από τιςδιατάξεις της Κυπριακής Νομοθεσίας [Ο περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμος του 1976(Ν. 59/1976), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι και σήμερα] και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του βιβλίου χωρίς την έγγραφη συναίνεση από τον συγγραφέακαιτονεκδότη.
της
όχθης.Δυομικράδωμάτια,μια κουζίνα,έναζεστόκαθιστικό,τομπάνιοήτανεξωτερικό,μιαμικρήπέτρινη αυλή, φροντισμένη με αγάπη, γεμάτη με κάθε λογής λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βεγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο.Σκουπίδια,γεμάτηηαυλή,πεταμέναφύλλακαι άδειαποτήρια πάνωστοτραπέζιτουκήπουκαιτηςκουζίνας. Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό χρηματικό βοήθημα. Δεν ήταν πολλέςοιλίρες,μαέφτανανναζήσουνεαυτήνκαιτηνορφανήεγγονήτης. Μιαζωντανήπροίκαπουτηςκληροδότησεηπονεμένηζωήτουπρόσφυγα. Μετηνπενιχρήσύνταξηκατόρθωσεκαιέκανετοδικότηςπαράδεισο,στο σπίτι που της κληροδότησε η πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζενατολέει. Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός οικογενειακού
της μέλημα η επούλωση των ανοιγμένων πληγών της εγγονής της. Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιάκαιπαχυλόκομπόδεμαστηνάκρη.Ηολιγόωρη δουλειάτης,μόλις πουέφτανενακαλύπτειταπροσωπικάτηςέξοδα.Ηκόρητηςείχεπεθάνει στηγέννα,στονοσοκομείοτηςΑμμοχώστου.Ομπαμπάςτης,ένααπότους δεκάδες, εκατοντάδες αγνοούμενους.
γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά
γονική της φροντίδα
τελείωνε μόλις αντίκριζε τα πανέμορφαμάτιατηςεγγονήτης. Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα
αλλά στην νέα τάξη που δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε,οκόσμοςπήγαινεδεξιάκαιαυτήριζωμένηαλλού.Ακόμακαι τοσπιτάκιτηςέτυχεναείναιστααριστεράτηςπόλης.Κρίμαπουηκαρδιά έγερνεπροςτααριστεράτουστήθους. Ηγερόντισσαείχετηνέννοιατης.Έβλεπετουςαγαπητικούς ναπερνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε τα αρσενικά ίχνη τουςπάνωσταμεσοφόριατηςεγγονής,σταλευκαρίτικασεντόνιααλλάδεν έλεγετίποτα.Είχετηνέννοιατης.Δενάργησεη γειτονιάνα ξεστομίσεικαι την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα τηςνα είναι καλά. Όμωςδενήταν. Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν στο σπίτι μιαομάδαμαυροντυμένοιάνδρες.Ρωτούσανεδιάφορα,γιατηνεγγονή,για τομικρόσπιτάκι,γιατηνζωήτης.Θυμήθηκετουςαντίπερακαιτιςημέρες τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποιαμέραήρθανναπάρουντηνμικρή.Έπρεπεείπε
απόβραδο έβρεχε
το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκεμονάχημετηνμαντίλαστουςώμουςκαιτοφόρεμανασέρνεταιστην
Έψαχνετιςγάτες,τιςφώναζε,μααντηχούσεμοναχάησιωπή στην αυλήτης.Άστραψεσταμισόκλεισταμάτιατηςκαιτομόνο
στα
ονομάζανε φίλους και
Κυπραίοι λέγανε είμαστε,
κτήματάτουςμετιςσοδειές
καλοκαιριού, αυτός
σπιτιού, αποχαιρέτησε
χρονών
παιδικάτουόνειραστηνπλακόστρωτηαυλή
έπαιρνε τον δρόμο για τον πνιγηρόνότο.Είχεαφήσει
μάτια τους γέμισαν σκοτάδι, ανέβηκεστηνκαρότσατουφορτηγούτουπατέρατου,μαζίμεολάκερητην γειτονιά,θαήτανεκαισαράντανοματαίοικαιέφτασανστηνΛάρνακα.Το ταξίδι δεν ήταν μακρινό. Μια ώρα, δύοτο πολύ, δρόμο. Όμως του φάνηκε αιώνιο. Στο βάθος διακρίνονταν, μέσα στην κάψα και στην αντηλιά οι καπνοίκαιταμπουμπουνητάτουάνισουαγώνα.Θυμάταιακόματαδάκρυα τηςμάναςτουκαιτοσκεπαστόμετομαύροτσεμπέρι,πρόσωποτηςγιαγιάς. Θυμάται ακόμα πως τα μαλλιά του πατέρα του, άσπρισανμέσα σε μία ημέρα.Τόσηήτανηστεναχώριατου. Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακας, κοντά στις αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα,μηνακούσειαυτός.Άλλεςφορέςόταντα μυστικά ήτανσπουδαία, μιλούσανεμπροστάτου,μαδενακούγοντανάχνα, κάνανεόνειραφωναχτά, μαμόνοταμάτιαήτανορθάνοικτα,κάποιεςφορέςείχανβρεικαικουράγιο ναγελάσουνεκαιτουχάιδευαν
στιςοπτασίες πουέβλεπεστηνοροφήτης,μέσαστιςσκιέςκαιτα περιγράμματατωννυχτόβιωνπετούμενων,πουχόρευανπίσωαπότοφως τηςλάμπας. Οχρόνοςκυλούσεμέσαστογκρίζοκαιστοκλάμα.Οιπληροφορίεςαπό
αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως και μάλιστα οι γεροντότεροι,έδειχνανναγνωρίζουν,πωςτοκακόέφτανεστοτέλοςτου.Οι ήχοι του πολέμου τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον καταυλισμό επικρατούσεμιαπερίεργηαναταραχή.Έναπρωινό,κάλεσανκαιτονπατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφίατου στο προσκεφάλι και στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Μια φορά πήγε σε μια πορεία. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον.Ένασύννεφοαυτόκαιέναταλευκά φλαμίνγκο.Ήρθανκαιέφυγαν. Ξανάήρθανκαιξανάέφυγαν.Μετρούσε,ξανά μετρούσε,λάθευε. Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε. Τα φλαμίνγκο ζευγάρια φτερούγισαν, περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση, τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα.Ηγιαγιάείχεβαλαντώσειστοκλάμα,πίσωαπότο μαύροτσεμπέρι. Έκλαιγεπάντα δύοφορέςτηνημέρα.Μίαγιατονπαππούκαιτηνάλληγια τονγιοτης.Σαντελείωσετολύκειο,ήρθεηειδοποίηση ναπάειστοστρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια, αυτός δεν γελούσε. Χανότανεκαιέπαιζεκρυφτό,πίσωαπότιςπρώτεςανδρικέςσκέψειςκαιτα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένισταμπροστά από τα σκούραμάτια.Σανγιοςπολεμιστή,κλήθηκε ναυπηρετήσειτηνπατρίδασε στρατόπεδοστηνΛάρνακα.Δίπλααπότιςαλυκές.Ναείναικοντάκαιστην μητέρατου. Τουάρεσεοστρατός.Τοναπομόνωνεαπότην κοινωνίακαιαυτότου άρεσε. Μαπιοπολύ,τουάρεσεναφυλάσκοπιάστηνανατολικήπλευράτου στρατοπέδου.
αλυκώνκαιτοτέμενος
Γύρισεπάλιστηνσκοπιάτου.Γύριζεπάνταστησκοπιάτου. Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του. Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησεστηνάκρητοόπλο,έτρεξεμεμανία,ταπουλιάτρόμαξανκαιπέταξαν μακριά.Οήχοςκαιοισυνεχείςλάμψειςαπότονβορράτρόμαξανκαιτονίδιο. Γονάτισε στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίνγκο τριγύρω να
αίμα του. «Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε
ομορφιά»καιέδυσαντα