Αρχιτεκτονικά Οράματα

Page 1



ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2012-13

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΟΡΑΜΑΤΑ σε περιόδους οικονομικών κρίσεων

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Πουρδαλά Ελένη Επιβλέπων Καθηγητής Δραγώνας Πάνος

Πάτρα, 3 Οκτωβρίου 2013



Περίληψη Μέσα από την ερευνητική εργασία καταβλήθηκε προσπάθεια διερεύνησης των προτάσεων που πραγματοποιούνται σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, εξετάζοντας τα έργα των Buckminster Fuller, Archigram και Lebbeus Woods. Στόχος ήταν να δοθούν απαντήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των πειραματικών αναζητήσεων και τις συνθήκες που τις τροφοδότησαν. Η έρευνα υλοποιήθηκε σε τρία στάδια. Αρχικά εξετάστηκαν οι εξελίξεις στον τεχνολογικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα μέσα από το πρίσμα της εξέλιξης της διεθνούς οικονομίας. Αφού εντοπίστηκαν οι σημαντικότερες αλλαγές στη δομή της κοινωνίας, ερευνήθηκε η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής ιδεολογίας και σκέψης στη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Εν τέλει εξετάστηκε κάθε αρχιτέκτονας ξεχωριστά, προκειμένου να εντοπιστούν οι επιρροές που δέχθηκε από τον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό και να κατανοηθεί ο τρόπος ενσωμάτωσής των επιδράσεων στο έργο του. Συγκρίνοντας τις ανακαλύψεις από την εξέταση των ειδικών περιπτώσεων, συμπεραίνεται πως τα πειραματικά έργα των τριών αρχιτεκτόνων παρουσιάζουν κοινά σημεία αναφοράς ως προς τις εξελίξεις που μετατρέπουν σε αρχιτεκτονικά μέσα, την αξιοποίηση των κοινωνικών μεταβολών ως αφορμή για νέες διερευνήσεις και την αμφισβήτηση του υπάρχοντος ή του νεοσύστατου αστικού μοντέλου. Η διαφορά τους έγκειται στον τρόπο που επιλέγουν να τοποθετήσουν τις απαντήσεις τους, καταλήγοντας να έχουμε τρεις εντελώς διαφορετικές, που παρόλα αυτά εμφανίζουν ομοιότητες. i


ii


Abstract Through the research work, an attempt was made to investigate proposals made in times of economic crisis , examining the works of Buckminster Fuller, Archigram and Lebbeus Woods. The aim was to provide answers about the content of the experimental searches and conditions feedings . The investigation was carried out in three stages. Initially we examined the developments in technological, social and cultural fields in the light of the evolution of the international economy. Having identified the major changes in the structure of society, we continue with the investigation of the evolution of architectural ideology and thinking during the same period. Ultimately every architect was examined separately in order to identify the influences received from the economic and social transformation and to understand the way of integrating influences in his work. Comparing the findings from the examination of specific cases , it is concluded that the experimental work of three architects have common reference points to trends that turn in architectural means, the utilization of social change as an opportunity for new investigations and questioning of existing or newly urban model. The difference lies in how they choose to place their responses , resulting to have three completely different , which nevertheless exhibit similarities.

iii

Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή μου κ. Δραγώνα για την καθοδήγησή του. Την οικογένειά μου για την οικονομική υποστήριξη, καθώς και τους φίλους μου για τη βοήθεια, την υπομονή και την ψυχολογική υποστήριξη.


iv


Περιεχόμενα Εισαγωγή 1 1. Ορισμοί - Βασικές έννοιες 1.1 Οικονομικοί όροι 1.2 Αρχιτεκτονικοί όροι 1.3 Οικονομικές μεταβολές

7

7 8 9

2. Ο Buckminster Fuller και το Μεγάλο Κραχ του 1929 2.1 Οικονομική κατάσταση 2.2 Ο Buckminster Fuller και η αρχιτεκτονική του ‘30 2.3 Επιδράσεις από το κλίμα του μεγάλου κραχ του 1929

15 27 35

15 v

3. Οι Archigram και η μεταπολεμική περίοδος

51

4. Ο Lebbeus Woods και η κρίση του ‘70

93

3.1 Οικονομική κατάσταση 51 3.2 Οι Archigram και η μεταπολεμική αρχιτεκτονική 65 3.3 Επιδράσεις των Archigram από τις μεταπολεμικές οικονομικές συνθήκες 73

4.1 Οικονομική κατάσταση 4.2 Ο Lebbeus Woods και η αρχιτεκτονική του ‘70 4.3 Επιδράσεις του Woods από την κρίση του ‘70

93 109 119

Συμπεράσματα 137 Βιβλιογραφία 143


vi


Εισαγωγή Στη διάρκεια του 20ου αιώνα ο καπιταλισμός ήρθε αντιμέτωπος με σημαντικές οικονομικές κρίσεις και δύο παγκόσμιους πολέμους που διαμόρφωσαν την παγκόσμια οικονομική κατάσταση. Οι περίοδοι οικονομικής ύφεσης δεν αποτελούν έκπληξη καθώς είναι βασικό μέρος της εξέλιξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Μια κρίση αποτελεί σημαντική ιστορική διαδικασία, αφού η οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ ανεξάρτητα, αλλά είναι πάντοτε συνυφασμένη με την κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες ανέπτυξαν τα ιδανικά τους και στις δεκαετίες που ακολούθησαν ήρθαν στο προσκήνιο. Έκτοτε η αρχιτεκτονική έχει υποβληθεί σε αρκετές αισθητικές και οικονομικές αλλαγές. Σήμερα με μια νέα οικονομική κρίση να βρίσκεται στο προσκήνιο, ο τομέας των κατασκευών παρουσιάζει μειωμένη δραστηριότητα. Κρατικές επιχορηγήσεις και δημόσιες δαπάνες παρουσιάζουν στασιμότητα και τα αρχιτεκτονικά γραφεία έρχονται αντιμέτωπα με προβλήματα επιβίωσης. Τι θα συμβεί όμως μετά τον κατακλυσμό; Υπάρχει μία τάση για την αρχιτεκτονική δράση να ακολουθείται από αντίδραση, και αυτή από περαιτέρω αντίδραση. Η ιστορία του εικοστού αιώνα μας διδάσκει ότι κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης οι αρχιτέκτονες αναλογίζονται το ρόλο τους ως διαμορφωτές της κοινωνίας, πειραματίζονται και προετοιμάζουν τις κινήσεις τους για την επόμενη ημέρα όταν το έδαφος γίνει κατάλληλο. Τα διδάγματα του παρελθόντος μπορούν να μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το τι μπορεί να συμβεί όταν η τρέχουσα κρίση συμπληρώσει τον κύκλο της. Στην παρούσα εργασία οι πληροφορίες αυτές συλλέγονται μέσα από μια μελέτη της οικονομικής ιστορίας του Δυτικού κόσμου στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα καθώς και των κοινωνικών και πολιτισμικών διαστάσεων. Ενώ παράλληλα εξετάζονται σημαντικές μεταστροφές στην αρχιτεκτονική ιδεολογία την ίδια περίοδο. Η έρευνα εστιάζει σε τρεις κρίσιμες περιόδους οικονομικής ύφεσης κατά τη διάρκεια των οποίων εντείνεται ο αρχιτεκτονικός πειραματισμός. Επιλέγονται τρείς σημαντικές στιγμές της οικονομικής ιστορίας με γνώμονα το εύρος και τη διάρκεια επιρροής τους και στη συνέχεια εξετάζεται ο προβληματισμός που αναπτύσσεται μέσα από το έργο δύο αρχιτεκτόνων και μίας αρχιτεκτονικής ομάδας. Αρχικά λοιπόν εξετάζεται το έργο του Buckminster Fuller σε σχέση με τη Μεγάλη Ύφεση που εκδηλώνεται το 1929. Στη συνέχεια εξετάζεται το έργο των Archigram ως απόρροια των οικονομικών επιδράσεων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Τέλος εξετάζεται το έργο του Lebbeus Woods στο πλαίσιο των επιπτώσεων της κρίσης του ‘70. Ο συσχετισμός της οικονομικής ύφεσης με τον αρχιτεκτονικό πειραματισμό γίνεται μέσα από δύο θεωρήσεις, οι οποίες οδηγούν στην εξέταση των ειδικών περιπτώσεων: Αρχικά εξετάζεται η εξέλιξη της διεθνούς οικονομίας, η γενική οικονομική κατάσταση όπως εκδηλώνεται σε παγκόσμιο πεδίο, και αναζητούνται τα αίτια που οδήγησαν στην κατάρρευση της οικονομικής σταθερότητας. Επιπλέον παρουσιάζονται οι δυσμενείς επιπτώσεις και οι μεταλλαγές που πραγματοποιούνται στη δομή της κοινωνίας, αλλά και τα ενδεχόμενα οφέλη που προκύπτουν από τη νέα έκβαση.

1


Η δεύτερη θεώρηση εξετάζει την πορεία της αρχιτεκτονικής ιδεολογίας στην διάρκεια της ίδιας περιόδου. Παρουσιάζεται η μεταστροφή στις σκέψεις και τα ιδανικά, η διάδοση και η αμφισβήτηση των ευρύτερων αρχιτεκτονικών ρευμάτων. Πέρα από τα κύρια στάδια της αρχιτεκτονικής εξέλιξης, δίδεται έμφαση στις συνθήκες που επικρατούν στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο. Στόχος είναι μέσα από τη συνολική παρουσίαση του έργου και της φιλοσοφίας των τριών αρχιτεκτόνων, να γίνει κατανοητό σε ποιο βαθμό ανάγεται στις γενικές συνθήκες ή αποκλίνει από αυτές. Εν τέλει οι δύο θεωρήσεις, οικονομική και αρχιτεκτονική, συγκλίνουν σε μία κοινή αναζήτηση. Μέσα από το έργο κάθε αρχιτέκτονα επιχειρείται να διαπιστωθούν οι επιδράσεις που έχει δεχθεί από τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και τις συνακόλουθες αλλαγές στη δομή της κοινωνίας. Στόχος είναι να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Ποια είναι τα δεδομένα που αξιοποιούνται μετά το πέρας της ύφεσης και πως ενσωματώνονται στις εκάστοτε προτάσεις; Ποιες συνθήκες γίνονται αφορμή και ενθαρρύνουν τον πειραματισμό; Τι μορφή παίρνουν και πως τοποθετούνται κριτικά οι αρχιτέκτονες απέναντι τους; Η ερευνητική εργασία δομείται σε τέσσερα κεφάλαια: το πρώτο περιλαμβάνει ορισμούς και βασικές έννοιες ενώ τα τρία επόμενα επικεντρώνονται στις μελέτες των περιπτώσεων. Κάθε ένα από τα κεφάλαια χωρίζεται σε τρεις ενότητες. 2

Στο πρώτο κεφάλαιο διατυπώνονται ορισμοί απαραίτητοι για την κατανόηση της οικονομικής αλλά και της αρχιτεκτονικής ιστορίας. Πρώτα ορίζονται έννοιες σχετικές με την οικονομική κρίση, τις διαδικασίες παραγωγής και τις κοινωνικές μεταβολές. Στη συνέχεια ορίζονται τάσεις που εντάσσονται στο αρχιτεκτονικό πεδίο του 20ου αιώνα και αναφέρονται στα επόμενα κεφάλαια, καθώς και όροι σχετικοί με τον πειραματισμό και την ουτοπία. Τέλος γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση εννοιών που σχετίζονται με τις οικονομικές μεταβολές. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την αρχιτεκτονική του Buckminster Fuller και την περίοδο του Μεγάλου Κραχ του 1929. Στην πρώτη ενότητα σκιαγραφείται η γενική οικονομική κατάσταση, με έμφαση στην Αμερική όπου δραστηριοποιείται ο αρχιτέκτονας. Παρουσιάζονται οι τεχνολογίες και οι μέθοδοι παραγωγής που γνωρίζουν ευρεία διάδοση και οι προσπάθειες ανάκαμψης της βιομηχανίας από την προηγούμενη λιτότητα. Παράλληλα προσεγγίζονται οι κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν το νέο αστικό μοντέλο. Στη συνέχεια αναλύεται η γενική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του ‘30, οι στόχοι της μέσα από την ευρεία διάδοση του μοντέρνου κινήματος και το όραμα του Fuller. Τέλος σημειώνονται οι επιδράσεις που γίνονται εμφανείς μέσα από τα έργα και τους πειραματισμούς του αρχιτέκτονα, τόσο σε σχέση με τα αρχιτεκτονικά μέσα που χρησιμοποιεί όσο σε σχέση με τη νέα αντίληψη της κοινωνίας που γίνεται αφορμή για νέες αναζητήσεις και αναθεωρήσεις προηγούμενων αστικών μοντέλων. Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τις προτάσεις της ομάδας Archigram και τη μεταπολεμική περίοδο. Αρχικά προσεγγίζεται το οικονομικό πλαίσιο στα χρόνια που ακολουθούν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο στη Μεγάλη Βρετανία. Περιγράφεται η διαδικασία της κοινωνικής ανανέωσης και της ανάδυσης, με την υποστήριξη των νέων τεχνολογιών, μιας νέας pop κουλτούρας. Στην επόμενη ενότητα δίδεται έμφαση στην αμφισβήτηση του μοντερνισμού ως προς το


ρόλο του στην νέα μεταπολεμική κοινωνία που πυροδοτεί έναν κύκλο πειραματισμών και καταλήγει στην εμφάνιση νέων κινημάτων. Στα πλαίσια αυτού του πειραματισμού, εντάσσεται και η κυκλοφορία του περιοδικού Archigram. Τέλος, απαριθμούνται οι επιρροές από τις νέες μεταπολεμικές συνθήκες, όπως προβάλλονται μέσα από το έργο της ομάδας, από την ενσωμάτωση της νέας κουλτούρας στις ιδέες τους, μέχρι την κριτική τους στα προγράμματα αστικής ανανέωσης της Αγγλίας. Το τέταρτο κεφάλαιο αφιερώνεται στον Lebbeus Woods και την κρίση της δεκαετίας του ‘70. Αρχικά περιγράφεται η γενική οικονομική κατάσταση και οι συνθήκες διαμόρφωσης παγκόσμιας οικονομικής ανισότητας. Παρουσιάζεται η είσοδος στη μεταβιομηχανική κοινωνία και η άνοδος στους τομείς της επιστημονικής έρευνας καθώς και η αναδόμηση της μεταμοντέρνας κοινωνίας. Στην περιγραφή των γενικών αρχιτεκτονικών συνθηκών της περιόδου, δίδεται έμφαση στην είσοδο στον μεταμοντερνισμό, καθώς και η στροφή των αρχιτεκτόνων προς νέες αναζητήσεις. Στη συνέχεια αντιπαραβάλλονται οι πειραματισμοί και οι προτροπές του Woods, μέσα από κείμενα, σχέδια και προτάσεις που συνθέτουν την προσωπική του φιλοσοφία και κριτική στάση. Στην τελευταία ενότητα αναζητούνται στο έργο του ενδείξεις, που εκφράζουν την ανησυχία που ακολούθησε την κρίση. Αυτές εντοπίζονται τόσο στις απόψεις του για την πρόοδο της επιστήμης και το ρόλο της ως μέσο δημιουργίας, όσο και στην ίδια τη φύση των λύσεων που προτείνει και των ζητημάτων που τον απασχολούν.

3


4


5


6


1.1 Οικονομικοί όροι

1. Ορισμοί - Βασικές έννοιες

Καπιταλισμός Οικονομικό σύστημα στο οποίο η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, παραγωγή, κατανομή, το εμπόριο και οι υπηρεσίες, κατέχονται από ιδιώτες, με κυρίαρχο κίνητρο το κέρδος. Το κράτος στον καπιταλισμό μπορεί επίσης να αποτελεί τον ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής (συλλογικός καπιταλιστής) ή διακίνησης των προϊόντων (και των υπηρεσιών που στον καπιταλισμό νοούνται ως προϊόντα).1 Τεϊλορισμός Θεωρία της επιστημονικής διαχείρισης που ανέλυσε και συνέθεσε τις ροές εργασίας. Κύριος στόχος της ήταν η βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας, ιδιαίτερα της παραγωγικότητας της εργασίας.2 Φορντισμός Σύστημα παραγωγής για την κατασκευή τυποποιημένων, χαμηλού κόστους προϊόντων και για να παρέχει στους εργαζομένους του αξιοπρεπείς μισθούς ώστε να τα αγοράζουν. Έχει περιγραφεί ως μοντέλο οικονομικής επέκτασης και τεχνολογικής προόδου βασισμένο στη μαζική παραγωγή: την παρασκευή τυποποιημένων προϊόντων σε τεράστιες ποσότητες χρησιμοποιώντας μηχανήματα ειδικής χρήσης και ανειδίκευτη εργασία. Αν και ο φορντισμός ήταν μια μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για να βελτιώσει την παραγωγικότητα στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, η αρχή του μπορούσε να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε είδος παραγωγικής διαδικασίας.3 Μεταφορντισμός Το κυρίαρχο σύστημα οικονομικής παραγωγής, κατανάλωσης και των συναφών κοινωνικοοικονομικών φαινομένων, στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες από τα τέλη του 20ου αι. Χαρακτηρίστηκε από: τις μικρές παρτίδες παραγωγής, τις οικονομίες του πεδίου εφαρμογής, τα εξειδικευμένα προϊόντα και θέσεις εργασίας, τις νέες τεχνολογίες πληροφόρησης, την άνοδο του τομέα των υπηρεσιών και την εκθήλυνση του εργατικού δυναμικού.4

1 <http://el.wikipedia.org/wiki/Καπιταλισμός> (αναζήτηση 10/07/2013) 2 <http://en.wikipedia.org/wiki/Scientific_management> (αναζήτηση 10/07/2013) 3 < http://en.wikipedia.org/wiki/Fordism> (αναζήτηση 10/07/2013) 4 <http://en.wikipedia.org/wiki/Post-Fordism> (αναζήτηση 10/07/2013)

7


Παγκοσμιοποίηση Η αυτονόμηση όλων εκείνων των παραμέτρων, όπως το εμπόριο, η κοινωνική δομή, η τεχνολογία, η κουλτούρα, το πολιτικό σύστημα και η γνώση, οι οποίες επεδίωκαν να έχουν σύνορα μέσα σε ένα κράτος-προστάτη. Αυτό το σύμπλεγμα φαινομένων και σχέσεων διαχωρίζεται σε ορισμένες πτυχές: -Βιομηχανική παγκοσμιοποίηση: η ενίσχυση και επέκταση των πολυεθνικών εταιρειών -Χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση: η ανάδυση παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και η διευκόλυνση πρόσβασης σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις για εταιρικούς και κρατικούς δανειζόμενους -Πολιτική παγκοσμιοποίηση: η επέκταση των πολιτικών συμφερόντων σε περιοχές και χώρες που δεν γειτνιάζουν με τα πολιτικά ισχυρά κράτη -Παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης: η αύξηση της ροής της πληροφόρησης μεταξύ γεωγραφικά μακρινών περιοχών -Πολιτισμική παγκοσμιοποίηση: η ανάπτυξη διαπολιτισμικών επαφών και η δημιουργία μιας παγκόσμιας κουλτούρας1

1.2 Αρχιτεκτονικοί όροι

8

Ουτοπία Προέρχεται από το ελληνικό ου + τόπος και είναι το όνομα για μια ιδανική κοινότητα ή κοινωνία. Είναι όρος δανεισμένος από το ομότιτλο βιβλίο του Thomas More που εκδόθηκε το 1518, και περιγράφει μια φανταστική κοινωνία σε ένα νησί του Ατλαντικού Ωκεανού που διαθέτει ένα φαινομενικά τέλειο κοινωνικό, πολιτικό και νομικό σύστημα. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί στην αρχιτεκτονική για να περιγράψει ιδανικές καταστάσεις που είναι αδύνατον ή πολύ δύσκολο να υλοποιηθούν.2 Τεχνο-ουτοπία Αναφέρεται σε κάθε ιδεολογία που βασίζεται στην πεποίθηση ότι η πρόοδος στην επιστήμη και την τεχνολογία θα επιφέρει τελικά μια ουτοπία ή τουλάχιστον θα βοηθήσει να εκπληρώσει μια ή κάποιο άλλο ουτοπικό ιδανικό. Μια τεχνο- ουτοπία είναι μια υποθετική ιδανική κοινωνία, στην οποία νόμοι, κυβέρνηση, και κοινωνικές συνθήκες λειτουργούν αποκλειστικά προς όφελος και για την ευημερία όλων των πολιτών της, που στο εγγύς ή μακρινό μέλλον, όταν η προηγμένη επιστήμη και τεχνολογία θα επιτρέψει σε αυτά τα ιδανικά πρότυπα διαβίωσης να υπάρξουν.3

1 <http://el.wikipedia.org/wiki/Παγκοσμιοποίηση> (αναζήτηση 10/07/2013) 2 <http://el.wikipedia.org/wiki/Ουτοπία> (αναζήτηση 10/07/2013) 3 <http://en.wikipedia.org/wiki/Technological_utopianism> (αναζήτηση 10/07/2013)


Ριζοσπαστική αρχιτεκτονική (radical architecture) Όρος που χρησιμοποιήθηκε συχνά κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970 για να προτείνει κάποιες ακραίες εκδοχές της μορφής, της δομής ή συνηθέστερα της αριστερής πολιτικής θέσης των δημιουργών της. Η έννοια αυτή αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό από το ιταλικό αρχιτεκτονικό περιοδικό Casabella. Στην πραγματικότητα η ριζοσπαστική αρχιτεκτονική έπαιρνε τη μορφή σχεδίων ή κολάζ έργων από ορισμένες ομάδες που αμφισβητούσαν το τι συνιστά την αρχιτεκτονική και συνήθως αφορούσαν επιθέσεις ενάντια στην αρχιτεκτονική που σχεδιάζεται ως επίσημη γλώσσα.1 Οραματική αρχιτεκτονική (visionary architecture) Είναι το όνομα που δίνεται στην αρχιτεκτονική που υπάρχει μόνο στο χαρτί ή που έχει οραματικές ποιότητες. Αυτά τα αρχιτεκτονικά σχέδια σε χαρτί επιτρέπουν μια εικόνα της ασυνήθιστης αντίληψης των κόσμων που είναι αδύνατον να ειδωθούν στην καθημερινή ζωή, παρά μόνο μέσα από την οπτική δραματοποίηση του σχεδιασμένου, ευφάνταστου περιβάλλοντος.2 Πειραματική αρχιτεκτονική (experimental architecture) Κλάδος της αρχιτεκτονικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάπτυξη εννοιολογικών έργων που προκαλούν τις συμβατικές και ενοποιημένες πρακτικές. Κύριος στόχος της είναι να διερευνήσει πρωτότυπα μονοπάτια σκέψης και να αναπτύξει καινοτόμα σχεδιαστικά εργαλεία και μεθοδολογίες.3

1.3 Οικονομικές μεταβολές Καπιταλιστική οικονομική κρίση Η καπιταλιστική οικονομική κρίση είναι πάντοτε κρίση υπερπαραγωγής αγαθών. Δεν πρόκειται ούτε για μια απλή εμφάνιση ούτε για παράγωγο μιας παραμορφωμένης ιδεολογικής άποψης. Η υπερπαραγωγική κρίση είναι μια απτή πραγματικότητα. Ξαφνικά η προσφορά ξεπερνά την αποδοτική ζήτηση αγαθών, σε σημείο που προκαλεί μια τεράστια μείωση στις παραγγελίες και σημαντική μείωση στην παραγωγή. Αυτά με τη σειρά τους προκαλούν συσσωρευμένη κίνηση της κρίσης υπό τη μορφή μείωσης προσλήψεων, εισοδημάτων, επενδύσεων, παραγωγής κτλ. Οι κρίσεις υπερπαραγωγής εμφανίζονται και στα δύο βασικά τμήματα παραγωγής, τα παραγωγικά και τα καταναλωτικά αγαθά.4

1 <http://www.encyclopedia.com/doc/1O1-Radicalarchitecture.html> (αναζήτηση 10/07/2013) 2 <http://en.wikipedia.org/wiki/Visionary_architecture> (αναζήτηση 10/07/2013) 3 <http://en.wikipedia.org/wiki/Experimental_architecture> (αναζήτηση 10/07/2013) 4 Gottdiener, Komninos, 1989, Capitalist Development and Crisis Theory,σσ.30

9


Οικονομικός κύκλος Ο οικονομικός κύκλος μπορεί να αναλυθεί σε φάσεις μεγάλης διάρκειας που λαμβάνουν υπόψη την κίνηση των τιμών και των εσόδων. Ο πρώτος κύκλος (1789-1850) κατέληξε στην τελική κρίση μετάβασης και χαρακτηρίστηκε από την ατμομηχανή και την κλωστοϋφαντουργία. Ο δεύτερος κύκλος (1850-95) κατέληξε στην πρώτη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού (1873-95) και χαρακτηρίστηκε από τη βιομηχανία σιδήρου και τους σιδηρόδρομους. Ο τρίτος κύκλος (1895-1939) κατέληξε στη δεύτερη μεγάλη κρίση (1920-39) και χαρακτηρίστηκε από τον ηλεκτρισμό, τις μηχανές εσωτερικής καύσης και την αυτοκινητοβιομηχανία. Ο τέταρτος κύκλος (1940- σημερινή κρίση) δεν είναι σίγουρο από τι χαρακτηρίζεται.1

10

1 Ό.π. ,σσ.71


11


12

Ο Buckminster Fuller και το Μεγάλο Κραχ του 1929


13


Εικ.1: Μαζική παραγωγή υποδημάτων

14

Εικ.2: Μαζική παραγωγή αυτοκινήτων


2. Ο Buckminster Fuller και το Μεγάλο Κραχ του 1929 2.1 Οικονομική κατάσταση 2.1.1. Βιομηχανισμός και νέες τεχνολογίες Ο όρος <<βιομηχανική επανάσταση>> χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον ιστορικό Arnold Toynbee (1889-1975) για να περιγράψει τι συνέβη από το 1760 έως το 1830. Δηλώνει τόσο τις εφευρέσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της σύγχρονης βιομηχανίας, όσο και τις κοινωνικό- οικονομικές αλλαγές που επέφεραν αυτές οι τεχνολογικές καινοτομίες. Ο βιομηχανισμός συνδέθηκε μ’ ένα καθιερωμένο πλαίσιο που περιλαμβάνει εργοστάσια, βαριά μηχανήματα και μεγάλο αριθμό προσωπικού. Ο Daniel Bell, χρησιμοποιώντας ως πηγή τα έργα δύο οικονομολόγων της δεκαετίας του 1930, των Fischer και Clark, υιοθέτησε ένα μοντέλο σταδίων ανάπτυξης, το οποίο αναγνώριζε τρεις διαδοχικές φάσεις οικονομικής προόδου: προβιομηχανική, βιομηχανική, μεταβιομηχανική. Χαρακτηριστικό της δεύτερης φάσης είναι η μετατόπιση της απασχόλησης από τη γεωργία στη μεταποίηση των αγαθών.1 Στο σενάριο του Bell, η ιστορική πρόοδος αφορά μια πορεία ανάμεσα από αυτούς τους τομείς. Η κίνηση αναφέρεται σε ιστορικές μεταβολές, που αφορούν το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού, με την πλειονότητα να μετακινείται στους τομείς απασχόλησης. Η δύναμη που προωθεί την κίνηση είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, που οργανώνεται γύρω από αυτό που ονομάζει <<άξονες αρχών>>. Σε μια βιομηχανική κοινωνία, κινητήριες δυνάμεις θεωρούνται αυτές της παραγωγής και του κέρδους, η ορθολογική επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης με τη χρήση ενέργειας και μηχανημάτων. Μια ακριβέστερη άποψη αυτής της βιομηχανικής εικόνας, δίνει ο κυρίαρχος ρόλος των μηχανημάτων στη μεταποίηση των αγαθών, που λειτουργούσαν αρχικά με κάρβουνο και ατμό και κατόπιν με πετρέλαιο και ηλεκτρισμό.2 Η μαζική βιομηχανία και οι μαζικές αγορές μπορούν να θεωρηθούν ως το απόγειο της μοντέρνας βιομηχανικής προόδου.3 Τον 20ο αι. γίνονται εντονότερες κάποιες τάσεις που παρατηρούνται στην εξέλιξη της τεχνολογίας ήδη από τον 19ο αι. Σημειώνεται μια μεταβολή στη διαδικασία παραγωγής προϊόντων. Το 1913 εμφανίζονται οι πρώτες κινούμενες γραμμές συναρμολόγησης στα εργοστάσια του Ford στο Detroit, όπου η παραγωγή αυτοκινήτων χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο κάθε εργάτης συναρμολογεί ένα μικρό μόνο τμήμα του τελικού προϊόντος, μειώνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής. Στη συνέχεια αναδύεται ένα πρόγραμμα επιστημονικής διαχείρισης της παραγωγής που αρχικά επινοήθηκε από τον F. Taylor. Στόχος του προγράμματος ήταν η πλήρης τυποποίηση της διαδικασίας παραγωγής. Αυτά τα δύο συστήματα, που αργότερα ονομάστηκαν Φορντισμός και Τεϊλορισμός, διαμόρφωσαν τη βιομηχανική μαζική παραγωγή. 1 Hall Stuart, Held David, Mc Grew Anthony, 2009, Η νεωτερικότητα σήμερα, σσ. 253-254 2 Ό.π., σσ. 253-255 3 Ό.π., σσ. 268

15


Εικ.3: Πρώτη πτήση του αεροπλάνου Glider των αδελφών Wright, 1901

16

Εικ.4: Graf Zeppelin, 1929


Με τη στροφή του αιώνα, η πρωτοπορία είχε επιτύχει να επιβάλει έναν δικό της ζωτικό χώρο, μέσα από την επανάσταση στις επικοινωνίες και τις μεταφορές.1 Ο ενθουσιασμός με την κίνηση και την ταχύτητα ενισχύθηκε από το πλήθος των εφευρέσεων στον τομέα της εναέριας και επίγειας μετακίνησης. Η μαζική παραγωγή αυτοκινήτων και η καθιέρωση της μηχανής εσωτερικής καύσης, μετατρέπουν το αυτοκίνητο, για την πλειονότητα των Αμερικάνων από το 1907 και έπειτα, σε βασική ανάγκη. Παράλληλα την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. κατασκευάζονται zeppelin, αεροπλάνα και ελικόπτερα, ενώ πραγματοποιούνται και οι πρώτες πτήσεις με επιβάτες. Η αλληλεπίδραση επιστήμης, τεχνολογίας και στρατού γίνεται ολοένα και εντονότερη στη διάρκεια του 1ου Π.Π., οδηγώντας σε νέα βελτιωμένα μοντέλα. Οι αεροδυναμικές μορφές που ξεκίνησαν στην Ευρώπη το 1890, ως εργαστηριακές δοκιμές για τη βελτιστοποίηση των μορφών των αεροπλάνων και των αυτοκινήτων, βρήκαν την εφαρμογή τους στις ΗΠΑ το 1930. Τα πρακτικά αποτελέσματα αυτών των πρώιμων μελετών αποδείχτηκαν χρήσιμα για την έκρηξη της βιομηχανίας της μετακίνησης και μετέτρεψαν την αεροδυναμική στο παγκόσμιο σύμβολο προόδου. Οι αεροδυναμικές μορφές πέρασαν από τα οχήματα στον χώρο των ακίνητων αντικειμένων. Αρχικά, η εξέλιξη συνέβη σε τομείς συσχετισμένους με την μετακίνηση και έπειτα, καθώς οι αρχές της βιομηχανικής κατασκευής ήταν ίδιες για ποικίλα αντικείμενα, εισήλθε στην οικιακή σφαίρα.2 Οι καινοτομίες εντάθηκαν περαιτέρω από την συστηματική τεχνολογική εφαρμογή της επιστημονικής έρευνας. Η κατανόηση του μικρόκοσμου οδήγησε σε τεχνολογικές καινοτομίες, όπως τη σύνθεση νέων υλικών και τις σημαντικές εφαρμογές στην τεχνολογία ψύξης. Η μεταμόρφωση του καπιταλισμού μπορεί να αναλυθεί σε φάσεις μεγάλης διάρκειας, που λαμβάνουν υπόψη την κίνηση των τιμών και των εσόδων. Ο κύκλος που διήρκεσε από το 1895 έως το 1939 και χαρακτηρίστηκε από τον ηλεκτρισμό, τις μηχανές εσωτερικής καύσης και την αυτοκινητοβιομηχανία, κατέληξε σε μια μεγάλη κρίση της περιόδου 1920-39. Ο 1ος Π.Π. υπήρξε ένας πόλεμος αναδιανομής του κόσμου που επέτρεψε την διάδοση του Φορντισμού και του Τεϊλορισμού. Αποτέλεσε έτσι το έναυσμα για μια έντονη συσσώρευση στα παραγόμενα αγαθά που οδήγησε σε οικονομική κρίση, εξ’ αιτίας της αδυναμίας απορρόφησης τους από τους καταναλωτές.3 Ο συνδυασμός πολεμικών χρεών και αποζημιώσεων με την υπερπαραγωγή αγαθών, ενέτειναν την διάρκεια της ύφεσης και της προσέδωσαν παγκόσμια εμβέλεια.4 Η ένταση κορυφώθηκε με την πτώση των τιμών των μετοχών στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ, το 1929.

1 Bell Daniel, 1999, Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, σσ.79-89 2 Neder Federico, 2008, Fuller Houses, σσ.49-53 3 Gottdiener, Komninos, 1989, Capitalist Development and Crisis Theory,σσ.71-72 4 Kindleberger Charles, 1973, The World in Depression, 1929-39, σσ.291-308

17


Εικ.5: Άνεργοι περιμένουν σε συσσίτιο ψωμιού

18

Εικ.6: Εργοστάσιο Ford


2.1.2. Φορντισμός και τα εργατικά κινήματα Οι περίοδοι ανάπτυξης και κάμψης στις ανεπτυγμένες οικονομίες γίνονται αντιληπτές από το καθεστώς συσσώρευσης και τον τρόπο ρύθμισης. Τα καθεστώτα συσσώρευσης είναι περίοδοι ανάπτυξης, που χαρακτηρίζονται από οποιονδήποτε παράγοντα διασφαλίζει συμβατότητα ανάμεσα σε ό, τι παράγεται και σε εκείνο που καταναλώνεται σε μια κοινωνία. Υπό το φορντιστικό καθεστώς συσσώρευσης, που χαρακτήρισε το βιομηχανισμό, τόσο η παραγωγή όσο και η κατανάλωση χαρακτηρίζονται από μαζικά κριτήρια. Η παραγωγή αφορά μεγάλες παρτίδες από τυποποιημένα προϊόντα που προσφέρουν ραγδαία αύξηση παραγωγικότητας, η οποία, με τη σειρά της τροφοδοτεί τα εισοδήματα των εργαζομένων και δημιουργούν μαζικές αγορές. Η μισθωτή σχέση θεωρείται κρίσιμη, επειδή επιδρά στα επίπεδα της παραγωγικότητας και στα κέρδη που συσσωρεύονται στη βιομηχανία, καθώς και στη διαμόρφωση του γενικού επιπέδου απασχόλησης- συνδέει τη σφαίρα της παραγωγής με τη σφαίρα της κατανάλωσης.1 Από τις αρχές του 20ου αι., η διεθνής οικονομική θέση ήταν ιδιαίτερα ασταθής. Από το 1830 έως το 1930 υπήρχε μια αυτορυθμιζόμενη διεθνής αγορά βασισμένη στον χρυσό. Οι εθνικές οικονομίες ήταν υποταγμένες στην πειθαρχία αυτής της αγοράς. Αν οι τιμές ανέβαιναν πολύ θα παρουσιαζόταν πτώση στο εμπόριο, έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, εκροή συναλλάγματος σε χρυσό, πτώση στις τιμές και μια καινούρια ισορροπία. Αναπόφευκτα το τίμημα μιας τέτοιας ρύθμισης ήταν η πτώση της απασχόλησης.2 Η ύφεση του 1929 ήταν τόσο διευρυμένη, βαθιά και διαρκής, εξ’ αιτίας της ανικανότητας της Βρετανίας και της απροθυμίας των ΗΠΑ να αναλάβουν την ευθύνη για τη σταθεροποίηση του οικονομικού συστήματος. Κάθε χώρα προσπάθησε να προστατέψει το ιδιωτικό της συμφέρον, εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος, παρασύροντας σε μια κατηφόρα και τα ιδιωτικά συμφέροντα.3 Σύμφωνα με τον Marx, το οικονομικό σύστημα εξαρτάται από τις σχέσεις ανάμεσα στις στοιχειώδεις δυναμικές, αυτών εσωτερικά του συστήματος και αυτών που εμφανίζονται από την αντίθεση του συστήματος στις αντισυνταγματικές δυνάμεις. Οι κυρίαρχες δυναμικές είναι εκείνες οι δυνάμεις (κυρίαρχες τάξεις, κράτη, εταιρείες κτλ.) που αγωνίζονται να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Απ’ την άλλη, οι καταπιεσμένοι εργάτες κινητοποιούν δυνάμεις, που αν και είναι εσωτερικές του συστήματος, δεν επωφελούνται από τη διατήρησή του και προτιμούν να φύγουν από αυτό.4 Εργατικοί σχηματισμοί δημιουργήθηκαν σε εθνικό επίπεδο και ήρθαν αντιμέτωποι με το ερώτημα: να εναντιωθούν ή να καθιερωθούν μέσα στο σύστημα. Στις καπιταλιστικές χώρες, τα κομμουνιστικά μέρη και οι κοινωνικοί δημοκράτες ήρθαν αντιμέτωποι με την κρίση του 1930 κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Σταδιακά οι δημοκράτες με ισχύ, έγιναν διαχειριστές του καπιταλισμού.5

1 Hall et al., ό.π.., σσ. 272 2 Bell, ό.π., σσ.245 3 Kindleberger, ό.π., σσ.291 4 Gottdiener,ό.π. ,σσ.59-62 5 Ό.π., σσ.63

19


20 Εικ.7: Άνδρας πουλάει τα υπάρχοντά του, ύφεση 1929

Εικ.8: Το Μεγάλο Κραχ


Η τάση των διαφόρων παρατάξεων των κυρίαρχων τάξεων να δρουν συνεκτικά αντιθέτει τις τεράστιες μάζες των εργατών, όχι προς έναν μεμονωμένο κυρίαρχο αλλά σε ολόκληρη την καπιταλιστική τάξη και το κράτος. Στη μεγάλη ρυθμιστική κρίση του 1930, η θεωρητική τοποθέτηση που βλέπει την μείωση της αναρχίας της αγοράς από το κράτος, είναι αστήρικτη. Τελικά αυτή η μείωση συμβιβάζεται σε έναν στρατηγικό στόχο του εργατικού κινήματος και στα άμεσα συμφέροντα των εργαζομένων.1 Στην επίτευξη των στόχων του εργατικού κινήματος συνέβαλε η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου παροχής κοινωνικών δικαιωμάτων, του Δυτικού Κράτους Πρόνοιας. Η ανάπτυξή του συνέβη σε δύο περιόδους, με το διάστημα 1870-1930 να αποτελεί την περίοδο σχηματισμού και παγίωσης και μετά το ‘30 να ακολουθεί η επεκτατική περίοδος.2 Οι αρχές του Κράτους Πρόνοιας πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., καθώς οι διαδικασίες εκβιομηχάνισης γέννησαν νέο υλικό πλούτο και δημιούργησαν έναν υποδοχέα κοινωνικών και πολιτικών πιέσεων για βελτιωτικές κρατικές πολιτικές. Αυτές οι πιέσεις δεν μπορούσαν να αγνοηθούν από τις κυρίαρχες πολιτικές ελίτ, εάν επρόκειτο να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα και ενώ τα παράπονα της εργατικής τάξης παρείχαν μια βάση για έναν ανταγωνισμό μεταξύ της ελίτ. Η πίεση της εργατικής τάξης για βελτιωμένες συνθήκες εργασίας, κοινωνική ασφάλιση και υγειονομική περίθαλψη, διαμόρφωσαν την κύρια πρόκληση στην οποία απαντούσε η νομοθεσία του Κράτους Πρόνοιας. Μέχρι το 1914 και κατ’ επέκταση κατά την πολεμική περίοδο, οι κοινωνικές δυνάμεις που σχετίστηκαν με την ανάπτυξη του Κράτους Πρόνοιας, ήταν εκείνες της εργατικής τάξης.3 Μετά το 1930, έγινε ένας συνεκτικός σχηματισμός του κατάλληλου περιεχομένου πολιτικών και ιδρυμάτων που αντανακλά την επιρροή των σοσιαλδημοκρατικών και εργατικών μερών. Η εργατική τάξη και οι συναφείς ομάδες, παρείχαν τη βάση για την εφαρμογή ευρέων πολιτικών συστατικών του Κράτους Πρόνοιας και επέτρεψαν έναν επεκτατικό ρόλο για το κράτος. Η πολιτική οικονομία των Δυτικών βιομηχανικών δημοκρατιών μεταλλάχτηκε σε κάποιο επίπεδο, απ’ αυτές τις εξελίξεις, με τη σχέση μεταξύ οικονομίας και κράτους να είναι αλληλένδετη. Στην Ευρώπη η κινητοποίηση της εργατικής τάξης μέσα από εμπορικές ενώσεις ήταν πολύ πιο σημαντική σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπου περιορίστηκαν σε διαπραγματεύσεις στο χώρο εργασίας και τα πολιτικά μέρη ήταν απόντα.4

1 Ό.π., σσ.84-87 2 Ό.π., σσ.239 3 Ό. π., σσ.239 4 Ό. π., σσ.239

21


Εικ.9: Διαφήμιση της Hotpoint

22

Εικ.11: Ο πρώτος drive-in κινηματογράφος στο Pennsauken

Εικ.10: Διαφήμιση της Electrolux


2.1.3. Μοντερνισμός και νέα αντίληψη της κοινωνίας Οι βιομηχανικές κοινωνίες, παράγοντας αγαθά, δημιούργησαν έναν κόσμο που απέκτησε τεχνικό χαρακτήρα και εξορθολογίστηκε. Η κυριαρχία της μηχανής μετέτρεψε τους ρυθμούς της ζωής, ο χρόνος έγινε χρονομετρικός, μηχανικός, χωρισμένος σε κανονικά διαστήματα. Η ενέργεια αντικατέστησε τη μυϊκή δύναμη και έθεσε τη βάση για τα μεγάλα άλματα στην παραγωγικότητα, τη μαζική παραγωγή τυποποιημένων αγαθών που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική κοινωνία. Η ενέργεια και οι μηχανές μετασχημάτισαν την εργασία και ο τεχνίτης του παρελθόντος αντικαταστάθηκε από δύο φιγούρες: τον μηχανικό και τον ημι- ειδικευμένο εργάτη. Μετέτρεψαν τον κόσμο σε έναν, όπου άνθρωποι, υλικά και αγορές συναρμόζονται χάριν της παραγωγής και της διανομής αγαθών. Έναν κόσμο οργάνωσης όπου οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως πράγματα, διότι είναι πιο εύκολο να συντονίζει κανείς πράγματα παρά ανθρώπους.1 Ο μοντερνισμός αποτέλεσε την απάντηση σε δύο κοινωνικές αλλαγές που έγιναν τον 19ο αι., η πρώτη στο πεδίο της αισθητηριακής αντίληψης του κοινωνικού περιβάλλοντος και η δεύτερη στη συνείδηση που έχουμε για το εγώ. Στον καθημερινό κόσμο των αισθητηριακών εντυπώσεων, υπήρξε ένας αποπροσανατολισμός της αίσθησης του χώρου και του χρόνου, προερχόμενος από την καινούρια επίγνωση της κίνησης και της ταχύτητας, του φωτός και του ήχου. Η πρωτοπορία, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., πέρασε σε μια επίθεση εναντίον της παραδοσιακής κουλτούρας.2 Η μαζική κατανάλωση, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920, κατέστη δυνατή με τις τεχνολογικές επαναστάσεις, κυρίως με την εφαρμογή της ηλεκτρικής ενέργειας στις οικιακές εργασίες και με τρεις επινοήσεις που είχαν επιπτώσεις στην κοινωνική σφαίρα: τη μαζική παραγωγή με τη μέθοδο της εν σειρά συναρμολόγησης, η οποία καθιστούσε εφικτό το φθηνό αυτοκίνητο, την ανάπτυξη της αγοράς, η οποία εξορθολόγιζε την τέχνη να προσδιορίζονται τα διάφορα είδη των ομάδων αγοραστών και να διεγείρονται οι ορέξεις των καταναλωτών, και την εξάπλωση του συστήματος της πώλησης με δόσεις. Οι συνακόλουθες επαναστάσεις στις μεταφορές και τις επικοινωνίες έθεσαν τη βάση για μια εθνική κοινωνία καi δημιούργησαν τις απαρχές μιας κοινής κουλτούρας. Η μαζική κατανάλωση σήμαινε την αποδοχή, στην κρίσιμη περιοχή του τρόπου ζωής, της ιδέας της κοινωνικής αλλαγής και της μεταμόρφωσης του ατόμου και προσέδωσε νομιμότητα σε εκείνους οι οποίοι θα καινοτομούσαν και θα άνοιγαν το δρόμο στον χώρο της κουλτούρας και στο χώρο της παραγωγής. Το σύμβολο της μαζικής κατανάλωσης και το πρωταρχικό παράδειγμα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία έχει προκαλέσει επανάσταση στις κοινωνικές συνήθειες- είναι το αυτοκίνητο. Το δεύτερο βασικό εργαλείο αλλαγής στην κλειστή κοινωνία της μικρής πόλης είναι ο κινηματογράφος. Ένα παράθυρο στον κόσμο, μια σειρά έτοιμων ονειροπολημάτων, φαντασίωση και ψυχολογική προβολή, φυγή και παντοδυναμία.3

1 Bell, ό. π., σσ.184 2 Ό. π., σσ.79-85 3 Ό. π., σσ.98-100

23


Εικ.12: Διαφήμιση για το Camden drive-in

24

Εικ.13: Διαφήμιση της εποχής του ‘30

Εικ.14: Διαφήμιση των Lucky Strike


Η πραγματική κοινωνική επανάσταση στη μοντέρνα κοινωνία έγινε στη δεκαετία του 1920, όταν η εμφάνιση της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης άρχισε να μεταμορφώνει την ίδια τη ζωή της μεσαίας τάξης. Η προτεσταντική ηθική ως κοινωνική πραγματικότητα και τρόπος ζωής της μεσαίας τάξης αντικαταστάθηκε από έναν υλιστικό ηδονισμό και η πουριτανική αυτοκυριαρχία από έναν ψυχικό ευδαιμονισμό. Επί χρόνια η λειτουργία της οικονομίας συνίστατο στο να προβλέπει για τις καθημερινές ανάγκες της ζωής. Για διάφορες ομάδες της ανώτερης τάξης, η οικονομία ήταν η βάση του γοήτρου και ενός δαπανηρού τρόπου ζωής. Αλλά πλέον, σε μαζική κλίμακα, η οικονομία προσανατολίστηκε στις απαιτήσεις της κουλτούρας. Ο νέος καπιταλισμός συνέχισε να αξιώνει μια προτεσταντική ηθική στην περιοχή της παραγωγής αλλά και να υποκινεί μια διεκδίκηση απόλαυσης και παιχνιδιού στην περιοχή της κατανάλωσης, Η επέκταση του τρόπου ζωής των πόλεων, με την ποικιλία των διασκεδάσεων και την πολλαπλότητα των ερεθισμάτων, οι νέοι ρόλοι των γυναικών που γεννήθηκαν με την εξάπλωση των γραφείων ευρέσεως εργασίας και τη μεγαλύτερη ελευθερία των κοινωνικών και σεξουαλικών σχέσεων, η γένεση μιας εθνικής κουλτούρας μέσω του κινηματογράφου και του ραδιοφώνου, όλα συνέβαλαν στο να χάσει το παλαιότερο σύστημα αξιών το κοινωνικό του κύρος.1 Σε Ευρώπη και Αμερική, οι μόδες στα τέλη του ‘20 και του ‘30 ενθάρρυναν τις γυναίκες να απελευθερωθούν από τα δεσμά του ρουχισμού. Το ιδανικό της ομορφιάς ήταν στενά συνδεδεμένο με τη γενική υγεία και την ενασχόληση με εξωτερικά αθλήματα. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, μια γενιά ανακάλυψε τα οφέλη του ήλιου, εκμεταλλευόμενη τις ευχάριστες μέρες στην παραλία, εκτεταμένες διακοπές και ένδυση κατάλληλη για δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου. Τα περιοδικά μόδας ήταν γεμάτα με έγχρωμες διαφημίσεις και τα κείμενά τους παρότρυναν τους αναγνώστες να απελευθερωθούν.2

1 Ό.π., σσ.108 2 Neder, ό. π., σσ.72

25


Εικ.15: Weissenhof Luftbild, έργο του CIAM

26

Εικ.16: Το κτίριο του Bauhaus στο Dessau, 1930


2.2 Ο Buckminster Fuller και η αρχιτεκτονική του ‘30 2.2.1. Γενικές συνθήκες αρχιτεκτονικής Στο ξεκίνημα του 20ου αι., η σύγχρονη αρχιτεκτονική έκανε προσπάθειες να συμπεριλάβει στις αρχές που διέπουν τον σχεδιασμό, την ταχεία τεχνολογική πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Σύμφωνα με την άποψη του Reyner Banham όπως εκφράζεται μέσα από το Theory and Design in the First Machine Age τα αίτια της αρχιτεκτονικής επανάστασης κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. ήταν τρία: η αίσθηση της ευθύνης του αρχιτέκτονα για την κοινωνία μέσα στην οποία βρίσκεται, η κατασκευαστική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική και η παράδοση της ακαδημαϊκής κατάρτισης, που όφειλε μεγάλο μέρος στην σχολή της Ecole des Beaux- Arts στο Παρίσι. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική κρυσταλλώθηκε όταν οι θεωρίες της Beaux- Arts συγχωνεύτηκαν με τις ορθολογιστικές θεωρίες που αγκάλιασαν τις νέες κατασκευαστικές τεχνικές και τη νέα κοινωνική συνείδηση.1 Η ασάφεια που υπήρξε στο μοντέρνο κίνημα έγκειται στο γεγονός πως η θεωρία της λειτουργικότητας ήταν αποτέλεσμα καταστάσεων επικρατούντων τον 19ο αιώνα. Αυτό που είναι γνωστό ως ακαδημαϊκή παράδοση ήταν η έναρξη μιας επανάστασης. Η μόνη πραγματική καινοτομία που εισήχθηκε τον 20ο αι. αφορούσε την δομή, ενώ οι αλλαγές σχετικά με την οργάνωση και την εμφάνιση των κτιρίων προέκυψαν από προηγούμενες θεωρίες για τη φύση της Εποχής της Μηχανής και τον κοινωνικό σκοπό της αρχιτεκτονικής. Η εικόνα της λειτουργικής αρχιτεκτονικής δημιουργήθηκε κατά μεγάλο μέρος από Φουτουριστικές, Εξπρεσιονιστικές, Κυβιστικές και Νεοκλασικές αισθητικές θεωρίες. Το λειτουργικό κτίριο μετατράπηκε σε έργο τέχνης μέσω της μηχανής, αγκαλιάζοντας την νέα τεχνολογία ως μια ιδέα παρά ως γεγονός. Έγινε μέρος του περιεχομένου και όχι απλώς το μέσο για την κατασκευή.2 Στα τέλη του ‘20 η Ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αρχιτεκτονική επικοινωνούσε τις απόψεις της κυρίως ως μια ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών. Μεγάλο μέρος των δημοσιεύσεων σε εφημερίδες και περιοδικά περιλάμβανε έργα μοντέρνων αρχιτεκτόνων, καταφέρνοντας να μεταδώσουν τις ιδέες τους σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Το 1928 μετά από προτροπή του F.T. Gubler και με στόχο τη δημιουργία μιας ομάδας που θα δρα συνεκτικά, δημιουργήθηκε το CIAM, το Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Θέμα του έγινε η <<Λειτουργική Πόλη>> για την παραγωγή ενός προτύπου αστικού ελέγχου και διαχείρισης πέρα από συγκεκριμένες τυπολογικές και μορφολογικές ιδέες.3 Σύμφωνα με αυτή, το χάος που εμφανίστηκε από την είσοδο της μηχανής θα εξαλειφόταν, ανακατασκευάζοντας τις πόλεις πιο ορθολογικά ώστε να μπορούν να απορροφήσουν τις συνέπειες της τεχνολογικής εξέλιξης. Το επακόλουθο μετά την ολοκλήρωση των βασικών πειραμάτων στην πολεοδομία, ήταν η Χάρτα των Αθηνών(1933) που εξήλθε για να καθιερώσει τα δόγματά της λειτουργικής πόλης.4

1 Colquhoun Alan, 1995, Essays in Architectural Criticism. Modern Architecture & Historical Change, σσ. 21 2 Ό.π., σσ. 25-28 3 Tafuri Manfredo, Dal Co Francesco, 1976, Modern Architecture/2, σσ.219 4 Coleman Nathaniel, 2005, Utopias and Architecture, σσ. 1

27


28 Εικ.17: Σχέδια από τα “Πέντε σημεία μιας αρχιτεκτονικής”

Εικ.18: Έκθεση “International Style” στο MoMA της Ν.Υόρκης, 1932


Από το τέλος του ‘20, η Ευρωπαϊκή avant- garde είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσει θεωρητικές παρατηρήσεις σχετικά με τις αισθητικές αξίες μιας αρχιτεκτονικής προερχόμενης από μια νέα τεχνολογία ή προορισμένης για μια νέα λειτουργία. Από τους μοντέρνους αρχιτέκτονες ο Le Corbusier ήταν ο μόνος που υπαγόρευσε κανόνες για τη νέα αρχιτεκτονική στο μανιφέστο του <<Τα πέντε σημεία μιας νέας αρχιτεκτονικής>> αντιστρέφοντας το σύστημα κανόνων της ακαδημαϊκής παράδοσης.1 Παράλληλα από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, υπήρξε μια επιτάχυνση στον κατακερματισμό του λειτουργικού διαχωρισμού της διανοητικής εργασίας. Η διανόηση είχε αρχίσει να αναγνωρίζει τον εαυτό της ως καπιταλιστική επιστήμη και να λειτουργεί ανάλογα. Ο ουτοπισμός της κεντρικής Ευρώπης μεταξύ 1920-30 αποτελείτο από μια σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε μεταξύ των αριστερών διανοουμένων, τους εξελιγμένους τομείς του δημοκρατικού καπιταλισμού και των δημοκρατικών αρχών.2 Σταδιακά το ζήτημα της στέγασης άρχισε να γίνεται αντικείμενο διερεύνησης και πειραματισμού. Αν και τα πειράματα από την αρχή της περιόδου χαρακτηρίζονται από την αυξανόμενη παρουσία της βιομηχανίας, αργότερα αρχίζει να αμφισβητείται ο πραγματικός ρόλος της κατοικίας. Η κατοικία έγινε το υπόβαθρο και το αντικείμενο νέων παρατηρήσεων είτε η υλικότητά της εκτίθεται ηρωικά είτε αραιώνεται σε φανταστικές αναπαραστάσεις. Όλοι οι εσωτερικοί και εξωτερικοί μετασχηματισμοί στους οποίους υποβλήθηκε, υπόκεινται σε ένα τοπίο πρωτοφανών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αλλαγών που ώθησαν την έρευνα σε απρόσμενες κατευθύνσεις.3 Η έκθεση του 1932 στο MoMA της Ν. Υόρκης, που επιμελήθηκαν οι Henry- Russell Hitchcock και Philip Johnson, επιχείρησε να επιλέξει, οργανώσει και ταξινομήσει τις εικόνες αυτών των διερευνήσεων, συγκεντρώνοντάς τες στην συνοδευτική δημοσίευση της έκθεσης International Style. Αν οι διατυπώσεις της Ευρωπαϊκής avant- garde εξύψωναν την αισθητική της μηχανής και φλέρταραν με τις κατασκευές των μηχανικών, ο Αμερικανός Buckminster Fuller έθεσε σε δοκιμασία αυτές τις ιδέες. Πρότεινε πραγματική ζωή μέσα σε μια μηχανή και όσον αφορά τη μορφή, τα υλικά και την τεχνολογία, η κατοικία φαινόταν να πραγματοποιεί μια μίξη μεταξύ αρχιτεκτονικής και μετακίνησης. Το έργο του αναφέρθηκε σε μια σύγχρονη κατοικία που ξεπέρασε σε μεγάλο βαθμό το όραμα της avant- garde για την μοντέρνα κατοικία . Οι νέες δυναμικές της αγοράς ακινήτων σε συνδυασμό με την πρόοδο στις επικοινωνίες ήρθαν αντιμέτωπες με ένα αρκετά διαφορετικό κοινό. Η κατοικία του θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο πακέτο απευθυνόμενο στους κατοίκουςταξιδιώτες της εποχής της μετακίνησης.4

1 Colquhoun, ό. π., σσ. 51 2 Tafuri, ό.π., σσ. 62-115 3 Neder, ό.π., σσ.184 4 Ό.π., σσ. 226-227

29


30

Εικ.19: Dymaxion Car

Εικ.20: Ο Buckminster Fuller με το πρωτότυπο του Dymaxion House


2.2.2. Η οραματική αρχιτεκτονική του Buckminster Fuller Ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Buckminster Fuller αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του διερευνώντας το ερώτημα της στέγασης. Η σειρά σχεδίων που παρήγαγε από τα τέλη του ‘20 έως τα τέλη του ‘40 αποτέλεσαν μια συστηματική επίθεση στην έννοια του σπιτιού, αλλά και στον ρόλο του αρχιτέκτονα. Οι αναζητήσεις του περιστρέφονταν γύρω από τη δυνατότητα μετατροπής του χώρου κατοίκησης σε μια μηχανή ζωής, που θα μπορούσε να παράγεται, να διανέμεται, να αντικαθίσταται όπως οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία ή να παράγεται μαζικά όπως τα αυτοκίνητα και τα αεροσκάφη. Αυτή θα έπρεπε να πληροί τρεις βασικές λειτουργικές απαιτήσεις: να μπορεί να εξαλείψει την εκμετάλλευση της εργασίας, τον κεντρικό έλεγχο και την πολιτική, να γίνεται ασπίδα προστασίας απέναντι στα καιρικά φαινόμενα και να μπορεί να κερδίσει χρόνο για την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και την εξέλιξη του χρήστη.1 Η έρευνα που πραγματοποίησε πάνω στο ζήτημα της κατοίκησης πέρασε σταδιακά από το στέρεο, στατικό αντικείμενο σε μια πιο δεσμευτική διανοητική δύναμη, που μπορεί να ειδωθεί στην εξέλιξη των ονομάτων των οικιστικών του έργων. Από την πρώτη απόπειρα το Lightful House- 4D House- Dymaxion House- Dymaxion ShelterDymaxion Deployment Unit- Dymaxion Dwelling Machine- μέχρι το The Standard of Living Package. Το <<βάρος>> του σπιτιού σταδιακά εξασθένισε για να εξαφανιστεί εντελώς σε ένα συμπυκνωμένο κινητό πακέτο εξοπλισμού. Το οικοσύστημα του μέλλοντος ολοκληρώθηκε από το σχεδιασμό μιας τρίτροχης μηχανής- αυτοκινήτου, ως μια αυτόνομη επέκτασή του, εγείροντας το ερώτημα αν είναι δυνατόν μια μορφή μετακίνησης να είναι κατοικήσιμη.2 Από τα τέλη του ‘20, είχε αρχίσει να συντάσσει ένα προσωπικό αρχείο (Dymaxion Chronofile) αποτελούμενο από σκίτσα, σημειώσεις, δείγματα υλικών και φωτογραφίες, που αποτέλεσε μια ενεργή πηγή πληροφοριών, ένα οργανωτικό υλικό. Το ενδιαφέρον του προσανατολιζόταν προς τις κοινές και δημοφιλείς τάσεις της εποχής, από τρένα, αεροσκάφη, αεροπλάνα, γέφυρες, ουρανοξύστες, μέχρι ρούχα και υποδήματα. Τα οχήματα λειτούργησαν ως αναφορά για την αποδοτική ελαχιστοποίηση υλικών, ενώ οι αναφορές στην ναυτική αρχιτεκτονική είναι εμφανείς σε όλο το έργο του και εν μέρει ίσως οφείλονται στην εμπειρία του στο ναυτικό των ΗΠΑ κατά τα νεανικά του χρόνια. Το πλοίο λειτούργησε ως πρότυπο για το Dymaxion car (1933), ενώ το αεροπλάνο ενέπνευσε το Dymaxion House (1946).3 Η ενασχόληση του Fuller μοιράζεται εξίσου στην φυσική και την κοινωνική επιστήμη. Επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στο πως μια διευρυνόμενη τεχνολογία μπορεί να μεγιστοποιήσει τα οφέλη που προκύπτουν από τη γνώση και τον έλεγχο της φύσης, αλλά και πως μπορούμε εμείς, ως γνωστικά όντα, να μεγιστοποιήσουμε τα τεχνολογικά μας πλεονεκτήματα. Σημείο έναρξης είναι το σύμπαν, η συλλογή όλων των ανθρώπινων εμπειριών, με όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αναζητήσεις να περιστρέφονται γύρω από τη συνειδητή, επιλεκτική χρήση της ανθρώπινης εμπειρίας. Απαίτηση είναι μια παγκόσμια οικονομική στρατηγική που αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα και τα κατευθύνει κατάλληλα προς όφελος της ανθρώπινης εξέλιξης. Η κοινωνία θα πρέπει να κατέχει ικανότητες 1 Ό.π., σσ.11-15 2 Ό.π., σσ.19-54 3 Ό.π., σσ.34-104

31


32

Εικ.21: 4D Time Lock


οργάνωσης που θα της επιτρέπει να αντιμετωπίζει τα επερχόμενα γεγονότα, τα μελλοντικά απρόβλεπτα.1 Ο Fuller αντιλαμβάνεται τον πλούτο ως το βαθμό στον οποίο ο άνθρωπος έχει αξιοποιήσει τις μορφές της παγκόσμιας ενέργειας και έχει αναπτύξει τις εμπειρίες του. Η εμπειρία μπορεί μόνο να αυξηθεί και ο πλούτος αυξάνεται με τη χρήση. Ο πλούτος δεν έχει πρακτικό όριο, όλα του τα συστατικά είναι ανεξάντλητα και διαθέσιμα για ανάπτυξη και εκμετάλλευση. Το ζήτημα της επιβίωσης του ανθρώπου είναι τεχνολογικό. Η αφθονία είναι μια λειτουργία παραγωγής και οι πιθανότητες του ανθρώπου να μετασχηματίσει μια κοινωνία, εξαρτώνται από την ικανότητά του να βάζει σε τάξη τα δεδομένα της εμπειρίας του. Μια τέτοια τάξη απαιτεί μια περιεκτική, προνοητική σχεδιαστική επιστήμη.2 Ο Fuller αφοσιώθηκε έτσι σε μια επίμονη αναζήτηση για τους κοινωνικούς σχεδιαστικούς παράγοντες και υποστήριξε πως συντάσσεται μια ακολουθία μεταξύ θεωρίας, πειράματος, επιστήμης, τεχνολογίας, βιομηχανίας, οικονομίας και καθημερινού κόσμου. Πίστευε πως το τελικό προϊόν της πάλης του ανθρώπου να κατακτήσει το σύμπαν είναι η κοινή ευημερία, η βιομηχανικά οργανωμένη ικανότητα να προβληθούν συγκεκριμένες και διαρκώς βελτιωμένες σταθερές επιβίωσης για όλους χωρίς τη στέρηση κανενός. Αν επρόκειτο να δοθούν στο καταφύγιο τα οικονομικά πλεονεκτήματα που προέκυπταν από τη μαζική παραγωγή, τότε ολόκληρα σπίτια και πολυκατοικίες έπρεπε να κατασκευάζονται σε εργοστάσια και να διανέμονται ως συνολικά συναρμολογημένα προϊόντα, όπως τα αυτοκίνητα.3 Η πιθανότητα καλής ζωής για οποιονδήποτε εξαρτάται από την πιθανότητα πραγματοποίησής της για όλους. Η συνολική ζωή είναι μια ικανότητα της κοινωνίας να μετατρέπει τις ενέργειες του σύμπαντος για το ανθρώπινο πλεονέκτημα. Η ουτοπία του θα έπαιρνε υπόσταση όταν η βιομηχανική ικανότητα άλλαζε από τους βραχίονες ανάπτυξης και κατασκευής, σε μια επικεντρωμένη απασχόληση με τις βιοτεχνικές συνθήκες της πλανητικής ύπαρξης. Θα ήταν μια επανάσταση σχεδιαστικής επιστήμης, που θα καθιστούσε τις ζωές ολοκληρωτικά ελεύθερες από τη θέληση. Η τεχνολογική ουτοπία θα μπορούσε να διαβεβαιώσει την επιβίωση των ανθρώπινων ειδών και του πλανήτη Γη, επιτυγχάνοντας περισσότερα με λιγότερα.4

1 Fuller R. Buckminster & Marks Robert, 1973, The Dymaxion World of BUCKMINSTER FULLER, σσ.3-5 2 Ό.π., σσ.6 3 Ό.π.,σσ.7-17 4 Coleman, ό.π., σσ. 74

33


Εικ.23: Διαφήμιση για το Dymaxion Car

34

Εικ.22: Ο Fuller στο Chicago με το Dymaxion Car, 1934

Εικ.25: Πανοραμική άποψη της έκθεσης “A Century of Progresss”

Εικ.24: Διαφήμιση για την έκθεση “A Century of Progress”


2.3 Επιδράσεις από το κλίμα του μεγάλου κραχ του 1929 2.3.1 Τεχνολογικές εξελίξεις - Μετατροπή σε αρχιτεκτονικό μέσο Όντας ιδιοσυγκρασιακά αντικομφορμιστής, ο Fuller θεωρούσε πως ο κόσμος στον οποίο γεννήθηκε παρουσίαζε έλλειψη λογικής εγκυρότητας. Γνώριζε πως οι ιδέες και τα συμπεράσματα δεν είχαν καμία κοινωνική σημασία εάν δεν μεταμορφώνονταν σε απτές ολότητες. Οι εμπειρίες έπρεπε να οργανωθούν και να μετατραπούν σε μορφές που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να δουν, να λειτουργήσουν και να κατανοήσουν. Αιτιολογούσε την ύπαρξή του στο γεγονός πως δεν είχε κανένα ηθικό δικαίωμα να καταστρέψει τις τεχνοοικονομικές πηγές που περιέχονταν στην προσωπική του εμπειρία, καθώς αυτές άνηκαν στην κοινωνία.1 Γνώριζε επίσης πως θα απαιτούνταν τουλάχιστον εικοσιπέντε χρόνια πριν οι βιομηχανικές δυνατότητες και η εξελικτική εκπαίδευση του ανθρώπου, όπως και οι πολιτικές και οικονομικές έκτακτες ανάγκες, να επιτρέψουν την ανάδυση των απαραίτητων φυσικών εξαρτημάτων για αυτή τη σχεδιαστική επιστήμη.2 Τα σχέδιά του απαιτούσαν υλικά υψηλότερων προτύπων από εκείνα που ήταν τότε διαθέσιμα. Έτσι στο προσωπικό του αρχείο συνέλλεγε πληροφορίες από τις οποίες εξήγαγε υλικά, συστήματα παραγωγής και μηχανισμούς που θα τον βοηθούσαν στις εφευρέσεις του. Η προσοχή του στρεφόταν προς τα πειραματικά οχήματα και τα υβριδικά τεχνουργήματα που συνδύαζαν μηχανισμούς από διάφορες πηγές.3 Εκείνη την περίοδο η έκθεση A Century of Progress στο Σικάγο το 1933, παρουσίαζε νέες ανακαλύψεις στην επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανία. Υπήρχε μια ξεκάθαρη γοητεία για τα υδροπλάνα, τα πηδαλιούχα αερόστατα, τα ανυψωμένα τρένα και τα αμφίβια οχήματα, που η τεχνική τους καινοτομία προανήγγειλε ένα νέο φαινόμενο υβριδισμού. Στο αρχείο του υπάρχουν επίσης αναφορές σε ελαστικά υφάσματα του 1928, αναγνωρίζοντας έναν παραλληλισμό μεταξύ αρχιτεκτονικής και ρουχισμού στην επιθυμία να επιτύχουν μια μορφή, ωθώντας τις κατασκευαστικές ικανότητες των υλικών στα άκρα.4 To 4D House προέκυψε από την έρευνα για προσιτή, αποδοτική, προκατασκευασμένη στέγαση. Βασισμένο στη φιλοσοφημένη τεχνολογία (αυτοματισμό, κεντρικά συστήματα, εντοιχισμένες συσκευές), παρουσιαζόταν ως μια παγκόσμια λύση όπου κάθε λεπτομέρεια προοριζόταν για μια συγκεκριμένη χρήση και προέκυπτε από προσεκτική ανάλυση των τεχνολογικών χαρακτηριστικών των πιο πρόσφατων βιομηχανικών μηχανημάτων.5 Η σύλληψη του σπιτιού παρέπεμπε στη ναυτική αρχιτεκτονική, δηλώνοντας το θαυμασμό του Fuller για τα υπερωκεάνια, με την υπερμοντέρνα μηχανή να διαμορφώνεται από κεντρικό κατάρτι, καλώδια έντασης, εσωτερικό εξοπλισμό και λεπτομέρειες φινιρίσματος.6 Τα σχέδια του 1928 περιείχαν μια σειρά υλικών εξελίξεων, προβλέποντας νέα συστήματα παραγωγής που θα εξαφάνιζαν την συμβατική αρχιτεκτονική. 1 Fuller, ό.π., σσ.11-15 2 Ό.π., σσ.22 3 Neder, ό.π., σσ.34-36 4 Ό.π., σσ.71-74 5 Ό.π., σσ.38-42 6 Ό.π., σσ.79

35


Εικ.27: 4D Tower

36

Εικ.28: Εικονογράφιση για το Dymaxion House και το Dymaxion Car

Εικ.29: Μοντέλο του Wichita House

Εικ.26: Dymaxion Deployment Unit


Ένα σπίτι που αναστέλλεται, κατασκευασμένο από αλουμίνιο, κυκλικό σε μορφή και αεροδυναμικό, που τοποθετούταν σε απόσταση από το έδαφος, ήταν το αποτέλεσμα των πρώτων χρόνων έρευνας. Παράλληλα με τη διερεύνηση της ιδέας της ελαφρότητας που γεφύρωνε υλικά, κατασκευαστικά και μορφικά προβλήματα, συνέχισε να αναπτύσσει τις απόψεις του πάνω στο ζήτημα της στέγασης.1 Σχεδίασε το Dymaxion Bathroom για συνολική παραγωγή από πλαστικό, όταν αυτό θα είχε αναπτυχθεί πλέον σε κατάλληλο βαθμό, με τυποποίηση των υδραυλικών και δυνατότητα συναρμολόγησης στο εργοστάσιο ή επί τω έργω. Το Dymaxion Deployment Unit ήταν μια πρόταση για έναν τύπο καταφυγίου έκτακτης ανάγκης, ενώ τα 4D Tower Apartment Houses, μια σειρά πύργων με πλήρως εξοπλισμένες αυτάρκεις μονάδες κατοίκησης.2 Ωθώντας την τεχνολογία στα άκρα, κατασκεύασε το σπίτι του μέλλοντος σαν να ήταν όχημα, με υλικά και μορφές δανεισμένες από τον κόσμο της μετακίνησης, δίνοντας ως αποτέλεσμα μια μαζικά παραγόμενη βιομηχανική κατοικία.3 Μια μονάδα κατοίκησης που μπορούσε να λειτουργήσει με μέγιστη αποδοτικότητα, όπου και αν τοποθετούταν, απαιτούσε ένα οικογενειακό μέσο μετακίνησης που θα είχε την ικανότητα ελιγμού ενός πτηνού. Το 1933 πριν τη δρομολόγηση του New Deal, στο βάθος της Ύφεσης, ο Fuller βρέθηκε με αρκετά χρήματα. Για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα λειτουργίας νοίκιασε το κτίριο μιας εταιρίας που είχε πληγεί από την ύφεση, έχοντας αφήσει πολλούς ειδικευμένους μηχανικούς της πόλης άνεργους. Σχημάτισε μια ομάδα και ξεκίνησε το σχεδιασμό και την κατασκευή του πρώτου Dymaxion Car.4 Το νέο αυτοκίνητο προσέφερε πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με εκείνα της εποχής του, συμπεριλαμβανομένου τυπικών καινοτομιών, ευκολία χειρισμού, εσωτερικές παροχές, τεχνικές και μηχανικές εξελίξεις.5 Το Wichita Dymaxion House είχε σχεδιαστεί για να διανέμεται από τον Ειρηνικό με DC4. Για τα 4D Tower Houses είχε δημιουργήσει ένα σενάριο στο οποίο κάθε μονάδα μεταφέρεται με zeppelin, ρίχνεται μια βόμβα που δημιουργεί τον κρατήρα των θεμελίων και εκείνη σαν βέλος κατατίθεται στο έδαφος. Μετά το Wichita House, επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της εναέριας παράδοσης. Για τις νέες σχεδιαστικές στρατηγικές στόχευε σε ριζοσπαστικές μειώσεις του βάρους και ενδυνάμωση μέσα από την Energetic Geometry. Διερεύνησε τις πιθανότητες ανάμειξης της γεωμετρίας με τα εμπορεύματα των τεχνικών εξελίξεων στη διάρκεια του πολέμου. Στο πέρασμα δύο δεκαετιών σημειώθηκαν τέτοιες βελτιώσεις στην τεχνολογία που η διανομή του καταφυγίου με αεροσκάφος ήταν πλέον δυνατή.6

1 Ό.π., σσ.89 2 Fuller, ό.π., σσ.33-34 3 Neder, ό.π., σσ.131 4 Fuller, ό.π., σσ.26-27 5 Neder, ό.π., σσ.154 6 Fuller, ό.π., σσ.57

37


Εικ.30: Σύγκριση αποδοτικότητας του 4D Tower Appartment Houses σε σχέση με ένα συμβατικό σπίτι

38

Εικ.31: Μελέτη για το 4D Model

Εικ.32: Μοντέλο του 4D Tower


2.3.2 Μαζική παραγωγή - Προσιτό μοντέρνο σπίτι Σε μια περίοδο όπου μεγάλο μέρος των αρχιτεκτονικών αναζητήσεων είχε ως θέμα την κατοίκηση, η μέση Αμερικανική οικογένεια εξακολουθούσε να ζει σε παραδοσιακά σπίτια. Αν και είχε ολοκληρώσει μια ολόκληρη δεκαετία θριαμβευτικής παρουσίας στις ΗΠΑ, η μοντέρνα αρχιτεκτονική παρέμενε ένα ζήτημα της ελίτ, ιδιαίτερα στον τομέα της στέγασης. Η καινοτομία ήταν ευπρόσδεκτη σε βιομηχανικά και θεσμικά κτίρια, αλλά με ελάχιστες εξαιρέσεις το σπίτι παρέμενε πιστό στο παρελθόν.1 Ο Fuller συνειδητοποίησε πως το πρόβλημα με την υψηλότερη άμεση προτεραιότητα και αυτό για το οποίο θεωρούσε πως ήταν κατάλληλα εξοπλισμένος να αντιμετωπίσει , ήταν εκείνο του ασύλου. Επιδόθηκε σε μια λεπτομερή εξέταση κάθε πτυχής της πολύπλοκης μηχανής ζωής που οραματίστηκε. Αρχικά μελέτησε τα πουλιά και έκανε παραλληλισμούς με την ανθρώπινη κατάσταση, αναπτύσσοντας μια ιδέα μειζόνων και ελασσόνων οικολογικών ελέγχων για την οικονομική ζωή του homo sapiens. Η μελέτη του ανέδειξε το παγκόσμιο βιομηχανικό δίκτυο ως τον κύριο έλεγχο. Το ελάχιστο ή τοπικό δίκτυο ήταν το καταφύγιο. Θεώρησε πως με το σχέδιό του, έδινε στον άνθρωπο ένα τοπικό τεχνικό πλεονέκτημα στην πάλη του ενάντια στα φυσικά στοιχεία. Η πρόταση συμπεριλάμβανε όχι μόνο τη μονάδα κατοίκησης αλλά και τα βοηθητικά προγράμματα που έτειναν να συμβάλλουν στην αυτονομία ενός σπιτιού, καθώς και την μετακίνηση που μετέφερε τον χρήστη από τον τόπο εργασίας στον τόπο κατοικίας και ψυχολογικής αναδόμησης.2 Ο Fuller παρατήρησε πως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν πιθανό οι άνθρωποι να τοποθετηθούν μεθοδικά στο καθήκον της παραγωγής για το συμφέρον όλων και πως αυτή η μαζική παραγωγή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς κάποια βασική νέα προσθήκη κεφαλαίου. Αυτό που εμπόδιζε ως τότε την κοινωνία, από μια ρεαλιστική απόπειρα μιας τέτοιας παραγωγής, ήταν η υιοθέτηση τακτικών που αποτελούσαν παρενέργειες αρχαίων φόβων. Απομεινάρια κάποιων κοινωνικών αναμνήσεων, η ασαφής ανάκληση εποχών έλλειψης και απομόνωσης, πληγών και καταστροφών, όταν η τραγική έννοια της ζωής αναμείχθηκε με την πίστη στον αναπόφευκτο πόλεμο όλων εναντίον όλων.3 Αυτό που ήταν εκπληκτικό σχετικά με το σχεδιασμό της προσιτής μοντέρνας κατοικίας (4D House), ήταν η μέριμνα για το κόστος με το οποίο θα επιβαρυνόταν ο καταναλωτής (ιδιοκτήτης του σπιτιού). Την στιγμή που η φορντιστική μέθοδος παραγωγής είχε ξεκινήσει να διαδίδεται και βασιζόμενος στις κλίμακες τιμών που κυριαρχούσαν στην αυτοκινητοβιομηχανία εκείνη την εποχή, ο Buckminster Fuller, εκτίμησε πως αν ένα τέτοιο πλήρως εξοπλισμένο σπίτι μπορούσε να παραχθεί μαζικά, τότε το κόστος του ανά μονάδα παραγωγής θα ήταν μικρότερο από εκείνο μιας μονάδας αυτοκινήτου Ford ή Chevrolet. Συμπληρωματική της έρευνάς του για την μηχανή ζωής ήταν η δυνατότητα αεροναυτικής διανομής της μονάδας, την οποία θεωρούσε τόσο πραγματοποιήσιμη όσο και βασική, καθώς θα έκανε το σχέδιο του μαζικά παραγόμενου καταφυγίου εφικτό. Ο συνδυασμός προσιτής τιμής και ευκολίας 1 Neder, ό.π., σσ.176 2 Fuller, ό.π., σσ.16 3 Ό.π., σσ.17

39


40 Εικ.34: Συναρμολόγηση του Wichita House

Εικ.33: Wichita House

Εικ.35: Συναρμολόγηση του Wichita House


μεταφοράς και ανέγερσης, καθιστούσε το 4D House ένα δυναμικό εμπόρευμα.1 Είχε την πεποίθηση πως οι εταιρείες παροχής στέγασης θα έπρεπε να λειτουργούν απαραιτήτως με την οικονομική φιλοσοφία που είχε χαρακτηρίσει τις πολιτικές χρησιμότητας του τηλεφώνου. Θεωρούσε τη συστηματική αντικατάσταση του απαρχαιωμένου εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό, μια δυναμική οικονομία που είχε ως αποτέλεσμα διαρκώς αυξανόμενα μερίσματα. Έτσι, η υιοθέτηση παρόμοιων πολιτικών από τις στεγαστικές εταιρείες, θα δημιουργούσε ένα βιομηχανικό σύμπλεγμα που θα εξυπηρετούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους σε μια διευρυνόμενη περιοχή, με αυξανόμενη αποδοτικότητα, εκτελώντας ουσιαστικά μια λειτουργία πολλαπλασιασμού του πλούτου. Τα οφέλη που προκύπτουν απευθύνονται σε όλους, καταναλωτές, διαχείριση, μετόχους, προμηθευτές και υπεργολάβους και εφόσον εξακολουθούν να ανατροφοδοτούν το σύστημα, τέτοιοι τεχνοοικονομικοί προγραμματισμοί μπορούν να είναι άπειρα αναγεννητικοί.2 Το πείραμα που πραγματοποίησε με το σχεδιασμό του Autonomous Package απέδειξε πως η μαζική συναρμολόγηση και παράδοση ενός ολοκληρωμένου οικιακού εξοπλισμού υψηλού επιπέδου, ήταν όχι μόνο πιθανή αλλά και οικονομικά εφικτή. Οι συνέπειες μιας τέτοιας μαζικής παραγωγής, αγοράς, συναρμολόγησης και διανομής θα μείωνε δραστικά τα συνολικά κόστη και βάρη ξεχωριστών δοχείων μεταφοράς.3 Επιπλέον, ένα φωτορεπορτάζ του 1945 που απεικονίζει τις διάφορες φάσεις κατασκευής του Dymaxion House στη Wichita, παρουσίασε την κατασκευαστική απλότητα ενός προϊόντος περίφημου για την καινοτομία του. Γίνεται ο υποδοχέας όπου τα συστατικά μέρη του σπιτιού αποθηκεύονται και μεταφέρονται στο εργοτάξιο. Τα εσωτερικά εξαρτήματα τοποθετούνται μεταγενέστερα στο σπίτι. Αν οι εικόνες του εσωτερικού προσπαθούσαν να δείξουν τον συνολικό βιομηχανικό χαρακτήρα, τότε αυτή η σειρά εικόνων προσπαθούσε να ενισχύσει την ιδέα της εύκολης συναρμολόγησης από ανειδίκευτους εργάτες.4 Την περίοδο της οικονομικής κρίσης του ‘30, όπου ένα μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού είχε μείνει άνεργο και αντιμετώπιζε τεράστιες ελλείψεις, ο Fuller είδε τις τεχνολογίες ως ένα μέσο για να προσφέρει ανακούφιση. Η μαζική παραγωγή και ο τεχνολογικός εξοπλισμός ενός σπιτιού μπορούσαν να μειώσουν το κόστος παραγωγής και απόκτησής του, αλλά και να προσφέρουν συνθήκες διαβίωσης ικανοποιητικές για όλους. Τη στιγμή που τα εργατικά κινήματα αγωνίζονταν για να αποκτήσουν δικαιώματα από το Κράτος πρόνοιας, ο Fuller παρουσίαζε το ενδεχόμενο ενός προσιτού μοντέρνου σπιτιού σχεδιασμένο με μια οικονομική φιλοσοφία.

1 Ό.π., σσ.18-19 2 Ό.π., σσ.19 3 Ό.π., σσ.180 4 Neder, ό.π., σσ.100

41


Εικ.36: Σχέδιο όψης του Dymaxion House

42

Εικ.38: Διαφήμιση για το Dymaxion Deployment Unit

Εικ.37: Σχέδιο κάτοψης του Dymaxion House


2.3.3 Νέα αντίληψη της κοινωνίας - Το νέο αστικό μοντέλο Το 1927 και αφού είχε μελετήσει το μανιφέστο του ‘23 “Vers une architecture” του Le Corbusier, ο Fuller ξεκίνησε να σχεδιάζει την δική του εκδοχή για τη μηχανή κατοίκησης. Έχοντας την πεποίθηση πως ένα σπίτι θα μπορούσε να παραχθεί και να λειτουργήσει όπως οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία, αποσυνδεδεμένο από συγκεντρωτικές υποδομές παραμένοντας αυτόνομο, δημιούργησε την πρώτη ενσάρκωση αυτής της μηχανής, το 4D House. Για τον Fuller ένα κτίριο βρίσκεται πάντα σε κίνηση, η ιδέα του στατικού σπιτιού αντικαθίσταται από εκείνη του οχήματος. Προορισμένο για ποσοτική παραγωγή, αυτό το υψηλών επιδόσεων κτίριο αντιμετωπίζεται ως ένα τεχνικό όργανο που εξευγενίζεται συνεχώς από ένα πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης.1 Η κατοικία του εφευρέτη μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος ασπίδας που προστατεύει την οικογενειακή ζωή, ένα ομαλό και στρογγυλεμένο μεταλλικό κέλυφος που περικλείει έναν κατακερματισμένο χώρο. Τα διαχωριστικά του εσωτερικού του σπιτιού αποτελούν αρνητικά στοιχεία, σύμβολα μιας οικονομίας έλλειψης. Ο επαρκής σχεδιασμός δύναται να παρέχει άνεση. Η ευρύτητα χώρου και η λογική διάταξη του εξοπλισμού, ανέπτυσσε αυτόματα μια ιδιωτικότητα κατάλληλη για την ψυχολογική εύνοια. Η κατοικία σχεδιάστηκε για να παρέχει υψηλού επιπέδου λειτουργία, συντονισμένη με τους εσωτερικούς μηχανισμούς και τις χημείες του ανθρώπου. Ο Fuller πίστευε πως ο σχεδιασμός έπρεπε να διαθέτει τα μέσα, όχι να τα επιβάλει.2 Οραματίστηκε τις κατασκευές του ως οχήματα και κατασκεύασε κάτι που εξωτερικά φάνταζε ως ένα βιομηχανικό προϊόν, ενώ εσωτερικά είχε τη δυνατότητα να υιοθετήσει το λεξιλόγιο του χρήστη. Το αυτοκίνητο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κατοικίας, επειδή όμως είμαστε συνηθισμένοι να σκεφτόμαστε το σπίτι ως μια στατική μονάδα αποτυγχάνουμε να κάνουμε μια λογική σύνδεση.3 Σχεδιάζοντας το Dymaxion Car ολοκλήρωσε το όραμά του για τη σύγχρονη κατοικία και συνέχισε την ανάπτυξη των ιδεών του πάνω σε ένα σύνολο κατοικιών. Τα Multiple Deck 4D Tower Apartment Houses του 1928 ήταν μια πρόταση για μια σειρά πύργων που περιλάμβαναν αυτάρκεις, πλήρως εξοπλισμένες μονάδες κατοίκησης. Εκτός από την δυνατότητα εργοστασιακής παραγωγής τους, ο Fuller επινόησε ένα πλάνο μεταφοράς και τοποθέτησης, καινοτόμο όσον αφορά τη δημιουργία μιας κοινότητας. Η μεταφορά κάθε δεκαόροφης μονάδας θα γινόταν με zeppelin, με έκρηξη θα δημιουργούταν ο κρατήρας των θεμελίων, έτοιμος να παραλάβει τον πύργο. Ο απαιτούμενος χρόνος φύτευσης αυτών των τεχνητών δένδρων, εκτιμάται πως θα ήταν μόλις λίγα λεπτά.4 Στα επόμενα χρόνια εξέλιξε τις ιδέες του πάνω στην κατοίκηση, σχεδιάζοντας πλέον όχι σταθερές δομές που μεταφέρονται από κάποιο όχημα, αλλά κινητά πλήρως εξοπλισμένα πακέτα. Το 1940 σχεδίασε το Mechanical Wing, ένα συμπυκνωμένο πακέτο που προοριζόταν να παρέχει τα μηχανικά απαραίτητα της σύγχρονης Αμερικανικής 1 Ό.π., σσ.11-14 2 Fuller, ό.π., σσ.19 3 Neder, ό.π., σσ.48 4 Ό.π., σσ.91

43


Εικ.39: Μοντέλο του Autonomous Package

44

Εικ.40: Μοντέλο του Autonomous Package


ζωής υπό μια μορφή αποδοτικά κινητή για να μεταφέρεται πάνω σε ένα πλαίσιο Α σε οποιοδήποτε μέρος.1 Ενώ με το πείραμα του Autonomous Package, κατασκεύασε ένα είδος τροχόσπιτου που με την κατάλληλη τυποποίηση μπορούσε να περικλύσει όλο τον απαραίτητο οικιακό εξοπλισμό ενός νοικοκυριού. Η ιδέα του τροχόσπιτου και των σπιτιών που με την εναέρια μεταφορά θα μπορούσαν να τοποθετηθούν οπουδήποτε στον κόσμο, επιχειρεί να απελευθερώσει τους χρήστες τους από τα δεσμά οποιασδήποτε τοπικότητας, κάνοντας δυνατή τη δημιουργία ενός παγκόσμιου πολίτη.2 Τα σχέδια του Fuller κατευθύνθηκαν εν μέρει από μια πολύ συγκεκριμένη πεποίθηση. Επέμενε στο γεγονός πως ο άνθρωπος σχεδιάστηκε όχι μόνο με ρίζες, αλλά και με πόδια που του επέτρεπαν να επιτύχει αυξανόμενη ελευθερία. Υποστήριζε πως η ιδρυτική πράξη του ανθρώπου ήταν να περπατά στην επιφάνεια της γης. Κατ’ επέκταση, η καθετότητα αποτελούσε ανώτερο βαθμό κινητικότητας από την άποψη πως έδινε την ευκαιρία στον μοντέρνο άνθρωπο να κατακτήσει το απώτερο διάστημα. 20 χρόνια αφού οραματίστηκε το Dymaxion House, έφτασε αυτό το επιχείρημα στα άκρα, σε μια έκθεση του 1969 υπό τον τίτλο “Vertical is to Live, Horizontal is to Die”.3 Τα αρχιτεκτονικά του οράματα αποδεικνύουν επίσης μια έμμονη προσκόλληση με το ζήτημα του πλήρη ελέγχου του ζωτικού περιβάλλοντος. Υπαινισσόμενος πως μελλοντικά τα αεροπορικά ταξίδια και οι επικοινωνίες θα έχουν παγκόσμια εμβέλεια, αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν μια σφαίρα καλυμμένη από μεταλλικούς κανάβους, οβελίσκους, πύργους αναμετάδοσης, ουρανοξύστες και φάρους. Ο άνθρωπος κατοικεί αυτές τις προστατευτικές δομές ενώ καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο. Το ενδιαφέρον του για τον έλεγχο των χτισμένων περιβαλλόντων, αρχικά κρυσταλλώθηκε με τα Dymaxion και Wichita Houses. Οι Γεωδαιτικοί Θόλοι με τα τεχνητά μικροκλίματα ακολούθησαν μια δεκαετία αργότερα και έπειτα ήρθαν οι ερμητικά κλειστές φούσκες που περίκλυζαν ολόκληρες μητροπολιτικές περιοχές, προστατεύοντας τις τοπικές ατμόσφαιρες από τη μόλυνση.4 Η αρχή του πλήρη ελέγχου του αντικειμένου και του περιβάλλοντός του προώθησε τα έργα του και έγινε πηγή έμπνευσης. Η προσπάθεια επικεντρώθηκε για να ελέγξει τις ροές ενέργειας που διέρχονται από το σπίτι, να εξορθολογήσει την παραγωγή της κατασκευής, την μετακίνηση, τη συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση και να αποκτήσει απεριόριστες απόψεις του τοπίου. Θεωρούσε το σπίτι ως ένα προνομιούχο επίπεδο παρατήρησης του κόσμου. Στο Dymaxion House τα πάντα ήταν ελεγχόμενα από τον σχεδιαστή και από τον χρήστη. Η μηχανή μεταμορφώνει το βλέμμα σε μια νέα μορφή επιτήρησης, μια ολιστική αντίληψη κυρίως του εσωτερικού η οποία εκτείνεται και στο εξωτερικό. Ο Fuller γνώριζε τη δύναμη που προσέφερε η αδιάκοπη όραση. Τίποτα μέσα στο κτίριο ή στο περιβάλλον δεν ξεφεύγει από το βλέμμα του παρατηρητή. Ο κάτοικος αυτού του σπιτιού κατέχει όλο το χώρο, ο χώρος γίνεται το πεδίο δράσης και επιρροής του.5 1 Fuller, ό.π., σσ.114 2 Ό.π., σσ.20 3 Neder, ό.π., σσ.114 4 Ό.π., σσ.145 5 Ό.π., σσ.145-150

45


46

Εικ.41: Dymaxion Car


Η μοντέρνα κοινωνία όπως διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα, χαρακτηρίστηκε από τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση. Ο Fuller θεώρησε πως οι καινούριες οικονομικές συνθήκες απαιτούσαν ένα νέο αστικό μοντέλο για να στεγάσει το μοντέρνο άνθρωπο. Οι έννοιες της τοπικότητας και του συμβατικού σπιτιού έπρεπε να αντικατασταθούν από μια μηχανή που θα στέγαζε τη ζωή, θα παρείχε αυτονομία και ευελιξία, όπως εκείνη του αυτοκινήτου. Ο χρήστης θα απελευθερωνόταν από τα δεσμά του εγκιβωτισμού μέσα σε μια κατοικία και θα γινόταν κυρίαρχος του σύμπαντος.

47

Εικ.42: 4D Time Lock


Οι Archigram και η μεταπολεμική περίοδος 48


49


50 Εικ.43: Στρατιώτες στο Β’ Π.Π.

Εικ.44: Πυρηνική βόμβα του Β΄Π.Π.


3. Οι Archigram και η μεταπολεμική περίοδος 3.1 Οικονομική κατάσταση 3.1.1. Οι βιομηχανίες του πολέμου και οι νέες τεχνολογίες Η Βρετανία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε μια μεγάλη δύναμη που θεώρησε τον πόλεμο όπως άρμοζε σε έναν βιομηχανικό γίγαντα, παραμένοντας στο επίκεντρο του παγκόσμιου εμπορίου με υλικούς και όχι με στρατιωτικούς όρους. Οι Βρετανοί αρχηγοί πίστευαν πως η υλική δύναμη, η μοναδική θέση στον κόσμο, η βιομηχανική, τεχνική και επιστημονική ικανότητα αποτελούσαν εντάλματα νίκης. Η πολιτική και η διανόηση κατεύθυναν τον πόλεμο σαν μια μάχη των μηχανών και της παραγωγής, αφού μέχρι τότε η Βρετανία κατείχε το μεγαλύτερο ναυτικό του κόσμου, τη μεγαλύτερη παραγωγή αεροσκαφών και ένα μικρό αλλά εξαιρετικά μηχανοκίνητο στρατό. Σχεδίαζαν έναν πόλεμο μηχανικής, πολεμικών πλοίων, βομβαρδιστικών, έναν πόλεμο επιστήμης και εφεύρεσης.1 Η διαχείριση των πολεμικών επιχειρήσεων ανατέθηκε σε μια Βρετανική κυβέρνηση γεμάτη ειδικούς, επιστήμονες, οικονομολόγους και επιχειρηματίες. Οι τεχνοκράτες, αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από άντρες της δεξιάς. Στην κορυφή βρισκόταν ο Chamberlain που είχε σπουδάσει φυσική επιστήμη στο πανεπιστήμιο και ο Churchill που ήταν μεγάλος ενθουσιαστής των μηχανών και επιθυμούσε έναν πόλεμο αεροπλάνων, πυραύλων και έξυπνων μικροσυσκευών δικής του επινόησης. Εφεύρεση, έρευνα και ανάπτυξη υπήρξαν καθοριστικές στην δόμηση της αυτοκρατορίας των μηχανών, μετατρέποντας τη Βρετανία σε μια ιδιαίτερα κινητοποιημένη κοινωνία όπου κατασκευάζονταν και χρησιμοποιούνταν σύγχρονοι εξοπλισμοί σε μεγάλη κλίμακα. Ο σύγχρονος πόλεμος ήταν ένα ζήτημα καινοτόμων μηχανών και τεχνικών, που προέκυπταν από την πολιτική επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανία.2 Η αλληλεπίδραση επιστήμης τεχνολογίας και στρατού έγινε ιδιαίτερα στενή κατά τον Β’ Π.Π. Πολλές νέες τεχνολογίες προέκυψαν στο πλαίσιο στρατιωτικών προγραμμάτων κατά τη διάρκειά του. Η στρατηγική που υιοθετήθηκε από το Βρετανικό πολεμικό καθεστώς ήταν ενός φιλελεύθερου μιλιταρισμού, επιδεικνύοντας μια εμμονή με ειδικά κατασκευασμένες μηχανές για να καταστρέφουν τους εχθρούς, σωματικά και οικονομικά. Στο επίκεντρο βρέθηκαν το ναυτικό και οι εναέριες δυνάμεις.3 Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για την βελτίωση των μέσων του πολέμου συνέβαλαν στην εξέλιξη της τεχνολογίας του 20ου αιώνα. Ήδη από το 1930 είχαν διαπιστωθεί οι αδυναμίες των ηλεκτρονικών λυχνιών στην ανίχνευση ραδιοκυμάτων μικρού μήκους κύματος. Οι έρευνες γύρω από τους κρυσταλλικούς ανιχνευτές εντάθηκαν λόγω της εφεύρεσης του ραντάρ, οδηγώντας με τη σειρά τους στην εφεύρεση του πρώτου τρανζίστορ. 1 Edgerton David, 2011, Britain’ s War Machine: Weapons, Resources and Experts in the Second World War, σσ.2 2 Ό.π., σσ.3-6 3 Ό.π., σσ.7

51


52

Εικ.45: Οι εφευρέτες του πρώτου τρανζίστορ

Εικ.46: Ρήξη ατομικής βόμβας στην πόλη Ναγκασάκι

Εικ.47: Ραντάρ στο Wurzburg


Μια από τις σημαντικότερες εφαρμογές των τρανζίστορ ήταν στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στον 20ο αι. τα κίνητρα για τη δημιουργία υπολογιστών ήταν στρατιωτικής υφής: η εκτέλεση περίπλοκων υπολογισμών, που ήταν απαραίτητοι για τη σχεδίαση αεροσκαφών, πυραύλων, καθώς και της ατομικής βόμβας, η αποκρυπτογράφηση των κωδικοποιημένων στρατιωτικών μηνυμάτων, και ο υπολογισμός βαλλιστικών πινάκων, που ήταν χρήσιμοι στο πυροβολικό. Οι υπολογιστές που κατασκεύασε ο K. Zuse κατά την περίοδο 1934-41 χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αεροσκαφών και πυραύλων. Εκείνο που καθόρισε όμως την έκβαση του πολέμου και επηρέασε την μετέπειτα εξέλιξη των φυσικών επιστημών ήταν η πυρηνική βιομηχανία, ένα παρά- προϊόν της κατασκευής της ατομικής βόμβας. Η ανάπτυξη της πυρηνικής φυσικής έδινε τη δυνατότητα κατασκευής ενός νέου είδους βόμβας με τεράστια ισχύ. Η επιτυχημένη έκβαση του σχεδίου για την κατασκευή της (σχέδιο Μανχάταν), ώθησε μια χρηματοδότηση τεράστιων ερευνητικών προγραμμάτων. Η πειραματική πρακτική μεταβλήθηκε σταδιακά σε συλλογική δραστηριότητα και η γνώση που αποκτήθηκε από το πρόγραμμα Μανχάταν βρήκε χρήση στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας. Μεταπολεμικά οι ειδικοί υποστήριξαν τις ενεργές βιομηχανικές πολιτικές, τις επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη και περισσότερη επιστήμη στην εκπαίδευση. Αντίστοιχα οι στρατιωτικές βιομηχανικές ικανότητες του Βρετανικού κράτους μεταμορφώθηκαν, παρουσιάζοντας όμως έναν οικονομικό εθνικισμό, ιδιαίτερα από το 1945 και έπειτα. Οι Βρετανικές δυνάμεις επανεξοπλίστηκαν και τα εμπόλεμα επίπεδα ανάπτυξης και οι έρευνες δαπανών συμβάδισαν με την κατασκευή νέων εργαστηρίων. Δημιουργήθηκαν νέες εγκαταστάσεις και βιομηχανίες, όπως εργοστάσια παραγωγής θειικού οξέος, ωρολογοποιία, εργοστάσια παραγωγής φιλμ για ταινίες και βιομηχανίες τρακτέρ. Ενώ τεράστιες προσπάθειες έγιναν στην πολιτική αεροπορία, που θεωρούνταν η βασική βιομηχανία του μέλλοντος. Οι κρατικές υπηρεσίες ήταν πρόθυμες να υποστηρίξουν την εθνική τεχνολογική ανάπτυξη με δημόσια χρήματα, ανεβάζοντας στα ύψη τα επίπεδα αμυντικών δαπανών.1 Η Βρετανία είχε τη δυνατότητα να διαθέσει οικονομικούς πόρους για τις πολεμικές επιχειρήσεις και μεταπολεμικά έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στις προσπάθειές της. Τομείς δεσμευμένοι στην πολεμική παραγωγή έλαβαν τεράστια ποσά επενδύσεων, ενώ εκείνοι που δεν θεωρήθηκαν βασικοί υπέφεραν από την έλλειψη επενδύσεων. . Ο A.J.P. Taylor είχε δίκιο όταν σε μια παράγραφο της English History δήλωσε: “ Ο Δεύτερος Π.Π., σε αντίθεση με τον Πρώτο, διέγειρε ή δημιούργησε νέες βιομηχανίες που θα μπορούσαν να κρατήσουν τη δική τους περίοδο ειρήνης. Στη διάρκεια του Δευτέρου Π.Π., η Μ. Βρετανία έκανε το αποφασιστικό βήμα προς τον 20ο αι. Πριν τον πόλεμο προσπαθούσε να αναβιώσει τις παλιές βάσεις. Μετά από αυτόν, βασίστηκε σε νέες αναπτυσσόμενες βιομηχανίες. Ηλεκτρισμός, αυτοκίνητα, μέταλλο και σίδηρος, μηχανικά εργαλεία, νάιλον και χημικά, ήταν όλα έτοιμα για επέκταση και η παραγωγή κατά κεφαλήν αυξανόταν σε όλα σταθερά. Το ίδιο το πνεύμα του έθνους είχε αλλάξει.” 2

1 Edgerton David, 2011, Past & Present, σσ.30-36 2 Edgerton, ό.π., σσ.38

53


54

Εικ.49: Έργο του Andy Warhol

Εικ.48: Διαφήμιση της δεκαετίας του ‘50

Εικ.50: Χίπηδες τη δεκαετία του ‘60


3.1.2. Ο ποπ ηδονισμός και η αισθαντικότητα του ‘60 Η εμπειρία του πολέμου του ‘40 καθόρισε τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα της διανόησης της επόμενης δεκαετίας. Το γενικό θέμα της περιόδου έγινε η αποπροσωποποίηση του ατόμου και η στροφή της κοινωνίας προς την επιδίωξη της ατομικότητας. Η θεωρία της μαζικής κοινωνίας θεώρησε το μοντέρνο κόσμο ως έναν στον οποίο οι παραδοσιακές τάξεις είχαν αντικατασταθεί από τη μάζα, όπου κάθε πρόσωπο ζούσε ατομικιστικά ή άνομα. Η ευημερία που γνώρισε η μεσαία τάξη στην Αμερική τη δεκαετία του ‘50, βρήκε την αντιστοιχία της σε μια ευρύτατα διαδεδομένη μέση κουλτούρα. Η κουλτούρα όπως αντιλαμβανόταν από τα περιοδικά της μεσαίας τάξης συνίστατο σε έναν τρόπο ζωής που οργανωνόταν και καταναλωνόταν. Η απάντηση των ριζοσπαστών διανοουμένων της εποχής πήρε τη μορφή επίθεσης κατά της κουλτούρας της μεσαίας τάξης. Ο χείριστος εχθρός ήταν η μεσοκουλτούρα, όπως την αποκάλεσε ο Dwight Macdonald, που στόχος της ήταν η ευχαρίστηση με κάθε μέσο.1 Ο τρόπος ζωής που αποτέλεσε προνόμιο μιας μικρής ομάδας, υιοθετήθηκε τώρα από τους πολλούς. Η αλλαγή κλίμακας στη δεκαετία του ‘60 σε συνδυασμό με την προβολή ενός μποέμικου τρόπου ζωής από τα μαζικά μέσα, έδωσε μια ιδιαίτερη ορμή στην επίθεση που είχε αναλάβει η κουλτούρα εναντίον της κοινωνικής δομής. Η αύξηση της δημοτικότητας μιας κουλτούρας των χίπηδων, των ναρκωτικών και του ροκ, υπονόμευσε το ίδιο το κοινωνικό οικοδόμημα. Οι αλλαγές στους τρόπους ζωής αλληλεπιδρούν με την κοινωνική δομή. Η επιρροή αποδεικνύεται στην εμφάνιση νέων αγοραστικών συνηθειών σε μια ανώτερη καταναλωτική οικονομία και στην παρεπόμενη διάβρωση της προτεσταντικής ηθικής και του πουριτανικού χαρακτήρα. Ο πολιτιστικός μετασχηματισμός οφείλεται στη μαζική κατανάλωση, που επέτρεψε τον συνεχή επανακαθορισμό των πολυτελειών του παρελθόντος ως ανάγκες.2 Στη δεκαετία του ‘50 το πρότυπο της επιτυχίας παρέμενε, όντας επαναπροσδιορισμένο, έτσι ώστε να τονίζει την κοινωνική θέση και το γούστο. Η κουλτούρα μετατόπισε το ενδιαφέρον της από την εργασία και τη δημιουργία, στη σπατάλη και την απόλαυση. Μετατράπηκε τότε σε μια ηδονιστική αναζήτηση για παιγνίδι, ευθυμία, επίδειξη και καλοπέραση. Ο κόσμος του ηδονισμού ήταν εκείνος της μόδας, της φωτογραφίας, της διαφήμισης, της τηλεόρασης, των ταξιδιών αναψυχής. Η ηδονιστική εποχή βρήκε την αρμόζουσα καλλιτεχνική τεχνοτροπία στη λαϊκότροπη pop. Η pop art, σύμφωνα με τον κριτικό Lawrence Alloway, αντανακλά την αισθητική της αφθονίας, με την εικονογραφία της να προέρχεται από τη σφαίρα της καθημερινότητας, χωρίς να προσδίδει καμία ένταση παρά μόνο παρωδία. Ο συγγραφέας που καθόρισε την ηδονιστική εποχή προσδίδοντάς της κωδικοποιημένα επινοήματα, ήταν ο Marshall McLuhan. Καθιέρωσε την ιδέα πως το μέσο είναι το μήνυμα και κατηγοριοποίησε τα μέσα σε θερμά και ψυχρά.3

1 Bell Daniel, 1999, Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, σσ.74-77 2 Ό.π, σσ.86-98 3 Ό.π, σσ.103-106

55


Εικ.52: The Velvet Underground, ροκ μπάντα της δεκαετίας του ‘60

56

Εικ.51: Αφίσα για την ταινία Chelsea Girls του Andy Warhol, 1966

Εικ.53: Dylan, Jagger, Richards


Στη δεκαετία του ‘60 εμφανίστηκε μια νέα μορφή κουλτούρας, η ψυχεδελική ή αντικουλτούρα, αναγγέλλοντας μια θορυβώδη αντίθεση προς τις αστικές αξίες και τους παραδοσιακούς κώδικες της αμερικανικής ζωής. Η νέα κίνηση αν και ακραία, ήταν απλώς μια επέκταση του ηδονισμού του ‘50 και ένας εκδημοκρατισμός της ελευθεριότητας που είχε ήδη επιτευχθεί από τις ανώτερες τάξεις πιο πριν. Οι ψυχεδελικές ακρότητες εκδηλώθηκαν στη σεξουαλικότητα,τον γυμνισμό, τις διαστροφές, τη μαριχουάνα και το ροκ. Η αντικουλτούρα ήταν συνέπεια του μετασχηματισμού που συνέβη στο κοινωνικό οικοδόμημα, της αλλαγής στα κίνητρα και τις αμοιβές που παρείχε το οικονομικό σύστημα. Η αυξανόμενη ευημερία της πλουτοκρατίας μετέτρεψε την εργασία και τη συσσώρευση σε μέσα κατανάλωσης και επίδειξης. Το κοινωνικό γόητρο και τα σύμβολά του αποτέλεσαν το σήμα της επιτυχίας.1 Ο πολιτικός και πολιτιστικός ριζοσπαστισμός υπήρξε η σφραγίδα της δεκαετίας του ‘60. Εξέφρασε μια επέκταση των τάσεων που εγκαινιάστηκαν στις αρχές του αιώνα από τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τη μοντερνιστική κουλτούρα. Αντιπροσώπευσε ένα σχίσμα στο πεδίο του μοντερνισμού, διότι επιχείρησε να οδηγήσει τα κηρύγματα της προσωπικής ελευθερίας, της ακραίας εμπειρίας και τον σεξουαλικό πειραματισμό σ’ έναν τρόπο ζωής που η φιλελεύθερη νοοτροπία δεν ήταν προετοιμασμένη να αποδεχτεί.2 Στον τομέα της πολιτικής ο ριζοσπαστισμός υπήρξε επαναστατικός, επιδιώκοντας να εγκαταστήσει ένα νέο κοινωνικό καθεστώς και στον πολιτισμό κατευθύνθηκε από την οργή. Η αισθαντικότητα της δεκαετίας του ‘60 μπορεί να ειδωθεί είτε ως μια αντίδραση σε εκείνη του ‘50, είτε ως επιστροφή αλλά και ως επέκταση μιας αισθαντικότητας που είχε φτάσει στο απόγειό της πριν τον Α’ Π.Π.3 Αυτή η νέα αισθαντικότητα ήταν κραυγαλέα, αναθεματιστική, επιρρεπής στην αισχρολογία και στο να θέτει κάθε ζήτημα, πολιτικό ή άλλο σε διαζευκτικές συστοιχίες. Προσέθεσε το ενδιαφέρον για τη βία και τη σκληρότητα, την εμμονή στη σεξουαλική διαστροφή, την επιθυμία πρόκλησης θορύβου, την προσπάθεια να απαλειφθούν τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή και την προσπάθεια συγχώνευσης τέχνης και πολιτικής. Η βία και η σκληρότητα στις κινηματογραφικές ταινίες δεν απέβλεπαν στην κάθαρση αλλά αντίθετα επιζητούσαν να συνταράξουν, να τραυματίσουν, να αηδιάσουν τους θεατές. Κινηματογράφος, χάπενινγκ, ζωγραφική συναγωνίζονταν μεταξύ τους στην παρουσίαση αιματηρών λεπτομερειών. Η σεξουαλική διαστροφή σπανίως είχε επιδειχτεί τόσο ανοιχτά και άμεσα όσο τότε. Σε ταινίες του Andy Warhol, σε θεατρικά έργα διαπίστωνε κανείς μια έμμονη ενασχόληση με την ομοφυλοφιλία, την ετεροφυλενδυσία, την παιδεραστία και με τις δημοσίως επιδεικνυόμενες σεξουαλικές πράξεις. Αυτό που εξέφρασε ήταν μια τάση φυγής από την ετεροφυλόφιλη σεξουαλική ζωή ως αντίδραση ίσως προς την απελευθέρωση μιας επιθετικής θηλυκής σεξουαλικότητας.4

1 Ό.π, σσ.107 2 Ό.π, σσ.112 3 Bell, ό.π, σσ.155 4 Ό.π, σσ.156

57


58 Εικ.54: Χίπηδες

Εικ.55: Απόσπασμα από την ταινία I Am Curious Yellow, 1967


Η δεκαετία του ‘50 ήταν μια περίοδος σιωπής, αλλά η δεκαετία του ‘60 μια εποχή θορύβου. Συνοψίστηκε σε μια επίθεση κατά του περιεχομένου και της ερμηνείας, στον τονισμό της μορφής και της τεχνοτροπίας. Η εξάλειψη των ορίων μεταξύ τέχνης και ζωής ήταν μια επιπλέον πλευρά της διάλυσης των καλλιτεχνικών ειδών, η μετατροπή ενός ζωγραφικού πίνακα σε χάπενινγκ, η μεταφορά της τέχνης έξω από το μουσείο, η μεταβολή κάθε εμπειρίας σε τέχνη. Τέχνη και πολιτική συγχωνεύτηκαν το ‘60 περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη νεώτερη ιστορία. Η αισθαντικότητα εκείνης της περιόδου απέδειξε πως ο σκανδαλισμός και ο εντυπωσιασμός είχαν γίνει κοινότοποι και ανιαροί και στην έκταση που έγινε κτήμα της πολιτιστικής μάζας αποτελούσε μια επί πλέον ένδειξη των πολιτιστικών αντιφάσεων του καπιταλισμού.1

59

1 Ό.π, σσ.182


Εικ.56: Ορφανά μετά από τον Β’ Π.Π.

60

Εικ.57: Μεταπολεμική Αγγλία


3.1.3. Ανοικοδόμηση και το κράτος πρόνοιας Οι μεταπολεμικές συνθήκες στην Ευρώπη συνέθεταν μια εικόνα απόλυτης εξαθλίωσης και διάλυσης. Φωτογραφίες και ταινίες ντοκουμέντα της εποχής, παρουσίαζαν θλιβερά ρεύματα αβοήθητων πολιτών να περπατούν μέσα σε ένα ανατιναγμένο τοπίο κατεστραμμένων πόλεων και άγονων πεδίων. Οι πάντες και τα πάντα έμοιαζαν φθαρμένα, εξαντλημένα, χωρίς πόρους, παρόλα αυτά η κατεστραμμένη περιοχή κατάφερε να αναρρώσει ραγδαία στα χρόνια που ακολούθησαν. Σε αντίθεση με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Β΄ Π.Π. ήταν σχεδόν μια παγκόσμια εμπειρία, κατά βάση πολιτική. Ένας πόλεμος κατοχής, καταστολής, εκμετάλλευσης και εξολόθρευσης, που έσπειρε παντού το φόβο και τη στέρηση. Οι Βρετανοί για να πολεμήσουν και να κερδίσουν τον πόλεμο διέθεσαν μεγάλο μέρος των κρατικών οικονομικών πόρων, ώστε μέχρι το τέλος του πολέμου έφτασαν να ξοδεύουν πάνω από το μισό Α.Ε.Π. στην πολεμική προσπάθεια.1 Το αντίκτυπο του πολέμου έγινε εμφανές στην ορατή καταστροφή του άμεσου περιβάλλοντος, αφού ελάχιστες πόλεις και κωμοπόλεις ανεξαρτήτου μεγέθους, επιβίωσαν από τον πόλεμο άθικτες. Οι κατεστραμμένες πόλεις ήταν η πιο προφανής απόδειξη της καταστροφής και λειτούργησαν ως μια οπτική συντομογραφία για το κρίμα που προκλήθηκε. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της καταστροφής συνέβη σε σπίτια, αφήνοντας πολλούς ανθρώπους άστεγους, το διασκορπισμένο αστικό τοπίο αποτέλεσε την πιο άμεση υπενθύμιση του πολέμου που είχε μόλις φτάσει στο τέλος του. Για τους Ευρωπαίους κακοποιημένους πολίτες τα προβλήματα σίτισης, στέγασης, ρουχισμού και περίθαλψης ήταν αρκετά περίπλοκα και μεγιστοποιήθηκαν από την προσφυγική κρίση που ακολούθησε. Τα προβλήματα όμως έπληξαν και άλλους τομείς, με τη μετακίνηση και τις επικοινωνίες στη Δυτική Ευρώπη να έχουν διαταραχθεί σοβαρά.2 Για την πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών κατά την περίοδο 1939-45, τα κοινωνικά, πολιτικά και νομικά δικαιώματα είχαν πάψει να υπάρχουν. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βιώθηκε ως μια καθημερινή υποβάθμιση, στην οποία οι άνθρωποι προδίδονταν, ταπεινώνονταν, αναγκάζονταν σε καθημερινές εγκληματικές πράξεις, όπου όλοι έχασαν κάτι και αρκετοί τα πάντα.3 Μετά το 1945, ο πρωτεύοντας στόχος των κύριων καπιταλιστικών χωρών (Β. Αμερική, Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία) ήταν η κοινωνική και πολιτική σταθεροποίηση. Όλη η αρχική μεταπολεμική ανάρρωση, οι μετασχηματισμοί και τα σχέδια των ετών 1945-47 έθεσαν τα θεμέλια για την μελλοντική ευημερία της Ευρώπης. Από τις εμπειρίες του ‘30, οι κυβερνήσεις είχαν μάθει να διαχειρίζονται τις οικονομίες μέσα από δημοσιονομικούς και νομισματικούς μηχανισμούς. Έτσι η ολοκληρωμένη ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η επέκταση του εμπορίου και της παγκόσμιας κλίμακας επενδύσεων επανέφεραν την διεθνή οικονομία στο επίκεντρο των αποφάσεων.4

1 Judt Tony, 2005, Postwar: A History of Europe since 1945, σσ.13-14 2 Ό.π, σσ.16-22 3 Ό.π, σσ.38-41 4 Bell, ό.π., σσ.246

61


62 Εικ.58: Σχέδιο ανάπλασης του Λονδίνου

Εικ.59: Πρόταση μεταπολεμικής ανοικοδόμησης


Η λογική αντιστοίχηση του πολέμου και της επακόλουθης ανοικοδόμησης κατέχει σημαντική θέση στη σοσιαλδημοκρατική ιστοριογραφία της Βρετανίας μεταξύ 1939-51. Τα προβλήματα που προέρχονταν από την ανισόρροπη οικονομική ανάπτυξη βρήκαν προτάσεις επίλυσης με μέσα όπως garden cities και δορυφορικές πόλεις. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες είχαν το πρώτο τους αποτέλεσμα στο σχέδιο του Λονδίνου το 1944. Οι προτεινόμενες δράσεις στόχευαν στην επαναφορά μιας νέας ισορροπίας, χωρίς να έχουν όμως το προβλεπόμενο αποτέλεσμα παρόλο που ένα μέρος του σχεδίου ολοκληρώθηκε. Στα πλαίσια μιας μεγάλης στεγαστικής έλλειψης σε εθνικό επίπεδο, ο αριθμός και η κλίμακα των Νέων Πόλεων που όντως πραγματοποιήθηκαν φαινόταν ακατάλληλος να ικανοποιήσει το ποσοστό των απαιτήσεων και να έχει ένα διαρκές αποτέλεσμα.1 Τα Ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας μετά το 1945 ποικίλουν σημαντικά στις πηγές που παρέχουν και τον τρόπο που τις χρηματοδοτούν. Η πρόνοια των κοινωνικών υπηρεσιών αφορούσε κυρίως την εκπαίδευση, τη στέγαση και την ιατρική φροντίδα, καθώς και τους αστικούς χώρους αναψυχής, την επιδότηση της δημόσιας μετακίνησης, τη δημόσια χρηματοδοτούμενη τέχνη και πολιτισμό, και άλλα έμμεσα οφέλη του παρεμβατικού κράτους. Η κοινωνική ασφάλιση παρείχε προστασία ενάντια στην αρρώστια, την ανεργία, τα ατυχήματα και τους κινδύνους του γήρατος. Ο Beveridge έκανε τέσσερις υποθέσεις σχετικά με την μεταπολεμική κοινωνική πρόνοια που θα ενσωματώνονταν στη Βρετανική πολιτική και αφορούσαν την ύπαρξη μιας εθνικής υπηρεσίας υγείας, κατάλληλης κρατικής σύνταξης, οικογενειακών επιδομάτων και πλήρους απασχόλησης.2 Υπάρχει η πεποίθηση πως η Βρετανία υπήρξε ένα κράτος πρόνοιας πολύ πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη διάρκεια του πολέμου οι δαπάνες πρόνοιας ήταν αρκετά μεγάλες και σχέδια για την Εθνική Υπηρεσία Υγείας περιλάμβαναν προβλέψεις δαπανών που ήταν λιγότερες από τις συνολικές δαπάνες για την υγεία το ‘30. Σε πολλές περιοχές που κατείχαν υποδομές και δημόσιες υπηρεσίες, ο πόλεμος προκάλεσε κατάρρευση των επενδύσεων, οι οποίες σταδιακά κατάφεραν να αναρρώσουν προς τα τέλη του’ 40, χωρίς όμως να φτάσουν τα προπολεμικά επίπεδα. Πρόκειται περισσότερο για μια περίπτωση ανοικοδόμησης και επαναφοράς από τις τεράστιες εμπόλεμες περικοπές, παρά για μια περίπτωση αύξησης του επιπέδου. Μεγάλο μέρος της ανοικοδόμησης αποτέλεσε η στέγαση, με τα χρηματοδοτούμενα από το κράτος σπίτια να παρουσιάζουν αύξηση το 1950 και οι επενδύσεις στα σχολικά κτίρια να επιστρέφουν στα προπολεμικά επίπεδα. Ενώ υπάρχει μια εικόνα ανοικοδόμησης που ξεπερνά όσα είχαν γίνει τη δεκαετία του ‘30, παρόλα αυτά χρειάστηκαν σχεδόν δύο δεκαετίες για να αποκατασταθούν οι ζημιές του πολέμου.3

1 Colquhoun Alan, 1995, Essays in Architectural Criticism, σσ.283-289 2 Judt, ό.π., σσ.73-75 3 Edgerton, ό.π., σσ. 31-32

63


64 Εικ.60: Smithdon High School, έργο των Alison & Peter Smithson

Εικ.61: Playscapes, έργο του Aldo van Eyck


3.2 Οι Archigram και η μεταπολεμική αρχιτεκτονική 3.2.1. Γενικές συνθήκες αρχιτεκτονικής Για σχεδόν δύο δεκαετίες το πρόγραμμα της αρχιτεκτονικής υποβλήθηκε σε μια σειρά επιθέσεων που αμφισβητούσαν το νόημά του. Αυτό βασίστηκε στην κριτική που αναπτύχθηκε για τη μοντέρνα πόλη και την εκτράχυνση του αστικού ιστού, την απώλεια του νοήματος σε σχέση με το μέγεθος και την απομόνωση των στοιχείων της.1 Η απροσδιοριστία και η ρευστότητα που χαρακτήρισε τις σχέσεις διανοουμένων και θεσμικών οργάνων μετά τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές του ‘30, τροποποιήθηκαν ριζικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι νεότερες γενιές αρχιτεκτόνων ήρθαν σε σύγκρουση με τις παραδόσεις του CIAM, σηματοδοτώντας την έναρξη ενός πειραματισμού που συνδυάστηκε με τη γενική καταγγελία των θεωριών του μοντέρνου κινήματος.2 Η προπολεμική avant- garde αρχιτεκτονική φαινόταν πλέον παρωχημένη. Μετά τον Β’ Π.Π. δέχθηκε κριτική επίθεση από μια γενιά αρχιτεκτόνων που αναγνώριζε τους φόβους μιας παγκόσμιας διαμάχης με το μύθο της τεχνολογικής εξέλιξης. Η νέα κραυγή ήταν για εξανθρωπισμό, για προσοχή στους ψυχολογικούς παράγοντες, για εκφραστική χρήση των υλικών, ενσωμάτωση στο περιβάλλον, μέριμνα για τις τοπικές παραδόσεις. Ό, τι η προπολεμική γενιά φαινόταν να έχει αγνοήσει ερχόταν τώρα στο προσκήνιο μαζί με μια νέα προσκόλληση στο τοπίο ως τον νέο νατουραλισμό. Η εξάπλωση αυτής της τάσης συνέβη μεταξύ 1945 και μέσα του ‘50, επηρεάζοντας την Αμερικανική δυτική ακτή, την Αγγλία των Νέων Πόλεων, το Νεό-εμπειρικό κίνημα στη Σκανδιναβία και το Οργανικό κίνημα στην Ιταλία.3 Παράλληλα με την αύξηση των Νεορομαντικών τάσεων, το ‘50 σημαδεύτηκε επίσης από μια ευρεία διεθνή τάση προς απλοποίηση των τύπων του Διεθνούς Στυλ. Πρόκειται για ένα ζήτημα, όπου η αρχιτεκτονική ως επάγγελμα και οι μέθοδοι εργασίας έπρεπε να οργανωθούν και να συμβαδίσουν με την τυποποίηση της κατασκευαστικής βιομηχανίας κατά τα εικονικά πρότυπα της γραμμής συναρμολόγησης. Η κρίση του CIAM συνοδεύτηκε από το σχηματισμό της ομάδας Team 10 καθώς και από μια σειρά πειραμάτων στην Αγγλία. Στο ξεκίνημα του ‘50, η αρχιτεκτονική σκέψη στο Λονδίνο στράφηκε προς τις αρχές του Εξπρεσιονισμού και ιδιαίτερα οι κύκλοι που σχηματίστηκαν γύρω από τους αρχιτέκτονες Alison & Peter Smithson, το φωτογράφο Nigel Henderson, τον γλύπτη Eduardo Paolozzi και τον κριτικό Reyner Banham.4 Το πρόβλημα που καλούνταν να εξετάσουν, αφορούσε το σχηματισμό ενός περιβάλλοντος ικανού να διεγείρει την κοινωνική χρήση μιας συμβίωσης μεταξύ μορφών και υπαρξιακής ζωτικότητας χωρίς να αγνοεί τον πλούτο των νέων τεχνολογιών και τις διαρκείς αλλαγές της πόλης. Τέτοιου είδους καινοτομίες καταλύθηκαν στο διεθνή χώρο καθώς η ομάδα των Team 10, που σχηματίστηκε το 1956, άρχισε να λαμβάνει αυξανόμενη σημασία. Εκκινώντας μια 1 Colquhoun, ό.π., σσ.96 2 Tafuri Manfredo, Dal Co Francesco, 1976, Modern Architecture/2, σσ.306 3 Ό.π.., σσ.331 4 Tafuri, ό.π., σσ.345

65


Εικ.62: “Less is a Bore”, Venturi

Εικ.63: City in the Air, Arata Isozaki, 1961

66

Εικ.64: Plan for Tokyo, Kenzo Tange, 1960


επίθεση ενάντια στον φονξιοναλισμό και ζητώντας έναν νέο ανθρωπισμό ικανό να αποστάξει από το τεχνολογικό σύμπαν όλες τις ζωτικές του πιθανότητες, οι Smithsons ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Aldo van Eyck, Bakema, De Carlo, Candilis, Josic, Woods. Ο Banham ονόμασε το σύνολο των εμπειριών που προέκυψαν από αυτό το κλίμα, Νέο Μπρουταλισμό.1 Τη δεκαετία του ‘60 εγκαινιάστηκε μια αλλαγή στη μοντέρνα αρχιτεκτονική θεωρία από τον Venturi, που βοήθησε να ανοιχτεί ένα νέο μονοπάτι για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και διάλογο. Μέσα από το Complexity and Contradiction in Architecture σκοπός του ήταν να διαψεύσει την ιδέα πως η λειτουργική οργάνωση ενός κτιρίου υπάκουε σε μια ενιαία λογική που αποτελούσε το αισθητικό του νόημα. Το επίκεντρο του κειμένου ταλαντεύεται μεταξύ των αποτελεσμάτων ενός κτιρίου στις αντιλήψεις του παρατηρητή και εκείνων που είναι σκοπιμότητα του σχεδιαστή. Στο Learning from Las Vegas το κιτς γίνεται κύριο θέμα και η αρχιτεκτονική δράση δεν θεωρείται πως στοχεύει πλέον σε ένα εσωτερικό αισθητικό αντικείμενο, αλλά σε μια αισθητική ανομοιογένεια. Λειτουργία και αισθητική, ουσία και νόημα, θεωρούνται τώρα ασύμβατες οντότητες.2 Το ‘60 οι αρχιτέκτονες έρχονται αντιμέτωποι με μια παράδοση που έφτασε σε μια θρυμματισμένη κατάσταση. Μπορούμε να αντικρίσουμε τις απόπειρες επανατοποθέτησης των κομματιών, εάν εξετάσουμε το έργο δύο ομάδων αρχιτεκτόνων που επιχείρησαν την ανάκτηση μιας εικονιστικής παράδοσης. Η πρώτη ομάδα έχει ως πιο αντιπροσωπευτικά μέλη τους Charles Moore και Robert Venturi, ενώ η δεύτερη αποτελείται από τον Aldo Rossi και τους Ιταλούς Νεορατιοναλιστές.3 Την ίδια περίοδο εμφανίζονται δύο τάσεις, που έδιναν περισσότερη έμφαση στη διαδικασία της αρχιτεκτονικής παραγωγής παρά στην τελική επίτευξή της. Η πρώτη ήταν μια τάση προς αναζήτηση των νόμων της αρχιτεκτονικής σε τομείς πέραν αυτής - στα μαθηματικά, την τεχνολογία του υπολογιστή, τα συστήματα ανάλυσης ή κοινωνικής ανάλυσης- με την ομάδα των Situationists να αναπτύσσει τη δική της θεωρία μέσα από την ψυχογεωγραφία. Η δεύτερη ήταν μια τεράστια επέκταση της αρχιτεκτονικής φυσικής κλίμακας και των εικόνων της. Ο Reyner Banham αναγνωρίζει την εξέλιξη ενός κινήματος που αντιμετωπίζει την πόλη ως μια μέγακατασκευή , ένα μόνιμο και κυρίαρχο πλαίσιο που περιέχει υποκείμενες και περαστικές εγκαταστάσεις. Η αναζήτηση του γίνεται στη δουλειά διάφορων ομάδων: στους Ιάπωνες Μεταβολιστές, τη Γαλλική ομάδα Urbanisme Spatial, τους Ιταλούς Citta Terrorista και τους Βρετανούς Archigram.4 Το έργο των Archigram επηρεάστηκε από τη δράση της Independent Group στο Λονδίνο, ίσως τον προπομπό της pop art. Μετέφρασαν τη λατρεία τους για τις μηχανές σε αρχιτεκτονική και δεν απέκρυψαν τον ενθουσιασμό τους για την προοπτική των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των κατευθυνόμενων βλημάτων και των δοχείων που απορρίπτονται, κατάλληλων για μια ηλεκτροατομική εποχή.5

1 Ό.π., σσ.347-349 2 Colquhoun, ό.π., σσ.139-142 3 Ό.π., σσ.198-199 4 Ό.π., σσ.120 5 Tafuri , ό.π., σσ.357

67


68

Εικ.65: Απόσπασμα από το τεύχος 07 του περιοδικού Archigram


3.2.2. Η πειραματική αρχιτεκτονική των Archigram Μεταξύ 1961-1974 μια ομάδα Άγγλων αρχιτεκτόνων ενώθηκε και δραστηριοποιήθηκε, παράγοντας μια μεγάλη σειρά σχεδιαστικών προτάσεων που δημοσίευσαν στα εννέα τεύχη του περιοδικού τους με το όνομα Archigram. Πυρήνας της ομάδας ήταν οι Warren Chalk, Peter Cook, Dennis Crompton, David Greene, Ron Herron και Mike Webb. Επηρεασμένοι από την ανεξάρτητη βιομηχανία, την τεχνολογική γνώση, την εξερεύνηση του διαστήματος και τις καταναλωτικές συσκευές, αρχικά σχηματίστηκαν ως μια απάντηση στην καθιερωμένη αρχιτεκτονική πρακτική. Η φαντασίωσή τους ήταν μια μη- κριτική αντανάκλαση του ηδονιστικού χαρακτήρα του μεταπολεμικού καταναλωτικού καπιταλισμού, με την έμφαση προσανατολισμένη στην κατανάλωση της απόλαυσης. Αν θεωρητικοποίησαν κάτι, αυτό ήταν ένα άνοιγμα προς τον ριζοσπαστικό πειραματισμό μέσα στα όρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, οραματιζόμενοι μια θεαματική αρχιτεκτονική που θα γινόταν εξίσου προορισμός και ψυχαγωγία.1 Οι Archigram επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική εκπαίδευση αλλά και τον αστικό σχεδιασμό. Γιόρτασαν την ακατάστατη ετερογένεια της πόλης, απήλαυσαν τη χυδαιότητα της pop κουλτούρας, αναγνώρισαν την αρχιτεκτονική ως ένα καταναλωτικό προϊόν και επιτάχυναν αυτή τη συνθήκη.2 Θεώρησαν σημαντικό να αποκαλυφθούν οι αναχρονισμοί της πραγματικότητας και της θεωρίας, ώστε να αρχίσει να δομείται ένα περιβάλλον που είναι πραγματικά μέρος μιας αναπτυσσόμενης ανθρώπινης κουλτούρας. Οι πόλεις θα έπρεπε να προκαλούν, να αντανακλούν και να ενεργοποιούν τη ζωή, η οργανωμένη δομή τους να επισπεύδει τη ζωή και την κίνηση. Η κατάσταση, τα συμβάντα στους χώρους της πόλης, η περαστική κίνηση των ανθρώπων, η κινούμενη παρουσία των αυτοκινήτων, να θεωρηθεί εξίσου σημαντική ίσως και περισσότερο από το χτισμένο περιβάλλον.3 Οι Archigram τα πρώτα χρόνια της δράσης τους, περιέλαβαν την ταχύτητα της κίνησης ως μέρος μιας συνολικής αισθητικής αναζητώντας νέες κατευθύνσεις, αγκάλιασαν αυτή την τεχνολογία εγκάρδια και ξεπέρασαν τις δυνατότητες της άμεσης αστικής αρχιτεκτονικής. Μέχρι την περίοδο του τρίτου τεύχους, τα πειράματά τους συνδιαλέγονταν άμεσα με την παράδοση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, με τη συζήτηση να παίρνει τη μορφή είτε προτάσεων αντικατάστασης για προηγούμενους τύπους κτιρίων είτε ασκώντας μια κριτική επίθεση ενάντια σε κανόνες που είχαν επιβληθεί από τη λειτουργικότητα. Τη δεκαετία του ‘30 οι αρχιτεκτονικές της συνείδησης και της απόλαυσης θεωρούνταν συμπληρωματικές. Αυτή η διάκριση το ‘60 δεν είναι πλέον ορατή, μιας και η απόλαυση έχει μετατραπεί σε αναπόσπαστο κομμάτι της νέας συνείδησης και μπορεί να βιώνεται καθημερινά. Στην τεχνολογική κοινωνία που οραματίζονται, οι άνθρωποι θα παίζουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του ατομικού περιβάλλοντος, καθορίζοντας μόνοι τους έναν τρόπο ζωής.4

1 Coleman Nathaniel,2005, Utopias and Architecture, σσ. 80-83 2 Sadler Simon, 2005, Archigram: Architecture Without Architecture, σσ. 196-197 3 Cook Peter, 1999, Archigram, σσ.14 4 Ό.π., σσ.17-50

69


70

Εικ.66: Εξώφυλλο του τεύχους 07 του περιοδικού Archigram


Το περιεχόμενο των πρώτων τευχών του περιοδικού αύξησε την πίεση για επιχειρήματα προς όφελος των αναλώσιμων κτιρίων μέσα στην πυρετώδη κίνηση της μητρόπολης. Η Plug-in City ως συνολικό έργο ήταν ο συνδυασμός μιας σειράς ιδεών που επεξεργάστηκαν μεταξύ 1962-64, επανεξετάζοντας δύο τύπους που κατά τον μοντερνισμό είχαν περιορισμένη αποδοχή, εκείνων της μέγα- κατασκευής και του κτιρίου υπό κατασκευή. Η έκθεση της Living City παραλλήλισε αυτές τις υλικές έννοιες με εκείνες που αφορούν την ποιότητα ζωής: το συμβολισμό, την εξάρτηση από την περίσταση και από τη σταθερή μορφή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσαίας περιόδου εξετάζονται στοιχεία, τροποποιούνται ή επεκτείνονται έννοιες, εξελίσσοντας τα έργα της Plug-in City, της κάψουλας κατοίκησης, της Walking City, για να δημιουργήσουν αξίες που αντικατέστησαν σχεδόν ένα συνολικό φάσμα αρχών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.1 Από το 1965 και έπειτα, οι συζητήσεις απελευθερώθηκαν από την ανάγκη τα κριτήρια του κάθε έργου να απαντούν σε κάποια ηθική και τα έργα σταδιακά σχημάτισαν μια σειρά φυσικού γένους. Τα πειράματα είχαν αρχίσει να σπάνε τα δεσμά της αρχιτεκτονικής απάντησης, αλλά ταυτόχρονα άρχισαν να εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: το απόλυτο στάδιο και το ενδιάμεσο. Τα κομμάτια απαραίτητα για να διατηρήσουν τα πειράματα έχουν λιγότερο προφανή οικογενειακή ομοιότητα και δανείζονται λιγότερα από τα προφανή σκεύη, γίνονται υβρίδια. Με τα έργα τους Drive-in Housing, Blow-out Village, Living 1990 επεξεργάζονται το νόημα και τη σημασία που κρύβονται πίσω από τα ιερά της μηχανοποιημένης κοινωνίας, όπως το κινητό σπίτι, οι μικροσυσκευές, τα οχήματα που μετατρέπονται σε καραβάνια. Αποτέλεσαν μια προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα παράδειγμα προσωρινής συνθήκης, εξυπηρετούμενης από μηχανές, με εγκαταστάσεις που ανταποκρίνονται στο θέλημα του ατόμου. Τελικό στάδιο αυτού του κύκλου ήταν το Cushicle, ένα φορητό σπίτι: η αποσύνθεση της έννοιας του σπιτιού και του αναπόφευκτου αποτελέσματος της σταθερής τοποθεσίας.2 Κατά μια έννοια το σχέδιο της Instant City αποτέλεσε την επέκταση της ιδέας της φορητής ζωής, Πρόκειται για μια ιδέα “μητρόπολης που ταξιδεύει” , ένα πακέτο που καταφθάνει στην κοινότητα, χαρίζοντάς της μια γεύση της μητροπολιτικής δυναμικής και ενώ η κοινότητα ακόμα αναρρώνει από το σοκ, χρησιμοποιεί αυτό τον καταλύτη ως το πρώτο στάδιο για διεθνή συνένωση. Ένα δίκτυο πληροφόρησης- εκπαίδευσης- διασκέδασης- εγκαταστάσεων εκμάθησης. Σε όλη τη διάρκεια του έργου τους υπάρχουν κάποιες έννοιες που παραμένουν αναπάντητες και στις οποίες συνεχίζουν να επιστρέφουν. Κάποιες από αυτές, όπου έχουν αποδοθεί δικές τους ερμηνείες είναι: η μεταμόρφωση, το νομαδικό, η άνεση, η αντίθεση υλιστικού και λογισμικού, η απελευθέρωση, η διεπαφή ανθρώπου και μηχανής, το suitaloon ως ένδυμα μέσα στο οποίο μπορείς να ζήσεις.3

1 Ό.π., σσ.30-50 2 Ό.π., σσ.50-70 3 Ό.π., σσ.74-103

71


72 Εικ.67: Από την έκθεση της Living City

Εικ.68: Plug-in City


3.3 Επιδράσεις των Archigram από τις μεταπολεμικές οικονομικές συνθήκες 3.3.1 Νέες τεχνολογίες - Ενσωμάτωση στην αρχιτεκτονική Η αρχή της ομάδας των Archigram και οι προθέσεις τους για τη νέα γενιά αρχιτεκτόνων, ήταν πως το πνεύμα της Εποχής των Μηχανών θα αναβιώσει, καθώς οι πολίτες θα ταξιδεύουν και θα μεταφέρονται μέσα στα τεχνολογικά επιτεύγματα της δεκαετίας.1 Τεχνολογική γνώση, διαστημικά ταξίδια και καταναλωτικές συσκευές επηρέασαν τα σχέδιά τους που αποσκοπούσαν στον εμπλουτισμό της αρχιτεκτονικής του μέλλοντος.2 Αποτόλμησαν να ακολουθήσουν πολλές κατευθύνσεις, κατά καιρούς εντυπωσιασμένοι από τη μοντέρνα τεχνολογία και τις μικροσυσκευές της διαστημικής εποχής, άλλοτε δίνοντας έμφαση στις εξελίξεις στην Αγγλία αμελώντας την παγκόσμια κατάσταση.3 Σε μια τεχνολογική κοινωνία οι άνθρωποι θα κατείχαν ενεργό ρόλο στον καθορισμό του ατομικού περιβάλλοντος, μέσα από διαδικασίες αυτοματοποίησης, καθορίζοντας μόνοι τους έναν τρόπο ζωής. Οι έμφυτες ποιότητες της μαζικής παραγωγής για μια κοινωνία προσανατολισμένη προς τον καταναλωτή και εκείνες της επανάληψης και τυποποίησης, καθιστούσαν την επίτευξή της οικονομικά υλοποιήσιμη. Η έκθεση της Living City το 1963 στο ICA του Λονδίνου, είχε συλληφθεί ως ένα κομμάτι ενός τεράστιου αναλογικού υπολογιστή, χωρισμένο σε διαμερίσματα (Gloops), κάθε ένα τεχνικά εξοπλισμένο για να ικανοποιεί τις διαφορετικές ανάγκες ενός πολίτη.4 Η πόλη ήταν κάτι παραπάνω από μια συλλογή κτιρίων, ήταν ένα μέσο απελευθέρωσης των ανθρώπων μέσα από την περίπτυξή τους με την τεχνολογία, μέσο ενδυνάμωσης της δυνατότητας επιλογής του τρόπου που θα ζήσουν. Η Plug-in City ως συνολική πρόταση ήταν μια σειρά ιδεών που δουλεύτηκαν μεταξύ 1962-64. Σαφώς επηρεασμένη από τις τεχνικές μαζικής παραγωγής και του αυτοματισμού, επιχείρησε να θέσει νέα δεδομένα και να βρει μια κατάλληλη εικόνα για το σχεδιασμό μιας γραμμής συναρμολόγησης προϊόντος. Το προϊόν ήταν μια ελεγχόμενη από υπολογιστή πόλη, σχεδιασμένη για διαρκή μεταβολή.5 Στην ουσία ήταν μια γιγάντια σκαλωσιά, μια μέγα-κατασκευή χωρίς κτίρια στην οποία αφαιρούμενες μονάδες-κυψέλες κατοίκησης μπορούσαν να προσαρτηθούν. Οι μονάδες ήταν πλήρως εξοπλισμένες για την κάλυψη των αναγκών και προγραμματισμένες για εξαφάνιση, εξυπηρετούνταν και μετακινούνταν από γερανούς, τοποθετημένους στην κορυφή της δομής. Το εσωτερικό περιείχε ηλεκτρονικές και μηχανικές εγκαταστάσεις που μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις παρούσες λειτουργίες.6

1 Sadler, ό.π., σσ.38 2 Coleman, ό.π., σσ. 80-81 3 Cook, ό.π., σσ.6 4 Ό.π., σσ.17-20 5 Ό.π., σσ.17 6 Ό.π., σσ.38

73


Εικ.69: Walking City

74

Εικ.71: Εικονογράφηση για τη Waliking City

Εικ.70: Σχέδιο του Ron Herron για την Walking City

Εικ.72: Plug-in Dwelling


Οι Archigram θεωρούσαν πως οι κυκλοφοριακοί κόμβοι, λειτουργούν ως άξια αστικά σημεία συγκέντρωσης. Τα σημεία έντασης αποτελούν τα σημεία ζωτικότητας της κοινότητας και το μέλλον της πόλης εξαρτάται από μια λεπτομερή θεώρηση της κυκλοφορίας σε όλες τις μορφές της.1 Η Walking City, μια πόλη συντιθέμενη από γιγάντιες αυτοδύναμες ρομποτικές δομές εξελιγμένης νοημοσύνης που θα μπορούσαν ελεύθερα να περιπλανώνται στις πόλεις του κόσμου, ήταν ένα τέτοιο σημείο έντασης. Αυτές οι <<κινούμενες μητροπόλεις>> ήταν αυτόνομες οντότητες, Μηχανές Ζωής, που μπορούσαν να προσαρτηθούν σε σταθμούς, μεγαλύτερης κλίμακας μηχανές προκειμένου να ανανεώσουν τους πόρους τους. Με κάθε νέο τεύχος πήγαιναν παραπέρα στην εφαρμογή της απροσδιοριστίας στο χτισμένο περιβάλλον, υπέρμαχοι των κτιρίων μιας χρήσης και του σχεδιασμού που αψηφά τη βαρύτητα. Οι διαρκώς εξελισσόμενες μέγα-κατασκευές, τα περιβάλλοντα που γίνονται βύσματα, αποκάλυψαν έναν μεγαλειώδη κόσμο υπηρεσιών, πληροφορίας, δικτύωσης και παροδικότητας.2 Η πλήρωση των μέγα-κατασκευών πραγματοποιούταν από τις Capsules, κάψουλες κατοίκησης σχεδιασμένες και εμπνευσμένες από την εργονομία και την επιτήδευση μιας διαστημικής κάψουλας. Τα μέρη θα ήταν προσαρμοσμένα και ικανά να εκσυγχρονίζονται παράλληλα με την πρόοδο της τεχνολογίας και των αναγκών του κατοίκου. Ήταν μια σειρά εξαρτημάτων που αν και αποδοτικά συνδεδεμένα, ήταν ικανά για πλήρη αντικατάσταση. Ο πύργος στον οποίο τοποθετούνταν ήταν οργανωμένος, ώστε να επιτρέπει στα μεγαλύτερα στοιχεία να αντικαθίστανται από γερανό. Εννοιολογικά αποτέλεσε μια προσέγγιση βιομηχανικής σχεδίασης, ένα σύνολο υψηλά σχεδιασμένων στοιχείων συνδυασμένων μέσα σε ένα κουτί.3 Από τα μέσα του ‘60 η προσοχή της ομάδας είχε στραφεί στα εξαρτήματα που συνόδευαν τις μέγα-κατασκευές. Τα clip-on, plug-in, kit of parts, δημιούργησαν ένα λεξιλόγιο που αναφέρεται στις προσωρινές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων, σε μια προσπάθεια να κατασκευάσουν εξαρτήματα κτιρίων στην αναζήτηση μιας διεθνούς ένωσης.4 Το έργο τους από την περίοδο του 1966, άρχισε να παίρνει τη μορφή υβριδίων που άλλοτε είναι μηχανή, αρχιτεκτονική, ηλεκτρονικό κύκλωμα, μέρος μιας μαθηματικής προόδου και άλλοτε κάτι εντελώς τυχαίο. Το Living Pod εμπνευσμένο από τα προκατασκευασμένα σπίτια και τα τροχόσπιτα, σχεδιάζεται ως ένας πλήρως αυτοματοποιημένος ζωτικός λοβός στον οποίο προσαρτώνται μηχανήματα. Στο Drive-in Housing δίνεται έμφαση στα στοιχεία μιας μηχανοποιημένης κοινωνίας, όπως οι drive -in κινηματογράφοι, τα τροχόσπιτα, οι μικροσυσκευές, τα αυτοκίνητα που μπορούν να μετατραπούν σε καραβάνια ή βάρκες, εισάγοντας την ιδέα πως ένα αυτοκίνητο μπορεί να είναι ένα κινητό δωμάτιο. Έτσι το Living 1990 σχεδιάζεται πάνω στις αρχές του κινητού δωματίου, όπου μέρη της κατοικίας μπορούν να αποσπαστούν και να μετατραπούν σε hovercraft, ταξιδεύοντας ανεξάρτητα. Η ενασχόληση με την έννοια της κινητικότητας ξεπέρασε τα συμβατικά όρια με έργα όπως το Cushicle, που σχεδιάστηκε ως ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον που μεταφέρεται σαν σακίδιο πλάτης.5 1 Sadler, ό.π., σσ.77 2 Ό.π., σσ.93 3 Cook, ό.π., σσ.44 4 Sadler, ό.π., σσ.96 5 Cook, ό.π., σσ.51-64

75


76 Εικ.74: Σχέδιο περιστροφής του Drive-in House

Εικ.75: Drive-in House, 1966

Εικ.73: Living Pod, 1966.

Εικ.76: Μοντέλο του Drive-in House


Οι Archigram μεταμόρφωσαν την επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση σε επιστημονικές φαντασίες πόλεων που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μηχανών: Walking, Disposable, Plug-in Cities (1960-75).1 Οι πόλεις πέρα από την αισθητική της μηχανής και τη χρήση των τεχνικών της μαζικής παραγωγής, άρχιζαν σταδιακά να εξοπλίζονται πλήρως και να αυτοματοποιούνται, ώστε στα τελευταία έργα η κατοικία λειτουργεί ως μια πραγματική μηχανή. Η νέα οικονομικά μεταμορφωμένη κοινωνία είχε ανάγκη από νέες στεγαστικές λύσεις και η ομάδα πίστευε πως οι δυνατότητες επίτευξής τους βρίσκονταν στον διαστημικό άνθρωπο, το κοντινότερο που είχε φτάσει ως τότε στην πραγματοποίηση του ιδανικού υπερ- ανθρώπου, το απόλυτο στη σωματική και διανοητική εξέλιξη. Εκείνος θα καθόριζε όλη τη μελλοντική συμπεριφορά για την οπτικοποίηση και την πραγματοποίηση της πόλης.2 Σε μια περίοδο όπου η τεχνική και επιστημονική γνώση εξελίχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για καταστροφικούς σκοπούς, οι Archigram είδαν τις δυνατότητες της τεχνολογίας ως το απόλυτο μέσο για τη δημιουργία μιας νέας αρχιτεκτονικής. Η νέα τεχνολογική πραγματικότητα μπορούσε να υποστηρίξει το όραμά τους για τη “Μηχανή Ζωής”. Ο αυτοματισμός, ο τεχνολογικός εξοπλισμός, η ταχύτητα των αεροσκαφών, οι δυνατότητες της μαζικής παραγωγής, έγιναν η έμπνευση αλλά και ο τρόπος υλοποίησης των οικιστικών και αστικών προτάσεών τους. Το προηγουμένως “καταστροφικό” μέσο, τέθηκε τώρα στην υπηρεσία του χρήστη, όχι μόνο για να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του αλλά και για να του προσφέρει περισσότερες επιλογές στον τρόπο ζωής.

77

1 Coleman, ό.π., σσ. 81 2 Cook, ό.π., σσ.20


78 Εικ.77: Εικονογράφηση από την Living City

Εικ.79: Action comic

Εικ.80: Εικονογράφηση comic της δεκαετίας του ‘60

Εικ.78: Survival Kit, 1963


3.3.2 Ποπ κουλτούρα - Μετατροπή σε αρχιτεκτονικό μέσο Οι μπρουταλιστές που κυριαρχούσαν τη δεκαετία του ‘60 στη Βρετανική σκηνή, υπήρξαν στενά συνδεδεμένοι με την Independent Group, ένα καταφύγιο για όσους ενδιαφέρονταν για την κουλτούρα των μαζικών μέσων, της κατανάλωσης και της ψυχαγωγίας. Η θεωρία της ομάδας επηρέασε καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες στη Βρετανία και παρόλο που δεν είναι προφανές, υπήρξε μια ουσιαστική επικάλυψη μεταξύ μπρουταλιστικών αρχών και pop. Η εξέλιξη από τη δεκαετία του ‘50, όπου τα προϊόντα από την Αμερική θεωρούνταν εξωτικά ή ως το επιθυμητό <<άλλο>>, ήταν τόσο δραστική ώστε το ‘60 ο pop καταναλωτισμός ήταν άμεσα βιώσιμος και καθημερινός. Τα μέλη των Archigram έχοντας μια προδιάθεση προς την τέχνη, μιας και η πλειονότητα είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική σε σχολές τέχνης, υπήρξαν δεκτικά στην επιρροή της Independent Group.1 Ο Reyner Banham αναγνώρισε την επανάσταση των Archigram στην υπόσχεσή τους για ένα περιβάλλον αναλώσιμο, για ένα ιδανικό κτίριο που θα είναι τόσο επιθυμητό όσο ένα νέο αυτοκίνητο και τόσο αναλώσιμο όσο ένα παλιό. Η αναλωσιμότητα ήταν μια αντίδραση στην ανθεκτικότητα που αναζητούσε το Βρετανικό design, ως συνέπεια της λιτότητας που προκλήθηκε από τον πόλεμο. Παράλληλα όμως αυξήθηκε και η διαθεσιμότητα νέων υλικών από την υπερπαραγωγή του 1945, που χρησιμοποιήθηκαν μαζικά στις βιομηχανίες. Παρόμοια, επήλθε μια αλλαγή στην κοινωνική αναπαραγωγή της αρχιτεκτονικής. Το κτισμένο περιβάλλον επαναπροσδιορίστηκε για να υπηρετήσει μια φιλελεύθερη και όχι κεντρικά οργανωμένη οικονομία, να στεγάσει καταναλωτές, όχι εργαζομένους, να ευχαριστήσει το σώμα όχι να το τιθασεύσει. Το κοινωνικό σώμα θα απελευθερωνόταν μέσα από την ευημερία, την ψυχαγωγία, μέσα από το pop.2 Τα αρχικά θέματα των Archigram επαναλάμβαναν σε κάποιο βαθμό προγράμματα του ‘30, όταν μια αρχιτεκτονική της απόλαυσης (κινηματογράφοι, pavillion) απλώθηκε δίπλα σε εκείνη της συνείδησης (κοινωνική κατοίκιση, κέντρα υγείας). Το ‘30 υπήρχε μια διάκριση ανάμεσά τους που τις καθιστούσε συμπληρωτικές, αλλά τη δεκαετία του ‘60 δεν ήταν πλέον ορατή καθώς το pop υποσχόταν απόλαυση καθημερινά. Οι Archigram αντί να περιορίσουν την εργατική τάξη σε προγράμματα μαζικής στέγασης, δημιούργησαν μονάδες κατοίκισης με απ’ ευθείας πρόσβαση σε αγαθά και ψυχαγωγία.3 Θεωρούσαν πως η αναλωσιμότητα μπορούσε να αποδειχθεί βασική πτυχή μιας δυναμικής και πλουραλιστικής κοινωνίας και πως αν στέγαση και χώρος εργασίας μπορούσαν να αναγνωριστούν ως καταναλωτικά αγαθά, τότε θα μπορούσε να αρχίσει να δομείται ένα περιβάλλον ως μέρος μιας αναπτυσσόμενης ανθρώπινης κουλτούρας.4

1 Sadler, ό.π., σσ.32-35 2 Ό.π., σσ.35-36 3 Ό.π., σσ.36 4 Cook, ό.π., σσ.14

79


80

Εικ.82: Απόσπασμα από το τεύχος 04 του περιοδικού Archigram

Εικ.81: Σελίδα από το τεύχος 04 του περιοδικού Archigram

Εικ.83: Amazing Archigram

Εικ.84: Έγχρωμη εικονογράφηση


Η ομάδα είδε τη δημιουργία του περιοδικού ως ένα πιο άμεσο και απλό μέσο, ικανό να συγκεντρώσει και να ενθαρρύνει ριζοσπαστικές αρχιτεκτονικές ιδέες από τη Βρετανία και όλο τον κόσμο. Ήταν μια απόπειρα να δημιουργηθεί ένα είδος προχωρημένου σχολείου, εμπνευσμένου από την ανανεωτική δύναμη των σχεδίων της ομάδας. Με τη συγκέντρωση εικόνων, το περιοδικό παρείχε στους αρχιτέκτονες του ‘60 μια πηγή έμπνευσης, που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της φαντασίας, ώστε να μπορέσουν να απευθυνθούν άμεσα στο κοινό μέσα από τα μαζικά μέσα. Οι Archigram, όπως και ο Banham, πίστευαν πως στην εποχή της επιταχυνόμενης μηχανικής αναπαραγωγής, οι εικόνες κατείχαν τη δύναμη να ασκήσουν πίεση στο πραγματικό χτισμένο περιβάλλον.1 Κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα ως αρχιτεκτονικό μέσο. Η λέξη zoom που αποτέλεσε τον τίτλο του τέταρτου τεύχους, συμπύκνωνε όλα τα σύνθετα πιστεύω τους στο pop , το μέλλον, την τεχνολογική καινοτομία, την απροσδιοριστία και τον υπερ-φονξιοναλισμό.2 Το Space comic αποτέλεσε το τεκμήριό τους, η πραγματικότητά του βρισκόταν στη χειρονομία, το σχεδιασμό και το φυσικό φορμάρισμα των υπολογιστών. Θεωρούσαν πως υπήρχε η ίδια συνέπεια σε ένα comic περιπέτειας και στην πόλη του 1962-63.3 Ο κόσμος που απεικονιζόταν στα σχέδια τους αποτελούταν από υποδηλωτικές φιγούρες, νέων, υγιών, στιβαρών ανδρών και γυναικών (κυρίως γυναικών) που είχαν κοπεί από περιοδικά της εποχής, υπήρχε όμως μια ειρωνική διάσταση στη χρήση τους. Συχνά καταλάμβαναν μεγάλο μέρος της επιφάνειας της σελίδας, ώστε τα κτίρια φαίνεται πως δρούσαν ως σκηνικό για τις δραστηριότητες των φίλων μας. Σκοπός του θεατρικού σκηνικού ήταν να παρέχει σε χωρικούς όρους, πληροφορίες για την πλοκή, μια αναπαράσταση που εκδηλώνεται αυθόρμητα μέσα από τον δισδιάστατο μεσολαβητή του.4 Σίγουρα οι εικόνες που δημιούργησαν ήταν καλλιτεχνικές, καθιστώντας δυνατό να περιγραφεί μια εξέλιξη στην τεχνοτροπία τους. Το 1964 η εικονογράφηση ήταν κατά βάση τεχνική, θυμίζοντας λωρίδες comic, ενώ το 1966 η μέθοδος του κολάζ επηρέασε το ζωγραφικό χώρο των εικόνων τους, που μέσα από τη σύγκρουση επιπέδου- βάθους επιχειρούσαν να δημιουργήσουν παραισθησιογόνες, σουρεαλιστικές ψευδαισθήσεις. Ο έντονος χρωματισμός που απαθανάτιζε την ψυχεδελική στιγμή συνέβη κατά την περίοδο 196869.5 Οι Archigram αναζητούσαν απροσχημάτιστα απόλαυση. Ονειρεύονταν κτίρια που μετατρέπονται σε καταναλωτικά προϊόντα, ευέλικτα για να παραμένουν χρήσιμα και δυναμικά, ώστε να τραβήξουν την προσοχή των καταναλωτών στη μαζική αγορά. Η φαντασίωσή τους ήταν μια αντανάκλαση του ηδονιστικού χαρακτήρα του μεταπολεμικού καπιταλισμού, με την έμφαση προσανατολισμένη βάση της κατανάλωσης της απόλαυσης.6 Ένα από τα επιτεύγματά τους ήταν η δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής που αντανακλούσε τα μεταβαλλόμενα κοινωνικά και ιδεολογικά μοτίβα, αναγνωρίζοντας πως ο ατομικισμός και ο καταναλωτισμός ήταν τα επικρατούντα μεταπολεμικά Ευρωπαϊκά 1 Sadler, ό.π., σσ.141-143 2 Ό.π., σσ.141 3 Cook, ό.π., σσ.27 4 Ό.π., σσ.2 5 Sadler, ό.π., σσ.148 6 Coleman, ό.π., σσ. 82

81


Εικ.86: Σελίδα του τεύχους 03

82

Εικ.87: Σελίδα του τεύχους 03

Εικ.85: Εξώφυλλο του τεύχους 03.


και Αμερικανικά κοινωνικά κινήματα.1 Τα πρότυπα της απόλαυσης και της ψυχαγωγίας που βρήκαν την έκφρασή τους μέσα από την ποπ κουλτούρα, αποτέλεσαν το πρόγραμμα των προτάσεων των Archigram. Ο τρόπος ζωής που καταναλώνεται και έχει μικρή διάρκεια ζωής έγινε το αρχιτεκτονικό μέσο για να λάβει αποδοχή η οραματιζόμενη κοινωνία του μέλλοντος. Πέρα από το πρόγραμμα η εικονογραφία της pop art όπως εκείνη χρησιμοποιήθηκε μέσα από τη μόδα, τις διαφημίσεις και τις διάφορες τεχνικές προώθησης προϊόντων, έγινε το μέσο κοινοποίησης των ιδεών τους μέσα από τις σελίδες του περιοδικού.

83

Εικ.88: Zoom wave

1 Sadler, ό.π., σσ.194


Εικ.90: Σχέδιο για την Plug-in City

84

Εικ.91: Τομή της Plug-in City

Εικ.92: Plug-in City

Εικ.89: Living City


3.3.3 Κοινωνική ανανέωση - Το νέο αστικό μοντέλο Μετά το τέλος του πολέμου η Βρετανία εφήρμοσε προγράμματα ανοικοδόμησης που θα στέγαζαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Μια δεκαετία αργότερα όμως, το Βρετανικό κοινωνικό πρόγραμμα στέγασης κατέρρευσε και κατηγορήθηκε εν μέρει για τη νέα οικονομία που απαιτούσε η κατοικία να είναι ένα καταναλωτικό προϊόν. Το πρόβλημα των αστέγων θεωρήθηκε τόσο μεγάλο, ώστε ολόκληρο το 1962 έγιναν έρευνες για την προοπτική προσωρινών καταφυγίων και κινητών σπιτιών.1 Μια οικονομικά μεταβαλλόμενη κοινωνία απαιτούσε νέες λύσεις. Οι Archigram υποστήριξαν πως οι προβιομηχανικές συμπεριφορές που είχαν διαμορφώσει το έργο των αρχιτεκτόνων ήταν πλέον ξεπερασμένες και αναζήτησαν μια αρχιτεκτονική που καθορίζεται από την καταναλωτική κοινωνία, αντανακλώντας τη μαζική κουλτούρα, τη διαφήμιση και τη διαθεσιμότητα.2 Τα έργα της ομάδας είχαν τις ρίζες τους στα συμβατικά προβλήματα της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, προτείνοντας οργανική αλλαγή αντί για συνολικά, επικεντρωμένα σχέδια.3 Η πρώτη απόπειρα έγινε με την έκθεση της Living City το 1963, ως μια ψυχική εξερεύνηση της αστικής ζωής, περισσότερο για να εκφράσει την ζωτικότητα της πόλης, παρά να προτείνει ένα σχέδιο για μια νέα. Στόχος της ήταν να εξετάσουν τα φαινόμενα της πόλης και να δημιουργήσουν μια γνώση μέσα στον ίδιο τον παρατηρητή, τις συμπεριφορές του και τη σημασία του απορριπτόμενου περιβάλλοντος. Άνθρωπος, επιβίωση, πλήθος, κίνηση, επικοινωνία, τόπος, κατάσταση, όλα συνεισφέρουν, αλληλεπιδρούν και ολοκληρώνουν τη Living City.4 Οι πολίτες επαναπροσδιορίστηκαν όχι ως καταναλωτές, αλλά ως χρήστες. Η Living City προέβαλε τους πολίτες της σαν υποκείμενα μέσα στις καθορισμένες μορφές της αστικής αρχιτεκτονικής, να ρέουν στο χώρο μεταξύ των κτιρίων. Υπονοούσε πως τα κτίρια δεν θα έπρεπε να αποτελούν επιπρόσθετο φορτίο για τους χρήστες, αλλά να έχουν το βάρος οποιουδήποτε άλλου καθημερινού αντικειμένου.5 Η Plug-in City ήταν μια μεγακατασκευή αφιερωμένη στη συνεχή κυκλοφορία, με κωδικοποιημένες λειτουργίες, θολά όρια, που οδήγησε την υπόσχεση για συγκεντρωτική ζωή σε μια αστυφιλία. Η πρόταση ήταν μια προσπάθεια να κρατηθούν οι πόλεις βιώσιμες σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών, μια έκφραση αλληλεγγύης με τις άλλες μεγακατασκευές, να παρουσιάζονται ως το αστικό μέλλον του ‘50 και ‘60. Επινοήθηκε για να ωθήσει την κυκλοφορία και να επιταχύνει την πόλη σε ροή, όπου η αστική εμπειρία θα είναι λιγότερο προσδιορισμένη σωματικά και πνευματικά. Ο σχεδιασμός της προώθησε την αρχιτεκτονική ως γεγονός, που πραγματοποιείται με την ενεργή συμμετοχή των κατοίκων της. Το όραμα του Cook έφερε την πυρετώδη κίνηση της μητρόπολης στο επίκεντρο και έθιξε τα προβλήματα αύξησης πληθυσμού, χρήσης γης και κυκλοφοριακής συμφόρησης.6 1 Ό.π., σσ.37 2 Coleman, ό.π., σσ. 81 3 Sadler, ό.π., σσ.43 4 Cook, ό.π., σσ.20 5 Sadler, ό.π., σσ.84 6 Ό.π., σσ.14-20

85


Εικ.93: Cities Moving, 1964

86

Εικ.94: Στάδια ανέγερσης του Blow-out Village


Η Plug-in City ξεπεράστηκε από τη Walking City του Ron Herron, μια ζωόμορφη κατασκευή που μπορούσε να κινείται πάνω σε τηλεσκοπικά πόδια ή να τσουλά από τόπο σε τόπο.1 Η μορφή της προήλθε από έναν συνδυασμό εντόμου και μηχανής και ήταν μια κυριολεκτική ερμηνεία της θεώρησης του Le Corbusier για <<το σπίτι ως μια μηχανή για να ζεις>>. Οι οντότητες αυτές ήταν μεν αυτόνομες, αλλά παρασιτικής φύσεως, ώστε να μπορούν να προσαρτώνται σε σταθμούς προκειμένου να ανταλλάξουν ενοίκους ή να ανανεώσουν τους πόρους τους. Διάφορες τέτοιες πόλεις θα μπορούσαν να διασυνδεθούν μεταξύ τους, παράγοντας <<κινούμενες μητροπόλεις>> όταν χρειαζόταν, και έπειτα να σκορπιστούν ξανά όταν δεν υπήρχε πια ανάγκη για την συνδυαστική τους δύναμη. Ξεχωριστά κτίρια θα μπορούσαν επίσης να κινούνται οπουδήποτε ο ιδιοκτήτης τους επιθυμούσε ή οι ανάγκες το επέβαλαν. Ο πολίτης, μετατρεπόταν σε έναν εξυπηρετούμενο νομάδα, ενώ ολόκληρη η πρόταση τοποθετούνταν σε ένα μελλοντικό σκηνικό ενός κατεστραμμένου και ανθυγιεινού κόσμου στον απόηχο ενός πυρηνικού πολέμου. Εν μέρει τα αρχικά σχέδια πόλεων προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν κάποιους ήδη υπάρχοντες τύπους κτιρίων, ενώ οι διερευνήσεις από το 1965 και έπειτα αρχίζουν να απελευθερώνονται. Μέσα από μια σειρά σχεδίων, εξέτασαν τις έννοιες της κίνησης, του στιγμιαίου, του φορητού και του αυτόματου, παράγοντας διαδικασίες όπου το αστικό μοντέλο τείνει να εξαφανιστεί. Το Blow-out village ήταν ένα κινητό χωριό που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί οπουδήποτε στον κόσμο για να στεγάσει ανθρώπους που έχουν πληγεί από κάποια καταστροφή, εργαζόμενους σε απομακρυσμένες περιοχές ή ως θέρετρο διασκέδασης τοποθετημένο προσωρινά ή εποχιακά. Τα Cushicle και Suitaloon διερευνούν τις δυνατότητες μετατροπής μιας ατομικής μονάδας σε ένα άνετο σπίτι. Το πρώτο επέτρεπε στον άνθρωπο να κουβαλά ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον στην πλάτη του, μια ολοκληρωμένη νομαδική μονάδα, πλήρως εξοπλισμένη. Επέτρεπε στον εξερευνητή, περιπλανώμενο ταξιδιώτη να έχει μια υψηλού επιπέδου άνεση με την ελάχιστη προσπάθεια.2 Το Suitaloon ήταν η εξέλιξη ή το συμπληρωματικό του Cushicle, ένα ένδυμα μέσα στο οποίο μπορούσες να ζήσεις και σου παρείχε τις απαραίτητες υπηρεσίες. Το Auto Environment που δουλεύτηκε μεταξύ 1964-66 ήταν μια πρόταση που συνδύαζε το drive-in σπίτι, το τρέιλερ, το καραβάνι και την κατασκήνωση. Ο καθορισμός του περιβάλλοντος δεν ήταν πλέον ανάγκη να αφήνεται στο σχεδιαστή του κτιρίου αλλά μπορούσε να μεταβιβαστεί στο χρήστη. Το Auto Environment και οι εξελίξεις του πρότειναν πως το πεδίο είναι με μιας κινητό και τοπικό, φτιαγμένο από αναγνωρίσιμα στοιχεία ικανό να πραγματοποιείται παντού και ελαστικό αφού τα στοιχεία μπορούσαν να αλλάξουν θέση και οι χώροι να επαναπροσδιοριστούν. Το 1990 House ήταν η πρώτη προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα παράδειγμα προσωρινής συνθήκης, ενώ το Instant Village ήταν ένα έργο που προτάθηκε από την ανάπτυξη του νομαδισμού. Οι έννοιες της ένωσης και της αλλαγής πρότειναν πως η ιδανική κατάσταση για τον σχεδιασμό μιας νέας πόλης θα εμπεριείχε το στοιχείο της διαρκούς μετάλλαξης.3

1 Tafuri, ό.π., σσ.357 2 Cook, ό.π., σσ.50-64 3 Ό.π., σσ.68-75

87


88

Εικ.95: Στάδια ανάπτυξης του Cushicle


Η μέγα-κατασκευή ήταν για τους Archigram ένας τρόπος για να καλουπώσει το αναλώσιμο και τις παροδικές λειτουργίες της πόλης. Μια διεθνής κατασκευή θα μπορούσε να κινητοποιήσει και να πειθαρχήσει μια πόλη που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Η αρχιτεκτονική έπρεπε να στεγάσει το μεγαλύτερο αριθμό της μεταπολεμικής κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι θα αναγκαστούν να επανεφεύρουν τον πολιτισμό από την αρχή, απελευθερωμένοι από τους συνηθισμένους χώρους, εμπειρίες, σύμβολα και τρόπους ζωής.1 Το υπάρχον αστικό μοντέλο αδυνατεί να υποστηρίξει την νέα κοινωνία. Οι Archigram προτείνουν μια μητρόπολη στην οποία οι πολίτες έχουν επαναπροσδιοριστεί ως χρήστες και όχι ως καταναλωτές. Η μητρόπολη είναι ασυμβίβαστη προς οποιαδήποτε τοπικότητα, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, ταξιδεύει. Είναι μια ολοκληρωμένη νομαδική μονάδα, ένα υβρίδιο χωρίς σταθερές διαστάσεις, που επηρεάζει και επηρεάζεται και στην ακραία της μορφή δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ένδυμα, ένα φορητό περιβάλλον.

89

Εικ.96: Inflatable Suit Home

1 Sadler, ό.π., σσ.96-129


Ο Lebbeus Woods και η κρίση του ‘70 90


91


92

Εικ.97: Εργασιακά περιβάλλοντα τη δεκαετία του ‘70


4. Ο Lebbeus Woods και η κρίση του ‘70 4.1 Οικονομική κατάσταση 4.1.1. Μετά-βιομηχανισμός και οι νέες τεχνολογίες Οι ρίζες της μεταβιομηχανικής εποχής πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μετάβασης σε μια οικονομία υπηρεσιών που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ωρίμανση της βιομηχανοποίησης επέτρεψε πολύ μεγαλύτερη ευημερία, ενθαρρύνθηκαν πιο ανεκτικές σχέσεις εξουσίας, και ισχυρά πληροφοριακά συστήματα, όπως η τηλεόραση και ο ψηφιακός υπολογιστής, παρείχαν πρόσβαση σε πρωτοφανή επίπεδα γνώσης. Μαζί με αυτή την πολιτισμική επανάσταση, η τεχνολογική πρόοδος που κατηύθυνε τέτοιου είδους αλλαγές συνέχισε να εξελίσσεται με ραγδαίο ρυθμό. Αυτές οι δύο εξελίξεις, εκείνη μιας νέας κουλτούρας και η ανάπτυξη πιο περίπλοκων τεχνολογιών, αποτέλεσαν μια σπουδαία πρόοδο στον πολιτισμό που σύντομα άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.1 Ο κοινωνιολόγος Daniel Bell περιέγραψε τον ερχομό μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας, ενώ οι σοβιετικοί φουτουριστές μίλησαν για την επιστημονική-τεχνολογική επανάσταση.2 Οι κινητήριες δυνάμεις της μεταβιομηχανικής κοινωνίας θεωρούνται εκείνες της γνώσης και της πληροφορίας. Η παραγωγή γνώσης και η επεξεργασία των πληροφοριών προωθούν την οικονομική ανάπτυξη, ενεργούν ως πηγή καινοτομιών στην οργάνωση και διεύθυνση της οικονομίας και αποκτούν τη μορφή τελικού προϊόντος, ενώ οι νέες τεχνολογίες μετασχηματίζουν και αυτοματοποιούν την παραγωγή αγαθών. Ο Bell διαπίστωσε πως η δομή της κοινωνίας αλλάζει, ως συνέπεια αυτής της νέας οικονομικής δυναμικής.3 Η πρώτη αφορά τη μεταβολή στο είδος της απασχόλησης, όπου καθώς η γνώση ενσωματώνεται στις νέες τεχνολογίες, οδηγεί στη μείωση της χειρωνακτικής εργασίας στη μεταποίηση ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται ο τομέας των υπηρεσιών. Μια άλλη αλλαγή σχετίζεται με την μεταβολή στη δομή της απασχόλησης, καθώς οι χειρωνακτικές εργασίες δίνουν τη θέση τους σε υπαλληλικές και σε εξειδικευμένα επαγγέλματα. Έτσι οι παλιές ειδικεύσεις που απαιτούσαν δύναμη και φυσική επιδεξιότητα, έδωσαν τη θέση τους σε νέες μορφές πνευματικής εργασίας.4 Το πρώτο παγκόσμιο σύστημα σχηματισμού διεθνούς αγοράς εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 17ο αι., το δεύτερο κατά την περίοδο 1860 μέχρι το 1914, ενώ μια τρίτη παγκοσμιοποίηση ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘70. Αυτό που χαρακτήρισε την τελευταία είναι η πρωτοφανής διεισδυτικότητα των παγκόσμιων οικονομικών μηχανισμών που οφείλεται στις νέες τεχνολογίες.5 Όλες οι οικονομίες αναγνώρισαν ένα συγκεκριμένο ρόλο για την τεχνολογία και τη γνώση, σχετικά με τη διαμόρφωση του τρόπου οργάνωσης της παραγωγής. Το νέο στοιχείο, όσον αφορά τον 1 Feather Frank, 1980, Through the ‘80s, σσ. 237 2 Ό.π., σσ. 9 3 Hall Stuart, Held David, Mc Grew Anthony, 2009, Η νεωτερικότητα σήμερα, σσ. 255 4 Ό.π., σσ. 255-256 5 Μουζέλης Νίκος, 2011, Παγκοσμιοποίηση και Δημοκρατία, Εισήγηση σε ημερίδα του London School of Economics

93


Εικ.99: Ακινητοποιημένο όχημα λόγω έλλειψης βενζίνης

94

Εικ.98: Όριο στην άντληση βενζίνης

Εικ.101: Συνωστισμός σε βενζινάδικο κατά τη διάρκεια της κρίσης του ‘73

Εικ.100: Πετρελαϊκή κρίση του ‘73


πληροφοριακό τρόπο ανάπτυξης και την άφιξη της κοινωνίας της πληροφορίας, είναι πως η γνώση χρησιμοποιείται για να παράγει νέα γνώση, η οποία με τη σειρά της λειτουργεί ως καταλύτης μιας περαιτέρω οικονομικής ανάπτυξης. Η πληροφορία θεωρείται βασικό μέσο βελτίωσης της οικονομικής λειτουργίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί εμπόρευμα και δύναται να χρησιμοποιηθεί ως τεχνολογική διαδικασία ή ως προϊόν ενσωματωμένο σε μια ποικιλία βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών.1 Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 , αρχές εκείνης του ‘70, την εποχή που καθοριζόταν η ανάδυση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, τα πρώτα στάδια παρακμής του φορντισμού ως διακριτής βιομηχανικής εποχής έγιναν εμφανή. Εάν η συζήτηση για το τι ακολουθεί το βιομηχανισμό εστιάζεται στις υπηρεσίες και τις πληροφορίες, εκείνη για το τέλος του φορντισμού ασχολήθηκε ως επί το πλείστον, με το ποιο είδος μεταποίησης και ζήτησης προϊόντων αντικατέστησε τη μαζική παραγωγή και τις μαζικές αγορές. Ένας νέος τύπος οικονομικής εποχής είχε ξεκινήσει, βασισμένος σε ευέλικτες μορφές οικονομικής οργάνωσης και παραγωγής, μαζί με έναν πλουραλιστικό τρόπο ζωής.2 Η εξάρτηση όμως από τον μαύρο χρυσό παρέμενε και ήταν εκείνη που προκάλεσε τις σημαντικότερες κρίσεις στη διεθνή οικονομική κοινότητα το 1973 και 1979 αντιστοίχως. Το 1973 το Ισραήλ δέχθηκε επίθεση από τρεις αραβικές χώρες βυθίζοντας την περιοχή στο χάος. Οι αραβικές χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στις ΗΠΑ και την Ολλανδία, επέβαλαν εμπάργκο στην αποστολή πετρελαίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών, επηρεάζοντας και τις τιμές άλλων προϊόντων που βύθισαν την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση. Τα μέτρα που έλαβαν οι δυτικές κυβερνήσεις δεν απέδωσαν άμεσα και αποδείχθηκαν ανίκανα να αντιμετωπίσουν την υψηλή ανεργία. Παρόμοια ήταν και τα αποτελέσματα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης και επηρέασαν περισσότερο τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας έδειξαν πως η μακρά μεταπολεμική οικονομική άνθηση που είχε προσδώσει αξιοπιστία στην έννοια του φορντισμού ως βιομηχανική εποχή έμοιαζε να τελειώνει.3 Οι κυριότερες θεωρήσεις που αφορούν την επερχόμενη οικονομική εποχή, είναι εκείνες του μεταβιομηχανισμού, του μεταφορντισμού και του νεοφορντισμού. Για τους μεταβιομηχανιστές πρόκειται για τη δυναμική της γνώσης και της πληροφορίας που μας πηγαίνει πέρα από τη βιομηχανική εποχή, σε ένα κόσμο υπηρεσιών με επίκεντρο τις τεχνολογίες της πληροφορικής. Για εκείνους που βλέπουν πέρα από το φορντισμό πρόκειται για τη δυναμική της ευελιξίας που μας κατευθύνει προς έναν πλουραλιστικό, πιο αποκεντρωμένο τρόπο οικονομικής ζωής.4 Η οικονομική ανάπτυξη σε συνθήκες διεθνοποίησης εξαρτάται από το τεχνοοικονομικό σύστημα που περιλαμβάνει: τον πόλο της επιστήμης όπου λειτουργούν τα κέντρα έρευνας, τον πόλο της τεχνολογίας όπου λειτουργούν οι βιομηχανίες παραγωγής νέων τεχνολογικών μέσων, τον πόλο των υπηρεσιών όπου συνυπάρχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και οργανισμοί παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ και μάνατζμεντ και τον πόλο της αγοράς.5 1 Hall et al, ό.π., σσ. 262 2 Ό.π., σσ. 269 3 Μαντάλης Γεώργιος, 2010, Διεθνείς Οικονομικές Κρίσεις, Πτυχιακή εργασία 4 Hall et al, ό.π., σσ. 293-294 5 Ναξάκης Χάρης, 1997, “Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, των αγορών, της τεχνολογίας”, τεύχος 08, Άρδην

95


Εικ.102: Ο πρώτος εκτυπωτής laser

96

Εικ.103: Το πρώτο μηχάνημα αναπαραγωγής βιντεοκασέτας


Την περίοδο μεταξύ ‘60 και ‘80, μια σειρά από επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες συνέκλιναν για να αποτελέσουν ένα νέο τεχνολογικό παράδειγμα. Ο επιστημονικός και τεχνικός πυρήνας βρίσκεται στη μικροηλεκτρονική και βασίστηκε στις διαδοχικές εξελίξεις του τρανζίστορ(1947) και του μικροεπεξεργαστή(1971). Κοινωνικοί, οικονομικοί και θεσμικοί παράγοντες συνέβαλαν αποφασιστικά, ώστε να συγκεντρωθούν όλες οι διαφορετικές καινοτομίες υπό τη μορφή ενός νέου τεχνολογικού παραδείγματος. Ο πυρήνας των νέων τεχνολογιών βρίσκεται στην επεξεργασία της πληροφορίας και τα σημαντικότερα αποτελέσματα των καινοτομιών τους βρίσκονται στις διαδικασίες και όχι στα προϊόντα.1 Οι τεχνολογίες της πληροφορικής υπήρξαν σημαντικές για την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Αύξησαν το ποσοστό κέρδους με διάφορα μέσα και αντιστάθμισαν τις λειτουργίες συσσώρευσης και κυριαρχίας της κρατικής παρέμβασης. Οι πρόοδοι στις τηλεπικοινωνίες, η ευέλικτη μεταποίηση που επιτρέπει την ταυτόχρονη κατασκευή προτύπων και την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της πελατείας και οι νέες τεχνολογίες μεταφοράς που αναδύονται με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν δημιουργήσει την υλική υποδομή για την παγκόσμια οικονομία.2

97

Εικ.104: Διαφήμιση της Sony

1 Hall et al, ό.π., σσ. 297-298 2 Ό.π., σσ. 302


98

Εικ.105: Εταιρεία στη δεκαετία του ‘70

Εικ.106: Υπάλληλος σε θέση γραφείου


4.1.2. Μετά-φορντισμός και οι κοινωνικές ανισότητες Ο Daniel Bell αναγνώρισε τη γνώση και την πληροφορία ως βασικούς πόρους μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας, σχετικά με τη σημασία εκείνων που κατέχουν τον έλεγχο στην πράξη, των ελίτ της γνώσης. Οι επιχειρηματίες που κατηύθυναν ως τότε τις βιομηχανικές κοινωνίες έδωσαν τη θέση τους σε νέες ιεραρχίες των τεχνικών ελίτ, καθώς η πνευματική εργασία άρχισε να καθίσταται ολοένα και πιο ειδικευμένη. Κρίσιμος παράγοντας για την ανάλυση του μεταβιομηχανισμού είναι ο σχηματισμός μιας κοινωνικής διαίρεσης ανάμεσα σε τεχνοκράτες και γραφειοκράτες, και σε μια σειρά κοινωνικών ομαδοποιήσεων που περιλαμβάνουν τόσο εργάτες, όσο φοιτητές και καταναλωτές. Η αντίθεση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων έχει τις ρίζες της στην πρόσβαση και στην χρήση της πληροφορίας.1 Ο Andre Gorz στο έργο του“Αντίο Προλεταριάτο” αναφέρεται στη μελλοντική μορφή της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, ισχυριζόμενος πως οι νέες τεχνολογίες μεταβάλλουν τη δομή της απασχόλησης, οδηγώντας σε μια κοινωνική διαίρεση ανάμεσα σε μια εξασφαλισμένη αριστοκρατία καλοπληρωμένων εργαζομένων και μια αυξανόμενη μάζα ανέργων. Στο ενδιάμεσο της πλειονότητας του πληθυσμού βρίσκεται η μεταβιομηχανική εργατική τάξη, για την οποία η εργασία δεν αποτελεί πηγή ταυτότητας ή σημαντική δραστηριότητα. Η είσοδος του αυτοματισμού στη σφαίρα της εργασίας έχει δημιουργήσει ανάπτυξη χωρίς να αυξήσει την απασχόληση, και η ραγδαία επέκτασή του δύναται να υπονομεύσει προοδευτικά την ποιότητα και το κύρος των θέσεων εργασίας για την εργατική τάξη που θα παραμείνει.2 Μια ακόμη επίπτωση των νέων τεχνολογιών παραγωγής είναι πως καθιστούν δυνατή μια περαιτέρω αποκέντρωση της παραγωγής. Ο συγκεντρωτισμός του διευθυντικού ελέγχου σε συνδυασμό με τον φορντιστικό τεμαχισμό της εργασιακής διαδικασίας, βοήθησε τις εταιρείες να μεταφέρουν μέρη της παραγωγικής διαδικασίας σε περιφερειακές εγκαταστάσεις.3 Η αναζήτηση για νέους τόπους εγκατάστασης βασίστηκε στην αναζήτηση νέων μαζικών αγορών και σε απόπειρες διατήρησης των επιπέδων παραγωγικότητας, αντλώντας από διαθέσιμες δεξαμενές ανειδίκευτης και φθηνής εργασίας. Στις κεντρικές δυτικές οικονομίες δημιουργήθηκε μια πόλωση του εργατικού δυναμικού, μια οικονομική και κοινωνική ανισότητα που υπάρχει τόσο στις μεταβιομηχανικές όσο και στις μεταφορντιστικές εξηγήσεις. Μια υπερειδικευμένη τεχνική ελίτ συσσωρεύει τα πλεονεκτήματα της αυξημένης αυτοματοποίησης, ενώ η πλειονότητα αποτελείται από μη ειδικευμένους εργάτες ή ανέργους.4 Ο μετασχηματισμός της επαγγελματικής δομής οφείλεται στην επέκταση του τομέα των υπηρεσιών. Σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία η έμφαση στην εκπαίδευση, ως ένας τρόπος πρόσβασης στη δεξιότητα και την ισχύ, ο ρόλος της τεχνικής του λαμβάνειν αποφάσεις, οι συγκρούσεις ανάμεσα σε ομάδες δεξιότητας και σε νέες ελίτ, όλα αυτά προοιωνίζονται καινούρια είδη προβλημάτων για τις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ.5 1 Ό.π., σσ. 256-257 2 Ό.π., σσ. 263 3 Ό.π., σσ. 276 4 Ό.π. σσ. 277-294 5 Bell Daniel, 1999, Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, σσ.238

99


100

Εικ.107: Εργάτες σε παράρτημα εργοστασίου παρασκευής υποδημάτων

Εικ.108: Εργάτες σε εργοστάσιο


Η ποιοτικά νέα εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας είναι η νέα διεθνής διαίρεση της εργασίας. Είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος να βρει λύση για την διεθνή οικονομική κρίση, αυξάνοντας ξανά την διαθεσιμότητα του κεφαλαίου. Με τη μεταφορά κάποιων βιομηχανικών παρακλαδιών στον Τρίτο Κόσμο, τα παραγωγικά κόστη μειώνονται, καθώς οι μισθοί εξακολουθούν να παραμένουν εξαιρετικά χαμηλοί σε αυτές τις περιοχές. Η φθηνή εργασία είναι ο βασικός λόγος μεταφοράς της παραγωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτές οι τάσεις ενδυναμώνονται από νέες τεχνολογίες, που μοιράζουν την παραγωγική διαδικασία σε μικρότερες, ώστε να μπορούν να εκτελεστούν από εργατικό δυναμικό χαμηλών δεξιοτήτων και εξειδίκευσης. Στην διαδικασία που λαμβάνει χώρα κατά την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, διαμορφώνονται δύο πόλοι, εκείνοι της ανάπτυξης και της υπανάπτυξης. Η ανάπτυξη κάποιων χωρών (ιμπεριαλιστικών) προϋποθέτει ή προκαλεί την υπανάπτυξη της πλειονότητας των παγκόσμιων χωρών, των εξαρτώμενων που υπόκεινται στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση.1 Η οικονομική και πολιτική αναδιάρθρωση είχε άμεσο αντίκτυπο στη γεωγραφία των κοινωνικών δραστηριοτήτων και την χωρητικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Μειώθηκαν οι ρυθμοί αστικοποίησης, με ταχύτερη ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών σε σχέση με τις αστικές, αναφορικά με τον αριθμό των βιομηχανικών χώρων, ενώ νέες περιοχές και αστικά κέντρα εμφανίστηκαν ως παραγωγικά κέντρα. Εμφανίστηκε έτσι, ένας χωρικός δυισμός στα αστικά και μητροπολιτικά κέντρα, που αφορά τις συνθήκες στέγασης, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την κατανάλωση, αποτυπώνοντας τη δημοσιονομική κρίση του τοπικού ρυθμιστικού συστήματος. Εκφράστηκε με κλείσιμο εγκαταστάσεων, αλλαγή τοποθεσίας των βιομηχανικών εταιρειών σε άλλες χαμηλότερου κόστους, μεγάλη ανεργία στις μητροπόλεις κοκ. Βιομηχανικές δραστηριότητες βασισμένες στη συστηματική επιστημονική έρευνα και καινοτομία, ήταν εκείνες που στη διάρκεια της ύφεσης του ‘70 έφεραν θετικά αποτελέσματα στην προώθηση προϊόντων, παραγωγικότητας και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.2 Σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες (Ιαπωνία, Αμερική, ΕΟΚ) προωθήθηκε το μοντέλο των τεχνοπόλεων, των επιστημονικών πάρκων. Πρόκειται για ένα μοντέλο προγραμματισμένης ανάπτυξης περιφερειακών πόλεων, που ενισχύονται από το κράτος (αναπτυξιακά κίνητρα, υποδομή) και όπου συνυπάρχουν κέντρα έρευνας, πανεπιστήμια, συμπλέγματα βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας κτλ.3 Στις αρχές του ‘70, η επιδείνωση στην παγκόσμια σχέση δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη κοινωνική και πολιτική κρίση. Προήλθε από τον συνδυασμό της οικονομικής ύφεσης και ενός συγκεκριμένου αυξανόμενου κύκλου πάλης των εργατών μέχρι τα μέσα του ‘70, μια άνθηση στη μαχητικότητα και την πολιτικοποίηση των εργατών και από την άλλη από τις αντιδράσεις που κινητοποιήθηκαν από την απόπειρα των κατόχων των μέσων παραγωγής να κάνουν τους εργάτες να αντέξουν το βάρος της κρίσης και την αναδιανομή της παγκόσμιας υπεραξίας. Η αξιοπιστία της ικανότητας του καπιταλιστικού συστήματος να εξασφαλίσει διαρκή βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο, στις προσλήψεις και την ενοποίηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων υπονομεύτηκε ως συνάρτηση των αποτελεσμάτων της ύφεσης. Το ξέσπασμα του ‘72-’73 ώθησε τις χώρες με μεγάλο κεφάλαιο σε εξαγωγές, 1 Gottdiener, Komninos, 1989, Capitalist Development and Crisis Theory,σσ.145-156 2 Ό.π., σσ.353 3 Ναξάκης Χάρης, 1997, “Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, των αγορών, της τεχνολογίας”, τεύχος 08, Άρδην

101


102

Εικ.109: Εργάτες σε εργοστάσιο


αποδυναμώνοντας τις δικές τους βιομηχανικές βάσεις. Μέσα από εξαγωγές κεφαλαίου, διαχειριστικών δεξιοτήτων, τεχνολογίας, οι ΗΠΑ ενδυνάμωσαν τους βιομηχανικούς τους ανταγωνιστές πληρώνοντας το αντίτιμο σε όρους πραγματικών πόρων και παραγωγικής ικανότητας.1 Μέχρι σήμερα, κυριάρχησε η ιδέα πως η διαρκής οικονομική ανάπτυξη θα κατηφορίσει αυτόματα προς τις άπορες μάζες. Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης, στη διάρκεια συσσώρευσης κεφαλαίου, υποδομών και παραγωγικής ικανότητας, οι φτωχοί θα πρέπει να πιεστούν μέχρι οι καρποί των αποταμιεύσεων, των επενδύσεων και των καινοτομιών να αποκομισθούν. όμως σε πολλές χώρες η δυναμική οικονομική επέκταση αύξησε το δυισμό, με την ανάπτυξη ενός σύγχρονου, αστικού, μεγάλης κλίμακας κατασκευαστικού τομέα παράλληλα με τη στασιμότητα στον αγροτικό. Η επακόλουθη μαζική έξοδος των αγροτών προς τις πόλεις, δημιούργησε φτωχογειτονιές, ανεργία και δυσαρέσκεια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως οι πόλεις δεν μπορούν να απορροφήσουν τόσους πολλούς ανθρώπους και η μοντέρνα βιομηχανία είναι καλύτερα εξοπλισμένη για να αυξήσει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα, παρά για να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για ανειδίκευτους.2

103

1 Gottdiener, ό.π., σσ.30 2 Feather, ό.π., σσ. 184


104

Εικ.110: Διαφημίσεις του ‘70

Εικ.111: Αφίσα της ταινίας A Clockwork Orange του Stanley Kubrick, 1971


4.1.3. Μεταμοντερνισμός και κοινωνική αναδόμηση Οι θεωρίες που ασχολούνται με την περίοδο του μεταμοντερνισμού, υποστηρίζουν πως σχετίζεται κατά κάποιο τρόπο με την ανάδειξη της νέας εποχής στην κοινωνία της μετανεωτερικότητας. Μια από τις ενδεχόμενες ιστορικές αλλαγές σε στενή επαφή με την πολιτιστική σφαίρα, αν και εμπλέκεται στις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, είναι η εκπληκτική ανάπτυξη και η κυριαρχία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ιδιαίτερα τα μέσα του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και των γραφικών τεχνών. Μια νέα, πιο λαϊκή κουλτούρα ξεκίνησε να αναδύεται τη δεκαετία του ‘80, πιο κοντά στην καθημερινή ζωή, την αγορά, την κατανάλωση και την κουλτούρα των ΜΜΕ- μια κουλτούρα που απορρίπτει την καθαρότητα, την κυριαρχία της δομής και του ελιτισμού, πιο παιγνιώδης, ειρωνική και εκλεκτική σε ύφος.1 Ο David Harvey υποστηρίζει πως μεταξύ οικονομίας και μετανεωτερικότητας υπάρχει στενή σχέση. Διαπιστώνει σύνδεση ανάμεσα στο φορντισμό και στο μοντερνισμό, ως τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτιστικές τάσεις στην περίοδο έως το 1970 και μια ανάλογη συσχέτιση ανάμεσα στο μεταφορντισμό και στο μεταμοντερνισμό. Καθώς οι επικοινωνίες, οι μεταφορές, η μόδα, η διάρκεια ζωής των εμπορευμάτων επιταχύνονται, επηρεάζουν ριζικά τους κώδικες μετάδοσης των κοινωνικών αξιών και σημασιών. Μαζική παραγωγή και κατανάλωση, μεγάλη πόλη, άτακτη οικιστική εξάπλωση και έθνος-κράτος άρχισαν να παρακμάζουν, ενώ ευελιξία, ποικιλομορφία, διαφοροποίηση, κινητικότητα, επικοινωνία, αποκέντρωση και διεθνοποίηση βρίσκονταν σε άνοδο. Στην πορεία, ακολούθησε ο μετασχηματισμός των ίδιων των ανθρώπινων ταυτοτήτων, της αίσθησης του εαυτού, της υποκειμενικότητας. Αποτέλεσε έτσι ένδειξη πως βρισκόμαστε στο μεταβατικό στάδιο μιας νέας εποχής.2 Ο Dick Hebdige αναφέρεται στις νέες κατηγορίες που διαμορφώνονται από τις καταναλωτικές ταυτότητες και τους τρόπους ζωής. Ένα από τα χαρακτηριστικά της μεταφορντιστικής παραγωγής είναι ο κύριος ρόλος που αποδίδεται στην έρευνα αγοράς, στη συσκευασία και την παρουσίαση. Είναι γεγονός πως η δυναμική του μάρκετινγκ έχει προσφέρει τις δεσπόζουσες και πιο διεισδυτικές κατηγοριοποιήσεις κοινωνικών τύπων. Οι νέες μορφές έρευνας αγοράς έχουν σχεδιαστεί για να προσφέρουν έναν κοινωνικό χάρτη επιθυμιών, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει που και ποια προϊόντα πρέπει να τοποθετηθούν στην κατάλληλη αγορά. Τα υπερεθνικά δίκτυα των ΜΜΕ διαθέτουν τη δύναμη να υποκινούν τους ανθρώπους, όχι μόνο για να αγοράζουν τα προϊόντα της βιομηχανίας, αλλά και να δημιουργούν δίκτυα που προσφέρουν μορφές κοινοτήτων και συμμαχιών, οι οποίες μπορούν να υπερβαίνουν τους περιορισμούς της τάξης, της φυλής, του κοινωνικού φύλου, της περιφερειακής και εθνικής κουλτούρας.3 Υπάρχουν όμως και εναλλακτικές θεωρίες σχετικά με τις συνέπειες του αυξανόμενου και ποικιλόμορφου κοινωνικού πλουραλισμού. Η εξήγηση του Jean Baudrillard συμπεραίνει πως η κοινωνική ζωή και οι αντιλήψεις μας, έχουν αλλάξει ριζικά από την ατέρμονα ανάπτυξη διαφοροποιούμενων τρόπων ζωής, τη συνεχή ροή τηλεοπτικών εικόνων 1 Hall et al, ό.π., σσ. 326-333 2 Ό.π., σσ. 337-349 3 Ό.π., σσ. 352-355

105


Εικ.113: Οι ιδρυτές της Greenpeace

106

Εικ.114: Earth Day, 1970

Εικ.112: Πρωτοσέλιδο εφημερίδας για την πρώτη “Ημέρα της Γης”

Εικ.115: Earth Day, 1970


και την αυξημένη δυνατότητα των ΜΜΕ να μας σαγηνεύουν σε έναν παράξενο νέο κόσμο υπερπραγματικότητας, έναν κόσμο προσομοίωσης που δεν υπόκειται στην ορθολογική κριτική.1 Η τηλεόραση εντάχθηκε στα πλαίσια της προώθησης μιας καταναλωτικής κουλτούρας. Έτσι, η προσοχή στρέφεται προς την παραγωγή αναγκών και επιθυμιών, την κινητοποίηση της επιθυμίας ως αναπόσπαστου μέρους της επίθεσης για τη διατήρηση ανοδικής τάσης των αγορών, ώστε να συνεχίζεται η κερδοφορία της καπιταλιστικής παραγωγής. Μεγάλο μέρος της μεταμοντέρνας αισθητικής αποτελεί απάντηση στο πληθωριστικό κύμα του ύστερου καπιταλισμού.2 Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και συγκεντρώνοντας ορμή το ‘70, οι Αμερικανοί άρχισαν να αλλάζουν τη φιλοσοφία ζωής. Η αίσθηση της αλλαγής είναι πως στο παρελθόν οι άνθρωποι κινητοποιούνταν κυρίως από την απολαβή χρημάτων, την απόκτηση οικονομικής ασφάλειας και την παροχή υλικών ανέσεων. Αυξανόμενα κατά τη διάρκεια του ‘70, νέα κίνητρα αυτοπραγμάτωσης κινήθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να επιθυμούν υλική επιβράβευση, αλλά δεν αισθάνονταν πλέον την ανάγκη να διαθέσουν πολλά για να την επιτύχουν. Η αυτοπραγμάτωση θεωρήθηκε κάτι διαφορετικό, ίσης ή μεγαλύτερης αξίας. Αρκετές από τις ιδέες του ‘60, που επικεντρώνονταν στον πολιτικό ριζοσπαστισμό, στην κουλτούρα των ναρκωτικών και την αντικουλτούρα, απορρίφθηκαν από το κοινό.3 Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 το ενδιαφέρον για τις γυναίκες και τη σχέση τους με το περιβάλλον, πυροδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το βιβλίο της Esther Boserup, Woman’s Role in Economic Development. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι κυβερνήσεις άρχισαν να λαμβάνουν υπόψη τη σύνδεση μεταξύ περιβάλλοντος και ισότητας των φύλων. Άρχισαν να πραγματοποιούνται αλλαγές στη θεώρηση των σχέσεων φύλου-περιβάλλοντος, αποκτώντας πολύτιμες προεκτάσεις όσον αφορά την κατανόηση της φύσης ανδρών-γυναικών, τη διαχείριση και κατανομή των πόρων, την καθημερινή ζωή και την ευημερία των ανθρώπων. Το 1971 ιδρύθηκε η Greenpeace,μια ανεξάρτητη μηκερδοσκοπική οργάνωση με στόχο τη δημιουργία ενός πράσινου και ειρηνικού κόσμου, ενώ το 1970 εορτάστηκε η πρώτη Ημέρα της Γης. Αυξανόμενα, μετά τις δύο διαδοχικές κρίσεις του ‘73 και ‘79, η δράση του περιβαλλοντικού κινήματος άρχισε να γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Καθώς οδεύουμε σε μια μεταβιομηχανική εποχή, το άτομο γίνεται αυτόνομο και ανεξάρτητο, υπεύθυνο για τη δημιουργία των δικών του αξιών και προτεραιοτήτων, υποκείμενο σε καμία εξωτερική αρχή και φορτισμένο με το καθήκον μόνο της ελεύθερης εκπλήρωσης της δικής του αυτοπροσδιοριζόμενης προοπτικής για τη ζωή. Οι δυνάμεις της βιομηχανικής παραγωγής αφαιρέθηκαν από τις μάζες, αφήνοντας στο αυτόνομο άτομο την ευκαιρία για ελεύθερη έκφραση μόνο στον τομέα της κατανάλωσης. Στο εμπορικό κέντρο κανείς γίνεται δημιουργός της δικής του ταυτότητας, επιλέγοντας τι θα αγοράσει, καθορίζοντας το είναι του από τον τρόπο που καταναλώνει. Είτε είναι ψευδαίσθηση είτε πραγματικότητα, οι καταναλωτές πιστεύουν πως είναι καπετάνιοι της ψυχής τους και κύριοι της μοίρας τους.4 1 Ό.π., σσ. 362 2 Ό.π., σσ. 393 3 Feather, ό.π., σσ. 197 4 Ό.π., σσ. 286

107


Εικ.117: Nagakin Capsule Tower, Kisho Kurokawa, 1970-72

108

Εικ.116: Κατεδάφιση του οικισμού Pruitt-Igoe, 1972

Εικ.118: Nagakin Capsule Tower


4.2 Ο Lebbeus Woods και η αρχιτεκτονική του ‘70 4.2.1. Γενικές συνθήκες αρχιτεκτονικής Την περίοδο ακμής του μοντερνισμού ο αρχιτέκτονας αξιοποίησε διάφορες αρετές. Η αντικειμενικότητα του επιστήμονα, η φυσικότητα του κατοίκου του προαστίου και η αφέλεια ενός παιδιού, υποδείκνυαν τις αξίες που απαιτούσε η κατάσταση. Η ιδέα για κάποιο διάστημα υπήρξε παραγωγική, με τον αρχιτέκτονα ενθουσιασμένο από την κίνηση και την ταχύτητα και τα κτίρια να έχουν μετατραπεί σε απεικονίσεις των ενθουσιασμών του.1 Ο Charles Jencks χρονολογεί το συμβολικό τέλος του μοντερνισμού και το πέρασμα στο μεταμοντερνισμό στις 15 Ιουλίου 1972 και ώρα 3:32, όταν ο οικισμός Pruitt- Igoe στο St. Louis, μια εκδοχή του σύγχρονου τρόπου ζωής του Le Corbusier που είχε κερδίσει βραβείο, τινάχτηκε με δυναμίτιδα στον αέρα, ως μη-κατοικήσιμο περιβάλλον για τις χαμηλού εισοδήματος οικογένειες που στέγαζε.2 Μεγάλο μέρος της αρχιτεκτονικής θεωρίας σχετικά με το μεταμοντέρνο προήλθε από τον Charles Jencks. Η έρευνά του για μια πολυδύναμη και πολυσύνθετη αρχιτεκτονική σε συγκεκριμένες σχεδιαστικές πρακτικές του ‘70, επέτρεψε τη θεωρητικοποίηση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής όχι ως έναν απλό αντιδραστικό σχηματισμό εναντίον του μοντερνισμού ή ως ένα συνώνυμο του σύγχρονου. Ο Jencks θεωρεί πως η αρχιτεκτονική πραγματοποιείται για να εμπλουτίσει την ανθρώπινη εμπειρία και η οργάνωση μιας τέτοιας εμπειρίας θα εξασφαλιζόταν μέσα από τη χρήση και τη διαμόρφωση μιας ευσυνείδητης αρχιτεκτονικής γλώσσας. Αυτή θα περιλάμβανε δομή και σχέδιο σε συνδυασμό με ρητορικά σκεύη, όπως μεταφορά, παράδοξο και ειρωνεία. Ο μεταμοντερνισμός ασχολείται με την πολύπλοκη υφή της πραγματικότητας, όμως αποφεύγει να λάβει μια θέση ώστε να φτάσει στην αμερόληπτη ολοκλήρωσή του, επομένως το νόημα βρίσκεται πάντα σε ένταση με άλλα πιθανά νοήματα.3 Κάποιοι Ιάπωνες αρχιτέκτονες, μεταξύ αυτών οι Kurokawa, Kikutake και Isozaki, παρήγαγαν σε κάποιες περιπτώσεις έργα σε αρκετά διαφορετικά στυλ και κτίρια με ποικίλα αισθητικά συστήματα με έναν σημασιολογικό τρόπο. Σε αντίθεση με τους Δυτικούς αρχιτέκτονες, υπήρξαν ικανοί να είναι μοντέρνοι και παραδοσιακοί παράλληλα, χωρίς συμβιβασμούς. Η πλουραλιστική γλώσσα που ενσωματώνει παραδοσιακά και μοντέρνα στοιχεία, λαϊκά και υψηλής τέχνης νοήματα είναι κοινή ανάμεσα στους Ιάπωνες σχεδιαστές, τον Charles Moore, την ομάδα Venturi και άλλους, δεν αποτέλεσε όμως μια συνεκτική παράδοση. Βρήκαν υποστήριξη στις αναδυόμενες φιλοσοφίες του οικολογικού κινήματος, στη μεσολαβητική τεχνολογία και τη γενική τάση για αποκέντρωση που εμφανίζεται ανά τον κόσμο. Αυτά τα κινήματα υπήρξαν ουδέτερα όσο αφορά τη νέα γλώσσα της αρχιτεκτονικής, δεν τους απασχολεί ο τρόπος που εκφράζουν τις ιδέες τους μέσα από τα κτίρια.4

1 Hays K. Michael, 1998, Architecture Theory Since 1968, σσ.74-75 2 Hall et al, ό.π., σσ. 373 3 Hays ό.π., σσ.306-307 4 Ό.π., σσ.308-312

109


Εικ.119: Learning from Las Vegas, Venturi

110

Εικ.120: House VI, Peter Eisenmann, 1975


Ο πλούτος της αρχιτεκτονικής πρακτικής στα τέλη του ‘70, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, απαιτούσε μια ενοποίηση των μερών του μεταμοντέρνου. Πριν οι διαφωνίες για τον μεταμοντερνισμό κυριαρχήσουν στα περιοδικά, η αρχιτεκτονική φαινόταν αναπόφευκτα διαμερισμένη σε αντιθέσεις: μοντέρνο/μεταμοντέρνο, ρατιοναλισμός/ρεαλισμός, White/ Gray. Η διαμάχη “White and Gray” που ξεκίνησε στο πανεπιστήμιο της California το 1974, εξελίχθηκε σε έναν συνεχιζόμενο διάλογο μεταξύ δύο ομάδων αρχιτεκτόνων, που μέσα από το κατασκευασμένο έργο και τις θεωρητικές τους αναζητήσεις, προσπαθούσαν να ξεκαθαρίσουν την κατεύθυνση που θα πάρει η αρχιτεκτονική μετά το τέλος του μοντέρνου κινήματος. Ο Peter Eisenman, κύριος θεωρητικός στους White, ονομάζει την νέα κατεύθυνση PostFunctionalism, ενώ κατά την άποψη του Robert Stern, πρόκειται για τον Post-modernism.1 Μεταμοντερνισμός και Μεταφονξιοναλισμός, παρότι μοιράζονται την έμφαση στην ανάπτυξη μιας ισχυρής βάσης για το σχεδιασμό, είναι αρκετά αποκλίνοντες. Ο Μεταφονξιοναλισμός επιζητά να αναπτύξει μορφικά συνθετικά θέματα ως ανεξάρτητες οντότητες απελευθερωμένες από πολιτιστικές έννοιες, ενώ ο Μεταμοντερνισμός ενσαρκώνει μια αναζήτηση για στρατηγικές που θα κάνουν την αρχιτεκτονική πιο ενήμερη για τη δική της ιστορία, για το φυσικό περιεχόμενο στο οποίο υπόκειται ένα έργο και την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική σφαίρα που το ορίζει. Η έκθεση της Ecole des Beaux Arts του 1975 στο MoMa της N.Y (σε επιμέλεια του Arthur Drexler) και η συζήτηση για τη σημασία της, κατέστησαν δυνατό για τους αρχιτέκτονες της Ν. Υόρκης να ξεκινήσουν μια νέα περίοδο. Μεγάλο μέρος του έργου των Grays έτεινε σε συνδέσεις με τις μορφικές, χωρικές και διακοσμητικές εφευρέσεις του 19ου αι., με τους Venturi και Moore να θέτουν τα θεμέλια για τη φιλοσοφική ζωή του μεταμοντερνισμού.2 Την ίδια περίπου περίοδο που μαινόταν η διαμάχη των “Whites & Grays”, ο επιμελητής design στο MoMa, Emilio Ambasz, τόνισε πως οι πιο σημαντικές σχεδιαστικές συμβολές της τελευταίας δεκαετίας, στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων, δεν ήταν αντικείμενα αλλά θεωρητικά δοκίμια ή σχεδιαστικές προτάσεις. Όλα τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά φαινόμενα, τοποθετούνται σε ένα τεχνολογικό περιεχόμενο και όλες οι επιλογές βασίζονται σε ιδέες, κρίσεις, αξίες, πιστεύω και μύθους που είναι λειτουργίες αυτής της τεχνολογικής κοινωνίας.3 Ο σχεδιασμός αρχίζει να μετατρέπεται σε επαναστατικό παράγοντα της κοινωνίας καθώς υπόκειται σε μια περιβαλλοντική αναδόμηση. Η αίσθηση της επικείμενης περιβαλλοντικής απειλής ενισχύεται εξαιτίας του πυρηνικού πολέμου, του υπερπληθυσμού, της εκμετάλλευσης των φυσικών αποθεμάτων και των ρύπων.4 Παράλληλα στις αρχές του ‘70, η αστική ζωή αρχίζει να υπόκειται σε μια κριτική.Ομάδες όπως οι Superstudio και οι OMA, παράγουν έργα καρικατούρες της εμπορευματοποίησης και της επιπολαιότητας της σύγχρονης αστικής οικογενειακής ζωής. Αρχίζουν να εμφανίζονται νέες έννοιες όπως, κομφορμισμός ως η εξερεύνηση της αισθητικής ποιότητας για τις ανάγκες της ζωής, ρεφορμισμός ως η βαθιά ανησυχία για το ρόλο του σχεδιαστή στην κοινωνία που ενισχύει την κατανάλωση ως μέσο για ευτυχία και αμφισβήτηση ως η άρνηση συμμετοχής 1 Ό.π., σσ.240-242 2 Ό.π., σσ.242-243 3 Scott D. Felicity, 2007, Architecture or Techno-utopia: Politics after modernism, σσ. 89-96 4 Ό.π., σσ. 209

111


112

Εικ.121: Exodus, OMA, 1972

Εικ.122: Continuous Monument, Superstudio, 1969


στο κοινωνικοβιομηχανικό σύστημα.1 Το έργο του Lebbeus Woods, που δραστηριοποιήθηκε την ίδια περίοδο, προσανατολίζεται προς τη θεωρία και τα πειραματικά έργα. Η πλειονότητα των αναζητήσεών του ασχολείται με το σχεδιασμό συστημάτων σε κρίση, όπου η τάξη του υπάρχοντος βρίσκεται αντιμέτωπη με την τάξη του νέου. Μέσα από το έργο του άσκησε κριτική τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στις παγκόσμιες αλλαγές.

113

1 Ό.π., σσ. 135-137


114

Εικ.123: Wall Games, Lebbeus Woods


4.2.2. Η πειραματική αρχιτεκτονική του Lebbeus Woods Ο Αμερικανός αρχιτέκτονας και καλλιτέχνης Lebbeus Woods σπούδασε αρχιτεκτονική και μηχανική, δεν παρέλαβε όμως ποτέ δίπλωμα αρχιτεκτονικής, ούτε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Αρχικά εργάστηκε στα γραφεία του Eero Saarinen, ενώ παράλληλα εκείνη την περίοδο παρήγαγε πίνακες για το Indianapolis Art Museum. Το 1976 στράφηκε αποκλειστικά στη θεωρία και τα πειραματικά έργα. Το 1988 έγινε συνιδρυτής του Research Institute for Experimental Architecture (RIEA), ενός μη κερδοσκοπικού ιδρύματος αφιερωμένου στην ανάπτυξη της πειραματικής σκέψης και πρακτικής, ενώ προωθούσε την ιδέα και την αντίληψη της ίδιας της αρχιτεκτονικής. Θεωρούσε πως η αρχιτεκτονική θα έπρεπε πάντοτε να είναι πρωτότυπη, να υφίσταται ως πάλη ενάντια στους δημιουργούς της. Για τον Woods η αρχιτεκτονική που είναι περισσότερο αναγκαία σήμερα είναι εκείνη της κρίσης, κι αυτό εννοεί με τον όρο κριτική. Διαφωνεί πως η δουλειά ενός αρχιτέκτονα θα έπρεπε απαραίτητα να πραγματοποιείται σε ένα δομημένο περιβάλλον, καθώς δεν είναι εκείνος που αποφασίζει αν θα χτίσει ή όχι. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από εκείνους που διαχειρίζονται τους οικονομικούς και υλικούς πόρους, που είναι ιδιοκτήτες της γης ή αντιπροσωπεύουν το κυβερνητικό ή νομικό σύστημα.1 Θεωρεί πως έχουμε εισαχθεί σε μια νέα εποχή ελέγχου και ρύθμισης της ιδιωτικής ζωής. Αυτό είναι εξίσου αλήθεια στην πολιτική (όπου ιδεολογικές φαντασιώσεις κατασκεύασαν ψευδή πραγματικότητα), στην οικονομία (όπου η απληστία για εύκολο κέρδος έκανε το ίδιο), στη βιομηχανία (υλοτομήθηκε από νωθρότητα και απερισκεψία) και στο εμπόριο (χρεωκοπημένος καταναλωτισμός και καταδικασμένες συνέπειες). Εντωμεταξύ , ερωτήματα για νέους τύπους ζωτικών χώρων σε μια εποχή υπερπληθυσμού και μείωσης της άμεσης επαφής, σηματοδοτούν την έναρξη για νέες εφευρέσεις.2 Ο Lebbeus Woods είχε δηλώσει ή τουλάχιστον υπαινιχθεί την ανάγκη, οι αρχιτέκτονες να οραματιστούν νέους τύπους κατασκευασμένου κατοικήσιμου χώρου. Στη διάρκεια του έργου του, ασχολήθηκε περισσότερο με τις αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο και πως αυτές επηρεάζουν την αρχιτεκτονική ή πως εκείνη επηρεάζει την αλλαγή προς το καλύτερο. Η αλλαγή θα έπρεπε να καθοδηγεί τη σύλληψη νέου χώρου, να συμμετέχει στη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση. Νέοι τύποι κατοικήσιμου χώρου γίνονται αναγκαίοι, από τις μεταλλαγμένες ανάγκες ζωής, εξαιτίας των τεχνολογικών, πολιτικών και κάθε είδους αλλαγών που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Σε μια περίοδο είκοσι ετών ταραχώδους αλλαγής προσέφερε μια αρκετά μεγάλη λίστα νέων τύπων δομών και χώρων, κάποια εκ των οποίων είναι τα Aero-living laboratories, High Houses, Wall Cities, Horizon Houses, Terrain, Freespaces.3 Στα έργα των Berlin και Zagreb free zones, προτείνει χώρους- σύνορα που αμφισβητούν τις υπάρχουσες μορφές κατοίκησης. Μόνο όσοι είναι πρόθυμοι να διερευνήσουν νέους τρόπους σκέψης και ζωής, μπορούν να τους κατοικήσουν. Δεν πρόκειται ούτε για δημόσιους ούτε για ιδιωτικούς με τη σημερινή χρήση των όρων, αλλά πολύ

1 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2007/11/13/what-is-architecture/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/11/23/bad-faith/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/01/16/type-casting/> (αναζήτηση 13/03/2013)

115


116

Εικ.124: Reconstruction of Sarajevo, 1994

Εικ.125: Φωτορεαλιστικό του Reconstruction of Sarajevo, Carlos Fueyo, 2008


περισσότερο για ελεύθερους χώρους που αποτελούν ένα νέο στάδιο στην εξέλιξη των ιδεών της κατοίκησης.1 Ο Woods θεωρεί πως το νόημα και ο σκοπός της αρχιτεκτονικής βρίσκεται στην παραδοχή πως πρώτα πρέπει να κατασκευάζουμε τα κτίρια και ύστερα να μάθουμε πως να ζούμε σε αυτά. Η πρόκληση με την οποία ερχόμαστε πάντα αντιμέτωποι είναι αν θα προσαρμοστούμε στον κόσμο ή εκείνος σε εμάς.2 Ο ρόλος της αρχιτεκτονικής ως κοινωνική και κατασκευαστική δράση, μπορεί να διευκολύνει τις συνθήκες με τη δημιουργία νέων τύπων χώρου. Αυτοί θα ήταν οι “ελεύθεροι χώροι”, χωρίς προκαθορισμένα προγράμματα χρήσης, αλλά των οποίων οι νέες μορφές θα ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες, θα γίνονταν μέσα για τη δημιουργία νέας σκέψης και κοινωνικοπολιτικών μορφών.3 Μέσα από τα κείμενά του, ο Woods αναγνωρίζει ως ένα από τα κύρια προβλήματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του ατομικισμού, τη συμφιλίωση και τη διατήρηση της παράδοξης συνύπαρξής τους. Τα νεότερα αστικά κέντρα, όπου ο πληθυσμός τους αυξήθηκε πρόσφατα και δραστικά είναι δύσκολο να διακριθούν αρχιτεκτονικά, καθώς χρησιμοποιούνται οι ίδιες κτιριακές τυπολογίες και τεχνολογίες. Σε μια τέτοια περίοδο τονίζει την ανάγκη, σχεδιαστές, καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες να επανεξετάσουν και να επαναπροσδιορίσουν σε οπτικούς όρους την παγκόσμια κατάσταση του τομέα.4 Το πρόβλημα των φτωχογειτονιών είναι ένα από τα φαινομενικά άλυτα. Είναι παγκόσμιο και μεγεθύνεται καθώς η εκθετική πληθυσμιακή διεύρυνση αναγκάζει έναν δυσανάλογο αριθμό ανθρώπων σε απαράδεκτες συνθήκες ζωής. Θεωρεί πως οι κάτοικοι των φτωχογειτονιών παρουσιάζουν κοινά σημεία με αυτούς που έχουν βρεθεί σε εμπόλεμη ζώνη, όπου η δομή της κοινωνίας έχει διακοπεί ή καταστραφεί, και προτείνει την βελτίωσή τους εκ των έσω.5 Η αλλαγή είναι μια επαναλαμβανόμενη θεματική σε μεγάλο μέρος του έργου του. Προτείνει και διερευνά λύσεις για συνθήκες που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο. Περισσότερο γνωστές είναι οι προτάσεις του για το San Francisco (μετά από μια σεισμική καταστροφή),την Havana (στις λαβές ενός εμπορικού εμπάργκο)και το Sarajevo (ύστερα από τον πόλεμο). Πιστεύει πως οι τεχνολογίες της επικοινωνίας αλλάζουν δραματικά την κοινωνία. Ολόκληρες νέες κοινωνίες δημιουργούνται αλλά δεν έχουν βρει ακόμα αναλογική , παρά μόνο ψηφιακή μορφή. Ασκεί κριτική λέγοντας πως οι αρχιτέκτονες θα έπρεπε να επικεντρωθούν περισσότερο στη σύλληψη ελαφρύτερων, πιο παροδικών, ευέλικτων και αλληλεπιδρώντων δικτύων χώρου και να είναι λιγότερο αφοσιωμένοι στα βαριά και άκαμπτα μνημεία.6 Η αρχιτεκτονική βρίσκεται στη μοναδική θέση να υλοποιεί και να συγκεκριμενοποιεί το εφήμερο, εφόσον όμως είναι πρόθυμη να ασκήσει δυναμική παρουσία, χωρίς συμβιβασμούς και έπειτα να ανοίξει το δρόμο για το απρόβλεπτο που θα επακολουθήσει.

1 < http://lebbeuswoods.wordpress.com/2007/12/29/lebbeus-woods-interview-by-leo-gullbring/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 < http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/12/01/solohouse-20/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/02/06/the-reality-of-theory/> (αναζήτηση 13/03/2013) 4 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/01/13/same-difference/> (αναζήτηση 13/03/2013) 5 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/01/18/slums-the-problem/> (αναζήτηση 13/03/2013) 6 < http://lebbeuswoods.wordpress.com/2007/12/29/lebbeus-woods-interview-by-leo-gullbring/> (αναζήτηση 13/03/2013)

117


118

Εικ.126: Aeroliving Labs

Εικ.127: Aerial Paris

Εικ.128: Έκθεση του Hernan Diaz Alonzo

Εικ.129: Έκθεση του Hernan Diaz Alonzo


4.3 Επιδράσεις του Woods από την κρίση του ‘70 4.3.1 Επιστημονική έρευνα και γνώση - Η μετατροπή τους σε αρχιτεκτονικό μέσο O Lebbeus Woods μέσα από θεωρίες και κείμενα, υποστήριξε σθεναρά τη σημασία του πειραματισμού και της επιστημονικής έρευνας για την απόκτηση γνώσης, ικανής να βελτιώσει τις συνθήκες μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση αλλαγής. Για εκείνον η επανάσταση πραγματοποιήθηκε στον τομέα των cybernetics, έναν διεπιστημονικό τομέα έρευνας και θεωρίας ο οποίος το ‘60, ‘70 και ‘80 άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη γνώση και τις πληροφορίες και το πως κοινοποιούνται μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Επέτρεψε την εμφάνιση της “ Εποχής της Πληροφορίας” και έθεσε το δρόμο για τη χρήση του υπολογιστή σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου. Ενώ το άμεσο αντίκτυπο των cybernetics στην αρχιτεκτονική ως τώρα έχει περιοριστεί σε ιδέες “εικονικής πραγματικότητας”, “έξυπνων κτιρίων” και “προσομοιώσεων”, το έμμεσο αντίκτυπο στη χρήση του υπολογιστή υπήρξε τεράστιο, ως εργαλείο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αναπαράστασης, επικοινωνίας και εκπαίδευσης.1 Με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης του Hernan Diaz Alonzo στο Museum of Applied Art (MAK) στη Βιέννη, ο Woods παρέθεσε ένα κείμενο σχετικά με τη χρήση του υπολογιστή στην αρχιτεκτονική. Θεωρεί πως ερχόμαστε αντιμέτωποι με την κυρίαρχη μορφή μιας νέας γενιάς αρχιτεκτόνων που χρησιμοποιούν τον υπολογιστή, προκειμένου να εξερευνήσουν τα όρια της αρχιτεκτονικής και να δημιουργήσουν σενάρια για το που μπορεί να φτάσει όταν καθοδηγηθεί από την ψηφιακή τεχνολογία. Οι δυνατότητές είναι πολλές, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι βέβαιο ή προκαθορισμένο. Αρχικά η αρχιτεκτονική που παράγεται μπορεί να δώσει την εντύπωση του φανταχτερού, σχεδόν διακοσμητικού, όμως υφίσταται σαν μια αυτόνομη μορφή ζωής, που αναπαράγεται με ταχείες μεταλλάξεις πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο και ίσως πέρα από την ανθρώπινη πρόθεση.2 Μια αφετηρία για πειραματισμό θα μπορούσε να αποτελέσει ο κόσμος του διαδικτύου. Ο Woods αντιλαμβάνεται την επιφάνεια του πλανήτη μας ως μια επιφάνεια γεμάτη από ρευστά στοιχεία, τα οποία έχουμε προσαρμόσει με φυσικά και τεχνολογικά μέσα. Παραδοσιακά η αρχιτεκτονική είναι το αντί-ρευστό, όμως μια αρχιτεκτονική που κινείται παρουσιάζει οφέλη, καθώς δεν έχει απλά κινούμενα κομμάτια αλλά κινείται ολόκληρη από το ένα μέρος στο άλλο. Η κύρια ιδέα που διακυβεύεται είναι της κοινωνικής σταθερότητας. Αν λάβουμε υπόψη τη γρήγορα μεταβαλλόμενη φύση της σύγχρονης κοινωνίας, την αυξανόμενη κινητικότητα και εξάρτηση από εφήμερα ηλεκτρονικά συστήματα σαν τη σύνδεση μεταξύ διαφορετικών ατόμων και χώρων, είναι χρήσιμο να καταλάβουμε τις χωρικές μορφολογίες των πλευρικών, μη ιεραρχικών συστημάτων τάξης. Το Internet είναι ένα τέτοιο σύστημα, ένα δίκτυο με διαρκώς μεταφερόμενα κέντρα που απασχολούνται από άτομα που εμφανίζονται στον κυβερνοχώρο απρόβλεπτα. Ένα αρχιτεκτονικό πανομοιότυπο είναι μια κοινωνία αυτόνομων δομών που κινούνται ελεύθερα στο ρευστό χώρο.3

1 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2011/09/28/heroes-of-a-revolution-gordon-pask/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2007/10/10/pitch-black-hernan-diaz-alonzo/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/06/28/fluid-space/> (αναζήτηση 13/03/2013)

119


120 Εικ.130: Malecon, Havana

Εικ.131: Μοντέλο για την πρόταση στην Havana


Στην αρχή της ψηφιακής επανάστασης, ακολούθησε ένα διάστημα μέχρι τα αποτελέσματά της να γίνουν ορατά. Πλέον οι συζητήσεις για τους ψηφιακούς υπολογιστές ενάντια στο σχέδιο στο χέρι έχουν τελειώσει. Ο ψηφιακός υπολογιστής δεν είναι μόνο ένα καθιερωμένο κομμάτι της αρχιτεκτονικής πρακτικής, αλλά και κεντρικό. Ο Woods πιστεύει πως η μελλοντική εξέλιξη των υπολογιστικών μηχανών στην αρχιτεκτονική, επιφυλάσσει μια αναζωπύρωση των αναλογικών υπολογιστών. Ο πιο ισχυρός αναλογικός υπολογιστής είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος και ίσως αυτή να είναι η επερχόμενη κατεύθυνση της ανθρώπινης τεχνολογικής εξέλιξης. Η εκπαίδευση του ανθρώπινου νου είναι μια διαρκής διαδικασία. Μια επερχόμενη γενιά αναλογικών υπολογιστών θα διαφέρει από αυτή των ψηφιακών κατά πολλούς τρόπους, αλλά το πιο κρίσιμο είναι πως ο καθένας θα έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για μια συγκεκριμένη εργασία παρά σαν μια γενικευμένη μηχανή, χρήσιμη σε όλες τις καταστάσεις. Το αναλογικό ίσως θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο της επόμενης μεγάλης τεχνολογικής επανάστασης.1 Ο Woods απέδειξε πως χρησιμοποιώντας τον ισχυρότερο αναλογικό υπολογιστή που είχε στην κατοχή του και τις τεχνικές του γνώσεις μπορούσε να ασκήσει την αρχιτεκτονική πρακτική για να επινοήσει συστήματα που μεταλλάσουν υπάρχουσες συνθήκες. Η δυναμική του αποδεικνύεται στην πρόταση που κατέθεσε για την περιοχή του Malecon, στην Αβάνα. Πρόκειται για ένα ζωντανό χώρο που περιβάλλεται από θάλασσα, αλλά ταυτόχρονα απαγορευτικό αφού αποτελεί κυρίως χώρο για οχήματα. Παρόλο που η παρουσία οχημάτων δεν είναι αυξημένη εξ’ αιτίας του πολυετούς εμπάργκο, ο χαρακτήρας του χώρου δεν αλλάζει. Είναι ένας γυμνός, αφιλόξενος αυτοκινητόδρομος που χωρίζει την πόλη και τους ανθρώπους από τις απολαύσεις των ζεστών τροπικών νερών. Όταν οι τυφώνες προσεγγίζουν την περιοχή, το επίπεδο της θάλασσας ανεβαίνει και τα κύματα πλημμυρίζουν το τοπίο.2 Η Κουβανέζικη κυβέρνηση ζήτησε μηχανικές προτάσεις για να προστατευθεί από τέτοια καταστροφικά γεγονότα. Όμως εξ’ αιτίας της ύφεσης της οικονομίας του έθνους, ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης μοντέλων του Σοβιετικού Μπλοκ και του εμπορικού εμπάργκο από τις ΗΠΑ, τα χρήματα για να πληρωθούν οι λύσεις δεν ήταν διαθέσιμα. Ο Woods πίστευε ότι παρά τους οικονομικούς περιορισμούς για την πραγματοποίηση έργων μεγάλης κλίμακας, έπρεπε να γίνουν νέες προτάσεις. Θεώρησε πως η λύση στο πρόβλημα δημιουργίας δημοσίου χώρου και κατασκευής ενός προστατευτικού τοίχου από τα καταστροφικά κύματα θα μπορούσε να δοθεί με ένα μόνο έργο. Κατασκευασμένο στη γη αντί για τη θάλασσα, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με έμφαση στην εργασία και όχι στο κεφάλαιο, απαιτώντας τη δέσμευση της κυβέρνησης αλλά και των κατοίκων της πόλης.3 Η μελέτη προτείνει την κατασκευή ενός προβόλου κατά μήκος της ακτογραμμής, αφιερωμένου στη δημόσια αναψυχή, ένα είδος αστικού πάρκου πάνω από τη θάλασσα. Κάθε δομικά ανεξάρτητο κομμάτι του προβόλου τοποθετείται πάνω σε ατσάλινους μεντεσέδες. Τα ανεξάρτητα κομμάτια μπορούν να σχηματοποιηθούν στην καμπυλωμένη γραμμή του δρόμου ώστε η συναρμολόγησή τους να είναι συνεχής. Όταν ένας περαστικός τυφώνας υψώσει το επίπεδο της θάλασσας κατευθύνοντας τα κύματα προς την ακτή, η δύναμη του κύματος ενεργοποιεί ένα 1 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2012/02/29/the-next-revolution/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2010/01/01/on-the-malecon/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 Ό.π.

121


122

Εικ.132: On the Malecon, Havana, 1994-95


σύστημα μέσα στα κομμάτια του προβόλου, τα περιστρέφει σε μια σχεδόν κατακόρυφη θέση δημιουργώντας έναν ψηλό κυματοθραύστη που αντιστέκεται στην ορμή του κύματος. Όταν η καταιγίδα περάσει και το νερό υποχωρήσει, τα κομμάτια επιστρέφουν στις αρχικές τους θέσεις. Η ιδέα είναι πως η θάλασσα παρέχει την ενέργεια για τη λειτουργία του συστήματος, χωρίς πρόσθετα μηχανικά συστήματα, μετατρέπεται σε ένα βιώσιμο σύστημα με τη σύγχρονη έννοια.1 Ο Lebbeus Woods τάσσεται υπέρ της χρήσης των ψηφιακών υπολογιστών καθώς και όλων των τεχνολογικών επιτευγμάτων που συνόδευσαν τις διαπλανητικές αποστολές της δεκαετίας του ‘70. Πιστεύει πως η τεχνολογία αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό μέσο που αν αξιοποιηθεί σωστά δύναται να επιφέρει πρωτοφανή αποτελέσματα. Σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται διαρκώς, πιστεύει πως η τεχνολογία από μόνη της δεν επαρκεί για να δώσει λύσεις. Αυτό που απαιτείται είναι να αξιοποιηθούν κατάλληλα οι γνώσεις από εκείνους που τις κατέχουν. Η κοινωνία θα έπρεπε να είναι πρόθυμη να διαθέσει πόρους για να υποστηρίξει ερευνητικά προγράμματα που στοχεύουν στην αποφόρτιση από τα δεινά που μαστίζουν τη σύγχρονη ζωή.

123

1 Ό.π.


124

Εικ.133: Φτωχογειτονιά, Ghana


4.3.2 Παγκοσμιοποίηση - Νέες θεωρήσεις του χώρου Το έργο του Lebbeus Woods θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτισμού και αστικού ιστού, όπου η ριζοσπαστική αλλαγή προκύπτει μέσα από ακραίες συγκυρίες. Θεωρεί πως οι προκλήσεις που αμφισβητούν την αρχιτεκτονική και θα έπρεπε να είμαστε πρόθυμοι να τις αντιμετωπίσουμε, είναι η φτώχεια και η συνακόλουθη δημιουργία φτωχογειτονιών καθώς και η βιομηχανοποίηση σε συνδυασμό με σοσιαλισμό ή καπιταλισμό. Οι αρχιτέκτονες δεν μπορούν να αλλάξουν το οικονομικό σύστημα που ευθύνεται για τη φτώχεια και την ανεργία, επομένως θα πρέπει να εργαστούν σε αυτό εφευρίσκοντας σενάρια και πρακτικές προσεγγίσεις για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Επιπλέον η νέα παγκόσμια κοινότητα ξεπερνά παλαιότερα στερεότυπα σχετικά με τη διαφορετικότητα. Οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες θεωρήσεις του χώρου και του τρόπου δημιουργίας του.1 Την περίοδο του ‘70 η μεταβιομηχανική τάση για μεταφορά μέρους της παραγωγής σε άλλες εγκαταστάσεις, συνέβαλε σε μια κοινωνική αναδιάρθρωση που είχε άμεση επίπτωση στη γεωγραφία των δραστηριοτήτων και τη χωρικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Το πρόβλημα των φτωχογειτονιών είναι ένα από τα φαινομενικά άλυτα και ο Woods έχει εκφράσει εκτενώς τις απόψεις του γι’ αυτό. Το ζήτημα είναι παγκόσμιο και μεγεθύνεται καθώς η εκθετική πληθυσμιακή διεύρυνση αναγκάζει ένα δυσανάλογο αριθμό ανθρώπων σε απαράδεκτες συνθήκες ζωής. Το πρόβλημα παρουσιάζεται κυρίως σε χώρες που πασχίζουν να αναδυθούν μέσα από αποικιακή εκμετάλλευση, οικονομική απομόνωση, πολιτική αναρχία και άλλες συνθήκες που ελάχιστα επηρεάζουν τις ανεπτυγμένες χώρες. Η αιτία της φτώχειας είναι η ανισομερής κατανομή του πλούτου και των πόρων. Κύκλοι πραξικοπημάτων, εμφυλίων πολέμων, επαναστάσεων αντικαθιστούν τους δεσπότες με νέους και η κατάσταση των φτωχών παραμένει ανεπηρέαστη.2 Οι άνθρωποι που κατοικούν σε τέτοια μέρη δεν έχουν άλλη επιλογή από το να επικεντρωθούν στη διαμόρφωσή τους, προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις τους στο ελάχιστο. Ο Woods αναγνωρίζει κοινά στοιχεία ανάμεσα στους κατοίκους των φτωχογειτονιών και εκείνους που έχουν βρεθεί σε εμπόλεμη ζώνη, όπου η δομή της κοινωνίας έχει διακοπεί ή καταστραφεί.3 Οι φτωχογειτονιές αυξάνονται σε πολλές αστικές περιοχές αποστραγγίζοντας τις πηγές τους, είναι μια μορφή εντροπίας που μακροπρόθεσμα απειλεί την επιβίωση της κοινωνίας. Μια ενδιαφέρουσα υπόθεση εμφανίζεται αν οι φτωχογειτονιές μπορούσαν να βελτιωθούν εκ των έσω, να μεταλλάξουν τις συνθήκες ζωής χρησιμοποιώντας την ικανότητά τους να προσαρμόζονται.4 Η λύση που προτείνει ο Woods έρχεται με τη μορφή μιας κάψουλας που εισάγεται στην κοινότητα και με τη χρήση της από ένα άτομο αρχίζει να αναμορφώνει τις συνθήκες. Αρχικά οριοθετεί ένα χώρο ασφαλή από το εξωτερικό που παρέχει διακριτές περιοχές λειτουργίας. Έχει τη δυνατότητα αυτορρύθμισης ή ρύθμισης σύμφωνα με διαφορετικά μοτίβα ζωής και εργασίας. Δεν πρόκειται για προκαθορισμένη μονάδα αλλά για μια κάψουλα που εμπεριέχει όλες 1 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2007/12/29/lebbeus-woods-interview-by-leo-gullbring/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/01/18/slums-the-problem/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/01/18/slums-the-problem/> (αναζήτηση 13/03/2013) 4 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/01/28/slums-what-to-do/> (αναζήτηση 13/03/2013)

125


126

Εικ.134: Φτωχογειτονιά στην Ινδία

Εικ.135: Σχέδια λειτουργίας της κάψουλας


τις ζωτικές και εργασιακές συνθήκες, ξεκινώντας ως κάτι σταθερό και στη συνέχεια μεταβολίζεται ενισχύοντας τις ικανότητες του χρήστη. Εάν ένας μεγάλος αριθμός εισαγόταν σε μια φτωχογειτονιά, θα δημιουργούσε μια οργανική μορφή κοινότητας ανεπτυγμένη από τη συνεργασία των κατοίκων καθώς αναμορφώνουν τα ζωτικά περιβάλλοντα. Είναι σημαντικό η κάψουλα να επιτρέπει την επίτευξη των προσωπικών στόχων του χρήστη, χωρίς να τους υποβιβάζει σε υποκείμενα της θέλησης του σχεδιαστή.1 Ένα ακόμα πρόβλημα που αναγνωρίζει στην παρούσα εποχή της παγκοσμιοποίησης και του ατομικισμού, είναι εκείνο της συμφιλίωσης και παράδοξης συνύπαρξής τους. Η εξαφάνιση διακριτών τοπικών κουλτούρων ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξάπλωσης του καταναλωτισμού, των επωνυμιών του και της μαζικής προώθησης προϊόντων, συμβάλει στην ομογενοποίηση των ανθρώπινων οικισμών. Ο Woods βλέπει πως τα νεότερα αστικά κέντρα που ο πληθυσμός τους αυξήθηκε πρόσφατα, είναι δύσκολο να διακριθούν αρχιτεκτονικά καθώς χρησιμοποιούν τις ίδιες κτιριακές τυπολογίες και τεχνολογίες. Παράλληλα με αυτή την αισθητική και πολιτισμική ανάπτυξη έχει πραγματοποιηθεί και μια αλλαγή στις ανθρώπινες ταυτότητες. Οι άνθρωποι απασχολούνται με την επιβεβαίωση της προσωπικής τους ταυτότητας ως αντίδραση στην ομογενοποίηση που προκύπτει από τον καταναλωτισμό, ενώ είναι κομμάτι μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής στη σημερινή κοινωνία που δίνει έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε μια τέτοια περίοδο, ο Woods προτρέπει σχεδιαστές, καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες να επανεξετάσουν την παγκόσμια κατάσταση, επιτρέποντας μέσα από τα έργα τους τις διαφοροποιήσεις στον αισθητικά και κοινωνικά περίπλοκο τομέα.2 Για την πόλη στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα είναι η δημιουργία ενός εδάφους για ξεχωριστά όντα, που όχι μόνο υποστηρίζει τα νομικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά δικαιώματά τους αλλά καλλιεργεί το αίσθημα της αυτονομίας και ταυτόχρονα της ευθύνης. Για να αντιμετωπίσουν οι αρχιτέκτονες τις προκλήσεις αυτής της κατάστασης, πρέπει να αναγνωρίσουν στις πρακτικές τους τις κρίσεις που επηρεάζουν την πόλη. Ο Woods επισημαίνει τη σημασία των τύπων, ως τη συνηθισμένη βάση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού που ανταποκρίνονται στις οικονομικές κατηγορίες αλλά και στα κοινωνικά στερεότυπα που οργανώνουν τις συμβάσεις των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Το πρόβλημα με την τυπολογία εμφανίζεται όταν συνειδητοποιήσουμε πως η ροή της αστικής ζωής αναμιγνύει αυτές τις κατηγορίες κοινωνικά και χωρικά, κατά τρόπους μη προβλέψιμους ή πλήρως ελεγχόμενους. Η τυπολογική σκέψη γίνεται εμπόδιο σε ασαφείς καταστάσεις, όταν βρίσκεται στα πρόθυρα μια δραστική αλλαγή και οι υπάρχουσες τυπολογίες αδυνατούν να την περιλάβουν, όπως σε περιπτώσεις πολέμου, φυσικών καταστροφών και οικονομικής κατάρρευσης.3

1 < http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/02/09/slums-one-idea/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/01/13/same-difference/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/11/30/the-design-game/> (αναζήτηση 13/03/2013)

127


128

Εικ.136: Korean DMZ

Εικ.137: Korean DMZ


Ο Woods θεωρεί την παγκοσμιοποίηση ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Της αποδίδει μερίδιο ευθύνης για τις δυσμενείς συνθήκες που υπομένει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αλλά και για την ομοιογένεια που παρουσιάζουν τα μεγάλα αστικά κέντρα. Προτρέπει τους αρχιτέκτονες να συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης και να προβάλουν νέες θεωρήσεις του χώρου, κατάλληλες για απρόβλεπτες αλλαγές. Ο ίδιος, παρατηρώντας ομοιότητες ανάμεσα στους φτωχούς και εκείνους που έχουν βρεθεί σε εμπόλεμη ζώνη, επιχειρεί να δώσει λύσεις επινοώντας δομές που έχουν τη δυνατότητα να μεταλλάσσονται καθώς οι συνθήκες μεταβάλλονται.

129

Εικ.138: Korean DMZ


130

Εικ.139: Zagreb Freezone, 1991

Εικ.140: High Houses, 1992-95


4.3.3 Νέες κοινωνικές συνθήκες - Νέες μορφές κατοίκησης Ο Lebbeus θεωρεί πως ο ρόλος της αρχιτεκτονικής ως κοινωνική και κατά βάση κατασκευαστική δράση δύναται να γιατρέψει τις πληγές με τη δημιουργία νέων τύπων χώρου στην πόλη. Αυτοί θα ήταν ελεύθεροι χώροι (freespaces), χωρίς προκαθορισμένα προγράμματα χρήσης, αλλά των οποίων οι δυνατές μορφές θα απαιτούσαν την εφεύρεση νέων προγραμμάτων που θα ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες. Οι ελεύθεροι χώροι θα ήταν τα μέσα για τη δημιουργία νέας σκέψης και κοινωνικοπολιτικών μορφών.1 Στα έργα των Berlin & Zagreb free zones (1990-91) προτείνει χώρους που είναι σύνορα, αμφισβητούν τις υπάρχουσες μορφές κατοίκησης. Μόνο όσοι είναι πρόθυμοι να διερευνήσουν νέους τρόπους ζωής και σκέψης μπορούν να κατοικήσουν αυτούς τους χώρους. Αυτές οι προτάσεις σε διαφορετικές μορφές διερευνώνται αργότερα στα έργα για το Sarajevo, Havana, San Francisco, όπου οι ελεύθεροι χώροι αποτελούν ένα στάδιο στην εξέλιξη των ιδεών της κατοίκησης.2 Θεωρεί αναγκαίο οι αρχιτέκτονες να οραματιστούν νέους τύπους κατοικήσιμου χώρου. Ο ίδιος διερεύνησε το ερώτημα της κατοίκησης, με τις πρώιμες αναζητήσεις του να επικεντρώνονται σε μια κοινωνία αυτόνομων δομών που κινούνται ελεύθερα στο ρευστό χώρο. Το 1989 στο Aerial Paris δημιούργησε σχέδια για μια κινητή κοινότητα που καταλαμβάνει τον εναέριο χώρο πάνω από το Παρίσι, δομές προορισμένες για ζωή και εργασία. Οι κινούμενες κατασκευές μεταφέρουν μέσα από τη μαγνητική σφαίρα της Γης τεράστια φύλλα ελαφρύ υλικού, δημιουργώντας στατικό ηλεκτρισμό σε επαρκείς ποσότητες ώστε να μετεωρίζονται αθόρυβα, ελεύθερα στον ανοιχτό ουρανό. Τα Icebergs (1991) αποτέλεσαν την πρόταση για μια κοινότητα κατοικούμενων δομών που επιπλέουν έξω από το λιμάνι του San Diego, με μεγάλο μέρος της μορφής και του εσωτερικού χώρου να βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.3 Τα High Houses προτάθηκαν ως κομμάτι της ανακατασκευής του Sarajevo, μετά την πολιορκία της πόλης την περίοδο 1992-95. Τα σπίτια ανέρχονται σε μεγάλο ύψος, καταλαμβάνουν τον εναέριο χώρο διεκδικώντας τον για τους κατοίκους της πόλης. Πρόκειται για χώρους που υπόσχονται ένα νέο ξεκίνημα, που προκαλεί σε φυσικούς όρους το παρελθόν και το παρόν, στοχεύοντας σε ένα μέλλον αποκλειστικά για την πόλη. Εκπληρώνουν την παράδοξη επιθυμία να πετάξουν, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν συνδεδεμένα με τη θέση προέλευσής τους. Πιθανότατα λίγοι να μπορέσουν να κατακτήσουν τις προκλήσεις τους, αφού κάθε γνώση θα εκδηλώνει ένα πνεύμα θάρρους και εφευρετικής ικανότητας για την εκ νέου δημιουργία μιας πόλης που έχει μετασχηματιστεί από καταστροφή.4 Ο Woods υπέθεσε πως το 90% των πληγέντων κτιρίων θα ανακατασκευάζονταν στις παλιές τους μορφές και χρήσεις, αλλά το 10% θα έπρεπε να είναι ελεύθεροι χώροι για εκείνους που ήθελαν να προχωρήσουν μπροστά. Τα σχέδια των Injections, Scabs, Scars προτάθηκαν ως δομές που δημιουργούν τρία στάδια στην ανακατασκευή κτιρίων κατεστραμμένων από τον πόλεμο και συμπλήρωσαν την πρόταση για το Sarajevo.5 1 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2008/02/06/the-reality-of-theory/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2007/12/29/lebbeus-woods-interview-by-leo-gullbring/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/06/28/fluid-space/> (αναζήτηση 13/03/2013) 4 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2010/02/23/high-houses/> (αναζήτηση 13/03/2013) 5 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/01/16/type-casting/> (αναζήτηση 13/03/2013)

131


132

Εικ.141: Walls of Change, Havana


Κατά την περίοδο 1994-95 έκανε μια σειρά προτάσεων για την Havana, όπου με τη μελέτη για τα La Havana Veja Walls διεύρυνε τις θεωρίες του σχετικά με τη χρήση των τοίχων στην αρχιτεκτονική. Πιστεύει πως θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότεροι τοίχοι, πιο πολλά διαχωριστικά που την ίδια στιγμή φέρνουν τα πράγματα πιο κοντά. Στην περίπτωση της Havana σχεδίασε ένα νέο αστικό τείχος προκειμένου να επικεντρώσει τις ενέργειες, κάνοντας την ίδια στιγμή πιο έντονες τις διαδικασίες αποσύνθεσης και νέας ανάπτυξης. Άλλοι τοίχοι τους οποίους ονόμασε αστικές μπαταρίες, περιείχαν ενεργειακά κύτταρα και μονάδες κάθαρσης νερού, περιλάμβαναν θέσεις που μπορούσαν να καταληφθούν από παρακείμενες μονάδες κατοίκησης. Δομικά υποστηρίζουν νέες, αυθόρμητες κατασκευές που κατασκευάζονται στα κενά που ανοίγονται από την κατεδάφιση παλιών κτιρίων στο υπάρχον τοπίο της πόλης. Η χρήση τους δεν είναι προκαθορισμένη, οι τοίχοι δεν διαχωρίζουν απλώς χώρους, αλλά υποστηρίζουν νέες και πειραματικές μορφές κτιρίου και ζωής.1 Στόχος του στην περίπτωση της Havana, ήταν οι προτεινόμενοι αστικοί τοίχοι να δρουν ως γενεσιουργοί της παλιάς πόλης. Η αποσύνθεση παίρνει τη μορφή κατάρρευσης ή επιδείνωσης των κτιρίων, που αφήνουν κενά για να γεμίσουν με νέες κατασκευές. Οι νέες κοινωνικές συνθήκες αυτής της κοινότητας, καθώς και η αναγκαιότητά να εφευρεθούν νέες κατασκευαστικές τεχνικές προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους κενούς χώρους στα υπάρχοντα κτίρια και στους νέους τοίχους υποδομών, προτείνουν πως οι χώροι που θα χτίσουν και θα επιλέξουν να κατοικήσουν θα ενσωματώνουν νέες σχέσεις εσωτερικού- εξωτερικού. Θα μπορούσαν να σχηματίσουν μια νέα αστική αρχιτεκτονική, μοναδική σε τόπο και χρόνο.2 Οι ιδέες του σχετικά με τις πιθανότητες της αρχιτεκτονικής σε σχέση με τις συνεχείς διαδικασίες μεταμόρφωσης επεκτάθηκαν και σε δύο επόμενα έργα του. Τα σπίτια του San Francisco (1995) πρότειναν αρχιτεκτονικές που διευρύνουν τις δυνάμεις του σεισμού και τις αξιοποιούν σε δυναμικές της ιδιωτικής ζωής και της κοινωνικής αλλαγής. Ο Woods θεωρεί πως οι σεισμοί δεν είναι εγγενώς καταστροφικοί και αυτό που απαιτείται είναι νέες ιδέες και προσεγγίσεις που φτάνουν πέρα από την ενίσχυση υπαρχόντων ιδεολογικών και φυσικών δομών. Τα έργα του Terrain (1999) συνέθεσαν μια αρχιτεκτονική ως ακέραιο κομμάτι των τοπίων που υπόκεινται σε συχνές σεισμικές δράσεις. Πρόκειται για τεχνητά τοπία που αναμορφώνουν τα φυσικά, σύμφωνα με την επιρροή και τον αντίκτυπο τόσο των ανθρώπινων όσο και των φυσικών δυνάμεων αλλαγής. Και τα δύο έργα προσανατολίζονται προς μια μετά-Βιβλική συμφιλίωση του ανθρώπινου και του φυσικού στοιχείου, μέσα από τεκτονική και ιδεολογική αναδόμηση της ίδιας της αρχιτεκτονικής.3 Για σχεδόν μια εικοσαετία ο Woods ασχολήθηκε με τις αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο και πως επηρεάζουν αλλά και δημιουργούν νέα αρχιτεκτονική. Επισήμανε την ανάγκη εφεύρεσης νέων προγραμμάτων που θα ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες. Αυτά πήραν τη μορφή αυτόνομων δομών, έγιναν μέρος της ανακατασκευής ενός τοπίου ή μιας πόλης που είχε δεχθεί πλήγμα είτε από κάποια φυσική καταστροφή είτε από κάποιο από τα προβλήματα του σύγχρονου πολιτισμού. Άλλοτε μετατράπηκαν σε τοίχους ή κτίρια που δρουν ως γενεσιουργοί μιας νέας αστικής αρχιτεκτονικής. Πάντοτε όμως για τη δημιουργία των νέων τύπων κατοικήσιμου χώρου υπήρξαν 1 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2010/05/28/walls-of-change/> (αναζήτηση 13/03/2013) 2 <http://lebbeuswoods.wordpress.com/2010/05/28/walls-of-change/> (αναζήτηση 13/03/2013) 3 < http://lebbeuswoods.net/> (αναζήτηση 13/03/2013)

133


Εικ.142: San Francisco, 1995

134

Εικ.143: San Francisco, 1995


δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη αφορά την αξιοποίηση των φυσικών δυνάμεων και εκείνων της κοινωνικής αλλαγής, ενώ η δεύτερη στοχεύει στην προθυμία του χρήστη-κατοίκου να επινοήσει νέους τρόπους ζωής και σκέψης για να μπορέσει να τους κατοικήσει.

135

Εικ.144: San Francisco, 1995


136


Συμπεράσματα Στόχος της ερευνητικής εργασίας ήταν η διερεύνηση των προβληματισμών που αναπτύσσονται μέσα στα έργα των Fuller, Archigram και Woods, σε σχέση με τις περιόδους οικονομικής κρίσης που προηγήθηκαν και προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές στη δομή της κοινωνίας. Στόχος ακόμη ήταν να διερευνηθούν οι συνθήκες που ενθαρρύνουν τον πειραματισμό στην αρχιτεκτονική καθώς και η θεματολογία και το εύρος των προτάσεων που ενθαρρύνονται. Η έρευνα ακολούθησε τρία στάδια. Αρχικά αναλύθηκε το οικονομικό πλαίσιο της εκάστοτε περιόδου ώστε να αποσαφηνιστούν οι μεταβολές που εκδηλώθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξετάστηκαν οι δυσμενείς επιπτώσεις της ανατροπής της οικονομικής σταθερότητας και η συνακόλουθη κοινωνική αναδόμηση. Επιπλέον καταγράφηκαν οι τεχνολογικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν το οικονομικό σύστημα και τις διαδικασίες παραγωγής και εν τέλει τις κοινωνικές ταυτότητες. Παράλληλα εξετάστηκε η πορεία της αρχιτεκτονικής την ίδια περίοδο, η μεταστροφή της αρχιτεκτονικής ιδεολογίας, η εμφάνιση νέων ρευμάτων και η αμφισβήτηση των παλαιότερων. Στο τελευταίο στάδιο αναλύθηκε το έργο του κάθε αρχιτέκτονα μέσα από το πρίσμα των μεταλλαγών που προκλήθηκαν στην κοινωνία εξ’ αιτίας της οικονομικής αστάθειας. Αναζητήθηκαν ενδείξεις επιρροής από τις νέες τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, τόσο στο βαθμό που έγιναν μέσα για την παραγωγή προτάσεων όσο και ως αφορμή για τη διαμόρφωση μιας κριτικής θέσης μέσα από τους πειραματισμούς. Από τη μελέτη της οικονομικής ιστορίας του 20ου αιώνα συμπεραίνουμε πως μια κατάσταση ύφεσης ασφαλώς και επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις, αλλά καθώς η οικονομία ανασυντάσσεται για να εξέλθει από την αστάθεια προκύπτουν νέες ενδιαφέρουσες εκβάσεις. Στην καπιταλιστική κοινωνία οι φάσεις οικονομικής προόδου χαρακτηρίζονται από τις μετατοπίσεις στο είδος της απασχόλησης, που κατά μεγάλο μέρος πραγματοποιήθηκαν χάρη στις εξελίξεις στον τεχνολογικό και επιστημονικό τομέα που διαμόρφωσαν τις διαδικασίες παραγωγής. Καθώς μια οικονομία αγωνίζεται να ξεπεράσει μια κατάσταση ύφεσης, αρχίζουν να αναδύονται νέες συνθήκες ζωής και κουλτούρες που στην πλειονότητά τους απομακρύνονται από προηγούμενες καταστάσεις λιτότητας. Από την ανάλυση του έργου των τριών αρχιτεκτόνων, παρατηρήθηκε πως παρόλο που δραστηριοποιήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους, υπάρχουν κοινά σημεία αναφοράς στις αναζητήσεις τους που μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά την αξιοποίηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, των επιστημονικών διερευνήσεων και των γνώσεων που αποκτούνται μέσα από τις πληροφορίες, και την μετατροπή τους σε μέσο για την παραγωγή αρχιτεκτονικής. Η δεύτερη σχετίζεται με τις μεταβολές που πραγματοποιούνται μέσα σε μια κοινωνία και αφορούν είτε τις εξελίξεις στην οικονομία και τον πολιτισμό, είτε τη δημιουργία δυσμενών συνθηκών, και τον τρόπο με τον οποίο αποτελούν αφορμή για νέες διερευνήσεις. Η τελευταία κατηγορία αφορά την κριτική που ασκείται στο αστικό μοντέλο στα πλαίσια της κοινωνικής ανανέωσης και της νέας αντίληψης της κοινωνίας.

137


Στην πρώτη κατηγορία εξετάζεται ο τρόπος που οι τεχνολογικές εξελίξεις έγιναν μέσο για την αρχιτεκτονική: • Ο Fuller εργάστηκε σε μια περίοδο όπου η πρωτοπορία είχε επιβάλει το δικό της ζωτικό χώρο, με την επανάσταση στις επικοινωνίες και τις μεταφορές και τον ενθουσιασμό με την κίνηση και την ταχύτητα να ενισχύουν το πλήθος των εφευρέσεων. Ενθουσιασμένος από τις νέες δυνατότητες της μηχανής επιχείρησε να μετατρέψει το χώρο κατοίκησης σε μια πραγματική μηχανή για τη ζωή. Συνέλεξε ένα αρχείο που αφορούσε τις αεροδυναμικές μορφές, νέα υλικά και κατασκευαστικές δυνατότητες και προχώρησε στην ενσωμάτωσή τους στις αρχιτεκτονικές του προτάσεις. Εξόπλισε το σπίτι του μέλλοντος με όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες, αξιοποίησε τις δυνατότητες της εναέριας μετακίνησης για τη μεταφορά του και χρησιμοποίησε τις δυνατότητες της βιομηχανίας για την παραγωγή πρωτοτύπου. • Το περιοδικό της ομάδας Archigram κυκλοφόρησε στη μεταπολεμική Αγγλία, στον απόηχο της πυρηνικής βιομηχανίας και των εργαστηρίων έρευνας και ανάπτυξης. Τεχνολογική γνώση, διαστημικά ταξίδια, καταναλωτικές συσκευές έγιναν μέσο για τον εμπλουτισμό της αρχιτεκτονικής του μέλλοντος. Η μαζική παραγωγή μονάδων, η σύλληψη της διαστημικής κάψουλας ως χώρος κατοίκησης, η αυτοματοποίηση και ο πλήρης εξοπλισμός του ζωτικού χώρου, η επιρροή από το drive-in, τα καραβάνια, όλα συνετέλεσαν για τη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής που φιλοδοξεί να επιδράσει στην πόλη με την “ταχύτητα ενός αεροσκάφους”. 138

• Ο Woods ως πολίτης μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας της επιστημονικής-τεχνολογικής επανάστασης, έδειξε πίστη στις δυνατότητες της έρευνας και της γνώσης. Μέσα από τις θεωρίες του αναγνώρισε τη δυναμική του κυβερνοχώρου και της Εποχής της Πληροφορίας καθώς και τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας να κατευθύνει νέες διερευνήσεις στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Αντιλήφθηκε τον κόσμο του διαδικτύου ως μια αρχιτεκτονική που βρίσκεται σε κίνηση, σημείωσε την σημασία των διαπλανητικών εξερευνήσεων, προέτρεψε τους αρχιτέκτονες να πειραματιστούν και προέβλεψε την εμφάνιση του αναλογικού υπολογιστή ως την επόμενη τεχνολογική επανάσταση. Συνεχίζοντας στη δεύτερη κατηγορία, η οποία εξετάζει πως οι μεταβολές στην κοινωνία υποκινούν νέες διερευνήσεις: • Ο Fuller είδε τις δυνατότητες της φορντιστικής παραγωγής όχι μόνο ως μέσο για να παράγει μια μονάδα κατοίκησης που απείχε κατά πολύ από τις συνθήκες λιτότητας της ύφεσης, αλλά και ως δυνατότητα μετατροπής της σε υλοποιήσιμο και προσιτό αγαθό. Προσάρμοσε τις εφευρέσεις του και σχεδίασε μονάδες για μέγιστη βιομηχανική απόδοση, ενέταξε τη μαζική παραγωγή στο οικονομικό του πλάνο για να μειώσει το κόστος παραγωγής, και χρησιμοποίησε διαφημιστικές τεχνικές για να προωθήσει τις ιδέες του. • Οι Archigram θεώρησαν την υλική αφθονία και τους τρόπους προώθησης της pop κουλτούρας ως τα μέσα που μπορούν να μεταβάλουν το πρόγραμμα της αρχιτεκτονικής και να το κοινοποιήσουν ανά τον κόσμο. Προσάρμοσαν τα κτίρια τους στις νέες ανάγκες που επέβαλαν την ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα από την κατανάλωση, συνδύασαν τα ηλεκτρονικά συστήματα για την ικανοποίηση της ανθρώπινης επιθυμίας και προέβαλαν τη στέγαση και την εργασία ως εν δυνάμει καταναλωτικά αγαθά. Αναγνώρισαν πως αυτά που καθορίζουν τη


νέα πλουραλιστική κοινωνία είναι οι έννοιες του αναλώσιμου και ανταλλάξιμου και χρησιμοποίησαν την pop εικονογραφία για να το προωθήσουν. • Ο Woods, από την άλλη πλευρά, πήρε αφορμή από τα δεινά που επέφερε ο διττός κύκλος της ανάπτυξης και υπανάπτυξης της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Θεώρησε πως το πρόβλημα στο οποίο έπρεπε να απαντήσει αφορούσε τις κοινωνικές ανισότητες και τις δυσμενείς συνθήκες στις οποίες αναγκάζεται να ζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Τόνισε την ανάγκη για νέες θεωρήσεις του χώρου που θα μπορούσαν να δώσουν λύση στο πρόβλημα των φτωχογειτονιών. Εξήγγειλε κατηγορίες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση πιστεύοντας πως συνέβαλε στην ομοιογένεια των αστικών τοπίων ανά τον κόσμο και θεώρησε πως το πρόβλημα εντάθηκε από την τυπολογική σκέψη των σύγχρονων αρχιτεκτόνων. Στην τελευταία κατηγορία εξετάζονται τα αστικά μοντέλα που προτάθηκαν ως κατάλληλα για τις νέες συνθήκες: • Ο Fuller θεώρησε πως η μεταμόρφωση της ζωής από την μαζική παραγωγή και κατανάλωση, η υλική αφθονία και η διεκδίκηση της απόλαυσης απαιτούσαν ένα νέο πρότυπο ζωής. Οραματίστηκε τα σύγχρονα μοτίβα ζωής ως τοπικά σφαιρικά συστήματα ελέγχου και τον κόσμο σαν μια σφαίρα καλυμμένη από μεταλλικούς κανάβους, οβελίσκους και φάρους. Η πιο άμεση οδός για τη μετακίνηση ανθρώπων και κτιρίων θα ήταν η εναέρια. Το σπίτι έγινε ένα είδος ασπίδας που προστατεύει την οικογενειακή ζωή, ένα κτίριο που βρίσκεται σε κίνηση. Η μεταφορά των κατοικιών με τη βοήθεια του zeppelin θα επέτρεπε την άμεση τοποθέτησή τους οπουδήποτε στον κόσμο, απελευθερώνοντας τους χρήστες από τα δεσμά της τοπικότητας και δημιουργώντας μια κοινότητα που κατοικείται από τον παγκόσμιο πολίτη. Οι δομές αυτής της κοινότητας, ανερχόμενες ψηλά στον αέρα, θα προσέφεραν ένα προνομιούχο επίπεδο παρατήρησης του κόσμου, έναν πλήρη έλεγχο του ζωτικού περιβάλλοντος. Ο κάτοικος θα γινόταν κάτοχος όλου του χώρου και ο χώρος το πεδίο δράσης και επιρροής του. • Οι Archigram πίστευαν πως τα προγράμματα ανοικοδόμησης απέτυχαν να στεγάσουν αποδοτικά την νέα οικονομικά μεταβαλλόμενη κοινωνία. Αναγνώρισαν τη σημασία του απορριπτόμενου περιβάλλοντος και πρότειναν ένα μοντέλο κατοίκησης στο οποίο οι πολίτες έχουν επαναπροσδιοριστεί ως χρήστες και όχι ως καταναλωτές. Ήταν μια απόπειρα να κρατηθούν οι πόλεις βιώσιμες σε μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών. Το νέο αστικό μοντέλο θα ήταν αυτό των κινούμενων μητροπόλεων που θα μπορούσαν να συνδεθούν μεταξύ τους όποτε οι ανάγκες το απαιτούσαν ή να ταξιδεύουν ανεξάρτητα σαν ξεχωριστά κτίρια. Θα σχηματιζόταν έτσι μια διεθνής μεγά-κατασκευή που θα μπορούσε να πειθαρχήσει και να κινητοποιήσει μια πόλη που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και δεν συμβιβάζεται σε τοπικότητες. Το όραμα αυτής της νέας αστικής ανάπτυξης εξέφραζε τη high-tech κουλτούρα της εποχής, καθώς και την πρωτόγνωρη γεωγραφική και κεφαλαιακή κινητικότητα που βίωνε η ανθρωπότητα εκείνη την περίοδο. Θα μπορούσε όμως να τοποθετηθεί και σε ένα μελλοντικό σκηνικό ενός κατεστραμμένου τοπίου στον απόηχο ενός πυρηνικού πολέμου. • Τέλος, ο Woods σχεδίασε χώρους που αμφισβήτησαν τις υπάρχουσες μορφές κατοίκησης ως προς την αδυναμία τους να συμπεριλάβουν το στοιχείο της αλλαγής στο σχεδιασμό τους. Η νέα αστική αρχιτεκτονική που πρότεινε θα διαμορφωνόταν από δύο τύπους δομών. Οι πρώτες θα αποτελούσαν νέους τύπους χώρου χωρίς

139


προκαθορισμένα προγράμματα χρήσης, που θα προκαλούσαν τους χρήστες να εφεύρουν νέους τρόπους ζωής και σκέψης για να τους κατοικήσουν. Αυτοί θα αποτελούσαν μια κοινωνία αυτόνομων δομών που κινούνται ελεύθερα στο ρευστό χώρο, διεκδικώντας το εναέριο, θαλάσσιο και υποθαλάσσιο τοπίο για τους χρήστες τους. Ο δεύτερος τύπος δομών θα ήταν παρασιτικής φύσεως, μέρη της ανακατασκευής των κτιρίων έπειτα από φυσικές καταστροφές ή καταστάσεις αποσύνθεσης, για την εκ νέου δημιουργία μιας πόλης που έχει μετασχηματιστεί από καταστροφή. Δομικά θα υποστήριζαν νέες κατασκευές στα κενά που ανοίγονται από την κατεδάφιση παλιών κτιρίων στο υπάρχον τοπίο της πόλης. Καθώς η κοινωνία βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση μετασχηματισμού, σταδιακά οι νέες δομές θα υπερίσχυαν έναντι του παλιού αστικού μοντέλου.

140

Εξετάζοντας τα παραπάνω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως παρόλο που οι τρείς αρχιτέκτονες παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τις συνθήκες που τροφοδοτούν τον πειραματισμό, η προσέγγιση των διερευνήσεών τους διαφέρει. Ο Fuller έθεσε σε δοκιμασία τις ιδέες που πρότειναν πραγματική ζωή μέσα σε μια τεχνολογικά εξοπλισμένη μηχανή. Σχεδίασε ένα ολοκληρωμένο πακέτο απευθυνόμενο στους κατοίκους-ταξιδιώτες της εποχής της μετακίνησης, λαμβάνοντας υπόψη τις δυναμικές της αγοράς ακινήτων και την πρόοδο στις επικοινωνίες. Θέλησε να δώσει στο καταφύγιο τα οικονομικά πλεονεκτήματα της μαζικής παραγωγής, που θα επέτρεπαν εργοστασιακή κατασκευή και διανομή, αντίστοιχη των αυτοκινήτων και μάλιστα με μικρότερο κόστος. Τελειοποίησε τα σχέδια του, έθεσε τον οικονομικό προϋπολογισμό και ανέμενε την ανάδυση των υλικών και κατασκευαστικών δυνατοτήτων που θα επέτρεπαν την παραγωγή της μονάδας. Οι Archigram αφηγήθηκαν τη φαντασίωσή τους σαν μια αντανάκλαση του ηδονιστικού χαρακτήρα του μεταπολεμικού καπιταλισμού δίνοντας έμφαση στην απόλαυση της κατανάλωσης. Δημιούργησαν μια αρχιτεκτονική που προέβαλε τα μεταβαλλόμενα κοινωνικά και ιδεολογικά μοτίβα και αναγνώρισαν πως η κοινωνία του μέλλοντος θα κατευθυνόταν από έναν τρόπο ζωής που καταναλώνεται και έχει μικρή διάρκεια ζωής. Ο Woods από την άλλη άσκησε κριτική μέσα από το έργο του, θεωρώντας πως σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε διαρκή μετασχηματισμό η κοινωνία θα έπρεπε να διαθέτει πόρους για να υποστηρίξει ερευνητικά προγράμματα ικανά να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής. Προέτρεψε τους αρχιτέκτονες να αναλογιστούν το ρόλο τους ως δημιουργοί κοινωνικών συνθηκών και έδωσε το παράδειγμα επινοώντας νέους χώρους που δίνουν έμφαση σε ομάδες του πληθυσμού που υπόκεινται σε βίαιες αλλαγές. Καταλήγοντας, είτε πρόκειται για πραγματιστικές προσεγγίσεις, είτε για ουτοπικές αφηγήσεις ή ακόμα και πολιτικές θέσεις, οι πειραματισμοί των τριών αρχιτεκτόνων πραγματοποιούνται για να συμβαδίσουν ή και να προβλέψουν τις νέες συνθήκες. Οι αναζητήσεις τους στοχεύουν στη δημιουργία νέων δεδομένων που δύνανται να σταθεροποιήσουν μια αβέβαιη κατάσταση. Το θέμα που τους απασχολεί πάντοτε είναι ο άνθρωπος και οι χώροι που θα στεγάσουν τις δραστηριότητές του. Αυτό που μπορούν να διδαχθούν οι αρχιτέκτονες σήμερα είναι πως μια περίοδος οικονομικής αστάθειας επιφέρει αλλαγές στη δομή της κοινωνίας που αν αξιοποιηθούν κατάλληλα μπορούν να αποτελέσουν μέσα για την παραγωγή μιας νέας αρχιτεκτονικής.


141


142


Βιβλιογραφία Βιβλία Alison, Jane & Brayer, Marie- Ange [2007], Future City: Experiment and Utopia in Architecture, Λονδίνο: Thames & Hudson. Bell, Daniel [1999], Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, Μετάφραση Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη. Coleman, Nathaniel [2005], Utopias and Architecture, Νέα Υόρκη: Routledge. Colquhoun, Alan [1995], Essays in Architectural Criticism: Modern Architecture & Historical Change, ‘Εκδοση 7η, Cambridge, MA: MIT Press. Cook, Peter [1999], Archigram, Νέα Υόρκη: Princeton Architectural Press. Edgerton, David [2011], Britain’s War Machine, New York: Oxford University Press. Feather, Frank [1980], Through the ‘80s: Thinking Globally, Acting Locally, Washington DC: World Future Society. Fuller, R. Buckminster & Marks, Robert [1973], The Dymaxion World of Buckminster Fuller, Νέα Υόρκη: Anchor Press. Hall, Stuart, Held, David & Mc Grew, Anthony [2009], Η νεωτερικότητα σήμερα: Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός, Έκδοση Γ’, Μετάφραση Θανάσης & Βίκτωρας Τσακίρης, Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλα. Hays, K. Michael [1998], Architecture Theory Since 1968, Cambridge, MA: MIT Press. Judt, Tony [2007], Postwar: A History of Europe since 1945, London: Pimlico. Kindleberger, C. [1973], “An Explanation of the 1929 Depression”, στο: Kindleberger, C., The World in Depression 192939, σσ. 291-308, Berkeley: University of California Press. Kindleberger, Charles P. [1993], A Financial History of Western Europe, Έκδοση Β’, Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Komninos, Nicos & Gottdiener, Mark [1989], Capitalist Development and Crisis Theory : Accumulation, Regulation & Spatial Restructuring, Λονδίνο: The Macmillan Press. Lorance, Loretta [2009], Becoming Bucky Fuller, Cambridge, MA: MIT Press.

143


Neder, Federico [2008], Fuller Houses: R. Buckminster Fuller’s Dymaxion Dwellings and Other Domestic Adventures, Μετάφραση E. Lam, Baden: Lars Muller Publishers. Sadler, Simon [2005], Archigram - Architecture Without Architecture, Cambridge, MA: MIT Press. Scott, Felicity [2007], Architecture or Techno-utopia: politics after modernism, Cambridge, MA: MIT Press. Tafuri, Manfredo [1976], Architecture and Utopia: Design and Capitalist Development, Μετάφραση Barbara Luigia La Penta, Cambridge, MA: MIT Press. Tafuri, Manfredo & Dal Co, Francesco [1976], Modern Architecture/2, Milan: Electa Editrice. Venturi, Robert, Scott-Brown, Denise & Izenour, Steven [1998], Learning from Las Vegas, Cambridge: MIT Press. Woods, Lebbeus & Rehfeld, Ekkehard [1998], BorderLine RIEA Europa, Βιέννη: Springer. Κωτσιόπουλος, Αναστάσιος [2010], Η Αρχιτεκτονική σε περίοδο κρίσης, Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη. 144

Άρθρα σε ιστοσελίδες Edgerton, David [2011], War, Reconstruction, and the Nationalization of Britain, 1939-51, http://past.oxfordjournals.org/content/210/suppl_6/29.extract Μουζέλης, Νίκος [2011], Παγκοσμιοποίηση και Δημοκρατία, http://academia.lis.upatras.gr/index.php/academia/rt/printerFriendly/75/143 Ναξάκης, Χάρης [1997], Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, των αγορών, της τεχνολογίας, http://www.ardin.gr/?q=node/2166

Ακαδημαϊκές εργασίες Μαντάλης, Γεώργιος [2010], Διεθνείς Οικονομικές Κρίσεις, Ηράκλειο: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό ‘Ίδρυμα Κρήτης


Διαδικτυακές πηγές http://www.archigram.net/ http://archigram.westminster.ac.uk/ http://www.bfi.org/ http://lebbeuswoods.net/ http://lebbeuswoods.wordpress.com/ http://www.openculture.com/2012/08/ieverything_i_knowi_42_hours_of_visionary_buckminster_fuller_lectures_1975.html

Πηγές εικόνων http://www.archdaily.com/ http://archigram.westminster.ac.uk/ http://www.flickr.com/ http://importanceofelectronics.blogspot.gr/ http://lebbeuswoods.wordpress.com/ http://oldadvertising.blogspot.gr/ http://www.oldukphotos.com/ http://retroheadz.blogspot.gr/ http://www.vintag.es/

145



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.