ΣΗΜΕΙΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

Page 1

ΓΚΟΓΚΑ΢ ΔΗΜΗΣΡΙΟ΢ – ΡΟΤΛΑ ΣΡΙΑΝΣΑΥΤΛΛΟΤ

΢ημεύο ΢υνϊντηςησ

Πούηςη

Λϊρνακα 2020


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΔΗΜΗΣΡΙΟΤ ΓΚΟΓΚΑ –ΡΟΤΛΑ΢ ΣΡΙΑΝΣΑΥΤΛΛΟΤ ΢ημεύο ΢υνϊντηςησ ISBN : 978-9925-7723-1-5 © Δημότριοσ Γκόγκασ e-mail: dimitriosgogas2991964@yahoo.com © Ρούλα Σριανταφύλλου e-mail: hroula2@gmail.com Σύτλοσ ΢υλλογόσ: ΢ημεύο ΢υνϊντηςησ / Ρούλα Σριανταφύλλου Επιμϋλεια: Δημότριοσ Γκόγκασ ΢ελιδοπούηςη: Δημότριοσ Γκόγκασ Χηφιακό Ϊκδοςη. Διατύθεται δωρεϊν ςτο διαδύκτυο. Σο παρόν ϋργο πνευματικόσ ιδιοκτηςύασ κατϊ τισ διατϊξεισ τησ Κυπριακόσ Νομοθεςύασ (Ο περύ του Δικαιώματοσ Πνευματικόσ Ιδιοκτηςύασ και ΢υγγενικών Δικαιωμϊτων Νόμοσ του 1976 (Ν. 59/1976, όπωσ ϋχει τροποποιηθεύ και ιςχύει μϋχρι και ςόμερα)και τισ διεθνεύσ ςυμβϊςεισ περύ πνευματικόσ ιδιοκτηςύασ. Απαγορεύεται η αναδημοςύευςη μϋρουσ ό ολόκληρου του βιβλύου χωρύσ την ϋγγραφη ςυναύνεςη από τον ςυγγραφϋα και τον εκδότη.

1


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Πρόλογοσ Η ποιητικό ςυλλογό «΢ημεύο ΢υνϊντηςησ» εύναι γϋννημα μιασ πρόταςησ τησ ποιότριασ Ρούλασ Σριανταφύλλου προσ τον Δημότριο Γκόγκα. Αποτελεύται ουςιαςτικϊ από δύο ποιητικϋσ ςυλλογϋσ, [δεκαεννϋα (19) ποιημϊτων η κϊθε μύα], που όμωσ δύνουν ϋνα αιςθητικό και αιςθαντικό αποτϋλεςμα που θα ικανοποιόςει τουσ αναγνώςτεσ και των δύο. Η Ρούλα Σριανταφύλλου μετϊ τισ Ποιητικϋσ ΢υλλογϋσ: «Πληγϋσ που θρϋψαμε» [2015], τα «Σα ανϋγγιχτα του χρόνου» [2017] και τισ «Μικρϋσ εξορύεσ» τον Ιανουϊριο του 2020, ϋρχεται με τα «Θραύςματα τησ Ξενιτειϊσ» να ςυνεχύςει μια ανοδικό πορεύα ςτον χώρο τησ πούηςησ. Μϋςα από την αδιϊκοπη προςπϊθειϊ τησ να λυτρωθεύ προςωπικϊ καταθϋτει με μνόμεσ αγϊπησ και ϋρωτα και αναςκϊπτει τα ςυναιςθόματϊ τησ. Ευρηματικόσ ςκαπανϋασ, χωρύσ όπωσ εύναι φυςικό να γνωρύζει εϊν το τελευταύο κτύπημα τησ ςκαπϊνησ θα την οδηγόςει ςτο φωσ ό ακόμα βαθύτερα ςτο λαβύρινθο των ςκοταδιών που ταλαιπωρούν κϊθε ευγενό ποιητό και ποιότρια. Ο αιςθαντικόσ λόγοσ τησ διακρύνεται για την ςεμνότητα και την ειλικρύνεια των καταθϋςεων τησ ψυχόσ τησ. ΢υγκινεύ η ςτϊςη τησ απϋναντι ςτην αναμονό, ςτην προςμονό, ςτην απουςύα, ςτη λόθη και ςτη λύτρωςη. Ο Δημήτριοσ Γκόγκασ εϊν εξαιρεθεύ η Ποιητικό Σριλογύα: Κϊμποσ μιασ Νιότησ, Ξϋρω ϋνα Σόπο, Ϊνα Σετρϊδιο για το ΢τρυμονικό, όπου αναφϋρεται με ιδιαύτερη ψυχικό φόρτιςη ςτη ζόςη του ςτη γενϋθλια γη, εύναι η πρώτη φορϊ που αςχολεύται με το θεώρημα τησ αγϊπησ και του ϋρωτα. Σα πλεύςτα ποιόματα τησ ςυλλογόσ: Η «Ερημιϊ τησ Αγϊπησ», εύχαν ωσ πηγό ϋμπνευςησ το ςτενότερο πρόςωπο τησ ζωόσ του. Αγνοώντασ τον κύνδυνο τησ ϋκθεςησ, επιχειρεύ να προςεγγύςει την αγϊπη και τον ϋρωτα από την δικό του οπτικό και να αφεθεύ ςτον κατακλυςμό τουσ. Αυτό του η απόπειρα, μπορεύ να επιςημανθεύ και ωσ μια απόλυτη ανϊγκη δοκιμαςύασ. Ο αναγνώςτησ θα κρύνει.

2


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Για την Ποιητικό ςυλλογό του Δημητρύου Γκόγκα γρϊφει ο ποιητόσ και εκπαιδευτικόσ Φρύςτοσ Γεωργούςησ Παρϊφορα ερωτικόσ ο ποιητόσ Δημότρησ Γκόγκασ φλερτϊρει με τη ζωό, τη φύςη, αλλϊ και το θϊνατο. Η αγϊπη γύνεται μια διαρκόσ αναζότηςη, που θϋλει προςοχό και προφύλαξη απ’ τισ ζόλειεσ των ανθρώπων, αλλϊ και απ’ το χρόνο (Να φυλαχτούμε απ’ το χρόνο και τουσ ανθρώπουσ). Σα λόγια εύναι μια διϋξοδοσ αλλϊ και μια καιροφυλαχτούςα ζϊλη και πρϋπει να καταλόξουμε ςτο λύγο και ςταθερό (Να βρούμε μϋςα ςτα πολλϊ λόγια εκεύνο που μϋνει). Ϊρωτασ μόνιμοσ και διαρκόσ (Να φιλόςω τη ζεςτό γη που πατϊσ), αλλϊ παρών και ο θϊνατοσ μϋςα ςτον ούςτρο που ζαλύζει (Και πορεύομαι ςτην γραμμό του θανϊτου). Ϊρωτασ ο πολικόσ τησ πούηςόσ του, ο εμπνευςτόσ του τραγουδιού του, αλλϊ και η απουςύα που ενδημεύ ςτον ϋρωτα και ςτη ζωό. (Κι εύδα τον δρόμο τησ ςτεριϊσ ςτην απουςύα ςου). Οι μπουκωμϋνεσ γούβεσ αλατιού, η νιόβγαλτη λεύκα, η μυρωδιϊ του δενδρολύβανου, τα ροδόδενδρα και τα μουγκρητϊ των ζώων, οι ορθού ερωδιού, δύνουν εικόνεσ μια φύςησ που ταξιδεύει δύπλα ςτον ποιητό, μαζύ του και χώρια για να τονύζουν το πϊθοσ του και την ανϊγκη να ζόςει το όνειρό του χωρύσ φόβο από ςτιγμό ςε ςτιγμό να δραπετεύςει και να το χϊςει. Η πούηςη του Δημότρη Γκόγκα ςαν να ϋρχεται από μακριϊ, αλλϊ με βηματιςμούσ ϊλλουσ και λόγια καινούρια και μουςικό ςύγχρονη που ςυγκινεύ βαθύτατα.

3


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Η Ερημιά τησ Αγάπησ του Δημητρύου Γκόγκα

Αφιερώνεται ςτην ςύζυγό μου ΢τρατούλα και ςτο γιο μου Αντώνη

4


΢ημείο ΢υνάντηςησ

1. Ϊλα αγαπημϋνη μου κρυφϊ να με γοητεύςεισ κρυφϊ ν΄ αγαπηθούμε, μεθυςμϋνοι ςτ΄ ακριβοθώρητο να χαθούμε τησ ςούςτασ, αγκαλιαςμϋνοι μϋςα ςτησ ζεςτόσ κουβϋρτασ ςτο μακρινό ταξύδι του ϋρωτα. Με μια φωνό που θ΄ ακουςτεύ καταμεςόσ τησ ύςτερησ νύχτασ. Ϊλα κρυφϊ να με μεθύςεισ μακριϊ απ΄ των ανθρώπων το παρϊξενο βλϋμμα που ανιχνεύει αχόρταγα τησ μούρασ μασ τα ςταυροδρόμια. Εκεύ ϋλα, ςτισ μακρϋσ ανηφοριϋσ του κορμιού ςου, το βαρύ αγκομαχητό μου θ΄ ακουςτεύ, βρυχηθμόσ ενόσ νεκρού, ύςαμε την ϊκρη του ερωτικού ταξιδιού, ςτο γύρο του μην, μην τύποτα πεισ, όχι ακόμα, γιατύ ακόμα το φεγγϊρι περιμϋνει την επύςκεψό μασ. Ϊλα εκεύ, ςτου κόςμου μασ τισ αυλακιϋσ, που μια ανεμώνη ϋςπειρεσ, με τισ ματωμϋνεσ χούφτεσ ςου να κρατούν την ανϊςα τησ ζωόσ μασ και το τϋλοσ τησ ανϊςασ πριν και μετϊ την κουκκύδα ςτο τϋλοσ μιασ πρόταςησ.

5


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Αγαπημϋνη μου ϋλα κρυφϊ να με γοητεύςεισ πύςω απ΄ τισ ςκιϋσ, να δροςιςτούμε ςτο ςκιερό τησ γϋρικησ λεύκασ που αλλϊζει χρώματα, τησ νιόβγαλτησ λεύκασ που απλώνει τα βρεγμϋνα φύλλα τησ για λιϊςιμο, και ενορχηςτρώνει το πϋταγμα των λουλουδιών τησ. Αγαπημϋνη μου ϋλα κρυφϊ να με γοητεύςεισ πριν ξημερώςει αργϊ ο όλιοσ, πριν χαθεύ η καλημϋρα των ϊβαφων χειλιών ςου, πριν ςταθεύ το απεύραχτο του λαμπρού ςτισ απλϋσ γραμμϋσ των ματιών ςου, ςτων ταπεινών ςου τςύνορων τισ ρυτιδιαςμϋνεσ όχθεσ, ςτα βαθύπλουτα πρόχειρα όνειρϊ ςου, ςτουσ ατελεύωτουσ πακτωλούσ των λόγων ςου. Λόγια πολλϊ. Κούτα να προλϊβεισ τισ αόρατεσ λϋξεισ. Ϊλα εδώ αγαπημϋνη μου κρυφϊ να με γοητεύςεισ μετρώντασ το ρύγοσ ςτο περικϊρπιο του χαδιού μου μετρώντασ το γλυκύ απόγευμα του φιλιού μου μετρώντασ με δϋνδρα, με λουλούδια, με ςύννεφα κι ύςτερα να ξαναπώ ϋλα, ϋλα κρυφϊ να με γοητεύςεισ!

6


΢ημείο ΢υνάντηςησ

2. Εύναι κϊτι νύχτεσ που ςτόνουν γϋφυρεσ και κρεμϊνε ϊνοεσ ςκϋψεισ ςτα ςτόθη μου. Αρμενύζουνε. ΢τριφογυρνούν ωσ ϋρμαια ςτα φαρϊγγια των θαλαςςών και ςτισ θολϋσ γωνιϋσ των κρεβατιών αμπαρώνονται ο ιδρώτασ και η μυρωδιϊ από την χαμϋνη πανςϋληνο. Ο πύροσ πϊντα λαςκϊρει και χύνονται το μελϊνι και το ςκότοσ. Γεμύςουν τισ τςακιςμϋνεσ γούβεσ ςτο ςτρώμα. Και ςυ θα μιλϊσ, θα μιλϊσ ςυνϋχεια, ςαν δαςκϊλα Θεϊ ςαν Θεϊ μου! Σότε θα κλεύνω τα μϊτια και θ’ ανούγω τισ παλϊμεσ να μην δεχτώ το λόγο ςου, μα μόνο την απαλό επιταγό τησ πιο καυτόσ ςου ανϊςασ. Να λουςτώ και να γύνω μπλε από το χρώμα του πρωινού ουρανού. Να ξεπλύνω το μελϊνι και το βαθύ ερωτηματικό. Να διαλύςω την χώρα που ςχηματύςτηκε από τισ κινόςεισ των ποδιών ςου, να γύνω μετανϊςτησ τησ. Ϊνα με το πϊτωμα, μια ϊςημη χώρα να περπατώ πϊνω τησ. Εύναι κϊτι νύχτεσ που δεν ονειρεύομαι, μα αγγύζω. Δεν λϋω ποτϋ καλό νύχτα, γιατύ ξαγρυπνώ μαζύ τησ. Εςύ αποκαμωμϋνη, απ΄ τισ λανθαςμϋνεσ ενδεύξεισ μια πυξύδασ του ϋρωτα και τισ τύψεισ του πϊγου, αργεύσ να καταλϊβεισ. Ανούγεισ το ςτόμα ςαν δαςκϊλα Θεϊ, ςαν Θεϊ μου και μιλϊσ. Θα μιλϊσ. Αλλϊζουν οι χρόνοι ςτα λόγια ςου, αλλϊζουν κι οι χρόνοι ςτο κορμύ ςου. Και μιλϊσ.

7


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Θα μιλϊσ, χϊνοντασ τισ ηλικύεσ, ανϊμεςα ςτο μελϊνι και τον ϋρεβο, ανϊμεςα ςτην μεθυςμϋνη ςελόνη και το πλατϊγιαςμα του όλιου μασ που κϊηκε μϋςα ςτισ μπουκωμϋνεσ γούβεσ αλατιού. Αυτϋσ τισ νύχτεσ αγγύζω και τρϋμω. 3. Ϊλα, μονϊχοσ ςτϋκομαι μϋςα ς΄ ϋνα πύνακα κι αυτό πονϊει. Θα ϋχω ϋτοιμη ςυγνώμη ςτο τραπϋζι να ξεκινόςουμε το αλφϊβητο από την πρώτη ηλικύα! Ϊλα, ςου δύνω γραμμϋνη την υπόςχεςη η φωτιϊ μου ϋπαψε να καύει η ζωό ςου εύναι ςε μια λύμνη που ϋςπειρα νούφαρα για βαρκούλεσ εκεύ που ϋςτηςα απϊνεμη αποβϊθρα να κολυμπϊσ ολόγυμνη μϋςα ςτα νερϊ και τα απόνερα τησ ζωόσ μου. Ϊλα να γύνεισ ϋνα με τη λύμνη. Και γω βότςαλο που θα κϊνει κύκλουσ μϋςα τησ!

8


΢ημείο ΢υνάντηςησ

4. Ο ϋρωτασ που δεν θα ςε ςυναντόςει υπϊρχει κϊπου ςτισ γειτονιϋσ που γεννόθηκεσ. Εύναι καλϊ κρυμμϋνοσ ϋνασ ϋρωτασ εκεύ και δεν θα ϋρθει ποτϋ να ςε ςυναντόςει. Λεσ αγϊπηςα, ςε φύληςα, ςου πιαςα το χϋρι περπατόςαμε μαζύ πιο πϋρα απ΄ το γεφύρι τησ ζωόσ και του χρόνου μασ. Σου χρόνου που μασ δόθηκε και δεν τον εκτιμόςαμε. Λύγο πιο πϋρα και ϊλλοτε μϋςα ςτα όρια που ςτόςανε περύτεχνα, όλοι τουσ. Κύκλουσ, τετρϊγωνα και ϊλλα ςχόματα αναζητούςαμε ςτισ πρϊξεισ μασ, ςτόνοντασ τισ φυλακϋσ μασ. Και κϊπου εκεύ ςτην μϋςη των κτύπων τησ ζωόσ, ςτα γκρύζα ςύννεφα και ςτα μεςημϋρια τησ κϊψασ ϋνιωςεσ πωσ υπϊρχει ϋνα ϋρωτασ που δεν θα ςε ςυναντόςει… Μϊταια ϋψαξεσ να τον βρεισ ςτα μυριςτικϊ ϊςπρα και τα βαθειϊ κόκκινα, ςτισ εποχϋσ των γρύφων και ςτουσ γόρδιουσ κόμπουσ, ςτα κελαριςτϊ νερϊ του ρυακιού που κλαψουρύζουνε. ΢τον ξεροπόταμο που κραύγαζε για μια ςτϊλα βροχό.

9


΢ημείο ΢υνάντηςησ

5. Υωνό ςτην ϋρημο τησ αγϊπησ, φωνό μϋςα ςτα απόκρημνα βρϊχια, φωνό ερωτευμϋνου ςπύνου, η ςπαςτό φωνό ςου. Εύμαι και εγώ εδώ, δύπλα ςου και μόνο δύπλα ςου και πϊντα δύπλα ςου. Δεσ ϋνα μικρό χαμόγελο ςτην κούνια του μωρού μασ. Εύμαι και εγώ εδώ, μην περπατόςεισ ϊτςαλα ςτα χρόνια που ϋγειραν ςτουσ ώμουσ μασ, μην λοξοδρομόςεισ ςτισ τελευταύεσ μϋρεσ που απομϋνουν, μϋχρι το βόμα, μϋςα ςτο βόμα, μϋςα ςτα βόματϊ μου να ςταθεύ μετϋωρο, ςτο ςύρμα του κωδωνοςταςύου τησ εκκληςιϊσ του Αγύου Αντωνύου. Θαύμα θα εύναι, μα αξύζουμε ϋνα θαύμα. Κοιμόςου, ονειρϋψου και αγϊπηςε και πϊλι την ζωό ςου! Ση ζωό μασ.

10


΢ημείο ΢υνάντηςησ

6. Κόπιαςε Ιώ, απ΄ τησ αυγόσ μου το γυμνό μονοπϊτι, αυτό που απόμεινε κρυφό απ΄ την ματιϊ του κόςμου του καμπύςιου όλιου και του μετϊλλου την οργό. Εύναι εκεύ η αγϊπη μου, όρθια καλαμιϊ κι ϋλα να ςε φιλϋψω νϋκταρ και αμβροςύα. Δεν εύμαι ο Δύασ, μα εγώ. Εκεύ θα ςε ςυναντόςω, ςτο κρυφό μονοπϊτι, κϊτω απ΄ τισ ςκιϋσ του τριφυλλιού, τησ αγριϊδασ και τησ μϋντασ που ϊρπαξα απ΄ τον γκρεμό τησ Ωνοιξησ. ΢το γυμνό μου μονοπϊτι. Εκεύ με πϊθοσ θεού θα ςε φιλόςω πύςω από τισ ϊκαυτεσ καλαμωτϋσ, κϊτω από τισ ψηλϋσ τριανταφυλλιϋσ και τη ροδιϊ τησ μϊνασ. ΢το γυμνό μονοπϊτι Ιώ, που δεν ντύθηκε με την αγριϊδα των λόγων, την φτώχεια τησ ψυχόσ, μα χϊθηκε νϋα. Να η καρδιϊ ς΄ ϋνα τϊφο, παρϋα με την ςϊρκα, το κόκκαλο και το αύμα. ΢ε κεύνο το χώμα ϋκλαψα. Εκεύ θα ςε κεντόςω Ιώ με την βελόνα και την βουκϋντρα του τςομπϊνη με τουσ μύςχουσ των λουλουδιών που ϋμειναν, γιατύ εκεύ οδηγεύ το γυμνό μονοπϊτι ςτο λιωμϋνο ϋδαφοσ μετϊ την αρπαγό των ςτεφανιών ςιγοβρϊζοντασ ςτην τελετό τησ αιωνύασ μνόμησ.

11


΢ημείο ΢υνάντηςησ

7. Μια μϋρα θ΄ ανούξω το παρϊθυρο - εςύ ςιωπηλϊ θα ϋχεισ φύγεικαι θα δω - επιτϋλουσ- το ςπιτϊκι δύπλα από την θϊλαςςα με τα κόκκινα παραμύθια όπωσ ςτο αναγνωςτικό τησ μικρόσ μου τϊξησ. ΢το βϊθοσ τα ροδόδενδρα και τα μουγκρητϊ των ζώων που τϊιζα ςτα όνειρϊ μου. Εκεύνη την μϋρα θα φύγεισ -λεσ δεν αντϋχεισ ϊλλο τα όνειραθα χαιρετόςεισ τα λιόδεντρα και τισ φωνϋσ των μικρών ζώων ςτο βϊθοσ του κόπου. Δεν αντϋχεισ τα όνειρϊ μου. Επιμϋνεισ όμωσ, να δϋχομαι την δικό ςου γραμμό ςτο μϋςο τησ παλϊμησ. «Η μούρα μου λεσ» Λεσ κι η μούρα μονϊχα εςϋνα διϊλεξε. Ωκουςϋ με λοιπόν την μϋρα που θ΄ ανούξει η πόρτα και θα φύγεισ εύναι αυτό το όνειρό μου που λϊθοσ νόμιζα πωσ όταν και δικό ςου. Μϋςα ςτισ κούνιεσ τισ ζωόσ και ςτα πατόματα τησ Ωνοιξησ ςτην γύμνια του καλοκαιριού και του ϋρωτα να γελϊςω με τούτο τον ϋρωτα. Να γελϊςω, όςεσ φορϋσ αριθμούν οι μούρεσ και οι θεού του κόςμου.

12


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Μια τυπικό ςυνόθεια χρόνων, μια αδιϊκοπη ανϋραςτη ςυνουςύα ολοφϊνερη μϋςα ςτον πύνακα που και αυτόν εςύ διϊλεξεσ να ςτολύςεισ τα όνειρϊ μασ. Ϋταν κοινϊ; Αναρωτιϋμαι! Μια μϋρα θ ΄ ανούξω το παρϊθυρο. άςωσ να δω ϋνα πελώριο κύμα από μϋταλλο και θειϊφι να με ςκεπϊζει. Ωλλη μια νυχτερύδα που πϋθανε τη μϋρα, κρεμαςμϋνη από αυτό το παρϊθυρο.

13


΢ημείο ΢υνάντηςησ

8. Να μιλόςω για ϋρωτα ν΄ αγκαλιϊςω ςτο ύςτερο περπϊτημα μου πϊνω ςε ϊςπρο εργόχειρο από εύηχεσ λϋξεισ, να ξεπορτύςω πρώτοσ ςτον ϋβδομο που ο όλιοσ ςκούζει αγύνωτεσ ευχϋσ να βρω γλύκεσ ςτα ρόδινα χεύλη και ςτισ φυτεμϋνεσ πλαγιϋσ των ςωμϊτων μασ με ερωτόλογα. Να αναςϊνω χύλια αχ ςτισ φωλιϋσ τησ αλμύρασ, μϋςα ςτισ μικρϋσ γούβεσ όπου γλύφουν ορθού ερωδιού τα αρμυρύκια και γλυκοφιλούν ςτισ ετοιμόγεννεσ αλυκϋσ, το ρηχό και το βαθύ των αλμυρών νερών. Να φιλόςω την ζεςτό γη που πατϊσ, την γη που νεκρώνεισ και να μιλόςω για ϋρωτα. Να χαώδϋψω τουσ χρόνουσ που γαλόνεψαν την θϊλαςςα, τισ καυτϋσ μϋρεσ που περπϊτηςεσ ςτα χρωματιςτϊ ποτϊμια και τισ λύμνεσ, τισ μιςϋσ ώρεσ που κρεμϊμενη ςε κλωνϊρια και αςθενικούσ μύςχουσ ϋλεγεσ με τρϋμουλο, «ς΄ αγαπώ». Να μιλόςω για ϋρωτα μπροςτϊ ςου και να μην ντραπώ για αυτϊ που εύπα και ϋκαμα και να ζητόςω μετϊνοια Να μην ντραπώ, να μιλόςω για μασ, πριν το ϊςπρο εργόχειρο ςκεπϊςει το αρμυριςμϋνο γϋλιο ςου.

14


΢ημείο ΢υνάντηςησ

9. Καθρϋφτησ Πόςο θα όθελα να βρύςκεςαι πύςω από το εύδωλο που βλϋπεισ, κρατώντασ το μαύρο μακρύ μαςτύγιο τησ θλύψησ. Μην ςκύβεισ υποτακτικϊ ςτα ευρόματα, μαρτυρύεσ του ϊχαρου χρόνου και τισ ςτρεβλώςεισ τησ ημϋρασ. Μην ανϊβεισ το φωσ, εύναι προτιμότερο το ςκότοσ. Δεν λϊμπει ϋτςι και ο δόμιοσ καθρϋφτησ, εύναι απλώσ δόμιοσ. Αμϋτρητεσ ςκιώδεισ διαδρομϋσ ςτην τρυπημϋνη ςϊρκα, ςτο μϋτωπο, ςτον γεραςμϋνο λαιμό, ςτα μολυβϋνια χϋρια. Αϋρηδεσ και μελτϋμια ύαινεσ τριγύρω ςε δικϊζουν πρόωρα. Περιμϋνουν οι δυνϊςτεσ ϊγιοι, οι μικρού θεού και οι αμόλυντοι, μπροςτϊ και πύςω από τον καθρϋφτη με τα ταμπούρλα και τισ πειρατικϋσ ςημαύεσ. Λεσ να κρεμϊςεισ το ςϊβανο μπροςτϊ μα το ερώτημα μϋνει: Πωσ θα χτενιςτεύσ το πρωύ και το αύριο ϋρχεται με το μειδύαμα υπογρϊμμιςη ςτο πρόςωπό ςου!

15


΢ημείο ΢υνάντηςησ

10.

Ο πόνοσ του χειμώνα

Όταν κλεύνεισ τα μϊτια και φεύγεισ, δεν ξϋρω ποτϋ, αν θα γυρύςεισ. Μόνο φεύγεισ ! Γύνεςαι ϋνα με την πονεμϋνη γη που πατώ, τη γη που ονειρεύομαι να δω λεύτερη από προδοςύεσ αγϊπησ. Όταν κλεύνεισ τα μϊτια, παγώνει το χαμόγελο ςτα χεύλη ςου και κρϋμονται ςτα καςτανόξανθα μαλλιϊ ςου τα κλεμμϋνα μόλα των Φριςτουγϋννων, και η ςυμφωνύα τα ρόδινων ςπόρων του νϋου ϋτουσ, οι πρώιμεσ τριανταφυλλιϋσ ςτο μόνα τησ Αλκυόνησ και χϊνονται ςτο Ζϊλλογο ςου μ΄ ϋνα πορνό χορό τησ ςκευοφόρου φύςησ τα χρυςϊνθεμα, οι βιόλεσ, τα γούλια, και οι μυγδαλιϋσ του Υλεβϊρη. Λϋω πωσ εςύ, θα εύςαι η λϊρνακα των αλυκών ςτον πολϋμιο χειμώνα τησ ψυχόσ μου, που πονϊ ςαρϊντα μϋρεσ νηςτικόσ και θλύβεται τόςεσ ϊλλεσ κοινωνώντασ με νϋκταρ και αμβροςύα. Λοιπόν, μόλισ κλεύςεισ τα μϊτια ςε περιμϋνω ςτην ςτροφό των οριζόντων να γυρύςεισ. Θα ςου ϋχω ϋτοιμο ςτο μερδικό χώμα, το αραχνοΰφαντο χιόνι που επιθύμηςεσ, πϊνω ςτα κορμιϊ μασ που λατρϋψαμε, θα απλώςω τισ υποςχϋςεισ για δόλωμα, ςτον εςπερύδων τον κόπο. Θα λιϊςω τ΄ απομεινϊρια του επιούςιου, να μαζευτούν ςπουργύτια απ΄ τησ μεςόκοπησ ιςτορύασ

16


΢ημείο ΢υνάντηςησ

να τςιμπολογόςουν και να ευχηθούν καλώσ ορύςαμε ςτο ύδιο τραπϋζι. Αγαπημϋνη μου μην φύγεισ! Γύνεται πουλύ η καρδιϊ μου, κλαύει ςτο ηλιοβαςύλεμα και πολύ νωρύτερα.

17


΢ημείο ΢υνάντηςησ

11.

Σησ ΢τρατούλασ

Ημϋρα πρώτη, με τα μϊτια κλειςτϊ κι ϋνα αόρατο βλϋμμα αφόνω να χαθεύ πϊνω από τουσ παιδικούσ λόφουσ γεμϊτουσ από ανεμώνεσ και ϊςπρα κρινϊκια, ακολουθώντασ τα βόματϊ μου ανϊμεςα ςτα πουρνϊρια που πλόγωναν τα αςθενικϊ ϊκρα. Παρακολουθώ το μικρό μυρμόγκι και το πατώ για να κατανοόςω τη δύναμη μου κι αφόνω την αγϊπη μου εκεύ ςιμϊ, δύπλα από το νερόλακκο. Εξϊλλου οι αγϊπεσ πρώτα μαθαύνουνε να κολυμπούν ςε νερόλακκουσ με το φόβο τησ βδϋλλασ και την αποςτρϊγγιςη τησ καρδιϊσ κι ύςτερα παρϋα με τα δελφύνια και τισ αχιβϊδεσ του πελϊγουσ. Ημϋρα δεύτερη κι ϋνα ςτεναγμόσ βαθιϊ μϋςα ςτα ςτόθη μου ςκϊει. Σο πρώτο αηδόνι τησ μϋρασ γλυκϊ που κελαηδϊει καλό μου για τον κεραυνό που καύει κατϊςαρκα μϋςα ςτον πόθο. Φειμώνασ εύναι, μια ώρα παγωμϋνησ εποχόσ ςτην Ωνοιξη και το δϊκρυ ςου λιώνει τισ νιφϊδεσ ςτο πρόςωπό ςου. Χϊχνω το δενδρολύβανο και ςτην αγκαλιϊ ςου το ϊρωμα τησ Παςχαλιϊσ. Ημϋρα τρύτη κι ϋνα κρύο νερό κυλϊ ςτα καμπυλωτϊ χεύλη ςου. Διϊφανο ωσ εύναι ςτο ζητώ, εκλιπαρώ, να ξεδιψϊςω. Κϊνω να πιϊςω τα ςύννεφα και πϋφτω κοιτώντασ τον αγϋρα να γλιςτρϊ από τισ μεμβρϊνεσ ων δακτύλων. Καλό μου, ςαν βρεθώ ςτ΄ ακρογιϊλι, να εύςαι ςύγουρη ςαν την μούρα, πωσ θα ΄ρθει η θϊλαςςα γλυφό κι αδϋςποτη, μϋςα μου να κυλόςει. Πύςτεψϋ με ϋχω το δενδρολύβανο και πλϋκω ςτην αγκαλιϊ ςου τα ςτϋφανα. Μετϊ καμιϊ θνητό ώρα δεν θα μασ ορύζει, παρϊ εμεύσ. Θα εύμαςτε οι ώρεσ, οι μϋρεσ, οι χρόνοι.

18


΢ημείο ΢υνάντηςησ

12. Ξαγρύπνα φεγγϊρι τ΄ ουρανού Μικρό παραθύρι τησ Φειμώνα που ςαν πλαγιϊζει δύπλα μου, ςε κλεύνω. Υυςϊ ϋξω! Γϋρνω τα βλϋφαρα καθώσ κουρνιϊζω ςτην αγκϊλη τησ. Ξαγρυπνώ μαζύ με το γυϊλινο φεγγϊρι τ΄ ουρανού καθρϋφτη τησ ψυχόσ μασ. ΢ταματϊ να κυλϊ ϋνα διϊφανο δϊκρυ ςτο μϊγουλό ςου. Ϊνα τρεμϊμενο πουλύ πεινϊ, χτυπϊ ςτο τζϊμι λαχταρώντασ. Σο γλυκό μου φιλύ φωτιϊ θαρρεύσ, γύνεται λϊβα ςτο όνειρο. Ξαγρύπνα φεγγϊρι τ΄ ουρανού, ςτρατιώτησ γύνε.

19


΢ημείο ΢υνάντηςησ

13 Δεν ξεχνώ, δεν το ξεχνώ, το ϋχω γρϊψει ςτ΄ αύριο. Μόνο εςύ μια ζϋςη, μόνο εςύ που εύςαι δύπλα μου. Κρυφό ελπύδα αιώνιασ αγϊπησ. Ολύμπια φλόγα ςτα ςπλϊχνα μου. Γραμμϋσ ζωόσ ςτισ χούφτεσ μου. Ζωό που ξεδιψϊω. Παςχύζω να ςηκωθώ απ΄ το ςταυρό που μ΄ ϋδεςεσ και νιώθω ανόμποροσ ωσ πόλινοσ που ΄μαι. Ακατϊχνωτα ψϊχνω να βρω τισ ςτιγμϋσ που ϋχουμε δεθεύ -Οι ποιητϋσ περιμϋνουν με ςκυμμϋνα τα κεφϊλια – ν΄ αποδρϊςω. Μα δεν ϋρχονται -μ΄ ανηςυχεύ το μαύρο ςτη πορεύα μουμε εξοςτρακύζουν από τη ςτϊςη και το δρόμο μου. Μην δακρύζεισ! Μου τρώει τισ ςϊρκεσ αυτό η λϋαινα του παντογνώςτη ςαν Προμηθϋασ, μη πιςτϋψεισ ότι ζηλεύει το τύμημα. Εκεύνησ τησ ςτιγμόσ τησ αξύζει ϋνα μόνυμα ςε ςφαλιςτό μπουκϊλι Σο ερώτημα: ΢ε ποιο ακρογιϊλι του κόςμου θα βαφτιςτεύ; Παραμϋνει ερώτημα.

20


΢ημείο ΢υνάντηςησ

14.

H αιχμαλωςύα του Αύγουςτου

Ϊλεγεσ -με το χϋρι κρεμαςμϋνο ςτον ϊςπρο τούχο με τουσ βαςιλικούσδεν θα μπορούςεσ να πεθϊνεισ μακριϊ από μϋνα. ΢υμφωνούςα κι εγώ. Κι αυτό η ελπύδα, η δικό μασ ελπύδα να ςβόςουμε καιόμενοι μαζύ, μπροςτϊ από το χαμϋνο βλϋμμα του ενόσ, απ΄ τη ζεςτό ματιϊ του ϊλλου, ϋδινε φτερούγεσ ςτισ πνιγμϋνεσ ανϊςεσ μασ. Πόςεσ ανϊςεσ πετϊξανε; Πόςοι ϊςπροι γερανού ξεδύψαςαν απ΄ τα δϊκρυϊ μασ; Πόςα χελιδόνια ςφρϊγιςαν φωλιϋσ; Μασ αποχαιρϋτηςαν, κι εύδαμε το τελευταύο ρϊμφιςμα, μια ςτϊλα πηλό να κλεύνει τη πόρτα. Πόςεσ ανϊςεσ με ρωτϊσ; Πόςεσ γύνανε μαύροσ καπνόσ, κυνηγώντασ τον τελευταύο μόνα του χρόνου. Να χωρϋςει η ελπύδα μασ. Να χουχουλιϊςει η τελευταύα ςπύθα απ΄ την αγϊπη μασ. Να ςτεριώςει το ποθητό τϋλοσ τησ. Κι ο κϊθε μόνασ; Ϋταν ο τελευταύοσ μόνασ, κι η ύςτερη ζεςτό ανϊςα. Ώςπου μια μϋρα, ϋςπαςεσ τισ αλυςύδεσ κι ϋδεςεσ τον Αύγουςτο. Ποτϋ μου δεν κατϊλαβα γιατύ.

21


΢ημείο ΢υνάντηςησ

15. Εύδα την απουςύα ςτουσ δρόμουσ ςου. Θυμϊμαι ςαν να ότανε τώρα, εκεύνο το κλϊμα ςτισ ςκϊλεσ και το παγερό χτύπημα του αςτυνόμου ςτην πλϊτη. Ϊπρεπε να ςηκωθώ κατϊ πωσ φαύνεται και να περπατόςω πϊνω ςτα δϊκρυϊ που γλιςτρούςαν. Πόρα το μονοπϊτι τησ ςτεριϊσ που οδηγούςε ςε ςϋνα και ςτον ουρανό που ολοϋνα βαφότανε γκρύζοσ. Παντού οχλοβοό ενόσ μαύρου, τριγύρω θλύψη. ΢την εξώπορτα, ςτην αυλό, ςτο δωμϊτιο. Πϊνω από τα μϊτια ςου που κούταζαν. Εμϋνα. Εύχα ϋνα μόνα να ςε δω και μου καρφώθηκε ο μόνασ ςτην καρδιϊ μου. Εύχα ϋνα μόνα να ςε δω και δεν βγόκε ποτϋ από μϋςα μου αυτόσ ο μόνασ. Πϋραςε αϋρασ κι η νεκρώςιμοσ. Περϊςανε κι οι ςυγγενεύσ, κϊποιοι φύλοι και γνωςτού. Δεν ςταθόκανε, περϊςανε. Ξϊπλωςα ςαν εςϋνα, με τα μϊτια ςτο ταβϊνι κι εύδα τον δρόμο τησ ςτεριϊσ ςτην απουςύα ςου.

22


΢ημείο ΢υνάντηςησ

16. Εύμαι η Νόςοσ Εύμαι τησ ληςμονιϊσ η κουρςεμϋνη νόςοσ. Πορεύομαι ςτο πϋλαγοσ με τισ πεθυμιϋσ των ηλιοκαμϋνων κυμϊτων. Σα βρϊδια, ξιπαςμϋνεσ ςκϋψεισ με ςυντροφεύουν ςτισ ςκιϋσ των ναρκωμϋνων πετρών. Πϊνω μου δεν κουβαλώ δϋνδρα και κρεμαςτούσ κόπουσ, δεν ζυγοςταθμύζω υϊκινθουσ πλην, εύπαν ευτυχώσ, κϊτι ϊνυδρουσ λόφουσ και ανεμοδαρμϋνα βουνϊ από τον κακό Ζϋφυρο και την Σραμουντϊνα. Και πορεύομαι Αριςτερϊ και Δεξιϊ. Αριςτερϊ και πϊλι. Όταν βρϋχομαι βυθύζομαι ςτισ λαξευμϋνεσ από το φεγγϊρι, ςπηλιϋσ που ςμιλεύτηκαν ανϊκατα, και ςτισ νοτιςμϋνεσ πλαγιϋσ των ουρανών, των αυλακωμϋνων προςώπων απ΄ την γόρανςη. Και πορεύομαι. Εύμαι μια νόςοσ, μ΄ ακατϋργαςτη πϋτρα, ατελεύωτη γλώςςα και αιώνιο πϋνθοσ ςτο δεξύ μου χϋρι. ΢ηκώνω, κϊπου- κϊπου, να δω και πϊλι, το δαςωμϋνο φρύδι, ςαν πληγώνει το βλϋμμα, ςτη γραμμό του ορύζοντα. Σούτη η γραμμό δεν εύναι πια ύδια, δεν εύναι πια ύςη.

23


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Κι ϋτςι καθώσ, καταμεςόσ, πορεύομαι, ο όλιοσ ποτϋ δεν πηγϊζει ςαν χθεσ, βελϊζει ανϊμεςα ςτα ςύννεφα και τα βότςαλα, ακόμα πιο λύγοσ ςόμερα. Κι εύμαι μια νόςοσ, παντϋρημη ςτο πϋλαγοσ, μ΄ αγριοκϊτςικα παρϋα και με φύδια με μουχλιαςμϋνα ριζώματα, με αλμυρϊ ραδύκια και τουσ μύςχουσ των θϊμνων και των τραγουδιών ϋρημουσ όπωσ και τουσ ανθρώπουσ. Σ΄ αρμυρύκια, εργόχειρο ςτην πλϊτη βρϊχων τησ παραλύασ και αφόνουν ςτο αγϋρι, ςημαύεσ τα φυλλώματα, ςτην γλύκα τησ ςόψησ και τησ μνόμησ. Και πορεύομαι ςτην γραμμό του ορύζοντα. Και πορεύομαι ςτην γραμμό του θανϊτου.

24


΢ημείο ΢υνάντηςησ

17. Αναζητώντασ την αγϊπη μου για ςϋνα, ςτϋναξα πϊνω ςτο ςτόθοσ μια πϋρδικασ που ςε γϋννηςε πϋταξα με τα φτερϊ μιασ πεταλούδασ ςτουσ λόφουσ με τουσ χιλιο- πατημϋνουσ δρομϊκουσ. Εκεύ ηδονιζόςουνα. Αναζητώντασ την αγϊπη μου, φύληςα τ’ αυλακωμϋνα χϋρια του πατϋρα που ϋςπειρε το ςτϊρι πϊνω ςε κεύνη την όαςη. θύμωςα Μϊρτη με το Θεό, ςαν τον πόρε μετανϊςτη ςτην αυλό του. Πόςο κακό εύναι να θυμώνεισ με τον θεό; Ϊνα περύβολο όθελα –εγωιςτικό ακούγεταιγια να καρπύςει εντόσ του, όλη μου τη ζωό, ςαν χρυςϊνθεμο. Αναζητώντασ ςε, ςκουπύζω ακόμα τα δϊκρυϊ ςου. Μαζεύω τουσ εγωιςμούσ ςου. Υτυαρύζω τισ λύπεσ. Καρφιτςώνω τισ χαρϋσ ςτουσ πύνακεσ του ςπιτιού μασ. Αναζητώντασ την αγϊπη μου για ςϋνα.

25


΢ημείο ΢υνάντηςησ

18. Ακύνητη ςαν το γλυκό χρυςϊνθεμο, κοιμόςου πϊνω ςτα ωραύα προικιϊ τησ μϊνασ ςου. Αερϊκι φύςηξε κατϊ δω κι όταν ο θϊνατοσ θραςύσ. Όπωσ όλοι οι θϊνατοι, όπωσ όλεσ οι ξϋρεσ. Ακύνητο ϊγαλμα φωτοςτεφανωμϋνο, ςτο μϋτωπο θα ςου βϊλω ϋνα πεντόλιρο. Με μια χρυςό πϋνα θα γρϊψω τουσ ςτύχουσ που ςου ϊρεςαν. Μια επϊργυρη βελόνα, να κεντόςω το γαρούφαλλο και τα χεύλη ςου. Κοιμόςου ακύνητη και ζηλευτό ςτου θανϊτου την όψη και γλυκύτατη ςε μϋνα που ςε χϊνω. Κοιμόςου και θα ρθεύ μια μϋρα και μια ώρα ο θϊνατοσ και πϊλι ο θϊνατοσ ζωντανόσ, να βρει εμϋνα. Θα εύμαι ϋτοιμοσ εκεύνη την ςτιγμό. Όχι όπωσ τώρα. Φωρύσ αποςκευϋσ. Υυςϊει αϋρασ προσ τα δω κι εύναι ο αϋρασ του αποχωριςμού. Γιατύ να μ΄ αφόςεισ, τι ανοχό ϋδειξα ωσ μικρόσ θεόσ, ωσ ϊςτρο; Γλυκιϊ μου κοιμόςου ακύνητη μϋςα ςτα ϊςπρα ςου ςεντόνια. Ωςε με γλυκϊ να ςε ζεςτϊνω με το ςτερνό μου φιλύ ςτο μϋτωπο.

26


΢ημείο ΢υνάντηςησ

19. Δεν θα ςου πω: Αγαπημϋνη. Γιατύ εύςαι. Η Ωνοιξη εύςαι, γερμϋνη πϊνω ς΄ ϋνα κόκκινο γαρύφαλλο. Γεννόθηκεσ από το κρύο του Γενϊρη. Kαι τώρα, την Σρύτη μϋρα τησ βδομϊδασ, πριν από την δύκη τησ Πϋμπτησ και την ΢ταύρωςη, εύςαι και πϊλι η αγαπημϋνη ςτο δικό μασ ςταυρό. ΢το παρϊθυρο ακουμπϊσ τον αγκώνα και μπροςτϊ ςτον καθρϋφτη τησ μϋρασ -τα μικρϊ λυγερϊ ϊκρο δϊχτυλαχτενύζεισ τα κόκκινα μαλλιϊ ςου και κοιτϊσ ν΄ ϊρχεται η Παραςκευό και η Ανϊςταςη. Δεν θα ςου πω αγαπημϋνη χωρύσ να το ξϋρεισ. Mα, όδη εςύ το ξϋρεισ και παύζεισ την Ανατολό, ςτησ Ανατολόσ το αλώνι. ΢κεπϊζεισ τουσ ώμουσ ςου με μικρϋσ ςταγόνεσ. Μαλακό βαμβϊκι το δϊκρυ ςου και ςεντόνια από πρϊςινα φύλλα ακουμπούν τα χεύλη ςου. Πότε θα τα φιλόςω; Μου λεσ: πριν ςβόςει το φεγγϊρι. Πότε θ ακουμπόςω ςτο ςτόθοσ ςου; Μου λεσ: πριν ταξιδϋψει η καρδιϊ ςου. Μα όδη το ξϋρεισ αγαπημϋνη μου.

27


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Θραύςματα τησ Ξενιτιάσ τησ Ρούλασ Σριανταφύλλου

Αφιερώνεται ςτην οικογϋνειϊ μου

28


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΣΟ ΨΕΜΑ ΢ΟΤ Εύμαι δω. ΢αν ϋνα μοναχικό λουλούδι ςτην πρωινό ομύχλη. Εύθραυςτο και γυμνό. Εύμαι δω. ΢αν ϊνεμοσ ςε ϊγρια θϊλαςςα. ΢αν φθινοπωρινό βροχό ενόσ πρωινού. ΢αν ανεμώνη ςτη κρύα αγκαλιϊ του Φειμώνα. Εύμαι δω. Βότςαλο, κοχύλι, και αςτϋρι μακρινό. Βρϋχει. Αλύπητα βρϋχει, ςτο πρόςωπό μου κι από τα μϊτια μου ξεγλιςτρϊ η μορφό ςου ςαν δϊκρυ. Η μοναξιϊ μου μυρύζει γη νοτιςμϋνη Εύμαι δω.

Η νοςταλγύα με κυριεύει.

Για ότι υπόρξαμε. Ψ! Και να όξερεσ πόςο ακόμα ςε ποθώ!

Εύμαι δω. ΢αν ελϊφι πληγωμϋνο πεταρύζει η καρδιϊ μου. Πόςο δύςκολο εύναι να πεισ: «ς΄ αγαπώ;» Εύμαι δω. Ϊνα ςου βλϋμμα κι ϋνα χϊδι θα μ’ ϋκανε να ληςμονόςω Σο ψϋμα ςου το πιο μεγϊλο ψϋμα. «Πωσ πολύ μ’ αγαπϊσ» Σόςο ϊπλα, τόςο γλυκϊ ειπωμϋνο

29


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Εύμαι δω.

Μόνο για να μετανιώςεισ.

Η κϊθε μϋρα μασ αρχό και τϋλοσ. Καθώσ ςτα μϊτια με κοιτϊσ, νιώθεισ ξϋνοσ; Κοιμϊςαι πλϊι μου. Σι ςου ζητώ; ΢τον ύπνο ςου να ψελλύζεισ το όνομϊ μου με αγϊπη. Βρϋχει. Πωσ μπορεύσ αυτό το ψϋμα ςυνεχώσ να το λεσ;

30

Ανύερα βρϋχει.


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΕΓΩ ΚΑΙ Ε΢Τ Κλεύνω τα μϊτια κι νύχτα πϊλι με καλεύ ςαν μουςικό ςτην αγκαλιϊ ςου. Η αγϊπη μασ πϋλαγοσ δύχωσ ςύνορα. Σώρα ςιωπό ςτα χεύλη ςου κι εγώ ελϊφι διψαςμϋνο. Η αγϊπη μασ λϊβα, πλημμύρα που ξεχεύλιςε. Αχ ϋρωτα ! Φιλιϊδεσ ϊνοιξεσ και καλοκαύρια όςουν. Σώρα μαύροσ ο ουρανόσ και η βροχό ςταλϊζει. Ο βοριϊσ παγώνει τισ καρδιϋσ μασ Ο χωριςμόσ ματώνει. Ασ εύχα τη δύναμη το χρόνο να ςταματόςω, ςτισ νύχτεσ εκεύνεσ που ζόςαμε, ςτα φεγγϊρια που αγαπόςαμε. ΢τον δικό μασ ουρανό. Να ζωγραφύςω ςτα μϊτια ςου τα χρώματα του δειλινού. Υτερϊ ςτα χϋρια ςου να δώςω. Ασ εύχα τη δύναμη… Εγώ γεννόθηκα να ς’ αγαπώ αιώνια.

31


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΣΟ ΔΑΚΡΤ Κϊθεται και κοιτϊ την θϊλαςςα. Πϋρα από τα ςύνορα, το χρυςοκόκκινό τησ ορύζοντα. Θϋληςε ν' αγγύξει, όλα τησ τα χρώματα. Ϊκλειςε τα μϊτια. Ϊτςι μόνο μπορούςε. Κϊθεται και κοιτϊ την θϊλαςςα. Για ςτερνό φορϊ, κοιτϊζει τον ουρανό. Η καρδιϊ του, φτερουγύζει! Μικρό πουλύ που δοκιμϊζει να πετϊξει. Ϊκλειςε τα μϊτια, Μόνο ϋτςι μπορούςε. Κϊθεται και κοιτϊ την θϊλαςςα. Μϋςα ςτο ςκοτϊδι, με τη ςιωπό του μιλϊ. Ϊτςι, ϋτςι μπορούςε. Ϊκλειςε τα μϊτια. Σύποτα δεν ϊκουγε πϋρα από τον αντύλαλο τησ ςιωπό του. Ϋταν ςιωπό ενόσ μικρού θανϊτου… Κϊθεται και κοιτϊ την θϊλαςςα. ΢τα αφριςμϋνα κύματα βουτϊ ο όλιοσ, ςβόνει μϋςα ςτο θαλαςςινό νερό. ΢τη νυχτωμϋνη θϊλαςςα δεν υπϊρχει υπόςχεςη γυριςμού. Φϊθηκε η λύτρωςη! Σόςα χρόνια κϊποιοσ κϊθεται και κοιτϊ τη θϊλαςςα. Δεν τόλμηςε ποτϋ να ςαλπϊρει. Ϊκλειςε τα βουρκωμϋνα μϊτια. Μόνο εκεύνοσ γνώριζε τι ϋκρυβε το δϊκρυ που κύληςε ςτο χώμα.

32


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΜΟΝΑΞΙΑ Με βλϋμμα ατενύζει το κενό και ταξιδεύει ςτο δωμϊτιο τησ. Βαριϊ ςιωπό πλανιϋται γύρω τησ. Αντηχεύ ςτην παγωνιϊ τησ ψυχό τησ. «Αγϊπηςεσ τον ϋρωτα;» ΢την κακό μούρα που μασ χτύπηςε… Πώσ ςκούριαςε ο ανεκτύμητοσ θηςαυρόσ τησ αγϊπησ; Που όταν η χαρϊ και η αναπνοό μασ; Κοιτϊζει ςτον καθρϋφτη το πρόςωπό τησ. Ϋταν ςαν να εύχε κοπεύ ςτη μϋςη. Διϊφανο εύδωλο που θρυμματύζεται. ΢τη νύχτα που ςιμώνει ψιθύριςεσ: «μην περιμϋνεισ ϊδικα». Κι ύςτερα εύδε την βροχό να ϋρχεται. Αντϊρα και καταιγύδα, τρϋμουλο ςτο ςύθαμπο του πρωινού. Αυτό όταν λοιπόν ο ϋρωτασ; Μαύρα ςύννεφα και βροχό, που ςκοτεύνιαζαν τισ μϋρεσ; Δεν υπϊρχουν πια Κυριακϋσ Δυο λύμνεσ αλμυρό τα μϊτια τησ. Ζει; «Ναι» απαντώ: «Ζει ςτη ςιωπό των όχων». Ψ! αγϊπη που όρθεσ γεμϊτη υποςχϋςεισ. Ψ! ϋρωτα που πϋταξεσ… Εκεύνεσ οι μϋρεσ να ϋρχονταν και πϊλι! ΢τον ορύζοντα μόλισ που διακρύνεται η αυταπϊτη του ονεύρου. ΢αν ϊλλη Κλωθώ, που ϋρχεται πϊντα νύχτα, απαιτεύ το μετρικό του. Όμωσ εκεύνη όξερε… δεν θα ξανϊρθει . -Σην φυλακύζει η μοναξιϊ.

33


΢ημείο ΢υνάντηςησ

΢ΙΩΠΕ΢ Μια λϋξη εφόμερη και ςυ μϋςα ςτο φωσ του φεγγαριού. Πανςϋληνοσ! Πώσ να κρυφτεύ; Ονειροπολόςεισ ςτα πορφυρϊ του ύμερου. Ξυπνούν τισ αιςθόςεισ μασ. Ϊνα φιλύ παύζει κρυφτό. ΢ιωπό.

Υλϋγεται.

Ο χρόνοσ μιασ καρδιϊσ που αγαπϊ.

Αναμονό. Ωφατο ςυναύςθημα ςτισ μικρϋσ ώρεσ των ϊγρυπνων νυχτών. Ζϊλη, αμφιβολύα και ύλιγγοσ. Κλεύςε τα μϊτια, ςτο κρυςτϊλλινο φωσ τουσ μη χαθώ. ΢΄ αγγύζω. Οπταςύα, όνειρο κι αληθινό. Γεύρε ςτο πλϊι μου. Γύνε, χϊδι και φωνό μελωδικό. Μεσ ςτον κόςμο των όχων. ΢τισ ανϊςεσ των εωθινών πουλιών. Μεύνε ανϊμεςα ςε δυο εκλϊμψεισ. Ζόςε ανϊμεςα ςε δυο ςιωπϋσ. ΢ε βλϋπω μϋςα ςτο φωσ του δειλινού. Πόςο ς΄ αγαπώ. Ϊλα και παύξε μαζύ μου!

34


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΚΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΠΟΤ ΕΡΧΕΣΑΙ... Η βροχό για κεύνη ςόμαινε οςμό, ςαν γιαςεμύ που ϋγερνε ντροπαλϊ ςτη νοτιςμϋνη γη. Πνοό ςαν θρόιςμα αϋρα, ςαν αρωματιςμϋνο χϊδι. Σο αγιόκλημα την αγκϊλιαζε, χϋρι ςτοργικό. Οι τριανταφυλλιϋσ και τα χρυςϊνθεμα μπουμπούκιαζαν ςτο πρώτο του ϋρωτα ςκύρτημα. Η βροχό που τραγουδούςε ςτο τζϊμι, το όνειρο ςτο προςκϋφαλο, όταν η μορφό του, που ϋφερνε ο αγϋρασ. Και μια κρυφό ελπύδα να θερμαύνει την ψυχό τησ. Σώρα ςιωπό τύλιγε το ςπύτι. Οι νύχτεσ βουτηγμϋνεσ ολϊκερεσ ςτα νυχτωμϋνα τησ βλϋφαρα, αςτϋρια που το χϊραμα βαςιλεύουν οι μϋρεσ τησ. Φλωμό ςαν βυζαντινό εικόνα, πνιγόταν ςτην απύθμενη λύμνη του πόνου τησ. Η βροχό ςυνϋχιζε να ςταλϊζει λυπημϋνα ςτη ςτϋγη. Οι ψιχϊλεσ που δϊκρυα θύμιζαν ανταριαςμϋνεσ θϊλαςςεσ ςτα μϊτια τησ. Σι κι αν η νύχτα με τη ςκιϊ τησ, ϋκρυβε τα πορφυρϊ του δειλινού; Σι κι αν αλλόκοτεσ φιγούρεσ ςτισ γωνύεσ, ϋγραφαν τη μούρα τησ; Σα χϋρια τησ, λαβωμϋνα πουλιϊ, ζωγρϊφιζαν μενεξεδϋνια χρώματα ςτον ορύζοντα. Θυμόταν ϋναν ουρανό καταγϊλανο -όπωσ τουσ ουρανούσ μετϊ την καταιγύδαςτεφανωμϋνο με τη μυρωδιϊ τησ ϊνοιξησ, ϋναν ταξιδιϊρικο ϊνεμο ςτην καρδιϊ τησ.

35


΢ημείο ΢υνάντηςησ

΢κόρπιεσ μνόμεσ, αλαργινϋσ κι αγαπημϋνεσ, την παρϋςυραν ςτα γλυκϊ νερϊ τουσ. Και όταν όλα φωσ και πεθυμιϊ, ςτα βϊθη τησ καρδιϊσ τησ. Σώρα η ςιωπό και η οδύνη ςαν μια η ομύχλη που ςκϋπαζε την ύπαρξό τησ. Από καιρό εύχε ορφανϋψει η ψυχό τησ. Με όλα όςα που χϊθηκαν μοιραύα και πϋταξαν ςαν χειμωνιϊτικα πουλιϊ. Κι ϋγινε ο πόνοσ βουβόσ ςπαραγμόσ που κούρνιαζε ςαν κόκκινο χνϊρι ςτο μϋτωπό τησ. Μια μόνιμη ερημιϊ κουβαλούςε ςτην αγκαλιϊ τησ και τη βροχό, που ϋρχεται …

36


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΣΡΕΜΑΜΕΝΟ ΠΟΤΛΙ ΠΟΤ ΠΕΣΑΕΙ Η ΨΤΧΗ ΜΟΤ Πουλύ τρεμϊμενο που πετϊει η ψυχό μου κι ο αςύλητοσ ϊνεμοσ που τρϋχει μ΄ αναςαςμό ξωπύςω μου ςαν ςτερνό τραγούδι να τ ακούει και να ερωτεύεται, ςτουσ χρυςαφϋνιουσ κϊμπουσ. ΢υθϋμελα γησ και ουρανού. Κορνύζα ςε ϊβαφο τούχο μ΄ ϋνα ηλιοβαςύλεμα, ςαν πϋπλο τησ αυγόσ. Υόντο το αγνό γαλϊζιο τησ θϊλαςςασ, το φωτεινό λευκό και γκριζωπό των ςύννεφων. Μια Ωνοιξη ψεύτικη αναπαύεται, πλανεύτρα γυναύκα με τα ςτόθη τησ κρεμϊμενα, ςτουσ αβύζακτουσ μόνεσ. ΢την κουραςμϋνη ομορφιϊ τησ, βαρεύσ κι ανόητοι βηματιςμού ςτο πϋραςμα τησ. ΢ε ό,τι πύςτεψα, ΢ε ό,τι αγϊπηςα, -μη το γελϊςεισ υπομϋνω τον πόνο, ςτο λύγο τησ χαρϊσ και ςτο πολύ τησ λύπησ. Σο φτερωτό ςώμα μου, δεν ϋχει ανθρώπινη ςκιϊ. Κενό αντικρύζει το μϊτι κϊθε φορϊ που με εγκαταλεύπω, κϊθε φορϊ που ςε αποχαιρετώ. Ο όχοσ τησ αβύςςου που αναμαςϊ η ςϊλπιγγα και το ρόγμα που γύνετε πϋραςμα, το χρώμα του κόςμου που μοιϊζει το δϋρμα μου, όλα εύναι το παρελθόν που διατρϋχει του μελλούμενου τησ ςϊρκα μου. Ό, τι και να πω, να ςκεφτώ, να τραγουδόςω εύναι η ελπύδα του ϋνςτικτου που δεν θϋλει να φύγει.

37


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Νόμοι του χρόνου αδυςώπητοι, όλα τα ϊλλα εύναι προούμια και υποχρεώςεισ; ΢αν οικόςημο κρατώ τον ομφϊλιο λώρο θηλιϊ. Θύτησ και θύμα παρϊγραφοι ςτην ύδια λύβελο. Η αλόθεια τησ ζωόσ εύναι μόνο ςτα όνειρα; ΢υγκατανεύω ςτην αλόθεια τησ ομορφιϊσ τουσ. -Η αιωνιότητα ϋπαιζε ςτην ομορφιϊ τουσ – Τγρό αποτύπωμα ςτουσ λαςπωμϋνουσ χωματόδρομουσ. Κι εγώ ςκεφτόμουν ζώντασ ανϊμεςϊ τουσ, διϊφανο εύδωλο που θρυμματύζεται. Πόςο πολύ εύναι αυτό το θαύμα ανθρώπινο; ΢ε ό,τι πύςτεψα, ΢ε ό,τι αγϊπηςα, -μη το γελϊςεισ υπϋμενα τον πόνο, ςτο λύγο τησ χαρϊσ και ςτο πολύ τησ λύπησ. ΢τα ερειπωμϋνα ςπύτια, ςτισ πετρόχτιςτεσ αυλϋσ τουσ, ςτουσ αραχνιαςμϋνουσ κρυςτϊλλινουσ κόπουσ, ςτουσ απότομουσ γκρεμούσ, ανϊμεςα ςτισ πϋτρεσ και ςτην ϊγρια βλϊςτηςη. ΢τουσ λαμπρούσ όλιουσ που ανϋτειλαν, ςτα ξημερωμϋνα φεγγϊρια που ϋςβηναν, ςτο γλυκόπιοτο νερό που με ξεδύψαγε, ςτο φουρναρύςιο ψωμύ που μασ χόρταινε, ςτισ μνόμεσ που κεντούν τη ζωό μου. Σρεμϊμενο πουλύ που πετϊει η ψυχό μου.

38


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΑΗΔΟΝΙ ΢ε ώρεσ χειμωνιϊτικεσ, περιπλανώμενοσ ϊνεμοσ λεηλατεύ λευκϊ τησ μυγδαλιϊσ κεντύδια. Πρϊςινο που ςτροβιλύζεται ςτο φύςημϊ του κι ύςτερα ςτησ γησ το ςκοτϊδι. Αναγϋννηςη! Η βροχό ξαγρυπνϊ μόνη, όμοια εγώ. Οι πϋτρεσ αμύλητεσ. και το νερό πικρό. ΢ώπαςαν οι όχοι τησ χαρϊσ. Ξεχαςμϋνεσ των αιςθόςεων μου μνόμεσ. Και εύναι όλα τύποτα και εύναι όλα μια ςτιγμό. Μϋςα ςε αλόθειεσ και ψϋματα πρϋπει να πιαςτώ, ν’ ακουμπόςω, να ςυνεχύςω. ΢ε κϊθε δειλινό αχνο-φαύνεται η ελπύδα. Όνειρο θαρρεύσ. Με παραςϋρνει ςε μεθύςι ϋνα τραγούδι αηδονιού. Σο φωσ τησ ςελόνησ απλώνεται γύρω, διαβϊτησ νυχτερινόσ ςτην πόρτα μου. Ποτϊμι φεγγαρόλουςτο κελαρύζει ςτα όνειρα μου. Γαλϊζιο του Αιγαύου αιχμαλωτύζω ς’ ϋνα βλϋμμα μου. ΢του όλιου μου το χοροςτϊςι η κϊθαρςη και η λύτρωςη ςυνϊμα. Και η πληγό που κλεύνει; Πϋτα τησ ϊνοιξησ, αηδόνι. Πϊρε με ςτο πϋταγμϊ ςου. ΢ε θϊλαςςα πλανεύτρα ν’ αρμενύζω. ΢τα ανϋμελα τραγούδια τησ να ζω τισ μϋρεσ μου κι ασ μου θυμύζουν τρικυμύα…

39


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΣΗ΢ ΞΕΝΙΣΕΙΑ΢ Κυλϊει αργϊ ςτισ φλϋβεσ το αύμα, αλμύρα ςτα μϊτια φτϊνει το δϊκρυ και η ςιωπό ςκαλύζει ϊδοτα φιλιϊ ςτα ξεραμϋνα χεύλη. ΢τισ μοναξιϊ ςου το δωμϊτιο εγκλωβιςμϋνοσ, νυχτωμϋνοσ ουρανόσ ςε νυςταγμϋνη πόλη, ϋνασ βουβόσ λυγμόσ μετρϊσ τισ πληγϋσ που ςαν ανθού κϊρπιςαν ςτα χϋρια ςου. Πύςω από τα βαθειϊ νερϊ υπϊρχει μια αςτεύρευτη πηγό να ξεδιψϊει τη ψυχό. Μια απϊνεμη θϊλαςςα που βαςιλεύει ο όλιοσ. Η καρδιϊ πϊλλεται ςτη ςιωπό ςα τυλύγει ςτοργικϊ τουσ ϊςπρουσ τούχουσ. Κι εςύ μια αχτύδα όλιου καρτερϊσ, βυθιςμϋνοσ ςτο πηγϊδι του πόνου. Πιο χαμηλϊ δεν μπορεύσ να φτϊςεισ. Με τςακιςμϋνα φτερϊ ωσ που να πετϊξεισ; Η νοςταλγύα ςε ταξιδεύει, ςαν μοναχικό θεό και ςαν γλυκύ αϋρα κι όμωσ ϋνασ φόβοσ αγκϊθι, ςου κλεύνει τον δρόμο. Ϊνασ ςχοινϋνιοσ κόμποσ, γόρδιοσ δεςμόσ ςτο λαιμό ςε ςφύγγει και η καρδιϊ κτυπϊ ςτην πιο πικρό τησ λιτόσ ζωόσ ςου ειρωνεύα. Μϋρεσ, μόνεσ, χρόνια, ορατϊ και αόρατα. ΢την πιο κρυφό ςου επιθυμύα η αυταπϊτη τησ χύμαιρασ. Σο αποφϊςιςεσ; θα γυρύςεισ; Σην ύςτατη ώρα του ανϋλπιδου νόςτου, ο αγιϊτρευτοσ καημόσ μια δύκοπη μαχαιριϊ. Κι η πληγό που ματώνει.

40


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Ποιοσ θα ςε περιμϋνει ςτο πλατύςκαλο; Ποιοσ την πόρτα θ' ανούξει; Ποιοσ γλυκό κραςύ και ςταρϋνιο ψωμύ θα ςου προςφϋρει; Ποιοσ τησ ξενιτιϊσ τα χρόνια θα ξεπλύνει; Δεν πετϊει πουλύ ςτο πϋλαγοσ, ούτε μιλϊ το όρεμο κύμα ΢βηςτού οι λαμπαδηδρόμοι φϊροι. -Μη με πονϊσ ϊλλο καρδιϊ, κρϊτα μου ϋνα ψϋμα για τϋλοσ. -΢αν οφθαλμαπϊτη, ϋρχεται του γυριςμού ο δύςβατοσ δρόμοσ.

41


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΑΠΑΣΗΛΟ΢ ΧΡΟΝΟ΢ Σελεύωνε και φϋτοσ ϋνα γλυκό φθινόπωρο. Σα φύλλα των δϋντρων ξανθοκόκκινα ςτροβιλύζοντασ ϋπεφταν νεκρϊ ςτη νοτιςμϋνη γη. Σα γυμνϊ κλαδιϊ τουσ γρατζούνιζαν το θολωμϋνο τζϊμι απ’ το φύςημα του αϋρα. Η μοναξιϊ, η λύπη και η απόγνωςη εύχαν κουρνιϊςει ςτο βαθύ βλϋμμα τησ. ΢βηςμϋνο φεγγϊρι η ζωό τησ. Πόρε βαθιϊ ανϊςα προςπαθώντασ να πνύξει ϋναν ςτιγμιαύο λυγμό και η φωνό χρωμϊτιζε το πόνο τησ. Ξϊγρυπνη -μϋρεσ ϋλεγε- μόνεσ, ςαν χρόνια όταν, ςτα ληςμονημϋνα δρομϊκια τησ μνόμησ, κρατώντασ πϊντοτε μια ξεθωριαςμϋνη από καιρό εικόνα. Φύμαιρα του ϋρωτα, ϋτςι την ονόμαςε. Η ύπαρξό τησ, τςακιςμϋνα φτερϊ πεταλούδασ. Φωρύσ εκεύνον η ζωό τησ, ταξύδι χωρύσ νόημα. Μια τυραννικό βόλτα ςτον ϊτεγκτο κόςμο. Η καρδιϊ του, αμπαρωμϋνη πόρτα πειρατικού καραβιού. Ωδικα τη χτυπούςε ψϊχνοντασ για ευτυχύα. ΢αν ςκιϊ τησ ςκιϊσ τησ, γλιςτρούςε ανϊμεςα ς’ ϊλλεσ ςκιϋσ και φαντϊςματα. Κι όμωσ το γνώριζε πολύ καλϊ, τα φαντϊςματα δεν ςκοτώνονται. Κϊθε τόςο γύριζε προδομϋνη ςτην απατηλό αςφϊλεια του κενού τησ. Μεσ ςτη απϋραντη ςιωπό, να ονειρευτεύ όλα εκεύνα κεύνα που λαχταρούςε. Να τησ φϋρουν την μυρωμϋνη ϊνοιξη, 42


΢ημείο ΢υνάντηςησ

να γεμύςουν τισ παρενθϋςεισ και τισ λευκϋσ ςελύδεσ τησ ζόςησ τησ. Εύχαν περϊςει -μϋρεσ ϋλεγε- μόνεσ και χρόνια. Ϋταν μόνεσ αςϊλευτοι και χρόνοι ςτεγνού, μακριϊ του. ΢τα ςκουρόχρωμα μϊτια τησ, βαθιϊ κρυμμϋνη η θλύψη κι ϋνα παρϊπονο μοναξιϊσ. Γύρω τησ απροςπϋλαςτο ςκοτϊδι. Ψσ και ο όλιοσ, αλλού ςτρϋφει το βλϋμμα του. Μετρϊ τα αν τησ ζωόσ, όλα τα πρϋπει, τα μη, τα όχι και τα γιατύ, που δεν την ϊφηναν ελεύθερη, μα δεμϋνη ς΄ ϋναν περύτεχνο ιςτό αρϊχνησ. Γύρω τησ η ελπύδα για την αιώνια αγϊπη που ποθούςε. Εξορύα θύμιζε η ζωό τησ, τόςο κοντϊ και τόςο μακριϊ του. Προςπαθούςε να περιςώςει ότι μπορούςε να ςωθεύ για να κρατηθεύ ζωντανό μϋςα ς΄ ϋνα ϊγραφο παραμύθι. Από μικρό τησ ϊρεςαν τα παραμύθια! Γιϊτρευαν τισ πληγϋσ τησ. Μϋςα ςτο πορφυρό και ςτο πορτοκαλύ του δειλινού, ςτου ορύζοντα τ’ απϋραντο γαλϊζιο, Η ανϊςα , το γϋλιο, τα χϊδια του, δεν ςταματούςαν να τησ λϋνε ποτϋ: «ς’ αγαπώ». Μα το «ς’ αγαπώ» αϋρασ όταν, ϊνεμοσ που ςκόρπιςε. Η μούρα τουσ δεν όταν παραμύθι. Η αγϊπη, ο ϋρωτασ, η λαχτϊρα τησ δεν εύχαν λογικό. Δεν ϋχουν και τώρα. Λύβασ που ςε παραςϋρνει ςτο διϊβα του, ςε καύει. Η αγϊπη του! Καρϊβι. Ση ςεργιϊνιςε. Κι ο ϋρωτασ του, μεθυςμϋνο τραγούδι.

43


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Καυτό, ςτισ φλϋβεσ, τούτο το πιςωγύριςμα του χρόνου. Υουςκωμϋνο ποτϊμι που ρϋει και ξεχειλύςει ο πόνοσ. Σςακιςμϋνο κλαρϊκι που λυγύζει ςτην αλόθεια. Χϋμα του παραμυθιού! Μερόνυχτα μοναξιϊσ! Ότι απευχόταν τησ χτύπηςε επιτακτικϊ τη πόρτα. Κι από την ςτιγμό που ϊνοιξε, εύναι ανοικτό ωσ τώρα. Μόνο μϋςα ςτησ ζωόσ το παραμύθι χαμογελϊ. Σησ ϊρεςαν πολύ τα παραμύθια. ΢τη μικρό αυλό τησ, ςτην ϊκρη τησ αλϊνασ. Εκεύ που χϊνονται οι ςκιϋσ, εκεύ και το παραμύθι θα τελειώςει. Η λόθη, βρεμϋνο ςφουγγϊρι θα ρουφόξει απ’ τουσ ξεραμϋνουσ τούχουσ τα φαντϊςματα και τισ ςκιϋσ του παρελθόντοσ. Κι ϋνασ ϊνεμοσ, θα τυλύξει τα όνειρϊ τησ, με πϋπλα και γλυκιϊ χρυςόςκονη για να τυλύξουν και να ζεςτϊνουν την προδομϋνη καρδιϊ τησ. ΢το παραμύθι τησ οι ςκιϋσ όλο και ξεμακραύνουν. Όςεσ κρυφϋσ επιθυμύεσ που γευόταν αποκοιμόθηκαν ςτα χεύλη τησ. Σο φωσ και πϊλι θα ξεπρόβαλε. Ο όλιοσ θα ανϋτειλε ςτη ζωό τησ. Ϊτςι πύςτευε … Κϊθε φορϊ, που θα ερχόταν, και κϊθε φορϊ, που ϋφευγε μακριϊ τησ. Κϊθε φορϊ που θα ϋδυε, και θα χανόταν ςτη θϊλαςςα τησ αγκαλιϊσ του. ΢τισ ανεύπωτεσ μϋρεσ γεμϊτεσ ϋρωτα! Εκεύ ςτο γαλϊζιο παραμύθι τησ εύςαι ϋνασ ξϋνοσ τώρα, μα ποτϋ μην ςταματόςεισ να λεσ πωσ την αγαπϊσ.

44


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΔΟΚΙΜΑ΢ΙΑ Και να Και να Και να

ϋνα μικρό πουλύ ςε κλουβύ κατϊμονο. ϋνα ολόγιομο φεγγϊρι ςε ςύννεφα κρυμμϋνο. μύα πολιτεύα ςε αναγκαςτικό απραξύα.

Δοκιμϊζουμε τα φτερϊ μασ. Μα να ΢κουριαςμϋνα κλουβιϊ, κλειδωμϋνα παρϊθυρα, γκρεμιςμϋνεσ γϋφυρεσ, ο ςύντροφοσ που αγρυπνϊ. Να και το πϋτρινο ςπύτι ςιωπηλό κϊτω από τον ύςκιο τ’ ουρανού. Και να τα ερεύπια, μϋςα μασ η μούρα μασ, ανώνυμη ςε ξύλινουσ χρόνουσ και να το ϊγνωςτο κι η τελικό δοκιμαςύα, και να το πρωινό ϊςτρο, το εμβατόριο τησ θϊλαςςασ. Και να η ανυπόταχτη ϋρημοσ. Και να πϊλι το πουλύ δοκιμϊζει τα φτερϊ του. Και να πϊλι ςτο ϋρημο κλουβύ αποκοιμιϋται ...

45


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΞΕΝΟ΢ ΕΓΩ Θυμϊμαι. Όταν ςαν ϊνοιξη ςτην καρδιϊ μου ς’ ϋκλειςα και τα φιλιϊ ςου, ροδόςταμο των λουλουδιών γλύκαιναν τα χεύλη, καθώσ ςεργιανούςα ςαν ϊνεμοσ απϊνω ςτο κορμύ ςου. Και τα μϊτια ςου, ϋνα κομμϊτι ουρανού, να καθρεφτύζομαι. Δυο κύματα τησ θϊλαςςασ, εςύ κι εγώ. Και ςυ κρυφϊ τη ρώταγεσ κι αν αύριο θα ς’ αγαπώ. Κϊπωσ ϋτςι ζόςαμε τον ϋρωτα. Από το λευκό, ςτο μπλε και ςτο κόκκινο βαθύ των κοχυλιών. Ϋθελεσ πϊντοτε ταξύδι να θυμύζει. Σώρα, ϋνασ θλιμμϋνοσ βοριϊσ πόρε ό,τι πύςτεψα. Η μορφό ςου, πρωινό ομύχλη που χϊνεται. Σα λόγια που πύςτεψα, θρύψαλα ςτο ηλιόφωτο κενό. Ξϋνοσ κι εγώ. Ντυμϋνοσ κατϊςαρκα το χρώμα τησ ερόμωςησ. ΢τον απϋραντο κϊμπο τησ, εξόριςτο δεντρύ . Πϋταξαν τα πουλιϊ τησ αγϊπησ κι ϋμειναν οι παλϊμεσ μου αδειανϋσ. Ναυαγόσ, χωρύσ ϋνα αποκούμπι να γύρω το κορμύ και τη ςκιϊ του. Αθόρυβα, τα χρόνια μασ θα κυλϊνε. Η θύμηςό ςου ϋνασ βρόγχοσ πνιγηρόσ ςτο ςτόθοσ μου. Θα ςκοτεινιϊζουν οι ελπύδεσ μου καθώσ θα δύει η μϋρα ΢τισ παρυφϋσ τησ λόθησ τα λόγια μασ, αμϋτρητοι καημού που ςταυρώθηκαν.

46


΢ημείο ΢υνάντηςησ

«Δεν μπορεύσ να μιλϊσ για τον ϋρωτα, για τα αιςθόματϊ μασ… δεν μπορεύσ να μιλϊσ». Ξϋνοσ τώρα ... εύμαι εγώ ξϋνοσ! Όμοιοσ ςαν το ψϋμα, μϋςα ςτα μϊτια ςου. Όμοιοσ με τησ αλόθεια ςου, το ψϋμα. Σι αβϊςταχτοσ που γύνετε ο χωριςμόσ! Λεσ «ςαν ϋνασ μικρόσ θϊνατοσ εύναι». Υυγϊδεψα τη μοναξιϊ μου, ς΄ ϋνα πούημα πϋλαγοσ που κρύβει θύελλεσ. Σώρα το ξϋρω καλϊ, δεν υπόρξεσ ποτϋ και ύςωσ δεν υπόρξα.

47


΢ημείο ΢υνάντηςησ

΢’ ΕΝΑ ΣΕΡΜΑ Μιλώ για τισ μϋρεσ που όρθαν και μασ προςπϋραςαν, για τισ μϋρεσ που δεν ςυναντηθόκαμε και διαγρϊφτηκαν. Για το πϋραςμα εκεύνου του Φειμώνα, που γϋμιςε την ψυχό μασ θλύψη, όπου βρόκαν θϋςη ςτη καρδιϊ, η πύκρα και το ϊδικο. Κι εύναι όλα τώρα ξενιτειϊ κι εύναι όλα μια ςτιγμό τώρα. Ο κύκλοσ ϋκλειςε οριςτικϊ και οι γραμμϋσ του πόνου, τη ζωό μασ. Σώρα, χωρύσ λύτρωςη τα χϋρια υψώνουμε ςτο μεςονύχτι, να ξαναδούμε ϋςτω τα κρυμμϋνα πύςω από το γαλϊζιο. Κι ούτε ξημϋρωςε μια μϋρα καλύτερη. Κούτα με θλύψη, η αυγινό ομύχλη του όλιου το ϊγγιγμα ςκεπϊζει. Αφόνουμε ματωμϋνα χνϊρια πϊνω ςτη μουδιαςμϋνη ϊμμο. Αιχμϊλωτοι ςε κϊποια ξεχαςμϋνη επιθυμύα. Ποτϋ δεν πληςιϊςαμε ςτο τϋρμα του δρόμου. Φαθόκαμε εντόσ μασ. Σώρα, η νύχτα επιςτρϋφει ςτα μϊτια ςου. ΢βόνουν οι ελπύδεσ, όπωσ λιώνει η φλόγα το κερύ. Η επιςτροφό εύναι αυταπϊτη. Αλύμονο για μασ τουσ δυο... η μούρα μασ ϋχει όδη κριθεύ

48


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΕΩ΢ ΣΟ ΣΕΛΟ΢ Ωγνωςτοι πλϋον μϋςα ςτο ςύμπαν, αναζητούμε ϋνα ϊλλο πεπρωμϋνο. Υωνϊζουμε! Τπϊρχει κανεύσ εδώ; Η φωνό μασ χτυπϊει κι αντηχεύ ςτο κενό, ςτην ερημιϊ τησ αλαζονεύασ και τησ πτώςησ. Αναχωρούν λυπημϋνα τα όνειρϊ μασ. Οραματιςτϋσ κι επαναςτϊτεσ. Ματαύωσ ςχεδιϊζαμε … Σο παρελθόν, το παρόν ςυντρύμμια. Παντού ςυντρύμμια. ΢ε όςα πιςτϋψαμε, ςε όςα καταφύγαμε. Αργεύ να φύγει ο φετινόσ χειμώνασ. Σα πουλιϊ ξϋμειναν ςτο κρύο. Οι αποδημύεσ ακυρώθηκαν. Σα λόγια μου μαχαύρια κόβουν τη νύχτα ςτα δυο. ΢ε ποιουσ μιλώ; Φωρύσ δρόμουσ, χωρύσ ςταυροδρόμια, χωρύσ προοριςμό, Ξυπόλυτοι, περιπλανιόμαςτε με ϋνα ςχιςμϋνο ειςιτόριο ςτο χϋρι. Σα βόματϊ μασ οδηγούν ςτη μοναξιϊ. Εύμαςτε όλοι μοναξιϊ. Με πρόςωπα, με καρδιϊ και ψυχό, μα μοναξιϊ. Για ποιεσ μϊχεσ, για ποιεσ θυςύεσ και νύκεσ μιλούςαμε; Νεκρούσ μετρούςαμε μόνο. Νικούςε το κακό. Αν θα ςυνεχύςει να νικϊ;

49


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Ϊλα και πεσ μου, ποιο θα εύναι το μϋλλον; Όςο κι αν κοιτϊξουμε πύςω πϊντα ηττημϋνοι θα νιώθουμε. Ο πόνοσ μασ ςτϊζει πικρό νερό ςτη γη. Η ςπορϊ κι θεριςμόσ χϊθηκαν. Οι χρόνοι μασ όλοι. Ό,τι κι αν όταν, δεν εύναι. Ό,τι γνωρύζαμε, ό,τι διδαχτόκαμε, ότι… Ωνοεσ λϋξεισ, ϊηχεσ. Λόγια απόγνωςησ. Κϊςτρα και ορύζοντεσ γκρεμύζονται. Απϋχει ο ουρανόσ που ονειρευτόκαμε από τη γη που πατούμε. Σα ύχνη του ϋςβηςαν. Ναι! Μασ παραςϋρνει η λύπη, Μα η λύπη και ο πόνοσ δεν ςβόνουν τα λϊθη μασ. Σώρα, όπου κι αν δούμε, όπου κι αν μιλόςουμε πϊλι ςυντρύμμια -πϋτρεσ και χώμαϋωσ το τϋλοσ.

50


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΣΟ ΟΞΤΜΩΡΟ ΣΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Οι ϊνθρωποι υπογραμμύζουν με ερυθρό μελϊνι την Ιςτορύα

1. Αναςυντϊςςουμε τισ δυνϊμεισ μασ για να διαβούμε την Ερυθρϊ Θϊλαςςα. Καιόμενη βϊτοσ η ελπύδα. 2. Αποθεώνοντασ το μϋτριο, την καθ΄ εικόνα και καθ΄ ομούωςη αποκαθηλώςαμε. ΢το ταξύδι καμύα Ιθϊκη. Ωρνηςη ςτη μνόμη. 3. Κανϋνα εμπόδιο ςύμμαχοσ. Η ψυχό μασ φυλακιςμϋνη ςε φύλλα. Ο καθϋνασ για τον δικό του ουρανό. 4. Οι ϊνθρωποι θυςιαςτόρια ελπύδων και φόβων. Πότε αποφαςύζουν τη τύχη τουσ; Πότε διαμορφώνουν το φόβο τουσ; Πότε απωλϋςανε την ανθρωπιϊ τουσ;

51


΢ημείο ΢υνάντηςησ

5. Απόγονοι ελπύδων, πρόγονοι φόβων διδαχτόκαμε και γρϊψαμε ιςτορύα. Σο βόμα μασ. Μ΄ αυτό χαρϊξαμε δρόμουσ να μοιραςτούμε. Λϊθη, διχόνοια, μιςαλλοδοξύα, χαρϊ και λύπη. Σο οξύμωρο του Ανθρώπου. 6. Ωραγε εύναι αλόθεια η «διανομό» θϋςεων ςτον παρϊδειςο; Από ποιον καιρό; Ιςόβια, ϊκληροι κληρονόμοι, πότε διδϊξαμε; Πότε διδαχτόκαμε; Προςταγό οι νϋεσ ανθρωποθυςύεσ. Ελπύσ η πύςτη ςτην ανϊςταςη. Δι ευχών των αγύων! 7. Μ΄ ϋνα Αμόν τα τρομερϊ τησ ψυχόσ μασ, ςυνϊχτηκαν με τισ εποχϋσ. Σην ώρα που πϋφτει η νύχτα αφουγκραζόμαςτε ςκουριαςμϋνουσ μεντεςϋδεσ ν’ ανούγουν, να ξαναβγούμε ςτο φωσ, ςτη δικό μασ υπϋρβαςη, ςτη δικό μασ θυςύα. Η ελπύδα εύναι ακόμα ζωντανό.

52


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΨΗΓΜΑΣΑ 1 Ξανϊ και ξανϊ επιςτρϋφουμε, ςαν βροχό ςε ξϋνα ςώματα. 2 Ο κόςμοσ μασ εύναι η μοναξιϊ μασ. ΢τα δϊκρυα μασ φωλιϊζει ο αναςτεναγμόσ τησ θϊλαςςασ. 3 Μϋςα μασ η ϋρημοσ. Υωτιϊ και χαλϊςματα. Βοό ενόσ πολϋμου. 4 Με το βλϋμμα καταγόσ, βαδύζουμε ςκιϋσ του εαυτού μασ. ΢αν ςε εξορύα. 5 Ϊρημοσ ο ουρανόσ. Σαξιδεύουμε χωρύσ χϊρτεσ. ΢τον δρόμο μασ ούτε ϋνα περιςτϋρι, ούτε ϋνα κλαδύ ελιϊσ.

53


΢ημείο ΢υνάντηςησ

6 Πότε ζόςαμε; Πότε πονϋςαμε; Πότε αγαπόςαμε; Σο κενό τησ λόθησ. 7 Μϊταια αναζητούμε το χαμϋνο πρόςωπό μασ. Πριν πϋςουν αλώβητα οι μϊςκεσ.

54


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΧΩΡΟ΢ ΑΝΑΜΝΗ΢ΕΩΝ Λόγια που δεν πρϋπει να ειπωθούν. Κι όμωσ, οι αλόθειεσ κρύβουν μϋςα τουσ τον πειραςμό. ΢τόνει ανϊποδο χορό. Πϊνω ς’ όςα όθελε να νιώςει και επιςτρϋφει εκεύ, ςτο εφηβικό τησ δωμϊτιο. Πϊντα αναρωτιϋται αν θα τα βρει όπωσ τ’ ϊφηςε. ΢ε εκεύνη τη νύχτα που τησ ζότηςαν να θυςιϊςει την ψυχό τησ. Γυμνώθηκε ςτη απουςύα, ςαν μια πεταλούδα που ρύχνει ςτη φωτιϊ τα φτερϊ τησ, θυςύα για λύτρωςη. ΢ε μικρϋσ αθώεσ υποταγϋσ. ΢ε νυχτερινούσ όχουσ μεταμϋλειασ. ΢ε κεύνο το όνειρο που ςβόνει. Βαριϊ ςιωπό πλανιϋται γύρο τησ. Βυθύζεται ςε μια ομύχλη από λύπη και πόνο, Χϊχνοντασ μϋςα ςτα χαλϊςματα για ϋνα κυκλϊμινο. Λαχταρϊ για μιαν ϊνοιξη. Η νοςταλγύα τησ βϊφηκε ςτο χρώμα ενόσ εκατόφυλλου. Και η αγϊπη τησ; Παντοτινό ελπύδα για μια αρχό… Να γυρύςει, θϋλει να γυρύςει κι όλα θα αλλϊξουν… Όλα! Ο πόνοσ του νόςτου ςαν καρφύ πϊνω ςτον ϊςπρο τούχο. Παγώνει το αύμα ςτισ φλϋβεσ τησ.

55


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Μϊταια. Μϊταιη ελπύδα. Μϊταιοσ χρόνοσ. Μϊταια υφαύνει όνειρα. Μια κύτρινη αδιϊκοπη βροχό ςταλϊζει ςτη καρδιϊ τησ. Πωσ; Αναρωτιϋται πωσ; Ϊγιναν όλα τόςο μικρϊ, όςο η αγκαλιϊ του.

56


΢ημείο ΢υνάντηςησ

Σησ Ξενιτειάσ Μη με πονϊσ ϊλλο καρδιϊ Κρϊτα ϋνα ψϋμα για το τϋλοσ

57


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗ΢Η Πούηςη δεν εύναι ο θϊνατοσ, ο πόλεμοσ, το μύςοσ. Να μην ερωτεύεςαι, δεν εύναι πούηςη. Να μην αντϋχεισ τη χαρϊ ό τον πόνο του ϊλλου. Να μη ςυγκινεύςαι με πρϊγματα απλϊ, ϋνα λουλούδι, μια μοςχοβολιϊ, ϋνα τραγούδι. Να μη ςου μιλϊ η θϊλαςςα, να μην ακούσ το κύμα. Να μην αφόνεισ τον αϋρα να ςε ταξιδϋψει μακριϊ μϋςα ςε πϋπλουσ φανταςύασ και ονεύρων. Να μην εύςαι κοντϊ ςτη λογικό, γυμνό από ςυναιςθόματα δυνατϊ. Πούηςη δεν εύναι η αλαζονεύα μπροςτϊ ςτην ταπεινότητα, η απαξύωςη του αςόμαντου, η περιφρόνηςη του κϊλλουσ. Πούηςη δεν εύναι θϊνατοσ, εύναι γϋννα, ϋκρηξη ζωόσ.

58


΢ημείο ΢υνάντηςησ

«Ξϋνοσ ὁ τόποσ κι ὁ καιρὸσ κι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ξϋνοι μὲσ ςτὴ μεγϊλη μοναξιϊ» Παύλοσ Νιρβϊνασ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ 59


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

Ο Δημότριοσ Γκόγκασ γεννόθηκε το 1964 ςτο ΢τρυμονικό ΢ερρών. ΢πούδαςε ςτη ΢χολό Μονύμων Τπαξιωματικών ςτα Σρύκαλα. Αςχολεύται με την πούηςη. ΢υνεργϊςτηκε ςτην ϋκδοςη του Βιβλύου «Σο χθεσ τησ Ξϊνθησ ςαν ςόμερα» από τον Δόμο τησ Ξϊνθησ το 1998, με ευθύνη κυρύωσ τησ ςυλλογόσ και αρχειοθϋτηςησ του υλικού. Ποιόματϊ του ϋχουν βραβευτεύ ςε Παγκόςμιουσ και Πανελλόνιουσ λογοτεχνικούσ διαγωνιςμούσ ενώ ϋχουν αναρτηθεύ ςε ςελύδεσ του διαδικτύου και λογοτεχνικϊ περιοδικϊ. Εύναι μϋλοσ τησ Ϊνωςησ Λογοτεχνών Κύπρου και τησ Πολιτιςτικόσ Κύνηςησ: Υύλοι τησ Λογοτεχνύασ και του Πολιτιςμού Λϊρνακασ. Εύναι παντρεμϋνοσ με τη δημοςιογρϊφο ΢τρατούλα Σραμουντϊνη και ϋχουν ϋνα παιδύ. Επιμελεύται δύο ςημαντικούσ ποιητικούσ διαδικτυακούσ τόπουσ: α. Οι Ποιητϋσ που αγϊπηςα και ϊλλεσ μικρϋσ και μεγϊλεσ ιςτορύεσ λόγου. β. Κυπρύων Πούηςη και ϊλλεσ μικρϋσ και μεγϊλεσ ιςτορύεσ λόγου. Έχει εκδώςει τισ παρακάτω ποιητικέσ ςυλλογέσ: α. «Ψρϊρια Επιςτροφών» (ISBN:978-618-82188-6-4)/2015 (Εκδόςεισ ΔΙΑΝΤ΢ΜΑ) α. «Κϊμποσ μιασ νιότησ» (ISBN 978-9925-7392-2-6) / 2019 (e-book) β. «Ξϋρω ϋναν τόπο» (ISBN 978-9925-7392-1-9) / 2018(e-book) γ. «Ϊνα τετρϊδιο για το ΢τρυμονικό» (ISBN 978-9925-7392-4-0) / 2018(ebook) δ. «16 αριθμού και 24 γρϊμματα» (ISBN 978-9925-7392-6-40) / 2019 (ebook) ε. «Θϊνατοσ εύναι ότι δεν ϋδωςεσ ενώ μπορούςεσ» (ISBN 978-9925-7392-02)/2020 ςτ.«ΑΝΑ΢Ε΢ από την Καμπούλ» (ISBN: 978-9925-7392-9-5 )/ 2020

60


΢ημείο ΢υνάντηςησ

΢υμμετοχέσ ςε ςυλλογικά έργα: α. Ομαδικϋσ Ποιητικϋσ ΢υλλογϋσ των Εκδόςεων ΔΙΑΝΤ΢ΜΑ, κατϊ τα ϋτη 2014, 2015, 2016, 2017 β. Σαξύδια Πολύτιμα του νου μαζύ με τουσ Ποιητϋσ: ΢κουλύκα - Βϋλλου ΢οφύα, Βλαχιώτησ Αλϋξανδροσ Δρατςϋλοσ Ευριπύδησ (ISBN: 978-960-604050-4) / 2016 γ. Ανθολόγιο Πούηςησ των Εκδόςεων Ο΢ΣΡΙΑ 2017 δ. Απανθύςματα (ISBN: 978-618-81297-3-3) μαζύ με τισ Ποιότριεσ: Ρούλα Σριανταφύλλου και Φριςτύνα Γαλιϊνδρα - strada. (Εκδόςεισ ΔΙΑΝΤ΢ΜΑ) / 2018 ε. Από Καρδιϊσ: Εκδόςεισ Προφότιςςα / 2015 Επιμέλειεσ- Δημιουργίεσ ςυλλογικών έργων (e-book): α. «Περύ ποιόςεωσ» β. «Ο χρόνοσ και ο λόγοσ» γ. «199 Φρόνια Ελεύθερησ Ζωόσ +1» δ. «Θεμϋλιοι Λύθοι»

61


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Η Ρούλα Σριανταφύλλου γεννόθηκε ςτην Αμαλιϊδα Ηλεύασ. Σο 1985 εγκαταςτϊθηκε ςτισ Λεύκεσ Πϊρου όπου ζει μϋχρι ςόμερα. Πρωτοεμφανύςτηκε ςτο περιοδικό: Παριανϊ του Νύκου Φ. Αλιπρϊντη. Ακολούθηςαν δημοςιεύςεισ πεζών και ποιημϊτων ςε περιοδικϊ και ςυλλογικϋσ εκδόςεισ. Ποιητικέσ ΢υλλογέσ α. Ματιϋσ τησ ζωόσ από το κϋντρο του Αιγαύου/2013 β. Πληγϋσ που θρϋψαμε / 2015 / Εκδόςεισ Διϊνυςμα γ. Σα ανϋγγιχτα του χρόνου / 2017 / Εκδόςεισ Διϊνυςμα δ. Μικρϋσ εξορύεσ /ιδιωτικό ϋκδοςη e-book Ιανουϊριο του 2020 ε. Μνόμεσ Διηγόματα 2019 e-book ΢υμμετοχή ςε ομαδικά έργα α. Απανθύςματα: Σύτλοσ τησ Προςωπικόσ τησ Ενότητασ: Χευδαιςθόςεισ / 2018 / Εκδόςεισ Διϊνυςμα. β. Περύ –Πούηςησ / 2017 / Ηλεκτρονικό ϋκδοςη ςε επιμϋλεια Δημητρύου Γκόγκα γ. Ο Φρόνοσ και ο λόγοσ / 2018 / Ηλεκτρονικό ϋκδοςη ςε επιμϋλεια Δημητρύου Γκόγκα δ. 4η ομαδικό Ποιητικό ςυλλογό / 2017 / Εκδόςεισ Διϊνυςμα 3. Σο βιβλιο.net: Σραινογραφύεσ / 2016 ΢τ. Καλλιτεχνικό ημερολόγιο /2015/2017

62


΢ημείο ΢υνάντηςησ

ISBN : 978-9925-7723-1-5

63


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.