νιώθειλύπηγιατούτο τοπλάσμαπουστεκόταν μπροστάτου και κάποτε στοίχειωνε τα όνειρά του. Τοτρίχωμά τουήταν πιαγκρίζο, τα αυτιάτου ήτανπεσμένα και του έλειπαν μερικά δόντια. Από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη που τον είχε ξαναδεί, όταν για μια ακόμη φορά είχε προσπαθήσει με δυνατό φύσημα να γκρεμίσει το φτιαγμένο από τούβλα σπίτι του, είχε γεράσει πολύ, θα έλεγες μια δεκαετία! Οι δυο τους κοιτάχτηκαν για αρκετά λεπτά σιωπηλοί και, τι παράξενο, όσο περνούσεη ώρα ένα αμυδρό χαμόγελο συμπάθειας σχηματιζόταν στο πρόσωπο και των δύο. «Ήρθες νωρίτερα φέτος. Σε περίμενα τέλος του Σεπτέμβρη», είπε με σιγανή, διστακτική φωνή το Τρίτο Γουρουνάκι. «Γέρασα πολύ και το γεμάτο ουλές σώμα μου κρυώνει τις δροσερές νύχτες του Φθινοπώρου»,
ότι το περιποιείσαι συνέχεια το σπιτάκι σου»,είπεοΚακόςΛύκοςκαιτοβλέμματουέφερεμιαγύρα
σπιτιού από την σκεπή μέχρι τον λαχανόκηπο.
την ώρα μου, αλλά το συντηρώ για να παραμένει
μου», απάντησε
ρώτησε με περιέργεια ο Κακός Λύκος και γρήγορα πρόσθεσε χαμογελώντας: «δεν το λέω με κακό σκοπό, απλά θέλω να μάθω τι απέγιναν». ΤοΤρίτο Γουρουνάκιαναστέναξεβαθιά. Δίστασεγια λίγο, αναστέναξε και πάλι, και τελικά είπε: «Νιώθω πως τούτη η συνάντησή μας θα είναι μια συνάντηση ξεχωριστή, μια συνάντηση αποκαλύψεων. Οπότε, νομίζω πως ήρθε η στιγμή να μάθεις το μεγάλο μου μυστικό. Δεν υπάρχουν αδερφάκια, Κακέ Λύκε. Εγώ ήμουν. Πάντα εμένα κυνηγούσες…» Ο Κακός Λύκος γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη. «Μα πώς;! Αφού...», κατάφερε να ψελλίσει. Το Τρίτο Γουρουνάκι χαμογέλασε. «Πάντα εγώ ήμουν. Εγώ έφτιαχνα το ένα σπίτι μετά το άλλο. Κι όταν μου γκρέμιζεςτο ένα,έτρεχαναφτιάξω τοεπόμενο.Λάθηπολλά
καιεπιπολαιότητεςσταπρώταμουσπίτια.Τόσα,πουπολλές φορές αναρωτήθηκα αν τελικά υπάρχεις ή είναι ο Κακός Εαυτός μου που με κυνηγούσε όλα αυτά τα χρόνια και γκρέμιζε ό,τι έφτιαχνε η νιότη μου. Θυμάσαι το πρώτο μου σπιτάκι; Ήταν αχυρένιο. Όταν είσαι νέος, ό,τι λάμπει είναι χρυσός. Ακόμα και το άχυρο! Σ’ αυτή την ηλικία κτίζεις πρόχειρα σπιτάκια και αγοράζεις ακριβά αυτοκίνητα. Ύστερα, έχοντας μάθει κάτι, μπαίνεις στην περίοδο της ζωής, που εγώ την ονομάζω περίοδο της παιδικής καλύβας. Εχεις παρατηρήσει που τα παιδιά, όταν φτιάχνουν μια καλύβα, φτιάχνουν πρώτα τη στέγη; Μια βαριά, γερή στέγη που, όταν την τελειώσουν, την στηρίζουν πάνω σε τέσσερα κλωναράκια; Γιατί ακόμα δεν έχουν αποκτήσει μέτρο. Δεν ξέρουν τι είναι σημαντικό και τι είναι ασήμαντο.Και φτάνει έναδυνατόφύσημα του ανέμου για να γκρεμιστεί η καλύβα. Η ωριμότητα
Ύστερα κοντοστάθηκε, είδε τον Κακό Λύκο που δεν είχε συνέρθειακόμααπό τηνέκπληξηκαιγια ν’αλλάξει λίγο την κουβέντα τον ρώτησε: «Θα δοκιμάσεις λοιπόν και φέτος να γκρεμίσεις το σπιτάκι μου με το φύσημά σου; Πάνε κοντά τριάντα χρόνια που έρχεσαι και ξανάρχεσαι και φεύγεις πάντα βάζοντας την ουρά στα σκέλια. Δεν βαρέθηκες πια;» Ο Κακός Λύκος γέλασε πικρο-χαρούμενα. «Να σου πω», είπε ξύνοντας το κεφάλι του, σοκαρισμένος ακόμα από την αποκάλυψη. «Αυτό το ραντεβού μας κάθε χρόνο το σκέφτομαι και το περιμένω με χαρά πια. Και όταν σε βλέπω, παρότι οι προθέσεις μου δεν θα ‘πρεπε να είναι καλές, όπως διηγούνται οι γιαγιάδες για μένα στα παραμύθια, μια περίεργη χαρά με συνεπαίρνει πραγματικά, γιατί μου θυμίζεις την περιπετειώδη νιότη
να βρίσκω την τροφή μου, χωρίς να ζητιανεύω από νεότερους λύκους της αγέλης». Πήρε τρεις βαθιές ανάσες φυσώντας προς τα πάνω τον αέρα και συνέχισε: «Ξέρεις, με τα χρόνια κατάλαβα ένα πολύ σημαντικό πράγμα. Όλα στη ζωή πρέπει να είναι μια άσκηση. Ό,τι κι αν κάνουμε. Σαν επάγγελμα ή σαν χόμπι. Και θα πρέπει να αντλούμε χαρά από την ίδια την άσκηση, χωρίς να περιμένουμε να χαρούμε από την επιτυχία, που μπορεί και να μην έρθει ποτέ. Η άσκηση είναι στο χέρι μας, η επιτυχία όχι. Ο ζωγράφος πρέπει να βρίσκει χαρά ανακατεύοντας τα χρώματα στην παλέτα του και να μην τον νοιάζει τόσο αν ο πίνακάς του αρέσει στους κριτικούς. Ο χορευτής πρέπει να βρίσκει χαρά επαναλαμβάνοντας συνεχώς τις ίδιες κινήσεις μπροστά στον καθρέφτη και να μην σκέφτεται το χειροκρότημα της παράστασης. Ο αθλητής πρέπει να ξυπνάει με χαρά νωρίς, να γεμίζει τα πνευμόνια του με τον πρωινό
έρθουν και επιτυχίες. Όλη αυτή η καθημερινή άσκηση μάς απαλλάσσει από το άγχος της επιτυχίας και φέρνει γαλήνη στην ψυχή. Μ’ αυτή τη γαλήνη είναι που απολαμβάνει κανείς τη ζωή. Κι αυτή τη γαλήνη νιώθω τώρα πια στην καρδιά μου». Το Τρίτο Γουρουνάκι τον κοίταζε ενώ μιλούσε και ένα ήρεμο χαμόγελο σχηματιζόταν σιγά σιγά στο πρόσωπό του. Θυμήθηκε την δική του αγωνία, όταν έχτιζε βιαστικά το σπιτάκι του με τούβλα, ακούγοντας το ουρλιαχτό του Κακού Λύκου στο δάσος και τις τρομαγμένες κραυγές των άλλων ζώων. «Δικαιολογημένος τότε ο φόβος μου και η αγωνία μου», σκέφτηκε. «Ήταν αγώνας για επιβίωση. Αλλά τώρα, χρόνια μετά, πρέπει να παραδεχτώ πως νιώθω κι εγώ όπως ο Κακός Λύκος. Ακόμη κι όταν δεν υπάρχει ανάγκη, πόση χαρά νιώθω όταν βάφω τον τοίχο
Αυτά σκεφτόταν και ο στοχασμός του διακόπηκε από την βραχνή φωνή του Κακού Λύκου: «Τελικά, δεν είναι παράξενο; Στα ίδια συμπεράσματα, στα ίδια μαθήματα ζωής φτάνεις είτε είσαι λαγός είτε είσαι λύκος, είτε είσαι κυνηγός είτε είσαι θήραμα, ζώο ή άνθρωπος. Πριν λίγο καιρό, δύο κυνηγοί μπήκαν στο δάσος και κάθισαν να καπνίσουν την πίπα τους κάτω από ένα δέντρο. Εγώ είχα κρυφτεί στις φτέρες πίσω τους και άκουσα την κουβέντα τους. Ο μεγαλύτερος απόαυτούςσυμβούλευετοννεότεροπουξεκινούσετότετην επαγγελματική του σταδιοδρομία: “Στην πρώτη φάση, πρέπει να προσποιείσαι ότι τα πράγματα είναι σοβαρά. Ακόμα κι αν δεν είναι. Το γραφείο που νοίκιασες, τα έπιπλα, οι τρόποι, όλα πρέπει να αποπνέουν σοβαρότητα. Υστερα, αν θέλεις να είσαι έντιμος με τον εαυτό σου, πρέπει να ματώσεις από τη σκληρή δουλειά και τα πράγματα να γίνουν πραγμα-
αφελή ματαιότητα των πράξεών σου. Κι ότι όλα ήταν μια ανοησία”. Ο Κακός Λύκος έτριβε τώρα χαμογελαστός το μέτωπό του. «Και να σου πω την αλήθεια, βλέποντας πίσω την ζωή μου, μάλλον ο κυνηγός είχε δίκιο...», είπε και μετά από μια μικρή παύση συνέχισε να μιλά: «έχοντας λοιπόν αυτά στο μυαλό μου, είχα σκοπό να μην φυσήξω καθόλου φέτος κόντρα στο σπιτάκι σου. Αλλά τελικά θα το κάνω! Έτσι, για το καλό, για ξόρκι, θα φυσήξω τρεις φορές για να ξορκίσω κάθε κακό που επιβουλεύεται εσένα και το σπιτάκι σου. Και θα το κάνω αυτό από τώρα και πέρα κάθε χρόνο, που θα έρχομαι και θα ξανάρχομαι. Τόσο πια μου είσαι συμπαθής, τολμώ να πω ότι σε αγαπάω κιόλας. Ίσως επειδή η ζωή μου δέθηκε με σένα τόσο βαθιά και ό,τι είμαι σήμερα το οφείλω σ’ αυτό τον συγκλονιστικό
λοιπόν σε καμιά παγίδα κυνηγού, καλό είναι να φύγω πριν σουρουπώ σει…» Ύστερα γύρισε προς το Τρίτο Γουρουνάκι και άπλωσε το πόδι του για χαιρετισμό. Το γουρουνάκι δίστασε για λίγο, αλλά μετά από μερικά δευτερόλεπτα δισταγμού, άπλωσε το πόδι του και οι δυο τους χαιρετήθηκαν θερμά. «Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα» είπε ο Κακός Λύκος. «Κι εγώ!» απάντησε το Τρίτο Γουρουνάκι.
Ξαπλωμένοστηνόχθηενόςρυακιού,έναμυρμήγκικαθρεφτιζόταν στο νερό, όταν είδε να περνάει από μπροστά του ένα μεγάλο πλατανόφυλλο. Πόσο αρμονικά επέπλεε στο νερό! «Να ανέβω για λίγο πάνω σου;» ρώτησε το μυρμήγκι. «Γιατί όχι! Είναι μέρες τώρα που δεν έχω μιλήσει με κανέναν», απάντησε
απολαμβάνει την βόλτα του, κοιτάζοντας ενθουσιασμένο γύρω του. «Τι ωραία που είναι! Πού πας;» ρώτησε όλο περιέργεια το μυρμήγκι.
«Ακολουθώ το ρυάκι...»
«Και το ρυάκι πού πάει;» «Σε ένα ποτάμι, που χύνεται σε ένα μεγαλύτερο ποτάμι, που με την σειρά του χύνεται στη μεγάλη θάλασσα». «Στη μεγάλη θάλασσα;! Έχω ακούσει τόσα φοβερά και τρομερά γι’ αυτήν. Και πας εκεί; Μα δεν φοβάσαι;» «Καθόλου! Ίσα ίσα, είμαι ενθουσιασμένο επειδή το όνειρό μου άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Στο ήρεμο κελάηδισμα του νερού βρίσκω μια μυστήρια σιωπή και ακούω την φωνή που μιλάει μέσα μου και μου λέει: “μην κοιτάς πίσω, συνέχισε μπρος, ακολούθα
«Γιατί η ζωή είναι μυστήρια και πολύπλοκη. Στο μεγάλο ποτάμι της ζωής είμαστε όλοι ένα φυλλαράκι, ένα κλαδάκι στο ρέμα του χρόνου. Ξεκινάμε για κάπου, αλλά δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουμε τελικά. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι, η βροχούλα, η πέτρα που θα πετάξει ένα παιδί, οι άνθρωποι που συναντούμε, όλα αυτά μπορεί να μας σπρώξουν σε άλλους δρόμους. Και το πιο συναρπαστικό είναι πως ακόμη και αν μας γύριζαν πίσω και μας άφηναν στο ίδιο ακριβώς σημείο του νερού, πάλι η πορεία μας θα ήταν διαφορετική. Πλάκα δεν έχει;!» Δεν περίμενε απάντηση, γιατί το μυρμήγκι έκανε αφηρημένο κύκλους με το ποδαράκι του στο νερό. «Εσύ πώς βλέπεις την ζωή;» ρώτησε τελικά το πλατανόφυλλο, ξυπνώντας το μυρμήγκι από την περισυλλογή του. «Σε κάποιο βιβλίο», είπε
γίνει συναρπαστικό ένα ταξίδι». «Είναι αμέτρητα τα θύματα της φαντασίας!» είπε δυνατά το μυρμήγκι. «Όπως είναι αμέτρητα και τα θύματα της πλήξης!» ανταπάντησε το πλατανόφυλλο γελώντας. Υστερα όμως σοβάρεψε, κοίταξε ανήσυχο προς την όχθη και είπε: «Νομίζω πως είναι ώρα να κατέβεις, γιατί πίσω από την στροφή το ρυάκι συναντιέται με άλλα ρυάκια, που πέφτουν σε καταρράχτες και όλα στροβιλίζονται βίαια. Εγώ επιπλέω, αλλά εσύ κινδυνεύεις να πνιγείς.
το φθινόπωρο, γιατί μου ’μαθε να αγαπάω τον χορό. Και δεν υπάρχει πιο όμορφος χορός από αυτόν που κάνετε εσείς, τα φύλλα, όταν πέφτετε. Από ψηλά, στο κλαδί, μέχρι το χώμα, μου φαίνεται μια αιωνιότητα. Τι όμορφα στροβιλίζεστε! Κουβαλάω σπόρους για τη φωλιά, αλλά κάθε τόσο σηκώνω τα μάτια μου και γοητευμένος παρατηρώ τον όμορφο χορό σας. Το φως του Ήλιου που σας διαπερνάει, τα χρώματά σας, είναι ένα απίστευτο θέαμα!» Ύστερα κοίταξε πίσω του σαν ν’ άκουσε κάποιο θόρυβο. «Ωχ! Ακούω την αυστηρή φωνή του λοχία που μας καλεί να γυρίσουμε στη μυρμηγκοφωλιά. Φεύγω γρήγορα, να προλάβω, μην αμπαρώσουν την πόρτα και κλειστώ έξω. Χάρηκα που σε γνώρισα πλατανόφυλλο! Καλή σου τύχη! Να ξέρεις πως θα θυμάμαι πάντα τη συνάντησή μας και όσα είπαμε σήμερα και είμαι σίγουρος πως θα μου αλλάξουν τη ζωή!».
Βγήκαν οι ντελάληδες σε όλο το βασίλειο και είπαν πως η μονάκριβη κόρη του βασιλιά παντρεύεται και θα κάνει σύζυγό της και μέλλοντα βασιλιά αυτόν που θα της πει τα πιο όμορφα λόγια αγάπης. Μια ατέλειωτη ουρά σχηματίστηκε έξω από το παλάτι και μπροστά από την πριγκίπισσα παρέλασαν για μέρες εκατοντάδες
στονβασιλικό γραμματέανασημειώνει ταονόματάτους και τα λόγια που είπαν. Ένας ποιητής στάθηκε μπροστά της. Έβγαλε το πλουμιστό του καπέλο, γέμισε με αέρα τα πλεμόνια του και είπε με ύφος: «Οι όμορφες γυναίκες, πριγκίπισσά μου, είναι πολύ σπάνιες και μέχρι σήμερα νόμιζα πως τις έβλεπα μόνο στα όνειρά μου. Κι αντικρίζοντας τώρα την σπάνια ομορφιά σου, αμφιβάλλω σοβαρά για το αν είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι. Αν με καλέσεις να καθίσω δίπλα σου, θα τρυπώ συνέχεια το χέρι μου με βελόνες, μην κοιμηθώ και ξυπνήσω σε κάποιοκακόόνειρο, τηνάσχημηζωή πουζούσαμέχριτώρα. Κι αν, τελικά, από την κούραση πέσω σε βαθύ ύπνο και ξυπνήσω σε κάποιο κακό όνειρο - την άσχημη ζωή που ζούσα πριν σε γνωρίσω θα παίρνω παπαρουνόζουμο για να κοιμάμαι και
μου από την μια άκρη στην άλλη και χαθεί η ομορφιά μου, θα χαθεί μαζί της και η αγάπη σου για μένα;» Ο ποιητής έξυσε το κεφάλι του, χαμογέλασε αμήχανα, ύστερα έκανε μια βαθιά υπόκλιση, με το καπέλο του να αγγίζει το πάτωμα και οπισθοχωρώντας χάθηκε μέσα στο πλήθος. Κατόπιν, στάθηκε μπροστά της ένας φιλόσοφος, με γενειάδα και μακρύ, λευκό χιτώνα. «Σοφία σημαίνει αρμονία», είπε με καθαρότατη φωνή. «Και η αρμονία περιλαμβάνει την ομορφιά. Ένα πράγμα δεν είναι όμορφο αν δεν είναι αρμονικό. Κι αφού εγώ είμαι λάτρης της σοφίας, άρα της αρμονίας, άρα της ομορφιάς, δεν μπορώ να μην λατρέψω ένα τόσο όμορφο πλάσμα, όπως εσείς πριγκίπισσα».
ανικανοποίητο, μια αίσθηση αποτυχίας, επειδή δεν μπορέσαμε για μια άλλη μια φορά να ζωντανέψουμε την ομορφιά, να την αγγίζει ο κόσμος. Όμως τώρα που στέκομαι μπροστά σου, νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση, γιατί αυτό το κενό έχει γεμίσει μέσα μου. Νιώθω το φως σας, πριγκίπισσα, ν’ αγγίζει σαν διάφανο πέπλο τα μάτια μου και την ομορφιά σας σαν δροσιά στα ακροδάχτυλά μου». Μια μέρα, εμφανίστηκε μπροστά της ένας νεαρός, με φτωχικά αλλά πεντακάθαρα ρούχα, σκεφτικός και με τα μάτια χαμηλά. Κύλησαν κάποια λεπτά και ο νέος δεν έλεγε να σηκώσει το βλέμμα του από το πάτωμα. «Λοιπόν; Δεν θα πεις κάτι;» τον ρώτησε η κόρη του βασιλιά. «Πριγκίπισσα», είπε ο νέος διστακτικά, σηκώνοντας τελικά το κεφάλι του. «Με συγχωρείτε για την αμηχανία μου, αλλά χάνω τα λόγια
όμως το κουράγιο να σταθώ σήμερα μπροστά σας για νασας πω κάτι που με ανησυχεί. Φαίνεστε αδύνατη πριγκίπισσα, χλομή και κουρασμένη. Κι όλες αυτές τις μέρες, περιμένοντας στην ουρά, παρατηρούσα πως οι υπηρέτες έφερναν φαγητό δίπλα σας και σεις ούτε που τ’ αγγίζατε... Γιατί δεν τρώτε; Σας βασανίζει κάτι;» Η πριγκίπισσα ανασήκωσε τα φρύδια της. Τα μάτια της υγράνθηκαν. Ενα χαμόγελο ικανοποίησης άρχισε να σχηματίζεται και να μεγαλώνει σιγά σιγά στο πρόσωπό της. Σηκώθηκε όρθια, άπλωσε το χέρι της και με φωνή που έτρεμε ελαφρώς από συγκίνηση είπε στον νέο: «Έλα να καθίσεις δίπλα μου...»