6 minute read

MEET AN ARTIST

Next Article
Ή

Ή

«Έχεις δει αυτό το έργο τέχνης;» Πολύ συχνά οι πληθωρικές συνθέσεις του ζωγράφου και σχεδιαστή Ηλία Καφούρου αναπτύσσονται γύρω από μια φράση ή ερώτηση, όπως στην εικόνα δίπλα. Οι χαρακτηρισμοί από κάτω εν είδει αγγελίας είναι αποθεωτικοί: φανταστικό, συγκλονιστικό, μοναδικό!

Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας ευρηματικός τρόπος για να στηλιτεύσει τα επιφανειακά «μπράβο» στις συνομιλίες κοινού - καλλιτέχνη, αλλά και να σχολιάσει την ευκολία με την οποία βαφτίζουμε κάτι εξαιρετικό. «Είναι όπως όταν κοιτάς έναν Πικάσο, δεν επικεντρώνεσαι στο έργο, βλέπεις τον Πικάσο», εξηγεί. Ο ίδιος επιδιώκει να αφήνει ανοιχτό σε ερμηνείες το έργο του και να μην κατευθύνει τον θεατή προς κάποιο συμπέρασμα.

Αριστούχος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, χαρακτηρίστηκε ως ποπ από την πρώτη του ατομική έκθεση, το 2008. H γραφή του, ωστόσο, μοιάζει να κάνει διάλογο και με την ιστορία της ζωγραφικής, αφού οι ψυχεδελικές του συνθέσεις φέρνουν στον νου πίνακες του Ιερώνυμου Μπος ή του Πίτερ Μπρίγκελ. Το ιδιαίτερο ζωγραφικό του ιδίωμα εντόπισε μερικά χρόνια αργότερα ο οίκος Hermès και του ζήτησε να συνεργαστούν σε μια σειρά από μαντίλια. «Mου μίλησαν για την αισθητική του οίκου, την ιστορία αλλά

“Have you seen this artwork?” Very often, the overloaded psychedelic compositions of the painter and designer Elias Kafouros revolve around a phrase or question, as is the case with the picture-in a picture to the right of this page. Below the central image, the praise is laudatory: Fantastic, stunning, unique! This could be seen as a subtle satire of the superficial accolades often exchanged between the artist and the audience, or as a comment on the ease with which we deem something to be outstanding. “It’s like when you see a Picasso; you’re not really looking at the work, you’re seeing ‘Picasso,’ ” he says. He prefers to keep his own work openended, not directing viewers towards a specific conclusion.

A top graduate of the Athens School of Fine Arts, Kafouros was labeled a pop artist from his first solo exhibition in 2008. Yet his works engage with the entire history of painting, with compositions reminiscent of works by Hieronymus Bosch or Pieter Bruegel. His distinct artistic style caught the attention of the French luxury design house Hermès a few years later, leading them to invite him to collaborate on a series of scarves. “They introduced me to the aesthetics of the house, its history, and the dynamism that the compositions needed,” he recalls. The first of these was released in

By Xenia Georgiadou

και τη δυναμική που έπρεπε να έχει η σύνθεση», θυμάται. Το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο από αυτά, ενώ το «Ferry Tales 100», που σχεδίασε τελευταία, δείχνει τη μαεστρία που έχει να συνδυάζει λόγο και εικόνα.

«Είμαι στην Δ΄ Δημοτικού και βλέπω μια ταινία για τον Ηρακλή. Βγαίνοντας από την αίθουσα, θέλω να διατηρήσω τα συναισθήματα που μου προκάλεσε το φιλμ. Επιστρέφω στο σπίτι και αρχίζω να φτιάχνω σπαθιά και πανοπλίες με χαρτόνια, ξύλα και ταινίες συσκευασίας. Πλέον, ήμουν εγώ ο υπερήρωας, πιο αληθινός από εκείνον που είχα δει στην οθόνη. Αναγνωρίζω ακόμα αυτή την αίσθηση του ονείρου που σε κινητοποιεί όταν φαντάζεσαι κάτι και με έναν τρόπο καταφέρνεις να το υλοποιήσεις. Σίγουρα αυτό που σκέφτηκες μπορεί να απέχει πολύ από αυτό που προέκυψε, αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, έχεις κάνει το ταξίδι. Αυτή είναι η ίδια η ζωή, η απόσταση από τον ιδανικό κόσμο του Πλάτωνα στη διονυσιακή ύπαρξη.

«Στην εφηβεία δεν είχα καμία ξεκάθαρη ιδέα για το τι θα ήθελα να ακολουθήσω. Για το μόνο που ήμουν σίγουρος ήταν πως δεν είχα την υπομονή να υποβληθώ στη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων. Τελικά, σκέφτομαι πως το τι επιλέγεις να κάνεις είναι μάλλον τυχαίο. Αυτή η ηλικία, από άποψη φυσιολογίας, είναι η χειρότερη για να αποφασίσεις με τι θα ασχοληθείς στην υπόλοιπη ζωή σου. Οι ορμόνες είναι στο ζενίθ και δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά. Στην αρχή αναρωτιόμουν τι γυρεύω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στο τέλος της φοίτησης κατάλαβα ότι όντως με ενδιαφέρει.

«Ακόμα δεν έχω απαντήσει γιατί είναι σημαντική για μένα η ζωγραφική. Aισθάνομαι ότι ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. Θα μπορούσα να έχω επιλέξει να φύγω από την Ελλάδα, νομίζω όμως και πάλι ότι προς την τέχνη θα πήγαινα, απλώς ίσως να άλλαζα το μέσο, να έκανα digital art ή animation. Το μόνο προς το οποίο ένιωθα μια ροπή εκείνη την εποχή των αποφάσεων, ήταν η διαφήμιση. Η κωδικοποιημένη της γλώσσα. Η εικόνα της σαγήνης και της επιθυμίας. Αυτά είναι όμως στοιχεία που τα χρησιμοποίησα καλύτερα μέσα από την τέχνη.

«Μου πήρε έξι χρόνια να ολοκληρώσω τις σπουδές, γιατί έκανα πολλά ταξίδια σε Κεντρική Αμερική, Περού, Ινδία. Από μικρή ηλικία είχα ασχοληθεί με τον διαλογισμό και τις ενεργειακές θεραπευτικές τεχνικές και έτσι εκμεταλλεύτηκα το διάστημα εκείνο για να ζήσω σε οικολογικές κοινότητες, π.χ. της Κόστα Ρίκα. Περνούσα μήνες στο τροπικό δάσος. Με ενδιέφερε να γνωρίσω μια εναλλακτική συνθήκη σε σχέση με αυτήν της δυτικής κοινωνίας, όπου έβλεπα ανθρώπους γεμάτους θυμό. Ένιωθα έναν διχασμό ανάμεσα στο ιδεατό, που βρισκόταν εκεί, και στο αναγκαστικό που ήταν εδώ. Η τέχνη κατάφερε να συμφιλιώσει αυτούς τους δύο κόσμους.

«Αντλώ έμπνευση από οτιδήποτε έχει να κάνει με την κοινή εμπειρία των ανθρώπων πάνω στην εικόνα και την πληροφο- ρία: τηλεόραση, κινηματογράφο, βιντεοπαιχνίδια, κόμικς, εφημερίδες, διαφημίσεις, προϊόντα στο σούπερ μάρκετ. Η ιστορία δεν με αφορά σαν μια εμπεριστατωμένη άποψη του τι υπήρξε, γιατί, όπως και κάθε αφήγηση, περιορίζεται στην αντίληψη και στο κριτήριο εκείνου που αφηγείται. Δεν με ενδιαφέρει να αποδώσω γεγονότα σαν καταχωρίσεις σε κάποιο αρχείο. Επιδιώκω να δημιουργήσω καταστάσεις που η μία επιδρά στην άλλη.

«Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η ενέργεια, η οποία προϋπάρχει της ύλης. Μπορεί η ύλη να σε θαμπώνει, ωστόσο με την ενέργεια μπορείς να καταλάβεις τα πράγματα χωρίς να εγκλωβίζεσαι στην εικόνα τους. Βλέπεις τι κρύβεται από πίσω. Θέλησα να φτιάξω μια γλώσσα μέσω της τέχνης που να το χωράει αυτό. Άρχισα να κοιτάω τη βουδιστική τέ- χνη και έπειτα τη γραφή των Μάγια, που έχει μια ιδιαίτερη, γεωμετρική δομή. Ήθελα να βλέπω μια σύνθεση όπου όλα τα στοιχεία να λένε μια ιστορία και από πίσω να υπάρχει ένας ρυθμός. Αυτό όλο λειτούργησε περισσότερο σαν κινηματο- γράφος παρά σαν ζωγραφική.

2014, while the latest one, “Ferry Tales 100,” showcases his talent in combining text with image.

“I remember being in fourth grade, watching a movie about Hercules. I left the theater wanting to retain the feelings the film had stirred in me. I went home and started crafting swords and armor from cardboard, wood and packing tape. Suddenly, I was the superhero, more real than the one I’d seen on screen. I still recognize this feeling, this dream that propels you when you envision something and manage, somehow, to bring it to life. Sure, what you end up creating might diverge from what you initially imagined, but that’s not very important. The journey is what matters. It’s a microcosm of life itself, the gap between Plato’s ideal realm and the Dionysian reality.

“In my teens, I had no clear idea of what I wanted to do. The only thing I was sure of is that I didn't have the patience to go through the process of university entrance exams. Ultimately, I think our choices at that age might be fairly random. Physiologically, it’s probably the worst time to decide what you want to do for the rest of your life. Hormones are running wild and clear thinking is scarce. Initially, I questioned what I was doing at the School of Fine Arts. By the end of my studies, however, I realized it was truly my vocation.

“I haven’t really answered why painting matters to me. It feels like a good fit for my personality. I could’ve chosen to leave Greece, but I suspect I would’ve been drawn to art regardless, perhaps just in a different medium – digital art or animation, for instance. The only thing I felt inclined towards during that period of decision-making was advertising, with its coded language and images of seduction and desire. But these are elements that I handled best through art.

“It took me six years to finish my studies, as I made many trips to Central America, Peru and India. I’ve been practicing meditation and energy healing techniques from a young age, so I used that time to live in eco-communities, including one in Costa Rica. I spent months in the tropical forest, keen to explore a lifestyle alternative to Western society, where I saw people filled with anger. I sensed a dichotomy between the ideal world ‘there’ and the compulsory one ‘here,’ Art, for me, became a bridge between these two worlds.

“My inspiration springs from anything related to shared human experience in the realm of images and information – television, cinema, video games, comics, newspaper advertisements, supermarket products. I’m not interested in history as a well-structured recounting of past events because, like any story, it is limited by the perception and judgement of the storyteller. I’m not aiming to chronicle events as if jotting down entries in a ledger. My goal is to create situations where one event influences another.

“What’s most important is energy, which predates matter. Materiality may cloud your vision, but energy allows you to understand things without being ensnared by their appearance. You see what lies beneath. I sought to create an artistic language that could encompass this concept. I began by studying Buddhist art, then moved on to the Mayan script with its distinctive geometric structure. I wanted to create compositions where every element tells a part of a story and, behind it all, there’s a rhythm. This approach ended up feeling more akin to cinema than painting. Each element, placed beside another, compels the viewer to start interpreting and to project themselves onto the canvas, through the associations stirred by individual elements.”

This article is from: