Πίσω στις ρίζες
Α’ Γυμνασίου
Κεντρικά Πρόσωπα
Γιάννης
δωδεκάχρονο αγόρι – στη 3η σκηνή νεαρός άνδρας 37 ετών
Μπάρμπα Γιάννης
ηλικιωμένος παππούς του Γιάννη
Γιώργος και Βασιλική
γονείς του Γιάννη ( Ο Γιώργος είναι γιός του Μπάρμπα Γιάννη)
Μαριγώ
ψυχοκόρη του Μπάρμπα Γιάννη (25 χρονών ). Στη 3η σκηνή ώριμη γυναίκα
Μιχαλιός
επιστάτης στο κτήμα – 45 χρονών
Γιώργος
Οκτάχρονο αγόρι στη 3η σκηνή – γιος του Γιάννη που έχει ενηλικιωθεί
Σκηνή 1η Χρόνος Προχωρημένο καλοκαίρι. Νωρίς το πρωί και ο ήλιος είναι ήδη ψηλά στον ουρανό. Χώρος Σε ένα κατάμεστο με δέντρα κτήμα στο χωριό ξεχωρίζει μια ροδακινιά . Στέκεται αγέρωχη σε
Ακούγεται ένα ελαφρύ αεράκι. Η φυλλωσιά του δέντρου χορεύει στις πνοές του αέρα σχηματίζοντας σκιερούς και φωτεινούς σχηματισμούς γύρω της. Το δέντρο είναι φορτωμένο με
[Ημερομηνία]
περίοπτη θέση στη μεγάλη έκταση που τριγυρίζει το σπίτι.
1
ζουμερούς βελούδινους καρπούς που χρυσίζουν . Το δέντρο ατενίζει περήφανα το σπίτι απέναντι αλλά και όλο τον κάμπο. Στο βάθος εργάτες με καπέλα μαζεύουν φρούτα σε καλάθια σιγοτραγουδώντας. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι ( Ο Γιάννης ) κρεμασμένο στο παράθυρο του σπιτιού αφήνει το βλέμμα του να τεμπελιάσει πάνω στο καταπράσινο τοπίο. Στο βάθος του κήπου ακούει την αποφασιστική φωνή του παππού να δίνει οδηγίες για το μάζεμα των φρούτων. Η φωνή που ενώνεται με το θρόισμα των φύλλων και το τραγούδι των τζιτζικιών. Στην αυλή του σπιτιού υπάρχει τραπέζι και καρέκλες εξωτερικού χώρου. Παππούς: Παιδιά να βιαστούμε πριν μας πιάσει η ζέστη! Αύριο πρέπει να ξεκινήσουμε πιο νωρίς για να προκάνουμε. Ο Αλωνάρης δεν αστειεύεται! Πριν το πανηγύρι του Αη Λιάτη πρέπει να έχουμε τελειώσει. Προσέξτε τα σύκα ! Είναι μελωμένα ! Μαριγώ ! άντε κι εσύ κορίτσι μου να βάλλεις; ένα χεράκι. Στρώσε τα καφάσια να τα κατεβάσουμε το γρηγορότερο. Τα αχλάδια αντέχουν ακόμα! Μαριγώ : Έννοια σου μπάρμπα Γιάννη ! Πήγαινε να πιείς το καφεδάκι σου να ξαποστάσεις. Μέχρι το μεσημέρι θα έχουμε ξεμπερδέψει με τα σύκα. Μιχαλιός: Θα φορτώσω αμέσως το φορτηγάκι και θα κατέβω μέχρι το βραδάκι στην αγορά. Έχω ειδοποιήσει το Στάικο να περιμένει για παραλαβή. Γιάννης : Παππού έρχομαι να σου κάνω παρέα! Να φάμε μαζί πρωινό. Η κυρά Τασία ετοίμασε τηγανίτες με μέλι. ( Ο Γιάννης κατεβαίνει τις σκάλες και εμφανίζεται στην αυλή . Εκεί περιμένει
Παππούς : Καλώς το καμάρι μου ! Έλα κόπιασε να φας !
[Ημερομηνία]
στρωμένο το τραπέζι. Ο παππούς έχει ήδη κάτσει και ρουφά απολαυστικά τον καφέ του ).
2
Γιάννης : Έχεις όρεξη για μια βόλτα στο κτήμα. Θέλω να δούμε τις αχλαδιές και μετά ν α πάμε στα αμπέλια. Δεν χορταίνω να τα βλέπω φορτωμένα όπως είναι με το ροζακί. ( μασουλάει μια τηγανίτα και πίνει γάλα , κοιτάζοντας με λαχτάρα τον παππού ). Παππούς : Εντάξει παλληκάρι μου ! Τέλειωσε με το πρωινό σου και πήγαινε να βάλεις το καπέλο σου. Ο ήλιος ζεματάει και μέχρι να γυρίσουμε θα έχει μεσημεριάσει ( στρέφει το βλέμμα στον ουρανό κάνοντας σκιά με την παλάμη. Ο ίδιος φορά ένα ψαθί στο κεφάλι και στα πόδια γαλότσες. Όσο ο μικρός τρώει το βλέμμα του πλανιέται στο κτήμα και σταματά στη ροδακινιά ) Γιάννης : Αλήθεια , θυμάσαι παππού πότε φυτέψαμε την ροδακινιά μας! Μου φαίνεται σαν όνειρο εκείνο το καλοκαίρι . Σηκωνόμουν με αγωνία κάθε πρωί , κατέβαινα με φούρια στην αυλή να ελέγξω εάν πέταξε κάποιο βλαστό ! ( Η ματιά του παιδιού στρέφεται εκεί που κοιτάζει ο παππούς ,προς το δέντρο που είχαν φυτέψει μαζί όταν ήταν μικρός) Παππούς : ( μένει σιωπηλός κάποια δευτερόλεπτα , σαν να έχει χαθεί στις σκέψεις του ) Θυμάμαι σαν σήμερα με πόση περηφάνια έβαλες το κουκούτσι σε μία γλάστρα και το σκέπασες τρυφερά με χώμα ακούγοντας προσεκτικά τις οδηγίες μου. Ήσουν δεν ήσουν τεσσάρων ! Δεν χόρταινες να μυρίζεις το νωπό χώμα όταν σουρούπωνε, τις μοσχοβολιές που σκορπούσαν τα δέντρα μας όταν έδεναν τα άνθη τους, τα αρώματα που έβγαιναν από την κουζίνα όταν η Μαριγώ και η γιαγιά έφτιαχναν τα γλυκά για το πανηγύρι. Και στα καστανά σου μάτια όλα φάνταζαν μαγικά . Τα μπουμπούκια της αναρριχώμενης τριανταφυλλιάς που έσκαγαν γεμίζοντας κόκκινες πινελιές την είσοδο της αυλής, τα λευκά ανθάκια της αχλαδιάς που ξεπρόβαλαν αρχές του Απρίλη ( κάνει παύση ). Θυμάμαι πως σε σήκωνα στα χέρια για να τα περιεργαστείς. Και οι ερωτήσεις, η μια μετά την άλλη ( μικρή παύση) . Για τις μηλιές , τις αχλαδιές , τον γέρο πλάτανο στην άκρη του κτήματος, για τα ζωντανά στη στάνη. Θυμάμαι πόσο τρυφερός ήσουν με τα ζώα από μικρός ( σκύβει και χαϊδεύει
Η γέννα της Κανέλλας ήταν ένα θαύμα για σένα. Δεν ξεκολλούσες για ώρες από το πλάι της. Έβλεπες με δέος τα κουτάβια της να στριμώχνονται κοντά στη μάννα τους και δεν πίστευες πως η ζωή η ίδια ξεπήδησε μέσα από το σώμα της. Όταν πέρασαν κάποιες μέρες και τόλμησες να
[Ημερομηνία]
το καστανό σκυλί στα πόδια του) .
3
πιάσεις τα κουτάβια στα χέρια σου, έμενες ακίνητος , σχεδόν δεν ανέπνεες, δείχνοντας το σεβασμό που αξίζει στη φύση και στο θαύμα της ζωής (παύση). Γιάννης : Ακόμα πιστεύω πως ο Ερμής, είναι το πιο όμορφο κουτάβι που έχω αντικρύσει στη ζωή μου και φυσικά είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ! ( ο τόνος του Γιάννη από νοσταλγικός γίνεται ενθουσιώδης ). Παππούς : ( γυρίζει πάλι προς τη ροδακινιά ) Μεγάλωσε το δέντρο μας Γιάννη μου , απέκτησε γερές ρίζες ! Και οι καρποί του, όταν γεμίζουν μοσχοβολάνε τον τόπο ! Σκέφτομαι πόσα πράγματα σε δένουν με τούτο εδώ τον τόπο και αγαλλιάζει η ψυχή μου. Έσπειρα και η σπορά μου βλάστησε το πολυτιμότερο καρπό. Τις μνήμες! Είμαστε η μνήμη που έχουμε, χωρίς μνήμη δεν θα ξέραμε ποιοι είμαστε! Κι αν δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, δε μπορούμε να βρούμε τη θέση μας στη ζωή ούτε να προχωρήσουμε σε αυτή με σιγουριά κι ασφάλεια ( στρέφεται και κοιτάζει το εγγόνι του με αγωνία) Είναι απόλυτα αναγκαίο, να γνωρίζουμε την καταγωγή μας, το από πού προερχόμαστε, το ποιες είναι οι ρίζες μας, όχι μόνο του δικού μας γενεαλογικού δέντρου, αλλά και των άλλων που ρίζωσαν κι άπλωσαν τα κλαδιά τους στην ίδια πορεία του χρόνου, στους ίδιους χώρους κι έζησαν μαζί τις μικρές και τις μεγάλες ιστορίες τους. Είναι απαραίτητο να έχουμε και να φυλάσσουμε ως κάτι πολύτιμο και ιερό, μαζί με την ατομική και τη συλλογική μας μνήμη, τη μνήμη του τόπου μας. Γιάννης: (Καταλαβαίνει τη συγκινησιακή φόρτιση του ηλικιωμένου. Σκύβει και του πιάνει το χέρι κοιτάζοντας τον στα μάτια ). Η ζωή μου, οι θύμησές μου, το καταφύγιό μου είναι όλα εδώ! Αυτά είναι ο τόπος μου και δεν έχει διόλου να κάνει με την πόλη που τυχαία γεννήθηκα! (γυρίζει το κεφάλι, κοιτάζει στον ορίζοντα και γύρω στο κτήμα ).
Χρόνος Χειμώνας. Η Μαριγώ ντυμένη στα μαύρα μαζί με τον Μιχαλιό ( φορά μαύρο περιβραχιόνιο) βρίσκονται στην εξώπορτα του σπιτιού. Τα δέντρα είναι γυμνά χωρίς φύλλα. Εμφανίζεται ο γιός
[Ημερομηνία]
Σκηνή 2η
4
του Μπάρμπα Γιάννη ( Γιώργος) συνοδευόμενος από τη γυναίκα του Βασιλική . Πίσω τους ο Γιάννης στέκεται παγωμένος . Κοιτάζει προς την πόρτα επίμονα σαν να περιμένει κάτι η κάποιον. Η Μαριγώ σπεύδει να τον αγκαλιάσει. Ακούγονται ψίθυροι παρηγοριάς ενώ ο Γιάννης ξεσπά σε ένα βουβό κλάμα. Μιχαλιός : Πάμε μέσα θα παγώσετε. Κάνει πολύ κρύο ( παίρνει την βαλίτσα από το χέρι του Γιώργου και μπαίνουν στο σπίτι . Γιώργος : Μιχαλιό πάμε αμέσως γιατί έχουμε πολλά θέματα να φροντίσουμε και θα μας πάρει η νύχτα. Μαριγώ : Για τα χρειαζούμενα του κύρη μου έχω φροντίσει εγώ . Είναι όλα έτοιμα . Μη νοιαστείτε ! ( ξεσπά σε κλάματα , σκουπίζει τα μάτια της σαν συνειδητοποιεί ότι ο Γιάννης στέκεται ακίνητος. Στρέφεται στο παιδί .). Έχω φτιάξει σούπα να ζεσταθεί το κοκαλάκι σας (Ο Γιάννης κοντοστέκεται . Κοιτά προς τη ροδακινιά . Τα φύλλα της έχουν μαραζώσει και έχουν πέσει καταγής ) Μαριγώ : (στρέφεται στο μικρό ) Πενθεί και αυτή μαζί με την οικογένεια ( Αυτό τον πόνεσε ακόμα περισσότερο γιατί συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή την απώλεια . Ξεσπά σε ένα γοερό κλάμα). Σκηνή 3η Χρόνος 25 χρόνια μετά. Καλοκαίρι. Ο ήλιος δύει.
Η αυλή του σπιτιού καταπράσινη. Οι φωνές των τζιτζικιών ενώνονται με το κελάηδισμα των πουλιών σε μια ατέρμονη συγχορδία . Ο Γιάννης νεαρός άντρας πιά, διαβάζει κάτι τον υπολογιστή
[Ημερομηνία]
Χώρος
5
του. Η Μαριγώ , ώριμη γυναίκα , εμφανίζεται με ένα δίσκο που περιέχει καφέ για τον Γιάννη και ένα ποτήρι με νερό και γλυκό βανίλια υποβρύχιο. Μαριγώ : Γιώργο μου (φωνάζει ) , έλα να δεις τι θα σε τρατάρω. (Εμφανίζεται ένα αναμαλλιασμένο αγόρι . Παρατάει ένα ποδήλατο στην άκρη της αυλής και σωριάζεται στη καρέκλα κοντά στον πατέρα του ). Γιώργος : Έφτασα μέχρι τη δημοσιά ( δηλώνει περήφανα στους παρευρισκόμενους
).
Συναντηθήκαμε με τα παιδιά του Βούρβαχη και τους γείτονές τους. Κάναμε αγώνα ποιος θα φτάσει πρώτος στο αμπέλι και μαντέψτε τι έγινε. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί μα εγώ έστριψα από το κρυφό μονοπάτι που πηγαίνει πίσω από το σπίτι της Μήτσαινας ( σκάει στα γέλια ) . Ώσπου οι άλλοι να φτάσουν , εγώ είχα ήδη ξαποστάσει . Να ναι καλά ο πάππος μου ! ( έτσι αποκαλούσε τον παππού του πατέρα του) Είχε προνοήσει για να μη τον τρώει ο ποδαρόδρομος ! Αλλά ο γυρισμός ήταν βάσανο . Ο ήλιος ήταν μπροστά μας και μας ζεματούσε. Μέχρι που φτάσαμε στα όρια του κτήματος και χώθηκα κάτω από την σκιά των δέντρων . Ως δια μαγείας ένιωσα να με τυλίγει ένα πέπλο δροσιάς και η μυρωδιά από τις ροδακινιές ( Αρπάζει το ποτήρι με το παγωμένο νερό και γεμίζει το στόμα του με το γλυκό) Τη δροσιά του να έχεις Μαριγώ ( την κοιτάζει με ένα πονηρό γελάκι ). Και εκείνα τα γεμιστά σου είναι θεϊκά. Φαντάζομαι να έχουν περισσέψει από το μεσημέρι. Γιάννης : ( Κοιτάζει προς τη πλευρά των δέντρων . Η ματιά του μένει καρφωμένη σε μια φουντωτή ροδακινιά). Τι μου θύμισες ( μουρμουρίζει και στη
συνέχεια το πρόσωπό του
συννεφιάζει ) Γιώργος : Πατέρα συμβαίνει κάτι ; ( κάθεται και σκύβει προς τον πατέρα του)
σε άλλο κόσμο και παρακολουθούσα θεατής τα γεγονότα. Ήθελα τόσο να αποστασιοποιηθώ, να προσποιηθώ ότι δεν συνέβαιναν σε μένα .
[Ημερομηνία]
Γιάννης : Μου ήρθε στο νου η μέρα που χάσαμε τον πάππο σου… Ήταν σαν να βρεισκόμουν
6
Όταν έφτασε το βράδυ έπεσα σε ένα βαθύ ανήσυχο ύπνο. Ξαφνικά είδα το παππού να έρχεται προς το μέρος μου ακροπατώντας, όπως κάθε πρωί που ερχόταν να με ξυπνήσει. « Γιάννη ξύπνα ! έχει ξαστεριά !» άκουσα τη χαρακτηριστική φωνή. Ασυναίσθητα σηκώθηκα από το κρεββάτι και πήγα στο παράθυρο. Έμεινα να κοιτάζω το κατάμεστο με αστέρια ουρανό. Ο Αυγερινός, που ο παππούς μου είχε μάθει να ξεχωρίζω, αστραφτοκοπούσε και φώτιζε όλο τον κήπο. « Κοίτα πεφταστέρι , κάνε μια ευχή ! » άκουσα πάλι τη φωνή. Αυτό μοι έλεγε πάντα ο παππούς ! Κι εγώ έκλεισα τα μάτια . Κι έμεινε μέσα τους η εικόνα της φωτεινής ουράς που αυλάκωνε τη νύχτα. Και πίστεψα ότι η ευχή θα έπιανε γιατί ήταν πραγματικά τόσο σπουδαίο πράγμα να ξεκαρφώνεται ένα αστέρι και να πέφτει από τον ουρανό, τραβώντας πίσω τη χρυσή κλωστή απ’ όπου ήταν κρεμασμένο…( κάνει παύση και κοιτά τον ουρανό σαν να ζούσε τη στιγμή ) Κι έμεινα εκεί να αναρωτιέμαι πού πάνε τ’ αστέρια όταν πέφτουν. Σκέφτηκα ότι τ’ αστέρια χάνονταν επειδή κάποιος άφηνε τις επιθυμίες του να πεθάνουν. Και γι’ αυτό έμεινα όλο το βράδυ εκεί και έκανα ευχές. Για να μη χαθούν κι άλλα αστέρια ( κοιτάζει ακόμα ψηλά). Γιώργος : ( Παραμένει σιωπηλός και ακίνητος καταλαβαίνοντας ότι ο πατέρας του βιώνει ξανά εκείνη τη νύχτα. Νιώθει ότι τα συναισθήματά του είναι τόσο δυνατά , ότι αποτίνει φόρο τιμής σε αυτόν που έφυγε ) . Γιάννης : ( μετά από κάποια λεπτά αναπόλησης γυρίζει προς το γιό του ) Ξύπνησα από το φως που τρύπωνε από το παράθυρο. Οι κουρτίνες τραβηγμένες μου αποκάλυπταν ένα γκρίζο ουρανό. Έμεινα να κοιτάζω μουδιασμένος και τότε γύρισαν στο μυαλό όλα τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας.
Άκουσα φωνές στο διάδρομο. Έπρεπε να ετοιμαστώ… . Ντύθηκα βιαστικά και πριν πάω προς τη πόρτα, έριξα μια ανόρεχτη ματιά από το παράθυρο.
[Ημερομηνία]
Και η παρουσία του παππού , ήταν ακόμα τόσο ζωντανή !
7
Δεν θα το πιστέψεις ! Η ροδακινιά στο βάθος του κήπου έστεκε μέσα στο παγωμένο τοπίο γεμάτη ανθούς. Σκέφτηκα ότι καμιά φορά, οι ευχές εκπληρώνονται ! ( το πρόσωπό του φωτίζεται χαμογελάει αχνά) Μετά από καιρό, έμαθα πως η ροδακινιά συμβολίζει για κάποιους λαούς την αθανασία … Δεν ξέρω εάν ήταν σύμπτωση η κάποιο σημάδι αυτό που έζησα . Όμως πολλές στιγμές, όταν κοιτάζω γύρω μου, νιώθω την παρουσία του πάππου σου πολύ κοντά… ( η φωνή του σπάει λίγο από τη συγκίνηση). Γιώργος : Καταλαβαίνω … Όσα έζησες σε αυτό το σπίτι, ότι έζησες μαζί του έχουν αφήσει τα χνάρια τους . Αυτός ο τόπος …. σημαίνει πολλά για σένα ! Γιάννης : Είναι τα παιδικά μου χρόνια και τα καλοκαίρια μου, η αγκαλιά της γιαγιάς μου και ο πετρόχτιστος φούρνος της, που κάθε πρωί μύριζε αχνιστό ψωμί. Είναι η κούνια που μου σκάρωσε ο παππούς στην κληματαριά , η κυρά Τασώ που με φίλευε παστέλια και λουκούμια στη ρούγα. Είναι οι άνθρωποι όπως η Μαριγώ , η φύση, το απάγκιο μου. Είναι το χωριό μας , που δε γεννήθηκα σε αυτό , μα που πονάω κάθε δέντρο, κάθε ζωντανό και κάθε λιθαράκι του. Ένας τόπος άγριος, παρθένας ομορφιάς, γιατί καθώς έλεγε ο πάππος σου , θέλουν χώμα οι ρίζες και στα τσιμέντα δε ριζώνεις. Η σύνδεση του ανθρώπου με τον τόπο του, είναι πολλαπλάσια στα χωριά απ’ ότι στις πόλεις, είναι αλλιώτικη, βαθιά, σαν ένα αρχέγονο μουρμουρητό της φύσης στο είναι του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ένα φευγιό είναι πιο επώδυνο, πιο βίαιο. Δεν έχει να κάνει με τα ντουβάρια, ούτε με την ύλη και τις βολές, έχει να κάνει με τις ρίζες των ανθρώπων και τα βιώματά τους. Γι’ αυτό και η απώλεια του προγονικού σπιτιού , εάν συμβεί, δεν εκλογικεύεται. Δεν μετριέται με αποζημιώσεις, ούτε με αντικατάσταση.
είτε των πεισματάρηδων μόνιμων κατοίκων που αρνήθηκαν να το εγκαταλείψουν για ν’ αρπάξουν μια ευκαιρία.
[Ημερομηνία]
Είτε είναι το χωριό του παππού και της γιαγιάς, είτε ο τόπος φερτών κατοίκων που τ’ αγάπησαν,
8
Με παγώνει η σκέψη του αφανισμού οποιουδήποτε τόπου. Είναι μη επουλώσιμη πληγή. Πρέπει όλοι να φροντίσουμε, όπως μπορεί ο καθένας. Να ξαναφτιάξουμε τα χωριά που ερήμωσαν, να τα κάνουμε καλύτερα, να προστατεύσουμε με νύχια και με δόντια τις ρίζες των ανθρώπων. Αυτό είναι που μας αναλογεί !
[Ημερομηνία]
ΤΕΛΟΣ
9