι τα χέρια μας. Ουρανέ, θέλω και κλείνω των δακτύλων μου το ουράνιο τόξο και ν΄ αγκαλιάσω την απόρθητη μήτρα της παρθενιάς σου .
32
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Ξημέρωνε ολάνθιστο το Πάσχα στο χωριό μας, με της Εκκλησιάς το θυμίαμα παραμάσχαλα. Ο πατέρας ετοίμαζε τους περσινούς σπόρους για το αλάτισμα της γης. θα είχαμε μποστάνι και φέτος, μποστάνι με γλυκούς καρπούς. Το είχε αποφασίσει πριν από καιρό καθ΄ οδόν «του χρόνου της Ανάστασης» είπε, «του Κυρίου θα σπείρω» πριν την θυσία του αμνού και μετά τον πόνο και το γέλιο να χορτάσουν τα παιδιά μου στο τραπέζι του θεού και το δικό μου με το γλυκό προσκύνημα των δώδεκα ουρανών. Έζεψε δυο ζωντανά το κάρο, ξύλινο έτριζε απ΄ της δεξιάς πλευράς την ρόδα ψαροκάικο δέκατου τρίτου απόστολου στις βυθισμένης άμμου τα δυο μακροσκελή σημάδια περάσματος μαρτυρίες πως πορεύτηκαν και άλλοι στον άγνωστο θεό. «Που πας; Σάπιο το κάρο..» φώναζαν οι γείτονες από μπαξέδες σμιλευτούς και μπουχτισμένες αυλές μα αυτός ακολουθούσε την δική του κραυγή των σωθικών. Η αυλακωτή των χωματόδρομων τον οδηγούσε στο Τουλμπέσι.
33
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Ήξερε σήμερα έπρεπε το μεσημέρι, δίχως άλλο να τον βρει η ώρα του φαγητού στο σπίτι στην φυσική ησυχία της αγκάλης και την δοτή θεϊκή σιγουριά του τσουκαλιού. Σήμερα είχανε κρέας και αυτοί, όπως κι άλλοι στο λιτό γλεντοκόπι του σοφρά όπου η ελιά περίσσευε και το άλευρο πάντα είχε πρώτο τον λόγο. Ξέζεψε, σαν σε ορφανό ακρογιάλι πέταξε από τον σκονισμένο τορβά με το χέρι του σταυρού τις ελπίδες του για την φετινή μικρή σοδειά για την δική του Ανάσταση. Είδε το μάτι του Κόρακα στου σκιάχτρου την κόρη να ισιώνει τα ζύγια του στους βλογημένους καρπούς του μποστανιού και σήκωσε την πλακουτσωτή πέτρα από της ιδρωμένης γης την χούφτα και μια και δυο το φόβισε. Μέγας είσαι Κύριε! Θα χουμε φέτος μποστάνι και ας χλευάζουνε οι μέντορες της γης για την μέρα και την ώρα που ευλόγησε τους σπόρους. Άχνισε το νερό στο τσουκάλι.
34
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Τον χρόνο δεν φοβάμαι με τους ίσκιους τον μετρώ στους τοίχους με τις αρρωστημένες συκιές και τα παράγωγα ουσιαστικά των ανθρώπων. Οι μέρες κουράζονται, οι ώρες περνούν κουρσεύοντας τα ορθάνοιχτα παραθύρια απέραντα ποτάμια, θάλασσες. Στέκομαι προσοχή απέναντί τους. Την Άνοιξη γεννούν οι ζωές των ανθρώπων, η δική μου ρέει αίμα και στάχτη. Το Φθινόπωρο μαραίνεται ο ανθός ο κήπος με τους σβόλους βρεγμένος είναι. Κι ύστερα ο Χειμώνας έρχεται και κρυώνει τους λεπτοδείκτες ακόμα και του κάτω κόσμου. Ρίχνω πάνω μου την προβιά του χθες, κεντημένη με ρυτίδες της μάνας. Σκιές πεταρίζουν στα τείχη που αγκαλιάζει η συκιά της αυλής. Χρόνιες σκιές. Το βράδυ, φεγγαρόφωτες ανοίγουν την πόρτα μπαίνει η οσμή βασιλικού που μαραίνεται από την κάψα του Καλοκαιριού και μας συντροφεύει. Άδεια πιάτα. Χρόνος. Στον τοίχο της Κουζίνας θλιμμένος αετός αντιστέκεται στις ξέρες του αέρα σκοντάφτει, πέφτει, ματώνει μόλις στην πρώτη τουφεκιά. Ματώνει και το ξομπλιαστό πουκάμισο στον τοίχο. Ακόμα. Ανοίγω νωρίς τον τάφο να μπει η σκιά κι ο χρόνος παρέα να γίνει ένα χώμα.
35
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΣΤΑΧΤΕΣ Βγήκε στο μπαλκόνι πριν από τον ήλιο πριν να τινάξει την κουβέρτα της ζωής της να σκορπίσει τον χρόνο που την πλάκωνε χρόνια τώρα με τα δυο της χέρια στραγγιστό βγήκαν οι στάχτες κοράκια στους δρόμους. Στάχτες οι πίκρες κι οι χαρές στάχτες ότι αγάπησε η αγάπη της στάχτες τρία μέτρα(έτσι υπολόγιζε) πριν την γη που βοτάνιζε γερμένη την κάθε μέρα η μικρή αυλή της – ο κόσμος τηςμε τους μικρούς βασιλικούς της γης και τον Κωνσταντινοπολίτικο της μάνας της. Κι ύστερα στάχτες και τα μικρά στάχτες και τα μεγάλα (ποια μεγάλα; γέλασε) στάχτες και τα δάκρυα που έχυσε τόσο ποτάμι που πέρασε δεν πήρε μαζί του τίποτα δεν καθάρισε η γη και το χώμα μπούχτισε από κλάματα ραβδισμούς και μαύρες πέτρες.
36
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Φώναξε τον χρόνο πίσω τίναξε για τελευταία φορά την κουβέρτα -είναι αλήθεια φύγανε σκόνεςέκλεισε με βρόντο πίσω την πόρτα -τα παιδιά πείνασαν-
37
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΣΥΝΑΞΕΙΣ Πόσες φορές συνάχθηκαν δεν το κατέγραψαν στα πρακτικά μπορεί και δώδεκα στα στενά του Πέγκου. Εκεί ανάμεσα στα σκαλισμένα κλαδιά απ΄ τους μαθητικούς σουγιάδες με τις καρδιές και τα σ΄ αγαπώ αποφάσιζαν για τα νερά της γκιόλας και της γούρνας για τα νερά του ξεροπόταμου. Πόσα θα παίρνω εγώ πόσα εσύ πότε εγώ και συ πάντα χρησιμοποιώντας τις προσωπικές αντωνυμίες που γνώριζαν καλά. Το εμείς το είχανε ξεχάσει προ πολλού. Κάποιες πληροφορίες –ανεπιβεβαίωτες στο χρόνο- έλεγαν ότι το κρέμασαν στις άκρες των μονοπατιών καθώς κατέβαιναν από το Κορφοβούνι. Σήκωσαν τα χέρια και ψήφισαν και πριν δύση ο ήλιος άλλαξαν την απόφασή τους. Έτσι ήταν τα πράγματα το πρωί καλημέρα και το βράδυ δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις…
38
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
ΦΩΝΗ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥΣ Φωνή το χρώμα τους με αίμα πάνω στο αίμα τους έχτιζαν τα τούβλα. Σήκωναν τοίχους. Γκρέμιζαν το σήμερα, όρθωναν το αύριο. Στην ζύμη που σταυρώνανε τράταραν το αύριο, κρεμούσαν στους τοίχους ότι πέρασε, σε δυο τσιγκέλια το βιός τους στο ταβάνι τα χαμόγελα και τη θλίψη σ΄ ένα τσουκάλι. Πίνανε συχνά απ΄ αυτό. Γυρνούσαν το κεφάλι ξαφνικά και λέγανε την ώρα που ξεφούρνιζαν το ψωμί «το ποτάμι στο χωριό πάντα κατηφορίζει»
39
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Επεξηγήσεις Πέγκο: Παρθένα περιοχή του Στρυμονικού Σερρών Τσάλτεπε, Τουλμπέσι: Περιοχές της Κοινότητας Τουλμπέσι: Περιοχή πλησίον του Στρυμονικού, Ζευγολατειό Σερρών Άγιος Αντώνιος: Εκκλησία του Χωριού, Πολιούχος Άγιος Χαράλαμπος: Ξωκλήσι στην περιοχή Σιβρί (Κορφοβούνι): Βουνό Μαγκίλα, Κρίστο: Λόφοι του Στρυμονικού Ξεροπόταμος: ρέμα που περνά μέσα από την Κοινότητα.
40
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Βιογραφικό σημείωμα Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Ασχολείται με την ποίηση. Συνεργάστηκε στην έκδοση του Βιβλίου «Το χθες της Ξάνθης σαν σήμερα» από τον Δήμο της Ξάνθης το 1998, με ευθύνη κυρίως της συλλογής και αρχειοθέτησης του υλικού. Ποιήματά του έχουν αναρτηθεί σε σελίδες του διαδικτύου. To 2014 βραβεύτηκε με τον Α΄ Έπαινο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της Πνευματικής Συντροφιάς της Πόλης Λεμεσού Κύπρου για το ποίημα : «Περιγραφή για ένα Θάνατο» Την ίδια χρονιά έλαβε το 2ο Βραβείο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ «Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη» Το ποίημά του: «Φόβος» έλαβε το Α΄ Βραβείο στην κατηγορία: (Διαγωνισμός για τη Κύπρο) Ποίηση Αυτογνωσίας του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014" Το 2015, έλαβε το 3ο βραβείο του 4ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ για το ποίημα: «Πέντε Δάκρυα» Την ίδια χρόνια, 2015, το ποίημά του: Κάτω στη Πατρίδα που σίγησε βραβεύτηκε (Β΄ βραβείο) στον Ποιητικό Διαγωνισμό του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) Το 2016 ανάμεσα στα 42 ποιήματα που διακρίθηκαν στον 5ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό ΕΛΙΚΩΝ, βρέθηκε και το ποίημά του με τον τίτλο: ΟΡΑΣΗ Τα 42 ποιήματα θα περιληφθούν στη συλλογή ΕΛΙΚΩΝ 2015 που θα εκδοθεί από τις Εκδόσεις Momentum. Το 2016 το ποίημά του "Για την δική μου Πατρίδα" τιμήθηκε με ΕΠΑΙΝΟ στον Ε΄ Ποιητικό Διαγωνισμό "Καισάριος Δαπόντες" του Δήμου Σκοπέλου. Το 2016, έλαβε Β΄βραβείο στην κατηγορία Σύγχρονης Ποίησης στον Ποιητικό Διαγωνισμό του ΚΕΛΑΙΝΩ 2016, για το ποίημά του: ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ Το 2016 το ποίημά του: Το σκυλί του Πατέρα έλαβε Τιμητική Διάκριση στον 5ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας Το 2016 τα ποιήματά του : Η Προσφυγιά και Ο πόνος του Αγνοούμενου Ποιητή έλαβαν Α΄ και Β΄ βραβεία αντίστοιχα στον 7ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) Το 2017 έλαβε 3ο βραβείο στον πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος Σεφέρης" που διοργανώθηκε από την Έδρα 41
Κάμπος μιας νιότης
Δημήτριος Γκόγκας
Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας “Τρινακρία” και με τον Εκδοτικό Οίκο “Nostos – Edizioni La Zisa” Το 2017 τιμήθηκε με Έπαινο στον 6ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας. με το ποίημα: Κραυγές ενός σκύλου. Tο 2018 έλαβε τιμητική διάκριση για ποίηση χαϊ-κού στον 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Σωματείου ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ ΕΦΑΛΤΗΡΙΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Το 2018, έλαβε Γ΄ Βραβείο για το ποίημά του: Βυθισμένη στην Άμμο... (Ενότητα: Αμμόχωστος Βασιλεύουσα) και Α' Βραβείο για το Ποίημα: Η πράσινη Γραμμή (Ενότητα: Μουσικός Στίχος) από τον ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) στον 8ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Tο 2018 έλαβε Γ΄ βραβείο για το ποίημα: ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ στον 7ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Σωματείου Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 2018, τα ποιήματά του: Ακατέργαστη Μπαλάντα για Κείνους Χωρίς όνειρα, Απέραντη Σιωπή, Παράκληση του Πάσχα έλαβαν το Β΄ Βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της Βιβλιοθήκης Σπάρτου Τίτλοι έργων του και Συμμετοχές σε Συλλογικά έργα: Συμμετείχε στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές των Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ, κατά τα έτη 2014, 2015,2016, 2017, στο Ανθολόγιο Ποίησης των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ 2017, ενώ οι Εκδόσεις : η ΠΡΟΦΗΤΙΣΑ, συμπεριέλαβαν το ποίημά του: «Έτσι ήταν το Δείλι μας» στη Ποιητική Συλλογή: Από Καρδιάς Από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ κυκλοφόρησε (2015) σε μορφή e-book η Ποιητική Συλλογή: «Ωράρια Επιστροφών» (ISBN: 978-618-82188-6-4) Το 2016 συμμετείχε στο Συλλογικό Έργο των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ: Ταξίδια Πολύτιμα του νου μαζί με τους Ποιητές: Σκουλίκα - Βέλλου Σοφία, Βλαχιώτης Αλέξανδρος Δρατσέλος Ευριπίδης (ISBN: 978-960604-050-4) Το 2018 και πάλι από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ σε μορφή e-book κυκλοφόρησε η Ποιητική Συλλογή: Απανθίσματα (ISBN: 978-61881297-3-3) μαζί με τις Ποιήτριες: Ρούλα Τριανταφύλλου και Χριστίνα Γαλιάνδρα - strada. Το 2018 σε μορφή e-book κυκλοφόρησε η Ποιητική Συλλογή: Ξέρω έναν Τόπο (ISBN: 978-9925-7392-1-90 ) και διατίθεται δωρεάν από τις διαδικτυακές εκδόσεις: www.easywriter.gr 42
Δημήτριος Γκόγκας
Κάμπος μιας νιότης
ISBN 978-9925-7392-2-6
43