Αναμεσά στην Αλθαία και τον Ελλέβορο – Κιλήμαντζος Στυλιανός

Page 1

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

#1 Δεν τον ενοχλούσε η νερωμένη μπύρα. Ούτε η κάπνα που έκανε την αίθουσα αποπνικτική. Δεν έδινε σημασία στις φαγωμένες από τους τερμίτες σανίδες που έτριζαν ενοχλητικά ή στη μύγα που επέπλεε στη σούπα του διπλανού του. Όλα αυτά μπορούσε να τα σπρώξει στα βάθη του μυαλού του και να φτάσει στο σημείο να μην τα αντιλαμβάνεται καν. Άλλωστε αυτή η ικανότητα αποτελούσε κομμάτι της εκπαίδευσής του. Αυτό που του ήταν αδύνατον όμως να αντέξει ήταν η δυσωδία της ανθρώπινης παρουσίας. Ο συνωστισμός τόσων κορμιών σε έναν τόσο μικρό χώρο. Και δεν τον πείραζε μόνο στο πανδοχείο, όπου είχε περάσει την τελευταία μισή ώρα, αλλά και στους πολύβουους δρόμους της Τύοναν, της θερινιακής μητρόπολης. Σαν φωλιά μυρμηγκιών η πρωτεύουσα άνοιγε την αγκαλιά της σε χιλιάδες από τα θορυβώδη αυτά δίποδα πλάσματα, αφήνοντάς τα να κατακλύσουν κάθε οδό και σοκάκι, καθώς έτρεχαν αμέριμνοι στις καθημερινές τους υποχρεώσεις, σκουντώντας, βρίζοντας και ρίχνοντας ακόμα και στο έδαφος τούς ομοίους τους. Η μετακίνηση σε αυτές τις συνθήκες ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο για εκείνον, αφού κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με έναν άνθρωπο, ένιωθε τη ραχοκοκαλιά του να τρέμει ολόκληρη. Προσπαθούσε να θυμίζει στον εαυτό του ότι και εκείνος κάποτε ήταν άνθρωπος. Είχαν όμως περάσει πολλά χρόνια από τότε και άλλωστε δεν είχε ζήσει ποτέ σε πόλη ώστε να συναναστραφεί μαζί τους. Όλη του σχεδόν τη ζωή την είχε περάσει στο μοναστήρι και μέχρι πριν από δύο χρόνια η μόνη πραγματικότητα που γνώριζε ήταν ο μικρός εκείνος κόσμος, αποκομμένος με ένα τείχος από την ασχήμια


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

της υπόλοιπης πραγματικότητας. Το καθήκον όμως τον είχε αναγκάσει να φύγει από εκείνο το καταφύγιο και να αφήσει πίσω του την αγνότητα και την αθωότητα, προκειμένου να οπλιστεί για να αντιμετωπίσει την αδίστακτη και πονηρή ανθρωπότητα. Ο διδάχος του τού είχε πει ότι θα έπρεπε να αισθάνεται τιμή, γιατί χρόνια είχε να στείλει η αδελφότητα κάποιον πέρα από την πύλη του ιερού τους χώρου. Όσο όμως περνούσε ο χρόνος, δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να αισθανθεί τιμημένος και να επικεντρωθεί στο ιερό του καθήκον. Ένα λιγδιασμένο χέρι που προσγειώθηκε με δύναμη στον ώμο του, δε βοήθησε καθόλου στο να βελτιωθεί η διάθεσή του. “Φίλε μου, θα σκάσεις με τα γάντια και την κουκούλα. Έξω έχει λιακάδα”. Ήταν ο πληροφοριοδότης του, με τον οποίον είχαν κανονίσει συνάντηση στην οποία είχε καθυστερήσει αδικαιολόγητα πολύ. Στράφηκε προς τον άντρα κρύβοντας τη δυσαρέσκειά του και χρησιμοποιώντας το συνηθισμένο του ψέμα, δικαιολόγησε την αμφίεσή του. “Έχω ευαισθησία στον ήλιο και δεν πρέπει να εκτίθεμαι στις ακτίνες του”. Ο πληροφοριοδότης του τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. “Δεν πρέπει να με βλέπει ο ήλιος!!!” φώναξε πάνω από τον αχό της ταβέρνας. Το πρόσωπο του άλλου άντρα φωτίστηκε από κατανόηση. “Εντάξει. Πάμε τότε. Έχω να σου δείξω κάτι που μάλλον θα σε ενδιαφέρει”. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος για τη δήλωση του συνεργάτη του, καθώς τον είχε ήδη απογοητεύσει τρεις φορές με τα ευρήματά του, κάτι που καταδείκνυε τη βιασύνη του να πάρει την αμοιβή και να ξεμπερδεύει με το μυστηριώδη πελάτη του. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του με το τσιράκι που είχε επιλέξει και είχε αποφασίσει πως εκείνη θα ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Αν και εκείνη η ημέρα αποδεικνυόταν χάσιμο χρόνου, θα έψαχνε αλλού για στοιχεία. Βγαίνοντας από την ταβέρνα, κάλυψε το στόμα του για να προστατευτεί από τη σκόνη του δρόμου. Ακολούθησε τον πληροφοριοδότη μέσα από ένα λαβύρινθο ανθρώπων, κάρων, αλόγων και λοιπών υποζυγίων. Στο βάθος δέσποζαν τα καινούργια τείχη της Τύοναν, εντυπωσιακά και θεωρητικά απόρθητα. Για την ανέγερσή τους, που αποτελούσε προσωπική δέσμευση του βασιλιά Νέγουεν, είχαν έρθει αρχιτέκτονες και εργάτες από όλον τον κόσμο. Το κόστος είχε φανεί και στην αύξηση της φορολογίας. Λίγοι όμως δυσανασχετούσαν, καθώς οι μνήμες από τα γεγονότα δύο χρόνια πριν, ήταν ακόμα νωπές. Στη μάχη ανάμεσα σε ευγενείς και Βασιλιά, οι αδύναμοι που είχαν βρεθεί


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

στη μέση είχαν πληρώσει το ακριβότερο τίμημα. Προτιμούσαν λοιπόν τη σταθερότητα του Νέγουεν παρά τα όποια ελαττώματά του. Η σταθερή εξουσία χρειαζόταν και ένα προπύργιο που θα την προστάτευε τόσο από τους εξωτερικούς όσο και από τους εγχώριους εχθρούς. Μπήκαν στα στενά σοκάκια αφήνοντας πίσω την κεντρική λεωφόρο. Πλέον κάλυπτε το στόμα και τη μύτη του, όχι από τη σκόνη αλλά από τη δυσωδία των σκουπιδιών από σπίτια και καταστήματα. Ο πληροφοριοδότης δε φαινόταν να έχει τόσο ευαίσθητη όσφρηση ή απλά είχε συνηθίσει τη ζωή στη μεγαλούπολη και τα χαρακτηριστικά της. Προχωρούσε απτόητος και ζωηρός, οδηγώντας τον πελάτη του στο μυστηριώδες εύρημα, για το οποίο δε θέλησε να μιλήσει στην ταβέρνα. Οι μαγαζάτορες είχαν στήσει τραπεζάκια και έπαιζαν χαρτιά και άλλα τυχερά παίγνια, ενώ διάφορα τετράποδα μάλωναν για μια μπουκιά από τα απορρίμματα των ταβερνών. Σε ένα οίκημα είδε άντρες να απαντούν στα καλέσματα ισχνά ντυμένων κοριτσιών, ενώ μέσα από τους τοίχους ακούγονταν ήχοι τούς οποίους δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει με σιγουριά ως έκφραση πόνου ή κάποιας άλλης αίσθησης. Παρατηρούσε διαφόρων ειδών δοσοληψίες που υποτίθεται πως γίνονταν μυστικά, αλλά στο δικό του υπερφυσικά ανεπτυγμένο βλέμμα ήταν ολοφάνερες. Τα ερεθίσματα πλημμύριζαν το οπτικό του πεδίο και του αποσπούσαν την προσοχή από τον πληροφοριοδότη του, ο οποίος επέμενε να προχωράει με βήμα ταχύ, χωρίς να τον περιμένει. Η διαδρομή τους όμως είχε τέλος μέσα από το λαβύρινθο των μυριάδων εικόνων και αυτό ήταν μια ετοιμόρροπη πόρτα ενός καταστήματος που μύριζε σαν σφαγείο. Ο πληροφοριοδότης άνοιξε και άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά προς ένα υπόγειο στο οποίο δεν έφτανε το φως της ημέρας. Μόνο ένας πυρσός βελτίωνε την ορατότητα των κοινών θνητών στο χώρο. Αλλά για τον κουκουλοφόρο άντρα ήταν υπεραρκετό. Ο χώρος χρησίμευε στην αποθήκευση κρεάτων και ήταν γεμάτος από σφαχτά που κρέμονταν από τσιγκέλια, ενώ παντού υπήρχαν κομμάτια πάγου για τη συντήρηση του εμπορεύματος. Ένας χοντρός άντρας με ματωμένη ποδιά τούς περίμενε κρατώντας έναν μπαλτά. Κοίταξε τον κουκουλοφόρο με καχυποψία και πέταξε μια φορά τον μπαλτά στον αέρα για να τον ξαναπιάσει, σε μια αποτυχημένη κίνηση εντυπωσιασμού. “Πες του να βγάλει την κουκούλα” είπε στον πληροφοριοδότη.


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

Εκείνος κάτι γύρισε να πει αλλά ο κουκουλοφόρος τον έκοψε και απευθύνθηκε στο χασάπη. “Δε χρειάζεται να δεις το πρόσωπό μου. Απλά πες τι ξέρεις και θα πληρωθείς”. Ο χασάπης τον κάρφωσε με το βλέμμα του και έσφιξε τον μπαλτά. Ο κουκουλοφόρος δεν πτοήθηκε ενώ ο πληροφοριοδότης ίδρωνε έντονα φοβούμενος ότι θα στράβωνε η συμφωνία. Τελικά ο χασάπης το ξανασκέφτηκε. “Το πτώμα που ψάχνεις δεν είναι πια εδώ. Το έδειχνα στους περίεργους που μου τα έσκαγαν για να δουν κάτι πιο εξωτικό και το είχα καλοδιατηρημένο κιόλας. Ο πάγος εδώ κάτω βοήθησε. Δυστυχώς όμως κάποιοι ζήλεψαν και ήθελαν να κάνουν και αυτοί την τύχη τους. Έτσι μου επιτέθηκαν ένα βράδυ, μου πήραν τα κλειδιά και κατέβηκαν στο υπόγειο. Το πτώμα έκανε φτερά και αυτοί οι δύο έχουν χαθεί από προσώπου γης”. “Τι μπορείς να μου πεις για αυτούς; Κάποιο χαρακτηριστικό;”. “Βρώμαγαν ψόφιο δέρμα. Βάζω στοίχημα ότι ήταν βυρσοδέψες. Είχα πάει στα βυρσοδεψεία που είναι στη Φέργκα για να τους ψάξω, αλλά φαίνεται ότι έπιασαν την καλή με το πτώμα και εξαφανίστηκαν. Δεν ξέρω τίποτα άλλο. Πλήρωνε τώρα”. “Δεν μπορείς να περιγράψεις πώς ήταν εξωτερικά;” επέμεινε ο κουκουλοφόρος προκαλώντας τη δυσφορία του χασάπη. “Ήταν σκοτεινά και δε φαίνονταν καλά. Σου είπα ό,τι ξέρω. Τι άλλο θες πια;” Τα στοιχεία ήταν ελάχιστα αλλά παρόλα αυτά ο κουκουλοφόρος πλήρωσε τους δύο άντρες. Έβαλε το χέρι του σε μια από τις πτυχές του μανδύα του και έβγαλε ένα πουγκί με νομίσματα, βλέποντας το χασάπη να τεντώνεται φοβούμενος ότι πήγαινε να αρπάξει κάποιο όπλο. Όταν άκουσε το κουδούνισμα του περιεχομένου, οι μύες των χεριών και του λαιμού του χαλάρωσαν αισθητά. Φεύγοντας, τους άκουσε να κανονίζουν τη μοιρασιά με τον καθένα να θεωρεί ότι είχε προσφέρει περισσότερα στην υπόθεση και άρα δικαιούτο μεγαλύτερο μερίδιο. Βγήκε έξω στα σοκάκια έχοντας πλέον έναν προορισμό. Αυτό το στοιχείο αποτελούσε μια σημαντική βελτίωση, καθώς μερικές μέρες πριν, όταν πρωτοήρθε στην πόλη, δεν είχε ιδέα από πού να ξεκινήσει. Περιφερόταν στους δρόμους σαν χαμένος, προσπαθώντας να χωνέψει όλες αυτές τις πρωτόγνωρες εμπειρίες, μέχρι που τον


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

είχε πλησιάσει από μόνος του ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει ο πληροφοριοδότης του. Ήταν σίγουρος πως στην αρχή ήθελε απλά να τον ληστέψει. Η εμφάνισή του όμως και η περίεργη συμπεριφορά του μάλλον τον τρόμαξαν και το ξανασκέφτηκε. Αποφάσισε τελικά να βοηθήσει τον κουκουλοφόρο με το αζημίωτο φυσικά. Ο μικρός αυτός απατεώνας δεν το γνώριζε, αλλά η τελική του αυτή απόφαση τού είχε σώσει και τη ζωή. Αν επιχειρούσε να επιτεθεί στον κουκουλοφόρο, τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ άσχημα για εκείνον. Ο κουκουλοφόρος συμβουλεύτηκε το χάρτη του για να βρει την πόλη με το όνομα Φέργκα. Ήταν μια παραθαλάσσια περιοχή όπου οι βυρσοδέψες προμηθεύονταν το νερό και το αλάτι που ήταν τόσο απαραίτητα για την τέχνη τους, ενώ κοντά στην περιοχή υπήρχε και δάσος από όπου έκοβαν τα δέντρα για το φλοιό του πεύκου και για τα βελανίδια, που χρησίμευαν στη βαφή των δερμάτων. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως της περιοχής ήταν ότι εκεί βρισκόταν το Αρχηγείο του Στόλου. Ενός στόλου ένδοξου που είχε πετύχει πριν δύο χρόνια σπουδαίες νίκες κατά των πειρατών και που είχε αποκρούσει την άνανδρη επίθεση των Σεντουίνων με μεγάλες όμως απώλειες. Σύμφωνα πάντως με τα όσα είχε ακούσει στους δρόμους και στα καπηλειά, ο στόλος είχε δημιουργηθεί εκ νέου, ακόμα πιο μεγαλεπήβολος και σύντομα τα καινούργια σκαριά θα έπλεαν για να πνίξουν στο αίμα και τη φωτιά τις ακτές των Σεντουίνων, δείχνοντας ότι όποιος επιτίθεται στη Θερίνια δε μένει ατιμώρητος. Οι κάτοικοι της Τύοναν μιλούσαν με θαυμασμό για τον πρίγκιπα Αθίριλ, Αρχηγό του Στόλου και αδελφό του βασιλιά Νέγουεν. Πολλοί πίστευαν ότι εκείνος θα έπρεπε να κάθεται στο θρόνο, ενώ άλλοι θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερο να βρίσκεται επικεφαλής της εκστρατείας που θα ταπείνωνε τους εχθρούς της χώρας. Ο κουκουλοφόρος θα μπορούσε να περπατήσει μέχρι εκεί χωρίς να σταματήσει για ξεκούραση ή για ύπνο, φτάνοντας έτσι σε μερικές ημέρες. Δεν κινδύνευε εξάλλου από εξάντληση. Όμως ήθελε να κινηθεί γρήγορα, γνωρίζοντας ότι ήδη είχε χάσει πολύτιμο χρόνο και φοβούμενος ότι δε θα έβρισκε ούτε εκείνος κάποιο στοιχείο, όπως είχε συμβεί με το χασάπη. Αγόρασε λοιπόν ένα άλογο και έσπευσε να φτάσει κοντά στο μοναδικό του ίχνος. Κάλπασε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν οι δυνάμεις του αλόγου του. Μπορεί εκείνος να μη χρειαζόταν ξεκούραση, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για το ζωντανό. Τα βράδια αναγκαζόταν να το ξεκουράζει


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

αφού έτσι και αλλιώς η κίνηση στο σκοτάδι θα ήταν επικίνδυνη. Όσα σε εκείνον φαίνονταν πεντακάθαρα μετά τη δύση του ήλιου, ήταν απλά σκιές για τον ταλαιπωρημένο ίππο. Χρειαζόταν επίσης διαλείμματα για να το ταΐζει σανό και να του δίνει νερό για να ξεδιψάσει. Η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για ένα καταπληκτικό πλάσμα, με γρήγορο καλπασμό και υπάκουο στις υποδείξεις του αναβάτη. Όμως ο κουκουλοφόρος δεν μπορούσε να εκτιμήσει αυτά τα προταιρήματα, γιατί η αγωνία του πως θα έφτανε πολύ αργά στη Φέργκα μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Μετά από μερικές μέρες όμως η οξυμένη όσφρησή του εντόπισε θαλασσινό νερό και σύντομα είδε τα πρώτα σπίτια της μικρής σε έκταση αλλά τεράστιας σε στρατηγική σημασία Φέργκα. Κατευθύνθηκε προς το λιμάνι που σύμφωνα με όσα είχε ακούσει θα έσφυζε από ζωή. Εκεί θα ρωτούσε για τα βυρσοδεψεία και ίσως αντλούσε και άλλες πληροφορίες. Όσο πλησίαζε προς τα εκεί το πλήθος πύκνωνε και σύντομα αναγκάστηκε να αφιππεύσει, να δέσει το ανακουφισμένο για τη στάση άλογο και να συνεχίσει πεζός. Η αγορά του λιμανιού ήταν γεμάτη από ψαράδες και εμπόρους ειδών αλιείας ενώ οι υποψήφιοι πελάτες δεν έλειπαν, κινούμενοι από πάγκο σε πάγκο αναζητώντας τις καλύτερες ευκαιρίες. Πολλοί ήταν καινούργιοι κάτοικοι οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα τα τελευταία χρόνια της μεγάλης άνθησης. Δίχτυα, καλάμια, αγκίστρια και όλων των ειδών τα θαλασσινά γέμισαν το οπτικό του πεδίο, ενώ σε ορισμένα σημεία η μυρωδιά τού φαινόταν ανυπόφορη. Η στρατιωτική παρουσία ήταν και αυτή έντονη με περιπόλους να ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, με τον επικεφαλής να σαρώνει διερευνητικά το χώρο. Προχωρώντας εντόπισε και τα πλοία τα οποία είχαν γεμίσει τον κόλπο, ενώ πολλά διακρίνονταν ακόμα πιο μακριά. Το θέαμα ήταν επιβλητικό και ερχόταν να προστεθεί στις μυριάδες νέες συγκινήσεις που είχε ζήσει από τη μέρα που πέρασε την πύλη του μοναστηριού για να βγει για πρώτη φορά στη ζωή του στον έξω κόσμο, πολύ περισσότερο φοβισμένος από ό,τι περίεργος. Το καθήκον όμως ξεπερνούσε τον οποιονδήποτε φόβο. Αυτός ήταν άλλωστε ο όρκος που είχε δώσει. Ένα σούσουρο που ξεσηκώθηκε από το πλήθος γύρω του τον έκανε να αποτραβήξει το βλέμμα από τα καράβια και να κοιτάξει πίσω του. Δε χρειάστηκε παρά μόνο μια στιγμή για να εντοπίσει το λόγο της αναστάτωσης, αφού καβάλα σε ένα μεγαλοπρεπές άτι που θα έκανε το δικό του άλογο να ντρέπεται, διερχόταν ένας εντυπωσιακός


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

πολεμιστής με αστραφτερή πανοπλία, σπαθιά και παράσημα. Τα μακριά ξανθά μαλλιά του ανέμιζαν από τη θαλασσινή αύρα και το αυστηρό του πρόσωπο συνόδευαν ουλές, που αντί να μειώνουν το παράστημά του τον καθιστούσαν ακόμα πιο επιβλητικό. Ακόμα και αν οι γύρω του δεν ψιθύριζαν εκστασιασμένοι το όνομά του, ο κουκουλοφόρος θα καταλάβαινε ότι ο άντρας δεν ήταν άλλος από τον ήρωα της Θερίνια, τον πρίγκιπα Αθίριλ. Κατευθύνθηκε προς το κτίριο που στεγαζόταν το διοικητήριο και μετά από λίγο χάθηκε, αφήνοντας τον κόσμο να επιστρέψει στις δουλειές του. Ο κουκουλοφόρος ρώτησε έναν ψαρά για τα βυρσοδεψεία και εκείνος αφού προσπάθησε να του πουλήσει έναν μπακαλιάρο, τελικά παραιτήθηκε και του έδειξε ενοχλημένος προς τα πού θα έπρεπε να κατευθυνθεί. Ήταν έξω από την πόλη σε μια απόμερη παραλία, σε έναν ξεχωριστό οικισμό αποτελούμενο από πέτρινες οικίες και εργαστήρια. Φτάνοντας διέκρινε δεκάδες απλωμένα και αλατισμένα δέρματα και τους επαγγελματίες της περιοχής να εργάζονται άοκνα, χωρίς να του δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Άρχισε να ρωτάει έναν-έναν τους άντρες και τις γυναίκες που συναντούσε, δίνοντας περιγραφή των δύο αντρών που αναζητούσε, τονίζοντας ακόμα και τη λεπτομέρεια ότι μπορεί να μετέφεραν κάποια στιγμή ένα μεγάλο σάκο. Οι περισσότεροι όμως ήταν απρόθυμοι να τον ενημερώσουν, ενώ καταλάβαινε ότι ήξεραν για ποιους μιλούσε. Αφού δεν είχε τύχη με τους ενήλικες πλησίασε μια παρέα παιδιών που έπαιζαν στην αμμουδιά. Χρησιμοποιούσαν κλαδιά δέντρων για σπαθιά και πολεμούσαν με ζέση εναντίον φανταστικών πειρατών. Τους έπιασε την κουβέντα και τον ενημέρωσαν με περηφάνια ότι είχαν λάβει μέρος και εκείνα στη μάχη της Φέργκα εναντίον των Σεντουίνων και μάλιστα είχαν σκοτώσει έναν από τους εχθρούς που προσπαθούσε να διαφύγει. Ο κουκουλοφόρος προσποιήθηκε ενδιαφέρον για να τα κάνει να του ανοιχτούν περισσότερο. Σύντομα η γλώσσα των πιτσιρικάδων λύθηκε και μπόρεσε να εισάγει προσεκτικά μέσα στην κουβέντα τα ερωτήματα που τον έκαιγαν. Υπήρχαν δύο αδέρφια τα οποία όποτε τους επέτρεπαν οι υποχρεώσεις τους και το πουγκί τους, πήγαιναν στην Τύοναν για διασκεδάσεις που δεν έβρισκε κανείς στην επαρχιακή Φέργκα. Μια μέρα όμως έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Κάποια στιγμή είχε έρθει άλλος ένας άντρας και ρώταγε για αυτούς. Δίχως άλλο επρόκειτο για το χασάπη, ο


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

οποίος προσπαθούσε να ανακτήσει το πτώμα το οποίο του είχε αποφέρει τόσα έσοδα. Οι δύο άντρες είχαν μια αδελφή η οποία ζούσε στην Τύοναν παντρεμένη με ένα μεγαλέμπορο. Συνήθιζε να τους φιλοξενεί στο σπίτι του συζύγου της. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα που δεν είχε μοιάσει σε τίποτα στα αδέρφια της. Οι γυναίκες του οικισμού έλεγαν συχνά, την ώρα του κουτσομπολιού, ότι με το γάμο εκείνο είχε ξεφύγει από μια ζωή ανάμεσα σε δύο αγροίκους. Οι ανθρώπινες σχέσεις άφηναν παγερά αδιάφορο τον κουκουλοφόρο, όμως ανεχόταν την παιδική φλυαρία γιατί το κουτσομπολιό ήταν διανθισμένο με πολύτιμες πληροφορίες. Συγκράτησε το όνομα και την περιγραφή της αδελφής και σχεδίαζε την επιστροφή του στην Τύοναν. Μόλις έφτανε εκεί θα ξεκινούσε την αναζήτηση στη συνοικία των εμπόρων και κρυφακούγοντας τους κατοίκους που ποτέ δεν έπαυαν να σχολιάζουν, άλλοτε με φθόνο και άλλοτε με αποδοκιμασία τούς συνανθρώπους τους, θα ανακάλυπτε την οικία στην οποία φιλοξενούνταν οι δύο κλέφτες, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε είτε τους ίδιους είτε κάποιο στοιχείο. Έδωσε μερικά νομίσματα στους πρόθυμους πληροφοριοδότες και αυτοί γούρλωσαν τα μάτια, μην έχοντας ξαναδεί τόσα λεφτά στη ζωή τους. Τους άφησε να κάνουν σχέδια για το τι θα έκαναν με την ουρανοκατέβατη περιουσία τους και κατευθύνθηκε και πάλι προς την αγορά. Το άλογο θα έπρεπε να ξεκουραστεί ένα βράδυ, όμως εκείνος δε θα άντεχε να περάσει πάλι τόσες ώρες περιτριγυρισμένος από ανθρώπους σε ένα πανδοχείο. Προτίμησε λοιπόν για διανυκτέρευση το κοντινό δάσος με τις βελανιδιές. Εκεί βρήκε ησυχία για τον ίδιο και νερό και βοσκή για το ζωντανό. Ανάμεσα στα δέντρα, το θρόισμα των φύλλων και τους ήχους των ζώων, χαλάρωσε αρκετά ώστε το μυαλό του να ταξιδέψει στο παρελθόν, όταν ο διδάχος του τον έπαιρνε μαζί του στο δάσος και του μάθαινε τους καρπούς των δέντρων και τα άνθη. Τον δίδασκε ποια είναι δηλητηριώδη και ποια γιατρεύουν το ανθρώπινο σώμα ή το ενδυναμώνουν προλαμβάνοντας τις ασθένειες. Αργότερα του έμαθε και άλλα πιο σπάνια δώρα της γης, που ο περισσότερος κόσμος δεν τα ξέρει και στα οποία οφείλονταν εν μέρει οι δυνάμεις του. Τότε ήταν ακόμα ένα νεαρό αγόρι, αδύναμο και απαίδευτο, πριν ακόμα το δέρμα του γίνει ιώδες και τα μάτια του κίτρινα. Πριν ακόμα γνωρίσει θαύματα και μυστικές μεθόδους που ούτε τις φανταζόταν. Η αυστηρή του εκπαίδευση όμως δεν του επέτρεπε να αναπολεί για πολλή ώρα. Πήρε στάση περισυλλογής και άρχισε να οργανώνει τις κινήσεις του για τη στιγμή που θα επέστρεφε στην Τύοναν.


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΘΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΕΒΟΡΟ

********** Ο άντρας της ποτέ δεν ήταν άνθρωπος που της αποκάλυπτε λεπτομέρειες για τις δουλειές του. Ήταν παλαιών αρχών και θεωρούσε ότι μια γυναίκα πρέπει να ασχολείται με τις υποθέσεις του σπιτικού και όχι με το εμπόριο. Συνήθως δεν την ενοχλούσε και περιοριζόταν στο ρόλο της, νιώθοντας επαρκή ικανοποίηση από το γεγονός ότι δεν έμενε πια σε μια παράγκα αλλά σε μια έπαυλη, οι ντουλάπες της ήταν γεμάτες πολυτελή φορέματα και είχε τόσες υπηρέτριες ώστε να μη χρειάζεται να κουνάει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι. Όμως οι δύο βρωμιάρηδες αδερφοί…

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.