Τα πιο όμορφα λόγια αγάπης – Παπαναστασίου Χρήστος

Page 1

Ζωή από άχυρο, ξύλο και πέτρα Βαρκάδα πάνω σ’ ένα πλατανόφυλλο Τα πιο όμορφα λόγια αγάπης Το αστεράκι που έγινε Ήλιος Ένα μυστήριο συναίσθημα Το μπαλόνι Γιατρός Φαντασμάτων Ελευθερία Οι χαρούμενες ελιές Συμφωνία με τον Βασιλιά Χρόνο Λαμπυρίδες! Λαμπυρίδες! Τα πέντε κάστρα
ένιωσε, μ’
την τρομερή έκτη αίσθηση που έχουν τα ζώα, ένα διαπεραστικό βλέμμα να του τρυπάει την πλάτη. Γύρισε και το στομάχι του σφίχτηκε όταν αντίκρισε τον Κακό Λύκο να τον κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια. Το κορμί του μούδιασε ολόκληρο. Όσο κυλούσαν όμως τα δευτερόλεπτα, ο φόβος υποχωρούσε και σιγά σιγά άρχισε να
Το Τρίτο Γουρουνάκι περνούσε με απαλές πινελιές λάδι στην πέργκολα του σπιτιού του. Το έκανε αυτό τέλη Αυγούστου, πριν αρχίσει το Φθινόπωρο, οι βροχές και τα κρύα. Ξαφνικά
αυτή

νιώθειλύπηγιατούτο τοπλάσμαπουστεκόταν μπροστάτου και κάποτε στοίχειωνε τα όνειρά του. Τοτρίχωμά τουήταν πιαγκρίζο, τα αυτιάτου ήτανπεσμένα και του έλειπαν μερικά δόντια. Από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη που τον είχε ξαναδεί, όταν για μια ακόμη φορά είχε προσπαθήσει με δυνατό φύσημα να γκρεμίσει το φτιαγμένο από τούβλα σπίτι του, είχε γεράσει πολύ, θα έλεγες μια δεκαετία! Οι δυο τους κοιτάχτηκαν για αρκετά λεπτά σιωπηλοί και, τι παράξενο, όσο περνούσεη ώρα ένα αμυδρό χαμόγελο συμπάθειας σχηματιζόταν στο πρόσωπο και των δύο. «Ήρθες νωρίτερα φέτος. Σε περίμενα τέλος του Σεπτέμβρη», είπε με σιγανή, διστακτική φωνή το Τρίτο Γουρουνάκι. «Γέρασα πολύ και το γεμάτο ουλές σώμα μου κρυώνει τις δροσερές νύχτες του Φθινοπώρου»,

«Γι’ αυτό είπα να έρθω λίγο νωρίτερα φέτος, πριν αρχίσει και ο τρύγος και οι άνθρωποι βγουν στα αμπέλια τους. Θα μου είναι πιο δύσκολο να κρύβομαι στους αμπελώνες και να γυρίσω σώος και αβλαβής στη φωλιά μου». Ύστερα έριξε μια ματιά στο σπίτι.
απάντησε ο Κακός Λύκος.

ότι το περιποιείσαι συνέχεια το σπιτάκι σου»,είπεοΚακόςΛύκοςκαιτοβλέμματουέφερεμιαγύρα

σπιτιού από την σκεπή μέχρι τον λαχανόκηπο.

την ώρα μου, αλλά το συντηρώ για να παραμένει

μου», απάντησε

ρώτησε με περιέργεια ο Κακός Λύκος και γρήγορα πρόσθεσε χαμογελώντας: «δεν το λέω με κακό σκοπό, απλά θέλω να μάθω τι απέγιναν». ΤοΤρίτο Γουρουνάκιαναστέναξεβαθιά. Δίστασεγια λίγο, αναστέναξε και πάλι, και τελικά είπε: «Νιώθω πως τούτη η συνάντησή μας θα είναι μια συνάντηση ξεχωριστή, μια συνάντηση αποκαλύψεων. Οπότε, νομίζω πως ήρθε η στιγμή να μάθεις το μεγάλο μου μυστικό. Δεν υπάρχουν αδερφάκια, Κακέ Λύκε. Εγώ ήμουν. Πάντα εμένα κυνηγούσες…» Ο Κακός Λύκος γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη. «Μα πώς;! Αφού...», κατάφερε να ψελλίσει. Το Τρίτο Γουρουνάκι χαμογέλασε. «Πάντα εγώ ήμουν. Εγώ έφτιαχνα το ένα σπίτι μετά το άλλο. Κι όταν μου γκρέμιζεςτο ένα,έτρεχαναφτιάξω τοεπόμενο.Λάθηπολλά

«Βλέπω
του
«Περνάω
ασφαλές για μένα και τα αδέρφια
το Γουρουνάκι. «Πού βρίσκονται εκείνοι;»

καιεπιπολαιότητεςσταπρώταμουσπίτια.Τόσα,πουπολλές φορές αναρωτήθηκα αν τελικά υπάρχεις ή είναι ο Κακός Εαυτός μου που με κυνηγούσε όλα αυτά τα χρόνια και γκρέμιζε ό,τι έφτιαχνε η νιότη μου. Θυμάσαι το πρώτο μου σπιτάκι; Ήταν αχυρένιο. Όταν είσαι νέος, ό,τι λάμπει είναι χρυσός. Ακόμα και το άχυρο! Σ’ αυτή την ηλικία κτίζεις πρόχειρα σπιτάκια και αγοράζεις ακριβά αυτοκίνητα. Ύστερα, έχοντας μάθει κάτι, μπαίνεις στην περίοδο της ζωής, που εγώ την ονομάζω περίοδο της παιδικής καλύβας. Εχεις παρατηρήσει που τα παιδιά, όταν φτιάχνουν μια καλύβα, φτιάχνουν πρώτα τη στέγη; Μια βαριά, γερή στέγη που, όταν την τελειώσουν, την στηρίζουν πάνω σε τέσσερα κλωναράκια; Γιατί ακόμα δεν έχουν αποκτήσει μέτρο. Δεν ξέρουν τι είναι σημαντικό και τι είναι ασήμαντο.Και φτάνει έναδυνατόφύσημα του ανέμου για να γκρεμιστεί η καλύβα. Η ωριμότητα

έρχεται όταν έχεις πια μπουχτίσει από τη φασαρία και το κυνηγητό της ζωής. Αλλάζουν οι προτεραιότητες, αντιστρέφονται οι αξίες, και τώρα πια εκτιμάς την σταθερή πέτρα και το ταπεινό χώμα που στέκεσαι πάνω του, γιατί με το νερό της βροχής φτιάχνεις πλιθιά και τούβλα και το σπιτάκι σου είναι πια στέρεο και δυνατό».

Ύστερα κοντοστάθηκε, είδε τον Κακό Λύκο που δεν είχε συνέρθειακόμααπό τηνέκπληξηκαιγια ν’αλλάξει λίγο την κουβέντα τον ρώτησε: «Θα δοκιμάσεις λοιπόν και φέτος να γκρεμίσεις το σπιτάκι μου με το φύσημά σου; Πάνε κοντά τριάντα χρόνια που έρχεσαι και ξανάρχεσαι και φεύγεις πάντα βάζοντας την ουρά στα σκέλια. Δεν βαρέθηκες πια;» Ο Κακός Λύκος γέλασε πικρο-χαρούμενα. «Να σου πω», είπε ξύνοντας το κεφάλι του, σοκαρισμένος ακόμα από την αποκάλυψη. «Αυτό το ραντεβού μας κάθε χρόνο το σκέφτομαι και το περιμένω με χαρά πια. Και όταν σε βλέπω, παρότι οι προθέσεις μου δεν θα ‘πρεπε να είναι καλές, όπως διηγούνται οι γιαγιάδες για μένα στα παραμύθια, μια περίεργη χαρά με συνεπαίρνει πραγματικά, γιατί μου θυμίζεις την περιπετειώδη νιότη

μου». Υστερα κάθισε σ’ έναν κορμό δέντρου και ακούμπησε τα χέρια του στον ξύλινο φράχτη του σπιτιού. «Κάθε πρωί γεμίζω τα πνευμόνια μου με φρέσκο αέρα και φυσάω δυνατά έναν μικρό τοίχο από τούβλα που έχω φτιάξει απέναντι από την φωλιά μου. Το ξεκίνησα ως εξάσκηση και μου βγήκε σε πολύ καλό. Παρά τα χρόνια μου, τα πνευμόνια μου είναι σε πολύ καλή κατάσταση, μπορώ ακόμη να τρέχω και

να βρίσκω την τροφή μου, χωρίς να ζητιανεύω από νεότερους λύκους της αγέλης». Πήρε τρεις βαθιές ανάσες φυσώντας προς τα πάνω τον αέρα και συνέχισε: «Ξέρεις, με τα χρόνια κατάλαβα ένα πολύ σημαντικό πράγμα. Όλα στη ζωή πρέπει να είναι μια άσκηση. Ό,τι κι αν κάνουμε. Σαν επάγγελμα ή σαν χόμπι. Και θα πρέπει να αντλούμε χαρά από την ίδια την άσκηση, χωρίς να περιμένουμε να χαρούμε από την επιτυχία, που μπορεί και να μην έρθει ποτέ. Η άσκηση είναι στο χέρι μας, η επιτυχία όχι. Ο ζωγράφος πρέπει να βρίσκει χαρά ανακατεύοντας τα χρώματα στην παλέτα του και να μην τον νοιάζει τόσο αν ο πίνακάς του αρέσει στους κριτικούς. Ο χορευτής πρέπει να βρίσκει χαρά επαναλαμβάνοντας συνεχώς τις ίδιες κινήσεις μπροστά στον καθρέφτη και να μην σκέφτεται το χειροκρότημα της παράστασης. Ο αθλητής πρέπει να ξυπνάει με χαρά νωρίς, να γεμίζει τα πνευμόνια του με τον πρωινό

αέρα και να νιώθει το σώμα του ανυπόμονο να τρέξει, χωρίς να σκέφτεται το δάφνινο στεφάνι που θα του βάλουν στο κεφάλι σαν νικήσει. Σε όλους μας πρέπει να υπάρχει μια δίψα ως το τέλος, που θα μένει ανικανοποίητη ακόμη και όταν, ως συνέπεια της σκληρής δουλειάς που κάναμε,

έρθουν και επιτυχίες. Όλη αυτή η καθημερινή άσκηση μάς απαλλάσσει από το άγχος της επιτυχίας και φέρνει γαλήνη στην ψυχή. Μ’ αυτή τη γαλήνη είναι που απολαμβάνει κανείς τη ζωή. Κι αυτή τη γαλήνη νιώθω τώρα πια στην καρδιά μου». Το Τρίτο Γουρουνάκι τον κοίταζε ενώ μιλούσε και ένα ήρεμο χαμόγελο σχηματιζόταν σιγά σιγά στο πρόσωπό του. Θυμήθηκε την δική του αγωνία, όταν έχτιζε βιαστικά το σπιτάκι του με τούβλα, ακούγοντας το ουρλιαχτό του Κακού Λύκου στο δάσος και τις τρομαγμένες κραυγές των άλλων ζώων. «Δικαιολογημένος τότε ο φόβος μου και η αγωνία μου», σκέφτηκε. «Ήταν αγώνας για επιβίωση. Αλλά τώρα, χρόνια μετά, πρέπει να παραδεχτώ πως νιώθω κι εγώ όπως ο Κακός Λύκος. Ακόμη κι όταν δεν υπάρχει ανάγκη, πόση χαρά νιώθω όταν βάφω τον τοίχο

του φράχτη. Ναι, έχει δίκιο ο Κακός Λύκος. Όλα στην ζωή πρέπει να γίνουν τελικά μια άσκηση για κάτι πολύ ανώτερο, για κάτι που συνεχώς θα μας ξεφεύγει και θα κρατάει την φλόγα του ενθουσιασμού μας αναμμένη…»
του σπιτιού, διορθώνω τα παράθυρα, λαδώνω τους μεντεσέδες, καρφώνω τα πεσμένα ξύλα

Αυτά σκεφτόταν και ο στοχασμός του διακόπηκε από την βραχνή φωνή του Κακού Λύκου: «Τελικά, δεν είναι παράξενο; Στα ίδια συμπεράσματα, στα ίδια μαθήματα ζωής φτάνεις είτε είσαι λαγός είτε είσαι λύκος, είτε είσαι κυνηγός είτε είσαι θήραμα, ζώο ή άνθρωπος. Πριν λίγο καιρό, δύο κυνηγοί μπήκαν στο δάσος και κάθισαν να καπνίσουν την πίπα τους κάτω από ένα δέντρο. Εγώ είχα κρυφτεί στις φτέρες πίσω τους και άκουσα την κουβέντα τους. Ο μεγαλύτερος απόαυτούςσυμβούλευετοννεότεροπουξεκινούσετότετην επαγγελματική του σταδιοδρομία: “Στην πρώτη φάση, πρέπει να προσποιείσαι ότι τα πράγματα είναι σοβαρά. Ακόμα κι αν δεν είναι. Το γραφείο που νοίκιασες, τα έπιπλα, οι τρόποι, όλα πρέπει να αποπνέουν σοβαρότητα. Υστερα, αν θέλεις να είσαι έντιμος με τον εαυτό σου, πρέπει να ματώσεις από τη σκληρή δουλειά και τα πράγματα να γίνουν πραγμα-

τικά σοβαρά. Να γίνεις αυτό που αρχικά προσποιούσουν ότι είσαι. Αυτές οι δύο φάσεις θα σου φάνε πολύ χρόνο και είναι οι πιο αγωνιώδεις. Η ωραιότερη όμως φάση είναι η τρίτη! Η τελευταία! Στην οποία, κοιτώντας πίσω, την πορεία της ζωής σου, βάζεις τα γέλια γιατί έχεις πια καταλάβει την

αφελή ματαιότητα των πράξεών σου. Κι ότι όλα ήταν μια ανοησία”. Ο Κακός Λύκος έτριβε τώρα χαμογελαστός το μέτωπό του. «Και να σου πω την αλήθεια, βλέποντας πίσω την ζωή μου, μάλλον ο κυνηγός είχε δίκιο...», είπε και μετά από μια μικρή παύση συνέχισε να μιλά: «έχοντας λοιπόν αυτά στο μυαλό μου, είχα σκοπό να μην φυσήξω καθόλου φέτος κόντρα στο σπιτάκι σου. Αλλά τελικά θα το κάνω! Έτσι, για το καλό, για ξόρκι, θα φυσήξω τρεις φορές για να ξορκίσω κάθε κακό που επιβουλεύεται εσένα και το σπιτάκι σου. Και θα το κάνω αυτό από τώρα και πέρα κάθε χρόνο, που θα έρχομαι και θα ξανάρχομαι. Τόσο πια μου είσαι συμπαθής, τολμώ να πω ότι σε αγαπάω κιόλας. Ίσως επειδή η ζωή μου δέθηκε με σένα τόσο βαθιά και ό,τι είμαι σήμερα το οφείλω σ’ αυτό τον συγκλονιστικό

αγώνα και των δύο για επιβίωση». Ο Κακός Λύκος, αφού φύσηξε προς το σπιτάκι τρεις φορές, κάνοντας τις κουρτίνες από τα ανοιχτά παράθυρα να λικνιστούν, κοίταξε τον ουρανό και το πρόσωπό του τώρα έγινε σκεπτικό. «Πρέπει να βιαστώ να φύγω, γιατί σύντομα θα νυχτώσει και τα γέρικα μάτια μου δεν μπορούν να τρυπήσουν το σκοτάδι, όπως όταν ήμουν νέος. Για να μην πέσω

λοιπόν σε καμιά παγίδα κυνηγού, καλό είναι να φύγω πριν σουρουπώ σει…» Ύστερα γύρισε προς το Τρίτο Γουρουνάκι και άπλωσε το πόδι του για χαιρετισμό. Το γουρουνάκι δίστασε για λίγο, αλλά μετά από μερικά δευτερόλεπτα δισταγμού, άπλωσε το πόδι του και οι δυο τους χαιρετήθηκαν θερμά. «Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα» είπε ο Κακός Λύκος. «Κι εγώ!» απάντησε το Τρίτο Γουρουνάκι.

Ξαπλωμένοστηνόχθηενόςρυακιού,έναμυρμήγκικαθρεφτιζόταν στο νερό, όταν είδε να περνάει από μπροστά του ένα μεγάλο πλατανόφυλλο. Πόσο αρμονικά επέπλεε στο νερό! «Να ανέβω για λίγο πάνω σου;» ρώτησε το μυρμήγκι. «Γιατί όχι! Είναι μέρες τώρα που δεν έχω μιλήσει με κανέναν», απάντησε

του
το
το πλατανόφυλλο. Κάνοντας ένα σάλτο, οπ, το μυρμήγκι βρέθηκε πάνω στον καινούργιο
φίλο. Κρατήθηκε γερά από το κοτσάνι και στρίβοντάς
δεξιά και αριστερά, σαν τιμόνι, άρχισε να

απολαμβάνει την βόλτα του, κοιτάζοντας ενθουσιασμένο γύρω του. «Τι ωραία που είναι! Πού πας;» ρώτησε όλο περιέργεια το μυρμήγκι.

«Ακολουθώ το ρυάκι...»

«Και το ρυάκι πού πάει;» «Σε ένα ποτάμι, που χύνεται σε ένα μεγαλύτερο ποτάμι, που με την σειρά του χύνεται στη μεγάλη θάλασσα». «Στη μεγάλη θάλασσα;! Έχω ακούσει τόσα φοβερά και τρομερά γι’ αυτήν. Και πας εκεί; Μα δεν φοβάσαι;» «Καθόλου! Ίσα ίσα, είμαι ενθουσιασμένο επειδή το όνειρό μου άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Στο ήρεμο κελάηδισμα του νερού βρίσκω μια μυστήρια σιωπή και ακούω την φωνή που μιλάει μέσα μου και μου λέει: “μην κοιτάς πίσω, συνέχισε μπρος, ακολούθα

το ρυάκι της καρδιάς σου και ζήσε τη μεγάλη περιπέτεια. Βγες στη μεγάλη θάλασσα”. Πόσο λαχταράω να δω τη μεγάλη θάλασσα! Έχω ακούσει τόσα γι’ αυτήν! Δεν ξέρω όμως αν θα φτάσω ποτέ...» «Γιατί να μην φτάσεις;»

«Γιατί η ζωή είναι μυστήρια και πολύπλοκη. Στο μεγάλο ποτάμι της ζωής είμαστε όλοι ένα φυλλαράκι, ένα κλαδάκι στο ρέμα του χρόνου. Ξεκινάμε για κάπου, αλλά δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουμε τελικά. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι, η βροχούλα, η πέτρα που θα πετάξει ένα παιδί, οι άνθρωποι που συναντούμε, όλα αυτά μπορεί να μας σπρώξουν σε άλλους δρόμους. Και το πιο συναρπαστικό είναι πως ακόμη και αν μας γύριζαν πίσω και μας άφηναν στο ίδιο ακριβώς σημείο του νερού, πάλι η πορεία μας θα ήταν διαφορετική. Πλάκα δεν έχει;!» Δεν περίμενε απάντηση, γιατί το μυρμήγκι έκανε αφηρημένο κύκλους με το ποδαράκι του στο νερό. «Εσύ πώς βλέπεις την ζωή;» ρώτησε τελικά το πλατανόφυλλο, ξυπνώντας το μυρμήγκι από την περισυλλογή του. «Σε κάποιο βιβλίο», είπε

το μυρμήγκι με σιγανή φωνή, «διάβασα πως αρκετοί άνθρωποι βλέπουν τη ζωή σαν ένα ποτάμι που κυλάει μπροστά τους και το κοιτάζουν από την όχθη αδιάφορα. Ο ήχος του νερού είναι γι’ αυτούς κουραστικά μονότονος, τα πράγματα που περνούν από μπροστά τους πληκτικά. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι οι οποίοι

γίνει συναρπαστικό ένα ταξίδι». «Είναι αμέτρητα τα θύματα της φαντασίας!» είπε δυνατά το μυρμήγκι. «Όπως είναι αμέτρητα και τα θύματα της πλήξης!» ανταπάντησε το πλατανόφυλλο γελώντας. Υστερα όμως σοβάρεψε, κοίταξε ανήσυχο προς την όχθη και είπε: «Νομίζω πως είναι ώρα να κατέβεις, γιατί πίσω από την στροφή το ρυάκι συναντιέται με άλλα ρυάκια, που πέφτουν σε καταρράχτες και όλα στροβιλίζονται βίαια. Εγώ επιπλέω, αλλά εσύ κινδυνεύεις να πνιγείς.

Κοντοστάθηκε
σθεσε χαμογελώντας: «Χρειάζεται όμως και πολλή πολλή φαντασία για να
Είμαστε φτιαγμένοι διαφορετικά, βλέπεις, κι ο καθένας μας πρέπει να πάρει τον δρόμο του». Λέγοντας αυτά, το πλατανόφυλλο πλεύρισε την όχθη και κρατήθηκε από ένα αγριόχορτο. Το μυρμήγκι κατέβηκε, κοίταξε πίσω και είπε χαμογελώντας στο πλατανόφυλλο: «Να ξέρεις πάντως πως λατρεύω
βλέπουν σε όλα αυτά μια ευκαιρία, γνωρίζοντας ανθρώπους και γεμίζοντας εμπειρίες γίνεται η ζωή τους μια συναρπαστική περιπέτεια. Όπως εγώ τώρα, που γνώρισα εσένα...»
λίγο, κοίταξε προς την όχθη και πρό-

το φθινόπωρο, γιατί μου ’μαθε να αγαπάω τον χορό. Και δεν υπάρχει πιο όμορφος χορός από αυτόν που κάνετε εσείς, τα φύλλα, όταν πέφτετε. Από ψηλά, στο κλαδί, μέχρι το χώμα, μου φαίνεται μια αιωνιότητα. Τι όμορφα στροβιλίζεστε! Κουβαλάω σπόρους για τη φωλιά, αλλά κάθε τόσο σηκώνω τα μάτια μου και γοητευμένος παρατηρώ τον όμορφο χορό σας. Το φως του Ήλιου που σας διαπερνάει, τα χρώματά σας, είναι ένα απίστευτο θέαμα!» Ύστερα κοίταξε πίσω του σαν ν’ άκουσε κάποιο θόρυβο. «Ωχ! Ακούω την αυστηρή φωνή του λοχία που μας καλεί να γυρίσουμε στη μυρμηγκοφωλιά. Φεύγω γρήγορα, να προλάβω, μην αμπαρώσουν την πόρτα και κλειστώ έξω. Χάρηκα που σε γνώρισα πλατανόφυλλο! Καλή σου τύχη! Να ξέρεις πως θα θυμάμαι πάντα τη συνάντησή μας και όσα είπαμε σήμερα και είμαι σίγουρος πως θα μου αλλάξουν τη ζωή!».

Βγήκαν οι ντελάληδες σε όλο το βασίλειο και είπαν πως η μονάκριβη κόρη του βασιλιά παντρεύεται και θα κάνει σύζυγό της και μέλλοντα βασιλιά αυτόν που θα της πει τα πιο όμορφα λόγια αγάπης. Μια ατέλειωτη ουρά σχηματίστηκε έξω από το παλάτι και μπροστά από την πριγκίπισσα παρέλασαν για μέρες εκατοντάδες

άνθρωποι
αγρότες και βιοτέχνες, που θέλησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους. Η πριγκίπισσα άκουγε με προσοχή τα λόγια τους, χαμογελούσε κολακευμένη, έγερνε το κεφάλι πίσω από ευχαρίστηση, χειροκροτούσε ενθουσιασμένη και έδινε εντολή
μνηστήρες. Ποιητές, ηθοποιοί, φιλόσοφοι, ρήτορες, αλλά και απλοί
της εργασίας, οικοδόμοι,

στονβασιλικό γραμματέανασημειώνει ταονόματάτους και τα λόγια που είπαν. Ένας ποιητής στάθηκε μπροστά της. Έβγαλε το πλουμιστό του καπέλο, γέμισε με αέρα τα πλεμόνια του και είπε με ύφος: «Οι όμορφες γυναίκες, πριγκίπισσά μου, είναι πολύ σπάνιες και μέχρι σήμερα νόμιζα πως τις έβλεπα μόνο στα όνειρά μου. Κι αντικρίζοντας τώρα την σπάνια ομορφιά σου, αμφιβάλλω σοβαρά για το αν είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι. Αν με καλέσεις να καθίσω δίπλα σου, θα τρυπώ συνέχεια το χέρι μου με βελόνες, μην κοιμηθώ και ξυπνήσω σε κάποιοκακόόνειρο, τηνάσχημηζωή πουζούσαμέχριτώρα. Κι αν, τελικά, από την κούραση πέσω σε βαθύ ύπνο και ξυπνήσω σε κάποιο κακό όνειρο - την άσχημη ζωή που ζούσα πριν σε γνωρίσω θα παίρνω παπαρουνόζουμο για να κοιμάμαι και

να ξυπνάω στο όνειρο, δηλαδή δίπλα σου, να
την ομορφιά σου». Η πριγκίπισσα χαμογέλασε σαν να δοκίμασε από τον βασιλικό μάγειρα κάτι πολύ νόστιμο. Ύστερα όμως ένωσε τα φρύδια της και ρώτησε με πειραχτικό ύφος: «Κι αν μια μέρα, ποιητή, ένας τρελός χαράξει με μαχαίρι το πρόσωπό
θαυμάζω

μου από την μια άκρη στην άλλη και χαθεί η ομορφιά μου, θα χαθεί μαζί της και η αγάπη σου για μένα;» Ο ποιητής έξυσε το κεφάλι του, χαμογέλασε αμήχανα, ύστερα έκανε μια βαθιά υπόκλιση, με το καπέλο του να αγγίζει το πάτωμα και οπισθοχωρώντας χάθηκε μέσα στο πλήθος. Κατόπιν, στάθηκε μπροστά της ένας φιλόσοφος, με γενειάδα και μακρύ, λευκό χιτώνα. «Σοφία σημαίνει αρμονία», είπε με καθαρότατη φωνή. «Και η αρμονία περιλαμβάνει την ομορφιά. Ένα πράγμα δεν είναι όμορφο αν δεν είναι αρμονικό. Κι αφού εγώ είμαι λάτρης της σοφίας, άρα της αρμονίας, άρα της ομορφιάς, δεν μπορώ να μην λατρέψω ένα τόσο όμορφο πλάσμα, όπως εσείς πριγκίπισσα».

Η πριγκίπισσα
ημένη το κεφάλι της. Ο επόμενος ήταν ζωγράφος. Το καταλάβαινες αμέσως από την πιτσιλισμένη με χρώματα ποδιά του, το στρογγυλό μπερέκαι τολεπτόμουστάκι.Έκανεμιαβαθιά υπόκλισηκαι είπε: «Εμείς οι ζωγράφοι δεν ικανοποιούμαστε ποτέ από τα έργα μας, ακόμη κι αν αυτά προκαλούν σε όλους τους άλλους θαυμασμό. Σε μας υπάρχει μέσα μας ένα κενό, κάτι
χειροκρότησε απαλά και κούνησε ικανοποι-

ανικανοποίητο, μια αίσθηση αποτυχίας, επειδή δεν μπορέσαμε για μια άλλη μια φορά να ζωντανέψουμε την ομορφιά, να την αγγίζει ο κόσμος. Όμως τώρα που στέκομαι μπροστά σου, νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση, γιατί αυτό το κενό έχει γεμίσει μέσα μου. Νιώθω το φως σας, πριγκίπισσα, ν’ αγγίζει σαν διάφανο πέπλο τα μάτια μου και την ομορφιά σας σαν δροσιά στα ακροδάχτυλά μου». Μια μέρα, εμφανίστηκε μπροστά της ένας νεαρός, με φτωχικά αλλά πεντακάθαρα ρούχα, σκεφτικός και με τα μάτια χαμηλά. Κύλησαν κάποια λεπτά και ο νέος δεν έλεγε να σηκώσει το βλέμμα του από το πάτωμα. «Λοιπόν; Δεν θα πεις κάτι;» τον ρώτησε η κόρη του βασιλιά. «Πριγκίπισσα», είπε ο νέος διστακτικά, σηκώνοντας τελικά το κεφάλι του. «Με συγχωρείτε για την αμηχανία μου, αλλά χάνω τα λόγια

έρχομαι να σας δω. Κι άλλες μέρες στήθηκα στην ουρά για να σας μιλήσω, αλλά όταν πλησίαζα έφευγα, γιατί το κεφάλι μου άδειαζε από σκέψεις και λόγια και δεν ήξερα πώς να εκφράσω τον θαυμασμό μου. Βρήκα
μου όταν βρίσκομαι μπροστά σε κάτι πολύ όμορφο, όπως τώρα, μπροστά σε σας. Ξέρετε, δεν είναι η πρώτη φορά που

όμως το κουράγιο να σταθώ σήμερα μπροστά σας για νασας πω κάτι που με ανησυχεί. Φαίνεστε αδύνατη πριγκίπισσα, χλομή και κουρασμένη. Κι όλες αυτές τις μέρες, περιμένοντας στην ουρά, παρατηρούσα πως οι υπηρέτες έφερναν φαγητό δίπλα σας και σεις ούτε που τ’ αγγίζατε... Γιατί δεν τρώτε; Σας βασανίζει κάτι;» Η πριγκίπισσα ανασήκωσε τα φρύδια της. Τα μάτια της υγράνθηκαν. Ενα χαμόγελο ικανοποίησης άρχισε να σχηματίζεται και να μεγαλώνει σιγά σιγά στο πρόσωπό της. Σηκώθηκε όρθια, άπλωσε το χέρι της και με φωνή που έτρεμε ελαφρώς από συγκίνηση είπε στον νέο: «Έλα να καθίσεις δίπλα μου...»

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ…
Ο γερο Γαλαξίας κοίταξε την Κοχάρ, το αγαπημένο του αστεράκι, και η καρδιά του πλημμύρισε με πόνο όπως την είδε να κάθεται, τόσο δα, μικρούλα μικρούλα, μπροστά στο Αστροδικαστήριο. Θαρραλέα πάντα, με αισιόδοξο βλέμμα, παρότι η κατηγορία ήταν βαριά: Εγκατάλειψη θέσης! Αυτό για ένα αστέρι ήταν βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα, με μέγιστηποινήτονεξορισμόστοΒούρκομετις ΜαύρεςΤρύπες…

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.