Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού 20/11 - Νομική Έρευνα Advocacy Team

Page 1


Προκόπης Παναγόπουλος

Γενικά Η «παιδική ηλικία» ως έννομο αγαθό οριοθετείται εντός του ηλικιακού φάσματος της ανηλικότητας στη βάση των ιδιαίτερων προστατευτέων χαρακτηρολογικών στοιχείων που συναρτώνται με αυτήν. Ο βαθμός ωριμότητας, αντίληψης και ενσωμάτωσης συναποτελούν τους θεμελιώδεις πυλώνες επί τους οποίους ερείδεται η πολυεπίπεδη νομοθετική υπέρ του ανηλίκου κατοχύρωση. Στην ελληνική έννομη τάξη, η προστασία της νεότητας ανευρίσκει συνταγματικό έρεισμα. Οι παράγραφοι 3 και 1 εδ. α’ του άρθρου 21 ορίζουν: «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων» και «η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Επιπρόσθετα, το άρ. 16 παρ. 2 Σ στοιχειοθετεί την παιδεία ως «βασική αποστολή του Κράτους». Λαμβάνοντας υπόψη ότι το περιεχόμενο της συνταγματικής έννοιας της «παιδείας» είναι κατά κύριο λόγο η ύπαρξη οργανωμένης εκπαίδευσης παρά η αόριστη φιλοσοφική ή γνωστική τριβή γίνεται αντιληπτή η έμμεση, αλλά καίρια και πραγματική, σύνδεση του δικαιώματος στην παιδεία με το κατοχυρωτικό πλαίσιο της νεότητας/παιδικής ηλικίας. Βεβαίως, οι γενικές συνταγματικές προβλέψεις για τη νεότητα/παιδική ηλικία εξειδικεύεται εντός του κοινού νομοθετικού πλαισίου, με ακραιφνή παραδείγματα τις σχετικές προβλέψεις του Αστικού (λ.χ. άρ. 130-137 ΑΚ) και Ποινικού Κώδικα (άρ. 121επ. ΠΚ). Σπουδαίας σημασίας ρυθμίσεις αναφορικά με τα δικαιώματα του παιδιού εμπεριέχονται στις διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες έχουν επικυρωθεί με νόμο. Οι συμβάσεις αυτές, κατά τους ορισμούς του άρ. 28 παρ. 1 Σ, έχουν υπερνομοθετική ισχύ και συνδέονται άρρηκτα με την εσωτερική έννομη τάξη. Στις 2 Δεκεμβρίου 1992, η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (στο εξής: Σύμβαση του 1989), η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η εν λόγω Σύμβαση αποτελεί την ταχύτερα και ευρύτερα επικυρωμένη σύμβαση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ήδη έχουν συνυπογράψει και επικυρώσει την σύμβαση 196 κράτη. Η Σύμβαση του 1989 στο άρ. 3 ανακηρύσσει ως αδιαπραγμάτευτο άξονα για τη αξιολόγηση ενός μέτρου ή ρύθμισης με αποδέκτη ανήλικο το «συμφέρον» του. Η αόριστη αυτή νομική έννοια αναλύεται και σκιαγραφείται μέσα από μια σχοινοτενή αναφορά δικαιωμάτων του ίδιου του παιδιού και περιορισμών των γονέων, καθώς και κάθε ιδιωτικού ή δημόσιου φορέα ως προς τις αποφάσεις που λαμβάνουν για τον ανήλικο. Ο ανήλικος εξισώνεται αναλογικά με τον ενήλικα ως προς την απόλαυση και κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων, ενώ με εστιασμένες προβλέψεις οργανώνεται ένα πλαίσιο ειδικής μεταχείρισης. Έτσι, παραδειγματικά ο ανήλικος, όπως και ο ενήλικος, φέρει τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι (άρ. 15 παρ. 1 Σύμβασης του 1989), ενώ σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κρίνουν αναγκαίο τον χωρισμό του παιδιού από τους γονείς του για το συμφέρον του, τούτο διατάσσεται (άρ. 9 παρ. 1 Σύμβασης του 1989). Πέντε χρόνια αργότερα, με τον ν. 2462/1997, η ελληνική Δημοκρατία επικύρωσε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (στο εξής: ΔΣΑΠΔ), που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκεμβρίου 1966 μαζί με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο του 1966 και το Δεύτερο 1


Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο ΔΣΑΠΔ του 1989. Στο άρ. 24 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ κατοχυρώνεται ότι «κάθε παιδί, χωρίς διάκριση λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, περιουσίας ή γέννησης, έχει δικαίωμα, έναντι της οικογένειάς του, της κοινωνίας και του Κράτους στα μέτρα προστασίας που απαιτεί η θέση του ως ανηλίκου.». Στις επόμενες δύο παραγράφους του ίδιου άρθρου στοιχειοθετείται το δικαίωμα του ανηλίκου στο όνομα και την ιθαγένεια. Στο ΔΣΑΠΔ έχουν συμβληθεί 173 κράτη. Εστιάζοντας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΧΘΔΕΕ) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών πρωταγωνιστούν. Αφενός, ο ΧΘΔΕΕ στο άρ. 24 παρ. 2 ορίζει ότι «σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.». Η σημασία της συμπερίληψης αυτής της πρόβλεψης στον Χάρτη απορρέει πρώτον από την τελολογική αυστηροποίηση του κριτηρίου αξιολόγησης και εφαρμογής πράξεων, ρυθμίσεων και μέτρων με αποδέκτες ανηλίκους («υπέρτατο συμφέρον») και, δεύτερον, από την κανονιστική εμβέλεια και τον ερμηνευτικά καθοδηγητικό ρόλο του Χάρτη ως αυτός διαφαίνεται στα άρ. 51επ. του ιδίου. Αφετέρου, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών αφιερώνεται στο να δομήσει ένα πλαίσιο κατάλληλο για την άσκηση διαδικαστικών δικαιωμάτων από τους ανηλίκους ενώπιων δικαστικής αρχής. Ιστορικά, ο ΧΘΔΕΕ διακηρύχθηκε το 2000 και ετέθη ως κείμενο σε ισχύ με την Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009, ενώ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών υπογράφηκε στο Στρασβούργο το 1996. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η σχετικά πρόσφατη αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4359/2016 από την Ελλάδα. Στο άρ. 7 του τελευταίου ανευρίσκεται η διάταξη για το δικαίωμα των παιδιών και των νέων ατόμων για προστασία σχετικά με την εργασία. Γίνεται αντιληπτό από την ευρύτητα και την πολυπλοκότητα του νομικού πλαισίου που αφορά τα δικαιώματα των ανηλίκων ότι είναι κρίσιμη η θεραπεία του προτάγματος θωράκισης της νεότητας από τις απειλές προσβολής και αποσταθεροποίησής της.

2


Ελένη Γιαννακού Ορισμός Η Ύπατη αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αναγνωρίζει ως ασυνόδευτο ανήλικο αιτών άσυλο ένα πρόσωπο κάτω από την ηλικία των 18 ετών (ή την ηλικίαν ενηλικίωσης κατά το δίκαιο της χώρας ασύλου) το οποίο δε συνοδεύεται από τους γονείς του, από επίτροπο, ή από άλλο ενήλικο που σύμφωνα με τον νόμο ή το έθιμο είναι υπεύθυνος για την επιμέλεια και αιτείται να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα στη χώρα ασύλου (Γαλάνη, 2018). Αντίστοιχα, στο έκτο γενικό σχόλιο με τίτλο «Μεταχείριση ασυνόδευτων και χωρισμένων παιδιών εκτός της χώρας καταγωγής τους» η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού (CRC) υπογραμμίζει ότι η απόλαυση των δικαιωμάτων που ορίζονται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού δεν περιορίζεται σε παιδιά που είναι πολίτες ενός Κράτους. Προς επίρρωση αυτής τη θέσης, ορίζει συγκεκριμένα τις νομικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων κρατών για όλα τα ασυνόδευτα παιδιά στην επικράτειά τους. Επομένως, σύμφωνα με την εννοιολογική προσέγγιση του Γενικού Σχολίου Νο6 σε όποιο σημείο του κειμένου χρησιμοποιείται ο όρος «ασυνόδευτο(ς)», εννοούνται γενικά όλα τα αλλοδαπά παιδιά που βρίσκονται στη χώρα, εκτός από τυχόν περιπτώσεις όπου προσδιορίζεται ειδικότερα. Τόσο η Ενωσιακή έννομη τάξη όσο και ΟΗΕ αναγνωρίζουν, λοιπόν δύο περιπτώσεις. Αρχικά πρόκειται για άτομα ασυνόδευτα (unaccompanied), χωρίς κανέναν από τους δύο γονείς ή άλλα πρόσωπα, που κατά το νόμο ή το έθιμο, είναι υπεύθυνα για τη φροντίδα τους. Υπάρχει όμως και η δεύτερη περίπτωση που αφορά παιδιά που έχουν αποχωριστεί (separated) και από τους δύο γονείς ή τα πρόσωπα, που κατά το νόμο ή το έθιμο, είχαν προηγούμενα αναλάβει τη φροντίδα τους, αλλά δεν έχουν απαραίτητα αποχωριστεί από άλλους συγγενείς, και μπορεί να συνοδεύονται από άλλα ενήλικα μέλη της οικογένειάς τους. (Δίκτυο για τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται, Ιανουάριος 2017-Ιανουάριος 2018). Επίσης, στη θεωρία αλλά και σε αναφορές δικτύων και οργανισμών προστασίας δικαιωμάτων χρησιμοποιείται ο όρος «παιδιά που μετακινούνται», με τον οποίο νοούνται ιδίως τα παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες που βρίσκονται σε (μετα) κίνηση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είναι προφανές αν πρόκειται για ανήλικο πρόσφυγα ή μετανάστη. Εντούτοις, παρά την καθυστέρηση κατά τη διαδικασία προσδιορισμού, πρέπει όλοι οι ανήλικοι να απολαμβάνουν τη μεταχείριση που αρμόζει στα παιδιά. Η ελληνική πραγματικότητα Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά σε κίνηση δεν περιορίζονται σε ένα στάδιο, αλλά εκτείνονται σε όλη τη διαδικασία υποδοχής και ενσωμάτωσης τους. Αυτές οι παθογένειες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην απουσία συνεκτικών, ενιαίων και θεσμικά δεσμευτικών διαδικασιών. Παρά το γράμμα του νόμου, οι πρακτικές που υφίστανται αυτά τα παιδιά απέχουν από το σεβασμό της αξιοπρέπειας τους και δεν λαμβάνουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του. Συγκεκριμένα, το άρθρο 37 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του παιδιού απαγορεύεται καταρχήν ρητά την κράτηση των παιδιών. Ωστόσο, το περιθώριο που δίνεται για τις εξαιρετικές περιπτώσεις κράτησης, έχει γίνει ο κανόνας και μάλιστα χωρίς σεβασμό της 3


προϋπόθεσης πως η αρχή του μείζονος συμφέροντος του παιδιού θα καθορίσει τις συνθήκες κράτησης, ώστε αυτές να έχουν τη μορφή «φροντίδας» και όχι καταστολής (Γαλάνη, 2018). Τα παιδιά υπό κράτηση όχι μόνο δεν έχουν πρόσβαση σε παιχνίδια και των ψυχαγωγικές δραστηριότητες που αρμόζουν στην ηλικία τους, αλλά, όπως διαπίστωσε και το ΕΔΔΑ στις τελευταίες υποθέσεις, κοιμούνται σε ένα στρώμα πολλά μαζί, εντός κελιών και παραμένουν σε αυτά για μακρό διάστημα, απομονωμένα και εκτεθειμένα σε αστυνομική βία ή εκμετάλλευση από άλλα συγκρατούμενά τους (Αγγελίδης, «Προστατευτική φύλαξη» σε συνθήκες κόλασης, 2019). Η ενασχόληση τους με δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου και η απρόσκοπτη πρόσβαση στην εκπαίδευση αποτελούν ευχές παρά πραγματικότητα. Τα νομοθετικά κείμενα βρίθουν επιβεβαιώσεων πως «ανήλικοι που έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους και ασυνόδευτοι ανήλικοι κατά κανόνα δεν κρατούνται» (Ν.4375/2016, άρθρο 46, παρ. 10). Εντούτοις η πρακτική διαφέρει, γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία σε μια φοιτήτρια νομικής για την ισχύ και την αποτελεσματικότητα των νόμων. Ιδιαίτερη περίπτωση κράτησης αποτελεί η διαμονή ασυνόδευτων ανήλικων σε νοσοκομεία, είτε επειδή έχουν υποστεί κάποια μορφή κακοποίησης ή έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους ή οι γονείς βρίσκονται σε κράτηση ή είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων. Οι διοικητές των νοσοκομειακών μονάδων επισημαίνουν συστηματικά το ακατάλληλο παραμονής υγιών ατόμων σε συνθήκες νοσοκομειακής ιδρυματοποίησης. Επίσης, οι διευθυντές ψυχιατρικών κλινικών συχνά εξανίστανται όταν ανήλικοι κρίνονται βεβιασμένα ως ασθενείς ή τραυματισμένοι ψυχολογικά και καταλήγουν σε ψυχιατρικές μονάδες, ενώ απλά χρειάζονται φροντίδα και ένα περιβάλλον ελευθερίας. Δυστυχώς, ούτε οι συνθήκες ζωής όσων δεν βρίσκονται υπό κράτηση δεν είναι ιδανικές. Το διάστημα από την υποβολή του αιτήματος μέχρι την τοποθέτηση του ασυνόδευτου ανηλίκου σε κάποια δομή φιλοξενίας, όπως και κάθε κατάθεση αιτήματος, λόγου χάρη οικογενειακής επανένωσης, είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν παρέχεται στην ουσία πραγματική, πλήρης, αποτελεσματική προστασία. Σημαντικός αριθμός ασυνόδευτων παιδιών καταλήγουν άστεγα, διαβιώνοντας σε επισφαλείς συνθήκες. Ακόμα και να βρίσκονται εντός καταυλισμών, η τύχη τους δεν είναι σημαντικά καλύτερη, αφού δε δύνανται να παρακολουθούν την πορεία των αιτημάτων τους, δεν έχουν ένα έμπιστο πρόσωπο σημείο-αναφοράς και ασφάλειας και οι συνθήκες εντός των δομών είναι από άσχημες έως εξευτελιστικές. Επικρατεί συνωστισμός, φτωχές συνθήκες υγιεινής, κακής ποιότητας διατροφικές παροχές. Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε κινδύνους κακοποίησης -ακόμα και σεξουαλικής, εκμετάλλευσης και σε κυκλώματα διακίνησης. Η Ελλάδα φαντάζει ως ένα περιβάλλον ανασφάλειας και φόβου, παρά μια χώρα ασφαλούς υποδοχής μετά από ένα δύσκολο ταξίδι και εγκατάλειψη της πατρίδας τους.

Η Ελλάδα ενώπιον του ΕΔΔΑ Αξίζει να επικεντρωθούμε σε σχετικές καταδίκες της Ελλάδας. Αναφορικά με τη χώρα μας, στη Rahimi κατά Ελλάδας, η υπόθεση αφορούσε τις συνθήκες κράτησης στις οποίες υποβλήθηκε ένας ανήλικος Αφγανός αιτών άσυλο, που εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα, στο κέντρο κράτησης της Παγανής στη Λέσβο. Συγκεκριμένα εγέρθηκαν ζητήματα στέρησης της ελευθερίας και αμφισβήτηση της νομιμότητας της κράτησης ασυνόδευτου αλλοδαπού ανηλίκου σε κέντρο κράτησης ενηλίκων. Τα ζητήματα αυτά διαπιστώθηκαν και το Δικαστήριο έκρινε παραβίαση του άρθρου 5§ΕΣΔΑ. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 ΕΣΔΑ, διαπιστώνοντας ότι, αν και η κράτηση διήρκεσε μόνο δύο ημέρες, οι συνθήκες κράτησης του αιτούντος καθαυτές συνιστούσαν εξευτελιστική 4


μεταχείριση. Υπογράμμισε ειδικότερα ότι οι συνθήκες κράτησης στο κέντρο, ιδίως όσον αφορά τη στέγαση, την υγιεινή και την υποδομή, ήταν τόσο άσχημες που υπονόμευαν την ίδια την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εξάλλου, λόγω της ηλικίας και της προσωπικής του κατάστασης, ο προσφεύγων ήταν σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση και οι αρμόδιες αρχές δεν έλαβαν υπόψη τις ατομικές του περιστάσεις όταν τον έθεσαν υπό κράτηση. Επίσης, οι αρχές δεν είχαν διερευνήσει κατά πόσον η τοποθέτηση του προσφεύγοντος στο κέντρο κράτησης ήταν απαραίτητη ως έσχατο μέτρο ή αν υπήρχαν λιγότερο δραστικά μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να επιβληθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί η απέλαση αυτού. Τα στοιχεία αυτά δημιούργησαν αμφιβολίες ως προς την καλή πίστη των αρχών κατά την εφαρμογή του μέτρου κράτησης. Αναλόγως υπενθυμίζουμε πως στην υπόθεση Mohamad κατά Ελλάδας (2014), το Δικαστήριο θεώρησε ότι καθ' όλη τη διάρκεια της κράτησης ο προσφεύγων θεωρήθηκε ενήλικας, αφού, ακόμη και όταν είχε διορθωθεί η εσφαλμένη ηλικία, ο εισαγγελέας δεν έθεσε τον αιτούντα σε κέντρο κατάλληλο για ασυνόδευτους ανηλίκους, ούτε είχε ασκήσει έφεση κατά της κράτησης του αιτούντος στο συνοριακό σταθμό του Σουφλίου. Να προσθέσουμε στο σημείο αυτό πως κρίθηκε ότι η εσωτερική νομοθεσία, αν και επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά των συνθηκών κράτησης, δεν προσέφερε εύλογες πιθανότητες επιτυχίας και δεν παρουσίασε αποτελεσματική προσφυγή (Α.Π. κατά Ελλάδος αρ. 53709/11). Αυτή η απόφαση δεν αποτέλεσε παρά τη συνέχεια μιας σειράς καταδικών της ώρας μας, η οποία αξιοποιήθηκε νομολογιακά. Το ΕΔΔΑ είχε επισημάνει την απάνθρωπη μεταχείριση των ελληνικών συνοριακών σταθμών, ιδίως στις περιοχές Φερών και Σουφλίου (MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας (αριθ. 30696/09) και Ελλάδα και FH v. Greece, (αριθ. 78456/11). Επίσης, αξιοποιώντας εκθέσεις της Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων(CPT), το Δικαστήριο υπολόγισε ότι τίποτα δεν άλλαξε ώστε να αποκλίνει από την προηγούμενη νομολογία του. Έτσι, δεν θα μπορούσε παρά να καταλήξει σε παραβίαση του Άρθρου 3 ΕΣΔΑ, δηλαδή οι συνθήκες κράτησης του προσφεύγοντος στο συνοριακό σταθμό στο Σουφλί ισοδυναμούσαν με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, λόγω συνθηκών και διάρκειας. Η Ελλάδα έχει επανειλημμένως καταδικαστεί με ανάλογες αποφάσεις και αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης σε διαφορετικές περιοχές της. Ενδεικτικά ακόμα και στην υπόθεση SR και άλλων κατά της Ελλάδας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Βόρειας Μακεδονίας, της Σερβίας και της Σλοβενίας, υπάρχει ένα σημαντικό σκέλος της προσφυγής που αφορά την Ελλάδα [Sh. D. και λοιποί κατά Ελλάδας (αριθμός 14165/16)]. Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι οι εγκαταστάσεις της Ειδομένης δύναντο να προκαλέσουν στους διαμένοντες μοναξιά, αφού στερούταν δυνατοτήτων για σωματική δραστηριότητα, εσωτερικές συμφωνίες μεταφοράς, ραδιόφωνο ή τηλεόραση, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συναισθήματα διαχωρισμού από τον έξω κόσμο και επιβαρυντικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική ευεξία των κρατούμενων. Ανάλογα, στην Bubullima κατά Ελλάδας (2010), ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν εξέδωσαν σύντομα απόφαση επί του αιτήματός του για άρση της κράτησης και ότι δε διέθετε κανένα ένδικο βοήθημα για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησής του. Έτσι, παραβιάστηκε το άρθρο 5§4 ΕΣΔΑ, δηλαδή το δικαίωμα έκδοσης απόφασης δικαστηρίου εντός σύντομης προθεσμίας επί της νομιμότητας της κράτησης. Επίσης η H.A. and Others v. Greece αφορά κράτηση και απάνθρωπη μεταχείριση ασυνόδευτων ανηλίκων υπό «προστατευτική κράτηση» σε αστυνομικά τμήματα στη Βόρεια Ελλάδα πριν μεταφερθούν σε ανάλογο κέντρο, ήδη το 2008, κάτι που αποδεικνύει πως οι πιο πρόσφατες αυξημένες ροές δεν δικαιολογούν την αντιμετώπιση του κράτους ως έκτακτη και ειδική. Το ΕΔΔΑ αρχικά προέβη σε χαρακτηρισμό των συνθηκών κράτησης ως εξευτελιστική μεταχείριση, με αποτέλεσμα την πρόκληση αισθήματος απομόνωσης από τον έξω κόσμο και με πιθανές αρνητικές συνέπειες για την σωματική και ηθική ευημερία. Το 5


ενδιαφέρον εντοπίζεται στη συνέχεια και αφορά συγκεκριμένα την τοποθέτηση των προσφευγουσών σε «προστατευτική κράτηση», που κρίθηκε παράνομο μέτρο κράτησης σύμφωνα τόσο με το άρθρο 3 όσο και το 5 παρ 1 ΕΣΔΑ. Τονίστηκε πως η έλλειψη προθεσμιών για «προστατευτική κράτηση» μπορεί να οδηγήσει σε αυθαίρετες καταστάσεις παρατεταμένης κράτησης παιδιών. Επιπροσθέτως, οι αρχές δεν έλαβαν υπόψη την ιδιαίτερη ευπάθεια των προσφευγόντων ως ασυνόδευτων ανηλίκων και δεν εξέτασαν εάν το μέτρο ήταν το πιο πρόσφορο στην περίπτωση (Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ιανουάριος 2018).

6


Δήμητρα Πανοπούλου

Ενόψει μιας ημέρας σαν και αυτή, αξίζει να υπερτονιστεί η υπέρ-αξία των δικαιωμάτων των παιδιών μέσα από την πρόσφατη απόφαση της 13 Ιουνίου του 2019 του ΕΔΔΑ, με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται αναφορικά με την παραβίαση των άρθρων 3 και 5 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. ης

Πραγματικά περιστατικά Πέντε ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά αφγανικής καταγωγής κατέφθασαν στην Ελλάδα στις αρχές του 2016 και συνελήφθησαν από την ελληνική αστυνομία. Τον Φεβρουάριο του 2016, διατάχθηκε η απέλασή τους από το ελληνικό κράτος εντός προθεσμίας ενός μήνα. Με προορισμό την Γερμανία, προσδοκώντας την επανένωση με οικογενειακά πρόσωπα, στην προσπάθειά τους να διασχίσουν τη Βόρεια Μακεδονία, εμποδίστηκαν από τους συνοριακούς φύλακες και μάλιστα, το ένα παιδί συνελήφθη από την ελληνική αστυνομία και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Πολύκαστρου όπου και παρέμεινε σε καθεστώς «προστατευτικής κράτησης» για είκοσι τέσσερις ώρες. Τον Μάρτιο του 2016, ο ανήλικος αυτός μεταφέρθηκε σε κέντρο υποδοχής ασυνόδευτων ανηλίκων περιμένοντας απάντηση στο αίτημά του για επανένωση με την οικογένειά του. Παράλληλα με τον ένα ανήλικο, το Φεβρουάριο του 2016, οι υπόλοιποι τέσσερις συνελήφθησαν στη Χίο. Ακολούθησε διαταγή απέλασής τους. Έτσι, μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο προσφυγικό στρατόπεδοhots spot της Ειδομένης για ένα μήνα, όπου επικρατούσαν συνθήκες υπερπληθυσμού, περιορισμένης τροφής, έλλειψης μονάδων υγείας, και επισφαλούς διαμονής. Μεταξύ των παιδιών αυτών, το ένα μεταφέρθηκε και κρατήθηκε για οκτώ μέρες στο αστυνομικό τμήμα του Άγιου Στέφανου σε καθεστώς «προστατευτικής κράτησης», ενώ το άλλο συνελήφθη από την αστυνομία στην προσπάθειά του να ταξιδέψει στην Ιταλία ετέθη στο ίδιο καθεστώς με το πρώτο ανήλικο, στην αρχή, στο αστυνομικό τμήμα της Ηγουμενίτσας και κατόπιν, στα Φιλιατά. Πόρισμα ΕΔΔΑ Αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης στα αστυνομικά τμήματα, το Δικαστήριο συνυπολόγισε τρεις παραμέτρους για να οδηγηθεί στο συμπέρασμά του. Πρωταρχικά, έλαβε υπόψιν την απόφασή του 11593/12, Α.Β και άλλοι κατά Γαλλίας, κατά την οποία, η κράτηση ανήλικων παιδιών, ακόμα και για διάστημα ολίγων ημερών, κρίνεται παράνομη. Ακόμη, υποστήριξε πως οι συνθήκες στα αστυνομικά τμήματα είναι ακατάλληλες για παιδιά, καθώς δύνανται να δύνανται να τους προκαλέσουν αισθήματα απομόνωσης και να καταστούν επιβλαβείς εις βάρος της σωματικής και ψυχικής τους υγείας. Τέλος, στηρίχτηκε σε αναφορές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων, σύμφωνα με τις οποίες, η κράτηση, έστω και για λίγες μέρες, των ανήλικων παιδιών στα αστυνομικά τμήματα χωρίς ψυχολογική ή κοινωνική στήριξη καθίσταται απαράδεκτη. Στηριζόμενο σε αυτές τις παραμέτρους, το ΕΔΔΑ απεφάνθη πως το ελληνικό κράτος προέβη σε ταπεινωτική μεταχείριση των ανηλίκων και συνεπώς, παραβίασε προδήλως το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο κάνει λόγο για απαγόρευση «απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης».

7


Ως προς τις συνθήκες που επικρατούσαν στο προσφυγικό στρατόπεδο της Ιδωμένης, το Δικαστήριο αναγνώρισε, αφενός, το «ελαφρυντικό» ότι τα ανήλικα παιδιά δεν κρατήθηκαν στο μέρος αυτό, όπως επίσης, το γεγονός ότι το στρατόπεδο δεν ανήκε στον κρατικό έλεγχο, αλλά στην εποπτεία Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ). Εντούτοις, στηριζόμενο στο άρθρο 20 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το οποίο υποχρεώνει το κράτος να εξασφαλίζει σε ένα παιδί, που στερείται της οικογενείας του, εναλλακτικές μορφές φροντίδας, αλλά και στηριζόμενο στις άθλιες και εκμηδενιστικές υλικές –και ακατάλληλες για παιδιάσυνθήκες στο στρατόπεδο, κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι ελληνικές αρχές παραβίασαν και σε αυτή την περίπτωση το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι τα προσφυγόπουλα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα λόγω ηλικίας. Σε τελευταίο επίπεδο, το ΕΔΔΑ εξέτασε τη νομιμότητα των προστατευτικών μέτρων κράτησης και επιμελείας, που έλαβαν οι ελληνικές αρχές απέναντι στα ανήλικα παιδιά, τηρούμενο πάντα την αρχή της αναλογικότητας. Ανέτρεξε, με αυτό τον τρόπο, στην ελληνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, επικαλέστηκε το άρθρο 118 του Διατάγματος 141/1991 το οποίο ορίζει πως το καθεστώς της «προστατευτικής κράτησης» δεν απευθύνεται στα ανήλικα προσφυγόπουλα και δεν υπάρχει χρονικό όριο στην εν λόγω κράτηση. Έπειτα, επικαλέστηκε το νόμο 3907/2011, ο οποίος αναφέρει ρητά πως η «προστατευτική κράτηση» πρέπει να εκλαμβάνεται ως η έσχατη λύση και με περιορισμένη χρονική διάρκεια και κλείνοντας, το Διάταγμα υπ’ αριθμόν 114/2010, κατά το οποίο, η κράτηση ανήλικων παιδιών πρέπει να αποφεύγεται. Συνεκτιμώντας τα παραπάνω και σε συνάρτηση με τον κανόνα του καλύτερου συμφέροντος του παιδιού, το Δικαστήριο έκρινε πως το ελληνικό κράτος παραβίασε όχι μόνο το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ αλλά και το άρθρο 5 για το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια. Επίκαιρα δεδομένα Η απαράδεκτη μέθοδος κράτησης ασυνόδευτων ανήλικων και οι εξευτελιστικές συνθήκες στην Ελλάδα, δεν αποτελούν παρελθόν. Θα μπορούσαμε μάλιστα να σημειώσουμε μια χειροτέρευση, αφού το Κλιμάκιο Παρέμβασης σε Χώρους Κράτησης έχει παρατηρήσει πως πριν από τον Σεπτέμβριο 2018 οι περιπτώσεις κράτησης ανηλίκων σε κρατητήρια ήταν αποσπασματικές, αλλά έκτοτε υπήρξε αύξηση του αριθμού των κρατούμενων ασυνόδευτων ανηλίκων και πλέον ακόμα και οι αρχές φαίνεται ότι υιοθετούν την πρακτική (Αγγελίδης, Ξανά «στην αναφορά» η Ελλάδα για παράτυπη κράτηση ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων, 2019). Μάλιστα τον χειμώνα του 2019 αυξήθηκε ο αριθμός των κρατούμενων ασυνόδευτων ανηλίκων νομού Θεσσαλονίκης από περίπου 40 άτομα στις αρχές του χρόνου σε περίπου 70. (Αγγελίδης, «Προστατευτική φύλαξη» σε συνθήκες κόλασης, 2019). Επίσης, οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ εις βάρος της χώρας μας σωρεύονται, καθώς πρόσφατα (εντός του 2019) επιβλήθηκαν πέντε αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων από το ΕΔΔΑ για ασυνόδευτους ανηλίκους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την τόσο κοντά χρονικά έκδοση τέτοιων αποφάσεων, δηλαδή της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ασυνήθιστη, αλλά μάλλον καταδεικνύει τη σημασία που αποδίδει το Δικαστήριο στην προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων, αλλά και στην αναγνώριση της επιτακτικής ανάγκης να σταματήσει η πρακτική της «προστατευτικής φύλαξης». Προτάσεις διόρθωσης των παρατυπιών και βελτίωσης της προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων Καταρχήν κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση της δυναμικότητας των υφιστάμενων δομών φιλοξενίας, αν και η αύξηση θέσεων στους ξενώνες φιλοξενίας δεν αποτελεί πανάκεια. 8


Υπενθυμίζεται πως το 2016, ενώ υπήρξε σημαντική αύξηση των θέσεων, δεν επήλθε πλήρης αντιμετώπιση του ζητήματος. Συμπληρωματικές βελτιωτικές παρεμβάσεις είναι απαραίτητες. Οι συνθήκες στέγασης θα πρέπει να αναβαθμιστούν άμεσα. Συγκεκριμένα αυτή η βελτίωση πρέπει να αφορά την ποιότητα της σίτισης όλων των παιδιών, ειδικότερα των παιδιών βρεφικής και νηπιακής ηλικίας, τη δημιουργία φιλικών χώρων για τα παιδιά και ειδικών χώρων για τα νεαρά κορίτσια και την ανάπτυξη περισσότερων και συστηματικότερων δράσεων εστιασμένων σε παιδιά εφηβικής ηλικίας(Σουλελέ, 2016). Παρόλα αυτά, η ανάγκη αναθεώρησης των πρακτικών ξεκινά πολύ πριν την στέγαση των παιδιών σε δομές φιλοξενίας, από τον εντοπισμό τους στα σύνορα και την καταγραφή τους. Η βελτίωση των όρων και των εγγυήσεων σχετικά με τη διαδικασία διαπίστωσης ηλικίας είναι ένα βασικό βήμα προς την βελτιωτική κατεύθυνση. Κάθε παρεμβατική διαδικασία, ιατρική ή αστυνομική, θα πρέπει να απαγορευτεί. Ένα Ευρωπαϊκό κείμενο μπορεί να θέσει τέλος στις ανομοιογενείς πρακτικές που εφαρμόζονται και συχνά οδηγούν σε μη ορθή εκτίμηση της κατάστασης και των αναγκών τους. Επίσης, θα πρέπει να απαγορευθεί οριστικά και απόλυτα η διοικητική κράτηση των παιδιών, που δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για την προστασία τους. Η φύλαξη δεν «μπορεί ούτε να ερμηνεύεται, ούτε να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να συνιστά περιορισμό ή και στέρηση της ελευθερίας τους»(Δίκτυο για τα Δικαιώματα των Παιδιών που Μετακινούνται, Ιανουάριος 2018). Η επιτυχία των παραπάνω προτάσεων εξαρτάται από την εγκαθίδρυση ενός θεσμικού πλαισίου που θα διευκολύνει τη συμμετοχή και εκπροσώπηση του παιδιού. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα αποσκοπεί όχι απλά στην προσωρινή προστασία από κινδύνους αλλά στην ένταξη στο κοινωνικό σύνολο. Η διασφάλιση ενός λειτουργικού θεσμού της επιτροπείας είναι κρίσιμη και απαιτεί την ρύθμιση της ειδικής επιτροπείας για τα ασυνόδευτα ανήλικα, την οποία θα αναλαμβάνουν πιστοποιημένα και πλήρως εκπαιδευμένοι λειτουργοί. Μόνο αν ακούγεται και συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα μέσω του εκπροσώπου του θα μπορεί να βρεθεί η ανά περίπτωση καταλληλότερη, βιώσιμη, και διαρκή λύση για τον ανήλικο. Με το υπάρχον σύστημα ένα παιδί βυθίζεται στην ανασφάλεια και δεν έχει χώρο και ελπίδα να αναπτύξει σχέδια για το μέλλον. Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι όλα τα ανήλικα, ανεξαρτήτως εθνικότητας, αντιμετωπίζονται με τρόπο φιλικό, παρέχοντας ευελιξία και επιείκεια. Ο διορισμός επιτρόπου διαδραματίζει ρόλο ασφαλιστικής δικλείδας, που διευκολύνει και τον συντονισμό ανάμεσα στους πολυάριθμους φορείς, αλλά παράλληλα αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση παροχής πλήρους πρόσβασης σε ποιοτική φροντίδα στο πλαίσιο του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς και σε ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης(Ελίνα Σαράντου, Αγγελική Θεοδωδοπούλου, Νοέμβρης 2019). Παράλληλα, το σύστημα αναδοχής θα πρέπει επίσης να ενισχυθεί, ιδίως για τα παιδιά μικρότερης ηλικίας, αλλά και με την πρόβλεψη προγραμμάτων αναδοχής προσαρμοσμένων στις ανάγκες των παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας. Στόχος είναι η αποφόρτιση του συστήματος υποδοχής και φιλοξενίας και η ανταπόκριση στις ανάγκες του παιδιού. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονιστεί η απαίτηση εξέλιξης προς μια ταχεία και ουσιαστική ανταπόκριση στις ανάγκες του παιδιού, με έμφαση στο πλαίσιο των διαδικασιών οικογενειακής επανένωσης και μετεγκατάστασης. Η σύντμηση των μετεγκαταστάσεων ή των διορισμών επιτρόπων και της τοποθέτησης σε ανάδοχες οικογένειες υπόσχεται ένα καλύτερο, σταθερότερο αύριο για τα παιδιά αυτά. Η επιτυχής ενσωμάτωση ορίζεται από ένα συνεχές μέτρων προστασίας και κοινωνικής ένταξης το οποίο θα ορίζεται σε μια νομοθεσία ειδικά σχεδιασμένη για τα ανήλικα άτομα.

9


Μέχρι την υλοποίηση τέτοιων μέτρων, ενδείκνυται η ανάληψη νομικών πρωτοβουλιών για τα ασυνόδευτα ανήλικα που βρίσκονται τώρα σε νομικό κενό. Επίσης, θα πρέπει να αρθεί ο κίνδυνος να βρεθούν εκτός καθεστώτος νόμιμης διαμονής και εκτός πλαισίου προστασίας κατά την ενηλικίωσή τους όσα παιδιά έχουν παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα, αν και δεν πληρούν ανθρωπιστικά και πολιτισμικά κριτήρια υπέρ της συνέχισης της παραμονής τους (Σουλελέ, 2016). Καταλυτικές σκέψεις και βλέμμα προς το μέλλον. Ένας αποτελεσματικότερος στρατηγικός σχεδιασμός για την προστασία των παιδιών αυτών είναι εφικτός. Κάθε μελλοντική κίνηση θα πρέπει να υλοποιηθεί στη βάση κατοχυρωμένων αρχών και τεκμηριωμένων προδιαγραφών και κριτηρίων, που να μην αφήνουν περιθώρια παρέκκλισης της πράξης από τη διατύπωση του νόμου. Είναι ανάγκη να προτάξουμε μια ολιστική και μακροπρόθεσμη προσέγγιση των ζητημάτων προστασίας των ασυνόδευτων παιδιών και να απομακρυνθούμε από ανομοιογενείς πρακτικές και προβληματικές σε χρόνο, ήθος και αποτελεσματικότητα διαδικασίες. Αυτή η αδήριτη ανάγκη απορρέει από το αποτύπωμα που αφήνουν αυτές οι πρακτικές στην προσωπικότητα των ανηλίκων.

10


Ελένη Γιαννακού Το ζήτημα των αναβολών στις δίκες ανηλίκων Καταρχήν θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη θετική τάση των ελληνικών δικαστηρίων να επιδιώκουν την άμεση εκδίκαση. Τα τελευταία χρόνια είναι σαφής η προσπάθεια εκ μέρους της έδρας να εκδικαστούν αποτελεσματικά όσον το δυνατόν περισσότερες υποθέσεις μέσα σε μια δικάσιμο. Εντούτοις, το γνωστό για τα ελληνικά δικαστήριο πρόβλημα των αναβολών αγγίζει και το Δικαστήριο Ανηλίκων. Βεβαίως, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αναβολή δεν αποτελεί εμπόδιο της δικαιοσύνης αλλά απαραίτητο στοιχείο της διαδικασίας απονομής της. Εφόσον το Ποινικό Δίκαιο Ανηλίκων δεν αποσκοπεί απλά στην τιμωρία, αλλά στη διαπαιδαγώγηση των νέων και την αποτροπή καινούριων παραβιάσεων νόμων, η εκδίκαση της υπόθεσης πρέπει να επιτυγχάνει αυτόν τον στόχο στο μέγιστο. Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει την αρωγή της έδρας από τους Επιμελητές Ανηλίκων, οι οποίοι επιφορτίζονται το έργο σύνθεσης μια έκθεσης, ένα ατομικό έγγραφο κοινωνικής έρευνας για τον κάθε νέο, ώστε να μπορούν να παρέμβουν διορθωτικά εν’ όψη του δικαστηρίου. Έτσι σε αρκετές από τις δίκες ο λόγος αναβολής είναι η απουσία συνάντησης του ανήλικου ατόμου που δικάζεται με τον επιμελητή του. Επίσης, άλλες αναβάλλονται κυρίως με χρήση του άρθρου 352 Ποινικής Δικονομίας, παρά του 349.Πρόκειται, λοιπόν, για αναβολές προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανηλίκου και για όφελός του. Σε κάθε περίπτωση η αναγκαιότητα ταχείας, άμεσης και αποτελεσματικής εκδίκασης των υποθέσεων παραμένει. Ειδάλλως, υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί το δικαστήριο ανηλίκων σε δικαστήριο κυρίως νεαρών ενηλίκων, οι οποίοι εκδικάζονται για πράξεις που τους αποδίδονται για αρκετά χρόνια πριν. Έτσι, περιορίζεται- αν δεν εξαλείφεται- ο παιδαγωγικός σκοπός του τυχόν επιβαλλόμενου μέτρου. Η χρησιμότητά των αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων να ωφελήσουν τον ανήλικο κάμπτεται από το μεγάλό χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει, στη διάρκεια του οποίου πιθανόν έχει αναδιαμορφωθεί τόσο η προσωπικότητα όσο και οι συνθήκες ζωής του ατόμου. Η επιβολή των μέτρων και ο θεσμός της συνδιαλλαγής. Η έδρα στα Δικαστήρια Ανηλίκων επιβάλλει ποικίλα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα, ανάλογα με την υπόθεση. Συνήθως υπάρχει συμφωνία μεταξύ Δικαστού και Εισαγγελέως τόσο αναφορικά με το αν τελέστηκε ή όχι η πράξη όσο και για το μέτρο. Δικαστής και Εισαγγελέας, με την αρωγή του κάθε υπεύθυνου Επιμελητή Ανηλίκων, επιδιώκει το μέτρο ως αποτέλεσμα της στάθμισης του συμφέροντος και της ευημερία του ανηλίκου. Ωστόσο, όσον αφορά τον ίδιο τον ανήλικο δράστη, σπάνια ασκεί ευθέως το δικαιώματός της συμμετοχής στο στάδιο συζήτησης των μέτρων. Το γεγονός της μονόπλευρης διαχείρισης του ζητήματος από την έδρα προξενεί σκέψεις για την πρακτική εφαρμογή της γενικώς αναγνωρισμένης σημασία συγκατάθεσης του ανηλίκου. Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ο θεσμός της συνδιαλλαγής μεταξύ νεαρού δράστη και θύματος. Η συνδιαλλαγή βοηθάει στην αναβάθμιση της θέσης του θύματος, αλλά και αποτελεί γι αυτό μια ασφαλιστική δικλείδα ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω ενόχλησή από τον δράστη. Αναλόγως, ο ανήλικος αποφεύγει την ίσως δυσάρεστη ψυχικά δικαστική επίλυση του θέματος. Βεβαίως, η εξώδικη επιλογή δεν σημαίνει πως ο δράστης διαφεύγει, αφού το μέτρο είναι 11


προβλεπόμενο από τον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ 122). Απλώς η συνδιαλλαγή είναι εξωδικαστική και ο Δικαστής δεν κατέχει τον κύριο ρόλο. Στόχος, μάλιστα, της συνδιαλλαγής είναι η καλλιέργεια ενσυναίσθησης στον ανήλικο και η εμπέδωση παιδαγωγικών μηνυμάτων. Βεβαίως αν πραγματοποιηθεί μια τέτοια διαδικασία, αλλά έπειτα το θύμα συνεχίσει και στραφεί κατά του δράστη στα Αστικά δικαστήρια, υπονομεύονται τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής. Δεοντολογικά και νομικά, η συνδιαλλαγή δεν είναι πρακτική προς ικανοποίηση αστικών αξιώσεων, άρα όταν υπάρχουν εντάσεις εξαιτίας τους, η συνδιαλλαγή δεν θα πρέπει να προχωρήσει εξαρχής. Παρόλα αυτά, δεν σημαίνει πως δεν είναι δυνατό να περιλαμβάνεται αποζημίωση ως μέρος της συμφωνίας. Σε αυτή όμως την περίπτωση δεν πρόκειται για πλήρη αποκατάσταση της βλάβης , αλλά συμβολική αποζημίωση που βαρύνει συνήθως τον ίδιο τον ανήλικο. Η εξώδικη επίλυση διαφορών, όπως η συνδιαλλαγή, προσφέρει άμεση τακτοποίηση της υπόθεσης και αποκλείει το ψυχοφθόρο της δικαστικής διαδικασίας. Η ανάρτηση του ονόματος του ανήλικου στο Έκθεμα. Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η ανάρτηση του ονόματος του ανήλικου έξω από το δικαστήριο, σε κοινή θέα συνάδει με την αρχή της μη δημοσιότητας. Το Έκθεμα με τα ονόματα και τα αδικήματα που τους προσάπτονται είναι διαθέσιμο προς κοινοποίηση και σε άτομα πέρα των όσων βρίσκονται έξω από το δικαστήριο, αφού δύναται να φωτογραφηθούν ελεύθερα από οποιανδήποτε. Είναι, πλέον, κοινώς αποδεκτό πως το Ποινικό Δίκαιο Ανηλίκων διαφέρει από το τυπικό Ποινικό Δίκαιο αφού απευθύνεται σε νεαρούς ανθρώπους με αναπτυσσόμενη προσωπικότητα και άρα ειδικές ανάγκες που απαιτούν ειδική μεταχείριση. Άλλωστε δεχόμενοι τους διαφορετικούς σκοπούς του, δηλαδή το παιδαγωγικό χαρακτήρα του, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε και την ανάγκη διαφορετικών μεσών. Μια από τις νομικές ιδιαιτερότητας του Ποινικού Δικαίου Ανηλίκων είναι πως διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες και οι δίκες διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών, μη δημόσια. Η δημοσιότητα των ονομάτων αντίκειται σε αυτό το ειδικό καθεστώς και δύναται να το καταλύσει. Ενδεικτικά μια πιθανή κοινοποίηση του ανηλίκου μπορεί να προκαλέσει πέρα από την γελιοποίηση του και τον στιγματισμό του. Η επενέργεια πιθανού στιγματισμού τόσο στον εσωτερικό κόσμο του νέου όσο και στη κοινωνική ζωή του είναι μεγάλη. Τα ανήλικα άτομα είναι ευάλωτα στον στιγματισμό και εξαιτίας αυτού ενδέχεται να επέλθει ακόμα και φαινόμενο δευτερογενούς απόκλισης. Η υπότροπη μπορεί να πυροδοτηθεί από εσωτερίκευση του μηνύματος του στιγματισμού (υποκειμενικό στοιχείο) αλλά και από τη μείωση των δυνατοτήτων επανένταξης εξαιτίας αυτού (αντικειμενικό στοιχείο). Έτσι οι επιπτώσεις μιας κακόβουλης κοινοποίησης του ονόματος του ανηλίκου έχουν την ισχύ να υπονομεύσουν τις θετικές συνέπειες που πιθανόν έχουν επιτευχθεί από το αναμορφωτικό ή θεραπευτικό μέτρο. Επίλογος Αποτελεί ευχή και ελπίδα αλλά παράλληλα και στόχο, το Ποινικό Δίκαιο Ανηλίκων να παρέχει αυτή την καθοδήγηση επιτελώντας το παιδαγωγικό του ρόλο παράλληλα με την αποκατάσταση της διαταραγμένης κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης.

12


Αθανασάτου Χρυσούλα Τα παιδιά είναι κάτοχοι ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και όχι απλώς αντικείμενα προστασίας. Έχουν δικαιώματα στην οικογενειακή ζωή, στην μόρφωση, στην κοινωνική συμβίωση, στην υγεία, στην μετανάστευση και στο άσυλο, στη πρόσβαση στις διαδικασίες της ποινικής δικαιοσύνης, στην εναλλακτική φροντίδα και υιοθεσία, στην ισότητα, σε ζητήματα προσωπικής ταυτότητας, στην προστασία τους ως καταναλωτές όταν ασκούν τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα που προσιδιάζουν στην ηλικία τους. Αυτά τα δικαιώματα κατοχυρώνονται εκτός των άλλων σε διεθνείς συμβάσεις στις οποίες έχει επίσης επικυρώσει και η χώρα μας, στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων και στο ίδιο το ελληνικό Σύνταγμα. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, ένας διεθνής οργανισμός με σαφή εντολή για την προστασία και την προαγωγή δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που προστατεύει το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (ΕΣΔΑ άρθρο 8 & αρθ. 7 Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) συνδέεται με δικαιώματα της οικογενειακής μέριμνας, της προσωπικής ταυτότητας και ιθαγένειας που ρυθμίζονται κυρίως και πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου. Τα κράτη έχουν θετική υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα τόσο για την υποστήριξη των γονέων και των οικογενειών όσο και την προστασία από την πιθανή κακοποίηση. Το δικαίωμα των παιδιών για σεβασμό στην οικογενειακή τους ζωή συνδέεται με το δικαίωμα να γνωρίζουν την ταυτότητα των γονέων τους και να απολαμβάνουν τη γονική μέριμνα από τους δύο ή από τον ένα γονέα που έχει αναλάβει την ανατροφή τους, αν πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια και διατηρώντας επαφή και με τους δύο. Τα παιδιά δεν πρέπει να χωρίζονται από τους γονείς τους παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις αλλά είναι απαραίτητο να διατηρούν με κάθε τρόπο προσωπικές σχέσεις με αυτούς και όταν κρίνεται σκόπιμο να επανενώνεται πάλι η οικογένεια. Η οικογένεια εξασφαλίζει προστασία στο παιδί, υγιή συναισθηματική ανάπτυξη και τα απαραίτητα εφόδια για να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Μέσα στην οικογένεια ένα παιδί αποκτά ταυτότητα (κοινωνική, θρησκευτική, πολιτιστική) και εμπειρίες, μαθαίνοντας από τους γονείς του να επιλύει προβλήματα και να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις, συνάπτοντας κοινωνικούς δεσμούς και ότι είναι απαραίτητο για να συνεχίσει τη ζωή του ως ενήλικας. Όσον αφορά ξεχωριστά ζητήματα προσωπικής ταυτότητας την σε επίπεδο ΕΕ, δεδομένης της περιορισμένη αρμοδιότητας της στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχουν εξεταστεί σχετικές υποθέσεις. Το ΔΕΕ (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ωστόσο έχει αποφανθεί σχετικά με το δικαίωμα της ονοματοδοσίας από τη σκοπιά της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, έχει εκδικάσει υποθέσεις που αφορούν πτυχές της ιθαγένειας και της διαμονής υπό το πρίσμα του άρθρου. 20 ΣΛΕΕ, και έχει ερμηνεύσει και εξειδικεύσει την εφαρμογή αρκετών θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πεδίο αυτό[1]. Πρόκειται για μια δέσμη ζητημάτων, όπως η ληξιαρχική εγγραφή γεννησης και το δικαίωμα επί ονόματος, το δικαίωμα στην προσωπική ταυτότητα, η κλοπή ταυτότητας, το δικαίωμα ιθαγένειας και η ταυτότητα των παιδιών που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες. Στην υπόθεση Johansson κατά Φινλανδίας, οι γονείς ανήλικου τέκνου είχαν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επειδή οι ληξιαρχικές αρχές της Φιλανδίας, δεν είχαν δεχτεί να εγγράψουν τον γιό τους με το όνομα «Axl» ως κύριο όνομα. Αν και υπήρχαν άλλες τρεις εγγραφές με αυτό το όνομα το ληξιαρχείο έδωσε την αιτιολογία ότι η διατήρηση της εθνικής πρακτικής ονοματοδοσίας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο.8 ΕΣΔΑ , το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το υπέρτατο 13


συμφέρον του παιδιού να εγγραφεί στο ληξιαρχείο με το επιλεγμένο όνομα από το δημόσιο συμφέρον. [2] Επιπλέον κατά το άρθρο 11 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Υιοθεσίας Παιδιών με έναρξη ισχύος το 1968 προβλέπεται η δυνατότητα στα συμβαλλόμενα κράτη να διατηρούν το αρχικό επώνυμο του υιοθετημένου παιδιού κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα που προβλέπει ότι η νομική σχέση μεταξύ του υιοθετημένου παιδιού και της αρχικής οικογένειάς του διακόπτεται (πρβλ ΑΚ 1561). Η Ελλάδα έχει επικυρώσει την Σύμβαση και η διάταξη οικογενειακού δικαίου άρθρο. 1563 ΑΚ ρυθμίζει αυτό το ζήτημα. Το δικαίωμα στην προσωπική ταυτότητα περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα του παιδιού να γνωρίζει την καταγωγή του, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε περιπτώσεις τεχνητής γονιμοποίησης, υιοθεσίας και όταν για οποιονδήποτε λόγο η πατρική ταυτότητα εκλείπει. Συγκεκριμένα το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι τα στοιχεία της ταυτότητας ενός προσώπου και το δικαίωμά του «να αποκτά πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να ανακαλύψει την αλήθεια σχετικά με σημαντικές πτυχές της προσωπικής του ταυτότητας, όπως η ταυτότητα των γονέων του» έχουν σημασία για την προσωπική του ανάπτυξη[3]. Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί για προσφυγές παιδιών, υπέρ του δικαιώματος τους να γνωρίζουν την καταγωγή τους όταν λόγω της στέρησης της δυνατότητας αναγνώρισης της πατρικής ταυτότητας ή λόγω ανώνυμων γεννήσεων, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Θεωρήθηκε ότι ο συγγενικός δεσμός αποτελεί θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της ταυτότητας ενός ατόμου και θα πρέπει να σταθμίζεται έναντι άλλων ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων. Στη προσφυγή Mikulic κατά Κροατίας (2002), η μητέρα της Montana Mikulic μαζί με την ίδια την κόρη είχαν ενάγει τον τεκμαιρόμενο πατέρα ο οποίος είχε αρνηθεί να προσέλθει για εξέταση DNA κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεμελιωθεί με άλλο τρόπο η πατρότητα κατά το δίκαιο της Κροατίας εκείνη τη χρονική στιγμή και το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και σ’ αυτή την περίπτωση[4]. Ακόμα και στην περίπτωση της ετερόλογης τεχνητής γονιμοποίησης, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη τρίτου δότη γεννετικού υλικού που δεν είναι γονέας του αμφισβητείται η τήρηση της ανωνυμίας του κατά το 1460 ΑΚ[5]. Υποστηρίζεται ευρέως οτι το τέκνο έχει μεν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα να γνωρίζει τον βιολογικό του «γονέα» κατά το αρθ.21 Σ όμως στην περίπτωση αυτή δεν έχει συμφέρον για κάτι τέτοιο, καθώς η ιδιότητα του «γονέα» δεν είναι μόνο βιολογική αλλά κυρίως κοινωνικοσυναισθηματική και επομένως διατηρούνται μόνο σε διαθεσιμότητα ιατρικές πληροφορίες σχετικά με τον δότη. Η κλοπή ταυτότητας που εμπίπτει στο πλαίσιο προστασίας της ιδιωτικής ζωής, αφορά περιπτώσεις χρήσης του ονόματος ενός παιδιού εν αγνοία του και σε αυτό το ζήτημα το δικαστήριο δικαιωμάτων του ανθρώπου έχει κρίνει ότι τα κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν την πρακτική και αποτελεσματική προστασία κατά αυτής της παραβίασης[6]. Οταν η κλοπή ταυτότητας σχετίζεται με την παιδική πορνογραφία και την αθέμιτη προσέγγιση παιδιών μέσω διαδικτύου (ΕΔΔΑ, K.U. κατά Φινλανδίας, Αριθ. 2872/02, 2 Δεκεμβρίου 2008) τότε σύμφωνα με τα αρθ.19-20 της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και Κακοποίηση του Συμβουλίου της Ευρώπης (2007) υπάρχει αυστηρή δέσμευση κάθε κράτους να λάβει τα απαραίτητα νομοθετικά ή άλλα μέτρα για την πρόληψη και προστασία αυτών των παραβιάσεων. Ως «παιδική πορνογραφία» κατά το αρθ.20 §2 αυτής της Σύμβασης ορίζεται οποιοδήποτε υλικό στο οποίο απεικονίζεται παιδί να επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σαφούς σεξουαλικού χαρακτήρα ή κάθε απεικόνιση των γεννητικών οργάνων παιδιού προς σεξουαλικούς κυρίως σκοπούς. Στη χώρα μας για την αποφυγή εγκλημάτων που αφορούν την γενετήσια εκμετάλλευση των παιδιών και την προστασία της ανηλικότητας από πληροφοριακά συστήματα, τη διαδοση, διακίνηση και προμήθεια πορνογραφικού υλικού, έχουν θεσπιστεί αυτοτελή εγκλήματα στον ποινικό μας κώδικα ΠΚ.348 ,348Β, 348Γ. Α

14


Ιδιαίτερη σημασία για την κατοχύρωση του δικαιώματος στην προσωπική ταυτότητα δίνεται τέλος στη προστασία της ιθαγένειας και της ταυτότητας των παιδιών που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες. Στο πλαίσιο του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης τα κράτη δεσμεύονται να θεσπίζουν ανάλογους κανόνες προστασίας από τη Σύμβαση –πλαίσιο για την προστασία εθνικών μειονοτήτων (Framework Convention for protection of National Minorities,1998) ώστε κάθε παιδί που ανήκει σε μια μειονότητα να απολαμβάνει τη δική του πολιτιστική ζωή να ασκεί την δική του θρησκεία και να χρησιμοποιεί τη δική του γλώσσα από κοινού με τα άλλα μέλη της ομάδας του. [1] Συμβ. της Ευρώπης και ΕΔΔΑ.(2015) Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα δικαιώματα του παιδιού, Βέλγιο [2] ΕΔΔΑ, Johansson κατά Φινλανδίας, Αριθ.10163/02, 6 Σεπτεμβρίου 2007 [3] Συμβ. της Ευρώπης και ΕΔΔΑ.(2015) Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα δικαιώματα του παιδιού, Βέλγιο, σελ. 74επ. [4] ΕΔΔΑ, Mikulić κατά Κροατίας, Αριθ. 53176/99, 7 Φεβρουαρίου 2002 
 [5] Παπαχρήστου Κ. Θανάσης (2014), Οικογενειακό Δίκαιο, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, σελ. 205, 222 [6] Συμβ. της Ευρώπης και ΕΔΔΑ.(2015) Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα δικαιώματα του παιδιού, Βέλγιο, σελ.80

15


Βιβλιογραφία

Αγγελίδης, Δ. (2019, Δεκέμβρης 12). «Προστατευτική φύλαξη» σε συνθήκες κόλασης. Εφημερίδα των Συντακτών. Ανάκτηση από https://www.efsyn.gr/ellada/dikaiomata/222859_prostateytiki-fylaxi-se-synthikeskolasis Αγγελίδης, Δ. (2019, Νοέμβρη 8). Ξανά «στην αναφορά» η Ελλάδα για παράτυπη κράτηση ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων. Εφημερίδα των Συντακτών . Ανάκτηση από https://www.efsyn.gr/ellada/dikaiomata/218094_xana-stin-anafora-i-ellada-giaparatypi-kratisi-asynodeyton-anilikon Γαλάνη, Α. (2018). Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και η ένταξή τους στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Γνώσεις, αντιλήψεις , πρακτικές και επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών ενός Διαπολιτισμικού Γυμνασίου. Διπλωματική Εργασία, ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ, Αθήνα. Ανάκτηση από https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2689911/theFile/2 691919 Δίκτυο για τα Δικαιώματα των Παιδιών που Μετακινούνται. (Ιανουάριος 2018). Στέρηση και περιορισμός της ελευθέριας των ασυνόδευτων παιδιών και κρίσιμα ζητήματα για την προστασία τους. Κείμενο Διαπιστώσεων, τελική επιμέλεια: μάδα του Συνηγόρου του Πολίτη για τα παιδιά που μετακινούνται υπό την εποπτεία του Βοηθού Συνηγόρου για τα Δικαιώματα του Παιδιού, συμμετείχαν εκπρόσωποι των: UNICEF, Ύπατη Αρμοστεία, ΔΟΜ, ΑΡΣΙΣ, Danish Refugee Council, Μετάδραση. Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. (Ιανουάριος 2018). Ασυνόδευτοι ανήλικοι μετανάστες υπό κράτηση/ Θεματικό Δελτίο. Αθήνα: Ελληνική Δημοκρατία,Ανεπίσημη μετάφραση που πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ). Ελίνα Σαράντου, Αγγελική Θεοδωδοπούλου. (Νοέμβρης 2019). ΠΑΙΔIA EΡΜΑΙΑ Αποκλεισμός και εκμετάλλευση των ασυνόδευτων ανηλίκων στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία. Συγκριτική μελέτη. Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ και Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Steps, HIAS Ελλάδας και Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες. Δήμος Αθηνών . Ανάκτηση από https://www.accmr.gr/el/%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%B F%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7/781%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%AD%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%B9%CE%B1%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE %BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5 Σουλελέ, Δ. (2016). Μηχανισμός Παρακολούθησης Τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται στην Ελλάδα. Συνηγόρου του Πολίτη και UNICEF, Αθήνα. Ανάκτηση από https://www.synigoros.gr/resources/20170420-ekthesi-mixanismos.pdf Συντονισμός: Γιώργος Μόσχος, Β. Σ. (Ιανουάριος 2017-Ιανουάριος 2018). Δίκτυο για τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται. Αθήνα: έκθεση απολογισμού σχετικά με τη λειτουργία του Δικτύου για τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται.

16


17


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.