Δημήτρης Τρωαδίτης
Σκέψεις τη νύχτα
Εκδόσεις «Το Κόσκινο»
1
1. Δίνουμε χρησμούς ως οραματιστές, ξοφλώντας το χρέος μας ως επαναστάτες, νʼ απευθυνθούμε στα πλήθη, νʼ αφυπνιστεί η σκέψη τους, νʼ ακονιστεί το κριτήριό τους, εξυψώνοντας τις μόνες αλήθειες. Να εξεγερθεί η φύση με ιαχές και σαλπίσματα, να λυτρωθούμε απʼ το παλιό, απʼ τις φυλακές που είναι αμπάρια, απʼ τους τοίχους που στάζουν μούχλα, απʼ τις εξόδους που είναι όμοιες με τσεκούρια...
2
2. Οι σεισμοί μιλούν γιατί οι άνθρωποι δεν μιλούν, αντιμέτωποι με το άρρητο σήμερα, το αόριστο αύριο, ψήγματα που εξορύσσουν, ρανίδες αίματος που αποστάζουν σε κάθε σημείο τις πικρές τους ανάσες, ευωδιά χωρίς ανάπαυλα, αισθήματα με ασθμαίνοντες ρόλους σαν φαρμάκι στις ρίζες της ζωής. Αλλά κάποτε θα καταλάβουν ότι είναι βασιλιάδες σε τοπία χωρίς πηγές, σε μέρη επιδημιών και σεισμών όπου κανείς δεν ακούει γιατί δεν υπάρχει για νʼ ακούσει, όπου μόνο στιγμιαία βλέμματα και παράλογες σιωπές κυριαρχούν. Πώς μπορεί κανείς να ζήσει μʼ αλληγορίες που τελειώνουν κι ανάγκες που τρυπάνε τα πλευρά;
3
3. Σπαραγμένα βλέφαρα. Πρόσωπο εκτεθειμένο στην παγωνιά. Χιλιόχρονα βήματα με μια πέτρα στο λαιμό. Μολυσμένη θάλασσα το σήμερα. Γδαρμένο δάχτυλο που μιλά υπόκωφα.
4
4. Τι χρώμα έχουν οι λέξεις, αυτές οι λέξεις που μπλέκονται η μια με την άλλη σʼ ατέλειωτα κείμενα σαν να βρίσκουν καταφύγιο;
5
5. Να αιωρούμαι θέλω, η φωνή μου νʼ αναβράζει από τα δέντρα, όταν ζυγώνω στη νύχτα αυτή νʼ ανατριχιάζει σύγκορμη, οι τοίχοι να σαλεύουν, το γιασεμί να μυρίζει πιο έντονα, η θάλασσα νʼ ανασαίνει πιο γρήγορα, να γίνω πιο δυνατός κι απʼ τα σύννεφα που κρέμονται πάνω από ηφαίστεια και πέφτουν με το πρώτο φύσημα τʼ αγέρα, οι χώρες να στενεύουν θέλω και τα ποτάμια να λιγνέψουν, τα βουνά να χαμηλώσουν, η έγνοια μου να μεγαλώσει και να με ξεπεράσει, νʼ απλωθεί απʼ την αυγή ώς τη δύση, να σκεπάσει όλη τη γη.
6
6. Σε είδα να φεύγεις μέσα από ροδόδεντρα. Νεφέλη η σκιά σου και τα βήματά σου σαν αίμα νυχτερινό που ξεμάκραινε απʼ την πληγή του. Τα χέρια σου με πάνε μακριά, εκεί που κουρνιάζουν τυφλά πουλιά, εκεί που ο άνεμος φυσάει κι υψώνεται σαν πολωμένη σκιά, σε άγνωστες κρύπτες φωτός κι αιθέρια τούνελ αγάπης, εκεί που βόμβες έρωτα εκρήγνυνται στο άπειρο κι ανοίγονται χιλιάδες δρόμοι...
7
7. Η αιωνιότητα πεθαίνει από ανία έχοντας ξεπεράσει τον εαυτό της. Δεν έχει ανάγκη από φόβους να την τρέφουν, αλλά ούτε και εκπλήξεις. Παρά μόνο έναν καταναλωτικό θάνατο να τη συντηρεί.
8
8. Ουρανέ, είσαι το ανάστροφο κρεβάτι ενός πορνείου, είσαι το άχρηστο πια κρανίο του νεκρού, η στέγη σου τρύπησε, τα κεραμίδια της γκρεμίστηκαν με κρότο, οι απελπισίες σου σφαδάζουν στο πάτωμα ουρλιάζοντας με στριγκές φωνές.
9
9. Η ζωή μας έρμαιο μιας κοσμοπολίτικης ερήμωσης, σα μια συνείδηση στον παγερό της ύπνο, λάμπες που παίζουν αδιάφορα ψεκάζοντας το φως τους σε μας κάτω στη γη που θηλάζουμε σαν ναρκωτικό τους φόβους μας, ανοίγοντας ανύπαρκτες στοές εδώ κι εκεί, καπνίζοντας τη μοίρα μας σαν βαρύ τσιγάρο και τα μαλλιά μας από αέρα βρώμικο, σημαδάκια από λέξεις αγέννητες.
10
10. Κινδυνεύουμε σε μια εποχή ετοιμόγεννη που μας παραμονεύει, γυρνάμε έρημοι στους νυχτωμένους δρόμους κουβαλώντας σαν αποσκευή την υποχθόνια λύπη αυτού του κόσμου που αυτοκτονεί με πλήξη και τρέλα. Μια διάχυτη αίσθηση αηδίας και άδειου, που χιλιάδες μάτια την πυροβολούν, που μεθυσμένοι άγγελοι του ψεύδους την κατοικούν σκαλίζοντας τις άγρυπνες φωτιές της κόλασής μας.
11
11. Ανατινάζω τα μέγαρα των αιώνων, τα διασπώ σε πέτρες και σίδερα, ανοίγω τη στρόφιγγα των μεθυσμένων στίχων μου για μια πυρκαγιά στα παράνομα στέκια, στις βαριές κουρτίνες των τυχαίων συμβάντων, στους δηλητηριώδεις ουρανοξύστες του πνεύματος. Καβαλάρης, πηδώ τα υπέροχα εμπόδια, εισβάλω στις γυάλινες πόλεις, σε πόλεις νεκροζώντανες κι έτσι βλέπω το φωτισμό του μέλλοντος σαν νά ʻρχεται μέσα απʼ το σύμπαν που αναδύεται από ένα κράμα σκοταδιού και άνοιξης.
12
12. Η λογική τους είναι το τέλος το δικό μου και του κόσμου, είναι ποτάμι στερεμένο από αιώνες, τρέφοντάς το με τόσες ψυχές που την εμπιστεύονται. Η λογική τους είναι ο δρόμος προς τις ερημιές, σπασμένες φόρμες, χυμένα μυαλά, κιτρινισμένα γράμματα, μια μάζα πέτρινη ή και πλαστική, οι ώρες που δουλεύουν μʼ ανάποδη πορεία, αίματα αποσιωπητικά στις μυστικές μας διόδους.
13
13. Χρώματα μουντά είμαστε, μέσα από σύντομες σκιές, συμπεριφερόμαστε τυχαία, εξαφανιζόμαστε χωρίς καμιά αιτία. Με μνήμες, αναπολήσεις, προσδοκίες σʼ απροσδιόριστο χρόνο ούτε του παρόντος ούτε του μέλλοντος. Με το θάνατο και τη ζωή να μην είναι πείρα κανενός, να είναι γεγονότα πέρα και έξω από μας.
14
14. Στην άβυσσο του νου μας ενέπαιξαν αόρατες δυνάμεις και μείναμε χαρτιά γραμμένα μαζί κι άγραφα, μια ζωή κουρντίζοντας σχήματα που ναυάγησαν στο σκοτάδι. Επιμένουμε ωστόσο να επιλέγουμε άλλες αποχρώσεις με ισχυρότερες αλήθειες με το γυμνό χέρι της ομορφιάς. Ποίηση στο σούρουπο λίγο πριν ξεψυχήσει η μέρα λίγο πριν πέσει η νύχτα. Με το δείκτη του ψυχικού μας χρόνου, με φωνές και χρώματα που χωνεύονται μέσα στις νύχτες, ξεκλέβουμε κάτι απʼ τη σκοτεινιά και διασκεδάζουμε με τη συνδρομή της μνήμης. Αποταμιεύουμε με τρυφερότητα ακόμα και τις ήττες ως τελεσίδικο πόρισμα.
15
15. Μέσα από ταξίδια στο χρόνο με το περιδέραιο του έρωτα, μέσα από βαθιές χαρακιές στα μονοπάτια της ιστορίας, ανακαλύπτω τις ακροστιχίδες του πνεύματός μου. Οι οίστροι των στοχασμών μου συνυπάρχουν σε μια ατημέλητη δομή με τη διάχυτη κοινωνική δραματικότητα. Παλεύω με τους νεκρούς και τα φαντάσματα του παρελθόντος, σʼ έναν απεγνωσμένο και σχεδόν αποστειρωμένο κόσμο. Καταβυθίζομαι σʼ ονειρικές ενδοχώρες που μεταμορφώνονται σε σκηνές κατάρρευσης συλλογικών αξιών, ασφυξία κι αδιέξοδο της ατομικής ύπαρξης, κομμάτια άγχους μεταφορικών ή κυριολεκτικών θανάτων.
16
16. Μια πληγή έμεινε φοβισμένη σαν ζωντανό βήμα στην απεραντοσύνη, μισοτελειωμένη σχέση, απόφαση μοναξιάς, νοσταλγία που αντιδρά σε θέση μάχης απέναντι στα θετά ρινίσματα της ζωής.
17
17. Η μνήμη βρέχει ασταμάτητα αλλʼ είναι σαν μια αράχνη στη ματαιότητα της λησμονιάς μέσʼ στα χαλάσματα του νου και του χρόνου. Ένας ιστός που σε περιέχει κι οργανώνει το αίσθημά σου που αν και θρυμματισμένο δείχνει εγκαρτέρηση. Σαν κάποιους χαμένους φίλους που όλη τη νύχτα φλυαρούν τρέμοντας το μέλλον μιας αγωνίας μονάχοι με το τώρα κι ανήκουστες προστακτικές αισθήσεων.
18
18. Η πολιτική είναι μια γυναίκα που ελκύει και απωθεί το ίδιο. Εγκλωβίζει το πάθος και γίνεται αφορμή πανικού κι εγκατάλειψης, διαδρομή ζωής που χρησιμοποιούμε ως καθρέφτη του εαυτού μας, σμιλεύοντας πληγές στις απεικονίσεις και τις πορείες του, σκαρώνοντας πολυεθνικά μνημεία που θα μας ξεκάνουν, θα μας κάνουν ανθρώπινα θρύψαλα. Η πολιτική αλητεία είναι πρόσωπο ντυμένο με αρχαϊκές σημασίες, αίσθηση θανάτου, ο ψυχισμός μας ο ίδιος μετουσιωμένος σε λίθους και κεράμους.
19
19. Ο ουρανός αντεστραμμένη θάλασσα και τα σύννεφα νησιά όπου τρέχει η φαντασία για μια λυτρωτική εξίσωση της αγάπης.
20
20. Αντιστάσου στο καθημερινό ασφυκτικό που στοιβάζεται στις μνήμες και τα αισθήματα, στις στιγμές και τις εικόνες. Η ζωή δεν είναι μόνο η διεκδίκηση του πάθους, είναι κι η καταστροφική ηδονή που μας διαπερνά, ο εχθρικός χειμώνας που ο ένας διαβάζει στη σκέψη του άλλου, το μίσος των βλεμμάτων, το αφηρημένο και πικρό το άβουλο μίγμα σαρκασμού και τα αβάσταχτα καρυκευμένα βάσανα που το αίμα φορτώνει στις φλέβες. Μνημόνευσε την αναρχική λογική της φύσης, βρες δρόμους που τέμνονται, γεφύρωσε τα χάσματα, διέρρηξε τις Κερκόπορτες των ονείρων φώτισε τα σκοτάδια τους, διατάραξε τον ακανθώδη ύπνο των πλαστικών ηρώων σου, πάρε βαθιά ανάσα κι αναδύσου στο φως.
* Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στη Μελβούρνη το διάστημα 1993-1997
21