ΖΑΜΙΛΕ-ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΜΠΑ
ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΕΧΕΙ Η ΖΩΗ Η νύχτα άπλωσε το σκοτάδι της πάνω από την πόλη. Αλλά, παρά το σκοτάδι, η πόλη δεν κοιμάται. Γέλια και χαρούμενες φωνές ακούγονται από τα σπίτια, φωτισμένα από το χλωμό φως της λάμπας. Κι όμως, όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την εικόνα ενός κοριτσιού στο δασάκι της πόλης. Ένα κορίτσι το οποίο είναι γερμένο στον κορμό ενός δέντρου, έχει ξεσπάσει σε λυγμούς, μα κανένας δεν την ακούει. Και αυτή με τη σειρά της, δεν ήθελε να ακούσει, να δει κανέναν, παρά μόνο τη ροκ μουσική, για να χαθεί μέσα στις σκέψεις της. Αλλά ένα ερώτημα βασανίζει το μυαλό της: «Πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή η οικογένειά μου;». Αυτό σκέφτεται και η μοναξιά, η θλίψη και η απελπισία σχεδόν τη συντρίβουν. Είχαν συμβεί τόσα πολλά εκείνη τη μέρα, τόσο γρήγορα, απότομα μα πάνω από όλα σκληρά πράγματα, που ποτέ δε θα μπορούσε να έχει φανταστεί… Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Ένα απλό, καθημερινό πρωινό σχολικής μέρας. Ξύπνησε, ντύθηκε και πήγε να φάει πρωινό με την οικογένειά της. Βαρετά πράγματα και αυτά! Αφού αποχαιρέτησε τους γονείς της, πήρε με τον αδερφό της το δρόμο για το σχολείο. Παρόλη την υπέροχη και ζεστή ατμόσφαιρα της μέρας, ένιωθε κάπως περίεργα, χωρίς να ξέρει που οφείλεται. Αχ και να ‘ξερε τι θα συνέβαινε σε λίγες ώρες… Το σχολείο ήταν μια αναγκαστική και βαρετή υποχρέωση και δυστυχώς έπρεπε να την υποστεί για ακόμα τέσσερα χρόνια. Τότε, το είχε βάλει σα στοίχημα με τον εαυτό της, θα έφευγε από το σπίτι της και θα μπορούσε να ζήσει ελεύθερη ζωή, μακριά από τους δικούς της. Η ώρα περνούσε και το σχολείο έφτανε στο τέλος. Ανυπομονούσε να πάει σπίτι της, να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, να ακούσει μουσική, να ταξιδέψει στο δικό της μαγικό κόσμο. Να ταξιδέψει στη δεκαετία του ’80 που τόσο λάτρευε… η ροκ, η ντίσκο… απίθανα πράγματα! Ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, το κουδούνι χτύπησε και περιμένοντας τον αδερφό της στην κεντρική έξοδο του σχολείου, άκουσε μια φωνή. -
Ιφιγένεια, περίμενε πού πας; Καλά αμνησία έχεις; Έχουμε την εργασία για τον Αριστοτέλη, το ξέχασες; Και λήγει αύριο!
-
Συγνώμη βρε Ειρήνη, αλλά να, σήμερα είμαι κάπως στον κόσμο μου. Περίμενε να το πω στον αδερφό μου και φύγαμε.
-
Ναι, τι περίεργο να είσαι εσύ στον κόσμο σου… Τέλος πάντων, σε δέκα λεπτά έλα στο σουβλατζίδικο, πάω να πάρω τίποτα να φάμε γιατί η μητέρα μου δεν μαγείρεψε τίποτα για άλλη μία φορά.
Η Ειρήνη έφυγε, και η Ιφιγένεια έμεινε μόνη της να περιμένει τον αδερφό της, τον Νίκο. Όμως η ώρα περνούσε και ο αδερφός της δεν εμφανιζόταν. Αποφάσισε να τον πάρει
Ζαμίλε-Ειρήνη Καμπά
Σελίδα 1
τηλέφωνο, αλλά το κινητό της δεν είχε καθόλου μπαταρία, ως συνήθως. Είχε ένα άσχημο προαίσθημα, αλλά υπέθεσε ότι θα είχε μπλέξει πάλι με τις «κακές» παρέες της γειτονιάς. Είχε σκοπό να τον ρωτήσει αν έκανε αυτό το λάθος, όταν θα τον έβλεπε. Αλλά προς το παρόν έπρεπε απλά να πάει στη φίλη της, ώστε να τελειώσουν αυτή την ανιαρή εργασία που τους είχαν αναθέσει. Ήθελε τόσο πολύ να τελειώσει αυτή η μέρα και να πάει σπίτι της… Έπειτα από αρκετή ώρα, τελείωσαν την εργασία. Τελικά τους είχε πάρει πολύ ώρα να την τελειοποιήσουν. Τι άνθρωπος όμως και ο Αριστοτέλης! Φιλόσοφος, Μαθηματικός, Φυσικός, τα πάντα ήξερε. Αποχαιρέτησε τη φίλη της και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού, αλλά τίποτα. Έψαξε παντού να βρει τα κλειδιά. Τέτοια ώρα, μόλις έξι το απόγευμα, και δεν ήταν κανείς μέσα; Συνήθως, τέτοια ώρα η μητέρα της όλο και κάποιο καλούδι έφτιαχνε για τον πατέρα της. Βασικά ο πατέρας της Ιφιγένειας έπασχε από καρκίνο στον πνεύμονα 2 χρόνια τώρα και αφού του είχαν απαγορέψει, την προσωπική του απόλαυση, το τσιγάρο, έβρισκε ευχαρίστηση στα γλυκά της γυναίκας του. Το κορίτσι άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, μα δε βρήκε κανέναν μέσα. «Που έχουν πάει όλοι;», συλλογίστηκε. Γρήγορα, άρχισε να ψάχνει σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού αλλά τίποτα, καμία φωνή, καμία σκιά, καμία ανθρώπινη παρουσία, παρά μόνο ο σκύλος τους στην αυλή του σπιτιού. Έτσι, αποφάσισε να βάλει το κινητό της να φορτίζει και με το που το ανοίγει τι να δει; Αμέτρητες αναπάντητες κλήσεις, όλες από τη μητέρα της και ένα μήνυμα που έγραφε μια διεύθυνση και : « ο πατέρας σου είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Έλα αμέσως στο νοσοκομείο». Το κορίτσι πανικόβλητο, φόρεσε όποιο ρούχο βρήκε μπροστά της και πήγε προς τη στάση του λεωφορείου. Μπήκε μέσα και κάλεσε τη μητέρα της, αλλά η φωνή της δεν ακούστηκε ποτέ στην άλλη γραμμή. Έπειτα τηλεφώνησε στον αδερφό της, ελπίζοντας πως τουλάχιστον αυτός θα σηκώσει το τηλέφωνο. Τηλεφωνάκια τον αποκαλούσαν, διότι μιλούσε συνεχώς στο κινητό. Είχε ανάγκη να ακούσει τη φωνή από ένα μέλος της οικογένειάς της, όμως κανείς δεν απαντούσε και ο φόβος την είχε καταβάλλει και δε μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Πήγε στο νοσοκομείο και ρώτησε τις νοσοκόμες σε ποιο δωμάτιο ήταν ο πατέρας της. Οι δύο νοσοκόμες αντάλλαξαν ένα βλέμμα μεταξύ τους. Η πιο νέα σε ηλικία, πήρε την Ιφιγένεια απόμερα, είχε κάτι πολύ σημαντικό να της πει. Έπειτα από μια ολιγόλεπτη εισαγωγή, κατέληξε ότι ο πατέρας της δεν κατάφερε να καταπολεμήσει τον καρκίνο. Είχε χάσει τη μάχη με τη ζωή. Ιατρικά, είχε «σβήσει» από εκτεταμένο καρκίνο στον πνεύμονα, πολύ πιθανόν από το συχνό κάπνισμα. Το κορίτσι έπεσε από τα σύννεφα. Ένιωθε τόσο μόνη, κανείς δεν υπήρχε για να της συμπαρασταθεί σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή, ούτε καν ένα μέλος από την
Ζαμίλε-Ειρήνη Καμπά
Σελίδα 2
οικογένειά της. Έφυγε συντετριμμένη από το νοσοκομείο, δίχως να ρωτήσει περισσότερες λεπτομέρειες, δίχως να ξέρει που πηγαίνει. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ήθελε να ξεφύγει από την πραγματικότητα, να πάει σε έναν κόσμο, όπου θα μπορούσε να παίξει με τον πατέρα της, να μιλήσουν. Δεν ήθελε να δεχτεί ότι δε θα ξαναέβλεπε τον πατέρα της ζωντανό. Ήθελε απεγνωσμένα να ακούσει τη φωνή του, να νιώσει ότι την αγγίζει. Κατευθύνθηκε προς το δασάκι της πόλης. Σε λίγο θα νύχτωνε και κανένας δε θα την έβρισκε εκεί πέρα. Δεν είχε ανάγκη τον οίκτο των άλλων. Το μόνο που ήθελε, ήταν να θρηνήσει τον πατέρα της με το δικό της τρόπο, να τον συνοδέψει στην τελευταία του κατοικία, έστω και χωρίς την οικογένεια που της είχε απομείνει. Έβαλε δυνατά τη μουσική από το mp3 της και άρχισε να σκέφτεται τις στιγμές που είχε περάσει μαζί με τον πατέρα της, και τις καλές και τις άσχημες, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες. Θυμόταν μικρό κοριτσάκι, που καλοκαιράκι έπαιζε με τον πατέρα της στην πλαστική πισίνα και το χειμώνα τσακώνονταν επειδή δε ντυνόταν ζεστά. Ωραίες στιγμές. Στιγμές όμως που δεν ήταν γραφτό να ξαναζήσει. Γιατί συνέβη αυτό τόσο απότομα; Τον τελευταίο καιρό δεν κάπνιζε καθόλου, πώς ήταν δυνατό να επεκταθεί ο καρκίνος; Δυστυχώς ο θάνατος δε δίνει ραντεβού και το κατάλαβε πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Η μοίρα του ανθρώπου είναι απρόβλεπτη. Και τώρα, νύχτα πια, βρίσκεται μόνη της στο δασάκι και έχει ξεσπάσει σε ασταμάτητους λυγμούς. Λυγμοί, οι οποίοι προέρχονται από ένα κορίτσι που είναι βουτηγμένο στη δυστυχία. Χαμένη στις σκέψεις της λοιπόν, ξαφνικά ακούει έναν ήχο πίσω από κάτι θάμνους. Παρόλο που είναι τόσο τρομαγμένη, καταφέρνει να ξεχωρίσει δύο ανθρώπινες φιγούρες που την πλησιάζουν αλλά όχι απειλητικά. Μόλις καταφέρνει να διακρίνει τα χαρακτηριστικά τους, συνειδητοποιεί ότι αυτά τα άτομα είναι η μητέρα και ο αδερφός της. Ένα πέπλο χαράς την τυλίγει και τρέχει να τους αγκαλιάσει. Τα συναισθήματά της είναι ανάμικτα, χαρά, έκπληξη και μελαγχολία. Δεν το πιστεύει ότι ακούει πάλι τις φωνές τους. Αν και είχε να τους δει κάτι ώρες, νιώθει ότι έχουν περάσει χρόνια. Επειδή το κρύο είχε αρχίσει να τσιμπάει το δέρμα τους, πηγαίνουν στο σπίτι τους όσο πιο γρήγορα μπορούν. Εκεί, αφού η μητέρα τους έφτιαξε ζεστή σοκολάτα, αρχίζει να διηγείται τη δική τους περιπέτεια, εκείνης και του Νίκου, ανάμεσα σε αναφιλητά. « Λοιπόν… γυρνούσα από τα ψώνια, όταν είδα τον πατέρας σας πεσμένο στο πάτωμα. Αμέσως είδα τον αδερφό σου, ο οποίος τύχαινε να έχει έρθει, δήθεν για να πάρει κάτι βιβλία. Αυτό Νίκο, θα το συζητήσουμε αργότερα... Τέλος πάντων, ο Νίκος μου είπε ότι είχε καλέσει ασθενοφόρο και ότι θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Το ασθενοφόρο ήρθε, κι εμείς ήμαστε πλάι στο πατέρα σου για να του δώσουμε κουράγιο. Όμως αυτός το μόνο που έλεγε ήταν «
Ζαμίλε-Ειρήνη Καμπά
Σελίδα 3
Την Ιφιγένειά μου. Πείτε της ότι την αγαπώ και να μη στεναχωριέται για μένα. Εγώ θα είμαι εκεί ψηλά και θα σας βλέπω όλους. Θα σας αγαπώ και μετά το θάνατο. Είμαι πολύ περήφανος που υπήρξα πατέρας σας, και σύζυγός σου Άρτεμη. Θέλω να με θυμάστε και να χαίρεστε, όχι να κλαίτε. Εμένα ήρθε η ώρα μου! Ο Θεός να έχει καλά εσάς!». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια.» « Έπειτα φτάσαμε στο νοσοκομείο, αλλά ο πατέρας σου, δεν τα είχε καταφέρει. Οι νοσοκόμες μας είπαν να φύγουμε, γιατί θα τον πήγαιναν στο νεκροτομείο και δε θα θέλαμε να δούμε αυτή την εικόνα. Έτσι, πήραμε ταξί για να έρθουμε σπίτι να σε πάρουμε. Μάλιστα σου έκανα και μια κλήση, αλλά ο συνδρομητής ήταν απενεργοποιημένος. Φοβηθήκαμε πάρα πολύ και αρχίσαμε να σε ψάχνουμε παντού. Το κινητό σου δεν το σήκωνες. Ύστερα από αρκετή ώρα ακούσαμε ροκ μουσική από το δασάκι. Τα υπόλοιπα είναι όπως τα ξέρεις». Η Ιφιγένεια κοιτάει στην τσέπη της, αλλά το κινητό πουθενά. Μάλλον κάπου θα της είχε πέσει. Κοιτάει τη μητέρα στα βουρκωμένα της μάτια. Παρόλο που είναι θλιμμένη, η γυναίκα αυτή, της πνέει ασφάλεια και αισιοδοξία. Ο αδερφός της δε, φαίνεται ότι είναι θλιμμένος και ότι έχει μελαγχολική διάθεση, αλλά αρνείται να εξωτερικεύσει περισσότερο τα συναισθήματά του. Όλοι νιώθουν ακόμη την αύρα του πατέρα μέσα στο σπίτι. Όμως ο πατέρας δε βρίσκεται εκεί. Έτσι, αυτοί πρέπει να συνεχίσουν να ζουν χωρίς τον «αρχηγό» του σπιτιού, του οποίου η εικόνα θα τους γεννά ευχάριστα συναισθήματα, και όχι πένθιμα. Ούτως ή άλλως, αυτό θα ήθελε κι εκείνος… Τα χρόνια περνούν, και η Ιφιγένεια έχει αρχίσει να απομονώνει τα καταθλιπτικά συναισθήματα που έχουν σχέση με το θάνατο του αγαπημένου της πατέρα. Το ίδιο φαίνεται ότι έχουν καταφέρει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. Εκείνο το μήνα, η μητέρα της Ιφιγένειας θα έστελνε το βιογραφικό της σε ένα καινούριο ιδιωτικό σχολείο, ως γυμνάστρια. Ο Νίκος και η αδερφή του, είναι πολύ χαρούμενοι που η μητέρα τους αποφάσισε να ασχοληθεί με το επίσημο επάγγελμά της. Αυτοί από τη μεριά τους, διαβάζουν και τα πάνε πολύ καλά στα μαθήματα, καθώς επίσης έχουν και τις παρέες τους. Ευτυχώς, τη μητέρα τη δέχονται στο σχολείο. Αυτή με τη σειρά της γράφει τα παιδιά της στο ιδιωτικό. Η Ιφιγένεια και ο Νίκος δημιουργούν κι εκεί καινούριες φιλίες, χωρίς όμως να αμελούν και τις παλιές τους. Τον ίδιο χρόνο η μητέρα γνωρίζει έναν άντρα και τον ερωτεύεται. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύονται και τα παιδιά είναι πολύ ενθουσιασμένα. Επιτέλους κάποιος θα τους καλύψει το πατρικό κενό. Έπειτα από δώδεκα μήνες, αποκτούν μια μικρή αδερφή, για την οποία τρέφουν συναισθήματα αγάπης.
Ζαμίλε-Ειρήνη Καμπά
Σελίδα 4
Έτσι, αυτή η οικογένεια, που είχε περάσει τόσα, που είχε δεθεί ακόμα περισσότερο, επιτέλους κάνει μια νέα αρχή. Μια αρχή, η οποία θα τους βοηθήσει να ζήσουν ευτυχισμένοι. Ευτυχισμένοι χωρίς να ξεχάσουν όμως τον αγαπημένο τους «κοιμισμένο» πατέρα, ο οποίος θα κατέχει για πάντα ένα μεγάλο μέρος στην καρδιά τους…
Ζαμίλε-Ειρήνη Καμπά
Σελίδα 5