Μαθαίνοντας να πετάω (Το φιλί του πνεύματος) – Θεριανού Διονυσία

Page 1

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

Αγαπημένοι, αγαπημένες, αγαπημένα μου παιδιά, σήμερα που σας γράφω αυτό το γράμμα είμαι γερόντισσα με μακριά ολόασπρα μαλλιά, που τα φτιάχνω κότσο στην βάση του λαιμού, με λεπτό πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες. Κάθε ρυτίδα και μια γνώση. Όσο πιο βαθειές είναι τόσο πιο βαθειά και η γνώση. Είμαι μετρίου αναστήματος προς το κοντό. Μέσα μου, όμως, νοιώθω γίγαντας. Ζω στην κορυφή του ψηλότερου βουνού που μπόρεσα ποτέ να φανταστώ. Ούτε κι εσείς μπορείτε να φανταστείτε πόσο ψηλό είναι. Ξέρετε γιατί; Επειδή είναι το δικό μου βουνό. Ξέρετε πού βρίσκεται; Μέσα μου. Ξέρετε πώς το λένε; ‘Βουνό της ψυχής’. Της δικής μου ψυχής. Πώς έφτασα μέχρι εδώ; Αυτή είναι μια ιστορία πολλών χρόνων. Άλλοτε περπάτησα, άλλοτε μπουσούλησα, άλλοτε σύρθηκα, άλλοτε πέταξα. Το παράξενο με αυτό το βουνό, ξέρετε ποιο είναι; Όταν μάθεις να πετάς, και είσαι πια στην κορυφή, σηκώνεις το κεφάλι σου και βλέπεις να υψώνεται κι άλλη κορυφή, πανωθέ σου. Πετάς μέχρι εκεί. Κοιτάς. “Σήμερα εστίασε στην δύναμή σου, και όχι στα βάσανά σου. Κάνε την υπέρβασή σου, μέσα από αυτά που σου συμβαίνουν. Να ξέρεις, ότι όλα τα καταφέρνει άνθρωπος όταν το θέλει...” Βλέπεις κι άλλη... κι άλλη. Σταματάει ποτέ; Μέχρι τώρα, για εμένα, δεν έχει σταματήσει. Αγαπημένες μου αδελφές ψυχές, σε αυτή την κορυφή όπου βρίσκομαι, δεν ξέρω να σας πω εάν είναι χαμηλή ή ψηλή, επειδή δεν γνωρίζω το ύψος του βουνού. Θέλω όμως να σας πω πώς έφτασα μέχρι εδώ.


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

Ίσως μια ημέρα, να θελήσετε κι εσείς να ανεβείτε στο δικό σας βουνό, και μια δική μου σκέψη ή εμπειρία, να φτιάξει για εσάς ένα φτερό – ή έστω ένα πούπουλό του. Είναι αρκετό. Ένα τόσο δα φτεράκι μπορεί να γίνει η αρχή των φτερών σας. Έτσι έλεγε και σ’ εμένα ο παππούς μου. Ω, να μπορούσατε να τον γνωρίζατε! Θα τον αγαπούσατε κι εσείς, όπως τον αγάπησα κι εγώ. Ήταν τόσο υπέροχος άνθρωπος. Του μοιάζω – έτσι όπως με βλέπω σήμερα στον καθρέφτη. Εκείνος είχε ολόασπρα γένια και γαλανά μάτια. (Εγώ έχω πράσινα.) Τα μάτια του ήταν μεγάλα, φωτεινά, σαν θάλασσες... Έπιαναν, θαρρείς, ολόκληρο το πρόσωπό του. Ήταν τόσο όμορφα, γαλήνια και καθαρά. Σε κοίταγε και ένοιωθες να σου λέει: «Σε αγαπώ, γι’αυτό ακριβώς που είσαι. Μη φοβάσαι, δεν θα σε κρίνω. Βλέπω καθαρά την αλήθεια μέσα σου.» Αυτό ένοιωθες να σου λέει κι έτσι αισθανόσουν ελεύθερος να του πεις ό,τι ήθελες. Ποιος ήταν όμως ο παππούς μου; Γιατί τα μάτια του είχαν τόση καλωσύνη και γνώση; Ξέρετε γιατί; Επειδή είχε ανέβει και αυτός το βουνό του. Είχε φτιάξει τα δικά του φτερά, δυνατά και όμορφα. Εγώ... Μα εγώ ήμουν ακόμη ένα νεογέννητο πουλάκι. Εκείνος ήθελε να με κάνει να πετάξω. Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε να φτιάξω εγώ η ίδια, πούπουλο το πούπουλο, τα φτερά μου. Ήταν θεραπευτής. Θεράπευε με τα χέρια και με την σκέψη του. Είναι τόσα πολλά που θέλω να σας πω γι’αυτόν, που δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Το καλύτερο πιστεύω ότι είναι, να αρχίσω να σας λέω την


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ ιστορία από την αρχή της γνωριμίας μας, εμένα και του παππού μου. Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό, ενός μικρού πανέμορφου νησιού. Το σπίτι μου ήταν ένα μικρό χωριάτικο σπιτάκι. Ήμουν το πρώτο παιδί της οικογενείας μου και το πρώτο εγγόνι του παππού. Γεννήθηκα στο σπίτι. Η μητέρα μου υπέφερε πολύ για να με φέρει στον κόσμο. Παρέμεινα στην κοιλιά της για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που έπρεπε, με κίνδυνο να πεθάνω από ασφυξία. Τελικά, μετά από ώρες αγώνων και αγωνίας, κατάφερα να βγω στο φως του κόσμου τούτου. Ήμουν ένα μικρό και πολύ αδύνατο πλασματάκι, που μόλις και μετά βίας μπορούσαν να με κρατήσουν στα χέρια τους. Τα είχα χαμένα όταν βγήκα από τη κοιλιά της Μάνας μου – ίσως απορημένη κι εγώ, που γλίτωσα τον θάνατο και τα κατάφερα. Δεν έκλαιγα καθόλου. Συνήλθα, όμως, μετά από μερικές φάπες του γιατρού κι άρχισα να κλαίω γοερά. Οι άλλοι γέλαγαν με ανακούφιση. Μόλις με είδε ο παππούς, είπε: «Αυτό το παιδί θα κατακτήσει τον κόσμο!» Τι να είδε αλήθεια, σ’αυτό το μικρό, ταλαιπωρημένο, αδύναμο πλασματάκι; Τι τον έκανε να πει, αυτό που είπε; Τον ρώτησα κάποτε – και ξέρετε τι μου απάντησε; «Είδα την ψυχή σου. Αυτή είσαι και όχι το σώμα σου. Ο κόσμος είναι μέσα μας. Κατάκτησε τον εαυτό σου και θα έχεις κατακτήσει τον κόσμο ολόκληρο.» Μη φοβάσαι τίποτα και κανέναν. Ο πιο δυνατός, ο πιο σοφός άνθρωπος του


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ κόσμου βρίσκεται μέσα σου. Είναι πάντα εκεί για εσένα.

Εγώ ως μωράκι, με όλη την προσοχή και την αγάπη που είχα, άρχισα να παχαίνω, να μεγαλώνω και να γίνομαι ένα πολύ όμορφο, φωτεινό παιδάκι. Ήμουν γελαστή, και ευτυχισμένη, και όλοι γύρω μου ήταν χαρούμενοι που κατάφερα να ζήσω. Οι προ- ηγούμενες περιπέτειες είχαν πια ξεχαστεί. Όλα κυλούσαν ήρεμα και όμορφα. Ώσπου μια ημέρα... Ήταν Δεκέμβριος, στην ονομαστική εορτή του πατέρα μου. Έξω έκανε πολύ κρύο. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος στο σπίτι μας, γύρω από την φωτιά που έκαιγε κατάχαμα στην μέση του δωματίου. Τότε, δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, και οι γυναίκες μαγείρευαν στην φουφού. Άναβαν φωτιά με ξύλα στο χωμάτινο πάτωμα του δωματίου, και έβαζαν την κατσαρό- λα επάνω σε ένα σιδερένιο τρίποδο. Μαζευόταν όλο το χωριό για να ευχηθεί «χρόνια πολλά και καλά» στον εορτάζοντα. Έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν, τραγουδούσαν. Ήταν ημέρα γιορτής και χαράς. Είχαν βάλει επάνω στην φουφού ένα μεγάλο τηγάνι με λάδι, για να φτιάξουν ένα σπιτικό γλυκό, που αποτελούσε έθιμο εκείνης της ημέρας. Τις «γκλαούνες». Οι γκλαούνες φτιάχνονται με αλεύρι, νερό, κανέλλα, γαρύφαλο, γλυκάνισο, και ζάχαρη και τηγανίζονται σε πολύ καυτό λάδι. Μόλις τις έβγαζαν, έβαζαν επάνω μέλι, κανέλα και σουσάμι. Τις έφτιαχνε η γιαγιά μου, μια πολύ άξια γυναίκα, που είχε την φήμη ότι έφτιαχνε τις ωραιότερες γκλαούνες στο χωριό. Καμμιά άλλη νοικοκυρά δεν τις έκανε τόσο νόστιμες. Όλοι υποψιάζονταν ότι η γιαγιά είχε κάποιο μυστικό. Εκείνη όμως έλεγε ότι το μόνο που έκανε ήταν να τις φτιάχνει με αγάπη και χαρά. Γι’ αυτό γίνονταν μοναδικές.


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

Ο κάθε άνθρωπος έρχεται για έναν σκοπό στην Γη. Βρες τον δικό σου. Δεν υπάρχουν μεγάλοι και μικροί, σημαντικοί ή ασήμαντοι σκοποί. Ο σκοπός του καθενός μας, όποιος κι αν είναι αυτός, είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.

Αγαπούσα πολύ την γιαγιά μου και ήθελα να βρίσκομαι συνέχεια κοντά της. Εγώ, λοιπόν, εκείνη την ημέρα ήμουν δεκατεσσάρων μηνών, είχα αρχίσει να περπατάω και γυρνούσα χαρούμενη εδώ κι εκεί. Κάποια στιγμή, άπλωσα τα χέρια μου προς το μέρος της και εκείνη με σήκωσε με αγάπη στην αφράτη αγκαλιά της. Κάποιος φώναξε ότι οι τηγανίτες καίγονται κι εκείνη, αλαφιασμένη, πήγε πάνω απ’ το τηγάνι να δει τι γίνεται. Τότε, συνέβη αυτό που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα μαθήματα της ζωής μου. Χωρίς κανείς να καταλάβει πώς, βρέθηκα μέσα στο τηγάνι με το καυτό λάδι. Κάηκε εντελώς το δεξί μέρος του προσώπου μου, μισό από το αριστερό και τα δύο χέρια μου. Οι γιατροί μίλησαν για θαύμα. Με τέτοιο έγκαυμα δεν ζεις. Όμως το ακόμα μεγαλύτερο θαύμα ξέρετε ποιο ήταν; Δεν τυφλώθηκα. Όλη η περιοχή γύρω από τα μάτια κάηκε, αλλά αυτά δεν έπαθαν απολύτως τίποτα... Ανεξήγητο, είπαν στην οικογένειά μου. Έζησα όμως. Θέλετε να μάθετε πώς; Ήμουν ευτυχισμένη Ήμουν δυστυχισμένη; Θα σας τα πω.


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

Κάνε το σκοτάδι φως! Εάν δεν τα καταφέρνεις, είναι γιατί δεν το θέλεις. Κάποιοι λόγοι, που μόνον εσύ γνωρίζεις, σε κρατούν στα σκοτεινά. Είναι ενοχές; Είναι υποτίμηση του εαυτού; Μπορείς να το βρεις! Το θέλεις, όμως;

Μέχρι κάποια ηλικία, δεν θυμάμαι να γνωρίζω πολύ καλά τι είχε συμβεί. Όταν όμως πήγα σχολείο, κατάλαβα το μέγεθος της συμφοράς που με είχε βρει. Μερικά παιδιά κοροϊδεύουν ακόμη και ένα ασήμαντο σπυράκι στο πρόσωπό σου. Ο,τιδήποτε σε κάνει κάπως διαφορετικό. Χρώμα, ντύσιμο, συμπεριφορά, χαρακτήρα, ταλέντα, οικογένεια, και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Φαντάζεστε εμένα με καμένο πρόσωπο; Όπου και να πήγαινα υπήρχαν άνθρωποι που με κοίταζαν παράξενα. Με έδειχναν με το δάχτυλο. Έκαναν μορφασμούς λύπης ή αηδίας. Η επιδερμίδα μου ήταν κόκκινη και ζαρωμένη, γιατί τότε, επάνω στον πανικό τους, μου έρριξαν νερό. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να γίνει σε μια επιδερμίδα που ακόμα «τσιγαριζόταν» όταν με έβγαλαν από το τηγάνι. Τα παιδιά με φώναζαν «Καμένη», «Κουασιμόδο». Με έβλεπαν σαν τέρας... Εγώ με έβλεπα – και ένοιωθα – σαν να ήμουν ο Κουασιμόδος. Έκλαιγα ημέρα και νύχτα. Αδυνατούσα να καταλάβω πώς αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να είναι τόσο σκληροί με ένα παιδί


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ που ποτέ δεν τους πείραξε, ούτε με λόγο ούτε με έργο. Μπορώ να πω ότι, μερικές φορές, πιο σκληροί από τα παιδιά ήταν οι μεγάλοι, που έλεγαν μπροστά μου ό,τι τους κατέβαινε, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι έχω αυτιά που ακούν πολύ καλά, μυαλό που σκέπτεται, ψυχή που πληγώνεται. Πώς γίνεται, σκεπτόμουν, η ψυχή ενός ανθρώπου να μην καταλαβαίνει τον πόνο μιας άλλης, αλλά να θέλει να... Δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις να περιγράψω αυτό που ένοιωθα. Δεν ήξερα, δεν μπορούσα να κατανοήσω, πώς γινόταν. Γιατί να θέλεις να πληγώσεις κάποιον; Τι σε ωθεί; Ποια ευχαρίστηση μπορεί να σου δίνει κάτι τέτοιο; «Ο καθένας,» έλεγε ο παππούς μου, «φτιάχνει σ’ αυτόν τον κόσμο την κόλασή του και τον παράδεισό του.» Εγώ είχα φτιάξει την κόλασή μου στα έξι μου χρόνια. Είχε απ’ όλα μέσα: δάκρυα, λύπη, απόγνωση, καταστροφή. Ξέρεις πώς είναι να θεωρείς την ζωή σου κατεστραμμένη, πριν την ζήσεις; Ξέρεις πώς είναι να φοβάσαι να κοιτάξεις τους ανθρώπους;


ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

Αποδέξου το παρελθόν, αποδέξου το πaρόν. Όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο. Όσο κι αν πονούν τα μαθήματα της ζωής, εάν επιλέξεις να τα μετατρέψεις σε γνώση και δύναμη, δεν μπορείς καν να φανταστείς σε ποια ύψη έχουν την δυνατότητα να σε στείλουν.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ…


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.