Στ’ τάξη
ΆΓΝΩΣΤΟΣ Χ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ
& ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Σχ. Έτος 2012 -2013 | 26ο & 29ο Δ.Σ. Αχαρνών
«Μια φορά κι έναν καιρό μπήκε ένας γάτος στον χορό κι ήθελε να μάθει Αγγλικά μα του ’κόψαν την ουρά κι αυτός φώναζε “Μαμά”». − Στοπ, στοπ σταμάτα να λες βλακείες! Φώναξε ο μικρός γιός του Καραγκιόζη, το κολλητήρι, στον πατέρα του. Δεν θέλω να ακούω τέτοιες βλακείες, βρε μπαμπά, για να κοιμηθώ! Ξανά φώναξε και του πέταξε στα μούτρα το μαξιλάρι. Τέτοιες και χειρότερες μέρες περνούσε ο Καραγκιόζης κάθε μέρα. Έτσι φτωχός και καημένος ήταν πάντα και κανείς δεν του έδινε σημασία! Όλοι τον περνούσαν για τρελό μα αυτός είχε και λίγο μυαλό μέσα του. Αύριο το πρωί θα πήγαινε στο φούρνο, για να πάρει ψωμί. Κάπου στα δυτικά, πιο μακριά
από την παράγκα του Καραγκιόζη
έμενε η Κοκκινοσκουφίτσα, άλλο ένα χαριτωμένο κοριτσάκι αλλά και μικρό διαβολάκι. Η
μαμά
της,
της
φώναζε συχνά, ο
πατέρας της δεν
ενδιαφερόταν γι’ αυτή και μόνο η γιαγιά της την συμπαθούσε. Και όχι μια απλή γιαγιά, μια ξεχωριστή γιαγιά, μια μοντέρνα γιαγιά .Έτσι λοιπόν μοντέρνα που ήταν και μιλούσε συνέχεια στο facebook, αρρώστησε. Τότε η μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας έστειλε την Κοκκινοσκουφίτσα να πάει στην γιαγιά της. Η Κοκκινοσκουφίτσα άρπαξε μια μπανάνα, καμιά δεκαριά μπισκότα με γέμιση σοκολάτας και επικάλυψη βανίλιας, ένα κουτάκι Depon και άλλα μικρογεύματα για την άρρωστη γιαγιά. Αύριο το πρωί θα πήγαινε στη γιαγιά της. Άλλος ένας μεγάλος ήρωας της αρχαιότητας ήταν ο
Μέγας
Αλέξανδρος. Ήταν στ’ αλήθεια Μέγας αλλά και λίγο μετριόφρων. Η σημερινή μέρα ήταν κάπως δύσκολη για το Μέγα Αλέξανδρο. Όλοι οι άντρες διαμαρτυρόντουσαν γι΄ αυτόν, επειδή
συμπεριφερόταν παράξενα και δεν
τους άρεσε πολύ αυτό. Η ζέστη ήταν αφόρητη, τα παγωτά που είχαν πάρει από του κυρ’ Νίκου είχαν λιώσει. Το θερμόμετρο του Μέγα Αλέξανδρου έδειχνε 40 βαθμούς κελσίου. − Αυτό είναι ανυπόφορο!! Φώναξε ένας χοντρουλής πολεμιστής που είχε ιδρώσει σαν άλογο. ‘Έχει δίκιο! Πετάχτηκε ένας ψηλέας με ένα τατουάζ μαχαιριού. Ο Μέγας Αλέξανδρος που ήταν σαν να είχε κάνει μπάνιο με ιδρώτα φώναξε: «Αφού είναι μια τόσο δύσκολη μέρα και με έχετε τρελάνει από το πρωί, θα γυρίσουμε πίσω!» − Κικιρίκουουουουουουου!!!!!!!!!!
− Σταμάτα να κοκορίζεις παλιοκοκόρι! Φώναξε ο Καραγκιόζης που πετάχτηκε από το κρεβάτι με το πρωινό ξύπνημα. Πήγε να ξαναπάρει τον υπνάκο του όταν ξαφνικά κι άλλος εκκωφαντικός ήχος τον ξύπνησε. Ήταν η Αγλαΐα, η γυναίκα του, που φωναχτά του είπε να πάει στον φούρναρη τον Γιώργη για ψωμί. Ο Καραγκιόζης βγήκε έξω απ’ την παράγκα χαιρέτισε την γυναίκα του και τα παιδιά του και έφυγε. Άλλο ένα ντρίννννν βούιξε στα αυτιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Η Κοκκινοσκουφίτσα πετάχτηκε από το κρεβάτι της και έτρεξε στην μαμά της. Η μαμά της της είχε ετοιμάσει ήδη το πρωινό. Η Κοκκινοσκουφίτσα έφαγε γρήγορα-γρήγορα το πρωινό της, έπλυνε τα μούτρα της, έβαλε κολόνια και ζήτησε από την μαμά της τα κοκκινορούχα της . − Kρίμα αλλά τα ρούχα σου είναι στο πλυντήριο γιατί χθες τα λέρωσες με μουστάρδα από το χοτ ντογκ που έφαγες στης κυρίας Ερασμίας, είπε η μαμά της νευριασμένα. − Μα, μαμά….. − Μαμάκια. Πάρε το καλάθι σου και πήγαινε στη γιαγιά σου. Η κοκκινοσκουφίτσα μουτρωμένη φόρεσε κάτι ρούχα που βρήκε στο συρτάρι της κι έφυγε. Ένα ξαφνικό ταρακούνημα πέταξε το Μέγα Αλέξανδρο από το κρεβάτι. Ήταν ο τελάλης που τον ξύπνησε. Ο Μέγας Αλέξανδρος ρώτησε τι στο καλό θέλει και τον ξυπνάει 6 τα χαράματα. Ο τελάλης του είπε ότι έπρεπε να φύγουν και να πάνε πίσω στη χώρα. − Τιιιιιιι!!! Φώναξε ο Μέγας Αλέξανδρος, που είχε ξεχάσει ότι θα έφευγαν σήμερα. Ο Μέγας Αλέξανδρος τον διέταξε να ξυπνήσει και τους υπόλοιπους για να φύγουνε. Έτσι λοιπόν και οι τρεις ήρωες μας είχαν πάρει το δρόμο για τον διαφορετικό προορισμό τους. Τελικά θα φτάσουν σε ένα αδιέξοδο που θα χαθούν και οι τρεις τους. Η ώρα κόντευε 9 το πρωί και οι πρώτες φωνές ακούστηκαν. Ήταν ο καραγκιόζης που είχε φτάσει πρώτος στο αδιέξοδο. − Πού στο καλό να πάω; Μονολόγησε. Όταν άκουσε μια φωνή, που προφανώς ήταν της Κοκκινοσκουφίτσας. − Ε, εσύ βρωμιάρη με τη μεγάλη μύτη! Φώναξε η Κοκκινοσκουφίτσα. − Ποιον είπες μικρό, ανάγωγο κοριτσάκι; − Γιατί υπάρχει και κανένας άλλος;
− Θα σου’ λεγα τίποτα αλλά έχε χάρη που έχω χαθεί. Μήπως ξέρεις πού είναι ο φούρνος του Γιώργη; − Ποιον Γιώργη και Γιωργίες; Πού θες να ξέρω άνθρωπε μου; −
Θα φας ένα γερό χέρι ξύλο και θα δεις μετά!
− Παράτα μας παλιόγερε. − Εεεεε, σταματήστε, ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή που ήταν σίγουρα του Μέγα Αλέξανδρου. Μην μαλώνετε εσείς οι δύο. Εις το όνομα του Δία. − Ποιος είναι αυτός ο Δίας, άνθρωπέ μου, χριστιανός ορθόδοξος δεν είσαι ε; Είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. − Βρε παιδιά, τι λέτε; Τον Αλλάχ δεν έχουμε για Θεό; Είπε ο καραγκιόζης παραξενεμένος. − Καλά, επειδή δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να πάει ο καθένας στον προορισμό του, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. − Εγώ έχω μια ιδέα είπε ο καραγκιόζης. Ποια ιδέα; Ακούστε, να σκάψουμε ένα μεγάλο τούνελ κάτω από το τείχος και μετά…….. − Στοπ! Άχρηστη ιδέα! Θα πω εγώ τη δική μου, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. Λοιπόν ακούστε. Θα πάρουμε αυτή την κολόνια – βατόμουρου που έχω στο καλάθι μου και θα την τοποθετήσουμε στο τείχος που μας εμποδίζει. −
Για στάσου. Γιατί να βάλουμε την κολόνια. Για στάσου. Γιατί να βάλουμε
την κολόνια στο τείχος; Για να μυρίζει βατόμουρο; Τη διέκοψε ο Μέγας Αλέξανδρος. − Όχι, βλάκα. Δεν ξέρεις ότι η κολόνια είναι εύφλεκτη και ότι θα γίνει έκρηξη και θα σπάσει το τείχος; − Όχι! − Καλά άστο, δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα. −
Εγώ πάντως δεν πιστεύω ούτε τούνελ, ούτε κολόνιες – βόμβες, ούτε
τίποτα από αυτές τις μπούρδες. −
Ε τότε τι πιστεύεις ρε μάγκα; Ρωτάει η Κοκκινοσκουφίτσα.
− Ότι πρέπει να διαλύσουμε το τείχος λέει θριαμβευτικά. −
Και πώς θα το διαλύσουμε, κύριε εξυπνάκια;
− Με τον στρατό μου! −
Αποκλείεται ! φώναξε με μια φωνή όλος ο στρατός.
− Γιατί;
− Γιατί έχω μια πολύ πιο απλή και λιγότερο επικίνδυνη ιδέα, είπε ένας πολεμιστής από το στρατό. − Και ποια είναι αυτή; Αναρωτήθηκε ο καραγκιόζης. −
Να περάσουμε γύρω από το τείχος, απάντησε. Και οι τρεις τους έμειναν
άφωνοι. Άρχισαν να κοκκινίζουν από τη ντροπή τους που δεν σκέφτηκαν κάτι τόσο απλό. Έκαναν το γύρω του τείχους και είδαν κάτι από την άλλη μεριά που δεν ήταν και πολύ ευχάριστο. Ήταν δυστυχώς ο στόλος των Περσών που κυνηγούσαν τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Καραγκιόζης και η Κοκκινοσκουφίτσα έκαναν δύο βήματα πίσω και ρώτησαν τον Μέγα Αλέξανδρο ποιοι είναι αυτοί. − Είναι οι Πε-Πε-Πέρσες! απάντησε. − Τσάντου Βάνταρ!!!!!!!! Φώναξαν οι Πέρσες. − Ποιος ήρθε; είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. − Λένε πιάστε τους! Καλύτερα να πηγαίνουμε! είπε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ενώ ο στόλος του Μέγα το’ χε βάλει στα πόδια. Πήδηξαν από έναν βράχο, γλίστρησαν
μέσα από μια σπηλιά, σύρθηκαν
κάτω από κάτι ξερά φύλλα, αλλά τίποτα, ακόμα τους ακολουθούσαν. Η Κοκκινοσκουφίτσα είδε μερικά μέτρα μπροστά μια στέγη ενός σπιτιού, ήταν το σπίτι της γιαγιάς της! − Κοντεύουμε στο σπίτι της γιαγιάς μου εκεί αφήστε με εμένα! Είπε η Κοκκινοσκουφίτσα τρέχοντας. − Εντάξει, αλλά πρώτα πρέπει να αποτελειώσουμε τους Πέρσες, δεν πρέπει να πάω στη χώρα χωρίς να τους αποτελειώσω, είπε ο Μέγας Αλέξανδρος. Άρχισαν να απομακρύνονται από τους Πέρσες και όλα πήγαιναν καλά. Έβλεπαν μπροστά τους, το σπίτι της γιαγιάς. Ξαφνικά μέσα από τους θάμνους πετάγεται ένας μεγάλος γκρίζος λύκος. − Βρε την Κοκκινοσκουφίτσα και τα φιλαράκια της! − Παράτα μας χαζολύκε! Έχουμε προβλήματα, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. − Μπα, τι προβλήματα, μαθηματικών; Χα χα χα. − Α, χα χα! Πολύ αστείο, όλοι γελάσαμε, κορόιδεψε η Κοκκινοσκουφίτσα. − Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε ο Καραγκιόζης την Κοκκινοσκουφίτσα. − Είναι ο κακός ο λύκος ο Νίκος. − Και τώρα τι κάνουμε; Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά., εγκλωβιστήκαμε.
−
Μπρος γκρεμός και πίσω κρέμα! Είπε ο Μέγας Αλέξανδρος αγχωμένος.
− Που κολλάει η κρέμα; − Αρέσει στους Πέρσες! − Έι έχω μια ιδέα, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και έβγαλε το I phone 5 από την τσέπη της. Θα πάρω τηλέφωνο στην γιαγιά μου για να μας βοηθήσει. Όμως η γιαγιά δεν το σήκωνε και έρχονταν και οι Πέρσες! − Να πάρει! Ή το ‘χει κλειστό ή δεν έχει συνδέσει το ακουστικό βαρηκοΐας. Αγχωμένοι και οι τρείς τους, ακούνε ξαφνικά την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και να βγαίνει η γιαγιά. −
Γιαγιά βοήθα μας φώναξαν και οι τρείς. Μόλις είδε την εγγονή της να ζητά
βοήθεια φώναξε : − Άκου παλιό Λύκε, ξέρω καράτε! Και ρίχνει μια γυριστή κλωτσιά στον λύκο Ο λύκος πέφτει κάτω με γδούπο. − Μπράβο γιαγιά! Φώναξαν. Η γιαγιά ευτυχισμένη αγκάλιασε την εγγονή της όμως είχαν ξεχάσει τους Πέρσες. − Έι παιδιά νομίζω πως ξεχάσαμε κάτι. Οι Πέρσες! Φώναξε ο Μέγας. − Νομίζω πως έχω μια ιδέα γι’ αυτό, είπε περήφανος ο Καραγκιόζης . − Άκουσε Μέγα. Άνοιξε την κοιλιά του λύκου με το σπαθί σου και εγώ θα μπω μες τον λύκο και θα τρομάξω τους Πέρσες! Ο Καραγκιόζης φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Γκρρρρρρρ Αουουουουουου!» Οι Πέρσες το ‘βαλαν στα πόδια φωνάζοντας ακαταλαβίστικες λέξεις όπως τσούντου, βάτου, κόκοπαρ, τζουτζουντ! Μετά από μια τέτοια
νίκη
όλοι
έφαγαν ένα νόστιμο μεγάλο δείπνο! − Θα φάμε θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε! Είπε ο Καραγκιόζης την γνωστή του ατάκα. Όλα πήγαν καλά όταν ξαφνικά − Ρε παιδιά ξέχασα να πάω στο φούρνο για ψωμί! Είπε ο Καραγκιόζης − Μην σκας έχω εγώ μια άθικτη φραντζόλα και θα στην δώσω, είπε η γιαγιά. Και όλοι γέλασαν. Έτσι όλοι έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν και πήγαν ήσυχα σπίτι τους! Και είναι ώρα να πούμε κι εμείς ΤΕΛΟΣ !!!!