ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ......................................................... 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ................................................... 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ......................................................... 25 ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ........................................................ 40 Ο ΣΑΜΨΏΝ ..................................................................... 51 ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ .................................................................. 56 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ........................... 62 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ................................................... 79 ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ.................................................... 89 ΗΡΑΚΛΗΣ ...................................................................... 113 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ..................................... 135 ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ................................... 151 ΚΡΟΝΟΣ (πονηρό ανθρώπινο πνεύμα) .......................... 185
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο νεαρός άνδρας που βγήκε από το παραλιακό ξενοδοχείο ήταν ψηλός, καλοφτιαγμένος, με αδρά χαρακτηριστικά. Eκείνο όμως που έκανε αμέσως εντύπωση ήταν τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια του. Στους ώμους του είχε περασμένο ένα σακίδιο και με γρήγορο βήμα τράβηξε κατά το δάσος. Γεμάτος λαχτάρα, επειδή θα βρεθεί ξανά σε γνώριμα στέκια, που τόσο είχε επιθυμήσει. Περπάτησε σχεδόν πάνω από χιλιόμετρο μέχρι να φτάσει στο μικρό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, που ήταν στην ανατολική πλευρά του δάσους. Εκατό μέτρα πριν φτάσει στην πύλη της εκκλησίας το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο πέτρες και δύο τεχνίτες ολοκλήρωναν μιαν καινούργια είσοδο, για να μπαίνει κι από κει ο κόσμος στο δάσος και στην παραλία.
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
Δεν έδωσε σημασία και μπήκε στο δάσος από την πύλη της Αγίας Βαρβάρας. Γύρισε πάλι δυτικά ψάχνοντας τα δύο πεύκα που συνήθως πέρναγε παλιά τα μεσημέρια του, μόνος ή με παρέα. Όταν πλησίασε όμως είδε ότι ο χώρος ήταν κατειλημμένος. Ένας ηλικιωμένος κύριος κάθονταν στο πεύκο που είχε γονατίσει στη γη και δίπλα του μια αιώρα ήταν δεμένη από τα δύο πεύκα που έψαχνε. Κοντοστάθηκε για λίγο και σαστισμένος κοίταξε προς τον γέροντα. Οι ματιές τους έσμιξαν και ο γέροντας κατάλαβε την απογοήτευσή του. - Νεαρέ, νομίζω ότι ερχόσουν ειδικά γἰ αυτό το μέρος. Αν είναι έτσι μπορείς να το μοιραστείς μαζί μου. Το δάσος δεν έχει ιδιοκτήτη. - Μαντέψατε σωστά. Ήταν κάποτε το αγαπημένο μου μέρος, αλλά έχω πολλά χρόνια να έρθω. Σας ευχαριστώ πάντως για την πρόσκληση και θα την αποδεχτώ μόνον αν πράγματι δεν ενοχλείσθε από την παρουσία μου. - Μπορείς να με λες Δημήτρη, και θα είναι μεγάλη μου ευχαρίστηση να γνωρίσω ένα νέο άνθρωπο, που του αρέσει αυτό το απόμερο στέκι. Άλλωστε τα δύο πεύκα έχουν παχιά σκιά που χωράει και τους δυο μας. - Ναι, αυτό μου άρεσε πάντα σ̓ αυτό το μέρος. Η ησυχία και η δροσιά που έρχεται από το άνοιγμα των δένδρων προς τη θάλασσα. Αλλά ξέχασα να συστηθώ. Τ̓ όνομά μου είναι Περικλής και χάρηκα πολύ για τη γνωριμία. Ο νεαρός άπλωσε το χέρι και ο ηλικιωμένος σηκώθηκε και το έσφιξε με μιαν ασυνήθιστη δύναμη.
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
- Ωραίο όνομα και αρχαιοελληνικό. Το απέκτησες από κάποιον παππού σου; - Όχι το απέκτησα από έναν ιδιόρρυθμο νονό, που ενώ είχε συμφωνήσει με τους γονείς μου να με βαφτίσει «Χρήστο» όταν του ζήτησε ο ιερέας τ̓ όνομά μου, είπε «Περικλής». - Πόσα χρόνια έχεις να έρθεις στο δάσος μας και στην πόλη μας, Περικλή; - Πάνω από δεκαπέντε. Μικρός ερχόμουνα κάθε καλοκαίρι με τους γονείς μου. Μετά τα είκοσι οι γονείς μου αγόρασαν ένα εξοχικό κοντά στην Αθήνα και το Ξυλόκαστρο έγινε μια όμορφη ανάμνηση. Φέτος όμως αποφάσισα να έρθω για μια βδομάδα στην πόλη που πέρασα τα πιο όμορφα καλοκαίρια της ζωής μου. - Ελπίζω, παιδί μου, και στην φετινή σου σύντομη επίσκεψη στην πόλη μας να τα περάσεις εξ ίσου όμορφα. - Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά τώρα που σας προσέχω καλύτερα νομίζω ότι ξέρω ποιος είσθε. Είσθε αυτός που πριν πολλά χρόνια έκανε σέρφινγκ ξένοιαστος στη θάλασσα, τριγύριζε μόνος ή με παρέα στο πέλαγος με μια βάρκα που νομίζω την έλεγαν «Πειρατή». Επίσης πολλά απογεύματα σας θυμάμαι που τρέχατε ασταμάτητα στο δάσος. - Ναι, παιδί μου, αυτός είμαι. Αλλά τα χρόνια πέρασαν και δεν κάνω πια σέρφινγκ, ούτε τρέξιμο, παρά μόνον που και που πάω για ψάρεμα. - Σας θυμάμαι ακόμα τα μεσημέρια να ξαπλώνετε στην κουρελού σας και να διαβάζετε με τις ώρες στη σκιά των πεύκων.
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
- Το διάβασμα το κάνω ακόμα κι αυτά τα πεύκα είναι σαν το σπίτι μου. Εδώ μ̓ έφερνε με τ̓ αδέλφια μου η μακαρίτισσα η μάνα μου για μπάνιο από τότε που άρχισα να περπατάω. Αργότερα εδώ με την νεανική παλιοπαρέα απολαμβάναμε την θάλασσα, τη μουσική και ότι άλλο σκαρφιζόμαστε. Κι όταν ήρθαν οι περιπέτειες του έρωτα πολλά είδαν και άκουσαν αυτά τα θεόρατα πεύκα. - Είσθε πολύ τυχερός άνθρωπος, κ. Δημήτρη, που δεν απομακρυνθήκατε ποτέ απ̓ αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Εμένα μου έλειψε πολύ τούτο το δάσος και η ασύγκριτη παραλία του. Καταλαβαίνετε λοιπόν πώς ένοιωσα όταν μπήκα στο δάσος και ήρθα εδώ. - Σε καταλαβαίνω, Περικλή, αλλά δέχομαι μόνο το «Δημήτρης», το «κύριε» δημιουργεί μιαν απόσταση που δε μου αρέσει. - Έχετε δίκιο. Θα προσπαθήσω ν̓ αποφύγω το «κύριε». Ο ηλικιωμένος κοίταξε επίμονα τον νεαρό κι αισθάνθηκε αμέσως κάτι απροσδιόριστο και κοινό να τους συνδέει. Μερικές φορές, θέλεις από διαίσθηση, θέλεις από διάθεση της στιγμής, νοιώθουμε μιαν ταύτιση με κάποιον που μόλις γνωρίσαμε. Έτσι ένοιωσε κι ο γέροντας τούτη τη στιγμή και για ν̓ αλλάξει θέμα είπε: - Περικλή, ας μιλήσουμε λίγο και για τις δουλειές μας. Εγώ μια ζωή είμαι αγρότης. Κοντά πενήντα πέντε χρόνια καματεύω τη γη. Γἰ αυτό κι όταν το τραχύ χέρι μου έσφιγγε το απαλό και περιποιημένο δικό σου, αμέσως πέρασε απ̓ το μυαλό μου ότι τούτος ο νεαρός άλλη δουλειά κάνει, αν εργάζεται δηλαδή. - Έχεις δίκιο. Με τις χειρωνακτικές δουλειές δεν τα ̓χω καλά. Μια ζωή διαβάζω. Πτυχίο φιλολογίας, πτυχίο κοινωνιολογίας και
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Τώρα εργάζομαι ως λέκτορας στο Πανεπιστήμιο. - Παιδί μου, χαίρομαι που έχω μπροστά μου έναν πνευματικό άνθρωπο κι έναν αγωνιστή. Απεχθάνομαι τους άπραγους και τους τεμπέληδες. Και τους απεχθάνομαι διπλά, όταν προσπαθούν σαν τον κισσό να ζήσουν εις βάρος των άλλων. - Νομίζω ότι σ̓ αυτό το θέμα συμφωνούμε απόλυτα. Αλλά τώρα, που έγειρε λίγο ο ήλιος, είναι ώρα να κατέβω στην παραλία για το πρώτο μου μπάνιο. - Πήγαινε, παιδί μου. Αρκετά καθυστέρησα το μπάνιο σου. Αύριο θα ̓μαι πάλι εδώ αν δε βαριέσαι την συντροφιά μου; - Εντάξει. Το ραντεβού έκλεισε, είπε ο Περικλής, και παίρνοντας το σακίδιό του κατηφόρισε προς την παραλία. Ο κόσμος είχε πυκνώσει και οι πολύχρωμες ομπρέλες απλώνονταν παντού. Τα παιδιά ήταν στο στοιχείο τους. Ατελείωτα πλατσουρίσματα στα ρηχά και κάθε είδους παιχνίδια και διαολιές στην χρυσαφένια άμμο. Ακριβώς όπως και εκείνος, όταν ήταν μικρός στην ίδια παραλία. Εκείνη τη στιγμή ένοιωσε κάπως άβολα. Δεν είχε κάνει οικογένεια και το τσούρμο των παιδιών που τον περικύκλωνε του υπενθύμισε έντονα τούτη την έλλειψη. Ας είναι….. Με αργές κινήσεις άπλωσε στην άμμο την ψάθα του, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στη θάλασσα. Μαγεία, το νερό δροσερό και διάφανο. Το ελαφρύ αεράκι την ζάρωνε ανεπαίσθητα και της έδινε εκείνο το γαλάζιο που τόσο του άρεσε. Πόσο είχε στερηθεί τούτη την παραλία!! Τόσα χρόνια πάλευε με τα βιβλία και τους ανθρώπους και είχε ξεχάσει ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή, που
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
θα έπρεπε τουλάχιστον να τα είχε προσέξει περισσότερο. Το μακροβούτι που έκανε τον έβγαλε δέκα μέτρα βαθύτερα, εκεί που δεν πάτωνε. Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές κι άρχισε ν̓ απομακρύνεται από τη στεριά με γρήγορες απλωτές. Πολύ καιρό είχε να κολυμπήσει, αλλά τώρα βγήκε πάλι στην επιφάνεια ο δεινός κολυμβητής της νιότης του. Μόνον που η αντοχή του ήταν χάλια και αναγκάστηκε να σταματήσει. Μόλις ξεκουράστηκε, γύρισε ανάσκελα και με ήρεμο ύπτιο ξεκίνησε για την παραλία. Όταν έφτασε στα ρηχά άρχισε ένα χαλαρό επιτόπιο τροχάδην πάνω στην χρυσαφένια ψιλή άμμο, όπως παλιά. Το νερό που τον έφτανε μέχρι το λαιμό είχε εξαφανίσει το βάρος του και οι πατούσες του σήκωναν ένα μικρό συννεφάκι άμμου. Σχεδόν πέταγε. Αλλά ήξερε ότι το πρώτο μπάνιο πρέπει να είναι μικρό και η έκθεσή του στον ήλιο επίσης μικρή. Γἰ αυτό αφού πλατσούρισε για λίγο, βγήκε από τη θάλασσα και ξάπλωσε ανάσκελα στην ψάθα του. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τον ήλιο να τον χαϊδεύει και να του στεγνώνει τ̓ αρμυρό νερό. Τότε ήταν που έφαγε κατακέφαλα την μπάλα με την οποία έπαιζαν τα πιτσιρίκια δίπλα του. Άνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένος και είδε την πολύχρωμη μπάλα πάνω στην ψάθα του, κι έναν μικρό να κοιτάει και να διστάζει να την πάρει. - Γιώργο, πες συγνώμη στον κύριο, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω του. - Συγνώμη, κύριε, είπε ο μικρός και πλησιάζοντας δειλά - δειλά άρπαξε την μπάλα κι εξαφανίστηκε. Ο Περικλής πάγωσε. Η φωνή τού ήταν πολύ γνώριμη. Γύρισε σαστισμένος και κοίταξε προς την ομπρέλα που ήταν πίσω του. Ναι, ήταν εκείνη. Το κορίτσι που είχε ερωτευτεί στα νιάτα του. Τότε που
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
ανέμελα περνούσε τα καλοκαίρια του στο Ξυλόκαστρο. Η νεαρή γυναίκα καθόταν στη σκιά της ομπρέλας και τον κοιτούσε επίμονα. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τον είχε αναγνωρίσει. Δίπλα της είχε ξαπλώσει ένας άγνωστος, που μάλλον θα ήταν ο άντρας της. Όλα τα περίμενε, αλλά τέτοια συνάντηση δε την είχε βάλει με το μυαλό του. Λίγα μέτρα πίσω του να κάθεται το κορίτσι με το οποίο πολλά χρόνια πριν απολάμβαναν μαζί τα μπάνια τους, βολτάριζαν στο δάσος, και τις φεγγαρόλουστες νύχτες κυλιόντουσαν γεμάτοι έρωτα στην αμμουδιά. Νόμιζαν τότε ότι ο κόσμος όλος ήταν δικός τους. Αλλά υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Το πεπρωμένο άλλα είχε αποφασίσει γἰ αυτούς. Η επιτυχία του Περικλή στο Πανεπιστήμιο τους απομάκρυνε πολύ. Διαφορετικές πόλεις, απόσταση μεγάλη, νέες παρέες, καινούργια ενδιαφέροντα, εγωισμοί έκοψαν το σκοινί που τους ένωνε. Αλλά πάνω απ̓ όλα ήταν η νεανική του προσδοκία ότι η ζωή θα έφερνε μπροστά τους τον μεγάλο «έρωτα», ο οποίος μονομιάς θα έσβηνε κάθε προηγούμενον. Για τον Περικλή όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι. Όσες σχέσεις κι αν έκανε πάντα του άφηναν μιαν πικρή γεύση στο τέλος. Κάθε απογοήτευση δυνάμωνε την εικόνα του κοριτσιού, που τώρα, ώριμη κυρία πια, κάθεται πίσω του. Ίσως υποσυνείδητα γἰ αυτό διάλεξε αυτό τον τόπο για τις διακοπές του. Ίσως μέσα του να είχε την κρυφή επιθυμία να ξαναδεί αυτό το κορίτσι. Επιφανειακά είχε πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν αυτό το κίνητρο. Αλλά να, η θεά τύχη του έκανε το χατίρι και τον αναστάτωσε για τα καλά. Τώρα κατάλαβε τι σημαίνει να νοιώθεις την αξία αυτού που έχασες, ενώ, όταν ήταν δίπλα σου, να το έχεις υπεροπτικά υποτιμήσει. Μόνο, που τώρα ένοιωθε πολύ στενόχωρα ξαπλωμένος
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
μπροστά της μόνος κι έρημος, ενώ αυτή να χαίρεται τον ήλιο και τη θάλασσα με τον άντρα της και το παιδί της. Ας είναι.. Τουλάχιστον αυτή τα κατάφερε στη ζωή της. Αυτά περνούσαν απ̓ το μυαλό του, όταν άκουσε και πάλι τη γνώριμη φωνή. - Έλα, Γιώργο, είναι ώρα να φύγουμε. - Σε λίγο, μαμά, να τελειώσουμε το παιχνίδι. Πέρασαν λίγα λεπτά και άκουσε βήματα στα χαλίκια, που στάθηκαν ακριβώς δίπλα του και λίγο πίσω. Κατάλαβε ποιος ήταν αλλά δεν τόλμησε να κοιτάξει. Καθόταν εκεί ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα μαύρα γυαλιά στα μάτια του κι ένοιωθε τόσο αδύναμος μπροστά της. Εκείνη την ώρα πέρασε ο μικρός τρέχοντας δίπλα του. - Μαμά, έλα να με σκουπίσεις. - Θα σε σκουπίσει ο μπαμπάς, και κατεβάζοντας τον τόνο της φωνής είπε χαμηλόφωνα: - Θα μπορούσε να είναι δικός μας. Τα βήματα απομακρύνθηκαν και ο Περικλής έμεινε σύξυλος στην άμμο. Τέτοια ψυχρολουσία δεν την φανταζόταν ποτέ. Είχε ακούσει για τη γυναικεία εκδικητικότητα, αλλά τέτοια μαχαιριά δεν το περίμενε. Τώρα ήταν που σάστισε εντελώς. Οι θαμμένες αναμνήσεις βγήκαν όλες μαζί στην επιφάνεια κι έστησαν έναν τρελό χορό γύρω του. Κάθισε αρκετή ώρα ακίνητος μέχρι που άκουσε να φεύγουν κάποιοι από πίσω του. Τότε μόνο σηκώθηκε και γύρισε να κοιτάξει. Πράγματι ο χώρος πίσω ήταν άδειος. Μάζεψε τα πράγματά του άρον - άρον κι έφυγε σαν κυνηγημένος. Πήρε τον χωμάτινο δρόμο μέσα από το δάσος και με πολύ κακή διάθεση έφτασε στο ξενοδοχείο του. Η καρδιά του ήταν πολύ βαριά.
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
Νόμιζε ότι τα χρόνια είχαν σβήσει το παρελθόν. Αλλά να, που τώρα ορθώθηκε απρόσμενα μπροστά του και του θύμισε με σαδιστικό τρόπο εκείνο που ήθελε να ξεχάσει. Οι σκέψεις του πολλές και μπερδεμένες. Τι να κάνει; Μήπως θα ήταν καλύτερα να φύγει από την πόλη αμέσως; Ήταν κι αυτό μια λύση. Αλλά την απέρριψε. Όχι, δε θα έφευγε. Ούτε δειλός ήταν, ούτε τον γέροντα θ̓ άφηνε την άλλη μέρα να τον περιμένει μάταια. Το κρύο μπάνιο τον συνέφερε λίγο και ξάπλωσε να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει. Με τα μάτια ανοιχτά παρακολουθούσε από την μπαλκονόπορτα το φως της μέρας να χάνεται και το σκοτάδι ν̓ απλώνεται παντού. Τότε μόνον αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ετοιμαστεί και να κατέβει για τη βραδινή του βόλτα στον παραλιακό δρόμο. Τούτος ο δρόμος, ο οποίος τα βράδια μάζευε όλη την κίνηση του καλοκαιριού, είχε πολύ αλλάξει. Νέος πεζόδρομος, νέα δέντρα, καινούργια μαγαζιά και άγνωστοι άνθρωποι που περπατούσαν χαλαρά. Η θαλάσσια αύρα έφερνε τη δροσιά και την ηρεμία σ̓ όλο το μήκος του. Περπάτησε για λίγο μέχρι να βρει ένα παλιό ταβερνάκι που θυμόταν από παλιά. Ευτυχώς αυτό δεν είχε αλλάξει. Τα ίδια τραπέζια, με τα ίδια καρό τραπεζομάντηλα, τις ίδιες καρέκλες και τους ίδιους ιδιοκτήτες. Διάλεξε ένα μικρό τραπέζι με δύο καρέκλες και κάθισε. Τα θαλασσινά ήταν υπέροχα και το κρασί ακόμα καλύτερο. Πόσο του έλειψαν αυτές οι μαγικές βραδιές; Καθόταν εκεί και κοιτούσε τον κόσμο να περνάει, αλλά οι σκέψεις του ήταν αλλού. Και όμως αυτό το απλανές βλέμμα την αναγνώρισε αμέσως ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Ψηλή, όμορφη, μέσα στο κίτρινο φόρεμά της, με τα μαλλιά να πέφτουν χείμαρρος στους ώμους τού φάνηκε αληθινή θεά της
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
ομορφιάς. Κρατούσε από το χέρι το παιδάκι που είδε στην παραλία και δίπλα της αυτός ο άγνωστος. Η καρδιά του ταρακουνήθηκε. Τώρα τουλάχιστον κρυμμένος μέσα σε τόσο κόσμο μπορούσε να κοιτάζει και να θαυμάζει τη φινέτσα και την ομορφιά της ξέγνοιαστος. Το αλάνθαστο γυναικείο ένστικτο όμως τον διέψευσε. Η γυναίκα γύρισε απότομα το κεφάλι της προς την ταβέρνα και η ματιά της συνάντησε αμέσως την δικιά του. Τώρα όμως δεν πανικοβλήθηκε. Συνέχισε να την κοιτάζει με επιμονή, αλλά και αυτή έκανε το ίδιο μέχρι που προσπέρασε. Η διάθεσή του έφτιαξε αμέσως. Αυτή η επίμονη ματιά της τον διαβεβαίωσε ότι δεν ήταν κάποιος αδιάφορος από το παρελθόν της. Άραγε τι να σκεφτόταν γἰ αυτόν μετά από τόσα χρόνια; Υπήρχαν ακόμα αισθήματα γἰ αυτόν; Κι αν υπήρχε κάτι, τι σημασία μπορεί να είχε, αφού είχε φτιάξει την ζωή της με άλλον; Βασανιστικά ερωτήματα που ήταν βέβαιο ότι θα τον ταλαιπωρούσαν όλη τη νύχτα. Ένοιωθε όμως ανάλαφρος, γιατί βρέθηκε τόσο κοντά στην μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά και απέσπασε τουλάχιστον τη ματιά της. Η νύχτα ήταν υπέροχη και ο Περικλής, αφού ολοκλήρωσε το γεύμα του, έκανε έναν μεγάλο περίπατο μέχρι το λιμάνι. Εκεί τριγύρισε αρκετά χαζεύοντας τα σκάφη μέχρι που αποφάσισε περασμένα μεσάνυχτα πια να γυρίσει στο ξενοδοχείο του.
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ήλιος είχε σηκωθεί πολύ ψηλά, όταν ο Περικλής σηκώθηκε από το κρεβάτι. Όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι και μόνον τις πρωινές ώρες, αποκαμωμένος πια, έπεσε σε λήθαργο σχεδόν. Το πρωινό και το μεσημέρι το πέρασε χουζουρεύοντας στο δωμάτιό του περιμένοντας ανυπόμονα το απογευματινό μπάνιο. Το μπάνιο βέβαια είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Εκείνο που τον έκανε ανυπόμονο ήταν το ραντεβού του με τον γέροντα και το άλλο, το πιθανό ραντεβού στην παραλία. Κοντά στις τέσσερις ετοίμασε την τσάντα του και πήρε το πεζοδρόμιο πλάι στον πευκιά. Περπάτησε χαλαρά την απόσταση μέχρι να φτάσει στη νέα πόρτα, την οποία είχαν τελειώσει σχεδόν οι τεχνίτες. Η πύλη ήταν έτοιμη για το κοινό. Απέναντι υπήρχε το μεγάλο παρκινγκ του κέντρου υγείας και από ̓δω ήταν εύκολο να
Επιστροφή στο Ελληνικό Φως
φτάσει κανείς στην παραλία. Δε δίστασε καθόλου. Διέσχισε την ωραία πέτρινη πύλη και μπήκε στο δάσος. Εδώ όμως δεν υπήρχε πατημένος δρόμος και ο χώρος ήταν γεμάτος μικρά πευκάκια. Προχώρησε με προσοχή ανάμεσά τους και σε πενήντα μέτρα βγήκε ακριβώς στο σημείο που τον περίμενε ο γέροντας. Όταν τον είδε η ευχαρίστησή του ήταν ολοφάνερη. - Καλώς τον Περικλή. Σε βλέπω να έρχεσαι μέσα από τα πευκάκια. Πώς κι έτσι;
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΕΔΩ…