Δημήτρης Τρωαδίτης, Γράμματα σε μια αγάπη

Page 1

Δηµή τρης Τ ρωαδίτης

Γράµµατα σε µια αγάπη

Εκδόσει ς “Το Κόσ κι νο” Με λβο ύ ρνη 2012


Δηµή τρης Τ ρωαδίτης

Γράµµατα σε µια αγάπη

Εκδόσει ς “Το Κόσ κι νο” Με λβο ύ ρνη 2012


* Τα ποιήµατα της συλλογής αυτής γράφτηκαν στην Αθήνα στο διάστηµα 1990-1992. Δηµοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο ιστολόγιο “Το Κόσκινο” http://tokoskino.wordpress.com



Κουβέντες σαν εύφλεκτο υλικό Κάλπικος αγέρας η ζωή µου και µε µπερδεύει, περπατώ και µ’ ακολουθεί, στέκοµαι και µαρµαρώνει, ξυπνώ και µε τριγυρίζει… Τα βήµατά µου είναι τα δικά της. Της µιλώ και µ’ απαντά µε κουβέντες σαν εύφλεκτο υλικό που προµηνύει θύελλες. Όταν φωτίζεται το σκοτάδι της ψυχής µου µοιάζει περισσότερο µε διασπορά από ράκη και θρύψαλα παρά µ’ αδιάκοπη αλλαγή διαθέσεων.


Χίλιες υποψίες ευτυχίας Το ανοιχτό πέλαγος ξεδιπλώνει τις ορµητικές φτερούγες του έτσι όπως ένα παιδί απλώνει την αφέλειά του όταν οι µεγάλοι του αφαιρούν την τόλµη. Ο ήλιος έτσι όπως δύει µοιάζει µε παρθενικό υµένα ηδονής, σαν τα ροδοκόκκινα µάγουλα µιας ντροπαλής κόρης. Ο ήλιος και το πέλαγος µεγαλοπρεπές αµάλγαµα απέραντο προκλητικό και υπέρτατο πρωτόγονο και µεγαλειώδες σαν χίλιες υποψίες ευτυχίας σαν ανελέητος καταιγισµός των χρωµάτων της ίριδας.


Πώς να γίνω καπνός; Δίνοµαι ολόκληρος ψυχή τε και σώµατι στο γάργαρο των ποταµών, στους ήχους της µουσικής των τζιτζικιών, στη δροσερή άµµο και στους βράχους. Εκεί βλέπω την όψη σου χαµογελαστή, αισθάνοµαι το απαλό σου χέρι να µου χαϊδεύει τα µαλλιά, σε φιλώ στο στόµα, γεύοµαι τους χυµούς σου, δυό φιλιά σου µ’ αναριγούν όταν τα χέρια σου τυλίγουν το σώµα µου. Πώς να τα ξεχάσω όλα τούτα; Πώς να γίνω καπνός και ν’ αφήσω συντρίµµια; Πώς να ξεχάσω τη γεύση σου δοκιµάζοντας άλλες; Είµαι αποφασιστικά ταγµένος στο είναι σου γιατί είναι και το δικό µου.


Θα είµαι εκεί… Πλάι στο κύµα, πλάι στον ήλιο, πλάι στην καυτή άµµο έµαθα να φτιάχνω όνειρα. Πλάι στα γάργαρα ποτάµια, στη σερενάτα των πουλιών έµαθα να βιώνω τη µοναξιά µου. Ωστόσο, µέσα απ’ όλα αυτά έµαθα και να βλέπω τη µορφή της Κι αν ακόµα η φύση στερέψει θα είµαι εκεί και θα την αγαπώ.


Πόσα ηλιοβασιλέµατα… Πόσα ηλιοβασιλέµατα πρέπει να µετρήσω για να σ’ έχω κοντά µου; Πόσα αγναντέµατα απέραντων πελάγων πρέπει να µετρήσω για να χαϊδέψω ξανά τα µαλλιά σου; Πόσα βλέµµατα σ’ όλους τους ορίζοντες πρέπει να µετρήσω για να φτιάξω και πάλι εικόνες στα ρόδινα χείλη σου, για να ζητήσω και πάλι τον αέναο χρυσοπόρφυρο έρωτα στις χίλιες υποστάσεις του;


Οι νύχτες Οι νύχτες εδώ µου τρυπούν την καρδιά κι εγώ εντρυφώ στο κέντρο των δινών τους. Πότε γίνοµαι ένα µαζί τους και πότε ξαπλώνω στα υγρά τους γρασίδια έχοντας τις ροές τους για προσκεφάλι. Κάθε παρέκκλιση ίσως φέρει παγετώνες που θα δολοφονήσουν τις άγριες προκλήσεις τους. Το γυµνό µου κορµί αιωρείται σαν λεπτεπίλεπτο εκκρεµές σε υπόγειες διαβάσεις νυχτερινών τοπίων… Ο ερχοµός των αστεριών της αγάπης είναι αναπόφευκτος.


Ίδιος µε µικρό παιδί Άφησα την ψυχή µου ανυπεράσπιστη στα κελεύσµατα αγεριών, σ’ ανεπαίσθητες δίνες κυµάτων. Σεργιάνισα τις σκέψεις µου σε καµπύλες βουνοκορφών, σ’ ανταύγειες από ηλιοβασιλέµατα σε πύρινα πάθη βραδινών στιγµών. Φυγάδευσα το βλέµµα µου σ’ έναστρους ουρανούς, έστειλα τα όνειρά µου σε παραδεισένια νούφαρα µε περιρρέουσες φωτοσκιάσεις, σε προτροπές και ηδονικές εξάψεις. Ίδιος κι εγώ µε γέρικο πλατάνι, µ’ ορµητικό χείµαρρο, µ’ ασάλευτο βράχο, µε σταθερή κορυφογραµµή και µε αστέρα διάττοντα… Ίδιος µε µικρό παιδί που προσπαθεί να κάνει την αθωότητά του ιδανικό τρόπο ζωής και πλεύσης…


Πόσο διαρκεί ένα χαµόγελο Πόσο διαρκεί ένα χαµόγελο όταν στην πρώτη δροσούλα βουλιάζει η καρδιά µου; Θα ‘ναι γιατί µια φορά γεννιέται η αγάπη κι η ψυχή δεν τελειώνει µε µατωµένες θύµησες. Πόσο διαρκεί ένα χαµόγελο τώρα που πλανιέµαι σε στενοδρόµια, σε έρηµες πλατείες, στα µάτια των παιδιών, στα χείλη των κοριτσιών; Θα ‘ναι γιατί οι ήλιοι µπήκαν στις σκέψεις µου Και κάθε τους κοµµάτι προκαλεί και τρελαίνει.


Όσο διαρκεί ένα χαµόγελο… Πρόσφυγας των δρόµων είµαι κυνηγηµένος από µέρες δαρµένες από την αδιαφορία της ιστορίας. Οι αντένες µου σύννεφα που άλλοτε λάµπουν σαν όνειρα κι άλλοτε ξεχνιούνται απογοητευµένα, ζηλιάρικα κι εγωιστικά κενά και χωρίς χρώµα… όσο διαρκεί ένα χαµόγελο…


Χοάνες παράλιων πορνείων Μέσα σε χοάνες παράλιων πορνείων το σώµα µου να καλύψω µε χώµα και γαζίες δεν µπορώ, αστραπές καθώς µε διασχίζουν… Όχι, δεν ανήκω στην κατηγορία των ζωντανών νεκρών.


Θα σε νανουρίσω Θα σε νανουρίσω κρυφά, ω, ιέρεια του λογισµού µου καθώς αγάπησα τις µικρές θεές σου, τ’ άλογα της σκέψης σου που τρέχουν στα λιβάδια. Δεν σ’ έχω, µα είσαι δίπλα µου ούτε σε βλέπω µα είσαι παντού και πάντα. Δροσοσταλίδες στα µαλλιά σου δώρο της φύσης στόλισµα στην οµορφιά σου.


Τι ήλιος είν’ αυτός Τι ήλιος είν’ αυτός που σταµάτησε ν’ ανασαίνει της ζωής του την ελπίδα; Τι ήλιος είν’ αυτός που στέγνωσε τις παλιές χρωµατιστές κουβέντες στη φαντασία παραµυθένιων ακτών; Μέσα σε βουή άδειων κοχυλιών µόνες ελεύθερες µένουν οι αποµιµήσεις.


Κάλπικη έπαρση Η λάµψη στα µαλλιά των κοριτσιών χορηγείται µε υπερωρίες, σαν προφίλ στο φως που τρέµει στα κεριά στις µπυραρίες. Κορίτσια δανεικά στους οίκους ανοχής µε χείλη µεθυσµένα µεσ’ την αγκαλιά µας, σε µια διαρκή µετάγγιση σπέρµατος, σαν ταπεινά κυπαρίσσια µε κάλπικη έπαρση.


Σαν κλέφτες Όταν ο µισός ήλιος µένει απ’ έξω από τον άλλο µισό µισοβγαίνουν µερικές αχτίδες κρυφά σαν κλέφτες από τις χαραµάδες…


Σπάω τη λαχανιασµένη µου φαντασία Μπορώ ακόµα να σηκώνω ψηλά τα στήθη µου κατακόκκινα σε πληµµυρισµένους ουρανούς, σε αγάπες που µόλις τώρα ανατέλλουν. Σπάω τις βιτρίνες των πρώτων µου σελίδων που κρέµονταν σαν σκουριασµένες ταµπέλες, σαν πτώµατα παραδαρµένα από ξεροβόρια. Σπάω τη λαχανιασµένη µου φαντασία Και την ορθώνω πιο ψηλά πιο ψηλά…


Μια µικρή δόση αγάπης Τώρα που τα λουλούδια σταµάτησαν ν’ αφουγκράζονται το ρυθµό των ηµερών κι έγιναν πλαστικά κι αυτά, µαζί µε τις αισθήσεις µας στα τσιµεντένια όρια, µαζί µε τις πέτρινες ανάσες µας, µόνο µια µικρή δόση αγάπης έµεινε στον αφρό των διψασµένων σωµάτων µας.


Δεν θα ενδώσω Δεν θα ενδώσω σε διαβρωτικά χαµόγελα, τη µοναξιά των αγαλµάτων δεν θα προσκυνήσω, κρίνα δεν θα φυτέψω σε απορρίµµατα, σ’ επιβλητικές αψίδες δεν θα υποταχτώ κι ούτε θα γευτώ τη µαγεία των πλαστικών λουλουδιών. Κι αν πάλι υπακούσω νόµους που σκοτώνουν είστε γελασµένοι. Γιατί ψυχές σαν τις δικές µας είναι γεννηµένες για να καλπάζουν…


Θέλω να σ’ αγκαλιάσω απόψε… Δεν θα ήθελα µια άτακτη επιστροφή σε παρελθούσες σκοτεινές διαθέσεις Ούτε θα ήθελα ύπαρξη που στροβιλίζεται στο µηδέν και στο άπειρο να είµαι. Κι ακόµα δεν θα ήθελα να φορώ τη µάσκα κάποιου άλλου και να παρακολουθώ δήθεν ανύποπτος τα παιχνιδίσµατα των γλάρων. Δεν επιθυµώ να πληγώσω πρόσωπα που δείχνουν τόσο άγονα µε έντονο το άγχος του θανάτου ούτε και νά ‘ρχοµαι κάθε τόσο στη σκηνή παράταιρα και καταχρηστικά. Θέλω να κυκλοφορώ µέσα στο χρόνο µε θαυµάσια άνεση και µια εσώτερη αρµονία να µε συνεπαίρνει, µε ρεαλιστικές λάµψεις µιας φλογερής αγάπης και φτερά στη φαντασία. Θέλω την αναπνοή µου να καλπάζει µε φυσικές ροές. Θέλω να σ’ αγκαλιάσω απόψε…


Τα όνειρά µου νιώθω να βουλιάζουν… Τα όνειρά µου νιώθω να βουλιάζουν, τα βλέπω παράνοµα και σφαγµένα να τρέχουν σε διόδους διαφυγής. Ινστρούχτορες αναγεννηµένοι βάλθηκαν να τα πετσοκόψουν και έµποροι ευαισθησιών να τα ταριχεύσουν. Υποτιθέµενοι φίλοι τα ειρωνεύονται κι εκκολαπτόµενοι δυνάστες τα ποδοπατούν. Πώς θα βγουν αυτά τα όνειρα στην επιφάνεια των δραµάτων που παίζονται γύρω µου; Πώς θα τα συνοδέψω µέχρι τέλος στην προσπάθεια ν’ αναδυθούν; Ποια τύχη θα έχουν στην άλλη γωνία; Μάλλον θα πρέπει να τα θάψω κι έπειτα το µόνο που θα µε συντροφεύει θα’ ναι µια ταφόπλακα ονείρων µε τόσες περγαµηνές…


Αναζητώ ένα ουρλιαχτό Τώρα που στην αγρύπνια µου µατώνουν οι αρτηρίες της καρδιάς αναζητώ ένα ουρλιαχτό σαν φλόγα αθωότητας για να πυρπολήσω τους ορισµούς και τα φαινόµενα των παραστάσεων.


Ο δικός µου χρόνος Γελούν οι φίλοι και προσπαθούν να κρύψουν τους καηµούς τους. Τις νύχτες µαζεύουν δόξα κι αποτσίγαρα ταξιδεύοντας σε άφωτα λιµάνια σαν σκαριά που ξεβράζονται σε θολές κι άναστρες αυγές. Σκέφτονται, συζητούν και αναθεωρούν, Φονικά στοιχειά τους βασανίζουν και δαγκώνουν τα χείλη. Ο δικός µου χρόνος µετριέται µε πόνο κοµίζοντας µηνύµατα και κρυφούς κώδικες για δύο µάτια, για µια θάλασσα γαλάζια.


Δεν είµαι µόνος Δεν είµαι µόνος σε ταπεινούς ορίζοντες σε µαύρα σύννεφα µε όξινη βροχή, σε ξύλινα παγκάκια βρώµικων σταθµών που µυρίζουν σπέρµατα αναµονής. Δεν είµαι µόνος σε θλίψεις σε ανάσες γεµάτες αιθαλοµίχλη… Συντροφιά µου είναι η µορφή σου κι η αγάπη µας στο µακρινό µέλλον.


Εσύ… Εσύ φεγγάρι ολόγιοµο µέσ’ του πλήθους τις γκρίζες αναλαµπές, που ξαστερώνεις πάθη. Εσύ καθάρια ύπαρξη µέσα στη σφοδρότητα… Εσύ ανατολή γοργή και σίγουρη, γλυκιά ζεστασιά στα σκιρτήµατα της αγκαλιάς.


Κάθε νύχτα Κάθε νύχτα εγώ µατώνω όταν σε συλλογιέµαι περιµένοντάς σε στο παράθυρο µε θεοσκότεινες κόγχες, όταν περιµένω το αύριο αυτό µε τα δικά µας αστέρια. Κάθε νύχτα εγώ µατώνω όταν προσπαθώ να ξεφύγω από τις σειρήνες των δρόµων που µε κάνουν και ξεσπάω σε λυγµούς, όταν θέλω να χορέψω στα κύµατα, όταν περιµένω ν’ αλλάξω το δρόµο του φεγγαριού µας ξεπερνώντας τις συνισταµένες που το τεµαχίζουν. Κάθε νύχτα εγώ µατώνω όταν συντελώ στη µεταµόρφωσή µου, όταν κινούµαι χωρίς ίχνη, όταν αγωνιώ να µην κλείνοµαι στα γεγονότα. Κάθε νύχτα εγώ µατώνω όταν αφήνω ουρλιαχτά κοφτερά και µακρόσυρτα σαν γυαλιά κοµµατιασµένα µε βία. Αλλά η αγάπη µας αναγγέλλεται µε σαλπιγκτές κι οι ήχοι τους µας έχουν κυκλώσει.


Εκείνο το ταξίδι Εκείνο το ταξίδι θα είναι τόσο µακρινό, µα θα µε φωτίζουν τ’ αστέρια αυτά τα ίδια που χρυσίζουν τα µαλλιά σου. Το γέλιο µου θα εξαφανίσει τη χλοµάδα κι η έγνοια µου για σένα θα περνάει από πάνω σου σαν µεσηµεριάτικος ήλιος.


Ίδιο είναι το σκοτάδι Ίδιο είναι το σκοτάδι απ’ όπου κι αν προέρχεται, απ’ το σβήσιµο του κεριού, απ’ τη χλοµάδα του ήλιου, απ’ το γκρίζο του ουρανού…


Είναι κοντά αυτή η µέρα Είναι κοντά αυτή η µέρα που η υπέρτατη ένωσή µας θα ξεχυθεί στα διάσελα, τότε που τα κορµιά µας θα τρέφονται απ’ τους καρπούς της ζωής. Αυτό θα είναι το πνεύµα που θα µας συντροφεύει.


Αφανισµός Κυκλικές µεταστροφές από κοµµάτια διάχυτου πόνου µε διαπερνούν µε ρίγη σα κύµβαλα ανάστροφα. Αµείλικτα µε κοµµατιάζουν ρίχνοντάς µε τροφή σε σαρκοφάγους δεινόσαυρους. Ακινητοποιηµένα τα όργανά µου, η όρασή µου αλλήθωρη. Απέναντι σε τούτο τον αφανισµό είµαι αδύναµο ον, προσπαθώντας ν’ αναρριχηθώ από παραπετάσµατα θλιβερά και µετέωρα.


Στα όνειρά µου Τα όνειρά µου φωτίζονται από τις δικές σου ανταύγειες. στα όνειρά µου είσαι αέρινη µ’ ανοιχτές φτερούγες τα µάτια σου αστέρια κι η αγάπη σου χείµαρρος. Στα όνειρά µου είσαι το κεντρικό πρόσωπο και περπατάµε χέρι-χέρι σε καταπράσινα µήκη, κυλιόµαστε στους αγέρες µε κορµιά ιδρωµένα. Στα όνειρά µου είσαι ντυµένη µ’ ένα λευκό µακρύ φόρεµα. Στα όνειρά µου έχω ήδη µεταναστεύσει στην αγκαλιά σου. Η πράξη είναι πολύ κοντά…


Αρνούµαι Αρνούµαι τις άδειες νύχτες στη ράχη σαν πληγές, τα ρολόγια να δείχνουν τις ίδιες ώρες, τον έρωτα να κάνει πιάτσα σ’ έρηµους σταθµούς, σηµάδια σφραγίδων να βαραίνουν τα κορµιά µας, άγρια και τρελά στίγµατα στο βάθος του χρόνου, τον κρύο ιδρώτα να νοτίζει τη σκλαβιά µας, τα όνειρα να χάνονται αποστοµωµένα, τους λιπόθυµους ουρανούς µε τα νεκρά φεγγάρια, τον αντίλαλο της απολίθωσης αυτού του κόσµου, το άψυχο υποτονικό φάντασµα της κοινωνίας, τα παγωµένα σπέρµατα ανάγκης, τις αδύναµες ηµεροµηνίες, τις αλυσιδωτές πικρές αρρώστιες, τις φιγούρες των ζητιάνων στα πεζοδρόµια, το σκάψιµο του χρόνου ν’ ανοίγει ουλές στο πρόσωπο, την άσπρη παγερή σκόνη τη γεµάτη εφιάλτες, τα παραπετάσµατα των ψυχρών θαλάµων, τις σειρές άγχους στα σηµεία αναµονής, τη µοναξιά που είναι σα φυλακή στενή και κρύα, τις απελπισµένες λάµψεις στα σκοτάδια, τον ήλιο που σέρνεται στοιχειωµένος, την κοφτερή όψη µιας αναµαλλιασµένης οµίχλης. Αρνούµαι ακόµα και να πνίξω αυτές τις αρνήσεις µου.


Αυτή η νύχτα Αυτή η νύχτα είναι από κείνες που νότες απλώνονται στο χωροχρόνο κι η αγάπη αναδύεται σε ύψη αυτοπεποίθησης. Δεν υπάρχουν ώρες και χρόνοι µόνο αισθήµατα και ιερή σιωπή, µόνο επικλήσεις στη σελήνη. Σάλπιγγες ουρλιάζουν από παντού, στη γη, στις πέτρες, στις ρίζες των δέντρων, σε γυµνά τραπεζάκια, την ώρα που όλοι αρνούνται τις οριακές τους θέσεις, που η µουσική διαλύει τα σύννεφα καπνού, που όλοι ανασαίνουν στο ρυθµό των ήχων, που οι χαρές εναλλάσσονται µε την έκσταση, που τα λουλούδια χαϊδεύουν τα µάγουλα. Αυτή η νύχτα είναι από κείνες που οι ελπίδες δεν σωριάζονται στο χώµα κι όλα γεννιούνται µε έγνοια και αγάπη.


Πώς να ορθώσω έναν ψίθυρο Μοναχικός και αποτρόπαιος ο χρόνος µέσα στη µεταφυσική του λαµπρότητα, σαν ένας ήλιος απ’ όπου τίποτα δεν περιµένω, σαν το σώµα µου σε µαρµαρωµένο κλουβί, σαν θάµνος που τρέµει χωρίς φύλλα, σαν φεγγάρι που σωριάζεται στη γη, σαν ωδή µέσα σε χάσµατα. Η καρδιά µου ένα βαγόνι που τρέχει στ’ αγκάθια τυλιγµένο στη σιωπή, µε πλαστικά άνθη για να κρύβουν τις σκουριές, µε σπασµένα τα κόκαλα. Πώς να ορθώσω έναν ψίθυρο, πώς να συντρίψω κάθε εχθρότητα κάτω από τις φτέρνες του καιρού, πώς να βρω τις συνταγές χαµένος σ’ αυτή την έρηµο των λέξεων;


Τις νύχτες ξεσπάµε Τις νύχτες ξεσπάµε σ’ αναφιλητά κι οι παγωµένες σκιές µας αδυνατούν να κραυγάσουν. Απλώνουµε τα δάχτυλά µας στο φεγγαρόφωτο µα κανένα είδωλο δεν φαίνεται όπως οι κατάλευκες µπαλαρίνες των παιδικών φαντασιώσεων. Άλλοτε ζωντανεύουν κι άλλοτε πεθαίνουν οι µνήµες, αλλάζοντας ρόλους που δεν έχουν κάτι να δείξουν γιατί είναι νάιλον πια, σαν ανάπηροι ακροβάτες σε σάπιο σκοινί. Σαν κρεατοµηχανές σάπιων αυθορµητισµών κρέµονται οι ψυχές στα τσιγκέλια έτοιµες για µεταπώληση, αιχµάλωτες µίζερων ίσκιων και καµουφλαρισµένων κουφαριών ηθικής, σαν υπηρέτες καταρρεόντων ειδώλων.


Χωρίς καµιά αποσκευή Εύθραυστος στη γύµνια του ήλιου, µέρος ενός λαού είµαι, µιας ασυνάρτητης πολτοποιηµένης µάζας σε µαζικοτροφεία που πουλάνε µεταχειρισµένα ιδανικά, σε χώρους απολιθωµένους όπου φορολογούνται κι οι αναπνοές, όπου η σκόνη µπαίνει στις φλέβες κι αντικαθιστά την κυκλοφορία του αίµατος. Είµαι ένα ιδρωµένο κορµί των γκέτο, ίσκιοι µ’ ακολουθούν ύπουλα από παντού, η ψυχή µου γίνεται χρηµατιστήριο, το κρανίο µου κοµµατιάζεται κι εκτοξεύεται σε απελπιστικά ταξίδια. Αποξηραµένη λίµνη χωρίς πυθµένα µοιάζω, σαν αχνό περίγραµµα λουλουδιών σε γκρίζο χαρτί, µε λωρίδες δέρµατος σε ανύπαρκτους σπασµούς, µε λεκέδες από παρωχηµένους έρωτες, σαν τα σηµάδια µιας άνευ όρων παράδοσης. Λαθρεπιβάτης σε φανταστικές περιπλανήσεις είµαι, σε µονοπάτια εκτονωµένων παθών, σε διεργασίες τεχνοκρατικών αµβλώσεων, σε θάλασσες µε σπασµένα κόκαλα περιπλανώµενος, µε µια χλωµή ναυτία στις αντιδράσεις µου, έτσι όπως σκουριάζουν τα σκαλοπάτια µέσα από χρονοβόρες ασκήσεις µοναξιάς. Ταξιδιώτης χωρίς καµιά αποσκευή.


Αυτή η αγάπη ξεπερνά τα όρια Θέλω να χαµογελάσω στους κυµατισµούς των πάγων, αναζητώντας τα σηµάδια µιας πορείας, γιατί βαρέθηκα να παίζω µε σύµβολα. Ν’ αναδυθώ στο βάθος µιας µατιάς θέλω χωρίς τα κοµµάτια µου να τα σκορπούν οι άνεµοι. Αρνούµαι οι αισθήσεις κι οι ηδονές µου να µοιάζουν µεσάζοντες στηµένων σκηνικών, γιατί δεν µπορώ τροµαγµένος να κλείνω τα φώτα, να βυθίζοµαι σε οµίχλες που καθρεφτίζουν θαµπές κι εξαϋλωµένες µορφές. Αρνούµαι να µένω µετέωρος σε πέτρες σκυθρωπών σπιτιών και σε κλώνους κοιµισµένων δέντρων, θύµα µιας ψευδαίσθησης µε ρήγµατα στον εσωτερικό της κόσµο, µε ανεξέλεγκτες ψυχώσεις να προβάλλουν, µε νύχτες γεµάτες ένταση και απορία, µε τα τρένα της µοναξιάς να πλησιάζουν αργά στις ράγες των φώτων που δεν µπορώ να στηριχτώ. Τρέµω όταν όλα τα οικοδοµήµατα καταρρέουν µέσα σε χείµαρρους µεταλλικών κρότων, όταν η αέρινη ισορροπία των σωµάτων ανατρέπεται µέσα σε ανελέητα σφυροκοπήµατα ρυθµών κι ιλιγγιωδών αποχαλινωµένων φωνητικών. Φοβάµαι στα στενά περάσµατα, στα άπατα βάθη να ακούω απόκοσµα ελεγεία, παιχνίδια µε καταχωνιασµένα υποσυνείδητα. Κλαίω παράφορα µπροστά στους νυχτερινούς εφιάλτες, όταν η ανάσα µου µοιάζει µε κλειστή κουρτίνα, όταν το βλέµµα µου πέφτει στις σκόρπιες σελίδες, όταν σταµατώ σε δρόµους γεµάτους σιωπή. Πονάω µέσα στα σύνορα που γίνονται καταφύγια θλιµµένων εποχών, κάνοντας τα απογεύµατα να παγιδεύονται σε περιπάτους ψυχολογικής ζητιανιάς. Πονάω όταν οι χρόνοι δραπετεύουν στα µατωµένα στόµατα, στα κόκκινα γαρύφαλλα, σε πυξίδες που ορίζουν τα στίγµατά µου. Πάντα λαχταρούσα να σκορπίσω αγάπη σε δρόµους όπου κανείς δεν περπατά, να νιώσω την αναπνοή του κόσµου γύρω µου, σε ρωγµές δακρύων που αλαλάζουν κι αστραπές που παραδίνονται στο άπειρο.


Να στροβιλιστώ σε απαλούς αγέρηδες, δίνοντας χρώµα σε βλέφαρα που σκούρυναν απ’ τα χρόνια, να βρω παρηγοριά στο µέλλον. Πάντα λαχταρούσα να κάψω τα πάθη µου για να φωτιστεί η ανθρωπιά, να κάψω τις αδυναµίες µου για να δικαιωθεί η ύπαρξη. Δεν ξέρω αν είµαι διαφορετικός, αυθεντικός ή αλλόκοτος, µα δεν πρόκειται να συνθηκολογήσω µε καµιά ανυπαρξία. Πάντα λαχταρούσα να γευτώ την ένωση κι αυτή η αγάπη είναι που ξεπερνά τα όρια.


Ιχνηλατώ την πορεία µου Ιχνηλατώ την πορεία µου κι η ζωή µου βρίσκεται στις παλάµες σου, αναδεικνύοντας την υπέρτατη θυσία όχι µέσα από ψυχρές ηδονές µα στη µεγάλη αγάπη, που τη διάλεξα όµορφη, πέρα από κάθε όνειρο, όταν σε βρήκα σε εποχές και πορείες αρχέγονες, σε αινίγµατα ηµερών και σε κραυγές άναρχες, όπως το φως που αγαπά τα δέντρα και το χώµα που χρειάζεται έναν σπόρο ευαισθησίας. Μπορεί η ελευθερία ν’ ανήκε στα όνειρα, µα ήρθε η ώρα να την κάνουµε αληθινή. Έλα να εναντιωθούµε στους κύκλους των επιλογών που λιγοστεύουν, στην τραγική οµοιότητα των γεγονότων, στην πολιορκία της συµβατικότητας των ηµερών. Επειδή η ευγενική µας οργή είναι και επαναστατική.


Αφήνω πίσω… Αφήνω πίσω µου φίλους και νύχτες, γιατί αυτή η ζωή είναι που µε πλήγωσε, γιατί δεν ήξερα πού κατέληγε ο κάθε δρόµος, γιατί επιθανάτιες κραυγές µε σκέπαζαν και µια δίψα µε πυρπολούσε, γιατί τρίκλιζα σε βρώµικες πλατείες, εκεί που τα πληγωµένα µου χέρια έψαχναν να βρουν πόρτες ανοιχτές, γιατί ήθελα µια τόση δα φλόγα να φωτίσω αυτά τα σκοτάδια, γιατί ήθελα να είµαι γυµνός στις βροχές, γιατί µια τόσο διάφανη αγάπη ήθελα… Αφήνω πίσω µου φίλους και νύχτες, γιατί όλα τα γνωστά τοπία κάποτε τελειώνουν και µαζί τους οι γνωστές ηδονές και µένουµε απλοί θεατές των πειρασµών στο µισό µέρος ενός ονείρου που φυλακίζεται στα δηµόσια αποχωρητήρια, εκεί που όλα είναι απελπιστικά άσπρα, γιατί αφρισµένες υγρασίες µούσκεψαν τα ρούχα µου και πήρα να βυθίζοµαι στο κενό και ν’ απογειώνοµαι µ’ ανώµαλες πτήσεις της σκέψης, γιατί µε τύφλωναν οι αστραπές τ’ ουρανού και λευκοί αρουραίοι µ’ επιβουλεύονταν… Αφήνω πίσω µου φίλους και νύχτες, γιατί ήθελα µε δύναµη να σπάσω τα τζάµια που η λάµψη τους µε χτυπούσε στα µάτια, γιατί ήθελα ν’ ακούω τις σταγόνες της βροχής, γιατί ήθελα αυτή η βροχή να µπαίνει στο σώµα µου και να πληµµυρίζει τους ονειρικούς µου χώρους… Αφήνω πίσω µου φίλους και νύχτες… αφήνω πίσω… αφήνω…


Γεννήθηκα το 1959 στην Αθήνα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 µε αρχές της δεκαετίας του 1980 συµµετείχα σε οµάδα θεάτρου σκιών και σε µουσικό συγκρότηµα. Το 1992 εγκαταστάθηκα µόνιµα στη Μελβούρνη της Αυστραλίας όπου εργάστηκα ως ραδιοπαρουσιαστής και από το 1995 ως διορθωτής της εφηµερίδας “Νέος Κόσµος” στη σαββατιάτικη έκδοση της οποίας διατηρώ βιβλιογραφική στήλη µε τον τίτλο “Βιβλίο”. Το 1997 κυκλοφόρησα σε ανεξάρτητη έκδοση την ποιητική συλλογή “Η οργή, το όνειρο και η ζωή”. Το 2009 κυκλοφόρησε ως ένθετο στο τεύχος του περιοδικού Ένεκεν” η συλλογή µου “Χωρίς Προοπτική”. Το 2012 κυκλοφόρησα σε έντυπη και ηλεκτρονική µορφή τη συλλογή “Η Μοναξιά του Χρόνου” (στο http://www.apostaktirio.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1424: l-r-&catid=57:e-books&Itemid=66) Το 2013 κυκλοφόρησα διαδικτυακά τη συλλογή "υπολήψεις - απόπειρες" (στο http://www.apostaktirio.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2738: test&catid=57:e-books&Itemid=66”) Ποιήµατά µου έχουν δηµοσιευτεί στα ελληνικά και στα αγγλικά στα περιοδικά “Δην”, “Happy Few”, “Αντίποδες”, “Ο Λόγος”, “Azuria”, “Αιολικά Γράµµατα”, “Παρουσία”, “Ένεκεν”, “Τα Ποιητικά” και αλλού, σε ανθολογίες όπως το Ανθολόγιο 2007 του Κώστα Βαλέτα, στο Hidden Treasure – Multicultural Voices of Melbourne καθώς και σε ιστολόγια, ιστοσελίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά στην Αυστραλία και την Ελλάδα και στις δύο γλώσσες. Ποιήµατά µου έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισµούς. Ασχολούµαι, επίσης, µε την ποιητική µετάφραση. Έχω πάρει µέρος και οργανώσει αρκετές ποιητικές –κυρίως δίγλωσσες– εκδηλώσεις στη Μελβούρνη, παρουσιάζοντας δουλειά δική µου και άλλων. Το διάστηµα 2013-2014 ήµουν παραγωγός και παρουσιαστής της µηνιαίας ποιητικής εκδήλωσης poetry@fedsquare στη Μελβούρνη και από τον Απρίλη του 2015 παρόµοιας, µηνιαίας ποιητικής εκδήλωσης στο Emerald Library And Heritage Centre στο South Melbourne. Διετέλεσα γενικός γραµµατέας του Ελληνοαυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσµου Μελβούρνης (2009-2012) και συντονιστής (editor) της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού “Αντίποδες” (2010-2012). Είµαι επίσης µέλος των Συνδέσµου Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας, Melbourne Poetry Union, Victoria Writers και Australian Poetry. Είµαι ιδρυτής και υπεύθυνος του ποιητικού ιστολογίου Το Κόσκινο στη διεύθυνση http://tokoskino.wordpress.com



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.