Μου Το Χαρίζεις;
Αγγελίνα Μπανιά
Μου Το Χαρίζεις; Ώρα επτά, ένα Σάββατο βράδυ του Χειμώνα, κρύο, βροχερό, σκοτεινό. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό, αστραπές τον έσκιζαν σαν ένα φύλλο χαρτί και βροντές έσπαζαν την ησυχία σαν ένα γυάλινο ποτήρι που γίνεται θρύψαλα. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν μία μία στον κήπο μας, σχηματίζοντας λιμνούλες, όπου καθρεφτίζονταν οι σκιές από τα δέντρα με τα γυμνά τους τα κλαδιά. Τα λιγοστά τους φύλλα έτρεμαν, καθώς ο αέρας τους ψιθύριζε τραγούδια και το θρόισμά τους έφτανε μαζί με τη βροχή και τις βροντές μέχρι τα αυτιά μου, η μουσική του χειμώνα. Ένα φαναράκι από απέναντι που τρεμόπαιζε στο σκοτάδι φώτιζε το έρημο δρομάκι που περνά από το σπίτι μας. Βυθισμένη στις σκέψεις μου και απορροφημένη από το άγριο τοπίο, δεν πρόσεξα τον πεντάχρονο αδερφό μου, που «εισέβαλε» απαρατήρητος στο δωμάτιο. ─ Τι είναι; τον ρώτησα όταν μετά από λίγο τον είδα. ─ Με τρομάζουν οι βροντές, απάντησε με ένα περίλυπο ύφος. ─ Δεν είναι επικίνδυνες, μη φοβάσαι, τον παρηγόρησα. ─ Ο κρότος τους ακούγεται απειλητικός, επέμεινε. ─ Μην ανησυχείς! Δεν κινδυνεύεις! Εξάλλου, βρίσκεσαι σε ένα ασφαλές σπίτι, όπου τίποτα δεν μπορεί να σε βλάψει. Φαντάσου τώρα, άλλα παιδιά, φτωχά, έξω στη βροχή και το κρύο, χωρίς γονείς, σπίτι, χρήματα, χωρίς αγάπη στοργή και ζεστασιά. Ενώ άλλα παιδιά, όπως εσύ κι εγώ… ─ Έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε! με διέκοψε. ─ Και γι’ αυτό πρέπει να νιώθουμε ευτυχισμένοι, συμπλήρωσα. Και να μην είμαστε άπληστοι και πλεονέκτες. ─ Τι σημαίνει «άπληστοι και πλεονέκτες»; ρώτησε ─ Να ψάξεις στο λεξικό! ─ Έλα, πες μου! παρακάλεσε. ─ Θα μάθεις όταν μεγαλώσεις! Ύστερα από αυτό επικράτησε απόλυτη σιωπή. ─ Γιατί υπάρχουν άνθρωποι χωρίς χρήματα, ενώ άλλοι έχουν ό,τι θέλουν; ρώτησε δειλά. ─ Έτσι, γιατί… Τι να σου πω; Έτσι είναι ο κόσμος μας, απάντησα αδιάφορα. ─ Δεν κατάλαβα, δήλωσε. ─ Δεν καταλαβαίνεις, γιατί είσαι μικρός. Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις.
Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 1
─ Όχι, εσύ φταις που δεν μου τα εξηγείς καλά! Και δεν είμαι μικρός! Και πόσα, επιτέλους, θα μάθω, όταν μεγαλώσω; αντιμίλησε. Σε ρωτάω: γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι πλούσιοι, και άλλοι φτωχοί; ─ Εξαιτίας του πολέμου, της ανεργίας… Αυτά! Ωραία! Κατάλαβες; Τώρα πήγαινε να παίξεις! του απάντησα γρήγορα για να απαλλαγώ από τις εκνευριστικές ερωτήσεις του. ─ Εξήγησέ μου καλύτερα, αλλιώς θα μείνω εδώ! απείλησε ο μικρός. Γιατί κάποιοι έχουν τόσα πολλά και κάποιοι άλλοι τίποτα; Γιατί οι πλούσιοι δε δίνουν κάποια από τα χρήματά τους στους φτωχούς, για να είναι όλοι χαρούμενοι; Και τέλος: Τι σημαίνει «άπληστοι και πλεονέκτες»; φώναξε. Η βροχή από τις ερωτήσεις του με είχε αφήσει άφωνη και ανίκανη να αντιδράσω. Πώς ήταν δυνατόν να μιλήσω σε ένα πεντάχρονο, που ζει τον κόσμο μόνο μέσα από τα παιχνίδια του, για την ανισότητα και την αδικία που επικρατεί στον πλανήτη μας; Ήξερα πως ο πεισματάρης αδερφός μου δε θα εγκατέλειπε τη μάχη αν δεν του έδινα ό,τι μου ζητούσε. Κοίταξα τα γεμάτα απορία μάτια του παιδιού που με κάρφωναν με ανυπομονησία. ─ Λοιπόν, γιατί δε δίνουν οι πλούσιοι λίγα χρήματα και στους φτωχούς; ρώτησε. ─ Γιατί να το κάνουν αυτό; ─ Για να είναι όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο ευτυχισμένοι! μου απάντησε με αθωότητα. ─ Δεν τους ενδιαφέρει. Ούτε θέλουν να στερηθούν τα αγαθά τους, απάντησα. Ο μικρός δεν κατάλαβε. ─ Εσύ θα μου έδινες ποτέ το αγαπημένο σου αυτοκινητάκι; τον ρώτησα. Δεν απάντησε. Έτρεξε στο δωμάτιό του, έψαξε λίγο μέσα στο κουτί με τους θησαυρούς του και επέστρεψε με εκείνο το μικρό κόκκινο τηλεκατευθυνόμενο αγωνιστικό, ξεχωριστό δώρο των γονέων μας για τα γενέθλιά του. Άπλωσε το χέρι του για να το πάρω. ─ Μου το χαρίζεις; Για πάντα; Και δε θα το παίξεις ποτέ ξανά; του θύμισα. Αφού σκέφτηκε λίγο, το αγόρι κατέβασε το χέρι του και τύλιξε το αυτοκίνητο σφιχτά στην αγκαλιά του. ─ Είδες; Λοιπόν, για να καταλάβεις καλύτερα θα σου πω μια ιστορία. Τότε μια λάμψη εμφανίστηκε στο απέραντο σκοτάδι. Ανοίξαμε το παράθυρο και κάναμε ένα βήμα προς αυτή. Εκείνη μας ταξίδεψε πάνω από πολύβουες πόλεις, παραδοσιακά χωριά, πανύψηλα βουνά, απέραντες ερήμους και καταγάλανες θάλασσες με χρυσαφένιες αμμουδιές. Δεν υπήρχε πλέον χρόνος, κρύο ή ζέστη, βροχή ή ξαστεριά.
Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 2
Όταν το ταξίδι τελείωσε, βρισκόμασταν σε κάποια χώρα της Αμερικής, σε ένα πολυσύχναστο αστικό κέντρο του σύγχρονου κόσμου. Φώτα, δυνατή μουσική, θεόρατοι ουρανοξύστες, κόσμος, αυτοκίνητα συνέθεταν την εικόνα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Αθέατοι από τον υπόλοιπο κόσμο, καθισμένοι στο μικροσκοπικό παράθυρο ενός ουρανοξύστη, παρατηρούσαμε ένα αγόρι, που έπαιζε νευρικά στην κονσόλα παιχνιδιών του μπροστά στον υπολογιστή του. Παρακολουθούσε με αγωνία εκείνα τα εικονικά άρματα μάχης να κατεδαφίζουν φρούρια, κατευθύνοντας τους στρατιώτες του που πυροβολούσαν ανελέητα. Αναρωτιόμουν τι είδους διασκέδαση είναι αυτή που σε περιορίζει σε ένα ακατάστατο δωμάτιο, κρατώντας σε προσηλωμένο σε μια οθόνη να χειρίζεσαι μανιωδώς πολεμικές μηχανές, πανηγυρίζοντας κάθε φορά που πετυχαίνεις ένα στρατιωτάκι του εχθρού. Μετά από λίγο μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα του νεαρού. ─ Τι ακαταστασία είναι αυτή, Τζακ, ακούστηκε η ταλαιπωρημένη φωνή της μητέρας. Ρούχα, αφίσες, άδεια κουτιά αναψυκτικών… Άκου με επιτέλους, κλείσε αυτό που παίζεις κι έλα κάτω για φαγητό! Ο πατέρας σου είναι ήδη στο τραπέζι και περιμένει! ─ Δεν πεινάω, έφαγα, απάντησε ο Τζακ συνεχίζοντας να παίζει. ─ Τι έφαγες; Πίτσα πάλι; Τι ζωή είναι αυτή, Τζακ; Σνακ και ηλεκτρονικά όλη μέρα! Βγες λίγο έξω, αθλήσου, διάβαζε για το σχολείο! Οι βαθμοί σου έχουν πέσει κατακόρυφα! Τι δουλειά θα βρεις σαν μεγαλώσεις; Εγώ κι ο πατέρας σου πασχίζουμε να σου προσφέρουμε τα πάντα κι εσύ μας αγνοείς με το ηλεκτρονικό σου! Μας έχεις κουράσει με τα καμώματά σου! είπε απελπισμένη η μητέρα. ─ Ωχ! Με τα παράπονά σου με έκανες και έχασα την πίστα! Ποιος ξεκινάει πάλι απ’ την αρχή; διαμαρτυρήθηκε ο Τζακ. ─ Τι να σου πω, παιδί μου; Κάνε ό,τι νομίζεις, αναστέναξε η μητέρα. Βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της κι ο Τζακ βυθίστηκε και πάλι στον εικονικό του κόσμο. Αφήσαμε τον Τζακ και τα ηλεκτρονικά του στην Αμερική και ταξιδέψαμε ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού Ωκεανού, στην Αγγλία. Στεκόμασταν στον ολάνθιστο κήπο μιας πολυτελούς μονοκατοικίας, το σπίτι του Τσάρλι και της Μπέτι. ─ Τι παλάτι είναι αυτό; θαύμασε ο αδερφός μου. Σίγουρα όποιος μένει εδώ είναι πολύ πλούσιος! Πλησιάσαμε το δωμάτιο της Μπέτι. Ήταν μεγάλο και φωτεινό, με ακριβά έπιπλα, ενώ σε κάθε γωνιά του βρίσκονταν σκορπισμένα κάθε είδους ολοκαίνουρια παιχνίδια. Η Μπέτι,
Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 3
ξαπλωμένη στον Παράδεισο των παιχνιδιών της, φαινόταν να πλήττει. Μια υπηρέτρια, υπεύθυνη για τη μικρή, την πλησίασε και τη ρώτησε τι της συμβαίνει. ─ Τι να σου πω; είπε η μικρή με ένα υπεροπτικό ύφος. Κάθε μέρα με αυτά τα ίδια παλιά παιχνίδια· έχει γίνει κουραστικό! Θα μπορούσες να μεταφέρεις στον πατέρα μου ότι έχω ανάγκη από μερικά καινούρια; ─ Λυπάμαι, αλλά ο πατέρας σου είναι πολύ απασχολημένος αυτή τη στιγμή. Γιατί δεν παίζεις λίγο με αυτά που έχεις; Να, αυτές τις κούκλες τις αγόρασες μόλις πριν μια εβδομάδα! τη συμβούλευσε. Ενοχλημένη η Μπέτι εγκατέλειψε το βασίλειό της και έτρεξε να βρει καταφύγιο στο δωμάτιο του αδερφού της. ─ Τι θες εσύ εδώ; της φώναξε. ─ Είμαι απογοητευμένη! Δεν ξέρω τι να κάνω! ─ Γιατί δεν παίζεις με τις κούκλες σου να με αφήσεις κι εμένα ήσυχο; πρότεινε ο Τσάρλι. ─ Πάλιωσαν! Όλες ίδιες είναι πλέον! Και το χειρότερο: εκείνη η υπηρέτρια αρνείται να μου αγοράσει κάτι καινούριο και πρωτότυπο! Α! Το βρήκα! Να δανειστώ ένα από τα βιβλία σου; παρακάλεσε η Μπέτι. ─ Όχι, βέβαια! αρνήθηκε εκείνος. Θα μου τα σκίσεις! Εξάλλου είσαι τόσο μικρή που δεν ξέρεις να διαβάζεις! ─ Είσαι κακός αδερφός! τον κατηγόρησε. Δεν με καταλαβαίνεις! ─ Μη νομίζεις! Ούτε εγώ έχω ό,τι θέλω! Λίγα τρένα και λίγα αμαξάκια μόνο! φώναξε αγριεμένος δείχνοντας στη μικρή αδερφή του την έξοδο. ─ Καλά, έχουν τόσα παιχνίδια και δεν τους αρκούν ρώτησε έκπληκτος ο αδερφός μου, καθώς απομακρυνόμασταν. ─ Έτσι θα έχουν ανατραφεί, υπέθεσα. Επόμενος σταθμός μας ήταν η μακρινή Αφρική. Ήταν πέντε τα ξημερώματα όταν από μια φτωχική καλύβα βγήκε η εντεκάχρονη Μιράντα, κρατώντας μια μεγάλη πήλινη κανάτα. Βάδιζε επί μία ώρα, ώσπου έφτασε στην πηγή για να πάρει νερό. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί από νωρίς γύρω από εκείνο το μεταλλικό σωλήνα που ανέβλυζε νερό, ανέβλυζε ζωή. Η Μιράντα στάθηκε στο τέλος εκείνης της μακριάς ουράς ανθρώπων και περίμενε υπομονετικά. Όταν επιτέλους έφτασε η σειρά της, έσκυψε στην πηγή και γέμισε την κανάτα. Αυτή η κανάτα ήταν αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες της ίδιας, των γονέων και των πέντε αδερφών της, καθώς και για την πραγματοποίηση οικιακών εργασιών για μια
Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 4
ολόκληρη ημέρα. Η Μιράντα ξεκίνησε για το Γολγοθά της επιστροφής κάτω από τον καυτό ήλιο της Αφρικής. Τέσσερις μαρτυρικές ώρες διαρκούσε η συλλογή του νερού. Και όταν η Μιράντα επέστρεψε στην καλύβα, άφησε την κανάτα κι έτρεξε για το σχολείο. Ήταν ήδη αργά και το μάθημα είχε αρχίσει, αλλά η Μιράντα είχε λείψει από πολλά μαθήματα, άλλοτε επειδή δούλευε και άλλες φορές επειδή αρρώσταινε μιας και το νερό της πηγής ήταν μολυσμένο. Μπήκε δειλά στην τάξη και κάθισε κάτω, δίπλα στα άλλα εξήντα περίπου κορίτσια, που, έχοντας τα τετράδια ακουμπισμένα στα γόνατά τους, αντέγραφαν σημειώσεις από τον πίνακα, ενόσω ο δάσκαλος - ο μόνος στο χωριό - δίδασκε σε μια άλλη αίθουσα. Πόσο άρεσε στη Μιράντα το σχολείο! Από τον προηγούμενο χρόνο, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά στο χωριό, το είχε θέσει ως στόχο. Θα γινόταν δασκάλα, για να μπορούν κι άλλα παιδιά στην Αφρική να πραγματοποιούν το όνειρό τους. Δεν ήθελε να παντρευτεί στα δώδεκα, όπως ήταν η συνήθεια, αλλά να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό, παρά τις δυσκολίες, δούλευε σκληρά για να αποκτήσει γνώσεις, καθώς ήξερε πως ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να τα καταφέρει. Θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τη διαφωνία του πατέρα της, καθώς η θρησκευτική ιδεολογία της φυλής προβλέπει για τη νεαρή κοπέλα το γάμο κι όχι τη μόρφωση. Άλλωστε, δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεράσει τις οικονομικές δυσκολίες, αφού για να παρακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές θα χρειαζόταν να μεταναστεύσει σε άλλη χώρα, ίσως και ήπειρο. Παρόλο που στο χωριό ο αγώνας για επιβίωση είναι δύσκολος, η Μιράντα είναι αποφασισμένη, προσπαθεί, ονειρεύεται, ελπίζει. Μετά το σχόλασμα η Μιράντα δεν πήρε το δρόμο για το σπίτι. ─ Δεν θα φάει για μεσημέρι; ρώτησε έκπληκτος ο αδερφός μου. Με το στομάχι της να διαμαρτύρεται, η Μιράντα πήρε το δρόμο για το αγρόκτημα όπου δούλευε ο πατέρας της, για να τον βοηθήσει με την εκτροφή των ζώων. Από αυτό ζούσε η οικογένειά της. Μετά από ώρες σκληρής δουλειάς με τα ζώα, επέστρεψαν στην καλύβα. Εκεί η μητέρα ετοίμαζε το δείπνο της οικογένειας, ενώ τα αδέρφια της Μιράντα βοηθούσαν με τις οικιακές εργασίες. Μετά το φαγητό το κορίτσι έπεσε εξουθενωμένο για ύπνο, προκειμένου να συλλέξει δυνάμεις για την επόμενη κουραστική μέρα. ─ Η καημένη! Κι εμείς το σχολείο το έχουμε δεδομένο! θαύμασε ο αδερφός μου. ─ Αργήσαμε! αναφώνησα, βλέποντας τη λάμψη να κατευθύνεται και πάλι προς το μέρος μας. Διεισδύσαμε σε αυτή, έτοιμοι να συναντήσουμε τον τέταρτο και τελευταίο ήρωα της ιστορίας μας.
Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 5
Στην Ασία, σε μια χώρα εμπόλεμης κατάστασης, ζούσε ο δεκατριάχρονος Χασάν. Ο πατέρας του είχε θανατωθεί πολεμώντας, ενώ η μητέρα και η νεογέννητη αδερφή του είχαν χάσει τη ζωή τους σε βομβιστική επίθεση σε κατοικημένη περιοχή. Ο ίδιος, ορφανός και απροστάτευτος, επιστρατεύτηκε για να υπερασπιστεί τη χώρα του μαχόμενος. Μόνο ως ήρωα, ως απελευθερωτή δεν αναγνώριζε τον εαυτό του ο Χασάν. Αισθανόταν, δικαίως, πως τον εκμεταλλεύονταν, μιας και ήταν ανυπεράσπιστος. Οι μεγαλύτεροι έβαζαν σε κίνδυνο και τη δική του ζωή για να επεκτείνουν το δικό τους κράτος. Ο ίδιος, όπως και αρκετά ακόμη ανήλικα παιδιά, θυσιαζόταν για να ικανοποιήσουν εκείνοι τη δική τους λαιμαργία για τιμές, εξουσία, δόξα και αναγνώριση. Στα πεδία των μαχών τα μάτια του έχουν δει αποτρόπαιες εικόνες. Χιλιάδες στρατιώτες πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι, στριμωγμένοι σε φριχτά στρατόπεδα, σπέρνουν τον πόνο και τη δυστυχία. Ο θάνατος, σα μαύρο νέφος, απλώνεται μπροστά στα μάτια του και θερίζει τους συμπολεμιστές του έναν προς έναν. Ο Χασάν φοβάται πως έρχεται η σειρά του. Ο Χασάν δεν έχει ανάγκη από μεγαλύτερο κράτος. Το μόνο που χρειάζεται είναι το μικρό, αλλά ειρηνικό κράτος του, να μπορεί να του παρέχει τροφή, στέγαση, ασφάλεια, εκπαίδευση και αργότερα μια θέση εργασίας. Τώρα όλα αυτά του τα στερούν. Ο πόλεμος του πήρε την οικογένεια, το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την αξιοπρέπεια και τώρα απειλεί και το δικαίωμά του στη ζωή. Από τη στιγμή που ξέσπασε πόλεμος, το κράτος δεν θα έπρεπε να τον λάβει υπό την ευθύνη του και να τον προστατέψει; Η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει. Ο Χασάν, κρυμμένος πίσω από ένα πρόχειρο οχυρό, πυροβολούσε προς το αντίπαλο στρατόπεδο. Ο αχός των κανονιών, οι πυροβολισμοί, οι εξαθλιωμένοι στρατιώτες, ο θάνατος, συνθέτουν το άγριο πρόσωπο του πολέμου, του οποίου μάρτυρες είναι και μικρά παιδιά. Ο θόρυβος του πολέμου σταδιακά απομακρυνόταν και η στοιχειωμένη του εικόνα θόλωνε, ώσπου χάθηκε. Οι βομβαρδισμοί αντικαταστάθηκαν από τις βροντές και οι πυροβολισμοί από τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο παράθυρο του δωματίου. Ώρα επτάμισι, ένα Σάββατο βράδυ του Χειμώνα, εγώ κι ο αδερφός μου στο δωμάτιό μου. Οι εικόνες του νοερού ταξιδιού μας, μέσω της ιστορίας των τεσσάρων παιδιών, σβήνουν μία μία και χάνονται από τα μάτια μας. Δεν υπάρχει πια η μαγική λάμψη που μας ταξίδεψε στον κόσμο, δεν υπάρχει Τζακ, Μπέτι, Τσάρλι, Μιράντα και Χασάν. Όλα τα σκέφτηκα εγώ και έπλασα μια ιστορία για τον αδερφό μου, ένα παραμύθι. Όλα ήταν ψέμα… Ή μήπως όχι; ─ Λοιπόν, αυτή ήταν η ιστορία, ανακοίνωσα στον αδερφό μου. ─ Αυτή; Δεν έχει τέλος; διαμαρτυρήθηκε. Δεν υπάρχει ιστορία χωρίς τέλος!
Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 6
─ Κοίτα! Η Μιράντα κι ο Χασάν είναι δυο παιδιά ταλαιπωρημένα. Δεν τους έχει προσφερθεί τίποτα. Δεν απαιτούν πολλά· μόνο τα στοιχειώδη, όσα χρειάζεται ένα παιδί για να μεγαλώσει: ένα σπίτι, μια οικογένεια, εκπαίδευση. Αυτά, όμως, τα στερούνται, αλλά εξακολουθούν να παλεύουν. Και το σημαντικότερο: έχουν όνειρα κι αισιοδοξία. Αντίθετα, στον Τζακ όλα προσφέρονται απλόχερα. Ωστόσο, ο ίδιος δεν κατανοεί την αξία τους. Του δίνεται η ευκαιρία να μορφωθεί, αλλά παραμελεί το σχολείο. Έχει μια οικογένεια που νοιάζεται για αυτόν, αλλά εκείνος προτιμά τα ηλεκτρονικά του. Ο Τσάρλι και η Μπέτι έχουν συνηθίσει να έχουν ό,τι επιθυμούν. Γι’ αυτό έχουν γίνει… ─ Άπληστοι και πλεονέκτες; με διέκοψε ο αδερφός μου. ─ Ακριβώς! Αυτό σημαίνει ότι δεν εκτιμούν τα υπάρχοντά τους, δεν συνειδητοποιούν πόσο τυχεροί είναι. Θέλουν κι άλλα, περισσότερα. Φαντάσου μια κούκλα από αυτές που απαξιώνει η Μπέτι στα χέρια της κακόμοιρης Μιράντα! Ο πόλεμος, με τον οποίο ο Τζακ διασκεδάζει ατελείωτες ώρες μέσω της εικονικής πραγματικότητας, είναι η σκληρή καθημερινότητα του Χασάν. Φαντάσου τον ορφανό Χασάν στην οικογένεια του Τζακ! Και την ευκαιρία για μόρφωση για την οποία αδιαφορεί ο Τζακ να είχε και η Μιράντα! ─ Και για όλα αυτά δεν γίνεται τίποτα; ─ Το να κρατά ένα παιδί κάτω των δεκαπέντε όπλο θεωρείται παράνομο, αλλά ποιος το τηρεί; Υπάρχουν εθελοντικές οργανώσεις που προσφέρουν χρήματα και δωρεάν ιατρική περίθαλψη στα παιδιά της Αφρικής, αλλά ποιος συνεισφέρει; Όπως εσύ δεν μπορείς να χαρίσεις το αγαπημένο σου αυτοκινητάκι, έτσι και οι άνθρωποι διστάζουν να προσφέρουν πολλά σε εράνους. Ο Τσάρλι δε δάνεισε ένα βιβλίο του στην αδερφή του· πιστεύεις πως είναι διατεθειμένος να το δωρίσει σε κάποιο φτωχό παιδί; Ο αδερφός μου έγνεψε αρνητικά. ─ Αλλά πάλι δε μου αποκάλυψες το τέλος της ιστορίας. Η Μιράντα θα καταφέρει να σπουδάσει και να γίνει δασκάλα; Ο πόλεμος θα τελειώσει στη χώρα του Χασάν; Θα βρει κάποτε ένα σπίτι, μια οικογένεια; ρώτησε όλο απορία. ─ Δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ιστορία. Την κατάληξη των ηρώων την καθορίζουμε εμείς μόνο, με τις πράξεις μας. Σκέψου! Σκέψου και θα μου πεις. Να βρεις εσύ ένα τέλος για αυτή την ιστορία. Δε χρειάζεται να μου απαντήσεις τώρα. Όταν καταλάβεις. Κι ας είναι μετά από μέρες, μήνες, ακόμη και χρόνια. Τώρα είσαι μικρός. Είδαμε μαζί τον κόσμο μέσα από τα μάτια τεσσάρων παιδιών. Τόσο διαφορετικά, αλλά και τόσο ίδια! Ώρα να τον δεις και με τα δικά σου μάτια. Θα περιμένω την απάντησή σου! Του χαμογέλασα. Ο μικρός με αγκάλιασε και ύστερα χάθηκε στο δωμάτιό του. Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 7
Το ίδιο κιόλας βράδυ, πηγαίνοντας στο κρεβάτι μου, έλαβα την απάντησή του. Τραβώντας τα σκεπάσματα, αντίκρισα ένα μικρό, κόκκινο, αυτοκινητάκι.
Αγγελική Μπανιά
Σελίδα 8
Γιατί υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί; Αυτή η αθώα ερώτηση αποτέλεσε το έναυσμα για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας, μια βόλτα σε τέσσερις γειτονιές του κόσμου μας, μια επίσκεψη σε τέσσερα παιδιά. Όλα τους έχουν κάτι να μας πουν, να μας αποκαλύψουν την καθημερινότητα, τους στόχους, τα προβλήματα και τα όνειρά τους. Τέσσερα παιδιά… Τέσσερις ήπειροι… Τέσσερις ιστορίες… Ένας κόσμος…